draft03.indd 2
27/3/14 12:02 μ.μ.
Η διαθήκη της Μαρίας
draft03.indd 3
27/3/14 12:02 μ.μ.
Τίτλος πρωτοτύπου: The Testament of Mary © Colm Tóibín 2012
© για την ελληνική έκδοση Εκδόσεις Ίκαρος, 2014 Μετάφραση από τα αγγλικά: Αθηνά Δημητριάδου Τυπογραφική Επιμέλεια: Ελευθερία Κοψιδά
Σχεδιασμός - Εικονογράφηση εξωφύλλου:
Χρήστος Κούρτογλου - Indyvisuals Collective
Στοιχειοθεσία - Σελιδοποίηση: Εκδόσεις Ίκαρος
Εκτύπωση: Φωτόλιο & Τύπικον Γραφικές Τέχνες Α.Ε. Βιβλιοδεσία: Ι. Μπουντάς - Π. Βασιλειάδης Ο.Ε. Πρώτη έκδοση: Απρίλιος 2014 ISBN 978-960-572-026-1
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ • ΒΟΥΛΗΣ 4, 105 62 ΑΘΗΝΑ • Τ: 210 3225152 • www.ikarosbooks.gr
draft03.indd 4
27/3/14 12:02 μ.μ.
Colm TÓibín
Η διαθήκη της Μαρίας Μετάφραση - Επίμετρο
Αθηνά Δημητριάδου
ΙΚΑΡΟΣ
draft03.indd 5
27/3/14 12:02 μ.μ.
αφιερώνεται στην Piccola Madonna, Κατίνα Βαλαβανίδη
draft03.indd 6
27/3/14 12:02 μ.μ.
στους Loughlin Deegan και Denis Looby
draft03.indd 7
27/3/14 12:02 μ.μ.
draft03.indd 8
27/3/14 12:02 μ.μ.
Έρχονται όλο και πιο συχνά τώρα τελευταία, και οι δυο τους,
και σε κάθε επίσκεψη δείχνουν να δυσανασχετούν όλο και περισσότερο, και μαζί μου και με τον κόσμο ολόκληρο. Έχουν
κάτι αδηφάγο, κάτι τραχύ πάνω τους, μια βαρβαρότητα που βράζει στο αίμα τους, την έχω ξαναδεί κι άλλοτε, την οσμίζομαι στον αέρα, πώς οσμίζεται το ζώο που το κυνηγούν. Μόνο
που εμένα τώρα πια δεν με κυνηγάει κανένας. Όχι πια. Τώρα με φροντίζουν, μου κάνουν τις ερωτήσεις μαλακά και με παρακολουθούν. Νομίζουν ότι δεν έχω αντιληφθεί πόσο πολύπλοκες είναι οι επιδιώξεις τους. Όμως εμένα δεν μου ξεφεύγει τίποτα πια, τίποτα εκτός από τον ύπνο. Αυτός μου ξεφεύγει. Μπορεί να παραγέρασα και δεν μου κολλάει πια ύπνος.
Μπορεί και να μην έχω να κερδίσω πια τίποτε από τον ύπνο. Μπορεί να μην έχω πια την ανάγκη να ονειρευτώ ή την ανάγκη να ξεκουραστώ. Μπορεί τα μάτια μου να ξέρουν ότι όπου
να ’ναι θα κλείσουνε για πάντα. Αν πρέπει να ξαγρυπνήσω, θα το κάνω. Θα το διαβώ το πέρασμα την ώρα που χαράζει,
την ώρα που η αυγή στέλνει τις πρώτες ακτίνες να γλιστρή9
draft03.indd 9
27/3/14 12:02 μ.μ.
σουν απαρατήρητες σε τούτο το δωμάτιο. Έχω κι εγώ τους λόγους μου να παρακολουθώ και να περιμένω. Μετά από τούτη
την παρατεταμένη αφύπνιση θα έρθει η οριστική ανάπαυση. Κι εμένα μου αρκεί να ξέρω ότι κάποτε θα έρθει το τέλος.
Νομίζουν ότι δεν έχω αντιληφθεί αυτό που σιγά σιγά βλα-
σταίνει στον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη∙ νομίζουν ότι δεν καταλαβαίνω το σκοπό των ερωτήσεών τους, ότι δεν παρατηρώ πώς
ισκιώνει η άγρια οργή τα πρόσωπά τους, πώς κρύβεται στις φωνές τους κάθε φορά που θα πω κάτι αόριστο, κάτι ανόητο,
κάτι που δεν μας βγάζει πουθενά. Κάθε φορά που δείχνω να
μη θυμάμαι κάτι που, κατά τη γνώμη τους, όφειλα να θυμάμαι. Είναι τόσο εγκλωβισμένοι στις απύθμενες, στις ακόρεστες ανάγκες τους, τους έχουν σε τέτοιο βαθμό στομώσει τα
κατάλοιπα του τρόμου που όλοι μας νιώσαμε τότε, ώστε δεν αντιλαμβάνονται ότι θυμάμαι τα πάντα. Η μνήμη κατέχει μέσα μου τόσο χώρο όσο το αίμα και τα κόκαλα.
Μου αρέσει που πληρώνουν αυτοί για τη διατροφή μου
και το ντύσιμό μου, που με προστατεύουν. Σε αντάλλαγμα
θα κάνω κι εγώ ό,τι περνάει από το χέρι μου γι’ αυτούς, αλλά τίποτα περισσότερο. Όπως δεν μπορώ να αναπνεύσω εγώ για λογαριασμό άλλου, όπως δεν μπορώ να κάνω την καρδιά του
να χτυπήσει, να εμποδίσω τα κόκαλά του να αδυνατίσουν, ή
τη σάρκα του να ζαρώσει, έτσι δεν γίνεται να πω περισσότε-
ρα απ’ όσα μπορώ να πω. Ξέρω, βέβαια, πόσο τους ενοχλεί αυτό, μέχρι και να χαμογελάσω μου έρχεται με το ζήλο τους για τις ανόητες ιστοριούλες, φτάνει να είναι από πρώτο χέρι, ή για τα εξόφθαλμα, απλοϊκά μοτίβα στην ιστορία που όλοι
μας ζήσαμε, μόνο που έχω ξεχάσει πώς χαμογελάνε. Δεν έχω
πια την ανάγκη να χαμογελώ. Όπως δεν είχα πια την ανάγκη 10
draft03.indd 10
27/3/14 12:02 μ.μ.
να κλάψω. Υπήρξε μια εποχή που νόμιζα ότι στ’ αλήθεια δεν
είχα πια άλλα δάκρυα μέσα μου, ότι το απόθεμά μου είχε ξοδευτεί, ευτυχώς όμως κάτι τέτοιες ανόητες σκέψεις δεν μένουν για πολύ, η αλήθεια δεν αργεί να βγει στην επιφάνεια.
Δάκρυα υπάρχουν πάντα, αν τα έχεις πραγματική ανάγκη. Γιατί τα δάκρυα τα δημιουργεί το σώμα. Εγώ δεν τα έχω πια
ανάγκη, και κανονικά αυτό θα ’πρεπε να ’ναι μια παρηγοριά, όμως εγώ δεν ζητώ παρηγοριά, απομόνωση μόνον ζητώ, κι αυτή την άγρια ικανοποίηση που πηγάζει από τη βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να πω κάτι που δεν είναι αλήθεια.
Από τους δυο που με επισκέπτονται ο ένας ήταν εκεί μα-
ζί μας μέχρι το τέλος. Υπήρξαν τότε στιγμές που ήταν τρυφερός μαζί μου, έτοιμος να με στηρίξει και να με παρηγορήσει,
όσο έτοιμος είναι τώρα να με αγριοκοιτάξει όλο ανυπομονησία, όταν η ιστορία που του λέω δεν σηκώνει να τεντωθεί μέ-
χρι εκεί που τη θέλει αυτός. Παρά ταύτα σημάδια εκείνης της τρυφερότητας τα διακρίνω ακόμα, κι είναι φορές που στα μάτια του γυρίζει ξανά η παλιά ζεστασιά, ώσπου με έναν ανα-
στεναγμό ξαναπιάνει τη δουλειά του, αρχίζει να γράφει ένα ένα εκείνα τα γράμματα που φτιάχνουν τις λέξεις που ξέρει ότι εγώ δεν μπορώ να τις διαβάσω, που εξιστορούν τα όσα
έγιναν στο λόφο, τις μέρες πριν, και τις μέρες μετά. Τον έχω
παρακαλέσει να μου διαβάζει τις λέξεις δυνατά αλλά δεν το
κάνει. Ξέρω ότι έχει γράψει πράγματα που ούτε εκείνος είδε ούτε εγώ. Όπως ξέρω ότι σε όλα αυτά που πέρασα, μάρτυρας των οποίων ήταν και ο ίδιος, έδωσε μορφή όπως νόμιζε αυτός, ότι φρόντισε να έχουν βάρος οι λέξεις, να καθηλώνουν όσους τις ακούνε.
Θυμάμαι πάρα πολλά∙ είμαι σαν τον αέρα σε μέρα γαλή11
draft03.indd 11
27/3/14 12:02 μ.μ.
νια, πώς κρατιέται ακίνητος και δεν αφήνει να του ξεφύγει τίποτα. Όπως κρατάει ο κόσμος την ανάσα του, έτσι κρατάω κι εγώ μέσα μου τη μνήμη.
Έτσι λοιπόν όταν του είπα για τα κουνέλια, δεν είναι πως
του έλεγα κάτι που είχα σχεδόν ξεχάσει και απλώς μου ήρθε
στο νου επειδή η επιμονή του να θυμηθώ ήταν ασφυκτική.
Τις λεπτομέρειες των όσων του είπα τις έχω μαζί μου όλα αυτά τα χρόνια, ακριβώς όπως τα χέρια μου, τα μπράτσα μου.
Εκείνη την ημέρα, την ημέρα που μου ζητούσε να του τη διηγηθώ με κάθε λεπτομέρεια, που ήθελε να του την περιγράψω
ξανά και ξανά, μέσα σε όλη τη σύγχυση, τον τρόμο, τις στριγκλιές και τις κραυγές, με πλησίασε ένας άντρας που κρατούσε ένα κλουβί με ένα τεράστιο, εξαγριωμένο πουλί, ένα
πουλί όλο κοφτερό ράμφος και οργισμένο βλέμμα∙ τα φτερά
δεν είχαν χώρο να απλωθούν σε όλο τους το μήκος και φαίνεται πως αυτός ο περιορισμός έφερνε το πουλί σε απόγνωση, το αγρίευε. Κανονικά το πουλί αυτό έπρεπε να πετάει, να ορμάει από τα ύψη στο θήραμά του.
Ο άντρας κουβαλούσε και έναν σάκο που, όπως έμαθα
αργότερα, ήταν μισογεμάτος ζωντανά κουνέλια, κάτι τόσες
δα μπαλίτσες γεμάτες ενέργεια ασυγκράτητη, αλαφιασμένη. Και τις ώρες που έμεινε εκεί πάνω, σ’ εκείνο το λόφο, τις ώρες που κύλησαν πιο αργά από ποτέ, βούταγε το ένα μετά
το άλλο τα κουνέλια από το σάκο και τα έσπρωχνε αργά κατά
την πόρτα του κλουβιού που ήταν μια χαραμάδα ανοιχτή. Το πουλί ορμούσε πρώτα στο μαλακό υπογάστριο, σκίζοντάς το
στα δύο ώσπου να χυθούν από μέσα τα έντερα, και μετά βέβαια στα μάτια. Τώρα πια δεν μου είναι δύσκολο να μιλάω
γι’ αυτό, μια που λειτούργησε τότε σαν απλός περισπασμός 12
draft03.indd 12
27/3/14 12:02 μ.μ.
από το κύριο γεγονός, όπως δεν μου είναι δύσκολο να μιλάω
γι’ αυτό, γιατί ήταν σκέτος παραλογισμός. Το πουλί δεν φαινόταν πεινασμένο, αν και μπορεί να υπέφερε από βαθύτερη πείνα που ούτε η ζωντανή σάρκα, η σάρκα που σφάδαζε,
δεν κατάφερνε να κορέσει. Το κλουβί μισογέμισε από μισοπεθαμένα, ολωσδιόλου αφάγωτα κουνέλια που έβγαζαν κάτι αλλόκοτους, τσιριχτούς ήχους. Που συσπώνταν από παλιές εκρήξεις ζωής. Ο άντρας παρατηρούσε ζωηρά μια το κλουβί,
μια τη σκηνή ολόγυρά του και το πρόσωπό του έλαμπε∙ σχεδόν χαμογελούσε με καταχθόνιο ενθουσιασμό, κι ο σάκος να μην έχει ακόμη αδειάσει.
* Ήδη τότε είχαμε συζητήσει για διάφορα άλλα, μεταξύ αυτών και για τους άντρες που παίζανε ζάρια δίπλα στους σταυρούς∙
παίζανε τα ρούχα του και τα υπόλοιπα υπάρχοντά του, μπορεί βέβαια και να μην παίζανε για κάτι συγκεκριμένο. Τον έναν τους τον φοβόμουν όσο και τον στραγγαλιστή, ο οποίος
έκανε αργότερα την εμφάνισή του. Αυτός ο ένας, λοιπόν, ήταν ανάμεσα στους πολλούς που πήγαν κι ήρθαν μέσα στη
μέρα, αυτός που δεν με έχασε στιγμή από τα μάτια του, ο πιο βλοσυρός, που μάλλον ήθελε να ξέρει πού θα πήγαινα όταν
θα τελείωναν όλα, που μάλλον θα αναλάμβανε να με γυρίσει πίσω. Ο άνθρωπος αυτός που με ακολουθούσε με το βλέμ-
μα δούλευε, φαίνεται, για λογαριασμό μιας ομάδας έφιππων που τα παρακολούθησαν όλα από απόσταση. Αν υπάρχει ένας που να ξέρει τι συνέβη εκείνη την ημέρα και γιατί, είναι αυτός ο άνθρωπος που έπαιζε ζάρια. Θα ήταν ίσως ευκολότερο να
13
draft03.indd 13
27/3/14 12:02 μ.μ.
πω ότι τον βλέπω στον ύπνο μου, όμως δεν τον βλέπω, ούτε
με στοιχειώνει όπως με στοιχειώνουν άλλα πράγματα, άλλα
πρόσωπα. Ήταν εκεί, μόνον αυτό έχω να πω για εκείνον, και με παρακολουθούσε και με ήξερε, κι αν τώρα, ύστερα από
τόσα χρόνια, τον έφερνε ο δρόμος μπροστά σε τούτη την πόρτα, με τα μάτια μισόκλειστα κόντρα στο φως, με το πυρρόξανθο μαλλί του γκριζαρισμένο, μ’ εκείνα τα χέρια του, ανέκαθεν υπερβολικά μεγάλα για το σώμα του, και με τον αέρα
της γνώσης και της αυτοπεποίθησης και της ατάραχης, αμείλικτης απανθρωπιάς, και ξοπίσω του τον στραγγαλιστή να χασκογελάει χαιρέκακα, δεν θα παραξενευόμουν καθόλου. Αν και μαζί τους μεγάλα περιθώρια επιβίωσης δεν θα είχα. Ακριβώς όπως οι δυο φίλοι μου που με επισκέπτονται ζητούν τη
φωνή μου, την κατάθεσή μου, ο άνθρωπος που έπαιζε ζάρια και από κοντά ο στραγγαλιστής, ή κάτι άλλοι σαν κι αυτούς,
θα πρέπει να ζητούν τη σιωπή μου. Αν έρθουν, θα τους κατα-
λάβω, αλλά τώρα πια ελάχιστη σημασία θα έχει, μια που οι μέρες που απομένουν είναι λίγες∙ κι όμως τις ώρες που είμαι ξυπνητή, τους φοβάμαι πάντα, απερίγραπτα.
Σε σύγκριση μ’ αυτούς ο άντρας με τα κουνέλια και το γε-
ράκι ήταν περιέργως ακίνδυνος∙ σκληρός ήταν, αλλά με μια άχρηστη σκληρότητα. Οι παρορμήσεις του ήταν απ’ αυτές
που ικανοποιούνται εύκολα. Κανείς εκτός από εμένα δεν του έδινε σημασία, κι εγώ το έκανα επειδή ίσως μόνον εγώ, απ’
όσους βρίσκονταν εκεί, έδινα προσοχή στο καθετί που κινούνταν, μήπως και μπορέσω να βρω ανάμεσα στους τόσους άνδρες κάποιον να ικετέψω. Επίσης για να μάθω τι προσδοκούσαν από εμάς, όταν όλα θα είχαν τελειώσει, και πάνω απ’ όλα
για να αποσπάσω τον εαυτό μου, έστω για ένα μόνον δευτερό14
draft03.indd 14
27/3/14 12:02 μ.μ.
λεπτο, από τη φρίκη και το σπαραγμό αυτού που συνέβαινε.
Δεν τους ενδιαφέρει καθόλου τους επισκέπτες μου ούτε ο
φόβος ο δικός μου ούτε ο φόβος των γύρω μου, αυτή η αίσθηση ότι υπήρχαν κάποιοι που καραδοκούσαν, που είχαν πάρει
οδηγίες να μας ζώσουν μόλις κάναμε να φύγουμε, το ότι πιθανότητα να μη μας πιάσουν δεν υπήρχε.
Ο δεύτερος που με επισκέπτεται κάνει αλλιώς αισθητή την
παρουσία του. Δεν έχει τίποτα το τρυφερό πάνω του. Αδημονεί, πλήττει, ελέγχει την κατάσταση. Γράφει και αυτός, σαφώς με μεγαλύτερη ταχύτητα από τον άλλον, και πότε συνοφρυώνεται, πότε κουνάει το κεφάλι επιδοκιμάζοντας αυτά
που γράφει. Εκνευρίζεται με το παραμικρό. Μπορεί να ενοχληθεί απλώς και μόνο επειδή θα διασχίσω το δωμάτιο για
να πάρω ένα πιάτο. Καμιά φορά είναι δύσκολο να αντισταθώ στον πειρασμό να του μιλήσω, κι ας ξέρω ότι η φωνή μου από μόνη της του γεννάει υποψίες ή κάτι σαν αηδία. Όμως
και αυτός, όπως και ο συνεργάτης του, είναι υποχρεωμένος
να με ακούει, γι’ αυτό βρίσκεται εδώ. Άλλη επιλογή δεν έχει. Προτού φύγει του είπα ότι σ’ όλη μου τη ζωή κάθε φορά
που έβλεπα περισσότερους από δυο άντρες μαζί, από κοντά
έβλεπα βλακεία και σκληρότητα, αλλά το πρώτο που εντόπιζα ήταν η βλακεία. Περίμενε ότι θα του έλεγα κι άλλα, κάθισε απέναντί μου και η υπομονή του άρχισε σιγά σιγά να εξαντλείται, καθώς δεν έλεγα να ξαναπιάσω το θέμα της αρε-
σκείας του: να του περιγράψω ξανά την ημέρα που χάθηκε ο γιος μας, το πώς τον βρήκαμε, το τι ειπώθηκε. Δεν μπορώ να ξεστομίσω το όνομα, δεν μου ’ρχεται, κάτι θα σπάσει μέσα
μου αν το προφέρω. Έτσι λοιπόν τον αποκαλούμε «εκείνος», «ο γιος μου», «ο γιος μας», «αυτός που ήταν εδώ», «ο φίλος
15
draft03.indd 15
27/3/14 12:02 μ.μ.
σου», «αυτός για τον οποίο ενδιαφέρεσαι». Ίσως προτού πεθάνω να το πω το όνομα, ή μια απ’ αυτές τις νύχτες να καταφέρω να το ψιθυρίσω, αν και δεν το νομίζω.
Μάζεψε γύρω του, είπα, ένα τσούρμο απροσάρμοστους,
κάτι παιδαρέλια σαν εκείνον, άντρες χωρίς πατέρα, άντρες
που δεν μπορούσαν να κοιτάξουν μια γυναίκα στα μάτια.
Άντρες που τους έβλεπες να χασκογελάνε μόνοι τους, που
είχαν γεράσει πριν την ώρα τους. Ούτε ένας σας δεν ήταν
φυσιολογικός, είπα, και τον είδα να σπρώχνει προς το μέρος μου το πιάτο του με το φαγητό μισοτελειωμένο, σαν το παιδάκι που έχει τις κακές του. Ναι, απροσάρμοστους, είπα. Ο γιος μου μάζευε απροσάρμοστους, αν και ο ίδιος, παρ’ όλα
αυτά, απροσάρμοστος δεν ήταν∙ μπορούσε να κάνει οτιδήποτε, μπορούσε μέχρι και να μένει ώρες σιωπηλός, την είχε
κι αυτή την ικανότητα, την πιο σπάνια από όλες, μπορούσε
άνετα να περνάει ώρες πολλές μόνος του, μπορούσε να κοιτάξει μια γυναίκα σαν να ήταν ισότιμή του, ήξερε τι σημαίνει
ευγνωμοσύνη, είχε καλούς τρόπους, ήταν έξυπνος. Και όλα αυτά τα χρησιμοποίησε, είπα, για να καθοδηγεί αυτούς που
τον εμπιστεύτηκαν. Εγώ καιρό για απροσάρμοστους δεν έχω, είπα, αν όμως πάρετε δυο από εσάς και τους βάλετε μαζί, όχι
μόνο τη βλακεία και τη γνωστή σκληρότητα θα έχετε αλλά και μια απεγνωσμένη ανάγκη για κάτι αλλιώτικο. Μάζεψε
γύρω σου κάμποσους απροσάρμοστους, του είπα, σπρώχνο-
ντας ξανά το πιάτο προς το μέρος του, και θα έχεις ό,τι βάζει ο νους σου –αποκοτιά, φιλοδοξία, ό,τι θες– και προτού χαθεί ή θεριέψει, θα σε πάει και σ’ αυτό που είδαν τα μάτια μου και που το κουβαλάω μαζί μου από τότε.
16
draft03.indd 16
*
27/3/14 12:02 μ.μ.
Η γειτόνισσά μου, η Φαρίνα, μου αφήνει πότε το ένα πότε το
άλλο. Καμιά φορά της τα πληρώνω. Στην αρχή όταν μου χτυπούσε δεν της άνοιγα∙ ακόμα και τις φορές που έπαιρνα ό,τι
μου είχε αφήσει –φρούτα ή ψωμί ή αυγά ή νερό–, δεν έβλεπα το λόγο να της πω μια κουβέντα όταν περνούσα αργότερα
μπροστά από το κατώφλι της, ούτε καν να προσποιηθώ ότι ήξερα ποια ήταν. Κι είχα το νου μου να μην αγγίξω το νερό που μου άφηνε. Πήγαινα μόνη μου στο πηγάδι να φέρω το νερό μου κι ας ένιωθα μετά τα χέρια μου βαριά κι ασήκωτα.
Όταν ήρθαν οι επισκέπτες μου, με ρώτησαν ποια ήταν και
ευτυχώς ήμουνα σε θέση να απαντήσω ότι ούτε ήξερα ούτε με
ενδιέφερε να μάθω, όπως επίσης δεν ήξερα γιατί μου άφηνε διάφορα πράγματα. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι της δινόταν μια ευκαιρία να τριγυρίζει κάπου όπου δεν ήταν καλοδεχούμενη. Πρέπει να είσαι προσεκτική, μου είπαν, και βέβαια εδώ η απάντηση μου ήρθε αβίαστα, τους είπα ότι αυτό το ήξερα καλύτερα από λόγου τους και ότι αν είχαν έρθει
να μου δώσουν περιττές συμβουλές, μήπως να το ξανασκεφτούν αν θα ξανάρθουν;
Πάντως σιγά σιγά περνώντας από το σπίτι της και βλέπο-
ντάς την στην πόρτα, άρχισα να την κοιτάζω και μου άρεσε.
Έπαιξε κάποιο ρόλο το ότι ήταν μικροκαμωμένη ή, έστω, πιο
μικροκαμωμένη από μένα, ή πιο αδύναμη κι ας ήταν νεότερή μου. Στην αρχή υπέθεσα ότι ζούσε μόνη της και σκέφτηκα
ότι αν άρχιζε να μου δημιουργεί δυσκολίες ή να μου φορτώνε-
ται, θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα μαζί της. Όμως δεν είναι μόνη της. Αυτό διαπίστωσα. Ο άντρας της είναι κατάκοιτος,
δεν μπορεί να κουνηθεί, και η Φαρίνα πρέπει ολημερίς να τον φροντίζει∙ τον έχει σ’ ένα μισοσκότεινο δωμάτιο. Και οι γιοι 17
draft03.indd 17
27/3/14 12:02 μ.μ.
της, όπως όλοι οι γιοι, έφυγαν για την πόλη για να βρουν κα-
λύτερη δουλειά ή πιο χρήσιμη απραξία ή καμιά περιπέτεια, και άφησαν τη Φαρίνα να φροντίζει τις κατσίκες, να έχει το νου της στα λιόδεντρα και να κουβαλάει καθημερινά νερό.
Της ξεκαθάρισα ότι αν τύχει και έρθουν ποτέ οι γιοι της, δεν πρόκειται να διαβούν αυτό το κατώφλι. Της ξεκαθάρισα ότι
δεν θέλω τη βοήθειά τους για τίποτα. Δεν τους θέλω μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Μου παίρνει εβδομάδες για να εξαφανίσω την μπόχα των αντρών από τούτα τα δωμάτια, ώστε να μπορέσω να ανασάνω αέρα που δεν τον έχει μολύνει η παρουσία τους.
Άρχισα να την χαιρετώ με μια κίνηση του κεφαλιού όταν
την έβλεπα. Πάντως δεν γύριζα να την κοιτάξω κι ας ήξερα
ότι θα είχε παρατηρήσει την αλλαγή. Κι απ’ αυτή την αλλα-
γή βγήκε κι άλλη αλλαγή. Στην αρχή ήταν δύσκολα τα πράγματα, γιατί δεν πολυκαταλάβαινα τι μου έλεγε, και της φαινόταν περίεργο, αλλά δεν την εμπόδιζε να μου μιλάει συνέ-
χεια. Δεν πέρασε καιρός και άρχισα να παρακολουθώ τα περισσότερα απ’ όσα μου έλεγε, ή έστω αρκετά, κι έτσι έμαθα
πού πήγαινε κάθε μέρα και γιατί πήγαινε. Δεν πήγα μαζί της επειδή το ήθελα. Πήγα επειδή οι επισκέπτες μου, οι άντρες που έρχονται για να με επιτηρούν στα τελευταία χρόνια της
ζωής μου, έκαναν κατάχρηση της φιλοξενίας μου, όπως επίσης μου έκαναν υπερβολικά πολλές ερωτήσεις, οπότε σκέφτηκα ότι αν εξαφανιζόμουν έστω για μια δυο ώρες, ίσως μάθουν να είναι πιο ευγενικοί ή, ακόμη καλύτερα, μπορεί και να φύγουν.
Δεν πίστευα ότι αυτή η καταραμένη σκιά των όσων συνέ-
βησαν θα έφευγε ποτέ από μέσα μου. Είχε θρονιαστεί στην
καρδιά μου και προωθούσε σκοτάδι με τον ίδιο ρυθμό που 18
draft03.indd 18
27/3/14 12:02 μ.μ.
προωθεί η καρδιά το αίμα. Μπορεί και να ’ταν η συντροφιά
μου, ο παράξενος φίλος μου που με ξυπνούσε νυχτιάτικα και
ξανά το πρωί, που με είχε από κοντά όλη μέρα. Ένα βάρος μέσα μου που συχνά καταντούσε ασήκωτο. Πού και πού αλάφραινε αλλά δεν έφευγε ποτέ.
Πήγα στο Ναό με τη Φαρίνα χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λό-
γο. Με το που ξεκινήσαμε, άρχισα να απολαμβάνω νοερά τη
συζήτηση που θα επακολουθούσε μόλις γύριζα, για το πού ήμουνα, και είχα ήδη αρχίσει να δουλεύω στο μυαλό μου το
τι θα έλεγα στους επισκέπτες μου. Στο δρόμο δεν μιλούσαμε και μόνον όταν πια πλησιάζαμε, η Φαρίνα είπε ότι κάθε φορά που πήγαινε στο Ναό, ζητούσε μόνον τρία πράγματα – να
πάρουν τον άντρα της οι θεοί για να μην υποφέρει άλλο, να έχουν οι γιοι της καλή υγεία και να είναι στοργικοί μαζί της.
Κι εγώ τη ρώτησα, το θέλεις ειλικρινά το πρώτο; Θέλεις να πεθάνει ο άντρας σου; Όχι, αποκρίθηκε, δεν το θέλω, αλλά
είναι το καλύτερο. Καθώς μπαίναμε στο Ναό αυτά που έμειναν χαραγμένα στη μνήμη μου ήταν το πρόσωπό της, η έκφραση του προσώπου της, το φως στα μάτια της, μια διάχυτη καλοσύνη.
Μετά θυμάμαι ότι στράφηκα και αντίκρισα για πρώτη φο-
ρά το άγαλμα της Άρτεμης∙ έμεινα να το κοιτάζω, το άγαλμα ακτινοβολούσε καρτερία και μεγαλοψυχία, ευφορία και
χάρη, ίσως και ομορφιά, ακόμα και ομορφιά. Για μια στιγμή ανάσανα∙ οι σκιές μου πέταξαν από μέσα μου, να πιάσουν κουβέντα με τις υπέροχες σκιές του Ναού. Με άφησαν
για λίγα λεπτά και σαν να βρέθηκα στο φως. Το δηλητήριο
έφυγε από την καρδιά μου. Κοίταζα το άγαλμα της αρχαίας θεάς, εκείνης που έχει δει περισσότερα από εμένα, που έχει
19
draft03.indd 19
27/3/14 12:02 μ.μ.
υποφέρει περισσότερο, γιατί έζησε περισσότερο. Πήρα βα-
θιά ανάσα για να της πω ότι τις είχα αποδεχτεί τις σκιές, το βάρος, τη ζοφερή παρουσία που με συνοδεύει από την ημέρα που αντίκρισα τον γιο μου δεμένο και καταματωμένο, που
άκουσα τις κραυγές του και είχα σκεφτεί ότι τίποτα χειρότερο δεν μπορούσε να συμβεί προτού περάσουν ώρες πολλές.
Είχα πέσει έξω ως προς το ότι δεν μπορούσε να συμβεί τίποτα χειρότερο, και ό,τι κι αν έκανα για να το εμποδίσω, απέτυχε, όπως απέτυχε ό,τι κι αν έκανα για να πάψω να το σκέφτομαι, ώσπου με πλημμύρισε με τον ήχο του, ώσπου η ίδια η απειλή αυτών των ωρών χώθηκε μέσα μου, και γύρισα από το Ναό με την απειλή να πάλλεται μέσα στο αίμα μου με το ρυθμό της καρδιάς μου.
Από τα λεφτά που είχα βάλει στην άκρη αγόρασα από έναν
αργυροχόο ένα αγαλματάκι της θεάς που μου αναπτέρωσε το
ηθικό. Βεβαίως το έκρυψα. Όμως κάτι ήταν για μένα να ξέρω ότι υπήρχε μέσα στο σπίτι, ότι το είχα κοντά μου τα βράδια και μπορούσα να του μιλάω ψιθυριστά, αν ένιωθα την
ανάγκη. Να του λέω την ιστορία γι’ αυτό που συνέβη και για
το πώς βρέθηκα εδώ. Να του μιλάω για τη μεγάλη αναστάτωση που μας βρήκε όταν έκαναν την εμφάνισή τους τα καινούργια νομίσματα, οι καινούργιοι νόμοι, οι καινούργιες λέξεις για τα πράγματα. Ο κόσμος, άντρες και γυναίκες, που
δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, άρχισαν να μιλάνε για την Ιερουσαλήμ, θαρρείς και ήταν πίσω από τους λόφους και όχι δυο
τρεις μέρες ταξίδι, κι όταν μαθεύτηκε ότι οι νέοι μπορούσαν να πάνε εκεί, όποιος γνώριζε γραφή ή ήταν ξυλουργός ή ήξερε να φτιάχνει τροχούς ή να δουλεύει το μέταλλο, όποιος μάλιστα ήξερε να μιλάει καθαρά, όποιος ήθελε να εμπορευτεί 20
draft03.indd 20
27/3/14 12:02 μ.μ.
υφάσματα ή σιτηρά ή φρούτα ή λάδι, όλοι τους μπορούσαν
να πάνε εκεί. Ξαφνικά έγινε εύκολο να πας, αλλά, βέβαια,
δεν ήταν εύκολο να γυρίσεις. Άρχισαν να στέλνουν μηνύματα και νομίσματα και υφάσματα και τα νέα για την καινούργια τους ζωή αλλά κι εγώ δεν ξέρω τι ήταν αυτό που τους κρατούσε εκεί, να ’ταν τα λεφτά, να ’ταν το μέλλον. Μέχρι τότε
δεν είχα ακούσει κανέναν να μιλάει για το μέλλον, εκτός κι αν μιλούσαν για την επαύριον ή για κάποιο γλέντι όπου πήγαιναν κάθε χρόνο. Πάντως όχι για κάποια εποχή που θα έρ-
θει, όπου όλα θα είναι διαφορετικά και όλα καλύτερα. Αυτή η ιδέα σάρωνε εκείνα τα χρόνια τα χωριά σαν το λίβα κι έπαιρνε μαζί του όποιον είχε κάποια αξία, πήρε και τον γιο μου,
εγώ πάντως δεν ένιωσα έκπληξη, γιατί αν δεν είχε φύγει, θα ήταν δακτυλοδεικτούμενος στο χωριό, κι ο κόσμος μπο-
ρεί ν’ αναρωτιόταν γιατί δεν είχε πάει κι αυτός. Απλά πράγ-
ματα – δεν γινόταν να μείνει. Δεν τον ρώτησα τίποτα∙ ήξερα ότι θα έβρισκε εύκολα δουλειά, ήξερα ότι θα έστελνε ό,τι
έστελναν και οι άλλοι που είχαν φύγει πριν απ’ αυτόν, αυτά σκεφτόμουνα καθώς του τύλιγα ό,τι χρειαζόταν για να πάρει μαζί του, όπως έκαναν και οι άλλες μανάδες όταν έφευγαν οι γιοι τους. Δεν το ’λεγες θλιβερό. Ήταν απλώς το τέλος μιας εποχής∙ την ημέρα που θα έφευγε ήταν κόσμος και
κοσμάκης μαζεμένος, γιατί έφευγαν κι άλλοι κι εγώ γύρισα σπίτι σχεδόν χαμογελώντας στη σκέψη ότι ήμουνα τυχερή που ήταν γερός και μπορούσε να πάει, χαμογελούσα και
με τη σκέψη ότι ήμασταν και οι δυο προσεκτικοί τους τελευταίους μήνες –μπορεί και χρόνο– προτού φύγει, να μην κου-
βεντιάζουμε πολύ ούτε να δεθούμε πολύ, γιατί το ξέραμε και οι δυο ότι θα έφευγε.
21
draft03.indd 21
27/3/14 12:02 μ.μ.