Στην πόλη μου ξένος

Page 1



ƺƲdžȯLJǙLjǍǕdž ǏƲdžȯǜǗǕȯǜǗǍǙƲǛƞǣ ǓdžƲȯǜNJǕȯǘǣǔNJ

ƶƳƽƲdžƿƯƸƵǀ ƵƹƷƯǀ


LjǙLjǍǕNJǜƲǓljȯLjǙǏdžǛNjdž ǏƲdžȯǜǗȯƽƺƘȯǜǗǍȯƽdžǕ ȯƽdžǜǙǥǕ ƣǙǞƲǜLjǓǜǗǕƲǓljȯǓdžƲȯƣǛǜƲǓǣǚȯƘǞLjǐƲdžǛƞǣǚ LjǘƲǎǔLJǘǠǕȯǓdžǒNJǏNJǜljǚ%ȯƴ ȯƣNjǛǠǘǗǚ


Α. Είσοδος 3 Β. Η ίδρυση της πόλης και η μετάλλαξη της 9 Β.1 Η γεωιστορία της πόλης 10 Β.2 Πόλης διόγκωση 16 Β.3 Πολίτης ≠ Κάτοικος 24 Β.4 Για την Αθήνα 30 Γ. Τουρισμός, η ιστορία και η πόλη 42 Γ.1 Συνθέτοντας τον τουρισμό 43 Γ.2 Μαζικός Τουρισμός 52 Γ.3 Μετα-Τουρισμός 61 Γ.4 Η πόλη ως τόπος τουρισμού 70 Δ. Κάτοικος = Τουρίστας 76 Δ.1 Πλάνη εν άστυ 77 Δ.2 Η ολοκληρωτική επικοινωνία 82 Ε. Αθηνών Παράσταση 87 ΣΤ. Έξοδος 99

-1-


-2-


Α. Είσοδος

-3-


- 4-


Γεννήθηκα, μεγάλωσα, σπούδασα, σπουδάζω και εργάζομαι στην Αθήνα. Όχι βέβαια στην Αθήνα της Ακρόπολης και του Παρθενώνα. Λίγο απομακρυσμένος στα προάστια. Η άποψη του “ιερού” λόφου που έχω συνηθίσει είναι απόμακρη, από τα Τουρκοβούνια. Μια εικόνα όμορφη μα διαφορετική από την εστιασμένη των τουριστικών οδηγών που αποκρύπτουν την περιβάλλουσα μάζα από μπετόν. Καθώς κινούμαι από τα βόρεια στα νότια, στα ανατολικά και τα δυτικά, αλλά πιο συχνά προς το “κέντρο”της πόλης, δεν σταμάτησα ποτέ να ανακαλύπτω καινούριες πτυχές της πόλης. Κόσμους διαφορετικούς, που οι άνθρωποι χαράζουν στον χώρο. Παρ’ όλα αυτά δεν έπαψα ποτέ να αισθάνομαι και ένα κενό, μια απουσία οικειότητας προς τον ίδιο μου τον τόπο. Αναζητώ κάτι που χάθηκε ή κάτι που δεν υπήρξε ποτέ και απλώς το έχω φανταστεί; Μια νοσταλγική διάθεση αποτέλεσε αφορμή για τούτη την έρευνα. Η αγονία για εύρεση μιας απάντησης σε ένα ερώτημα δεν αποτέλεσε αυτοσκοπός καθότι το ίδιο το ερώτημα ήταν αδύνατο να τεθεί σε μια μόνο πρόταση. Η αναζήτηση όμως επέτυχε μια τεκμηρίωση της διαίσθησης που την ξεκίνησε. _ΗΘ

-5-


Αθήνα, Οκτώβριος 2017

-6-


Ως αντικείμενο αυτής της έρευνας τίθεται η εξερεύνηση του θεσμού της πόλης και της σχέσης των κατοίκων της με αυτή. Ίσως τα πιο χαρακτηριστικά σχόλια για την αστική ζωή περιγράφουν μια δυσάρεστη πραγματικότητα: άγχος, αποξένωση, φτώχεια και πολλά ακόμη. Ήταν όμως πάντα έτσι; Η εργασία θα περιπλανηθεί σε φαινομενικά ασύμπτωτα πεδία για να σκιαγραφήσει την εμπειρία της ζωής στη σύγχρονη πόλη, αλλά και να αναδείξει πως η πόλη απέκτησε τη μορφή που έχει σήμερα στο πέρασμα του χρόνου. Στο πρώτο σκέλος η πόλη μελετάται ως θεσμός. Ξεκινώντας, απ’ αρχής του “χρόνου”, αναδεικνύονται τα στοιχεία της ανθρώπινης νόησης που “γεννούν” την πόλη. Το σύγγραμμα του Edward Soja “Post-metropolis” θα λειτουργήσει ως πυξίδα για ένα γρήγορο ταξίδι στο χρόνο που καλύπτει ένα φάσμα χιλιάδων ετών. Οι κομβική συμβολή πολιτισμικών, τεχνολογικών και κατ΄ επέκταση κοινωνικών και πολιτικών μεταλλαγών θα μας αποκαλύψει πως η πόλη από ένας πρωτόγονος συνοικισμός “αγρίων” εξελίσσεται στα σημερινά αστικά τοπία εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά και πως η σχέση του ατόμου ως προς το σύνολο αλλάζει. Σε μια μάλλον απροσδόκητη μεταφορά, το δεύτερο σκέλος αφορά τον τουρισμό. Καθώς ο τουρισμός, δηλαδή η περιφορά του ιδίου σώματος, είναι έμφυτη στη ζωή ανθρώπου, κρίνεται ως μια σημαντική παράμετρος που συνδυάζει τον άνθρωπο με το χώρο και άρα με τους συνανθρώπους του. Ξεκινώντας από τις πρώτες καταγεγραμμένες ταξιδιωτικές δραστηριότητες και φτάνοντας στο σήμερα θα αναγνωρίσουμε πως ο περιπλανητής μετατρέπεται σε “τουρίστα”. Μια αρνητική ιδιότητα η οποία διαφαίνεται πως περιγράφει μια συνθήκη που ισχύει και στη σύγχρονη πόλη. Τέλος, θα περιγραφεί η παρουσία της τουριστικής δραστηριότητας στην πόλη και πως αυτή επηρεάζεται. Λαμβάνοντας μια πιο κριτική στάση, στη συνέχεια, αναλύονται 4 σημαντικά κείμενα για την σύγχρονη πόλη και τον κάτοικο αυτή με άξονα τα προηγούμενα κεφάλαια. Καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας η Αθήνα αποτελεί πεδίο έρευνας. Άλλοτε με επιστημονικά τεκμήρια και άλλοτε με εμπειρικές παρατηρήσεις επιδιώκεται η επιβεβαίωση όσων υποστηρίζονται θεωρητικά. Δεν θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς άλλωστε καθώς είναι η πόλη που αποτέλεσε αφορμή για την υλοποίηση αυτής της μελέτης. 
 -7-


-8-


Β. Η ίδρυση της πόλης και η μετάλλαξη της Στο κεφάλαιο αυτό πραγματοποιείται μια μεθοδική ανάλυση, σε ποικίλες κλίμακες, του τρόπου που η πόλη, ως θεσμός, γεννάται και εξελίσσεται, εκκινώντας από τις πρώτες στιγμές της ύπαρξής της. Με αρχή την γεωιστορική προσέγγιση του E. Soja στο βιβλίο του Post-Metropolis, θα αναγνωρίσουμε τις δυνάμεις εκείνες που διαμόρφωσαν και εξέλιξαν την πόλη στο πέρασμα του χρόνου μέσω κομβικών σταθμών που ο ίδιος βαφτίζει “Αστικές Επαναστάσεις”. Η μελέτη του κρίνεται ιδιαιτέρως σημαντική καθότι δεν αρκείται σε μια ιστοριογραφική περιγραφή, αλλά αποσκοπεί στην διερεύνηση της χωρικής διάστασης των αλλαγών που συνήθως παραβλέπεται. Στη συνέχεια θα εστιάσουμε στην περίοδο από την έναρξη της Βιομηχανικής Επανάστασης έως και σήμερα. Το χρονικό, αυτό, φάσμα προκύπτει εύλογα, όπως θα δούμε, από την ραγδαία επιτάχυνση που σημειώνεται και, βεβαίως, οδηγεί σε μια πληθώρα χωρικών και κοινωνικών ανακατατάξεων οι οποίες μας ακολουθούν έως και σήμερα. Με μεγάλο εύρος αναφορών σε ποικίλα επιστημονικά πεδία, γίνεται μια πρώτη αποκλιμάκωση, από την γενική θεώρηση της πόλης, σε μια που εστιάζει περισσότερο στη λειτουργική της διάρθρωση. Στο τρίτο κεφάλαιο, η αποκλιμάκωση συνεχίζεται σε αναζήτηση της θέσης του ανθρώπου στη σύγχρονη πόλη. Η σύγκριση του μακρινού παρελθόντος με το παρόν, θέτει την βάση για την διερεύνηση του ρόλου του ατόμου ως πολίτη, ενεργού μέλους της σημερινής κοινωνίας. Το μπρος-πίσω από τον άνθρωπο στην πόλη είναι βεβαίως απαραίτητο και εδώ ώστε να μην χαθεί ο συσχετισμός που μελετάται, όμως απώτερος στόχος δεν παύει ποτέ να είναι η αστική εμπειρία του ατόμου. Τέλος, καθότι η Αθήνα αποτελεί πεδίο έρευνας, μελετάται η σύγχρονη ιστορία της, από την απελευθέρωση και μετά. Η χρονική και χωρική προσέγγιση θα μας επιτρέψει να επαληθεύσουμε όσα έχουν λεχθεί στα προηγούμενα κεφάλαια, αλλά και να αναγνωρίσουμε τα ιδιαίτερα, τοπικά, χαρακτηριστικά εκ των οποίων παραμετροποιόνται.

-9-


Β.1 Η γεωιστορία της πόλης Η πρώτη αστική επανάσταση συντελείται πριν από περίπου 10.000 χρόνια οπότε και συναντάται η πρώτη συσσώρευση κυνηγών, τροφοσυλλεκτών και εμπόρων σε προ-αγροτικούς οικισμούς. Τέτοιες θεμελιώδεις “πόλεις”, όπως το Jericho και το Çatal Hüyük στα βάθη της Ασίας, είναι που αποτέλεσαν τη βάση ώστε να εκκολαφθούν η γεωργία και η κτηνοτροφία.1 Η ανάγκη του ανθρώπου, να προστατευθεί από την αγριότητα της φύσης, αποτέλεσε αφορμή για την ανάπτυξη των πρώτων πόλεων, παρέχοντας τις βάσεις οι οποίες επέτρεψαν μια αστική σύμπτυξη που δημιούργησε μια αρχέτυπη μορφή οικονομικής ανάπτυξης από το εσωτερικό της “πόλης”, με πρωτοπορία, νέες μορφές εργασίας και παραγωγής και την εδραίωση του εμπορίου, στοιχεία βασικά της αστικοποίησης και αυτού που ο Soja αποκαλεί “συνοικισμό” (synekism).2 Η ανάλυση της αρχέγονης αυτής “πόλης” οδηγεί μάλιστα τη Jane Jacobs (The Economy of Cities) στην ανατροπή της θεωρίας ότι πρώτα αναπτύσσεται η επαρχία και ύστερα η πόλη. Αντιθέτως, η επέκταση της δεύτερης φαίνεται να είναι αυτή που τροφοδότησε την ανάπτυξη της πρώτης και των δραστηριοτήτων αυτής (πχ. καλλιέργεια) ώστε να ικανοποιήσει τις αστικές ανάγκες. Τέλος ενδιαφέρον έχει να αναφέρουμε ένα άρθρο που παραθέτει ο E. Soja (Mellaart|Scientific American)3 όπου ισχυρίζεται ότι το Çatal Hüyük, 7.000 χρόνια πριν, είναι μια “πρώτo-πόλη” έως και 10.000 κατοίκων που εμπεριέχει όλα τα συνθετικά στοιχεία ενός πολιτισμού και μάλιστα έχοντας στοιχεία που η σύγχρονη κοινωνία αγωνίζεται να κατακτήσει όπως η ισότητα των φύλων. Όσα συνοπτικά περιγράφηκαν είναι που τροφοδοτούν την ανάπτυξη της πόλης, της ανθρώπινης επικοινωνίας και οδηγούν σε αυτό που αργότερα οι αρχαίοι Έλληνες θα σημάνουν ως “φρόνηση”, δηλαδή τoν πρακτικό και πολιτικό λόγο, τη συνείδηση, που περιλαμβάνει την δημιουργία, την διαχείριση και την διατήρηση μιας χωρικά ορισμένης κοινότητας.4

- 10 -


Ψηφιακή απεικόνιση του Çatal Hüyük βάσει των ανασκαφών και των ευρημάτων που αποδεικνύουν μια πλήρως ανεπτυγμένη πόλη πριν από 8-10 χιλιάδες χρόνια στα βάθη της Ασίας. πηγή: http://tinyurl.com/pfuwkz2

- 11 -


Η δεύτερη αστική επανάσταση χρονολογείται πριν από περίπου 7.000 χρόνια εξαιτίας δύο βασικών παραγόντων: τη δημιουργία της γραφής (και κατ’ επέκταση την αρχή της καταγεγραμμένης ιστορίας), η οποία επιτρέπει την εμφάνιση μιας πρώιμης αστικής κυβερνησιμότητας στην συχνά αναφερόμενη ως πόλη-κράτος. Τότε είναι που η κοινωνική οργάνωση επεκτείνεται πέρα από αυτή της αγροτικής κοινωνίας και μεταλλάσσεται σε ένα πιο σύνθετο σύστημα κοινωνικού και χωρικού ελέγχου που βασίζεται στη βασιλεία, τη στρατιωτική δύναμη, τη γραφειοκρατία, την κοινωνική τάξη, την ιδιοκτησία, τη δουλεία κλπ.5 Η γραφή μπορούσε να λειτουργήσει ως μέσο ελέγχου της εργατικής δύναμης, εξυπηρετώντας την οργάνωση της αγροτικής παραγωγής, της αποθήκευσης και διανομής της, και να εξασφαλίσει μια διευρυμένη τοπική αστική κοινότητα ώστε να επιτρέψει την πολιτική και οικονομική επέκταση. 5 Περί το 3000π.Χ. εμφανίζονται έμποροι μικρής και μεγάλης κλίμακας οι οποίοι συνεισφέρουν στην λειτουργία των αρχόντων. Εμφανίζεται μια πρωταρχική μορφή του “ιδιωτικού τομέα”, ενώ διακρίνεται μια φαλλοκρατική απόδοση εξουσίας με την κοινωνική ισότητα να χάνεται, να δημιουργούνται ταξικά κριτήρια, ρόλοι κλπ.6 Κατά την πρώτη αστική επανάσταση, επαναστατικά στοιχεία της κοινωνίας ήταν η εφεύρεση της γεωργίας, της βιοτεχνίας και ενός δικτύου ανταλλαγών. Κατά την δεύτερη η τεχνολογική πρόοδος της γεωργίας συνεχίστηκε, αλλά αυτό το οποίο εντυπωσιάζει περισσότερο είναι οι κοινωνικές εξελίξεις που παρήγαγαν μια πολιτική επανάσταση η οποία επέτρεψε την διοίκηση πληθυσμών και εκτάσεων πρωτοφανών διαστάσεων και την ίδρυση αυτοκρατοριών.7 Για τα επόμενα 4000 χρόνια περίπου η πόλη εξελίσσει τα θεμελιώδη στοιχεία που την συνθέτουν. Πρόκειται για μια παγκόσμια συνθήκη που παραμετροποιείται κάθε φορά από τα τοπικά χαρακτηριστικά. Αν και το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού αυτά τα χρόνια δεν κατοικεί στις πόλεις, δεν πρέπει να παραβλέπουμε την σημασία των πόλεων ως ρυθμιστές, ως πυρήνες ανάπτυξης των βασικών κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων.8

- 12 -


Η πόλη Ουρ. Εδώ εικονίζεται η έκταση της πόλης περί το 2500π.Χ. όπου διαφαίνεται η πρωταρχική ίσως “ακρόπολη” όπου συγκεντρώνονταν όλες οι εξουσίες. (διοίκηση/στρατός/θρησκεία/οικονομία) πηγή:http://tinyurl.com/orzdeht

- 13 -


Τέλος, η τρίτη αστική επανάσταση πραγματοποιείται πολλά χρόνια αργότερα, με την έλευση της βιομηχανικής επανάστασης και κατ’ επέκταση των βιομηχανικών πόλεων. Σε μια πρωτοφανή συγκέντρωση πληθυσμού σε πόλεις που αναπτύσσονται ώστε να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της βιομηχανίας, η κοινωνική ανάπτυξη πραγματοποιείται στον πυρήνα της πόλης με μια ριζική μεταμόρφωση τόσο στο μέγεθος και την εσωτερική οργάνωση του αστικού χώρου όσο και γενικότερα στον τρόπο με τον οποίο συντελείται η αστικοποίηση της ζωής. Ένα φαινόμενο οικουμενικό το οποίο, όπως και παλαιότερα, αποκτά ιδιαιτερότητες επηρεασμένο από τοπικά στοιχεία.9 Η τρίτη επανάσταση αποτελεί μια πολύ σημαντική τομή που περιλαμβάνει ριζικές ανακατατάξεις στις δομές της κοινωνίας και τον τρόπο που αναγνωρίζονται οι ομάδες που την απαρτίζουν, ενώ, για πρώτη φορά, το βάρος μετατοπίζεται από την επαρχεία στο αστικό κέντρο, με την έννοια ότι ανατρέπεται η αναλογία μεταξύ του αστικοποιημένου πληθυσμού σε σχέση με τον αγροτικό. Χαρακτηριστικό μάλιστα αποτέλεσμα των διεργασιών αυτών είναι η απώλεια της άμεσης επαφής με τη φύση λόγω της ανάπτυξης του δευτερογενούς τομέα παραγωγής. Στην ψυχολογία του κόσμου κυριαρχεί μια τάση να διαχωρίσει τον εαυτό του από το παρελθόν και καλλιεργείται μια διάκριση μεταξύ “αρχαίων” και “μοντέρνων”, όπου η αίσθηση-επιθυμία να “είμαι μοντέρνος” (being modern) δημιουργεί μια έντονη ροπή για κοινωνική ανάπτυξη.10 Με το πέρασμα του χρόνου, η έννοια της αστικοποίησης και όσα στοιχεία αυτή περιλαμβάνει, η τάση για συγκέντρωση, ο “συνοικισμός”, η “φρόνηση”, αποτελούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης του ανθρώπου. Η βιομηχανική επανάσταση λειτουργεί ως καταλύτης που εκμεταλλεύεται την ήδη υπάρχουσα τάση του ανθρώπου για αστικοποίηση η οποία επιταχύνεται, εξαπλώνεται και οδηγεί στη δημιουργία μητροπόλεων οι οποίες συνδυάζουν όλα τα στοιχεία εκείνα που καθιστούσαν κάθε πόλη ξεχωριστή στις προηγούμενες φάσεις (1η και 2η αστική επανάσταση) όπως οι εμπορικές πόλεις, οι αγροτικές κλπ.11 Με μια οικονομική λογική που υιοθετείται παγκοσμίως με την αύξηση της πυκνότητας, την αποκέντρωση και την προαστιοποίηση, την ενοικίαση και το κόστος των μεταφορών, καθιερώνεται μια εμπορευματοποιημένη (commodified) λειτουργία της πόλης που παράγει μια ταξική οργάνωση ομόκεντρων ζωνών. Το - 14 -


χρήμα αποτελεί πλέον βασική παράμετρο των κοινωνικό-χωρικών συσχετισμών. Η ανάλυση του Burges μας παρουσιάζει μια πόλη που στο κέντρο της συγκεντρώνονται οι επιχειρήσεις (Central Business District), μια μεταβατική ζώνη όπου εγκαθίστανται οι νεόφερτοι εσωτερικοί ή εξωτερικοί μετανάστες, έπειτα την ζώνη όπου κατοικεί η εργατική τάξη, στη συνέχεια η μεσαία τάξη και τέλος η ανώτερη τάξη απομακρυσμένη στα προάστια. Προκύπτει έτσι μια φυσική, χωρικά ασχεδίαστη, ανάπτυξη της πόλης που βασίζεται σε κοινωνικές και οικονομικές διαφοροποιήσεις που συνθέτουν την οικολογία της πόλης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει, και λειτουργεί συμπληρωματικά, η προσέγγιση του Homer Hoytt σχετικά με τον τρόπο που τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα έχουν μια καθολική παρουσία στην πόλη σα μια “σφήνα” η οποία ξεκινά από το κέντρο της πόλης, τέμνει κάθε ζώνη της πόλης και αναπτύσσεται όλο και περισσότερο καθώς απομακρύνεται από το κέντρο.12 Η πόλη φαντάζει σαν ένα “χωνί” στη βάση του οποίου μια στοχευμένη περιθωριοποίηση ανθρώπων, εξαναγκασμένων στην φτώχεια, αποτελούν βασική παράμετρο του καπιταλιστικού συστήματος η οποία λειτουργεί αποτρεπτικά ώστε οι υπόλοιπες ομάδες να είναι παραγωγικές, αλλά ταυτόχρονα εξασφαλίζει ότι το κέντρο κατοικείται και δεν νεκρώνει.13

πηγή:http://tinyurl.com/oijsldk

- 15 -


Β.2 Πόλης διόγκωση Από τα μέσα του 18ου αιώνα μέχρι σήμερα, η γεω-ιστορία της τρίτης αστικής επανάστασης εκφράζεται μέσα από τους αυξανόμενους ρυθμούς παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, της κουλτούρας της καπιταλιστικής ανάπτυξης και την αλληλεπίδραση μεταξύ μοντερνισμού και εκσυγχρονισμού. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα αποτυπώνεται στην παραγωγή η επικράτηση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, ακολουθούμενο από ευρύτατες κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις. Μια διαδικασία κατά την οποία η αστική τάξη επιδιώκει “να εδραιώσει την κυριαρχία της σε όλα τα επίπεδα - στο οικονομικό, ελέγχοντας του μηχανισμούς παραγωγής, στο κοινωνικό, ελέγχοντας τους μηχανισμούς κυριαρχίας και εκμετάλλευσης και στο πολιτικό/ ιδεολογικό, διασφαλίζοντας τους όρους αναπαραγωγής των σχέσεων παραγωγής”.14 Μια διαδικασία κατά την οποία ο αγροτικός πληθυσμός αποσπάται από τη γη και προστίθεται στο απόθεμα βιομηχανικών εργατών, είτε στην υπόσχεση μιας καλύτερης ζωής στην πόλη, είτε λόγω της εξαθλίωσης που είχε επιβληθεί στην επαρχεία προκειμένου να την εγκαταλείψει.15 Με πιο εστιασμένη και αναλυτική ματιά, ο E. Soja διακρίνει διεθνώς την ύπαρξη κύκλων διάρκειας περίπου 50 ετών που περιλαμβάνουν την κλιμάκωση από μια περίοδο επαυξημένης οικονομικής ανάπτυξης και επέκτασης και την διαδοχή της από μια περίοδο έντονης ύφεσης, δηλαδή, μια περίοδο επιβραδυμένης οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής κρίσης η οποία χαρακτηρίζεται ως “διαδικασία αναδιάρθρωσης”. Στη σύγχρονη ιστορία διακρίνονται 3 τέτοιες περίοδοι αναδιάρθρωσης που παράγονται από την κρίση. Η πρώτη αποτελεί μέρος της περιόδου της “εποχής του κεφαλαίου” που διήρκεσε έως το τέλος του 19ου αιώνα, με την επονομαζόμενη “Μακρά Ύφεση” (The Long Depression) στην Ευρώπη. Η δεύτερη ξεκινά το 1920 και σηματοδοτείται από τη “Μεγάλη Ύφεση” (The Great Depression) έως το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Η τρίτη, εμφανίζεται στο τέλος της δεκαετίας του ’60 και μας ακολουθεί μέχρι σήμερα - 16 -


κατά της είσοδο μας στον 21ο αιώνα.16 Αν και δεν είναι στη δική μας δικαιοδοσία να ορίσουμε μια χρονική περίοδο-κύκλο, αν λάβουμε υπόψη τα εγχώρια αλλά και διεθνή δεδομένα, δεν φαντάζει λανθασμένη η άποψη ότι σήμερα βρισκόμαστε στο κλείσιμο ενός ακόμα τέτοιου κύκλου. Φαίνεται, επομένως, πως σήμερα βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή στην ιστορία της πόλης, ως θεσμού, οπού μια κοινωνική αναδιάρθρωση λαμβάνει χώρο. Με την εδαφική εξάπλωση της πόλης και την αναπόφευκτη αποκέντρωση των λειτουργιών της, οι χωρικά (σχετικώς) ορισμένες ομόκεντρες ζώνες της βιομηχανικής πόλης εξαπλώνονται. Είτε παρατηρούμε την πόλη από την λειτουργική της πλευρά, δηλαδή τις ζώνες παραγωγής, κατοικίας, εμπορίου και υπηρεσιών, είτε από τη σκοπιά του διακριτού χωρικού-ταξικού διαχωρισμού φτωχών, αστών και πλουσίων, διακρίνεται μια έντονη διασπορά. Εργοστάσια, κατοικίες, εταιρίες, αποθήκες, εμπορικά καταστήματα, δημόσιες υπηρεσίες και άλλες αστικές δραστηριότητες εξαπλώνονται στο αστικό τοπίο επαναπροσδιορίζοντας την γεωγραφία της πόλης. Κάθε ζώνη της πόλης είναι πλέον πολύ λιγότερο ομοιογενής με τη διάσπαση όχι μόνο της κατοικημένης γης, αλλά και των μοτίβων που χωροθετείται η τοπική διοίκηση ή η κοινωνική τάξη.17

_David Harvey, Social Justice and the City, Chapter 1, p. 27 (προσωπική μετάφραση) Θα πρέπει να είναι σαφές: το μόνο κατάλληλο εννοιολογικό πλαίσιο για την κατανόηση της πόλης είναι αυτό που βασίζεται ταυτόχρονα στις κοινωνιολογικές και γεωγραφικές εικόνες. Πρέπει να συσχετίσουμε την κοινωνική συμπεριφορά με τον τρόπο που η πόλη λαμβάνει μια ορισμένη γεωγραφία, μια ορισμένη χωρική μ ορφή. Πρέπει να αναγνωρί σουμ ε ότι μ όλις δημιουργηθεί μια συγκεκριμένη χωρική μορφή, αυτή τείνει να θεσμοθετήσει και, υπό ορισμένες συνθήκες, να καθορίσει τη μελλοντική κοινωνική ανάπτυξη.

- 17 -


Η επιβολή της αστικής τάξης ως ρυθμιστή κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα τροφοδότησε σταδιακά την αγανάκτηση της εργατικής τάξης η οποία κορυφώθηκε τον επόμενο αιώνα. Ειδικά από το μεσοπόλεμο και μετά, οπότε και τα αιτήματα των ανθρώπων ήταν ύστατη ανάγκη να ικανοποιηθούν, η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία της εποχής, ανεξάρτητα από τις πρωτοπορίες του μοντέρνου κινήματος, “τέθηκαν στην υπηρεσία ενός κλονιζόμενου (ή, απειλούμενου), αστικού καθεστώτος, με “εντολή” να υποδείξουν άμεσες και πρόσφορες (ρεαλιστικές) λύσεις σε τομείς καίριας σημασίας για τις κοινωνικές διεκδικήσεις, όπως της κατοικίας/ στέγασης και της λειτουργικής επάρκειας των μεγάλων πόλεων”.18 Η δίνη της παγκοσμιοποίησης, η οικονομική αναδιάρθρωση και η μαζική αστικοποίηση της περιφέρειας έχουν δημιουργήσει μια χαρτογραφία καθημερινών αστικών λειτουργιών και χωρικών δραστηριοτήτων που χαρακτηρίζονται όχι μόνο από κοινωνικές πολώσεις αλλά και από επαυξημένες χωρικές πολώσεις και, συνεπώς, χωρικές ανισότητες. Για παράδειγμα, η ανισορροπία εργασίας-κατοικίας έχει οδηγήσει σε μια σύνθετη γεωγραφία που δεν αφορά απλώς το “ταξίδι” μεταξύ οικίας-χώρου εργασίας ως προς το σχεδιασμό των μεταφορών, τις περιβαλλοντικές ρυθμίσεις και την διοίκηση της περιφέρειας, αλλά επεκτείνεται σε πολύ πιο σημαντικά ζητήματα κοινωνικής και χωρικής δικαιοσύνης, αστικής πολιτικής, κοινωνικής πρόνοιας κλπ.19 Ch. Abrams, Housing in the modern world, σελ.ix (μτφ. Σ. Αντωνοπούλου) “Ουσιαστικά όλα τα έθνη που επισκέφτηκα είχαν την εμπειρία μιας διαδικασίας αστικοποίησης, που είναι ίσως η δυναμικότερη επανάσταση στην ιστορία του ανθρώπου. Τα επόμενα σαράντα χρόνια η αύξηση του πληθυσμού των πόλεων του κόσμου θα είναι ίσως διπλάσια της συνολικής αύξησης του πληθυσμού που ο κόσμος γνώρισε τα τελευταία 6.000 χρόνια. […] Με αποτέλεσμα τα τεράστια προβλήματα των φτωχών συνοικιών, τις καταλήψεις ξένης γης και τη στέρηση της στέγης, προβλήματα που έχουν πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες σχεδόν παντού.”

- 18 -


Η σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη, μέχρι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ήταν χωρικά προσδιορίσιμη: το κέντρο, τα προάστια, η περιφέρεια των βιομηχανιών και των μεγάλων δικτύων κυκλοφορίας που συνδέουν όλες τις ζώνες της πόλης. Ύστερα, όμως η βιομηχανία αποχωρεί, μεταναστεύει προς τα φτηνά εργατικά χέρια των πόλεων του Τρίτου Κόσμου και η οικονομία αποκτά μια παγκοσμιοποιημένη μορφή πιο έντονη από ποτέ. Η έννοια της αστικοποίησης ξεπερνά πια τα αναγνωρίσιμα όρια των πόλεων και των πυκνοδομημένων αστικών κέντρων. Η γεωγραφία της πόλης αλλάζει προς ένα μοτίβο διεθνοποιημένης οικονομίας, οικουμενικά ενοποιημένης και ταυτόχρονα χωρικά διάχυτης.20 Στη σκιαγράφηση της συνθήκης αυτής, ο R. Koolhaas μας μιλά για την “Γενική πόλη” (Generic City), την ομογενοποιημένη αστική περιοχή η οποία έχει απολέσει τα ιδιαίτερα στοιχεία που συνέθεταν την ταυτότητα της. σαν τους μη-τόπους του Marc Augé, σταθμούς τρένων, αεροδρόμια, fast-food, χώροι που ανεξαρτήτως του χρόνου διαμονής μας, δεν τους έχουμε αποθηκεύσει στη μνήμη μας. Ο M. Davis μιλά για την οικολογία του φόβου, μια επιβεβλημένη εμμονή για ασφάλεια, επιβεβλημένη από την απουσία συλλογικής συνείδησης, η οποία έχει ανατρέψει τη βασική συνθήκη της λειτουργίας της πόλης, την κοινωνική συνύπαρξη, με την αυξανόμενη εσωστρέφεια. Τέλος, ο F. Ascher μας μιλά για την μετά-πόλη όπου οι τελετουργίες της πόλης, η κατοίκηση, η εργασία και κάθε είδους άλλη δραστηριότητα λαμβάνουν χώρο σε ένα ενιαίο πλαίσιο ετερογενών χώρων συχνά όμως ασύνδετων μεταξύ τους.

F. Ascher, Multimobility, Multispeed Cities, 2007 “Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του μητροπολιτικού τοπίου είναι η κινητικότητα των κατοίκων της, που πραγματοποιείται με πολλαπλούς τρόπους σε πολλαπλές ταχύτητες.”

- 19 -


Φωτογραφία από το άρθρο How China Is Screwing Over Its Poisoned Factory Workers Πηγή: http://tinyurl.com/oss94tk

- 20 -


Η εισήγηση του F. Ascher έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για να κατανοήσουμε την έννοια της πόλης σήμερα, στην εποχή της πληροφορίας. Η προσέγγιση του δεν είναι απορριπτική, αλλά επιδιώκει, μέσα από την ανάλυση των στοιχείων που διαμορφώνουν τη σημερινή εξελικτική πορεία των πόλεων, να αναγνωρίσει τις μεταβολές, τους κινδύνους και τις προκλήσεις που τίθενται για την αστική ζωή σήμερα. Η λειτουργία των πόλεων είναι άρρηκτα συνυφασμένη με ένα σύστημα τεχνικών αποθήκευσης και μεταφοράς πληροφοριών, αγαθών, αξίας και ανθρώπων. Η βελτίωση των τεχνικών αυτών είναι που επέτρεψε την ανάπτυξη των μεγαλουπόλεων, των μητροπόλεων. Ακόμα και η περίπτωση των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνίας και των ιδιωτικών μεταφορών, ως “μέσα” (agents) που λειτουργούν στη λογική της κοινωνίας, αποτελούν παραμέτρους που ενισχύουν την ανάπτυξη της μητρόπολης. Η διαφορά προκύπτει από το γεγονός ότι οι τεχνολογίες πληροφοριών, σε συνδυασμό με την αύξηση της ταχύτητας των μεταφορών, συνεισέφεραν σε μια αυξημένη “φορητότητα” των αγαθών, των ανθρώπων και των πληροφοριών επιτρέποντας την ύπαρξη μιας νέας κλίμακας αστική οργάνωση. Με τον τρόπο αυτό, η πόλη μπόρεσε να επεκτείνει τα όρια της τόσο ώστε να αφομοιώσει άλλες περιοχές σε ένα νέο εξαπλωμένο σχηματισμό, την “μετάπολη”, η οποία προκύπτει από τη σύνθεση ετερογενών, ασυνεχών και πολυκεντρικών αστικών περιοχών. Η μετάπολη χαρακτηρίζεται από δύο φαινόμενα αστικής οργάνωσης τα οποία σε συνδυασμό σκιαγραφούν τα αίτια της διάχυτης πόλης. Το πρώτο είναι το σύστημα των κόμβων και των ακτίνων (hub and spoke) το οποίο χάρη στη στην ταχύτητα των μεταφορών επιτρέπει την λειτουργία της πόλης μέσω ενός δίκτυου εστιών (δηλ. των κόμβων). Το δίκτυο αυτό μπορούμε να το δούμε σε ποικίλες κλίμακες, από αυτή της σύνδεσης πόλεων με το αεροπλάνο ή την πιο εστιασμένη σε μία πόλη, όπου οι δραστηριότητες συγκεντρώνονται γύρω από σταθμούς, διασταυρώσεις δρόμων επιτρέποντας την ύπαρξη της υπεραστικής πόλης. Το δεύτερο φαινόμενο είναι αυτό της διήθησης. Οι οδηγοί αυτοκινήτων, οι οποίοι κυριαρχούν στη σύγχρονη πόλη, μπορούν και υιοθετούν μια πιο ρευστή κυκλοφορία στην πόλη έχοντας τη δυνατότητα να κινηθούν σε ετερογενή περιβάλλοντα δίχως να ακολουθούν προκαθορισμένες ροές. - 21 -


Σε μια κοινωνία προσανατολισμένη στις επιλογές (choiceoriented society), όπου ο άνθρωπος επιζητά μια όλο και περισσότερο εξατομικευμένη, οικεία και ελέγξιμη σχέση με το περιβάλλον του, η διαρκής μετάβαση μεταξύ χώρων είναι απαραίτητη και είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί όλο και πιο εύκολα με τη διάδοση των σύγχρονων μέσων μεταφοράς και ειδικά με το αυτοκίνητο. Η εξέλιξη των μεταφορών και της τεχνολογίας επέτρεψε στον άνθρωπο να αποκτήσει μια ιδιαίτερη, προσωπική σχέση με το αστικό περιβάλλον που όμως προκαλεί την θραυσματοποίηση του. Παράλληλα, με την καθιέρωση της ιδιωτικής μετακίνησης, των τηλεπικοινωνιών και του διαδικτύου η αστική διασπορά οξύνεται. Ο κάτοικοι επιζητούν όλο και περισσότερο χώρο για να πραγματοποιηθούν οι δραστηριότητες τους. Μέσα από αυτή τη διαδικασία η πόλη εξαπλώνεται και ταυτόχρονα συμπυκνώνεται, σε διπλή κατεύθυνση που ο Ascher χαρακτηρίζει ως “Metropolization” και “Metapolization”. Η υπερκείμενη δομή παράγει “υπερτόπους" με πολλαπλές φυσικές και κοινωνικές διαστάσεις στους οποίους τα άτομα μπορούν να πραγματοποιήσουν ταυτόχρονα διαφορετικές δραστηριότητες, που ανήκουν σε ξεχωριστά κοινωνικά πεδία, με άλλα άτομα της επιλογής τους που δεν είναι απαραίτητο να έχουν φυσική παρουσία στον χώρο αυτό.

- 22 -


Η εξέλιξη της χωρικής οργάνωσης της πόλης από πάνω προς τα κάτω: α. Η οργάνωση της παραδοσιακής πόλης ως ένα δίκτυο κόμβων β. Η οργάνωση κόμβων και ακτίνων (hub & spoke) ως αποτέλεσμα των γρήγορων συστημάτων μεταφοράς γ. Ο συνδυασμός του συστήματος κόμβων και ακτίνων με τη διήθηση, τυπική της σύγχρονης πόλης των αυτοκινήτων που επιτρέπει την διήθηση της κυκλοφορίας προς όλες τις κατευθύνσεις του αστικού ιστού πηγή εικόνων: F. Ascher, Multimobility, Multispeed Cities

- 23 -


Β.3 Πολίτης

≠ Κάτοικος

Μέσα από τούτη την εξαιρετικά συμπυκνωμένη ανάλυση συνειδητοποιούμε πως δημιουργείται η πόλη, “ένα γεγονός από το οποίο ξεκινούν η κοινωνία και η ιστορία της ανθρωπότητας”.21 Οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τη φύση και δημιουργούν την πρώτη πόλη γύρω από ένα τεχνητά ορισμένο κενό χώρο, την αγορά. Έναν εμπορικό κόμβο που μετεξελίσσεται σε κοινωνικό και ιδεολογικό πυρήνα. Η οικονομική παραγωγή, από την αρχή του “χρόνου” της πόλης, είναι η βασική κινητήριος δύναμη ανάπτυξης της. Η οικονομία είναι που συνθέτει το έδαφος για την κοινωνική ζωή, τη συν-κατοίκηση σε μια πόλη μέσω της οποίας διαμορφώνεται η ιδεολογία που εξασφαλίζει τη συνοχή και την εύρυθμη λειτουργία.22 Η αγορά, αν και πάντα θα συντηρεί την βασική λειτουργική της υπόσταση, εκεί είναι που ο άνθρωπος συλλαμβάνει την έννοια του συν-οικισμού, “την πρόθεση και την ελεύθερη απόφαση του ανθρώπου να ζει φυσικά, πολιτικά, οικονομικά, πνευματικά και έννομα σε κοινωνία, καθώς επίσης και να αναγνωρίζει εκούσια τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η δημιουργία της κοινωνίας”.23 Έτσι ο άνθρωπος έγινε πολίτης, επέλεξε συνειδητά να αποτελέσει μέλος μια οργανωμένης κοινωνίας (της πόλης), να λάβει μέρος στη λήψη αποφάσεων για τα κοινά (πολιτική), με σεβασμό προς τους κανόνες λειτουργίας (την πολιτεία). Αυτή η συνθήκη και τα παράγωγα αυτής είναι που συνθέτουν τον πολιτισμό, και αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι η μετεξέλιξη του. _Αθ. Αραβαντινός, Η ανάγκη για μια σύγχρονη ανθρωπιστική πόλη, σελ. 206-207 “Άλλοτε, η πόλη, και γενικότερα ο οικισμός, διαμορφωνότανε και εξελισσότανε, όχι τόσο σαν οικονομική μονάδα, αλλά κυρίως σαν κοινωνικός χώρος. Ήταν δηλαδή μια έκφραση μιας κοινωνίας συνεκτικής που μέσω του οικισμού γινόταν πιο συνεκτική και - 24 -


ολοκληρωνόταν, μεταλλασσόταν και βελτιωνόταν […] Άλλοτε, το κέντρο της πόλης δρούσε όχι μόνο σαν ένας χώρος παροχής αγαθών και υπηρεσιών στον πολίτη, αλλά σαν κύριος πυρήνας μιας πολιτικής, κοινωνικής, πολιτιστικής ζωής. Η αρχαία αγορά δεν ήταν μόνο το εμπορικό κέντρο, αλλά κυρίως το σημείο όπου οι πολίτες συναντιόνταν, αντάλλασσαν απόψεις για τα κοινά ή ιδιωτικά θέματα, περνούσαν τον ελεύθερο τους χρόνο, δίδασκαν και διδάσκονταν και κυρίως ασκούσαν κριτική και συμμετείχαν με ενεργητικότητα και αίσθημα ευθύνης στις αποφάσεις της δημοκρατικής τους κοινωνίας.” “Είναι αλήθεια ότι στην προβιομηχανική πόλη σαν αξιόλογη κινητήρια δύναμη στη δημιουργία και την ανάπτυξη του κέντρου έδρασαν και οι καθαρά ματεριαλιστικές λειτουργίες (εμπόριο, οικονομικές υπηρεσίες κλπ.) Όμως πρυτάνευε σχεδόν πάντα μια ισορροπία ανάμεσα σε τέτοιες λειτουργίες και άλλες που υπηρετούσαν την κουλτούρα, την πολιτική, την θρησκεία, και πάνω απ’ όλα την ανθρώπινη επαφή.” Η σύγχρονη πόλη, εφόσον θεωρήσουμε ως αφετηρία της την τρίτη αστική επανάσταση, χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη πληθυσμιακή συγκέντρωση, την προαστιακή εξάπλωση, την υπέρσυγκέντρωση δραστηριοτήτων στο κέντρο της, τη φόρτιση αξόνων κυκλοφορίας, την τυποποίηση της κατασκευής χάρη στη βιομηχανική ανάπτυξη. Όμως, εκεί είναι που διαφαίνεται και η απαρχή των προβλημάτων της αστικής ζωής: ο κοινωνικός διαχωρισμός, η κοινωνική αποξένωση και ψυχολογική αλλοτρίωση είναι τα αποτελέσματα της υπέρ-ανάπτυξης των πόλεων και της μεγάλης πυκνότητας κατοίκησης.24 Στην προέκταση του αποσπάσματος του Αθ. Αραβαντινού, ο Ι. Δεσποτόπουλος μιλά για την “φαινομενική πόλη”.25 Έναν “πολεοειδή σχηματισμό” ο οποίος ανεξαρτήτως μεγέθους και πυκνότητας απαρτίζεται από ανθρώπους οι οποίοι συντηρούνται στη ζωή δίχως οικονομική ή πολιτική δραστηριότητα, ανθρώπους που άλλοτε αποτελούσαν το υπηρετικό προσωπικό ενός ηγεμόνα, άνθρωποι εφησυχασμένοι στην προστασία της πρόσδεσης σε μια μάζα που δεν τους παρέχει τη δυνατότητα να αναπτύξουν προσωπικότητα, να σκεφθούν ανεξάρτητα και να αποφασίσουν - 25 -


ελεύθερα. Η βιομηχανοποίηση των δύο περασμένων αιώνων, με την ραγδαία συγκέντρωση ανθρώπων, μετέτρεψαν την πόλη σε μια, λιγότερο ή περισσότερο, συμπαγή “αποθήκη” ανθρώπινου εργατικού δυναμικού, σε “πολεοδομικά συγκροτήματα” που σκιαγραφούν τη σύγχρονη “φαινομενική πόλη”. Αν και η εισήγηση του Αραβαντινού βασίζεται στην σύγκριση της ωραιοποιημένης αρχαιότητας με το σήμερα, δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε τη τομή που θέτει η βιομηχανική επανάσταση στο θεσμό της πόλης. Η εδραίωση του δευτερογενή και τριτογενή τομέα, στο πλαίσιο της ελεύθερης οικονομίας, εκτόπισε τις ανθρωπιστικές λειτουργίες καθότι δεν μπορούσαν να έχουν το απαραίτητο, για να επιβιώσουν, οικονομικό αντίκρισμα. Η ισορροπία μεταξύ των ματεριαλιστικών και ιδεολογικών λειτουργιών της πόλης χάνεται, στερώντας την αστική ενότητα και κατ’ επέκταση την δυνατότητα ύπαρξης ανθρώπινης κοινότητας. Η πόλη φαντάζει σε σύγχυση. Η βιομηχανοποίηση της κοινωνίας, επέφερε μια κενή σχηματοποίηση και καθιέρωσε την ατομική ιδιοκτησία με συνέπεια τη χαλάρωση των “κοινωνικών και ιδεολογικών συναρμογών”.26 Δημιουργούνται, έτσι, οι αντικοινωνικές καταστάσεις των πόλεων οι οποίες πηγάζουν από την δράση της ατομικής συνείδησης σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Η αυτονομία κάθε ανθρώπου αυξάνεται συνεχώς με την παροχή πληθώρας επιλογών που δημιουργούν αυτήν την πολυπλοκότητα, ενώ ταυτόχρονα πολλαπλασιάζεται η κοινωνική διαφοροποίηση. Η προσωπική ζωή του καθενός διαμορφώνεται από τη συμμετοχή σε ένα πλήθος ομάδων, την παρουσία σε ποικίλα περιβάλλοντα, πλέοντας σε ένα συνονθύλευμα προσωπικών και συλλογικών ιστοριών. Τα κοινωνικά πεδία, στα οποία μπορεί να βρεθεί, είναι διαφορετικής φύσεως. Διαφέρουν σε διάρκεια, μέγεθος και κίνητρο. Μπορεί να απαιτούν διάδραση συναισθηματική, πολιτισμική, οικονομική, μπορεί να είναι αμοιβαία ή ιεραρχημένη, μπορεί να πραγματοποιείται με προφορικό, γραπτό ή ψηφιακό λόγο κ.ο.κ. Προκειμένου κανείς να μπορέσει να αντεπεξέλθει σε αυτή την “αστρική” δομή πρέπει να είναι ικανός να αλλάζει εύκολα “κώδικες” επικοινωνίας, να μεταπηδά μεταξύ των διάφορων κοινωνικών και πολιτισμικών μοτίβων. Υπό αυτές τις συνθήκες ο σύγχρονος άνθρωπος φαντάζει να κινείται σαν μοναχικό πλοίο που μεταβαίνει διαρκώς από τον - 26 -


ένα τόπο στον άλλο ανελλιπώς. Κάθε τόπος είναι μια ετεροτοπία, όπως την ορίζει ο M. Foucault, είναι δηλαδή ο χώρος του οποίου τα χαρακτηριστικά τον καθιστούν, έστω φαινομενικά διαφορετικό από κάθε άλλο και ο οποίος ορίζεται από την αντανάκλαση-απόκρουση κάθε έτερης “θέσης”. Το κάθε πλοίο όμως είναι σαν να μην πλέει ποτέ. Η ταχύτητα με την οποία κινείται χάρη στα σύγχρονα μέσα δίνουν την αίσθηση ότι είναι μονίμως αγκυροβολημένο. Η φαντασία, το απρόσμενο, η πηγαία ανθρώπινη έκφραση που έχει περιθώριο να βρει έκφραση μονάχα στο “κενό”, τελικά δεν εκδηλώνεται ποτέ. M. Foucaoult, Ομιλίες και Γραπτά 1984, Περί αλλοτινών χώρων Με άλλα λόγια, δεν ζούμε σε ένα κενό, στο οποίο μπορεί κανείς να τοποθετήσει άτομα και πράγματα. Δεν ζούμε μέσα σε ένα κενό , που μπορεί να χρωματιστεί με διάφορες αποχρώσεις, αλλά σε ένα σύνολο από σχέσεις που προσδιορίζουν θέσεις απαράβατες και σε καμία περίπτωση υπερκείμενες μεταξύ τους. Ταυτόχρονα με την πυκνή συγκέντρωση έτερων τόπων, συντελείται και μια αντίρροπη διαδικασία σε χώρους οι οποίοι υπάρχουν απογυμνωμένοι από οποιαδήποτε κοινωνική ταυτότητα, χώροι που εξυπηρετούν, σε αποστειρωμένο περιβάλλον, καθημερινές λειτουργικές ανάγκες του ανθρώπου. Αυτοί είναι οι μη-τόποι του Marc Augé. Τέτοιες είναι οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για την επιταχυμένη κυκλοφορία των επιβατών και των προϊόντων, δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας και σιδηρόδρομοι, οι κόμβοι αυτών, τα αεροδρόμια, ακόμα και τα μέσα κίνησης σε αυτές καθώς και τα εμπορικά κέντρα, τα σουπερ-μάρκετ, ακόμα και τα κέντρα υποδοχής μεταναστών.27 Αυτοί οι μη-τόποι είναι μάλλον το “κενό” που ο Foucault αναζητά, όμως η ύπαρξη τους έχει ήδη περιοριστεί από ένα “εγχειρίδιο” χρήσης που ακυρώνει την ελευθερία που θα ήθελε κανείς να προσμένει. _Marc Augé, Non-Places, σελ. 77 If a place can be defined as relational, historical and concerned with identity, then a space which cannot be

- 27 -


defined as relational, or historical, or concerned with identity will be a non-place. Η “εικόνα” ενός περιβάλλοντος για να έχει ταυτότητα πρέπει να μπορεί να υπονοεί τη διαφοροποίηση του από το “άλλο”, να ξεχωρίζει και να εκφράζει την ιδιαιτερότητα του. Τότε μόνο μπορεί να υπάρξει μια χωρική συσχέτιση με τον άνθρωπο, παρατηρητή και να γίνει ουσιαστικός χρήστης αυτού. Τότε μπορεί ο χώρος να αποκτήσει λόγο ύπαρξης όταν θα δώσει στον άνθρωπο ένα πρακτικό ή συναισθηματικό αντίκρισμα.28 Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συμβαίνει στην περίπτωση των μητόπων. Με την είσοδο σε έναν μη-τόπο ο άνθρωπος απογυμνώνεται από τα ιδιαίτερα στοιχεία της ταυτότητας του, γίνεται χρήστης, επιβάτης, πελάτης, οδηγός. Δεν υπάρχει ορισμένη ταυτότητα σε ένα τέτοιο χώρο. Η ταυτότητα που φέρει το εκάστοτε άτομο, οι επιθυμίες και οι σκέψεις του δεν γίνεται να μεταδοθούν, καθότι η παρουσία του είναι δυνατή μόνο με την “εκπομπή” μιας γενικής “εξ εγχειριδίου” ταυτότητας. Η συνδιαλλαγή με το “άλλο” δεν είναι εφικτή.29 Κάθε μονάδα είναι αυτονομημένη, ανεξάρτητη και ταυτόχρονα αποκομμένη από τις υπόλοιπες που την περιβάλουν. Ο χρήστης του μη-τόπου βρίσκεται σε μια συμβατική σχέση με αυτόν, σε συμβόλαιο χρήσης που αποτελεί προκαθορισμένη τυποποιημένη διαδικασία. Η σχέση αυτή του φανερώνεται ανά τακτά διαστήματα που του υπενθυμίζουν την σύμβαση αυτή: όταν ακυρώνει ένα εισιτήριο, όταν φτάνει πια η σειρά του να εξυπηρετηθεί στην ουρά κοκ.30 Έχοντας, λοιπόν, παρακολουθήσει την ιστορία της ανάπτυξης του θεσμού της πόλης βλέπουμε πως τα τοπία που κατοικεί ο άνθρωπος αποκτούν έναν όλο και περισσότερο αποκοινωνικοποιημένo, αποστειρωμένο αισθητικά χαρακτήρα, απομακρυσμένο από την ανθρώπινη παρουσία.31 Ανεξάρτητα από το χώρο που εκτυλίσσεται, σε τόπους ή μη-τόπους, η επικοινωνία υπονομεύεται. Ο εμπειρία της πόλης σκιαγραφείται από ένα μοτίβο εφήμερων καταστάσεων. Όπως μια ταινία η οποία δεν έχει μια φυσική χρονική συνέχεια, η ζωή γίνεται αποσπασματική. Στη σύγχρονη πόλη του πυκνού δικτύου μεταφορών, του ποικιλόμορφου μωσαϊκού χρήσεων, η συγκατοίκηση πραγματώνεται δίχως λόγια, μέσα από μηχανικές, αφαιρετικές χειρονομίες σε μια κοινωνία που - 28 -


παραδίδεται σε μια ερημική ατομικότητα, που φευγαλέα βασίζεται στο προσωρινό, στο εφήμερο.32 Τελικά, οι έννοιες της “φρόνησης” και της συν-κατοίκησης που αναδείχθηκαν ως στοιχεία μείζονος σημασίας για την συνοχή και τη λειτουργικότητα της πόλης, σήμερα, φαντάζουν εξασθενημένα. Ο άνθρωπος έχει πάψει να διακατέχεται από το αίσθημα του πολίτη, συνειδητά ενεργού μέλους της κοινωνίας. Φαίνεται να έχει μετατραπεί σε απλό κάτοικο, παθητικό δέκτη των εξελίξεων.

- 29 -


Β.4 Για την Αθήνα

_Charles Mercer, Living in Cities-Psychology and Urban Environment, σελ.11 Στη σύγχρονη πόλη, η συνήθης έκφραση της ή μάλλον “σύσταση” της σε ποικίλες αναλογίες είναι μια ζούγκλα από μπετόν και ένα ανθρώπινο ζωοτροφείο.

Αθήνα, προσωπικό αρχείο

- 30 -


Η Αθήνα γίνεται πρωτεύουσα με διάταγμα το 1833, μια πόλη 12.000 περίπου κατοίκων,33 και αποκτά το πρώτο της ρυμοτομικό σχέδιο από τους Στ. Κλεάνθη και Ed. Schaubert. Τα χρόνια αυτά, η πόλη δεν είναι παρά “μια μονότονη μάζα από συντρίμμια και σκόνη”34 όπου η Ακρόπολη και το Θησείο μαρτυρούν την ιστορικότητα της πόλης.35 Οι βάσεις ανάπτυξης της τίθενται προς τα τέλη του 19ου αιώνα με το συνδυασμό τριών παραμέτρων: τη δύναμη του κράτους, την ισχύ του κεφαλαίου και τη δυναμική δημογραφική ανάπτυξη. Ο κρατικός μηχανισμός και η οικονομική και επιχειρηματική ανάπτυξη που εξασφαλίζει η συνθήκη αυτή επιτρέπουν την ανάπτυξη μιας αστικής τάξης προς δύο κατευθύνσεις. Από τη μία, το σύνολο των ανθρώπων που απορροφώνται σε δημόσια λειτουργήματα και από την άλλη ένα σύνολο επιχειρηματιών που επενδύουν σε μια αργή εκβιομηχάνιση. Με τον τρόπο αυτό εισάγεται το κεφαλαιοκρατικό σύστημα στην αθηναϊκή πραγματικότητα, το οποίο εκμεταλλεύεται και ταυτόχρονα εξασφαλίζει για το πλήθος των μεταναστών που συρρέουν στην πόλη στην αναζήτηση εργασίας με σεβαστό μισθό. Δημιουργείται, έτσι, η απαραίτητη μάζα παραγωγών και καταναλωτών που θέτουν τις βάσεις για μια σταθερή εξέλιξη της πρωτεύουσας. Η κοινωνική γεωγραφία της πόλης διαμορφώνεται από ένα ευρύ λαϊκό στρώμα που απασχολείται στη βιομηχανία, τη μεταποίηση ή παρασιτικά επαγγέλματα, ένα διευρυμένο μεσαίο κοινωνικό στρώμα, κυρίως υπαλλήλων, των οποίων η οικονομική δύναμη μεταφράζεται γρήγορα σε μια “κοσμοπολίτικη επιδειξιομανία”36 και, τέλος, μια ανώτερη “αστική” τάξη η οποία εδραιώνει όλο και περισσότερο την επιρροή της στη διαχείριση του κεφαλαίου. Η χωροθέτηση των κοινωνικών στρωμάτων στη πόλη είναι εύκολα αναγνωρίσιμη. Η πόλη χαρακτηρίζεται από μια διχοτόμηση μεταξύ της ανατολικής και δυτικής πλευράς ως προς τον άξονα βορρά-νότου που ορίζεται αρχικά από τις οδούς Αιόλου και Αθηνάς και αργότερα, πιο έντονα με τον Κηφισό ποταμό. Στα δυτικά, η ελαφριά κλίση του Αιγάλεω επιτρέπει την εύκολη εγκατάσταση των χαμηλότερων στρωμάτων, συνήθως με αυθαίρετα κτίσματα. Σε αντίθεση, η ανατολική πλευρά της απότομης πλαγιάς του Υμηττού είναι ο τόπος σταδιακής εγκατάστασης μεσαίων και ανώτερων - 31 -


τάξεων, από τους πρόποδες του βουνού και τη Γλυφάδα ως το Χαλάνδρι. Η κατευθυνόμενη εγκατάσταση των λαϊκών συνοικιών στα δυτικά, προς τις βιομηχανικές ζώνες είναι προφανής.37 Το 1920, εξαιτίας της μικρασιατικής καταστροφής, αποτελεί σημαντική χρονική τομή για την πρωτεύουσα. Στη, μέχρι τώρα, αργή δημογραφική ανάπτυξη προστίθενται ένα εκατομμύριο Έλληνες με, ως επί το πλείστο, ανώτερο μορφωτικό επίπεδο από τους αυτόχθονες επιτρέποντας την εδραίωση του καπιταλισμού στην ελληνική επικράτεια. Η τάση υπερτροφικής ανάπτυξης της πόλης γίνεται, πλέον, σαφής. Η μαζική μετανάστευση προς την Αθήνα, που ξεκινά το 1922, εγκαθίσταται ανάμεσα στη γραμμή Αθήνας-Πειραιά, εξαπλώνεται και σταδιακά ενώνει τους δύο πόλους της πόλης. Οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις, ενίοτε με σκοπούς πολιτικής χειραγώγησης, μεταξύ ανατολικής και δυτικής πλευράς γίνονται όλο και πιο διακριτές, 38 με λιγοστές εξαιρέσεις εργατικών συνοικιών-θυλάκων που τείνουν να ενσωματωθούν, λόγω εγγύτητας, από την αστική τάξη. Η δημογραφική και γεωγραφική ανάπτυξη της πόλης τις επόμενες δύο δεκαετίες σημειώνει ραγδαία άνοδο39 , οδηγώντας με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι οι δείκτες αυτοί είναι άρρηκτα συνυφασμένοι με την οικονομική ευημερία της πρωτεύουσας.40 Η παρατήρηση του Guy Burgel είναι χαρακτηριστική του πνεύματος της εποχής και του τρόπου που η πόλη εξαπλώνεται: “Δεν υπάρχουν διαφυγές ούτε ελεύθεροι χώροι, ελάχιστες δημόσιες πλατείες. […] Την πόλη χτίζει το πνεύμα του κέρδους, η κερδοσκοπία”.41 Δ. Καρύδης, Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας, σελ. 269 “Η πολλαπλών εκδοχών πολεοδομική εικόνα που “ζωγραφίζεται” στην Αθήνα λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος αντικατοπτρίζει τις βαθιές κοινωνικές διαιρέσεις που διαπερνούν τον αστικό ιστό της πρωτεύουσας.” Η μ ε τ α π ο λ ε μ ι κ ή π ε ρ ί ο δ ο ς σ τ η ν Αθ ή ν α ε ί ν α ι χαρακτηριστική απόδειξη του διαφορετικού τρόπου ανάπτυξης της πόλης σε σχέση με τις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης. Η αστικοποίηση δεν καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την εκβιομηχάνιση της πρωτεύουσας. Από τα πρώτα κιόλας μεταπολεμικά χρόνια, η μεγαλύτερη επένδυση για την τόνωση της οικονομίας γίνεται στην οικοδομική δραστηριότητα. Είτε μιλάμε για - 32 -


Πάνω: Αθήνα, 1841 Πηγή: http://tinyurl.com/q4pltau Κέντρο: Μικρασιατική Καταστροφή, Σμύρνη & Αθήνα Πηγή: http://tinyurl.com/r8tn0co

- 33 -


την νόμιμη, εντός σχεδίου ανοικοδόμηση, συνήθως με την μέθοδο της αντιπαροχής, είτε, εκτός σχεδίου, με αυθαίρετα κτίσματα, πρόκειται για μια συνθήκη που απέχει από το οργανωμένο σύστημα ανάπτυξης των πόλεων της Δύσης. Η επέκταση της Αθήνας πραγματοποιείται δίχως κάποιο ορισμένο σχέδιο από το κράτος ή μεγάλους ιδιωτικούς φορείς. Έπειτα, η δικτατορία επιτρέπει την ακόμα μεγαλύτερη κερδοσκοπία μέσω της ανοικοδόμησης πολυκατοικιών. Τα αυθαίρετα της δυτικής πλευράς της Αθήνας νομιμοποιούνται και οι λαϊκές γειτονιές πυκνώνουν με την καθ’ ύψος δόμηση η οποία εν συνεχεία, και σε συνδυασμό με την παγίωση της παιδείας, διαμορφώνουν μια βάση κοινωνικής ανόδου η οποία “μεσοαστικοποιεί” κάπως την δυτική Αθήνα. Ταυτόχρονα, η έντονη χωρική ετερογένεια της πόλης αμβλύνεται με την μετατόπιση της εργατικής τάξης προς περιοχές πιο μικτές από κοινωνική άποψη.42 Μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70 η γεωγραφία της πόλης μεταβάλλεται για ακόμα μια φορά με την εγκατάσταση των αστικών στρωμάτων στην περιφέρεια της πόλης, στα προάστια, που μέχρι πρότινος ήταν περιοχές εξοχικής κατοικίας, και με την μεταφορά λαϊκών στρωμάτων σε πολλές περιοχές του κέντρου. Η επίδραση του δρόμου και του αυτοκίνητου είναι εμφανής σε μια πόλη που εξαπλώνεται και μετατρέπεται σε μια πολυκεντρική αστική περιοχή.43 Με την χωρική εξάπλωση της πόλης ο κοινωνικός διαχωρισμός γίνεται πλέον λιγότερο εμφανής. Αν και η παραδοσιακή, πλέον, διάκριση δεν παύει να υπάρχει όπως δείχνει η απογραφή του 1991: “ο διαχωρισμός αυτός συγκροτείται, πέρα από την γνωστή διάκριση μεταξύ ανατολικής και δυτικής πλευράς, με τη διαμόρφωση πόλων συγκέντρωσης των υψηλότερων κοινωνικόεπαγγελματικών κατηγοριών στα βορειοανατολικά, τα νότια προάστια σε ορισμένα τμήματα του κέντρου, στην αντίστοιχη συγκέντρωση των χαμηλότερων κατηγοριών στις παρυφές του Πειραιά, στα βορειοδυτικά και σε περιοχές εκτός του ΠΣ, στη διαμόρφωση ενός κλοιού χαμηλών-μεσαίων στρωμάτων γύρω από το κέντρο και, τέλος, σε σημειακές συγκεντρώσεις περιθωριακών ομάδων σε διάφορες περιοχές, ιδιαίτερα της δυτικής πλευράς”.44 Η κοινωνική γεωγραφία της πόλης, η οποία είχε βρεθεί σε μια σχετική ισορροπία και στασιμότητα, αναταράσσεται για ακόμη μια φορά μετά τη δεκαετία του ’90. Μετανάστες, πρόσφυγες και άλλες μειονότητες εγκαθίστανται στην Αθήνα, όπως και σε όλη την - 34 -


Αθήνα, 1953 πηγή: http://tinyurl.com/q7t4r3h

- 35 -


Ευρώπη, δημιουργώντας θύλακες στις υποβαθμισμένες περιοχές των πόλεων. Η έντονη μεταναστευτική πορεία περασμένων δεκαετιών από την νοτιοανατολική Ευρώπη προς τη δυτική αντικαθίσταται σε μεγάλο βαθμό από τη μετανάστευση πληθυσμών από την Αφρική και την Ανατολή. Μέχρι αυτό το σημείο η Αθήνα, ως μεσογειακή πόλη, είχε μια σχετικά διαφορετική πορεία ανάπτυξης από αυτή των πόλεων της Δύσης. Όπως παρατηρεί η Λ. Λεοντίδου, “στο τοπίο της μεσογειακής πόλης γενικότερα, αντιστρέφεται το μοντέλο της άγγλο-αμερικανικής πόλης […] που ήθελαν τους φτωχούς στο κέντρο και τους πλούσιους στην περιφέρεια των μεγαλουπόλεων”, ενδεχομένως λόγω της έκτασης που λαμβάνουν η άτυπη οικονομία, η αυτοστέγαση και η γενικότερη απουσία σχεδιασμού.45 Στην περίπτωση της Αθήνας, με το πέρασμα του χρόνου και την χωρική επέκταση της πόλης η διαπίστωση της φαντάζει να εξασθενεί. Η έννοια με την οποία προσδιορίζουμε το κέντρο σήμερα σε σχέση με το παρελθόν και η κοινωνική ταυτότητα των περιοχών φαντάζει να μεταβάλλεται, όχι απόλυτα, αλλά σίγουρα σε μια υβριδική κατάσταση μεταξύ μεσογειακής και δυτικής πόλης. Η εξέλιξη της πόλης τα τελευταία 20 χρόνια μας είναι λίγοπολύ γνωστή. Μεγάλα δημόσια ή ιδιωτικά έργα όπως αυτά των Ολυμπιακών Αγώνων, της Αττικής Οδού και του πρόσφατου Κέντρου Πολιτισμού ΙΣΝ, επαναπροσδιόρισαν την κλίμακα της πόλης και την ταυτότητα της στον παγκόσμιο χάρτη. Παράλληλα, η εύθραυστη οικονομία, που ο Guy Burgel αναγνωρίζει στη ελληνική πραγματικότητα πριν από 40 χρόνια, αποδεικνύεται σήμερα με τον πιο επώδυνο τρόπο, ιδίως στην πρωτεύουσα. Η συγκυρία αυτή φαντάζει εξαιρετικά σύνθετη για να αναλυθεί περαιτέρω στο πλαίσιο αυτής της έρευνας, είναι όμως σημαντικό να αναγνωριστεί και να μας προβληματίσει.

- 36 -


“Ο αθηναϊκός οικονομικός χώρος ταυτίστηκε πάντα με το σύνολο της χώρας”46, ενώ η γεωγραφική θέση της πρωτεύουσας μικρή σημασία φαντάζει να έχει σε σύγκριση με την υπερτροφική συγκέντρωση του τριτογενή τομέα, δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων. Η υπερμεγέθης έκταση της Αθήνας, ειδικά σε σύγκριση με την γενικότερη έκταση της χώρας, είναι το δημιούργημα του συνδυασμού του αστικού και βιομηχανικού φαινομένου, ακόμα και αν το δεύτερο δεν μπορεί να συγκριθεί με την ένταση του στη δυτική Ευρώπη. Τα στοιχεία αυτά είναι εκείνα από τα οποία δημιουργείται: “ένα σώμα ασυνήθιστων διαστάσεων, μια μεγάλη κατοικημένη περιοχή και μια μεγάλη οικονομική μητρόπολη, δηλαδή η Αθήνα.” Guy Burgel, Αθήνα: Η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας, σελ. 71 Η χωροταξική διάρθρωση της Αθήνας κατά τη μεταβολή της, από μια πόλη μερικών χιλιάδων κατοίκων μέχρι σήμερα, πρακτικά δεν ελέγχθηκε ποτέ. Τα ρυθμιστικά σχέδια λίγη επιρροή μπόρεσαν να έχουν στην προσπάθεια περιορισμού της πόλης σε όρια που ήταν ήδη ξεπερασμένα. Από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τα μεσογειακά και βαλκανικά στοιχεία των χαμηλών σπιτιών, της λαϊκής αγοράς και των μικρομάγαζων φθίνουν μπροστά στην ανάπτυξη στη βάση του δυτικού αστικού προτύπου. Ο Guy Burgel, όντας κατηγορηματικός, χαρακτηρίζει την Αθήνα “αποτυχημένη” από άποψη εσωτερικής διάρθρωσης, όμοια με την περιφερειακή ισορροπία της χώρας. Η συναισθηματική επαφή με την αρχαιότητα πέρα από το λόφο της Ακρόπολης δεν συναντάται παρά μόνο σε τοπωνυμίες.47 Η πόλη επεκτάθηκε καθ’ ύψος αλλά και ως προς την περιφέρεια της. Στο κέντρο εξαφάνισε την πλειονότητα των χαμηλών σπιτιών για να τα αντικαταστήσει με πολυκατοικίες, ενώ ταυτόχρονα καταπάτησε τα βουνά και τις παράκτιες ζώνες χάρη στην επέκταση των αυτοκινητοδρόμων. Μια οικονομική και οικοδομική δραστηριότητα μιας εποχής που έχει πια παρέλθει. Η Αθήνα μετετράπη πια σε μια μετά-πόλη του Ascher, σε μια - 37 -


διευρυμένη πολυκεντρική αστική περιοχή κόμβων και ακτίνων (hub and spoke). Ωστόσο, η Αθήνα χαρακτηρίζεται από μια ιδιαιτερότητα: λόγω της ταχύτητας ανάπτυξης της, οι ποικίλες διαιρέσεις του χώρου χαρακτηρίζονται από μια σχετική ομοιομορφία και δεν μαρτυρούν την ιστορική ανάπτυξη της πόλης. Ξεχωρίζουν μόνον από το γεγονός ότι εσωκλείουν κοινωνικές διαφορές. Οι διαφορές αυτές μπορεί να μην ισχύουν σε απόλυτη τιμή πλέον, είναι όμως αποτυπωμένες στη συνείδηση των κατοίκων. Η αταξία του χώρου και η παραγόμενη αρχιτεκτονική είναι ενδεικτικές των συγκρουόμενων κοινωνικών και οικονομικών δυνάμεων και του επιβαλλόμενου δυτικού τρόπου ζωής. Η εισαγωγή του κεφαλαίου στη λειτουργία της πόλης είναι προφανής, όπως και η αστάθεια της οικονομίας, όπως αποδείχτηκε, που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην οικοδόμηση. Το αποτέλεσμα αυτών των συνιστωσών είναι μια κοινωνία η οποία έχει συγχρόνως “προλεταριοποιηθεί, εκδημοκρατιστεί και διασπαστεί” σε ένα πολιτισμό που εκφράζεται όλο και περισσότερο μέσα από έναν “όλο και πιο διαφοροποιημένο χώρο”.48

_Guy Burgel, 1975, Αθήνα, σελ. 402 Στην Αθήνα, ακόμη και στην τόσο απλή ζεστή δημοτική, χρησιμοποιείται όλο και λιγότερο ο ενικός, ακόμη και σε εκείνους που προσφέρουν υπηρεσίες. Ο φαινομενικός αυτός σεβασμός προς τους άλλους δεν είναι παρά αδιαφορία για την τύχη τους. Η ρήξη της περίφημης διαλεκτικής ανάμεσα στον αφέντη και τον υπηρέτη σημαίνει λιγότερο την αμοιβαία ελευθερία και περισσότερο τη συνύπαρξη σε διαφορετικούς πνευματικούς και κοινωνικούς κόσμους και τελικά σε διαφορετικούς χώρους. Ο αστικός χώρος, διαιρεμένος λόγω των κοινωνικών διακρίσεων, δεν είναι παρά το προϊόν μιας κατατετμημένης και ανταγωνιστικής κοινωνίας.

- 38 -


Η Αθήνα αποτελεί ένα συνονθύλευμα από ετεροτοπίες. Η επανάληψη της τυποποιημένης πολυκατοικίας και η υπονόμευση του δημόσιου χώρου είναι στοιχεία που επιτρέπουν την καθιέρωση μιας μερικώς αόρατης ετερογένειας. Η αστική περιοχή της πρωτεύουσας, τόσο σε μικρή όσο και σε μεγάλη κλίμακα συγκροτείται με βάση το το διπλό μοντέλο του Ascher, των κόμβων και ακτίνων (hub & spoke). και της διήθησης. Οι κυκλοφοριακοί και ιδίως οι συγκοινωνιακοί κόμβοι αποτελούν τα κέντρα (τους κόμβους) της αστικής περιοχής. Η απομάκρυνση από αυτά σημαίνει τη μείωση της χωρικής πυκνότητας, αλλά ταυτόχρονα και μιας κοινωνικής χαλάρωσης. Άλλωστε, είναι μια πόλη διάσπαρτη, που έχει δομηθεί από “ιδιώτες” και όχι από “πολίτες”, δίχως ένα συνολικό σχεδιασμό.49 Η εξέλιξη αυτή της πόλης είναι αναμενόμενη. Το φαινόμενο της ιδιοκτησίας γης από όλα τα κοινωνικά στρώματα αποδίδει, ευτυχώς, έναν παράδοξο κοινωνικό χαρακτήρα στην πόλη, χάρη στον τρόπο επέκτασης της (αγροτική/ περι-αστική/ αστική γη). Το γεγονός αυτό, αφενός βοηθά στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης και αποτρέπει την εμφάνιση παραγκουπόλεων. Αφετέρου, όμως, η διασπορά της ιδιοκτησίας επιτρέπει στο ατομικό συμφέρον να λειτουργεί σε βάρος του συλλογικού.50 Η Αθήνα δεν είναι πια μια πόλη, ορισμένη ολότητα, όπως στην αρχαιότητα. Είναι μια αστική περιοχή. Δεν είναι η αρχαία Αθήνα,. Είναι η Αθήνα από το Φάληρο έως την Κηφισιά,, από το Κερατσίνι έως τη Βουλιαγμένη και ακόμα παραπέρα, όσο και αν στην συνείδηση μας προσπαθούμε να την περιορίσουμε. _Εκλάμψεις της πόλης, Τάκης Κουμπής, σελ. 45 Αν η αρχαία Αθήνα αποτέλεσε την αρχετυπική μορφή δημοκρατικής πόλης με την εξύψωση του δημόσιου χώρου και της συλλογικότητας σε πρωταρχικές έννοιες, η σ ύ γ χ ρ ον η Αθ ή ν α ν ο μ ι μ ο π ο ί η σ ε π λ ή ρ ω ς τ η ν αποδιάρθρωση τους, δηλαδή της εξαφάνιση του δημόσιου χώρου και την κυριαρχία ασυμφιλίωτων ατομικοτήτων, τη διακεκομμένη συλλογικότητα και την αποποίηση κάθε κοινότητας.

- 39 -


πάνω: Levitation-Parthenon, εικόνα του Giuseppe Lo Schiavo κάτω: Αθήνα 2015, πηγή: http://tinyurl.com/nzvljkq

- 40 -


Η Αθήνα είναι μια πόλη που αναπτύχθηκε με θραύσματα. Παρ’ όλα αυτά τα θραύσματα της αυτά φαίνεται να συντίθενται με έναν απροσδιόριστο τρόπο, σε μια μεγάλη μητρόπολη στη γωνιά των των Βαλκανίων.

_Εκλάμψεις της πόλης, Τάκης Κουμπής, σελ. 46 “Η σύγχρονη πόλη κατασκευάζεται τιθέμενη επί της παλαιάς, “σπέρνοντας” στην ίδια τοπογραφία αποσπάσματα ενός ασυνεχούς και ετερογενούς συνόλου, ενός διασπασμένου κόσμου. Μέσα απ’ αυτές τις συσχετίσεις, τις συγκολλήσεις των αποσπασμάτων που κατά βάση είναι συμπτωματικές ή χωρίς εμφανείς αιτίες, προκύπτουν νέοι ετερογενείς πολεοδομικοί ιστοί με εμφανή τα σημάδια της καθημερινής φθοράς, της σκληρής χρήσης, του ασυντήρητου, της εγκατάλειψης, του ερειπίου, του αντίθετου, του φωτεινού, του άφωτου.

- 41 -


Γ. Τουρισμός, η ιστορία και η πόλη Έχοντας κατανοήσει τον τρόπο που η πόλη ως θεσμός αναπτύσσεται η έρευνα μετατίθεται στη μελέτη του τουρισμού. Η αναζήτηση ακολουθεί μια αναλυτική πορεία παράλληλη των προηγούμενων κεφαλαίων με στόχο την ανάδειξη των σημείων όπου ο τουρισμός και η πόλη συναντώνται. Στο πρώτο σκέλος ως στόχος τίθεται η κατανόηση του τρόπου που ο τουρισμός εμφανίζεται και ωριμάζει ως βασική ανθρώπινη δραστηριότητα. Για την δόμηση του εγχειρήματος η μελέτη ξεκινά από τους πρώτους ταξιδευτές έως τις πρώτες μαζικές εξορμήσεις. Η ιστοριογραφία αυτή μας επιτρέπει να καταλάβουμε τον τρόπο που η έμφυτη κινητήριος δύναμη του ανθρώπου για εξερεύνηση μετατρέπεται σε κυρίαρχη επιχειρηματική δραστηριότητα μετά την τρίτη αστική επανάσταση. Έχοντας κατανοήσει των τρόπο που ο τουρισμός γεννάται μεταβαίνουμε στην περιγραφή του χαρακτήρα που αποκτά καθώς μετατρέπεται σε μαζικό προϊόν. Η έρευνα εστιάζει στην παγκόσμια εξάπλωση του τουρισμού και που αυτός κατευθύνεται. Αναλύονται τα γενικά χαρακτηριστικά του και οι επιπτώσεις που έχει στον κόσμο, ενώ αποκρυσταλλώνεται η ιδιαίτερη διάσταση που αποκτά το βλέμμα, το τοπίο καθώς και οι διαπροσωπικές σχέσεις των τουριστών. Έτσι, οι παρατηρήσεις που οι περισσότεροι γνωρίζουμε εμπειρικά και μπορούμε διαισθητικά να δικαιολογήσουμε αποκτούν επιστημονική κατοχύρωση. Έπειτα, γίνεται μια κριτική θεώρηση του μαζικού τουρισμού και μιας κατάστασης κορεσμού που πλέον τον διακατέχει. Περιγράφεται ο τρόπος που ο συνειδητοποιημένος τουρίστας πλέον αποκτά συνείδηση της θέσης του, αλλά και η συνεχής προσπάθεια της τουριστικής επιχειρηματικότητας να είναι ελκυστική. Κατανοούμε έτσι πως η φύση του τουρισμού διαχέεται σε όλες της εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου. Τέλος, μελετάται η σχέση της σύγχρονης πόλης με τον τουρισμό. Αναδεικνύεται η μετατροπή της πόλης σε ένα τοπίο αστικού τουρισμού και η διάχυση της φύσης του τουρισμού στη δομή της πόλης, της κοινωνίας και της ψυχολογίας των ανθρώπων.

- 42 -


Γ.1 Συνθέτοντας τον τουρισμό Στις προ-νεωτερικές κοινωνίες ο τουρισμός προφανώς δεν είχε την δομή με την οποία τον νοούμε σήμερα, αλλά πρακτικά συνίστατο από οργανωμένα ταξίδια που πραγματοποιούσε ένας περιορισμένος αριθμός εύπορων ανθρώπων. Αρχή αποτέλεσε η εδαφικά εδραιωμένη, και επί δύο αιώνες ειρηνική, Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία όπου αστοί ταξίδευαν κατ’ εξακολούθηση αναζητώντας απολαύσεις και συγκινήσεις, απομακρυσμένοι από την ανιαρή τους καθημερινότητα. Από το 13ο αιώνα και μετά παρατηρείται μια σταδιακή συστηματοποίηση της ταξιδιωτικής δραστηριότητας η οποία παρακινείτο από την θρησκεία. Την περίοδο αυτή θα συναντήσουμε τους πρώτους σταθμούς φιλοξενίας, αλλά και τα πρώτα ευρέως διαδεδομένα ταξιδιωτικά εγχειρίδια -αναλογικά βεβαίως της εποχής. Το προσκύνημα -pilgrimage- των ταξιδευτών σταδιακά διαμορφώνεται από μια περιπλάνηση που περιλαμβάνει θρησκευτική λατρεία, πολιτισμό, αλλά και απόλαυση. Πλέον χαρακτηριστικό, το ταξίδι από τη Βενετία στους Αγίους Τόπους που το 15ο αι. πραγματοποιείται συστηματικά. Το “Grand Tour”, το ταξίδι των νεαρών απογόνων των αριστοκρατών της Δύσης προς την πηγή του Κλασικισμού αποτέλεσε την πλέον χαρακτηριστική προ-τουριστική δραστηριότητα από το 1600 έως και το 1800 περίπου. Ένα ταξίδι που μπορούσε να κρατήσει από μήνες έως χρόνια συνιστούσε μια απελευθερωτική τελετουργία, όπου συλλέγονταν πάσης φύσεως πολιτισμικά θραύσματα και εμπειρίες. Ο πιο σημαντικός μετασχηματισμός σε αυτό το χρονικό διάστημα που θα βοηθήσει να κατανοήσουμε και την ύστερη εξέλιξη του τουρισμού είναι η μετάβαση από το “κλασικό” Grand Tour στο “ρομαντικό”. Δηλαδή, η αλλοίωση του αρχικά ουδέτερου χαρακτήρα του ταξιδιώτη που εξερευνά και συλλέγει πληροφορίες από τους τόπους που επισκέπτεται, σε αυτόν που παθιάζεται και η πορεία του και το βλέμμα του υπαγορεύονται από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς. Το γεγονός αυτό είναι αξιοσημείωτο καθότι είναι η πρώτη φορά που - 43 -


ουσιαστικά συντελείται μια “αισθητικοποίηση” του τοπίου, όπου η εικόνα περικλείεται σε καθοδηγούμενα κάδρα προλογίζοντας ένα είδος “γραφικού τουρισμού”. 51 Με την είσοδο στο 19ο αιώνα η αίγλη του Grand Tour έχει εξασθενήσει πλήρως. Η έλευση της Βιομηχανικής Επανάστασης θα αποσπάσει το ενδιαφέρον μελέτης του Κλασικισμού, ενώ τα νέα μέσα μεταφοράς (σιδηρόδρομος, ατμόπλοιο κ.α.) θα αλλάξουν ριζικά τον τρόπο που ο κόσμος μετακινείται. Μια ιδιαίτερη αντιστροφή που παρατηρείται την περίοδο αυτή, και αξίζει να αναφερθεί, είναι ως προς τον χαρακτήρα του περπατήματος. Έως τώρα το περπάτημα ήταν μια αναπόφευκτη δραστηριότητα των φτωχών. Με την τεχνολογική πρόοδο αυτό αλλάζει. Με τη διάθεση εναλλακτικών επιλογών μετακίνησης το περπάτημα αποκτά μια αλλιώτικη αύρα. Αποκτά μια αισθησιακή διάσταση που εκδηλώνεται όταν κανείς διασχίζει το τοπίο και σώμα και πνεύμα γίνονται ένα μεταξύ τους και με την φύση. Ο περιπατητής πλέον εξερευνά τον τόπο πιο ενεργά αλλά αναζητά και το ίδιο του το “είναι”.52 Περιπατητής είναι πλέον ο καλλιτέχνης και ο διανοούμενος που αναδεικνύει την διάκριση ανάμεσα στον τουρίστα που αεικίνητος στοχεύει στον προορισμό, και τον ταξιδιώτη που απολαμβάνει την διαδρομή. Παράλληλα, προωθείται όλο και περισσότερο ένας ρομαντισμός που υποστηρίζει ότι όσοι ζουν στις νεοεμφανιζόμενες βιομηχανικές πόλεις θα επωφελούνταν από το να περνούν μικρές περιόδους μακριά από αυτές, να βλέπουν ή να βιώνουν τη φύση.53 Στις 5 Ιουλίου 1841 ο Thomas Cook οργανώνει την πρώτη εκδρομή η οποία σηματοδοτεί την απαρχή του νεωτερικού τουρισμού. Μεταφέρει 500 άτομα τα οποία αγόρασαν εισιτήριο μετ’ επιστροφής από το Leicester, 11 μίλια μακριά στο Loughborough προκειμένου να συμμετάσχουν σε πορεία διαμαρτυρίας κατά του αλκοόλ. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1851, θα μεταφέρει 150.000 άτομα που επιθυμούν να επισκεφτούν τη μεγάλη έκθεση του Λονδίνου στο φημισμένο Crystal Palace. 54 Η συνέχεια φαντάζει αυτονόητη δεδομένου ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα της Thomas Cook Group συνεχίζεται έως και σήμερα. Την ίδια εποχή ο J. Urry θεωρεί πως διαμορφώνεται το βασικό συστατικό του τουρισμού που θα καθορίσει την προοδευτική του εξέλιξη έως και σήμερα, δηλαδή το “βλέμμα”, η ενέργεια της “τουριστικής ενατένισης”. Μια ιδιότυπη μίξη που 
 - 44 -


Αφίσα διαφήμισης του ταξιδιωτικού πρακτορείου Thomas Cook πηγή: http://tinyurl.com/hm6ozhb

- 45 -


συνδυάζει τα μέσα συλλογικού ταξιδιού, την επιθυμία για ταξίδια και τις τεχνικές της φωτογραφικής αναπαραγωγής, που μάλιστα συνθέτουν ένα βασικό στοιχείο της δυτικής νεωτερικότητας γενικότερα.55 Το 1839 ξεκινά η παραγωγή του πιο χαρακτηριστικού εξοπλισμού ενός τουρίστα: η φωτογραφική μηχανή ερασιτεχνικής χρήσης. Η εφεύρεση βεβαίως απέχει από τα σύγχρονα δεδομένα καθώς πρόκειται για ένα ογκώδες κουτί που αποτυπώνει τη φωτογραφία με την τεχνική της δαγκεροτυπίας. Λίγες όμως δεκαετίες αργότερα, το 1890 o George Eastman θα διαθέσει στην αγορά κάμερα με φιλμ η οποία χωράει στην τσέπη ενός παλτού. 56 Έκτοτε, η δυνατότητα απαθανάτισης κάθε στιγμής άλλαξε ριζικά τον τρόπο που κάθε βίωμα του καθημερινού ή του ξεχωριστού καταγράφεται. Όμοια με τον flâneur, για τον οποίο θα μιλήσουμε εκτενέστερα σε ύστερο κεφάλαιο (Δ), ο επιβάτης του τρένου, του αυτοκινήτου, και ύστερα του αεροπλάνου, είναι κεντρικοί “ήρωες” της νεωτερικότητας. Η χωρική τους κίνηση και το βλέμμα τους αποκτούν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα που διαμορφώνεται από την όλο και πιο προοδευτική τεχνολογική, αλλά και κοινωνική και πολιτισμική εξέλιξη που έχει ήδη περιγραφεί. Το βλέμμα, και ιδιαίτερα το “τουριστικό”, φαντάζει όλα και πιο στατικό. Η θέα δεν είναι παρά μια δισδιάστατη σύνθεση σχημάτων, χρωμάτων και λεπτομερειών που ο άνθρωπος μπορεί συνεχώς να αλλάζει κινώντας τα μάτια του.57 Ο κόσμος διαμορφώνεται τελικά από συνεχώς μεταλλασσόμενη εικονογραφία, μια πολυδιάστατη ρευστή πραγματικότητα χώρων, ανθρώπων και υποσχέσεων που κανείς ατενίζει από το παράθυρο καθώς κινείται. Μόλις 20 χρόνια μετά τη διάθεση τη πρώτης φωτογραφικής μηχανής ο Oliver Wendall θα μιλήσει προφητικά για την συμμετοχή της φωτογραφίας στην υπονόμευση του κόσμου σε ένα συνονθύλευμα “φθηνών” και “μεταφερόμενων” επιφανειών: _Oliver Wendal (προσωπική μετάφραση) Υπάρχει μόνο το Κολοσσαίο ή το Πάνθεον. αλλά πόσα εκατομμύρια δυνητικών αρνητικών έχουν παραχθεί εκπρόσωποι δισεκατομμυρίων εικόνων - από τότε που ανεγέρθηκαν! Το θέμα για τις μεγάλες μάζες πρέπει πάντα να είναι σταθερό και αγαπητό. Η μορφή είναι 
 - 46 -


Αφίσα διαφήμισης της πρώτης κάμερας τσέπης από την Kodak το 1900 πηγή: http://tinyurl.com/yauvwexq

- 47 -


φθηνή και μεταφερόμενη. Έχουμε τον καρπό της δημιουργίας τώρα και δεν χρειάζεται να ασχολούμαστε επί της ουσίας. Κάθε αντικείμενο της Φύσης και της Τέχνης σύντομα θα ξεδιπλώσει τις επιφάνειές του για μας. Θα κυνηγήσουμε όλα τα περίεργα, όμορφα μεγάλα αντικείμενα, όπως κυνηγούν τα βοοειδή στη Νότια Αμερική, για τα δέρματά τους, και αδιαφορούν για τα ανάξια σπλάχνα τους. Όμως το βλέμμα δεν είναι μια παθητική οπτική κατανάλωση του τοπίου, είτε μιλάμε για την ενατένιση της φύσης ή μιας πόλης. Στην πραγματικότητα μιλάμε για μια σκηνοθετημένη οπτική και και χωρική διάταξη που παράγει ένα κάδρο προς παρακολούθηση, μια αποστασιοποιημένη εικόνα.58 Ο μετασχηματισμός που υπάγονται οι μητροπόλεις από το 19ο αιώνα ώστε να ανταποκριθούν στο νέο τρόπο οπτικής αντίληψης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ανοικοδόμηση του Παρισίου όπου ο Haussmann εκτοπίζει 350.000 ανθρώπους για την διάνοιξη των βουλεβάρτων. Μπορεί η στρατηγική αυτή να αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός μαζικού δικτύου μεταφορών που διευκόλυνε και την μετακίνηση των στρατιωτών, όμως ανακατασκεύασε και τον τρόπο που κανείς “κοιτάζει” την πόλη.59 Το Παρίσι πλέον θα αποτελεί έναν πρωτοποριακό προορισμό για τους ταξιδιώτες της νεωτερικότητας, καθώς η επίσκεψη δεν έχει κάποια ορισμένη αιτιολογία, θρησκευτική, επαγγελματική ή κοινωνική, αλλά αποσκοπεί απλώς στο να δει κανείς την πόλη και τα αξιοθέατα της.60 Ο τουρισμός αποκτά ξανά μια τελετουργική διάσταση η οποία όμως δεν είναι θρησκευτική αλλά κοινωνική και χωρική. Αρχικά αφορά την αποχώρηση από το σταθερό τόπο κατοικίας και κοινωνικών συνδιαλλαγών. Έπειτα μια αφενός χρονικά περιορισμένη εμπειρία, αφετέρου χωρικά, κοινωνικά αλλά και χρονικά αποδομημένη και εξατομικευμένη. Τέλος, η επιστροφή και η επανένταξη στην “κανονικότητα” σημαίνουν την ολοκλήρωση της τελετουργίας.61

- 48 -


στιγμιότυπο από την ταινία “Baby Driver”

Μια διαφήμιση της Ford το 1930 συνοδεύεται από την φράση “Είναι ένα αυτοκίνητο για ταχύτητα και ελευθερία, ένα αυτοκίνητο για την ανεξάρτητη, ευαίσθητη νεολαία” Όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα αυτοκίνητα, η ταχύτητα και η αυτονομία που παρείχαν στο χρήστη αντιμετωπίζονταν σαν μια θρησκεία, στην υπηρεσία του ανθρώπου , όπου το τοπίο που κανείς διέσχιζε είχε μικρή σημασία, πέρα από την οπτική απόλαυση που αυτό παρείχε. Η ατμομηχανή επέτρεψε το συλλογικό ταξίδι. Όμως το αυτοκίνητο έφερε μια νέα ανεξαρτησία, μια ελευθερία να πάει κανείς (σχεδόν) όπου θελήσει. 62

- 49 -


Γιατί όμως οι άνθρωποι ξαφνικά χρειάζονται διακοπές; Κάποτε οι άνθρωποι δεν εκκινούσαν το ταξίδι τους σε αναζήτηση κάποιας αναψυχής, απόλαυσης, ανάπαυσης και χαλάρωσης. Για όσους είχαν την πολυτέλεια να ταξιδεύουν, όλα αυτά ήταν κομμάτι της καθημερινότητας τους. Με την διαμόρφωση της βιομηχανικής κοινωνίας όμως το ταξίδι λαμβάνει το χαρακτήρα αποζημίωσης προς της δυσπραγία της καθημερινότητας. Τα γραφόμενα ενός τουριστικού εγχειριδίου του 1903 είναι διαφωτιστικό 63: _(προσωπική απόδοση) Χρειαζόμαστε αλλαγή και δεν μπορούμε να ζήσουμε στη μονοτονία και τη συστηματική ρουτίνα. Κάθε μία από τις πέντε αισθήσεις χρειάζεται μια νέα τροφή και μια αλλαγή καθεστώτος. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί στην ατμόσφαιρα του ορίζοντα του σπιτιού της πόλης, ακόμη και με την πλήρη παύση της εργασίας και της επιχειρηματικότητας. Όλα πρέπει να αλλάξουν - ο αέρας, το τοπίο, το περιβάλλον, το δωμάτιο, το φαγητό, οι άνθρωποι που συναντάμε, οι ήχοι που ακούμε, να κάνουμε τα υπόλοιπα πλήρη και να εξασφαλίσουμε τα επιθυμητά οφέλη. Αυτά έχουμε μάθει τα τελευταία χρόνια στη δεοντολογία των καλοκαιρινών διακοπών, τα οποία μελετώνται από προσεκτικούς παρατηρητές και επιστήμονες. Τελικά η φράση “χρειάζομαι διακοπές” αντικατοπτρίζει μια νέα διαλεκτική που βασίζεται στην ιδέα ότι η φυσική και πνευματική υγεία του ανθρώπου μπορεί να διατηρείται και να αποκαθίσταται μόνο αν κανείς μπορεί κατά καιρούς να “ξεφεύγει”.64 Η αναχώρηση, η ανά περιόδους διακοπή της καθημερινής ζωής από τις καθιερωμένες ρουτίνες και πρακτικές επιτρέπει στις αισθήσεις κάποιου τη λήψη ερεθισμάτων διαφορετικών από τα συνηθισμένα. Είναι εμφανές πως υφίσταται μια γνωσιακή ισχύς επί της εμπορικής φωτογραφίας η οποία είναι ικανή να πλάσει εικόνες ικανές να διεγείρουν -και όχι (ακόμα;) να αντικαταστήσουν- τις αισθήσεις αυτές. Η επιθυμία να βρεθεί κανείς πραγματικά στον εικονιζόμενο τόπο εντείνεται. Άλλωστε η αναπαράσταση ως αντικατάστατο της σωματικής παρουσίας δεν συμφέρει την τουριστική βιομηχανία που αναπτύσσεται. Επιθυμία για ταξίδια με - 50 -


προκατασκευασμένο σενάριο και σκηνοθεσία σε φαντασιακούς προορισμούς, σε “φανταστικές” γεωγραφικές περιοχές όπου η εμπειρία των παριστάμενων “ταξιδευτών” είναι προδιαγεγραμμένη.

Ολοκληρώνοντας το κεφάλαιο είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η ανάπτυξη της τουριστικής βιομηχανίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την γενικότερη αναπτυξιακή συνθήκη που κατακλύζεται από την βιομηχανική επανάσταση και τις κοινωνικές, χωρικές και πολιτιστικές μεταλλαγές. Η προβολή των περιοχών ως ωραία μέρη για επίσκεψη σημαίνει ότι είναι καλύτερα μέρη για να ζει κανείς και, επομένως, καλύτεροι χώροι εργασίας όπου μια καλύτερη ποιότητα ζωής (sic) ωφελεί τους υπαλλήλους. Μια γενικότερη αλυσιδωτή αντίδραση βελτίωσης της καθημερινότητας όμως μπορεί να διακριθεί στον ορίζοντα. Συμπληρωματικά, ο Marshall Berman λέει ότι για να είμαστε μοντέρνοι σημαίνει: να βρισκόμαστε σε ένα περιβάλλον πο υ υ πό σ χε τ α ι π ε ρ ιπ έ τ ε ι α , δ ύ να μ η , χα ρ ά , ανά π τ υ ξ η , μετασχηματισμούς του εαυτού μας και του κόσμου - όπου όμως ταυτόχρονα υπάρχει η απειλή του να καταστρέψουμε όλα όσα έχουμε, όλα όσα γνωρίζουμε, όλα όσα είμαστε. Το μοντέρνο σκηνικό περικλείει τελικά όλα τα όρια της γεωγραφίας και των εθνών, των τάξεων και των εθνικοτήτων, των θρησκειών και της ιδεολογιών. Υπό αυτήν την έννοια, μπορεί να ειπωθεί ότι η νεωτερικότητα συνδέει όλη την ανθρωπότητα. 65 Σε αυτή την υπερδομή ο τουρισμός είναι ένα σημαντικό κομμάτι του παζλ.

- 51 -


Γ.2 Μαζικός Τουρισμός Όπως είδαμε ο τουρισμός μετασχηματίζεται και προσανατολίζεται προς την παροχή μιας εμπειρίας αναψυχής. Υπό αυτή τη συνθήκη ο χώρος δεν απαιτεί την ύπαρξη κοινωνικών σχέσεων με ορισμένη δομή. Απεναντίας θρέφεται από την χαλάρωση τους. Σε τέτοιους -άλλους- τόπους το άτομο έχει πια την ευκαιρία να αντικρίσει, να καταναλώσει και να συλλέξει κυριολεκτικά και μεταφορικά- αλλοτινούς πολιτισμούς και περιβάλλοντα. Όμως, με το πέρασμα του χρόνου αυτοί οι -άλλοι- τόποι υπόκεινται σε μια αναδιάρθρωση και μετασχηματίζονται σε κέντρα κατανάλωσης όπου προϊόντα και υπηρεσίες πάσης φύσεως διατίθενται ως μέρος μιας ακολουθίας που περιλαμβάνει τη σύγκριση, την αξιολόγηση, την αγορά και τελικά την κατανάλωση αυτών. Μεταφορικά, οι τόποι αυτοί καθ’ εαυτοί κατά μία έννοια καταναλώνονται, κυρίως οπτικά. Ειδικά οι παρεχόμενες υπηρεσίες συμβάλλουν σημαντικά σε αυτή τη μορφή κατανάλωσης τόσο από τους επισκέπτες όσο και από τους ντόπιους. Η ένταση όμως της δραστηριότητας αυτής είναι πιθανό να οδηγήσει σε μια κυριολεκτική κατανάλωση ενός τόπου μέσα από την κατάχρηση και τελικά την εξάντληση του περιεχομένου του -πχ. φύση, ιστορία ή “μουσειοποίηση" κάθε παραγωγικής δραστηριότητας.66 Ένα επίφοβο τελικό αποτέλεσμα αυτής της πορείας είναι η υπερκατανάλωση, ακόμα και από τους ντόπιους που αναπόφευκτα οδηγεί στην παραγωγή ενός καταναλωτικού α-τόπου. Σε αυτή τη διεργασία, η ένταση της τουριστικής δραστηριότητας είναι το πιο εκφραστικό μέσο του περάσματος από τη βιομηχανική στην μέτα-βιομηχανική κοινωνία, την νεωτερική σύμφωνα με τον D. MacCannell 67 , η οποία έχει πλέον συνειδητοποιήσει την ισχύ αλλά και την αδυναμία της βιομηχανίας. O μετασχηματισμός των κοινωνικών συσχετισμών που πραγματοποιείται κατ’ αυτή την μετάβαση δικαιολογεί όσα ειπώθηκαν προηγουμένως: η διαπροσωπική σχέση ανθρώπου προς άνθρωπο, που όριζε τις κοινωνικές δομές του αγροτικού κόσμου, - 52 -


μετετράπη σε αυτή του ανθρώπου και του τι αυτός παράγει, για να υποκατασταθεί τελικά από τον άνθρωπο και του τι αυτός κατέχει.68 Ο εκσυγχρονισμός της νεωτερικότητας διαχωρίζει τα πράγματα από τους ανθρώπους και τα μέρη όπου δημιουργήθηκαν, εξασθενώντας την εναπομείνασα κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη. Ο άνθρωπος, υπό την επίρροια μιας απελευθερωτικής μέθης ζει πια στο σύγχρονο κόσμο, απαλλαγμένος από τις παραδοσιακές προσκολλήσεις, όπου ως τουρίστας, δεν έχει παρά να ανακαλύψει ή να αναδημιουργήσει μια πολιτιστική κληρονομιά, μια νέα κοινωνική ταυτότητα.69 Καμία κοινωνία όμως δεν διαγράφει το παρελθόν της. Απλώς το εσωτερικεύει. Εκεί κρύβονται περασμένες εποχές, εγχάρακτες, που η εκσυγχρονισμένη κοινωνία, καθότι μόνο μερικώς αποσυνδεδεμένη από τις βιομηχανικές δομές, αναζητά παρασυρμένη από νοσταλγία και συναισθηματισμό. Ένα ωραιοποιημένο παρελθόν, μια “Χρυσή Εποχή” η οποία αναδρομικά φαντάζει πιο οργανωμένη, πιο “κανονική”. Το αποτέλεσμα αυτής της συνθήκης περιγράφεται άριστα από τον César Graña: _César Graña (προσωπική μετάφραση) Η καταστροφή των τοπικών παραδόσεων και η επίθεση στο "παρελθόν" που διαιωνίζεται από την εκβιομηχάνιση και τον εκσυγχρονισμό σε παγκόσμιο επίπεδο φαίνεται να καθιστούν μεγάλο αριθμό ανθρώπων επιρρεπείς σε μια όρεξη για λείψανα προ-βιομηχανικών εποχών. Αυτή η όρεξη είναι τόσο έντονη που αντιπροσωπεύει εν μέρει μια από τις σημαντικότερες και πιο χαρακτηριστικές σύγχρονες βιομηχανίες: τον τουρισμό. 70 Συνεπώς η παράδοση, η φύση και άλλες κοινωνίες, ακόμα και οι “πρωτόγονες”, μετατρέπονται σε τουριστικά αξιοθέατα δημιουργώντας μια νέα ενότητα, μια ιδιότυπη παγκόσμια αλληλεγγύη όπου κεντρικός ήρωας είναι ο τουρίστας. Όμως, η τουριστική εμπειρία που εξέρχεται από τον τουριστικό χώρο βασίζεται στην μη αυθεντικότητα και ως εκ τούτου είναι επιφανειακή. Είναι ηθικά κατώτερη ακόμα και από την απλή εμπειρία. 71 Μια απλή εμπειρία μπορεί να είναι απατηλή, όμως η - 53 -


τουριστική εμπειρία είναι πάντα απατηλή παρότι πάντα θα παρουσιάζεται ως μια πραγματική αποκάλυψη. _Marx & Engels, 1964, Για τη Θρησκεία (προσωπική μτφ.) Η συνεχής επανάσταση στην παραγωγή, η αδιάκοπη διαταραχή όλων των κοινωνικών σχέσεων, η αιώνια αβεβαιότητα και η αναταραχή, διακρίνουν την αστική εποχή από όλους τους παλαιότερους χρόνους. Όλες οι σταθερές, ταχέως παγιωμένες σχέσεις ... σβήνουν ... Ό, τι είναι στερεό λιώνει σε αέρα, ό, τι είναι ιερό λεηλατείται. Η καθιέρωση του μαζικού τουρισμού στην πραγματικότητα δεν εκδημοκρατίζει τη δυνατότητα κανείς να ταξιδεύει. Όλα είναι μια ψευδαίσθηση που οδηγεί στην καταστροφή τον τόπων που μετατρέπονται σε τουριστικούς προορισμούς. 72 Ο μόνος σκοπός που υπηρετείται είναι η κατανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών που επί της ουσίας είναι αχρείαστες. Μια κατανάλωση που υποτίθεται παράγει απολαυστικές εμπειρίες, μάλλον στιγμιαίες, που διαφέρουν από αυτές που κανείς αποκτά στην καθημερινότητα. Βέβαια, μέρος αυτού που αγοράζεται από τους τουρίστες είναι πρακτικά μια κοινωνική σύνθεση με ορισμένους -άλλουςτουρίστες-καταναλωτές. Η απόλαυση δεν επέρχεται από την προσωπική πράξη, αλλά από το γεγονός ότι αυτή έχει μια συλλογική διάσταση κατανάλωσης μεταξύ όμοιων. 73 Ο όρος “τουριστικό”, ήδη από την μέχρι τώρα ανάλυση διαφαίνεται ότι ουσιαστικά εκφράζει το όριο ανάμεσα στην ανθρώπινη διεπαφή και την οικονομική συνδιαλλαγή. Σε κάθε τι το “τουριστικό” είναι που αυτοί οι δυο τύποι επικοινωνίας συνενώνονται σε έναν αδιαχώριστο σχηματισμό. 74 Με αυτό ως δεδομένο, η περιφορά του σώματος του τουρίστα -δηλαδή ο τουρισμός- είναι η συμμετοχή σε μια ιδιαίτερη μονάδα κοινωνικής οργάνωσης στο σύγχρονο κόσμο. Μια μονάδα, ένας μικρόκοσμος υπερπλήρης από πολιτισμική εικονογραφία, αλλά και πλήρως αποκομμένος από τον περιβάλλοντα πολιτισμό. Ένα εφήμερο σύμπαν, όπου οι τουρίστες αντλούν τις συλλογικές εμπειρίες άλλων κοινωνιών στην προσπάθεια να ορίσουν έναν κόσμο ολοκληρωμένο από μόνο του. 75 Οποτεδήποτε η βιομηχανική κοινωνία εκσυγχρονίζεται, η εργασία απευθείας μετατρέπεται σε τουριστικό προϊόν. Στο - 54 -


σύγχρονο κόσμο ο μόχθος της παραγωγής μετατρέπεται σε αξιοθέατο μέσα από τις ξεναγήσεις σε εργοστάσια και μουσεία. Ο άνθρωπος χάνει την ψυχική και σωματική σύνδεση με τη χειρωνακτική εργασία και ταυτόχρονα με την οικογένεια, τη γειτονιά και την πόλη όπου ανήκει. Όμως, στον αντίποδα αποκτά έντονο ενδιαφέρον για την “πραγματική” ζωή των άλλων. 76 Με αυτόν τον τρόπο η εργασία λαμβάνει έναν χαρακτήρα φετιχισμού, γίνεται ένα ψυχαγωγικό θέαμα όπου οι διακοπεύοντες εργαζόμενοι ωθούνται προς τη θεώρηση ότι η δουλειά τους συνεισφέρει στην διαμόρφωση ενός ουσιαστικού, περιεκτικού συνόλου. 77 Ο Dean MacCannell αναπτύσσει μια έντονη κριτική ρητορική για την κατάσταση που έχει περιέλθει ο κόσμος λόγω του μαζικού τουρισμού 78 : _(προσωπική μετάφραση) Μας πολιορκούν με αυτό το είδος εικόνων στα πρόσωπά μας, καθώς αναρροφούν το χρόνο, τη δημιουργικότητα, την ενέργεια και την επιθυμία από τους πελάτες και τους υπαλλήλους τους. Τα τελευταία τριάντα χρόνια, ο εταιρικός κόσμος έχει αναπτύξει τεχνικές, διαχειριστικές και εμπορικές διαδικασίες σχεδιασμένες για να επιτύχουν τη θανάτωση του ανθρώπινου χρόνου στην εργασία, στο σπίτι και στο παιχνίδι. Σήμερα, ένα παγκόσμιο εταιρικό εργατικό δυναμικό παγιδεύεται σε θαλαμίσκους, αλυσοδένεται σε μηχανές, δίδεται πλαστικό για χρήματα, εταιρικά παιχνίδια για να παίζει, fast-food για να τραφεί. Εξαρτημένο από μια ναρκωμένη επικοινωνία, εγκλωβισμένο σε μπεζ καταλύματα, εξαρτάται απόλυτα από μια εξωτερική εξουσία, για να του υποδείξει τι είναι αξιοσημείωτο, τι πρέπει να δει και πώς θα πρέπει να «συσχετισθεί». Η μετατροπή σε εμπορικό κέντρο της Ρώμης, των Ιλισίων Πεδίων, της Times Square, του Piccadilly Circus, κλπ. είναι ένα κυνικό κίνημα που αποσκοπεί στο να προσελκύσει την υποτιθέμενη τουριστική επιθυμία του εταιρικού συστήματος.

- 55 -


πηγή:http://tinyurl.com/yd22vzzr

- 56 -


Η διαλεκτική γύρω από την αισθητική, η οποία σε παλαιότερο χρονικό διάστημα ίσως εξέφραζε κριτική για τον καπιταλισμό, έχει γίνει πλήρως αναπόσπαστο κομμάτι της βιομηχανικής παραγωγής. Αυτή η ενσωμάτωση διαταράσσει τη ρητορική που περιστρέφεται γύρω από το θέμα της επιφάνειας και του βάθους από την οποία μπορούσε κάποτε να εξαρτηθεί η αλλαγή των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Η δυνατότητα ζύμωσης ή έκρηξης επαναστατικών συναισθημάτων από τα βάθη του καπιταλιστικού πολιτισμού (νεωτερικότητα) εξουδετερώνεται πλήρως (μεταμοντερνισμός). Πλέον δεν έχουμε τίποτα άλλο παρά επιφάνεια χωρίς βάθος. Το κρίσιμο, επαναστατικό, ελεύθερο υποκείμενο δεν υφίσταται πια. Ο τουρίστας της μάζας είναι ο πλέον κεντρικός χαρακτήρας της μεταμοντέρνας κατάστασης. 79 Αν το μεταμοντέρνο συνιστά μια διακριτή ιστορική εποχή είναι δύσκολο να λεχθεί. Φαντάζει περισσότερο ως ένα τέχνασμα που λειτουργεί ως καταστολέας που κρύβει την ομογενοποιητική ισχύ του μοντερνισμού έτσι ώστε να μπορεί να συνεχίσει να επεξεργάζεται τις μορφές του, ενώ φαινομενικά έχει πάψει να υπάρχει ή έχει μετατραπεί σε κάτι «νέο» και «διαφορετικό». 80 Σε κάθε περίπτωση ο σύγχρονος άνθρωπος είναι καταδικασμένος να κοιτάξει αλλού, οπουδήποτε, για την χαμένη του αυθεντικότητα. Ο τουριστικός κόσμος, όμοια με κάθε άλλο κόσμο απαρτίζεται από ανθρώπους που γνωρίζουν ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά εφήμερες, διερχόμενες σκιές.

Απομονωμένοι από το περιβάλλον φιλοξενίας και τους ντόπιους, η μάζα των τουριστών ταξιδεύει σε καθοδηγούμενες ομάδες και βρίσκει ευχαρίστηση σε ασυνήθιστα αξιοθέατα, απολαμβάνοντας αφελώς «ψευδο-γεγονότα» και αγνοώντας τον «πραγματικό» κόσμο έξω. Γιατί όμως η τουριστική “εμπειρία” αποδεικνύεται τόσο ρηχή; Η κοινή λογική θέτει την ευθύνη στην τουριστική νοοτροπία, αλλά αυτό δεν είναι τεχνικά σωστό. . Η αδυναμία του τουρίστα να καταλάβει τι βλέπει είναι το προϊόν της δομής του - 57 -


συστήματος που τον θέτει σε μια τουριστική σχέση με ένα κοινωνικό αντικείμενο.81 Ο τουρίστας συμπεριφέρεται ωσάν αυτοσκοπός της ύπαρξης του είναι να απλώς να δει αυτό που επισκέπτεται. Η σχέση του με την κοινωνία ορίζεται μόνο μέσα από το αντίκρισμα των αξιοθέατων. Όμως, ο δεσμός αυτός μεταξύ του τουριστικού και του κοινωνικού αντικειμένου είναι εύθραυστος και μπορεί να αποδυναμωθεί αν, για μια στιγμή, ο τουρίστας αντιληφθεί την απόσταση που τον χωρίζει από αυτό που βλέπει. Δεδομένου ότι η λαϊκή συνείδηση έχει μια έντονη μεροληψία υπέρ της "εμπειρίας" ως κύριας οδού για την κατανόηση, η οπτική “κατανάλωση” των αξιοθέατων επιτρέπει στον τουρίστα να επιδείξει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο τρόπο ότι δεν αποξενώνεται από την κοινωνία. Αν υπάρχει απόσταση για τον τουρίστα, δεν είναι μεταξύ αυτού και του τι βλέπει. Ως τουρίστας, μπορεί μόνο να αποξενωθεί από το νόημα του τι βλέπει, αφού αυτή η έννοια υποκρύπτεται σε απαρατήρητες λεπτομέρειες, φαινομενικά ασήμαντες για το πλήθος. Οτιδήποτε μπορεί να λειτουργήσει ως αξιοθέατο. Απλώς αναμένει ένα άτομο να το επισημάνει σε ένα άλλο ως κάτι αξιοσημείωτο που αξίζει να δει. Μπορεί να είναι απλώς κάτι μοναδικό, κάτι που αποκτά αξία με κάποια συμβολική επένδυση ή κάτι που ενώ υπό κανονικές συνθήκες είναι κάτι κοινότοπο, εντούτοις αποκτά αξία καθώς επιφορτίζεται έστω παροδικά με κάποια ιδιαιτερότητα. Συνεπώς γίνεται αντιληπτό ότι δεν υπάρχει μια απλή μέθοδος που να επεξηγεί τη σχέση ανάμεσα στο αξιοθέατο και αυτό που αντιλαμβάνεται ο τουρίστας. 82 Η ιδέα του βλέμματος, όπως μας την περιγράφει ο J. Urry83 , αποδεικνύει ότι η όραση, το κοίταγμα, είναι μια καλλιεργήσιμη ικανότητα και ότι το καθαρό και αθώο μάτι είναι μύθος. Αυτό που βλέπουν οι άνθρωποι είναι ιδανικές αναπαραστάσεις του κάθε θεάματος που ενσωματώνεται από διάφορες αποστασιοποιημένες αναπαραστάσεις. J. Berger, Η εικόνα και το βλέμμα, 1972, σ.9 Ποτέ δεν βλέπουμε μόνο ένα πράγμα. βλέπουμε πάντα τη σχέση μεταξύ των πραγμάτων και των εαυτών μας Ακριβώς όπως η γλώσσα, τα μάτια βλέπουν μέσα από κοινωνικά και πολιτισμικά φίλτρα. Οι άνθρωποι αντικρίζουν τον - 58 -


κόσμο μέσα από ένα ορισμένο κάδρο ιδεών, δεξιοτήτων, επιθυμιών και προσδοκιών, πλαισιωμένες από την κοινωνική τάξη, το φύλο, την εθνικότητα, την ηλικία και την εκπαίδευση. Το “βλέμμα” είναι μια πράξη που οριοθετεί, διαμορφώνει και ταξινομεί, αντί να βλέπει πραγματικά τον κόσμο. Η θέαση εξαρτάται από προσωπικές εμπειρίες και αναμνήσεις και πλαισιώνεται από κανόνες και στυλ, καθώς και από την κυκλοφορία εικόνων και κειμένων. Τα τοπία μετατρέπονται σε “καθρέφτες” για τους τουρίστες, μια απόδραση στο χώρο και το χρόνο, όπου προσαρμόζουν και εναποθέτουν τη δική τους φαντασίωση. _A. Feldman, Formations of Violence, 1991, σ.14 (πρ. μτφ) Ένα γεγονός δεν είναι αυτό που συμβαίνει, αλλά τι μπορεί να αφηγηθεί. Με πολλούς τρόπους, οι εικόνες έγιναν οχήματα για να «δείξουν» άλλες εμπειρίες «δύσκολο να περιγραφούν με λέξεις». Με αυτή την έννοια, οι τουρίστες χρησιμοποιούν τις φωτογραφίες ως εργαλείο για την επικοινωνία της τουριστικής πράξης. 84 Ως αποτέλεσμα, η φωτογραφία αποκτά αυξανόμενη ισχύ στην επιφανειακή αναπαράσταση του κόσμου και κατ’ επέκταση στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Μια ισχύ που οδηγεί ακόμα και στην αντιστροφή, οπού αξιοσημείωτο δεν είναι αυτό που φωτογραφίζεται, αλλά αυτό που αναπαριστά η φωτογραφία. Σήμερα, η ψηφιακή φωτογραφία είναι μόνο ένα μέρος μιας πληθώρας κοινωνικών πρακτικών της νεωτερικότητας που απαρτίζουν τη «στιγμιαία κουλτούρα». Δηλαδή, τη συνθήκη όπου η σύγχρονη κοινωνία είναι πλήρως εξοικειωμένη με την «ταχεία παράδοση, την πανταχού παρούσα διαθεσιμότητα και την άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών». Η φωτογραφία, λοιπόν, είναι μέρος του μεταμοντερνισμού, μιας «κοινωνίας θεαμάτων», όπου στιγμιαία εικόνα υπερνικά την πραγματικότητα. Η «πραγματικότητα» γίνεται τουριστικό προϊόν, έτοιμο για οπτική κατανάλωση. 85

- 59 -


Ψηφιακό εικαστικό, Vitamin Sea, 2017 προσωπικό αρχείο

- 60 -


Γ.3 Μετα-Τουρισμός Καθώς ο τουρισμός καθιερώνεται ως μια μαζική δραστηριότητα εμφανίζεται μια έντονη αυτοκριτική τάση. Κάθε άνθρωπος επιδιώκει να διαχωρίσει τον εαυτό του από τους υπόλοιπους “απλούς” τουρίστες. Η επιθυμία για διείσδυση στην κοινωνικές και πολιτισμικές δομές του τουριστικού προορισμού με στόχο την βαθύτερη εκτίμηση του είναι όλο και περισσότερο έκδηλη. Επιθυμία η οποία φαντάζει περισσότερο ως μια πλάνη που λειτουργεί ως βασικό κίνητρο ώστε κανείς να ταξιδέψει. 86 Πλάνη καθώς δύσκολα κάποιος θα πραγματοποιήσει πλέον ένα ταξίδι αναψυχής δίχως τη συνοδεία μιας φωτογραφικής μηχανής. Ένα εργαλείο που, με σχετικά απόλυτη βεβαιότητα, τείνει να χαρακτηρίζει κάποιον ως τουρίστα, ή πιο σωστά, κάποιον εξοπλισμένο ως τουρίστα έτοιμο να απαθανατίσει το διαφορετικό, το “εξωτικό”. 87 Σε μια εποχή που η εικόνα κυριαρχεί, όπου η κίνηση ακολουθεί το βλέμμα, η κατοχή μιας φωτογραφικής μηχανής υποδηλώνει πάντα ένα “ξένο” σώμα.

Από τη δεκαετία του ’60 και μετά υπήρξε μια διάχυτη αίσθηση ότι το παγκόσμιο σύστημα τουρισμού έφθασε σε ένα αναπόφευκτο τέλμα. 88 Ο κορεσμός των αξιοθέατων, ο παραγκωνισμός του πραγματικής εξελικτικής πορείας του πολιτισμού από μία επίπλαστη “παράδοση”, μια φαντασιακή “κληρονομιά” πλέον έχει διαπεράσει όλες τις εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου. Υπό την αιγίδα του “μεταμοντερνισμού” ο επιχειρηματικός κόσμος τιθασεύει την αναπαραγωγή του παρελθόντος, της φύσης και των “άλλων” πολιτισμών με στόχο να ελέγξει, να καθοδηγήσει και να κοστολογήσει την επιθυμία για κατανάλωση του διαφορετικού. Τα αποκατεστημένα απομεινάρια νεκρών παραδόσεων δεν είναι παρά εκφραστές της συνείδησης της νεωτερικής κοινωνίας. Μια υπενθύμιση που αναδεικνύει την αποκοπή από το παρελθόν με την παράδοση. Ακόμη και τη δική μας παράδοση. - 61 -


Ως μια εξελιγμένη εκδοχή που αντιδρά στον μαζικό τουρισμό, η M. Feifer μιλά για τον μετα-τουρισμό. 89 Μετατουρίστας είναι ο μετέχων σε μια τουριστική δραστηριότητα που έχει πλήρη αντίληψη των αλλεπάλληλων εναλλαγών στις προσφερόμενες επιλογές. Είναι αυτός που γνωρίζει ότι ο κόσμος έχει μετατραπεί σε μια σκηνή όπου η απόλαυση πρέπει να βρεθεί στην πολλαπλότητα των παρεχόμενων “παραστάσεων”. Είναι αυτός που έχει συνείδηση ότι είναι τουρίστας, και ότι δεν υπάρχει πραγματικά αυθεντική τουριστική εμπειρία. Καθότι ρεαλιστής, έχει αποφασίσει ότι είναι αναπόφευκτη η παρουσία του ως “ξένο” σώμα. Στο μεταμοντέρνο κόσμο ο τουρισμός φαντάζει να εκλείπει, αλλά στην πραγματικότητα είναι παντού. 90 Αρχικά, η νεωτερικότητα κατοχύρωσε ένα πολιτισμικό διαχωρισμό. Στην συνέχεια, όμως, σε αντιδιαστολή, ο μεταμοντερνισμός επεδίωξε και πέτυχε το ακριβώς αντίθετο: την διασύνδεση και την ομογενοποίηση των ετερόκλητων εποχών. Το αποτέλεσμα είναι μια ακολουθία όπου το περιεχόμενο της καθεμιάς καταρρέει και μετατρέπεται σε ένα θέαμα κενό νοήματος. 91 Τα όρια μεταξύ διαφορετικών πολιτιστικών εκφάνσεων, όπως ο τουρισμός, η τέχνη, η εκπαίδευση, η φωτογραφία, η τηλεόραση, η μουσική, ο αθλητισμός, η μόδα και η αρχιτεκτονική, σταδιακά ξεθωριάζουν και εξαφανίζονται. Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας έχουν καλλιεργήσει το τουριστικό βλέμμα σε τέτοιο βαθμό που πλέον φαντάζει αδιαχώριστο από κάθε μορφή κοινωνικής και πολιτισμικής πράξης. Καθώς οι άνθρωποι αναζητούν μια όλο και πιο εξατομικευμένη -tailor made- εμπειρία, ο μαζικός τουρισμός, με τους τυπικούς όρους, εξασθενεί. Εντούτοις, το τουριστικό βλέμμα εδραιώνεται όλο και περισσότερο. Οι άνθρωποι μετατρέπονται σε άτυπους “τουρίστες”, ακόμα και αν οι ίδιοι δεν το αντιλαμβάνονται. Τελικά, το τουριστικό βλέμμα είναι πανταχού παρόν, εγγενές στοιχείο της σύγχρονης εμπειρίας. Βέβαια, δεν μπορούμε παρά να το θεωρήσουμε ως θεμελιώδες σύμπτωμα του ραγδαίου ρυθμού που πολιτισμός εξελίσσεται και οι κοινωνικές δομές μετασχηματίζονται. Κάθε άτομο, αδυνατώντας να μετέχει στη συνδιαμόρφωση των αλλαγών, εκπίπτει στην παθητική θέση του παρατηρητή.

- 62 -


Ο κόσμος μετατρέπεται σε μια μάζα θεατών. πηγή: http://tinyurl.com/yc383hzz

- 63 -


Στην περιγραφή της Feifer που μόλις αναφέρθηκε, η παρούσα έρευνα προσδοκά να πραγματοποιήσει μια επιπλέον εννοιολογική προσέγγιση του μετα-τουρισμού. Οι τόποι των καθημερινών δραστηριοτήτων φαίνεται πως επανασχεδιάζονται με τουριστικά πρότυπα 92 (tourist mode design). H αναδυόμενη παγκόσμια τάση αποδεικνύεται στην καλύτερη περίπτωση πως είναι μια απόπειρα προσωρινής, και τελικά εύθραυστης οργάνωσης που οδηγεί σε μια πολύπλοκη, μαζική διαταραχή. Η πλέον χαρακτηριστική ένδειξη του φαινομένου αυτού είναι το γεγονός πως ο καθένας επιδιώκει να μετατρέψει τον εαυτό του σε έργο τέχνης. 93 Η προσωπική ζωή γίνεται αντικείμενο προς θέαση, δηλαδή αξιοθέατο. Ο συνολικά παραγόμενος πολιτισμός της σύγχρονης κοινωνίας γεννά μια ασταμάτητη ροπή προς την αποξένωση των ατόμων. Το “lifestyle” είναι ο βασιλιάς. Η ζωή, που περιέχεται στην αναπαράσταση αυτή, είναι αδιάφορη.

Οι μαζικές διακοπές, στις οποίες όλοι οι καταναλωτές αντιμετωπίζονταν σχετικά παρόμοια, προφανώς δεν χαίρουν πια της ίδιας δημοτικότητας. Ειδικά οι νεότεροι τουρίστες, και κυρίως οι προερχόμενοι από τα πιο εύπορα στρώματα, δεν βρίσκουν αρκετά ενδιαφέροντα αυτή την “παλιά” μορφή τουρισμού. Αναζητούν μια “νέα” μορφή τουρισμού η οποία να επιτρέπει μια πιο ευέλικτη, εξατομικευμένη (tailor-made) εμπειρία. Οι σύγχρονες αναδυόμενες υπηρεσίες, όπως το Airbnb, εξυπηρετούν άριστα αυτό το σκοπό. Μια ιδιότροπη εξήγηση περιγράφει πως ο τουρισμός πλέον τροφοδοτείται. Η ικανοποίηση της “φυγής”, της απόδρασης που παρέχει το ταξίδι απορρέει από την προσδοκία για αυτό. Μια φαντασιακή απόλαυση πριν καν το ταξίδι πραγματοποιηθεί. Οι άνθρωποι προσπαθούν να βιώσουν «στην πραγματικότητα» το ευχάριστο “δράμα” που έχουν ήδη οραματιστεί. Ωστόσο, καθότι η «πραγματικότητα» σπάνια παρέχει τις τέλειες, ονειροπόλες απολαύσεις, κάθε αγορά οδηγεί σε μια αποπλάνηση που πολλαπλασιάζει τη λαχτάρα για επιπλέον “εμπειρίες”, προϊόντα και υπηρεσίες. Στην εποχή της εικόνας, τα πάντα αποκτούν μια φαινομενική, ωραιοποιημένη (aestheticized) διάσταση παράγοντας

- 64 -


ένα καταναλωτικό φαινόμενο που ο D. Campbell βαφτίζει “φαντασιακό ηδονισμό” (imaginative hedonism). 94 Άμεσο αποτέλεσμα της συλλογιστικής πορείας που εκκινεί των τουρισμό είναι η αδυναμία διαχωρισμού της “αναπαράστασης” από την πραγματικότητα. 95 Αυτό που καταναλώνεται κατά τον τουρισμό είναι οπτικά σημάδια και μερικές φορές εξομοιώσεις της πραγματικότητας, ακόμη και όταν υποτίθεται ότι δεν ενεργούμε ως τουρίστες. 96 Καθώς η όψη κυριαρχεί του περιεχομένου η σύγχυση μοιάζει αδιάλυτη: οι αναφορές που εκπέμπονται από τις αναπαραστάσεις κατευθύνουν απλώς προς την κατανάλωση ακόμα περισσότερων αναπαραστάσεων. Τελικά το μόνο που καταναλώνεται είναι αναπαραστάσεις. Σε ένα κόσμο πλήρη συμβόλων και αναπαραστάσεων μα κενό από αυθεντικότητα, ο U. Eco για να περιγράψει την κυκλοφορία των ανθρώπων θα κατασκευάσει τον όρο “Ταξίδια στην υπερπραγματικότητα” (Travels in hyper-reality). 97 Ένας τρόπος να κατανοήσουμε πως αποτυπώνεται στον στον κόσμο αυτό είναι μέσα από τον μετασχηματισμό της οικονομίας των υπηρεσιών προς την οικονομία της εμπειρίας (“experience economy”98 ). Πλέον, το κέρδος προκύπτει από τη διοργάνωση και τη προσφορά αξιοσημείωτων και συναρπαστικών εμπειριών, παρά από την παροχή υπηρεσιών όσο το δυνατόν φθηνότερα και ταχύτερα. Ο μετασχηματισμός αυτός, φαινομενικά, γεννάται από τον ίδιο τον καταναλωτή που αναζητά “μοναδική” εξυπηρέτηση. Ως αποτέλεσμα, οι επιχειρήσεις μετατρέπονται «θέατρα» με το προσωπικό τους να λαμβάνουν το ρόλο του ερμηνευτή προκειμένου να προσελκύσει τους πελάτες. Αν και η αρχιτεκτονική των εμπορικών κέντρων του John Jerde το 1985 σήμερα μοιάζει παλαιική, η λογική που κυβερνά την εμπορική αισθητική δεν έχει αλλάξει, έχει απλώς εξελιχθεί. Η συνεισφορά της στην ενίσχυση της “οικονομίας της εμπειρίας”. Η επιτυχία του σχεδιασμού έγκειται στο αίσθημα ικανοποίησης που αποκομίζει ο καταναλωτής. Ενώ η νεωτερική αρχιτεκτονική ασχολήθηκε με τη μορφή και κυριότερα τη λειτουργία, ο σχεδιασμός στην «οικονομία της εμπειρίας» επικεντρώνεται στις εμπειρίες και δημιουργεί συναισθηματικές απολαύσεις. Δεν είναι πλέον ο μορφολογικός σχεδιασμός ενός κτιρίου που καθορίζει την ποιότητά του, αλλά μάλλον η δύναμη του να επηρεάζει και να εμπλέκει τους επισκέπτες, συναισθηματικά, σωματικά και διανοητικά. 99 - 65 -


Φωτογραφίες από το εμπορικό κέντρο του John Jerde “Horton Plaza” In Downtown San Diego, A freewheeling Fantasy, Άρθρο των New York Times19/3/1986 “Σαν Ντιέγκο _ Υπάρχει λίγο Disneyland μέσα σε κάθε εμπορικό κέντρο, που αγωνίζεται να βγει. Στο Horton Plaza στο κέντρο του Σαν Ντιέγκο, ο αγώνας τελειώνει: η Disneyland έχει ξεσπάσει.”

- 66 -


Τα θεματικά πάρκα, τα εμπορικά κέντρα και τα θέρετρα είναι ενδεικτικές δομές μιας κοινωνίας καταναλωτών. Ο μόνος τρόπος να αναγνωρισθεί κανείς ως πολίτης μιας κοινωνίας είναι ως καταναλωτής. Η επιχειρηματική φιλοσοφία σήμερα αφορά την παροχή μιας κατατετμημένης ποικιλίας. Μια φιλοσοφία που επηρεάζει άμεσα τον τρόπο που ο δημόσιος χώρος μετασχηματίζεται. Η μεταμοντέρνα “γραφή” δεν σέβεται πλέον την τοπική σημειολογία. Η αισθητική έχει παγκοσμιοποιηθεί σε μια “αρχιτεκτονική του χώρου των ροών”. Η οποία εκφράζει με σχεδόν άμεσο τρόπο τη νέα κυρίαρχη ιδεολογία, το τέλος της ιδεολογίας: το τέλος της ιστορίας και την καταστολή των θέσεων σε χώρους ροών. Επειδή αν βρισκόμαστε στο τέλος της ιστορίας, δεν ανήκουμε πλέον σε κανένα μέρος. Μπορούμε να ανακατέψουμε όλα όσα γνωρίζαμε πριν. 100 Ο τουρισμός έρχεται να τελέσει κυρίαρχο οργανωτικό ρόλο στη διαμόρφωση της σύγχρονης κοινωνικής και πολιτιστικής εμπειρίας. Βρισκόμαστε σε ένα «τέλος του τουρισμού». 101 Οι άνθρωποι είναι τουρίστες τις περισσότερες φορές είτε είναι κυριολεκτικά εν κινήσει είτε μεταφορικά μέσω μιας προσομοιωμένης κινητικότητας που επιτρέπει η τεχνολογία μέσα από την ακατάπαυστη ροή εικόνων και πληροφοριών. Καθώς η κατανάλωση εικόνων είναι όλο και πιο διαδεδομένη παύει να περιορίζεται σε συγκεκριμένες τουριστικές πρακτικές. Σχεδόν όλες οι πτυχές της κοινωνικής ζωής έχουν αισθητικοποιηθεί (aestheticised). Τις δυο τελευταίες δεκαετίες ο J. Urry102 έχει παρατηρήσει μια έντονη συμπίεση του χώρου και του χρόνου, καθώς οι άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν έρθει πιο κοντά μέσω των διάφορων τεχνολογικών εξελίξεων. Υπάρχει όλο και περισσότερο μια μετατόπιση από μια στέρεη, σταθερή νεωτερικότητα σε μια πιο ρευστή και επιταχυμένη «υγρή νεωτερικότητα». Υπάρχουν λοιπόν πολλοί τρόποι με τους οποίους μεγάλος αριθμός ανθρώπων και τόπων είναι παρασυρμένος στη δίνη του στροβίλου του παγκόσμιου τουρισμού. Οι συγκεντρωμένες υποδομές, οι ροές εικόνων και ανθρώπων και οι αναδυόμενες πρακτικές «τουριστικής αντανακλαστικότητας» (reflexivity) είναι ένα “παγκόσμιο υβρίδιο”. Ένα υβρίδιο που αποτελείται από τη συνάθροιση τεχνολογιών, κειμένων, εικόνων, κοινωνικών πρακτικών κ.ο.κ. που του επιτρέπουν να επεκταθεί και να αναπαραχθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη. 
 - 67 -


Μια διεθνοποιημένη αρχιτεκτονική Έργα του Santiago Calatrava πάνω: Βαλένθια κάτω: Νέα Υόρκη - 68 -


D. MacCannell, The Toursit, σελ.9 Claude Levi-Strauss writes simply: Travel and travellers are two things I loathe-and yet here I am, all set to tell the story of my expeditions."A student of mine in Paris, a young man from Iran dedicated to the revolution, half stammering, half shouting, said to me, "Let's face it, we are all tourists!" Then, rising to his feet, his face contorted with what seemed to me to be self-hatred, he concluded dramatically in a hiss: “Even I am a tourist.”

- 69 -


Γ.4 Η πόλη ως τόπος τουρισμού Όπως έχει ήδη αναφερθεί και νωρίτερα, η μετατροπή των πόλεων σε τουριστικούς προορισμούς ξεκίνησε από τα μέσα του 19ου αιώνα. Η διοργάνωση μεγάλων διεθνών εκθέσεων, αλλά και η ιδιομορφία κάθε πόλης αποτέλεσαν αφορμή επίσκεψης τουριστών από τα πρώτα χρόνια “ωρίμανσης” του μαζικού τουρισμού ως επιχειρηματική δραστηριότητα. Στο κεφάλαιο αυτό, καθώς η φύση της τουριστικής δραστηριότητας έχει ήδη περιγραφεί εκτενώς, η σκοπιά μελέτης του αστικού τουρισμού δεν εστιάζει στην περιγραφή των λειτουργιών που τον υποστηρίζουν. Αντιθέτως, επιχειρείται η συμπληρωματική ανάλυση του τρόπου που ο τουρισμός αφομοιώνεται και επηρεάζει την πόλη χωρικά, λειτουργικά και κοινωνικά με στόχο την αποδόμηση του κολάζ της σύγχρονης πόλης, όπως αυτό διαμορφώνεται από την αδιάκοπη ροή ανθρώπων. Μια σημαντική παρατήρηση, που πρέπει να αναφερθεί, είναι το γεγονός ότι δεν είναι απλώς ο παρελθών πολιτισμός, η ιστορία που γίνεται αντικείμενο τουριστικού ενδιαφέροντος. Ακόμα και το τρέχον, το παρόν δημιουργεί ένα τουριστικό ενδιαφέρον. Ενδιαφέρον το οποίο απευθύνεται βεβαίως σε τουρίστες, αλλά όχι μόνο. Η πολυφωνία, η ποικιλία της σύγχρονης ζωής είναι τέτοια που οι αλλεπάλληλοι μετασχηματισμοί του σύγχρονου πολιτισμού ενός τόπου, αποτελούν κινητήριο δύναμη για περιπλάνηση ακόμα και για τα μέλη μιας κοινωνίας μου συμμετέχουν ενεργά -έστω φαινομενικά- στην συνδιαμόρφωση του. Έχει καταστεί ήδη σαφές ότι η τουριστική κατανάλωση καθοδηγείται από το δέλεαρ του βλέμματος. Για το λόγο αυτό η εικόνα, η μορφή και σπουδαιότητα των κτιρίων και του δημόσιου χώρου αποτελούν αντικείμενα που υπόκεινται σε ιδιαίτερη αισθητική επιμέλεια. Ο J. Urry103 προκειμένου να σκιαγραφήσει τον επιτηδευμένο τρόπο που η εμφάνιση της πόλης στιλιζάρεται χρησιμοποιεί το εμπειρικό όρο “Disneyization”: τη μεταμοντέρνα διαδικασία όπου τα κτίρια εμπλουτίζονται με σχέδια, μοτίβα, και

- 70 -


μορφές. Με τον τρόπο αυτό η δομή εκπέμπει μια συγκινησιακή εικόνα που την καθιστά ελκυστική και πιθανώς μοναδική. Καθώς ο χώρος είναι αυτός που μετατρέπει τον παρελθόντα χρόνο σε ανάμνηση104, τα κτίρια αυτά αποτελούν το μέσο που ενσωματώνει τις αναμνήσεις. Καθώς οι επιχειρηματίες επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν αυτή τη χωρο-χρονική σύμβαση, η πόλη κατακλύζεται από υποδομές-σκηνικά που ως μόνο στόχο έχουν την κατανάλωση. Σε τέτοιους χώρους, ένας πλαστός κόσμος κατασκευάζεται, μια “εξομοίωση”, με την οποία όμως οι άνθρωποι δεν έχουν, ούτε μπορούν να αποκτήσουν ουσιαστική σύνδεση. Ο συλλογικός μύθος, απαραίτητος για την ύπαρξη του συναισθήματος του “ανήκειν”, κατακερματίζεται και χάνεται. Η προσωπική εμπειρία και μνήμη γίνεται ο φορέας που κινεί τον καθένα στην πόλη. Οι σημαντικότεροι νέοι χώροι της πόλης είναι πλέον αυτοί που αφορούν την κατανάλωση και όχι τον δήμο. Χώροι όπου οι ιδιαιτερότητες των επιμέρους κοινωνικών ομάδων αποσιωπώνται, τόποι τουρισμού ή αλλιώς: μη-τόποι. Καθώς, λοιπόν, η πόλη αναπτύσσεται στερείται όλο και περισσότερο δημόσιων έναντι ιδιωτικών χώρων, σε μια κοινωνία καταναλωτών, όπου η τέχνη, ο πολιτισμός, η καθημερινή ζωή και η λαϊκή κουλτούρα ανακατεύονται όλο και περισσότερο αδιάλυτα σαν καταναλωτικό προϊόν. Το “μάθημα του Λας Βέγκας"105 των Venturi και Scott Brown, που φιλοδοξεί σε μια πόλη όπου κυριαρχεί το παιχνίδι και η ιδέα των κτιρίων ως υπόδειγμα καλαισθησίας και ηθικής εξουσίας παραμερίζεται, αποδεικνύεται καταστροφικό. Η απόρριψη της κατεύθυνσης της νεωτερικότητας και η αναζήτηση μέσα από το παρελθόν μιας νέας “εξανθρωπισμένης” συγκίνησης, εντούτοις καταλήγει σε ένα άχρονο σφετερισμό του παρελθόντος με αποτέλεσμα μια αποστασιοποιημένη οπτική πανδαισία κενή περιεχομένου, ασύνδετης με το περιβάλλον και τους ανθρώπους που καλούνται να την καταστήσουν ζωντανή. Η πόλη έχει γίνει ένα θέαμα, ένα “σκηνικό ονειροπόλησης και οπτικής κατανάλωσης”.106 Οι θεσμικές εγκαταστάσεις μαζί με τις εμπορικές, βιομηχανικές και επιχειρηματικές υποδομές μετατρέπονται σε τουριστικά αξιοθέατα. Τα βασικά συστατικά που συμβάλλουν στη συγκρότηση της κοινωνίας μιας περιοχής υποκύπτουν στην τουριστική ανάπτυξη, ενώ ακόμη και οι εγκαταστάσεις κατοικίας ενδέχεται να μη μπορούν να αντισταθούν. 107 - 71 -


Βενετία. Η πλέον χαρακτηριστική πόλη που έχει μετατραπεί εξ ολοκλήρου σε τουριστικό προορισμό

- 72 -


Η πόλη αποκτά μια λειτουργική δομή όπου ο χώρος διαχωρίζεται στα δύο, σε μια σκηνή-βιτρίνα και σε ένα οπίσθιο χώρο-παρασκήνιο.108 Μια πίσω περιοχή, κλειστή για το κοινό και τους ξένους, επιτρέπει την απόκρυψη σκηνών δραστηριοτήτων που θα μπορούσαν να δυσφημήσουν την εμφανή “παράσταση”. Η διατήρηση μιας αίσθησης σταθερής κοινωνικής πραγματικότητας απαιτεί μια μυστικοπαθή διαδικασία. Μια εκδοχή αυτού του διαχωρισμού οπίσθιου-πρόσθιου χώρου, και ίσως η πλέον χαρακτηριστική, είναι η σχέση των προαστίων με το κέντρο πόλης. Στα προάστια ικανοποιούνται οι βασικές βιολογικές και πολιτισμικές ανάγκες του μεγαλύτερου ποσοστού των κατοίκων της πόλης όπως η ανάπαυση, η βασική παιδεία ενώ ένα διατίθεται ένα περιορισμένο εύρος επιλογών αναψυχής. Στο κέντρο της πόλης η πυκνότητα της ανθρώπινης παρουσίας είναι -περιοδικά- πολύ μεγαλύτερη καθώς η λειτουργική “ένταση” θεσμών και υπηρεσιών ασκεί μια ακαταμάχητη έλξη προς κάθε κατεύθυνση. Το κέντρο είναι το κατεξοχήν “σκηνικό” μιας πόλης, ένας τόπος αστικού τουρισμού. Καθώς όμως η πόλη αναπτύσσεται και εξαπλώνεται χωρικά, το λειτουργικό της κέντρο διασπάται. Η πόλη του Ascher είναι πολυκεντρική και πολυδιάστατη. Τα επιμέρους κέντρα ενδέχεται να παρουσιάζουν χωρική, κοινωνική και πολιτισμική ετερογένεια, αλλά όλα ανεξαιρέτως διατηρούν την τουριστική τους διάσταση. Ένα σύγχρονο διάχυτο αστικό τουριστικό δίκτυο δημιουργείται. Πλέον, η πόλη ξεπερνά κατά πολύ τις διαστάσεις που ο άνθρωπος μπορεί όχι απλώς να ελέγξει, αλλά και να αναγνωρίσει. Υπό αυτές τις συνθήκες και με τα διαθέσιμα μέσα μετακίνησης ο κάτοικος της πόλης μετατρέπεται σε ένα μεταμοντέρνο περιπλανητή. Η αποσπασματική εικόνα την οποία ο κάθε κάτοικος σχηματίζει είναι μονάχα μια σκηνοθετημένη “αλήθεια”. Η πραγματικότητα που τελικά μπορεί κανείς να βιώσει διαμένοντας σε μια αστική περιοχή δεν διαφέρει και πολύ από αυτή ενός τουρίστα. Συμπληρωματικά με τη χωρική εξάπλωση της μετα-πόλης, η επιρροή της τεχνολογίας, η ροή των πληροφοριών και η τηλεπικοινωνίες διασπούν ακόμα περισσότερο τη συνοχή του χώρου και των λειτουργιών. Οι κοινωνικές σχέσεις χάνουν την τοπική τους διάσταση. 109 Η αποσύνδεση του χρόνου και του χώρου

- 73 -


από τις κοινωνικές δραστηριότητες οδηγούν στην ανάπτυξη μιας «κενής» διάστασης του χρόνου. Τελικά η ενσωμάτωση του τουριστικού μηχανισμού στην κοινωνία οδηγεί σε ένα μοντέλο που φαντάζει ως ένας κατάλογος αποσπασματικών μορφών, λειτουργιών και ανθρώπων. _ Ian Chambers,
 Border Dialogues: Journeys in Postmodernity: Οι πόλεις αλλάζουν, μετασχηματίζονται. Τα κέντρα τους τείνουν να γίνουν ωραιοποιημένα αστικά τοπία, μνημεία μιας περασμένης εποχής με γκαλερί , ακριβά διαμερίσματα κλπ. Η πόλη, στην εποχή της πληροφορίας φαντάζει αποδεσμευμένη από την γεωγραφική της υπόσταση, ως μια συμβολική ζώνη, εξαϋλωμένη, που διαμορφώνεται από τα ΜΜΕ και το διαδίκτυο ως ένας παγκόσμιος κόμβος. Η συνεχής ροή των ανθρώπων, τουριστών και μη, οδηγεί στον αποπροσανατολισμό του αστικού χώρου, αλλά και στη διαταραχή της αντίληψης του ατόμου για τον “οίκο”, τον τόπο που κανείς αισθάνεται “σπίτι του”. Η σύγχρονη κοινωνία, κάποτε αρκετά κλειστή, πλέον υπόκειται σε μια συνεχή αναδιάρθρωση προκειμένου να κατοχυρώσει την δικαιοδοσία παρουσίας των “ξένων” -των λειτουργικά ασύνδετων με τον τόπο.110 Ο αστικός χώρος εμπλουτίζεται όλο και περισσότερο με τουριστικού τύπου υποδομές. Ο χώρος της γειτονιάς, της πόλης κατακλύζεται από επισκέπτες σε τέτοιο βαθμό που οι ντόπιοι δεν μπορούν πια να αισθάνονται ότι ο χώρος τους ανήκει. Το ακατάπαυστο πέρασμα τουριστών, σφετερίζεται οπτικά το χώρο. Οι ένοικοι “χαμένοι” στο χώρο τους αποκτούν και αυτοί την νοοτροπία του τουρίστα. Η καθημερινή ζωή χάνει την συνοχή και τη συνεκτικότητα του νεωτερισμού. Η αναπόφευκτη συμμετοχή των ανθρώπων σε απομονωμένες τοπικές ομάδες που δεν είναι αλληλένδετες λειτουργικά ή ιδεολογικά οδηγεί στην άνθιση του ατομισμού. Η καθημερινή ζωή συγκροτείται από αναμνήσεις μιας ζωής αλλού. Η απουσία αυθεντικότητας οδηγεί στην αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου ακόμη και μέσα στο πρότερα οικείο του περιβάλλον. Όσο περισσότερο το άτομο βυθίζεται στην καθημερινή ζωή, τόσο - 74 -


περισσότερο του υπενθυμίζεται η πραγματικότητα, η αυθεντικότητα που βρίσκεται “αλλού”. Αυτή η δομή είναι γενεσιουργός δύναμη της κοινωνικής φαντασίας ότι η προσωπική εμπειρία του ατόμου είναι το επίκεντρο της πιο αποπροσωποποιημένης εποχής. 111 Η οποιαδήποτε απόπειρα ιδεολογικής φόρτισης του χώρου με στόχο τη διαμόρφωση μια συγκροτημένης κοινότητας αποτυγχάνει. Και κάθε τέτοια αποτυχία επιβεβαιώνει την μη ύπαρξη οιασδήποτε κοινότητας. Στο μετα-τουριστικό περιβάλλον, το ταξίδι, ως έννοια φτάνει στο τέλος του. Οι εμπειρίες που περιλαμβάνονται στον τουρισμό εντάσσονται (ξανά;) στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής.112 Ο εκσυγχρονισμός των εργασιακών σχέσεων, της ιστορίας και της φύσης οδηγεί στην αποσύνδεση από τις παραδοσιακές τους ρίζες μετατρέποντάς τες σε πολιτιστικά προϊόντα και εμπειρίες. Η ίδια διαδικασία πραγματοποιείται στην «καθημερινή ζωή» στη σύγχρονη κοινωνία, μέσα από την “αναπαραγωγή” μιας εκδοχής-φετίχ της αστικής δημόσιας ζωής, των παραδοσιακών διαπροσωπικών σχέσεων.113 Το “lifestyle” μια αφηρημένη έννοια που χρησιμοποιείται για να εκφράσει συγκεκριμένους συνδυασμούς εργασίας και αναψυχής, αντικαθιστά την «απασχόληση» ως τη βάση της κοινωνικής σχέσης, της θέσης και της δράσης. Αυτό που πλέον προσδιορίζει την ταυτότητα του καθενός δεν είναι το που εργάζεται, αλλά που επιλέγει να δαπανήσει τον χρόνο του. Η μετάβαση από τη βιομηχανική κοινωνία στην κοινωνία των καταναλωτών έχει πλέον ολοκληρωθεί. Σε συνέχεια αυτής της μετάβασης, ο άνθρωπος επιθυμεί να είναι ένας κόσμος από μόνος του, να μεταφράζει την πληροφορία που του μεταδίδεται μόνος του για τον εαυτό του. Ποτέ ξανά η ατομική ιστορία δεν ήταν τόσο άμεσα επηρεαζόμενη από τη συλλογική, αλλά ποτέ ξανά η συλλογική ταυτοποίηση δεν υπήρξε τόσο ντετερμινιστική και ασταθής. Η αυταπάτη “αυτοί είναι τουρίστες, εγώ δεν είμαι” βρίσκει τελικά στην πόλη την πιο σύγχρονη εκδοχή της.

- 75 -


Δ. Κάτοικος = Τουρίστας Έχοντας παρακολουθήσει την ιστορία της ανάπτυξης του θεσμού της πόλης και του τουρισμού βλέπουμε πως τα τοπία που κατοικεί ο άνθρωπος αποκτούν έναν όλο και περισσότερο άποκοινωνικοποιημένo, αποστειρωμένο αισθητικά χαρακτήρα, απομακρυσμένο από την ανθρώπινη παρουσία. Ανεξάρτητα από το χώρο που εκτυλίσσεται, σε τόπους ή μη-τόπους, η επικοινωνία υπονομεύεται. Ο τρόπος που βιώνουμε το χώρο της πόλης σκιαγραφείται από ένα μοτίβο εφήμερων καταστάσεων. Όπως μια ταινία η οποία δεν έχει μια φυσική χρονική συνέχεια, η ζωή γίνεται αποσπασματική. Στη σύγχρονη πόλη του πυκνού δικτύου μεταφορών, του ποικιλόμορφου μωσαϊκού χρήσεων, η συγκατοίκηση πραγματώνεται δίχως λόγια, μέσα από μηχανικές, αφαιρετικές χειρονομίες σε μια κοινωνία που παραδίδεται σε μια ερημική ατομικότητα, που φευγαλέα βασίζεται στο προσωρινό, στο εφήμερο. Προκειμένου να κατανοήσουμε πως οι εξελίξεις αυτές εναποτίθενται στην ατομική συνείδηση θα μελετηθούν τέσσερα κείμενα σε συγκριτικά ντουέτα. Η συνάφεια με τον τουρισμό δεν είναι εύκολα διακριτή, είναι όμως αυτή που παρακινεί αυτή την ανάλυση. Άλλωστε η φύση του τουρισμού έχει πλέον διαχυθεί σε όλες τις εκφάνσεις τις καθημερινότητας. Ο πολίτης τους μακρινού παρελθόντος ζει τελικά την πόλη όμοια με τον τουρίστα. Τα κείμενα του W. Benjamin και του G. Simmel, συνταγμένα σε μια εποχή που προλογίζει την υπερ-μεγέθυνση των μητροπόλεων, λαμβάνουν έμπνευση από το πλήθος. Σε ένα χώρο που το πρόσωπα και οι καταστάσεις εναλλάσσονται συνεχώς, οι δυο συγγραφείς πλάθουν χαρακτήρες που ξεχωρίζουν ή χάνονται στην ανθρώπινη “θάλασσα”. Επανεξετάζοντας τα με μια σύγχρονη ματιά, μπορούμε να αντιληφθούμε την -έμφυτη πια- ψυχολογία του κατοίκου της πόλης. Ο G. Debord και ο J. Baudrillard μεταφέρουν το επίκεντρο από το άτομο στα μέσα. Η κριτική θεώρηση του πρώτου για την “κοινωνία του θεάματος” φανερώνει τον τρόπο που ο κατακλυσμός εικόνων εξουσιάζει τον κόσμο. Συμπληρωματικά, ο λόγος του δεύτερου αναδεικνύει την πενία της επικοινωνίας και πως αυτή εκχυδαΐζεται. 
 - 76 -


Δ.1 Πλάνη εν άστυ 114 Η σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Baudllaire από τον Benjamin φαντάζει ως η περιγραφή ενός προσωπικού λυρικού θρήνου για τη ζωή στην πόλη. Στην περιγραφή του, δυο υποκείμενα βρίσκονται σε συνεχή μίξη και αντιπαραβολή μέσα από τα οποία αναδεικνύει το βίωμα της αστικής συνθήκης: ο πλάνητας και το πλήθος. Πλήθος, μια “κολοσσιαία συσσώρευση” που εξασφάλισε την ανάπτυξη, αλλά έσπρωξε το άτομο προς την απομόνωση και δημιούργησε μια αεικίνητη απρόσωπη μάζα, “ένα κινούμενο πέπλο”. Πλάνητας, ο άνθρωπος που κινείται αμέριμνα, σε νοητική απόσταση από το πλήθος, αλλά απολύτως ενταγμένα σε αυτό καθώς μόνο ως μέρος του μπορεί να υπάρξει. Το πλήθος παράγει στον διαβάτη μια σειρά από σοκ και συγκρούσεις που σε άλλους λόγιους προκαλεί φρίκη, όμως ο πλάνητας διατηρώντας στάση αμυντική αδιαφορεί για την ατομικότητα, επιθεωρεί το πλήθος, το απορρίπτει και σαγηνεύεται μονάχα από στιγμιότυπα όταν αυτά έχουνε πια παρέλθει. Παρότι αμέριμνος, ο πλάνητας βρίσκεται σε μια μόνιμη, παθητικά ενεργή κατάσταση αντίστασης. Δεν γίνεται “εργάτης” του μηχανισμού της πόλης, ούτε υποχείριο των κανόνων λειτουργίας της. Παρότι ενταγμένος στη μάζα της πόλης, ξεχωρίζει από αυτή μέσα από μια σιωπηλή απολαυστική αντίδραση. Από τη μεριά του, ο Simmel “διαβάζει” στην πόλη μια επαυξημένη ένταση που προκαλείται από μια ταχέως εναλλασσόμενη αλληλουχία αντιφατικών καταστάσεων. Στο κυκεώνα αυτό η νόηση, το “αντικειμενικό” πνεύμα, άμεσα συνυφασμένο με τη χρηματική οικονομία, κυριαρχεί υπερκαλύπτοντας το “υποκειμενικό”, την ψυχή. Πράξη αναπόφευκτη για την εξασφάλιση της ακρίβειας που απαιτείται για την προστασία από τη συνθετότητα και το χάος του αστικού βίου. Υπό τη συνθήκη αυτή, η εξειδίκευση του ατόμου είναι ο μόνος τρόπος να ξεχωρίσει και να καταστεί απαραίτητο μέλος της κοινωνίας. Η απαιτούμενη “μονόπλευρη τελειοποίηση” διαμορφώνει ταυτόχρονα μια εσωτερική κενότητα. Ως στόχος τίθεται ένα ατέρμον κυνήγι της απόλαυσης, ένα κενόδοξο αίσθημα υπερδιέγερσης που στην κορύφωση του καταρρέει και γεννά τον - 77 -


μπλαζέ, τον άνθρωπο που αδυνατεί πια να αντιδράσει σε νέες εντυπώσεις. Οτιδήποτε συμβαίνει πλέον επεξηγείται με λογικές διαδικασίες, απογυμνωμένο από κάθε συναίσθημα. Για τον μπλαζέ τίποτα δεν έχει πλέον νόημα, αξία, υπόσταση. Οι δύο τύποι ανθρώπου που γεννούν ο Benjamin και ο Simmel εκπέμπουν το δέος για τη ζωή στη μεγαλούπολη. Οι προσεγγίσεις τους διαφορετικές: παράλληλες, αντιφατικές αλλά συμπληρωματικές. Ο χαρακτήρας του Baudllaire καθώς βουτά στο πλήθος επιτρέπει μια βιωματική προσέγγιση της αστικής εμπειρίας. Η περιγραφή, με μια έντονα μελαγχολική γοητεία, συντελείται ανάμεσα σε ένα πρόσωπο και μια ανθρώπινη μάζα. Το πρόσωπο δεν είναι τυχαίο. Είναι η μονάδα που ξεχωρίζει, που συνειδητά επιλέγει να διαφοροποιηθεί νοητικά, αλλά όχι χωρικά, ώστε να απολαύσει στιγμές τη τετριμμένης καθημερινότητας με συγκινησιακό τρόπο. Αντιθέτως, ο Simmel λαμβάνει μια θέση απομακρυσμένης εποπτείας προκειμένου να περιγράψει την ένταση της πόλης και τον τρόπο που πλάθεται η ταυτότητα του μπλαζέ, του ανθρώπου που αδυνατεί πια να αναγνωρίσει την αξία των εμπειριών και των πραγμάτων. Ο πλάνητας είναι αυτός που αναγνωρίζοντας την απουσία εμπειριών στην πιεσμένη χωρικά και χρονικά ζωή στην πόλη, αναζητά, μάλλον απεγνωσμένα, τη συγκίνηση στην απλότητα καθημερινών συμβάντων, ενώ ο μπλαζέ είναι ένας παραδομένος, ισοπεδωμένος συναισθηματικά κάτοικος. Ο μπλαζέ είναι ουσιαστικά μέρος της μάζας που ο πλάνητας παρατηρεί. Ο πλάνητας είναι ο ήρωας που η θέση του ορίζεται εκ της αντίφασης. Χωρίς το πλήθος δεν θα είχε λόγο να υπάρξει. Η απόλαυση που προκύπτει από το τετριμμένο, το μπανάλ, τελικά εξυψώνει τον μύθο του αστικού βίου. Η περιγραφή της εμπειρίας του Μπωντλαίρ λειτουργεί αντιστικτικά προς τα προβλήματα που κατηγορείται πως προκαλεί η πύκνωση της πόλης. Οι εσωτερικές δυνάμεις της ψυχής μπορεί να έχουν ατονήσει, να έχουν αδρανοποιηθεί, όμως δεν παύουν να υπάρχουν, αναμένοντας την ενεργοποίηση τους για την απόλαυση του μεγαλείου της πόλης. Στον αντίποδα, η κριτική στάση του Simmel αποδομεί την πόλη. Καθώς το αίτημα για “καθολική ανθρώπινη ύπαρξη” έχει μετασχηματιστεί σε απαίτηση για “ποιοτική μοναδικότητα”, αναγνωρίζει ένα τέλμα καθώς η πόλη είναι αδύνατο να ανταποκριθεί στη νέα συνθήκη που η ίδια της η ύπαρξη διαμόρφωσε. - 78 -





Gustave Caillebotte Paris Street, Rainy Day 1877

- 79 -


Η επιβολή της λογικής και η ποσοτικοποίηση της ζωής έχουν φτάσει σε τέτοια ένταση που έχουν παραγκωνίσει το συναίσθημα, την ψυχή με την οποία επέρχεται η απόλαυση. Η εποχή που ο Simmel και ο Benjamin συνέταξαν τα κείμενα τους απέχει αρκετές δεκαετίες. Τα βιώματα που ενέπνευσαν τη συγγραφή τους είναι τελείως διαφορετικά. Εκείνοι παρακολούθησαν τη γέννηση και την πύκνωση των σύγχρονων μητροπόλεων. Εμείς βιώνουμε την μετεξέλιξη αυτών, την ωρίμανση, την υπερμεγέθυνση. Οι συνθήκες μπορεί να είναι εξαιρετικά διαφορετικές, όμως ο λόγος τους είναι εξαιρετικά διαχρονικός και διδακτικός. Ο μπλαζέ λειτουργεί διαφωτιστικά καθώς μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε τον κίνδυνο της ουδετερότητας και του κομφορμισμού που τείνει να επιβάλλει η ζωή στην πόλη. Η επανάληψη, η τυποποίηση, η απαίτηση για ακρίβεια αποτελούν στοιχεία ενάντια στην ψυχική ελευθερία του ατόμου. Η αναγκαία λογική αναπόφευκτα τα απαιτεί για να προστατευθούμε από το χαώδες πλέγμα των γεγονότων της καθημερινότητας, όμως δεν πρέπει να επιτρέψουμε να εξωθήσει πλήρως το συναίσθημα. Αν συμβεί αυτό κινδυνεύουμε να γίνουμε έρμαια ενός άμετρου εγωισμού. Τα αίτια που εξυπηρετούν τη μονοπώληση της λογικής σήμερα είναι, βεβαίως, διαφορετικά απ’ ότι ήταν κάποτε, γι’ αυτό άλλωστε δεν είναι και εύκολα ορατά, στην πραγματικότητα όμως δεν αποτελούν παρά μετάλλαξη των παλαιότερων. Ο πλάνητας καθώς περιγράφεται εμπειρικά, και όχι εποπτικά, λειτουργεί με περισσότερη ενεργητικότητα προς την αναζήτηση της απόλαυσης σε καθημερινές τελετουργίες. Ο τρόπος που παρουσιάζεται η στιγμιαία έκσταση και η άμεση προσπέλαση της, αφυπνίζουν ένα αίσθημα έντασης που απαιτείται προκειμένου να υπερνικήσει κανείς την επιβλητική ουδετερότητα της μάζας. Για να το επιτύχουμε αυτό, η ξενοιασιά είναι στοιχείο απαραίτητο που θα επιτρέψει την αναγκαία αποκλιμάκωση της ταχύτητας με την οποία κινούμαστε ασυνείδητα με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να την απολαύσουμε. Κατά τη διάρκεια της ανάλυσης αυτών των δύο σπουδαίων κειμένων η συνάφεια με την φύση του τουρίστα δεν διατυπώνεται. Η συνάφεια όμως με τον πλάνητα και τον μπλαζέ φαντάζει προφανής. Όμοια με τους δύο ήρωες των συγγραφέων έτσι και ο τουρίστας, σαν μετανεωτερικός ταξιδευτής περιπλανιέται στην - 80 -


πόλη. Τουρίστας στην ίδια του την πόλη, ο κάτοικος αναζητά την απόλαυση που ο κατακλύζων τουρισμός διαχέει στο αστικό τοπίο. Απόλαυση που άλλοτε ικανοποιείται με ένταση, μα στιγμιαία, και άλλοτε απόλαυση που αδυνατεί να βρει “πηγή” για να ξεδιψάσει από την ανιαρή ομοιομορφία και την επανάληψη. Τελικά και οι δύο χαρακτήρες περιγράφουν την μέτα-τουριστική κατάσταση. Η ρομαντική, αλλά συνειδητή περιπλάνηση σε μια κενόδοξη αναπαράσταση που αναζητά ενεργά μια “έξαρση” χαρακτηρίζει τον πλάνητα-τουρίστα. Ο κορεσμός και η αδυναμία εύρεσης ενδιαφέροντος σε οτιδήποτε είναι τελικά ο μπλαζέ-τουρίστας, ο άνθρωπος που περιφέρεται με βάση υποδεδειγμένες επιθυμίες, δίχως όμως ελπίδα απόλαυσης. Είναι βέβαιο πως με την παρουσία μας στην πόλη βιώνουμε και τις δύο καταστάσεις. Διάφορες συγκυρίες είναι δυνατό να πλάσουν μια παροδική ψυχοσύνθεση που απαντά σε έναν από τους δύο χαρακτήρες ή ένα συνδυασμό αυτών. Σε κάθε περίπτωση, ο συνδυασμός των δυο κειμένων γεννά μια προσέγγιση η οποία φαντάζει ικανή να μας οπλίσει διπλά ενάντια στην πιεστική συνθήκη της ζωής στην πόλη. Από τη μία, καλώντας μας σε μια γενική θεώρηση, μια εποπτεία που εξέρχεται του σώματος και επιδιώκει να αναγνώσει τον εγκλεισμό της προσωπικότητας και των συναισθημάτων. Από την άλλη, αναδεικνύοντας το μύθο και τις απολαύσεις που εσωκλείονται στην καθημερινότητα.

Paul Gavarni, Le Flâneur, 1842 - 81 -


Δ.2 Η ολοκληρωτική επικοινωνία 115 Μέσα από 34 σύντομα και περιεκτικά βήματα ο Guy Debord πραγματοποιεί μια κλιμακωτή ανάλυση της έννοιας του θεάματος ώστε να μας αποκαλύψει τον τρόπο που επηρεάζει το προσωπικό και συλλογικό βίωμα. Το θέαμα με μια επιφανειακή ματιά φαίνεται να είναι ένα εργαλείο ενοποιητικό καθώς επιτρέπει την αναπαράσταση γεγονότων. Εντούτοις όμως λειτουργεί ως μέσο κατακερματισμού και αποσπασματικότητας. Όχι μόνο υπονομεύει το άμεσο βίωμα, αλλά ταυτόχρονα αυτονομείται από αυτό το οποίο καλείται αρχικά να συμβολίσει και το διαστρεβλώνει. Η δύναμη του θεάματος, ωσάν μιας θεότητας, παρουσιάζεται “σαν η ίδια η κοινωνία” που όμως δεν διαμορφώνεται εξ’ ολοκλήρου από αυτή. Το θέαμα παράγεται μέσω ελέγχου από την άρχουσα τάξη. Οι συμβολισμοί που προβάλει δεν προκύπτουν από το κοινό, αλλά προσλαμβάνονται ως έχει, του επιβάλλονται, με τρόπο που έχει αποφασιστεί ήδη από το στάδιο της παραγωγής. Τελικά, το θέαμα κυριαρχεί επί της πραγματικότητας. Μέσα από μια διαδικασία “υπνωτισμού” υποκαθιστά την ορατή πραγματικότητα, διαγράφει την αναγκαία υποκειμενικότητα και επιβάλλει μια κατασκευασμένη αντικειμενικότητα η οποία εξυπηρετεί στην κυριαρχία της οικονομίας ως ρυθμιστή της κοινωνικής ζωής. Το “είναι” μετασχηματίζεται σε “έχειν” το οποίο με τη σειρά του εξυψώνει το “φαίνεται”. Το άτομο παραδίδεται σε έναν ατέρμονα κύκλο παραγωγής και κατανάλωσης θεάματος, σε μια “κοινωνική σχέση μεσολαβημένη από εικόνες”. Ο Debord ορίζει το θέαμα ως “η αφθονία της στέρησης”, καθώς τα μάτια μας έχουν μετατραπεί σε παθητικούς δέκτες όπου ό,τι προσλαμβάνεται κατακρημνίζει τον πνεύμα. Ως αποτέλεσμα, η πρόοδος αποκόπτεται σε μια κοινωνία που περιορίζεται όλο και περισσότερο. Τρεις δεκαετίες αργότερα ο Jean Baudrillard βιώνει την εδραίωση της κυριαρχίας του θεάματος διαμέσου της τεχνολογίας. Χρησιμοποιώντας το μετασχηματισμό ενός δυαδικού συστήματος - 82 -


επεξηγεί τον τρόπο που μετασχηματίζεται η ζωή με την χρήση των νέων μέσων επικοινωνίας. Η αρχική συνθήκη, όπου το αντικείμενο λειτουργεί ως καθρέφτης του υποκειμένου και η Ιστορία φαντάζει ως ένα συνεχές έργο που εκτυλίσσεται επί σκηνής, αλλάζει. Ο καθρέφτης και η σκηνή αντικαθίστανται από μια οθόνη και ένα δίκτυο. Η δημιουργική μέθη αδρανοποιείται καθώς το άτομο μετατρέπεται σε ένα παθητικό, επιτελεστικό δέκτη ενός πολύπλοκου συστήματος το οποίο απαγορεύεται να παύσει να λειτουργεί διότι θα καταστραφεί. Η επιφανειακή αίσθηση εξουσίας που προσδίδει στο χρήστη ο τρόπος που λειτουργεί το νέο σύστημα είναι μια αυταπάτη. Δεν αποτελεί πλέον μια ενεργητική διαδικασία διαμόρφωσης του τρόπου που ξεδιπλώνεται επί σκηνής το σενάριο της ζωής. Αντιθέτως, το σενάριο έχει κατακερματιστεί και παραδοθεί σε ένα πολύπλοκο διαδίκτυο του οποίου είμαστε απλοί παθητικοί αποδέκτες. Η ικανότητα μεταπήδησης σε διαφορετικές εκλάμψεις αυτού του συστήματος είναι που καθιστά την επιβεβλημένη ψευδαίσθηση αόρατη στα μάτια ενός ξεγελασμένου “κυρίαρχου” χρήστη. Όπως και ο Debord, o Baudrillard αναγνωρίζει την υπονόμευση της πραγματικότητας. Στην περίπτωση του, όμως, η πραγματικότητα απαξιώνεται όχι μόνο ως πνευματικό αλλά και ως φυσικό περιβάλλον μου φαντάζει ως “ένα είδος αρχαϊκού κλειστού κελιού”. Η αδιαφορία για το γεωγραφικό χώρο οδηγεί στην εξαΰλωση των διαφορετικών του εκφάνσεων προς ένα “άμορφο πολυκέφαλο σώμα”. Το δημόσιο και το ιδιωτικό χάνουν τα διακριτά τους όρια και μπλέκονται σε ένα αεικίνητο κυκλοφοριακό σύστημα δεδομένων. Στο νέο ισοπεδωμένο πεδίο κάθε τι προσωπικό διαχέεται ως μια “μικροσκοπική πορνογραφία του σύμπαντος”, ως κάτι “άσεμνο” που δεν μπορεί να κρυφτεί πια μπροστά στο φως της υπερπληροφόρησης. Η “έκσταση της επικοινωνίας” δεν το επιτρέπει. Η εποχή της αποξένωσης που γεννούσε η μεγαλούπολη έχει πλέον αντικατασταθεί. Πλέον όλοι έχουν λόγο, είναι ελεύθεροι να εκφραστούν και να ακουστούν, όμως η πολυφωνία έχει οδηγήσει στην παραγωγή ενός χάους στο οποίο είναι αδύνατο να αναλογιστεί κανείς τι θέλει. Το “καυτό σύμπαν” της επιθυμίας, του πάθους και της αποπλάνησης έχει πια μετατραπεί σε ένα “ψυχρό” όπου η έκσταση οδηγεί αναπόφευκτα μονάχα σε μια χυδαία σαγήνευση προς το άσεμνο. 
 - 83 -





Jackson Pollock Convergence 1952

- 84 -


Η ανάγνωση των δύο κειμένων λειτουργεί συμπληρωματικά κα ι μ α ς ε π ιτ ρ έ π ε ι να κα τ ανο ή σ ο υ μ ε τ ον τ ρ όπο πο υ αναδιαμορφώνεται η επικοινωνία και κατ’ επέκταση η κοινωνία στο πέρασμα του χρόνου. Ο λόγος τους εμπνέεται από μέσα τα οποία στη σύγχρονη εποχή είναι πλέον βαθιά ριζωμένα στην καθημερινότητα μας. Επιδιώκοντας έναν συνδυασμό τους οδηγούμαστε σε ένα μάλλον απαισιόδοξο πόρισμα για το σήμερα. Η κοινωνία του θεάματος παρουσιάζεται ως υπό την επίρροια αναισθητικού μέσα από τον καταιγισμό εικόνων που κατασκευάζουν επιθυμίες και συναισθήματα, έρμαιο μιας άρχουσας τάξης που την κατευθύνει. Η επίδραση είναι τόσο έντονη που το πραγματικό βίωμα καθίσταται αδύνατο να υπάρξει δίχως να έχει προδιαγραφεί από το θέαμα. Ύστερα, η έκσταση της επικοινωνίας έρχεται να αναδείξει πως η ευκολία της επικοινωνίας, συρρικνώνει το γεωγραφικό χώρο και καταλύει οποιαδήποτε διάκριση δημόσιου-ιδιωτικού. Την περίοδο που γράφεται, τα μέσα επικοινωνίας έχουν ενταχθεί στην καθημερινότητα ως δέκτες παθητικοί ενός συστήματος πολύβουου, που προκαλεί σύγχυση, αλλά ακόμα περιορισμένου. Σήμερα, έχει πλέον τελεσθεί μια αλλαγή που απαιτεί να κατανοήσουμε τις περασμένες εποχές και στη συνέχεια να προχωρήσουμε στην ιχνηλάτηση των νέων κινδύνων. Πλέον πομπός έχει τη δυνατότητα να είναι ο οποιοσδήποτε, οποτεδήποτε. Η κοινωνία του θεάματος έχει αυτονομηθεί προς ένα ανεξέλεγκτο σύστημα που εκτονώνεται σπασμωδικά προς κάθε κατεύθυνση δίχως συλλογικό προορισμό. Το αρχικό μοντέλο, μιας κοινωνίας που χειραγωγείται προς μια αδρανοποίηση από μια ανώτερη τάξη που έχει ορισμένους στόχους, έχει οδηγηθεί σήμερα σε μια μετάσταση όπου ο καθένας, όχι μόνο έχει το δικαίωμα, αλλά μπορεί ανά πάσα στιγμή, άνευ κριτηρίων να εκφέρει δημόσιο λόγο. Ενώ εκ πρώτης όψεως αυτό φαντάζει ως μια ενδεχόμενη λαϊκή νίκη, τελικά αποτελεί ένα άναρχο χάος όπου η εικόνα της δημόσιας σφαίρας δεν κατασκευάζεται, αλλά συντίθεται ως ένα αλλοπρόσαλλο κολάζ όπου ο κυριαρχεί ο ανεύθυνος, ο παρορμητικός, ενώ ο λόγιος αποσιωπάται, πνίγεται από την παράφωνη πολυφωνία.

- 85 -


Ο λόγος του Debord, προφητικός: Κάθε ατομική πραγματικότητα έγινε κοινωνική δύναμη. Και μόνον εφόσον δεν είναι, της επιτρέπεται να φαίνεται. Όμως η προσέγγιση του Debord είναι πλέον ξεπερασμένη. Όχι γιατί τα δεδομένα έχουν πια αλλάξει και η κριτική του είναι άστοχη, αλλά διότι το θέαμα έχει πια εισχωρήσει τόσο πολύ στον κοινό βίο που τα πορίσματα του δεν επαρκούν για να εμπνεύσουν προς μια νέα κατεύθυνση. Ο λόγος του Baudrillard, παρότι βλέπει την πνιγηρή κατάσταση που γεννά η πολυφωνία, όντας πιο σύγχρονος, εντούτοις δεν έχει προβλέψει την υπερ-διόγκωση που επήλθε με την πρόοδο της τεχνολογίας. Η συνάφεια ανάμεσα στο θέαμα ως ο στόχος που επικεντρώνεται το “τουριστικό” βλέμμα είναι παραπάνω από προφανής. Ομοίως τα μέσα που οδηγούν -και επιτρέπουν- στην έκσταση της επικοινωνίας είναι ακριβώς τα ίδια με τα εργαλεία του “τουρίστα”. Η φωτογραφική μηχανή, τα μέσα μεταφοράς και επικοινωνίας, το κινητό τηλέφωνο, το διαδίκτυο και πάσης φύσεως ηλεκτρονικοί “υπολογιστές” -τι ακριβώς υπολογίζεται πλέον είναι δύσκολο να οριστεί με νηφαλιότητα. Εργαλεία για ονειροπόληση, για μια ερχόμενη ή απερχόμενη απόλαυση. Ονειροπόληση για μια επίπλαστη, κενή κατανάλωση μιας αναπαράστασης, μιας νόθας πραγματικότητας.

- 86 -


Ε. Αθηνών Παράσταση

“Τι είναι ο αθηναϊκός χώρος; Βέβαια, ένας συγκεκριμένος χώρος: μια πόλη στην άκρη των Βαλκανίων, μια γωνιά γης ριγμένη ανάμεσα στη θάλασσα, την Ακρόπολη και τα βουνά της Αττικής.” “Η Αθήνα είναι πλούσια. Αλλά εξαρχής ο πλούτος της φαίνεται να βασίζεται πολύ περισσότερο στην κατανάλωση παρά στην παραγωγή και ο δυναμισμός της να διατηρείται πολύ περισσότερο από το συσσωρευμένο πλούτο παρά από τα πλεονεκτήματα αντικειμενικών συνθηκών.” “Αν δεν ήταν επικίνδυνες οι ακραίες διατυπώσεις, θα λέγαμε ότι η Αθήνα είναι μια πόλη χωρίς θέση, που ξοδεύει περισσότερα απ’ όσα κερδίζει.” “Η δραστηριότητα Φαίνεται πολύ λίγο παραγωγική, προσανατολισμένη προς την παροχή υπηρεσιών ή την ικανοποίηση άμεσων αναγκών, αλλά ο οικονομικός πλούτος της συνεχώς αυξάνει.” “Η Αθήνα προσφέρει σ’ όσους περίμεναν να βρουν την Αρχαιότητα και την Ανατολή, το συνηθισμένο θέαμα μιας σύγχρονης πόλης, που επαναλαμβάνεται με ομοιόμορφο και δυσανάλογο τρόπο” _Guy Burgel, 1975, Αθήνα (σελ. 9-10)

- 87 -


Αθήνα, 2017

- 88 -


Το 1975 ο Guy Burgel εκδίδει το βιβλίο του για την Αθήνα ύστερα από μια επιτόπια και ιστορική έρευνα για την πόλη. Τα αποσπάσματα που προηγήθηκαν, τα οποία προλογίζουν πρακτικά το σύγγραμμα του, αν αναλογισθεί κανείς την εποχή που γράφονται, αποδεικνύονται προφητικά. Η Αθήνα, μια πόλη στην άκρη των Βαλκανίων γνώρισε μια ταχύτατη ανάπτυξη σε σχέση με άλλες πρωτεύουσες. Η επιταχυμένη χωρική εξάπλωση, ανεξάρτητη της μικρής βιομηχανικής δραστηριότητας μετέτρεψε την πόλη σε χωνευτήρι ανθρώπων. Μέσα σε μερικές δεκαετίες η πόλη γιγαντώθηκε και αφομοίωσε κάθε επαρχιακή δομή σε προάστια. Τα όρια της πόλης είναι πια εξαιρετικά δυσδιάκριτα ενώ ο ορισμός του κέντρου αυτής αποτελεί ένα υποκειμενικό ζήτημα που παραμετροποιείται από τα βιώματα του καθενός. Το 1962 ο Martin Heidegger ταξιδεύει στην Ελλάδα. Ως στόχο είχε να περιπλανηθεί στο ελληνικό τοπίο ώστε να το προσεγγίσει με φιλοσοφικό τρόπο. Το ταξίδι θα ξεκινήσει με πλοίο από τη Βενετία, την ιταλική πόλη που “λυμαίνεται η τουριστική βιομηχανία”116 για να βρεθεί στην Ελλάδα, την Ιθάκη, την Ολυμπία, τους Δελφούς, την Αθήνα και πολλούς ακόμα προορισμούς. Ταξιδεύει στην Αθήνα προκειμένου να βιώσει σωματικά την πνευματική ανάταση που τόσα χρόνια έχει μελετήσει μέσα από εικόνες και κείμενα. Όμως η αναπαράσταση που επιζητά είναι ασύμβατη με το παρόν της πόλης. Η φιλοσοφική σκοπιά του ψάχνει να βρει ανταπόκριση στην αναβίωση μιας πραγματικότητας μέσα από τα ερείπια της. Μονάχα με κόπο θα το επιτύχει ύστερα από μια καθαρά εσωτερική πνευματική προσπάθεια για να καταρρεύσει λίγο αργότερα. Το πλήθος των τουριστών που κινείται με μένος θα τον παρασύρει. Αδύνατο να αντισταθεί άλλωστε καθώς δεν πλανάται πως ο ίδιος δεν είναι τουρίστας. Αναζητεί την ελληνικότητα, την πηγή, την εστία του δυτικού πολιτισμού. Βέβαια δεν είναι αφελής, η αμφιβολία του αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό είναι αυτονόητη. Το προκαθορισμένο ταξίδι στο οποίο μετέχει θα λειτουργήσει περιοριστικά προς την απόλαυση μιας “αυθεντικής” εμπειρίας. Η περιγραφή του, καθότι περιγράφει τις δραστηριότητες ενός τουρίστα της μάζας, ο οποίος έχει συνείδηση της θέσης του, εξυπηρετεί ώστε να κατανοήσουμε την εμπειρία της Αθήνας ως τουριστικό προορισμό: 117

- 89 -


Νωρίς το πρωί πήγαμε στη γέφυρα [του πλοίου] για να παρακολουθήσουμε την είσοδο στον Πειραιά. Ένα θολό φως εμπόδιζε τη θέα. Το νέφος πάνω από τη σύγχρονη μεγαλούπολη συγκάλυπτε καθετί ελληνικό. […]θα πρέπει να διαπεράσουμε πολλά παραπετάσματα, να ξεπεράσουμε πολλά πράγματα που αποσπούν την π ρ ο σ οχ ή , ν α ε γ κ α τ α λ ε ί ψ ο υ μ ε σ υ ν ηθ ι σ μ έ ν ε ς παραστάσεις, προκειμένου να επιτρέψουμε στον ελληνισμό που αναζητούμε να φανεί έως και στην ίδια την Αθήνα. […] μας ανέβασε με το αυτοκίνητο στην Ακρόπολη, διασχίζοντας τη συνοικία του λιμανιού και ακολουθώντας του φαρδιούς δρόμους της σύγχρονης πόλης. […] ανηφορίσαμε μέσα σε μια ξένη προς την πόλη ησυχία, από τα Προπύλαια προς τον οίκος της θεάς, το όνομα της οποίας φέρει η πόλη. […] Δεν μπορούσε να βρεθεί κανένας κατάλληλος τόπος, για να σχετιστούμε με αυτόν. […] Όλες οι γνώσεις και γνώμες που κουβαλούσαμε βούλιαξαν στο κενό ως προσθήκες μεταγενέστερων. […] Στο μεταξύ και ενώ οι πρώτες πρωινές ώρες είχαν περάσει χωρίς να το αντιληφθούμε, αυξήθηκε και συνέρρευσε το πλήθος των επισκεπτών. Η διαμονή που επιτεύχθηκε μόλις και μετά κόπου αντικαταστάθηκε από τη δι οργάνωση ξεναγήσεων. Αλλά και αυτές υποκα τα στάθηκαν α πό τις φωτογρα φικές και κινηματογραφικές μηχανές. Το ενοχλητικό σχετικά με το πλήθος δεν είναι ότι έφραζε τους δρόμους και παρεμπόδιζε την προσπέλαση στους χώρους. Ενοχλούσε κυρίως ο περιηγητικός ζήλος του, η αδιάκοπη κίνηση του στην οποία παρασύρεται κανείς ασυναίσθητα, επειδή απειλούσε να υποβαθμίσει

- 90 -


σε αντικείμενο απλώς παρευρισκόμενο για το θεατή κάτι που μόλις πριν είχε καταστεί στοιχεία της εμπειρίας μας. […] Το μεσογειακό πλήθος έσφυζε από ζωή, αλλά ήταν ανυπόστατο μπροστά στη μνήμη της εμπειρίας μας, όπως ακριβώς μας δημιούργησε την εντύπωση επίπλαστου θεάματος και η παρουσίαση ελληνικών δημοτικών χορών που είχε διοργανωθεί μετά το γεύμα στο ξενοδοχείο. […] Εμείς οι σημερινοί μοιάζει να έχουμε εκδιωχθεί από μια κατοίκηση σαν αυτή, είναι σαν να έχουμε χαθεί στα δεσμά του υπολογιστικού σχεδιασμού. […] το σύγχρονο Dasein [ενν. κατοικείν] είναι όλο και πιο έρημο. […] Ο Παρθενώνας κινδύνευε αρχικά να μας απογοητεύσει, επειδή είχαμε δει πολύ συχνά εικόνες του και είχαμε διαβάσει περιγραφές γλυπτών έργων από ιστορικούς της τέχνης. […]

Πως όμως διαχέεται η φύση του τουρισμού στην καθημερινή ζωή των κατοίκων της Αθήνας. Όλα όσα έχουν λεχθεί έως τώρα είναι βέβαιο πως έχουν αποτελέσει αφορμή για μια εικονοπλασία από τη μεριά του αναγνώστη. Κρίνεται όμως χρήσιμο να παρουσιαστούν μια σειρά από εικόνες της σύγχρονης Αθήνας που παρουσιάζουν τη διάχυση της τουριστικού τύπου δραστηριότητας στην καθημερινότητα της πόλης. Κάθε εικόνα λειτουργεί ως παράδειγμα, αποτέλεσμα προσωπικής -μάλλον ερασιτεχνικήςπαρατήρησης. Ως εκ τούτου, δεν είναι απαραίτητο ότι αναπαριστούν μια γενική αλήθεια. Στόχος είναι να λειτουργήσουν ως έμπνευση προς κάθε αναγνώστη ώστε να δει την πόλη εκ νέου με ένα πιο συνειδητοποιημένο φίλτρο.

- 91 -


πάνω: Μοναστηράκι, A for Athens bar Ίσως η πλέον χαρακτηριστική φωτογραφία της σύγχρονης Αθήνας που καταναλώνεται ευρέως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από Έλληνες και ξένους από ένα από τα πιο δημοφιλή μπαρ της πόλης κάτω: Μουσείο Ακρόπολης Η θέα και εδώ προσανατολίζεται προς το αρχαίο μνημείο ώστε να δοξάσει το περιεχόμενο του μουσείου και να το συσχετίσει με τον βράχο από τον οποίο προέρχονται πολλά από τα εκθέματα. Η βέβαιη παρατήρηση και στις δύο περιπτώσεις είναι πως η επισκεψιμότητα δεν προκαλείται από τον πολιτισμικό πλούτο της περιοχής, αλλά από το πλήθος εμπορικών δραστηριοτήτων που την πλαισιώνουν και εκμεταλλεύονται τον πλούτο της. - 92 -


Ξενοδοχείο Hilton Ένα από τα πρώτα μεγάλα κτίρια της Αθήνας, μια ξενοδοχειακή μονάδα. Η κατασκευή του είχε προκαλέσει μεγάλο κύμα αντιδράσεων. Αφενός, διότι το θεσμικό πλαίσιο που επέτρεψε την κατασκευή του ήταν εξαιρετικά θολό, αφετέρου, γιατί η σχεδιαστική του μορφή, της μεγάλης κλίμακας και του τολμηρού προσανατολισμού προς την Ακρόπολη θεωρήθηκε χυδαία προς την πόλης και την ιστορία της. Παρότι πλέον η εμβληματική του θέση στην Αθήνα είναι καθιερωμένη δεν μπορούμε να αμελήσουμε πως είναι μια από τις πρώτες νεότερες επενδύσεις που επιδιώκουν να μετατρέψουν την Αθήνα σε διεθνή τουριστικό προορισμό.

- 93 -


Lohan Nightclub Η μαζική νυχτερινή διασκέδαση βρίσκει ένα από τα πι ο δημ οφιλή κέν τ ρα δι α σκέδα σης στην διασταύρωση της Ιεράς Οδού με την Πειραιώς. Η επιχείρηση της ηθοποιού του Hollywood Lindsay Lohan εκπέμπει ένα διεθνοποιημένο μοντέλο αναψυχής: πολυτελή αυτοκίνητα, διάσημοι DJs και πλήθος νέου κόσμου συρρέουν από όλη την Αθήνα. Η επί δει ξη του πλούτου μι ας κοινωνί ας καταναλωτών βρίσκει ένα λυτρωτικό χώρο έκφρασης όπου ο υλισμός και το φαίνεσθαι είναι το μοναδικό επίκεντρο προσοχής.

- 94 -


Μεταξουργείο Η κοινωνιογραφία της περιοχής του Μεταξουργείου διαμορφώνεται από ένα μωσαϊκό που περιλαμβάνει μετανάστες από ανατολικές χώρες, λαϊκές οικογένειες και φοιτητές που εκμεταλλεύονται τα χαμηλά ενοίκια. Παράλληλα, εστιατόρια με εκλεπτυσμένη κουζίνα και γκαλερί κάνουν την εμφάνισης τους προσελκύοντας κοινό που είναι βέβαιο ότι δεν ζει στην περιοχή. Η “εξωτική” διάσταση της λαϊκής Αθήνας αποτελεί βασική αφορμή για τον κόσμο που προσέρχεται για να καταναλώσει υπηρεσίες και εκδηλώσεις. - 95 -


“Αν…”, Κινηματογραφική παραγωγή στην Πλάκα Ίσως η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση του καθοδηγούμενου βλέμματος και κατ’ επέκταση κατανάλωσης. Η ταινία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη αποτέλεσε αιτία ώστε οι Αθηναίοι να ανακαλύψουν ξανά την περιοχή της Πλάκας. Μια από τις πιο όμορφες γειτονιές της Αθήνας που τη ζούσαν μονάχα τουρίστες ξαφνικά κατακλύστηκε και από Έλληνες. Το άρωμα αντιηλιακού που κυριαρχούσε από τους περιπλανώμενους τουρίστες δεν είναι πια τόσο ισχυρό. Η νοσταλγία μιας “παλιάς Αθήνας” με νεοκλασικά και νησιωτικού στυλ κτίσματα δημιούργησε έναν υπερκοστολογημένο προορισμό αναψυχής σε μια περιοχή που λίγοι διαμένουν και πολλοί επισκέπτονται.

- 96 -


Φάληρο, Κέντρο Πολιτισμού ΙΣΝ Ένα σύγχρονο έργο από το γραφείο του Renzo Piano μεταφέρει σημαντικές πολιτισμικές υποδομές σε μια νησίδα της στο παραθαλάσσιο άκρο της πόλης. Η σχέση του με την περιβάλλουσα αστική πραγματικότητα αποδεικνύεται εξαιρετικά αδύναμη. Παρ’ όλα αυτά, η κεντρική συνθετική ιδέα ενός δημόσιου τεχνητού λόφου με θέα ως την μακρινή Ακρόπολη, ένα αθηναϊκό σχεδιαστικό κλισέ, σημειώνει σπουδαία επιτυχία στην πράξη. Σε κάθε δωρεάν προς ώρας- εκδήλωση τα πάρκινγκ είναι ασφυκτικά γεμάτα. Οι Αθηναίοι ταξιδεύουν από κάθε μεριά της Αθήνας για να απολαύσουν το σύγχρονο οικοδόμημα και το πάρκο. Η σύγχρονη υποδομή, σε αντιδιαστολή με το παλαιωμένο κτιριακό απόθεμα που κυριαρχεί στην πόλη λειτουργεί ως πόλος έλξης, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της. Η ελκυστική αίσθηση ανανέωσης που φέρει μένει να δοκιμαστεί στο χρόνο ώστε να αποδειχτεί αν είναι μια επιτυχημένη παρέμβαση για την ζωή της Αθήνας ή αν είναι μια φωτοβολίδα που σύντομα θα παρακμάσει και θα αποτελέσει μια δυσλειτουργική πολιτισμική κηλίδα. - 97 -


Προάστια, Μαρούσι Σε μια έξοδο από κεντρικές αστικές περιοχές, το Μαρούσι αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της τουριστικοποιημένης δραστηριότητας στα προάστια Σε μια περιοχή που οι πολυκατοικίες της αντιπαροχής επαναλαμβάνονται ρυθμικά η επιχειρηματική δραστηριότητα συναντάται πάντα με μια χαρακτηριστική πύκνωση σε υπαίθριες ή στεγασμένες αγορές που παρέχουν πάσης φύσεως προϊόντα και υπηρεσίες. Ένα γεγονός που θυμίζει την οικονομική δραστηριότητα της αρχέγονης πόλης. Η τουριστική φύση της πόλης διαχέεται τελικώς και προς τα προάστια με λιγότερο προφανή ένταση και με μια ιδιαιτερότητα που θα εξασφαλίσει την επιτυχία της. - 98 -


ΣΤ. Έξοδος Με την ολοκλήρωση αυτής της έρευνας είναι σημαντικό να αναλογιστούμε αν όσα περιγράφηκαν αποτελούν την πραγματικότητα της σύγχρονης πόλης. Η ατέρμων επιθυμία για αναζήτηση και αμφισβήτηση είναι βέβαιο πως πολύ γρήγορα θα αποτελέσει αφορμή για μία ακόμα εξερεύνηση. Οι προσεγγίσεις του θέματος από διαφορετικά επιστημονικά πεδία και διαφορετικά χωρικά πεδία έρευνας που δεν περιορίζονται στην πραγματικότητα του δυτικού κόσμου είναι βέβαιο ότι μπορούν να συνεισφέρουν στην κατανόηση και στην εύρεση μιας νέας κατεύθυνσης σχεδιασμού και λειτουργίας των πόλεων. Η έρευνα αυτή μας επέτρεψε να δούμε πως η πόλη γεννιέται, και, μαζί της, οι αρετές που επιτρέπουν την συμβίωση, ακόμα και στις πιο δυσμενείς συνθήκες. Είδαμε πως εξελίσσεται, από έναν μικρό οικισμό, στις σύγχρονες μητροπόλεις εκατομμυρίων κατοίκων. Αναγνωρίσαμε τις βάσεις για την οικονομική, την τεχνολογική και την πολιτισμική ανάπτυξη, που τέθηκαν χιλιάδες χρόνια πριν, αλλά και τις συνέπειες που έφεραν σε βάθος χρόνου στις σχέσεις των ανθρώπων. Η πόλη σήμερα φαντάζει να έχει αναπτύξει μια ανεπανάληπτη ταχύτητα ανάπτυξης που έχει απομακρυνθεί πολύ όχι μόνο από τις μακρινές της ρίζες, αλλά και από τα ίχνη της τρίτης αστικής επανάστασης, της βιομηχανικής πόλης. Ίσως είναι αφελές, αλλά η έννοια της πόλης, ως θεσμός, φαντάζει να βρίσκεται στο κατώφλι μιας νέας αστικής επανάστασης, ενός μετασχηματισμού αναπόφευκτου που η πολυπλοκότητα της αστικής ζωής προσπαθεί να αποτρέψει. Άλλωστε, η αντίσταση στην αλλαγή, αντίσταση η οποία συνήθως εκφράζεται με φόβο, είναι ένα στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, έμφυτο, το οποίο εξασφαλίζει την επιβίωση. Ο καθένας κατασκευάζει, με τρόπο μοναδικό την δικιά του φαντασιακή, αόρατη πόλη την οποία το πραγματικό, το χτισμένο περιβάλλον φιλοξενεί. Ίσως η χαρτογράφηση να ήταν πάντα υπόθεση προσωπική, αλλά αυτό δεν είχε αντίκρισμα κοινωνικό. Σήμερα, η ιδιαιτερότητα με την οποία ο καθένας νοηματοδοτεί τον χώρο δεν καθορίζεται αποκλειστικά από τον ίδιο, αλλά υπόκειται σε προκαθορισμένα, περιοριστικά σενάρια από το περιβάλλον του. Για να μπορέσει κανείς να αντιταχθεί σε αυτά απαιτεί ψυχικό σθένος και διαφάνεια πνευματική που φαίνεται να εκλείπουν. - 99 -


Η τεχνολογική πρόοδος, των τηλεπικοινωνιών και των μεταφορών επέτρεψαν στην ζωή μας να γίνει εξαιρετικά αποσπασματική, διάσπαρτη στο χώρο αλλά ταυτόχρονα υπερβολικά στατική, αποκομμένη από την τυχαιότητα του απρόσμενου. Η πόλη, τελικά, είναι η χωρική αποτύπωση που κατοχυρώνει αυτή την πραγματικότητα και είναι και η βάση η οποία την γεννά. Όμως, όλα αυτά δεν είναι κάτι που θα πρέπει να μας φοβίζει γιατί δεν υπάρχει πια δυνατότητα επιστροφής. Έχοντας πλέον πλήρη συνείδηση της υφιστάμενης κατάστασης δεν είναι δυνατόν να την απορρίψουμε, παρά μονάχα να την ενστερνιστούμε. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να την τιθασεύσουμε και να την βελτιώσουμε. Η μέθοδος φυσικά δεν μπορεί να διατυπωθεί στο παρόν κείμενο. Έτσι και αλλιώς, η πραγματικότητα που βιώνουμε δεν είναι τόσο ζοφερή όσο φαντάζει μέσα από την πυκνή αναπαράστασή της στην εργασία αυτή. Η ενεργητική ματιά, η προσδοκία και η πάλη για πρόοδο είναι απολύτως απαραίτητη, όμως δεν θα πρέπει να επισκιάζει την απόλαυση, έστω και αν γνωρίζουμε αυτή είναι νόθα, ακόμα και αν νιώθουμε στην πόλη μας… ξένοι.

- 100 -


Βιβλιογραφικές Αναφορές

- 101 -


1

E.Soja, Postmetropolis, Wiley-Blackwell, Los Angeles, 2000, σελ. 4-5

2

ο.π. σελ. 43

3

ο.π. σελ. 39

4

ο.π. σελ. 46

5

ο.π. σελ. 52

6

ο.π. σελ. 58

7

ο.π. σελ. 59-60

8

ο.π. σελ. 69

9

ο.π. σελ. 76,84 ο.π. σελ. 73

10 11

ο.π. σελ. 77

12

ο.π. σελ. 81,87

13

ο.π. σελ. 80

Δ. Καρύδης, Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, Αθήνα 2006, σελ. 79-81 14

Σ. Αντωνοπούλου, Εκβιομηχάνιση, αγροτική έξοδος και το ζήτημα της στέγης στις χώρες της περιφέρειας κατά τη μεταπολεμική περίοδο, 1988, Επιθεώρηση κοινωνικών ερευνών, Αθήνα σελ.158 15

E.Soja, Postmetropolis, Wiley-Blackwell, Los Angeles, 2000 σελ. 109-110 16

17

ο.π. σελ. 114

Δ. Καρύδης, Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2006, σελ. 201-211 18

19

E.Soja, Postmetropolis, Wiley-Blackwell, Los Angeles, 2000 σελ. 251

S. Sassen, The Global City, Princeton University Press, Princeton 2001, σελ. 3 20

- 102 -


Ι. Δεσποτόπουλος, Η Ιδεολογική δομή των πόλεων, Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα, 1997, σελ.20 21

22

ο.π. σελ. 8

23

E.Soja, Postmetropolis, Wiley-Blackwell,Los Angeles, 2000, σελ. 4-5

Δ. Καρύδης, Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2006, σελ. 81 24

Ι. Δεσποτόπουλος, Η Ιδεολογική δομή των πόλεων, Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα, 1997, σελ. 23 25

26

ο.π. σελ.23

27

M. Augé, Non-Places, Verso, New York, 1995, σελ. 34

28 K. Lynch, Image of the City, The MIT Press, Massachusetts, 1990, σελ. 8 29

M. Augé, Non-Places, Verso, New York, 1995, σελ..22

30

ο.π. σελ 101-103

31

ο.π. σελ. 73

32

ο.π. σελ 78

Δ. Καρύδης, Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2006, σελ.29 33

Α. Παπαγεωργίου-Βενέτας, Αθήνα, Δοκιμές και θεωρήσεις, Οδυσσέας, Αθήνα, 1996, σελ. 139 34

R. Clogg, Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας 1770-2000, Κάτοπτρο, Αθήνα, 2003, σελ.52 35

Δ. Καρύδης, Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2006, σελ.50 36

Guy Burgel, Αθήνα, η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας, Εξάντας, Αθήνα, 1976, υποσ.13 σελ. 38 37

Δ. Καρύδης, Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2006, σελ. 253,256 38

39

ο.π. σελ255 - 103 -


Guy Burgel, Αθήνα, η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας, Εξάντας, Αθήνα, 1976, σελ.144 40

ο.π. σελ 400

41

Λ. Λεοντίδου, “Διαπολιτισμικότητα και Ετεροτοπία στο Μεσογειακό Αστικό Τοπίο: Από την αυθόρμητη αστικοποίηση στην επιχειρηματική πόλη”, Α.Γοσπονίδη, Ηλίας Μπεριάτος, Τα νέα αστικά τοπία και η ελληνική πόλη, Κριτική, Αθήνα, 2006, σελ. 76 42

Guy Burgel, Αθήνα, η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας, Εξάντας, Αθήνα, 1976, σελ.42 43

Δ. Καρύδης, Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2006, σελ. 277 44

ο.π. σελ. 277

45

Guy Burgel, Αθήνα, η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας, Εξάντας, Αθήνα, 1976, σελ.46 46

47

ο.π. σελ.12

48

ο.π. σελ. 395-402

49

ο.π. σελ 59

Σ. Αντωνοπούλου, Εκβιομηχάνιση, αγροτική έξοδος και το ζήτημα της στέγης στις χώρες της περιφέρειας κατά τη μεταπολεμική περίοδο, Επιθεώρηση κοινωνικών ερευνών, Αθήνα, 1988, σελ.169-171 50

51

J. Urry & J. Larsen, The Tourist Gaze 3.0, Sage, Λονδίνο, 2011,σελ.5-6

O. Löfgren, On Holiday: A history of Vacationing, University of California Press, Καλιφόρνια, 1999, σελ. 49-50 52

53

J. Urry & J. Larsen, The Tourist Gaze 3.0, Sage, Λονδίνο, 2011,σελ.36

Gernsheim, Helmut (1986). A Concise History of Photography. Mineola, New York: Dover Publications, Inc., σελ. 30 54

55

J. Urry & J. Larsen, The Tourist Gaze 3.0, Sage, Λονδίνο, 2011,σελ.14

Gernsheim, Helmut (1986). A Concise History of Photography (3 ed.). Mineola, New York: Dover Publications, Inc., σελ. 49 56

- 104 -


M.L. Pratt, Imperial Eyes: Travel Writing and Transculturation, Routledge, Λονδίνο 1992, σελ. 222 57

J. Urry & J. Larsen, The Tourist Gaze 3.0, Sage, Λονδίνο, 2011,σελ160 58

ο.π σελ160

59

D. MacCannell, The tourist: A new theory of the leisure class, University of California Press, Καλιφόρνια, 1999, σελ. 60 60

61

J. Urry & J. Larsen, The Tourist Gaze 3.0, Sage, Λονδίνο, 2011,σελ.12

O. Löfgren, On Holiday: A history of Vacationing, University of California Press, Καλιφόρνια, 1999, σελ. 59 62

63

ο.π. σελ. 109

64

J. Urry & J. Larsen, The Tourist Gaze 3.0, Sage, Λονδίνο, 2011,σελ.6

65

M. Berman, All that is solid melts into air, Penguin, Νέα Υόρκη, 1982

66

J. Urry, Consuming places, Routledge, Νέα Υόρκη, 1995, σελ. 1

D. MacCannell, The tourist: A new theory of the leisure class, University of California Press, Καλιφόρνια, 1999, σελ. 182 67

68

ο.π. σελ. 21

69

ο.π. σελ. 13

Cesar Grana, Fact and Symbol, Oxford University Press, 1971), New York, σ. 98. 70

D. MacCannell, The tourist: A new theory of the leisure class, University of California Press, Καλιφόρνια, 1999, σελ. 102 71

72

J. Urry, Consuming places, Routledge, Νέα Υόρκη, 1995, σελ. 134

73

ο.π. σελ.131

D. MacCannell, The tourist: A new theory of the leisure class, University of California Press, Καλιφόρνια, 1999, σελ. 193 74

75

ο.π. σελ. 176

J. Urry & J. Larsen, The Tourist Gaze 3.0, Sage, Λονδίνο, 2011,σελ. 139 76

- 105 -


D. MacCannell, The tourist: A new theory of the leisure class, University of California Press, Καλιφόρνια, 1999, σελ. 6 77

78

ο.π. σελ. 196

79

ο.π σελ. xi

80

ο.π. σελ. 41-51

81

ο.π. σελ. 68

J. Urry & J. Larsen, The Tourist Gaze 3.0, Sage, Λονδίνο, 2011,σελ. 15-20 82

ο.π. ,σελ.101

83

M. Robinson, D. Picard, The Framed World: Tourism, Tourists and Photography, Ashgate, 2009, σελ 27-30 84

J. Urry & J. Larsen, The Tourist Gaze 3.0, Sage, Λονδίνο, 2011,σελ. 178 85

M. Robinson, D. Picard, The Framed World: Tourism, Tourists and Photography, Ashgate, Farnham, 2009, σελ. 10 86

ο.π. σελ. 1

87

D. MacCannell, The tourist: A new theory of the leisure class, University of California Press, Καλιφόρνια, 1999, σελ. 198 88

89

M. Feifer, Going Places, Macmillan, Λονδίνο, 1985, σ.250-270

90

J. Urry, Consuming places, Routledge, Νέα Υόρκη, 1995, σελ. 150

91

J. Urry & J. Larsen, The Tourist Gaze 3.0, Sage, Λονδίνο, 2011,σελ.98

92

ο.π. σελ. 30

D. MacCannell, The tourist: A new theory of the leisure class, University of California Press, Καλιφόρνια, 1999, σελ. 143 93

C. Campbell, The Romantic Ethic and the Spirit of Modern Consumerism, Basil Blackwell, Οξφόρδη, 1987, σελ. 88-95 94

95

J. Urry & J. Larsen, The Tourist Gaze 3.0, Sage, Λονδίνο, 2011,σελ. 99

96

J. Urry, Consuming places, Routledge, Νέα Υόρκη, 1995, σελ. 149

97

U. Eco, Travels in Hyper-reality, Picador, Λονδίνο, 1986 - 106 -


B. J. Pine & J. Gilmore, The experience economy, Harvard Business Press,MA, 1999 98

J. Urry & J. Larsen, The Tourist Gaze 3.0, Sage, Λονδίνο, 2011,σελ. 122

99

M. Castells, The Rise of the Network Society, Blackwell, Λονδίνο, 1996, σελ. 419 100

101

J. Urry, Consuming places, Routledge, Νέα Υόρκη, 1995, σελ. 148

J. Urry & J. Larsen, The Tourist Gaze 3.0, Sage, Λονδίνο, 2011,σελ. 23-28 102

J. Urry & J. Larsen, The Tourist Gaze 3.0, Sage, Λονδίνο, 2011,σελ. 120 103

104

J. Urry, Consuming places, Routledge, Νέα Υόρκη, 1995, σελ. 24

D. Scott-Brown, R. Venturi, S. Izenour, Learning From Las Vegas, MIT Press, Massachusetts, 1977 105

106

J. Urry, Consuming places, Routledge, Νέα Υόρκη, 1995, σελ. 21

D. MacCannell, The tourist: A new theory of the leisure class, University of California Press, Καλιφόρνια, 1999, σελ. 51-52 107

108

ο.π. σελ. 93

109

J. Urry, Consuming places, Routledge, Νέα Υόρκη, 1995, σελ. σ16

D. MacCannell, The tourist: A new theory of the leisure class, University of California Press, Καλιφόρνια, 1999, σελ. 49 110

111

ο.π. σελ. 159-160

M. Robinson, D. Picard, The Framed World: Tourism, Tourists and Photography, Ashgate, 2009, σελ. 21 112

D. MacCannell, The tourist: A new theory of the leisure class, University of California Press, Καλιφόρνια, 1999, σελ. 91 113

114

Ανάλυση βάσει των κειμένων:

Σαρλ Μπωντλαίρ: Ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού, W. Benjamin Πόλη και Ψυχή, G. Simmel,

Ανάλυση βάσει των κειμένων: Guy Debord: Ο ολοκληρωμένος διαχωρισμός Jean Baudrillard: Η έκσταση της επικοινωνίας 115

- 107 -


M. Heidegger, Διαμονές: Το ταξίδι στην Ελλάδα, Κριτική, Αθήνα, 1998, σελ. 35 116

M. Heidegger, Διαμονές: Το ταξίδι στην Ελλάδα, Κριτική, Αθήνα, 1998, σελ. 81-91 117

- 108 -




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.