Μια ζεστή μέρα, ένα λιοντάρι πήγε βόλτα στα μαγαζιά για να αγοράσει ένα καπέλο.
Όμως οι κάτοικοι της πόλης φοβόντουσαν τα λιοντάρια,
κι έτσι έτρεξε μακριά.
Έτρεξε όσο πιο γρήγορα κι όσο πιο μακριά μπορούσε,
...και κρύφτηκε σε ένα σπιτάκι κήπου. Το σπιτάκι ήταν ενός μικρού κοριτσιού που το λέγανε Έλλη. «Δεν μπορείς να κρυφτείς εκεί», είπε η Έλλη, που δεν φοβόταν τα λιοντάρια. «Αυτό το σπιτάκι είναι πολύ μικρό για σένα».
Μπήκανε μέσα ώστε να μπορέσει η Έλλη να κρύψει το λιοντάρι καλύτερα. Έπρεπε να κάνουν ησυχία, καθώς η μαμά κι ο μπαμπάς δεν τα πάνε πολύ καλά με τα λιοντάρια μέσα στο σπίτι.
Το λιοντάρι άφησε την Έλλη να του βγάλει τα φύλλα από τη χαίτη του...
... και της έδειξε το πόδι του, που είχε πατήσει ένα αγκάθι. «Θα σου βάλω ένα τσιρότο εδώ», είπε η Έλλη.