ΜΕΡΕΣ
ΔΙΧΩΣ ΤΕΛΟΣ
Η παρούσα μετάφραση πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Literature Ireland.
Τίτλος πρωτοτύπου: Days Without End © Sebastian Barry, 2016
© για την ελληνική έκδοση Εκδόσεις Ίκαρος, 2018 Μετάφραση από τα αγγλικά: Μαρία Αγγελίδου Επιμέλεια - Διόρθωση: Δημήτρης Παπακώστας
Σχεδιασμός - Εικονογράφηση εξωφύλλου: Χρήστος Κούρτογλου Στοιχειοθεσία - Σελιδοποίηση: Ευτυχία Λιάπη Εκτύπωση: Μητρόπολις Α.Ε.
Βιβλιοδεσία: Ηλ. Μπουντάς - Π. Βασιλειάδης Ο.Ε. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με τον ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, της σελιδοποίησης, του
εξωφύλλου και γενικότερα όλης της αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν.2121/1993.
Πρώτη έκδοση: Ιούλιος 2018 ISBN 978-960-572-241-8
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ • ΒΟΥΛΗΣ 4, 105 62 ΑΘΗΝΑ • Τ: 210 3225152 • www.ikarosbooks.gr
Sebastian Barry
ΜΕΡΕΣ ΔΙΧΩΣ ΤΕΛΟΣ Μετάφραση
Μαρία Αγγελίδου
ΙΚΑΡΟΣ
Για το γιο μου Τόμπι
Είδα έναν οδοιπόρο κουρασμένο, ταλαίπωρο, κουρελιασμένο.
John Β. Matthias
1
Το νεκροστόλισμα των σκοτωμένων στο Μιζούρι είχε δουλίτσα.
Λες και τους ετοίμαζαν τους κακομοίρηδες τους χαμένους ιπ-
πείς μας για το γάμο τους κι όχι για το λάκκο. Οι στολές τους, βουρτσισμένες με φωτιστικό πετρέλαιο, έλαμπαν όπως δεν εί-
χαν λάμψει ποτέ όσο τις φορούσαν ζωντανοί ακόμα. Τα μούτρα τους ξυρισμένα γυαλί, σαν να μην άντεχε ο νεκροθάφτης τρίχα για τρίχα. Τον Γουότσορν δεν τον κατάλαβαν ούτε οι φίλοι
του χωρίς τις περίφημες φαβορίτες του. Έτσι κι αλλιώς ο Θάνατος παίρνει το πρόσωπό σου και το κάνει ξένο. Οι κάσες τους,
εντάξει, πιο φτηνές δεν γινόντουσαν· αλλά δεν ήταν αυτό το
θέμα. Σήκωνες το φέρετρο στα χέρια και το κουφάρι με το βάρος του τον βούλιαζε τον πάτο. Τόσο λεπτό ήταν κομμένο το ξύλο στο πριονιστήριο, που οι φέτες έμοιαζαν φρυγανιές πιο πολύ παρά σανίδες. Αλλά τα σκοτωμένα παιδιά δεκάρα δεν δίνουν για τέτοια πράματα. Το θέμα ήταν ότι κι εμείς χαιρόμασταν που τους βλέπαμε έτσι περιποιημένους και καλοντυμένους, στο τέλος τέλος.
Μιλάω τώρα για τότε που τέλειωνε η πρώτη μου θητεία στο
αλισβερίσι του πολέμου. Σίγουρα το 1851 ήταν. Μόλις είχε σβή11
σει η δροσιά της νιότης απ’ τα μάγουλά μου όταν παρουσιάστηκα εθελοντής στα δεκαεφτά μου χρόνια. Στο Μιζούρι. Αν είχες δυο πόδια και δυο χέρια, σε παίρνανε. Και μονόφθαλμος
να ’σουνα, πάλι μπορεί να σε παίρνανε. Το πιο άθλιο απ’ όλα τ’ άθλια μεροκάματα στην Αμερική ήταν το μεροκάματο του
στρατού. Και σε ταΐζανε φαΐ ακόμα πιο άθλιο, ώσπου έφτανε να βρομάει ακόμα και το σκατό σου. Πήγαινες, όμως, κι έλεγες κι ευχαριστώ· γιατί στην Αμερική τότε, αν δεν δούλευες, να βγάζεις έστω αυτά τα λίγα δολάρια, ψοφούσες της πείνας –
αυτό το μάθημα το είχα μάθει καλά. Κι εγώ την πείνα δεν την άντεχα, δεν μπορούσα πια να την αντέξω.
Πάντως η δουλειά στο ιππικό αρέσει σε πολλούς, πιστέψ-
τε με – κι ας πληρώνεται πενταροδεκάρες. Πρώτον, έχεις άλογο. Μπορεί να ’ναι κάνα ψοφίμι, με αρθριτικά, να σέρνεται
απ’ τους κολικούς, να ’χει πετάξει καμιά κήλη στο λαιμό, μπάλα ολόκληρη· μα είναι άλογο. Δεύτερον, έχεις στολή. Μπορεί
κι αυτή να ’χει τα προβληματάκια της, κυρίως στις ραφές· αλλά είναι στολή. Γκριζογάλανη σαν κρεατόμυγα.
Τ’ ορκίζομαι στο Θεό: ήταν καλή η ζωή στο στρατό. Ξεκίνη-
σα δεκαεφτά χρονών πάνω κάτω, δεν το ξέρω με σιγουριά. Δεν θα πω ότι τα χρόνια πριν από το στρατό ήταν εύκολα για μένα. Αλλ’ από τον πολύ χορό το κορμί μου ήταν όλο δύναμη και νεύρο. Δεν κατηγορώ τους πελάτες μου, για καλό το λέω. Άμα δίνεις το ωραίο σου δολάριο για να χορέψεις ένα τραγουδάκι, ε, δυο-τρεις καλές βόλτες στην πίστα τις θέλεις, έτσι είναι.
Ναι, το λέω και το καυχιέμαι: ο στρατός με πήρε. Και, δόξα
τω Θεώ, πήρε και τον Τζον Κόουλ, που ήταν ο πρώτος μου φί-
λος στην Αμερική – το ίδιο και στο στρατό. Κι ο τελευταίος μου φίλος, εδώ που τα λέμε. Ήταν μαζί μου σ’ ολόκληρη σχεδόν αυ12
τή την απίστευτη περιπέτεια, την απίστευτη ζωή των Γιάνκη-
δων, πράγμα καλό, όπως κι αν το δεις. Δεν ήταν πιο μεγάλος από μένα, όμως ακόμα και στα δεκάξι έδειχνε άντρας σωστός. Όταν τον πρωτοείδα, στα δεκατέσσερα, δεν ήταν έτσι. Το ’πε και το αφεντικό του σαλούν. Μάγκες, πάει, τέλειωσε· δεν είσαστε παιδιά πια. Έτσι είπε. Σκούρο μούτρο, μαύρα μάτια, ιν-
διάνικα τα λέγανε τότε. Μάτια που έλαμπαν. Οι μεγαλύτεροι στο τάγμα λέγανε πως οι Ινδιάνοι ήταν σκέτη κακία, κακόψυ-
χοι και σκληροί κι άκαρδοι, που μόνο να σε σκοτώσουνε θέλουν. Πως τους Ινδιάνους έπρεπε να τους αφανίσουμε από το πρόσωπο της γης, αυτό ήταν το καλύτερο που είχαμε να κάνουμε.
Στους στρατιώτες αρέσουνε τα μεγάλα λόγια. Το θάρρος τους ολόκληρο σχεδόν από μεγάλα λόγια είναι φτιαγμένο, έλεγε ο Τζον Κόουλ, που είχε μυαλό και καταλάβαινε.
Ο Τζον Κόουλ κι εγώ παρουσιαστήκαμε μαζί, βέβαια, στη
στρατολογία. Ή θα μας έπαιρναν και τους δυο ή κανέναν· σαν
να πηγαίναμε πακέτο. Τίποτα δεν είχαμε, ξεβράκωτοι κι οι δυο. Ολόιδιοι, σαν δίδυμοι. Όταν αφήσαμε τη δουλειά στο σαλούν,
δεν φύγαμε με φουστάνια. Όποιος μας έβλεπε, για ζητιάνους θα μας περνούσε. Εκείνος ήταν γεννημένος στη Νέα Αγγλία,
όπου το χωράφι του πατέρα του είχε πια ξεζουμιστεί εντελώς.
Ο Τζον Κόουλ έφυγε και πήρε το δρόμο μόλις πάτησε τα δώδεκα. Με την πρώτη ματιά που του ’ριξα… φιλαράκι, σκέφτηκα.
Και ήτανε. Μου φάνηκε ομορφόπαιδο, κι ας τον θέριζε κι αυτόν η πείνα. Έκανα τη γνωριμία του κάτω από κάτι θάμνους
στο αναθεματισμένο Μιζούρι. Κι αν έτυχε να βρεθούμε κάτω από τους θάμνους, αυτό έγινε επειδή είχαν ανοίξει οι ουρανοί
κι έριχνε καρεκλοπόδαρα. Στη μέση του πουθενά, στα βαλτο-
τόπια, πέρα από το Σεντ Λούις. Ούτε παπί δεν περίμενες να 13
συναντήσεις εκεί πέρα, όχι άνθρωπο. Είχαν ανοίξει οι ουρα-
νοί. Τρυπώνω λοιπόν κάτω από τους θάμνους, και ξαφνικά νά
τον. Αν δεν έπιανε μπόρα, μπορεί και να μη συναντιόμασταν ποτέ. Έτσι συναντηθήκαμε, και μετά… φίλοι μια ζωή. Παράξενη και μοιραία συνάντηση, ε; Αλλά πρώτη του κίνηση, τράβηξε μαχαίρι, ένα μικρό κοφτερό μαχαίρι φτιαγμένο από σπασμένη λάμα. Κι είχε σκοπό να μου το χώσει αν έκανα να του ριχτώ. Ένα παιδί δεκατριών χρονών, μουλωχτό και στην τσίτα. Τέλος πάντων. Κάτω από τα θάμνα που σας είπα, πιάσαμε κουβέντα και μου ’πε ότι η προγιαγιά του ήταν Ινδιάνα, κι οι δικοί
της είχαν ξεκληριστεί απ’ τ’ ανατολικά εδώ και πολύν καιρό. Τώρα ζούσαν στη γη των Ινδιάνων. Δεν τους είχε συναντήσει
ποτέ του. Δεν ξέρω γιατί μου τα ’πε έτσι με την πρώτη όλ’ αυ-
τά, μάλλον επειδή ήμουνα από την αρχή φιλικός μαζί του, και ίσως σκέφτηκε ότι θα την έχανε τη φιλία μου αν δεν μου φανέρωνε αμέσως τα κουσούρια του. Λοιπόν. Του ’πα να μην το
βλέπει έτσι. Του ’πα ότι κι εγώ παιδί φτωχών ταλαίπωρων από το Σλάιγκο ήμουνα. Όχι, ούτ’ εμείς οι ΜακΝάλτι είχαμε πολλά να κοκορευόμαστε.
Από σέβας ίσως για την ευαίσθητη ψυχή του Τζον Κόουλ,
λέω να κάνω ένα σάλτο και να τιναχτώ μπροστά, να μην εξιστορήσω τα πρώτα μας χρόνια. Αλλά μπορεί και να τ’ αναγνωρίζει κι αυτός ότι τα χρόνια εκείνα ήταν σπουδαία με τον τρό-
πο τους. Ούτ’ εγώ άλλωστε μπορώ να πω ότι ήταν ιδιαίτερα ντροπιαστικά ή δύσκολα. Ήταν ντροπιαστικά; Δεν νομίζω. Ας
πούμε πως ήταν οι μέρες οι χορευτικές μας. Γιατί όχι. Στο κάτω κάτω δεν ήμασταν παρά παιδιά, που πάλευαν να επιβιώσουν σ’ επικίνδυνο τόπο. Κι επιβιώσαμε, όπως βλέπετε· αφού είμ’ εδώ και σας λέω την ιστορία. Μετά που συναντηθήκαμε
14
κάτω από έναν ανώνυμο θάμνο, μας φάνηκε φυσικό και λογικό να ενώσουμε τις δυνάμεις μας στην προσπάθεια της συνε-
χιζόμενης επιβίωσης. Έτσι έγινε κι ο ανήλικος Τζον Κόουλ κι εγώ αρχίσαμε να περπατάμε μαζί στο λασπωμένο δρόμο, βαδίζοντας ο ένας πλάι στον άλλο. Και μαζί φτάσαμε στην επόμενη κωμόπολη εκείνης της περιοχής των συνόρων, όπου εκατοντάδες άξεστοι άντρες δούλευαν στα ορυχεία και μισή ντουζίνα σαλούν είχαν στηθεί δεξιά κι αριστερά στον κεντρικό λασπόδρομο, για να τους πουλάνε διασκέδαση.
Ιδέα δεν είχαμε τότε απ’ αυτά. Ο Τζον Κόουλ ήταν ένα χα-
μίνι μισή μερίδα, όπως προσπάθησα να τον περιγράψω – με τα μαύρα του μάτια βαθιά σαν ποτάμι, και το λιγνό του μούτρο
κοφτερό και σουβλερό σαν των κυνηγιάρικων σκυλιών. Εγώ… μικρός ήμουνα κι εγώ τότε. Πρέπει να ’μουνα δεκαπέντε χρονών, μετά τις ιρλανδέζικες, τις καναδέζικες και τις αμερικάνι-
κες περιπέτειές μου· μα δεν έδειχνα μεγαλύτερος από κείνον. Και πώς ήταν το πρόσωπό μου δεν ήξερα. Τα παιδιά μπορεί
με τη φαντασία τους να είναι λεβέντες και ήρωες, αλλά στην πραγματικότητα να είν’ ένα τίποτα.
Δεν αντέχαμε άλλο στο δρόμο. Καλύτερα να ’μαστε δύο μα-
ζί, είπε.
Και σκεφτήκαμε να πιάσουμε δουλειά, να καθαρίζουμε βό-
θρους, να κάνουμε όποια δουλειά δεν καταδέχεται ο καθωσπρέπει κόσμος. Δεν ξέραμε και πολλά για τους μεγάλους. Για τίποτα δεν ξέραμε πολλά. Ήμασταν πρόθυμοι για όλα, για ό,τι κι αν ήταν· νιώθαμε μάλιστα κι ενθουσιασμένοι γι’ αυτό. Έτοι-
μοι να κατεβούμε στους υπονόμους και να φτυαρίζουμε σκατά. Θα δεχόμασταν ακόμα και φονιάδες να γίνουμε, αν μπο-
ρούσαμε να ’μαστε σίγουροι ότι δεν θα μας έπιαναν και δεν 15
θα μας τιμωρούσαν. Δεν ξέραμε. Δεν ήμασταν παρά δυο ανθρώπινα ροκανίδια μέσα σ’ έναν κόσμο σκληρό και άγριο. Πιστεύαμε πως δυο μπουκιές φαΐ υπήρχαν κάπου και για μας,
αν ψάχναμε θα τις βρίσκαμε. Ο επουράνιος άρτος, έτσι το ’λεγε ο Τζον Κόουλ, επειδή χάνοντας τον πατέρα του πήγαινε συχνά σ’ αυτά τα μέρη όπου μοιράζουνε προσευχές και ξεροκόμματα σε ίσες δόσεις.
Δεν υπήρχαν και πολλά τέτοια μέρη στο Ντάγκσβιλ. Δεν
υπήρχε κανένα. Το Ντάγκσβιλ ήταν όλο σαματά, λασπωμένα
άλογα, πόρτες που βροντούσαν, φωνές παράξενες. Και ήρθε η
ώρα, σε τούτη την αυτοβιογραφική μου απόπειρα, να σας ομολογήσω πως δεν φορούσα παρά ένα τσουβάλι από στάρι, δε-
μένο στη μέση μου. Ίσα ίσα που περνούσε για ρούχο δηλαδή. Ο Τζον Κόουλ ήταν καλύτερος από μένα: φορούσε ένα περίερ-
γο παλιό μαύρο κοστούμι, τριακοσίων χρονών πρέπει να ’τανε, αν έκρινε κανείς από τις τρύπες του. Ακόμα κι από τον καβάλο
έπαιρνε αέρα, απ’ όσο μπορούσα να δω. Άμα ήθελες, έχωνες
το χέρι σου να πασπατέψεις τ’ αχαμνά του· γι’ αυτό και τα μά-
τια σου πάσχιζαν να καρφωθούνε αλλού. Εγώ είχα βρει το κόλπο: κοίταζα μ’ επιμονή το πρόσωπό του, πράγμα που δεν ήταν
κι αγγαρεία, εδώ που τα λέμε, είχε όμορφο πρόσωπο. Και ξαφ-
νικά βλέπουμε ένα κτήριο ολοκαίνουργιο, όλο φρεσκοκομμένο ξύλο, τα καρφιά στα σανίδια του γυάλιζαν ακόμη από τις σφυ-
ριές. Σαλούν έγραφε μια πινακίδα. Αυτό μόνο. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Κι αποκάτω, σε μια μικρότερη ταμπέλα κρεμασμένη με σπάγκο, Ζητούνται αγόρια καθαρά.
Γιά δες, λέει τότε ο Τζον Κόουλ, που δεν είχε τη δική μου μόρ-
φωση, αλλά δεν ήταν κι αμόρφωτος εντελώς. Γιά δες, μά την αγάπη της μάνας μου. Τα μισά προσόντα που γυρεύει, τα ’χουμε. 16
Μέσα ήταν πολύ ωραία: είχε στους τοίχους καλό σκούρο ξύ-
λο απ’ το πάτωμα ως το ταβάνι και μια μπάρα μαύρη και γυαλιστερή, σαν να ’τανε φτιαγμένη από πηχτό σκούρο λάδι. Νιώ-
σαμε σαν ψείρες σε δαντελένιο κοριτσίστικο σκουφάκι. Ξένοι. Ήταν από κείνες τις εικόνες της υπέροχης αμερικάνικης ζωής
που καλύτερα να τις κοιτάς παρά να είσαι μέσα τους. Και πίσω από την μπάρα ένας άντρας μ’ ένα πετσί στο χέρι γυάλιζε με ύφος φιλοσοφημένο μια επιφάνεια που δεν χρειαζόταν γυάλισμα. Το μάντευες με την πρώτη πως το μαγαζί μόλις είχε ανοίξει. Ένας μαραγκός αποτέλειωνε τη σκάλα που ανέβαινε στις απάνω κάμαρες, στερεώνοντας το τελευταίο κομμάτι απ’ τα
κάγκελα. Ο μπάρμαν είχε τα μάτια του κλειστά, αλλιώς θα μας
είχε δει. Θα μας είχε πετάξει κιόλας έξω, με τις κλοτσιές. Και νά, ανοίγει τα μάτια, κι αντί να τιναχτεί πίσω και να μας αρχίσει στις φωνές, όπως περιμέναμε, αυτός ο έξυπνος άνθρω-
πος χαμογελάει – και δείχνει ευχαριστημένος που μας βλέπει.
Ψάχνετε καθαρά αγόρια; λέει ο Τζον Κόουλ, κι ακούγεται
μια ιδέα θυμωμένος, έτοιμος σχεδόν ν’ αρπαχτεί. Είστε καλοδεχούμενοι, λέει ο άντρας. Αλήθεια; ρωτάει ο Τζον Κόουλ.
Καλοδεχούμενοι. Είσαστε ό,τι πρέπει, ειδικά ο μικρός, λ έει
ο άντρας. Κι εννοούσε εμένα. Όμως αμέσως, σαν να φοβήθηκε μην προσβληθεί ο Τζον Κόουλ και φύγει: Αλλά κι εσύ μια χαρά κάνεις, λέει. Πληρώνω πενήντα σεντς τη βραδιά, πενήντα
σεντς ο καθένας. Κι ό,τι πιείτε, κερασμένο, αν το σηκώνετε το ποτό. Μπορείτε να κοιμόσαστε στο στάβλο, εδώ πίσω, ναι, ναι, θα ’χετε τη ζέστη σας και τη βολή σας. Αν μείνω ευχαριστημένος από τη δουλειά σας, δηλαδή.
Τι είναι η δουλειά; ρωτάει υποψιασμένος ο Τζον Κόουλ. 17
Η πιο εύκολη δουλειά του κόσμου, λέει ο μπάρμαν. Δηλαδή;
Δηλαδή, θα χορεύετε. Αυτό μόνο θα κάνετε. Θα χορεύε-
τε μόνο.
Δεν είμαστε χορευτές εμείς, λέει ο Τζον, λιγάκι ξαφνιασμέ-
νος και πολύ απογοητευμένος.
Δεν χρειάζεται να ’σαστε χορευτές όπως τους γράφει το λε-
ξικό, λέει ο άντρας. Δεν θέλω να τινάζετε ψηλά τα πόδια σας ή να κάνετε δύσκολες φιγούρες.
Μάλιστα, λέει ο Τζον, σαστισμένος πια εντελώς. Αλλά τα
ρούχα μας δεν κάνουνε για χορό, αυτό είναι σίγουρο, λέει δείχνοντας το δικό του χάλι.
Μην ανησυχείτε, θα σας δώσω εγώ, θα σας δώσω εγώ, απα-
ντάει ο μπάρμαν.
Ο μαραγκός είχε σταματήσει τη δουλειά, είχε καθίσει στα
σκαλιά και χαμογελούσε. Χαμογελούσε ίσαμε τ’ αυτιά.
Ελάτε μαζί μου, κύριοι, λέει ο μπάρμαν, που μάλλον ήταν
κι ο ιδιοκτήτης του σαλούν, έτσι άνετος και σίγουρος που έδειχνε. Ελάτε μαζί μου και θα σας δείξω τα ρούχα της δουλειάς σας.
Διασχίζει το ολοκαίνουργιό του πάτωμα, οι μπότες του πέ-
φτουν σαν σφυριές στα σανίδια, ανοίγει την πόρτα του γραφείου του. Είχε ταμπελίτσα στην πόρτα, Γραφείο, κι έτσι το κατα-
λάβαμε. Ελάτε, παιδιά, περάστε, λέει κρατώντας την πόρτα ανοιχτή να περάσουμε. Έχω τρόπους εγώ, λέει. Κι ελπίζω να
’χετε κι εσείς. Γιατί ακόμα κι οι πιο άξεστοι μεταλλωρύχοι τούς εκτιμούν τους καλούς τρόπους, τους εκτιμούν και με το παραπάνω.
Μπαίνουμε λοιπόν μέσα με τα μάτια μας δεκατέσσερα. Κι
18
έχει πράγματι ρούχα εκεί μέσα, σειρά ολόκληρη, σαν μια σειρά γυναίκες κρεμασμένες. Γιατί είναι γυναικεία ρούχα. Άλλο τίποτα δεν είχε εκεί μέσα – και κοιτάξαμε καλά, πολύ καλά.
Ο χορός αρχίζει στις οχτώ ακριβώς, λέει. Διαλέξτε ό,τι θέλετε.
Πενήντα σεντς ο καθένας. Κι ό,τι σας δίνουν στο χέρι, δικό σας.
Μα, κύριε, λέει ο Τζον Κόουλ σαν να μιλάει σε κανέναν κα-
κομοίρη χαζό. Δεν είμαστε γυναίκες. Δεν μας βλέπετε; Εγώ είμαι αγόρι. Το ίδιο κι ο Τόμας.
Όχι, δεν είσαστε γυναίκες, το βλέπω. Το είδα από την πρώ-
τη στιγμή που μπήκατε. Μια χαρά αγόρια είσαστε. Το γράφει και η πινακίδα: αγόρια ζητάω. Ευχαρίστως θα ’παιρνα γυναίκες
στη δουλειά, αλλά γυναίκες στο Ντάγκσβιλ δεν έχουμε. Μόνο
η γυναίκα αυτού που έχει το μαγαζί και η μικρή κόρη του σταβλίτη. Οι άλλοι όλοι είναι άντρες. Όμως άντρες χωρίς γυναίκες… στενάχωρο πράγμα. Κάτι σαν λύπη τρυπώνει στις καρδιές τους. Αυτή τη λύπη σκοπεύω να τη διώξω, βγάζοντας και
λίγα δολάρια ταυτόχρονα. Μάλιστα, κύριοι, έτσι είν’ εδώ στην
Αμερική. Την ψευδαίσθηση θέλουν μονάχα, την ψευδαίσθηση του αδύναμου φύλου. Κι εσείς θα είσαστε αυτή η ψευδαίσθηση, αν δεχτείτε τη δουλειά. Μόνο χορός είναι. Ούτε φιλιά, ούτε πασπατέματα, ούτε πιασίματα, ούτε τίποτα. Όχι, όχι, χο-
ρός μόνο, σκέτος χορός. Όλο ευγένεια και κομψότητα. Δεν θα το πιστεύετε πόσο κομψά, πόσο ευγενικά χορεύουν οι άξεστοι
σκαφτιάδες. Θα σας πάρουν τα δάκρυα όταν τους δείτε. Άσε που είσαστε κι όμορφοι με τον τρόπο σας, ειδικά ο μικρός, δεν
πειράζει που το λέω. Αλλά κι εσύ μια χαρά κάνεις, μια χαρά κάνεις για τη δουλειά, λέει για να μην πληγώσει την ολοκαίνουργια επαγγελματική υπερηφάνεια του Τζον Κόουλ. Και μετά ανασηκώνει το ένα του φρύδι, σαν να περιμένει απάντηση.
19
Ο Τζον Κόουλ με κοιτάει. Δεν έχω αντίρρηση. Απ’ το να ψο-
φάω της πείνας ντυμένος μ’ ένα τσουβάλι. Σύμφωνοι, λέει.
Θα σας ετοιμάσω μια σκάφη στο στάβλο. Θα σας δώσω σα-
πούνι. Θα σας δώσω κι εσώρουχα, muy importante τα εσώρουχα. Τα ’χω φέρει από το Σεντ Λούις. Θα σας έρχονται κουτί, παιδιά,
όπως σας βλέπω, θα σας έρχονται κουτί. Και μετά από δυο-τρία ποτηράκια, κανείς δεν θα πει όχι. Αρχίζει σήμερα νέα εποχή στην ιστορία του Ντάγκσβιλ. Οι άντρες οι μόνοι τους θα ’χουν
πια κορίτσια να χορεύουν μαζί τους. Κι όλα όμορφα κι ωραία, όμορφα κι ωραία.
Βγαίνουμε λοιπόν από το γραφείο κι ανασηκώνουμε τους
ώμους, σαν να λέμε: είναι τρελός ο κόσμος, αλλά έχει και τα
τυχερά του πότε πότε. Πενήντα σεντς, πενήντα ο καθένας. Πόσες φορές πριν κοιμηθούμε, σε πόσους στρατώνες όταν ήμα-
σταν στο ιππικό, ή έξω στο ύπαιθρο, σ’ ερημικές πλαγιές, δεν το ’παμε και το ξανάπαμε αυτό, ο Τζον κι εγώ – και κάθε φορά γελούσαμε. Πενήντα σεντς. Ο καθένας.
Εκείνη τη νύχτα πάντως, στη χαμένη ιστορία του κόσμου,
ο κύριος Τάιτους Νουν, αυτό ήταν τ’ όνομά του, μας βοήθησε
να φορέσουμε τα φουστάνια μας με αρρενωπή διακριτικότητα. Αυτό το παραδέχομαι: ήξερε από κουμπιά, από κορδελάκια
και τέτοια. Μέχρι που σκέφτηκε και μας έβαλε και δυο σταγόνες άρωμα. Τόσο καθαρός είχα να νιώσω τρία χρόνια τουλάχιστον. Μπορεί και παραπάνω. Τόσο πεντακάθαρος μπορεί και
να μην ήμουνα ποτέ πριν. Οι φτωχοί αγρότες στην Ιρλανδία δεν το ’χουνε το μπάνιο στα καθημερινά τους. Όταν δεν έχεις ψωμί να φας, το πρώτο πράγμα που χάνεται είναι η πάστρα.
Το σαλούν γέμισε γρήγορα. Ο κύριος Νουν είχε κολλήσει χαρ-
20
τιά σ’ όλη την πόλη. Κι οι πελάτες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα. Εγώ κι ο Τζον Κόουλ καθόμασταν σε δυο καρέκλες, βαλμένες μπροστά σ’ έναν τοίχο. Σαν δυο κορίτσια από καλή οικο-
γένεια, φρόνιμα, ήσυχα, ευγενικά. Δεν κοιτάζαμε καν τους πελάτες, κοιτάζαμε ίσια μπροστά. Δεν είχαμε δει φρόνιμα καλά κορίτσια στη ζωή μας. Αλλά μας ήρθε έμπνευση. Εγώ φορούσα ξανθιά περούκα κι ο Τζον κοκκινομάλλικη. Από το λαιμό και πάνω θα πρέπει να μοιάζαμε με σημαία κι εγώ δεν ξέρω
ποιας χώρας, έτσι όπως καθόμασταν εκεί. Ο κύριος Νουν είχε φροντίσει να παραγεμίσει τα μπούστα των φουστανιών μας με
μπαμπάκι. Όλα στην εντέλεια. Μόνο που ήμασταν ξυπόλυτοι, στο Σεντ Λούις είχε ξεχάσει να πάρει παπούτσια. Θα ’φερνε αργότερα. Μας είπε να προσέχουμε μη μας πατήσουν. Του είπαμε ότι θα προσέχαμε. Είναι περίεργο το πόσο άλλαξαν ξαφνικά όλα μόλις φορέσαμε αυτά τα φουστάνια. Ποτέ πριν δεν είχα νιώσει τόση ευχαρίστηση στη ζωή μου. Όλα τα βάσανα, όλες
οι αγωνίες μου γίνανε καπνός. Από τη μια στιγμή στην άλλη έγινα άλλος άνθρωπος. Άλλο παιδί, καινούργιο – καινούργιο
κορίτσι. Λες κι ελευθερώθηκα, σαν τους δούλους που με τον πόλεμο έγιναν ελεύθεροι. Ένιωσα έτοιμος για όλα. Ένιωσα λε-
πτός, όμορφος, δυνατός. Τέλειος. Αυτή είναι η αλήθεια. Δεν ξέρω πώς το πήρε ο Τζον Κόουλ, δεν μου είπε ποτέ. Α, δεν μπορούσες να μην τον αγαπήσεις τον Τζον Κόουλ – για όσα διάλεγε να μην πει ποτέ του. Έλεγε ένα σωρό πράματα – σωστά και
χρήσιμα. Αλλά ποτέ δεν μίλησε ενάντια σ’ εκείνη τη δουλειά,
ούτε κι όταν δυσκόλεψε για μας. Ήμασταν τα πρώτα κορίτσια στο Ντάγκσβιλ. Και δεν ήμασταν τα χειρότερα.
Όλοι το ξέρουνε πως οι μεταλλωρύχοι δεν είναι όλοι ίδιοι.
Φτάνουν σ’ ένα μέρος, το ’χω δει χιλιάδες φορές, και το γδέρ21
νουν από την ομορφιά του, γεμίζουν μαύρη βρόμα τα ποτάμια του, τα δέντρα του ζαρώνουν σαν κοπελίτσες που τις έχεις προσβάλει. Άξεστοι και πρόστυχοι στο φαγητό, στο ουίσκι, στο γλέντι τους. Κι άμα λάχει να ’σαι νεαρή Ινδιάνα, ε, τότε είναι άξεστοι και πρόστυχοι μαζί σου μ’ όλους τους τρόπους που μπορεί
να βάλει ο νους. Στα χωριά με τ’ αντίσκηνα πάνε και κάνουν σημεία και τέρατα. Είναι οι χειρότεροι βιαστές που υπάρχουν
– κάποιοι απ’ αυτούς. Γιατί μερικοί ήταν δάσκαλοι, καθηγητάδες σε πιο πολιτισμένα μέρη, παπάδες διωγμένοι ή χρεοκοπημένοι μαγαζάτορες, που τους παράτησαν οι γυναίκες τους
σαν άχρηστα παλιοπράματα. Ψυχές κάθε λογής και κάθε κα-
τηγορίας, όπως θα ’λεγε (κι όπως θα πει) αυτός που ζυγίζει την
ποιότητα της σοδειάς. Όλοι τους όμως ήρθαν εκείνο το βράδυ
στο σαλούν του Νουν – κι όλ’ αυτά άλλαξαν, άλλαξαν τελείως. Γιατί ήμασταν όμορφα κορίτσια και μας χαρίσανε τις καρδιές τους. Έτσι κι αλλιώς, ο μίστερ Νουν στεκότανε πίσω από την
μπάρα με μια καραμπίνα έτοιμη μπροστά του – βαλμένη έτσι που να τη βλέπουν όλοι. Δεν φαντάζεστε τι περιθώριο αφήνει
ο νόμος της Αμερικής σ’ έναν ιδιοκτήτη σαλούν – περιθώριο να σκοτώνει μεταλλωρύχους, θέλω να πω. Ε, μεγάλο περιθώριο.
Ίσως ήμασταν σαν αναμνήσεις από αλλού. Ίσως ήμασταν
τα κορίτσια της νιότης τους, οι πρώτες τους αγάπες. Θεέ μου, ήταν τόση η πάστρα κι η ομορφιά μας, που μακάρι να μπορούσα κι εγώ να με συναντήσω. Για κάποιους μπορεί και να ’μα-
σταν οι πρώτες τους αγάπες. Δύο χρόνια χορεύαμε μαζί τους
κάθε βράδυ και ποτέ κανένας δεν άπλωσε χέρι άπρεπο ή βαρύ. Αυτό είναι σίγουρο. Θα ήταν ίσως πιο διασκεδαστικό αν έλε-
γα ότι έτριβαν πάνω μας τ’ αχαμνά τους, ότι πάσχιζαν να μας ανοίξουν τα χείλια με τη γλώσσα τους, ότι άπλωναν τα ροζια22
σμένα χέρια τους και χούφτωναν τα ψεύτικα στήθια μας. Αλλά όχι. Στο σαλούν μέσα ήταν οι τζέντλεμαν της μεθορίου. Σωριάζονταν αναίσθητοι από το ουίσκι τις μικρές ώρες, μούγκριζαν φάλτσα τραγούδια, μερικές φορές πυροβολούσαν κιόλας ο
ένας τον άλλο εκεί που έπαιζαν χαρτιά, αρπάζονταν και τσακώνονταν με σιδερένιες γροθιές. Μα όταν ερχόταν η ώρα του χορού, ήταν πιο ευγενικοί κι από τους Ντ’ Αρτανιάν των παλιών
ρομάντζων. Χοντρές γουρουνίσιες κοιλιές ρουφιούνταν ξαφνικά θυμίζοντας άλλα, πιο καλοκαμωμένα ζώα. Οι άντρες ξυρίζονταν για να χορέψουν μαζί μας, πλένονταν, φορούσαν τα καλά τους. Αλήθεια. Τον Τζον τον έλεγαν Τζοάνα. Εμένα Τομαζίνα. Και χορεύαμε. Χορεύαμε συνέχεια. Στροβιλιζόμασταν όλη νύχτα. Γιατί μάθαμε χορό. Και χορεύαμε καλά. Χορεύαμε το
βαλς, αργό και γρήγορο. Δεν υπήρχαν καλύτερες ντάμες από
μας στο Ντάγκσβιλ. Πιο κούκλες. Πιο καθαρές. Στροβιλιζόμα-
σταν με τα φουστάνια μας, και η συμβία του κυρίου Κάρμοντι, του εμπόρου, η κυρία Κάρμοντι, που ήταν μοδίστρα, μας μάκραινε τον ποδόγυρο κάθε μήνα. Μπορεί να ’ναι λάθος να τα-
ΐζει κανείς ζητιάνους κι αλήτες, αλλά εμείς δεν παχαίναμε – ψηλώναμε. Αλλάζαμε. Εξακολουθούσαμε όμως να είμαστε τα κορίτσια που ήμασταν στα μάτια της πελατείας μας. Μας παί-
νευαν, μιλούσαν για μας με τα καλύτερα λόγια, κι έρχονταν άντρες από μίλια μακριά να μας δουν και να γραφτούν στη λί-
στα για να χορέψουν μαζί μας. «Δεσποινίς, θα μου κάνετε την τιμή; Θα μου χαρίσετε ένα χορό;» «Βεβαίως, κύριε. Έχω ένα
δεκάλεπτο ελεύθερο στις δώδεκα παρά τέταρτο, αν θέλετε». «Σας είμαι υπόχρεος». Πού είχαν ξανακούσει τέτοια λόγια δυο
χαμίνια σαν εμάς, δυο αλητάκια του δρόμου. Ζητούσαν το χέρι μας σε γάμο, μας πρόσφεραν άμαξες και άλογα αν δεχόμασταν 23
να πάμε με τον τάδε ή με τον δείνα, μας χάριζαν δώρα αντάξια
ακόμα κι ενός Άραβα στην έρημο της Αραβίας, που θα γονάτιζε μπροστά στην αγαπημένη του. Ξέραμε, βέβαια, την ιστορία την κρυμμένη μέσα στην ιστορία μας. Κι εκείνοι την ήξεραν, δηλαδή, τώρα που το σκέφτομαι. Μας πρότειναν τα δεσμά του γάμου με την άνεση εκείνου που ξέρει ότι δεν πρόκει-
ται να δεσμευτεί. Ήταν όλα στη φαντασία μόνο: η ελευθερία, η ευτυχία και η χαρά.
Γιατί η ζωή του μεταλλωρύχου είναι κακιά, βρόμικη, μαύρη
κι άραχλη. Και ένας μόνο στους δέκα χιλιάδες βρίσκει το χρυσάφι του, εδώ που τα λέμε. Στο Ντάγκσβιλ, έτσι κι αλλιώς, μο-
λύβι σκάβανε να βρούνε. Ακόμα χειρότερα δηλαδή. Μια ζωή μέσα στη βρόμα και στη λάσπη. Αλλά στο σαλούν του μίστερ
Νουν βρίσκανε όλοι δυο διαμάντια. Έτσι έλεγε ο μίστερ Νουν. Η φύση όμως τραβάει το δρόμο της και σιγά σιγά το άνθος
της παιδικής μας φρεσκάδας μαράθηκε κι αρχίσαμε να μοιά-
ζουμε πιο πολύ αγόρια παρά κορίτσια, πιο πολύ άντρες παρά
γυναίκες. Ο Τζον Κόουλ ιδίως άλλαξε πολύ μέσα σ’ αυτά τα δύο χρόνια. Έριξε μπόι, έγινε ντερέκι σωστό. Ο κύριος Νουν
δεν έβρισκε φουστάνια στο νούμερό του και η κυρία Κάρμοντι δεν προλάβαινε να του μακραίνει τον ποδόγυρο. Το τέλος μιας εποχής πλησίαζε με βήματα γοργά, κι ο Θεός δεν ήταν ο μόνος
που το ’βλεπε. Ήταν από τις καλύτερες δουλειές που έχω κάνει στη ζωή μου. Κι έφτασε η μέρα που ο κύριος Νουν μας χαιρέτησε. Δώσαμε τα χέρια το πρωί, χαράματα, δακρύσαμε κιόλας, θα ’μασταν πια μόνο αναμνήσεις από διαμάντια στο Ντάγκσβιλ. Ο κύριος Νουν υποσχέθηκε ότι θα μας στέλνει κάρτες
στη γιορτή μας, τ’ Αγιαννιού και του Θωμά. Υποσχέθηκε ότι θα μας γράφει τα νέα όλα. Το ίδιο να κάνουμε κι εμείς, είπε. Και 24
φύγαμε με τα λίγα δολάρια που είχαμε βάλει στην άκρη, ελπίζοντας ότι θα μας έπαιρναν στο ιππικό. Το παράξενο είναι πως
το Ντάγκσβιλ ερήμωσε εκείνο το πρωί, κανένας δεν φάνηκε να μας ξεπροβοδίσει. Το ξέραμε ότι ήμασταν θρύλος και παραμύθι, δεν ήμασταν ποτέ αλήθεια σ’ αυτή την πόλη. Καλύτερη αίσθηση δεν υπάρχει.
25