text_07.indd 2
18/8/2017 5:32:46 μμ
Ό τα ν μ ί λ η σ ε ο χ ρ ό νος
text_07.indd 3
18/8/2017 5:32:46 μμ
Η έκδοση πραγματοποιήθηκε με την ευγενική χορηγία της ALPHA BANK.
© Έφη Σαπουνά-Σακελλαράκη & Εκδόσεις Ίκαρος 2017 ISBN 978-960-572-187-9
text_07.indd 4
18/8/2017 5:32:46 μμ
Έ φ η Σ α που ν ά-Σ α κ ε λ λ α ρά κ η
Όταν μίλησε ο χρόνος χρονικό μιας ζωής
ΙΚΑΡΟΣ
text_07.indd 5
18/8/2017 5:32:46 μμ
text_07.indd 6
18/8/2017 5:32:46 μμ
Αντί προλόγου
Γιατί γράφτηκε αυτό το βιβλίο; Από τότε που άρχισα να συγκεντρώνω το υλικό του, συχνά με ρωτούσαν οι γύρω μου για ποιο λόγο έκανα αυτή την «καταγραφή». Γνώριζαν, βέβαια, ότι με περίμενε άπειρη δουλειά: ανασκαφές, δημοσιεύσεις, τα μουσεία στις Αρχάνες και στα Ανώγεια, η Εύβοια, η έκδοση των Κυθήρων, άρθρα και βιβλία που χρωστούσα και έπρεπε να γράψω – ήμουν πνιγμένη. Πολλές φορές, απ’ την άλλη πλευρά, είχε ζητηθεί από τον Γιάννη και εμένα να δώσουμε πληροφορίες όχι μόνο για τον τρόπο της ανασκαφικής δουλειάς μας αλλά και για τη ζωή μας, για το πώς συνδυάζαμε τη συγγραφική παραγωγή με έναν βίο ανέμελο, όπως τον έβλεπαν πολλοί. Αρκετές πληροφορίες είχαν βγει προς τα έξω σωστά, άλλες ήταν λανθασμένες ή ελλιπείς. Θέλησα λοιπόν να κάνω έναν απολογισμό της ζωής μας, της διαδρομής μας, που ίσως ενδιαφέρει κάποιους. Στην απόφαση αυτή με ενίσχυσαν και ορισμένες βιογραφίες αρχαιολόγων που είχαν κινήσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών αλλά περιείχαν πολλές ή λίγες ανακρίβειες, ίσως εμπάθεια και, τέλος, μια προσπάθεια να εξαλειφθεί 7
text_07.indd 7
18/8/2017 5:32:46 μμ
η μνήμη άλλων αρχαιολόγων. Οι βιογραφίες του Έβανς έδωσαν καθεμιά τη δική της εκδοχή. Η αυτοβιογραφία του Μανόλη Ανδρόνικου, που τόσο σημαντική θα ήταν αν είχε γραφτεί λίγα χρόνια προτού αρρωστήσει, δυστυχώς έδωσε ελάχιστα στοιχεία από τη μεστή ζωή του. Η βιογραφία του Γιάννη Παπαδημητρίου, του σημαντικότερου διευθυντή Αρχαιοτήτων την τελευταία πεντηκονταετία του 20ού αιώνα, γράφτηκε με αρκετά κενά. Στην Ιστορία της Αρχαιολογικής Εταιρείας παραλείφθηκε το έργο αρχαιολόγων μιας γενιάς, της δικής μας. Θα αναφερθώ ιδιαίτερα και σε μια άλλη περίπτωση, αυτήν του σπουδαίου καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτου, που χρειάστηκε να περάσουν σαράντα χρόνια από τον θάνατό του για να αποφασιστεί να γίνουν κάποιες ημερίδες για αυτόν, όχι πάντα από εκείνους που τον γνώριζαν σαν άνθρωπο. Το odium archaeologicum1 καταδίκασε για πολλά χρόνια τον διεθνούς κύρους αυτόν επιστήμονα, τον ανασκαφέα, μεταξύ άλλων, της Θήρας, στη damnatio memoriae2, κυρίως από τους ανθρώπους που κληρονόμησαν το έργο του από τους επιγόνους. Ούτε καν τα «αρνητικά» στοιχεία που διέθετε δεν τονίστηκαν σωστά. Έτσι, οι αρχαιολόγοι που βρίσκονται στα πράγματα, από το 1960 και μετά, γράφουν την Ιστορία στα μέτρα τους. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι θα ήταν ενδιαφέρουσα η έκθεση μιας άλλης περίπτωσης, δειγματοληπτικά έστω, της δράσης δύο ατόμων που έπαιξαν για πολλά χρόνια κάποιο ρόλο στα αρχαιολογικά πράγματα, ήρωες πολλές φορές δραματικών γεγονότων τόσο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όσο και στην Αρχαιολογική Υπηρεσία: της περίπτωσης της δικής μας. 8
text_07.indd 8
18/8/2017 5:32:46 μμ
Η αναφορά σε διάφορες φάσεις της ζωής μας και στον τρόπο με τον οποίο βιώσαμε γεγονότα μέσα και έξω από τον αρχαιολογικό κόσμο δεν έχει κανέναν άλλο λόγο από το να καταδείξει πώς διαμορφώθηκε η πορεία δύο ανθρώπων που αισθάνθηκαν, έδρασαν, αντέδρασαν και κινήθηκαν με συγκεκριμένη λογική και ήθος.
9
text_07.indd 9
18/8/2017 5:32:46 μμ
text_07.indd 10
18/8/2017 5:32:46 μμ
Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου
Οι δυσκολίες των παιδικών μου χρόνων, αποτέλεσμα της ιδεολογίας και των αγώνων των γονιών μου, με ακολούθησαν σε όλη τη ζωή μου. Ο φόβος του χωροφύλακα αλλά και κάθε είδους εξουσίας, όπως και η αίσθηση της αδικίας δεν έπαψαν να με κυνηγούν και μετά την παιδική μου ηλικία, καθώς η ζωή μου με τον Γιάννη μού επιφύλασσε καινούργιους αγώνες και καθημερινή πάλη με νέους «χωροφύλακες», οι οποίοι, στη θέση της Μακρονήσου, προσπάθησαν να μας εξορίσουν στον χώρο όπου η Πολιτεία επιλέγει να εκτοπίζει όσους εργάζονται με πάθος. Ευτυχώς, πολύ νωρίς, παιδάκι ακόμα, εφοδιάστηκα από τους γονείς μου με αξιοπρέπεια, ώστε να μην επικαλούμαι τους διωγμούς ως επιχείρημα για να έχω κάποια ευνοϊκή μεταχείριση από τους άλλους, όπως συνηθίζεται. Άλλωστε κέρδιζα από τις πλούσιες πνευματικές χαρές που μου προσέφερε το περιβάλλον μου, κι έτσι μετέτρεπα το κακό σε καλό. Ο πατέρας μου, επαναστατική φύση, τίμιος, μορφωμένος, ιδεολόγος, μια φλεγόμενη ψυχή, επιβλητικός στην 11
text_07.indd 11
18/8/2017 5:32:46 μμ
εμφάνιση και ωραίος, προκαλούσε τον σεβασμό και συγκέντρωνε κόσμο γύρω του. Η μητέρα μου, αγωνίστρια στην καθημερινή ζωή δίπλα στον ανήσυχο άντρα της, κομψή και έξυπνη, πρακτική, κράτησε την οικογένεια στα χρόνια της απουσίας του πατέρα σε φυλακές και εξορίες. Και οι δύο είχαν την αίσθηση της ελευθερίας και σε καμία περίπτωση δεν ήταν δέσμιοι της συμβατικότητας. Οι περιπέτειες της οικογένειας άπειρες. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος βρήκε τον αδελφό μου και εμένα νήπια στον Πειραιά, όπου κατοικούσαν οι νεαροί γονείς μας, ο φοιτητής της Νομικής Μιλτιάδης Σαπουνάς και η γυναίκα του, Πολυτίμη, το γένος Μπάκα, από τότε που ήρθαν από τον Βόλο. Μετά ήρθε ο πρώτος χωρισμός από τον πατέρα. Έπρεπε να φύγουμε από την πρωτεύουσα, που είχε αρχίσει να τη θερίζει η πείνα. Η μητέρα και εμείς τα παιδιά βρεθήκαμε σε μια ωραία κωμόπολη του Κισσάβου, την Αγιά, μετέπειτα θέρετρο πολλών Αθηναίων καλλιτεχνών, όπου, στα ζεστά αρχοντικά αγαπημένων συγγενών, βρήκαμε μια μοναδική, γεμάτη θαλπωρή φωλιά. Θείοι και θείες ευαίσθητοι, μορφωμένοι, ζωηροί και κεφάτοι, ξαδέλφια, γείτονες, αγρότες, όλοι μας αγκάλιασαν. Σε ένα ωραίο φυσικό περιβάλλον, με ποταμάκια και έναν μύλο –όπου συχνά χανόμουν–, με όμορφα πετρόκτιστα σπίτια, με λουλουδιασμένες αυλές, που από τους φούρνους τους ξεχύνονταν οι εξαίσιες μυρωδιές του ψωμιού ή κάποιας πίτας, βρισκόμασταν μακριά από το δράμα της πείνας που ξεκλήριζε τον πληθυσμό της Αθήνας. Συχνά πηγαίναμε στη γειτονική καταπράσινη Ρέτσανη, 12
text_07.indd 12
18/8/2017 5:32:46 μμ
το σημερινό Μεταξοχώρι, όπου η μαμά μάς έδειχνε τα σπίτια της οικογένειάς της, με καταγωγή από τη Μοσχόπολη της Βόρειας Ηπείρου, που έβλεπαν στο ποτάμι και έχασκαν ρημαγμένα από την εγκατάλειψη. Στην είσοδο του χωριού δέσποζε, θλιβερό λείψανο του παρελθόντος, το αρχοντικό κάποιας Γαλλίδας, της Μαντάμως όπως την έλεγαν οι ντόπιοι. Η μαμά το θυμόταν από τις επισκέψεις που έκανε εκεί με τους δικούς της όταν ήταν μικρό παιδί ή από διηγήσεις. Της είχαν μείνει αξέχαστα το αρμόνιο και οι ντορμέζες. Οι εξορμήσεις αυτές δεν είχαν ψυχαγωγικό χαρακτήρα. Η μητέρα, θέλοντας να συνεισφέρει στη διατροφή μας, ζήτησε κάποια στιγμή από τους τσιφλικάδες συγγενείς της στο διπλανό χωριό, το Τουρκοχώρι, τον σημερινό Νερόμυλο, να δουλέψει στα κτήματά τους. Έτσι, η λεπτή αλλά δυναμική εικοσιτριάχρονη γυναίκα δούλεψε για ένα διάστημα στη συγκομιδή σιταριού, έχοντας κι εμάς μαζί της. Στο μεγάλο, ωραίο σπίτι των συγγενών, από το οποίο ξεκινούσε ένα τεράστιο κτήμα γεμάτο φουντουκιές, απολαύσαμε μια εξαιρετική φιλοξενία. Ύστερα ήταν ο δρόμος της επιστροφής στην Αγιά και η συνάντηση με τους Ιταλούς καραμπινιέρους, που, όσο αστείοι κι αν ήταν σε εμφάνιση, τρόμαζαν τη νέα κοπέλα, έστω κι αν είχε δύο παιδιά μαζί της. Η ζεστή υποδοχή στο χωριό και η μυρωδιά των απλωμένων στο ανώι μήλων, κυδωνιών και άλλης σοδειάς της χρονιάς έμειναν για πάντα δεμένα με εκείνη την περίοδο. Μείναμε σχεδόν έναν χρόνο στο χωριό, ίσως τον ωραιό τερο των τρυφερών μου χρόνων. Σε αυτό το διάστημα ο 13
text_07.indd 13
18/8/2017 5:32:46 μμ
πατέρας υπηρέτησε στον στρατό. Μετά, στη Λάρισα, η μαμά, φορτωμένη με εμάς και με ένα σωρό καλούδια, μπήκε σε ένα τρένο, που δεν ξέρω πόσες μέρες έκανε να φτάσει στην Αθήνα. Θυμάμαι ότι οι επιβάτες το ονόμασαν «μαρμάρω» λόγω της βραδύτητάς του. Ο πατέρας μάς περίμενε σε ένα νέο, μεγάλο αστικό σπίτι στον Πειραιά. Μέσα σε έναν χρόνο είχε χάσει τη γιαγιά του την Ευθυμία, που τη λάτρευε, τους γονείς του και δύο αδέλφια. Είχαν απομείνει τρεις αδελφοί του, νέα παιδιά, και η μονάκριβη αδελφή τους, η Αλεξάνδρα. Πολύ σύντομα θα την έχανε κι αυτήν, αφού μετά τον θάνατο των γονιών τους κλείστηκε σε μοναστήρι, παρασυρμένη από επιτήδειους που είχαν σκοπό να της αποσπάσουν τη, σεβαστή ακόμα, εναπομείνασα ακίνητη περιουσία. Ήταν δεκαεπτά χρονών. Το νέο της όνομα: μοναχή Αρτεμία. Κι εγώ έκπληκτη με όλα αυτά και με όσα ακολούθησαν. Στο ωραίο εκείνο σπίτι δεν μείναμε για πολύ. Και ήταν από τα λίγα διαστήματα που ζήσαμε όλοι μαζί. Εκείνα τα χρόνια της Κατοχής, με σκηνικό τους βομβαρδισμούς, τις σειρήνες, τους αντιαεροπορικούς προβολείς, τους κατακτητές, Ιταλούς και Γερμανούς, τους προδότες και τους δωσίλογους, ο κόσμος ανέπτυξε το αίσθημα της συντροφικότητας και ένα αστείρευτο κέφι, μια και δεν ήταν βέβαιος τι θα τον έβρισκε την επόμενη στιγμή. Οι γονείς μου, νέοι και γεμάτοι ζωή, είχαν λίγους καλούς και πολλούς κομματικούς φίλους. Στους πρώτους ανήκε μια ωραία οικογένεια προσφύγων, με τους οποίους έκαναν συχνά παρέα και τους συνέδεσε μια φιλία ζωής. Μας έπαιρναν πάντα μαζί τους, και θυμάμαι τα ωραία μεζεδάκια της 14
text_07.indd 14
18/8/2017 5:32:46 μμ
κυρίας Γεσθημανής, της μητέρας των φίλων τους, μιας αρχοντογυναίκας που μιλούσε για τις χαμένες πατρίδες και για όσα η ίδια έχασε. Το γλέντι και η συζήτηση τραβούσαν πολλές φορές σε μάκρος, και οι γονείς μας αναγκάζονταν αργά το βράδυ να μας μεταφέρουν αγκαλιά, ακόμη και σε μακρινές αποστάσεις. Αυτά γίνονταν όποτε ο πατέρας δεν καθόταν στο μεγάλο γραφείο με τις γεμάτες βιβλιοθήκες, είτε ως φοιτητής της Παντείου και αμέσως μετά της Νομικής, με δασκάλους τον Κωνσταντίνο Τσάτσο και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, είτε ως στέλεχος της Εταιρείας Λιπασμάτων. Στα γόνατά του έμαθα να διαβάζω και να γράφω, σχεδόν τριών ετών, και να σχεδιάζω παρακολουθώντας τον να κάνει οργανογράμματα. Η κλασική μουσική και η όπερα ακούγονταν συνεχώς στο σπίτι. Και οι δύο γονείς είχαν υπέροχη φωνή και συχνά τραγουδούσαν άριες από όπερες, ενώ όλοι μαζί, σαν χορωδία, τραγουδούσαμε κομμάτια από την Τραβιάτα ή τον Ναμπούκο. Η Ανθή Ζαχαράτου, μεγάλο αστέρι της οπερέτας αργότερα, και στενή φίλη των γονιών, με νανούριζε κάποιες φορές, όπως μου έχουν διηγηθεί. Η οικογένειά της είχε έρθει από τη Ρωσία, και την εποχή εκείνη η ίδια σπούδαζε στο ωδείο. Είναι αξιοσημείωτο το ότι οι πιο στενοί φίλοι των γονιών μου λίγο πριν αλλά και μετά τον πόλεμο είτε προέρχονταν από τις χαμένες πατρίδες της Μικρασίας, την Κωνσταντινούπολη ή τη Σμύρνη, ευγενείς και με πλούσιες μνήμες, είτε ήταν ευπατρίδες διωγμένοι από τη Ρωσία μετά την επανάσταση. Βλάδος, Αντουανέττα, 15
text_07.indd 15
18/8/2017 5:32:46 μμ
Ανατόλ, Νατάλια ήταν τα αγαπημένα ονόματα στο σπίτι. Δεν θυμάμαι το χάδι των παππούδων ή των γιαγιάδων. Έφυγαν νωρίς. Δεν θυμάμαι, ακόμη, να έχω παίξει με παιδάκια τα πρώτα μου χρόνια. Και μέχρι τα τέσσερά μου χάρηκα δύο μόνο κούκλες. Καμία άλλη από τότε. Ένα καροτσάκι για κούκλα που απέκτησα ήρθε σε λάθος ώρα. Συνέπεσε να μου το αγοράσουν την ημέρα που έγινε ο βομβαρδισμός του Πειραιά. Θυμάμαι ότι το διαλέξαμε ανάμεσα σε κάτι λουστρινένιες κόκκινες και γαλάζιες παιδικές τσάντες, θυμάμαι με τι καμάρι και χαρά το έσερνα, και μετά σειρήνες, βόμβες... Δεν ξέρω πώς χάθηκε το πολύτιμο όχημα καθώς τρέχαμε προς το σπίτι. Θυμάμαι όμως καλά ότι πήραμε μαζί μας στο ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος» της ωραίας τότε Πλατείας Ομονοίας, όπου μετακομίσαμε βιαστικά από τον Πειραιά, το άσπρο κουνελάκι που μας είχαν χαρίσει, το οποίο επίσης θυσιάστηκε σύντομα. Κάθε φορά που περνώ από την Ομόνοια, στρέφω το βλέμμα μου στη γωνία που σχηματίζει η οδός Αθηνάς με την πλατεία, ακριβώς στον δεύτερο όροφο, και βλέπω τον μπαμπά να μας μαθαίνει να απαγγέλλουμε σωστά τα ποιηματάκια που είχαμε αποστηθίσει: Ποτέ δε θα πειράξω τα ζώα τα καημένα· μην τάχα σαν εμένα, κι εκείνα δεν πονούν;...
Κάποια μέρα εγκαταλείψαμε το ξενοδοχείο, για να εγκατασταθούμε σε ένα ευρύχωρο σπίτι με κήπο στην 16
text_07.indd 16
18/8/2017 5:32:46 μμ
Κυψέλη. Η κυρία Έρνα, μια Γερμανίδα που έμενε στο διπλανό σπίτι, ήταν πολύ ευγενική και συμπαθής. Ο φόβος των Γερμανών που έβλεπα στον δρόμο διασκεδαζόταν από την ύπαρξη δίπλα μας μιας «καλής» Γερμανίδας. Μετά το στενόχωρο δωμάτιο του ξενοδοχείου, το σπίτι μας μας φαινόταν λαμπερό. Είχαμε τακτοποιηθεί και ήμασταν χαρούμενοι. Η μαμά βρήκε μια Γαλλίδα δασκάλα, που έτρωγε στο σπίτι και μας έκανε μάθημα γαλλικών, ενώ όταν ήμουν πέντε μόλις χρονών με δέχτηκαν στη δευτέρα δημοτικού στο σχολείο του Νούσια, καθώς ήμουν προχωρημένη, διάβαζα και έγραφα καλά. Για λίγο, όλα πήγαν υπέροχα. Οι συγγενείς της μαμάς από τον Βόλο, ιδιαίτερα οι κομψές και επηρμένες θείες και ξαδέλφες, μας επισκέπτονταν στο ωραίο σπίτι μας. Τότε ήταν, στις 14 Αυγούστου του 1944, που ο μπαμπάς αποφάσισε να πάμε όλοι μαζί στο Ηρώδειο να ακούσουμε την όπερα Φιντέλιο του Μπετόβεν, όπου θυμάμαι πολύ καλά την παχουλή κυρία που τραγουδούσε – ήταν η Μαρία Κάλλας! Ίσως την ίδια εποχή, ή λίγο αργότερα, παρακολουθήσαμε και την Ορέστεια, πάλι στο Ηρώδειο, με τη Μαρίκα Κοτοπούλη. Στη διάρκεια κάποιας από τις σπάνιες επισκέψεις συγγενών στο σπίτι μας, που για μας ήταν γιορτή, ήρθε φουριόζος ο πατέρας και μας ανακοίνωσε ότι κατέβηκε η γερμανική σημαία από την Ακρόπολη. Θυμάμαι τον γενικό πανηγυρισμό. Και μετά, στις 12 Οκτωβρίου του 1944, έφυγαν οι Γερμανοί και ήρθαν οι Εγγλέζοι, που έφεραν άλλα κακά. Και ακολούθησε η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος με τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. 17
text_07.indd 17
18/8/2017 5:32:46 μμ
Ο πατέρας, σαν όλους τους προοδευτικούς της εποχής, είχε ενταχθεί από πολύ νωρίς στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, μυημένος από τον πρώτο ξάδελφό του και υψηλό στέλεχος του κόμματος Μιλτιάδη Πορφυρογένη. Τελειόφοιτος ακόμα του γυμνασίου, πριν από τον πόλεμο, φυλακίστηκε και εξορίστηκε στην Αίγινα και στη Νιο, παρά τις διαφωνίες που είχε κατά καιρούς με το κόμμα, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η διαγραφή του αρκετές φορές και οι κατηγορίες από τον Ριζοσπάστη για έλλειψη πειθαρχίας. Η Κατοχή και η Αντίσταση τον βρήκαν σε μάχιμη θέση. Θυμάμαι την ταραχή της μάνας μας όταν άκουγε ότι ο Μιλτιάδης έβαζε οδοφράγματα ή ότι συμμετείχε σε κάποιο επεισόδιο, αντίθετα μ’ εμάς τα παιδιά, που, από τον ενθουσιασμό και τη φλόγα του επαναστάτη πατέρα μας, θεωρούσαμε εξαιρετικά ηρωικές τις πράξεις αυτές. Ενταγμένος λοιπόν από πολύ νωρίς στην Αντίσταση, ο πατέρας δεν δίστασε να δώσει στον αγώνα ό,τι είχε και δεν είχε. Το σπίτι μας στην Κυψέλη έγινε εκείνη την εποχή... στρατηγείο του ΕΛΑΣ. Δεν θυμάμαι καν πού κοιμόμασταν. Η τραπεζαρία είχε μετατραπεί σε οπλοστάσιο. Άντρες με στρατιωτικές στολές κυκλοφορούσαν παντού. Ύστερα από λίγες μέρες όμως μαθαίναμε ότι κάποιοι από αυτούς είχαν τουφεκιστεί. Απέναντι από το σπίτι μας, στην οδό Κασταλίας, υπήρχε μια ψηλή πέτρινη μάντρα βίλας που κατά τον Εμφύλιο χρημάτισε αρχηγείο του ΕΛΑΣ – ήταν η μάντρα της βίλας «Ίλιον Τρωάς». Αρκετά κοντά στο σπίτι, προς τον λόφο, υπήρχε και ένα κοιμητήριο όπου κατέληγαν οι νεκρικές πομπές των θυμάτων των Γερμανών κατακτητών και αργότερα του αδελφοκτόνου αγώνα. 18
text_07.indd 18
18/8/2017 5:32:47 μμ
Πολλές φορές μέσα στη μέρα ακούγαμε το πένθιμο άσμα «Επέσατε θύματα, αδέρφια εσείς...». Κατά τα άλλα, τα «τραγουδάκια» που μαθαίναμε εκείνη την εποχή από τους άντρες με τους οποίους μοιραζόμασταν το σπίτι μας, και από τον μπαμπά βέβαια, ήταν το «Εμπρός της γης οι κολασμένοι...», «Πρωτομαγιά νέα ζωή...» και άλλα γνωστά σήμερα τραγούδια, και μάλιστα... της μόδας. Μια ωραία μέρα, τον Δεκέμβρη του 1944, ο πατέρας μάς ανακοίνωσε ότι θα έφευγε για το βουνό –«Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα...»–, προφανώς μαζί με τον ξάδελφό του, τον άλλο Μιλτιάδη, τον Πορφυρογένη, ο οποίος έγινε και υπουργός στην Κυβέρνηση του Βουνού. Εμείς, μετέωροι ακόμα ανάμεσα στους παράνομους αντάρτες και μη αποδεκτοί από τους περίοικους αλλά και από συγγενείς, έπρεπε να τα μαζέψουμε και να φύγουμε. Προτού ακόμη εγκαταλείψουμε το σπίτι της Κυψέλης, η μητέρα, μόνη και με άρρωστο τον αδελφό μου, κατέφευγε συχνά στο σπίτι του Σάββα Παπαπολίτη, παλιού συντρόφου και φίλου του πατέρα, που έμενε σχετικά κοντά, για κάποια συμβουλή. Στο σπίτι του βρίσκαμε θαλπωρή από τη γλυκιά γυναίκα του, τη Λούλα. Τρώγαμε, και καμιά φορά ξαπλώναμε σε ένα πελώριο κρεβάτι και μιλούσαμε. Σπίτι όμως δεν είχαμε πια. Ο Νίκος Πορφυρογένης, αδελφός του αριστερού Μιλ τιάδη, διευθυντής τότε του καταστήματος της Εθνικής Τραπέζης στην οδό Μητροπόλεως και αργότερα του κεντρικού, πρώτος διοικητής της ΕΤΒΑ, προτού εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελβετία, όπου κατέφυγε μετά την επικράτηση της Χούντας το 1967, αντιπροσώπευε το «λογικό» πνεύμα 19
text_07.indd 19
18/8/2017 5:32:47 μμ
της οικογένειας. Με αυστηρές αρχές φιλελευθερισμού, προσωπικό κύρος και ισχυρούς φίλους, διατηρούσε μια λαμπρή θέση στην αθηναϊκή κοινωνία, αντίθετα από τον κομμουνιστή αδελφό του, τον Μιλτιάδη, διαπρεπή δικηγόρο, που είχε σε καλούς καιρούς γραφείο με τον Ηλία Ηλιού, και τον άλλο Μιλτιάδη, τον Σαπουνά, πρώτο ξάδελφό του και πατέρα μου, που για πολλά χρόνια βρίσκονταν, λόγω της ιδεολογίας τους, στα βουνά, στις φυλακές ή στην εξορία. Ο θείος Νίκος ήταν πάντα ο καλός μας άγγελος. Χωρίς να διστάζει, πάντα φρόντιζε στους δύσκολους καιρούς να μας προστατεύει – ποτέ οικονομικά, αλλά ουσιωδέστερα. Έτσι, μας πρότεινε να μαζέψουμε τα πράγματά μας και να μετακομίσουμε γρήγορα και κρυφά στον φίλο του Νίκο Λουμίδη – της γνωστής εταιρείας καφέ. Το καταφύγιό μας αυτό το θυμάμαι πολύ καλά. Ήταν το ημιυπόγειο ενός μεγάλου σπιτιού με κήπο, στην Κυψέλη νομίζω. Όλοι νιώσαμε μεγάλη ανακούφιση μετά τον φόβο που μας είχε ζώσει από τότε που ο πατέρας έφυγε στο βουνό. Μπορούσαμε να κοιμόμαστε ήσυχα. Μόνο που έπρεπε να είμαστε κλεισμένοι συνεχώς μέσα, για να μη μας ακούσει κανείς. Η κυρία Λουμίδη κατέβαινε πότε πότε για να μας φέρνει κάποια τρόφιμα. Εκείνη που δεν έπρεπε να μάθει την ύπαρξή μας ήταν η γιαγιά του σπιτιού. Η δύστυχη, είχε χάσει δύο παλικάρια την ημέρα της γιορτής του Αγίου Νικολάου. Της τα είχαν αρπάξει οι αντάρτες. Κι εμείς βρήκαμε καταφύγιο στο σπίτι της! Ήταν βέβαιο, λοιπόν, ότι έπρεπε να φύγουμε το συντομότερο. Τα βιβλία υπήρξαν, στη συνείδηση της οικογένειας, τα πιο σημαντικά αντικείμενα του σπιτιού και ο μόνιμος πονο20
text_07.indd 20
18/8/2017 5:32:47 μμ
κέφαλος κάθε μετακόμισης. Έτσι και αυτή η μετακόμιση που θα κάναμε θα ήταν ένα δράμα. Κατ’ αρχάς, δεν ξέραμε πού θα πηγαίναμε. Ο θείος Νίκος ήταν που το φρόντισε και αυτήν τη φορά. Φίλος του Μποδοσάκη, κανόνισε να μείνουμε στον οικισμό της Εταιρείας Λιπασμάτων, στον Πειραιά, δίπλα στο εργοστάσιο. Ο πατέρας μου υποτίθεται πως ήταν ακόμα υψηλό στέλεχος της εταιρείας. Η μαμά φρόντισε να βρει ένα κάρο με άλογα, όπου φορτώθηκε ό,τι πολύτιμο είχαμε: τα βιβλία. Από πάνω καθίσαμε εμείς και η νεαρή καλόγρια αδελφή του πατέρα μου. Είχαμε τον φόβο των μπλόκων, είτε από τους αριστερούς είτε από τους δεξιούς. Για τους πρώτους υποτίθεται πως κάτι σήμαινε η ιδιότητα του πατέρα και του θείου μου, που βρίσκονταν στο βουνό. Για τους δεύτερους, μια καλόγρια προξενούσε ένα αίσθημα σεβασμού. Πρέπει να κάναμε μία ολόκληρη μέρα για να φτάσουμε στον Πειραιά. Άπειροι έλεγχοι από χίτες, Εγγλέζους και Ινδούς με σαρίκια που ανήκαν στον αγγλικό στρατό, εμπόδια από όλες τις πλευρές. Φτάσαμε βράδυ. Αυτό που αντικρίσαμε το επόμενο πρωί ήταν κάτι τελείως διαφορετικό από ό,τι είχαμε ζήσει ως τότε. Ο οικισμός ήταν κλεισμένος με περίβολο και συνόρευε στις τρεις πλευρές του με την ίδια την Εταιρεία Λιπασμάτων, με την Εταιρεία Τσιμέντων «Ηρακλής» και με τις εταιρείες πετρελαίων Shell και Socony. Για όσα χρόνια –και ήταν αρκετά– μείναμε εκεί, αναπνέαμε οξύ από τα φουγάρα της Εταιρείας Λιπασμάτων, τσιμέντο και κατάλοιπα πετρελαίου. Όμως ο καλός Θεός είχε αφήσει ένα παράθυρο στη φύση. Από τη μια πλευρά είχαμε θέα στη 21
text_07.indd 21
18/8/2017 5:32:47 μμ
θάλασσα! Μεσολαβούσε μια ακαλλιέργητη έκταση, το «βουναλάκι», και μετά απλωνόταν η απέραντη θάλασσα, που την έκοβε σε ένα σημείο η Ψυττάλεια, το νησάκι με τον φάρο που πολλές φορές ζωγράφισα. Αυτό ήταν το θαύμα που ανακάλυψα από την πρώτη μέρα, και όλα πια ήταν υπέροχα. Ο οικισμός αυτός είχε σχεδιαστεί προπολεμικά από Γερμανούς αρχιτέκτονες ως χώρος κατοικίας ανώτερων υπαλλήλων και εργατών: μονώροφα, διώροφα και τριώροφα σπίτια με κήπους, που είχαν ρημάξει μετά τον πόλεμο. Ένας τέτοιος κήπος, ακαλλιέργητος πια, όπου μόνο οι ψηλές λεύκες είχαν μείνει, βρισκόταν μπροστά στο σπίτι μας. Ένα μεγάλο ξύλινο σχολείο, σαν αυτά που βλέπαμε στις εικόνες των βορειοευρωπαϊκών παραμυθιών που μας διάβαζε ο πατέρας, με μεγάλα δέντρα και ένα γήπεδο, συμπλήρωνε τον χώρο. Προπολεμικά θα ήταν μια όαση μέσα σε αυτήν τη βιομηχανική περιοχή. Όταν πήγαμε εμείς, τα περισσότερα σπίτια ήταν κατεστραμμένα. Τρύπες στους τοίχους, πεσμένες από τους βομβαρδισμούς σκάλες, κήποι που διατηρούσαν μόνο τα ψηλά δέντρα. Το δικό μας σπίτι ήταν άθικτο. Ξαναστήσαμε το σπιτικό μας χωρίς τον πατέρα. Πρώτα οι βιβλιοθήκες, έπειτα οι ωραίες υφαντές μυκονιάτικες κουρτίνες στα παράθυρα, και μετά όλα τα άλλα. Δεν προφτάσαμε όμως να μπούμε μέσα, και ήρθε το θλιβερό μαντάτο: οι κομμουνιστές συνέλαβαν και σκότωσαν τον τροτσκιστή αδελφό του πατέρα, τον Σπύρο, τη στιγμή που ο πρώτος ξάδελφός του ήταν υπουργός στην Κυβέρνηση του Βουνού και ο ίδιος ο αδελφός του πολεμούσε τους φασίστες! 22
text_07.indd 22
18/8/2017 5:32:47 μμ
Ποτέ δεν μάθαμε τι έγινε. Πιστεύαμε για αρκετό καιρό πως ζούσε. Χρόνια μετά το μάταιο ψάξιμο, ο πατέρας έδωσε άφεση αμαρτιών στους άγνωστους φονιάδες. «Αυτά έχει ο πόλεμος», έλεγε, ενώ πονούσε αφάνταστα για τον χαμό του αδελφού του. Αρχικά έρχονταν να μας δουν αρκετοί, κυρίως εργάτες που είχε ο μπαμπάς στην εταιρεία, οι οποίοι έμεναν έκπληκτοι από το διαφορετικό είδος σπιτιού, με τα πολλά βιβλία, αλλά και συνάδελφοί του, χημικοί κυρίως, που έμεναν στο ίδιο «γκέτο», τελικά φωλιά για μας. Ο οικισμός αυτός, που βρισκόταν στις παρυφές της Δραπετσώνας, με τα προσφυγικά παραπήγματα, τα ρεμπέτικα και τους αμανέδες, είχε τους δικούς του κανόνες ζωής. Υπήρχε μια ιεραρχία στις τάξεις: επιστήμονες, διοικητικοί, εργάτες. Οι κάτοικοί του ήταν κυρίως νησιώτες από τη Μύκονο και τη Σέριφο, κάποιοι Γερμανοί και Ρουμάνοι, που διασκέδαζαν κυρίως με κιθάρες ή αστικά τραγούδια. Σύντομα όμως οι περισσότεροι μας εγκατέλειψαν, γιατί είχαμε το στίγμα του αριστερού και οι χίτες παραμόνευαν έξω από το σπίτι – πότε απειλώντας, πότε χλευάζοντας, πάντοτε σπέρνοντας τον τρόμο στη μοναχική γυναίκα με τα δύο παιδάκια. Κλεισμένη λοιπόν μέσα στο σπίτι, η μητέρα έραβε τα παιδικά μας ρούχα τόσο ωραία ώστε στο σχολείο ήμασταν τα πιο καλοντυμένα παιδιά. Θυμάμαι όταν μου ετοίμαζε την πρώτη σχολική ποδιά, που μου άρεσε πολύ. Είχαμε ακούσει για τη βόμβα στη Χιροσίμα το καλοκαίρι του 1945, και παρακαλούσα να μη συμβεί τίποτε, για να προλάβω να φορέσω την ποδιά. Είχα φόβο για όλα. Κανείς όμως από 23
text_07.indd 23
18/8/2017 5:32:47 μμ
τον περίγυρο δεν καταλάβαινε το δράμα μας εκείνη την εποχή. H μαμά, με τα λίγα χρήματα που έπαιρνε ακόμα από την Εταιρεία Λιπασμάτων, μας αγόραζε ό,τι εκλεκτό από την Κεντρική Αγορά του Πειραιά. Και εμείς, ο αδελφός μου κι εγώ, καθισμένοι στον καναπέ της κουζίνας, την ακούγαμε να μας διηγείται ιστορίες κάποιων καλών καιρών: για τους χορούς στην Εξωραϊστική Λέσχη Βόλου, που κάποτε ανήκε στον παππού μου Θωμά Σαπουνά, ή για τις συναυλίες του Μητρόπουλου στο Ηρώδειο, μνήμες που τη στήριζαν τις δύσκολες εκείνες στιγμές. Ο πατέρας στα βουνά, πολεμώντας για «το δίκιο και τη λευτεριά», περνούσε ηρωικές μα δύσκολες ώρες. Γοργοπόταμος, Γράμμος και τόσα άλλα, με απίστευτες κακουχίες. Όταν γύρισε, ήταν αγνώριστος. Αδύνατος, με στρατιωτικά ρούχα, αλλά σίγουρα όχι τόσο άγριος όσο τον δείχνει μια φωτογραφία στο βουνό με κάπα και γένια. Ενθουσιώδης πάντα και με πρόσφατες τις μνήμες του βουνού, τραγουδούσε, αντί για το «Mattinata» του Λεονκαβάλο ή το «Marechiare», όπως παλιά, το γνωστό «Με το τουφέκι μου στον ώμο...». Μαζί με αυτόν, κι εμείς. Με τη βοήθεια του νονού του αδελφού μου, του Σπύρου Βρεττού, που ήταν γενικός διευθυντής της Εταιρείας Λιπασμάτων, ο πατέρας ανέλαβε πάλι σημαντική διοικητική θέση, την οποία όμως δεν κράτησε πολύ. Την περίοδο αυτήν ασχολήθηκε πολύ μ’ εμάς τα παιδιά του. Μας έκανε μαθήματα γαλλικών, αφού δεν ήταν δυνατόν να έχουμε δασκάλους. Εμένα, που είχα την τάση να γεμίζω τετράδια ζωγραφίζοντας φορέματα και παπούτσια, μου έδινε να διαβάζω σε μετάφραση αρχαίες τραγωδίες, όπως τον 24
text_07.indd 24
18/8/2017 5:32:47 μμ
Φιλοκτήτη, ή τον Επιτάφιο του Περικλή, και μου ζητούσε να ζωγραφίζω θέματα εμπνευσμένα από τα κείμενα αυτά. Όταν μιλούσε, συχνά μεταχειριζόταν φράσεις ή παραβολές από το Ευαγγέλιο, αν και η σχέση του με την Εκκλησία ήταν μηδαμινή, όπως όλων των αριστερών. Εν τω μεταξύ η σχέση του πατέρα με το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε για πολλούς λόγους ξεφτίσει. Γι’ αυτό, από πολύ νωρίς εντάχθηκε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα - Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ΣΚ-ΕΛΔ) του Αλέξανδρου Σβώλου. Ο χρόνος που αφιέρωνε στο σπίτι άρχισε πάλι να γίνεται όλο και λιγότερος. Στο κόμμα του Σβώλου ήταν και ο Ηλίας Τσιριμώκος, οι δύο αδελφοί καθηγητές Βέη, οι δικηγόροι Ηλίας Παρασκευάς, Γιάννης Σακελλαρίου, Μηνάς Γαλέος, και άλλοι που δεν τους θυμάμαι. Όλους αυτούς τους βλέπαμε στα γραφεία της εφημερίδας του κόμματος, τη Μάχη, που βρίσκονταν κάπου στην οδό Πανεπιστημίου, σε μια στοά. Εκεί, πολλές φορές με βάζανε να τους απαγγέλλω στίχους από κάποια τραγωδία που είχα αποστηθίσει. Σύντομα ο πατέρας πέρασε πάλι στην παρανομία. Θεωρήθηκε ηθικός αυτουργός για κάποια επεισόδια που έγιναν στον Πειραιά με θύμα μια γυναίκα. Τον έψαχναν παντού. Ο καλός θείος Νίκος Πορφυρογένης μερίμνησε πάλι. Φρόντισε να τον κρύψει σε μια βίλα εθνικόφρονων συγγενών που του ήταν υποχρεωμένοι, στο Ψυχικό. Κάποιες φορές κρυβόταν στο σπίτι ενός άλλου αγαπημένου πρώτου ξαδέλφου του, του θείου Αργύρη Ρογκότη, και της αγαπημένης γυναίκας του, της θείας Ειρήνης, στο Χαλάνδρι. Ένα άλλο κρησφύγετο ήταν μια βίλα στο παραλιακό 25
text_07.indd 25
18/8/2017 5:32:47 μμ
«Μακάο», κοντά στη Γλυφάδα νομίζω. Πιο συχνά όμως ο πατέρας κατέφευγε στο υπόγειο του νοσοκομείου «Λευκός Σταυρός», στο Πασαλιμάνι, ιδιοκτήτης του οποίου ήταν ο ομοϊδεάτης αγωνιστής Θεόδωρος Λαμπράκης, ένας ωραίος, ευθυτενής, γκριζομάλλης γιατρός, που φρόντιζε συχνά και την υγεία μας. Ο Λαμπράκης ήταν αδελφός του μετέπειτα ήρωα Γρηγόρη Λαμπράκη, γυναικολόγου της μαμάς, που τότε δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον αδελφό του. Η Ιστορία όμως έχει άλλους κανόνες... Εμείς, με μύριες προφυλάξεις, πηγαίναμε να συναντήσουμε τον πατέρα, και ήταν πραγματική γιορτή. Κάποτε έγινε και η δίκη του, σε έκτακτο στρατοδικείο, και καταδικάστηκε ερήμην «εις θάνατον». Θυμάμαι τη μαμά την ημέρα της δίκης. Αν και ήξερε τι περίμενε τον πατέρα, είχε φοβερή ψυχραιμία και αξιοπρέπεια. Ευτυχώς την επομένη, με τη Συμφωνία της Βάρκιζας, δόθηκε αμνηστία για τα πολιτικά αδικήματα, στην οποία περιέλαβαν και την περίπτωση του πατέρα μου, κι έτσι γλίτωσε για λίγο. Φυσικά, το γιορτάσαμε. Σε όλα τα παιδικά μου χρόνια η μόνη μεγάλη γιορτή ήταν η ημέρα του Αγίου Δημητρίου. Τη γιορτάζαμε πάντα στο σπίτι του θείου του μπαμπά Δημήτρη Αγγελόπουλου. Ο θείος Δημήτρης, χημικός, διάσημος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, διώχτηκε άγρια από το κομμουνιστικό καθεστώς μετά την επανάσταση του 1917: μακροχρόνιες φυλακίσεις σε κίτρινα και λευκά κελιά, βασανιστήρια που παραλίγο να τον οδηγήσουν στην τρέλα, όλα χωρίς συγκεκριμένες κατηγορίες, και τέλος η απέλαση. Στην Ελλάδα, ως προερχόμενο από τη Ρωσία, τον 26
text_07.indd 26
18/8/2017 5:32:47 μμ
θεώρησαν κομμουνιστή! Καμία Ακαδημία δεν τον τίμησε, αν και ήταν φίλος των Βέη και πολλών άλλων επιστημόνων που γνώριζαν το έργο του. Στην Εταιρεία Λιπασμάτων, πάλι με τη βοήθεια του θείου Νίκου Πορφυρογένη, έγινε διευθυντής του ινστιτούτου της εταιρείας, που λειτουργούσε μέσα στο εργοστάσιο, ενός επιβλητικού κτιρίου που μας έδινε την εντύπωση ενός πανεπιστημίου δίπλα μας. Ο θείος Δημήτρης με τη Ρωσίδα γυναίκα του, τη θεία Νατάλια, και τον γιο τους, τον Ανατόλ, έκαναν λαμπρές γιορτές. Ακόμη και όταν πήγαινα πια σε ένα αριστοκρατικό γυμνάσιο, ένιωθα προνομιούχα για τον τρόπο με τον οποίο γιόρταζα εγώ. Στο σπίτι τους, στο Νέο Φάληρο, ζούσαμε γιορτές της τσαρικής Ρωσίας! Σε ένα περιβάλλον με περίεργα ρωσικά ονόματα, όπως Λεφτσένκο, ακούγαμε μια πανέμορφη, ποιητική γλώσσα, τη ρωσική. Κυκλοφορούσαν κάποιοι αληθινοί πρίγκιπες και στρατηγοί, στητοί, με τις κομψές γυναίκες τους, Ρώσοι εμιγκρέδες που προσπαθούσαν να κρατήσουν στην Ελλάδα κάτι από την παλιά τους ζωή. Το θαύμα όμως ήταν το τραπέζι: μεγάλο, με βαρύ τραπεζομάντιλο, γεμάτο με ό,τι ωραιότερο ποθούσες. Κυριαρχούσε το σαμοβάρι. Τη βότκα και το φουά γκρα τα παρασκεύαζε ο θείος Δημήτρης προσωπικά. Τα παντός είδους πιροσκί και το πλήθος των ρώσικων εδεσμάτων, γλυκών και αλμυρών, ήταν έργα της θείας Νατάλιας, που δεχόταν τους επισκέπτες με άφατη ζεστασιά και αρχοντιά. Τα ρώσικα τραγούδια έγιναν από τότε αναπόσπαστο μέρος του συναισθηματικού ρεπερτορίου μου. Την ίδια χαρά νιώθαμε στο σπίτι του θείου Αργύρη και της θείας Ειρήνης, που η καταγωγή της ήταν από 27
text_07.indd 27
18/8/2017 5:32:47 μμ
τη Σμύρνη και είχε τη γλύκα της Ανατολής. Αντίθετα, πιο τυπική ήταν η κοινωνική σχέση μας με τον θείο Νίκο Πορφυρογένη, παρότι μας καλοδεχόταν, πρέπει να πω, στα εξαιρετικού γούστου σπίτια του στη Στησιχόρου, στην Εκάλη ή στη Γλυφάδα, απέναντι από τα «Αστέρια». Οι σχέσεις ήταν πιο τυπικές, με το προσωπικό «στημένο», μα ο ίδιος ήταν γλυκός. Είχε τον δικό του τρόπο να είναι κοντά μας. Είναι περίεργο, αλλά δεν θυμάμαι κανέναν από αυτούς ή άλλους συγγενείς να έρχονται στο σπίτι μας την εποχή των διωγμών, των φυλακών και της εξορίας, αν και εμείς ήμασταν καλοδεχούμενοι στα σπίτια τους. Κανένα δώρο τις γιορτές, καμία επίσκεψη. Πληρώναμε τις επιλογές του μπαμπά... Πολύ νωρίς συνέλαβαν πάλι τον πατέρα. Ήμουν ακόμα στο δημοτικό. Ήταν φρικτό να τον βλέπουμε πίσω από τα σίδερα, σε υγρά κελιά στα Βούρλα, με πιο άσχημο το Τμήμα Μεταγωγών στον Πειραιά, λίγο προτού φύγει για την εξορία. Ο Βρανόπουλος, αστυνομικός διευθυντής στον Πειραιά, είχε ορκιστεί να τον εξοντώσει. Τον είχε ταράξει η άρνησή του να υπογράψει δήλωση μετάνοιας, αν και εκείνη την περίοδο ο πατέρας ανήκε στο ΣΚ-ΕΛΔ και όχι στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Τον αποχαιρετήσαμε από τον μόλο της Εταιρείας Λιπασμάτων καθώς έφευγε για την Ικαρία. Στην Ικαρία, τον πρώτο τόπο εκτόπισής του, μένει αρχικά στο Φανάρι και μετά στον Άγιο Κήρυκο. Φρικτές οι συνθήκες διαβίωσης. Του στέλνουμε με ένα καΐκι, τον Γλάρο, κουβέρτες, κονσέρβες, σαπούνι, παπούτσια, ρού28
text_07.indd 28
18/8/2017 5:32:47 μμ
χα, τσιγάρα, βιβλία, χαρτιά. Ο Ηλίας Τσιριμώκος τού στέλνει ανελλιπώς εφημερίδες. Ο Στρατής Σωμερίτης τού δίνει κουράγιο γράφοντάς του «Δεν είναι μακριά η μέρα της επιστροφής σου». Ο Αλέξανδρος Σβώλος τού γράφει «Σε θυμόμαστε όλοι με την ίδια πάντα αγάπη». Και ο Δημήτρης Σρατής τού στέλνει θερμές ευχές. Το κόμμα κάνει πραγματικό αγώνα για να τον ελευθερώσουν χωρίς να υπογράψει. Δύο σοσιαλιστές πολιτικοί, οι Ντένις Χήλυ και Βίκτορ Λαρόκ, που κάνουν παραστάσεις στην κυβέρνηση, είναι για μας οι σωτήρες από τους οποίους περιμένουμε τη λύση. Οι καρτέλες –τα δελτάρια αλληλογραφίας των εξορίστων– που ανταλλάσσουμε μιλούν, πάντα συνθηματικά, για κακουχίες που περνάει ο πατέρας, για φίλους που τον ξέχασαν, για μοναξιά. Νομίζω ότι στην Ικαρία –−ή μήπως στη Μακρόνησο;– έκανε συντροφιά με τον ηθοποιό Μάνο Κατράκη. Κάθε φορά που άκουγε το τραγούδι «Έλα γι’ απόψε», θυμόταν ότι το τραγουδούσαν μαζί. Ασχολιόταν με την ξυλογλυπτική –έχουμε δύο ωραίους κονδυλοφόρους του−–, το διάβασμα και το γράψιμο, που ήταν κάποια παρηγοριά στη ζοφερή εκείνη ατμόσφαιρα. Προς το τέλος του 1948 μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο, όπου οι συνθήκες ήταν χειρότερες. Στο στρατόπεδο του νησιού, αρχικά για τους αντιφρονούντες στρατιώτες, συγκεντρώθηκαν όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι. Στη Μακρόνησο, σε διαφορετικό «διαμέρισμα», μεταφέρθηκε και ο νεότερος αδελφός του πατέρα, ο Νίκος, αν και δεν είχε μέχρι τότε ενταχθεί σε κάποιο κόμμα. Η ατμόσφαιρα ήταν άγρια: κρύο, αέρας που έπαιρνε τις σκηνές, φρικτή ζέστη το καλοκαίρι στο φαλακρό νησί, επαχθείς οι εργασίες για 29
text_07.indd 29
18/8/2017 5:32:47 μμ
το χτίσιμο του Νέου Παρθενώνα, όπως αποκάλεσε το κολαστήριο της Μακρονήσου ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Χρόνια μετά, απόρησα για την έλλειψη μνήμης της Αριστεράς, που έδωσε άφεση αμαρτιών στον Κανελλόπουλο – και όχι μόνο για τη φράση αυτήν. Ίσως επειδή ζήτησε δημοσίως συγγνώμη. Όλο αυτό τον καιρό εμείς ζούσαμε μια άλλη φοβερή πραγματικότητα. Μας απειλούσαν με έξωση από το σπίτι της Εταιρείας Λιπασμάτων. Και φυσικά δεν είχαμε πού να πάμε, αφού δεν υπήρχε πλέον ούτε μισθός ούτε άλλο περιουσιακό στοιχείο. Τη μέριμνά μας την είχε αναλάβει το κόμμα, με δύο θαυμάσιους ανθρώπους, τους δικηγόρους Γιάννη Σακελλαρίου και Μηνά Γαλέο. Ο Γιάννης Σακελλαρίου φρόντιζε ακόμη και για τα φάρμακα της ετοιμοθάνατης αδελφής του πατέρα μου, της νεαρής καλόγριας, που δεν είχε καμία φροντίδα από το μοναστήρι στο οποίο χάρισε όλη την περιουσία της. Ο Μηνάς Γαλέος, γνωστός κυρίως ως δικηγόρος του Μπελογιάννη, μας στάθηκε σαν πραγματικός συγγενής. Την ίδια εποχή, ούτε έντεκα χρονών ακόμα, ετοιμαζόμουν να δώσω εξετάσεις στο γυμνάσιο. Την ημέρα που η μαμά πήγαινε τα χαρτιά μου στο Ράλλειο Γυμνάσιο, στον Πειραιά, τη συνέλαβαν. Απελπισία... Αρχικά μας ανέ λαβαν κάποιοι παράτολμοι γείτονες. Ο Γαλέος φρόντισε να με γράψει για τις εξετάσεις, τις οποίες έδωσα ενώ η μαμά βρισκόταν στη φυλακή, σε ένα κελί με πόρνες, έχοντας την έννοια μας. Της ζήτησαν να αποκηρύξει τον πατέρα, πράγμα που δεν έκανε. Στον μπαμπά γράψαμε πως ήταν άρρωστη. Με τη φροντίδα του κόμματος και του 30
text_07.indd 30
18/8/2017 5:32:47 μμ
Σβώλου προσωπικά, βγήκε από τη φυλακή ύστερα από μία εβδομάδα. Ο θείος Νίκος κατάφερε πάλι να ματαιωθεί η έξωση από το σπίτι, με την επέμβαση του φίλου του Μποδοσάκη, ενώ εγώ πέρασα στο γυμνάσιο από τους πρώτους. Ο Γαλέος έγραψε στον πατέρα ένα εγκώμιο για την επίδοσή μου. Την άνοιξη πέθανε η αδελφή του πατέρα, η νεαρή Αλεξάνδρα ή μοναχή Αρτεμία. Θυμάμαι τη θλίψη, το άψυχο σώμα της, που ήταν εκτεθειμένο στην αυλή του μοναστηριού, κλεισμένο σε έναν μαύρο σάκο, με έναν κόκκινο σταυρό στη θέση της καρδιάς... Μοναδικοί συγγενείς ο αδελφός της ο Αντώνης, αφού οι άλλοι δύο βρίσκονταν στη Μακρόνησο, η μητέρα μας και εμείς, τα δυο φοβισμένα παιδιά. Όλα τα χρόνια της εξορίας του πατέρα ζούσαμε σε απόλυτη μοναξιά. Κανείς μα κανείς δεν έμπαινε στο σπίτι. Καμιά φορά πεταγόταν με το ποδήλατο η τολμηρή κόρη του δημάρχου, η Λούλα Μισαηλίδη, αργότερα Λολοσίδη, και εμείς μερικές φορές πηγαίναμε στο σπίτι τους, όπου μας υποδέχονταν θερμά. Πρόσφυγες από τη Ρωσία κι αυτοί. Ζεστοί άνθρωποι. Η μητέρα κατέβαινε στο κέντρο του Πειραιά και έπαιρνε ένα μικρό βοήθημα από το κόμμα, ψώνιζε, και μετά κλεινόμασταν οι τρεις μας στο σπίτι. Μάθαμε να ζούμε τις ημέρες των γιορτών από όσα βλέπαμε έξω τη μέρα και από όποιους ήχους ακούγαμε τη νύχτα – μερικές φορές απειλητικούς, από τις εφόδους της αστυνομίας ή από τους χίτες. Μόνο κάποια Πρωτοχρονιά μάς χτύπησαν το παράθυρο της κουζίνας, και παραδόξως, αντί για αστυφύλακα, είδαμε μια νεαρή σύντροφο, τη Γιώτα, που μας άφησε βιαστικά ένα τόπι και λίγα γλυκά. 31
text_07.indd 31
18/8/2017 5:32:47 μμ
Πάνινες κούκλες, αυτοσχέδια παιχνίδια από κουτιά ή καρούλια, ζαχαρωτά-κουκλίτσες, διάβασμα ή ξεφύλλισμα βιβλίων από την πλούσια βιβλιοθήκη του μπαμπά στον καναπέ της κουζίνας, όπου μαγείρευε η μαμά, ήταν η διασκέδασή μας. Κάποιες φορές η μαμά μάς αναπαριστούσε μια κούκλα-πιερότο, που είχε δει σε ένα κατάστημα, και τις κυκλικές κινήσεις του κεφαλιού της. Ένα χαλάκι στην κουζίνα απεικόνιζε ένα ρομαντικό τοπίο: ένα δάσος με ξύλινο σπιτάκι, αρνάκια και βοσκούς. Με αυτή την εικόνα έπλαθα χιλιάδες παραμύθια και ταξίδευα, ανάλογα με το πώς έπεφτε το φως ή τι συνέβαινε γύρω μου. Δεν θυμάμαι όμως να κάθισα ποτέ στο γραφείο του μπαμπά για να διαβάσω τα μαθήματά μου, ούτε στην τραπεζαρία για να φάμε. Η μεγάλη κουζίνα, με το τζάκι, τη θέα στη θάλασσα, το τραπέζι όπου γράφαμε και τρώγαμε και τον καναπέ όπου οι τρεις μας κουρνιάζαμε προφυλαγμένοι από τους έξω, ήταν το κάστρο μας. Είχε όμως και κάτι σημαντικό η κουζίνα αυτή. Με μια εσωτερική αυλή επικοινωνούσε με δύο διώροφα σπίτια. Στο ένα έμενε η οικογένεια ενός Αυστριακού υπαλλήλου της Εταιρείας Λιπασμάτων, με τη Μυκονιάτισσα γυ ναίκα του και τις ξανθές κόρες τους, και στο άλλο η κεφάτη οικογένεια ενός νησιώτη εργάτη. Κιθάρες, τραγούδια, μοίρασμα φαγητού... Μια παρηγοριά μέσα στην υποχρεωτική απομόνωση, χωρίς τον φόβο να «χρωματιστούν» οι άνθρωποι που μας πλησίαζαν. Σε μια καρτέλα από αυτές που στέλναμε στον πατέρα έγραψα κάποια μέρα ότι ήρθε ένα δέμα με τρόφιμα από τον Βόλο και σε μια άλλη ότι ρώτησαν τι νούμερο παπούτσια 32
text_07.indd 32
18/8/2017 5:32:47 μμ
φορούσαμε ο αδελφός μου και εγώ για να μας στείλουν καινούργια ζευγάρια. Κατά τα άλλα, ήμασταν τα παιδιά του «κατσαπλιά». Έτσι μας αντιμετώπιζαν οι συγγενείς της μαμάς στον Βόλο τα πέτρινα εκείνα χρόνια. Κι όταν με κάλεσαν να παραθερίσω κοντά τους, λόγω της αδενοπά θειας την οποία μου είχε προκαλέσει το οξύ που ανέπνεα από το εργοστάσιο δίπλα μας, η περιφρόνηση για τα φρονήματα του πατέρα ήταν τέτοια, που μάζεψα τα πράγματά μου και έφυγα μόνη μου, μικρό παιδί. Έτσι, φοβήθηκα τον κόσμο και αγάπησα ό,τι εγώ μόνη μου μπορούσα να φτιάχνω. Δεν εμπιστεύτηκα την τύχη μου σε κανέναν, και ό,τι αγάπησα το αγάπησα χωρίς να περιμένω ανταπόδοση, μόνο για δική μου χαρά. Το 1950 οι ενέργειες των δύο ξένων σοσιαλιστών πολιτικών αποδίδουν, και ο πατέρας γυρίζει από την εξορία χωρίς να έχει υπογράψει. Η μουσική ξαναμπαίνει στο σπίτι μας. Αγοράζουμε ραδιόφωνο και ακούμε πρωί πρωί βιεννέζικα τραγούδια από την τραγουδίστρια Έρνα Ζακ, την εκπομπή «Το εύθυμο σχόλιο του Ασμοδαίου» ή το Φεστιβάλ του Μπαϋρόιτ. Αποκτούμε και πικάπ. Τα λεφτά για το καθημερινό κουλούρι ο αδελφός μου τα μαζεύει για δίσκους κλασικής μουσικής. Στα διαλείμματα των διαφόρων «μετακινήσεων» του πατέρα, οι νεαροί γονείς μου γλεντούσαν. Στην περιοχή υπήρχε ένας πολιτιστικός σύλλογος, η «Χαραυγή», που συγκέντρωνε τους προοδευτικούς νέους. Οι νέοι αυτοί ήταν οπαδοί του υπαρξισμού, κινήματος με κύριο εκπρόσωπο στη Γαλλία τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ και μούσα την τραγουδίστρια Ζυλιέτ Γκρεκό. Στην Ελλάδα, ένας ιδιόμορφος 33
text_07.indd 33
18/8/2017 5:32:47 μμ
τύπος, ο Σίμος ο Υπαρξιστής, που ήταν το σύμβολο του κινήματος και ζούσε σε μια παράγκα, ήταν τακτικός επισκέπτης και πρόσθετε στην ατμόσφαιρα. Η Λυρική Σκηνή ήταν ένας άλλος χώρος που χαίρονταν οι γονείς μας. Έπαιρναν κι εμάς μαζί τους. Αμέσως μετά την επιστροφή του, ο πατέρας αναπτύσσει έντονη συνδικαλιστική δράση και εκλέγεται γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Πειραιά. Εκτιμά πολύ τον Αβραάμ Μπεναρόγια, ιδρυτή της Φεντερασιόν, της Σοσιαλιστικής Εργατικής Ομοσπονδίας Θεσσαλονίκης. Το όνομά του, όπως και αυτά του Νίκου Ασκούτση και του Δημήτρη Στρατή ακούγονται συχνά στο σπίτι. Τη δεκαετία του ’50 και ’60 ο πατέρας συμπαρίσταται στους συλλόγους εξορίστων και φυλακισμένων και αγωνίζεται για τη γενική αμνηστία. Το 1952 κατεβαίνει υποψήφιος με το ΣΚ-ΕΛΔ στον Πειραιά. Χωρίς να κινηθεί προσωπικά, έρχεται πρώτος στο ψηφοδέλτιο, υποσκελίζοντας σημαντικά ονόματα της εποχής, όπως τον Χατζήμπεη και τον Μάντακα. Την επομένη οι εφημερίδες τον γράφουν ως επιτυχόντα βουλευτή Πειραιά. Η αδελφή του πατέρα του και μητέρα του Νίκου και του Μιλτιάδη Πορφυρογένη, που μάταια ψάχνει επί χρόνια να μάθει νέα του γιου της Μιλτιάδη, ο οποίος, προδομένος από το Κομμουνιστικό Κόμμα, περιπλανήθηκε στην Ανατολική Ευρώπη και πέθανε στην Πράγα, είναι η πρώτη που θα συγχαρεί έναν Μιλτιάδη της οικογένειάς της ο οποίος εισέρχεται στη Βουλή. Ωστόσο, με μια νέα καταμέτρηση και μόνο για δύο ψήφους, ο πατέρας τελικά δεν εκλέγεται. Και είναι ο μόνος από την οικογένεια που 34
text_07.indd 34
18/8/2017 5:32:47 μμ
δεν λυπάται. Η παράταξη έχει πάει καλά, και δεν τον νοιάζει καθόλου που δεν μπαίνει στη Βουλή. Ήταν μια μάλλον ήρεμη εποχή για μας. Στο σπίτι έρχονταν κομματικοί και άλλοι φίλοι. Ο αδελφός μου και εγώ είχαμε πια μεγαλώσει, και μας άφηναν αρκετές φορές στο σπίτι μόνους. Τότε επιδιδόμασταν στο να μαθαίνουμε ολόκληρες συμφωνίες και να τις τραγουδάμε χαλώντας τον κόσμο. Άλλοτε μας έπαιρναν μαζί τους, όπως το βράδυ των εκλογών του 1952, στο σπίτι του Σάββα Παπαπολίτη, ένα αρχοντικό στο Τουρκολίμανο με θέα τον Σαρωνικό. Υπέροχη βραδιά γιορτής για τη νίκη της παράταξης του στρατηγού Νικόλαου Πλαστήρα, που βρισκόταν εκεί. Θυμάμαι την ατμόσφαιρα θριάμβου. Λίγο καιρό μετά όμως, παρακολουθούσαμε με αγωνία τη δίκη και την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη. Επί Πλαστήρα. Επαγγελματικά, ο πατέρας πέρασε από πολλές διευθυντικές θέσεις: αρχικά στην Εταιρεία Λιπασμάτων· μετά, επί Πλαστήρα, στον Τουρισμό, απ’ όπου εκδιώχθηκε επί Παπάγου· και έπειτα στην ΕΤΒΑ, όταν διοικητής ήταν ο θείος Νίκος Πορφυρογένης. Αργότερα έγινε διευθυντής του γραφείου της ΕΤΒΑ στη Γερμανία, με έδρα την Κολωνία, απ’ όπου εκδιώχθηκε από τη Χούντα. Μετά την επιστροφή του από τη Μακρόνησο, ο πατέρας θέλησε να μας δώσει ό,τι καλύτερο μπορούσε. Για τον Θωμά, τον αδελφό μου, που ήταν άτακτος, κρίθηκε κατάλληλο το Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιά, το οποίο ήταν πρότυπο. Δεν ξέρω όμως πώς οι γονείς μου, σε μια εποχή που τα οικονομικά μας δεν ήταν ανθηρά, αποφάσισαν να στείλουν εμένα στο Λύκειο «Ελληνισμός» του 35
text_07.indd 35
18/8/2017 5:32:47 μμ
Σταυριανού, που ήταν ακριβό σχολείο και από τα αρχαιότερα. Το υπέροχο αυτό σχολείο, στο οποίο φοιτούσαν παιδιά αστικών οικογενειών του Πειραιά, μου έδωσε πολλά. Πρώτα απ’ όλα την κοινωνικότητα, γιατί η απομόνωση τόσων χρόνων με είχε κάνει, αντίθετα με τον αδελφό μου, ένα αύταρκες αλλά μοναχικό πλάσμα – και ίσως γι’ αυτό τον λόγο οι γονείς μου με έστειλαν στο συγκεκριμένο σχολείο. Αναδύθηκε έτσι μέσα από τις σχολικές συντροφιές ένα άλλο πλάσμα, ζωηρό και εύθυμο, ακόμη και τις εποχές που είχαμε προβλήματα. Οι συμμαθητές μου ήταν όλοι γόνοι αστών δεξιών αποκλίσεων. Και εγώ, για να επιβιώσω, έπρεπε να κρύβω την οικογενειακή ιστορία μου, όπως και την οικονομική μας κατάσταση. Το σχολείο μου με βοήθησε επίσης στη γλωσσομάθεια, στη σωστή εκμάθηση της μουσικής, ακόμη και της εκκλησιαστικής, και της ζωγραφικής. Κυρίως όμως με βοήθησε στις σωστές σχέσεις που αναπτύσσονταν μεταξύ των παιδιών στις εξωσχολικές εκδηλώσεις, πάντα υπό την επίβλεψη του σχολείου. Στις ξέφρενες νεανικές εκδρομές και στα πάρτι στα ωραία σπίτια των συμμαθητών μου, στο Πασαλιμάνι και στο Τουρκολίμανο, λάτρευα πάντα τον χορό. Έτσι, σύντομα έγινα βασικό μέλος της παρέας των σχολικών πάρτι. Εκτός από τα ζωηρά τραγούδια, ακόμα εκστασιάζομαι όταν ακούω το ρομαντικό αμερικάνικο «Stormy weather» με την Έλλα Φιτζέραλντ ή το «Padam padam» με την Εντίθ Πιάφ. Γενικά, τα παιδιά που μετείχαμε σε αυτά τα πάρτι τύχαινε να είμαστε και οι καλύτεροι μαθητές. Χορτάτοι από τη σαββατιάτικη διασκέδαση, μπορούσα36
text_07.indd 36
18/8/2017 5:32:47 μμ
με να πέσουμε με τα μούτρα στη δουλειά, κάτι που μου έγινε συνήθεια αργότερα, στην υπόλοιπη ζωή μου. Ποτέ δεν άφησα κάποια χαρά να μου ξεφύγει με πρόσχημα την εργασία. Εκείνα τα χρόνια έμαθα ακόμη να προσπαθώ να κάνω συντροφιά με αυτούς που ήταν καλύτεροι από μένα σε ήθος, σε γνώση, σε πνευματικότητα, να τους φτάνω και ίσως να τους ξεπερνάω. Ποτέ δεν συμβιβάστηκα με το μέτριο. Κάνοντας παρέα με παιδιά πλουσίων, νωρίς συνειδητοποίησα ότι ποτέ δεν πλησίαζα έναν εύπορο αν δεν διέθετε κάποια άλλη αρετή. Η συντροφιά των γονιών μου ήταν πάντα η καλύτερη. Ωστόσο, την εποχή που ήμασταν καλά και δεν φοβόνταν οι γείτονες να μας πλησιάσουν, έκανα φίλους και αξιόλογα παιδιά από τη γειτονιά μου. Θυμάμαι τη Μέμη, κόρη χημικού της Εταιρείας Λιπασμάτων, που στο ανατολίτικου στιλ σαλόνι του σπιτιού τους ακούγαμε τη μητέρα της να παίζει στο πιάνο το Für Elise, ρεμβάζαμε βλέποντας τη θάλασσα ή τραγουδούσαμε παραδοσιακά αμερικάνικα τραγούδια που η φίλη μου μάθαινε στο Αμερικανικό Κολέγιο. Και, βέβαια, τον Νίκο Βρανόπουλο και την παρέα του. Ο ωραίος Νίκος ήταν ο πλατωνικός έρωτας της εφηβείας μου. Μερικά χρόνια μεγαλύτερος από μένα, πήγαινε στη Γαλλική Σχολή, αλλά κάναμε πολλή παρέα. Ερχόταν στο σπίτι και διαβάζαμε Καζαντζάκη ακούγοντας το Μπολερό του Ραβέλ ή την Ουγγρική ραψωδία του Λιστ. Του άρεσε να μου απαγγέλλει Παλαμά. Μου γνώρισε τους φίλους του, αλλά ποτέ δεν ακολούθησε την παρέα στις υπέροχες εκδρομές στο Σούνιο ή αλλού, ούτε ερχόταν στα πάρτι όπου χορεύαμε τρελά. Θεωρούσε ελαφρότητα τη μανία 37
text_07.indd 37
18/8/2017 5:32:47 μμ