Τίτλος πρωτότυπου κειμένου: Мой Пушкин
Tο κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο σοβιετικό περιοδικό Επιστήμη και Ζωή (Νο 2, 1967), με εισαγωγικό σημείωμα του επιστημονικού συνεργάτη Μι χαήλ Νικολάγιεβιτς Μπίκωφ.
Μετάφραση από τα ρωσικά: Φώτος Λαμπρινός
Γλωσσική επιμέλεια - Διορθώσεις: Μαρία Συμεωνίδου
Σχεδιασμός εξωφύλλου - Στοιχειοθεσία - Σελιδοποίηση: Ευτυχία Λιάπη Εκτύπωση: Μητρόπολις Α.Ε.
Βιβλιοδεσία: Ηλ. Μπουντάς - Π. Βασιλειάδης Ο.Ε. Οι φωτογραφίες του αγάλματος του Πούσκιν στο εξώφυλλο και στη σελίδα 4 είναι του Μιχαήλ Αγκρανόβιτς.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμη μάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευ σή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου τέχνης, σύμφωνα με τις διατά ξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με τον ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, της σελιδοποίησης, του
εξωφύλλου και γενικότερα όλης της αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
© Εκδόσεις Ίκαρος, 2018
Πρώτη έκδοση: Ιούνιος 2018 ISBN 978-960-572-237-1
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ • ΒΟΥΛΗΣ 4, 105 62 ΑΘΗΝΑ • Τ: 210 3225152 • www.ikarosbooks.gr
O ΔIKOΣ MOY ΠOYΣKIΝ
© Μιχαήλ Αγκρανόβιτς
Μαρίνα Τσβετάγιεβα
O ΔIKOΣ MOY ΠOYΣKIΝ Μετάφραση
Φώτος Λαμπρινός
ΙΚΑΡΟΣ
ΑΡΧΙΖΕΙ ΟΠΩΣ ΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ από το μυθιστόρημα που υπήρχε
πάντα στο προσκεφάλι των γιαγιάδων και των μανάδων μας: Τζέιν Έυρ – Το μυστικό της κόκκινης κάμαρας1.
Στην κόκκινη κάμαρα υπήρχε μια μυστηριώδης ντουλάπα.
Όμως πριν από τη μυστηριώδη ντουλάπα στο υπνοδωμάτιο
της μητέρας υπήρχε ένας πίνακας: H μονομαχία2.
Κατάλευκο χιόνι. Μαύρα κλαδιά χαμόδεντρων. Δύο άνθρω
ποι, ολόμαυρα ντυμένοι, μεταφέρουν έναν τρίτο στο μόνιππο
κρατώντας τον από τις μασχάλες. Και ακόμη ένας, διαφορετι κός αυτός, με γυρισμένη την πλάτη, αποχωρεί. O Πούσκιν είναι
αυτός που μεταφέρουν. Και αυτός που αποχωρεί είναι ο Nτα
ντές. O Nταντές κάλεσε τον Πούσκιν σε μονομαχία, και εκεί, στο λευκό χιόνι, όπου τον παρέσυρε, ανάμεσα στα μαύρα γυ μνά χαμόδεντρα, τον σκότωσε.
Το πρώτο πράγμα που έμαθα για τον Πούσκιν ήταν ότι τον
σκότωσαν. Μετά έμαθα ότι ο Πούσκιν ήταν ποιητής και ο Nτα
ντές Γάλλος. O Nταντές δεν μπορούσε να γράψει ποιήματα, γι’ αυτό μισούσε τον Πούσκιν και τον κάλεσε σε μονομαχία – πάει
να πει, τον παρέσυρε στο χιόνι και τον σκότωσε με μια σφαί ρα στην κοιλιά. Έτσι, στα τρία μου χρόνια, βεβαιώθηκα ότι ο
7
ποιητ ής είχε κοιλιά. Και αυτή η κοιλιά που υποσιτίζεται –αν
αναλογιστώ όλους τους ποιητές με τους οποίους κατά καιρούς συναντήθηκα– και όπου πυροβολήθηκε ο Πούσκιν με βασάνιζε
το ίδιο όσο και η ψυχή του. Με τη μονομαχία του Πούσκιν γεν
νήθηκε μέσα μου μια αδελφή ψυχή. Επιπλέον, θα έλεγα: η λέξη
κοιλιά είναι για μένα κάτι ιερό· ακόμη και το σύνηθες «Πονάει η κοιλιά μου» μου προξενεί ανατριχίλα και αυθόρμητη συμπό νια, που αποκλείει κάθε είδους χιούμορ. Με αυτό τον πυροβο λισμό όλους εμάς στην κοιλιά μάς πλήγωσαν.
Για την Γκοντσαρόβα 3, ούτε λόγος – έμαθα γι’ αυτήν όταν
πια μεγάλωσα. Ύστερα από τόσα χρόνια, ευγνωμονώ τη μητέ ρα μου για αυτή την αποσιώπηση. Το μικροαστικό δράμα απο κτούσε μεγαλείο μύθου. Και είναι αλήθεια: τρίτος σ’ αυτή τη μο νομαχία δεν χωρούσε. Υπήρχαν μονάχα δύο: ο μοναδικός και ο
οποιοσδήποτε. Τα αιώνια πρόσωπα στη λυρική ποίηση του Πού
σκιν: ο ποιητής και ο όχλος. O όχλος, με στολή δραγόνου αυτή τη φορά, σκότωσε τον ποιητή. Πρόσωπα σαν την Γκοντσαρό βα και τον Νικόλαο Α' 4 εύκολα βρίσκονται. *** – Όχι, όχι, το χωράει ο νους σου; έλεγε η μητέρα μου, χωρίς να
αντιλαμβάνεται τι σήμαινε αυτό το «ο νους σου». Θανάσιμα
τραυματισμένος, πεσμένος στο χιόνι, κι όμως δεν αρνήθηκε να απαντήσει στον πυροβολισμό. Σκόπευσε, πυροβόλησε και απέδωσε στον εαυτό του τα εύσημα. Εύγε! έλεγε με την ίδια
έξαψη με την οποία θα μπορούσε να πει, σαν καλή χριστιανή, «θανάσιμα τραυματισμένος, κι όμως συγχώρεσε τον αντίπαλό
του». Πέταξε το περίστροφο, τέντωσε το χέρι…, μετέφερε τον 8
Πούσκιν και όλους εμάς στη μακρινή γενέτειρά του, την Αφρι
κή5, τη χώρα του πάθους και της εκδίκησης, χωρίς να υποψιά ζεται βεβαίως τι είδους μάθημα –τουλάχιστον πάθους, αν όχι
εκδίκησης– έδινε σε ένα τετράχρονο και σχεδόν αγράμματο κοριτσάκι – εμένα.
Μαύρο με άσπρο, χωρίς ίχνος άλλου χρώματος, το υπνο
δωμάτιο της μητέρας· μαυρόασπρο το παράθυρο, και απέξω
το χιόνι με τις μαύρες λιμνούλες της αλέας και τα γυμνά χα μόδεντρα· μαυρόασπρος και ο πίνακας Η μονομαχία, όπου, πά
νω στο κατάλευκο χιόνι, συντελείται μια μαύρη πράξη: η αιώ
νια, σκοτεινή πράξη της δολοφονίας ενός ποιητή από τον όχλο.
O Πούσκιν ήταν ο πρώτος μου ποιητής, και τον πρώτο μου
ποιητή τον σκότωσαν.
Από τότε, ναι, από τότε που μπροστά στα μάτια μου, στον
πίνακα του Ναούμωφ, δολοφόνησαν τον Πούσκιν, τον δολοφο νούσαν καθημερινά, κάθε ώρα, χωρίς σταματημό, στα πρώ τα μου χρόνια, στην παιδική μου ηλικία, σε όλα μου τα νιάτα.
Έτσι, χώρισα τον κόσμο στα δύο: στον όχλο και στον ποιητή.
Διάλεξα τον ποιητή. Πήρα τον ποιητή υπό την προστασία μου· για να τον υπερασπιστώ απέναντι σε όλους τους άλλους, ό,τι ρούχα κι αν φοράνε αυτοί οι άλλοι, όπως κι αν ονομάζονται.
Τρεις ήταν οι πίνακες στο σπίτι μας στις τρεις λιμνούλες6:
στο σαλόνι, Η εμφάνιση του Χριστού στον λαό7, με το αιώνιο αίνιγ
μα εκείνου του Χριστού, του απόμακρου και συγχρόνως πλη σίον, του εντελώς προσιτού και μαζί ακατανόητα μικροσκοπι
κού· ο άλλος, πάνω από την εταζέρα με τις παρτιτούρες, στην τραπεζαρία, Οι Τάταροι – τυλιγμένοι στις λευκές τους κάπες,
με φόντο ένα πέτρινο σπίτι χωρίς παράθυρα, ανάμεσα σε λευ κούς πασσάλους, να σκοτώνουν τον Τάταρο αρχηγό (Η δολοφονία 9
του Καίσαρα8)· και, στο υπνοδωμάτιο της μητέρας, Η μονομαχία.
Δύο δολοφονίες και μία αποκάλυψη. Τρεις πίνακες τρομεροί, ακατανόητοι, απειλητικοί, και η βάπτιση, όπου συνωθούνται
στο ποτάμι γυμνοί άνθρωποι και παιδιά, μοναδικοί στη θέα, με γαμψή μύτη και μαύρους βοστρύχους, τόσοι που το νερό να
μη φαίνεται καθόλου, μια εικόνα όχι λιγότερο απειλητική από τις άλλες δύο, έτσι που και οι τρεις μαζί προετοίμαζαν υπέρο χα ένα παιδί εν όψει του τρομερού του βίου. *** O Πούσκιν ήταν νέγρος. Είχε μακριές και φαρδιές φαβορί τες (όπως μονάχα οι νέγροι και οι γέροι στρατηγοί). Τα μαλ
λιά του έτειναν προς τα πάνω, ενώ τα χείλη του προς τα έξω. Είχε μαύρα μάτια, όπως τα κουταβάκια, με μπλε ασπράδι – όντως μαύρα μάτια, παρόλο που τα πορτραίτα του τα θέλουν ανοιχτόχρωμα. Μαύρα – αφού ήταν νέγρος!
O Πούσκιν ήταν το ίδιο νέγρος με εκείνον στη στοά Aλεξά
ντρωφ, που στεκόταν δίπλα στην ακίνητη λευκή αρκούδα, κά τω από το αιώνια στεγνό σιντριβάνι, όπου πηγαίναμε με τη μη
τέρα μου να δούμε μήπως τυχόν και πετούσε. Τα σιντριβάνια δεν πετάνε (πώς θα το κατάφερναν άλλωστε;). Ρώσος ποιητής – νέγρος. Ο ποιητής – νέγρος. Και τον ποιητή τον σκότωσαν.
(Θεέ μου, τι σύμπτωση! Και ποιος ποιητής, από τους υπάρ
χοντες και τους υπήρξαντες, δεν είναι νέγρος; Και ποιον ποιη τή δεν σκότωσαν;)
Ωστόσο, πριν από τη Μονομαχία του Nαούμωφ, γιατί πριν από
κάθε ανάμνηση υπάρχει προ-ανάμνηση, πρόγονος-ανάμνηση,
προπάτωρ-ανάμνηση, όπως η εξωτερική σκάλα για τις πυρκα 10
γιές, από την οποία κατεβαίνεις με την πλάτη χωρίς να ξέρεις
αν υπάρχει κι άλλο σκαλοπάτι, το οποίο όμως πάντα βρίσκε ται στη θέση του, ή όπως ο ξάστερος ουρανός, όπου πίσω από
τα αστέρια ανακαλύπτεις όλο και καινούργια, απομακρυσμέ να και χαμένα στα ύψη τους αστεράκια, πριν από τη Μονομαχία του Nαούμωφ λοιπόν υπήρχε κι άλλος Πούσκιν, ένας Πούσκιν
όταν ακόμα δεν γνώριζα ότι ο Πούσκιν είναι ο Πούσκιν. O Πού σκιν όχι ως ανάμνηση αλλά ως κατάσταση, ο Πούσκιν –πάντα
και από πάντα– πριν από τη Μονομαχία του Nαούμωφ, υπήρξε η αφετηρία απ’ όπου, ανασηκώνοντας τους ώμους, όπως ο κο λυμβητής που διασχίζει ένα ποτάμι, αποκαλύφθηκε ένας μαύ ρος άνθρωπος, πιο ψηλός και πιο μαύρος απ’ όλους, με το κα πέλο στο χέρι και με το κεφάλι ελαφρά σκυμμένο.
Το άγαλμα του Πούσκιν δεν ήταν το άγαλμα του Πούσκιν
(πτώσις γενική), αλλά απλώς το Άγαλμα-Πούσκιν, σε μία λέ ξη, με το ίδιο ασύμβατες και αδιαχώριστες τις δύο έννοιες: του
αγάλματος και του Πούσκιν. Αυτό που αιώνια κάτω από τη βρο χή ή το χιόνι –ω, πώς έχω μπροστά στα μάτια μου εκείνους τους
γειρτούς από το βάρος του χιονιού ώμους, φορτωμένους όλο το ρωσικό χιόνι, εκείνους τους αφρικανικούς ώμους!–, στο χάρα μα ή στη θύελλα, πηγαίνοντας προς τα εκεί ή φεύγοντας, τρέ
χοντας ή απομακρυνόμενη, έβλεπα να στέκεται με το αιώνιο καπέλο στο χέρι και να ονομάζεται Άγαλμα-Πούσκιν.
Το Άγαλμα-Πούσκιν ήταν ο προορισμός και μαζί τα όρια του
περιπάτου. Από το Άγαλμα-Πούσκιν μέχρι το Άγαλμα-Πούσκιν.
Το Άγαλμα-Πούσκιν ήταν και ο τερματισμός του αγώνα δρόμου:
ποιος θα έφτανε πρώτος στο Άγαλμα-Πούσκιν. Μόνο η νταντά της Άσια9, καμιά φορά από αφέλεια, το συντόμευε, «Θα κα
θίσουμε μόλις φτάσουμε στον Πούσκιν», κάτι που αυτομάτως
11
προκαλούσε τη σχολαστική μου παρέμβαση: « Όχι στον Πού σκιν, αλλά στο Άγαλμα-Πούσκιν».
Το Άγαλμα-Πούσκιν έγινε το πρώτο μου μέτρο. Από την πύ
λη Nικίτσκυ μέχρι το Άγαλμα-Πούσκιν ένα βέρστι10, το αιώνιο βέρστι, αυτή η χιλιομετρική σημαδούρα του Πούσκιν: βέρστι στα «Δαιμόνια», βέρστι στον «Χειμωνιάτικο δρόμο»11, βέρστι σε όλη του τη ζωή, βέρστι και στις δικές μας παιδικές Ανθολογίες.
H σημαδούρα με τις φαρδιές λευκές ρίγες που ξεπηδούσε κάθε τόσο στους χωμάτινους δρόμους, ακατανόητη και αποδεκτή.
Το Άγαλμα-Πούσκιν ήταν το περιβάλλον. Ζωντανό στοιχείο
της παιδικής ηλικίας, όπως το πιάνο ή ο τροχονόμος που βλέ παμε από το παράθυρο και στεκόταν το ίδιο ακίνητος, μόνο πο
λύ πιο χαμηλά. Το Άγαλμα-Πούσκιν ήταν ο ένας από τους δύο
καθημερινούς –τρίτος δεν υπήρχε– περιπάτους. Στις Λιμνού
λες των Πατριαρχών ή στο Άγαλμα-Πούσκιν. Εγώ προτιμού σα το Άγαλμα-Πούσκιν, γιατί μου άρεσε, τρέχοντας προς αυ τό, να ανοίγω διάπλατα τη λευκή ζακετίτσα που μου είχε χα ρίσει ο παππούς, τόσο βίαια που καμιά φορά έσπαγα τα κου μπιά της, και, φτάνοντας εκεί, να κάνω αργά αργά τον γύρο.
Μετά σήκωνα ψηλά το κεφάλι και κοίταζα τον κατάμαυρο στο πρόσωπο και στα χέρια γίγαντα, που είχε στραμμένο το βλέμ μα του αλλού. Γίγας που δεν έμοιαζε με κανέναν και με τίπο τε στη ζωή μου. Kι ακόμη, μερικές φορές μού άρεσε να κάνω τον γύρο με το ένα πόδι, όπως όταν παίζουμε κουτσό. Και, παρ’
όλο τον λιπόσαρκο αδελφό μου, τον Αντριούσα12, και την έλλει
ψη βαρύτητας της Άσια, εγώ η χοντρούλα έτρεχα πιο γρήγορα. Ήταν ζήτημα τιμής για μένα να φτάσω πρώτη, κι ας πλάντα
ζα. Μου άρεσε που ειδικά το Άγαλμα-Πούσκιν ήταν η πρώτη μου νίκη στο τρέξιμο.
12