1
2
_μια διάλεξη για τον άνθρωπο και την πόλη _σπουδαστής: Θεοδωράκης Ηλίας _επιβλέπων καθηγητής: Νικόλαος-Ίων Τερζόγλου _ακαδημαϊκό έτος 2014-2015
3
Κίμων Κώννα Μάτε & Κελέ
το παρόν τεύχος δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς την στήριξη, τις διαφωνίες και τα χαμόγελα σας.
5
Διάχυτη πόλη
7
_Περιεχόμενα
Α_ Εισαγωγή
_11
Β1_Η διάχυση μέσα από την ιστορία | Η πόλη ως θεσμός 1_ Γεω-ιστορία & Αστικές Επαναστάσεις | Η προσέγγιση του E. Soja 2_Προσεγγίζοντας το σήμερα 3_Αστική Επανάσταση | Αστική Διάχυση
_15 _16 _20 _23
B2_Από το διεθνές στον Αθηναϊκό τοπίο 1_ Ελλάδα | Αθήνα | Μια ιδιότυπη πρωτεύουσα 2_ Αθήνα | Μια διάχυτη πόλη
_30 _33 _37
_ Από τις αστικές επαναστάσεις στο μικρόκοσμο
_44
Γ_Η ζωή σε μικροκόσμους 1_ Άνθρωπος / Θύλακας | Μικρόκοσμος 2_ Μικρόκοσμος & Διάχυση 3_ Εν Αθήναι
_47 _49 _56 _61
Δ_ Διάχυτη Πόλη | Πρόβλημα ή Συνθήκη;
_71
_Παραπομπές & Βιβλιογραφία
_75
Α_ Εισαγωγή
2 σύντομες προσωπικές ιστορίες…
Σκαρφαλώνοντας τα Τουρκοβούνια με το αυτοκίνητο αντιλαμβάνομαι πόσα λίγα ξέρω για την Αθήνα. Πάντα με γοητεύει αυτό το σημείο της διαδρομής, άλλα ταυτόχρονα με ξενίζει. Μια άμορφη, υπερμεγέθης, μάζα μου αποκαλύπτεται η οποία στην πραγματικότητα είναι γεμάτη ζωή. Παρατηρώ πως η Εθνική Οδός, ειδικά τη νύχτα, κόβει την πόλη στα δύο. Παρατηρώ πόσο μακριά ζω από τη θάλασσα, που οι Έλληνες λατρεύουμε. Παρατηρώ τον Παρθενώνα να δεσπόζει στο λόφο της Ακρόπολης. Έμβλημα ένδοξο μιας εποχής μακρινής. Όλα αυτά για λίγες μόνο στιγμές, όσο κινούμαι στην πλαγιά του λόφου. Μέχρι το όχημα πίσω μου να κορνάρει για να με επαναφέρει στην πραγματικότητα, για να με πιέσει να επιταχύνω γιατί είναι βιαστικός, όπως και γω, αν και για λίγο ξεχνιέμαι.
11
Δέκα λεπτά περπάτημα από το σπίτι μέχρι το σταθμό. Στην αρχή μόνος, ανάμεσα σε πολυκατοικίες, περπατώντας σαν ένα Pac-Man που κάθε στροφή είναι ορθή γωνία ενώ όσο πλησιάζω προς το σταθμό περισσότεροι άνθρωποι εμφανίζονται. Το τρένο φτάνει, επιβιβαζόμαστε και βρίσκομαι να κάθομαι αντικριστά με μια άγνωστη γυναίκα. Δεν θα μιλήσουμε, θα ακούω μουσική και τον περισσότερο χρόνο θα χαζεύω από το παράθυρο. Τα βλέμματα μας δεν θα διασταυρωθούν παρά στιγμιαία και θα αποστραφούν σε ένα αίσθημα αμηχανίας.
Καθώς αποβιβαζόμαστε μαζί στην Ομόνοια, η γυναίκα με πλησιάζει και για πρώτη φορά ακούω τη φωνή της: “_Νεαρέ από που να πάω για να βγω στην Αγίου Κωνσταντίνου;” Καθότι δεν είμαι σίγουρος την ρωτάω διευκρινιστικά: “_Εννοείτε το δρόμο που ενώνει την πλατεία Ομονοίας με του Μεταξουργείου;” Και μου διευκρινίζει: “_Εεε... Αυτή που βγάζει στον Χόντο" (Hondo’s Center) Η ζωή μας για κάτι παραπάνω από 30’ ήταν κοινή, μοιραστήκαμε την ίδια εμπειρία, μιλήσαμε για μια στιγμή και ο καθένας συνέχισε στο δρόμο του.
12
Τα παραδείγματα αυτά σκιαγραφούν τη σύγχρονη Αθήνα σε δύο κλίμακες. Από τη μία, αυτή του απομακρυσμένου παρατηρητή που παρατηρεί την πόλη ως μια μεγάλη τεχνητή μάζα προσγειωμένη πάνω στη γη. Από την άλλη, μια κλίμακα βιωματική που επιτρέπει την παρατήρηση της μικροκλίμακας του καθημερινού.
Οι δύο αυτές προσεγγίσεις είναι που γεννούν τα ερωτήματα που αναζητούν απάντηση στο πλαίσιο αυτής της διάλεξης. Πως δημιουργείται η σύγχρονη πόλη; Ποιες είναι οι δυνάμεις που την οδηγούν να εξελιχθεί με αυτόν τον τρόπο; Γιατί το μεγαλύτερο ποσοστό του κόσμου χαρακτηρίζει την πόλη απρόσωπη και απάνθρωπη, αλλά την ίδια στιγμή διαλέγει να μένει σε αυτή; Τέτοια ερωτήματα και άλλα που αφορούν την πόλη, τον άνθρωπο, τη σχέση μεταξύ των δύο καθώς και μεταξύ των ανθρώπων που κατοικούν σε αστικά περιβάλλοντα αποτελούν αφορμή για την έρευνα τούτη. Με βάση την έννοια της διάχυτης πόλης απώτερος σκοπός της ανάλυσης που ακολουθεί είναι η αμφισβήτηση των συνθηκών της σύγχρονης πόλης. Αμφισβήτηση της φράσης: “Η πόλη είναι έτσι γιατί δεν γίνεται αλλιώς”. Αρχικά θα δούμε σε μια σύντομη ανάλυση την εξέλιξη της πόλης ως θεσμό. Θα ξεκινήσουμε από τη στιγμή “μηδέν” για την έννοια της πόλης. Από την πρώτη πόλη 10.000 χρόνια πριν, θα προχωρήσουμε εμβαθύνοντας όλο και περισσότερο καθώς πλησιάζουμε στο σήμερα προκειμένου να κατανοήσουμε και να αναγνωρίσουμε την έννοια της διάχυτης πόλης και να την αποδώσουμε στην σύγχρονη πόλη του δυτικού, κυρίως, κόσμου, αλλά και γενικότερα. Η προσέγγιση αυτή θα μας επιτρέψει να αποδομήσουμε το ζήτημα αυτό και να το αναγνωρίσουμε ως ένα φαινόμενο με χωρική και χρονική διάσταση. Μετά την αποσαφήνιση του όρου και την κατασκευή της θεωρητικής βάσης, θα εξετάσουμε την ύπαρξη του φαινομένου της διάχυτης πόλης στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, την Αθήνα. Η ανάλυση αυτή θα μας επιτρέψει να ασχοληθούμε με το ζήτημα πέρα από τα όρια της θεωρίας σε έναν τόπο υπαρκτό, η μελέτη του οποίου φαντάζει εξαιρετικά επίκαιρη. Η πολυπλοκότητα του ζητήματος προκειμένου να προκαλέσει απαιτεί την προσωπική εμπλοκή κάθε αναγνώστη. Μετά την αποστασιοποιημένη μελέτη της μεγάλης κλίμακας που εξετάζει την πόλη ως ολότητα, θα στραφούμε στην μικρή κλίμακα του ανθρώπου. Θα αναζητήσουμε τους τρόπους με τους οποίους το φαινόμενο της διάχυτης πόλης αποτυπώνεται στη ζωή μας και την επηρεάζει. Με τον τρόπο αυτό θα αναδειχθεί η κοινωνική διάσταση της διάχυσης, οι επιπτώσεις, οι προκλήσεις, αλλά και οι ελπίδες που μας επιφυλάσσει η πόλη. Και στην περίπτωση αυτή, της μελέτης της μικρής κλίμακας, θα στραφούμε στην Αθήνα. Σε χώρο που βιώνουμε καθημερινά θα αναζητήσουμε μέσα από τις συνήθειες των κατοίκων της πρωτεύουσας, μέσα από εκφάνσεις της αθηναϊκής κουλτούρας και διαφόρων στερεότυπων την διάχυση της αστικής ζωής. Εν κατακλείδι, απώτερος σκοπός της έρευνας αυτής δεν είναι η διαμόρφωση μιας πρότασης για την επίλυση κάποιου προβλήματος. Η βασική κινητήριος δύναμη για την εκπόνηση της εργασίας είναι η επιθυμία αποσαφήνισης του προβλήματος. Άλλωστε, ο μόνος τρόπος για να βρεις τη λύση σε ένα πρόβλημα είναι πρώτα να μπορέσεις να το ορίσεις.
13
Β1_Η διάχυση μέσα από την ιστορία | Η πόλη ως θεσμός
Προκειμένου να μελετήσουμε την σύγχρονη πόλη και κατά πόσο μπορούμε να την ορίσουμε ως “διάχυτη” είναι κρίσιμο να δούμε την εξέλιξη της έννοιας της πόλης μέσα στο χρόνο. Η πιο αποτελεσματική προσέγγιση για να το πετύχουμε αυτό είναι μέσα από την ανάλυση του E. Soja στο βιβλίο του Postmetropolis. Μια “γεω-ιστορική” ανάλυση του αστικού χώρου, όπως ο ίδιος την ονομάζει, η οποία δίνει έμφαση στον χώρο καθότι σύμφωνα με τον ίδιο, η χωρική διάσταση της ανθρώπινης ζωής είναι θεμελιώδες στοιχείο το οποίο συχνά, και εσφαλμένα, υπονομεύεται. (preface σελ. xiv). “Η διερεύνηση της πόλης είναι επομένως ένας τρόπος για να εξετασθούν τα αινήγματα του κόσμου και της ύπαρξης μας” _ Donatella Mazzoleni, The city and the imaginary (1990) Για να κατανοήσουμε την δυναμική εξέλιξη της πόλης ως “συνοικισμού” θα ξεκινήσουμε από το μακρινό παρελθόν, 10 χιλιάδες χρόνια πριν, σε μια μεταβολή από την συνάθροιση πρωτόγονων κυνηγών έως την σημερινή μέτα-βιομηχανική πόλη. Θα αναγνωρίσουμε τις παραγωγικές δυνάμεις αστικοποίησης και θα προσδιορίσουμε τις ροπές εκείνες που συνέβαλαν στην δημιουργία αυτού που σήμερα αποκαλούμε πόλη. Στόχος της προσέγγισης αυτής είναι να αναδειχθούν τα στοιχεία που συνέβαλαν συνδυαστικά στην εξέλιξη της ανθρώπινης ύπαρξης και κατ’ επέκταση την ανάπτυξη των σημερινών πόλεων η οποία μπορεί να οριοθετηθεί χρονικά σε τρεις ξεχωριστές εποχές τις οποίες ο E. Soja χαρακτηρίζει ως “Αστικές Επαναστάσεις” (Urban Revolutions). “Στην πόλη δημιουργήθηκαν η συνείδηση και η προσωπικότητα του ανθρώπου, ο ιδεολογικός χαρακτήρας της ζωής.” _Ι. Δεσποτόπουλος - Η Ιδεολογική δομή των πόλεων. σελ.20
15
1_ Γεω-ιστορία & Αστικές Επαναστάσεις | Η προσέγγιση του E. Soja Η πρώτη αστική επανάσταση συντελείται πριν από περίπου 10.000 χρόνια οπότε και συναντάται η πρώτη συσσώρευση κυνηγών, τροφοσυλλεκτών και εμπόρων σε προαγροτικούς οικισμούς. Τέτοιες θεμελιώδεις “πόλεις”, όπως το Jericho και το Çatal Hüyük στα βάθη της Ασίας, είναι που αποτέλεσαν τη βάση ώστε να εκκολαφθούν η γεωργία και η κτηνοτροφία. 1 Η ανάγκη του ανθρώπου, να προστατευθεί από την αγριότητα της φύσης, αποτέλεσε αφορμή για την ανάπτυξη των πρώτων πόλεων, παρέχοντας τις βάσεις οι οποίες επέτρεψαν μια αστική σύμπτυξη που δημιούργησε μια αρχέτυπη μορφή οικονομικής ανάπτυξης από το εσωτερικό της “πόλης”, με πρωτοπορία, νέες μορφές εργασίας και παραγωγής και την εδραίωση του εμπορίου, στοιχεία βασικά της αστικοποίησης και αυτού που ο Soja αποκαλεί “συνοικισμό” (synekism). 2 Η ανάλυση της αρχέγονης αυτής “πόλης” οδηγεί μάλιστα τη Jane Jacobs (The Economy of Cities) στην ανατροπή της θεωρίας ότι πρώτα αναπτύσσεται η επαρχία και ύστερα η πόλη. Αντιθέτως, η επέκταση της δεύτερης φαίνεται να είναι αυτή που τροφοδότησε την ανάπτυξη της “επαρχίας” και των δραστηριοτήτων αυτής (πχ. καλλιέργεια) ώστε να ικανοποιήσει τις αστικές ανάγκες. Τέλος ενδιαφέρον έχει να αναφέρουμε ένα άρθρο που παραθέτει ο E. Soja (Mellaart|Scientific American)3 όπου ισχυρίζεται ότι το Çatal Hüyük, 7.000 χρόνια πριν, είναι μια “πρώτo-πόλη” έως και 10.000 κατοίκων που εμπεριέχει όλα τα συνθετικά στοιχεία ενός πολιτισμού και μάλιστα έχοντας στοιχεία που η σύγχρονη κοινωνία αγωνίζεται να κατακτήσει όπως η ισότητα των φύλων. Όσα συνοπτικά περιγράφηκαν είναι που τροφοδοτούν την ανάπτυξη της πόλης, της ανθρώπινης επικοινωνίας και οδηγούν σε αυτό που αργότερα οι αρχαίοι Έλληνες θα σημάνουν ως “φρόνηση”, δηλαδή τoν πρακτικό και πολιτικό λόγο, τη συνείδηση, που περιλαμβάνει την δημιουργία, την διαχείριση και την διατήρηση μιας χωρικά ορισμένης κοινότητας. 4
Ψηφιακή απεικόνιση του Çatal Hüyük βάσει των ανασκαφών και των ευρημάτων που αποδεικνύουν μια πλήρως ανεπτυγμένη πόλη πριν από 8-10 χιλιάδες χρόνια στα βάθη της Ασίας. πηγή: http://tinyurl.com/pfuwkz2
16
Η δεύτερη αστική επανάσταση χρονολογείται πριν από περίπου 7.000 χρόνια εξαιτίας δύο βασικών παραγόντων: τη δημιουργία της γραφής (και κατ’ επέκταση την αρχή της καταγεγραμμένης ιστορίας), η οποία επιτρέπει την εμφάνιση μιας πρώιμης αστικής κυβερνησιμότητας στην συχνά αναφερόμενη ως πόλη-κράτος. Τότε είναι που η κοινωνική οργάνωση επεκτείνεται πέρα από αυτή της αγροτικής κοινωνίας και μεταλλάσσεται σε ένα πιο σύνθετο σύστημα κοινωνικού και χωρικού ελέγχου που βασίζεται στη βασιλεία, τη στρατιωτική δύναμη, τη γραφειοκρατία, την κοινωνική τάξη, την ιδιοκτησία, τη δουλεία κλπ.1 Η γραφή μπορούσε να λειτουργήσει ως μέσο ελέγχου της εργατικής δύναμης, εξυπηρετώντας την οργάνωση της αγροτικής παραγωγής, της αποθήκευσης και διανομής της, και να εξασφαλίσει μια διευρυμένη τοπική αστική κοινότητα ώστε να επιτρέψει την πολιτική και οικονομική επέκταση. 5 Περί το 3000π.Χ. εμφανίζονται έμποροι μικρής και μεγάλης κλίμακας οι οποίοι συνεισφέρουν στην λειτουργία των αρχόντων. Εμφανίζεται μια πρωταρχική μορφή του “ιδιωτικού τομέα”, ενώ διακρίνεται μια φαλλοκρατική απόδοση εξουσίας με την κοινωνική ισότητα να χάνεται, να δημιουργούνται ταξικά κριτήρια, ρόλοι κλπ. 6 Κατά την πρώτη αστική επανάσταση, επαναστατικά στοιχεία της κοινωνίας ήταν η εφεύρεση της γεωργίας, της βιοτεχνίας και ενός δικτύου ανταλλαγών. Κατά την δεύτερη η τεχνολογική πρόοδος της γεωργίας συνεχίστηκε, αλλά αυτό το οποίο εντυπωσιάζει περισσότερο είναι οι κοινωνικές εξελίξεις που παρήγαγαν μια πολιτική επανάσταση η οποία επέτρεψε την διοίκηση πληθυσμών και εκτάσεων πρωτοφανών διαστάσεων και την ίδρυση αυτοκρατοριών. 7
Η πόλη Ουρ. Εδώ εικονίζεται η έκταση της πόλης περί το 2500π.Χ. όπου διαφαίνεται η πρωταρχική ίσως “ακρόπολη” όπου συγκεντρώνονταν όλες οι εξουσίες. (διοίκηση/ στρατός/θρησκεία/οικονομία) πηγή:http://tinyurl.com/orzdeht
Για τα επόμενα 4000 χρόνια περίπου η πόλη εξελίσσει τα θεμελιώδη στοιχεία που την συνθέτουν. Πρόκειται για μια παγκόσμια συνθήκη που παραμετροποιείται κάθε φορά από τα τοπικά χαρακτηριστικά. Αν και το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού αυτά τα χρόνια δεν κατοικεί στις πόλεις, δεν πρέπει να παραβλέπουμε την σημασία των πόλεων ως ρυθμιστές, ως πυρήνες ανάπτυξης των βασικών κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων. 8
17
Τέλος, η τρίτη αστική επανάσταση πραγματοποιείται πολλά χρόνια αργότερα, με την έλευση της βιομηχανικής επανάστασης και κατ’ επέκταση των βιομηχανικών πόλεων. Σε μια πρωτοφανή συγκέντρωση πληθυσμού σε πόλεις που αναπτύσσονται ώστε να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της βιομηχανίας, η κοινωνική ανάπτυξη πραγματοποιείται στον πυρήνα της πόλης με μια ριζική μεταμόρφωση τόσο στο μέγεθος και την εσωτερική οργάνωση του αστικού χώρου όσο και γενικότερα στον τρόπο με τον οποίο συντελείται η αστικοποίηση της ζωής. Ένα φαινόμενο οικουμενικό το οποίο, όπως και παλαιότερα, αποκτά ιδιαιτερότητες επηρεασμένο από τοπικά στοιχεία. 1
πηγή:http://tinyurl.com/oijsldk
Η τρίτη επανάσταση αποτελεί μια πολύ σημαντική τομή που περιλαμβάνει ριζικές ανακατατάξεις στις δομές της κοινωνίας και τον τρόπο που αναγνωρίζονται οι ομάδες που την απαρτίζουν, ενώ, για πρώτη φορά, το βάρος μετατοπίζεται από την επαρχεία στο αστικό κέντρο, με την έννοια ότι ανατρέπεται η αναλογία του αστικοποιημένου πληθυσμού σε σχέση με τον αγροτικό. Χαρακτηριστικό μάλιστα αποτέλεσμα των διεργασιών αυτών είναι η απώλεια της άμεσης επαφής με τη φύση λόγω της ανάπτυξης του δευτερογενούς τομέα παραγωγής. 9 Στην ψυχολογία του κόσμου κυριαρχεί μια τάση να διαχωρίσει τον εαυτό του από το παρελθόν και καλλιεργείται μια διάκριση μεταξύ “αρχαίων” και “μοντέρνων”, όπου η αίσθηση-επιθυμία του “είμαι μοντέρνος” (being modern) δημιουργεί μια έντονη ροπή για κοινωνική ανάπτυξη. 10 Με το πέρασμα του χρόνου, η έννοια της αστικοποίησης και όσα στοιχεία αυτή περιλαμβάνει, η τάση για συγκέντρωση, ο “συνοικισμός”, η “φρόνηση”, αποτελούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης του ανθρώπου. Η βιομηχανική επανάσταση λειτουργεί ως καταλύτης που εκμεταλλεύεται την ήδη υπάρχουσα τάση του ανθρώπου για αστικοποίηση η οποία επιταχύνεται, εξαπλώνεται και οδηγεί στη δημιουργία μητροπόλεων οι οποίες συνδυάζουν όλα τα στοιχεία εκείνα που καθιστούσαν κάθε πόλη ξεχωριστή στις προηγούμενες φάσεις (1η και 2η αστική επανάσταση) όπως οι εμπορικές πόλεις, οι αγροτικές κλπ. 11 Με μια οικονομική λογική που υιοθετείται παγκοσμίως με την αύξηση της πυκνότητας, την αποκέντρωση και την προαστιοποίηση, την ενοικίαση και το κόστος των μεταφορών, καθιερώνεται μια εμπορευματοποιημένη (commodified) λειτουργία της πόλης που παράγει μια ταξική οργάνωση ομόκεντρων ζωνών. Το χρήμα αποτελεί πλέον βασική παράμετρο των κοινωνικό-χωρικών συσχετισμών. Η ανάλυση του Burges μας παρουσιάζει
18
μια πόλη που στο κέντρο της συγκεντρώνονται οι επιχειρήσεις (Central Business District), μια μεταβατική ζώνη όπου εγκαθίστανται οι νεόφερτοι εσωτερικοί ή εξωτερικοί μετανάστες, έπειτα την ζώνη όπου κατοικεί η εργατική τάξη, στη συνέχεια η μεσαία τάξη και τέλος η ανώτερη τάξη απομακρυσμένη στα προάστια. Προκύπτει έτσι μια φυσική, χωρικά ασχεδίαστη, ανάπτυξη της πόλης που βασίζεται σε κοινωνικές και οικονομικές διαφοροποιήσεις που συνθέτουν την οικολογία της πόλης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει, και λειτουργεί συμπληρωματικά, η προσέγγιση του Homer Hoytt σχετικά με τον τρόπο που τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα έχουν μια καθολική παρουσία στην πόλη σα μια “σφήνα” η οποία ξεκινά από το κέντρο της πόλης, τέμνει κάθε ζώνη της πόλης και αναπτύσσεται όλο και περισσότερο καθώς απομακρύνεται από το κέντρο. 12 Η πόλη φαντάζει σαν ένα “χωνί” στη βάση του οποίου μια στοχευμένη περιθωριοποίηση ανθρώπων, εξαναγκασμένων στην φτώχεια, αποτελούν βασική παράμετρο του καπιταλιστικού συστήματος η οποία λειτουργεί αποτρεπτικά ώστε οι υπόλοιπες ομάδες να είναι παραγωγικές, αλλά ταυτόχρονα εξασφαλίζει ότι το κέντρο κατοικείται και δεν νεκρώνει. 13
19
2_Προσεγγίζοντας το σήμερα Μέσα από τούτη την εξαιρετικά συμπυκνωμένη ανάλυση συνειδητοποιούμε πως δημιουργείται η πόλη, “ένα γεγονός από το οποίο ξεκινούν η κοινωνία και η ιστορία της ανθρωπότητας”. 14 Οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τη φύση και δημιουργούν την πρώτη πόλη γύρω από ένα τεχνητά ορισμένο κενό χώρο, την αγορά. Έναν εμπορικό κόμβο που μετεξελίσσεται σε κοινωνικό και ιδεολογικό πυρήνα. Αν και πάντα θα συντηρεί την βασική λειτουργική του υπόσταση, εκεί είναι που ο άνθρωπος συλλαμβάνει την έννοια του συνοικισμού, “την πρόθεση και την ελεύθερη απόφαση του ανθρώπου να ζει φυσικά, πολιτικά, οικονομικά, πνευματικά και έννομα σε κοινωνία, καθώς επίσης και να αναγνωρίζει εκούσια τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η δημιουργία της κοινωνίας”.15 Έτσι ο άνθρωπος έγινε πολίτης, επέλεξε συνειδητά να αποτελέσει μέλος μια οργανωμένης κοινωνίας (της πόλης), να λάβει μέρος στη λήψη αποφάσεων για τα κοινά (πολιτική), με σεβασμό προς τους κανόνες λειτουργίας (την πολιτεία). Αυτή η συνθήκη και τα παράγωγα αυτής είναι που συνθέτουν τον πολιτισμό, και αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι η μετεξέλιξη του.
“Εδώ δημιουργήθηκε η σχέση ανθρώπου προς άνθρωπο, η αναγκαιότητα δημοσιοποίησης των συμβάντων και έτσι η αρχή του κοινωνικού και ιδεολογικού βίου.” Πηγή: Δεσποτόπουλος Ι.,1997, σελ.31
Άπό τα μέσα του 18ου αιώνα μέχρι σήμερα, η γεω-ιστορία της τρίτης αστικής επανάστασης εκφράζεται μέσα από τους αυξανόμενους ρυθμούς παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, της κουλτούρας της καπιταλιστικής ανάπτυξης και την αλληλεπίδραση μεταξύ μοντερνισμού και εκσυγχρονισμού. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα αποτυπώνεται στην παραγωγή η επικράτηση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος ακολουθούμενο από ευρύτατες κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις. Μια διαδικασία κατά την οποία η αστική τάξη επιδιώκει “να εδραιώσει την κυριαρχία της σε όλα τα επίπεδα - στο οικονομικό, ελέγχοντας του μηχανισμούς παραγωγής, στο κοινωνικό, ελέγχοντας τους μηχανισμούς κυριαρχίας και εκμετάλλευσης και στο πολιτικό/ ιδεολογικό, διασφαλίζοντας τους όρους αναπαραγωγής των σχέσεων παραγωγής”. 16 Μια διαδικασία κατά την οποία ο αγροτικός πληθυσμός αποσπάται από τη γη και προστίθεται στο απόθεμα βιομηχανικών εργατών, είτε στην υπόσχεση μιας καλύτερης ζωής στην πόλη, είτε λόγω της εξαθλίωσης που είχε επιβληθεί στην επαρχεία προκειμένου να την εγκαταλείψει. 17
20
Μάλιστα, τα παραπάνω αποτυπώνονται και στους προβληματισμούς του Manuel Castells για την εξέλιξη της πόλης. Στο βιβλίο του “The Urban Question”, ισχυρίζεται ότι η ανάπτυξη της πόλης ως θεσμός, με την εδραίωση του καπιταλιστικού συστήματος, δεν ενισχύεται αλλά αντιθέτως εξαφανίζεται, λαμβάνοντας μια εικονική μορφή που παύει να λειτουργεί ως ένα αυτόνομο κοινωνικό σύστημα. Η πόλη έχει υποπέσει στον έλεγχο των αστών (industrial bourgeoise) οι οποίοι κατευθύνουν την κοινωνική παραγωγή του αστικού χώρου. Η πόλη είναι πλέον ένας απλός καμβάς που αποτυπώνεται η ισχύς τους. 18 Σε διεθνή κλίμακα, ο E. Soja διακρίνει την ύπαρξη κύκλων διάρκειας περίπου 50 ετών που περιλαμβάνουν την κλιμάκωση από μια περίοδο επαυξημένης οικονομικής ανάπτυξης και επέκτασης και την διαδοχή της από μια περίοδο έντονης ύφεσης, δηλαδή, μια περίοδο επιβραδυμένης οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής κρίσης η οποία χαρακτηρίζεται ως “διαδικασία αναδιάρθρωσης”. Στη σύγχρονη ιστορία διακρίνονται 3 τέτοιες περίοδοι αναδιάρθρωσης που παράγονται από την κρίση. Η πρώτη αποτελεί μέρος της περιόδου της “εποχής του κεφαλαίου” που διήρκεσε έως το τέλος του 19ου αιώνα, με την επονομαζόμενη “Μακρά Ύφεση” (The Long Depression) στην Ευρώπη. Η δεύτερη ξεκινά το 1920 και σηματοδοτείται από τη “Μεγάλη Ύφεση” (The Great Depression) έως το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Η τρίτη, εμφανίζεται στο τέλος της δεκαετίας του ’60 και μας ακολουθεί μέχρι σήμερα κατά της είσοδο μας στον 21ο αιώνα. 19 Αν και δεν είναι στη δική μας δικαιοδοσία να ορίσουμε μια χρονική περίοδο-κύκλο, αν λάβουμε υπόψη τα εγχώρια αλλά και διεθνή δεδομένα, δεν φαντάζει λανθασμένη η άποψη ότι σήμερα βρισκόμαστε στο κλείσιμο ενός ακόμα τέτοιου κύκλου. Φαίνεται, επομένως, πως σήμερα βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή στην ιστορία της πόλης, ως θεσμού, οπού μια κοινωνική αναδιάρθρωση λαμβάνει χώρο. _Ian Chambers, Border Dialogues: Journeys in Postmodernity (προσωπική απόδοση): Οι πόλεις αλλάζουν, μετασχηματίζονται. Τα κέντρα τους τείνουν να γίνουν ωραιοποιημένα αστικά τοπία, μνημεία μιας περασμένης εποχής με γκαλερί, ακριβά διαμερίσματα κλπ. Η πόλη, στην εποχή της πληροφορίας φαντάζει αποδεσμευμένη από την γεωγραφική της υπόσταση, ως μια συμβολική ζώνη, εξαϋλωμένη, που διαμορφώνεται από τα ΜΜΕ και το διαδίκτυο ως ένας παγκόσμιος κόμβος. Με την εδαφική εξάπλωση της πόλης και την αναπόφευκτη αποκέντρωση των λειτουργιών της, οι χωρικά (σχετικώς) ορισμένες ομόκεντρες ζώνες της βιομηχανικής πόλης εξαπλώνονται. Είτε παρατηρούμε την πόλη από την λειτουργική της πλευρά, δηλαδή τις ζώνες παραγωγής, κατοικίας, εμπορίου και υπηρεσιών, είτε από τη σκοπιά του διακριτού χωρικού-ταξικού διαχωρισμού φτωχών, αστών και πλουσίων, διακρίνεται μια έντονη διασπορά. Εργοστάσια, κατοικίες, εταιρίες, αποθήκες, εμπορικά καταστήματα, δημόσιες υπηρεσίες και άλλες αστικές δραστηριότητες εξαπλώνονται στο αστικό τοπίο επαναπροσδιορίζοντας την γεωγραφία της πόλης. Κάθε ζώνη της πόλης είναι πλέον πολύ λιγότερο ομοιογενής με τη διάσπαση όχι μόνο της κατοικημένης γης, αλλά και των μοτίβων που χωροθετείται η τοπική διοίκηση ή η κοινωνική τάξη. 20 Η δίνη της παγκοσμιοποίησης, η οικονομική αναδιάρθρωση και η μαζική αστικοποίηση της περιφέρειας έχουν δημιουργήσει μια χαρτογραφία καθημερινών αστικών λειτουργιών και χωρικών δραστηριοτήτων που χαρακτηρίζονται όχι μόνο από κοινωνικές πολώσεις αλλά και από επαυξημένες χωρικές πολώσεις και, συνεπώς, χωρικές ανισότητες. Για παράδειγμα, η ανισορροπία εργασίας-κατοικίας έχει οδηγήσει σε μια σύνθετη γεωγραφία που δεν αφορά απλώς το “ταξίδι” μεταξύ οικίας-χώρου εργασίας ως προς το σχεδιασμό των μεταφορών, τις περιβαλλοντικές ρυθμίσεις και την διοίκηση της περιφέρειας, αλλά επεκτείνεται σε πολύ
21
πιο σημαντικά ζητήματα κοινωνικής και χωρικής δικαιοσύνης, αστικής πολιτικής, κοινωνικής πρόνοιας κλπ. 21 _David Harvey, Social Justice and the City, Chapter 1, p.27 (προσωπική μετάφραση) Θα πρέπει να είναι σαφές: το μόνο κατάλληλο εννοιολογικό πλαίσιο για την κατανόηση της πόλης είναι αυτό το οποίο βασίζεται ταυτόχρονα στις κοινωνιολογικές και γεωγραφικές εικόνες. Πρέπει να συσχετίσουμε την κοινωνική συμπεριφορά με τον τρόπο που η πόλη λαμβάνει μια ορισμένη γεωγραφία, μια ορισμένη χωρική μορφή. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι μόλις δημιουργηθεί μια συγκεκριμένη χωρική μορφή, αυτή τείνει να θεσμοθετήσει και, υπό ορισμένες συνθήκες, να καθορίσει τη μελλοντική κοινωνική ανάπτυξη. Χρειαζόμαστε, πάνω απ’ όλα, να εναρμονίσουμε και να ενσωματώσουμε στρατηγικές για να διαχειριστούμε την περιπλοκότητα των κοινωνικών διεργασιών και της χωρικής μορφής
22
3_Αστική Επανάσταση | Αστική Διάχυση
_Αθ. Αραβαντινός, Η ανάγκη για μια σύγχρονη ανθρωπιστική πόλη, σελ. 206-207 “Άλλοτε, η πόλη, και γενικότερα ο οικισμός, διαμορφωνότανε και εξελισσότανε, όχι τόσο σαν οικονομική μονάδα, αλλά κυρίως σαν κοινωνικός χώρος. Ήταν δηλαδή μια έκφραση μιας κοινωνίας συνεκτικής που μέσω του οικισμού γινόταν πιο συνεκτική και ολοκληρωνόταν, μεταλλασσόταν και βελτιωνόταν […] Άλλοτε, το κέντρο της πόλης δρούσε όχι μόνο σαν ένας χώρος παροχής αγαθών και υπηρεσιών στον πολίτη, αλλά σαν κύριος πυρήνας μιας πολιτικής, κοινωνικής, πολιτιστικής ζωής. Η αρχαία αγορά δεν ήταν μόνο το εμπορικό κέντρο, αλλά κυρίως το σημείο όπου οι πολίτες συναντιόνταν, αντάλλασσαν απόψεις για τα κοινά ή ιδιωτικά θέματα, περνούσαν τον ελεύθερο τους χρόνο, δίδασκαν και διδάσκονταν και κυρίως ασκούσαν κριτική και συμμετείχαν με ενεργητικότητα και αίσθημα ευθύνης στις αποφάσεις της δημοκρατικής τους κοινωνίας.” “Είναι αλήθεια ότι στην προβιομηχανική πόλη σαν αξιόλογη κινητήρια δύναμη στη δημιουργία και την ανάπτυξη του κέντρου έδρασαν και οι καθαρά ματεριαλιστικές λειτουργίες (εμπόριο, οικονομικές υπηρεσίες κλπ.) Όμως πρυτάνευε σχεδόν πάντα μια ισορροπία ανάμεσα σε τέτοιες λειτουργίες και άλλες που υπηρετούσαν την κουλτούρα, την πολιτική, την θρησκεία, και πάνω απ’ όλα την ανθρώπινη επαφή.”
23
Όπως ήδη έχει φανεί από τη μέχρι τώρα ανάλυση, η οικονομική παραγωγή, από την αρχή του “χρόνου” της πόλης, είναι η βασική κινητήριος δύναμη ανάπτυξης της. Η οικονομία είναι που συνθέτει το έδαφος για την κοινωνική ζωή, τη συν-κατοίκηση σε μια πόλη μέσω της οποίας διαμορφώνεται η ιδεολογία που εξασφαλίζει τη συνοχή και την εύρυθμη λειτουργία. 22 Η σύγχρονη πόλη, εφόσον θεωρήσουμε ως αφετηρία της την τρίτη αστική επανάσταση, χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη πληθυσμιακή συγκέντρωση, την προαστιακή εξάπλωση, την υπέρ-συγκέντρωση δραστηριοτήτων στο κέντρο της, τη φόρτιση αξόνων κυκλοφορίας, την τυποποίηση της κατασκευής χάρη στη βιομηχανική ανάπτυξη. Όμως, εκεί είναι που διαφαίνεται και η απαρχή των προβλημάτων της αστικής ζωής. Ο κοινωνικός διαχωρισμός, ο διαχωρισμός του τόπου κατοικίας από τον τόπο εργασίας, η κοινωνική αποξένωση και ψυχολογική αλλοτρίωση είναι τα αποτελέσματα της υπέρ-ανάπτυξης των πόλεων και της μεγάλης πυκνότητας κατοίκησης. 23 Στην προέκταση του αποσπάσματος του Αθ. Αραβαντινού, ο Ι. Δεσποτόπουλος μιλά για την “φαινομενική πόλη”.24 Έναν “πολεοειδή σχηματισμό” ο οποίος ανεξαρτήτως μεγέθους και πυκνότητας απαρτίζεται από ανθρώπους οι οποίοι συντηρούνται στη ζωή δίχως οικονομική ή πολιτική δραστηριότητα, ανθρώπους που άλλοτε αποτελούσαν το υπηρετικό προσωπικό ενός ηγεμόνα, άνθρωποι εφησυχασμένοι στην προστασία της πρόσδεσης σε μια μάζα που δεν τους παρέχει τη δυνατότητα να αναπτύξουν προσωπικότητα, να σκεφθούν ανεξάρτητα και να αποφασίσουν ελεύθερα. Η βιομηχανοποίηση των δύο περασμένων αιώνων, με την ραγδαία συγκέντρωση ανθρώπων, μετέτρεψαν την πόλη σε μια, λιγότερο ή περισσότερο, συμπαγή “αποθήκη” ανθρώπινου εργατικού δυναμικού, σε “πολεοδομικά συγκροτήματα” που σκιαγραφούν τη σύγχρονη “φαινομενική πόλη”. Αν και η εισήγηση του Αραβαντινού βασίζεται στην σύγκριση της ωραιοποιημένης αρχαιότητας με το σήμερα, δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε τη τομή που θέτει η βιομηχανική επανάσταση στο θεσμό της πόλης. Η εδραίωση του δευτερογενή και τριτογενή τομέα, στο πλαίσιο της ελεύθερης οικονομίας, εκτόπισε τις ανθρωπιστικές λειτουργίες καθότι δεν μπορούσαν να έχουν το απαραίτητο, για να επιβιώσουν, οικονομικό αντίκρισμα. Η ισορροπία μεταξύ των ματεριαλιστικών και ιδεολογικών λειτουργιών της πόλης χάνεται, στερώντας την αστική ενότητα και κατ’ επέκταση την δυνατότητα ύπαρξης ανθρώπινης κοινότητας. Η πόλη φαντάζει σε σύγχυση, διάχυτη. Η επιβολή της αστικής τάξης ως ρυθμιστή κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα τροφοδότησε σταδιακά την αγανάκτηση της εργατικής τάξης η οποία κορυφώθηκε τον επόμενο αιώνα. Ειδικά από το μεσοπόλεμο και μετά, οπότε και τα αιτήματα των ανθρώπων ήταν ύστατη ανάγκη να ικανοποιηθούν, η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία της εποχής, ανεξάρτητα από τις πρωτοπορίες του μοντέρνου κινήματος, “τέθηκαν στην υπηρεσία ενός κλονιζόμενου (ή, απειλούμενου), αστικού καθεστώτος, με “εντολή” να υποδείξουν άμεσες και πρόσφορες (ρεαλιστικές) λύσεις σε τομείς καίριας σημασίας για τις κοινωνικές διεκδικήσεις, όπως της κατοικίας/στέγασης και της λειτουργικής επάρκειας των μεγάλων πόλεων”. 25 Η βιομηχανοποίηση της κοινωνίας, επέφερε μια κενή σχηματοποίηση και καθιέρωσε την ατομική ιδιοκτησία με συνέπεια τη χαλάρωση των “κοινωνικών και ιδεολογικών συναρμογών”. 26 Δημιουργούνται, έτσι, οι αντικοινωνικές καταστάσεις των πόλεων οι οποίες πηγάζουν από την δράση της ατομικής συνείδησης σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Η πόλη των χαωδών πολεοδομικών σχηματισμών έχει, πλέον, αποσχιστεί από την τα ιδανικά της αρχαιότητας.
24
Ch. Abrams, Housing in the modern world, σελ.ix (μτφ. Σ. Αντωνοπούλου) “Ουσιαστικά όλα τα έθνη που επισκέφτηκα είχαν την εμπειρία μιας διαδικασίας αστικοποίησης, που είναι ίσως η δυναμικότερη επανάσταση στην ιστορία του ανθρώπου. Τα επόμενα σαράντα χρόνια η αύξηση του πληθυσμού των πόλεων του κόσμου θα είναι ίσως διπλάσια της συνολικής αύξησης του πληθυσμού που ο κόσμος γνώρισε τα τελευταία 6.000 χρόνια. […] Με αποτέλεσμα τα τεράστια προβλήματα των φτωχών συνοικιών, τις καταλήψεις ξένης γης και τη στέρηση της στέγης, προβλήματα που έχουν πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες σχεδόν παντού.”
Η σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη, μέχρι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ήταν χωρικά προσδιορίσιμη: το κέντρο, τα προάστια, η περιφέρεια των βιομηχανιών και των μεγάλων δικτύων κυκλοφορίας που συνδέουν όλες τις ζώνες της πόλης. Ύστερα, όμως η βιομηχανία αποχωρεί, μεταναστεύει προς τα φτηνά εργατικά χέρια των πόλεων του Τρίτου Κόσμου και η οικονομία αποκτά μια παγκοσμιοποιημένη μορφή πιο έντονη από ποτέ. Η έννοια της αστικοποίησης ξεπερνά πια τα αναγνωρίσιμα όρια των πόλεων και των πυκνοδομημένων αστικών κέντρων. Η γεωγραφία της πόλης αλλάζει προς ένα μοτίβο διεθνοποιημένης οικονομίας, οικουμενικά ενοποιημένης και ταυτόχρονα χωρικά διάχυτης. 27 Στη σκιαγράφηση της συνθήκης αυτής, ο R. Koolhaas μας μιλά για την “Γενική πόλη” (Generic City), την ομογενοποιημένη αστική περιοχή η οποία έχει απολέσει τα ιδιαίτερα στοιχεία που συνέθεταν την ταυτότητα της. σαν τους μη-τόπους του Marc Augé, σταθμούς τρένων, αεροδρόμια, fast-food, χώροι που ανεξαρτήτως του χρόνου διαμονής μας, δεν τους έχουμε αποθηκεύσει στη μνήμη μας. Ο M. Davis μιλά για την οικολογία του φόβου, μια επιβεβλημένη εμμονή για ασφάλεια, επιβεβλημένη από την απουσία συλλογικής συνείδησης, η οποία έχει ανατρέψει τη βασική συνθήκη της λειτουργίας της πόλης, την κοινωνική συνύπαρξη, με την αυξανόμενη εσωστρέφεια. Τέλος, ο F. Ascher μας μιλά για την μετάπόλη όπου οι τελετουργίες της πόλης, η κατοίκηση, η εργασία και κάθε είδους άλλη δραστηριότητα λαμβάνουν χώρο σε ένα ενιαίο πλαίσιο ετερογενών χώρων συχνά όμως ασύνδετων μεταξύ τους. F. Ascher, Multimobility, Multispeed Cities, 2007 “Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του μητροπολιτικού τοπίου είναι η κινητικότητα των κατοίκων της, που πραγματοποιείται με πολλαπλούς τρόπους σε πολλαπλές ταχύτητες.” Ειδικά η εισήγηση του F. Ascher έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για να κατανοήσουμε την έννοια της διάχυσης της πόλης σήμερα, στην εποχή της πληροφορίας. Η προσέγγιση του δεν είναι απορριπτική, αλλά επιδιώκει μέσα από την ανάλυση των στοιχείων που διαμορφώνουν τη σημερινή εξελικτική πορεία των πόλεων να αναγνωρίσει τις μεταβολές, τους κινδύνους και τις προκλήσεις που τίθενται για την αστική ζωή σήμερα. Αν και ο ίδιος δεν χρησιμοποιεί την ορολογία αυτή, ουσιαστικά η περιγραφή του μας αποδίδει την χωρική διάσταση της διάχυτης πόλης, όπως τη βιώνουμε λίγο-πολύ στις μέρες μας. 28 Η λειτουργία των πόλεων είναι άρρηκτα συνυφασμένη με ένα σύστημα τεχνικών αποθήκευσης και μεταφοράς πληροφοριών, αγαθών, αξίας και ανθρώπων. Η βελτίωση των τεχνικών αυτών είναι που επέτρεψε την ανάπτυξη των μεγαλουπόλεων, των μητροπόλεων. Ακόμα και η περίπτωση των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνίας και των ιδιωτικών
25
Φωτογραφία από το άρθρο How China Is Screwing Over Its Poisoned Factory Workers Πηγή: http://tinyurl.com/oss94tk
26
μεταφορών, ως “μέσα” (agents) που λειτουργούν στη λογική της κοινωνίας, αποτελούν παραμέτρους που ενισχύουν την ανάπτυξη της μητρόπολης. Η διαφορά προκύπτει από το γεγονός ότι οι τεχνολογίες πληροφοριών, σε συνδυασμό με την αύξηση της ταχύτητας των μεταφορών, συνεισέφεραν σε μια αυξημένη “φορητότητα” των αγαθών, των ανθρώπων και των πληροφοριών επιτρέποντας την ύπαρξη μιας νέας κλίμακας αστική οργάνωση. Με τον τρόπο αυτό, η πόλη μπόρεσε να επεκτείνει τα όρια της τόσο ώστε να αφομοιώσει άλλες περιοχές σε ένα νέο εξαπλωμένο σχηματισμό, την “μετάπολη”, η οποία προκύπτει από τη σύνθεση ετερογενών, ασυνεχών και πολύκεντρων αστικών περιοχών. Η μετάπολη χαρακτηρίζεται από δύο φαινόμενα αστικής οργάνωσης τα οποία σε συνδυασμό σκιαγραφούν τα αίτια της διάχυτης πόλης. Το πρώτο είναι το σύστημα των κόμβων και των ακτίνων (hub and spoke) το οποίο χάρη στη στην ταχύτητα των μεταφορών επιτρέπει την λειτουργία της πόλης μέσω ενός δίκτυου εστιών (δηλ. των κόμβων). Το δίκτυο αυτό μπορούμε να το δούμε σε ποικίλες κλίμακες, από αυτή της σύνδεσης πόλεων με το αεροπλάνο ή την πιο εστιασμένη σε μία πόλη, όπου οι δραστηριότητες συγκεντρώνονται γύρω από σταθμούς, διασταυρώσεις δρόμων επιτρέποντας την ύπαρξη της υπεραστικής πόλης. Το δεύτερο φαινόμενο είναι αυτό της διήθησης. Οι οδηγοί αυτοκινήτων, οι οποίοι κυριαρχούν στη σύγχρονη πόλη, μπορούν και υιοθετούν μια πιο ρευστή κυκλοφορία στην πόλη έχοντας τη δυνατότητα να κινηθούν σε ετερογενή περιβάλλοντα δίχως να ακολουθούν προκαθορισμένες ροές. Σε μια κοινωνία προσανατολισμένη στις επιλογές (choice-oriented society), όπου ο άνθρωπος επιζητά μια όλο και περισσότερο εξατομικευμένη, οικεία και ελέγξιμη σχέση με το περιβάλλον του, η διαρκής μετάβαση μεταξύ χώρων είναι απαραίτητη και είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί όλο και πιο εύκολα με τη διάδοση των σύγχρονων μέσων μεταφοράς και ειδικά με το αυτοκίνητο. Μπορούμε, λοιπόν, να αναγνωρίσουμε τη διάχυτη πόλη ως ένα άμεσο επακόλουθο της εξέλιξης αυτής, όπου η εξέλιξη των μεταφορών και της τεχνολογίας επέτρεψε στον άνθρωπο να αποκτήσει μια ιδιαίτερη, προσωπική σχέση με το αστικό περιβάλλον αλλά ταυτόχρονα θραυσματοποίησε τη δομή της πόλης και δημιούργησε την διάχυτη πόλη.
Το ερώτημα που γεννιέται, μέσα από τις αναλύσεις του Ascher και τις προεκτάσεις γύρω από την έννοια της διάχυτης πόλης, είναι αν η συνθήκη αυτή είναι προβληματική. Αν και η ανάλυση θα γίνει καλύτερα αντιληπτή σε επόμενο κεφάλαιο (κεφ. Γ), οφείλουμε να αναγνωρίσουμε μια διπλή κατεύθυνση ανάπτυξης της αστικής ζωής. Από τη μία, αυτή της απρόσωπης, τυποποιημένης επέκτασης, ιδιαίτερα με όρους αρχιτεκτονικής, και από την άλλη την εξατομίκευση της ζωής στην πόλη. Οι έννοιες της “φρόνησης” και της συνκατοίκησης που αναδείχθηκαν ως στοιχεία μείζονος σημασίας για την συνοχή και τη λειτουργικότητα της πόλης, σήμερα, φαντάζουν εξασθενημένα. Ο άνθρωπος φαίνεται να έχει πάψει να διακατέχεται από το αίσθημα του πολίτη, συνειδητά ενεργού μέλους της κοινωνίας. Φαίνεται να έχει μετατραπεί σε απλό κάτοικο, παθητικό δέκτη των εξελίξεων. Η έννοια του μικρόκοσμου του κάθε ανθρώπου και η σχέση του με τη διάχυτη πόλη θα μας επιτρέψουν να αξιολογήσουμε την υφιστάμενη συνθήκη.
27
Η εξέλιξη της χωρικής οργάνωσης της πόλης απο πάνω προς τα κάτω: α. Η οργάνωση της παραδοσιακής πόλης ως ένα δίκτυο κόμβων β. Η οργάνωση κόμβων και ακτίνων (hub & spoke) ως αποτέλεσμα των γρήγορων συστημάτων μεταφοράς γ. Ο συνδυασμός του συστήματος κόμβων και ακτίνων με τη διήθηση, τυπική της σύγχρονης πόλης των αυτοκινήτων που επιτρέπει την διήθηση της κυκλοφορίας προς όλες τις κατευθύνσεις του αστικού ιστού πηγή εικόνων: F. Ascher, Multimobility, Multispeed Citiesv
28
_Charles Mercer, Living in Cities-Psychology and Urban Environment, σελ.11 Στη σύγχρονη πόλη, η συνήθης έκφραση της ή μάλλον “σύσταση” της σε ποικίλες αναλογίες είναι μια ζούγκλα από μπετόν και ένα ανθρώπινο ζωοτροφείο.
Αθήνα 2015, προσωπική φωτογραφία
29
B2_Από το διεθνές στον Αθηναϊκό τοπίο Η περιοχή που θα εστιάσουμε για να μελετήσουμε την ύπαρξη μιας υφιστάμενης διάχυτης πόλης είναι η Αθήνα, πρωτεύουσα της Ελλάδας. Δεν θα υπάρξει μια εστιασμένη ανάλυση κάποιας περιοχής της, αλλά αντιθέτως θα μελετηθεί η πόλη ως ολότητα, διότι μόνο τότε μπορούμε να αναγνωρίσουμε μια ολόκληρη πόλη ως διάχυτη. Ξεκινώντας, προκειμένου να μελετήσουμε μια πόλη είναι απαραίτητο να την εντάξουμε σε ένα ορισμένο χωρικό και χρονικό πλαίσιο το οποίο να αναδεικνύει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τόπου μελέτης και πως αυτά παραμετροποιούν τον υπό εξέταση χώρο. Για το λόγο αυτό, πριν εστιάσουμε στην πόλη αυτή καθαυτή και τη σημερινή της εικόνα, θα μελετήσουμε, με συνοπτικό τρόπο, την γεω-ιστορία της χώρας, προκειμένου να αναδείξουμε τις εθνικές ιδιαιτερότητες, αλλά και την ιστορία της πρωτεύουσας ώστε να αναγνωρίσουμε πως η Αθήνα γίνεται μια διάχυτη πόλη με το πέρασμα του χρόνου. Guy Burgel, Αθήνα: Η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας, σελ. 139 “Η μοίρα της Αθήνας είναι αδιαχώριστη από την ύπαρξη του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Αυτή είναι η πρώτη σημαντική διαπίστωση.” Η Ελλάδα, ως έθνος το οποίο έχει νόημα να μελετήσουμε, ξεκινά με την απελευθέρωση από την τουρκική κατοχή. Μια κατοχή η οποία κάνει την Ελλάδα απούσα από τα ιστορικά κινήματα του Δυτικού Κόσμου, την Αναγέννηση, τη Μεταρρύθμιση, την Επιστημονική Επανάσταση, το Διαφωτισμό, τη Βιομηχανική Επανάσταση. Από το ξεκίνημα λοιπόν της ιστορίας της χώρας προδιαγράφεται μια εξελικτική πορεία που θα αποκλίνει από την λίγο-πολύ κοινή πορεία των δυτικών πόλεων, μια πορεία που θα βρίσκεται σε ένα ενδιάμεσο πεδίο ανάμεσα στην κουλτούρα της Ανατολής και της Δύσης. Το γεγονός αυτό μάλιστα αποδεικνύεται από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ανεξαρτησίας που έθνους, όπου οι προσπάθειες των εκσυγχρονιστών, εκπαιδευμένων στη Δύση, αποβαίνουν άκαρπες, ενώ διαφαίνεται ακόμα και στις μέρες μας, όταν μιλάμε για ταξίδια στην “Ευρώπη” θεωρώντας ότι εμείς δεν είμαστε μέλη της. 1
Tο Kαφενείον της Eυρώπης, Aθήνα 1837 Υδατογραφία του Hans Hanke
30
Πριν λάβουμε οποιαδήποτε κριτική στάση οφείλουμε να μελετήσουμε την ιστορία. Η Ελλάδα τον πρώτο αιώνα, ύστερα από τη σύσταση του έθνους, έως το 1923, “είναι μια χώρα που αναζητά τα εθνικά χωρικά της σύνορα και τις διαστάσεις της οικονομίας της”2, η οποία σε μεγάλο βαθμό βασίζεται στον εσωτερικό δυναμισμό της. Η αγροτική οικονομία είναι αυτή στην οποία βασίζεται η ανάπτυξη κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα παρόλο που από το 1830 παρατηρούνται διαδικασίες ενσωμάτωσης του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Αν και η επαρχία αποδυναμώνεται σταδιακά, δεν δημιουργείται μια ισχυρή αστική τάξη που να εισάγει την εκμηχάνιση της παραγωγής και να εκμεταλλεύεται την εργατική τάξη όπως συμβαίνει στην Δυτική Ευρώπη την ίδια περίοδο. Αντίθετα με τη φιλελεύθερη θεωρία της Δύσης, το ρόλο αυτό τελεί ο κρατικός μηχανισμός μέσω μιας “υπερτροφικής ανάπτυξης”, με δημόσιους υπαλλήλους και την τάξη των πολιτευτών. 3 Την ίδια χρονική περίοδο η Αθήνα “είναι η πολιτική πρωτεύουσα μιας μικρής και φτωχής χώρας που περιορίζεται ακόμη στις περιοχές της Παλιάς Ελλάδας (Πελοπόννησος, Κεντρική Ελλάδα, Κυκλάδες)”.4 Σε μια χώρα, η οικονομία της οποίας βασίζεται στην παραγωγή της επαρχίας, η ανάπτυξη της πρωτεύουσας είναι αργή. Μόνο μετά το 1870 έως το 1920 διακρίνεται μια πρώτη φάση ανόδου, ύστερα από την προσάρτηση της Θεσσαλίας, την εφαρμογή τελωνειακής πολιτικής και τη δημιουργία υποδομών μεταφορών που ενισχύουν την οικονομία και αναδεικνύουν την πρωτεύουσα η οποία δεκαπλασιάζει τον πληθυσμό της. Μέχρι το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πορεία της χώρας σημαδεύεται από την εγκατάσταση των προσφύγων της Μ. Ασίας με τις δημογραφικές, οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις του γεγονότος αυτού, την οικονομική ανάπτυξη που όμως χαρακτηρίζεται από σημαντικές αδυναμίες, και το μέγεθος του δημόσιου χρέους, η διόγκωση του οποίου αυξάνει την επιρροή των Μεγάλων Δυνάμεων. 5 Έπειτα, οι βαλκανικοί πόλεμοι, ο παγκόσμιος πόλεμος, η παγκόσμια οικονομική κρίση δημιουργούν νέα προβλήματα για τη χώρα και την πρωτεύουσα. Ήδη όμως από τα χρόνια αυτά προδιαγράφεται η δυναμική της Αθηναϊκής ανάπτυξης. 6
Guy Burgel, Αθήνα: Η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας, σελ. 184 “Αδύναμος και εξαρτημένος, ο ελληνικός καπιταλισμός ήταν καταδικασμένος, για να επιβιώσει να υιοθετήσει τις πιο υπερβολικές μορφές συγκεντροποίησης, τις οποίες η βιομηχανική Ευρώπη δε θα γνωρίσει παρά με την οικονομία των μονοπωλίων, η αθηναϊκή υπερτροφία είναι το γεωγραφικό τίμημα που χρειάστηκε να πληρώσει.”
Από τις αρχές του 60 πάνω από το 65% των επενδύσεων γίνεται στην στέγαση των αυξανόμενων αστικών πληθυσμών. Αν και το 1971 ο μισός πληθυσμός της χώρας αποτελεί μέρος του αγροτικού δυναμικού κυριαρχεί μια τάση αποδυνάμωσης του. Χαρακτηριστική μάλιστα είναι η μεταβολή των ποσοστών μεταξύ αστικού/αγροτικού πληθυσμού τα χρόνια ’51-71 που από 38%/48% μετατρέπεται σε 53%/35%. Ο κόσμος εγκαταλείπει την επαρχία και εγκαθίσταται στα αστικά κέντρα και ειδικά στην πρωτεύουσα για να εργαστεί. Αντίθετα με τις απόλυτα βιομηχανικές πόλεις της Δύσης, η Αθήνα (και ακόμα λιγότερο η Θεσσαλονίκη) φιλοξενεί βιομηχανικές επιχειρήσεις “μικρές, οικογενειακές και επικεντρωμένες σε τομείς χαμηλής τεχνολογίας” 7. Ο τριτογενής τομέας, των υπηρεσιών, κυριαρχεί.
31
Richard Clogg, Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας 1770-2000, σελ. 193 [Εν έτει 1981] — Σε μια κοινωνία όπου το 60% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού είναι αυτοαπασχολούμενοι και το 40% είναι μισθωτοί, ο Παπανδρέου πρόσφερε το όραμα του μέσου Έλληνα, του ιδιοκτήτη ενός σπιτιού, ενός καταστήματος και ενός αυτοκινήτου. Η εικόνα της Ελλάδας από άποψη χωρικό-οικονομικών σχέσεων δεν φαντάζει να έχει αλλάξει στο πέρασμα του χρόνου. Μια επαρχία αφημένη σε μια σχετική στασιμότητα, η Θεσσαλονίκη η οποία διαρκώς έπεται της πρωτεύουσας, της Αθήνας, μιας υπερτροφικής πόλης που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, που εξαπλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις και αποτελεί τελικά μια διευρυμένη αστική περιοχή. Εύλογο είναι όταν μιλάμε για ελληνική ανάπτυξη, αυτή να ταυτίζεται με την Αθήνα η οποία συγκεντρώνει όλο και περισσότερο πλούτο και αυξάνει την ανισότητα μεταξύ πρωτεύουσας και περιφέρειας. 8
32
1_ Ελλάδα | Αθήνα | Μια ιδιότυπη πρωτεύουσα Η Αθήνα γίνεται πρωτεύουσα με διάταγμα το 1833, μια πόλη 12.000 περίπου κατοίκων, 9 και αποκτά το πρώτο της ρυμοτομικό σχέδιο από τους Στ. Κλεάνθη και Ed. Schaubert. Τα χρόνια αυτά, η πόλη δεν είναι παρά “μια μονότονη μάζα από συντρίμμια και σκόνη” 10 όπου η Ακρόπολη και το Θησείο μαρτυρούν την ιστορικότητα της πόλης. 11 Οι βάσεις ανάπτυξης της τίθενται προς τα τέλη του 19ου αιώνα με το συνδυασμό τριών παραμέτρων: τη δύναμη του κράτους, την ισχύ του κεφαλαίου και τη δυναμική δημογραφική ανάπτυξη. Ο κρατικός μηχανισμός και η οικονομική και επιχειρηματική ανάπτυξη που εξασφαλίζει η συνθήκη αυτή επιτρέπουν την ανάπτυξη μιας αστικής τάξης προς δύο κατευθύνσεις. Από τη μία, το σύνολο των ανθρώπων που απορροφώνται σε δημόσια λειτουργήματα και από την άλλη ένα σύνολο επιχειρηματιών που επενδύουν σε μια αργή εκβιομηχάνιση. Με τον τρόπο αυτό εισάγεται το κεφαλαιοκρατικό σύστημα στην αθηναϊκή πραγματικότητα, το οποίο εκμεταλλεύεται και ταυτόχρονα εξασφαλίζει για το πλήθος των μεταναστών που συρρέουν στην πόλη στην αναζήτηση εργασίας με σεβαστό μισθό. Δημιουργείται, έτσι, η απαραίτητη μάζα παραγωγών και καταναλωτών που θέτουν τις βάσεις για μια σταθερή εξέλιξη της πρωτεύουσας. Η κοινωνική γεωγραφία της πόλης διαμορφώνεται από ένα ευρύ λαϊκό στρώμα που απασχολείται στη βιομηχανία, τη μεταποίηση ή παρασιτικά επαγγέλματα, ένα διευρυμένο μεσαίο κοινωνικό στρώμα, κυρίως υπαλλήλων, των οποίων η οικονομική δύναμη μεταφράζεται γρήγορα σε μια “κοσμοπολίτικη επιδειξιομανία” 12 και, τέλος, μια ανώτερη “αστική” τάξη η οποία εδραιώνει όλο και περισσότερο την επιρροή της στη διαχείριση του κεφαλαίου. Η χωροθέτηση των κοινωνικών στρωμάτων στη πόλη είναι εύκολα αναγνωρίσιμη. Η πόλη χαρακτηρίζεται από μια διχοτόμηση μεταξύ της ανατολικής και δυτικής πλευράς ως προς τον άξονα βορρά-νότου που ορίζεται αρχικά από τις οδούς Αιόλου και Αθηνάς και αργότερα, πιο έντονα με τον Κηφισό ποταμό. Στα δυτικά, η ελαφριά κλίση του Αιγάλεω επιτρέπει την εύκολη εγκατάσταση των χαμηλότερων στρωμάτων, συνήθως με αυθαίρετα κτίσματα. Σε αντίθεση, η ανατολική πλευρά της απότομης πλαγιάς του Υμηττού είναι ο τόπος σταδιακής εγκατάστασης μεσαίων και ανώτερων τάξεων, από τους πρόποδες του βουνού και τη Γλυφάδα ως το Χαλάνδρι. Η κατευθυνόμενη εγκατάσταση των λαϊκών συνοικιών στα δυτικά, προς τις βιομηχανικές ζώνες είναι προφανής. 13 Το 1920, εξαιτίας της μικρασιατικής καταστροφής, αποτελεί σημαντική χρονική τομή για την πρωτεύουσα. Στη, μέχρι τώρα, αργή δημογραφική ανάπτυξη προστίθενται ένα εκατομμύριο Έλληνες με, ως επί το πλείστον, ανώτερο μορφωτικό επίπεδο από τους αυτόχθονες επιτρέποντας την εδραίωση του καπιταλισμού στην ελληνική επικράτεια. Η τάση υπερτροφικής ανάπτυξης της πόλης γίνεται, πλέον, σαφής. Η μαζική μετανάστευση προς την Αθήνα, που ξεκινά το 1922, εγκαθίσταται ανάμεσα στη γραμμή Αθήνας-Πειραιά, εξαπλώνεται και σταδιακά ενώνει τους δύο πόλους της πόλης. Οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις, ενίοτε με σκοπούς πολιτικής χειραγώγησης, μεταξύ ανατολικής και δυτικής πλευράς γίνονται όλο και πιο διακριτές, 14 με λιγοστές εξαιρέσεις εργατικών συνοικιών-θυλάκων που τείνουν να ενσωματωθούν, λόγω εγγύτητας, από την αστική τάξη. Η δημογραφική και γεωγραφική ανάπτυξη της πόλης τις επόμενες δύο δεκαετίες σημειώνει ραγδαία άνοδο 15, οδηγώντας με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι οι δείκτες αυτοί είναι άρρηκτα συνυφασμένοι με την οικονομική ευημερία της πρωτεύουσας. 16 Η παρατήρηση του Guy Burgel είναι χαρακτηριστική του πνεύματος της εποχής και του τρόπου που η πόλη εξαπλώνεται: “Δεν υπάρχουν διαφυγές ούτε ελεύθεροι χώροι, ελάχιστες δημόσιες πλατείες. […] Την πόλη χτίζει το πνεύμα του κέρδους, η κερδοσκοπία”. 17
33
Πάνω: Αθήνα, 1841 | Πηγή: http://tinyurl.com/q4pltau Κέντρο: Μικρασιατική Καταστροφή, Σμύρνη & Αθήνα, Πηγή: http://tinyurl.com/r8tn0co Κάτω: Μια πόλη, διχοτομημένη, χτίζεται στο βωμό του κέρδους
34
Δ. Καρύδης, Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας, σελ. 269 “Η πολλαπλών εκδοχών πολεοδομική εικόνα που “ζωγραφίζεται” στην Αθήνα λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος αντικατοπτρίζει τις βαθιές κοινωνικές διαιρέσεις που διαπερνούν τον αστικό ιστό της πρωτεύουσας.” Η μεταπολεμική περίοδος στην Αθήνα είναι χαρακτηριστική απόδειξη του διαφορετικού τρόπου ανάπτυξης της πόλης σε σχέση με τις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης. Η αστικοποίηση δεν καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την εκβιομηχάνιση της πρωτεύουσας. Από τα πρώτα κιόλας μεταπολεμικά χρόνια, η μεγαλύτερη επένδυση για την τόνωση της οικονομίας γίνεται στην οικοδομική δραστηριότητα. Είτε μιλάμε για την νόμιμη, εντός σχεδίου ανοικοδόμηση, συνήθως με την μέθοδο της αντιπαροχής, είτε, εκτός σχεδίου, με αυθαίρετα κτίσματα, πρόκειται για μια συνθήκη που απέχει από το οργανωμένο σύστημα ανάπτυξης των πόλεων της Δύσης. Η επέκταση της Αθήνας πραγματοποιείται δίχως κάποιο ορισμένο σχέδιο από το κράτος ή μεγάλους ιδιωτικούς φορείς. Έπειτα, η δικτατορία επιτρέπει την ακόμα μεγαλύτερη κερδοσκοπία μέσω της ανοικοδόμησης πολυκατοικιών. Τα αυθαίρετα της δυτικής πλευράς της Αθήνας νομιμοποιούνται και οι λαϊκές γειτονιές πυκνώνουν με την καθ’ ύψος δόμηση η οποία εν συνεχεία, και σε συνδυασμό με την παγίωση της παιδείας, διαμορφώνουν μια βάση κοινωνικής ανόδου η οποία “μεσοαστικοποιεί” κάπως την δυτική Αθήνα. Ταυτόχρονα, η έντονη χωρική ετερογένεια της πόλης αμβλύνεται με την μετατόπιση της εργατικής τάξης προς περιοχές πιο μικτές από κοινωνική άποψη. 18 Μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70 η γεωγραφία της πόλης μεταβάλλεται για ακόμα μια φορά με την εγκατάσταση των αστικών στρωμάτων στην περιφέρεια της πόλης, στα προάστια, που μέχρι πρότινος ήταν περιοχές εξοχικής κατοικίας, και με την μεταφορά λαϊκών στρωμάτων σε πολλές περιοχές του κέντρου. Η επίδραση του δρόμου και του αυτοκίνητου είναι εμφανής σε μια πόλη που εξαπλώνεται και μετατρέπεται σε μια πολυκεντρική αστική περιοχή. 19 Με την χωρική εξάπλωση της πόλης ο κοινωνικός διαχωρισμός γίνεται πλέον λιγότερο εμφανής. Αν και η παραδοσιακή, πλέον, διάκριση δεν παύει να υπάρχει όπως δείχνει η απογραφή του 1991: “ο διαχωρισμός αυτός συγκροτείται, πέρα από την γνωστή διάκριση μεταξύ ανατολικής και δυτικής πλευράς, με τη διαμόρφωση πόλων συγκέντρωσης των υψηλότερων κοινωνικό-επαγγελματικών κατηγοριών στα βορειοανατολικά, τα νότια προάστια σε ορισμένα τμήματα του κέντρου, στην αντίστοιχη συγκέντρωση των χαμηλότερων κατηγοριών στις παρυφές του Πειραιά, στα βορειοδυτικά και σε περιοχές εκτός του ΠΣ, στη διαμόρφωση ενός κλοιού χαμηλών-μεσαίων στρωμάτων γύρω από το κέντρο και, τέλος, σε σημειακές συγκεντρώσεις περιθωριακών ομάδων σε διάφορες περιοχές, ιδιαίτερα της δυτικής πλευράς”. 20 Η κοινωνική γεωγραφία της πόλης, η οποία είχε βρεθεί σε μια σχετική ισορροπία και στασιμότητα, αναταράσσεται για ακόμη μια φορά μετά τη δεκαετία του ’90. Μετανάστες, πρόσφυγες και άλλες μειονότητες εγκαθίστανται στην Αθήνα, όπως και σε όλη την Ευρώπη, δημιουργώντας θύλακες στις υποβαθμισμένες περιοχές των πόλεων. Η έντονη μεταναστευτική πορεία περασμένων δεκαετιών από την νοτιοανατολική Ευρώπη προς τη δυτική αντικαθίσταται σε μεγάλο βαθμό από τη μετανάστευση πληθυσμών από την Αφρική και την Ανατολή. Μέχρι αυτό το σημείο η Αθήνα, ως μεσογειακή πόλη, είχε μια σχετικά διαφορετική πορεία ανάπτυξης από αυτή των πόλεων της Δύσης. Όπως παρατηρεί η Λ. Λεοντίδου, “Στο τοπίο της μεσογειακής πόλης γενικότερα, αντιστρέφεται το μοντέλο της άγγλοαμερικανικής πόλης […] που ήθελαν τους φτωχούς στο κέντρο και τους πλούσιους στην περιφέρεια των μεγαλουπόλεων”, ενδεχομένως λόγω της έκτασης που λαμβάνουν η άτυπη οικονομία, η αυτοστέγαση και η γενικότερη απουσία σχεδιασμού. 21 Στην περίπτωση της
35
Αθήνας, με το πέρασμα του χρόνου και την χωρική επέκταση της πόλης η διαπίστωση της φαντάζει να εξασθενεί. Η έννοια με την οποία προσδιορίζουμε το κέντρο σήμερα σε σχέση με το παρελθόν και η κοινωνική ταυτότητα των περιοχών φαντάζει να μεταβάλλεται, όχι απόλυτα, αλλά σίγουρα σε μια υβριδική κατάσταση μεταξύ μεσογειακής και δυτικής πόλης. Η εξέλιξη της πόλης τα τελευταία 20 χρόνια μας είναι λίγο-πολύ γνωστή. Μεγάλα δημόσια ή ιδιωτικά έργα όπως αυτά των Ολυμπιακών Αγώνων ή της Αττικής Οδού επαναπροσδιόρισαν την κλίμακα της πόλης και την ταυτότητα της στον παγκόσμιο χάρτη. Παράλληλα, η εύθραυστη οικονομία, που ο Guy Burgel αναγνωρίζει στη ελληνική πραγματικότητα πριν από 40 χρόνια, αποδεικνύεται σήμερα με τον πιο επώδυνο τρόπο, ιδίως στην πρωτεύουσα. Η συγκυρία αυτή φαντάζει εξαιρετικά ευαίσθητη για να αναλυθεί περαιτέρω στο πλαίσιο αυτής της έρευνας, είναι όμως σημαντικό να αναγνωριστεί και να μας προβληματίσει. Τελικά, πριν περάσουμε στην αναγνώριση της Αθήνας ως μιας διάχυτης πόλης, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τις κυρίαρχες δυνάμεις που συγκροτούν και αναπτύσσουν την πόλη. “Ο αθηναϊκός οικονομικός χώρος ταυτίστηκε πάντα με το σύνολο της χώρας” 22, ενώ η γεωγραφική θέση της πρωτεύουσας μικρή σημασία φαντάζει να έχει σε σύγκριση με την υπερτροφική συγκέντρωση του τριτογενή τομέα, δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων. Η υπερμεγέθης έκταση της Αθήνας, ειδικά σε σύγκριση με την γενικότερη έκταση της χώρας, είναι το δημιούργημα του συνδυασμού του αστικού και βιομηχανικού φαινομένου, ακόμα και αν το δεύτερο δεν μπορεί να συγκριθεί με την ένταση του στη δυτική Ευρώπη. Τα στοιχεία αυτά είναι εκείνα από τα οποία δημιουργείται: “ένα σώμα ασυνήθιστων διαστάσεων, μια μεγάλη κατοικημένη περιοχή και μια μεγάλη οικονομική μητρόπολη, δηλαδή η Αθήνα.” Guy Burgel, Αθήνα: Η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας, σελ. 71
Αθήνα, 1953 πηγή: http://tinyurl.com/q7t4r3h
36
2_ Αθήνα | Μια διάχυτη πόλη
“Τι είναι ο αθηναϊκός χώρος; Βέβαια, ένας συγκεκριμένος χώρος: μια πόλη στην άκρη των Βαλκανίων, μια γωνιά γης ριγμένη ανάμεσα στη θάλασσα, την Ακρόπολη και τα βουνά της Αττικής.”
“Η Αθήνα είναι πλούσια. Αλλά εξαρχής ο πλούτος της φαίνεται να βασίζεται πολύ περισσότερο στην κατανάλωση παρά στην παραγωγή και ο δυναμισμός της να διατηρείται πολύ περισσότερο από το συσσωρευμένο πλούτο παρά από τα πλεονεκτήματα αντικειμενικών συνθηκών.”
“Αν δεν ήταν επικίνδυνες οι ακραίες διατυπώσεις, θα λέγαμε ότι η Αθήνα είναι μια πόλη χωρίς θέση, που ξοδεύει περισσότερα απ’ όσα κερδίζει.”
“Η δραστηριότητα Φαίνεται πολύ λίγο παραγωγική, προσανατολισμένη προς την παροχή υπηρεσιών ή την ικανοποίηση άμεσων αναγκών, αλλά ο οικονομικός πλούτος της συνεχώς αυξάνει.”
_Guy Burgel, 1975, Αθήνα (σελ. 9-10)
37
“Η Αθήνα προσφέρει σ’ όσους περίμεναν να βρουν την Αρχαιότητα και την Ανατολή, το συνηθισμένο θέαμα μιας σύγχρονης πόλης, που επαναλαμβάνεται με ομοιόμορφο και δυσανάλογο τρόπο”
Αθήνα 2015,
πηγή: Digitribe Mediahouse, http://tinyurl.com/osa3nx6
38
Η χωροταξική διάρθρωση της Αθήνας κατά τη μεταβολή της, από μια πόλη μερικών χιλιάδων κατοίκων μέχρι σήμερα, πρακτικά δεν ελέγχθηκε ποτέ. Τα ρυθμιστικά σχέδια λίγη επιρροή μπόρεσαν να έχουν στην προσπάθεια περιορισμού της πόλης σε όρια που ήταν ήδη ξεπερασμένα. Από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τα μεσογειακά και βαλκανικά στοιχεία των χαμηλών σπιτιών, της λαϊκής αγοράς και των μικρομάγαζων φθίνουν μπροστά στην ανάπτυξη στη βάση του δυτικού αστικού προτύπου. Ο Guy Burgel, όντας κατηγορηματικός, χαρακτηρίζει την Αθήνα “αποτυχημένη” από άποψη εσωτερικής διάρθρωσης, όμοια με την περιφερειακή ισορροπία της χώρας. Η συναισθηματική επαφή με την αρχαιότητα πέρα από το λόφο της Ακρόπολης δεν συναντάται παρά μόνο σε τοπωνυμίες. 23 Η πόλη επεκτάθηκε καθ’ ύψος αλλά και ως προς την περιφέρεια της. Στο κέντρο εξαφάνισε την πλειονότητα των χαμηλών σπιτιών για να τα αντικαταστήσει με πολυκατοικίες, ενώ ταυτόχρονα καταπάτησε τα βουνά και τις παράκτιες ζώνες χάρη στην επέκταση των αυτοκινητοδρόμων. Μια οικονομική και οικοδομική δραστηριότητα μιας εποχής που έχει πια παρέλθει. Η Αθήνα μετετράπη πια σε μια μετά-πόλη του Ascher, σε μια διευρυμένη πολυκεντρική αστική περιοχή κόμβων και ακτίνων (hub and spoke). Ωστόσο, η Αθήνα χαρακτηρίζεται από μια ιδιαιτερότητα: λόγω της ταχύτητας ανάπτυξης της, οι ποικίλες διαιρέσεις του χώρου χαρακτηρίζονται από μια σχετική ομοιομορφία και δεν μαρτυρούν την ιστορική ανάπτυξη της πόλης, αλλά ξεχωρίζουν από το γεγονός ότι εσωκλείουν κοινωνικές διαφορές. Οι διαφορές αυτές μπορεί να μην ισχύουν σε απόλυτη τιμή πλέον, είναι όμως αποτυπωμένες στη συνείδηση των κατοίκων. Η αταξία του χώρου και η παραγόμενη αρχιτεκτονική είναι ενδεικτικές των συγκρουόμενων κοινωνικών και οικονομικών δυνάμεων και του επιβαλλόμενου δυτικού τρόπου ζωής. Η εισαγωγή του κεφαλαίου στη λειτουργία της πόλης είναι προφανής, όπως και η αστάθεια, όπως αποδείχτηκε, της οικονομίας που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην οικοδόμηση. Το αποτέλεσμα αυτών των συνιστωσών είναι μια κοινωνία η οποία έχει συγχρόνως “προλεταριοποιηθεί, εκδημοκρατιστεί και διασπαστεί” σε ένα πολιτισμό που εκφράζεται όλο και περισσότερο μέσα από έναν “όλο και πιο διαφοροποιημένο χώρο”. 24
_Guy Burgel, 1975, Αθήνα, σελ. 402 Στην Αθήνα, ακόμη και στην τόσο απλή ζεστή δημοτική, χρησιμοποιείται όλο και λιγότερο ο ενικός, ακόμη και σε εκείνους που προσφέρουν υπηρεσίες. Ο φαινομενικός αυτός σεβασμός προς τους άλλους δεν είναι παρά αδιαφορία για την τύχη τους. Η ρήξη της περίφημης διαλεκτικής ανάμεσα στον αφέντη και τον υπηρέτη σημαίνει λιγότερο την αμοιβαία ελευθερία και περισσότερο τη συνύπαρξη σε διαφορετικούς πνευματικούς και κοινωνικούς κόσμους και τελικά σε διαφορετικούς χώρους. Ο αστικός χώρος, διαιρεμένος λόγω των κοινωνικών διακρίσεων, δεν είναι παρά το προϊόν μιας κατατετμημένης και ανταγωνιστικής κοινωνίας. Η Αθήνα αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα διάχυτης πόλης. Η επανάληψη της τυποποιημένης πολυκατοικίας και η υπονόμευση του δημόσιου χώρου είναι στοιχεία που επιτρέπουν την καθιέρωση μιας μερικώς αόρατης ετερογένειας. Η αστική περιοχή της πρωτεύουσας, τόσο σε μικρή όσο και σε μεγάλη κλίμακα συγκροτείται με βάση το το διπλό μοντέλο του Ascher, των κόμβων και ακτίνων (hub & spoke). και της διήθησης. Οι κυκλοφοριακοί και ιδίως οι συγκοινωνιακοί κόμβοι αποτελούν τα κέντρα (τους κόμβους) της αστικής περιοχής. Η απομάκρυνση από αυτά σημαίνει τη μείωση της χωρικής πυκνότητας,
39
αλλά ταυτόχρονα και μιας κοινωνικής χαλάρωσης. Άλλωστε, είναι μια πόλη διάσπαρτη, που έχει δομηθεί από “ιδιώτες” και όχι από “πολίτες”, δίχως ένα συνολικό σχεδιασμό. 25 Η εξέλιξη αυτή της πόλης είναι αναμενόμενη. Το φαινόμενο της ιδιοκτησίας γης από όλα τα κοινωνικά στρώματα αποδίδει, ευτυχώς, έναν κοινωνικό χαρακτήρα στην πόλη, χάρη στον τρόπο επέκτασης της (αγροτική/ περι-αστική/ αστική γη). Το γεγονός αυτό, αφενός βοηθά στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης και αποτρέπει την εμφάνιση παραγκουπόλεων. Αφετέρου, όμως, η διασπορά της ιδιοκτησίας επιτρέπει στο ατομικό συμφέρον να λειτουργεί σε βάρος του συλλογικού. 26
40
Η Αθήνα δεν είναι πια μια πόλη, ορισμένη ολότητα, όπως στην αρχαιότητα. Είναι μια αστική περιοχή. Δεν είναι η αρχαία Αθήνα,. Είναι η Αθήνα από το Φάληρο έως την Κηφισιά,, από το Κερατσίνι έως τη Βουλιαγμένη και ακόμα παραπέρα, όσο και αν στην συνείδηση μας προσπαθούμε να την περιορίσουμε. _Εκλάμψεις της πόλης, Τάκης Κουμπής, σελ. 45 Αν η αρχαία Αθήνα αποτέλεσε την αρχετυπική μορφή δημοκρατικής πόλης με την εξύψωση του δημόσιου χώρου και της συλλογικότητας σε πρωταρχικές έννοιες, η σύγχρονη Αθήνα νομιμοποίησε πλήρως την αποδιάρθρωση τους, δηλαδή της εξαφάνιση του δημόσιου χώρου και την κυριαρχία ασυμφιλίωτων ατομικοτήτων, τη διακεκομμένη συλλογικότητα και την αποποίηση κάθε κοινότητας.
πάνω: Levitation-Parthenon, εικόνα του Giuseppe Lo Schiavo κάτω: Αθήνα 2015, πηγή: http://tinyurl.com/nzvljkq
Η Αθήνα είναι μια πόλη διάχυτη που αναπτύχθηκε με θραύσματα. Παρ’ όλα αυτά τα θραύσματα της αυτά φαίνεται να συντίθενται με έναν απροσδιόριστο τρόπο, σε μια μεγάλη μητρόπολη στη γωνιά των των Βαλκανίων.
41
_Εκλάμψεις της πόλης, Τάκης Κουμπής, σελ. 46 “Η σύγχρονη πόλη κατασκευάζεται τιθέμενη επί της παλαιάς, “σπέρνοντας” στην ίδια τοπογραφία αποσπάσματα ενός ασυνεχούς και ετερογενούς συνόλου, ενός διασπασμένου κόσμου. Μέσα απ’ αυτές τις συσχετίσεις, τις συγκολλήσεις των αποσπασμάτων που κατά βάση είναι συμπτωματικές ή χωρίς εμφανείς αιτίες, προκύπτουν νέοι ετερογενείς πολεοδομικοί ιστοί με εμφανή τα σημάδια της καθημερινής φθοράς, της σκληρής χρήσης, του ασυντήρητου, της εγκατάλειψης, του ερειπίου, του αντίθετου, του φωτεινού, του άφωτου.
42
43
_ Από τις αστικές επαναστάσεις στο μικρόκοσμο Στην σύγχρονη εποχή, οι παλαιότεροι μέθοδοι διαχωρισμού των κοινωνικών ομάδων έχουν πάψει να επαρκούν. Έχει, πλέον, αναγνωρισθεί πως η συνθήκη είναι πολύ πιο σύνθετη και η διαφοροποίηση μεταξύ αστών και προλεταριάτου, ή μεταξύ πλουσίων, μέσων και φτωχών αποτελεί μια πόλωση που αν και υφίσταται, σε καμία περίπτωση δεν επαρκεί για να περιγράψει την πολύπλευρη υπόσταση της κοινωνικής γεωμετρίας. Μιας γεωμετρίας που έχει προκύψει από τις αλλεπάλληλες κοινωνικές αναδιαρθρώσεις και τις ποικίλες κατηγοριοποιήσεις τάξης, εισοδήματος, ιδιότητας, καταγωγής, εθνικότητας, φύλου, σεξουαλικότητας κλπ. 1 Ως αποτέλεσμα, η κοινωνική πολιτική δεν μπορεί πια να εστιάζει στην καταπολέμηση της ανισότητας, αλλά στην αναγνώριση και την καλλιέργεια της αποδοχής της διαφορετικότητας (μιλάμε βέβαια για μια ιδεατή συνθήκη όπου υπάρχει κοινωνικό κράτος το οποίο εξασφαλίζει κοινωνική δικαιοσύνη και δημόσιες παροχές). Για το λόγο αυτό, η “πολυφωνία” που κάποτε φάνταζε ως πρόβλημα για την πολιτική και κοινωνική συνοχή, σήμερα αποτελεί μια ευκαιρία, αν και ενέχει κινδύνους, για μια πιο ανοιχτή, διευρυμένη κοινωνία με την δυνατότητα να προσαρμόζεται πιο εύκολα στις κοινωνικές εξελίξεις. 2 Από την Αρχαία Αγορά, την αρχαία πόλη, περνώντας στη σημερινή μετάπολη, πρέπει να δούμε πέρα από το ρομαντισμό και τη μυθολογία της αρχαίας Αθήνας, και να αναγνωρίσουμε πώς ο βιωμένος χώρος μεταλλάσσεται μέσα από τις ποικίλες κοινωνικές αναδιαρθρώσεις. 3 Μέσα από τις περιηγήσεις του Iain Chambers βλέπουμε πως η πόλη έχει αποκτήσει διπλή υπόσταση. Από τη μία, την επίσημη, ορατή της όψη, αυτή των δικτύων δρόμων, μεταφορών, κατοικιών, δημοσίων κτιρίων κοκ. Από την άλλη, μια αόρατη διάσταση, κρυμμένη, που πλάθεται από τις τελετουργίες της πόλης, τις συνήθειες, τις ελπίδες. Μια σύνθεση μοναδική για τον καθένα μας, μια πολλαπλή πραγματικότητα, μια εξατομικευμένη πόλη μέσα στην πόλη για κάθε κάτοικο. 4 Το “φαντασιακό άστυ” (urban imaginary) όπως αποκαλείται, αφορά την ιδιαίτερη πνευματική και αντιληπτική χαρτογράφηση της αστικής πραγματικότητας και καθορίζει τον τρόπο που μεταφράζουμε τον χώρο και αποφασίζουμε να δράσουμε σε αυτόν. Δεν πρέπει βέβαια να λησμονούμε την πολυπλοκότητα του συστήματος αυτού, επηρεασμένου από την παγκοσμιοποίηση, την εξέλιξη των επικοινωνιών, των μεταφορών και της τεχνολογίας, αφαιρώντας τους περιορισμούς στην ανθρώπινη επικοινωνία, δίνοντας μας την αίσθηση ότι κατοικούμε σε έναν υπέρ-χώρο (hyperspace) πλασματικών, αόρατων πόλεων. 5 Δανειζόμαστε για άλλη μια φορά τις πολύπλευρες, διεπιστημονικές αναζητήσεις του E.Soja στην προσπάθεια του να ερμηνεύσει τα αίτια και τις μεθόδους που ο άνθρωπος “κατασκευάζει” μια φαινομενική χωρική τάξη, ώστε να διακρίνουμε, σε μια αντίστοιχη βάση, τη λογική που κάθε άνθρωπος πλάθει το μικρόκοσμο του και ζει σε αυτόν. Η ανάγκη προστασίας από ένα απειλητικό χάος (Deleuze & Guattari), προστασία από μια άγνωστη έκταση που ξεπερνά τα όρια της αντιληπτικής ικανότητας του ανθρώπου (Eliade), ίσως είναι μια πρώτη αιτία δημιουργίας του μικρόκοσμου. Μιλάμε δηλαδή για μια μέθοδο ταξιθέτησης σε μοτίβα κοινωνικής ζωής ώστε να υπάρξει ένας προσανατολισμός κοινωνικού ελέγχου του ατομικού και του συλλογικού “είναι” στο χρόνο και το χώρο (Lefebvre). Δίχως να ξεχνάμε ότι οι χώροι, ως κοινωνικά παραγόμενοι, βρίσκονται συνεχώς υπό διαμόρφωση μέσα από την άσκηση πολιτικής η οποία τακτοποιεί ή διαταράσσει τον χώρο, καθορίζει διαφορές και κατηγοριοποιεί, παράγοντας ένα σύστημα διαφοροποίησης και ελέγχου μεταξύ των ανθρώπων. Επικρατεί, λοιπόν, μια ατομική και ταυτόχρονα συλλογική τάξη που βασίζεται στη διάκριση όμοιων και διαφορετικών, δημιουργώντας ένα μοτίβο δυαδικότητας μέσω του οποίου κανείς αντιλαμβάνεται και οριοθετεί τον κόσμο σε μια συνθήκη που αποτυπώνεται και χωρικά. Έτσι, είτε μιλάμε για προκαταλήψεις, ρατσισμό, 44
ομοφοβία ή ακόμα και τα επιστημονικά επιτεύγματα και την απομυθοποίηση που αυτά φέρουν, κάθε τι αποτελεί δεδομένο ή μέσο το οποίο επηρεάζει πως ο καθένας “διαβάζει” και νοηματοδοτεί το “Άλλο”, εκπέμποντας τις παρορμήσεις, τις επιθυμίες ή τους πολιτισμικούς του φόβους και οριοθετώντας τον μικρόκοσμο του. Παρ’ όλα αυτά, τίποτα από όσα αναφέρθηκαν δεν έχουν πραγματική, απτή υπόσταση. Όλα είναι προϊόντα της ανθρώπινης φαντασίας ώστε ο άνθρωπος να μπορέσει να οριοθετήσει τον κόσμο του και να μην χαθεί στο χάος, προκειμένου να ικανοποιήσει την ανάγκη του για τάξη και έλεγχο. 6 Η τοποθέτηση της Anna Deveare Smith παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και μας βοηθά να αναγνωρίσουμε τη θετική και την αρνητική διάσταση των μικρόκοσμων. Από την μία μας παρέχουν ένα πλαίσιο που μας εξασφαλίζει μια σχετική ασφάλεια, όπου η συνύπαρξη με ανθρώπους με όμοιο τρόπο σκέψης μπορεί να προωθήσει την εξέλιξη αλλά ταυτόχρονα να μας περιορίσει. Από την άλλη, η κατάκτηση μιας ισορροπίας μεταξύ της παραμονής εντός των “συνόρων” του μικρόκοσμου μας και της μεταφοράς εκτός η οποία μας επιτρέπει να αναπτύξουμε ταυτότητες με πολλές πτυχές, να αναπτύξουμε μια πιο σύνθετη “γλώσσα”, μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα. _Anna Deveare Smith, Twilight, σελ. xxv (προσωπική απόδοση) “Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτά τα όρια παρέχουν ασφαλέστερους τόπους που μας επιτρέπουν να εργαστούμε σε περιβάλλοντα που μας στηρίζουν και που στηρίζουμε την δουλειά άλλων. Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι πολύ συναρπαστικό να εργάζεσαι με ανθρώπους με όμοιο τρόπο σκέψης σε παρόμοια πεδία ενδιαφέροντος. Σε άλλες περιπτώσεις τα όρια αυτά υπήρξαν κρίσιμα για την ανάπτυξη της ταυτότητας και η μόνη πιθανή απάντηση σε μια λαϊκή/δημοφιλή (popular) κουλτούρα, μια επικρατούσα τάση (mainstream) η οποία στερεί τη δυνατότητα ανάπτυξης μιας προσωπικότητας. […] Αν ήμασταν σε θέση να προχωρήσουμε πιο συχνά πέρα από αυτά τα όρια, θα αναπτύσσαμε πιο πολύπλευρες ταυτότητες, θα αναπτύσσαμε μια πιο σύνθετη γλώσσα.” Στο κεφάλαιο που ακολουθεί στόχος είναι να αναδειχθεί η εμπλοκή του ατόμου στο φαινόμενο της διάχυτης πόλης. Θεωρώντας ότι ο εξατομικευμένος τρόπος με τον οποίο κάθε άνθρωπος βιώνει την πόλη είναι ο μικρόκοσμος του, θα αναζητήσουμε πως αυτός διαμορφώνεται χωρικά, χρονικά και κοινωνικά. Με τον τρόπο αυτό θα μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε και να αποδεχτούμε την ύπαρξη του μικρόκοσμου και τα όρια που αυτός μας θέτει, είτε εν αγνοία μας, είτε εις γνώση μας. Τότε και μόνο τότε θα μπορέσουμε να δούμε πέρα από τα όρια, τα φίλτρα, που αυτός μας θέτει και θα μπορέσουμε να γίνουμε πιο “σφαιρικοί”, πιο ενσυνείδητοι άνθρωποι, δηλαδή πολίτες.
45
Γ_Η ζωή σε μικροκόσμους
Για να κατανοήσουμε την έννοια του μικρόκοσμου πρέπει να την αποδομήσουμε και να ξεκινήσουμε κατανοώντας την βασική μονάδα που συντελεί στην κατασκευή του, τον άνθρωπο. Στη συνέχεια, θα δούμε πως η συν-άθροιση των ανθρώπων δημιουργεί, υπό ορισμένες συνθήκες, “θύλακες” 1 που εκτυλίσσονται οι κοινωνικές δραστηριότητες για να οδηγηθούμε, τελικά, στην αναγνώριση του μικρόκοσμου προς δύο κατευθύνσεις: από τη μία ως προς την συσχέτιση μεταξύ ταυτοτήτων με κοινά χαρακτηριστικά η οποία εξελίσσεται χρονικά, και από την άλλη ως ένα πλέγμα τέτοιων “θυλάκων”, που αναπτύσσεται στο χώρο. Έπειτα, θα δούμε τη σχέση του φαινομένου της διάχυτης πόλης με το μικρόκοσμο, πως τον επηρεάζει τόσο σε χωρικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο και θα ερευνήσουμε πως αυτό αποκαλύπτεται στον αθηναϊκό βίο ως ένα άμεσο παράδειγμα όπου αποτυπώνεται η συνθήκη αυτή.
47
_Αρνόλντο Ρίβκιν, Τζαμίλ Μεντάουι, Εκλάμψεις της πόλης, σελ. 129 “Η κατασκευή ή ανακατασκευή αστικών μορφών σε μια πόλη που έχει χάσει τις εσωτερικές της σχέσεις δεν είναι παρά μια σχεδιαστική αυταπάτη.”
Συρμάτινα γλυπτά του Anthony Gromley
48
1_ Άνθρωπος / Θύλακας | Μικρόκοσμος Κάθε άνθρωπος προκειμένου να είναι ψυχικά υγιής έχει την ανάγκη να υπάρξει ως κοινωνικό ον. Απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να επιτευχθεί αυτό είναι να έρχεται σε επαφή με ανθρώπους, να συνδιαλέγεται, να ανταλλάσσει απόψεις, να μοιράζεται εμπειρίες. Κάθε ιδιότητα και κάθε πράξη του ανθρώπου εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σύνολο το οποίο συνθέτει την κοινωνική του ταυτότητα, η οποία, ασχέτως αν αναγνωρίζεται ή όχι, είναι μοναδική και διαμορφώνεται από τη σύνθεση ποικίλων στοιχείων φυσικών, απτών ή άυλων. Τα στοιχεία αυτά ορίζονται από την πρώτη στιγμή, από τη γέννηση του, και δεν παύουν ποτέ να εξελίσσονται. Κάθε δράση, προσωπική ή των ανθρώπων που μας περιτριγυρίζουν, πλάθει την κοινωνική μας ταυτότητα και καθορίζει τον τρόπο ζωής μας. Η οικογένεια, το σχολείο, οι παιδικοί φίλοι αποτελούν πρωταρχικά παραδείγματα τα οποία παραμετροποιούν τον τρόπο σκέψης, τις προτιμήσεις και σε σημαντικό βαθμό καθορίζουν συμπεριφορές. Η καταγωγή, το επάγγελμα, ο τόπος διαμονής, η βραδινή έξοδος και άπειρα ακόμα δεδομένα αποτελούν στοιχεία της ταυτότητας του ατόμου μέσα από τα οποία ορίζεται η θέση του σε ένα κατηγοριοποιημένο κοινωνικό σύστημα. Υφίσταται μια κοινωνική κατηγοριοποίηση η οποία εξυπηρετεί δυο σκοπούς. Από τη μία δημιουργεί μια νοητή κατάτμηση και ιεράρχηση η οποία παρέχει στο άτομο ένα σύστημα μέσω του οποίου μπορεί να προσδιορίσει τους άλλους γύρω του. Από την άλλη επιτρέπει στο άτομο να προσδιορίσει την θέση του μέσα στο σύστημα αυτό σε σχέση με τις φυσικές του ιδιότητες, τις ικανότητες, τα ενδιαφέροντα του. Ο τρόπος που πραγματοποιείται η δισυπόστατη αυτή συνθήκη είναι “σχετική και συγκριτική” (relational and comparative) για τον καθένα. Φυσικά και κάποια δεδομένα είναι αδιαμφισβήτητα, πχ. να είσαι Έλληνας, άνδρας ή γυναίκα κλπ., η πλειονότητα όμως των κατηγοριοποιήσεων που αναγνωρίζει κάθε άτομο και αυτές στις οποίες διαλέγει να ανήκει, είναι ξεχωριστές. Είναι αυτές από τις οποίες προσδοκά να έχει θετικά βιώματα. Η κοινωνική “ταυτοποίηση” του ατόμου είναι η αντίληψη της ενότητας με μια ομάδα ανθρώπων, μια κατηγοριοποίηση των ατόμων, και ταυτόχρονα ένας διαχωρισμός, μια θέση διαφορετική από αυτούς που δεν ανήκουν, που βρίσκονται “έξω”, από την εκάστοτε ομάδα. Η “ταυτοποίηση” επιτρέπει την πραγμάτωση δραστηριοτήτων που συγκλίνουν με τις επιθυμίες του ατόμου και υποστηρίζουν τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την ταυτότητα του. 2 Είναι λογικό μέχρι μια ηλικία η κοινωνική μας ζωή να καθορίζεται αποκλειστικά από εξωτερικούς παράγοντες. Ελάχιστη δυνατότητα, για παράδειγμα, έχουμε να διαλέγουμε οι ίδιοι με ποιους συναναστρεφόμαστε στο σχολικό περιβάλλον αν και αυτό είναι καθοριστικής σημασίας διότι τότε διαμορφώνονται τα πρώτα στοιχεία της ταυτότητας μας. Όταν συντελείται αυτό, έχει ήδη αρχίσει να πλάθεται ο μικρόκοσμος μας, εν αγνοία μας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που έχουμε την παροιμία “με όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις”. Μεταβαίνοντας στην ώριμη ηλικία, οπότε και ο άνθρωπος δρα αυτόνομα, τότε, αποτελεί και σχετικά αυτονομημένη μονάδα σκέψης. Πλέον, ένα σύνολο παραμέτρων έχει κατασκευαστεί και έχει πλαστεί ένα μοντέλο αντίληψης των πραγμάτων. Είναι σε αυτό το σημείο που ο άνθρωπος λειτουργεί βάσει προσωπικών επιλογών και προτιμήσεων, βάσει των οποίων θα κριθεί από τους γύρω του. Τότε είναι που κάθε άνθρωπος αρχίζει και διαμορφώνει τον μικρόκοσμο του. Απελευθερωμένος, στη θεωρία έστω, από τα πρότυπα που του επιβάλλονταν μέχρι τώρα, επιλέγει με ποιους θα συναναστραφεί και θα εμβαθύνει τη σχέση του, σε ποιους χώρους θα κινηθεί κλπ. Φυσικά, η αποδέσμευση από το παρελθόν μπορεί πολύ δύσκολα να είναι απόλυτη και σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τον ατέρμονα κύκλο αίτιου-αποτελέσματος που υφίσταται στο παρόν και με έναν αόρατο τρόπο δεν καθορίζει αλλά, σε αξιοσημείωτο βαθμό, περιορίζει την τυχαιότητα των κοινωνικών επαφών. Ένας αρχιτέκτονας θα συναναστραφεί πολύ περισσότερο με συναδέλφους και με μηχανικούς ποικίλων σχετικών ειδικοτήτων απ’ ότι ένας κοινωνιολόγος.
49
Κάθε κοινωνική διεργασία πραγματοποιείται σε χώρους που επιτρέπουν στην ανθρώπινες ταυτότητες να εκφραστούν, να τους κατοικήσουν. Στο εστιατόριο, στο μαγαζί, στην πλατεία ακόμα και στην ίδια την κατοικία εισέρχεται ο άνθρωπος προκειμένου να δώσει ζωή. Μεταξύ ανθρώπου και χώρου υπάρχει μια διαρκής συσχέτιση ταυτοτήτων. Οι χώροι, περισσότερο ή λιγότερο εφήμερα, αποκτούν ταυτότητα και μετατρέπονται σε μια μορφή τόπου η οποία προτρέπει ή αποτρέπει τον άνθρωπο να εισέλθει, να τον βιώσει. Μέσα από μια υπαρκτή ή άτυπη μορφή ελέγχου συντελείται ένας έλεγχος ταύτισης της ταυτότητας του ανθρώπου με την ταυτότητα του χώρου η οποία επιτρέπει ή αποκλείει την είσοδο στο χώρο. Με τον τρόπο αυτό παράγεται ο “θύλακας”, δηλαδή μια χωρική ενότητα η οποία κατοικείται από μια ορισμένη ομάδα ατόμων. Ένας “θύλακας” διαμορφώνεται από τρεις μεταβλητές: τους ανθρώπους-χρήστες, το χρόνο και το χώρο αυτό καθ’ αυτό ως μορφή. Τα πρόσωπα που πλάθουν το θύλακα δεν έχουν απαραίτητα επιλεχθεί ως ειδικοί προκειμένου να ορίσουν πως θα υπάρξει ένας χώρος. Μπορεί να μιλάμε για μια επιλογή που προκύπτει από ειδικούς, ανθρώπους με εξουσία που έχουν αποκτήσει δημοκρατικά ή βεβιασμένα, μονάδες ή ομάδες περιθωριακών χαρακτήρων που επιβάλλουν μια ορισμένη ταυτότητα κοκ. Οι συσχετισμοί που ορίζουν την ταυτότητα του θύλακα μιας και δεν είναι σταθεροί, μπορούν να αλλάξουν. Στο πέρασμα του χρόνου η ταυτότητα ενός χώρου ενδέχεται να ανατραπεί πλήρως είτε σταδιακά είτε απότομα. Η οικολογική προσέγγιση της σχολής του Σικάγο αν και έχει αδυναμίες, αποτελεί μια ενδεικτική ανάλυση όπου ένας θύλακας μπορεί να μεταλλάσσεται μέσα από διαδικασίες συγκέντρωσης και εγκατάστασης μια κοινωνικής ομάδας και ύστερα την εισβολή και κυριαρχία από μια άλλη σε ένα μοτίβο διαδοχής που μπορεί να επαναλαμβάνεται ατέρμονα. 3 Τέλος, το είδος του χώρου μπορεί να περιορίσει τις ενδεχόμενες ταυτότητες που θα λάβει. Για παράδειγμα, μια πλατεία κατά τη διάρκεια μιας ημέρας μπορεί να φιλοξενήσει διάφορες ταυτότητες, ακόμα και ταυτόχρονα, ενώ ένας χώρος εκδηλώσεων κάθε φορά λαμβάνει ορισμένη εφήμερη ταυτότητα. Κάθε άνθρωπος, όμως, αποτελεί μια μοναδική σύνθετη και πολύπλευρη ταυτότητα. Συνεπώς δεν αποτελεί μέλος μιας κοινωνικής ομάδας, αλλά ενός ευρύτερου συνόλου διαφορετικών μεταξύ τους στις οποίες ανήκει χάρη στην ταύτιση κάθε φορά σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Η πολιτική τοποθέτηση, η εργασία, η στήριξη μιας ποδοσφαιρικής ομάδας, η περιοχή κατοικίας, αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα κοινωνικών ομάδων στις οποίες εντάσσεται ένα άτομο. Οι ποικίλες ομάδες στις οποίες ανήκει κάθε άνθρωπος δεν εντάσσονται βέβαια σε έναν ενιαίο θύλακα. Ο καθένας ζει κινούμενος μεταξύ θυλάκων οι οποίοι συγκροτούνται σε ποικίλους χώρους διαφορετικής κλίμακας. Το πλέγμα θυλάκων που δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο συνθέτει ένα δίκτυο χωρικών και κοινωνικών σχέσεων το οποίο αποτελεί τον προσωπικό μικρόκοσμο κάθε ανθρώπου. Αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψιν το γεγονός ότι η ταυτότητα μας εξελίσσεται στο χρόνο σε συνδυασμό με τη δυναμική μεταλλαγή των θυλάκων συμπεραίνουμε την πολυπλοκότητα με την οποία ο μικρόκοσμος βρίσκεται σε διαρκή αναδιαμόρφωση.
50
Άνθρωπος | Θύλακας | Μικρόκοσμος
51
Διακρίνουμε, λοιπόν, πως ο μικρόκοσμος είναι ένα πλέγμα πολυδιάστατο. Παρατηρούμε την χρονική του υπόσταση που ξεκινά από την γέννηση μας και η “μυθολογία” της ζωής μας ορίζεται από άλλους παράγοντες και συνεχίζεται με τις προσωπικές μας επιλογές σαν μια ιστορική κατασκευή. Έπειτα, οι προσωπικές μας επιλογές μας εντάσσουν σε ένα δίκτυο κοινωνικών επαφών που εξελίσσεται δυναμικά. Άνθρωποι εισέρχονται και εξέρχονται σε μια συνεχή διάδραση μέσω της οποίας αναδιαμορφώνουν τις σχέσεις, επηρεάζονται από κάθε άτομο και επηρεάζουν. Η εύλογη ερώτηση που προκύπτει είναι αν ένας άνθρωπος μπορεί να είναι πραγματικά ελεύθερος να γίνει αυτό που επιθυμεί. Η απάντηση, με απλοποίηση και με βάση όσα έχουν λεχθεί θα ήταν αρνητική. Θα μπορούσε ένας Έλληνας σκιέρ να γίνει χρυσός Ολυμπιονίκης; Στην προσπάθεια να εμβαθύνουμε θα χαθούμε σε ένα πλήθος ερωτήσεων και παραμέτρων που δεν μπορούν να έχουν αντικειμενική απάντηση ή ορισμό όπως το τι ορίζουμε ως απόλυτη ελευθερία ως κοινωνία; τι σημαίνει πραγματική επιθυμία και πως μπορούμε να την αναγνωρίσουμε; κοκ. Μια σχετικά αποστασιοποιημένη και εκ του ασφαλούς απάντηση θα ήταν ότι σε μια σύγκριση μεταξύ της ύπαρξης προδιαγεγραμμένων σεναρίων ζωής και στην ύπαρξη μιας αυθόρμητης εσωτερικής δύναμης ανάπτυξης μιας ταυτότητας τελικά, μάλλον, συναντάμε μια αμοιβαία συνύπαρξη. Αυστηρή προδιαγραφή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπάρξει έξω από σενάρια φαντασίας (πχ. The Truman Show) αλλά δεν μπορούμε να αρνηθούμε την ύπαρξη μοντέλων ζωής που σε συσχετισμό με δυναμικές παραμέτρους διαμορφώνουν ενδεχόμενα σενάρια τα οποία εκτός από τις εκτιμήσεις του κοινωνικού συνόλου, ακόμα και ο ίδιος ο άνθρωπος οραματίζεται για τον εαυτό του. Ο μικρόκοσμος δημιουργείται από την επιθυμία του ανθρώπου να έρθει σε επαφή με άλλους που μοιράζονται κοινά ενδιαφέροντα, κοινές αντιλήψεις ή βιώματα. Μιλάμε δηλαδή για μια ομάδα ταυτοτήτων με κάποια κοινά χαρακτηριστικά αναγκαία προκειμένου να αναπτυχθούν σχέσεις ώστε ο άνθρωπος να μπορέσει ως κοινωνικό ον να μοιραστεί εμπειρίες. Το σύνολο των εμπειριών αυτών είναι που φέρνει πιο κοντά τους ανθρώπους και όταν υπερισχύουν τα στοιχεία που ενώνουν αντί να διαχωρίζουν τις ταυτότητες αυτές υπάρχει η δυνατότητα ανάπτυξης ουσιαστικών σχέσεων.* Δεν φαντάζει δύσκολο να αναγνωρίσουμε τον κάθε μικρόκοσμο ως το “ειδικό” που προκύπτει χάρη στην ύπαρξη ενός “γενικού” το οποίο αποτελείται από το σύνολο των μελών μιας κοινωνίας. Πρόκειται για μια ενστικτώδη πρακτική κάθε ανθρώπου προκειμένου να ορίσει έναν κόσμο στον οποίο θα αισθάνεται περισσότερο οικεία, όπου η προσωπικότητα του μπορεί να αποκαλυφθεί στους γύρω του πιο εύκολα καθότι αυτοί δεν αποτελούν μια απρόσωπη μάζα αλλά μια ομάδα ανθρώπων που έχει προκύψει λόγω της ταύτισης των προσωπικοτήτων τους. Η ομάδα αυτή επιτρέπει και, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, ενισχύει την δυνατότητα εξέλιξης και αυτο-ολοκλήρωσης κάθε ατόμου. 4
Επιστρέφοντας στην κοινωνική κατηγοριοποίηση που αναφέραμε στην αρχή του κεφαλαίου μπορούμε να αναγνωρίσουμε πως ο άνθρωπος θέτει όρια στον μικρόκοσμο του. Ο άνθρωπος εντάσσεται σε μια κατηγορία προκειμένου να λάβει μια θετική εικόνα για τον εαυτό του, να νιώσει σημαντικός, περήφανος και τα τονώσει την αυτοπεποίθηση του. Όμως, με τον κυκεώνα το κοινωνικών δεδομένων το άτομο, ευρισκόμενο υπό πιεστικές συνθήκες, αδυνατεί να έχει αντικειμενική, αμερόληπτη κρίση. Στην προσπάθεια του να συντηρήσει την θετική εικόνα που λαμβάνει για τον εαυτό του , το άτομο παύει απλώς να κρίνει, αλλά συγκρίνει, διακρίνει διαφορετικότητα, ομοιότητα, ανωτερότητα και κυρίως κατωτερότητα. Η πλέον χαρακτηριστική έκφραση της συνθήκης αυτής είναι οι προκαταλήψεις, τα στερεότυπα και οι ρατσιστικές συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν διάφορες κοινωνικές ομάδες. 5
52
“The Truman Show” (1998) Ένας πωλητής ασφαλιστικής εταιρίας ανακαλύπτει πως όλη του η ζωή στην πραγματικότητα είναι μια τηλεοπτική εκπομπή.
53
Η κατηγοριοποίηση είναι αναπόφευκτο αντιληπτικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Αποτελεί πρωτογενή παράμετρο για την διαμόρφωση του μικρόκοσμου κάθε ανθρώπου που από τη βάση δημιουργίας του συγκροτείται από όρια μεταξύ των ανθρώπων που βρίσκονται εντός και εκτός αυτού. Οι κατηγορίες που ο καθένας αναγνωρίζει ως κατώτερες του προκαλούν αποστροφή και οδηγούν σε επικοινωνιακή ρήξη και κίνηση σε ασύνδετους κόσμους. Αυτές που θεωρούνται όμοιες είναι αυτές που εντάσσονται ή είναι πιθανό να ενταχθούν στον μικρόκοσμο του, ενώ οι ανώτερες είναι αυτές που του δημιουργούν επιθυμίες και προκαλούν την εξέλιξη της ανθρώπινης ταυτότητας και κατ’ επέκταση του μικρόκοσμου του. Η ταξινόμηση σε ανώτερο, κατώτερο και όμοιο βέβαια είναι μια διαδικασία υποκειμενική, ιδιαίτερη, που βασίζεται στην κρίση κάθε ατόμου. Συνειδητοποιώντας την ύπαρξη των ορίων του μικρόκοσμου μας μπορούμε πλέον να αντιληφθούμε πως δημιουργούνται οι κοινωνικές αντιθέσεις. Οι αντιθέσεις αυτές δεν έχουν απαραίτητα να κάνουν με ταξικά κριτήρια, αν και είθισται να είναι τα επικρατέστερα ειδικά σε περιόδους κρίσης όπως σήμερα. Οι αντιθέσεις εμφανίζονται σε διάφορα στοιχεία της ανθρώπινης ταυτότητας που έχουν να κάνουν με το φύλο, τη θρησκεία, την πολιτική θέση, τη σεξουαλικότητα κ.α. Για το λόγο αυτό, όπως μας ενημερώνει ο E. Soja, οι σύγχρονες κοινωνικές πολιτικές, αναγνωρίζοντας τον πολυσύνθετο κατακερματισμό της κοινωνίας, έχουν μετατοπιστεί από την υποστήριξη του δικαιώματος της ισότητας προς την κατεύθυνση της καλλιέργειας της αποδοχής της διαφορετικότητας, με ένα σύστημα κοινωνικής δικαιοσύνης. 6 Είναι προφανές πως αν έχουμε γνώση των ορίων του μικρόκοσμου μας μπορούμε να τα υπερβούμε, να καταπολεμήσουμε τις ασυνείδητες ροπές της ανθρώπινης φύσης να διαχωρίζει και να γίνουμε πιο σφαιρικοί, πιο ανοιχτοί στο διαφορετικό και να αναπτύξουμε μια πολύπλευρη προσωπικότητα.
Στο επόμενο κεφάλαιο, έχοντας συνείδηση της ύπαρξης του μικρόκοσμου, και την εκ φύσεως ύπαρξη ορίων, θα ερευνήσουμε πως το φαινόμενο της διάχυτης πόλης εντείνει τη συνθήκη αυτή, πως κάνει τα όρια ακόμα πιο συμπαγή, παράγει και αναπαράγει μια κοινωνία πυκνή αλλά ταυτόχρονα χωρισμένη.
54
Μικρόκοσμος: Το ειδικό ενός γενικού | Πολυδιάστατος | Μεταβλητός στο χρόνο Θέτει όρια Προκύπτει μέσα από κατηγοριοποιήσεις
*Σχόλιο: Σε μια γλαφυρή ανάλυση, οι ουσιαστικές σχέσεις είναι ίσως η πραγματική φιλία, ο βαθμός “αλήθειας” της οποίας (ή αλλιώς διατυπωμένα: πόσο εφήμερη είναι) εξαρτάται από την πραγματική ή συγκαταβατική ταύτιση των ταυτοτήτων που διαρκώς επανεξετάζεται λόγω της δυναμικής εξέλιξης κάθε ταυτότητας στο πέρασμα του χρόνου. Η ταύτιση αυτή γίνεται όλο και πιο δύσκολη στην πάροδο του χρόνου δεδομένου ότι μεγαλώνοντας, και άρα ωριμάζοντας, κάθε προσωπικότητα γίνεται όλο και πιο σύνθετη. Οι παιδικοί φίλοι είναι αυτοί που προέκυψαν και δομήθηκαν μέσω αγνών διεργασιών και άρα είναι καλύτερα θωρακισμένες στις εξελίξεις κάθε ατόμου. Αργότερα, όταν υπεισέρχονται επαγγελματικές σχέσεις, επαφές που σε μια αφοριστική ερμηνεία μπορούν να χαρακτηριστούν ως κόστους/ οφέλους τότε η καθαρότητα, η ειλικρίνεια, χάνεται σε μια ανταγωνιστική κοινωνία.
55
2_ Μικρόκοσμος & Διάχυση Για να συνδέσουμε το φαινόμενο της διάχυτης πόλης με τον τρόπο που αυτή επηρεάζει το κοινωνικό σύστημα επιστρέφουμε στην περιγραφή της σύγχρονης πόλης, της μετά-πόλης, του Ascher. Όπως έχουμε ήδη δει, η πόλη αποτελεί πλέον ένα πολύπλοκο δίκτυο κόμβων και ακτίνων το οποίο λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας των μεταφορών και της επικοινωνίας υπόκειται σε διήθηση και γίνεται ακόμα πιο σύνθετο. Mέσα από αυτή την ανάλυση μπορούμε να διακρίνουμε πως η ευκολία που παρέχουν τα συστήματα μεταφορών και επικοινωνίας επιτρέπουν την γρήγορη μετακίνηση του ανθρώπου μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών πλαισίων, από το χώρο εργασίας, στην άθληση, στην οικογένεια κλπ. Οι κοινωνικοί και συναισθηματικοί δεσμοί είναι εφικτοί, ανεξαρτήτως της απόστασης που μας χωρίζει. Μάλιστα, ο Ascher, αφορμώμενος από τον όρο “hypertext” που εισάγουν τα προγράμματα ψηφιακής δακτυλογράφησης (π.χ. Microsoft Word), όπου μία λέξη είναι διαδραστική και αποτελεί σύνδεσμο για μια ιστοσελίδα, χαρακτηρίζει τη σύγχρονη κοινωνία ως την “κοινωνία του υπερκειμένου” (hypertext society). Στο πλέγμα της σημερινής πόλης ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια διαρκή μεταπήδηση μεταξύ δικτύων κοινωνικοποίησης όπου η επικοινωνία μπορεί να πραγματοποιείται με πραγματικά ή εικονικά μέσα, κινούμενος ανάμεσα σε διαφορετικά κοινωνικά σύμπαντα. Ο γείτονας έχει πάψει πια να είναι συνάδελφος, συγγενής και φίλος. Οι κοινωνικοί δεσμοί που αναπτύσσει το άτομο σήμερα είναι πολυπληθέστεροι, ασθενέστεροι, πιο χαλαροί, ενταγμένοι σε αυτό το, όλο και πιο πολύπλοκο, δίκτυο το οποίο προσφέρει την αυξημένη κινητικότητα ανθρώπων, αγαθών και πληροφοριών. Η αυτονομία κάθε ανθρώπου αυξάνεται συνεχώς με την παροχή πληθώρας επιλογών που δημιουργούν αυτήν την πολυπλοκότητα, ενώ ταυτόχρονα πολλαπλασιάζεται η κοινωνική διαφοροποίηση. Η προσωπική ζωή του καθενός διαμορφώνεται από τη συμμετοχή σε ένα πλήθος ομάδων, την παρουσία σε ποικίλα περιβάλλοντα, πλέοντας σε ένα συνονθύλευμα προσωπικών και συλλογικών ιστοριών. Τα κοινωνικά πεδία, στα οποία μπορεί να βρεθεί, είναι διαφορετικής φύσεως. Διαφέρουν σε διάρκεια, μέγεθος και κίνητρο. Μπορεί να απαιτούν διάδραση συναισθηματική, πολιτισμική, οικονομική, μπορεί να είναι αμοιβαία ή ιεραρχημένη, μπορεί να πραγματοποιείται με προφορικό, γραπτό ή ψηφιακό λόγο κ.ο.κ. Ο μικρόκοσμος καθίσταται διάχυτος και προκειμένου κανείς να μπορέσει να αντεπεξέλθει σε αυτή την “αστρική” δομή πρέπει να είναι ικανός να αλλάζει εύκολα “κώδικες” επικοινωνίας, να μεταπηδά μεταξύ των διάφορων κοινωνικών και πολιτισμικών μοτίβων.
56
Ένα πρώτο και άμεσο σύμπτωμα την κοινωνίας του υπερκειμένου είναι η ανισότητα πρόσβασης που έχουν σε αυτή τα μέλη τις κοινωνίας. Η αδυναμία της φυσικής και εικονικής κινητικότητας αποτελεί σημαντική παράμετρο που εκφράζει και ταυτόχρονα παράγει κοινωνική ανισότητα. Ένας άνεργος ή μια οικογένεια που διαμένει σε ένα συγκρότημα προσφυγικών κατοικιών είναι εξαναγκασμένη σε μειωμένη κινητικότητα, σε μια περιορισμένη κοινωνική συνδιαλλαγή στο τοπικό τους περιβάλλον.
Η γαλλική ταινία “La Haine” (Το μίσος) ακολουθεί την ιστορία ενός ανθρώπου από τα κακόφημα banlieues του Παρισίου και μας αποκαλύπτει την τραγικότητα των κοινωνικών αντιθέσεων και των συγκρούσεων.
Κεντρικός σταθμός μετρό στο Λονδίνο. Άλλοι περπατάνε γοργά, άλλοι μιλάνε στο κινητό τους, άλλοι διαβάζουν εφημερίδα και άλλοι ψωνίζουν. πηγή: http://tinyurl.com/qglgoce
57
Παράλληλα, με την καθιέρωση της ιδιωτικής μετακίνησης, των τηλεπικοινωνιών και του διαδικτύου η αστική διασπορά οξύνεται. Ο κάτοικοι επιζητούν όλο και περισσότερο χώρο για να πραγματοποιηθούν οι δραστηριότητες τους. Μέσα από αυτή τη διαδικασία η πόλη εξαπλώνεται και ταυτόχρονα συμπυκνώνεται, σε διπλή κατεύθυνση που ο Ascher χαρακτηρίζει ως “Metropolization” και “Metapolization”. Η υπερκείμενη δομή παράγει “υπερτόπους" με πολλαπλές φυσικές και κοινωνικές διαστάσεις στους οποίους τα άτομα μπορούν να πραγματοποιήσουν ταυτόχρονα διαφορετικές δραστηριότητες, που ανήκουν σε ξεχωριστά κοινωνικά πεδία, με άλλα άτομα της επιλογής τους που δεν είναι απαραίτητο να έχουν φυσική παρουσία στον χώρο αυτό.
Ταυτόχρονα με την συσσώρευση διαφόρων εκφάνσεων της κοινωνικής ζωής σε πολυδιάστατους κόμβους, συντελείται και μια αντίρροπη διαδικασία σε χώρους οι οποίοι υπάρχουν απογυμνωμένοι από οποιαδήποτε κοινωνική ταυτότητα, χώροι που εξυπηρετούν, σε αποστειρωμένο περιβάλλον, καθημερινές λειτουργικές ανάγκες του ανθρώπου. Αυτοί είναι οι μη-τόποι του Marc Augé. Τέτοιες είναι οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για την επιταχυμένη κυκλοφορία των επιβατών και των προϊόντων, δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας και σιδηρόδρομοι, οι κόμβοι αυτών, τα αεροδρόμια, ακόμα και τα μέσα κίνησης σε αυτές καθώς και τα εμπορικά κέντρα, τα σουπερ-μάρκετ, ακόμα και τα κέντρα υποδοχής μεταναστών. 7 _Marc Augé, Non-Places, σελ. 77 If a place can be defined as relational, historical and concerned with identity, then a space which cannot be defined as relational, or historical, or concerned with identity will be a non-place.
Η “εικόνα” ενός περιβάλλοντος για να έχει ταυτότητα πρέπει να μπορεί να υπονοεί τη διαφοροποίηση του από το “άλλο”, να ξεχωρίζει και να εκφράζει την ιδιαιτερότητα του. Τότε μόνο μπορεί να υπάρξει μια χωρική συσχέτιση με τον άνθρωπο, παρατηρητή και να γίνει ουσιαστικός χρήστης αυτού. Τότε μπορεί ο χώρος να αποκτήσει λόγο ύπαρξης όταν θα δώσει στον άνθρωπο ένα πρακτικό ή συναισθηματικό αντίκρισμα. 8
58
Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συμβαίνει στην περίπτωση των μη-τόπων. Με την είσοδο σε έναν μη-τόπο ο άνθρωπος απογυμνώνεται από τα ιδιαίτερα στοιχεία της ταυτότητας του, γίνεται χρήστης, επιβάτης, πελάτης, οδηγός. Δεν υπάρχει ορισμένη ταυτότητα σε ένα τέτοιο χώρο. Η ταυτότητα που φέρει το εκάστοτε άτομο δεν μεταδίδεται. δεν υπάρχει συνδιαλλαγή με το “άλλο”.9 Κάθε μονάδα είναι αυτονομημένη, ανεξάρτητη και ταυτόχρονα αποκομμένη από τις υπόλοιπες που την περιβάλουν. Ο χρήστης του μη-τόπου βρίσκεται σε μια συμβατική σχέση με αυτόν, σε συμβόλαιο χρήσης που αποτελεί προκαθορισμένη τυποποιημένη διαδικασία. Η σχέση αυτή του φανερώνεται ανά τακτά διαστήματα που του υπενθυμίζουν την σύμβαση αυτή: όταν ακυρώνει ένα εισιτήριο, όταν φτάνει πια η σειρά του να εξυπηρετηθεί στην ουρά κοκ. 10 Ο χώρος μεταφράζεται σε μια αυστηρή γεωμετρική δομή που αποτελείται από γραμμές και διασταυρώσεις οι οποίες στην καθημερινή γεωγραφία του ατόμου αναγνωρίζονται ως άξονες και μονοπάτια, που οδηγούν από το ένα σημείο στο άλλο, και σε χώρους όπου υπάρχουν πυκνώσεις, συγκεντρώσεις ανθρώπων. Οι χώροι αυτοί, είτε ανοιχτοί μη-τόποι που εξυπηρετούν κάποια οικονομική λειτουργία, είτε χώροι με μια κεκτημένη ταυτότητα, θύλακες, που μέσα από τη διαδικασία που έχει ήδη περιγραφεί, επιτρέπουν ή αποτρέπουν την ύπαρξη των ανθρώπων σε αυτούς, όχι απαραίτητα με την έννοια της απαγόρευσης, αλλά της μη πρόσκλησης λόγω της ασυμβατότητας της ταυτότητας του διαβάτη με αυτή που ο χώρος εκπέμπει. Η προσέγγιση του K. Lynch, για τον τρόπο που ο άνθρωπος κατασκευάζει την εικόνα της πόλης, είναι αυτή που μπορεί να μας αποκρυσταλλώσει ακόμα περισσότερο την εικόνα της διάχυσης του μικρόκοσμου και της πόλης. Η προσωπική χαρτογράφηση μιας πόλης προκύπτει από την αναγνώριση του τοπίου μέσα από μονοπάτια (paths), περιοχές (districts), άκρες (edges) που ορίζουν τη γραμμή που διαxωρίζει τις περιοχές, κόμβους (nodes) που είναι τα σημεία που μπορεί να υπάρξει συγκέντρωση από την διασταύρωση δύο ή περισσότερων μονοπατιών και, τέλος, από τοπόσημα (landmarks) που εξυπηρετούν στον προσανατολισμό. Η χαρτογράφηση αυτή βασίζεται μόνο σε εδάφη γνώριμα στα οποία ο άνθρωπος έχει ήδη κινηθεί και μπορεί να αναγνωρίσει την ύπαρξη μιας ταυτότητας, ανεξάρτητα αν ταυτίζεται με την δικιά του, καθώς και σε μη-τόπους υπό την προϋπόθεση ότι γνωρίζει αν θα του παρέχουν ασφάλεια ή όχι. Το άγνωστο είναι άβολο, ανοίκειο προκαλεί άγχος και μπορεί να φαντάζει ακόμα και εχθρικό. Αν το άγνωστο αυτό δεν είναι αποκλειστικά μια περιοχή αλλά ένας θύλακας με ταυτότητα την οποία το άτομο δεν μπορεί να προσδιορίσει, μια ταυτότητα που οι αρχικές ενδείξεις είναι αποτρεπτικές μπορούμε να φανταστούμε την σύγχυση και τη φυσική αντίδραση απομάκρυνσης στην οποία θα οδηγηθεί. 11
59
Η σύγχρονη διάχυτη πόλη κατακλύζεται όλο και περισσότερο από μη-τόπους. Η φυσική αντίδραση στη συνθήκη αυτή είναι μια όλο και πιο έντονη πόλωση μεταξύ τέτοιων χώρων, κενών νοήματος, και θυλάκων οι οποίοι σφραγίζονται για να προστατευθούν, υιοθετώντας μιας αυστηρά ορισμένη ταυτότητα που οδηγεί στον κοινωνικό διαχωρισμό και την καλλιέργεια ανισοτήτων. Στην προέκταση αυτής της πόλωσης, ο άνθρωπος επιθυμεί να είναι ένας κόσμος από μόνος του, να μεταφράζει την πληροφορία που του μεταδίδεται μόνος του για τον εαυτό του. Ποτέ ξανά η ατομική ιστορία δεν ήταν τόσο άμεσα επηρεαζόμενη από τη συλλογική, αλλά ποτέ ξανά η συλλογική ταυτοποίηση δεν υπήρξε τόσο ντετερμινιστική και ασταθής. Η ανεξάρτητη παραγωγή νοήματος είναι πιο απαραίτητη από ποτέ. 12 Έχοντας παρακολουθήσει τη ιστορία της ανάπτυξης του θεσμού της πόλης βλέπουμε πως τα τοπία που κατοικεί ο άνθρωπος αποκτούν εναν όλο και περισσότερο άποκοινωνικοποιημένo, αποστειρωμένο αισθητικά χαρακτήρα, απομακρυσμένο από την ανθρώπινη παρουσία. 13 Ανεξάρτητα από το χώρο που εκτυλίσσεται, σε τόπους ή μητόπους, η επικοινωνία υπονομεύεται. Ο τρόπος που βιώνουμε το χώρο της διάχυτης πόλης σκιαγραφείται από ένα μοτίβο εφήμερων καταστάσεων. Όπως μια ταινία η οποία δεν έχει μια φυσική χρονική συνέχεια, η ζωή γίνεται αποσπασματική. Στη σύγχρονη πόλη του πυκνού δικτύου μεταφορών, του ποικιλόμορφου μωσαϊκού χρήσεων, η συγκατοίκηση πραγματώνεται δίχως λόγια, μέσα από μηχανικές, αφαιρετικές χειρονομίες σε μια κοινωνία που παραδίδεται σε μια ερημική ατομικότητα, που φευγαλέα βασίζεται στο προσωρινό, στο εφήμερο. 14 Η σύγχρονη συνθήκη του υπέρ-μοντερνισμού, όπως αναγνωρίζει την σημερινή εποχή ο Marc Augé, η οποία πηγάζει από την υπεραφθονία των γεγονότων, την υπεραφθονία των χωρικών ενοτήτων και της ατομικότητας των αναφορών βρίσκει της πιο ολοκληρωμένη της έκφραση στους μη-τόπους. 15
πηγή: http://tinyurl.com/pqoomv9
60
3_ Εν Αθήναις*
*Η πόλη ως μορφή είναι μια, αλλά κάθε άνθρωπος την χαρτογραφεί πνευματικά και χωρικά με τρόπο μοναδικό. Επί της ουσίας η Αθήνα είναι πόλεις πολλές, αόρατες και συχνά ασύμπτωτες, που υποχρεωτικά συνυπάρχουν. Μέσα από την ανάλυση που έχει προηγηθεί φαντάζει δύσκολη η περιγραφή του φαινομένου της διάχυτης πόλης στην περίπτωση της πρωτεύουσας με απόλυτη αντικειμενικότητα. Ακόμα και η αφορμή με την οποία έχουν γραφτεί όλα τα παραπάνω είναι μια υποκειμενική περιγραφή η οποία πασχίζει να δει όσο πιο καθαρά γίνεται έξω από τον μικρόκοσμο μου. Το πόσο επιτυχημένα γίνεται αυτό είναι στην κρίση του καθενός. Για το λόγο αυτό πριν ξεκινήσω θα ήθελα να απολογηθώ για κάθε πιθανό ενδεχόμενο μεροληψίας που μπορεί να διαφανεί.
Αν θεωρήσουμε ότι οι παροιμίες είναι ένα λαϊκό μέσo έκφρασης της άρχουσας ιδεολογίας μιας εποχής, μπορούμε να λάβουμε αφορμή από αυτές για να δούμε πως η Αθήνα οικοδομήθηκε, πως εξαπλώθηκε και πύκνωσε, πως έγινε μια διάχυτη πόλη. “Να μαζέψουμε χρήματα, να φτιάξουμε ένα σπίτι, να έχουμε ένα κεραμίδι πάνω απ το κεφάλι μας. Να χτίσουμε τρεις ορόφους, να μείνει ένα διαμέρισμα σε κάθε παιδί. Να πάρουμε κι ένα οικόπεδο, να έχει μια προίκα το κορίτσι μας.” Οι εθιμογραφίες αυτές αναδεικνύουν ένα ευρέως αποδεκτό στερεότυπο και την ανησυχία ενός λαού που αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς. Η μικρο-ιδιοκτησία σε συνδυασμό με την σταδιακή αστικοποίηση εδαφών, την αυθαίρετη και την καθ’ ύψος δόμηση αποτυπώνεται έντονα στα λόγια αυτά, εκφράζοντας τη σύγχυση ενός λαού που μεταβαίνει από την αγροτική στην αστική ζωή. “Μάθε τέχνη κι άστηνε κι αν πεινάσεις πιάστηνε…” "πάρε ένα χαρτί να έχεις και βλέπουμε μετά τι θα γίνει…" Μέσα από αυτές τις ρήσεις φανερώνονται τα αίτια της αστικοποίησης. Οι Έλληνες μεταναστεύουν στην Αθήνα προκειμένου να σπουδάσουν και στην ελπίδα μιας καλύτερης ζωής εργαζόμενοι στον τριτογενή τομέα. Η χειρωνακτική εργασία, παρεξηγημένη, κρίνεται υποδεέστερη και αποτυπώνεται ως ένα γενικευμένο στερεότυπο που ισχύει ακόμα και σήμερα. Ό αγροτικός πληθυσμός μαραζώνει. Η αστική ζωή εκπέμπεται ως το όνειρο κάθε Έλληνα. Τα παραπάνω δεδομένα εκφράζουν γενικευμένα στερεότυπα, το ρεύμα μιας περιόδου, έναν εξαιρετικά διευρυμένο θύλακα που ξεφεύγοντας από την ορολογία που μέχρι τώρα έχει χρησιμοποιηθεί, ίσως μπορούμε να θεωρήσουμε ότι περιγράφει έναν μακρόκοσμο. Έναν μακρόκοσμο ο οποίος, στην κοινωνική του βάση, γέννησε την διάχυτη πόλη. Όμως, τα παραδείγματα αυτά δεν μπορούν παρά να μας δώσουν μερικά ερεθίσματα για τα βαθύτερα αίτια που μας οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση. Δεν επαρκούν για να μας περιγράψουν τη συνθήκη της διάχυτης πόλης όπως αυτή πραγματώνεται σήμερα. Επειδή η μελέτη της ιστορίας ώστε να αναδειχθούν τα πραγματικά αίτια απαιτεί διεξοδική ανάλυση η οποία ενέχει πολλούς κινδύνους υποκειμενικότητας θα αρκεστούμε στη φράση ενός εξωτερικού παρατηρητή και θα συνεχίσουμε στην μελέτη της σημερινής συνθήκης: _Guy Burgel, 1975, Αθήνα, σελ. 402 “τα κοινωνικά, οικονομικά προβλήματα του χώρου της Αθήνας είναι υπερβολικά στενά συνδεδεμένα με το συνολικό πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδας” 61
Η συνθήκη της ετερογένειας, της σφράγισης των θυλάκων και του αυξανόμενου αριθμού μη-τόπων που περιγράφηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια βρίσκεται εύκολα στην Αθήνα του Σήμερα. Η δυνατότητα γρήγορης κίνησης, τα τεχνολογικά επιτεύγματα και οι τηλεπικοινωνίες επιτρέπουν στους κατοίκους της πρωτεύουσας να ζουν την πόλη αποσπασματικά. Η χαρτογράφηση της πόλης πραγματοποιείται υποκειμενικά, αποδίδοντας ταυτότητες στους χώρους από τον καθένα ατομικά. Θα μπορούσαν να αναφερθούν διάφορα παραδείγματα τα οποία να βασίζονται σε κριτήρια ταξικά, εθνικότητας, σεξουαλικότητας ακόμα και μορφής που σκιαγραφούν έναν τρόπο ζωής. Οποιοδήποτε παράδειγμα και αν αναφερθεί δεν αποτελεί την μια και μοναδική αλήθεια. Είναι στερεότυπα που εκπέμπονται ή αποδίδονται από διάφορους θύλακες αποδεικνύοντας πόσο συμπαγή και αδιαφανή γίνονται τα όρια των μικροκόσμων των ατόμων που ανήκουν σε αυτούς. Ο διαχωρισμός και η σύγκρουση συμφερόντων ή πεποιθήσεων είναι μια αναπόφευκτη συνέπεια. Τότε είναι που η ετερογένεια καθίσταται ορατή. Όμως, κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, οι ζωές των ανθρώπων που κινούνται σε διαφορετικούς μικρόκοσμους είναι ασύμπτωτες. Οποιαδήποτε ανάλυση και αν επιδιώξει κανείς να κάνει, θα σκιαγραφεί μια υποκειμενική και ενδεχομένως αφαιρετική τοποθέτηση την οποία κατοχυρώνει ως την προσωπική του αλήθεια. Η πραγματικότητα, αν αφήσουμε τους εαυτούς μας να δούνε πέρα από τα όρια του μικρόκοσμου μας, είναι πολύ πιο σύνθετη. Στην διάχυτη Αθήνα η πραγματική ετερογένεια είναι τελικά αόρατη. Την ετερογένεια, ορατή και αόρατη, θα προσπαθήσουμε να την δούμε μέσα από στιγμιότυπα από τη σειρά τηλεοπτικών εκπομπών “Μικροπόλεις”16 που προβλήθηκαν πριν από τρία χρόνια, το 2012, στην ΕΤ-1. Θέμα της εκπομπής είναι οι ιστορίες ανθρώπων από διαφορετικές γειτονιές της Αθήνας. Με τον τρόπο αυτό θα αναγνωρίσουμε τη διασπορά της πόλης με μια ματιά βιωματική, του καθημερινού, η οποία θα μας αποκαλύψει την διάχυση της πόλης, την ποικιλομορφία, τις αντιθέσεις. Φυσικά, όσα παραδείγματα και αν αναφερθούν δεν θα καλύψουν όλο το φάσμα της πόλης και την υφιστάμενη ετερότητα. Είναι όμως μια καλή βάση για να συνειδητοποιήσουμε, να επεξεργαστούμε και να αποδεχτούμε την διαφορετικότητα που μας περιβάλλει. Θα αναδειχθούν θύλακες σφραγισμένοι από τα ίδια τα μέλη τους, θύλακες που σφραγίζονται εξαναγκαστικά από το περιβάλλον τους και θύλακες οι οποίοι είναι ανοιχτοί στην ετερότητα.
62
Ξεκινάμε από την Ομόνοια. Έναν από τους μεγάλους κόμβους του κέντρου της Αθήνας. Έναν χώρο διέλευσης, έναν μη-τόπο για τους περισσότερους, έναν κόμβο που χιλιάδες άνθρωποι και αυτοκίνητα από όλες τις μεριές της Αθήνας διέρχονται καθημερινά.
63
Όμως, ο χώρος, που για τους περισσότερους είναι ένας χώρος αναγκαστικής διέλευσης, για άλλους είναι το σπίτι τους, είναι κομμάτι της προσωπικής τους ιστορίας. Όπως η γιαγιά που μέχρι πρότινος πούλαγε λαχεία μέσα στο σταθμό του μετρό, κάθε μέρα από το πρωί ως το βράδυ, που ο γιος της παρασύρθηκε από τα ναρκωτικά και τώρα πια δεν την αναγνωρίζει άμα τη δει στο δρόμο. Ο καφετζής που λησμονεί τις ένδοξες εποχές των στοών της Ομόνοιας που σιγά σιγά αργοπεθαίνουν. Οι άστεγοι που κουλουριάζονται τις κρύες μέρες του χειμώνα για να κοιμηθούν στο μέσον της πλατείας. Είναι ο Αρμπέν, ο Αλβανός επιστάτης, που τον βαφτίσαν Λάζαρο πριν από 25 χρόνια που ήρθε στην Αθήνα και έκτοτε αρνείται να εγκαταλείψει τη στοά Λυκούργου. Είναι ένας τυφλός που, για να χαρτογραφήσει το υπόγειο του μετρό, σηκωνόταν τα ξημερώματα ώστε ο ήχος να μην τον αποπροσανατολίζει.
64
Στον αντίποδα αυτής της πύκνωσης είναι το Ολυμπιακό Χωριό. Τα Ολυμπιακά ακίνητα δεσπόζουν εγκαταλειμμένα. Μαραζώνουν σταδιακά από την εγκατάλειψη, θυμίζοντας μερικές ένδοξες μέρες περασμένες. Η περιοχή αποκομμένη και ξεχασμένη από τον υπόλοιπο κόσμο μας περιγράφεται από τα παιδιά. Εγκλωβισμένα, δίχως δραστηριότητες πολλές, από οικογένειες που ήλπιζαν όταν κέρδισαν στην κλήρωση ένα ακίνητο, αλλά η κρίση τους χτύπησε πρώτους και οι περισσότεροι είναι άνεργοι.
65
Ύστερα μεταβαίνουμε στην Εκάλη και την Καισαριανή. Δυο περιοχές κοντά στη φύση όπου η πρώτη έρχεται ο άνθρωπος και την χτίζει για να την ευχαριστιέται μόνος στο οίκημα του, ενώ η δεύτερη αφήνει την φύση να εισβάλει στον αστικό ιστό. Στην Εκάλη οι άνθρωποι δηλώνουν πως ζουν τη μοναξιά με τα κατοικίδια τους. Άλλοι τη διαλέγουν και άλλοι απλώς την αποδέχονται. Άλλοι αναγνωρίζουν την ιδιωτικότητα και την απεχθάνονται, ενώ άλλοι εκθειάζουν το αίσθημα του “privé”. Από την άλλη, η Καισαριανή είναι μια περιοχή γεμάτη ιστορίες, από εποχές περασμένες, που σιγά σιγά παραδίδεται στις ορμές της σύγχρονης πόλης. Εκεί οι οικισμοί που σιγοσβήνουν, θυμίζοντας την επαρχιακή Ελλάδα και την Αθήνα μιας παλιάς εποχής, βρίσκονται σε αντιδιαστολή με τις πολυκατοικίες της αντιπαροχής.
Εκάλη - Καισαριανή
66
Στην Ακαδημία Πλάτωνος, μια γειτονιά που χαρακτηρίζεται από μια όαση κενού, ελεύθερου χώρου, συναντάμε του συνταξιούχους στα καφενεία, τους μάστορες παλιάς κοπής που, παρά την αναδουλειά, συνεχίζουν να φτιάχνουν κιθάρες, λύρες και μπουζούκια, τους μετανάστες που καταφέρνουν να ορθοποδήσουν, και μαθαίνουν Ελληνικά. Αντίθετα, στην Κυψέλη βλέπουμε τους απόγονους των αστών που δεν έχουν εγκαταλείψει τα αρχοντικά τους, και ταυτόχρονα τους μετανάστες στα υπόγεια στοιβαγμένους. Άλλοι βγάζουν χρήματα μαζεύοντας μπουκάλια μπίρας για να τα επιστρέψουν ή κάθε λογής μεταλλικό αντικείμενο από τα σκουπίδια, τα λεγόμενα “scraps”, ελπίζοντας ταυτόχρονα να βρουν τρόφιμα.
Ακαδημία Πλάτωνος - Κυψέλη
67
Στο Φάληρο συναντάμε την θάλασσα. Η παρέμβαση του ανθρώπου εδώ δεν την έχει καταστρέψει ολοκληρωτικά. Την έχει εκμεταλλευτεί και την έχει κάνει σε μεγάλο μέρος της δημόσια παρέχοντας έναν σημαντικό χώρο εκτόνωσης στους κατοίκους και όχι μόνο για ποικίλες δραστηριότητες. Με λιγοστές εξαιρέσεις, τα σπίτια κοιτούν προς τη θάλασσα, γυρνώντας την πλάτη στην υπόλοιπη πόλη. Οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί, όμως υπάρχουν χώροι και δραστηριότητες ικανές να φιλοξενήσουν αυτή τη διαφορετικότητα.
68
Τέλος, θα μιλήσουμε για το Πέραμα, όπου η ζωή με την κρίση έγινε πολύ δύσκολη. Αρχικά, η περιοχή χτίστηκε και αναπτύχθηκε γύρω από τα ναυπηγεία, όμως η δουλειά σήμερα έχει φύγει και το μεροκάματο βγαίνει 2 με 3 μήνες το χρόνο. Η περιοχή άναρχα χτισμένη από τις αλλεπάλληλες καταπατήσεις, τα αυθαίρετα και τις επεκτάσεις του σχεδίου πόλεως, σήμερα σιγοσβήνει από την απουσία δουλειάς, σε ένα αστικό περιβάλλον εξαιρετικά υποβαθμισμένο που το βουνό και η θάλασσα χτίστηκαν για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τις πόλεις. Η ελπίδα έχει φύγει και μπορεί κανείς να την βρει μόνο στα νέα παιδιά που μπορούν ακόμα να κάνουν όνειρα.
69
Μέσα από αυτά τα παραδείγματα είδαμε την πολυφωνία της διάχυτης πόλης. Σε μια εποχή που περιστοιχιζόμαστε από μια υπεραφθονία αγαθών και πληροφοριών παρατηρούμε ανθρώπους να διαλέγουν την απομόνωση, αλλά κυρίως να εξαναγκάζονται σε αυτή. Ακόμα και στις πιο πυκνά δομημένες περιοχές της Αθήνας, η εγγύτητα μεταξύ διαφορετικών ομάδων αδυνατεί να εξασφαλίσει ένα αίσθημα συμβίωσης. Ο διαχωρισμός είναι υπαρκτός και οι εξαιρέσεις δρουν ώστε να τον επιβεβαιώνουν. Η παλιά Αθήνα των χαμηλών σπιτιών και των συνοικισμών έχει πια παρέλθει. Η σύγχρονη πόλη, προσαρμόστηκε στις ανάγκες που όρισε η ανάπτυξη της ζωής, αλλά ταυτόχρονα υιοθέτησε τις ασθένειες της. Τα μηνύματα που θα λάβει κανείς αν παρεκκλίνει από το τυπικό μοτίβο της ζωής του, τον μικρόκοσμο του, είναι πολλά, ετερόκλητα και ασύνδετα. Η Αθήνα είναι η διάχυτη πόλη.
70
Δ_ Διάχυτη πόλη | Πρόβλημα ή Συνθήκη; Ολοκληρώνοντας αυτή την έρευνα πρέπει να αναλογιστούμε αν όσα περιγράφηκαν αποτελούν την πραγματικότητα της σύγχρονης πόλης την οποία είμαστε αναγκασμένοι να αποδεχτούμε. Ακόμα και στο σημείο αυτό η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί με απόλυτη βεβαιότητα καθότι το ζήτημα επιτρέπει πολλές ακόμα προσεγγίσεις που μπορούν να εμπλουτίσουν τα δεδομένα ή να τα ανατρέψουν. Μέσα από αυτή την έρευνα είδαμε πως η πόλη γεννιέται, και, μαζί της, οι αρετές που επιτρέπουν την συμβίωση, ακόμα και στις πιο δυσμενείς συνθήκες. Είδαμε πως εξελίσσεται, από έναν μικρό οικισμό, στις σύγχρονες μητροπόλεις εκατομμυρίων κατοίκων. Αναγνωρίσαμε τις βάσεις για την οικονομική, την τεχνολογική και την πολιτισμική ανάπτυξη, που τέθηκαν χιλιάδες χρόνια πριν, αλλά και τις συνέπειες που έφεραν σε βάθος χρόνου στις σχέσεις των ανθρώπων. Η πόλη σήμερα, διάχυτη, φαντάζει να έχει αναπτύξει μια ανεπανάληπτη ταχύτητα μετασχηματισμού που έχει απομακρυνθεί πολύ όχι μόνο από τις μακρινές της ρίζες, αλλά και από τα ίχνη της τρίτης αστικής επανάστασης, της βιομηχανικής πόλης. Ίσως είναι αφελές, αλλά η έννοια της πόλης, ως θεσμός, φαντάζει να βρίσκεται στο κατώφλι μιας νέας αστικής επανάστασης, ενός μετασχηματισμού αναπόφευκτου που η πολυπλοκότητα της αστικής ζωής προσπαθεί να αποτρέψει. Άλλωστε, η αντίσταση στην αλλαγή, αντίσταση η οποία συνήθως εκφράζεται με φόβο, είναι ένα στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, έμφυτο, το οποίο εξασφαλίζει την επιβίωση. Ο καθένας κατασκευάζει, με τρόπο μοναδικό την δικιά του φαντασιακή, αόρατη πόλη την οποία το πραγματικό, το χτισμένο περιβάλλον φιλοξενεί. Ίσως η χαρτογράφηση να ήταν πάντα υπόθεση προσωπική, αλλά αυτό δεν είχε αντίκρισμα κοινωνικό. Σήμερα, η ιδιαιτερότητα με την οποία ο καθένας νοηματοδοτεί τον χώρο δεν καθορίζεται αποκλειστικά από τον ίδιο, αλλά υπόκειται σε προκαθορισμένα, περιοριστικά σενάρια από το περιβάλλον του. Για να μπορέσει κανείς να αντιταχθεί σε αυτά απαιτεί ψυχικό σθένος και διαφάνεια πνευματική που φαίνεται να εκλείπουν. Η τεχνολογική πρόοδος, των τηλεπικοινωνιών και των μεταφορών επέτρεψαν στην ζωή μας να γίνει εξαιρετικά αποσπασματική, διάσπαρτη στο χώρο αλλά ταυτόχρονα υπερβολικά στατική, αποκομμένη από την τυχαιότητα του απρόσμενου. Η διάχυτη πόλη, τελικά, είναι η χωρική αποτύπωση που κατοχυρώνει αυτή την πραγματικότητα και είναι και η βάση η οποία την γεννά. Όμως, όλα αυτά δεν είναι κάτι που θα πρέπει να μας φοβίζουν γιατί δεν υπάρχει πια δυνατότητα επιστροφής. Δεν ισχυρίζεται κανείς ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τις γνώσεις του παρελθόντος, να αδιαφορήσουμε για τις αδικημένες κοινωνικές ομάδες ή ακόμα για την καταστροφή που υπόκειται το φυσικό μας περιβάλλον. Η πρόκληση βρίσκεται στο να κατασκευάσουμε νέα αστικά μοντέλα τα οποία θα μπορέσουν να συνδυάσουν την πολυφωνία της ζωής όπου η ασυνέχεια δεν θα είναι ασχεδίαστη, αλλά οργανωμένη και σε ισορροπία με τη συνέχεια, την μικροκλίμακα που ο άνθρωπος έχει ανάγκη. Να σχεδιάσουμε την μητρόπολη όπου υιοθετούνται οι αξίες της παραδοσιακής πόλης και διαμορφώνεται ώστε να επιτρέπει την κίνηση σε διαφορετικές ταχύτητες, χωρίς αυτές να ακυρώνουν η μία την άλλη. Έχουμε ανάγκη ένα αστικό περιβάλλον όπου αναγνωρίζεται η ρευστότητα και η δυναμική της ανθρώπινης ζωής και παύει να είναι στατικό. Μια πόλη ανοικτή, ικανή να παραλάβει τις ελπίδες και τα όνειρα των κατοίκων της.
71
Μια πόλη ρευστή, αλλά συνεχής. Οργανωμένη, αλλά ανοιχτή.
72
Αν τη δεκαετία του ’60 ο Κ. Δοξιάδης προέβλεπε την εξέλιξη της διάχυτης πόλης και ο Τ. Ζενέτος, οραματιζόταν τη ζωή του μέλλοντος με ακραία ουτοπικά σενάρια, ή μάλλον δυσ-τοπικά, που σήμερα δεν φαντάζουν τόσο μακρινά,
εμείς που βιώνουμε την διάχυτη πόλη γιατί να μην μπορούμε να την αλλάξουμε;
73
_Παραπομπές & Βιβλιογραφία
Παραπομπές Κεφαλαίου Β1: 1. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8. 9. 10. 11. 12. 13. 14. 15. 16. 17.
E.Soja, Postmetropolis, Wiley-Blackwell,ΗΠΑ, 2000, σελ. 4-5 ο.π. σελ. 43 ο.π. σελ. 39 ο.π. σελ. 46 ο.π. σελ. 52 ο.π. σελ. 58 ο.π. σελ. 59-60 ο.π. σελ. 69 ο.π. σελ. 76/84 ο.π. σελ. 73 ο.π. σελ. 77 (βλ. και υποσημείωση 7 στη σελ. 76) ο.π. σελ. 81/87 ο.π. σελ. 80 Ι. Δεσποτόπουλος, Η Ιδεολογική δομή των πόλεων, Εκδόσεις ΕΜΠ, 1997, σελ.20 Ομοίως με 1 Δ. Καρύδης, Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, 2006, σελ. 79-81 Σ. Αντωνοπούλου, Εκβιομηχάνιση, αγροτική έξοδος και το ζήτημα της στέγης στις χώρες της περιφέρειας κατά τη μεταπολεμική περίοδο, 1988, Επιθεώρηση κοινωνικών ερευνών, σελ.158 18. E.Soja, Postmetropolis, σελ. 101-102 19. ο.π. σελ. 109-110 Συμπληρωματικά: Δ. Καρύδης, Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας, σελ.191 “Στην κεντρική και δυτική Ευρώπη, η δημιουργική πνοή του μεσοπολέμου συνυφάνθηκε με κοινωνικές ανακατατάξεις μεγάλης εμβέλειας κι πολιτικές διαμάχες εξαιρετικής έντασης, που ήσαν από τις πλέον εμπεριεκτικές και πολυσήμαντες από όσες γνώρισε αυτή η ήπειρος στη μακραίωνη ιστορία της. Η “Γενική Απεργία” στην Αγγλία το 1926, η οικονομική ύφεση τη δεκαετία του ’30, η άνδρωση των φασιστικών ιδεολογιών, η οποία συμβολικά οριοθετείται από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933, είναι τα πιο πρόχειρα παραδείγματα που θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί” 20. 21. 22. 23. 24. 25. 26. 27. 28.
76
ο.π. σελ. 114 ο.π. σελ. 251 Ι. Δεσποτόπουλος, Η Ιδεολογική δομή των πόλεων, Εκδόσεις ΕΜΠ, 1997, σελ. 8 Δ. Καρύδης, Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, 2006, σελ. 81 Ι. Δεσποτόπουλος, Η Ιδεολογική δομή των πόλεων, Εκδόσεις ΕΜΠ, 1997, σελ. 23 Δ. Καρύδης, Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, 2006, σελ. 201-211 Ι. Δεσποτόπουλος, Η Ιδεολογική δομή των πόλεων, Εκδόσεις ΕΜΠ, 1997, σελ. 23 S. Sassen, The Global City, Princeton University Press, 2001, σελ. 3 F. Ascher, Multimobility, Multispeed Cities, 2007 (Essay)
Παραπομπές Κεφαλαίου Β2: 1. R. Clogg, Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας 1770-2000, Κάτοπτρο, Αθήνα, 2003, σελ.1-7 2. Guy Burgel, Αθήνα, η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας, Εξάντας, Αθήνα, 1976, σελ.142 3. Δ. Καρύδης, Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2006, σελ.45 4. Guy Burgel, Αθήνα, η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας, Εξάντας, Αθήνα, 1976, σελ.147 5. ο.π. , σελ.160 6. ο.π. , σελ.147-148 7. ο.π. , σελ.157 8. ο.π. , σελ.146 9. Δ. Καρύδης, Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2006, σελ.29 10. Α. Παπαγεωργίου-Βενέτας, Αθήνα, Δοκιμές και θεωρήσεις, Οδυσσέας, Αθήνα, 1996, σελ. 139 11. R. Clogg, Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας 1770-2000, Κάτοπτρο, Αθήνα, 2003, σελ.52 12. Δ. Καρύδης, Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2006, σελ.50 13. Guy Burgel, Αθήνα, η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας, Εξάντας, Αθήνα, 1976, υποσ.13 σελ. 38 & Δ. Καρύδης, Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2006, σελ. 53 14. Δ. Καρύδης, Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2006, σελ. 253,256 και lila 75 15. Δ. Καρύδης, σελ.255 “Οι διαδικασίες παραγωγής του χώρου που ενεργοποιήθηκαν, είτε με την αποκατάσταση των προσφύγων είτε με το κτίσιμο, στις δεκαετίες του ’20 και του ’30, ιδιωτικών συνοικισμών, έδωσαν νέα διάσταση στην κρατική παρέμβαση στην οργάνωση του χώρου και μετέβαλαν ριζικά, μέσα σε μικρό διάστημα, το αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό τοπίο. […] Η Αθήνα για πρώτη φορά τότε ενώνεται με τον Πειραιά, ενώ η περιαστική ανάπτυξη ανάπτυξη που συνδέει την πρωτεύουσα με τα προάστια της δημιουργεί νέους πυρήνες αστικής ανέλιξης. Με αύξηση του πληθυσμού κατά 148,1% στην εικοσαετία 1920-1940 σημειώθηκε επέκταση του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης κατά 255,4%.” *σε υποσημείωση αναφέρεται ότι τα στοιχεία αυτά ως δείκτες αστικοποίησης μετριάζουν το φαινόμενο καθότι αφορούν μόνο τις εγκεκριμένες επεκτάσεις 16. Guy Burgel, Αθήνα, η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας, Εξάντας, Αθήνα, 1976, σελ.144 17. Guy Burgel, Αθήνα, η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας, Εξάντας, Αθήνα, 1976, σελ.400 18. Λ. Λεοντίδου, Τα νέα αστικά τοπία και η ελληνική πόλη, Κριτική, Αθήνα, 2006, σελ. 76 19. Guy Burgel, Αθήνα, η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας, Εξάντας, Αθήνα, 1976, σελ.42 20. Δ. Καρύδης, Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2006, σελ. 277 21. Λ. Λεοντίδου, Τα νέα αστικά τοπία και η ελληνική πόλη, Κριτική, Αθήνα, 2006, σελ. 76 22. Guy Burgel, Αθήνα, η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας, Εξάντας, Αθήνα, 1976, σελ.46 23. Guy Burgel, Αθήνα, η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας, Εξάντας, Αθήνα, 1976, σελ.12 24. Guy Burgel, Αθήνα, η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας, Εξάντας, Αθήνα, 1976, σελ.395-402 25. Γ. Αίσωπος, Τα νέα αστικά τοπία και η ελληνική πόλη, Κριτική, Αθήνα, 2006, σελ. 110 & E. Soja, Post-metropolis, Wiley-Blackwell, ΗΠΑ, 2000, σελ. 59 26. Σ. Αντωνοπούλου, Εκβιομηχάνιση, αγροτική έξοδος και το ζήτημα της στέγης στις χώρες της περιφέρειας κατά τη μεταπολεμική περίοδο, Επιθεώρηση κοινωνικών ερευνών, Αθήνα, 1988, σελ.169-171
77
Παραπομπές Μεταβατικού Κεφαλαίου (Από τις αστικές επαναστάσεις στο μικρόκοσμο): 1. 2. 3. 4. 5. 6.
E. Soja, Post-metropolis, Wiley-Blackwell, ΗΠΑ, 2000, σελ. 265 ο.π. σελ. 280 ο.π. σελ. 320 Iain Chambers, Popular Culture: The metropolitan Experience E. Soja, Post-metropolis, Wiley-Blackwell, ΗΠΑ, 2000, σελ. 324 ο.π. σελ. 362-371
Παραπομπές Κεφαλαίου Γ: 1. Ο όρος “θύλακες” και η ανάλυση αυτών βασίζεται στο βιβλίο του Σ.Σταυρίδη, Μετέωροι Χώροι της Ετερότητας και ειδικά στο Κεφάλαιο Ι: Κατοίκηση και Ετερότητα 2. Ανάλυση της θεωρίας της κοινωνικής ταυτότητας/ http://tinyurl.com/pwqpzq9/ και http://tinyurl.com/ p2nnrhc/ βασισμένη στο: Tajfel, H., & Turner, J. C.The social identity theory of intergroup behaviour. In S. Worchel & W. G. Austin (Eds.), 1986 3. Σ. Νικολαΐδου, Η κοινωνική οργάνωση του αστικού χώρου, Παπαζήση, Αθήνα, 1993, σελ. 178-192 4. Ομοίως με σημ. 1 & 2 5. Ομοίως με σημ. 2 6. E. Soja, Post-metropolis, Wiley-Blackwell, ΗΠΑ, 2000, σελ. 280 7. M. Augé, Non-Places, Verso, USA (NY), 1995, σελ. 34 8. K. Lynch, Image of the City, The MIT Press, Massachusetts, 1990, σελ. 8 9. M. Augé, Non-Places, Verso, USA (NY), 1995, σελ..22 10. ο.π. , σελ. 101-103 11. K. Lynch, Image of the City, The MIT Press, Massachusetts, 1990, Κεφάλαια 1-5 12. M. Augé, Non-Places, Verso, USA (NY), 1995, σελ. 37 13. ο.π. , σελ. 73 14. ο.π. , σελ. 78 15. ο.π. , σελ. 10 16. Τα επεισόδια της εκπομπής Μικροπόλεις είναι διαθέσιμα στο: http://mikropoleis.tumblr.com/ _Διάφορες σκέψεις έχουν γεννηθεί από την εισήγηση του F. Ascher, Multimobility, Multispeed Cities, 2007 _Όλες οι φωτογραφίες από ανθρώπους και περιοχές της Αθήνας έχουν ληφθεί από τις “Μικροπόλεις”
78
Βιβλιογραφία -
Ι. Δεσποτόπουλος, Η Ιδεολογική δομή των πόλεων, Εκδόσεις ΕΜΠ, 1997 Δ. Καρύδης, Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, 2006 S. Sassen, The Global City, Princeton University Press, 2001 Ch. Abrams, Housing in the modern world, Faber & Faber, 1969 Charles Mercer, Living in Cities-Psychology and Urban Environment, Penguin Books, 1976 Αθ. Αραβαντινός, Η ανάγκη για μια σύγχρονη ανθρωπιστική πόλη/ Τμήμα του βιβλίου Αναζητήσεις 2, Συλλογικό, Ελληνική Ανθρωπιστική Εταιρεία, Αθήνα, 1979
- Σ. Αντωνοπούλου, Εκβιομηχάνιση, αγροτική έξοδος και το ζήτημα της στέγης στις χώρες της περιφέρειας -
κατά τη μεταπολεμική περίοδο, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τχ69, 1988 E. W. Soja, Postmetropolis, Wiley-Blackwell, ΗΠΑ, 2000 David Harvey, Social Justice and the City, The University of Georgia, ΗΠΑ, 1973 Ian Chambers, Border Dialogues: Journeys in Postmodernity, Routledge, 1990 Iain Chambers, Popular Culture: The metropolitan Experience Donatella Mazzoleni, The city and the imaginary (1990), https://www.academia.edu/6223310/The_City_and_the_Imaginary M. Castells, The Urban Question: A Marxist Approach, The MIT Press, 1979 M. Augé, Non-Places: Introduction to an Anthropology of Supermodernity, Verso, 2009 F. Ascher, Metapolis, ou, L'avenir des villes, 1995 Iain Chambers, Popular Culture: The metropolitan Experience M. Augé, Non-Places, Verso, USA (NY), 1995 Σ. Νικολαΐδου, Η κοινωνική οργάνωση του αστικού χώρου, Παπαζήση, Αθήνα, 1993 Tajfel, H., & Turner, J. C.The social identity theory of intergroup behaviour. In S. Worchel & W. G. Austin (Eds.), 1986 K. Lynch, Image of the City, The MIT Press, Massachusetts, 1990 Σ.Σταυρίδης, Μετέωροι Χώροι της Ετερότητας, Αλεξάνδρεια, 2010 R. Clogg, Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας 1770-2000, Κάτοπτρο, Αθήνα, 2003 Guy Burgel, Αθήνα, η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας, Εξάντας, Αθήνα, 1976 Α. Παπαγεωργίου-Βενέτας, Αθήνα, Δοκιμές και θεωρήσεις, Οδυσσέας, Αθήνα, 1996 Λ. Λεοντίδου, Τα νέα αστικά τοπία και η ελληνική πόλη, Κριτική, Αθήνα, 2006 Γ. Αίσωπος, Τα νέα αστικά τοπία και η ελληνική πόλη, Κριτική, Αθήνα, 2006
Η μελέτη των παραπάνω εκτός από τα προσωπικά βιώματα ξεκίνησε χάρη στο βιβλίο: F. Careri, Walkscapes: Walking as an aesthetic practice, Editorial Gustavo Gili SL, 2002
79
81
82