Πίσω από τους θάμνους - Sara Mesa

Page 1



ΠΊΣΩ ΑΠΌ ΤΟΥΣ ΘΆΜΝΟΥΣ


Τίτλος πρωτοτύπου: Cara de pan © Sara Mesa, 2018

Πρώτη έκδοση στα ισπανικά, Editorial Anagrama S.A. © για την ελληνική έκδοση Εκδόσεις Ίκαρος, 2019

Μετάφραση από τα ισπανικά: Μαρία Παλαιολόγου Επιμέλεια - Διόρθωση: Ελευθερία Κοψιδά

Σχεδιασμός - Εικονογράφηση εξωφύλλου: Χρήστος Κούρτογλου Στοιχειοθεσία - Σελιδοποίηση: Ευτυχία Λιάπη Εκτύπωση: Μητρόπολις Α.Ε.

Βιβλιοδεσία: Ηλ. Μπουντάς - Π. Βασιλειάδης Ο.Ε. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμη-

μάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του

ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με τον ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, της σελιδοποίησης, του εξωφύλλου και γενικότερα όλης της αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

Πρώτη έκδοση: Μάρτιος 2019 ISBN 978-960-572-276-0

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ • ΒΟΥΛΗΣ 4, 105 62 ΑΘΗΝΑ • Τ: 210 3225152 • www.ikarosbooks.gr


Sara Mesa

ΠΊΣΩ ΑΠΌ ΤΟΥΣ ΘΆΜΝΟΥΣ Μετάφραση

Μαρία Παλαιολόγου

ΙΚΑΡΟΣ



ΠΡΏΤΟ ΜΈΡΟΣ

Το πάρκο



Η πρώτη φορά την πετυχαίνει τόσο αμέριμνη, που πετάγεται πάνω με το που τον βλέπει. Η μικρή κάθεται με την πλάτη στον

κορμό του δέντρου, διαβάζοντας ένα περιοδικό, όταν ακούει

τα βήματά του να πλησιάζουν, το τρίξιμο των ξερών φύλλων

καθώς σπάνε, κι ύστερα τον βλέπει, όρθιο μπροστά της, ίσως κάπως ανάστατο αλλά όχι έκπληκτο που τη βρίσκει εκεί, κρυμμένη πίσω από τον φράχτη των θάμνων. Ο γέρος της ζητάει

συγγνώμη, δεν ήθελα να σε τρομάξω! λέει κι ύστερα τη ρωτάει τι διαβάζει, αλλά ανάμεσα στο ένα και το άλλο –τη συγ-

γνώμη και την ερώτηση– η μικρή βρίσκει χρόνο ν’ αντιδράσει. Αυτό, απαντά δείχνοντάς του το περιοδικό, ένα κοριτσίστικο

περιοδικό. Ίσως έτσι –σκέφτεται–, βλέποντας αυτό το περιο­ δικό, που προφανώς δεν είναι για μικρά κορίτσια, να νομί-

σει πως είναι μεγαλύτερη απ’ όσο είναι και ν’ αποφύγει την επικίνδυνη ερώτηση –τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;– αν και στην

πραγματικότητα ο γέρος περιορίζεται να χαμογελάσει και να

κοιτάξει το περιοδικό, επιφυλακτικά. Στην αρχή φαίνεται πως πάει να το πιάσει –τα δάχτυλά του διστάζουν, τεντώνονται

προς τα κει–, αλλά η χειρονομία μένει στη μέση και το χέρι 9


του πέφτει στο πλάι, σαν νεκρό. Ο γέρος κοιτάζει τώρα τη μικρή, ξανά το περιοδικό, τη μικρή, το δέντρο, το μικρό κατα-

φύγιο πίσω από τον καταπράσινο φράχτη και τελικά μιλάει και λέει: τι γράφει το περιοδικό, σε τι αναφέρεται; Η μικρή ξε-

κολλάει την πλάτη της από τον κορμό, γέρνει μπροστά, προς

τα πόδια της που είναι σταυρωμένα και γυμνά. Το δέρμα της έχει τα σημάδια από το ξερό γρασίδι, μικρές κόκκινες κηλίδες ύστερα από τόσες ώρες καθισμένη στο έδαφος. Κοριτσίστικα

πράγματα, λέει. Για μουσική και βιντεο­παιχνίδια και για ται-

νίες και ρούχα, κουτσομπολιά και μουσική, κουτσομπολιά για

τραγουδιστές και ηθοποιούς, θέλω να πω, για τη ζωή τους και

τέτοια. Εγώ απ’ αυτά δεν καταλαβαίνω, λέει εκείνος, αλλά τα λόγια του δεν κρύβουν ούτε μομφή ούτε περιφρόνηση. Κι εγώ

διαβάζω περιοδικά, λέει, αλλά τα δικά μου είναι για πουλιά! Η μικρή, παραξενεμένη, μουρμουρίζει: πουλιά; με τη σκέψη

πως ίσως, λέγοντας πουλιά, ο γέρος ν’ αναφέρεται σε άλλο

πράγμα και της πετάει κάποιον υπαινιγμό. Αυτή η σκέψη με-

γαλώνει την επιφυλακτικότητά της και σκέφτεται ακόμη και να το σκάσει, αλλά ο γέρος αρχίζει να μιλάει και πάλι κι αυτό

που λέει ακούγεται ειλικρινές, χωρίς διφορούμενα. Όχι μονάχα για τα πουλιά, εξηγεί, αλλά για τα πτηνά γενικά και για

τα ζώα γενικότερα, τα εξειδικευμένα περιοδικά για τα που-

λιά δεν είναι και τόσο εύκολο να τα βρεις κι ε ­ πιπλέον είναι και ακριβά! Πριν από καιρό είχε συνδρομή σ’ ένα που δεν υπάρ-

χει πια, ερχόταν στο σπίτι του κάθε βδομάδα κι από κει ήταν που έμαθε όλα όσα ξέρει για τα πουλιά, κι είναι τόσα πολλά!

Ο γέρος μιλάει σαν παιδί –με την εσωστρέφεια και τον ενθουσιασμό ενός παιδιού– και η μικρή τον κοιτάζει με περιέργεια.

Τα πρωινά, σ’ αυτό το πάρκο –συνεχίζει–, δεν είναι δύσκολο 10


να πέσεις πάνω σε κάποιον τσαλαπετεινό κι επίσης όλο και

περισσότερο μπορείς να δεις δαχτυλολαίμηδες παπαγάλους, ακόμη και δεκαοχτούρες, δεν το έχει προσέξει; Η μικρή κουνάει το κεφάλι αρνητικά. Δεν ξέρει καν πώς είναι τα κανονικά περιστέρια, σκέφτεται, πώς να διακρίνει τις δεκαοχτούρες κι επίσης σκέφτεται: τι παράξενος άνθρωπος. Τον κοιτά-

ζει δίχως να σηκώνει εντελώς το κεφάλι της, λοξά, γιατί αυτός εξακολουθεί να είναι όρθιος κι εκείνη καθιστή. Σαρώνει με το βλέμμα της, από κάτω προς τα πάνω, τα κομψά παπούτσια με

τα κορδόνια, το ανοιχτόχρωμο καλό παντελόνι, το ασορτί σακάκι –βαρύ παρά τη ζέστη–, το αθλητικό σακίδιο που κρέμεται στον ώμο του, τόσο αταίριαστο με τα υπόλοιπα. Παρατηρεί τα στρουμπουλά χέρια με τις φακίδες, το μικρό ξανθό κε-

φάλι, τα γυαλάκια με τον μεταλλικό σκελετό και το μουστάκι, τα ανακατεμένα μαλλιά του μισότρελου. Έχει γούστο, αλλά όχι τόσο, ώστε να σταματήσει να βρίσκεται σε επιφυλακή. Ο

γέρος εξακολουθεί να μιλάει. Υπάρχουν εξωτικά είδη που δεν τα έβλεπες πριν, εξηγεί, είδη νέα που όταν εγκλιματίζονται στο καινούριο περιβάλλον μετατρέπονται σε κίνδυνο για τα

αυτόχθονα – αλλά κεκεδίζει λέγοντας αυτόχθονα, χρειάζεται να επαναλάβει τη λέξη τρεις φορές ώσπου την προφέρει σωστά. Εκείνου το ίδιο του κάνει, συνεχίζει, όλα τα είδη του αρέσουν,

και τα ξένα και τα ντόπια, δεν τον ενδιαφέρει από πού έρχονται, είναι πράγματι εκπληκτικά! Παραμένει σκεπτικός κάποιες στιγμές και τότε είναι που αλλάζει η έκφραση στο πρό-

σωπό του. Τα μάτια του στρογγυλεύουν και μεγαλώνουν –σαν να κατανόησε μόλις κάτι–, τρέμει ελαφρά το σαγόνι του. Γίνο-

μαι φορτικός, λέει και ζητά συγγνώμη για δεύτερη φορά. Όχι, όχι, λέει η μικρή από αβρότητα, αλλά εκείνος επιμένει, βα11


ρυαλγής: πάντα μιλάει πολύ και, αν δεν τον σταματήσει κά-

ποιος, μιλάει και μιλάει. Πρέπει κάποιος να τον σταματήσει, προσθέτει απαρηγόρητος, εκείνος από μόνος του είναι ανίκανος να το καταλάβει! Κοιτάζει δεξιά κι αριστερά, σκύβει απότομα το κεφάλι και αποχαιρετάει τη μικρή, που πλέον δεν ξέ-

ρει ούτε τι να πει ούτε τι να κάνει. Όταν τον βλέπει να κάνει στροφή και να διασχίζει άγαρμπα τον καταπράσινο φράχτη, νιώθει ξαλαφρωμένη που έμεινε και πάλι μόνη, αν και όπως και να το κάνουμε, σκέφτεται, αυτός ο άνθρωπος δεν φαινόταν να είναι πρόβλημα, δεν έχει καμιά σχέση με άλλους που συνάντησε άλλες φορές, τους επικίνδυνους άντρες.

Πάνω κάτω την ίδια ώρα, ο γέρος εμφανίζεται ξανά. Τώρα η

μικρή σκέφτεται ότι δεν έχει πλέον γούστο, της μπαίνει η ιδέα ότι ίσως να την κατασκοπεύει. Ωστόσο, η συμπεριφορά του

γέρου είναι τόσο ντροπαλή και δείχνει τόσο σεβασμό, όσο και

την προηγούμενη μέρα. Φοράει τα ίδια ρούχα, έχει την ίδια έκ-

φραση έκπληξης και αιδούς. Αυτή τη φορά της ζητά την άδεια για να καθίσει λιγάκι. Το κάνει στη μεγαλύτερη απόσταση που του επιτρέπουν οι διαστάσεις του καταφύγιου: δεν θα πρέπει

να χωρίζουν πάνω από κάνα δυο μέτρα τον φράχτη και το δέ-

ντρο. Με τα πόδια σταυρωμένα και τα χέρια πάνω στα γόνατά του την κοιτάζει χαμογελαστός, παίρνει βαθιά ανάσα. Δεν δια-

βάζεις σήμερα; ρωτάει, αλλά το ρωτάει όπως θα μπορούσε να έχει ρωτήσει οτιδήποτε άλλο, σκέφτεται η μικρή, για να σπάσει τον πάγο. Εκείνη βγάζει από τη σάκα της ένα βιβλίο, ένα απ’

αυτά που τους έβαλαν ν’ αγοράσουν στο σχολείο, και το δίνει

στον γέρο, που σκύβει για να το πάρει. Σ’ αρέσει; ρωτάει αυτός καθώς το ξεφυλλίζει. Πφφ! Όπως το πάρει κανείς! Το χα12


ζεύω. Εκείνος χαμογελάει και πάλι. Τι τρέχει, τόσο πολύ βαριέσαι; Όχι, λέει εκείνη. Κι ύστερα προσθέτει: νορμάλ, βαριέμαι νορμάλ.

Ποτέ δεν του άρεσε να διαβάζει. Μονάχα τα περιοδικά με

τα πουλιά του, λέει, ή για τη φύση γενικότερα. Με τα μυθιστορήματα όμως χάνεται. Πάντα όταν αρχίζει να διαβάζει κάποιο, το μυαλό του πάει αλλού, όχι επειδή αποσπάται, αλλά εντελώς

το αντίθετο, επειδή μπαίνει πολύ μέσα στην ιστορία! Κολλάει

στον πρωταγωνιστή ή σε οποιονδήποτε άλλο χαρακτήρα και φαντάζεται πως εκείνοι είναι αυτός ή πως αυτός είναι εκείνοι.

Δεν μπορεί να αποφύγει να αλλάξει την ιστορία, να φαντάζε-

ται τι θα έκανε αυτός αν ήταν εκεί μέσα, να διαλέγει τη μια ή την άλλη κατεύθυνση από μόνος του. Μερικές φορές μπαίνει σε διάφορους χαρακτήρες ταυτόχρονα και γίνεται τρομερό

μπέρδεμα. Όταν το αντιλαμβάνεται, συλλαμβάνει τον εαυτό

του να διαβάζει χωρίς να καταλαβαίνει τι. Μπορεί να διαβά-

σει ολόκληρες σελίδες δίχως να πάρει χαμπάρι, ενώ οι σκέψεις του πετάνε ελεύθερες! Δεν της συμβαίνει κι εκείνης αυτό; Η μικρή ανασηκώνει τους ώμους της. Ούτε και σ’ εκείνη αρέσει να διαβάζει, παραδέχεται.

Τότε γιατί έχεις το βιβλίο στη σάκα σου;

Ένα κοτσύφι περνάει μέσα από τον φράχτη των θάμνων, τους

βλέπει και απομακρύνεται με μεγάλη ταχύτητα, γεμίζει ο τόπος φτεροκόπημα. Η εμφάνιση του κότσυφα αποσπά την προσοχή του γέρου και δίνει χρόνο στη μικρή να σκεφτεί την απάντηση που αξίζει σε μια τόσο ανόητη ερώτηση: Γιατί έχει βιβλίο στην τσάντα της; Δεν θ’ αναφέρει το σχολείο. Αν το αναφέρει, εκείνος θα την ρωτήσει σε τι τάξη πάει και θα κάνει τους λογαρια-

σμούς του. Μπορεί να πει ότι το βιβλίο είναι του αδερφού της. 13


Ένα βιβλίο που δανείστηκε από το δωμάτιο του αδερφού της –πράγμα το οποίο έχει μια λογική, με δεδομένο ότι ο αδερφός

της έχει βουνά από βιβλία και τώρα που δεν είναι εκεί, εκείνη

μπορεί να δανειστεί όλα όσα θέλει. Αυτό ακριβώς πάει να πει, ότι το βιβλίο είναι του αδερφού της, όταν ο γέρος σηκώνεται, τινάζει τα ίχνη του γρασιδιού από το παντελόνι του και τεντώνει τα χέρια του και τα πόδια του σαν να τον πονούσαν όλες του

οι αρθρώσεις. Ωχ! παραπονιέται, δεν έχει πια το σώμα για να κάθεται στο έδαφος σαν ινδιάνος! Η μικρή αναρωτιέται πόσο χρονών να είναι αυτός ο γέρος που, εντελώς ακατανόητα, δεν την έχει ρωτήσει ακόμη την ηλικία της.

Σκέφτηκε ν’ αλλάξει κρυψώνα, αλλά δεν βρίσκει καμιά το ίδιο καλή όσο αυτή. Παρότι ο κορμός του δέντρου είναι εύρωστος και σκληρός, έχει μια αρκετά ομαλή κοιλότητα στην οποία μπο-

ρεί να στηρίξει άνετα την πλάτη της. Τα κλαδιά είναι γεμάτα από μικρά απαλά φύλλα, πράσινα μεταξένια, που πέφτουν στα

πλαϊνά φτιάχνοντας ένα είδος σκέπαστρου με τις φωτοσκιά-

σεις τους. Η μικρή δεν έχει παρά να διασχίσει τον καταπράσινο

φράχτη από τη μεριά που είναι λιγότερο πυκνός, όσο ακριβώς χρειάζεται για να μπορεί να περάσει. Μόλις μπει εκεί μέσα, ανάμεσα στον φράχτη και το δέντρο, αρκεί να καθίσει για να

μην μπορεί να τη δει κανείς, ακόμη και οποιοσδήποτε περνάει

πολύ κοντά –με την προϋπόθεση να μην κοιτάξει επί τούτου. Αν

κάποια στιγμή θέλει να πάει για κατούρημα μπορεί να το κάνει εκεί, σε μια άκρη, αφού είναι σχεδόν σίγουρο πως δεν θα την δει κανείς. Επιπλέον, αυτή την ώρα το πάρκο είναι άδειο. Φτάνει γύρω στις οκτώ και μισή, όλο βιασύνη και με το κεφάλι σκυφτό, προσπαθώντας να περπατά με αυτοπεποίθηση –μ’ αυτή 14


την αυτοπεποίθηση που έχει παρατηρήσει στις μεγάλες κοπέ-

λες, αυτές που είναι στην εφηβεία–, με τη σάκα στην πλάτη, τα παπούτσια να σέρνονται, τ’ ακουστικά στ’ αυτιά. Ποτέ δεν

πέφτει πάνω σε κανέναν και μονάχα κάποιες φορές, από μακριά, διακρίνει τους εργάτες των πάρκων και των κήπων, με

τις φόρμες τους και σε διαρκή απασχόληση. Στις έντεκα τρώει το σάντουιτς, στη μία λαγοκοιμάται λιγάκι –δεν το έχει σχεδιάσει έτσι: απλώς η ζέστη του μεσημεριού την αποκοιμίζει– και στις δύο είναι έτοιμη να ξαναβγεί και να γυρίσει στο σπίτι της. Διασταυρώνεται με τα παιδιά που βγαίνουν απ’ το πιο κοντινό

σχολείο –με τα παιδιά και τους γονείς ή τους παππούδες τους απ’ το χέρι–, αλλά κανείς δεν σταματάει όταν τη βλέπει: είναι μεγάλο κορίτσι δίπλα σ’ αυτά τα παιδιά, μια μεγαλύτερη που

δεν χρειάζεται πια να πηγαίνουν να την παίρνουν. Είναι πιθανό να υπάρχουν κι άλλα καταφύγια στο πάρκο, υπάρχουν σειρές και σειρές από καταπράσινους φράχτες που θα πρέπει να τα

κρύβουν, αλλά δεν μπόρεσε να τα βρει και δεν την συμφέρει

να τριγυρίζει εκεί ύποπτα. Τις πρώτες μέρες, σε άλλο πιο μεγάλο πάρκο αλλά και πιο πολυσύχναστο, την πλησίασαν δυο

άντρες που έκαναν πολλές ερωτήσεις. Ένας απ’ αυτούς μάλιστα την έπιασε απ’ το χέρι, προσπάθησε να την πείσει να του κάνει παρέα για να πάνε περίπατο μαζί. Μια γυναίκα επίσης –μια ηλικιωμένη– θέλησε να μάθει γιατί βρισκόταν εκεί, αν την

περίμεναν κάπου αλλού και αν οι γονείς της ήξεραν γι’ αυτή την εκδρομή –εκδρομή εδώ της φάνηκε υπερβολικός και κακόβουλος όρος. Η μικρή αποφάσισε να αναζητήσει ετούτο το άλλο

πάρκο, πιο ήρεμο και απόμερο, όπου κανείς δεν της κάνει ερωτήσεις. Σ’ αυτό το καταφύγιο έχει μέρες τώρα που έρχεται χω-

ρίς άλλες αποσπάσεις εκτός από τον γέρο, που εμφανίστηκε 15


δυο συνεχόμενες μέρες. Αλλά αυτό, λέει στον εαυτό της, που

του την έδωσε να έρθει δυο φορές, δεν σημαίνει ότι δεν θα το κάνει κάθε μέρα.

Και πράγματι το κάνει.

Αυτή τη φορά, πριν καθίσει, βγάζει από την τσέπη του ένα

μαντίλι, το ανοίγει τελετουργικά και το απλώνει πάνω στο γρασίδι. Είναι για να μη λερωθώ! λέει, αλλά η μικρή προσέχει πως

έτσι κι αλλιώς είναι λερωμένος, φοράει πάλι εκείνο το ανοιχτόχρωμο παντελόνι, τελείως ακατάλληλο για περίπατο στο πάρκο,

κατασκονισμένο, με τα ρεβέρ να σέρνονται κατάμαυρα από την επαφή με το έδαφος. Ο γέρος είναι ιδρωμένος, μια τούφα απ’

τα μαλλιά του είναι κολλημένη στο μέτωπο, οι φακοί των γυα-

λιών του λεκιασμένοι κι επιπλέον κάτι μικρά κιάλια κρέμονται απ’ τον λαιμό του και κάνουν ακόμη πιο εκκεντρική την εμφά-

νισή του. Ωστόσο, παρά την ατημελησιά του, υπάρχει κάτι πάνω του που της θυμίζει έναν παλιό γείτονα που είχε, έναν ιδιαί­τερα

επιφανή καθηγητή, πολύ κομψό –αυτό έλεγε η μητέρα της: πως ήταν ιδιαίτερα διακεκριμένος και κομψός–, κάτι που έχει να κάνει με τον τρόπο που συμμαζεύει τα μαλλιά του κι επίσης με τις φα-

κίδες των χεριών του, αυτή η λευκότητα στο δέρμα του σχεδόν κοκκινομάλλη, πολύ σπάνια να τη βρεις.

Τι θέλει από κείνη; Προσπαθεί να πλησιάσει το φλέγον ζή-

τημα; Την ηλικία της; Το γεγονός πως μια μικρή της ηλικίας της

βρίσκεται εκεί, στο πάρκο, ακουμπισμένη σ’ ένα δέντρο αυτή την ώρα; Αν πρόκειται γι’ αυτό, ο γέρος κάνει κυκλωτικές κινήσεις για να την παγιδεύσει, όπως τα αρπακτικά που παρακολουθούν τo θήραμά τους με το πάσο τους προτού επιτεθούν.

Μπορεί να φιλοδοξεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη της για να την κυνηγήσει μετά αιφνιδιαστικά. 16


Αυτά σκέφτεται η μικρή με ψυχραιμία και κάποια σύγχυση,

αλλά τώρα που είναι εκεί, που τον παρατηρεί προσεκτικά, δεν της είναι και τόσο ξεκάθαρο. Μπορεί να είναι μονάχα ένας τύπος που βαριέται, ένας από κείνους κοντά στη σύνταξη που δεν

ξέρουν τι να κάνουν με τον ελεύθερο χρόνο τους, κάποιος κολλητσίδας, κάποιος μαλακοπίτουρας, μπορεί και πορνόγερος. Αλλά όχι καρφί. Δεν φαίνεται να είναι εναντίον της.

Ο γέρος βάζει το δάχτυλό του πάνω στα χείλη του και κλεί-

νει τα μάτια. Επικεντρώνεται στο άκουσμα του κελαηδίσματος ενός πουλιού που πέταξε από πάνω τους. Η μικρή δεν μιλάει,

περιμένει με κομμένη την ανάσα. Κοκκινολαίμης! ανακοινώνει ο γέρος τελικά, θριαμβευτικά.

Την ενοχλεί που έχει πάρει τέτοιον αέρα. Εκείνο ήταν το μέ-

ρος της, αποκλειστικά δικό της, μα δεν υπάρχουν άλλα μέρη στο πάρκο;

Την επόμενη μέρα της πηγαίνει μια πετσέτα. Μια λεπτή, παλιά και σκληρή πετσέτα μπεζ με καφετί μαίανδρους στα πλαϊ­νά. Όταν τη βγάζει από το σακίδιό του για να της την προσφέ-

ρει, της έρχεται η μυρωδιά φτηνού απορρυπαντικού. Έτσι δεν θα χρειάζεται να κάθεσαι κατάχαμα, λέει ο γέρος, υπάρχουν

πολλά ζωύφια και το γρασίδι τσιμπάει! Η μικρή παίρνει την

πετσέτα καχύποπτα. Η αλήθεια είναι πως είχε σκεφτεί να πάρει μια από το σπίτι της, αλλά η μητέρα της είναι πολύ οργανωμένη κι έχει τόσο αλάθητο μυαλό που θα καταλάβαινε αμέσως πως λείπει. Επιπλέον, στην οικογένειά της δεν χρησιμοποιούν τέτοιες λεπτές και παλιές πετσέτες. Όλες είναι χνουδωτές, πολύ μεγάλες κι απαλές, εκατοταεκατοβαμβάκι –όπως λέει πάντοτε η μητέρα της–, όπως και τα εκατοταεκατοβαμβάκι σε-

17


ντόνια και τα εκατοταεκατοβαμβάκι εσώρουχα: είναι οι καλύτερες, αλλά της μικρής δεν της κάνουν γιατί πιάνουν πολύ χώρο

και δεν μπορεί να την κρύψει στη σάκα της. Οπότε τον ευχαριστεί, παρότι μουρμουρίζει: δεν μπορώ να την πάρω μαζί μου

στο σπίτι. Γιατί; ρωτάει ο γέρος, γιατί δεν μπορείς να την πας

σπίτι; Η μητέρα μου θα ρωτούσε πού την βρήκα, απαντά εκείνη, είναι ολοφάνερο! Ο γέρος σηκώνει το φρύδι του σκεπτικά, σαν να μην έχει καταλάβει ακριβώς. Να της πεις την αλήθεια! Να

της πεις πως σ’ τη χάρισα εγώ, να μη νομίσει πως την έχεις κλέψει, έτσι δεν είναι; Η μικρή τον κοιτάζει σιωπηλή, με την πετσέτα ακόμη στο χέρι, να σέρνεται στο έδαφος κι εκείνος, επί-

σης ό ­ ρθιος, την κοιτάζει παραξενεμένος, θα πρέπει να πρόσεξε κάποια αλλαγή πάνω της, η απόσταση ασφαλείας. Τι τρέχει;

λέει τελικά. Έκανα κάτι κακό; Η μικρή κουνάει το κεφάλι της. Όχι, όχι, μονάχα που δεν της αρέσει να την φροντίζουν. Γιατί; Τι κακό έχει να φροντίζεις τους άλλους; Η μικρή δεν απαντά. Απλώνει την πετσέτα και κάθεται στο κέντρο, χωρίς ν’ αφήσει

χώρο για τον γέρο. Εκείνος κάθεται κατόπιν στο γελοίο του μαντίλι, όσο πιο μακριά μπορεί. Να περιμένει ο γέρος πως θα τον

καλέσει να καθίσει δίπλα της, στην πετσέτα, πλάι πλάι, σαν

δυο φίλοι που είχαν βγει για πικ νικ; Θα είναι αγένεια από μέρους της αν δεν το κάνει; Είναι τόσο μπερδεμένη, που δεν ξέρει πλέον τι είναι το σωστό: ούτε γενικά το σωστό ούτε το σωστό γι’ αυτή εκείνη τη στιγμή.

Ο γέρος την ρωτάει αν έπαψε πλέον να διαβάζει περιοδικά

κι εκείνη απαντάει πως όχι. Αν της αρέσουν τα ζώα κι εκείνη

λέει πφφ! Αν της αρέσει η μουσική κι εκείνη λέει και βέβαια. Τη ρωτάει ποιο είδος μουσικής κι εκείνη απαντάει πως δεν ξέ-

ρει. Τη ρωτάει αν θέλει να φύγει κι εκείνη του λέει ότι δεν τη 18


νοιάζει. Τότε αυτός παύει να μιλά, η σιωπή μεγαλώνει κι όλα

ησυχάζουν: ακόμη και το μακρινό μουρμουρητό μιας μηχανής

για το γρασίδι κόβεται, απότομα. Η μικρή νιώθει πάνω της όλο το βάρος της αμφιβολίας, σηκώνει το βλέμμα και τον περιεργάζεται. Για πρώτη φορά στέκεται στο πρόσωπό του και προσέχει

τα γαλανά μάτια, μικρούτσικα πίσω από τα γυαλιά και το λεπτό

μουστάκι που γυρίζει ελαφρά προς τα πάνω –τόσο απαρχαιωμένο, σκέφτεται, κανείς σήμερα δεν έχει τέτοιο μουστάκι. Θα

πρέπει να ήταν σκληρό το βλέμμα της, γιατί ο γέρος δεν κατα-

φέρνει να την κοιτάξει κατάματα. Σκύβει το κεφάλι, παίρνει φόρα με τα χέρια του και σηκώνεται. Μαζεύει το μαντίλι του,

το διπλώνει προσεκτικά και το βάζει στην τσέπη του παντελονιού. Μια παλιά πετσέτα είναι μια παλιά πετσέτα, λέει, δεν θα

έπρεπε να δημιουργεί τέτοιο πρόβλημα! Την έφερε για να την βοηθήσει όχι να της δημιουργήσει πρόβλημα. Αναστενάζει μελαγχολικά. Ακόμη μια φορά έγινα φορτικός! λ ­ έει. Γιατί φυτρώ-

νει εκεί που δεν τον σπέρνουν; Η μικρή δεν ξέρει τώρα τι να κάνει. Τον κοιτάζει ανήσυχη, τον ­ρωτάει αν θέλει να του επιστρέψει την πετσέτα. Βέβαια, αφού εσύ δεν την θέλεις, απαντά εκείνος. Η μικρή του τη δίνει κι εκείνος τη φυλάει στο σακίδιό του, όπως όπως, πιέζοντάς την για να χωρέσει μαζί με τα

υπόλοιπα πράγματά του. Έγινα φορτικός! επαναλαμβάνει πολλές φορές κι ύστερα, χαμηλόφωνα: ήταν μονάχα μια πετσέτα.

Όταν φεύγει, η μικρή ξανακάθεται –τώρα πάνω στο γρα-

σίδι– και κοιτάζει τον ουρανό, σκεπτική. Να θύμωσε; Θα την καταγγείλει; Τι θα έπρεπε να έχει κάνει για να το αποφύγει; Να

μην του πάει κόντρα; Να δεχτεί το παράλογο δώρο του, εκείνη την παλιά πετσέτα που μύριζε χίλια πλυσίματα; Υπήρχε λόγος να γίνει ανάγωγη;

19


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.