Ιόνιοι Νήσοι Περιφέρεια

Page 1

Επιστημονικoς σχεδιασμoς, επιστημονικh επιμeλεια και επιστασiα:

Θεοδόσης Πυλαρινός Επιστημονικοi συνεργaτες

Ευγενία Βικέλα

Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου

Ηλίας Γιαρένης

Λέκτορας του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου

Τένια Ρηγάκου

Αρχαιολόγος, Προϊσταμένη της 21ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων

Σπύρος Ν. Ασωνίτης

Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Αρχειονομίας-Βιβλιοθηκονομίας του Ιονίου Πανεπιστημίου

Γεράσιμος Δ. Παγκράτης

Λέκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Νίκιας Λούντζης

Συγγραφέας-Ερευνητής

Αθανασία Λεοντσίνη

Καθηγήτρια του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

Θεοδόσης Πυλαρινός

Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου

Χριστίνα Μπάνου

Λέκτορας του Τμήματος Αρχειονομίας-Βιβλιοθηκονομίας του Ιονίου Πανεπιστημίου

Γιώργος Π. Πεφάνης

Λέκτορας του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών

Κώστας Καρδάμης

Διδάκτωρ Μουσικών Επιστημών, Επιστημονικός Συνεργάτης του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου

Θάνος Χρήστου

Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Πλαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Διονύσης Α. Ζήβας

Αρχιτέκτων, Ομότιμος Καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου

Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Δ. Μεταλληνός

Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Χρήστος Π. Μπαλόγλου

Διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης


ΤΑ Ε ΠΤΑΝΗΣΑ ΣΤΗΝ Α ΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Ευγενία Βικέλα

Σ υντομο δ ιαγραμμα απο τα π ροϊστορικΑ Εως τα υ στερα ρ ωμαϊκα χ ρονια δ ιaταξη των Ε πτανhσων στη

και αρχαιοδίφες και που συνεχίστηκε από τους αρχαιολόγους, επικεντρώθηκε, όπως ήταν φυσικό, ήδη από τον 18ο αιώνα στην πεισματική αναζήτηση της ομηρικής Ιθάκης. Μεγάλη βιβλιογραφία συγκεντρώθηκε γύρω από αυτό το θέμα, το οποίο συνεχίζει να απασχολεί την έρευνα και σήμερα. Οι πηγές ερμηνεύονται διαφορετικά κάθε φορά, με αποτέλεσμα να δημιουργoύνται αμφισβητήσεις και σύγχυση. Πρόσθετη δυσμενή επίπτωση αποτελεί το ότι έθεσε σε δεύτερη μοίρα και συντέλεσε να παραμεληθεί η έρευνα άλλων εποχών της αρχαιότητας.

θάλασσα του Ιονίου παρουσιάζει ένα γεωλογικό σχηματισμό που, παρά τους ενδιάμεσους σχηματισμούς των νησιών, διακρίνεται από ένα κατά μήκος άξονα από βορρά προς νότο. Η ανάπτυξη αυτή, που βαίνει παράλληλα με την ακτογραμμή της Ηπείρου, της Ακαρνανίας και της Πελοποννήσου, καθώς και η ιδιαίτερη φύση του κάθε νησιού, οδήγησαν το καθένα σε μία ανεξάρτητη και άνιση ιστορική και πολιτισμική πορεία, ενώ ταυτόχρονα δεν έλειψαν και κοινά στοιχεία στους προϊστορικούς και ιστορικούς χρόνους. Η γεωγραφική κατανομή εξηγεί επίσης τις επιδράσεις που δέχθηκαν τα νησιά αυτά από τις γειτονικές ελληνικές περιοχές, αλλά και τις μακρύτερα ευρισκόμενες, των Βαλκανίων και της Ιταλίας, με τις οποίες τα συνέδεε η θάλασσα. Το γεωγραφικό πλαίσιο βοηθά να καταλάβουμε πολλά από την ιστορική εξέλιξη των Επτανήσων. Η θέση τους πάνω στον δρόμο από την Ελλάδα προς την Ιταλία και τη Δύση σημάδεψε την εξέλιξή τους, αλλά και γενικότερα την πολιτική και πολιτιστική πορεία του ελληνισμού. Η σύντομη επισκόπηση που επιχειρείται δείχνει πολύ χαρακτηριστικά τα ανόμοια αλλά και τα κοινά στοιχεία της ιστορικής πορείας, του υλικού πολιτισμού και της καλλιτεχνικής δημιουργίας, που διαμόρφωσαν την ταυτότητα κάθε νησιού χωριστά, αλλά και όλων των νησιών μαζί ως συνόλου. Η έρευνα των Επτανήσων, που άρχισε πολύ νωρίς με τους πάσης φύ6. σεως ρομαντικούς περιηγητές

5.

18

Σ

ΟΙ Π ΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΙ Χ ΡΟΝΟΙ

τα Επτάνησα υπάρχουν ίχνη ανθρώπινης παρουσίας από την απώτερη προϊστορική εποχή, την εποχή του Λίθου, η οποία αντιπροσωπεύεται στα περισσότερα νησιά. Στην Κέρκυρα, μάλιστα, στο σπήλαιο της Γράβας, μαρτυρούνται ευρήματα από την τελική φάση της Ανώτερης ή Παλαιότερης Παλαιολιθικής περιόδου (περ. 150000-100000 π.Χ.). Πρόκειται για λίθινα εργαλεία, λεπίδες, ξέστρα, αιχμές και φυλλόσχημες βελόνες που πιστοποιούν περιοδική κατοίκηση. Ποικίλα κατάλοιπα δείχνουν ότι το νησί ήταν τότε συνδεδεμένο με την απέναντι ηπειρωτική ακτή. Λείψανα της ίδιας περιόδου αναφέρονται και σε άλλες θέσεις στην Κέρκυρα, αλλά και στη νησίδα Μαθράκι και την Κεφαλονιά. Από τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο (100000-37000 π.Χ.) πολυάριθμα πυριτολιθικά εργαλεία από πολλές περιοχές

19


33.

1619). Υπάρχουν επίσης πήλινα αναθηματικά ανάγλυφα Νυμφών των ελληνιστικών χρόνων, αλλά και ένα των μέσων του 5ου αιώνα, στο οποίο εικονίζονται ο Πάρις, ο Ερμής και δύο θεές. Στον 2ο και 1ο αιώνα π.Χ. ανήκουν πολλές προτομές, σε πολλές από τις οποίες εικονίζεται η Άρτεμη-Σελήνη με ημισέληνο στην κεφαλή. Σε θραύσμα προτομής του 1ου αιώνα π.Χ. υπάρχει αναθηματική επιγραφή (ΙG ΙΧ I² 4, 1615) στον Οδυσσέα! Οικιστικά, η συνέχεια καταγράφεται στον Αετό. Παλαιότερες αγγλικές ανασκαφές στο υψηλότερο σημείο και γύρω από το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου έδειξαν ότι υπήρχε συνέχεια από την ΥΕ εποχή έως τη Γεωμετρική περίοδο, με κεραμική όμοια εκείνης του όρμου της Πόλης. Ο οικισμός χρονολογείται από τον 12ο αιώνα. Υπάρχει, επίσης, και υπαίθριο ιερό, χρονολογούμενο από την ΠΓ έως και την Αρχαϊκή εποχή, αφιερωμένο στον Απόλλωνα, όπως προκύπτει από ένα ενεπίγραφο όστρακο. Άλλωστε, λατρεία του Απόλλωνα στην Ιθάκη αναφέρει και το έπος (Οδύσσεια, υ 277-278). Νεότερες ελληνικές ανασκαφές αποκάλυψαν πολλά θεμέλια οικιών. Στο διάσελο του Αετού υπήρχε εκτεταμένος οικισμός από τη Γεωμετρική έως τη Ρωμαϊκή περίοδο. 34. Εκτός από τμήμα τείχους «κυκλώπειας» κατασκευής υπάρχουν και οχυρωματικοί περίβολοι από την Κλασική εποχή, για να προστατεύεται ο οικισμός από την πλευρά του λιμανιού, ναός κλασικών χρόνων, ένας υπαίθριος κυκλικός λατρευτικός χώρος με βωμό, καθώς και ευρήματα από τα ΠΓ έως τα ρωμαϊκά χρόνια. Η αρχαία, λοιπόν, πόλη της Ιθάκης, η οποία στα ελληνιστικά χρόνια ονομάστηκε Αλαλκομενές, ήταν σ’ αυτό το σημείο. Ο Στράβων

36

(Χ 2, 16) αναφέρει το νέο όνομα, γνωρίζει όμως ότι στον Όμηρο (Ιλιάδα B 632, Γ 201) η πόλη ονομαζόταν Ιθάκη. Ο Πλούταρχος (Αίτια Ελληνικά 43) αποδίδει την αλλαγή του ονόματος στο γεγονός ότι ο Οδυσσέας έμεινε για λίγο στην ομώνυμη βοιωτική πόλη. Η μεταγενέστερη ιστορία της Ιθάκης δεν παρουσιάζει τίποτε το ιδιαίτερο. Το νησί, όπως και η Κεφαλληνία, αποτέλεσε μέλος της Αιτωλικής Συμπολιτείας το 226 π.Χ., civitas libera στα πρώιμα αυτοκρατορικά χρόνια και τμήμα της επαρχίας της Αχαΐας αργότερα.

Η

Λευκάδα

Λευκάδα αποτέλεσε αποικία των Κορινθίων το 625 π.Χ. (Θουκυδίδης Γ 94, 2). Η πόλις που βρισκόταν νότια από τη σημερινή, επιλέχθηκε ως ασφαλές λιμάνι, ένα στρατηγικό σημείο, από το οποίο μπορούσε να ελέγχεται η κίνηση των πλοίων προς τα βόρεια και προς τα ανατολικά. Πληροφορίες για την αρχαϊκή, κλασική και ελληνιστική πόλη μας δίνουν τα ευρήματα των αρχαίων νεκροταφείων, προς τα βόρεια και προς τα νότια του οικισμού. Οι Κορίνθιοι πρόβλεψαν σύστημα προστασίας με οχυρώσεις και πύργους, όπως άλλωστε και στην απέναντι ακτή της Ακαρνανίας. Φρόντισαν και για δημόσια έργα, όπως το λιμάνι και η διώρυγα, ο Διόρυκτος, που ανοίχθηκε μεταξύ Λευκάδας και Ακαρνανίας για να εξασφαλιστεί ταχύτερη και ασφαλέστερη ναυσιπλοΐα αντί για τον περίπλου του νησιού από τα δυτικά. Η Λευκάδα ήταν υπολογίσιμη ναυτική δύναμη έως τα ρωμαϊκά χρόνια, διέθετε λιμενικές εγκαταστάσεις,

35.

37


44.

Γ

Μ εσοβυζαντινη π εριοδος

πράνδος, απεσταλμένος του Γερμανού αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, στάθμευσε για λίγο στα νησιά του Ιονίου και μας έδωσε ορισμένα στοιχεία γι’ αυτά. Αναφέρει, μεταξύ άλλων, την Κέρκυρα ως «Coriphus, magna insula» –ο χαρακτηρισμός ασφαλώς δεν είχε να κάνει μόνο με τη γεωγραφική έκταση του νησιού αλλά και με τη σημαντική ανάπτυξή του. Επίσης, δεν παραλείπει να μεμφθεί τον ορθόδοξο επίσκοπο Λευκάδας για τη συμπεριφορά του. Νέα περίοδο επιδρομών στον χώρο του Ιονίου σηματοδότησαν τον 11ο αιώνα οι επιθέσεις των Σαρακηνών της Σικελίας, οι οποίοι επιτέθηκαν το 1033 στην Κέρκυρα, την πυρπόλησαν και τη λεηλάτησαν.

ια την κατανόηση της θέσης και της λειτουργίας των νησιών του Ιονίου στο αμυντικό αλλά και ευρύτερα στο διοικητικό σύστημα του Βυζαντίου κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο είναι σημαντικό να αναφερθούμε στο Ναυτικό Θέμα Κεφαλληνίας. Τα ζητήματα που αφορούν στην ακριβή χρονολόγηση και σκοπιμότητα της ίδρυσης του Θέματος Κεφαλληνίας είναι αμφιλεγόμενα και ακόμη ανοικτά σε περαιτέρω έρευνα. Έτσι, η ίδρυσή του μπορεί πιθανότατα να τοποθετηθεί στα μέσα του 8ου αιώνα ή, κατά μία άλλη εκδοχή, στην πρώτη δεκαετία του 9ου αιώνα. Σκοπός της ίδρυσής του ήταν να εξασφαλιστεί η δυνατότητα στη βυζαντινή αυτοκρατορική διοίκηση να ελέγχει τον ευρύτερο θαλάσσιο χώρο του Ιονίου και της Κάτω Αδριατικής. Επρόκειτο για ένα χώρο κρίσιμο από γεωστρατηγική άποψη, εκτεθειμένο στις πειρατικές επιδρομές των Αράβων της Αφρικής και της Σικελίας, καθώς και στις επιδρομές των Δυτικών, οι οποίοι κατά τους επόμενους αιώνες διεκδίκησαν επίμονα την κυριαρχία του. Ο στρατηγός της Κεφαλληνίας φαίνεται ότι είχε την ευθύνη αντίστασης στις ενέργειες τόσο των Σαρακηνών όσο και των Δυτικών στην περιοχή δικαιοδοσίας του. Το Θέμα Κεφαλληνίας είχε ως βάση (διοικητική και στρατιωτική/ναυτική) την Κεφαλονιά, ενώ περιλάμβανε επίσης τη Ζάκυνθο, την Ιθάκη, τη Λευκάδα, την Κέρκυρα και ορισμένα ακόμη μικρά νησιά του Ιονίου. Κατά πάσα πιθανότητα, διατηρούσε στην επικυριαρχία του –τουλάχιστον κατά την πρώτη περίοδο λειτουργίας του– και ορισμένα εδάφη της Απουλίας. Στα μέσα του 10ου αιώνα ο επίσκοπος Κρεμώνας Λιουτ-

Υ στεροβυζαντινη π εριοδος και α ρχη της ο θωμανικης κ υριαρχιας

Τ

ο 1081, σειρά στις επιδρομές είχαν οι Νορμανδοί. Με επικεφαλής τον δούκα της Απουλίας Ροβέρτο Γυισκάρδο επέδραμαν εναντίον των βυζαντινών εδαφών και κατέκτησαν την Κέρκυρα. Οι Βυζαντινοί, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, σύναψαν συμφωνία με τους Βενετούς. Για τη –μάλλον ανεπαρκή– βοήθεια που τους πρόσφεραν οι Βενετοί στην Κέρκυρα (και στο Δυρράχιο) το 1081, η ναυτική πολιτεία έλαβε τον επόμενο χρόνο σημαντικότατα προνόμια, με το χρυσόβουλλο του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1082). Οι Βενετοί κατέλαβαν τελικά την Κέρκυρα την άνοιξη του 1084, με εξαίρεση το φρούριο της πόλης, στο οποίο παρέμενε ισχυρή νορμανδική φρουρά. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ο νορμανδικός στόλος επανήλθε στις επιχειρήσεις στον χώρο του Ιονίου και ανακατέλαβε το νησί.

44

45.

45


SKYLITZIS 47.

Την άνοιξη του 1085, ο Ροβέρτος Γυισκάρδος κατέπλευσε στην Κεφαλονιά με τμήμα του νορμανδικού στόλου. Αποβίβασε τις δυνάμεις του στην περιοχή του Αθέρα, όπως μας παραδίδει η βυζαντινή ιστορικός Άννα Κομνηνή, και ανέθεσε στον γιο του Ρογήρο να καταλάβει την πρωτεύουσα του νησιού, το Φρούριο του Αγίου Γεωργίου, προσπάθεια που τελικά απέτυχε. Ο Γυισκάρδος αρρώστησε και πέθανε στην Κεφαλονιά τον Ιούλιο του 1085. Πιθανός τόπος θανάτου του θεωρείται η Πάνορμος, στην οποία έμελλε να δώσει και το νέο όνομά της (Portus Wiscardi > Φισκάρδο). Ο θάνατός του έθεσε τέρμα και στη νορμανδική επιχείρηση στην περιοχή του Ιονίου. Τον χειμώνα του 1098-1099, κατά τη διάρκεια της Α΄ Σταυροφορίας, τα νησιά του Ιονίου λεηλατήθηκαν από μία μοίρα του στόλου της Πίζας, με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο της Πίζας Δαϊμβέρτο· η μοίρα αυτή κατευθυνόταν προς τη Συρία με στόχο την ενίσχυση των σταυροφορικών δυνάμεων στην περιοχή. Ο 12ος αιώνας υπήρξε ιδιαίτερα καθοριστικός για την πορεία της Επτανήσου. Οι Βενετοί πολιόρκησαν τη βυζαντινή Κέρκυρα το 1122-1123, χωρίς να κατορθώσουν να την καταλάβουν. Τρία χρόνια όμως αργότερα, τον Αύγουστο του 1126, κατόρθωσαν να κυριεύσουν το Φρούριο του Αγίου Γεωργίου, που εκείνη την περίοδο ήταν πρωτεύουσα της Κεφαλονιάς. Η νέα επίθεση των Νορμανδών, το καλοκαίρι του 1147, με επικεφαλής τον βασιλιά της Σικελίας Ρογήρο Β΄, είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Κέρκυρας. Στην εξέλιξη αυτή σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και η ανοχή (ή και υποστήριξη) των κατοίκων του νησιού, που βρίσκονταν σε απόγνωση για τη βαρύτατη φορολογία, στην οποία υποχρεώνονταν από τη βυζαντινή διοίκηση. Στο πλαίσιο των ίδιων επιχειρήσεων στο Ιόνιο οι Νορμανδοί λεηλάτησαν την Κεφαλονιά, πιθανόν και τη Λευκάδα. Η Κέρκυρα ανακαταλήφθηκε από τους Βυζαντινούς μετά

46.

46

από σκληρή και μακρόχρονη πολιορκία, το καλοκαίρι του 1149. Έτσι, ο νορμανδικός κίνδυνος προσωρινά αποσοβήθηκε. Στα μέσα του 12ου αιώνα επισκέφθηκε τα Επτάνησα ο Άραβας γεωγράφος Al-Idrisi, ο οποίος μας παρέχει σύντομες αλλά σημαντικές πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε στους Οθωνούς, την Κέρκυρα, τη Λευκάδα, την Ιθάκη, την Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο. Η οικιστική πραγματικότητα των νησιών εκείνη την περίοδο, όπως περιγράφεται από τον Al-Idrisi, ήταν αξιοσημείωτη. Οι κάτοικοι, παρά τις αντίξοες συνθήκες, τις συνεχείς επιθέσεις και τις πολιορκίες, κατόρθωναν να ανθίστανται και να διαμορφώνουν ακμαία αστικά κέντρα με σημαντική δραστηριότητα. Οι επιθέσεις, όμως, συνεχίζονταν. Τον Ιούνιο του 1185, στο πλαίσιο της ευρύτερης μεγάλης –και ιδιαίτερα επικίνδυνης– επίθεσης των Νορμανδών κατά της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ο νορμανδικός στόλος κατέλαβε την Κέρκυρα, την Ιθάκη, την Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο. Επικεφαλής του ήταν ο Μαργαριτώνης, σπουδαίος ναύαρχος, ο οποίος είχε αποκτήσει μεγάλη εμπειρία στη θάλασσα, καθώς υπήρξε και πειρατής. Οι βυζαντινές δυνάμεις κατόρθωσαν να ανακτήσουν σε λίγους μόλις μήνες την Κέρκυρα, στο τέλος του 1185. Όμως, τα άλλα νησιά που είχαν κατακτηθεί από τους Νορμανδούς (Ιθάκη, Κεφαλονιά και Ζάκυνθος) αποκόπηκαν οριστικά από τη βυζαντινή επικράτεια. Έτσι, διασπάστηκε για πρώτη φορά η διοικητική ενότητα των νησιών του Ιονίου. Ασφαλώς, η ενότητά τους σε πολιτισμικό και πνευματικό επίπεδο, όπως είχε σφυρηλατηθεί μέσω της κοινής βυζαντινής κληρονομιάς αλλά και της ιόνιας νησιωτικής ταυτότητας στο πλαίσιο του Βυζαντίου, συνέχισε υφιστάμενη παρά τις πολιτικές-διοικητικές μεταβολές. Το 1185, ωστόσο, αποτελεί κομβικό χρονικό σημείο για την ιστορία των νησιών του Ιονίου, γιατί η διαφορετική διοικητική ένταξη τα οδήγησε –σε ένα

47


Β ΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΑΙ Μ ΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ Τ ΕΧΝΗ ΣΤΑ Ι ΟΝΙΑ Ν ΗΣΙΑ Τένια Ρηγάκου

α Ιονια

Νησια λογω της γεωγρα-

φικής θέσης τους στον θαλάσσιο δρόμο μεταξύ ανατολικής και δυτικής Μεσογείου, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία του Βυζαντίου. Τα νησιά αντιμετωπίστηκαν για πρώτη φορά ως διοικητική ενότητα στα μέσα του 8ου αιώνα με την ίδρυση του Ναυτικού Θέματος Κεφαλληνίας, το οποίο αποτέλεσε αμυντικό προπύργιο και σπουδαία ναυτική βάση του βυζαντινού κράτους μέχρι τη διάλυσή του από τους Σταυροφόρους (1204). Τα Κύθηρα, το νοτιότερο νησί των Επτανήσων, συνδέθηκαν με τα Ιόνια για ιστορικούς λόγους πολύ αργότερα, κατά την περίοδο της βενετοκρατίας. Στα χρόνια του Βυζαντίου σχετίζονταν πολιτιστικά με την απέναντι ακτή της Πελοποννήσου (Μονεμβασία, Μάνη) και την Κρήτη. Λιγοστές είναι οι μαρτυρίες των ιστορικών πηγών για τα βυζαντινά Ιόνια. Εξίσου περιορισμένη –με εξαίρεση τα Κύθηρα– είναι και η παρουσία των μνημείων σε σχέση με άλλες περιοχές της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Για την ένδεια αυτή ευθύνονται οπωσδήποτε και οι συχνοί καταστροφικοί σεισμοί που πλήττουν τα νησιά, ιδιαίτερα τα νοτιότερα.

ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (4ος ΑΙΩΝΑΣ μ.Χ.-1453)

Α

πό τα μέχρι στιγμής δεδομένα προκύπτει ότι η ζωή των οικιστικών κέντρων της ύστερης αρχαιότητας συνεχίστηκε και κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο στα Ιόνια Νησιά (Κέρκυρα, Ζάκυνθος, Λευκάδα, Πάνορμος και Σάμη στην Κεφαλονιά). Οι παράλιοι οικισμοί φαίνεται ότι διατηρήθηκαν σε ακμή μέχρι το τέλος του 6ου αιώνα. Από τον 7ο αιώνα των θαλάσσιων επιδρομών στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο τα παράλια εγκαταλείπονται και νέοι οικισμοί οργανώνονται σε

54.

54

οχυρά κάστρα-πόλεις (η βυζαντινή Κορυφώ στο Παλαιό Φρούριο της Κέρκυρας, το Γαρδίκι, το Αγγελόκαστρο, η Κασσιώπη στην Κέρκυρα, ο Άγιος Γεώργιος Κεφαλονιάς, το Φρούριο Ζακύνθου, η Παλαιοχώρα Κυθήρων). Οι γνώσεις μας για την τέχνη της Παλαιοχριστιανικής και Πρωτοβυζαντινής περιόδου (4ος-8ος αιώνας) περιορίζονται κυρίως στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική. Τα μνημεία είναι λιγοστά, σώζονται σε ερειπωμένη μορφή ή έχουν υποστεί μεταγενέστερες μετασκευές. Ο αρχιτεκτονικός τύπος που επικρατεί είναι η ξυλόστεγη βασιλική. Στην Κέρκυρα σώζονται δύο βασιλικές στον χώρο της Παλαιόπολης, το οικιστικό κέντρο που αναπτύχθηκε στα ερείπια της αρχαίας πόλης. Μία πεντάκλιτη βασιλική με εγκάρσιο κλίτος, διπλό νάρθηκα και αίθριο οικοδομήθηκε στο κέντρο της ρωμαϊκής αγοράς από τον επίσκοπο Κερκύρας Ιοβιανό στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα. Τον σπουδαίο ψηφιδωτό διάκοσμο των δαπέδων της βασιλικής υπογράφει ο ψηφοθέτης Ελπίδιος, σύμφωνα με την αφιερωματική επιγραφή. Την ίδια εποχή κτίστηκε στα ερείπια του αρχαϊκού ναού της Αρτέμιδος τρίκλιτη βασιλική, σήμερα καθολικό της μεταβυζαντινής μονής του Αγίου Θεοδώρου. Τρεις βασιλικές σώζονται στους Παξούς (Αγία Μαρίνα και Άγιος Στέφανος στην Οζιά και Άγιος Νικόλαος στον Γάιο). Στην Κεφαλονιά η τρίκλιτη βασιλική στο λιμάνι του Φισκάρδου –το οποίο ταυτίζεται με τον αρχαίο Πάνορμο– διατηρεί δύο διώροφους πύργους στο δυτικό της τμήμα, στοι55. χείο σπάνιο στα μνημεία του ελλαδικού χώρου. Τελευταία, στο λιμάνι της Σάμης ανασκάπτεται πεντάκλιτη βασιλική με ενδιαφέροντα ψηφιδωτά δάπεδα με γεωμετρικά και φυτικά μοτίβα. Ενδείξεις παλαιοχριστιανικών βασιλικών υπάρχουν και στη Ζάκυνθο (στον Άγιο Δημήτριο Μελινάδου και στον Άγιο Νικόλαο στο Νησί), καθώς και στην Ιθάκη (παλαιοχριστιανική σαρκοφάγος και διάσπαρτα αρχιτεκτονικά γλυπτά). Στα Κύθηρα παλαιοχριστιανικές βασιλικές

55


Ε

κκλησιαστική αρχιτεκτονική: Ο τύπος που κυριαρχεί στην αρχιτεκτονική των νησιών είναι ο μονόχωρος ναός με δίρριχτη κεραμοσκεπή στέγη, σπανιότερα καμαροσκέπαστος, που ονομάζεται επτανησιακή βασιλική. Απαντά σπανιότερα και η τρίκλιτη βασιλική με διάφορες ιδιοτυπίες. Μοναδικό 66. παράδειγμα ελεύθερου σταυρού με τρούλο αποτελεί το καθολικό της Παναγίας της Σκοπιώτισσας στη Ζάκυνθο (1638). Στις όψεις αλλά και στο εσωτερικό των ναών παρατηρείται ισχυρή επίδραση του δυτικού Μπαρόκ, αρκετά απλοποιημένου, βέβαια, ώστε να προσαρμοστεί στην ορθόδοξη παράδοση (επτανησιακό Μπαρόκ). Στο εσωτερικό οι αλλαγές είναι λιγότερες, εφόσον διατηρούνται το τέμπλο και ο γυναικωνίτης, στοιχεία καθαρά των ορθόδοξων ναών, και συχνά τοποθετείται στο κέντρο ο δικέφαλος αετός. Στη διαμόρφωση του τέμπλου των επτανησιακών ναών ακολουθήθηκαν διάφορες παραδόσεις: Τα τέμπλα της Κέρκυρας είναι κυρίως λίθινα. Κτιστά και τοιχογραφημένα απαντούν στη Λευκάδα και στα μικρότερα Ιόνια. Στη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά προτιμήθηκαν τα ξυλόγλυπτα, επενδεδυμένα με φύλλα χρυσού, στα οποία συνδυάζονται βυζαντινά, παραδοσιακά στοιχεία με Μπαρόκ και Ροκοκό. Τα θέματα αντλούνται από τον ζωικό και φυτικό κόσμο αλλά και από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Στη Ζάκυνθο μαρτυρείται η ύπαρξη ισχυρής συντεχνίας των μαραγκών, της μαϊστράντζας, από τον 16ο αιώνα. Νέα ώθηση στην ξυλογλυπτική έδωσαν οι 67. πρόσφυγες από την Κρήτη τον 17ο αιώνα, οι οποίοι έφεραν μαζί τους ξυλόγλυπτα έργα από τους ναούς της μεγαλονήσου. Επίδραση, τέλος, της δυτικής τέχνης αποτελούν οι «ουρανίες», οι επίπεδες οροφές που κοσμούνται με παραστάσεις γεμάτες ρεαλισμό και έντονο σκηνογραφικό χαρακτήρα. Γι’ αυτές όμως γίνεται λόγος σε άλλες σελίδες του τόμου αυτού.

Μ

νημειακή ζωγραφική: Η διακόσμηση των ναών με τοιχογραφίες συνεχίζεται και κατά τη βενετοκρατία. Ήδη από τον 16ο αιώνα παρατηρείται συνύπαρξη διάφορων τάσεων στη ζωγραφική: ισχυρή επίδραση της δυτικής τέχνης (ναός Αγίας Αικατερίνης στους Καρουσάδες της Κέρκυρας, Φανερωμένη Κάστρου στην Κεφαλο-

62

νιά) και αυστηρό βυζαντινό ύφος (καθολικό της Μονής Παντοκράτορος του Αγίου Μάρκου Κέρκυρας, 1577). Οι Κρητικοί ζωγράφοι που ήλθαν στα νησιά μετά την άλωση του Χάνδακα (1669), μετέφεραν την τέχνη της φορητής εικόνας και στην τοιχογραφία. Την ίδια τεχνοτροπία ακολούθησαν και οι αδελφοί Δημήτριος και Γεώργιος Μόσχος από το Ναύπλιο, που δούλεψαν στα Ιόνια. Η τοιχογραφία παρέμεινε σε μεγάλη ακμή και κατά τον 17ο αιώνα, ενώ από τις αρχές του 18ου αιώνα διακρίνεται τάση προς το λαϊκό (Άγιος Αθανάσιος Κάτω Κορακιάνας). Σταδιακά περιορίζεται στο ιερό βήμα και το κτιστό τέμπλο του ναού και υπό την επίδραση της βενετικής τέχνης υποκαθίσταται με μεγάλους πίνακες.

Φ

ορητές εικόνες: Από τον 15ο αιώνα μέχρι και τα μέσα του 17ου αιώνα τα Ιόνια Νησιά βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία με την Κρήτη, τη σπουδαιότερη βενετική κτήση και το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό κέντρο της ορθόδοξης Ανατολής. Οι Κρητικοί ζωγράφοι διατήρησαν και ανανέωσαν τη βυζαντινή παράδοση, όταν πλέον το μεγάλο καλλιτεχνικό κέντρο της βασιλεύουσας είχε σβήσει οριστικά. Οι περισσότερες εικόνες της περιόδου αυτής, που κοσμούν τους ναούς, τα μοναστήρια και τα μουσεία των Ιόνιων Νήσων φέρουν την υπογραφή γνωστών Κρητικών ζωγράφων. Την εικόνα της καλλιτεχνικής κίνησης και παραγωγής στα νησιά συμπληρώνουν οι αρχειακές μαρτυρίες. Έτσι, πληροφορούμαστε ότι ο Κερκυραίος Δημήτριος Μιλάνης υπήρξε μαθητής του Γεώργιου Βλαστού στον Χάνδακα, το 1491, ενώ αρκετοί Κρητικοί εργάστηκαν στα Ιόνια, στον δρόμο τους προς τη Βενετία. Ο Θωμάς Μπαθάς είχε εργαστήριο στην Κέρκυρα το 1587, στο οποίο μαθήτευσαν ο Ιάκωβος Κριτόπουλος και ο Εμμανουήλ Τζανφουρνάρης. Η αυξανόμενη παρουσία Κρητών ζωγράφων της διασποράς στα Ιόνια Νησιά, ιδιαίτερα μετα την πτώση του Χάνδακα στους Τούρκους (1669) διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της ζωγραφικής των Ιονίων. Ο Φιλόθεος Σκούφος και ο Ηλίας Μόσχος (από το 1649) καταφεύγουν στη Ζάκυνθο, όπου και πεθαίνουν· ο Θεόδωρος Πουλάκης στην Κέρκυρα (1692)· οι αδελφοί Τζάνε ζουν στην Κέρκυρα

68.

63


ΤΑ Ι ΟΝΙΑ Ν ΗΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Ο ΨΙΜΟ Μ ΕΣΑΙΩΝΑ Σπύρος Ν. Ασωνίτης

εταξύ 13ου και 15ου αιωνα, τα νησια

του Ιονίου δεν ακολούθησαν κοινή πολιτική πορεία· βρέθηκαν όλα υπό Δυτικούς κυρίαρχους –διαφορετικούς σε κάθε νησί–, οι πολιτικές επιδιώξεις των οποίων συχνά ήταν αντίθετες μεταξύ τους. Φυσικά, οι ξένες κυριαρχίες επηρέασαν το πολιτικό και θεσμικό περιβάλλον των νησιωτικών κοινωνιών, αν και η κοινή βυζαντινή παράδοση εξακολούθησε να υφίσταται. Η ελληνική γλώσσα, οι κοινές αντιλήψεις, οι ριζωμένες από αιώνες, και η Ορθοδοξία αποτελούσαν στοιχεία έντονης διαφοροποίησης αρχόντων και αρχομένων τη συγκεκριμένη περίοδο.

Σ

Π ΟΛΙΤΙΚΗ Ι ΣΤΟΡΙΑ

τα τέλη του 12ου αιώνα, το Βυζάντιο βρισκόταν σε κατάσταση εσωστρέφειας. Παράλληλα, η απειλή από την Ανατολή δεν επέτρεπε στην αυτοκρατορία την οργάνωση αποτελεσματικής άμυνας στην περιοχή του Ιονίου, που αποτελούσε ήδη από τον 11ο αιώνα ευπρόσβλητο τμήμα της δυτικής μεθορίου της, καθώς είχε δεχθεί επανειλημμένως επιδρομές από τους Νορμανδούς της Κάτω Ιταλίας. Η εγκατάλειψη του πολεμικού στόλου από την αυτοκρατορία είχε επιτρέψει σε τυχοδιώκτες και πειρατές να κινούνται ανενόχλητοι, συχνά μάλιστα να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην ίδια την αυτοκρατορία. Το 1185, στον απόηχο της τελευταίας νορμανδικής επίθεσης, ο ελληνικής καταγωγής πειρατής Μαργαριτώνης (Margaritone), κύριος της Μάλτας, κατέλαβε την Κεφαλονιά, την Ιθάκη και τη Ζάκυνθο, ενώ στη συνέχεια συνεργάστηκε στην Κύπρο με τις

72.

66

δυνάμεις του σφετεριστή του θρόνου κατά του αυτοκράτορα. Ο Μαργαριτώνης διατήρησε στον έλεγχό του τα νησιά του Ιονίου μέχρι το 1194, όταν ο Σουήβος αυτοκράτορας της Γερμανίας Ερρίκος ΣΤ΄, διεκδικητής του νορμανδικού βασιλείου της Κάτω Ιταλίας, τον φυλάκισε –με την κατηγορία της συνωμοσίας– στο κάστρο Trifels της Γερμανίας, όπου τον τύφλωσε. Εκείνη την περίοδο, πιθανόν να επανήλθαν τα νησιά υπό βυζαντινό έλεγχο. Μερικά χρόνια αργότερα ένας τυχοδιώκτης, καταζητούμενος για φόνο, ο Μάιο από την Απουλία, έφτασε με τους συντρόφους του στην Κεφαλονιά, όπου παντρεύτηκε τη θυγατέρα του Έλληνα διοικητή του νησιού, ενώ στη συνέχεια κατέλαβε την Ιθάκη και τη Ζάκυνθο. Έτσι, ο Μάιο, ο οποίος το 1207 αναφέρεται ως «κόμης Κεφαλληνίας», έγινε ιδρυτής της λεγόμενης δυναστείας των Ορσίνι, η οποία κυβέρνησε τα νησιά αυτά μέχρι το 1325. Στο μεταξύ, τον Μάιο του 1203 οι δυνάμεις της Δ΄ Σταυροφορίας, που είχαν συγκεντρωθεί στη βυζαντινή Κέρκυρα, αποφάσισαν να στραφούν κατά της Κωνσταντινουπόλεως, την οποία και κατέλαβαν. Λίγο αργότερα ένας Γενουάτης πειρατής, ο Λεόνε Βετράνο, έγινε κύριος του νησιού· όμως η κυριαρχία του υπήρξε βραχύβια, καθώς οι Βενετοί τον συνέλαβαν και τον απαγχόνισαν. Η βε73. νετική επέμβαση πραγματοποιήθηκε, επειδή με τη «Συνθήκη Διανομής» (1204) των εδαφών της αυτοκρατορίας η Κέρκυρα, όπως και τα νησιά του νότιου Ιονίου, είχαν επιδικαστεί στους Βενετούς. Οι τελευταίοι όμως, καθώς δεν διέθεταν επαρκείς δυνάμεις για να τα διατηρήσουν υπό τον άμεσο έλεγχό τους, επέλεξαν να γίνουν κυρίαρχοι μόνο της Κέρκυρας. Όσον αφορά στις νήσους Κεφαλονιά, Ιθάκη και Ζάκυνθο, ο κύριός

67


Η B ενετικη κ υριαρχiα ΣΤΑ Ι ΟΝΙΑ Ν ΗΣΙΑ Γεράσιμος Δ. Παγκράτης

βενετικh κυριαρχiα στα

Επτάνησα διάρκεσε σχεδόν τέσσερις αιώνες και σημάδεψε τόσο τη φυσιογνωμία του χώρου όσο και την κουλτούρα των ανθρώπων του, συνιστώντας σταθερό σημείο αναφοράς στην τοπική πολιτιστική κληρονομιά. Από τα θέματα που αφορούν στην ιστορία της βενετοκρατούμενης Επτανήσου, στο κείμενο που ακολουθεί θα εξετάσουμε: α) τη γεωγραφία και τους χρόνους της βενετικής κατάκτησης, β) τις οργανωτικές δομές της διοίκησης, βενετικής και κοινοτικής, και γ) τη συγκρότηση της κοινωνίας και την επαγγελματική απασχόληση του επτανησιακού πληθυσμού. Ζητήματα θρησκείας και πολιτισμού δεν θα μας απασχολήσουν, αφού παρουσιάζονται σε άλλα κείμενα του παρόντος τόμου. oi χ ρOνοι της κ ατAκτησης

Τ

α νησιά του Ιονίου πελάγους ήταν πολύτιμα για τους Βενετούς λόγω της καίριας θέσης τους στη βενετική αποικιακή αλυσίδα που είχε συγκροτηθεί από πόλεις-λιμάνια με περιορισμένη ενδοχώρα κατά μήκος μιας γραμμής που ένωνε την πόλη της Βενετίας με την Κρήτη, την Κύπρο και τα νησιά του Αιγαίου. Η κύρια λειτουργία αυτών των κτήσεων-βάσεων ήταν η ασφαλής σύνδεση της βενετικής ναυτιλίας με τις ρότες που οδηγούσαν προς και από τα λιμάνια αφενός της Μέσης Ανατολής (Συρίας και Αιγύπτου) και αφετέρου της Κωνσταντινούπολης και της Μαύρης Θάλασσας. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τη γειτνίαση των νησιών με την οθωμανική στεριά,

83.

74

τους προσέδωσαν ιδιαίτερη σπουδαιότητα, γεωστρατηγική και εμπορική, καθώς μπορούσαν να λειτουργήσουν ως βάσεις εξόρμησης προς τη νότια Βαλκανική και τη νοτιοανατολική Μεσόγειο –στόχος που διευκολυνόταν από την περιοδική βενετική κυριαρχία στην παράλληλη ακτογραμμή της Ηπείρου, της Αιτωλοακαρνανίας και της Πελοποννήσου (Βουθρωτό: 1386-1797, Πάργα: 14011797, Σαγιάδα: 1401-1797, Φανάρι: 1401-1797, Πρέβεζα: 1500-1530 και 1718-1797, Βόνιτσα: 1500-1530 και 1684-1797, Ναύπακτος: 1416-1499, Ρίο-Αντίρριο: 13991499, Χλεμούτσι, Γλαρέντζα: 1480, Κυπαρισσία [Αρκαδιά], Πύλος [Ναυαρίνο]: 1420-1500, Μεθώνη-Κορώνη: 1209-1500, Πελοπόννησος [συνολικά]: 1684-1715). Τα «βενετικά νησιά της Ανατολής», όπως αποκαλούνταν τα Επτάνησα μέχρι το 1797, εντάχθηκαν στη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου σε διαφορετικούς χρόνους, από τον 14ο μέχρι τον 17ο αιώνα, και υπό διαφορετικές προ84. ϋποθέσεις. Το 1363 οι Βενετοί απέσπασαν τα Κύθηρα από τη βενετική οικογένεια Βενιέρ, στην οποία τα είχαν παραχωρήσει σχεδόν αμέσως μετά τη διανομή των εδαφών της Ρωμανίας (1207-1208)· 1 και τούτο λόγω της εμπλοκής των Βενιέρ σε ένα από τα αντιβενετικά επαναστατικά κινήματα που εκδηλώθηκαν στην Κρήτη, όπου οι τελευταίοι κατοικούσαν, τη γνωστή ως «αποστασία του Αγίου Τίτου» (1363-1366). Τη βενετική κατοχή γνώρισαν και τα Αντικύθηρα, τα οποία παραχωρήθηκαν στην οικογένεια Βιάρο από τον 13ο μέχρι τον 17ο αιώνα. Το 1386 προσχώρησε επίσημα στο βενετικό κράτος και η Κέρκυρα, κατόπιν αιτήματος της τοπικής Κοινότητας προς τη Γαληνοτάτη.2 Η φιλοβενετική μερίδα στο νησί προε-

75


93.

αντιπροσωπευτική συνέλευση με αριθμό μελών που κυμαινόταν ανάλογα με τον τόπο και την εποχή (30 στα Κύθηρα, 60, 70 και 150 στην Κέρκυρα, 100 και 150 στη Ζάκυνθο κ.λπ.), από την οποία συνέλευση εκλέγονταν κατόπιν όσοι θα ασκούσαν τα κατώτερα εγχώρια αξιώματα: οι διάφοροι σύνδικοι, δικαστές, αγορανόμοι, υγειονόμοι, ετήσιοι δικαστές και τα υπόλοιπα μέλη της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και ο κυβερνήτης της Πάργας, ο καπιτάνος του Βουθρωτού, ο διοικητής του Αγγελόκαστρου, ο διοικητής του Φρουρίου της Άσσου κ.λπ. Όλοι αυτοί οι αξιωματούχοι αντλούσαν, πέρα από εισοδήματα, και σημαντικό κοινωνικό κύρος. Η θητεία τους διαρκούσε κατά κανόνα ένα έτος, υπήρχαν όμως αξιώματα ισόβια και σε 94. μερικές περιπτώσεις και κληρονομικά (νοτάριοι, αρχειοφύλακες κ.ά.). Σε αυτές τις διαδικασίες εννοείται ότι παρατηρούνταν συσπειρώσεις, φατριασμοί και πελατειακές σχέσεις γύρω από τις ισχυρότερες οικογένειες. Άλλοτε οι διάφορες ομάδες συγκρούονταν μεταξύ τους με ένταση, επιδιώκοντας να επιβάλουν τους δικούς τους ανθρώπους σε δημόσια αξιώματα ή στην ενοικίαση δημόσιων προσόδων. Τέτοιου είδους συγκρούσεις καταγράφτηκαν όχι μόνο στην Κεφαλονιά (βλ. παρακάτω), αλλά και στη Ζάκυνθο στα τέλη του 16ου αιώνα ανάμεσα στους Σιγούρους και τους Μονδίνους, και το 1609 ανάμεσα στις οικογένειες Βαλσάμου και Βολτέρρα.

82

Για την αποφυγή έκνομων ενεργειών κατά τη διάρκεια των συνελεύσεων οι Κοινότητες θεωρούσαν αναγκαία την έκδοση διαταγμάτων που στόχευαν στη ρύθμιση της συμπεριφοράς των μελών τους. Η επανάληψη αυτών των διατάξεων και η επιμονή στα αυτονόητα (βλ. τους κανονισμούς λειτουργίας της Κοινότητας της Κέρκυρας) δείχνει ότι συμπεριφορές που δήλωναν έλλειψη πολιτικής παιδείας δεν ήταν ασυνήθιστες ακόμη και στα τέλη της Βενετοκρατίας. Η σύνθεση των Συμβουλίων ήταν σε κάθε νησί ανάλογη με την ιστορική του πορεία και την κοινωνική του σύνθεση. Στο Συμβούλιο της Κοινότητας της Κέρκυρας συμμετείχαν: α) μέλη παλαιών φεουδαρχικών οικογενειών, οι «βαρόνοι» ή «εμπαρούνοι» ή «προνοιάριοι», βυζαντινής ή λατινικής προέλευσης (φραγκικής ή βενετικής), και β) οι «alii», «λαϊκότεροι», επίσης ιδιοκτήτες ακινήτων, συχνά τεχνίτες, εκκλησιαστικοί ή αφιερωμένοι σε κάποια άλλη εργασία, το είδος της οποίας προσδιορίστηκε σταδιακά από τις διάφορες κωδικοποιήσεις που από τον 16ο αιώνα και εξής ρύθμιζαν την πρόσβαση στην ιδιότητα του πολίτη: έμποροι (όχι παζαρίτες), αρωματοποιοί, νοτάριοι, ιατροί, δικηγόροι κ.λπ. Ο αγώνας για την υιοθέτηση όρων ένταξης και παραμονής στο κοινοτικό σώμα ήταν μακρός για όλα τα νησιά. Οι συζητήσεις που θα οδηγούσαν σε μία «αριστοκρατικοποίηση» των οργάνων εκπροσώπησης

95.

83


ΑΠΟ ΤΟΥΣ Γ ΑΛΛΟΥΣ Δ ΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΕΩΣ ΤΟΝ 21 ο Α ΙΩΝΑ Νίκιας Λούντζης

κ αταγραφη των ι στορικων

και κοινωνικών εξελίξεων δεν οδηγεί στην κατανόησή τους, χωρίς έρευνα των συνθηκών και των κινούντων αιτίων. Για τον ίδιο λόγο η κατανόηση των περιπετειών της Επτανήσου και της πολιτιστικής ακμής της, ιδίως κατά τον 19ο αιώνα, προϋποθέτει την προσέγγιση των διεθνών ισορροπιών ή ανισορροπιών της εποχής. Οι Ευρωπαίοι μετά τις Σταυροφορίες δείχνουν να εγκαταλείπουν τις ιμπεριαλιστικές τους βλέψεις· ειδικότερα τις βλέψεις της μεσογειακής κυριαρχίας. Καταναλίσκουν φιλοδοξίες κοντόφθαλμες και αναλίσκονται σε πολέμους μεταξύ γειτονικών κρατών, ηγεμόνων και ηγεμονίσκων. Μόνη ιμπεριαλιστική δύναμη προβάλλει η Οθωμανική αυτοκρατορία, ενώ η Βενετία με τον πολεμικό στόλο της λειτουργεί ανασταλτικά, και με τον εμπορικό της διεισδυτικά. Το ναυτικό του καιρού, όμως, του κουπιού και αργότερα του πανιού, προϋποθέτει βάσεις· βάσεις ανεφοδιασμού, επισκευών, διαχείμασης. Έτσι, η Επτάνησος για τη Βενετία γίνεται πολύτιμη· ιδίως κατά τον 18ο αιώνα, μετά την απώλεια των φρουρίων της στην Πελοπόννησο και την Κρήτη. Η Βενετία, αριστοκρατική δημοκρατία με διάρθρωση σχεδόν εταιρική, μη διαθέτο112. ντας στρατό κατοχής, οργανώνει στην Επτάνησο αντίστοιχη τάξη προνομιούχων, μέσω της οποίας εξασφαλίζει την κυριαρχία της. Παραχωρεί φέουδα και προνόμια, ενώ το τοπικό Λίμπρο ντ’ όρο (Libro d’oro),1 στην ουσία αποτελεί καταστατικό θυγατρι-

111.

96

97

κής εταιρείας με κοινά συμφέροντα και εξάρτηση από τη μητροπολιτική εταιρεία. Στα τέλη του 18ου αιώνα, με τη Γαλλική επανάσταση, πραγματοποιείται η μεγάλη ανατροπή που προετοιμαζόταν επί δεκαετίες από τον Διαφωτισμό. Στα συμφέροντα αντιπαρατάσσονται τώρα ιδέες και στην «ελέω Θεού μοναρχία» η λαϊκή κυριαρχία. Η εξέλιξη της ναυτιλίας, στο μεταξύ, φέρνει νέους διεκδικητές στον μεσογειακό χώρο: τους Άγγλους, τους Γάλλους, ακόμη και τους Ρώσους. Αυτό σημαίνει και το τέλος της Βενετίας· όχι όμως και της Επτανήσου που ως ναυτική βάση γίνεται το «μήλον της έριδος» των διεκδικητών.

Τ

Γ ΑΛΛΟΙ Δ ΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΙ: Η Μ ΕΓΑΛΗ Α ΝΑΤΡΟΠΗ ( 1797-1799 )

ο 1797, ο στρατηγός Ναπολέων Βοναπάρτης καταλαμβάνει τη Βενετία που με τη συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο (17 Οκτωβρίου 1797) παραχωρείται στην Αυστρία. Η Επτάνησος, όμως, κατά σύσταση του Βοναπάρτη προς το παρισινό Διευθυντήριο2 περιέρχεται στη Γαλλία. Στις 19 Ιουνίου 1797, ο στρατηγός Ανσέλμος Ζεντιλύ (Gentili) καταπλέει στην Κέρκυρα και στη συνέχεια τοποθετεί γαλλικές φρουρές στα άλλα νησιά. Ο επτανησιακός λαός ξεσηκώνεται, ενθουσιάζεται, ελπίζει. Στην πλατεία Αγίου Μάρκου της Ζακύνθου καίγεται το Λίμπρο ντ’ όρο και φυτεύεται, συμβολικά, το «Δέντρο της Ελευθερίας». Ο λόγιος Αντώνιος Μαρτελάος γράφει θούριο, υμνώντας τον δημοκράτη ελευθερωτή Ναπολέοντα.


θαν στην αυτοκρατορική Γαλλία. Ο ιστορικός Ερμάννος Λούντζης κρίνει αυστηρά τον Γεώργιο Μοτσενίγο για τα ήθη και την ασωτεία του, χαρακτηρίζοντάς τον οξύθυμο, αλαζόνα, μικροπρεπή, αυθαίρετο και δόλιο.4 Θα μπορούσαν, ωστόσο, να εγερθούν κάποιες ενστάσεις. Ο ματαιόδοξος και αυθαίρετος κόμης Μοτσενίγος δάμασε αναμφίβολα το χάος της επτανησιακής αναρχίας, εγκληματικότητας και ανυπακοής. Το Σύνταγμα του 1803, διευρύνοντας την ξεπερασμένη αριστοκρατία της γέννησης και παραχωρώντας προνόμια και δικαιώματα σε μία αριστοκρατία αστική, 117. ζωντανή, αναπτυξιακή, εγκαθίδρυσε πολιτεία ασφαλώς όχι ιδανική, αλλά ίσως την καλύτερη δυνατή στον τόπο και στον χρόνο. Ο Ερμάννος Λούντζης, σχολιάζοντας την ανοχή των Επτανησίων, παρατηρεί ότι συμπαραστάθηκαν στον Μοτσενίγο «οι λογικοί άνδρες και οι προφυλακτικοί, που τη δειλία τους τη συγκάλυπταν με τη φρόνηση»,5 και ότι «η αυθαίρετη θέληση του πληρεξουσίου της Ρωσίας ήταν η μόνη αποτελεσματική μέσα σε μία ψεύτικη και στείρα επίφαση ελευθερίας».6 Η Επτάνησος Πολιτεία, πάντως, καίτοι πολιτεία οπερέτας, ιστορικά και ηθικά υπήρξε το πρώτο ελληνικό κράτος και η σημαία της με τα επτά βέλη η πρώτη ελληνική σημαία μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως.

ο τρίγλωσσος (ελληνικά, γαλλικά και ιταλικά) Ιόνιος Μηνύτωρ (Moniteur Ionien). Οι Άγγλοι, όμως, εκμεταλλευόμενοι τη ναυτική υπεροχή τους, κήρυξαν ηπειρωτικό αποκλεισμό στα υπό γαλλική σημαία πλοία, με ολέθρια αποτελέσματα για το επτανησιακό εισαγωγικό, και κυρίως εξαγωγικό, εμπόριο. Η πλουτοπαραγωγός σταφίδα κατάντησε ζωοτροφή, ενώ τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα έφθασαν στα πρόθυρα του λιμού. Στη Ζάκυνθο εκδηλώθηκε τότε μία κίνηση γύρω από τον απελθόντα πρίγκιπα της Επτανήσου Πολιτείας Αντώνιο Κομούτο που ζήτησε κρυφά την παρέμβαση του ναυάρχου Νέλσον. Σε ανταπόκριση, μοίρα του αγγλικού στόλου με ισχυρές αποβατικές δυνάμεις υπό τον στρατηγό Όσβαλτ καταλαμβάνει το 1809 τη Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά, την Ιθάκη και τα Κύθηρα, και το 1810, ύστερα από αντίσταση, τη Λευκάδα. Στα αγγλοκρατούμενα νησιά υψώνεται η σημαία της Επτανήσου Πολιτείας και ονομάζονται «Απελευθερωμέναι Νήσοι», με πρωτεύουσα τη Ζάκυνθο. Οι Γάλλοι αναγκάστηκαν έτσι να περιορίσουν την κυριαρχία τους στην πολύτιμη Κέρκυρα, ενώ ο Άγγλος ναύαρχος επέτρεψε τη ναυσιπλοΐα στα εμπορικά πλοία με τη σημαία της Επτανήσου Πολιτείας. Το φρόνημα του επτανησιακού λαού που μετά από τις περιπέτειες της Επτανήσου Πολιτείας είχε εναποθέσει ελπίδες στην προστασία της γαλλικής αυτοκρατορίας, όταν οι Άγγλοι πολιόρκησαν την Κέρκυρα, είχε πλέον μεταστραφεί. Ο εμπορικός αποκλεισμός, η οικονομική κρίση και η δύση του ναπολεόντειου άστρου, τον είχαν απογοητεύσει. Στο Ιόνιο δεν είχαν αναφανεί ακόμη εθνικά και ιδεολογικά οράματα και οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί περιορίζονταν στην ουσία σε ανταγωνισμούς ταξικών συμφερόντων. Οι «Επτανήσιοι, για τους λόγους αυτούς», παρατηρεί ο Ερμάννος Λούντζης, «μέσα στην απαισιοδοξία τους, έκαναν συμβιβασμό με τη συνείδησή τους και την τιμή τους για χάρη της ησυχίας».8

Γ ΑΛΛΟΙ Α ΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΙ, ΟΙ Α ΙΤΙΟΙ ΤΗΣ Μ ΕΓΑΛΗΣ Α ΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗΣ ( 1807-1814 )

Η

Συνθήκη του Τίλσιτ (7 Ιουλίου 1807), βάσει της οποίας η Γαλλία όχι απλώς απέκτησε τον έλεγχο, αλλά προσάρτησε την Επτάνησο, δείχνει την εμμονή του Ναπολέοντα στη στρατηγική σημασία των βάσεων του Ιονίου. Το εσωτερικό καθεστώς ρυθμίστηκε από αυτοκρατορικό διάταγμα της 10ης Νοεμβρίου 1807. Ο πρώτος, ωστόσο, στρατιωτικός διοικητής Καίσαρ Μπερτιέ με κάποιες συγκεντρωτικές αυθαιρεσίες δυσαρέστησε την ντόπια γαλλόφιλη παράταξη. Το γεγονός έγινε αντιληπτό και ο αντικαταστάτης του στρατηγός Ντανζελώ, με τον αυτοκρατορικό επίτροπο Ματθαίο Λεσσέψ7 προσπάθησαν να αμβλύνουν τις εντυπώσεις. Μεταξύ άλλων, έστειλαν στη Ζάκυνθο τον ταξίαρχο Ροζαρόλ για να επιβάλει την τάξη και να τη λυτρώσει από τη διαβόητη συμμορία των Καμπασαίων. Προσπάθησαν ακόμη να βελτιώσουν την οικονομία και στον χώρο της παιδείας ευνόησαν την ίδρυση μιας Ιονίου Ακαδημίας στην Κέρκυρα από Γάλλους και Επτανήσιους λόγιους. Το 1810 άρχισε να εκδίδεται στην Κέρκυρα

Α ΓΓΛΙΚΗ Π ΡΟΣΤΑΣΙΑ: Ε ΝΑ Σ ΥΝΘΕΤΟ Ο ΝΕΙΡΟ ( 1814-1864 )

Σ

τις 23 Ιουνίου 1814, ύστερα από σθεναρή αντίσταση η γαλλική φρουρά συνθηκολόγησε και παρέδωσε την Κέρκυρα στους Άγγλους. Μέχρι τον Φεβρουάριο του 1816 ακολούθησε η διοίκηση του Σκώτου στρατηγού σερ Τζων Κάμπελ, με τα χαρακτηριστικά της αποφασιστικότητας, της αποτελεσματικότητας αλλά και της αυθαιρεσίας κάθε στρατιωτικής διοίκησης.

102

118.

103


στράφηκε προς τη συστηματική φιλοσοφία αλλά και προς την ιστορία της φιλοσοφίας και τη φιλοσοφία της ιστορίας, όπως αυτό διαπιστώνεται από το έργο του Κερκυραίου Πέτρου Βράιλα Αρμένη, καθηγητή στην Ιόνιο Ακαδημία, βουλευτή της Ιονίου Βουλής, αρχηγού του κόμματος των Μεταρρυθμιστών και διπλωμάτη καριέρας, ο οποίος διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στην πολιτική και πολιτιστική ζωή της Κέρκυρας και των Επτανήσων. Ο Βράιλας, από τις σπουδαιότερες πολιτικές και επιστημονικές φυσιογνωμίες του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, δημιούργησε φιλοσοφικό σύστημα, με το 152. οποίο εισηγήθηκε τον γαλλικό εκλεκτικισμό, όπως τον εξέφρασαν οι V. Cousin και T. Jouffroy, στη νεότερη Ελλάδα. Ο σύγχρονός του Λευκάδιος Κωνσταντίνος Στρατούλης (1824-1892) αποτίμησε τόσο τη γαλλική εκλεκτικιστική σχολή όσο και τον γερμανικό ιδεαλισμό, ιδιαίτερα τους Φίχτε, Σέλλινγκ και Έγελο, και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την αισθητική. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειξαν οι Επτανήσιοι για την πολιτική θεωρία και πράξη. Το πρόβλημα της ελευθερίας απασχόλησε τους Επτανήσιους φιλοσόφους όχι μόνο στο πλαίσιο των μεταφυσικών, ηθικών και πολιτικών της διαστάσεων, αλλά και στο επίπεδο της τέχνης και της ελευθερίας της έκφρασης του καλλιτέχνη. Η πολυμορφία της ελευθερίας ενυπάρχει στο έργο του Βράιλα, ο οποίος ενώνει εθνικές, πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, οι οποίες διαμορφώθηκαν σε εποχή, κατά την οποία ρεαλισμός και ιδεαλισμός, θετικισμός και εκλεκτικισμός, φιλελευθερισμός και σοσιαλισμός δημιουργούσαν πόλωση των συντηρητικών, φιλελεύθερων και ριζοσπαστικών ιδεολογιών. Οι αγώνες του στα Επτάνησα, κυρίως κατά την περίοδο των επαναστατικών κινητοποιήσεων του 1848, για μεγαλύτερες ελευθερίες και εδραίωση των θεσμών, οι οποίοι είχαν ως αποτέλεσμα την κατάκτηση ορισμένων από τις διεκδικήσεις, όπως η ελευθερία του Τύπου, ενισχύονταν από τις παγιωμένες θέσεις του για ατομική και κοινωνική πρόοδο. Φιλοσοφική θεμελίωση της έννοιας της ελευθερίας επιχείρησε και ο γεννημένος το 1790 στο Ληξούρι Γεώργιος Κοζάκης-Τυπάλδος. Οι σπουδές του στην Πάντοβα και στο Παρίσι τον είχαν εξοικειώσει με τις ιδέες του Διαφωτισμού αλλά και με τον φιλελευθερισμό, ενώ το ενδιαφέρον του για την πολιτική ελευθερία βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με τους θεσμούς. Η έννοια της ελευθερίας έγινε αντικείμενο πραγμάτευσης και από τους Κωνσταντίνο Στρατούλη και Παύλο Γρατσιάτο (1843-1892), και μάλιστα όχι μόνο στο πλαίσιο

151.

132

ενός καθαρού θεωρητικού ενδιαφέροντος, αλλά κυρίως εξαιτίας του πόθου για την εδραίωση της ελεύθερης εθνικής συνείδησης και για την επίτευξη του αιτήματος για εθνική ανεξαρτησία, που εναρμονίζεται στην ιστορική πραγματικότητα της εποχής· και οι δύο συνδέουν την προβληματική της ελευθερίας με τις ιδέες του ελληνικού έθνους και της Ορθοδοξίας. Οι ιδεολογικές επιδράσεις που δέχθηκαν οι Επτανήσιοι δεν ήταν μόνο από τη γειτονική Ιταλία και τη Γαλλία· από τη Γερμανία, άμεσες ή έμμεσες, ήταν εξίσου σταθερές. Η επίδραση λ.χ. του Εγέλου διαπιστώνεται σε πολλούς Επτανήσιους διανοούμενους και λογοτέχνες, και είναι φανερή όχι μόνο στη φιλοσοφία αλλά και στη λογοτεχνική κριτική, την αισθητική και τη νομική επιστήμη, τη φιλολογία και την ιστορία. Ειδικότερα, στον κύκλο των Επτανήσιων Εγελιανών μπορούμε να εντάξουμε τον καθηγητή της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Κεφαλονίτη Φραγκίσκο Πυλαρινό (1802-1882), εισηγητή του κοινωνισμού στην Ελλάδα, τον Κεφαλονίτη Ιωάννη Μενάγια (1811-1870), που γνώρισε την εγελιανή φιλοσοφία από τους μαθητές του Εγέλου στο Μόναχο και στο Βερολίνο, τον Θεόδωρο Καρούσο (1808-1876), τον νομικό Παύλο Καλλιγά (1814-1896), αλλά ακόμη και τον εθνικό ποιητή Διονύσιο Σολωμό που γνώρισε τη γερμανική ποίηση και φιλοσοφία από τις μεταφράσεις του Νικόλαου Λούντζη (1798-1885) και του αδελφού του Ερμάννου (1806-1868), καθώς και τους Κεφαλονίτες Παύλο και Γεώργιο Γρατσιάτο. Ορισμένοι από αυτούς τους Επτανήσιους, όπως οι Ερμάννος Λούντζης, Ιωάννης Μενάγιας και Παύλος Καλλιγάς, είχαν την τύχη να ακούσουν τα μαθήματα του Σέλλινγκ στην Ιένα και εισήγαγαν τις φιλοσοφικές ιδέες του στην Ελλάδα, ενώ άλλοι αξιοποίησαν τις ιδέες του Καντ, του Σίλλερ και των Γάλλων σοσιαλιστών (SaintSimon, Leroux, Fourier, Proudhon, Blanqui). Η πάλη ανάμεσα στα ιδεολογικά ρεύματα και τις μεγάλες φιλοσοφικές σχολές, που συνυπάρχει, κατά τον 19ο αιώνα, με τη θεωρία και την πράξη, διαμορφώνει την εκπαιδευτική, πνευματική και πολιτική ζωή της Επτανήσου. Οι λόγιοι, διανοούμενοι και φιλόσοφοι του 19ου αιώνα υπογραμμίζουν την ιστορική συνέχεια των Ελλήνων, τη συνάφεια της πολιτικής με τη θρησκευτική ενότητα, την αξία της ελευθερίας και της προόδου, των δημοκρατικών θεσμών και του φιλελευθερισμού. Παράλληλα, αποτιμούν το πολιτιστικό παρελθόν τους, διεκδικούν τη θέση τους στην ιστορία, συμμετέχουν στους αγώνες για την εθνική αποκατάσταση και βλέπουν τη φιλοσοφία ως στοιχείο

133


166.

19ου), της ευρωπαϊκής γραμματείας (Σαίξπηρ), και χριστιανικών κειμένων, ιδίως των Ψαλμών του Δαβίδ. Σε διάστημα ενός μεστού αιώνα, εκκινώντας από ποιητικές συνθέσεις επηρεασμένες από τη θρησκευτική ζωή, επέτυχαν να κρυσταλλώσουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και να παραδώσουν τη σκυτάλη στον Σολωμό, έχοντας να επιδείξουν ποίηση κοινωνικού περιεχομένου και ποίηση πατριωτική, γραμμένη σε ομιλούμενη γλώσσα και εμποτισμένη από το σατιρικό στοιχείο που φέρουν μέσα τους η φιλελεύθερη πολιτικοποίηση και η κριτική κοινωνικοποίηση. Τιμητικά καταχωρίζουμε, χωρίς άλλο σχόλιο, τα ονόματα των σημαντικότερων εξ αυτών: Ανδρέας Σιγούρος Καλλονάς, Αντώνιος Κατήφορος, Στέφανος Ξανθόπουλος, Ιωάννης Καντούνης, Κοκονδρής, Νικόλαος Λογοθέτης (Γούλιαρης), Αυξέντιος, Δημήτριος Γουζέλης, Θωμάς Δανελάκης, Νικόλαος Κούρτσολας, Νικόλαος Κουτούζης, Αντώνιος Μαρτελάος. Το έργο του τελευταίου παρουσιάζει εξαιρετικό πολιτικό ενδιαφέρον, ο ίδιος δε αποτελεί τον κρίκο ανάμεσα στη χορεία των Προσολωμικών, σχεδόν όλων Ζακυνθίων, και στους τρεις μείζονες Ζακύνθιους ποιητές τον Φώσκολο, τον Κάλβο και τον Σολωμό. Το κρίσιμο στοιχείο, και στην πρωτότυπη και στη μεταφρασμένη παραγωγή –το οποίο μας συνδέει άμεσα με το ιδεολογικό πλαίσιο που προδιαγράψαμε, είτε αυτό οδηγεί προς την κλεινή αρχαιότητα είτε στη δυτική λογοτεχνική ή θεατρική παραγωγή είτε, συγχρονικά, στην πρωτογενή δημιουργία, στις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού– είναι η γλώσσα∙ η επίμονη αναζήτηση της απλο-

ελληνικής, κοινής γλώσσας που αποτέλεσε το πρόκριμα της δημοτικής, όπως την επαγγέλθηκε στον Διάλογο και την εφάρμοσε στη μεγαλόπνοη ποίησή του ο Σολωμός. Μάλιστα, στη διαδρομή που χαράξαμε από τους Επτανήσιους νοτάριους με την πρακτική-επαγγελματική χρήση της γλώσσας και τη συστηματική προσπάθεια του Σοφιανού και των συγχρόνων του έως τους Προσολωμικούς παρατηρείται η παράλληλη διαδρομή και η σύμπραξη του λόγιου και του δημώδους∙ μία ομαλή τρόπον τινά σύνθεση που την υπαγόρευε το εθνικό συμφέρον. Στους όψιμους Προσολωμικούς τα πράγματα έχουν διαμορφωθεί τόσο καθαρά, υπό την επίδραση ασφαλώς των αλλαγών, ώστε μπορεί κανείς να διακρίνει εύκολα τόσο την επικράτηση της δημοτικής στην ποίηση και τη λογοτεχνική μετάφραση, όσο και την αξιοποίησή της στον σχηματισμό ενός επίσημου οργάνου, εύχρηστου στην παιδεία και τη διοίκηση, επηρεασμένου αναμφίβολα από τη γλωσσική μεσότητα που πρότεινε ο Αδαμάντιος Κοραής, σαφώς όμως απλουστευμένου∙ δηλαδή μιας απλής και κατανοητής καθαρεύουσας. Με άλλα λόγια, το γλωσσικό ζήτημα δεν γνώρισε στα Επτάνησα –κυρίως για λόγους ομοψυχίας, επικοινωνίας και ενότητας μπροστά στον κίνδυνο της επίσημης ιταλικής– την ένταση και τις υπερβολές που παρατηρήθηκαν στην Ελλάδα, ιδίως μετά τη λήξη του Αγώνα και τη δημιουργία του ελεύθερου κράτους, οπότε και τέθηκε επιτακτικά το ζήτημα της καθιέρωσης της επίσημης γλώσσας του κράτους αυτού. Θεωρούμε, συνεπώς, ότι η εκκρεμότητα που παρατεινόταν έντεχνα από τους Άγγλους στο θέμα της αναγνώρισης της ελληνικής, συνέτεινε

144

167.

145


Η Ε ΚΔΟΤΙΚΗ Δ ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΑ Ε ΠΤΑΝΗΣΑ ( 1798-1900 ) Χριστίνα Μπάνου Η Σ ΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ Τ ΥΠΟΓΡΑΦΙΑΣ τυπογραφIα αποτEλεσε «επανα-

εκδοτικής βιομηχανίας, καθώς οι αντίστοιχες δραστηριότητες οριοθετήθηκαν από μεταβάσεις: μετάβαση από την κυριαρχία του Κρατικού Τυπογραφείου στην ελευθεροτυπία και στη λειτουργία πληθώρας ιδιωτικών τυπογραφείων· από την κυριαρχία των ξένων στην Ένωση με την Ελλάδα το 1864· από μία οργανωμένη σύμφωνα με παλαιότερες δομές κοινωνία σε ένα κόσμο, όπου κυριαρχούσαν τα διδάγματα του Διαφωτισμού. Συνεπώς, η εκδοτική δραστηριότητα στα Επτάνησα κατά τον 19ο αιώνα ανέδειξε και φώτισε τα κυρίαρχα αιτήματα, τις αντιλήψεις, τις συνθήκες, τις αγωνίες και τις προσπάθειες όχι μόνο του χώρου της Επτανήσου και της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης σε μία μεταβατική περίοδο.

σταση» στον τρόπο διάδοσης της πληροφορίας και της γνώσης, και σηματοδότησε αλλαγές –μεταξύ πολλών άλλων– και στον πολιτισμό, στην οικονομία, στην εκπαίδευση, στον επιστημονικό διάλογο καθώς και στην πολιτική ζωή. Κατ’ αντιστοιχία, η τυπογραφική-εκδοτική δραστηριότητα εκφράζει τις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες της εκάστοτε εποχής. Το έντυπο βιβλίο, συγκεκριμένα, αποτελώντας ταυτόχρονα μορφωτικό αγαθό, έργο τέχνης, εμπορικό προϊόν, μέσο πληροφόρησης και προπαγάνδας, εξέφρασε αλλά και διαμόρφωσε την εκάστοτε πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα. Πρόκειται, συνεπώς, για πανίσχυρο μέσο, τις δυνατότητες του οποίου είχαν αντιληφθεί εξαρχής η επιστημονική κοινότητα, οι λόγιοι και η εξουσία, καθώς και οι εκφραστές των μεταρρυθμίσεων. Ως εκ τούτου, η μελέτη της εκδοτικής δραστηριότητας κάθε εποχής αναδεικνύει τις συνθήκες που οδήγησαν στην παραγωγή και διακίνηση του έντυπου βιβλίου. Επίσης, επιτρέπει την ανίχνευση και μελέτη του ρόλου και της επίδρασης που είχε η τυπογραφία στη διαμόρφωση και την εδραίωση νέων καταστάσεων και ιδεολογικών τάσεων. Συνεπώς, οι εκδοτικές στρατηγικές και η πολιτική των εκδοτικών οίκων, οι συνεργασίες, οι όροι παραγωγής και διακίνησης των τίτλων, η αισθητική του βιβλίου, το βιβλιεμπόριο, οι τεχνικές εκτύπωσης και οι μέθοδοι προώθησης, καθώς και ο ρόλος των βιβλιοπωλείων αποτελούν ερευνητικά ζητούμενα ιδιαίτερης σημασίας και επιτρέπουν την πληρέστερη μελέτη της εκδοτικής δραστηριότητας. Αποτελώντας σταυροδρόμι πολιτισμών, τα Επτάνησα συνιστούν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση για 186. την ιστορία της τυπογραφίας και της

185.

160

ΟΙ Α ΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ Τ ΥΠΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΤΑ Ε ΠΤΑΝΗΣΑ: ΤΟ Κ ΡΑΤΙΚΟ Τ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ

Τ

ο πρώτο τυπογραφείο στα Επτάνησα ιδρύθηκε στην Κέρκυρα το 1798, επί κυριαρχίας των Γάλλων δημοκρατικών. Μέχρι τότε οι ανάγκες των κατοίκων και της διοίκησης καλύπτονταν από την παραγωγή ελληνικών κυρίως τίτλων που τυπώνονταν στα μεγάλα τυπογραφικά κέντρα της εποχής, όπως ήταν η Βενετία. Η τελευταία αποτελούσε από τον 15ο έως και τον 17ο αιώνα την τυπογραφική πρωτεύουσα της Ευρώπης και ταυτόχρονα την πρωτεύουσα του ελληνικού βιβλίου. Ωστόσο, είναι χαρακτηριστικό ότι οι Βενετοί, κυρίαρχοι των Επτανήσων επί αιώνες, δεν είχαν συστήσει τυπογραφείο ούτε είχαν ενθαρρύνει την τυπογραφική-εκδοτική δραστηριότητα στα Ιόνια Νησιά. Συνεπώς, οι ανάγκες των κατοίκων καλύπτονταν από τις εισαγωγές βιβλίων από τα ευρωπαϊκά τυπογραφικά κέντρα, κυρίως τη Βενετία. Εκείνοι που ίδρυσαν για πρώτη

161


Η Μ ΟΥΣΙΚΗ ΣΤΑ Ε ΠΤΑΝΗΣΑ Κώστας Καρδάμης

Eστω και επιγραμματικH αναφορA

κέντρων. Ειδικότερα, η όπερα στον επτανησιακό αστικό χώρο του 18ου, του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα δεν είχε μόνο κοινωνικό συμβολισμό· βοήθησε και στην ανάπτυξη του μουσικού αισθητηρίου των άμεσων ή έμμεσων ακροατών της και αποτέλεσε κινητήρια δύναμη της μουσικής εξέλιξης, σε περίοδο κατά την οποία το ιταλικό μελόδραμα απολάμβανε την πανευρωπαϊκή αναγνώριση. Η ύπαρξη χώρου, στον οποίο θα μπορούσαν να γίνονται θεατρικές παραστάσεις, εθεωρείτο κατά τον 18ο αιώνα απαραίτητη στα διοικητικά κέντρα. Τέτοιον χώρο, δηλαδή θέατρο, διέθετε η πόλη της Κέρκυρας, η οποία έγινε το πρώτο αστικό κέντρο του νεότερου ελληνισμού με μόνιμη θεατρική σκηνή ήδη από το 1720. Επρόκειτο για το θέατρο «San Giacomo», το οποίο, κατά τη βενετσιάνικη συνήθεια, ονομάστηκε έτσι από τον, ακόμη και σήμερα, γειτνιάζοντα ρωμαιοκαθολικό καθεδρικό ναό του νησιού. Χτισμένο το 1693, αρχικά λειτουργούσε ως λέσχη των ευγενών της πόλης. Η μετασκευή του σε θέατρο το 1720 πραγματοποιήθηκε με ευθύνη και έξοδα του ενετικού στόλου, την όλη επίβλεψη της λειτουργίας του ανέλαβε ο Βενετός ναύαρχος (εγκαινιάζοντας έτσι την κρατική παρεμβατικότητα σε όλα τα θέατρα της Επτανήσου μέχρι τον 20ό αιώνα) και αρχικός σκοπός ήταν η ψυχαγωγία των αξιωματικών του στόλου. Από το 1728 την κυριότητά του είχε η πόλη της Κέρκυρας. Μεταξύ των ετών 1720 και 1733 το θέατρο φιλοξενούσε μόνο παραστάσεις πρόζας. Όμως, το φθινόπωρο του 1733 παρουσιάστηκε για πρώτη φορά όπερα. Το έργο της πρώτης αυτής παράστασης στον ελληνικό χώρο ανήκε στο είδος της σοβαρής όπερας (opera seria) και είχε τίτλο Gerone, tiranno di Siracusa, σε λιμπρέτο του Αουρέλιο Αουρέλλι και μου-

στην επτανησιακή μουσική συναντά ποικίλες δυσκολίες. Εντελώς ενδεικτικά, κεντρικό ζήτημα παραμένει το γεγονός ότι η μουσική δραστηριότητα των Ιόνιων Νήσων δεν αναπτύχθηκε μόνο στα κατά τόπους αστικά κέντρα, στα οποία, άλλωστε, μπορούν να εντοπιστούν ποικίλοι μουσικοί διαμερισμοί. Επίσης, λόγω φυσικών και άλλων καταστροφών, έχουν εξαφανιστεί σημαντικότατα τεκμήρια που ενδεχομένως θα αποτελούσαν πολύτιμες πηγές πληροφοριών για τον ερευνητή. Αλλά και η μέχρι σχετικά πρόσφατα αδυναμία εκμετάλλευσης των υπαρχουσών πηγών αποτελεί πρόσθετο παράγοντα δυσκολίας. Έτσι, η έρευνα του επτανησιακού μουσικού χώρου εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξέλιξη, καθώς καθημερινά προστίθενται καινούρια δεδομένα, ενώ η ανίχνευση της επτανησιακής μουσικής ιστορίας επεκτείνεται, εκτός από τον αστικό, και στον εξωαστικό και θρησκευτικό μουσικό χώρο, φιλοδοξώντας να δώσει μία όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα.

Η

ΟΙ Μ ΟΥΣΙΚΕΣ Σ ΚΗΝΕΣ

σύνδεση των επτανησιακών αστικών κέντρων με τη δυτική Ευρώπη επέτρεψε στις εκάστοτε κοινωνικά ισχυρές ομάδες να έχουν άμεση επαφή με τις ευρωπαϊκές πολιτισμικές εξελίξεις, ιδιαίτερα αυτές του ιταλικού χώρου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η μουσική, αν και με μεγάλη καθυστέρηση συγκριτικά με τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική και άλλες τέχνες, απέκτησε προοδευτικά και στα Επτάνησα τον καλλιτεχνικό και κοινωνικό ρόλο που είχε στην υπόλοιπη Ευρώπη –παρά το γεγονός ότι το μουσικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε, απείχε αρκετά από εκείνο των 217. μεγάλων ευρωπαϊκών μουσικών

216.

186

187


233.

βοήθησε καίρια στην εξάπλωση της ελληνόγλωσσης μελοποιημένης ποίησης (Σολωμός, Τσακασιάνος, Ιούλιος Τυπάλδος κ.ά.) και στην επαφή ευρύτερων κοινωνικών χώρων εντός και εκτός των επτανησιακών αστικών κέντρων με λογοτεχνικά μηνύματα και μουσικά ακούσματα. Παράλληλα, το ρεπερτόριο των συγκεκριμένων σχημάτων περιλάμβανε και κατάλληλα διασκευασμένα οπερατικά αποσπάσματα και άλλα φωνητικά ή οργανικά έργα, καθώς και πρωτότυπες συνθέσεις. Γηγενείς χορωδοί –αρχικά αυτοδίδακτοι και προοδευτικά με σημαντικές σπουδές– λάμβαναν συχνά μέρος στα φωνητικά σχήματα των οπερατικών θιάσων. Μάλιστα, ο αριθμός τους ήταν τέτοιος, ώστε πολλές φορές δεν υπήρχε ανάγκη πρόσκλησης χορωδών από την Ιταλία. Αρχειακά στοιχεία έχουν αποδείξει την ύπαρξη Επτανήσιων επαγγελματιών χορωδών τουλάχιστον από τις αρχές του 19ου αιώνα. Άλλωστε, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι κορυφαίοι Επτανήσιοι συνθέτες χρησιμοποίησαν σε έργα τους χορωδιακά σύνολα, ειδικά αυτό της τετράφωνης ανδρικής χορωδίας. Τα σχήματα αυτά συχνά μοίραζαν τις θεατρικές ή συναυλιακές δραστηριότητές τους με την παρουσία τους στις εκκλησίες, όπου συνέβαλλαν στην εισαγωγή νέων ακουσμάτων, αν και όχι πάντοτε προς όφελος της παραδοσιακής επτανησιακής ψαλτικής. Οι χορωδίες και οι μαντολινάτες, όμως, είτε ως αυτόνομα σύνολα είτε ως μέρη ερασιτεχνικών καλλιτεχνικών σωματείων, ήταν και είναι κυρίως συνδεδεμένες με την ανάγκη μουσικής έκφρασης ευρύτερων κοινωνικών χώρων. Ακόμη και σήμερα η παράδοση αυτή, αν και σαφώς τραυ-

ματισμένη από τα πρότυπα της εποχής, κατορθώνει να διατηρείται ζωντανή εντός και εκτός των αστικών επτανησιακών κέντρων. Στα μουσικά αυτά σύνολα βρήκαν καλλιτεχνική διέξοδο, αλλά και πρόσφεραν ανάλογο διδακτικό έργο, πολλοί εξαίρετοι ερασιτέχνες, όπως ο Ληξουριώτης Τζώρτζης Δελαπόρτας ή ο Κερκυραίος Σπύρος Περούλης, αλλά και επαγγελματίες μουσικοί, όπως ο Διονύσιος Λαυράγκας, ο Κερκυραίος Αρίστος Μοναστηριώτης, οι Ζακύνθιοι Στέφανος Καραμαλίκης και Ιωάννης Πήλικας ή ο Λευκάδιος Χαράλαμπος Κονιδάρης.

Η

Η Π ΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ Μ ΟΥΣΙΚΗ

μουσική της επτανησιακής υπαίθρου αναπτύχθηκε ιδιαίτερα, απέκτησε χαρακτηριστική ιδιοσυγκρασία και παρουσίασε αξιόλογα έργα, ενώ συγκαταλέγεται στην ομάδα των παραδοσιακών μουσικών ιδιωμάτων της βορειοανατολικής Μεσογείου (μαζί με την Κορσική, τη Σικελία, τη Σαρδηνία, τη νότια Ιταλία κ.ά.). Ωστόσο, σημαντικές ήταν συχνά και οι επιρροές που δέχθηκε και από τις ανατολικές ηπειρωτικές ακτές· οι μέτοικοι, οι οποίοι προέρχονταν από αυτές, ασχολούνταν κατά κύριο λόγο με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, και έφεραν στην επτανησιακή ύπαιθρο μουσικά στοιχεία, τα οποία άλλοτε αφομοιώθηκαν και άλλοτε απορρίφθηκαν. Η παραδοσιακή φωνητική πρακτική, όπως διασώζεται ακόμη στη Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά και σε ορισμένα κερκυραϊκά χωριά, χαρακτηρίζεται από την αυτοσχέδια πολυφωνία, οι αρχές της οποίας παραπέμπουν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, στις αντίστοιχες παραδό-

198

234.

199


247.

ταφέροντας έτσι το κέντρο βάρους αποκλειστικά στις μορφές, ενώ σε μερικές περιπτώσεις τα μόνα σημεία που φωτίζονται, πλην του προσώπου, είναι τα χέρια. Σπάνια χρησιμοποιούνται παραπληρωματικά θέματα στα ενδύματα ή κοσμήματα, ώστε όλη η προσοχή να επικεντρώνεται στο εικονιζόμενο πρόσωπο. Αυτά τα λίγα παραπληρωματικά θέματα τις περισσότερες φορές είναι ενδεικτικά και δηλωτικά της ταυτότητας, της επαγγελματικής ιδιότητας ή της καταγωγής των εικονιζομένων. «Μια αχνή βιβλιοθήκη, ο οκρίβας, ένα παλιό έπιπλο, αποτελούν απλές ενδείξεις και όχι συστατικά μέρη του πίνακα».3 Το μοτίβο του ανοιχτού παραθύρου, επίσης, όπως διακρίνεται στο δεύτερο επίπεδο της σύνθεσης στο έργο του Νικ. Κουτούζη Καραβοκύρης, δεν χρησιμοποιείται ως άνοιγμα στον χώρο, ούτε προφανώς για να αποδείξει τα τοπιογραφικά ενδιαφέροντα του καλλιτέχνη, αλλά κυρίως για να υποδηλώσει την επαγγελματική υπόσταση του εικονιζομένου.4 Κοντά στο θρησκευτικό θέμα και την προσωπογραφία, και άλλες θεματογραφικές κατηγορίες εισήχθησαν σταδιακά στην επτανησιακή τέχνη, αρχικά δειλά, αργότερα με πιο εντατικούς ρυθμούς, και επικράτησαν ολοκληρωτικά κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Συχνές αναφορές σε πηγές δείχνουν ότι ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα υπήρχαν έργα με αλληγορικά θέματα και νεκρές φύσεις. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά ότι στην καλλιτεχνική δημιουργία του Ιε248. ρώνυμου Πλακωτού «εσώζοντο

246.

210

διάφοροι εικόνες, εν αις οι δώδεκα μήνες, και έτεραι παριστώσαι οπώρας και ποικιλόχροα άνθη έχοντα μεγίστην φυσικότητα»,5 τα οποία δυστυχώς δεν έφτασαν μέχρι τις ημέρες μας. Την ενασχόληση με άλλες θεματογραφικές περιοχές αποδεικνύει και το έργο του Νικ. Καντούνη Γυμνό γυναικός που αποκαλύπτεται από σάτυρο της Εθνικής Πινακοθήκης, πιθανόν η πρώτη γυμνογραφία της νεοελληνικής τέχνης. Πρόκειται για έργο, το οποίο χωρίς καμία αμφιβολία δέχθηκε τις επιδράσεις της βενετσιάνικης ζωγραφικής, και ειδικότερα του Τιτσιάνο, θεματογραφικά, συνθετικά και χρωματικά, με διάθεση για επέκταση σε θεματογραφικές κατηγορίες, οι οποίες δεν ήταν εύκολο να γίνουν αποδεκτές λόγω της τολμηρότητάς τους.

19 ος Α ΙΩΝΑΣ: ΠΡΟ ΤΗΣ Ε ΝΩΣΕΩΣ Ζωγραφική

Τ

ον 19ο αιώνα σημειώθηκαν σημαντικές εξελίξεις στο πολιτικό πεδίο. Διαδοχικές εναλλαγές των κυρίαρχων δυνάμεων στα Επτάνησα, από το 1797 μέχρι και το 1864, τη χρονιά της Ένωσης με την Ελλάδα, έδωσαν καινούρια ερεθίσματα και δημιούργησαν το νέο πλαίσιο, μέσα στο οποίο άνθησε η καλλιτεχνική δημιουργία, παρά το γεγονός ότι η Βενετία εξακολουθούσε να αποτελεί προορισμό πολλών νέων για τις σπουδές τους. Το κέντρο βάρους μεταφέρθηκε από τη Ζάκυνθο, βασική εστία καλλι-

211


Η Ι ΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ Ε ΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΩΝ Ι ΟΝΙΩΝ Ν ΗΣΩΝ Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Δ. Μεταλληνός

ε την κ αθιEρωση του χ ριστIα νισμού στα Ιόνια Νησιά, ο πολιτισμός τους μετεξελίχθηκε: έγινε από (αρχαιο)ελληνικός (ελληνο)χριστιανικός, και από το Σχίσμα (1054 μ.Χ.) και έπειτα ορθόδοξος. Ωστόσο, η ένταξη των νησιών στο εκκλησιαστικό σώμα δεν αποδείχθηκε καταστροφική για τα θεμελιώδη συστατικά του πολιτισμού τους, ο οποίος εμπλουτίστηκε και αναπροσανατολίστηκε από το δωδεκάθεο και τον θρησκευτικό συγκρητισμό της ελληνιστικής περιόδου προς τον ένσαρκο Θεό-Λόγο, τον Ιησού Χριστό. Η εκκλησιαστική ιστορία των Επτανήσων συμβαδίζει με τις αλλεπάλληλες πολιτικές μεταβολές που σημειώθηκαν σε αυτά. Η μεταξύ τους όμως συνάφεια και σχέση άρχισε τον 13ο αιώνα και ίσχυσε ουσιαστικά από την περίοδο της ενετοκρατίας (14ος αιώνας και εξής), όταν τα νησιά, αν και όχι όλα μαζί, εντάχθηκαν σε ενιαία πολιτική διοίκηση. Έτσι, μπορούμε να κάνουμε λόγο για Εκκλησία των Ιονίων Νήσων, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν η Κέρκυρα, οι Παξοί (και οι Αντίπαξοι), η Λευκάδα, η Κεφαλληνία, η Ιθάκη, η Ζάκυνθος και τα Κύθηρα.

Η Κ ΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΟΥ Χ ΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

Γ

ια τον εκχριστιανισμό ενός εκάστου από τα νησιά η έρευνά μας στηρίζεται στις τοπικές τους παραδόσεις. Έτσι, η Κέρκυρα δέχθηκε τον χριστιανισμό από τους μαθητές (πνευματικά τέκνα) του αποστόλου Παύλου, Ιάσονα (επίσκοπο Ικονίου) και Σωσίπατρο (επίσκοπο Ταρσού) (Πράξεις 17,5-9, Προς Ρωμαίους 16,21), τον 1ο αιώνα, ενώ η νέα πίστη επικράτησε καθολικά τον 4ο αιώνα.1 Χριστιανή έγινε και η θυγατέρα του ηγεμόνα Κερκυλίνου, που οδηγήθηκε στο μαρτύριο από τον ίδιο τον πατέρα της. Ο διάδοχος του τελευταίου βαπτίστηκε χριστιανός από τον Ιάσονα, λαμβάνοντας το όνομα Σεβαστιανός. Ο Σωσίπατρος μαρτύρησε στην πυρά, ενώ ο Ιάσων είχε ειρηνικό θάνατο. Τα λεί-

280.

238

ψανα και των δύο φυλάσσονται σήμερα στον φερώνυμο ναό στο προάστιο Γαρίτσα (Καστράδες). Τοπική παράδοση δέχεται ως φωτιστές των Παξών τους αποστόλους (εκ των Ο΄) Κρίσπο και Γάιο. Μάλιστα, η πρωτεύουσα του νησιού φέρει το όνομα του τελευταίου (Γάι/Γάιος). Τον χριστιανισμό στη Λευκάδα τον έφερε ο Ακύλας, γνωστή μορφή της Καινής Διαθήκης (Πράξεις 2,2.18,26). Ο πρώτος επίσκοπός της φέρεται να χειροτονήθηκε από τον απόστολο Παύλο κατά τη διάρκεια της διαχείμασής του στη Νικόπολη (Προς Τίτον 3,12).2 Η Ιθάκη δέχθηκε τον χριστιανισμό μάλλον από τη Λευκάδα. Για τον εκχριστιανισμό της Κεφαλληνίας έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες: α) στις αρχές του 2ου αιώνα έφερε σε αυτήν τον γνωστικισμό ο νεαρός γιος του αντινομιστή Καρποκράτη Επιφάνης, ο οποίος κατά τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα «θεός εν Σάμη της Κεφαλληνίας τετίμηται», β) η νήσος εκχριστιανίστηκε από τον Έρασμο τον Αντιοχέα (τέλη του 1ου αιώνα) και γ) το 1987 υποστηρίχθηκε πειστικά η επαναστατική θεωρία του δρ. Heinz Warnecke3 για την ταύτιση της Κεφαλληνίας με τη Μελίτη των Πράξεων (28,1) και τον εκχριστιανισμό του νησιού από τον απόστολο Παύλο που είχε φτάσει σε αυτό ναυαγός (59 μ.Χ.).4 Όσον αφορά στη Ζάκυνθο, επικρατεί αβεβαιότητα για τις αρχές του χριστιανισμού. Η αρχαία παράδοση δέχεται ως φωτίστρια της νήσου, τον 1ο αιώνα, τη Μαρία τη Μαγδαληνή, άλλη δε (δυτικής προέλευσης) την Αγία Βερενί281. κη. Τέλος, ως προς τα Κύθηρα, τα οποία τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν ακατοίκητα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για χριστιανισμό πριν από τον 4ο αιώνα.

Ο ΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ Α ΝΑΠΤΥΞΗ Επί του Βυζαντίου

Ω

ς τμήμα του ανατολικού Ιλλυρικού (Βαλκανική χερσόνησος πλην της Θράκης) τα Ιόνια Νησιά ανήκαν στη δικαιοδοσία της Παλαιάς Ρώμης από τη διαίρεση της αυτοκρατορίας (Θεοδόσιος Α΄, 395)

239


ληνίας (μαζί με την Ιθάκη)· δ) την camera της Ζακύνθου και ε) την camera των Κυθήρων. Σε κάθε διοικητικό τμήμα υπήρχε αυτοτελής δημοσιονομική οργάνωση, αποκαλούμενη camera fiscal, που είχε δικές της προσόδους και δαπάνες. Βασικό στοιχείο της οικονομίας της Επτανήσου επί ενετοκρατίας ήταν η αρχή της Κυριάρχου (Dominante), που αποτελούσε βασικό δόγμα της εμποροκρατίας. Συγκεκριμένα, στόχος της Βενετίας ήταν να καταστεί διεθνές κέντρο εμπορίου, κάτι που επιδίωξε επιβάλλοντας να διακομίζονται όλα ανεξαιρέτως τα εμπορεύματα μέσω αυτής. Με αυτό τον τρόπο η Βενετία είχε διπλή ταμιευτική ωφέλεια, διότι εισέπραττε δασμό εισαγωγής και εξαγωγής επί των επανεξαγομένων επτανησιακών προϊόντων. Τα πλοία, πάλι, που μετέβαιναν από τη Βενετία στα Επτάνησα μετέφεραν στο Ιόνιο ενετικά προϊόντα, ενώ τα πλοία που έφταναν στη Βενετία για αγορά επτανησιακών ειδών ήταν (και) πλήρη εμπορευμάτων που πωλούνταν στη βενετική αγορά. Χάρη στην αρχή της Κυριάρχου και στη δημοσιονομική της οργάνωση, η Βενετία κατάφερε να εκμεταλλευτεί τα μονοπωλιακώς παραγόμενα προϊόντα της Επτανήσου (το λάδι της Κέρκυρας, το αλάτι της Λευκάδας, τη σταφίδα της Ζακύνθου). Επίσης, έδειξε ιδιαίτερη πρόνοια για την καλλιέργεια της ελιάς στην Κέρκυρα· δεν δόθηκαν μόνο βραβεία για την εμφύτευση ελαιοδένδρων, επιτυγχάνοντας με αυτό τον τρόπο τη θαυμαστή διάδοση της ελαιοφυτείας στην Κέρκυρα, αλλά ελήφθη και μέριμνα ώστε να εξασφαλιστεί η πώληση των κερκυραϊκών ελαιών στη βενετική αγορά. Με λίγα λόγια, οι Βενετοί εφάρμοσαν στην πράξη την πολιτική των οικονομικών κινήτρων για την ποιοτική βελτίωση του παραγόμενου προϊόντος και την ποσοτική αύξηση της παραγωγής. Όσον αφορά στα δημόσια οικονομικά της Επτανήσου, πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερα υπόψη το γεγονός ότι τα νησιά περιήλθαν στη Βενετία με διαφορετικό τρόπο το καθένα και δεν βρίσκονταν στην ίδια οικονομική κατάσταση. Συγκεκριμένα, η Κέρκυρα καταλήφθηκε με συνθήκη (1386) που εξασφάλιζε προνόμια στους κατοίκους, η δε οικονομική της κατάσταση ήταν ανθηρή· η Ζάκυνθος καταλήφθηκε το 1484 από τους Τούρκους (αν και στην αρχή της παρούσας ενότητας γίνεται αναφορά στην ενετική κυριαρχία, εδώ μιλάμε για Τούρκους) με συνθήκη, αντί πληρωμής φόρου 500 δουκάτων, πληρωμένου έως την ειρήνη του Κάρλοβιτς (1699), και η Κεφαλληνία καταλήφθηκε το 1500 –και τα δύο νησιά βρίσκονταν σε οικτρή οικονομική κατάσταση· 299. η Λευκάδα καταλήφθηκε το 1699

μετά από πολυετή αγώνα, ενώ τα Κύθηρα πωλήθηκαν το 1363 από την οικογένεια Βενιέρη, η οποία τα κατείχε ως φέουδο. Ως εκ τούτου, υπήρξε διαφορά στη φορολογία από το ένα διαμέρισμα στο άλλο, με αποτέλεσμα να μην ικανοποιούνται οι βασικές αρχές της δικαιοσύνης, της οικονομικότητας και της προσφορότητας. Οι φόροι διακρίνονταν σε άμεσους και έμμεσους. Στους άμεσους κατατάσσονταν η δεκάτη, η φορολογία του οίνου, του ελαίου, των ζώων, των μελισσών, των οικιών –μόνο στην Κεφαλληνία και στη Ζάκυνθο–, και ο φόρος του επιτηδεύματος. Οι έμμεσοι φόροι ήταν πολλοί και μετακυλίονταν στα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα της κοινωνίας. Τα έσοδα της Επτανήσου διακρίνονταν σε τακτικά και έκτακτα. Τα τακτικά περιλάμβαναν τις προσόδους από τη δημόσια περιουσία (δημόσια κτήματα, τιμάρια), από τα δημόσια νομήματα (π.χ. ιχθυοτροφεία), από την επικαταλλαγή (την αυθαίρετη διατίμηση του νομίσματος και τα κέρδη που προέρχονταν από αυτήν). Άλλα είδη δημόσιων προσόδων ήταν οι δικαστικές. Τα έκτακτα έσοδα περιλάμβαναν τους έκτακτους φόρους, την πώληση αξιωμάτων και τις εκούσιες εισφορές.

Γ ΑΛΛΟΚΡΑΤΙΑ

Τ

ο 1797 σηματοδοτήθηκε από την κατάλυση της βενετικής δημοκρατίας από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη και την κατοχή της Επτανήσου από τους Γάλλους. Η πρώτη γαλλοκρατία διάρκεσε τα έτη 1797-1799. Οι Γάλλοι διαίρεσαν τα νησιά σε τρεις νομούς: α) τον νομό Κέρκυρας, που περιλάμβανε την Κέρκυρα, την Πάργα, το Βουθρωτό, τους Παξούς και τους Αντίπαξους· β) τον νομό Ιθάκης που περιλάμβανε, εκτός της Ιθάκης και της Κεφαλληνίας, τη Λευκάδα, τη Βόνιτσα και την Πρέβεζα, και γ) τον νομό Αιγαίου Πελάγους, που περιλάμβανε τη Ζάκυνθο, τις Στροφάδες, τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα. Οι Γάλλοι διατήρησαν το δημοσιονομικό και φορολογικό καθεστώς που κληρονόμησαν από τους Βενετούς, συνέχισαν να συμπεριφέρονται ως στρατός κατοχής, ενώ η μη κατάρρευση της γαλλικής διοίκησης οφειλόταν στα διάφορα χρηματικά βοηθήματα και κυρίως στα παντός είδους «μηχανεύματα», στρατηγήματα δηλαδή, στα οποία κατέφυγε η κυβέρνηση (π.χ. προεξοφλήσεις φόρων, παράνομες φορολογίες, δρακόντειες οικονομίες, και κυρίως τα εσωτερικά δάνεια). Η βραχεία παρουσία των Γάλλων στα Επτάνησα δεν δημιούργησε τις προϋποθέσεις που απαιτούνταν για

256

300.

257


I onian L iterature Theodosis Pylarinos

the i onian s chool The d evelopment of the I onian c ulture

he most common grammatologi-

cal approach towards Ionian literature is paying almost exclusive attention on its most distinguished penmen, namely the major figures of the 19th century literary production. To be more specific: the poetry of Dionysios Solomos (17981857), directly dependent on social evolution and the historical events of the first half of the 19th century, of outmost importance for all Greeks, became the focal point of a wider literary circle. It is this circle that has constituted the subject par excellence of the majority of scholars and researchers. In this paper, we will attempt to outline, though inevitably in an brief manner, the conditions that led to the development of a wide, fragmented insular region extending from as north as Corfu to as south as Cythera to a major intellectual centre within the Greek world. What seems more worthwhile at this point, is the investigation of the reasons that led to the transformation of this geographical region to a stage for historic change and an intellectual seedbed that received multifaceted elements and influences resulting in the development of characteristics so clear and particular that the term «school» has been employed. Due to the overwhelming presence and immense contribution of Solomos, most people refer to an Ionian school of solely literary nature. However, its character is much broader, as it incorporates all aspects of intellectual and artistic creation by means of remarkable achievements in the fields of music, theatre, education, art, 376. letters and sciences.

375.

330

A

s one would expect, the historical events of the 18th and 19th centuries –critical for Europe and subsequently Greece– were of immense importance for all aspects of development and change in the Ionian Islands. It is precisely these events that generated the necessary conditions for the Ionian culture’s development within a geographical area serving as a separator between Ottoman Greece and the West. The Enlightenment and the French Revolution constituted important milestones for Ionian societies, the members of which were orientated towards western advancements. During their studies in the large cities of the West, the Ionians absorbed cultural influences and liberal ideas. The consequent growth of the middle social class contributed to the individuals’ awakening through the promotion of ideas such as freedom (national, social and personal), independence and self-respect. Urbanism was essential for Ionian social development during the 19th century, a period of radical change for all of the Greek world. Similarly to any other authoritarian domination, the Venetian rule should not be glossed over; however, is not comparable to the hazardous Turkish occupation. One could describe it as a longterm financial and cultural dominion, which affected the Ionian societies deeply. At the same time, it endowed them with cultural elements that lead to the westernisation of ideas, customs, behaviours and mentalities. The sack of Candia in 1669

331


The p ublishing a ctivity in the I onian I slands ( 1798-1900) Christina Banou

t HE I MPORTANCE OF P RINTING he publishing Αctivi-

of the large printing centres of the time, e.g. Venice. The ninth article of a decree issued on 7 November 1797 pronounced the establishment of an Ionian printing house. Subsequently, the French, the Russians and the British provided the public prin-ting house with all necessary equipment, thus creating the suitable conditions for its unimpeded function. The public printing house in Corfu was expected to meet the needs of the administrators; this was particularly so, as it remained the only printing house in the Ionian Islands until 1848. Since 1818, the new Ionian constitution banned the establishment and function of private printing and publishing houses anywhere on the islands. Depending on the governing authorities and the prevailing political conditions, the public printing house changed various names (e.g. «Δημόσιος τυπογραφία» (= «Public Typography»), «Τυπογραφία του Γένους» (= «Typography of the Nation»), «Τυπογραφία της Διοικήσεως» (= «Administration Typography»), «Τυπογραφία της Κυβερνήσεως» (= «Government Typography»), «Stamperia del Governo» (= «Government Typography»), «Stamperia Nazionale» (= «National Typography»), «Government Press» etc. It produced various historical, educational and literary books as well as governmental newspapers such as Monitore Corcirese (=Corfiot Monitor, 1808), Gazzetta Jonia (= Ionian Gazette), and Gazzetta degli Stati Uniti delle Isole Jonie (= Gazette of the United States of the Ionian Islands). Moreover, the public printing house could accept orders from third parties, provided they had obtained a special permit. Nevertheless, the Ionians failed to take advantage of this facility. The principal task of the public printing house was printing out laws, decrees and other material that was

ty during a particular period reflects intellectual movements and illustrates the prevailing political, social, economic and cultural conditions that produced it. Since the invention of typography, books –commercial goods with sometimes great artistic value, effective educational media and also an important means of information and propaganda– have revolutionised all forms of learning. Thus, books seem to have been able not only to express political, economic, social 392. and cultural situations, but also to contribute to their creation and development. Consequently, the study of publishing activity highlights the conditions leading to printed books’ production and consumption. Moreover, it facilitates the investigation of publishing’s role in the formation and establishment of new ideologies. In this framework, issues such as publishing houses’ strategies and policies, book production and circulation, book aesthetics and style, printing techniques, promotion methods, trade and bookstore activity present exceptional interest. As a crossroad of civilisations and a cultural melting pot, the Ionian insular complex constitutes a case of great importance for the study of the history of printing and the publishing industry.

T

The b eginnings of I onian p rinting and the p ublic p rinting h ouse

he first Ionian printing house was founded in Corfu in 1798, during the course of the French Democrats’ rule. Until then, the needs of the Ionian reading audience and its administrators in mainly Greek titles were being satisfied by the production

391.

344

345


diction of the Ecumenical Patriarchate. The British avoided untimely provocation and were keen on maintaining the function of their administration system as smooth as possible. Consequently, they paid special emphasis on ecclesiastical matters and facilitated the Church’s proper organization. Thus, the Constitution of 1817 determined that an Orthodox bishop would be appointed to each Ionian Island. The ecclesiastical leaders of the larger islands, namely Corfu, Cephalonia, Zante, Lefkas and Cythera, were metropolitans, whereas those of Paxos and Ithaca bishops. After the Ecumenical Patriarchate’s approval, one of the metropolitans would be appointed as an exarch, i.e. the head of the Ionian church. The exarch office had a five-year tenure. Bishops and metropolitans were appointed during the year 1824. Of particular importance was the 2nd Parliament’s act (3 May 1825) approving the Ecclesiastical Order. This set of rules concerned the ecclesiastical organization on the whole and was valid, with some additions, throughout the course of the British rule. Also valid were Sagredo’s decree and the regulations published in 1811. Moreover, the issues concerning the bishops’ election were arranged by means of a law issued by the 4th Parliament (31 May 1833). Of particular importance for the Ionian societies during the period in question was the effort undertaken by Lord High Commissioner Douglas (1835-1841) to minimise the degrees of relationship (already an issue since the Nugent’s governorship, 1828). The significance of the issue grew notably and eventually resulted in an attempt to establish an autonomous Ionian church and the fall of the Ecumenical Patriarch Gregorius VI (1st patriarchal tenure: 1835-1840). In 1842 the Cephalonian clergy elected Konstantinos Typaldos, 443. an ex-professor of the Ionian Academy, as bishop. As Typaldos was generally considered a revolutionist, the government invalidated his election and replaced him with Spyridon Kontomichalos (1842-1873). Kontomichalos was the same bishop to excommunicate Andreas Laskararos (1856) for his (provocative) novel Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς (= The mysteries of Cephalonia).

A

Greek State

fter the Ionian Islands were united with Greece (1864), the issue of the incorporation of the Ionian Church, so far directly attached to the Ecumenical Patriarchate, arose. As the Greek Church had been declared autonomous since 1850, many assumed that the Ionian Church should follow suit. The supporters of

388

the ecumenical idea, such as the jurist and politician Georgios Typaldos Iakovatos, were against the detachment from the Patriarchate and the introduction of the government-centred Greek regime. On the other hand, the supporters of a more «narrowed» national idea, such as the Bishop of Corfu Athanasios (1850-1867), were in favour of the aforementioned incorporation. Eventually the Patriarchate withdrew from the Ionian Islands and the nationalists prevailed. During the tenure of the Metropolitan Methodius (1942-1966) the Metropolis of Corfu and Paxos added the Diapontian Islands to its title, while the Diocese of Ithaca was attached to the Metropolis of Lefkas in 1866. Six years later the Diocese of Paxos was included in the Metropolis of Corfu. The s truggle for c ultural c ontinuity

A

s an everpresent and unchangeable institution, the Church contributed significantly to the preservation of the Ionian identity throughout the course of the islands’ foreign occupations. After all, this was the case with all areas under occupation within the Greek world. The role of the Ecumenical Patriarchate was both religious and national, whereas the Patriarch was viewed as an ecclesiastical leader as well as an ethnarch. The interruption of the political association between the Ionian Islands and the Ecumenical Patriarchate did not affect their spiritual and cultural association in the least. The Ionian Islands, mainly Corfu, knew the most severe version of western domination of all the Byzantine regions that had been occupied by Westerners. Without any doubt, the Pope’s secret desire was the «latinisation» of Easterners. Since the 15th century, the Angevins were following papal directions through the implementation of the decisions reached at the Council of Ferrara-Florence (1439). Their main target was to achieve total control of the clergy, thus impeding its ethnocentric activity. Latin pressure was exercised by means of mixed liturgical ceremonies, in which the members of the Orthodox clergy were obliged to participate. The feast of St Arsenius (19 January) in Corfu was being formally celebrated in the Latin diocese and attended by the provveditore general and his dignitaries. There were also ceremonies held on Christmas Eve, the Twelfth Night (Eve of Epiphany), the Corpus Domini celebration and the feasts of the islands’ patron-saints. The great protopapas had to attend the enthronement cere-

444.

389


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.