ταμΙαΣ / ΚαταΓΩΓΗ
Στην εποχή της άπνοιας, μαθαίνεις από πού είσαι. Τα κουμπιά της ταμειακής μηχανής χοροπηδούν κάτω από τα παρδαλά βαμμένα νύχια της. Αριθμοί από το μηδέν ως το άπειρο σφυρίζουν σαν αδέσποτες σφαίρες στο αχανές σουπερμάρκετ. Κόκκινα λέιζερ πέφτουν ασταμάτητα στα barcodes. Αναγνωρίζουν αμέσως την ποικιλία των προϊόντων, μ’ ένα ηλεκτρονικό επιφώνημα. Οι αποδείξεις αιχμαλωτίζουν πορτοφόλια και οι πιστωτικές κάρτες μπαίνουν σε λιποαναρρόφηση. Αυτός ο τεράστιος αεροδιάδρομος διατροφής στη λεωφόρο Ζ300 του Νότιου Τομέα είναι το σπίτι της. Ένας τεράστιος ιμάντας στις προδιαγραφές της μαζικής αφθονίας. Η Δάφνη Σκίντζα κάθε πρωί, μέσα από την γκρι στολή της, που ξεχειλώνει επικίνδυνα, μοιράζει το αδιαφιλονίκητο πλεονέκτημα πως η ζωή συνεχίζεται. Στα σαράντα της χρόνια βλέπει το ταμείο σαν τον θρόνο του βασιλείου της, στην επικράτεια της συσκευασίας. Την ικανοποιεί αφάνταστα η φευγαλέα ανακούφιση του πελάτη. Ευχαριστιέται που μπορεί, ως ενδιάμεσος, να εξασφαλίσει το σήμερα και το αύριο του καταναλωτή. Η Δάφνη, ένας κύλινδρος που δίνει ενέργεια στην τουρμπομηχανή της ανάγκης. Ο φύλακας άγγελος που δίνει τα ρέστα στην πρόσκαιρη παράταση του χρόνου επιβίωσης. ~9~
ΑΠΝΟΙΑ
Όχι πως όλα είναι ρόδινα, κάθε άλλο. Η ανατομική Sato, μια από τις εκατοντάδες που είχε αλλάξει τελευταία, μασουλά αργά και βασανιστικά τα κόκαλά της. Κάποια στιγμή θα την ρουφήξει όλη και θα γίνει ένα με τα ροδάκια. Το δέρμα στα δάχτυλά της λιώνει πάνω στα νούμερα. Τα ρούχα της απορροφούν ό,τι κινείται εδώ μέσα. Τα μαλλιά της κομμένα δεκαετίας ’60, από μια παλιά φωτογραφία της Τζούλι Κρίστι που κρατούσε η θεία της για άγνωστους λόγους. Κάθε λίγο και λιγάκι τσίτωνε την μπλούζα της να την στρώσει. Το πάχος της, ακόμη αξεπέραστο εμπόδιο. Στρουμπουλή, ψιθύριζε κρυφά στον εαυτό της, έτσι, για να μην πάρει κανά μαχαίρι από τον πάγκο των κρεάτων και το μπήξει στην κοιλιά της. Να έρθει τελοσπάντων φάτσα φόρα με ό,τι φουσκώνει μέσα της και να το σκοτώσει επιτέλους. Στο σχολείο οι συμμαθητές φώναζαν, νά η χοντρή. Λες και ήταν η μόνη. Αλλά μ’ εκείνη, τι διάβολο συνέβαινε και τραβούσε όλη την ξεφτίλα; Αντί άλλης απάντησης κλειδωνόταν στην τουαλέτα και έτρωγε σοκολάτες του σκασμού. Στο επόμενο διάλειμμα τις ξέρναγε. Κόντεψε να της στρίψει. Το χειρότερο ήταν με τ’ αγόρια. Σύμφωνα με πάγια φαντασίωση, που περνούσε από τη μια αρσενική γενιά στην άλλη, οι τροφαντές γυναίκες θεωρούνται εύκολες. Το αναλώσιμο γαμήσι που θα τους ανοίξει τα στραβά. Τη στρίμωχναν για να τους δείξει τα βυζιά της ή να της βάλουν χέρι. Φανταζόταν την τάξη σαν ένα μεγάλο αυνανιστήριο. Οι πιο νταήδες την υποχρέωναν να τους χαϊδέψει το πουλί, όσο χρειαστεί για να στάξουν στο παντελόνι. Η Δάφνη τότε δεν ήταν σε θέση να τα ομολογήσει σε κανέναν. Θα της έλεγαν πως ήταν μια πουτάνα και μισή. Ιδιαίτερα ο πατέρας της. Υπήρχαν φορές όμως που ~ 10 ~
ΤΑΜΙΑΣ / ΚΑΤΑΓΩΓΗ
ζούσε ανάμεσα στην ντροπή και στο σκληρό αναψοκοκκίνισμα των αισθήσεων. Ένιωθε επιθυμητή, έστω και με τον πιο βάναυσο τρόπο. Ένιωθε πως για λίγο είχε τον έλεγχο της καύλας των άλλων, κυριολεκτικά στα χέρια της. Μετά ήθελε να σκοτώσει τους πάντες. Η Δάφνη ισορροπούσε σ’ ένα θρυμματισμένο σχοινί για χρόνια. Ο πατέρας γινόταν πυρ και μανία όταν μάθαινε τις βρομιές της –όπως επαναλάμβανε σαν οργισμένο μάντρα– και για τιμωρία την κλείδωνε στο δωμάτιο. Οι τέσσερις τοίχοι, καλυμένοι με αφίσες ποπ συγκροτημάτων, απήγαγαν την εφηβεία και της επέστρεφαν ένα κουτσό αύριο. Από το τίποτα, καλύτερο το ίσως. Ο πελάτης την κοιτά με απορία. Η Δάφνη βγαίνει από μπερδεμένο όνειρο. Τα γαλανά μάτια της στέκονται ακίνητα με την ίδια σκληρή έκφραση που έχει η «Κυρία με τον μονόκερο» στον πίνακα του Ραφαήλ. Η ουρά έχει αγανακτήσει και ο υπεύθυνος της κάνει νόημα μπαρουτιασμένος. Αμέσως πατά τον λογαριασμό του κυρίου στην ταμειακή. Η διαταραχή διορθώνεται και η αλυσίδα ροής του χρήματος αποκαθίσταται. Πώς βγήκαν τρέχοντας έξω τα καταχωνιασμένα; Νόμιζε, όλο νομίζει, πως μεγαλώνοντας θα την ξεχάσουν. Συνήθως συμβαίνει το αντίθετο και δεν μπορεί να το παραδεχτεί ούτε η ίδια. Όσο βλέπει τις πληγές του χρόνου πάνω της, παρατά τις μάχες και το βάζει στα πόδια. Το οικογενειακό παιχνιδάδικο ήταν το στολίδι της γειτονιάς. Μετά το σχολείο φορτωνόταν κούτες ξέχειλες και ανέβαινε στο πατάρι, κατέβαινε στην αποθήκη. Κάτω από το αμείλικτο πρόσταγμα του πατέρα. Η μοναχοκόρη, το απόκτημά του. Ένα ίσως συλλεκτικό κομμάτι. Ήθελε να την πλάσει ξανά και αλλιώς. Την έβριζε για ~ 11 ~
ΑΠΝΟΙΑ
την ανεμελιά και για τα κιλά της. Δύο σε συσκευασία ενός. Τα χαστούκια του βαριά, αν τον παράκουγε. Μετά τα έπαιρνε πίσω. Σαν να μετάνιωνε. Εκεί που έπαιρνε φωτιά, εκεί έσβηνε πολλές φορές. Εδώ, του έμοιαζε. Σε στιγμές ανάπαυλας, δεν ξεχνούσε να της λέει ιστορίες. Τότε γινόταν ένας άλλος. Της μιλούσε για μέρη μαγικά, που χάνονταν στου χρόνου τα μετάξια. Λες και τα ήξερε από πρώτο χέρι. Τη Δάφνη αυτό την μάγευε, αλλά και την έκανε να νιώθει ενστικτωδώς άβολα. Υπήρχαν φορές που το αργασμένο πρόσωπό του αυλακωνόταν από ενταφιασμένες θύμησες. Ήταν αδύνατον η Δάφνη να εντοπίσει τις πηγές τους. Πολλές φορές δεν ήξερε ποια από τα δύο του πρόσωπα να πιστέψει. Ενός θυμόσοφου μαστροΤζεπέτο ή ενός βασανιστή; Εδώ και χρόνια όμως ο πατέρας είναι τρόφιμος στην εξορία του Αλτσχάιμερ. Η Δάφνη έκτοτε αργοπνίγεται στο πηγάδι των ενοχών. Η πελώρια σκιά του, ακινητοποιημένη, να στοιχειώνει το πατάρι με τις φρέσκιες παραλαβές. Κάποια φορά, εκεί ανάμεσα στα τηλεκατευθυνόμενα και στα μηχανικά ζωάκια, την είχε μαγκώσει από τους ώμους και της είπε πως χρειάζεται ένα έξτρα χέρι στο μαγαζί. Αυτό ήταν η Δάφνη για εκείνον, ένα νέο εξάρτημα. Ό,τι έμαθες από γράμματα φτάνει και περισσεύει, σε χρειάζομαι στο μαγαζί, της είπε. Θα σου ’χω μισθό κανονικά, όχι σαν τις φίλες σου τις βολεμένες που ’χουν μάθει στην τράκα, και θα μάθεις τη δουλειά. Της έσφιξε το πιγούνι θριαμβευτικά, σαν επισφράγισμα της συμφωνίας. Τα μέσα της Δάφνης άδειασαν, όπως φεύγουν τα εντόσθια από το φρεσκοκομμένο ψάρι. Στις μετέπειτα αντιρρήσεις της δεν βρήκε κανέναν σύμμαχο. Απέναντί της σηκώθηκαν οι ψυχρές οθόνες των συγγε~ 12 ~
ΤΑΜΙΑΣ / ΚΑΤΑΓΩΓΗ
νών που μετέδιδαν την ίδια σαπουνόπερα: Για το καλό σου επιμένει, μην είσαι τόσο αχάριστη. Αντί να αισθάνεσαι ευλογία που έχεις τέτοιο πατέρα, τολμάς και κάνεις μούτρα. Σε περιμέναμε πιο έξυπνη. Ο θείος της ειδικά δεν σήκωνε κουβέντα. Τελικά τα πράγματα είναι εύκολα. Αρκεί να υπογράψεις το χαρτί της εθελοντικής σου εκτέλεσης. Η Seiko έγινε ο αχώριστος δεσμοφύλακάς της στο ταμείο. Και αργά ή γρήγορα, όπως λέει η ψυχολογία, τον αγαπάς θες δεν θες. Σας δένει η κοινή μοίρα. Ο πρώτος πραγματικός εραστής της, μια χονδροειδέστατη ταμειακή Seiko. Πάει για τσιγάρο. Σήμερα της ήρθαν πολλά απανωτά. Η Δάφνη δεν είναι άνθρωπος που σκαλίζει τα σκεπασμένα. Προτιμά να τ’ αφήσει να σκεβρώσουν. Κάτι θα συμβεί, το προαισθάνεται. Υπάρχουν στιγμές που μιλάει σαν μάγος της φυλής, με τα πνεύματα να της υπαγορεύουν ποιο παραμύθι βρίσκεται στο κατώφλι της ζωής. Σβήνει το μισοτελειωμένο τσιγάρο, δεν έχει πολλή όρεξη. Τελευταία έχει αποτραβηχτεί από τους συναδέλφους της. Είναι στα χωρίσματα με τον Μάκη και δεν έχει όρεξη για πολλά σούρτα φέρτα. Αποφάσισε, ύστερα από μια τραυματική ολονυχτία με αλκοόλ, ότι θέλει χρόνο να σκεφτεί. Να εξετάσει την παρακάτω στάση της. Πόσο της έχει γαμήσει το κεφάλι αυτός ο τσόγλανος, με τον ψυχολογικό πόλεμο που της σκαρώνει συνέχεια. Τα τραγουδάκια του Chris Rea και συναφών γλυκανάλατων, τη ζαλίζουν από το πρωί. Παντού η επιγραφή: «Ευχαριστούμε για την προτίμησή σας». Μια επίμονη υπενθύμιση του πόσο καταδεκτικό οφείλει να δείχνει το προσωπικό όλη την ώρα. Αφήνοντας το ταμείο στην επόμενη βάρδια κατευθύνεται προς τα συσκευασμένα αλλαντικά. ~ 13 ~
ΑΠΝΟΙΑ
Είναι το δεύτερο πόστο της. Ο έξτρα μισθός αυτήν τη στριμόκωλη περίοδο είναι για τη Δάφνη μια σοβαρή οικονομική ανάσα. Της βγάζει το νοίκι και τα κοινόχρηστα. Αυτό έχει σαν συνέπεια το απόλυτο ξεπάτωμά της. Οι παραγγελίες έρχονται αβέρτα. Σκυμμένη στο ψυγείο, ανοίγει παλέτες τη μία πίσω από την άλλη. Τα χέρια της σκάνε. Τσούζουν οι χαρακιές στα μπράτσα, από το σκληρό χαρτόνι. Οι πόνοι στην πλάτη την επισκέπτονται συχνά. Να αδυνατίσεις κι άλλο, της λένε οι καλοθελητές. Τι ξέρουν οι μαλάκες, μονολογεί. Με αυτοματοποιημένες κινήσεις μοιράζει υλικό στα ράφια μέσα στο ψύχος. Κάθε φορά έχει την εντύπωση ότι οι κατηγορίες των προϊόντων πολλαπλασιάζονται σαν τα alien. Τα τυριά έχουν καμιά δεκαριά κατηγορίες. Λόου φατ, φατ-φατ, σλιμ φιτ, για μωρά, για εγκύους, για νέους, με γεύση κρεμ καραμελέ, δαμάσκηνο και πάει λέγοντας. Σε αλοιφές, σε σωληνάρια, με βότανα, με φρούτα. Το ίδιο, και ακόμη χειρότερο, τα γιαούρτια. Μια βεντάλια χημικών ενώσεων, που βαφτίζονται γεύσεις εξωτικές. Πολλές φορές έχει αναρωτηθεί αν αυτό το χάρβαλο οφείλεται σε ένα εκτεταμένο βουλιμικό σύνδρομο ή έχουμε εξελιχθεί σε υπερμηχανή αυτοβελτίωσης. Το νέο DNA μας απαιτεί περισσότερη υγεία, φόρμα και εξωτισμό. Γαμώτη, είμαι πεταμένη σ’ ένα ξένο κωλοσώμα. Ποια τρύπα με ρούφηξε; Πριν ολοκληρώσει το καθημερινό της αυτομαστίγωμα, ένα πελιδνό χέρι τής αγγίζει το πρόσωπο. Ο διευθυντής προσπαθεί καιρό να της προσφέρει τα θέλγητρά του. Ένα ανθρωπάκι που έχει σχήμα και ύφος θλιμμένου σπουργιτιού, αλλά την εκδίκηση αγριόσκυλου. Της λέει ότι θέλει να την δει στο γραφείο του. Πρέπει να αλλάξουν το πλαίσιο εργασίας, να μη δουλεύει σε δύο θέσεις. ~ 14 ~
ΤΑΜΙΑΣ / ΚΑΤΑΓΩΓΗ
Η Δάφνη παίρνει επίτηδες βαθιά ανάσα και τον βλέπει που σκανάρει το στήθος της. Σαδιστικά εκμεταλλεύεται εκείνη τη μικρή στιγμή αδυναμίας. Σε αυστηρό ύφος του απαντά πως δεν γίνεται να την κουνήσει κανείς από τα πόστα της, γιατί χάνει τα έξτρα φράγκα που την ξελασπώνουν. Εκτός εάν υπογράψουν μια νέα σύμβαση με βελτιωμένες απολαβές, κρατώντας μόνο τη θέση της στο ταμείο. Ο διευθυντής σκύβει και μ’ ένα σφύριγμα της λέει: Με απειλείς, τσουλάκι; Την έβαψες. Ισιώνει το μαδημένο τσουλούφι του και φεύγει χαμογελαστός και άνετος όπως πάντα. Αδύνατον να υπολογίσει πόσες φορές έχει δεχτεί την ίδια απάντηση. Βγαίνει σε μία κόπια. Η Δάφνη αυτή τη φορά είναι στο τσακ να τον μπατσίσει. Αλλά αφήνει να της φύγει ένα σιγανό, σάλτα και γαμήσου. Για κάποια αιώνια λεπτά, στρέφει το βλέμμα προς την πόρτα εξόδου. Η οποία ξεφυσά σ’ ένα αργοκίνητο πήγαιν’ έλα. Με τόσες χιλιάδες σακούλες να μπαινοβγαίνουν καθημερινά, τι άλλο να κάνει; Ακόμη μία παραίτηση τι ωφελεί; Θα σώσει την αξιοπρέπειά της; Χάρη σ’ αυτή τη ρημάδα έχει μετακινηθεί άπειρες φορές σε τόσα μαγαζιά. Πέφτοντας με φόρα στο μαγνητικό πεδίο των ίδιων και απαράλλαχτων συμπεριφορών. Χωρίς καμία έκπληξη, διαπίστωνε ύστερα από μια ακόμη απογοήτευση ότι η ψυχική της βενζίνη τέλειωνε. Τα τυχερά της άστρα παραδίδονταν το ένα μετά το άλλο, στη λήθη. Όλα τους τα ίχνη σβήνονται δίχως την παραμικρή κραυγή. Περπατούσε στα κάρβουνα για χρόνια, που πίστευε βλακωδώς ότι είναι κρεμαστοί κήποι. Δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι ξεσκίστηκε πίσω από ένα ταμείο, αφού της έλειπε το θάρρος να ξανοιχτεί. Να φύγει, να σπουδάσει, να φωνάξει δυνατά τα θέλω της. Όταν τη ρωτούσαν για ~ 15 ~
ΑΠΝΟΙΑ
το μέλλον της, σήκωνε τους ώμους και έλεγε πάντα, δεν ξέρω. Ένα βουνό από δεν ξέρω μάζεψε. Και ο καιρός περνούσε αμείλικτα. Γύρισε προς τα σαλάμια. Η νέα παρτίδα μόλις είχε φτάσει. Εδώ όλα έρχονται εκνευριστικά στην ώρα τους. Σηκώνεται να πιάσει το πάνω ράφι. Μια αστραπή από το πουθενά. Μια κατάμαυρη αστραπή και οι λάμπες στο ψυγείο τρεμοπαίζουν. Κλυδωνίζεται. Βγαίνουν σπίθες από μέσα ή είναι η εντύπωσή της; Παραίσθηση ζωντανή. Μια βουή που δυναμώνει. Την κυκλώνει από παντού, τα μάτια της βουρκώνουν χωρίς να το θέλει. Από τα έγκατα της γης ο βρυχηθμός της εκδίκησης. Τραντάζει το σουπερμάρκετ συθέμελα και το πετάει στα κύματα μιας αφρισμένης θάλασσας, σαν καρυδότσουφλο. Η Δάφνη κουλουριάζεται σε στάση εμβρύου. Το έδαφος χτυπιέται σαν ξεκούρδιστο ακορντεόν. Σεισμός, σκέτος δυναμίτης. Έχει την αίσθηση ότι δεν ελέγχει τις κινήσεις της. Κούκλα παραγεμισμένη από ληγμένα αλλαντικά. Μια γέρνει προς τ’ αριστερά και μια προς τα δεξιά. Προσπαθεί να πιαστεί από τη βάση του ψυγείου το οποίο λες και βρίσκεται σε τελικό στάδιο εξορκισμού. Χοροπηδά έτοιμο να την πατήσει. Τα πανίσχυρα νέον φώτα, που τους βομβαρδίζουν όλη μέρα, βγάζουν ένα παρατεταμένο τσαφ και ξεψυχούν. Οι αισθήσεις σε παραλυτική διάσταση. Ο κόσμος έρχεται τούμπα, στην κυριολεξία. Από τις θολωμένες κόρες των ματιών της βλέπει πλήθη να σέρνονται στο πάτωμα. Οι φωνές τους σχηματίζουν ένα κοκαλωμένο όμικρον στα στόματα. Μια παύση ελάχιστη. Τα ράφια και οι προθήκες αδειάζουν. Η πραμάτεια τους πέφτει και σκορπίζεται παντού. Η Δάφνη καλύπτει με τα χέρια της το κεφάλι. ~ 16 ~
ΤΑΜΙΑΣ / ΚΑΤΑΓΩΓΗ
Κατά κάποιο τρόπο την εκδικούνται. Μνησίκακες τροφές διαρκείας. Νιώθει πως διαμελίζεται εκ των έσω. Τη λούζουν τα γάλατα και οι χυμοί. Ο συναγερμός τής έχει σπάσει τα τύμπανα, οι ταμειακές ζητούν βοήθεια σφυρίζοντας ακατάπαυστα. Αυτές τις στιγμές του χάους θυμάται τον εαυτό της να ζωγραφίζει. Αυτό ήθελε πραγματικά. Να γίνει ιλουζιονίστ. Να φτιάχνει παραισθητικές εικόνες φαντασίας, όπως στα κόμικς που έκλεβε από το περίπτερο. Ιππότες σκοτεινών βασιλείων και αερικά μοχθηρών δασών. Σε απόρθητα κάστρα. Και από δίπλα Κένταυροι σε οίστρο. Σάλταρε κανονικά η χοντρούλα μας, έλεγαν οι δικοί της. Που ήθελε να περάσει ζωή χαρισάμενη, ζωγραφίζοντας τέρατα. Οι μαλάκες μπορεί και να είχαν δίκιο. Να την προστατέψουν από τις τρελαμάρες της. Καταχώνιασε για πάντα τις ζωγραφιές. Δεν έσταξε ούτε ένα δάκρυ. Μετά ήρθαν τα πάνω κάτω. Πώς διάβολο την επισκέφτηκαν τώρα όλες αυτές οι σκόρπιες θύμησες; Τώρα που ο σεισμός ρίχνει κάτω ό,τι του εμποδίζει τον δρόμο; Πόσο εύθραυστα είναι τα επίγεια. Όταν σταματά το ταρακουνητό, το μαγαζί έχει γίνει περίπου θρύψαλα. Βγάζει δειλά τα χέρια από το κεφάλι. Μόλις που στέκεται στα πόδια της φανερά ζαλισμένη. Τα θολά της μάτια επανακάμπτουν. Οι κινήσεις της, ένας ακανόνιστος χείμαρρος. Βγαίνει προς τα έξω, σπρωγμένη από το αλαφιασμένο πλήθος. Η πυροσβεστική έχει πιάσει τα πόστα. Κι άλλες σειρήνες, κι άλλα ντεσιμπέλ πανικού. Κάθεται στο πεζούλι και πιάνει ασυναίσθητα τη ράχη του δεξιού της φρυδιού. Αίμα εμφανίζεται αραιό, σαν σάλιο. Οκτώ ρίχτερ, ακούγεται από παντού, και το τσιγάρο που πάει ν’ ανάψει, λιώνει στο καταληκτικό ρο της σεισμικής κλίμακας. Και η ίδια όμως δεν πάει ~ 17 ~
ΑΠΝΟΙΑ
πίσω. Τα μέλη του σώματός της λάσπη. Παίρνει σπίτι. Η γραμμή δεν απαντά. Τηλεφωνεί στον Μάκη, το δίκτυο είναι υπερφορτωμένο. Μια πρωτόγνωρη ανημπόρια τη σέρνει ξαφνικά. Λες και έχει κοκαλώσει ο χρόνος και η ίδια τον τραβάει από τα μαλλιά, για να πάρει μπρος. Ξαναπαίρνει σπίτι, τώρα μιλάει. Πιέζει το ριντάιαλ με μανία, μέχρι να ασπρίσει ο αντίχειρας. Ορδές κόσμου παραλίγο να την τσαλαπατήσουν. Τρέμει για τον πατέρα της. Εύχεται, αν δεν τον πλάκωσε το σπίτι, να μην πήρε χαμπάρι μες στην αφασία του. Τα νεύρα της έχουν γίνει σμπαράλια από την αναισθησία του κολλητού της, που την διαβεβαίωσε ότι θα τον προσέχει. Δεν έχει στείλει ούτε μήνυμα. Εκτός εάν πάλι βυθίστηκε στο πιόμα και δεν κατάλαβε τίποτα. Πόσες φορές τον έχει ξεσκατίσει στις λιάρδες του. Μετά την τελευταία φορά, τον όρκισε να μείνει καθαρός. Και η πυροσβεστική μιλάει. Δεν αντέχει τόση ανημποριά ξαφνικά. Το χάνει, ας σκεφτεί καθαρά για μία στιγμή μόνο. Ουρές από περίεργα πλήθη την κυκλώνουν σαν ζόμπι. Ποιος την έβαλε να παίξει σ’ αυτήν την άθλια βιντεοταινία; Ξανατηλεφωνεί σε όλους, τίποτα. Παίρνει τον θείο της, μηδέν. Η βρομερή ακινησία της αιώνιας ζέστης εδώ έξω, θα την αποτρελάνει. Ας γινόταν να υπάρξει μια γιγάντια τσουλήθρα και να φτάσει σπίτι της, με τη μία. Απομακρύνεται και αρχίζει να ψάχνει το αμάξι. Περπατάει μηχανικά δίχως να ξέρει πού. Κάνει κύκλους. Το κατάλαβε καθώς πέρασε από το ίδιο σημείο τρίτη φορά. Μα κάπου εδώ κοντά το άφησε, δεν μπορεί. Έχει χάσει το μέτρημα. Ενεργοποιεί τον συναγερμό, αλλά το αμάξι δεν δίνει σημεία ζωής. Η ανυπόφορη κάψα τσιγαρίζει αργά και σταθερά τα υπόλοιπα της σκέψης. Μπρος πίσω, μέχρι να δείξει η εξάντληση τα δόντια της. ~ 18 ~
ΤΑΜΙΑΣ / ΚΑΤΑΓΩΓΗ
Πού βρίσκεται; Ενεργοποιεί το GPS στο ρολόι της. Δείχνει ότι έχει απομακρυνθεί αρκετά. Το τετριμμένο φαντάζει τερατώδες. Εκτός εάν είναι τα πρώτα σημάδια Αλτσχάιμερ. Αλήθεια, στον πατέρα της πώς ήταν; Τα πρώτα συμπτώματα. Σε στιγμές μεγάλης ταραχής, έχει σκεφτεί πως του άξιζε και το ’παθε. Αισθάνεται πολύ άσχημα γι’ αυτό. Το ηράκλειο ύψος του, ο απόλυτος έλεγχος των πάντων, χάθηκαν σαν νερό μέσα από τα χέρια του. Το παρελθόν για τη Δάφνη, ένα σύννεφο, που αποφεύγει να του δώσει σχήμα. Ξαναγυρίζει προς τα πίσω. Σταυροδρόμια ανοίγονται. Μπορεί να είναι και ένα άθλιο αλληγορικό κόλπο της στιγμής. Η γη έχει σχιστεί. Βρίσκει ανθρώπους στον δρόμο και περιγράφει το αυτοκίνητό της. Όταν βλέπει τα σαγόνια τους να χάσκουν, αρχίζει να λέει για το σουπερμάρκετ. Οι περαστικοί συγκατανεύουν και της δείχνουν αόριστα προς τα κάπου. Αυτή η απροθυμία είναι αποτέλεσμα έλλειψης ουσιαστικών επαφών στην Κλεψύδρα. Ένας τόπος ψυχικά άστεγων ανθρώπων. Τίποτα δεν της μένει. Μα δεν μπορεί να έχει απομακρυνθεί τόσο. Πόσο περπάτησε, να πάρει και να σηκώσει; Απορίες ακάλυπτες, που αφήνονται ολότελα στην κρίση τού GPS. Ξαναπαίρνει σπίτι. Νεκρές γραμμές. Προχωρά στα τυφλά. Στρίβει από στενά, κόβει τους δρόμους στη μέση. Σχεδόν στην τύχη. Κολυμπά στην άσφαλτο, ορειβατεί σε ανηφορικές συνοικίες. Το κυνήγι του θησαυρού. Σβούρα γύρω από τις σκιές της η Δάφνη. Ξάφνου το Renault Clio την περιμένει ζαρωμένο στη ρίζα ενός μαδημένου πεύκου. Ανοίγει ξέπνοη το ράδιο. Παράσιτα. Στριγγλιές δημοσιογράφων αναγγέλλουν νεκρούς. Καταλογοραφούν. Δείχνουν ότι συμπονούν, ότι πάσχουν. Τη συγκίνηση ~ 19 ~
ΑΠΝΟΙΑ
διαδέχεται ο τρόμος και ξανά από την αρχή. Πατά για εκατοστή φορά το ριντάιαλ. Μα όπως και τις προηγούμενες, το τίποτα είναι και πάλι παρόν. Στις απροσδόκητες καταστροφές, γίνεται αντιληπτό, και στον πλέον ηλίθιο, το μέγεθος της μοναξιάς του. Κοιτιέται στο κεντρικό καθρεφτάκι. Είναι η εντύπωσή της ή έχει γεράσει μέσα σε ελάχιστο διάστημα; Υποψία μιας επερχόμενης κατεδάφισης πλανιέται στην καμπίνα του Clio, που έχει μετατραπεί σε φούρνο. Με λίγο κραγιόν, προλαβαίνει να ξεγελάσει τη διαλυτική παράκρουση της ημέρας. Η μητέρα τής λείπει περισσότερο από οποιονδήποτε. Της λείπει από πάντα. Δεν την γνώρισε. Η απουσία της, ένα ανελέητο κυνηγητό φαντασμάτων. Δεν έχει ιδέα πώς είναι να μεγαλώνεις μαζί με μητέρα. Το έβλεπε από την κλειδαρότρυπα σε συμμαθητές και φίλους, αλλά δεν καταλάβαινε τη σημασία. Αμέτρητες φορές έχει κάνει παραλλαγές σεναριακών εκδοχών. Πέθανε στη γέννα, χώρισε με τραγικό τρόπο από τον πατέρα της, άλλαξε φύλο, την απήγαγαν και ύστερα για κάποιο λόγο την δολοφόνησαν; Πήγε μέχρι και σε υπνωτιστή. Μέσα στον συνειδησιακό ιστό της Δάφνης, ίχνη της δεν βρέθηκαν πουθενά. Όσες φορές προσπάθησε να πιέσει τον πατέρα της, εκείνος άλλαζε αμέσως κουβέντα. Μια χαμένη ελπίδα ξεπηδούσε από τα μάτια του. Ένα μακρινό ναυάγιο, που δεν έδειχνε ακριβώς μίσος. Αυτό το ανεξιχνίαστο μπέρδευε ακόμη περισσότερο τη Δάφνη. Ανοιγόταν κάτω από τα πόδια της ένα βάραθρο αναπάντητων ερωτημάτων. Ρωτούσε με τρόπο τους θείους της μήπως και πουν κάτι. Τάφος. Έψαχνε κρυφά το κινητό του πατέρα, ξεσήκωνε συρτάρια και ντουλάπια. Μπήκε στα νέφη του διαδικτύου, δεν υπήρχε κάτι από εκείνη, ούτε για δείγμα. Η αγω~ 20 ~
ΤΑΜΙΑΣ / ΚΑΤΑΓΩΓΗ
νία κατά καιρούς την έκαιγε. Μια Πρωτοχρονιά, ξέσπασε. Δεν μπορεί να φύτρωσα, πού είναι η μάνα μου. Τι την κάνατε. Ο πατέρας της τότε την έπιασε αγκαλιά –από τις ελάχιστες φορές– και της είπε ότι καλά θα έκανε να ξεχάσει τη μητέρα της, γιατί έτσι τα έφερε η ζωή. Του χίμηξε. Δεν είναι απάντηση αυτή. Εκείνος, παραδόξως, δέχτηκε τα χτυπήματά της. Τα απορροφούσε. Η Δάφνη την κήρυξε αγνοούμενη. Μα δεν ήξερε ούτε καν το όνομά της. Αισθανόταν ακρωτηριασμένη. Άρχισε να τρώει ακατάσχετα. Έντυνε τις κούκλες όπως φανταζόταν τη μητέρα. Ο πατέρας δεν είχε μόνιμες αντικαταστάτριες. Οι σχέσεις του είχαν πολύ κοντή ημερομηνία λήξης. Τίποτα δεν έμπαινε ανάμεσά τους. Άπειρες φορές τον καταδίκασε ως υπεύθυνο της εξαφάνισης. Όμως κάτι μέσα της απόκρυφο της ψιθύριζε πως είναι μια περίεργη συμφωνία. Η Δάφνη έμαθε να μεγαλώνει μισή. Έχει κολλήσει για τα καλά σε μια τρομακτική κίνηση. Τα νεύρα της κρόσσια. Όλοι κατευθύνονται προς μια νοητή έξοδο κινδύνου. Το μακρόσυρτο ΜΠΙΙΠ από τις υπερφορτωμένες τηλεφωνικές γραμμές, της έχει γίνει αχώριστος συνοδός. Θέλει να σκοτώσει κάτι, έτσι για χαβαλέ. Να δει αν και σε ποια έκταση θα νιώσει. Με το ζόρι καταφέρνει να τσουλήσει ένα μέτρο. Η μαγική εισαγωγή του «Superstar» των Carpenters μαλακώνει την αγωνία της. Το κινητό της γκαρίζει απότομα. Είναι ο Μάκης. Με μια φωνή που πάντοτε την έβρισκε προσποιητή, μα, έπρεπε να το παραδεχτεί, απαράδεκτα σέξι, ρωτά πού είναι. Αυτή είναι η ερώτηση του ενός εκατομυρίου σήμερα. Όλα μοιάζουν σαν τις παμπάλαιες αγγελίες του Ερυθρού Σταυρού. Δεν ξέρει τι να του πει ακριβώς. Πώς να στοιχηθεί πίσω από τα γεγονότα. Να περιγράψει με ~ 21 ~
ΑΠΝΟΙΑ
λεπτομέρειες τα αλλεπάλληλα κύματα του δικού της τρόμου. Για μια ακόμη φορά τα δεν ξέρω έρχονται με φόρα. Σκάνε στη μούρη του Μάκη, που τέτοιες στιγμές αμηχανίας μοιάζει να θέλει να τις προσπεράσει γρήγορα. Το πρόβλημά του είναι πως χρησιμοποιεί τα γλυκόλογα με το χάρισμα παλιού καμακιού για τουρίστριες. Η υποκρισία την αποσυντονίζει ακόμη περισσότερο. Πιέζει πάρα πολύ το όποιο συναίσθημα, για να γίνει αρεστός. Να πείσει πως αγαπά. Θέλει να είναι ανέφελος, και το ίδιο απαιτεί κι από εκείνη. Ποτέ του δεν θέλησε να μάθει ποια πραγματικά είναι. Τώρα ο Μάκης δεν μπορεί να κατασιγάσει κανέναν από τους συναγερμούς της, που έχουν ανάψει όλοι. Τον κλείνει γειώνοντάς τον όπως όπως. Δεν έχει καμία όρεξη για σαλιαρίσματα του κώλου. Η σχέση τους τελικά δεν έχει πολύ μέλλον. Η κίνηση είναι σε αδιανόητο βαθμό πυκνή. Ένα μακρύ φίδι από αυτοκίνητα, στο μέγεθος υπερτροφικού ανακόντα που κλείνει τον ορίζοντα. Ο δρόμος παρακάτω στενεύει ή φαίνεται να συμβαίνει έτσι. Στα πλαϊνά πηγαινοέρχονται με φούρια στρατιωτικά οχήματα. Ρέο και φαντάροι με τον γαμόσταυρο στο στόμα. Αξιωματικοί δίνουν παραγγέλματα. Διάβολε, πραξικόπημα. Κοιτάζει γύρω της να βρει ένα βλέμμα κατανόησης από τα διπλανά οχήματα. Λαμβάνει αναθέματα μόνο, ανάμεικτα με διαρκές κούνημα του κεφαλιού. Η επίκληση της μοίρας, έστω και της άδικης, σε τέτοιες απότομες καταστάσεις παίρνει το πάνω χέρι. Στο απροσδόκητο ο άνθρωπος θυμάται πόσο ελάχιστος πραγματικά είναι. Τα Ρέο, απ’ ό,τι μπορεί να δει, φορτώνουν ανθρώπους. Πού διάβολο τους πάνε; Μαζική, δημόσια απαγωγή. Ο πατέρας της τα Σάββατα πελεκούσε ξύλα. Παιχνίδια να φτιάξει όπως παλιά, με τον παραδοσιακό τρόπο. ~ 22 ~
ΤΑΜΙΑΣ / ΚΑΤΑΓΩΓΗ
Σηκωνόταν πρωί πρωί και άρχιζε να φτιάχνει με σκαρπέλα παραμυθένιες μορφές. Φόρτωνε τον τόρνο και αρχινούσε τα κεντραρίσματα. Της άρεσε να κρυφοκοιτά τα δάχτυλά του, τη ζυγοσταθμισμένη αφοσίωσή του. Μυστηριακές στιγμές που ανατρέπονταν εύκολα στην πρώτη σκανταλιά της. Δεν την άφηνε να τριγυρίζει στα πόδια του. Τον θαύμαζε ανίερα, ακόμη και στις εκρήξεις του. Σήμαινε πως ο συμβιβασμός δεν τον είχε καταβάλει. Σαν τους αλήτες της Ντάρμα, που είχε διαβάσει. Όλο κάτι τέτοιες αφελείς προβολές έκανε, για να μείνει κοντά του. Ίσως δεν εκπλήρωσε καμία από τις προσδοκίες του. Ο κολλητός της ο Λένος όλο την παρηγορούσε, με μαμαδίστικη υποτροπή. Προκαλούσε τα αντίθετα αποτελέσματα. Το αντρικό στήθος, μ’ ένα χρυσό αστέρι καρφιτσωμένο πάνω του, καλύπτει το οπτικό της πεδίο. Ο ταγματάρχης φουσκώνει και χειρονομεί, πλησιάζοντας απελπιστικά κοντά. Οι φλέβες του λαιμού του κοκκινίζουν, σκαρφαλώνοντας στον σκληρό γιακά. Πίσω του ένα μικρομέγαλο παιδί αγκομαχά να κουβαλήσει το πολυβόλο. Η Δάφνη ξαφνιάζεται, αναπηδώντας στο κάθισμα. Ο βαρύθυμος αξιωματικός σκύβει στο παράθυρό της. Μυρίζει βενζίνη και ανάθεμα. Είναι έτοιμη να απολογηθεί για κάτι που δεν γνωρίζει. Τα πόδια της λύνονται. Στο μυαλό της τρέχουν χιλιάδες ηλίθιες δικαιολογίες. Μεγάλο κωλόπραμα αυτό. Όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με το κράτος, θα πρέπει να έχεις φτιάξει ένα πάκο από βαριά προσχήματα. Της ζητάει στοιχεία. Κατόπιν απαιτεί διεύθυνση. Τα έχει χαμένα, θέλει να διαμαρτυρηθεί. Ανεβοκατεβάζει το κεφάλι της μόνο. Το στόμα της ανοίγει και πιέζει, να βγει έστω μία λέξη. Δεν άκουσε κάτι στο ραδιόφωνο για στρατό στους δρόμους. Μόνο διάσπαρτα παράσιτα. ~ 23 ~
ΑΠΝΟΙΑ
Μέσα στο ανέκφραστο του καθήκοντος ο ταγματάρχης ξεδιπλώνει ένα χαρτί, με περιοχές που έχουν κηρυχθεί επικίνδυνες λόγω σεισμού. Ρωτά με στυφό αλλά ευθύ τρόπο, εάν ανήκει σε αυτές. Ψάχνει τον πατέρα και τον κολλητό της, λέει. Λαχανιάζοντας, στρίβει τις λέξεις. Ο ταγματάρχης τής υποδεικνύει να πάει στην άκρη. Σμπαραλιασμένες στιγμές, στο μαύρο ραμμένες. Δίνει περαιτέρω στοιχεία, τραυλίζοντας. Ούτε να ουρλιάξει δεν μπορεί, και γι’ αυτό φτύνει τον εαυτό της. Τα σωστικά συνεργεία βουίζουν σαν σμήνη από σφήκες. Περικυκλωμένη από διαταγές, με τις μηχανικές φωνές από τις μοτορόλες, να πατούν γκάζι. Έχει φράξει το σύμπαν. Τα ρέο, πακτωμένα με κόσμο. Βγαίνει έξω στη δολοφονική κάψα. Προσευχές και αναφιλητά ανάκατα με γκαρίσματα στη μούρη των φαντάρων. Ο ταγματάρχης την ρωτά πού μένει, και θέλει πειστικές απαντήσεις. Με όση ψυχραιμία διαθέτει, η Δάφνη απαντά. Ένα ξερό καλώς βγαίνει από το στόμα του, αδιαπραγμάτευτο. Πάει να εξετάσει τα στοιχεία. Μεγάλη καταστροφή, κοπέλα μου. Απέναντί της ένας κατηφής γέρος με σκονισμένη ρεπούμπλικα σαν να βγήκε από γουέστερν βήτα διαλογής, της κάνει νόημα να ησυχάσει. Πάμπολλες περιοχές έχουν κηρυχτεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αναγγέλλει με ύφος στρατηγού που πάει να υπογράψει άνευ όρων παράδοση. Έχει φτιαχτεί ένα πρόχειρο στρατόπεδο, δίπλα στο γήπεδο. Πετάγεται ένας άλλος, που λες και έχει βγει ζωντανός από κρατήρα ηφαιστείου. Για όσους δεν έχουν σπίτια. Ο γέρος ξεθάβει ένα κομποσκοίνι από την τσέπη. Μουρμουρίζει ακατάληπτες προσευχές. Η Δάφνη κάνει να ανάψει τσιγάρο και στεγνώνει από σάλιο. Φαντάζεται τους δικούς της να έχουν πέσει σε καμιά ~ 24 ~
ΤΑΜΙΑΣ / ΚΑΤΑΓΩΓΗ
τρύπα και να προσπαθούν να τους βγάλουν με γερανό. Μέσα στο πλήθος του πανικού ο αξιωματικός επιστρέφει. Της δίνει πίσω τα στοιχεία και την οδηγεί προς το αυτοκίνητό της. Τι είν’ αυτά, με ποιο δικαίωμα. Ο ταγματάρχης γυρίζει αργά προς το μέρος της. Περπατά πάνω στο χώρισμα των ματιών της. Εσάς, απ’ ό,τι φαίνεται, γίνεται προσπάθεια να σωθεί το σπίτι σας. Εγώ από την άλλη, δεν έχω καμία τέτοια ελπίδα. Καλησπέρα σας. Μέχρι να μπει η πρώτη ταχύτητα στο Clio, η Δάφνη έχει παγώσει το βλέμμα της στην πλάτη του άστεγου αξιωματικού. Η γειτονιά είναι στο πόδι. Ανάστατοι όλοι ψάχνουν καταφύγιο. Σκυλιά τριγυρίζουν ανήσυχα, παιδιά στα καρότσια, σοβάδες διάσπαρτοι σαν αρχαία δάκρυα και οι μεγάλοι σε πηγαδάκια κάτω από αλλοπρόσαλλα γκράφιτι. Ο Λένος κάθεται χαμένος στα σκαλιά με μια τριμμένη εργατική φόρμα, περικάρπια με καρφιά και έντονο smokey στα μάτια. Μεγάλωσαν μαζί. Τον έχει σαν αδερφό της. Με όλα τα σύνδρομα που μπορεί να περιβάλλουν μια εξομοίωση συγγενικής σχέσης. Υιοθετημένος από ανάδοχη οικογένεια. Αγνώστων προηγούμενων στοιχείων ο Λένος. Ίσως γι’ αυτό κόλλησαν. Ο ίδιος δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με το κάποτε. Ενίοτε ούτε και με το τώρα του. Έχει σχεδιάσει ένα χάρτη αποσυνδεμένων ψυχών, και μέσα εκεί ρεγουλάρει τη σκηνοθεσία μιας δικής του ζωής, όπως την φαντάζεται. Μια φλοίδα άνθρωπος, γεμάτος γωνίες ο Λένος. Πολλές φορές η Δάφνη σκέφτεται ότι το σώμα του εξωτερικεύει όλα όσα σκέφτεται. Γύρω από τους ώμους του προσπαθεί να είναι διακριτικό το χέρι του εραστή του. Καιρό τώρα έφερνε σταθερά τους γκόμενούς του σπίτι. Ένα παράλογο αίσθημα κατοχής. Σημάδευε τον χώρο του, για να μην του τον ~ 25 ~