ΙΔΙΟΠΑΘΕΙΑ
Τίτλος πρωτοτύπου: Idiopathy © Sam Byers, 2012
Πρώτη έκδοση στα αγγλικά Απρίλιος 2013
© για την ελληνική έκδοση Εκδόσεις Ίκαρος, 2013 Μετάφραση από τα αγγλικά: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου Τυπογραφική επιμέλεια: Ελευθερία Κοψιδά Σχεδιασμός - Εικονογράφηση εξωφύλλου:
Χρήστος Κούρτογλου - Indyvisuals Collective
Στοιχειοθεσία - Σελιδοποίηση: Εκδόσεις Ίκαρος
Εκτύπωση: Φωτόλιο & Τύπικον Γραφικές Τέχνες Α.Ε. Βιβλιοδεσία: Ι. Μπουντάς - Π. Βασιλειάδης Ο.Ε. Πρώτη έκδοση: Νοέμβριος 2013 ISBN 978-960-9527-97-2
70 Χρόνια Εκδόσεις Ίκαρος 1943–2013 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ • ΒΟΥΛΗΣ 4, 105 62 ΑΘΗΝΑ • Τ: 210 3225152 • www.ikarosbooks.gr
Sam Byers
ΙΔΙΟΠΑΘΕΙΑ Μετάφραση - Σημειώσεις
Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
ΙΚΑΡΟΣ
ιδιοπάθεια ουσιαστικό
Ασθένεια ή πάθηση που προκύπτει αυτομάτως ή από άγνωστο αίτιο.
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: τέλη 17ου αι., εκ του αρχαίου ελληνικού ίδιος (προσωπικός, ιδιαίτερος) + πάθος (ασθένεια)
Ubi pus, ibi evacua
(Όπου υπάρχει πύον, να εκκενούται)
Σχετικά πρόσφατα, στη διάρκεια μιας οικογενειακής συνάθροισης, την οποία η μητέρα της Κάθριν είχε χαρακτηρίσει με τον όρο
«διαδικασία κατεπείγοντος», και παρά ταύτα η αδελφή της Κάθριν κατάφερε να μην παρευρεθεί, η μητέρα της Κάθριν επέδειξε
στους παρόντες γύρω από το τραπέζι συγγενείς τις φωτογραφίες που είχε πάντα στο πορτοφόλι της. Οι συγγενείς ήταν ως επί το
πλείστον του ηλικιωμένου είδους, και ο αδιασάλευτος ενθουσιασμός τους για τις φωτογραφίες εν γένει αποτελούσε ένα φαινόμενο που η Κάθριν ανέκαθεν αδυνατούσε να κατανοήσει. Στα μάτια
της, το ενενήντα τοις εκατό των φωτογραφιών (και των συγγενών) δεν παρουσίαζαν καμία διαφορά μεταξύ τους. Το ένα χαμογελαστό παιδί ήταν σχεδόν ολόιδιο με το άλλο· ο ένας γάμος δεν ξεχώριζε σε τίποτε από τον άλλο· και δεδομένου ότι η οικογένειά της
συνήθιζε ως επί το πλείστον να παραθερίζει σε θλιβερά προβλέψιμα μέρη, οι φωτογραφίες που προέκυπταν από τα ταξίδια στο
εξωτερικό ήταν επίσης πανομοιότυπες. Έτσι, ενώ οι άλλοι συγγενείς –η Θεία Τζόαν και ο Θείος Ντικ και η αλλόκοτα αποπνευματωμένη κόρη τους, η Ίζαμπελ, συν άλλα δυο τρία αδιαφοροποίητα γερόντια, που η Κάθριν θυμόταν μεν αμυδρά αλλά ουδε-
μία πρόθεση είχε να ανανεώσει τη γνωριμία μαζί τους– μουρμούριζαν «ωωω!» και «μμμ!» μπροστά στις φωτογραφίες όπως άλλοι
μπροστά σε ένα ιδιαιτέρως λαχταριστό και καλοφτιαγμένο γλυκό, η Κάθριν παρέμενε σιωπηλή και απλώς μετακινούσε το βλέμμα της, όπως έκανε συνήθως σε τέτοιες περιστάσεις, από τη μη-
τέρα της στο ρολόι της και τούμπαλιν, χωρίς ωστόσο να βρίσκει πουθενά την παραμικρή διαβεβαίωση ότι η συνάθροιση θα έληγε συντόμως.
Το πορτοφόλι της μητέρας της Κάθριν, σε αντίθεση με τα χέ-
ρια που το κρατούσαν, ήταν στιλπνό και φρέσκο· πρόσφατη αγορά, όπως τύχαινε να γνωρίζει η Κάθριν, από το πολυκατάστημα
Liberty, όπου η μητέρα της Κάθριν συχνά υπερέβαινε το βαλάντιό της.
«Τι υπέροχο πορτοφόλι», είπε μια κάποια μακρινή εξαδέλφη,
έχοντας πλήρη συναίσθηση ότι όποιο αξεσουάρ επεδείκνυε δημοσίως η μητέρα της Κάθριν, έπρεπε να αποσπά τουλάχιστον ένα
σχόλιο θαυμασμού, αλλιώς βρισκόταν με συνοπτικές διαδικασίες σε κάποιον από τους σάκους με τα εγκαταλελειμμένα αποκτήματα που εναπόθετε με ανησυχητική συχνότητα στο τοπικό
κατάστημα μεταχειρισμένων ειδών. Ξαφνικά η Κάθριν σκέφτηκε πως, αν οι συγγενείς επεδείκνυαν μια ανάλογη αίσθηση καθήκοντος και όσον αφορά τους άνδρες στη ζωή της μητέρας της, ίσως η μητέρα της να ζούσε τώρα σε πολύ διαφορετικές συνθήκες.
«Μα δεν είναι κουκλί;» είπε η μητέρα της Κάθριν, όπως ήταν ανα-
μενόμενο. «Από το Liberty. Κελεπούρι. Αδύνατο ν’ αντισταθώ».
Οι φωτογραφίες ήταν εξαιρετικά καλοδιατηρημένες, αν σκε-
φτεί κανείς ότι η μητέρα της Κάθριν συμπεριφερόταν στα περισ-
σότερα αντικείμενα σαν να ήταν αθάνατα και μετά, ατενίζοντας με απελπισία το κουφάρι τους, παραπονιόταν για την κατά βάση τσαπατσούλικη κατασκευή των πραγμάτων τη σήμερον ημέρα.
«Κοίτα αυτές», είπε η μητέρα της Κάθριν, αναφερόμενη στις
φωτογραφίες, με τον ίδιο ακριβώς τόνο στη φωνή της όπως και όταν μιλούσε για το τσαντάκι. «Μα δεν είναι υπέροχες;»
Έδωσε την πρώτη για να περάσει από όλους – μια ασπρόμαυ-
ρη φωτογραφία τύπου ταυτότητας, όπου η αδελφή της Κάθριν
κρατούσε σφιχτά ένα άτονο αρκουδάκι. Τα μάτια του που κοιτούσαν ψηλά και η πλήρης χαλαρότητα των μελών του έκαναν
το πλάσμα εκείνο να μοιάζει σαν ναρκωμένο, προσδίδοντας στη
Χέιζελ (όπως το έβλεπε τουλάχιστον η Κάθριν) έναν αέρα καταχθόνιου απαγωγέα παιδιών.
«Το αρκουδάκι το έλεγαν Μπλουτ», είπε η μητέρα της Κάθριν,
ενώ η φωτογραφία άλλαζε χέρια, «αλλά ένας Θεός ξέρει γιατί. Κατάντησε έτσι σαν κουρέλι όταν η μικρή έκανε εμετό επάνω
του και αναγκαστήκαμε να το βάλουμε στο πλυντήριο. Δεν είχε μείνει ούτε ένα πράγμα που κάποια στιγμή να μην έκανε εμετό επάνω του αυτό το κορίτσι. Πραγματικά, κράση σπουργιτιού».
«Πολύ κρίμα που δεν μπόρεσε να έρθει σήμερα», είπε κάποιος.
«Αχ, το ξέρω», είπε η μητέρα της Κάθριν. «Αλλά τώρα τελευ-
ταία δεν έχει ούτε λεπτό ελεύθερο χρόνο. Δουλεύει, δουλεύει, όλο δουλεύει. Κι είναι κι αυτή η φοβερή ιστορία με τις αγελάδες...»
Πολλά κεφάλια ένευσαν καταφατικά, και παρόλο που η Κάθριν
δεν ήταν σίγουρη, και αργότερα έπεισε τον εαυτό της ότι απλώς
το φαντάστηκε, για μια στιγμή τής φάνηκε πως πάνω από ένα ζευγάρι μάτια στράφηκαν φευγαλέα προς το μέρος της με εκείνο
το αντανακλαστικό της μομφής που χαρακτηρίζει πάντα τις οι-
κογενειακές συγκεντρώσεις: η παρουσία εκεί συνδεόταν άμεσα με την εργασία. Όλοι ήταν ευγνώμονες αν πήγαινες, αλλά ταυτόχρονα θεωρούσαν ότι η δουλειά σου δεν ήταν ούτε σημαντική ούτε απαιτητική, αφού οι συγγενείς με σημαντικές και απαιτητικές δουλειές ήταν πολύ απασχολημένοι για να παρίστανται
11
πάνω από μια φορά το χρόνο, οπότε και γίνονταν δεκτοί σαν ιππότες που επέστρεφαν από σταυροφορία και εν συνεχεία άκουγαν όλη τη μέρα παροτρύνσεις να φύγουν μην τυχόν και σταθεί
τίποτε εμπόδιο στη δουλειά τους. Η αδελφή της Κάθριν απολάμβανε χρόνια τώρα αυτόν το ρόλο, και η Κάθριν πάντα ενοχλούνταν που όσο σπανιότερα εμφανιζόταν η Χέιζελ, τόσο πιο αγία και πτώμα στη δουλειά την έβλεπαν όλοι, ενώ όσο περισσότερες παρουσίες είχε η Κάθριν και όσο προσπαθούσε να ενδιαφέρεται
για την οικογένεια, τόσο πιο πολύ θεωρούσαν οι άλλοι πως έχει
χαραμίσει τη ζωή της. Στην προκειμένη περίπτωση, βέβαια, τα
πράγματα διέφεραν λιγάκι, αφού οι μισοί δρόμοι ήταν κλειστοί
λόγω των αγελάδων. Όσοι είχαν καταφέρει να φτάσουν, απέπνεαν μια βλοσυρή υπερηφάνεια, λες και είχαν διασχίσει πολεμική ζώνη. Η Κάθριν δεν έδινε δεκάρα για τις αγελάδες, απολάμβανε
όμως τον στιγμιαίο θαυμασμό που έμοιαζε να έχει εμπνεύσει η παρουσία της.
Η δεύτερη φωτογραφία δεν εμφανίστηκε παρά μόνο αφού η
πρώτη ολοκλήρωσε τον κύκλο. Ήταν ο πατέρας της Κάθριν, ντυμένος με κλασικό μαύρο αδιάβροχο τζάκετ, και πόζαρε αμήχανος κρατώντας καραμπίνα.
«Νά κι ο Νικ», είπε η μητέρα της Κάθριν. «Ποτέ του δεν χτυ-
πούσε τίποτα, βέβαια, αλλά του άρεσε να παίζει το ρόλο. Περιττό να σας πω πως είχε όλο τον εξοπλισμό, αλλά έτσι ήταν ο Νικ.
Καλός στο σχεδιασμό, χάλια στην εκτέλεση. Εγώ την έχω πάρει τη φωτογραφία».
Έκανε μια παύση όλο σημασία πριν τη δώσει για να κάνει τον
κύκλο, εκμαιεύοντας μερικά νεύματα συμπόνιας από τις θείες
και τους θείους. Από τότε που θυμόταν η Κάθριν, η μητέρα της έπαιζε πάντα με επιτυχία το χαρτί της συμπόνιας όποτε γινόταν λόγος για τον άνδρα που έγινε πατέρας των παιδιών της, έκατσε 12
μαζί τους κάνα δυο χρόνια κι έπειτα σηκώθηκε και πήγε στην Ελλάδα με μια γυναίκα που είχε γνωρίσει σε ένα ιατρείο περιμένοντας να του μετρήσουν τη χοληστερίνη. Η Κάθριν λάμβανε δύο
κάρτες το χρόνο από τον πατέρα της, μια τα Χριστούγεννα και μια στα γενέθλιά της, κι άλλη μια τρίτη εκτάκτως αν τυχόν είχε
επιτύχει κάτι άξιο λόγου. Της είχε τηλεφωνήσει και μια φορά, τύφλα στο μεθύσι και προφανώς εν μέσω μιας ιλιγγιώδους κρίσης
μέσης ηλικίας, για να της πει να έχει πάντα το νου της μεγαλώνοντας μη γίνει σαν τους γονείς της – είτε τον έναν είτε τον άλλον.
Η φωτογραφία έκανε το γύρο του τραπεζιού και την ακολού-
θησε, με απόλυτη ακρίβεια, ένα έγχρωμο ενσταντανέ του Χόμερ, του σκύλου της οικογένειας, ο οποίος, καθότι δεν ήταν και
ο εξυπνότερος των σκύλων, πραγματοποίησε κάποτε το σάλτο μορτάλε κυνηγώντας ένα μπαλάκι του τένις πάνω από μια σειρά
κομμένα δέντρα, με αποτέλεσμα να καρφωθεί σε ένα σπασμένο κλαδί και να αναγκάσει την Κάθριν, που του είχε πετάξει το
μπαλάκι, να εξηγήσει μετά στη μητέρα της για ποιο λόγο ο πολυαγαπημένος της μούργος ήταν νεκρός και μάλιστα ακόμα περασμένος στο κλαδί, ενώ η κόρη της παρέμενε παραδόξως σώα και αβλαβής και με τα μάτια ασυγχώρητα στεγνά.
Η επόμενη και, όπως αποδείχθηκε, τελευταία φωτογραφία
ήταν ο Ντάνιελ, με το χριστουγεννιάτικο καπελάκι του βαλμένο στραβά, να υψώνει το ποτήρι από την αυτοκρατορική του θέση πίσω από μια πελώρια ψητή γαλοπούλα.
«Ααχ», είπε η μητέρα της Κάθριν. «Νά κι ο Ντάνιελ, κοιτάξτε.
Τι γλυκός. Τον είχατε γνωρίσει τον Ντάνιελ; Α, ναι, φυσικά, είχε έρθει σ’ εκείνο εκεί, τότε, πριν από μερικά χρόνια. Γοητευτικότατος. Αξιολάτρευτος. Την καημένη την Κάθριν. Ήταν το κελεπούρι που έχασες, ε, καλή μου;»
«Δεν θα το έλεγα», είπε η Κάθριν. «Όχι». 13
«Παραμένει ευαίσθητο θέμα», είπε η μητέρα της Κάθριν χαμο-
γελώντας της με τρόπο μητρικό – πράγμα που έκανε μόνο δημοσίως. «Φυσικά, ο Ντάνιελ τα πάει θαυμάσια, σε αντίθεση με κά-
ποιους άλλους – ονόματα δεν λέμε». Το βλέμμα της, αλλάζοντας
σαν τα ρευστά ψηφία ηλεκτρονικού ρολογιού, έγινε πιο αυστηρό. «Είναι τόσο εύκολο να βρεθεί κανείς κολλημένος, έτσι δεν είναι;»
Έβαλε και την τελευταία φωτογραφία ξανά στη θέση της στο
πορτοφόλι της, έκλεισε το κούμπωμα και επέστρεψε το πορτοφόλι
στην τσάντα της, επιτρέποντας σε όλους να ρίξουν ένα στιγμιαίο
βλέμμα στην Κάθριν κι έπειτα να κοιτάξουν αμήχανοι το τραπέζι, μένοντας αμίλητοι έως την ευπρόσδεκτη στιγμή της άφιξης του καφέ, οπότε και η Κάθριν ζήτησε ευγενικά συγγνώμη ώστε να πάει στην τουαλέτα και να σκίσει στα δύο ένα ολόκληρο ρολό χαρτί.
Η Κάθριν δεν ήθελε να θεωρεί τον εαυτό της θλιμμένο άνθρωπο.
Της ακουγόταν ηττοπαθές. Στερημένο από την εκρηκτικότητα της οργής ή της μανίας. Ήταν όμως αναγκασμένη να παραδεχτεί
ότι τον τελευταίο καιρό ξυπνούσε θλιμμένη πολύ συχνότερα απ’ ό,τι χαρούμενη. Εκείνο, βέβαια, που δεν παραδεχόταν και ούτε
επρόκειτο ποτέ να παραδεχτεί, ήταν ότι αυτό είχε οποιαδήποτε σχέση με τον Ντάνιελ.
Δεν την είχε και κάθε πρωί αυτή τη θλίψη, παρόλο που, ομολο-
γουμένως, της συνέβαινε περισσότερα πρωινά από όσο θα ήταν
ιδανικό. Τα Σαββατοκύριακα ήταν χειρότερα· οι καθημερινές έπαιζαν. Ο καιρός ήταν ως επί το πλείστον άνευ σημασίας.
Η πολλή ώρα μπροστά στον καθρέφτη δεν βοηθούσε. Η Κά-
θριν ετοιμαζόταν στα γρήγορα και προέβαινε σε στοιχειώδεις βελτιώσεις αργότερα. Δεν έτρωγε καλά. Στο δέρμα της συνέβαιναν
πράγματα που δεν της άρεσαν. Τα ούλα της άφηναν αίμα στην 14
οδοντόβουρτσα. Σκεφτόταν ότι είχε αρχίσει να ασχημαίνει την
πλέον ελεεινά ακατάλληλη στιγμή. Συχνά παρέκαμπτε το πρωινό προτιμώντας να φάει κάτι ανθυγιεινό κάπου στα μισά της μέρας της στη δουλειά. Της ήταν αδύνατο να βγει από το σπίτι χωρίς τουλάχιστον τρία φλιτζάνια καφέ στον οργανισμό της. Είχε ξαναρχίσει πρόσφατα και το κάπνισμα. Βοηθούσε να σπάει τη μελαγχολία. Γενικά ένιωθε ξέπνοη αλλά μόνο τις πολύ κακές μέρες
έβηχε. Κάποια στιγμή στη διάρκεια του πρωινού, του κάθε πρωι νού, έπρεπε να υπολογίζει και την ώρα της ναυτίας.
Τα τελευταία δύο χρόνια, αφότου μετακόμισε κατά λάθος από
το Λονδίνο στο Νόριτς, η Κάθριν δούλευε ως μάνατζερ εγκαταστάσεων στην τοπική εταιρεία τηλεπικοινωνιών. Η δουλειά της δεν
είχε καμία σχέση με τηλεπικοινωνίες αλλά επικεντρωνόταν στα
ειδικά θέματα της διαχείρισης χώρων εργασίας. Όπως της άρεσε να λέει, πληρωνόταν για να είναι ψυχαναγκαστική. Παρακο-
λουθούσε εάν οι καρέκλες διατηρούσαν επαρκή εργονομία και το κατάλληλο ύψος σε σχέση με τα γραφεία και τους πάγκους εργασίας, τους οποίους επίσης ήλεγχε για να διαπιστώσει τη συμμόρφωσή τους τόσο με τις οδηγίες της εταιρείας όσο και με τις εθνικές
προδιαγραφές περί ασφαλούς και υγιούς εργασιακού περιβάλλοντος. Διεξήγε εβδομαδιαίους ελέγχους στο σύστημα πυρασφά-
λειας και καταχώριζε τα αποτελέσματα. Κάθε πρωί επιθεωρούσε το κτίριο ως προς τις γενικές προδιαγραφές υγιεινής, την εμφάνιση και την ασφάλεια. Απέλυε τουλάχιστον έναν καθαριστή κάθε μήνα. Αποτελούσε αντικείμενο ευρείας αντιπάθειας και σχεδόν διαρκών επιπλήξεων. Δεχόταν τουλάχιστον ένα τηλεφώνημα ή ένα μήνυμα την ώρα. Οι καρέκλες τους, τα γραφεία τους,
τα ερκοντίσιον τους, οι καφετιέρες τους, ο ψύκτης τους, οι λάμπες φθορισμού – ποτέ τίποτα δεν τους άρεσε όπως λειτουργούσε. Οι αναρίθμητες αλλαγές που η Κάθριν ήταν υποχρεωμένη να
15
εφαρμόζει προκειμένου να συμβαδίζει με την τρέχουσα νομοθεσία περί υγιεινής και ασφάλειας την ανάγκαζαν να υπερασπίζεται δημοσίως μεταβολές που γεννούσαν μεγάλη γκρίνια. Οι κα-
πνιστές αναγκάζονταν να απομακρύνονται περισσότερο από το κτίριο. Τα διαλείμματα έπρεπε να συζητούνται κάθε τόσο από
την αρχή. Η δουλειά της δεν επέτρεπε καμία ευελιξία, πράγμα που σημαίνει ότι συχνά έδινε την εντύπωση ανθρώπου άκαμπτου
και χωρίς χιούμορ. Όσο καλύτερα έκανε τη δουλειά της, τόσο πιο πολύ τη μισούσαν οι άλλοι. Και κατά γενική ομολογία, η Κάθριν στη δουλειά της ήταν πολύ καλή.
Πέρα από τη μεγάλη πλειονότητα των συναδέλφων της που
δεν την άντεχαν, υπήρχε και μια υποομάδα αποτελούμενη από
τους άντρες που ήθελαν να την πηδήξουν. Αυτούς, η Κάθριν τούς
αντιλαμβανόταν ως διαφιλονικούμενη περιοχή. Ορισμένοι ήθελαν να την πηδήξουν επειδή τη γούσταραν και άλλοι ήθελαν να την πηδήξουν επειδή τη μισούσαν. Ήταν αρκετά βολικό για την Κάθριν αυτό. Μερικές φορές κι εκείνη πηδούσε άντρες επειδή
ένιωθε καλά με τον εαυτό της και άλλες φορές πηδούσε άντρες
επειδή μισούσε τον εαυτό της. Το θέμα ήταν να βρεις τον κατάλ-
ληλο άντρα για τη συγκεκριμένη στιγμή, γιατί το να πηδηχτείς με έναν άντρα που σε μισεί εκείνη τη σπάνια ώρα που κάπως σ’ αρέσει ο εαυτός σου, ήταν αντιπαραγωγικό· και το να πηδηχτείς
με κάποιον που είναι περίπου ερωτευμένος μαζί σου ενώ το μίσος για τον εαυτό σου βρίσκεται στο ζενίθ, ήταν σκέτη αναγούλα. Μέχρι στιγμής, η Κάθριν είχε πηδηχτεί με τρεις άντρες από το
γραφείο, εκ των οποίων έναν, τον Κιθ, εξακολουθούσε να τον πηδάει σε ημισταθερή βάση. Οι άλλοι δύο, ο Μπράιαν και ο Μάικ, είχαν θαμπώσει άδοξα κάπου στο βάθος, χαμένοι μέσα σε κοστούμια από το Marks&Spencer και στην ανδρική τριχόπτωση
και φαλάκρα. Πρώτος ήταν ο Μπράιαν. Για τον Μπράιαν, η Κά16
θριν είχε παραβεί τον κανόνα περί σχέσεων από το γραφείο αλλά, κρίνοντας εκ των υστέρων, δεν άξιζε καθόλου τον κόπο. Είχε παραβεί επίσης και τον κανόνα περί σχέσεων με παντρεμένους
όπως και τον κανόνα περί ανδρών με παιδιά. Την έκανε έξαλλη αυτό, γιατί, στο μυαλό της και, όπως θεωρούσε, στο μυαλό και
των άλλων επίσης, ήταν σαν να του προσέδιδε μια αίσθηση σημαντικού γεγονότος που ο Μπράιαν ουδόλως άξιζε. Στην πραγματικότητα, εκείνη την εποχή η Κάθριν είχε πάρει μια συνειδητή
και όχι εντελώς παράλογη απόφαση να ξεφορτωθεί πολλούς από τους κανόνες βάσει των οποίων είχε ζήσει έως τότε τη ζωή της και ο Μπράιαν έτυχε να βρίσκεται εκεί κοντά και επιπλέον να αποτελεί ζωντανό δείγμα πολλών από τους εν λόγω κανόνες. Εξού και το σεξ, το οποίο προέκυψε εντελώς ξαφνικά μια Τρίτη απόγευμα
αφού την πήγε με το αυτοκίνητο σπίτι της, συνεχίστηκε όλο τον
επόμενο μήνα και μετά έληξε όταν η Κάθριν άρχισε να αναρωτιέται μήπως τελικά κάποιοι από τους κανόνες της είχαν όντως νόη μα. Ο Μπράιαν ήταν πενήντα-κάτι (άλλος κανόνας αυτός, τώρα
που το ξανασκεφτόταν), χοντρός και στη δίνη μιας επικών διαστάσεων κρίσης. Οδηγούσε μια κίτρινη Jaguar και είχε έναν γιο
ονόματι Τσικέιν. Ποτέ δεν διέκοψαν οριστικά και τέτοια κουραστικά πράγματα. Απλώς η Κάθριν έπαψε να δείχνει πως αντιλαμβάνεται την παρουσία του και το μήνυμα, αθόρυβα, ίσως ακόμα και με ευγνωμοσύνη, ελήφθη.
Ο Μάικ ήταν, τουλάχιστον εξ όψεως, διαφορετικός. Ήταν συ-
νομήλικος της Κάθριν (τριάντα, αν και υπήρχε περιθώριο διορθώσεων, ανάλογα με τη διάθεσή της), εργένης και απροσδόκητα καλός στο κρεβάτι. Ακόμα πιο απροσδόκητη ήταν η διαπίστωση ότι
είχε την ικανότητα να διεξάγει σχεδόν πλήρεις συζητήσεις, όταν είχε όρεξη. Η σχέση τους (που δεν ήταν ακριβώς σχέση, αλλά η
Κάθριν προτιμούσε να την ονομάζει έτσι γιατί ο όρος προσέθε17
τε αξία στην εμπειρία και επειδή δεν είχε περάσει πολύς καιρός
που πηδιόταν με τον Μπράιαν και ήλπιζε, κατά βάθος και χωρίς
ποτέ να το παραδεχτεί, ότι ίσως τελικά να βρισκόταν στη φάση των σχέσεων, πράγμα που φυσικά θα νομιμοποιούσε απολύτως
το γεγονός ότι κοιμόταν με τον Μάικ) κράτησε περίπου δύο μήνες. Και έληξε όταν ο Μάικ ανακάλυψε ότι η Κάθριν είχε κοιμηθεί με τον Μπράιαν. Προς μεγάλη ενόχληση της Κάθριν, ο Μάικ
αποδείχθηκε ότι κατείχε κάτι που ο ίδιος ονόμαζε με καμάρι ηθι κή πυξίδα. Αυτό καθόλου δεν εντυπωσίασε την Κάθριν. Κατά τη
γνώμη της, η ηθική ήταν εκείνο το πράγμα που είχαν οι κουτοί
άνθρωποι αντί προσωπικότητας για να γραπώνονται. Και αυτό περίπου είπε και στον Μάικ, όταν εκείνος άρχισε το κήρυγμα στο
θέμα της απιστίας. Την αγνόησε. Δεν μπορούσε να τη σέβεται, της είπε. Η Κάθριν θα τον θυμόταν για πάντα να απομακρύνεται
από τον ψύκτη κουνώντας το κεφάλι και μουρμουρίζοντας χαμηλόφωνα, Καημένε Τσικέιν... καημένε μου, καημένε μου Τσικέιν. Η Κάθριν ένιωσε μια ζοφερή δικαίωση. Δεν είχε ηθικές αρχές ο Μάικ. Μόνο
έναν πληγωμένο ανδρικό εγωισμό και ανικανότητα να εκφραστεί. Όλα αυτά, βεβαίως, είχαν συμβεί καιρό πριν, ενώ την ίδια
περίοδο περιφέρονταν στη ζωή της και διάφοροι άλλοι άντρες,
εκτός γραφείου. Τίποτα δεν πήγε καλά. Τώρα πια η Κάθριν ξυπνούσε θλιμμένη πολύ πιο συχνά. Ξεκίνησε κι εκείνο το πράγμα με το δέρμα της. Πήρε βάρος, το έχασε και μετά έχασε και λίγο
ακόμα. Ο ύπνος όλο και δυσκόλευε. Μια φορά, στη διάρκεια της άδειας που είχε πάρει μόνο και μόνο επειδή τη δικαιούνταν και
την οποία πέρασε φορώντας μια ρόμπα γεμάτη ξεραμένα δημητριακά και χαζεύοντας ναζί στο History Channel, κατάπιε μια χούφτα χάπια και κουλουριάστηκε στο κρεβάτι περιμένοντας να πεθάνει, μόνο που απλώς ξύπνησε πέντε ώρες αργότερα μέσα σε μια λιμνούλα εμετού, όπου βρίσκονταν και πολλά από τα χάπια, 18
ακόμα άθικτα. Τσακώθηκε με τον εαυτό της. Την επόμενη μέρα ντύθηκε, βάφτηκε και κατέβηκε στην πόλη, κι εκεί έπεσε πάνω στον Κιθ, ο οποίος της πρότεινε καφέ, μετά φαγητό και μετά βίαιο, άγριο σεξ στο γκαράζ του, με την κοιλιά της κολλημένη στο καπό του αυτοκινήτου του, στο ζεστό, γαργαλιστικό του μέταλλο. «Θυμάμαι μια φορά...» είπε ο Κιθ ανάσκελα στο καπό, μετά,
με την Κάθριν δίπλα του, ενώ κάπνιζαν και περίμεναν να καταλαγιάσει ο πόνος. «Τι ήθελα να... Γάμα το, πάει».
Κάποιες μέρες όλα φάνταζαν φρικτά και καταραμένα· μέρες που,
παραδόξως, η Κάθριν εξιδανίκευε περισσότερο από ό,τι τις μέρες της ελπίδας. Ο ίδιος ο Κιθ γενικά είχε κάτι το καταραμένο, κι
αυτό της άρεσε. Ήταν σαράντα ενός (διότι, σκεφτόταν η Κάθριν,
άπαξ και παρέβης τον κανόνα, παύει πια να είναι κανόνας και
άρα δεν μπορείς να πεις ότι τον παρέβης και δεύτερη φορά)· αδύνατος επάνω και χοντρός στη μέση. Στη δουλειά φορούσε τσαλακωμένα λινά και λεπτές γραβάτες. Τα βράδια προτιμούσε τα ξεπλυμένα μαύρα τζην και τα ταλαιπωρημένα All Star. Του άρεσαν
τραγούδια με αίμα και μαυρίλα: εκρηκτικά κομμάτια με σκληρή κιθάρα, που τον έκαναν να στραβώνει τα μούτρα του και να
σφίγγει τα δόντια σαν να παλεύει με τη δυσκοιλιότητα. Είχε δέρμα ωχρό, σχεδόν κέρινο, και γκρίζα μάτια με ένα λευκό δαχτυλίδι γύρω από την ίριδα. Η Κάθριν είχε διαβάσει κάπου πως αυτό
είχε παθολογικές επιπτώσεις, αλλά δεν θυμόταν ποιες ήταν αυ-
τές, οπότε προτίμησε να μην το αναφέρει. Της άρεσε η ιδέα ότι ο Κιθ ήταν ελαττωματικός· ότι ίσως ήταν ετοιμοθάνατος. Της άρε-
σε το πόσο ανοιχτά μιλούσε για τα χρόνια της ηρωίνης, όπως τα αποκαλούσε. Της άρεσε ακόμα και ο τρόπος που την πονούσε στο κρεβάτι: το διάστρεμμα στον ώμο, η πληγή στο αριστερό της μπούτι. Ο Κιθ διέφερε με τρόπους συμπληρωματικούς, κατά την Κάθριν.
19
Δεν επρόκειτο ποτέ να την αγαπήσει, πιθανότατα δεν επρόκειτο
ποτέ να αγαπήσει κανέναν και τίποτα, κι αυτό η Κάθριν το θαύμαζε. Ο Κιθ έμοιαζε να είναι πέρα από τις έγνοιες που καθημερινά (ναι, καθημερινά, πλέον) απειλούσαν να καταπιούν εκείνη ολόκληρη. Φυσικά, αυτό τον τοποθετούσε εξ ορισμού πέρα και από την ίδια, αλλά της άρεσε ακόμα κι αυτό.
Δεν ζούσε στο Λονδίνο. Υπήρχαν πρωινά που έπρεπε να κοιτάζεται στον καθρέφτη και να επαναλαμβάνει αυτή τη φράση σαν μάντρα. Τις καλές μέρες, αρκούσε να πει απλώς την ονομασία
του μέρους όπου ζούσε, αλλά κι αυτό ήταν δύσκολο. Είχε μετα-
κομίσει εκεί μαζί με τον Ντάνιελ, υποτίθεται λόγω της δουλειάς του. Υπήρχαν όμως και σιωπηροί υπαινιγμοί σχετικά με χαρούμενες παιδικές φωνούλες. Αλλά οι ανακοινώσεις δεν έλεγαν να
έρθουν, και μετά χώρισαν, και μετά η ζωή στο Λονδίνο έμοιαζε μοναχική, και τώρα είχε κολλήσει.
Η μητέρα της τής τηλεφωνούσε με αξιόπιστη συχνότητα. Ανέ-
καθεν πρακτικός άνθρωπος, η μητέρα της Κάθριν θεωρούσε ότι ο καλύτερος τρόπος για να εκφράσει τις ανησυχίες της για την Κάθριν ήταν, σε κάθε περίπτωση, η ευθύτητα. Αυτό, προφανώς, συνεπαγόταν να ρωτάει την Κάθριν επανειλημμένως αν είναι καλά, πράγμα που φυσικά είχε ως παρενέργεια να κάνει την Κάθριν να νιώθει κάθε άλλο παρά καλά.
«Τρως αρκετά;» της έλεγε χωρίς περιστροφές η μητέρα της.
«Τρως υγιεινά;»
«Ναι», απαντούσε η Κάθριν κάπου στα μισά ενός ντόνατ. «Για
πρωινό σήμερα έφαγα κουάκερ και το μεσημέρι μια ψητή πατάτα με τόνο. Το βράδυ θα φάω στήθος κοτόπουλο στη σχάρα».
«Κάνεις χιούμορ τώρα; Γιατί είναι απωθητικό, ξέρεις. Και όχι
ιδιαίτερα ώριμο». 20
«Είμαι ειλικρινής. Αυτό είναι ώριμο;»
«Αυτό εξαρτάται απολύτως», είπε η μητέρα της, «από το θέ-
μα για το οποίο είσαι ειλικρινής».
Με τον Κιθ βρισκόταν μόνο ορισμένα βράδια. Πηδιούνταν και έπιναν και μίλαγαν σπανίως, πράγμα που βόλευε την Κάθριν.
Εκείνος της πήρε δώρο ένα δονητή: σε πακετάκι με κορδέλα και καρτελίτσα σε σχήμα καρδιάς που έλεγε «Να σκέφτεσαι εμένα».
Η Κάθριν τον χάρισε, μαζί με την καρτελίτσα του, σε ένα μαγαζί με μεταχειρισμένα, καθ’ οδόν για τη δουλειά της, θαμμένο στο
βάθος μιας σακούλας γεμάτης μουχλιασμένα βιβλία και διάφορες μπλούζες του Ντάνιελ που είχε βρει ανάμεσα στα δικά της συ-
στηματικά αποθηκευμένα ρούχα. Ποτέ δεν τον είδε σε ράφι προς πώληση και συχνά αναρωτιόταν τι να απέγινε. Της άρεσε να σκέφτεται πως κάποια από τις γηραιές εθελόντριες θα τον είχε πάρει σπίτι της και θα είχε υποβάλει τον εαυτό της σε μια εμπειρία αποκαλυπτική, στα όρια του μυστικισμού.
«Κιθ», είπε η Κάθριν ένα βράδυ, επιτούτου μεγαλοφώνως, μέ-
σα σε ένα εστιατόριο γεμάτο κόσμο, το οποίο είχε επιλέξει ακριβώς επειδή ήξερε ότι θα ήταν γεμάτο κόσμο όταν θα έθετε την ερώτηση. «Με πόσες γαμιέσαι τώρα;» «Μαζί με σένα;» «Χωρίς εμένα».
«Τρεις», είπε εκείνος ήρεμα. «Εσύ;»
«Τέσσερις», είπε η Κάθριν – ψέματα. «Ο Ντάνιελ είναι το θέμα;» τη ρώτησε η μητέρα της σε ένα από
εκείνα τα ατελείωτα τηλεφωνήματά της. «Γιατί, να το ξέρεις, καταλαβαίνω, αλήθεια καταλαβαίνω».
«Δεν είναι ο Ντάνιελ το θέμα, μητέρα». 21
«Μου έστειλε κάρτα για τα γενέθλιά μου την περασμένη βδο-
μάδα. Πάντα μου στέλνει κάρτες τα Χριστούγεννα και στα γενέθλιά μου. Δεν είναι πολύ γλυκό;»
«Δεν είναι γλυκό», είπε η Κάθριν. «Πρωκτικό είναι. Σου στέλ-
νει κάρτες επειδή σε έχει στη λίστα του. Βασικά πρόκειται για αυτόματη αντίδραση. Δεν του περνάει ποτέ από το μυαλό να αλλάξει οτιδήποτε».
«Εσένα σου στέλνει κάρτες;» «Όχι».
Η Κάθριν σιχαινόταν την ιδέα ότι πιθανόν να είναι από τους ανθρώπους που έχουν θέματα με τη μητέρα τους. Ήταν, ή τουλάχιστον έτσι ήθελε να πιστεύει, αρκετά εναλλακτικός και ελεύθερος τύπος ώστε να μη δεσμεύεται από καμιά κοντόφθαλμη ανικανότητα να ξεφορτωθεί τα παιδικά τραύματα. Κατά καιρούς,
βέβαια, επέστρεφε στην κοριτσίστικη φαντασίωση ότι πεθαίνει αλλά καταφέρνει κιόλας να παρακολουθήσει την κηδεία της, όπου
η μητέρα της, οδυρόμενη σαν σύζυγος μαφιόζου, ορμάει ν’ αγκαλιάσει το φέρετρο· αυτό ήλπιζε, εν πάση περιπτώσει. Όταν ήταν
παιδί, η Κάθριν πάντα φανταζόταν το θάνατό της ως αποτέλεσμα
αυτοκτονίας. Αλλά και τώρα, παρόλο που είχε μεγαλώσει και είχε επίγνωση ότι η αυτοκτονία δεν εμπεριέχει τον παραμικρό ρομαντισμό, φανταζόταν πως όλο και κάποιο τραγικό γεγονός θα
οδηγήσει τελικά στο θάνατό της: κάτι αναπάντεχο, στις παρυφές του πιθανού, όπως το να τη χτυπήσει κεραυνός ή κάποιο βαρύ έπιπλο που θα πέσει και θα την κάνει πίτα.
Είχε απόλυτη επίγνωση ότι ο καθένας θα μπορούσε να βγάλει
κάθε λογής γυμνασιακού επιπέδου ψυχολογικά συμπεράσματα
σχετικά με τη μητέρα της, τον πατέρα της κ.λπ. κ.λπ. Εννοείται,
ασφαλώς, ότι η ίδια η Κάθριν ουδέποτε εξήγε τέτοια συμπεράσμα22
τα, ενώ αντιστεκόταν τόσο πολύ στην εφαρμογή τους ώστε ελάχιστοι άνθρωποι επιχειρούσαν να τα εξαγάγουν για την περίπτωσή της. Ο Ντάνιελ βέβαια, ως Ντάνιελ, υπήρξε ένας από εκείνους
τους λίγους, πράγμα που είχε προκαλέσει έναν μεγαλειώδη κα-
βγά, ο οποίος από ανταλλαγή σχολίων εξελίχθηκε σε ανταλλαγή πιατικών, με αποτέλεσμα κι εκείνος να μην τολμήσει ποτέ ξανά
να θίξει το θέμα, παρά μόνον εάν, όπως συνέβαινε ενίοτε, επιθυ-
μούσε συνειδητά να ξεκινήσει καβγά. Μια φορά, σε μια επίδειξη τόσο εκνευριστική και θλιβερή που η Κάθριν απλώς καθόταν σε
μια γωνιά και γέλαγε, ο Ντάνιελ άρχισε να τριγυρίζει στο σαλόνι μιμούμενος θαυμάσια, κατά τη γνώμη του, την Κάθριν –με χείλια σουφρωμένα και χέρια ν’ ανεμίζουν– και να επαναλαμβάνει με μια δήθεν μωρουδίστικη φωνούλα, που έκτοτε έπληξε καίρια
την ήδη περιορισμένη σεξουαλική του γοητεία στα μάτια της Κά-
θριν, πως Η μανούλα μου δεν μ’ αγαπάει. Αυτό, φυσικά, συνέβη προς το τέλος της σχέσης τους και παρόλο που δεν συνέβαλε ακριβώς
στο χωρισμό, σίγουρα δεν λειτούργησε και καθοριστικά κατά του. Στην πραγματικότητα, αν δηλαδή υπάρχει τέτοιο πράγμα, η
Κάθριν τη θαύμαζε τη μητέρα της. Ο Ντάνιελ, σαφώς περήφανος που σκέφτηκε τη μεταφορά, την παρομοίαζε με το Σύνδρομο της Στοκχόλμης. Υπήρχε, βέβαια –και η Κάθριν το παραδεχόταν πρώτη απ’ όλους– ένα στοιχειώδες ψήγμα αλήθειας σ’ αυτό,
από την άλλη όμως επρόκειτο, όπως ισχυριζόταν, και για ιδιαίτερα χοντροκομμένη παρανόηση όσον αφορά τη σχέση που απολάμβαναν (ναι, απολάμβαναν) η ίδια και η μητέρα της επί τρεις και
πλέον δεκαετίες λασπολογίας, προσβολών, ειρωνείας και γενικώς ανταγωνισμού. Η μητέρα της Κάθριν ήταν, απλώς, τόσο φανερά δυσλειτουργική, που έμοιαζε με θαύμα ακόμα και το ότι κατάφερνε να πλένει τις μασχάλες της ή να βρίσκει κάθε πρωί κάτι να φάει. Αντί όμως αυτό να το κρύβει ή να το έχει για ντροπή,
23
εκείνη το διαλαλούσε, σαν να ήταν ακριβώς το στοιχείο που την
έκανε να διαφέρει απ’ όλους τους άλλους. Όπως και ήταν, ασφαλώς. Η Κάθριν είχε δει τη μητέρα της σχεδόν σε κάθε ταπεινωτική κατάσταση που θα μπορούσε να βρεθεί μια μητέρα παρουσία
της κόρης της: μεθυσμένη με Pernod σε αδιανόητες ώρες της ημέρας· γυμνή στο κρεβάτι της Κάθριν, στο οποίο είχε οδηγήσει, για
κάποιον ανεξήγητο λόγο, την τελευταία της κατάκτηση, αντί για τη δική της κρεβατοκάμαρα· παρατημένη στα κρύα του λουτρού
και ενώπιον όλων από τον Χούλιο, τον μελαψό, απροσδιορίστου
μεσογειακής καταγωγής, γκόμενό της. Ήταν πια τόσο προβλέψιμο, που καταντούσε μπανάλ. Παραδόξως όμως, η Κάθριν ένιωθε μάλλον περήφανη που καταγόταν από τέτοια πάστα, ενώ η όλη εικόνα λειτουργούσε ως καθησυχαστική διαβεβαίωση πως το να
έχεις παιδιά δεν σήμαινε αναγκαστικά και το τέλος του απρόβλεπτου της ζωής. Στο κάτω κάτω, και εκείνη και η αδελφή της μια
χαρά βγήκαν, ενώ η μητέρα τους είχε διατηρήσει έναν ενθουσια σμό και μια τόλμη που συνήθως χαρακτήριζαν γυναίκες με μηδενική παραγωγή απογόνων. Για την ακρίβεια, ήταν αναγκασμέ νη να το βλέπει έτσι· δεν είχε άλλη επιλογή. Γιατί όσο ξεροκέφαλη κι αν ήταν η Κάθριν, όσο κι αν είχε την τάση να πέφτει με τα
μούτρα στις σχεδόν απόλυτες απόψεις και να απορρίπτει όσους
δεν κατάφερναν να ανταποκρίνονται στη δική της, κάπως διεστραμμένη ομολογουμένως, αίσθηση περί του κόσμου, σίγουρα δεν ήταν υποκρίτρια και ποτέ δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της,
παρά την ευνόητη δυσφορία της, να κατακεραυνώσει τη μητέρα της επειδή απολάμβανε έναν τρόπο και μια στάση ζωής που
κι η ίδια η Κάθριν επιδίωκε. Όποιος κι αν ήταν ο αντίκτυπος που είχε η εκκεντρικότητα της μητέρας της επάνω της, η Κάθριν δεν
μπορούσε να την κρίνει ως μητέρα της αλλά ως γυναίκα, πράγμα
βολικό με την έννοια ότι ενίσχυε τις πεποιθήσεις της Κάθριν για 24
πλήθος θεμάτων (τη μητρότητα, τη γυναικεία φύση, τους άντρες,
τις σχέσεις και ούτω καθεξής) και ταυτόχρονα της επέτρεπε να αγνοεί ένα σωρό άλλα προβλήματα που, αν καθόταν πραγματικά να τα σκεφτεί, θα της προξενούσαν όχι απλώς δυσφορία αλλά πιθανότατα και αρκετό πόνο.
Το πρόβλημα όμως ήταν ο Ντάνιελ, κι όλα όσα άλλαξε η πα-
ρουσία του. Η Κάθριν είχε καταφέρει, με πείσμα και υπεκφυγές και αντιπερισπασμούς, να αποφεύγει για έναν ολόκληρο χρόνο
να τον συστήσει στη μητέρα της, και όταν τελικά της τον σύστησε, επαληθεύτηκαν οι χειρότεροί της φόβοι. Η μητέρα της Κάθριν,
παρ’ όλες τις επιπόλαιες διακηρύξεις της σχετικά με τους άντρες και το πόσο άχρηστοι είναι, παραδόξως ενέκρινε τον Ντάνιελ με
έναν τρόπο που ούτε κατά διάνοια δεν ίσχυε για τους προηγούμενους γκόμενους που της είχε συστήσει η Κάθριν. Μετά από ένα
αρμοδίως πληκτικό δείπνο, στη διάρκεια του οποίου όλοι οι συμμετέχοντες έκαναν ό,τι μπορούσαν ώστε να μην αποκλίνουν από
τις πλέον ασφαλείς ατραπούς της κουβέντας, η Κάθριν συνόδεψε τον Ντάνιελ έως το αυτοκίνητό του και επιστρέφοντας βρήκε τη μητέρα της να χαμογελά ευτυχής, με το ποτήρι του κρασιού της απρόσμενα ανέγγιχτο δίπλα της, χωρίς τσιγάρο αναμμένο,
και με πλήθος επαίνων για έναν άντρα που η Κάθριν ήταν σίγουρη ότι θα αντιπαθούσε. Όχι πως ο Ντάνιελ έδινε, τουλάχιστον εκ
πρώτης όψεως, και πολλές αφορμές να τον αντιπαθήσει κανείς.
Ήταν ευχάριστος, ευγενικός και γοητευτικός μ’ έναν τρόπο ιδιαίτερο, ήσυχο και κάπως συνεσταλμένο. Απλώς η Κάθριν θεωρούσε, βάσει προηγούμενων δεδομένων, ότι η μητέρα της θα απέρριπτε εκ φύσεως κάποιον τόσο σώφρονα, τόσο αξιόπιστο, τόσο (έτσι,
τουλάχιστον, πίστευε τότε κι η ίδια η Κάθριν) φυσιολογικό. Και από τη στιγμή που η μητέρα της Κάθριν αναγόρευσε τον Ντάνιελ σε
ό,τι καλύτερο είχε συμβεί ποτέ στην κόρη της, όλες οι βεβαιότη25
τες της Κάθριν διαλύθηκαν μέσα στα χέρια της, κι έτσι δημιουργήθηκε ευθύς εξαρχής μια ύπουλη αίσθηση πως η σχέση της με
τον Ντάνιελ ήταν καταδικασμένη και, ως εκ τούτου, η σχέση της με τη μητέρα της επίσης. Γιατί όσο άκουγε τη μητέρα της να μιλά εκείνο το βράδυ –τόσο νηφάλια και ήρεμη και λογική όσο δεν την είχε ξανακούσει ποτέ της– η Κάθριν συνειδητοποιούσε πως
όλα εκείνα τα στοιχεία που θαύμαζε στη μητέρα της, και που η
μητέρα της διαρκώς προέβαλλε τόσο πειστικά στους γύρω της, η ίδια καθόλου δεν τα θαύμαζε στον εαυτό της. Ο ατομισμός της,
η άτεγκτη μοναχικότητά της, η απαίσια συμπεριφορά της απέναντι στους άντρες της ζωής της, όλα αυτά φαίνεται πως τα επεδείκνυε ως τίτλους τιμής γιατί έτσι έμοιαζαν καλύτερα απ’ αυτό που πράγματι ήταν: ελαττώματα, τραύματα, αποτυχίες. Το
πιο αποκαλυπτικό σχόλιο ήταν όταν είπε στην Κάθριν πως ανέκαθεν αυτό ήθελε για την κόρη της – ένα καλό παιδί, μια σταθε-
ρή σχέση, μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Εκείνη τη στιγμή η Κάθριν ένιωσε τα πάντα να εξατμίζονται, να σκαρφαλώνουν ώς
το ταβάνι μαζί με τον καπνό από το τσιγάρο της μητέρας της, το οποίο δεν άναψε παρά μόνο όταν η συζήτηση έληξε.
Όσα απογεύματα δεν ήταν με τον Κιθ –και ήταν πάμπολλα αυτά,
δεδομένου ότι ο Κιθ είχε να χωρέσει κι άλλες τρεις γκόμενες μέσα στη βδομάδα του– η Κάθριν διάβαζε κι έβλεπε ειδήσεις. Σπα νίως παρακολουθούσε οτιδήποτε άλλο στην τηλεόραση. Όπως
και πολλά άλλα στη ζωή της Κάθριν, το τι διάβαζε και το τι παρακολουθούσε υπαγορευόταν από την αίσθησή της για τους τύπους των ανθρώπων: τους τύπους στους οποίους θα ήθελε να ανήκει
κι εκείνη, και τους τύπους που δεν υπέφερε καθόλου. Δεν ήθελε να είναι το είδος της γυναίκας που βλέπει σαπουνόπερες και
δακρύβρεχτες ταινίες. Ήθελε να είναι το είδος της γυναίκας που 26
βλέπει ειδήσεις και διαβάζει τα βιβλία της τελικής λίστας για το
Booker. Φανταζόταν τον εαυτό της σε πάρτι, παρόλο που σε πάρτι δεν πήγαινε ποτέ, να τη ρωτάνε τη γνώμη της για παγκόσμια ζητήματα και σύγχρονη λογοτεχνία.
Κι ωστόσο, όποτε βρισκόταν αντιμέτωπη με τέτοιες ειδικές συ-
ζητήσεις, ένιωθε μετέωρη και εκτεθειμένη. Όχι πως δεν ήξερε τι συνέβαινε, ούτε πως δεν ενδιαφερόταν – κατά μια γενική και εν
πολλοίς υποθετική έννοια· απλώς δεν κατάφερνε ποτέ να φτάσει στο απαιτούμενο επίπεδο δυσφορίας. Από τη στιγμή που αυτό έγινε φανερό, ήταν λες και άπλωσε τα πλοκάμια του και σε όλη
την υπόλοιπη ζωή της, υποχρεώνοντάς τη να αναρωτηθεί, όχι πάντως για πρώτη φορά, πόση ακριβώς ανθρωπιά μπορούσε να ισχυριστεί ότι διαθέτει. Όταν παρακολουθούσε ειδήσεις ήταν σαν να
παρακολουθούσε, κατ’ ουσίαν, τη ζωή, και ο τρόπος που το έκανε την ανησυχούσε τρομερά. Διαπίστωνε μια κάποια απουσία σύνδεσης – την ίδια φράση, κατά σύμπτωση, χρησιμοποιούσε συχνά και αναφορικά με τους άντρες που δεν τα πήγε καλά μαζί τους. Άλλοι το έβλεπαν σαν ψυχρότητα – την ίδια φράση χρησιμοποιούσαν οι
άντρες που η Κάθριν δεν τα πήγε καλά μαζί τους για να περιγράψουν εκείνη. Ασυγκίνητη ήταν επίσης μια λέξη που εμφανιζόταν
συχνά τόσο μέσα στο κεφάλι της Κάθριν όσο και στις περιγραφές των άλλων για εκείνη. Δυσπρόσιτη στους συναισθηματικούς εντυπωσια
σμούς ήταν η διατύπωση που η ίδια προτιμούσε. Όπως ακριβώς οι διακηρύξεις αγάπης δεν αρκούσαν για να γεννήσουν μέσα της το ίδιο συναίσθημα, έτσι και οι εικόνες, ας πούμε, πεινασμένων Αϊτινών δεν αρκούσαν αφ’ εαυτών και καθαυτές, για να της προξενήσουν εκείνη τη βουρκωμένη στενοχώρια που σε άλλους ήταν κάτι
το εντελώς αυτόματο. Οι πρησμένες από την κακή διατροφή κοιλιές· τα παιδιά με τις μύγες στα μάτια· οι μητέρες που ψήνουν μπισκότα φτιαγμένα από λάσπη. Όλα αυτά ήταν ελαφρώς αποκρου27
στικά. Καμιά φορά, όποτε ήταν σε ιδιαίτερα εριστική διάθεση, η
Κάθριν ρωτούσε τους άλλους γιατί ακριβώς τους αφορούσε όλο αυτό. Οι άλλοι, άγνωστο γιατί, έβρισκαν την ερώτηση προσβλητική.
Απαριθμούσαν αόριστους ανθρωπιστικούς λόγους. Η λέξη παιδιά ακουγόταν επίσης πολύ, λες και από μόνη της εξηγούσε τα πάντα.
Καθ, έγραψε ο Κιθ από μια αδιευκρίνιστη τοποθεσία, όπου έκανε διακοπές με παρέα αδιευκρίνιστου ονόματος και φύλου, που
όμως σχεδόν σίγουρα δεν ήταν συγγενής. Μου λείπεις φοβερά. Νο μίζω πως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Μ’ αγαπάς;
Κιθ, απάντησε η Κάθριν. Δεν πρόκειται ποτέ να ζήσω με κάποιον που
δεν μπορεί να ζήσει χωρίς εμένα. Μην κάνεις σαν μωρό. ΥΓ. Με ποιον έχεις πάει διακοπές, ρε μαλάκα;
Κάτι έπρεπε να κάνει. Είχε βαλτώσει. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι πεθαμένη. Χρειαζόταν λίγη αποφασιστική δράση, σκεφτόταν, κάτι να τη ζωντανέψει. Αποφάσισε να παρατήσει τη δουλειά της. Ο φόβος τού να μην έχει δουλειά θα την εξανάγκαζε να βρει δουλειά.
Έστησε καρτέρι στον διευθυντή της την ώρα που εκείνος έβγα-
ζε το σάντουίτς του από τη συσκευασία.
«Μα πώς τα κατάφερνε η γυναίκα μου και η μαγιονέζα δεν μού-
λιαζε ποτέ το ψωμί;» είπε. «Μήπως ξέρεις εσύ; Είναι κανένα γυναικείο μυστικό; Δεν σηκώνει πια το τηλέφωνο όποτε την παίρνω». «Παραιτούμαι», είπε η Κάθριν. «Πάλι;» είπε ο διευθυντής της. «Αυτή τη φορά το εννοώ».
«Οκέι», είπε ξαναβάζοντας στο κουτί το θλιβερά παπαριασμέ-
νο του σάντουιτς. «Τι θες;»
«Τίποτα. Θέλω να παραιτηθώ».
28
«Δεν μπορώ να σου δώσω κι άλλη αύξηση. Οι άλλοι θ’ αρχί-
ζουν να νομίζουν πως κοιμάσαι μαζί μου».
«Δεν θέλω αύξηση», είπε η Κάθριν, που θεωρούσε απίθανο να
πιστεύει κανείς ότι ο διευθυντής της μπορούσε να κοιμάται με οποιανδήποτε. «Υποβάλλω την παραίτησή μου». «Δύο επιπλέον μέρες διακοπές».
«Όχι. Προειδοποίηση ενός μηνός».
«Οκέι». Σήκωσε τα χέρια, ηττημένος. «Σε ένα μήνα. Νά σου
πω, άρα πλέον δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων όσον αφορά εμάς...»
Η Κάθριν βγήκε κλείνοντας την πόρτα πίσω της.
«Γάμα με σαν να ’σαι παιδί», είπε ο Κιθ, ο οποίος είχε επιστρέψει από τις διακοπές και τη γαμούσε μ’ έναν τρόπο που της θύμιζε ζώο με κτηνιατρικό κολάρο – λες και ήταν κάτι που ήθελε να το διώξει από πάνω του, κάτι πιεστικό, από το οποίο έπρεπε να απαλλαγεί. «Γάμα με σαν να με φοβάσαι».
Αυτό το άλμα της φαντασίας αποδείχθηκε κάπως υπερβολι-
κό. Η Κάθριν τον γάμησε σαν να τον λυπόταν και μετά του είπε πως ήταν θλιβερός.
«Σωστά», είπε ο Κιθ. «Πολύ σωστά το λες. Την άλλη φορά, λοι-
πόν, γάμα με σαν να ’μαι θλιβερός».
« Ίσως πρέπει να μπεις σε καμιά ομάδα ή κάτι τέτοιο», της είπε η μητέρα της. « Έτσι γνωρίζεις κόσμο. Πρέπει να βγεις παραέξω». «Όταν λες κόσμο εννοείς άντρες;»
«Ε, ποιος θέλει να γνωρίσει γυναίκες;» Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως ό,τι δεν κατάφερνε να
νιώσει στη ζωή της, θα κατάφερνε να το νιώσει βλέποντας ειδήσεις. 29
Τα συναισθήματα είναι κάτι σαν τη γυμναστική, σκεφτόταν. Δεν θες να το κάνεις, αλλά σου κάνει καλό. Μόνο με το ζόρι γίνεται.
Αποφάσισε να συγκινηθεί με την επόμενη είδηση που θα άκου-
γε στο δελτίο. Θα προσπαθούσε πραγματικά. Θα κοιτούσε καλά τις μύγες στα μάτια του μωρού. Θα τις φανταζόταν πάνω στο
πρόσωπό της. Θα προσπαθούσε να νιώσει τη ζέστη και τη σκόνη
και την μπόχα από το κουφάρι της κατσίκας που σαπίζει. Θα προσπαθούσε να σκεφτεί εκείνο το χολεριασμένο νερό, κίτρινο σαν
κάτουρο, τη γεύση του, καθώς θα κατεβαίνει σιγά σιγά στο ξεραμένο της λαιμουδάκι και θα κατακάθεται μοχθηρά μέσα στη φρικτά τσιτωμένη κοιλιά της. Τι απαίσιο να είναι έτσι η κοιλιά σου! Τι απαίσια αίσθηση θα πρέπει να είναι! Άθλιο, σκέφτηκε, άθλια
ύπαρξη, και πλέον, αφού το είχε αναλογιστεί τόσο επιμελώς, ήξερε πως με το που θα έβλεπε εκείνα τα καημένα παιδάκια, θα ξεσπούσε σε γλυκά, καυτά δάκρυα, όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος. Θα έκλαιγε τόσο που θα αντιστάθμιζε και με το παραπάνω όλες τις άλλες φορές που δεν είχε κλάψει παρά μόνο κοιτούσε ανέκφραστη την τοιχογραφία του μαρτυρίου... Θεέ μου, πόσο πολύ θα έκλαιγε... αν την έβλεπαν οι άλλοι...
Έπειτα στις ειδήσεις άρχισαν να μιλούν για τον ιό – μια φωνή
βλοσυρή που συνόδευε μονταρισμένες εικόνες με άνδρες που φορούσαν προστατευτικές στολές και μάσκες και έριχναν αγελάδες στην πυρά, και τότε η Κάθριν άρχισε να κλαίει με λυγμούς, σαν
μωρό, και πήγε τρέχοντας στο μπάνιο να ξεράσει κι ο εμετός της έφτασε στα δάχτυλά της πριν προλάβει να τα τραβήξει· μπαγιάτικος καφές και κομμάτια από κάτι ψωμοειδές σκορπίστηκαν μέσα στη λεκάνη μετατρέποντας τα δάκρυά της σε απλό αντανακλαστικό της αναγούλας και τίποτε παραπάνω.
«Πού πήγες διακοπές;» ρώτησε τον Κιθ εν μέσω πηδήματος, αφού 30
τον πέταξε ξαφνικά (αλλά κατόπιν προσεκτικής προμελέτης) από πάνω της στην πιο ευαίσθητη στιγμή του, με αποτέλεσμα να βρεθεί στο πάτωμα με μοναδικό μαξιλαράκι στην πτώση, τη στύση του. «Χριστέ μου... ρε πούστη, μου φαίνεται... τι;»
«Στις διακοπές σου», είπε εκείνη κοιτώντας τον παγερά, ξα-
πλωμένη ακόμα στο κρεβάτι. «Πού πήγες;»
«Στην Τενερίφη», είπε εκείνος εξετάζοντας τον ταχύτατα συρ-
ρικνούμενο πούτσο του για τυχόν μόνιμες βλάβες. «Τώρα πρέπει να το συζητήσουμε αυτό;»
«Όχι, δεν πρέπει να το συζητήσουμε τώρα», είπε εκείνη ήρε-
μα. «Αν θες, μπορώ απλώς να ντυθώ και να φύγω και τότε δεν θα χρειαστεί να το συζητήσουμε ποτέ ξανά».
«Δεν καταλαβαίνω πώς έγινε ξαφνικά αυτό το ζήτημα τόσο
επείγον που...»
«Με ποιαν πήγες;» «Α, κατάλαβα». «Κατάλαβες;»
«Ναι, κατάλαβα. Κατάλαβα τι γίνεται. Ζηλεύεις».
«Δεν ζηλεύω. Απλώς θέλω να ξέρω. Με ποιαν πήγες;»
«Τα πουλιά σπάνε; Έχω ακούσει ότι γίνεται. Μπορεί να σπά-
σει στα δυο».
«Καμιά από τη δουλειά;»
«Θα αναγκαστώ να πάω στη δουλειά με το πουλί μου σε νάρ-
θηκα, μωρή γαμημένη...»
«Δεν θα βρούνε τόσο μικρό νάρθηκα. Ξανθιά είναι ή μελαχρινή;» «Ξανθιά», είπε εκείνος δυστυχής. «Τη λένε Τζάνις. Θα μου
απαγορέψεις να τη βλέπω;»
Η Κάθριν ένιωσε απέχθεια.
«Τι εννοείς, να σου απαγορέψω;» απάντησε απότομα. «Πώς μπο-
ρώ εγώ να σου απαγορέψω οτιδήποτε;»
31
«Δεν ξέρω, απλώς...»
«Και γιατί πάει εκείνη διακοπές; Αυτό θέλω να μάθω. Γιατί
πάει εκείνη διακοπές κι εγώ πρέπει να αρκούμαι σε κανένα γα-
μήσι όποτε λάχει στο άθλιο διαμερισματάκι σου;»
«Μπορούμε να πάμε και μαζί διακοπές», είπε ο Κιθ. «Αν αυ-
τό θέλεις».
«Εσύ το θέλεις αυτό;»
«Κοίτα... θέλω να πω, ’ντάξει, φυσικά, απλώς...»
«Γιατί εγώ δεν είμαι καθόλου σίγουρη. Δεν είμαι καθόλου σί-
γουρη πως θέλω να πάω μαζί σου. Δεν είμαι καθόλου σίγουρη πως θα το αντέξω».
Αυτό ήταν όντως αλήθεια. Όσο το σκεφτόταν η Κάθριν, τόσο
πιο φρικτή ιδέα τής φαίνονταν οι διακοπές με τον Κιθ. Όλες εκείνες οι ανούσιες συζητήσεις σ’ ένα άχρωμο, ηλιόλουστο περιβάλλον. Τα παχάκια της μέσης του να λάμπουν από τον ιδρώτα. Τα μπαλάκια του ζαρωμένα μέσα στο ελαστικό μαγιό. «Γιατί όχι;» είπε ο Κιθ. «Τι έχω εγώ δηλαδή;» «Θες όλο τον κατάλογο;» είπε εκείνη.
Δύο μέρες μετά, την πήρε τηλέφωνο για να την ικετεύσει και
να της προσφέρει ένα πακέτο της τελευταίας στιγμής. Ούτε που θα το καταλάβαιναν στη δουλειά, της είπε. Θα το ρύθμιζαν. Η Κάθριν, ανακουφισμένη, νικήτρια πια, συμφώνησε. «Πού πάμε;» ρώτησε.
«Μάλτα», είπε εκείνος. «Αιμορραγώ λεφτά, ρε πούστη μου». Στη Μάλτα όλα έγιναν πιο ξεκάθαρα και πιο μπερδεμένα ταυτο-
χρόνως. Έπεσαν σε μια χαλαρή ρουτίνα με τεμπελιά, φαγητό και πιώμα, και εν συνεχεία πήδημα και ύπνο, αν και, λόγω ποτού,
αυτά τα δύο ήταν πάντα κάπως αδιαφοροποίητα. Η Κάθριν είχε την αίσθηση πως τα πράγματα κυλούσαν όχι τόσο μέσα σε θο32
λούρα όσο σε στιγμιότυπα. Τη μια, καθόταν μόνη στο μπαλκόνι κι αγνάντευε τον κόλπο και την πέτρινη ομορφιά της Βαλέτα, νιώθοντας ηρεμία και μια απολαυστική μοναξιά. Την άλλη, ήταν
στην πισίνα και είτε ταξίδευε με τις σκέψεις της είτε χάζευε μισανοίγοντας το ένα μάτι, όλη την γκάμα της σάρκας που περιδιάβαινε γύρω της. Σάρκα μαυρισμένη, σάρκα κόκκινη· σάρκα γερμανική και αγγλική και ιταλική, όλη μαζί στριμωγμένη να ξεροψή-
νεται κάτω από τον ήλιο. Το θέαμα ήταν ερωτικό και ταυτόχρονα αισχρό – αυτός, εξάλλου, ήταν κι ο μόνος ερωτισμός που βίωνε
εκείνες τις μέρες. Την άλλη ήταν με τον Κιθ για δείπνο, βουτώντας σ’ ένα βούρκο από κουβέντες τόσο βαρετές, που κατά και-
ρούς τής ερχόταν να τραυματίσει είτε τον εαυτό της είτε εκείνον, μόνο και μόνο για να υπάρχει κάτι συγκεκριμένο να συζητήσουν. Εκείνος έλεγε πράγματα του τύπου Κάνει ζέστη, εμπλουτίζοντας
μερικά δευτερόλεπτα αργότερα την προηγούμενη δήλωση με μια
επεξήγηση (Κάνει πολλή ζέστη) και εν συνεχεία, μετά από λίγη σκέψη, προσέθετε μια επιπλέον παράμετρο (Κάνει τόση ζέστη, που νιώ θω να λιώνω πάνω στην καρέκλα), ώσπου τελικά το νήμα της σκέψης του να φτάσει στο φυσιολογικό συμπέρασμα και να κλείσει με ένα είδος στοχαστικής επωδού (Μα τόση ζέστη...).
Ο Κιθ είχε πάρει κι ένα περίεργο χρώμα, όπως παρατήρησε η
Κάθριν: το δέρμα του ήταν σαν μαυρισμένο πετσί με ένα λεπτό κερασένιο λούστρο. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στην αφοσίωση που
επεδείκνυε ο Κιθ όσον αφορά την ηλιοθεραπεία του. Καθόταν
στον ήλιο με τη σφιγμένη αυτοσυγκέντρωση ανθρώπου που έχει να καλύψει μεγάλη απόσταση οδηγώντας. Έκανε προγραμματι-
σμένα διαλείμματα. Είτε στην παραλία είτε στην πισίνα, αποτε-
λούσε γελοίο θέαμα. Η Κάθριν θεωρούσε πως δεν υπήρχε τρόπος να καλύψει την αγγλοσύνη του – εδώ που τα λέμε, κανένας Άγγλος δεν μπορούσε να καλύψει την αγγλοσύνη του. Τους εντόπι33
ζες αμέσως: την κρεμώδη ασπρίλα· τη ζυμαρένια κοιλιά· τα δήθεν κέλτικα τατουάζ απ’ την κορφή ώς τα νύχια.
Όχι πως κι η Κάθριν ήταν άσχετη μ’ όλο αυτό. Το παρουσια-
στικό της, όσο κι αν σιχαινόταν να το παραδεχτεί, ήταν ανησυχητικά αγγλικό. Τι ήταν, τέλος πάντων, αυτό το πράγμα με τα ταξίδια στο εξωτερικό, που κάνει όλα σου τα ελαττώματα να φω-
νάζουν από χίλια μίλια; Γιατί όλες οι άλλες ράτσες έμοιαζαν σαν στο σπίτι τους και μόνο οι Άγγλοι έδειχναν τόσο αποφασισμένοι να μη νιώθουν άνετα; Οι διαφορές, σκεφτόταν η Κάθριν, είναι σωματικές. Οι Άγγλοι πάντα αισθάνονται μια κάποια ντροπή για
το σώμα τους. Και οι μεν άντρες την έκρυβαν κάτω από τη δήθεν μαγκιά, για τις γυναίκες όμως ήταν πιο δύσκολο. Τα απογεύματα στην πισίνα ήταν μια παρέλαση από μπικίνι, γραμμωμένες
κοιλιές και αβυσσαλέα ντεκολτέ. Ο Κιθ είχε βρει έναν τρόπο να
έχει τα μαύρα του γυαλιά στραμμένα αλλού, να γυρίζει όμως το βλέμμα του προς τη μεριά του θεάματος, νομίζοντας πως η Κάθριν δεν μπορούσε να δει το άσπρο των ματιών του μέσα από τα
γυαλιά. Ο Κιθ καθόταν στον ήλιο με τις ώρες, βράζοντας και κοιτώντας τα βυζιά άλλων γυναικών και μετά, στο ξενοδοχείο πλέον, με το δέρμα του να κολλάει από τον ιδρώτα και το Ambre Solaire,
την πηδούσε ενώ ακόμα φορούσε το μπικίνι της, με τις εικόνες των άλλων γυναικών να περνάνε από τα μάτια του τόσο φανερά,
που σχεδόν μπορούσε να τις δει κι εκείνη, σαν φιγούρες σε ζωοτρόπιο. Όχι πως έβλεπε και πολύ τα μάτια του όσο πηδιούνταν.
Οι σεξουαλικές στάσεις που προτιμούσε ο Κιθ ήταν δύο: το πισωκολλητό και το τσιμπούκι. Αν έβρισκε κάποιο τρόπο ώστε να πη δάει το πίσω μέρος του κεφαλιού της, θα ήταν στον παράδεισο
των γουρουνιών. Η Κάθριν έβρισκε θλιβερό το πόσο φανερή ήταν η φαντασίωσή του: ο ήλιος, το δωμάτιο του ξενοδοχείου, ο τρό-
πος που πασπάτευε το μπικίνι της ίσα ίσα για να το παραμερίσει 34
χωρίς όμως να της το βγάλει. Ο Κιθ ανέπλαθε την όλη εμπειρία
ως μια ερωτική περιπέτεια διακοπών: ήταν εκεί όπου κανάκευε όλες τις φαντασιώσεις του για σεξ κάτω από τον ήλιο.
«Γιατί δεν πηδιόμαστε ποτέ το πρωί;» τον ρώτησε. «Γιατί δεν
πηδιόμαστε το βράδυ; Γιατί πρέπει πάντα να πηδιόμαστε κατευθείαν μετά την πισίνα;»
«Ο ήλιος ανεβάζει τις στροφές της μηχανής μου», ήταν ο τρό-
πος που το έθεσε ο Κιθ, αλλά η Κάθριν ήξερε· ήξερε πως ο Κιθ εί-
χε ανάγκη τουλάχιστον ένα τετράωρο μαλακό πορνό πλάι στην πισίνα ώστε να μαζέψει την απαραίτητη λαγνεία για ένα γαμήσι. Επίσης είχε ανάγκη και μερικές μπίρες – και μάλιστα, όπως
φαινόταν, όλο και περισσότερες. Η Κάθριν είχε μια θεωρία για αυτή την τάση, στην οποία κατέληξε παρατηρώντας τα φιδίσια μάτια του Κιθ να τρέχουν από το ένα μπικίνι στο άλλο: Η λίμπιντο
του Κιθ, συμπέρανε η Κάθριν, βασιζόταν στην απουσία οικειότητας. Το ίδιο ίσχυε, βέβαια, για τους περισσότερους άντρες, αλλά στην περίπτωση του Κιθ ιδιαιτέρως. Είχε μια εγγενή ανάγκη να πηδιέται με άτομα που δεν γνώριζε – άτομα ανώνυμα, ξένα,
μυστηριώδη, με τα οποία δεν θα ήταν αναγκασμένος να ανταλλάξει παρά μόνο μερικές αδέξιες αβρότητες. Τον πρώτο καιρό
ήταν λαίμαργος σε βαθμό επιθετικότητας. Τώρα πια ήταν διεκπεραιωτικός, αφηρημένος, συχνά μεθυσμένος και συνήθως με το μυαλό του πολύ φανερά σε κάποια άλλη. Στην αρχή η Κάθριν
ανησυχούσε πως ο Κιθ σκεφτόταν κάποια συγκεκριμένη άλλη – πως ίσως κάποια μπρούντζινη καλλονή στην πισίνα να κράτησε
την προσοχή του περισσότερο από ό,τι οι άλλες. Σύντομα όμως
συνειδητοποίησε πως ο Κιθ δεν σκεφτόταν καμία άλλη, ή μάλλον πως δεν φαντασιωνόταν ότι πηδούσε κάποια που δεν ήταν η Κάθριν, αλλά απλώς φαντασιωνόταν ότι η Κάθριν δεν ήταν η
Κάθριν. Αυτό μόνο είχε σημασία κι αυτό ανέβαζε τις στροφές της 35
μηχανής του. Η απουσία του Κιθ από αυτό που θα μπορούσε να
ονομαστεί κοινή πραγματικότητα μεταξύ τους οφειλόταν στο γεγονός ότι αυτή η πραγματικότητα, αλλά και οποιαδήποτε πραγματικότητα εδώ που τα λέμε, του φαινόταν βαθύτατα αντιερωτική. Δεν ήθελε να πηδάει την Κάθριν· ήθελε να πηδάει μια άγνωστη που έμοιαζε με την Κάθριν.
Με το πρόσχημα ότι ήθελε να κοιτάξει τα e-mail της, η Κάθριν
χρησιμοποίησε την εγκληματικά δαπανηρή πρόσβαση στο ίντερνετ που είχε το ξενοδοχείο για να ψάξει τον Ντάνιελ στο Google
– ήταν μια συνήθεια που απέκτησε σχεδόν αμέσως αφότου την
έσβησε από φίλη του στο Facebook υποχρεώνοντάς τη να μετέλθει πιο δημιουργικών λύσεων για να συνεχίσει την εικονική της
παρακολούθηση. Μερικές γνωστές κινήσεις με το ποντίκι και νά
τος: χαμογελαστός και περιποιημένος και όσο πρέπει υπεροπτικός, να της χαμογελάει από την ομαδική φωτογραφία του προσωπικού στην ιστοσελίδα των εγκαταστάσεων βιολογικών ερευνών κάπου στο Νόρφολκ, όπου, προφανώς, ήταν ο εκπρόσωπος
Τύπου για λογαριασμό ενός ερευνητικού προγράμματος που στο
βιογραφικό του αναφερόταν ως πρωτοποριακό. Υπήρχαν ακόμα κι ένα δυο βίντεο μ’ αυτόν στο YouTube, από συνεντεύξεις Τύπου, όπου μιλούσε περί βιώσιμης ανάπτυξης και ασφαλών πηγών τροφίμων. Η Κάθριν δεν είχε ιδέα πότε είχαν συμβεί όλα αυτά:
πώς είχε καταφέρει ο Ντάνιελ να βγει σιγά σιγά από την άχρωμη
ζωή του γραφείου και να βρεθεί σε μια θέση όχι μόνο αξιοθαύμαστη αλλά και με μια δόση αίγλης. Στην πραγματικότητα, βέβαια,
ήταν αναμενόμενη η εξέλιξη και η Κάθριν μπορούσε να τον φανταστεί να κάνει αυτή τη δουλειά καλά: ωστόσο πάντα ένιωθε ένα σφίξιμο. Τον φανταζόταν στο εργαστήριο –τον Ντάνιελ με το
γνωστό σύνδρομο του Ιησού– τριγυρισμένο από χρώμιο και γυα36
λί και τρυβλία Πέτρι. Αυτό ήταν το φυσικό του περιβάλλον, σκεφτόταν η Κάθριν, παγωμένο και μικροσκοπικό. Καμιά φορά, τον
καιρό που ήταν μαζί, τον αποκαλούσε Βουλκάνο.1 Το εννοούσε
τρυφερά, εκείνον όμως τον χτυπούσε εκεί που τον πονούσε. Και
τώρα, νά τος: ενδυματολογικά, εμφανισιακά και κοινωνικά εξελιγμένος· ένας ενάρετος σπασίκλας από την κορφή ώς τα νύχια.
Η Κάθριν αναρωτιόταν αν τη σκεφτόταν ποτέ και, αν ναι,
τι ακριβώς σκεφτόταν. Ήταν πιθανό ακόμα και να έχει περάσει από δίπλα του στο δρόμο χωρίς να το ξέρει. Ίσως εκείνος να την
είχε δει κάποτε και να άλλαξε δρόμο. Αναρωτιόταν αν ποτέ συζητούσε γι’ αυτή, αν η καινούργια του σύντροφος, όποια κι αν ήταν, ήξερε για εκείνη κι αν είχε άποψη. Μπορεί να γελούσαν οι δυο τους εις βάρος της, αργά τη νύχτα, μετά από λίγο κρασί. Ή
μπορεί ο Ντάνιελ να μην έλεγε τίποτα. Μπορεί να την είχε διαγράψει εντελώς. Ήταν απόλυτα ικανός για κάτι τέτοιο. Για την
ακρίβεια, η Κάθριν τον είχε δει να το κάνει. Λίγους μήνες αφότου εξαφανίστηκε ο φίλος τους ο Νέιθαν, ο Ντάνιελ έπαψε σχεδόν τελείως να τον αναφέρει.
Από συνήθεια, έψαξε στο Google και τον Νέιθαν. Βρήκε, όπως
πάντα, τα παλιά του ίχνη στα chat room. Κωδικοποιημένες τοποθεσίες για πάρτι. Συζητήσεις της προηγούμενης νύχτας. Λίστες ουσιών. Καταλόγους απωλειών. Δύσκολη υπόθεση, σκέφτηκε η Κάθριν, να ταιριάξει τον Νέιθαν που ήξερε με όλα αυτά· τον
Νέιθαν που καθόταν μαζί της μέχρι αργά το βράδυ, αφού ο Ντάνιελ υπερέβαινε τα όριά του και πήγαινε στην κρεβατοκάμαρα να πέσει ξερός.
Έψαξε για κάτι πιο πρόσφατο αλλά δεν βρήκε τίποτα. Όπου
κι αν είχε πάει, σκέφτηκε η Κάθριν, τα είχε καταφέρει πολύ καλά να γίνει άφαντος.
37