ΜΠΡΟΥΚΛΙΝ
Η παρούσα μετάφραση πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Literature Ireland.
Τίτλος πρωτοτύπου: Brooklyn © Colm Tóibín, 2010
© για την ελληνική έκδοση Εκδόσεις Ίκαρος, 2016 Μετάφραση από τα αγγλικά: Αθηνά Δημητριάδου Τυπογραφική επιμέλεια: Ελευθερία Κοψιδά
Σχεδιασμός - Εικονογράφηση εξωφύλλου: Χρήστος Κούρτογλου Στοιχειοθεσία - Σελιδοποίηση: Εκδόσεις Ίκαρος Εκτύπωση: Μητρόπολις Α.Ε.
Βιβλιοδεσία: Ηλ. Μπουντάς - Π. Βασιλειάδης Ο.Ε. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή
τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου τέχνης, σύμφωνα με
τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, της σελι-
δοποίησης, του εξωφύλλου και γενικότερα όλης της αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν.2121/1993.
Πρώτη έκδοση: Νοέμβριος 2016 ISBN 978-960-572-136-7
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ • ΒΟΥΛΗΣ 4, 105 62 ΑΘΗΝΑ • Τ: 210 3225152 • www.ikarosbooks.gr
Colm Tóibín
ΜΠΡΟΥΚΛΙΝ Εισαγωγή
Αθηνά Δημητριάδου - Άρης Μπερλής Μετάφραση - Επίμετρο
Αθηνά Δημητριάδου
ΙΚΑΡΟΣ
Μέρος πρώτο
Εκεί που καθόταν μπροστά στο παράθυρο, στο καθιστικό του
επάνω ορόφου, στο σπίτι της, στη Φράιαρι Στριτ, η Έιλις Λέι σι είδε την αδερφή της να γυρίζει βιαστική από τη δουλειά. Ακολούθησε με το βλέμμα τη Ρόουζ να διασχίζει τον δρόμο,
από τη μεριά του ήλιου στη σκιά, κρατώντας την καινούργια
δερμάτινη τσάντα από του Κλέρι, στο Δουβλίνο. Είχε ριχτή στους ώμους μια κρεμ ζακέτα. Τα μπαστούνια του γκολφ την
περίμεναν στο χολ· από στιγμή σε στιγμή, όλο και κάποιος θα περνούσε να την πάρει, η Έιλις δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία, και η αδερφή της δεν επρόκειτο να γυρίσει προτού σβήσει και το τελευταίο φως του καλοκαιριάτικου δειλινού.
Τα μαθήματα λογιστικής που παρακολουθούσε η Έιλις κό-
ντευαν να τελειώσουν· το εγχειρίδιο λογιστικής ήταν ανοιχτό
στην ποδιά της και στο τραπέζι πίσω της βρισκόταν το καθολικό, όπου είχε καταγράψει σαν άσκηση στις στήλες των χρεώσεων και των πιστώσεων τις ημερήσιες συναλλαγές μιας εταιρείας, όπως τις είχε σημειώσει εδώ και μια εβδομάδα από το αρχείο της σχολής της.
19
Με το που άκουσε την εξώπορτα ν’ ανοίγει, η Έιλις κατέ-
βηκε στο χολ. Η Ρόουζ βαστούσε το καθρεφτάκι της μπροστά
στο πρόσωπό της και παρατηρούσε προσεκτικά το αποτέλεσμα, καθώς έβαζε πρώτα κραγιόν στα χείλη της και μετά σκιά
στα μάτια της. Έκανε έναν τελευταίο έλεγχο στον μεγάλο καθρέφτη του χολ, να έχει την πλήρη εικόνα, κι έσιαξε τα μαλλιά
της. Η Έιλις παρακολουθούσε σιωπηλή ενόσω η αδερφή της
περνούσε τη γλώσσα πάνω από τα χείλη της κι έριχνε μια τελευταία ματιά στο καθρεφτάκι προτού το βάλει στη θέση του. Η μητέρα τους βγήκε από την κουζίνα στο χολ.
«Είσαι κούκλα, Ρόουζ», είπε στην κόρη της. «Θα είσαι η
πεντάμορφη της λέσχης».
«Είμαι ψόφια της πείνας, αλλά δεν προλαβαίνω να φάω»,
της είπε η Ρόουζ.
«Θα σου φτιάξω ένα τσάι με τα όλα του αργότερα», της
υποσχέθηκε η μητέρα της. «Εγώ κι η Έιλις θα το πιούμε τώρα». Η Ρόουζ έβαλε το χέρι στην τσάντα της και ξετρύπωσε
το πορτοφόλι της. Το άνοιξε, έβγαλε ένα σελίνι και το άφησε στο πορτμαντό. «Μήπως και θελήσεις να πας σινεμά», είπε στην Έιλις.
«Για μένα δεν έχει;» την ρώτησε η μητέρα της.
«Θα σου διηγηθεί η Έιλις το έργο άμα γυρίσει», της απά-
ντησε η Ρόουζ.
«Τι ωραία που τα λες!» σχολίασε η μητέρα της.
Έβαλαν και οι τρεις τα γέλια και την ίδια στιγμή άκου-
σαν ένα αυτοκίνητο να σταματάει απέξω και να κορνάρει. Η Ρόουζ πήρε τα μπαστούνια του γκολφ και εξαφανίστηκε.
Αργότερα, εκεί που η μητέρα τους έπλενε τα πιάτα και η
Έιλις τα σκούπιζε, ακούστηκαν χτύποι στην πόρτα. Η Έιλις 20
πήγε ν’ ανοίξει και αντίκρισε την κοπέλα που δούλευε στο μπακάλικο του Κέλι, δίπλα στην εκκλησία.
«Φέρνω ένα μήνυμα από τη μις Κέλι», της είπε το κορίτσι.
«Θέλει να σας μιλήσει».
«Σοβαρά;» έκανε η Έιλις. «Μήπως σου είπε τι με θέλει;»
«Όχι. Μου είπε μονάχα να περάσετε από το μαγαζί απόψε». «Καλά, αλλά τι με θέλει;»
«Πού να ξέρω εγώ, δεσποινίς; Δεν ρώτησα. Θέλετε να
πάω να την ρωτήσω;»
«Όχι, όχι, δεν χρειάζεται. Είσαι σίγουρη ότι σου είπε να
ειδοποιήσεις εμένα;»
«Μάλιστα, δεσποινίς. Είπε να περάσετε να την δείτε».
Μια που έτσι κι αλλιώς σκόπευε να πάει κάποιο βράδυ
στον κινηματογράφο, γιατί είχε πια πήξει με τα λογιστικά, η
Έιλις άλλαξε ρούχα, φόρεσε μια χοντρή ζακέτα κι έφυγε. Διέ σχισε τη Φράιαρι Στριτ και τη Ράφτερ Στριτ, πέρασε τη Μάρκετ Σκουέαρ κι ανηφόρισε προς την εκκλησία. Το μπακάλικο της μις Κέλι είχε κλείσει, οπότε η Έιλις χτύπησε στην πλαϊνή
πόρτα, σ’ αυτήν που έβγαζε στον επάνω όροφο, όπου, απ’ όσο ήξερε, έμενε η μις Κέλι. Της άνοιξε το κορίτσι που είχε έρθει
νωρίτερα να την ειδοποιήσει, της είπε να περιμένει στο χολ.
Η Έιλις άκουγε φωνές και πηγαινέλα στον επάνω όροφο,
μετά εμφανίστηκε πάλι το κορίτσι και της είπε ότι η μις Κέλι όπου να ’ταν κατέβαινε.
Τη μις Κέλι η Έιλις την ήξερε εξ όψεως, πάντως η μητέρα
της δεν ψώνιζε από το μαγαζί της, γιατί παραήταν ακριβό. Επιπλέον, η Έιλις είχε την εντύπωση ότι η μις Κέλι δεν της γέμιζε
το μάτι, αν και δεν ήξερε γιατί. Ο κόσμος έλεγε ότι η μις Κέλι πουλούσε το καλύτερο χοιρομέρι στην πόλη και το πιο αγνό
21
βούτυρο και πως ό,τι πουλούσε ήταν φρεσκότατο, ακόμη και η κρέμα γάλακτος, όμως η Έιλις, απ’ όσο θυμόταν, δεν είχε
διαβεί ποτέ το κατώφλι του μαγαζιού, μόνο ματιές έριχνε προς τα μέσα όποτε περνούσε και έβλεπε τη μις Κέλι στον πάγκο.
Η μις Κέλι κατέβηκε αργά τα σκαλιά κι άναψε ένα φως
στον διάδρομο.
«Το λοιπόν», είπε και το επανέλαβε σαν να ’ταν χαιρετι-
σμός. Δεν χαμογέλασε.
Η Έιλις σκέφτηκε να της εξηγήσει ότι την είχαν ειδοποιή-
σει να περάσει, να ρωτήσει από ευγένεια αν ήταν κατάλληλη η ώρα, όμως ο τρόπος που την έκοβε από πάνω μέχρι κάτω η μις Κέλι την έκανε να μην ανοίξει το στόμα της. Μάλιστα, βλέποντας αυτή τη συμπεριφορά της, της πέρασε από
το μυαλό ότι ίσως κάποιος να είχε ξεστομίσει κάτι προσβλητικό για τη μις Κέλι και ότι δεν αποκλείεται να της είχε καρφωθεί στο μυαλό πως αυτός ο κάποιος ήταν η Έιλις. « Ήρθες, λοιπόν», έκανε η μις Κέλι.
Η Έιλις παρατήρησε κάμποσες μαύρες ομπρέλες στο πορ-
τμαντό.
«Άκουσα ότι δεν έχεις δουλειά αλλά ότι είσαι σαΐνι στην
αριθμητική».
«Αλήθεια;»
«Από δω περνάει όλη η πόλη, όλοι οι σοβαροί πελάτες,
οπότε μαθαίνω τα πάντα».
Η Έιλις σκέφτηκε ότι ίσως αυτή η κουβέντα ήταν μπηχτή,
επειδή η μητέρα της ψώνιζε συστηματικά από άλλο μπακάλικο, αλλά δεν ήταν και σίγουρη. Οι χοντροί φακοί που φορούσε η μις Κέλι έκαναν την έκφρασή της ανεξιχνίαστη.
«Τις Κυριακές ειδικά λιώνουμε στα πόδια μας. Βλέπεις,
22
δεν είναι κανένας άλλος ανοιχτός. Μας έρχεται κάθε καρυδιάς καρύδι, και οι καλοί και οι κακοί και οι μέτριοι. Κατά κα-
νόνα ανοίγω μετά τη λειτουργία των επτά και στο διάστημα από την ώρα που τελειώνει η λειτουργία των εννέα μέχρι να τελειώσει και των έντεκα εδώ μέσα γίνεται το αδιαχώρητο. Φέρνω, βέβαια, τη Μαίρη να δίνει ένα χεράκι, αλλά, βλέπεις, και
στις καλύτερες στιγμές της είναι αργοκίνητη, γι’ αυτό έψαχνα
να βρω κάποιαν που να της κόβει, που να ξέρει τον κόσμο και να δίνει τα ρέστα σωστά. Υπόψη, μιλάμε μόνο για τις Κυρια-
κές. Την υπόλοιπη εβδομάδα τα φέρνουμε βόλτα οι δυο μας. Πήρα καλές συστάσεις για σένα. Ρώτησα δεξιά κι αριστερά.
Θα παίρνεις εφτάμισι σελίνια τη βδομάδα, θα ξαλαφρώνεις λίγο τη μητέρα σου».
Η Έιλις σκεφτόταν ότι η μις Κέλι μιλούσε σαν να περιέ-
γραφε κάποια προσβολή σε βάρος της, έτσι όπως σφάλιζε τα χείλη της ανάμεσα σε δυο φράσεις.
«Λοιπόν, αυτά είχα να σου πω. Μπορείς ν’ αρχίσεις από τού-
τη την Κυριακή, αλλά πέρνα αύριο για να μάθεις τις τιμές και
να σου δείξουμε πώς να χρησιμοποιείς τη ζυγαριά και τη μηχανή της κοπής. Θα πρέπει να έχεις τα μαλλιά σου δεμένα πίσω και ν’ αγοράσεις μια μπλούζα της προκοπής για τη δουλειά. Να πας στου Νταν Μπόλτζερ ή στου Μπερκ ή στου Ο’Λίρι».
Η Έιλις είχε ήδη αρχίσει να απομνημονεύει τη συζήτηση
για να την επαναλάβει στη μητέρα της και τη Ρόουζ· το πόσο
θα ’θελε να βρει κάτι έξυπνο, που οπωσδήποτε να μην ακουστεί σαν αγένεια, για ν’ απαντήσει στη μις Κέλι, δεν περιγράφεται. Όμως, δεν έβγαλε άχνα. «Λοιπόν;» ρώτησε η μις Κέλι.
Η Έιλις καταλάβαινε ότι δεν γινόταν ν’ απορρίψει την πρό23
ταση. Ήταν καλύτερη από το τίποτα, και για την ώρα δεν είχε τίποτα στα χέρια της.
«Ναι, μάλιστα, μις Κέλι. Θ’ αρχίσω όποτε θέλετε».
«Την Κυριακή μπορείς να πηγαίνεις στη λειτουργία των
επτά. Αυτό κάνουμε κι εμείς κι ανοίγουμε μόλις τελειώσει». «Τέλεια», είπε η Έιλις.
«Οπότε, έλα μια βόλτα αύριο. Αν έχει πέσει κόσμος, θα σε
στείλω σπίτι σου ή θα σε βάλω να γεμίσεις τσουβάλια με ζάχαρη όση ώρα περιμένεις, αλλά αν έχει ησυχία, θα σου μάθω όλα τα κόλπα της δουλειάς».
«Ευχαριστώ, μις Κέλι», είπε η Έιλις.
«Η μητέρα σου θα ευχαριστηθεί που θα ’χεις κάτι να κά-
νεις. Κι η αδερφή σου το ίδιο», πρόσθεσε η μις Κέλι. «Μαθαίνω ότι είναι καταπληκτική στο γκολφ. Άντε, τώρα, γύρνα σπίτι σου σαν καλό κορίτσι. Τον δρόμο για να βγεις τον ξέρεις».
Η μις Κέλι της γύρισε την πλάτη και άρχισε ν’ ανεβαίνει
αργά τη σκάλα. Η Έιλις ξεκίνησε για το σπίτι της και στον δρόμο σκεφτόταν ότι πράγματι η μητέρα της θα ήταν πολύ ευχαριστημένη που της δινόταν η ευκαιρία να βγάζει κάποια δικά της λεφτά. Η Ρόουζ όμως θα είχε τη γνώμη ότι η δουλειά πίσω από τον πάγκο του μπακάλη δεν κάνει για την αδερφή της. Άραγε θα της το έλεγε ανοιχτά;
Πηγαίνοντας προς το σπίτι της έκανε μια στάση στο σπί-
τι της καλύτερής της φίλης, της Νάνσι Μπερν, κι εκεί βρή-
κε και την κοινή τους φίλη, την Ανέτ Ο’Μπράιεν. Μια που οι Μπερν είχαν μόνον ένα δωμάτιο στο ισόγειο που χρησίμευε
για κουζίνα, τραπεζαρία και καθιστικό, και μια που ήταν φανερό ότι η Νάνσι είχε να τους πει νέα, εν μέρει γνωστά κατά τα φαινόμενα στην Ανέτ, η Νάνσι, με τον ερχομό της Έιλις, 24
βρήκε δικαιολογία για να τις πάρει να πάνε μια βόλτα, ώστε να μπορέσουν να τα πούνε με την ησυχία τους.
«Συνέβη κάτι;» ρώτησε η Έιλις μόλις βγήκαν στον δρόμο.
«Μην πεις κουβέντα ώσπου να είμαστε πεντακόσια μέ-
τρα μακριά», είπε η Νάνσι. «Η μαμά έχει πάρει μυρωδιά ότι κάτι τρέχει, αλλά δεν πρόκειται να της πω τίποτα».
Κατηφόρισαν τον Φράιαρι Χιλ, πήραν τη Μιλ Παρκ Ρόουντ,
έφτασαν στο ποτάμι κι από εκεί συνέχισαν στο δρομάκι προς το Ρίνγκγουντ.
«Κουτουπώθηκε με τον Τζορτζ Σέρινταν», είπε η Ανέτ. «Πότε;» ρώτησε η Έιλις.
«Στον χορό του Ατενέουμ, την Κυριακή το βράδυ», της εί-
πε η Νάνσι.
«Μα νόμιζα ότι δεν θα πήγαινες».
«Δεν θα πήγαινα αλλά τελικά πήγα».
«Όλο το βράδυ χόρευε μαζί του», πρόσθεσε η Ανέτ.
«Όχι δα, μόνον τους τέσσερις τελευταίους χορούς χορέψα-
με μαζί, μετά με πήγε σπίτι μου. Αλλά μας είδαν όλοι. Απορώ πώς δεν πήρε τίποτα τ’ αυτί σου».
«Θα τον ξαναδείς;» την ρώτησε η Έιλις.
«Δεν έχω ιδέα», αποκρίθηκε η Νάνσι αναστενάζοντας.
«Δεν αποκλείεται ν’ ανταμώσουμε στον δρόμο. Χτες με προσπέρασε με το αυτοκίνητό του και μου κόρναρε. Αν τύχαινε
να ήταν καμιά άλλη στο Ατενέουμ, θέλω να πω καμιά άλλη
από τον κύκλο του, μ’ αυτήν θα χόρευε, αλλά, βλέπεις, δεν ήταν καμιά. Είχε έρθει με τον Τζιμ Φάρελ, που στεκόταν σε μια γωνιά και μας κοίταζε».
«Αν κάνει και το μάθει η μάνα του, ποιος ξέρει τι θα πει»,
είπε η Ανέτ. «Είναι φοβερή γυναίκα. Δεν θέλω να πατάω στο
25
μαγαζί τους όταν δεν είναι εκεί ο Τζορτζ. Έτυχε μια φορά να
με στείλει η μαμά ν’ αγοράσω δυο φέτες χοιρομέρι, και η γριά μου είπε ότι δεν πούλαγε δυο δυο τις φέτες».
Και τότε η Έιλις τους είπε για την πρόταση της μις Κέλι,
για τις Κυριακές.
«Της είπες, υποθέτω, τι να την κάνει την πρότασή της»,
είπε η Νάνσι.
«Της είπα ότι δέχομαι. Δεν θα μου βγει σε κακό. Αν μη τι
άλλο, θα μπορώ να πηγαίνω στο Ατενέουμ με δικά μου λεφτά και να μην αφήνω να σ’ εκμεταλλεύονται».
«Δεν είναι έτσι όπως τα λες», της είπε η Νάνσι. « Ήταν
κύριος».
«Θα τον ξαναδείς;» ξαναρώτησε η Έιλις.
«Θα έρθεις μαζί μου την Κυριακή το βράδυ;» την ρώτησε
η Νάνσι. «Μπορεί, βέβαια, να μην εμφανιστεί καν ο Τζορτζ,
όμως η Ανέτ δεν μπορεί, κι εγώ θέλω συμπαράσταση για την
περίπτωση που θα είναι εκεί και δεν θα μου ζητήσει να χορέψουμε ή θα κάνει ότι δεν με βλέπει».
«Δεν αποκλείεται να είμαι πολύ κουρασμένη μετά τη δου-
λειά στης μις Κέλι».
«Ναι, αλλά θα έρθεις;»
« Έχω χρόνια και ζαμάνια να πατήσω εκεί πέρα», είπε η
Έιλις. «Δεν μου γουστάρουν οι χωριάτες, αλλά κι αυτοί από
την πόλη είναι τρισχειρότεροι. Είναι πάντα μισομεθυσμένοι
και το μόνο που έχουν στο μυαλό τους είναι πώς θα σε στριμώξουν στο Ταν Γιαρντ Λέιν».
«Δεν είναι έτσι ο Τζορτζ», είπε η Νάνσι.
«Δεν είναι απ’ αυτούς που πάνε στο Ταρ Γιαρντ Λέιν, με-
γαλοπιάνεται πολύ του λόγου του», σχολίασε η Ανέτ. 26
«Δεν τον ρωτάμε αν στο μέλλον θα πουλάει δυο δυο τις
φέτες το χοιρομέρι;» πέταξε η Έιλις.
«Να μην τον ρωτήσεις απολύτως τίποτα», της είπε η Νάν-
σι. «Σοβαρά θα πιάσεις δουλειά στης μις Κέλι; Έχει και το πρώτο χοιρομέρι».
Τις δυο επόμενες μέρες η μις Κέλι έδειξε στην Έιλις ένα προς ένα όλο το εμπόρευμα του μαγαζιού. Όταν η Έιλις της ζήτησε
χαρτί και μολύβι για να σημειώσει τις διάφορες μάρκες του τσαγιού και τα διαφορετικά μεγέθη των συσκευασιών, η μις Κέλι
την απέτρεψε λέγοντάς της ότι θα ήταν χάσιμο χρόνου να κάθεται να τα γράφει· το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να τα
μάθει απέξω. Τα τσιγάρα, το βούτυρο, το τσάι, το ψωμί, το εμφιαλωμένο γάλα, τα μπισκότα, το καπνιστό χοιρινό και το κορν μπιφ είχαν τη μεγαλύτερη ζήτηση τις Κυριακές, της εξήγησε,
και ακολουθούσαν οι κονσέρβες με σαρδέλες ή σολομό, οι κομπόστες μανταρίνι και αχλάδι και οι φρουτοσαλάτες, τα βαζάκια με την πάστα κοτόπουλου με ζαμπόν, το άλειμμα για τα σάντουιτς και η σάλαντ κριμ. Μόλις διαπίστωσε ότι η Έιλις τα είχε
εμπεδώσει, συνέχισε με άλλα είδη, όπως οι συσκευασίες της κρέμας γάλακτος, οι εμφιαλωμένες λεμονάδες, οι ντομάτες,
οι καρδιές του μαρουλιού, τα φρέσκα φρούτα και τα παγωτά. «Άκουσε, υπάρχουν πελάτες που έρχονται κυριακάτικα,
αν θέλεις το πιστεύεις, και ζητάνε πράγματα που θα μπορούσαν να είχαν ψωνίσει μέσα στην εβδομάδα. Τι να γίνει;» Η
μις Κέλι έσφιξε τα χείλη της όλο αποδοκιμασία καθώς έδειχνε στην Έιλις τα σαπούνια, τα σαμπουάν, το χαρτί τουαλέτας και τις οδοντόπαστες και αράδιαζε τις τιμές τους.
27
«Είναι κι άλλοι», πρόσθεσε, «που έρχονται Κυριακή ν’ αγο-
ράσουν τσουβάλια ζάχαρη, αλάτι, μέχρι και πιπέρι, αν και δεν είναι πολλοί αυτοί. Μέχρι και μελάσα, μαγειρική σόδα
ή αλεύρι ζητάνε μερικοί, αν κι αυτά τα είδη συνήθως κινούνται το Σάββατο.
»Άσε τα παιδιά που θέλουν σοκολάτες, καραμέλες, σακου-
λάκια με ζαχαρωτά, γλειφιτζούρια, και τους άντρες που σου
ζητάνε χύμα τσιγάρα και σπίρτα, όμως αυτούς θα τους ανα-
λαμβάνει η Μαίρη, μια που με τις μεγάλες παραγγελίες δεν τα βγάζει πέρα ούτε τις τιμές θυμάται, και συχνά», σχολίασε η μις Κέλι, «πιο πολύ εμπόδιο είναι παρά βοήθεια, όταν πλακώνει μαζεμένη η πελατεία.
»Δεν ξέρω τι να της κάνω για να μην κοιτάζει στα καλά
καθούμενα σαν χαζή τους πελάτες. Ακόμη και τους τακτικούς πελάτες μας».
Το μαγαζί, όπως διαπίστωσε η Έιλις, είχε καλό στοκ, πολ-
λές και διάφορες μάρκες τσαγιού, μερικές πανάκριβες, και
όλες πιο ακριβά απ’ ό,τι τις έβρισκες στο μπακάλικο του Χέιζ στη Φράιαρι Στριτ ή στο L&N στη Ράφτερ Στριτ ή στου Σέρινταν στη Μάρκετ Σκουέαρ.
«Πρέπει να μάθεις πώς να συσκευάζεις τη ζάχαρη, πώς
να τυλίγεις μια φραντζόλα ψωμί», της έλεγε η μις Κέλι. «Να και κάτι που το κάνει καλά η Μαίρη, να ’ναι καλά το κορίτσι».
Τις μέρες που πέρασε στο μαγαζί για εκπαίδευση η Έιλις
παρατήρησε ότι η μις Κέλι αντιμετώπιζε διαφορετικά τον κάθε πελάτη που έμπαινε να ψωνίσει. Άλλοτε δεν έλεγε κουβέντα, μόνο έσφιγγε τα χείλη και στεκόταν πίσω από τον πάγκο με μια πόζα που μαρτυρούσε τη βαθύτατη αποδοκιμασία
της για την παρουσία του συγκεκριμένου πελάτη στο μαγα28
ζί της, και συνάμα την ανυπομονησία της να τον δει να φεύγει. Σε άλλους χαμογελούσε στυφά, έπαιρνε μια έκφραση άφατης υπομονής, τους περιεργαζόταν βλοσυρά και τελικά
εισέπραττε τα χρήματά τους σαν να τους έκανε πολύ μεγάλη χάρη. Βέβαια, υπήρχαν και οι πελάτες που τους υποδεχόταν θερμά και τους απευθυνόταν με το όνομά τους· πολλοί απ’ αυτούς είχαν ανοιχτό λογαριασμό στο μαγαζί κι έτσι το χρήμα δεν πήγαινε από χέρι σε χέρι, παρά τα ποσά καταγράφονταν
σ’ ένα βιβλίο, ενώ ταυτόχρονα έδιναν κι έπαιρναν οι ερωτήσεις περί της υγείας τους, τα σχόλια για τον καιρό, οι παρατηρήσεις για την ποιότητα του ζαμπόν και του μπέικον, για
τις ποικιλίες του ψωμιού που διέθετε το μαγαζί, από τις κρι-
θαροκουλούρες και το ψωμί φόρμας μέχρι το σταφιδόψωμο. «Και τώρα προσπαθώ να εκπαιδεύσω τη δεσποινίδα από
δω», απευθύνθηκε σε μια πελάτισσα, που κατά τα φαινόμενα την υπολόγιζε όσο καμιά άλλη, μια κυρία με άψογη περμανάντ, που η Έιλις έβλεπε για πρώτη φορά, «προσπαθώ να
την εκπαιδεύσω κι ελπίζω να θέλει κι αυτή να τα μάθει, γιατί
αυτή η ευλογημένη η Μαίρη δεν λέω ότι δεν θέλει, αλλά είναι άχρηστη, τι λέω, ούτε καν άχρηστη. Ελπίζω να μου βγει
σβέλτη, ξύπνια και αξιόπιστη η δεσποινίς από δω, αλλά την σήμερον ημέρα δεν τα βρίσκεις πια αυτά».
Η Έιλις κοίταζε τη Μαίρη που στεκόταν αμήχανη δίπλα
στο ταμείο και παρακολουθούσε προσεκτικά τη συζήτηση.
«Βλέπετε όμως, όλοι μας πλάσματα του Θεού είμαστε»,
κατέληξε η μις Κέλι.
«Αχ, πόσο δίκιο έχετε, μις Κέλι», της απάντησε η γυναίκα
με την περμανάντ, καθώς γέμιζε το δίχτυ της με ψώνια. «Γι’ αυτό δεν υπάρχει λόγος να παραπονιόμαστε, έτσι δεν είναι;
29
Μήπως δεν έχουμε ανάγκη κι από ανθρώπους για να μας καθαρίζουν τους δρόμους;»
30