Ο ΔΎ Τ Η Σ
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, της σελιδοποίησης, του εξωφύλλου και γενικότερα όλης της αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
© Μίνως Ευσταθιάδης & Εκδόσεις Ίκαρος 2018 ISBN 978-960-572-246-3
Μ Ί ΝΩ Σ ΕΥ Σ ΤΑΘ ΙΆ Δ Η Σ
Ο ΔΎ Τ Η Σ μυθιστόρημα
ΙΚ ΑΡ ΟΣ
Για όσους πέρασαν από το Σπίτι της Αλήθειας
Μέσα στη σιωπή δεν ξέρεις, πρέπει να συνεχίζεις,
δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω.
Samuel Beckett, O Ακατονόμαστος
1
Σ
ήκω, νύχτωσε». Δεν είχε χαράξει ακόμα όταν άκου« γε τη βραχνή φωνή να κόβει τα όνειρα στη μέση και να τα πετάει κουτσά στις άκρες της πραγματικότητας. Με έναν ανάποδο τρόπο ο πατέρας του έλεγε την αλήθεια. Έπρεπε να σηκωθεί νύχτα απ’ το κρεβάτι. Ήταν ώρα για δουλειά. «Σήκω, νύχτωσε». Τα μάτια του ανοίγουν κι αμέσως γουρλώνουν για να μαντέψουν τι είναι αυτό που τον ξυπνάει πίσω απ’ το σκοτάδι. Κανείς δεν έχει μιλήσει. Ο πατέρας του, νεκρός εφτά χρόνια πια, του έχει αφήσει την επαναλαμβανόμενη προσταγή για κληρονομιά. Στον ουρανό ένα σύννεφο δυτικά κρατάει την τελευταία αντανάκλαση του φεγγαριού. Σκύβει να πιει απ’ τη βρύση της αυλής. Φίλο το φωνάζουν το νερό, γιατί τους κάνει να ξεχνάνε την πείνα. Χώνει τελετουργικά το καλάμι του ψαρέματος στην πλάτη του παλτού του. Είναι κομμένο με ακρίβεια εκατοστού, για να μη διακρίνεται καθόλου σε κάθε 11
Μ Ί ΝΩ Σ ΕΥ Σ ΤΑΘΙΆ Δ Η Σ
του βήμα. Το ψάρεμα απαγορεύεται αυστηρά, όπως κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Στον δρόμο τρέχει για να κρυφτεί πίσω από τις σκιές και τους κορμούς των αραιών δέντρων. Τα εκατόν πενήντα σκαλοπάτια της εκκλησίας τα κατεβαίνει πετώντας και προτού φτάσει στο λιμάνι, κόβει αριστερά στο χωμάτινο μονοπάτι. Δεν απέχει παραπάνω από ένα χιλιόμετρο η παραλία. Ο χρόνος κυλάει γρήγορα, κι αυτός παρατηρεί συνεχώς τον ορίζοντα, τα αστέρια και το αθέατο ρολόι, που είναι σφηνωμένο ανάμεσά τους. Μισή ώρα περιθώριο κρέμεται μέχρι το πρώτο φως και τίποτα δεν έχει ακόμα καταδεχτεί να τσιμπήσει το αγκίστρι του. Ετοιμάζεται να ξανατινάξει το καλάμι. Η κίνηση μένει μετέωρη, ενώ δύο αντρικές φωνές τρυπάνε το σκοτάδι. Είναι αδύνατον να καταλάβει τι λένε, και ούτε τον ενδιαφέρει. Δεν επιτρέπεται να τον πιάσουν να ψαρεύει, μονάχα αυτό έχει σημασία. Οι φωνές αργά και σταθερά πλησιάζουν. Δέντρο ή κρυψώνα δεν υπάρχει σε ακτίνα πενήντα τουλάχιστον μέτρων και το τρέξιμο πάνω στα βότσαλα θα ακουστεί σαν καλπασμός. Νιώθει πως θέλει να κατουρήσει, μα γνωρίζει τα φτηνά κόλπα του φόβου. Βάζει το δεξί του πόδι στη θάλασσα. Είναι τόσο παγωμένη όσο και το μυαλό του. Οι δύο σκιές αρχίζουν να διακρίνονται στο τέλος του μονοπατιού. Παίρνει αναπνοή, σφίγγει το καλάμι και βουτάει. Το κεφάλι του σχεδόν βυθίζεται στο νερό, το στόμα του προεξέχει ελάχιστα από την επιφάνεια. Οι δύο άντρες φτάνουν στο σημείο όπου ψάρευε. Ακόμη κι αν τον έψαχναν, δεν θα μπορούσαν να τον εντοπίσουν. 12
Ο ΔΎ Τ Η Σ
Ήδη κολυμπάει αθόρυβα πενήντα ή εξήντα μέτρα μακριά. Κάτι κρατάνε στα χέρια τους και φωνάζουν ακατανόητες λέξεις, κομμάτια μιας κουρασμένης διαμαρτυρίας. – Ένα… δύο… Έχουν αρχίσει να μετράνε. – Τρία… οοοοοπ! Ο ήχος της πτώσης φτάνει στ’ αυτιά του πολλαπλασιασμένος από το νερό. Οι άντρες φεύγουν και το φορτίο τους έχει προφανώς καταλήξει στη θάλασσα. Παραμένει στη θέση του μέχρι να τους καταπιεί η νύχτα. Το κολύμπι δεν μοιάζει με καλοκαιρινό παιχνίδι καθώς σφίγγει ακόμα το καλάμι στο χέρι και φοράει όλα του τα ρούχα. Το παλτό ζυγίζει όσο ολόκληρη η πόλη, που κρέμεται από ψηλά, κάπου μακριά, χωρίς φώτα. Χρειάζεται τρία τέσσερα λεπτά μέχρι να φτάσει έξω και να ξαναπατήσει στον βυθό. Το πεταμένο φορτίο των δύο αντρών επιπλέει δίπλα του. Ένα μεγάλο σακί με... Όχι. Ένα ανθρώπινο σώμα. Ανήμπορος να κάνει ή να σκεφτεί οτιδήποτε, το τραβάει στην παραλία. Η νέα γυναίκα τού κόβει την ανάσα όπως τον κοιτάζει με τα νεκρά, ορθάνοιχτα μάτια της. Την έχουν τυλίξει με μια κουβέρτα. Είναι άραγε απλή περιέργεια ή μια ανάμνηση λαγνείας που τον σπρώχνει να παραμερίσει το τελευταίο της σκέπασμα; Ενστικτωδώς τραβιέται μερικά βήματα πίσω. Στην κάτω μεριά του αριστερού μαρμάρινου στήθους της υπάρχει ένα αλλόκοτο μαύρο σημάδι. Την ξαναπλησιάζει για να δει καλύτερα. Μια πληγή που δεν κατάφερε να επουλωθεί. Ποτέ δεν έχει ξαναδεί τέτοιο πράγμα και τώρα κάτι τον 13
Μ Ί ΝΩ Σ ΕΥ Σ ΤΑΘΙΆ Δ Η Σ
τραβάει όλο και πιο κοντά. Ανίκανος να αντισταθεί, απλώνει τα δάχτυλα για να ψηλαφήσει. Ένα ανεξήγητο κενό, μια τρύπα. Πώς έχει ανοίξει έτσι το ανθρώπινο σώμα; Πρέπει να ειδοποιήσει κάποιον, αλλά άμα το επιχειρήσει, κινδυνεύει να μαθευτεί πως ψάρευε, και μάλιστα τη νύχτα. Τελικά φεύγει τρέχοντας. Εκείνη η πληγή κάτω από το στήθος, τα ορθάνοιχτα μάτια και η νεκρή ομορφιά θα τον κυνηγήσουν. Ίσως γιατί γνωρίζει την κοπέλα. Κάποτε ολόκληρη η πόλη ήταν περήφανη γι’ αυτή. Οι στρατιώτες μαζεύουν το πτώμα της δύο ώρες αργότερα. Λίγο μετά το ξημέρωμα ένας λιμενεργάτης το έχει βρει ξεβρασμένο στην παραλία. Σύμφωνα με ρητές εντολές οι ετοιμασίες γίνονται αστραπιαία. Στους γονείς επιτρέπεται να αντικρίσουν το πρόσωπο της κόρης τους μόνο για μια φευγαλέα στιγμή. Ορδές κόσμου ανηφορίζουν προς το νεκροταφείο το ίδιο απόγευμα. Κατά τη διάρκεια της τελετής ολόκληρο το σώμα παραμένει σταθερά καλυμμένο κάτω από το φέρετρο. Κάτι πάει να ψελλίσει ο πατέρας, ευτυχώς όμως κάποιος του φράζει έγκαιρα το στόμα. «Πνιγμός». Αν ψάξεις στα αρχεία της πόλης, σ’ αυτή τη λέξη θα σκοντάψεις. Είναι η επίσημη εκδοχή. Ποτέ δεν ασχολήθηκε ιατροδικαστής με την υπόθεση. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Μόνο δύο άτομα ήξεραν τι είχε συμβεί. Ο πρώτος τής είχε μιλήσει το προηγούμενο βράδυ. Σχεδόν μία ώρα στεκόταν απέναντί της και επαναλάμβανε τα ίδια λόγια. Την προειδοποιούσε για την τύχη της, μα εκείνη έμενε να τον 14
Ο ΔΎ Τ Η Σ
κοιτάζει βουβή και υπνωτισμένη από το αναπόφευκτο. Ο δεύτερος άνθρωπος που γνώριζε την αιτία θανάτου έτρεχε ήδη μακριά. Χρόνια αργότερα ονειρεύτηκε πως με τα δάχτυλά του μπορούσε να καλύψει την τρύπα κάτω από το στήθος. Μα μερικές πληγές μένουν ανοιχτές και γεννάνε το μέλλον.
15
2
Τ
ο φως θα μας ξεσκίσει… το φως θα μας ξεσκίσει...» « Η μακρινή ηχώ φθίνει και χάνεται. Όταν ανοίγω τα μάτια, μόνο αυτή η φράση έχει σωθεί. Απομεινάρι ονείρου ή τα λόγια κάποιου ψαριού; Κινούμενα σχέδια αλωνίζουν στην οθόνη της τηλεόρασης, που τρεμοπαίζει ακόμα ανοιχτή από την προηγούμενη νύχτα. Ο ήχος του κουδουνιού με ξυπνάει για δεύτερη φορά στις δέκα και είκοσι το πρωί. Ένας άντρας στέκεται ασάλευτος στο κατώφλι και με περιεργάζεται. – Ο κύριος Κρις Πάπας; – Μάλιστα. – Συγγνώμη που σας ξύπνησα. – Όχι… εγώ... Δεν βρίσκω τίποτα για να τελειώσω την πρότασή μου. Αν διέθετα ταλέντο στις δικαιολογίες, θα είχα γίνει δικηγόρος και όχι ντετέκτιβ. Φτάνουμε αμίλητοι στο γραφείο μου και καθόμαστε αντικριστά. Σταχτί φιδίσιο δέρμα, σιδηρόδρομοι 16
Ο ΔΎ Τ Η Σ
ρυτίδων, δύο ξεφτισμένες γραμμές αντί για φρύδια και ούτε μία τρίχα πουθενά. Στον φθαρμένο χάρτη του προσώπου του κρύβεται το τελευταίο χρώμα. Σαν να υποφέρουν από γαλάζιο πυρετό, έτσι γυαλίζουν τα μάτια του. Μου φαίνεται ότι μαντεύουν τις σκέψεις μου. – Έχετε δίκιο, είμαι πολύ γέρος. Κανονικά δεν θα έπρεπε να βρίσκομαι εδώ. Κανείς δεν χρειάζεται να επιζεί τόσο. Τις περισσότερες φορές όμως δεν το διαλέγουμε εμείς οι ίδιοι. Κατά κάποιο σαρκαστικό τρόπο τα όρια χαράζονται ερήμην μας. Τα λόγια του βγάζουν όλο και λιγότερο νόημα καθώς με περικυκλώνει η θαμπή αίσθηση πως εννοεί κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που εγώ καταλαβαίνω. Ίσως φταίει το ξύπνημα. Ή το κεφάλι μου. – Θα θέλατε έναν καφέ; – Δεν είναι ανάγκη να μπείτε στον κόπο. – Θα φτιάξω ούτως ή άλλως για μένα. – Τότε ένα τσάι. Στην ησυχία της κουζίνας ετοιμάζω τα δύο φλιτζάνια. Έξω από τα τζάμια οι βρεγμένες στέγες σχηματίζουν την γκρίζα ράχη του Αμβούργου. Ενώ η μορφή και οι ασύνδετες λέξεις του άγνωστου άντρα συνεχίζουν να στροβιλίζονται στον χώρο, καυτό νερό χύνεται στην παλάμη μου. Μαζί με την κραυγή ξεφεύγουν και οι βρισιές. Κάπου είχα διαβάσει ότι βοηθάει η οδοντόκρεμα κι έτσι επιστρέφω στο γραφείο κρατώντας ένα σωληνάριο Colgate αντί για τσάι και καφέ. – Έγκαυμα; – Ναι, το νερό... 17
Μ Ί ΝΩ Σ ΕΥ Σ ΤΑΘΙΆ Δ Η Σ
– Λάδι κι αλάτι. – Τι; – Μια επάλειψη με λάδι χρειάζεται και έπειτα από λίγο άφθονο αλάτι. Ο καθησυχαστικός τόνος της φωνής του ή η δική μου σύγχυση με σπρώχνουν να ακολουθήσω τη συμβουλή; Κρατάω ένα πλαστικό μπουκάλι στα χέρια όταν αντιλαμβάνομαι πως με έχει ακολουθήσει αθόρυβα ως την κουζίνα. – Αυτό δεν είναι ελαιόλαδο. – Παίζει ρόλο το είδος του λαδιού; – Καθετί παίζει τον ρόλο του. Μου επιτρέπετε να το κάνω εγώ; Έχετε χοντρό αλάτι; – Στο ντουλάπι. Μουσκεύει χαρτί κουζίνας, αλείφει το έγκαυμα με σπορέλαιο και ύστερα αργά αργά απλώνει ένα λεπτό στρώμα αλατιού πάνω του. Φροντίζει το χέρι μου κι εγώ παρατηρώ το δικό του. Μολυβί φλέβες το διαπερνούν, λιλιπούτεια ποτάμια που ψάχνουν κάποια λίμνη πέρα από το σώμα του, πέρα από το δωμάτιο. Η φωνή του αντηχεί πιο αβέβαιη τώρα. – Κύριε Πάπας, θα ήθελα να παρακολουθήσετε μια κυρία. Ονομάζεται Εύα Ντέμπλιγκ και μένει εδώ… στο Αμβούργο. Είναι σαράντα ενός ετών και εργάζεται ως γραμματέας σε δικηγορικό γραφείο. – Απλή παρακολούθηση; – Δεν ξέρω τι περιλαμβάνει η απλή. Θα ήθελα να μην την αφήσετε από τα μάτια σας για σαράντα οχτώ ώρες. Αδιάκοπα. 18
Ο ΔΎ Τ Η Σ
– Θα είναι ευκολότερο αν μου πείτε τι ακριβώς ψάχνουμε. – Συλλέξτε όσο περισσότερα στοιχεία μπορείτε. Αν καταφέρετε να μου παραδώσετε και ορισμένα οπτικά ή ηχητικά ντοκουμέντα, θα το εκτιμήσω πολύ. – Φωτογραφίες και βίντεο θέλετε. Εντάξει, αλλά από τι; Από ερωτικές περιπτύξεις ας πούμε; – Απ’ ό,τι θεωρήσετε εσείς σημαντικό. Το αφήνω στην κρίση σας. – Τι άλλο χρειάζεται να ξέρω για τη συγκεκριμένη κυρία; – Τίποτα. Ξανακοιτάζω τον άντρα που κάθεται δίπλα μου. Πόσων χρόνων μπορεί να είναι; Εκατό; Παραπάνω; Για πρώτη φορά μιλάω με πελάτη μέσα στην κουζίνα μου. Η υποψία πως βρισκόμαστε εκτός τόπου και χρόνου αιωρείται ψηλότερα από οτιδήποτε άλλο. – Κύριε Πάπας, θα επιστρέψω την Πέμπτη το βράδυ στις εφτά. Σας αφήνω μια προκαταβολή, μερικές απαραίτητες πληροφορίες για την κυρία Ντέμπλιγκ και το τηλέφωνό μου. Μπορείτε να με καλέσετε οποιαδήποτε ώρα. Αν καταφέρετε να συλλέξετε ηχητικά ή φωτογραφικά στοιχεία, τότε θα πληρωθείτε έξτρα. Την τιμή θα την καθορίσετε εσείς. Σχεδόν σε αργή κίνηση σηκώνεται όρθιος, το μακρύ μαύρο παλτό του θυμίζει ξεχασμένη φιγούρα κάποιου εξπρεσιονιστικού φιλμ. Από την εσωτερική τσέπη του βγάζει έναν φάκελο και τον ακουμπάει με προσοχή στο τραπέζι της κουζίνας. Στην πόρτα κοντοστέκεται, το βλέμμα του γυαλίζει ακόμα. 19
Μ Ί ΝΩ Σ ΕΥ Σ ΤΑΘΙΆ Δ Η Σ
– Περίεργο είναι… που δεν έχετε καλύτερο λάδι. Οι Έλληνες φημίζονται γι’ αυτό. – Πώς ξέρετε την καταγωγή μου; – Στο επανιδείν, κύριε Πάπας. Ο φάκελος περιέχει δέκα χαρτονομίσματα των εκατό ευρώ, μια λευκή κάρτα πάνω στην οποία είναι σημειωμένη κάποια διεύθυνση στο Αμβούργο και μια φωτογραφία ταυτότητας. Η Εύα Ντέμπλιγκ έχει κοντά ξανθά μαλλιά, μύτη μανταλάκι και σφιγμένα χείλη. Τα ελαφρώς προτεταμένα μήλα χαρίζουν στο πρόσωπό της έναν σλάβικο αέρα και την κάνουν να φαίνεται πέντε έξι χρόνια νεότερη. Κοιτάζει τον φακό σαν να μην υπάρχει τίποτα πίσω του, η περιφρόνηση και η απροκάλυπτη αδιαφορία συναγωνίζονται μεταξύ τους. Με αρκετή καθυστέρηση συνειδητοποιώ τι λείπει. Ο πελάτης δεν είπε το όνομά του και ο φάκελος δεν περιέχει τίποτα άλλο. Αρκεί ο αριθμός του κινητού του πάνω στο χαρτί; Μαζί με τα χίλια ευρώ πρέπει να αρκεί. Τρίτη 18 Ιανουαρίου. Τέτοια εποχή η παρακολούθηση στους δρόμους του Αμβούργου έχει τόση πλάκα όσο μια συνάντηση γυμνιστών στον Βόρειο Πόλο. Φοράω ό,τι θα μπορούσε να φορεθεί και μετά προσθέτω ένα πουλόβερ ακόμη. Στο μετρό ξανασκέφτομαι την υπόθεση. Σχεδόν όλοι οι απατημένοι σύζυγοι και οι ζηλόφθονοι εραστές ζητάνε την ίδια στενή παρακολούθηση. Η δίψα για φωτογραφικές ή ηχητικές αποδείξεις παραμένει άσβεστη, μολονότι ήδη ξέρουν πως αυτές θα τους πληγώσουν ακόμη περισσότερο. Κρύβεται κάτι απροκάλυπτα μαζοχιστικό στην ανθρώπινη 20
Ο ΔΎ Τ Η Σ
φύση; Ή μήπως η δυνατότητα μιας κάποιας βασανιστικής βεβαιότητας αποδεικνύεται πολυτιμότερη ακόμη και από την αποφυγή του πόνου; Ριπές παγωμένου αέρα μαστιγώνουν την έξοδο του σταθμού Στέφανσπλατς. Ψυχή δεν κυκλοφορεί στους δρόμους και μόνο η αραιή κίνηση των αυτοκινήτων προδίδει πως η πόλη παραμένει ζωντανή. Βρίσκομαι ήδη στη Μίτελβεγκ και σε λίγο θα πρέπει να στρίψω αριστερά για να βρω τη Φοντενέι. Νιώθω ευγνωμοσύνη για τα δέντρα που δέχονται να φυτρώσουν στο Αμβούργο, ευγνωμοσύνη για κάθε πόλη με δέντρα. Κάποτε θα ζούμε σε τσιμεντένιους τάφους. Κάθε ξημέρωμα μαυροντυμένοι υπηρέτες και λευκοντυμένοι φύλακες θα σηκώνουν τα καπάκια στις βαθιές και άδειες από όνειρα τρύπες για να πηδήσουμε έξω. Θα αντικρίζουμε τον πλανήτη σαν να τον χαιρετάμε για τελευταία φορά. Κι ο ήλιος θα κρέμεται σχεδόν αδιάφορος και θα σκέφτεται πως κανείς δεν έπαιξε το παιχνίδι χειρότερα από μας. Το Intercontinental Hotel αναμφισβήτητα δεσπόζει στην οδό Φοντενέι ως λαμπρή αισθητική αποτυχία: το τεράστιο κουτί που ένας ακόμη λοβοτομημένος αρχιτέκτονας χώρισε σε τετραγωνάκια και το παράτησε στην άκρη του δρόμου. Εξήντα ή εβδομήντα μέτρα απέχει το κτίριο όπου εργάζεται η Εύα Ντέμπλιγκ. Μάταια ψάχνω στην είσοδό του, δεν υπάρχει το παραμικρό σημάδι δικηγορικού γραφείου. Κοντεύει να μου πέσει η μύτη στο πεζοδρόμιο όταν ρίχνω την πρώτη ματιά στο κινητό μου. Από τις δώδεκα και δέκα το μεσημέρι αρχίζει να μετράει ο χρόνος του ταξιδιού. Δύο μερόνυχτα μέσα στον κόσμο κάποιου άλλου. 21
Μ Ί ΝΩ Σ ΕΥ Σ ΤΑΘΙΆ Δ Η Σ
Στη μία και τριάντα δύο ακριβώς εγκαταλείπω τη γωνιά μου για να εισβάλω τρέχοντας και τρέμοντας στο Intercontinental. Κάτω από το υπναλέο βλέμμα του μπάρμαν κατεβάζω το κονιάκ μου με δύο κινήσεις που θυμίζουν χτύπημα κουνγκ φου και χωρίς να αλλάξω ρυθμό επιστρέφω αμέσως στην πολική θέση μου. Από την αρχή της παρακολούθησης μόνο τρεις άντρες έχουν βγει από το κτίριο. Τώρα έχω χάσει τέσσερα ή πέντε λεπτά, τόσο χρόνο υπολογίζω πως μου ρούφηξε το κονιάκ. Η πιθανότητα να εμφανίστηκε στο μεταξύ η Εύα Ντέμπλιγκ είναι υπαρκτή αλλά ελάχιστη. Τουλάχιστον έτσι λέω στον εαυτό μου. Στις τρεις και δώδεκα επαναλαμβάνω την ξέφρενη κούρσα ως το μπαρ του Intercontinental. Το δεύτερο κονιάκ πετάει, αφού τώρα ακόμη και ο μπάρμαν αναγνωρίζει τη σημασία του χαμένου χρόνου (ίσως διαβάζει Προυστ). Το φρέσκο αλκοόλ αφυπνίζει τη λογική. Τουλάχιστον έτσι λέω στον εαυτό μου. Οι πρώτες αμφιβολίες ξεπηδάνε. Αν ο πελάτης έχει γράψει λάθος τη διεύθυνση; Αν το δικηγορικό γραφείο έχει κλείσει ή έχει μεταφερθεί κάπου αλλού; Η λύση φαντάζει απλή. Ο Φραντς Σλίμαν, στον τρίτο όροφο, δεν απαντάει στο επίμονο πάτημα του κουδουνιού. Πού είσαι, ρε αδελφέ Φραντς, τώρα που σε χρειάζομαι τόσο; Ευτυχώς η Κριστίνα Μπαχ, στον δεύτερο όροφο, είναι μια σπιτόγατα με ναζιάρικη φωνή, που θα μπορούσε να τραγουδάει σε παιδικά πάρτι με μεθυσμένους γονείς. – Τι θέλετε; – Καλημέρα. Δουλεύουμε στην DHL κούριερ και ψάχνουμε 22
Ο ΔΎ Τ Η Σ
τον κύριο Σλίμαν στον τρίτο. Πρέπει να του αφήσουμε μια ειδοποίηση για δέμα. Η πόρτα ανοίγει για να με υποδεχτεί μια μυρωδιά από φρέσκο χρώμα και πλαστική θαλπωρή. Δεν βιάζομαι. Τέσσερις όροφοι, περισσότερες από είκοσι πόρτες. Ανάμεσα στους ενοίκους δεν υπάρχει καμία ένδειξη για δικηγορικό γραφείο ή για την Εύα Ντέμπλιγκ. Κάπως έτσι τελειώνει το όνειρο των ζεστών διαδρόμων. Στις τέσσερις και είκοσι δύο το απόγευμα πίνω το τρίτο κονιάκ, ενώ η σκιά του οίκτου αντανακλάται απροκάλυπτα πλέον στο βλέμμα του μπάρμαν. Στις έξι και τέταρτο θα μπορούσα εύκολα να παίξω τον χιονάνθρωπο και η θερμοκρασία συνεχίζει να πέφτει. Στις εφτά παρά είκοσι το παιχνίδι της τύχης με λυπάται. Η πόρτα ανοίγει και μια κοντοκουρεμένη γυναίκα βγαίνει έξω. Κασκόλ, καφέ δερμάτινο παλτό ως το γόνατο, σκούρο πράσινο παντελόνι. Μόνο οι μπότες της αντηχούν στο πεζοδρόμιο. Από μια εσωτερική τσέπη βγάζει το κινητό της, μάλλον μιλάει σιγά, μα έτσι κι αλλιώς δεν ξεκλέβω λέξη. Η απόσταση μεταξύ μας είναι τουλάχιστον πενήντα μέτρα. Περπατάει γρήγορα και δεν μπορώ να πλησιάσω περισσότερο σε τόσο άδειους δρόμους. Το τηλεφώνημα διαρκεί δύο ή τρία λεπτά. Μας χωρίζουν καμιά δεκαριά επιβάτες καθώς μπαίνουμε στο ίδιο βαγόνι. Από τη στιγμή που το μετρό μάς ξεβράζει στον σταθμό της Στάινστρασε, η Εύα Ντέμπλιγκ αρχίζει να βιάζεται ακόμη περισσότερο. Η ιδέα πως προσπαθεί να ξεφύγει από μένα εκ πρώτης όψεως φαντάζει παράλογη. Και, όπως όλοι οι παραλογισμοί, αρνείται να εξαφανιστεί. 23
Μ Ί ΝΩ Σ ΕΥ Σ ΤΑΘΙΆ Δ Η Σ
Η αναπνοή μου κόβεται συνέχεια, οι δρόμοι εξαφανίζονται πίσω μας σαν αγάπες από το παρελθόν, γλιστράμε σε ένα παγωμένο λούνα παρκ σε κάποια πόλη-φάντασμα. Δεν έπρεπε να πιω χωρίς να φάω τίποτα. Ο ήχος από τα τακούνια της μετατρέπεται σε αγχωτικό ταμ-ταμ στο πεζοδρόμιο. Πόση ώρα προχωράμε έτσι; Είτε η Ντέμπλιγκ επιταχύνει συνεχώς το βήμα της είτε με εγκαταλείπουν προοδευτικά οι δυνάμεις μου. Έχουμε διασχίσει ήδη τέσσερις γέφυρες. «Αστέρι του λιμανιού» ονομάζεται το ξενοδοχείο στο οποίο μπαίνει σχεδόν τρέχοντας. Κάτω από το καχεκτικό κίτρινο φως που κυκλώνει την είσοδο κρέμεται η ταμπέλα με το ξεβαμμένο αστέρι. Το ετοιμόρροπο τριώροφο κτίριο προφανώς προσπαθεί να σαρκάσει το όνομά του, την κατάστασή του και τα αστέρια. Δέκα λεπτά αργότερα μετεωρίζομαι μπροστά στη ρεσεψιόν. Ο υπναλέος υπάλληλος με παρατηρεί σαν να έχω τρία κεφάλια και καθόλου σώμα. Το ίδιο νιώθω κι εγώ. Ένα κόκκινο κομπολόι τρίβεται ανάμεσα στα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. – Έχετε ελεύθερα δωμάτια; – Σαράντα πέντε ευρώ. – Η κυρία που μπήκε μόλις πριν από λίγο… για πόσες νύχτες έχει νοικιάσει; Μένει τελείως ανέκφραστος, δεν έχει ακούσει την ερώτησή μου. Το ηχητικό πρόβλημα αποκαθίσταται αμέσως μόλις βάζει στην τσέπη του το πενηντάρι που αφήνω πάνω στον πάγκο. 24
Ο ΔΎ Τ Η Σ
– Μόνο απόψε. Η κυρία. – Θέλω το διπλανό δωμάτιο. Λίγο πάνω από τα κεφάλια μας αιωρούνται όσα δεν χρειάζεται να πούμε. Αν δεν ήταν νυχτερινός ακροβάτης, θα δούλευε σε σούπερ μάρκετ κι όχι εδώ. Αργεί να μαζέψει το δεύτερο πενηντάρι. – Και σαράντα πέντε ευρώ η νύχτα. Δεν είμαι σε θέση να διαπραγματευτώ. Στην πραγμα τικότητα δεν είμαι σε θέση ούτε να σταθώ όρθιος, και σίγουρα το ξέρει. Γι’ αυτό δεν βιάζεται καθόλου όταν με ένα αρχαίο μολύβι αρχίζει να ορνιθοσκαλίζει κάτι στα κατάστιχά του. – Ταυτότητα παρακαλώ. – Δεν έχω μαζί μου. Τα βλέμματά μας διασταυρώνονται ακόμη μια φορά. Πεισματικά αμίλητοι και ειρωνικά χαμογελαστοί μένουμε ο ένας απέναντι στον άλλο. Θα χρειαστεί να πέσουν άλλα πενήντα ευρώ για να ξαναπάρει ο κόσμος μπροστά. Σε παλιά ισοτιμία για μια χούφτα δολάρια. Γύρω από το μπρελόκ ενός χοντροκομμένου άστρου κρέμεται το κλειδί του δωματίου 106. – Μήπως έχεις κάνα παυσίπονο; Σκύβει το κεφάλι, σέρνει τα πόδια και χάνεται πίσω από κάποια πόρτα που τρίζει λίγο περισσότερο απ’ ό,τι η έβδομη πύλη της Κολάσεως. Απέναντί μου μια σκάλα οδηγεί στους πάνω ορόφους. Όσες αμφίβολες αλχημείες, σαθρά μυστικά, καταπιεσμένοι πόθοι και ατέλειωτα τσιγάρα κι αν την έχουν ποτίσει, τα σκαλοπάτια δεν θα μαρτυρήσουν 25
Μ Ί ΝΩ Σ ΕΥ Σ ΤΑΘΙΆ Δ Η Σ
ποτέ τίποτα. Ο ρεσεψιονίστ επιστρέφει και μου πετάει ένα χάπι πάνω στον πάγκο. – Κέρασμα από το μαγαζί. Με το πλαστικό άστρο στο ένα χέρι και το χάπι στο άλλο ακολουθώ κι εγώ την ανηφόρα. Ο διάδρομος του πρώτου ορόφου, θλιβερά κακοφωτισμένος και βαθιά πράσινος, με οδηγεί σχεδόν στα τυφλά. Το 106 εμφανίζεται επιπλέοντας στην επιφάνεια μιας θολής ψευδαίσθησης. Πριν χαθώ μέσα της, ρίχνω μια φευγαλέα ματιά στη διπλανή ταμπέλα. Δωμάτιο 107. Το καταφύγιο της Εύας Ντέμπλιγκ. Μια καθαρά σπιτική ατμόσφαιρα με καλωσορίζει: το σιδερένιο διπλό κρεβάτι, ο λερός καθρέφτης, η μοναδική λάμπα καμένη, το πορτατίφ ζωντανό ακόμα. Το μπάνιοτουαλέτα ξεφεύγει από τις περιγραφές και δημιουργεί από μόνο του έναν καινούριο πλανήτη που κανείς δεν θέλει να επισκεφθεί. Σκύβω κάτω από τη βρύση, το νερό και το χάπι χορεύουν βαλς και κατηφορίζουν στο κατάστεγνο λαρύγγι μου. Ευτυχώς το κρεβάτι δεν τρίζει. Με την πρώτη ματιά στο ταβάνι αρχίζω να συνειδητοποιώ την κατάστασή μου. Αυτό το αδύναμο και σκεβρωμένο σώμα ελπίζω πως ανήκει σε κάποιον άλλο άντρα, που κάποτε συνάντησα σε ένα μοναχικό ταξίδι στην Ανταρκτική. Δεν ξέρω το όνομά του, δεν θα δω το πρόσωπό του, θα ήθελα να μην τον συναντήσω ποτέ. Καλό θα ήταν να φάω κάτι, αλλά η πιθανότητα φαντάζει τόσο μακρινή όσο και η καμένη λάμπα που κρέμεται από ψηλά. Ποια δύναμη τράβηξε την Ντέμπλιγκ σε τούτο το ζοφερό μέρος; Απάντηση δεν υπάρχει ούτε για κείνη ούτε και για μένα. Έχουμε φτάσει μαζί ως εδώ, κι αυτό το 26
Ο ΔΎ Τ Η Σ
«εδώ» φαίνεται ξαφνικά τόσο αποκομμένο από την πόλη, από τους ανθρώπους, από το μέλλον. Ο πυρετός μού χαρίζει ένα παραλήρημα ή με αφήνει να δω πιο καθαρά. Με την ελπίδα πως κάτι θα ξεπηδήσει μέσα από την πηχτή σιωπή αφουγκράζομαι το σύμπαν. Πόση ώρα έχει περάσει; Ξαφνικά ακούγεται ο ήχος κάποιου αντικειμένου που πέφτει στο ξύλινο πάτωμα. Το αυτί μου κολλημένο στον ενδιάμεσο τοίχο. – Όχι τόσο… όχι τόσο κοντά. Στο διπλανό δωμάτιο μια αντρική φωνή δίνει οδηγίες. – Εκεί… έτσι! Πολύ καλύτερα. Ο ομιλητής θα είναι τριάντα με τριάντα πέντε. Λίγο αργότερα το 107 ανοίγει και βήματα διασχίζουν τον διάδρομο. Ήδη αναγνωρίζω το χαρακτηριστικό περπάτημα της Εύας Ντέμλπιγκ. Η πόρτα ξανακλείνει πίσω της με μικρή καθυστέρηση, ο άντρας έχει μείνει στο δωμάτιο. Πρέπει να την ακολουθήσω – πολύ γρήγορα διακινδυνεύω να πέσω πάνω της, πολύ αργά μπορεί να τη χάσω. Σηκώνομαι έτοιμος για την έξοδο, όταν ξανακούω τα βήματά της στην αρχή του διαδρόμου. Τώρα προχωράει με άλλο ρυθμό. Ο τύπος ανοίγει το 107 πριν ακόμα πλησιάσει εκείνη. Το ξύλινο πάτωμα προδίδει κάθε ήχο. Η Εύα Ντέμπλιγκ περνάει λικνιστικά μπροστά από την πόρτα μου, φτάνει μπροστά στη δικιά της και κοντοστέκεται. Θυμίζει χορευτική λιτανεία όλη η κίνησή της. Μπαίνει πάλι στο δωμάτιό τους, το κλειδί αφήνει τη στριγκή του φωνή, για δύο ή τρία λεπτά βασιλεύει απόλυτη ησυχία. Και ξαφνικά αρχίζει η μουσική. Πετάγομαι όρθιος από την έκπληξη. Οι Rammstein δεν χρειάζονται ένταση 27
Μ Ί ΝΩ Σ ΕΥ Σ ΤΑΘΙΆ Δ Η Σ
για να τρυπήσουν τους χάρτινους τοίχους. Παγιδευμένοι καθώς είμαστε στο κουφάρι αυτού του άθλιου ξενοδοχείου, ο τίτλος του «Du riechst so gut»* θυμίζει γκροτέσκα παρωδία. Το κομμάτι τελειώνει και ξαναρχίζει ευθύς αμέσως χωρίς καμία διακοπή. Έξι φορές παίζει στην ίδια και απαράλλακτη ένταση. Φαντάζομαι σκηνές ανελέητου σεξ στο διπλανό δωμάτιο, ενώ ο πελάτης μου κάθεται μόνος του σε ένα σπίτι και περιμένει το τηλεφώνημά μου, χτυπώντας τα γέρικα ακροδάχτυλά του πάνω στο τραπέζι που κάθε μέρα συνήθιζε να γευματίζει μαζί της. Οι φαντασιοπληξίες μου και πάλι. Στην πραγματικότητα τίποτα άλλο δεν μπορώ να ακούσω από το 107. Μουσική. Μόνο μουσική.
* «Μυρίζεις τόσο όμορφα». 28