ΤΟ ΝΥΧΤΟΛΟΎΛΟΥΔΟ
Τίτλος πρωτοτύπου: Period Pain © Kopano Matlwa, 2016
© για την ελληνική έκδοση Εκδόσεις Ίκαρος, 2018
by Agreement with Pontas Literary & Film Agency Μετάφραση από τα αγγλικά: Μαρία Φακίνου
Επιμέλεια - Διόρθωση: Δημήτρης Παπακώστας
Σχεδιασμός - Εικονογράφηση εξωφύλλου: Χρήστος Κούρτογλου Στοιχειοθεσία - Σελιδοποίηση: Ευτυχία Λιάπη Εκτύπωση: Μητρόπολις Α.Ε.
Βιβλιοδεσία: Ηλ. Μπουντάς - Π. Βασιλειάδης Ο.Ε. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με τον ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, της σελιδοποίησης, του
εξωφύλλου και γενικότερα όλης της αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
Πρώτη έκδοση: Oκτώβριος 2018 ISBN 978-960-572-252-4
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ • ΒΟΥΛΗΣ 4, 105 62 ΑΘΗΝΑ • Τ: 210 3225152 • www.ikarosbooks.gr
Kopano Matlwa
ΤΟ ΝΥΧΤΟΛΟΎΛΟΥΔΟ Μετάφραση
Μαρία Φακίνου
ΙΚΑΡΟΣ
Για τη Λαόνε
Για την Παλίσα
Για τη Γιολάντι
Για τη Φουνέκα
Για τη Σιντίσβα
Για την Κουντζάι
Για την Κετίβε
Για την Ίλσε
Για τη Σιβάνι
Για τη Θαντέκα
Για την Καράμπο
Για την Μποϊτουμέλο
Για τη Νόμσα
Για την Γκουγκουλέτου
Για τη Ρούντο
Για τη Νολίτα
Για τη Φιντίλε
Για την Ορατίλβε Για τη Λέμποανγκ Για τη Μαντίσα
Για την Αντίλε Για τη Μαρέα
Για τη Λεσέντι
Για την Τσεπίσο
Για την Ντινέο
Για τη Σιμπονγκίλε
Για την Ταμπίθα
Για την Γκρέις
Για την Κατλέγκο
Για μένα
Για την Ακόνα Για τη Λεράτο
Για τη Λουλάμα
Για τη Χόουπ Για σένα
Για τις κόρες μας
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ἱνατί περίλυπος εἶ, ἡ ψυχή μου;
Ψαλμοί, 42:5
Λένε πως στον παράδεισο θα είμαστε ευτυχισμένοι όλη την ώρα.
Δεν θα κλαίμε, ούτε θα πονάμε, δεν θα φοβόμαστε, ούτε θ’ ανησυχούμε ποτέ. Τα πράγματα θα είναι τέλεια. Μια φορά ανέφερα στην ομάδα μελέτης της Αγίας Γραφής πως δυσκολεύομαι
να το πιστέψω. Βρίσκω την όλη ιδέα εξαντλητική, σαν ένα πάρτι που δεν τελειώνει ποτέ. Είχα αρχίσει ν’ ανησυχώ πως δεν θα
τα ’βγαζα πέρα στον παράδεισο, πως δεν θα ταίριαζα με όλους
αυτούς τους ανθρώπους, τους ζαλισμένους απ’ τη χαρά. Όμως η σύζυγος του πατέρα Τζόσουα είπε ότι θα έπρεπε να φαντα-
στώ την τελευταία φορά που ένιωσα πάρα πολύ ευτυχισμένη και γεμάτη ευχαρίστηση. Έτσι θα ήταν ο παράδεισος, σαν αυτή τη στιγμή, μόνο παγωμένη για πάντα.
Προσπάθησα να φέρω στη μνήμη μου την αποφοίτησή μου,
μία ευτυχισμένη μέρα για μένα. Μου ήρθαν στο μυαλό αποσπάσματα από τη Διακήρυξη της Γενεύης για την Παγκόσμια Ιατρική Ένωση.
Αναλαμβάνω επίσημα την υποχρέωση να αφιερώσω τη ζωή μου στην 13
υπηρεσία της ανθρωπότητας... Η υγεία των ασθενών μου θα είναι το πρώτο μου μέλημα...
Κάθε μέρα έκανα πρόβα αυτά τα λόγια τις εβδομάδες πριν
από την τελετή, και καθώς στεκόμασταν εκεί με τις τηβέννους μας και τα απαγγέλλαμε με μια φωνή, έμοιαζε σαν να έβγαιναν από τα χείλη μου νότες υψηλής μουσικής.
Θυμήθηκα που περίμενα να φωνάξουν τ’ όνομά μου για ν’
ανέβω στη σκηνή και να παραλάβω το πτυχίο μου. Στον προθάλαμο υπήρχαν πολλοί σαν εμένα, καθόμουν δίπλα σε συμφοιτητές μου που δεν τους γνώριζα πολύ καλά, που κάθεσαι
δίπλα τους μόνο στις εγγραφές, στις εξετάσεις και σε κάθε άλλη περίσταση που απαιτεί να παρουσιαζόμαστε με αλφαβητική σειρά. Οι ομιλίες κρατούσαν πολλή ώρα και δεν μπορούσα
να δω τη μαμά, έτσι αφαιρέθηκα. Άρχισα να φαντασιώνομαι όλα αυτά που θα έκανα μόλις αποφοιτούσα.
Με φαντάστηκα να κάνω αίτηση για ένα λογαριασμό ρού-
χων και η κυρία πίσω από το γκισέ να λέει, «Τίτλος, παρακαλώ;»
καθώς πληκτρολογεί τα στοιχεία μου στο σύστημα. «Δόκτωρ», θα έλεγα. Έπειτα θα έβγαζα μία κάρτα μέλους σε βίντεοκ λάμπ,
και πάλι θα ρωτούσαν «Δεσποινίς ή κυρία;» κι εγώ θα έλεγα, «Τίποτε από τα δύο. Δόκτωρ». Έπειτα πάλι στην τράπεζα, κι όταν θα έκλεινα αεροπορικά εισιτήρια, όταν θα πήγαινα στον οδοντίατρο. Ξανά και ξανά και ξανά. Θα το έλεγα αργά, θα το
έλεγα δυνατά, συλλαβιστά, θα το επαναλάμβανα σαν να μη
με είχαν ακούσει την πρώτη φορά. Θυμήθηκα να γελάω με τον εαυτό μου καθώς στεκόμουν εκεί ανάμεσα σε άλλους με επώ-
νυμα λίγο πριν από το δικό μου. Δεν έλεγα να συνηθίσω στην ιδέα. Σε λίγα μόλις λεπτά θα γινόμουν γιατρός! 14
Μια φήμη είχε ξεκινήσει πως εταιρείες αυτοκινήτων θα πε-
ρίμεναν στο πίσω μέρος του προθαλάμου μετά την τελετή της
αποφοίτησής μας, και μεσίτες που θα ’θελαν να μας προσφέρουν υποθήκες χωρίς καπάρο, καθώς οι τίτλοι μας από μόνοι
τους αποτελούσαν αρκετή εγγύηση. Κάποιος άλλος είπε πως
θα υπήρχαν και οικονομικοί σύμβουλοι που θα μοίραζαν πλα-
τινένιες πιστωτικές κάρτες με τα ονόματά μας ήδη τυπωμένα επάνω. Όλα αυτά ήταν σαχλαμάρες, το ήξερα. Όμως όλο και γύριζα το κεφάλι μου, για κάθε ενδεχόμενο.
15
Καὶ γυνή τις οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἔτη δώδεκα, καὶ πολλὰ παθοῦσα ὑπὸ πολλῶν ἰατρῶν καὶ δαπανήσασα τὰ παρ’ ἑαυτῆς πάντα, καὶ μηδὲν
ὠφεληθεῖσα, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ χεῖρον ἐλθοῦσα, ἀκούσασα περὶ τοῦ Ἰησοῦ, ἐλθοῦσα ἐν τῷ ὄχλῳ ὄπισθεν ἥψατο τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· ἔλεγεν γὰρ ἐν ἑαυτῇ ὅτι Ἐὰν ἅψωμαι κἂν τῶν ἱματίων αὐτοῦ, σωθήσομαι.
καὶ εὐθέως ἐξηράνθη ἡ πηγὴ τοῦ αἵματος αὐτῆς, καὶ ἔγνω τῷ σώμα-
τι ὅτι ἴαται ἀπὸ τῆς μάστιγος. καὶ εὐθέως ὁ Ἰησοῦς ἐπιγνοὺς ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν ἐξελθοῦσαν, ἐπιστραφεὶς ἐν τῷ ὄχλῳ ἔλεγε· Τίς
μου ἥψατο τῶν ἱματίων; καὶ ἔλεγον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Βλέπεις
τὸν ὄχλον συνθλίβοντά σε, καὶ λέγεις· τίς μου ἥψατο; καὶ περιεβλέ-
πετο ἰδεῖν τὴν τοῦτο ποιήσασαν. ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῖσα καὶ τρέμουσα, εἰδυῖα ὃ γέγονεν ἐπ’ αὐτῇ, ἦλθε καὶ προσέπεσεν αὐτῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ
πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· ὕπαγε εἰς εἰρήνην, καὶ ἴσθι ὑγιὴς ἀπὸ τῆς μάστιγός σου.
Κατά Μάρκον, 5:25-34
Όταν μου ήρθε πρώτη φορά αίμα, σκέφτηκα πως η μαμά θα με
σκοτώσει. Ήμουν άτακτη, έβαζα τα δάχτυλά μου εκεί που δεν έπρεπε, άγγιζα μέρη του σώματός μου που δεν είχα καμιά δουλειά να αγγίζω. Έτσι, όταν στην έκθεση του Ραντ Ίστερ είδα ένα
λεκέ στο εσώρουχό μου με την Τίνκερμπελ, δεν έκλαψα όπως τα περισσότερα κορίτσια. Όχι, κατάλαβα αμέσως πως με είχε
τιμωρήσει ο Θεός κι έκρυψα το αποδεικτικό στοιχείο. Το έκρυβα για μέρες. Μάζευα το χαρτί τουαλέτας σε ματσάκια και το τύλιγα ξανά και ξανά γύρω από τα φαρδιά σλιπάκια μου. Με
γρατζουνούσε και μ’ ενοχλούσε, αλλά ήταν χίλιες φορές προ-
τιμότερο από την αναστάτωση που ήξερα ότι θ’ ακολουθούσε έτσι κι εκμυστηρευόμουν στη μαμά πως είχα αμαρτήσει και γι’ αυτό έτρεχε αίμα από μέσα μου. Αυτό θα ήταν σίγουρα το τέλος
μου. Έτσι, λοιπόν, όταν μια Κυριακή πρωί που πηγαίναμε στην
εκκλησία είχα ανασηκωθεί στις μύτες των ποδιών και τραβού-
σα την πόρτα του γκαράζ για να κλείσει, φανερώνοντας κάτω από το σκοτσέζικο φόρεμά μου ένα σκοτεινό μυστικό που ως τότε είχε παραμείνει κρυφό ανάμεσα στους μηρούς μου, και η
μαμά ρώτησε καθώς έμπαινα πάλι στο αυτοκίνητο τι ήταν αυ19
τοί οι λεκέδες στο καλσόν μου με το γκλίτερ, ήξερα με βεβαιότητα πως αυτή ήταν η αρχή του τέλους μου.
Και κατά κάποιον τρόπο ήταν, γιατί, σαν να μην κρατιόταν
από την ανυπομονησία ν’ απαντήσει στη μαμά, ένα φράγμα
άνοιξε μέσα μου και αίμα ξεχύθηκε ανάμεσα στους μηρούς μου, κύλησε στα πόδια μου, ακόμα και πάνω στα λαστιχένια μου πέδιλα. Το ίδιο συνεχίστηκε για βδομάδες, καταλάγιαζε λίγες μέ-
ρες κάθε φορά, μόνο και μόνο για να ξεκινήσει πάλι με ακόμα μεγαλύτερη ένταση, παρασέρνοντας στο διάβα του τις πηχτές βλέννες που συναντούσε.
Αργότερα έμαθα στο κατηχητικό ότι ο ορός που περιοδικά
έτρεχε ποτάμι από τον κόλπο μιας γυναίκας δεν ήταν επ’ ουδε-
νί θεϊκή τιμωρία, αλλά ένα φυσιολογικά απαραίτητο και υγιές κομμάτι στη ζωή της, που θα ’πρεπε όχι μόνο να το δεχόμαστε με χαρά, αλλά και να το γιορτάζουμε.
Παρ’ όλ’ αυτά, προσευχόμουν αδιάκοπα στο Θεό που είχε
χωρίσει την Ερυθρά Θάλασσα στα δύο και την είχε στεγνώσει
την κατάλληλη στιγμή για το λαό που αγαπούσε, κι έλπιζα ότι
μπορεί να σκεφτόταν κι εμένα και να μου χάριζε ένα διάστημα με στεγνά εσώρουχα.
• Θυμάμαι να λέω στη μαμά πως ήθελα να μου τη βγάλουν, να
μου την κόψουν και να την αποτεφρώσουν στο μεγάλο θάλαμο του νοσοκομείου πίσω από το λόφο. Είπε πως ήμουν τρελή.
«Αυτό είναι τρελό!» έβαλα τις φωνές.
«Δεν είναι τρελό, Μασετσάμπα, απλώς είσαι αδιάθετη». 20
«Ε, λοιπόν, είμαι αδιάθετη εξαιτίας αυτού, μαμά».
Η μαμά είπε ότι έλεγα σαχλαμάρες, ότι αυτά περνάνε οι
γυναίκες, κι ότι αν μου την αφαιρούσαν, κάποια μέρα θα μετάνιωνα που δεν θα μπορούσα να φέρω μια ζωή στον κόσμο. Μια ζωή;
Τι μ’ ένοιαζε να φέρω μια ζωή στον κόσμο όταν δεν μπορού-
σα να έχω μια δική μου ζωή; Όταν ζούσα όμηρος ενός κτήνους
μέσα στη λεκάνη μου που όποτε του κάπνιζε άνοιγε το κεφάλι του στα δυο και θυμωμένο έχυνε το περιεχόμενό του στο πάτωμα χωρίς καμιά αφορμή;
Εγώ τι ζωή είχα; Αυτό δεν την ένοιαζε τη μαμά; Όχι, δεν την ένοιαζε.
• Κλείστηκα στον εαυτό μου. Όχι επειδή ήθελα να είμαι μόνη, αλλά επειδή έτσι ήταν πιο εύκολο για όλους. Ο Τσιάμο, ο αδερφός μου, ήταν ο μοναδικός μου φίλος. Οι λεκέδες δεν φαινόταν να τον ενοχλούν όσο τους άλλους. Όπως για παράδειγμα
όταν ο μπαμπάς τού αγόρασε αυτοκίνητο και προσφέρθηκε να με πάει μια βόλτα. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη που έβλεπα τον
Τσιάμο ενθουσιασμένο, ώστε ξέχασα να τρέξω στο σπίτι, ν’ αλ-
λάξω ταμπόν και να βάλω και δεύτερη σερβιέτα. Μόνο όταν βγήκαμε, σαν ανόητοι κι οι δυο, στις τεσσεράμισι το απόγευμα στον αυτοκινητόδρομο και είδα την κίνηση, σκέφτηκα, γαμώτο. Προσπάθησα να μην το σκέφτομαι, ακόμα κι όταν ένιω-
σα κάτι να κολλάει ανάμεσα στα μπούτια μου και ήξερα πως το ταμπόν είχε φουσκώσει από το αίμα και η σερβιέτα είχε γίνει μούσκεμα και η μόνη διέξοδος ήταν μέσ’ από το μπλουτζίν μου
21
και πάνω στο κάθισμα του καινούργιου αυτοκινήτου του Τσιάμο. Προσπάθησα να στρέψω όλη την προσοχή μου στο τραγούδι της Τρέισι Τσάπμαν που τραγουδούσε ο Τσιάμο. Όταν τελικά φτάσαμε σπίτι, έκανε πως δεν το είχε προσέξει, αλλά ήξερα πως το είχε, επειδή τον είδα αργότερα από το παράθυρο του
υπνοδωματίου μου μ’ έναν κουβά γεμάτο σαπουνόνερα κι ένα σφουγγάρι στο χέρι.
• Στο σχολείο καθόμουν πάντα στο τέλος της τάξης, φροντίζο-
ντας να μην έχω ποτέ κανέναν πίσω μου, έτσι ώστε αν τύχαινε να λερώσω τη στολή μου, τουλάχιστον να μην ήμουν η τελευταία που θα το μάθαινε.
Ήμουν έξυπνη και φιλοπερίεργη στο σχολείο, δεν μ’ ενδιέ-
φερε να κάνω παρέα με τους ταραξίες, που οριοθετούσαν την τελευταία σειρά των θρανίων ως δική τους. Αλλά ήξερα ότι αν
ήθελα να κρατηθώ μακριά από τα καχύποπτα βλέμματα των
πιο αδίστακτων κοριτσιών, έπρεπε να είμαι το ίδιο ζόρικη με τις καλύτερες απ’ αυτές.
• Στην πορεία μαθαίνεις μερικά κόλπα. Σκούρα ρούχα, παντελόνι του σκι κάτω από τη σχολική ποδιά, μια φτηνή, παχιά σερ-
βιέτα άγνωστης μάρκας κάτω από την Always Infinity για ν’ απορροφάει την αναπόφευκτη πλημμύρα. Κυκλοφορούσα πά-
ντοτε μ’ ένα ταμπόν στο σουτιέν μου, έτσι ώστε αν έπρεπε να τρέξω, μέσ’ από τον κόσμο, στις τουαλέτες, να μην ήμουν ανα22
γκασμένη να σκύψω πρώτα και να ψαχουλέψω στη σάκα μου.
Μπαλέτο; Ξέχνα το. Συγχρονική κολύμβηση; Πας καλά; Γυμναστική; Ούτε που να με πληρώνουν. Νέτμπολ; Παρακινδυνευμένο. Τρέξιμο; Καμιά φορά.
Δεν πήγαινα σε πάρτι. Δεν κοιμόμουν στα σπίτια φιλενάδων
μου. Η μαμά ήθελε ν’ αποφύγει την προσβολή που θα έφερνε
ένα τηλεφώνημα από κάποιον άλλο γονιό ο οποίος θα την ενη-
μέρωνε πως η κόρη της είχε λερώσει με αίμα τα σεντόνια και το στρώμα. Έκανε πως δεν την πείραζε, αλλά ήξερα πως για την επιθετικότητα της νεαρής μήτρας της κόρης της ένιωθε την ίδια αμηχανία και σύγχυση μ’ όλους τους άλλους.
Έλεγε ας πούμε, «Είναι επειδή τρως πάρα πολύ τυρί! Γι’ αυ-
τό έχεις τέτοιες αιμορραγίες», ή «Αυτά τα ταμπόν που χρησιμο-
ποιείς δεν είναι φυσικά. Δεν αφήνουν την ακαθαρσία να βγει ανεμπόδιστα από μέσα σου».
Θύμωνα όποτε έλεγε τέτοια πράγματα, επειδή ήξερε, όπως
ήξερα κι εγώ, ότι αυτές οι ιστορίες που αφηγούνταν οι γυναίκες του παλιού καιρού ήταν σαχλαμάρες. Όσο τυρί κι αν έτρω-
γα, δεν εξηγούσε τη δυσλειτουργική αιμορραγία της μήτρας
μου και τις ζαλάδες που τη συνόδευαν, τις λιποθυμίες και τους γρήγορους χτύπους μιας καρδιάς που δεν είχε ιδιαίτερους λόγους να καρδιοχτυπά. Ήξερε πως αν ήταν τόσο απλό όσο το ν’
αφήσω την «ακαθαρσία», όπως την έλεγε, να κυλήσει και να βγει ανεμπόδιστα, τότε θα κυκλοφορούσα χωρίς σερβιέτες ή
χαρτί, χωρίς καν εσώρουχα, γυμνή, για να βλέπει όλος ο κό-
σμος, αν αυτό χρειαζόταν για να σταματήσει αυτή η τρέλα που έβγαινε από μέσα.
•
23
Πάντοτε μ’ έπιαναν ζαλάδες, πάντοτε λιποθυμούσα, η καρδιά
μου χτυπούσε πάντα τρελά μες στο στήθος μου. Μπαινόβγαινα στα νοσοκομεία, η μία μετάγγιση μετά την άλλη, το ένα χάπι μετά το άλλο, το ένα επίθεμα μετά το άλλο, η μία ένεση μετά την άλλη.
• Με τον καιρό οι αιμορραγίες καταλάγιασαν, μάλιστα σχεδόν
κόπηκαν μαχαίρι, πέρ’ από κάτι κηλίδες πού και πού μες στο μήνα. Δεν θυμάμαι πώς ή τη συγκεκριμένη μέρα. Μπορεί τελικά να οφειλόταν στην αφαίρεση του ενδομητρίου. Ήμουν πολύ μικρή για να καταλάβω, αλλά θυμάμαι τη μαμά να λέει στη
θεία Πετούνια πως οι γιατροί είχαν πει ότι πέρα από την υστερεκτομή, το μόνο που μπορεί να είχε αποτελέσματα ήταν ο καυτηριασμός της βλεννογόνου της μήτρας.
«Να την κάψουν, μαμά!» θυμάμαι να λέω κλαίγοντας.
Εκείνη μου είχε βάλει τις φωνές να μη μιλάω. Αλλά νομίζω
ότι αφού λιποθύμησα στην πισίνα της rakgadi* Τεμπόγκο στον
παραδοσιακό γάμο της Ντινέο, η μαμά έπαψε να νοιάζεται για τη ζωή που ποτέ δεν θα ήμουν σε θέση να φέρω στον κόσμο και
άρχισε ν’ ανησυχεί περισσότερο για τη ζωή που η ίδια είχε φέρει σ’ αυτόν.
• Αλλά εγώ δεν είχα καμία εμπιστοσύνη κι εξακολουθούσα να * Η θεία από την πλευρά του πατέρα. (Σ.τ.Μ.) 24
κουβαλάω σερβιέτες, ταμπόν, χαρτί τουαλέτας, μωρομάντιλα και μαύρα εσώρουχα όπου κι αν πήγαινα. Όταν ήταν της μόδας οι τσάντες φάκελοι, παρακολουθούσα με ζήλια τα όμορφα κο-
ρίτσια να περιφέρονται στο εμπορικό κέντρο με λίγα χρήματα και ένα λιπ γκλος στα αστραφτερά τσαντάκια τους. Αλλά ήξερα ότι δεν έπρεπε να επαναπαύομαι. Το κτήνος απλώς κοιμόταν, θα ξυπνούσε ανά πάσα στιγμή.
Έτσι, όταν την ημέρα επαγγελματικής κατεύθυνσης* είδα
(μέσ’ από το στενό άνοιγμα ανάμεσα στο τεράστιο σκουφί χειρουργείου, τη μάσκα και τα προστατευτικά γυαλιά που επέμεναν να φοράμε) ένα νευροχειρουργό ν’ ανεβαίνει στο χειρουρ-
γικό τραπέζι για ν’ αφήσει το συνεργάτη του να τον απαλλάξει από το νευρόπονο που τον βασάνιζε στην πλάτη όλο το πρωί, αμέσως κατάλαβα ότι επρόκειτο για ένα μήνυμα από το Θεό, και πως έτσι ακριβώς θ’ αφαιρούσαν κι από μένα το μισητό όργανο και θα το κατέστρεφαν, μια και καλή.
Όταν η μαμά με ρώτησε αργότερα το ίδιο απόγευμα πώς
ήταν η μέρα μου, της είπα πως ήταν θαυμάσια και πως ήμουν
χίλια τα εκατό σίγουρη ότι αυτό που ήθελα ήταν να γίνω γιατρός. Μόλις με άκουσε, χαμογέλασε. Ήταν καλό επάγγελμα,
είπε, και δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι θα γινόμουν
πολύ καλή στη δουλειά μου και μια μέρα θα βοηθούσα πολύ κόσμο.
Δεν είχα σκεφτεί τον κόσμο μέχρι που τον ανέφερε. Εκείνη
τη στιγμή αποφάσισα ότι δεν ήταν φρόνιμο να της πω ότι ήθελα να γίνω γιατρός μόνο και μόνο για να κάνω μια φίλη στη σχο* Job-shadow day: εκπαιδευτικό πρόγραμμα όπου φοιτητές μιας σχολής παρακο-
λουθούν έναν επαγγελματία στο χώρο εργασίας του για ν’ αποφασίσουν σχετικά με την κατεύθυνση που θα πάρουν. (Σ.τ.Μ.)
25
λή, πρόθυμη να προχωρήσει στην υστερεκτομή που όσοι γιατροί είχαμε δει ώς τότε είχαν αρνηθεί να κάνουν.
Όλ’ αυτά όμως ήταν πριν από πάρα πολύ καιρό, και μέχρι
ν’ αποκτήσω τον τίτλο, αυτές οι παιδιάστικες θεωρίες είχαν ξεχαστεί.
26