Καύκασος, µια ιστορία αίµατος Της ΝΤΙΝΑΣ ΒΑΓΕΝΑ Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι ο Καύκασος ήταν ένας από τους πυλώνες που στήριζαν τον κόσµο. Μια βουνοκορφή του διάλεξε ο ∆ίας για να αλυσοδέσει τον αντάρτη Προµηθέα. Το όρος Αραράτ, όπου η Παλαιά ∆ιαθήκη λέει πως η Κιβωτός του Νώε άραξε µετά τον κατακλυσµό, θεωρείται το ορόσηµο του αρχαίου αρµενικού βασιλείου. Ο Ρωµαίος ποιητής Οβίδιος τοποθετούσε τον Καύκασο στη Σκυθία και τον περιέγραφε ως ένα παγωµένο και πετρώδες βουνό, όπου κατοικοέδρευε η προσωποποιηµένη πείνα. Οι βράχοι και οι πέτρες της οροσειράς του Καυκάσου δεν έχουν λιώσει ακόµα από το αίµα που τις µουσκεύει στη διάρκεια αναρίθµητων συρράξεων και πολέµων, τοπικών και µεγαλύτερων, µέσα στις χιλιετίες της τραγικής του ιστορίας. Οι µετασοβιετικές περιφερειακές συγκρούσεις, συµπεριλαµβανοµένης αυτής που διαδραµατίζεται τις µέρες αυτές στη Νότια Οσετία και στη Γεωργία, δεν είναι παρά το τελευταίο κεφάλαιο αυτής της ιστορίας του αίµατος.
(Χάρτης του Καυκάσου)
Απόλυτης στρατηγικής σηµασίας για τις εκάστοτε ισορροπίες δυνάµεων υπήρξε η Καυκασία, η περιοχή της Ευρασίας που συνορεύει στα νότια µε το Ιράν, στα νοτιοδυτικά µε την Τουρκία, στα δυτικά µε τη Μαύρη Θάλασσα, στα ανατολικά µε την Κασπία Θάλασσα και στα βόρεια µε τη Ρωσία. Περιλαµβάνει την οροσειρά του Καυκάσου (µήκους 1.100 χλµ. και µέγιστου πλάτους 160 χλµ.) και τις γύρω πεδιάδες. Η οροσειρά του Καυκάσου χωρίζει την Ασία από την Ευρώπη και οι χώρες της περιοχής θεωρείται ότι ανήκουν είτε στη µία είτε και στις δύο ηπείρους.. Λέξεις, όπως «µωσαϊκό» και «πανσπερµία», είναι πολύ φτωχές για να περιγράψουν αυτήν την πλέον ποικιλόµορφη ίσως περιοχή της Γης. Τουλάχιστον 150 είναι τα έθνη ή οι εθνογλωσσικές οµάδες του Καυκάσου.
(Εθνολογικός χάρτης του Καυκάσου)
Με βάση τον εθνικό και γλωσσικό - πολιτισµικό τους προσδιορισµό, οι λαοί του Καυκάσου έχουν διεκδικήσει (και οι περισσότεροι έχουν κερδίσει) την ξεχωριστή τους µειονοτική ταυτότητα, είτε ως αυτοκυβερνώµενες οντότητες µέσα στο έδαφος της Ρωσικής Οµοσπονδίας (µε τραγική εξαίρεση τον πόλεµο της Τσετσενίας) είτε ως ανεξάρτητα µετασοβιετικά κράτη. Τα έθνη-κράτη ή οι περιοχές που σήµερα τον διαιρούν, είναι το βορειοανατολικό τµήµα της Τουρκίας, η Γεωργία, η Αρµενία, το Αζερµπαϊτζάν και τµήµατα της Ρωσίας και του Ιράν. Μέσα στη ρωσική οµοσπονδιακή επικράτεια υπάρχουν οι καυκασιανές αυτόνοµες ή αυτοδιοικούµενες οντότητες -Κράι Σταυρούπολης και Κράι Κρασνοντάρ-, όπως και οι ∆ηµοκρατίες της Αντιγκέα, της Καλµίκια, της Βόρειας Οσετίας-Αλανίας, της Ινγκουσετίας, της Τσετσενίας, του Νταγκεστάν, της Καµπαρντίνο-Μπαλκάρια και της Καρατσάι-Τσερκεσίας. Στο έδαφός τους, οι δύο τελευταίες µοιράζονται τον όγκο του όρους Ελµπρούς (5.642 µ.), την ψηλότερη κορυφή του Καυκάσου, αλλά και το ψηλότερο σηµείο στην Ευρώπη, καθώς και πέντε ακόµα βουνοκορφές, που ξεπερνούν τα 5.000 µέτρα. Τρεις περιοχές διεκδικούν ακόµα την ανεξαρτησία τους, αλλά χωρίς µέχρι τώρα αναγνώριση από τη διεθνή κοινότητα: η Αµπχαζία, η Νότια Οσετία και το Ναγκόρνο-Καραµπάχ.
(Γλωσσολογικός χάρτης του Καυκάσου).
Τα στοιχεία των πληθυσµών που παραθέτουµε, σε µια απόπειρα ενδεικτικής καταγραφής της πανσπερµίας των λαών της, προέρχονται από την επίσηµη απογραφή του 2002.
Κράι Σταυρούπολης: • • •
Έκταση 66.500 Km2. Πληθυσµός 2.735.139 κάτοικοι. Πρωτεύουσα Σταυρούπολη (354.857 κάτοικοι),
Ιδρύθηκε επί Μεγάλης Αικατερίνης από τον πρίγκιπα Ποτέµκιν, το 1777. Οι περισσότερες από τις πόλεις τού Κράι ιδρύθηκαν ως µεθοριακά φρούρια κατά τη διάρκεια της ρωσικής επέκτασης στον Καύκασο και των πολέµων εναντίον των Οθωµανών. Αυτό εξηγεί και την ονοµασία του (Κράι: σύνορο), αφού σήµερα είναι εσωτερικό έδαφος (δεν συνορεύει µε άλλο κράτος). Κυρίαρχο εθνικό στοιχείο είναι οι Ρώσοι (81,6%) και ακολουθούν οι Αρµένιοι (5,5%). Υπάρχουν επίσης 34.078 (1,2%) Έλληνες.
Κράι Κρασνοντάρ: Έκταση 76.000 Km2. Πληθυσµός 5.125.221 κάτοικοι. Πρωτεύουσα Κρασνοντάρ.
• • •
Είναι η περιοχή της κοιλάδας του ποταµού Κουµπάν, η παραδοσιακή πατρίδα των Κοζάκων τού Κουµπάν. Οι Κοζάκοι τού Κουµπάν θεωρούνται Ρώσοι (86,2%), αν και διεκδικούν ξεχωριστή µειονοτική πολιτισµική ταυτότητα. Μεγαλύτερη µειονότητα αποτελούν οι Αρµένιοι (5,36%), που ζουν στην περιοχή από το 18ο αιώνα. Η απογραφή του 2002 υπολόγισε 33 εθνικές οµάδες, µε πληθυσµό άνω των δύο χιλιάδων η καθεµία. Αποδεικνύοντας ότι πρόκειται για µία από τις πλέον πολυπολιτισµικές περιοχές της Ρωσίας, οι κάτοικοι του Κρασνοντάρ αυτοπροσδιορίστηκαν ως ανήκοντες σε 140 διαφορετικές εθνότητες! Συγκεκριµένα στοιχεία: 4.418.715 Ρώσοι, 274.566 Αρµένιοι, 131.774 Ουκρανοί, 26.540 Ελληνες (0,52%), 26.260 Λευκορώσοι, 25.575 Τάταροι, 20.225 Γεωργιανοί, 18.469 Γερµανοί, 17.542 Κοζάκοι, 15.821 Αντίγκε, 13.496 Τούρκοι, 11.944 Αζέροι, 10.873 Ροµά, 6.537 Μολδαβοί, 5.022 Κούρδοι, 4.835 Μορντβά του Βόλγα, 4.446 Τσερκέζοι, 4.441 Γεζίντι Κούρδοι, 4.141 Τάταροι Τσουβάς, 4.133 Οσέτιοι, 3.764 Ασσύριοι, 3.752 Λεσγίνοι, 3.425 Ουντµούρτοι Τάταροι, 3.289 Κορεάτες, 3.213 Σαπσούγκοι Αντίγκε, 3.138 Βούλγαροι, 2.958 Πολωνοί, 2.945 Εβραίοι, 2.857 Τσετσένοι, 2.723 Μαρί του Βόλγα, 2.609 Τάταροι της Κριµαίας, 2.210 Ουζµπέκοι, 2.061 Μπασκίριοι.
∆ηµοκρατία της Αντιγκέα: • • •
Έκταση 7.600 Km2. Πληθυσµός 447.109 κάτοικοι. Πρωτεύουσα Μαϊκόπ (156.931 κάτοικοι).
Βρίσκεται στους πρόποδες του Καυκάσου και µέσα στο έδαφος του Κράι Κρασνοντάρ. Κυρίαρχες εθνότητες είναι οι Ρώσοι (64,5%) και οι Αντίγκε (κιρκασιανό φύλο, 24,2%), ενώ ζουν εκεί και 1.726 Έλληνες (0,4%).
∆ηµοκρατία της Καλµίκια: • • •
Έκταση 76.100 Km2. Πληθυσµός 292.410 κάτοικοι. Πρωτεύουσα Ελίστα (104.254 κάτοικοι).
Οφείλει το νοµικό καθεστώς της στους Καλµίκους ή Καλµούχους, φύλο µογγολικής καταγωγής, ο µοναδικός βουδιστικός στο θρήσκευµα λαός της Ευρώπης. Το αραιοκατοικηµένο έδαφός της καλύπτεται κυρίως από στέπα. Το 56% των κατοίκων ζει ακόµα µε τον παραδοσιακό τρόπο, σε µικρούς αγροτικούςκτηνοτροφικούς οικισµούς. Οι Καλµίκοι αντιπροσωπεύουν το 53,3% των κατοίκων της ∆ηµοκρατίας. Οι Ρώσοι ανέρχονται σε 33,6%. Ζουν επίσης στην περιοχή Τσετσένοι (2%) και ∆αργίνοι (2,5%).
∆ηµοκρατία της Καµπαρντίνο-Μπαλκάρια: • • •
Έκταση 12.500 Km2. Πληθυσµός 901.494 κάτοικοι. Πρωτεύουσα το Νάλτσικ (274.974 κάτοικοι).
Όπως µαρτυρά το όνοµά της, η Καµπαρντίνο-Μπαλκάρια αποτελείται από δύο συστατικές εθνότητες: τους Καµπαρντίνους, αρχαίο καυκάσιο φύλο, συγγενές µε τους Αντίγκε και τους Τσερκέσιους. Οµιλούν µια τοπική διάλεκτο του Καυκάσου που φέρει το όνοµά τους και οι περισσότεροι είναι σουνίτες µουσουλµάνοι. Αντιπροσωπεύουν το 55% του συνολικού πληθυσµού. Οι Μπαλκάρ είναι ο τοπικός κλάδος των Καρατσάι, βορειοκαυκασιανού τουρανικού φύλου, και θεωρούνται απόγονοι των αρχαίων Αλανών. Μιλούν την Καρατσάι-Μπαλκάρ (ανήκει στην οικογένεια των τουρκικών γλωσσών) και είναι επίσης σουνίτες µουσουλµάνοι. Κατά τον Β' Παγκόσµιο Πόλεµο κατηγορήθηκαν για συνεργασία µε τους Γερµανούς και εκτοπίστηκαν µαζικά στο ασιατικό κοµµάτι της Ρωσίας. Η επιστροφή τούς επετράπη το 1957 και σήµερα αριθµούν λίγο παραπάνω από 100.000 µέλη (12% του πληθυσµού).Οι υπόλοιποι πολίτες είναι κυρίως Ρώσοι (25%), που ζουν στις πόλεις, ενώ αξιοσηµείωτη είναι η ύπαρξη περίπου πέντε χιλιάδων κατοίκων κορεατικής καταγωγής! Μετά τη διάλυση της ΕΣΣ∆, την αναβίωση των εθνικισµών στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου και το κλείσιµο των κρατικών εταιρειών, η Καµπαρντίνο-Μπαλκάρια γνώρισε σοβαρή οικονοµική κρίση, µε ποσοστά ανεργίας της τάξης τού 90%. Ακόµα και σήµερα, είναι µία από τις φτωχότερες ρωσικές περιοχές.
∆ηµοκρατία της Καρατσάι-Τσερκεσίας: Έκταση 14.100 Km2. Πληθυσµός 439.470 κάτοικοι. Πρωτεύουσα Τσερκέσκ (116.244 κάτοικοι).
• • •
Συγκροτείται από τα έθνη των Καρατσάι (τουρκογενές φύλο, 38,5%) και των Τσερκεσίων (ή Κιρκασίων, 11,3%). Οι υπόλοιποι είναι Ρώσοι (33,6%) ή ανήκουν σε µικρότερες εθνότητες του Καυκάσου. Έγινε αυτόνοµη περιφέρεια το 1922, µετά την επικράτηση της Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης στον Καύκασο. Το 1926 διαχωρίστηκε σε δύο περιφέρειες (Καρατσάι και Τσερκεσία) και επανενώθηκε το 1957. Το 1991 τής παραχωρήθηκε το καθεστώς της Αυτόνοµης Σοβιετικής Σοσιαλιστικής ∆ηµοκρατίας, υπαγοµένης στη Ρωσική ΣΣ∆. Το προνοµιακό καθεστώς της ∆ηµοκρατίας διατηρήθηκε και µετά τη διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης, στο πλαίσιο πια της Ρωσικής Οµοσπονδίας.
∆ηµοκρατία της Τσετσενίας: • • •
Έκταση 15.300 Km2. Πληθυσµός 1.103.686 κάτοικοι. Πρωτεύουσα Γκρόζνι (210.720 κάτοικοι).
Το 93,5% του πληθυσµού αποτελούν ως κυρίαρχη εθνότητα οι Τσετσένοι, που αυτοαποκαλούνται και Νόχτσιοι. Η λαϊκή τους παράδοση θέλει τον ρωσόφωνο όρο «Τσετσένος» να προέρχεται από το καυκασιανό χωριό Τσετσέν-Αούλ, όπου νίκησαν τον ρωσικό στρατό το 1732.
Πρώτες γραπτές αναφορές της παρουσίας τους στην περιοχή ανάγονται σε αραβικά κείµενα του 8ου αιώνα µ.Χ. Οι σχέσεις των σουνιτών µουσουλµάνων Τσετσένων µε την κυβέρνηση της Μόσχας δεν υπήρξαν ποτέ αρµονικές, όµως χειροτέρεψαν µετά τη διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Τότε, η τοπική κυβέρνηση επεδίωξε την πλήρη απόσχιση της Τσετσενίας από τη Ρωσία, πράγµα που η κεντρική κυβέρνηση απέρριψε, προβάλλοντας τους εξής λόγους: νοµικά, η Τσετσενία αποτελούσε και πριν από το 1991 τµήµα της Ρωσίας (αυτόνοµη ΣΣ∆, υπαγόµενη στη ΣΣ∆ της Ρωσίας), χωρίς δικαίωµα πλήρους απόσχισης, όπως η Ουκρανία ή η Λιθουανία, που ήταν χωριστές Σοβιετικές ∆ηµοκρατίες. Πιθανή ανεξαρτησία της Τσετσενίας θα αποτελούσε παράδειγµα και για άλλες εθνότητες που ζουν στον ρωσικό νότο. Το κυριότερο, η Τσετσενία είναι βασικός κόµβος στο δίκτυο µεταφοράς του ρωσικού πετρελαίου. Όµως, ο ηγέτης των αυτονοµιστών Τζοχάρ Ντουντάγιεβ έπαψε να αναγνωρίζει τις ρωσικές Αρχές και αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος της Τσετσενικής ∆ηµοκρατίας της Ιτσκερίας, έχοντας µεγάλη λαϊκή υποστήριξη. Το νεοανακηρυχθέν κράτος ουδείς αναγνώρισε, παρά µόνο το Αφγανιστάν, όσο ελεγχόταν από τους Ταλιµπάν, και προσωρινά η Γεωργία. Η κατάσταση συνέχισε να οξύνεται συνεχώς, µέχρι που ξέσπασε αιµατηρός εµφύλιος πόλεµος ανάµεσα στους αυτονοµιστές και στους οµοσπονδιακούς. Η σύνθεση των δύο αυτών στρατοπέδων δεν ήταν σαφής, µε τους ντόπιους πολέµαρχους να αλλάζουν πλευρά ανάλογα µε τα συµφέροντα και τις διαθέσεις της στιγµής. Ο εµφύλιος έδωσε στη Ρωσία το πρόσχηµα να επέµβει στρατιωτικά το 1994, και έκτοτε η Τσετσενία βρίσκεται (επίσηµα ή ανεπίσηµα) σε εµπόλεµη κατάσταση, µε εξαίρεση την τριετία 1996-1999. Σήµερα, η Ρωσία µοιάζει να έχει σταθεροποιήσει την κατάσταση, έχοντας εξοντώσει τα βασικά στελέχη των αυτονοµιστών και εγκαθιστώντας φιλική κυβέρνηση στο Γκρόζνι, έστω και µε µεγάλες απώλειες. Αδυνατεί, όµως, ακόµα να ελέγξει τις οµάδες των αυτονοµιστών που δρουν έξω από τις µεγάλες πόλεις και παράλληλα επιχειρούν να εξαγάγουν τον πόλεµο στις γειτονικές ∆ηµοκρατίες του Νταγκεστάν και της Ινγκουσετίας, όπου ζουν συµπαγείς τσετσενικές µειονότητες.
∆ηµοκρατία της Ινγκουσετίας:
• • •
Έκταση 4.000 Km2. Πληθυσµός 467.294 κάτοικοι. Πρωτεύουσα το νεοϊδρυθέν Μαγκάς (µόλις 275 κάτοικοι), σε αντικατάσταση του Ναζράν (125.066 κάτοικοι), πρωτεύουσα της ∆ηµοκρατίας έως το 2002.
Η Ινγκουσετία κατοικείται αποκλειστικά από αυτόχθονες πληθυσµούς - Ινγκούσιους (77,3%) και Τσετσένους (20,4%). Οι Ινγκούσιοι, συγγενείς εθνολογικά, θρησκευτικά και γλωσσικά µε τους Τσετσένους, αυτοαποκαλούνται Γκαλκάι, που σηµαίνει στη γλώσσα τους «πολίτες των συνόρων - ακρίτες». Κατά τα µετασοβιετικά χρόνια, εµφανίστηκε και εκεί κίνηµα απόσχισης από τη Ρωσική Οµοσπονδία. Οµως, περιορίζεται σε µικρές ένοπλες επιχειρήσεις και δεν έχει αποκτήσει τη µαζικότητα του αντίστοιχου της Τσετσενίας.
∆ηµοκρατία του Νταγκεστάν: • • •
Έκταση 50.300 Km2. Πληθυσµός 2.576.531 κάτοικοι. Πρωτεύουσα Μαχατσκάλα (462.412 κάτοικοι).
Το όνοµα του Νταγκεστάν έχει περσική-τουρκική καταγωγή και σηµαίνει «Χώρα των Βουνών». Πληθυσµιακά, είναι το πιο ανοµοιογενές οµοσπονδιακό υποκείµενο της Ρωσίας, µε µια πανσπερµία εθνοτήτων, από τις οποίες οι εννέα ξεπερνούν τα 80.000 µέλη.
Αβαροι (29,4%), ∆αργίνοι (16,5%), Κουµίκοι (14,2%), Λεζγίνοι (13,1%), Λακ (5,4%), Ρώσοι (4,7%), Αζέροι (4,3%), Ταβασαράνοι (4,3%), Τσετσένοι (3,4%). Με εξαίρεση τους Ρώσους, τα υπόλοιπα φύλα είναι ιρανικά, µογγολικά ή τουρκικά, που έχουν διατηρήσει τις ιδιαιτερότητές τους λόγω του ορεινού ανάγλυφου της περιοχής και της χαµηλής αστικοποίησης (σχεδόν το 60% ζει σε χωριά). Για τη συνεννόηση όλων αυτών µεταξύ τους χρησιµοποιείται κυρίως η ρωσική γλώσσα, ενώ οµιλούνται τουλάχιστον τριάντα ακόµα γλώσσες. Από το 2000, η πολιτική κατάσταση στο Νταγκεστάν θεωρείται ασταθής. Μια σειρά τροµοκρατικών ενεργειών και επιχειρήσεων ατάκτων εναντίον κρατικών αξιωµατούχων δείχνουν ότι υπάρχει προσπάθεια µεταφοράς στο Νταγκεστάν τού πολέµου της Τσετσενίας.
∆ηµοκρατία της Βόρειας Οσετίας-Αλανίας: • • •
Έκταση 8.000 Km2. Πληθυσµός 704.400 κάτοικοι. Πρωτεύουσα Βλαντικαυκάς (311.200 κάτοικοι).
Με την επικράτηση των µετασοβιετικών εθνικισµών, διανοούµενοι της Βόρειας Οσετίας επανέφεραν την ονοµασία Αλανία, που προστέθηκε στο όνοµα της ∆ηµοκρατίας το 1994, µνηµονεύοντας το µικρό µεσαιωνικό βασίλειο των Αλανών, προγόνων των σηµερινών Οσετών, του 7ου αιώνα µ.Χ. Οι Αλανοί προσηλυτίστηκαν στον χριστιανισµό από Βυζαντινούς ιεραπόστολους και ευηµερούσαν από τα έσοδα του «∆ρόµου του Μεταξιού» που περνούσε από τα εδάφη τους. Τον Σεπτέµβριο του 2004, είχε συνταράξει τη διεθνή κοινή γνώµη ο βίαιος θάνατος των 335 πολιτών, κυρίως παιδιών, στο Μπεσλάν, όταν Τσετσένοι αυτονοµιστές του Σαµίλ Μπασάγιεφ είχαν καταλάβει ένα σχολείο. Σήµερα, η Βόρεια Οσετία δέχτηκε ξανά κύµα προσφύγων από τη Νότια Οσετία, που έρχονται να προστεθούν στους (υπολογιζόµενους σε) 70.000 περίπου, οι οποίοι είχαν ξεριζωθεί τα τελευταία χρόνια στη διάρκεια προηγούµενων φάσεων της διένεξης των Νοτιοοσετών αυτονοµιστών µε τη Γεωργία. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 18/08/2008
∆ηµοκρατίες νέας κοπής στον κυµατοθραύστη των υπερδυνάµεων Από τα τέλη ακόµα της δεκαετίας του '80, πριν από την πτώση της ΕΣΣ∆, οι τρεις πρώην σοβιετικές δηµοκρατίες του Νοτίου Καυκάσου, η Γεωργία, η Αρµενία και το Αζερµπαϊτζάν χόρεψαν τις δύσκολες πιρουέτες στο µπαλέτο της εθνικής αυτοδιάθεσης παράλληλα µε τις χώρες της Βαλτικής στο βορρά. Στις αρχές της δεκαετίας του '90 έγιναν ανεξάρτητα κράτη. ∆ηµοκρατίες σκέτο λοιπόν, σε τρεις χώρες που ούτε οι δοµές εξουσίας ούτε οι λαοί τους είχαν ιστορία, εκπαίδευση ή νοοτροπία δηµοκρατικών διαδικασιών, τουλάχιστον µε τον τρόπο που αυτές γίνονται αντιληπτές µε τα εξαρτηµένα αντανακλαστικά του δυτικού αστικού κοινοβουλευτισµού. Και στις τρεις χώρες, εµφανέστατη βία και νοθεία διαφορετικών διαβαθµίσεων στις εκάστοτε εκλογικές αναµετρήσεις, δεν έχουν βγάλει µόνο ηγεσία και οπαδούς των ηττηµένων της αντιπολίτευσης στους δρόµους σε -κατά κανόναόχι αναίµακτες διαδηλώσεις διαµαρτυρίας, αλλά έχουν επανειληµµένα προκαλέσει και (τουλάχιστον) αµηχανία στους κατά κανόνα επίσης παρόντες ∆υτικούς παρατηρητές του ΟΑΣΕ, του οποίου την προεδρία αναλαµβάνει του χρόνου η Ελλάδα. Με τα δικά τους γραφειοκρατικά αντανακλαστικά, καταγράφουν µεν αντιδηµοκρατικές εκλογικές παρασπονδίες στις αναφορές τους, όµως περιορίζονται συνήθως να συµβάλλουν στη διατήρηση των εξαιρετικά ευαίσθητων γεωπολιτικών ισορροπιών της ευρύτερης περιοχής, µε τον στερεότυπα διατυπωµένο χαρακτηρισµό της ανάδειξης του κάθε προέδρου µέσα από εκλογές «free but not fair» - ελεύθερες αλλά όχι δίκαιες. Αλλά, ίσως το πλέον τραγικό στοιχείο της µοίρας των λαών του Νοτίου Καυκάσου είναι το ότι ζουν σε χώρες που ξανά σήµερα εκτελούν χρέη οριακού κυµατοθραύστη στα µεγάλα παιχνίδια των σφαιρών επιρροής των υπερδυνάµεων, αλλά και διαδρόµου διέλευσης των πετρελαιαγωγών, των δρόµων της ενέργειας, ακρογωνιαίου λίθου θεµελίωσης αυτών των σφαιρών επιρροής. Ποια καθηµερινότητα ζουν κατά τα άλλα αυτοί οι αρχαίοι λαοί µε τους πλούσιους πολιτισµούς; Ασπονδες λυκοφιλίες ή εχθρικές καχυποψίες και εντάσεις συγκρουσιακές µε γείτονές τους. Μετασοβιετική οικονοµική κρίση. Φτώχεια και ανεργία που οδηγεί στη µαζική (λαθρο)µετανάστευση στη ∆ύση, ακόµα και στη Ρωσία.
Βίαιοι θάνατοι και προσφυγιά γεννηµένη από τις δυσανάλογης του µεγέθους τους αγριότητας εθνικιστικές συγκρούσεις, µέσω των οποίων εθνικές µειονότητες επιδιώκουν να κάνουν τα τρία νοτιοκαυκασιανά κράτη έξι. Και στο φόντο, οι µαφίες των νεο-ζάπλουτων ολιγαρχών µε τις οικονοµικές αυθαιρεσίες, τους ιδιωτικούς τους στρατούς και τις πολιτικές δολοφονίες.
∆ηµοκρατία της Γεωργίας • • •
Έκταση: 69.700 Km2. Πληθυσµός 4.630.841 κάτοικοι. πρωτεύουσα Τιφλίδα -Τµπιλίσι, σηµαίνει «ζεστή πηγή» στα γεωργιανά.
Οι Γεωργιανοί ονοµάζουν τους εαυτούς τους Καρτβελέµπι, τη χώρα τους Σακαρτβέλο και τη γλώσσα τους Καρτούλι. Επικαλούνται δε τον θρύλο που θέλει γεννήτορά τους τον Κάρτλο, το δισέγγονο του βιβλικού Ιάφεθ, γιου του Νώε. Η καρδιά της χώρας, η κεντρική και ανατολική Γεωργία αναφερόταν σε βυζαντινές πηγές ως Κάρτλι - Ιβερία, ενώ για τους Αρχαίους Έλληνες ήταν η Κολχίδα, γη του χρυσόµαλλου δέρατος και πατρίδα της Μήδειας. Στη µεσαιωνική της ιστορία ξεχωρίζουν οι εποχές που αποτελούσε µέρος του µεγάλου νοτιοκαυκασιανού βασιλείου των Μπαγκρατουνί, µε τους αγώνες εναντίον των Αράβων του ιδρυτή της δυναστείας (αρµενικής καταγωγής) Ασότ Κουροπαλάτη (9ος αι.). Οι αναγεννησιακοί 12ος και 13ος αιώνας θεωρούνται χρυσή εποχή του γεωργιανού βασιλείου. Τότε βασίλεψαν ο ∆αυίδ ο Ανοικοδοµητής και η Ταµάρα. Ακµή των τεχνών και της καυκασιανής ιπποτικής παράδοσης (που µεταξύ άλλων ενέπνευσαν στη σύγχρονη εποχή και µαγευτικές σκηνές στις ταινίες του Σεργκέι Παρατζάνοφ) από τη µία και επικοί αγώνες εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων από την άλλη. Αλλά την κατάκτηση τελικά δεν την απέφυγαν οι Γεωργιανοί. Μέχρι την οριστική ένταξη της πατρίδας τους στη ρωσική αυτοκρατορία στις αρχές του 19ου αιώνα, τα µισά εδάφη τους ανήκαν στην Οθωµανική Υψηλή Πύλη και τα υπόλοιπα στον Σάχη της Περσίας. Στον Β' Παγκόσµιο Πόλεµο έδωσαν 700.000 ψυχές, νεκρούς στρατιώτες βορά στην πολεµική µηχανή του Άξονα. Οι επικριτές τους κατηγορούν τους Γεωργιανούς για υπερφίαλο εθνικισµό, σε βάρος των εθνικών ή εθνογλωσσικών µειονοτήτων που ζουν στη χώρα τους. Οι γείτονές τους, οι Αρµένιοι, τους κατηγορούν ότι αφήνουν επίτηδες τις αρµενικές εκκλησίες επί γεωργιανού εδάφους να ρηµάξουν. Οι ελληνικοί πληθυσµοί των χωριών της Τσάλκα έχουν επανειληµµένα καταγγείλει ότι Γεωργιανοί είτε καταλαµβάνουν παράνοµα σπίτια ελληνικών οικογενειών που έχουν µεταναστεύσει στην Ελλάδα είτε εξαναγκάζουν τους ιδιοκτήτες να τα πουλήσουν σε εξευτελιστικές τιµές. Οι Γεωργιανοί αποτελούν πληθυσµιακή πλειοψηφία της τάξης του 83,8%, σύµφωνα µε στοιχεία του 2006. Γεωργιανά φύλα εντασσόµενα στο συγκεκριµένο ποσοστό µε διαφοροποιήσεις στις οµιλούµενες γλωσσικές διαλέκτους είναι κυρίως οι Αντζάριοι, οι Μιγκρελιανοί (ο πρώτος µετασοβιετικός πρόεδρος Ζβιάντ Γκαµσαχούρντια ήταν Μιγκρελιανός), οι Σβάνοι, οι Λαζοί και οι Χεβσούροι. Αλλες εθνικές οµάδες της χώρας (χωρίς να υπολογίσουµε τους Αµπχάζιους και τους Οσέτιους) είναι οι: Αζέροι (6,5%), Αρµένιοι (5,7%), Ρώσοι (1,5%) καθώς και Έλληνες, Εβραίοι (στη Γεωργία υπάρχει µία από τις παλιότερες εβραϊκές κοινότητες στον κόσµο), Ασσύριοι, Τσετσένοι, Κινέζοι, Καµπαρντίνοι, Κούρδοι, Τάταροι, Τούρκοι και Ουκρανοί. Η διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Γεωργίας από την παραπαίουσα Σοβιετική Ένωση στις 9 Απριλίου 1991 δεν ήταν η πρώτη µέσα στον 20ό αιώνα: µετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων του 1917, η Γεωργία είχε διακηρύξει ανεξαρτησία στις 26 Μαΐου 1918 (ενώ είχε ήδη ξεσπάσει ο εµφύλιος πόλεµος Ερυθρών-Λευκών) επιλέγοντας εθνική κυβέρνηση που υποστήριζε τους σοσιαλδηµοκράτες Μενσεβίκους. Αυτό δεν τους το είχε συγχωρήσει ποτέ ο οµοεθνής τους Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Στάλιν, γεννηµένος στο Γκόρι. Το 1918 πολέµησαν µε τους Αρµένιους για τον έλεγχο των αρµενόφωνων περιοχών στα ανατολικά της χώρας, πόλεµος που έληξε µε την επέµβαση των Άγγλων. Οι Άγγλοι είχαν θέσει τη χώρα υπό την «προστασία» τους µέχρι το 1920. Πριν, είχαν επίσης σταµατήσει τον Γεωργιανό στρατηγό Γκιόργκι Μαζνιασβίλι που προήλαυνε εναντίον των Λευκών, επιδιώκοντας να καταλάβει και να προσαρτήσει στη Γεωργία όλη την ακτογραµµή της Μαύρης Θάλασσας µέχρι το (ρωσικό σήµερα) λιµάνι Σότσι.
Αµπχαζία (de jure Αυτόνοµη ∆ηµοκρατία της Αµπχαζίας, de facto ανεξάρτητη ∆ηµοκρατία) • Έκταση 8.400 Km2. • Πληθυσµός 216.000 κάτοικοι. • Πρωτεύουσα Σοχούµι. Σύµφωνα µε απογραφή του 2003 την οποία ουδέποτε αναγνώρισε ως νόµιµη η Τιφλίδα. Νεότερες εκτιµήσεις (2006) υπολογίζουν τον πληθυσµό από 157.000 µέχρι 190.000 κατοίκους. Οι δυσκολίες του ακριβούς υπολογισµού προκύπτουν κυρίως από τον αριθµό των Γεωργιανών της Αµπχαζίας που εγκαταλείπουν συνεχώς την περιοχή, δίνοντας αφορµή στην κυβέρνηση Σαακασβίλι να κατηγορεί τους αυτονοµιστές για πολιτική εθνικών εκκαθαρίσεων. Η απογραφή του 2003 υπολόγισε τις πληθυσµιακές αναλογίες ως εξής: Αµπχάζιοι 43,8%, Γεωργιανοί 21,3%, Αρµένιοι 20,8%, Ρώσοι 10,8%, Έλληνες 0,7% (1.486 ψυχές). Γηγενής καυκασιανός λαός οι Αµπχάζιοι -θεωρούνται απόγονοι των αρχαίων Αβασγών του Εύξεινου Πόντου- µε δική τους γλώσσα, είναι σήµερα θρησκευτικά µοιρασµένοι ανάµεσα στη χριστιανική Ορθοδοξία και το σουνιτικό Ισλάµ. Εθνοφυλετικά συγγενείς των Αµπχαζίων θεωρούνται οι σουνίτες µουσουλµάνοι Αµπαζίνοι (λέγονται και Αµπάζα ή Ασουα), απόγονοι προσφύγων από τον Καύκασο τον 19ο αιώνα, κοινότητες των οποίων ζουν σήµερα και στην Τουρκία, την Αίγυπτο, τη Συρία και την Ιορδανία. Η Αµπχαζία, ανακηρυγµένη το 1931 από τον Στάλιν ως Αυτόνοµη Σοβιετική Σοσιαλιστική ∆ηµοκρατία µέσα στο γεωργιανό έδαφος, προχώρησε σε διακήρυξη ανεξαρτησίας από την Τιφλίδα στις 23 Ιουλίου 1992. Ο πόλεµος που ξέσπασε αµέσως διήρκεσε ένα χρόνο, µε αποτέλεσµα τη στρατιωτική ήττα των γεωργιανών στρατευµάτων και τη µαζική έξοδο σχεδόν όλων των Γεωργιανών που ζούσαν στην Αµπχαζία. Τον δρόµο της προσφυγιάς είχαν πάρει τότε και αρκετοί Έλληνες που ζούσαν στη χώρα εδώ και πολλές γενιές, Πόντιοι και µη, οι περισσότεροι βρίσκοντας καταφύγιο στην Ελλάδα. Από τον Αύγουστο του 1993 ειδική αποστολή των Ηνωµένων Εθνών, η UNOMIG, βρίσκεται στην Αµπχαζία, µε έδρα το Σοχούµι, την πρωτεύουσα της αυτόνοµης πλέον περιοχής. Οι κυανόκρανοι αρχικά επέβλεπαν την τήρηση της συµφωνίας κατάπαυσης του πυρός που είχαν υπογράψει τα αντιµαχόµενα µέρη το 1994. Ωστόσο, η παρουσία τους έχει τεθεί κυριολεκτικά µεταξύ σφύρας και άκµονος λόγω των ρευστών πολιτικοστρατιωτικών συσχετισµών και η αποστολή έχει κατά καιρούς θρηνήσει θύµατα -οκτώ στρατιωτικοί και τρεις πολιτικοί υπάλληλοι νεκροί. Η υφιστάµενη δύναµη της UNOMIG αποτελείται από 149 ένστολα στελέχη (134 στρατιωτικούς παρατηρητές από 33 χώρες και 15 αστυνοµικούς από 8 χώρες), καθώς και 97 άτοµα διεθνές πολιτικό προσωπικό και 183 ντόπιους πολιτικούς υπαλλήλους. Ο πολιτικός επικεφαλής της UNOMIG, είναι Βούλγαρος, ο στρατιωτικός διοικητής (ταξίαρχος) Πακιστανός και ο αστυνοµικός διευθυντής Ουκρανός. Στη δύναµη συµµετέχουν τρεις Έλληνες αξιωµατικοί, δύο ταγµατάρχες του Στρατού Ξηράς και ένας πλωτάρχης του Πολεµικού Ναυτικού, τοποθετηµένοι ένας στο Σοχούµι, στα γραφεία της UNOMIG και δύο σε δευτερεύουσα επιχειρησιακή βάση της αποστολής στην πόλη Γκάλι, κοντά στα σύνορα µε τη Γεωργία. Το διοικητικό καθεστώς της Αµπχαζίας δεν έχει οριστικοποιηθεί. Πριν από τα βίαια γεγονότα των τελευταίων ηµερών µε στόχο την απόλυτη εκµηδένιση κάθε γεωργιανής επιρροής στην Αµπχαζία, το 83% της περιοχής ελεγχόταν από την κυβέρνηση των υποστηριζόµενων από τη Ρωσία αυτονοµιστών που εδρεύει στο Σοχούµι. Το υπόλοιπο 17% διοικούσε η «κυβέρνηση» της Αυτόνοµης ∆ηµοκρατίας της Αµπχαζίας (η µόνη αρχή που εξακολουθεί να θεωρεί νόµιµη η Τιφλίδα) µε έδρα το φαράγγι του Κοντόρι, από τους στόχους των ρωσικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στην περιοχή.
Νότια Οσετία (de facto ∆ηµοκρατία της Νότιας Οσετίας) • Έκταση 3.900 Km2. • Πληθυσµός 70.000 κάτοικοι (στοιχεία 2006). • Πρωτεύουσα Τσχινβάλι. Θεωρείται ότι περίπου τα δύο τρίτα του πληθυσµού κατέφυγαν στη Βόρεια Οσετία µετά το ξέσπασµα του πρόσφατου πολέµου.
Σύµφωνα µε την επικρατούσα θεωρία, οι Οσέτιοι έλκουν την καταγωγή τους από τους αρχαίους Αλανούς που κι αυτοί µε τη σειρά τους προέρχονται από τους Σαρµάτες. Η γλώσσα τους, η οσετική, ανήκει στο ιρανικό παρακλάδι της οικογένειας των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Ως Οσέτες καταγράφηκαν σε βυζαντινά κείµενα, αµέσως µετά την καταστροφή του βασιλείου των Αλανών από τους Μογγόλους Χαν. Ασπάστηκαν µαζικά τον χριστιανισµό τον 12ο αιώνα µ.Χ. µέσω επιρροών των Βυζαντινών και των Γεωργιανών. Μερικοί ασπάστηκαν αργότερα το σουνιτικό Ισλάµ. Η Νότια Οσετία διεκδίκησε ανεξαρτησία από τη Γεωργία το 1988. Το 1989 το Ανώτατο Οσετικό Συµβούλιο ζήτησε µάταια από το Ανώτατο Σοβιέτ αναβάθµιση της Οσετίας σε Αυτόνοµη ∆ηµοκρατία. Οι Οσέτιοι µποϊκοτάρισαν τις γεωργιανές εκλογές του 1990 οργανώνοντας δικές τους. Ο τότε πρόεδρος της Γεωργίας Ζβιάντ Γκαµσαχούρντια κήρυξε παράνοµη την εκλογική διαδικασία της Οσετίας, µε τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Οι µάχες ξεκίνησαν το 1991, µε επίθεση των Γεωργιανών και καταστροφή πολλών οσετικών χωριών. Αποτέλεσµα, εκατοντάδες νεκροί και δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες. Με παρέµβαση της διεθνούς κοινότητας, η Γεωργία εξαναγκάστηκε σε κατάπαυση πυρός µε την Οσετία, µε τη Ρωσία να αποτελεί από το 1992 µέρος της ειρηνευτικής δύναµης και µε εγγυήσεις εκατέρωθεν για µη χρήση βίας. Το 2006, ύστερα από ανεπίσηµο δηµοψήφισµα, οι κάτοικοι της Νότιας Οσετίας αποφασίζουν την κήρυξη ανεξαρτησίας. Όσο για τις εγγυήσεις περί µη βίας, έµειναν στα χαρτιά.
Ατζαρία (de jure Αυτόνοµη ∆ηµοκρατία της Ατζαρίας, µέσα στη Γεωργία) • Έκταση 2.900 Km2. • Πληθυσµός 376.016 κάτοικοι (επίσηµη απογραφή 2002). • Πρωτεύουσα Μπατούµι. • Πληθυσµιακή αναλογία: 93,4% Γεωργιανοί, 2,4% Ρώσοι, 2,3% Αρµένιοι, 0,6% Έλληνες, 0,4% Αµπχάζιοι, 0,2% Ουκρανοί. Ύστερα από σύντοµη κατοχή διαδοχικά από τουρκικά και βρετανικά στρατεύµατα το 19181920, η Ατζαρία προσαρτήθηκε στη Γεωργία που νοµιµοποίησε τα δικαιώµατά της από τη συνδιεκδικήτρια Τουρκία (αφού προηγήθηκε σύντοµη µεταξύ τους στρατιωτική σύρραξη το 1921) µε τη Συνθήκη του Καρς το 1923, όπου επικυρωνόταν και το καθεστώς αυτοδιοίκησης για τον (µουσουλµανικό) πληθυσµό που είχε ορίσει η Σοβιετική Ένωση. Το 1991 οι κάτοικοι της Ατζαρίας ζήτησαν κι εκείνοι ανεξαρτησία. Η τότε κυβέρνηση του Εντβαρντ Σεβαρντνάτζε ποτέ δεν τους πήρε στα σοβαρά, κάτι που άλλαξε όµως µε την επικράτηση της «Επανάστασης των Ρόδων» το 2003 στη Γεωργία. Ο Μιχαήλ Σαακασβίλι δεν δυσκολεύτηκε να συντρίψει τους αυτονοµιστές και να εξαναγκάσει τον ηγέτη τους Ασλάν Αµπασίτζε σε αυτοεξορία στη Μόσχα. Στις 17 Νοεµβρίου 2007 η Ρωσία παρέδωσε στη Γεωργία στρατιωτική βάση που διατηρούσε στο Μπατούµι από τη σοβιετική εποχή.
Αρµενία Έκταση 29.800 Km2. Πληθυσµός 3.229.900 κάτοικοι (3.002.594, απογραφή 2001). • Πρωτεύουσα Ερεβάν, • Πληθυσµιακή αναλογία: 98% Αρµένιοι, 1% Ελληνες, 1% Κούρδοι Γεζίντι (πυρολάτρες). • •
Αζερµπαϊτζάν • •
Έκταση 86.600 Km2. Πληθυσµός 8.676.000 κάτοικοι (8.265.000, απογραφή 2002) • Πρωτεύουσα Μπακού • Πληθυσµιακή αναλογία: Αζέροι 92,5%, Ρώσοι 3,5%, Λεσγίνοι 1,9%, Ταλύσιοι 1,8%,
Ναγκόρνο Καραµπάχ (de facto ανεξάρτητη ∆ηµοκρατία του Ναγκόρνο Καραµπάχ, de jure αυτόνοµη περιοχή, πρώην σοσιαλιστικό οµπλάστ µέσα στο Αζερµπαϊτζάν) • Έκταση 11.458 τ.χλµ., • πληθυσµός 138.000 (ανεπίσηµες εκτιµήσεις) • Πρωτεύουσα Στεπανακέρτ Όπως και η Γεωργία, τα πρώην σοβιετικά και σήµερα εθνικά σύνορα και της Αρµενίας και του Αζερµπαϊτζάν προσδιορίστηκαν από τη Συνθήκη του Καρς της 23ης Οκτωβρίου 1923 που υπογράφτηκε µεταξύ της Τουρκίας του Κεµάλ Ατατούρκ και της Σοβιετικής Ένωσης. Τότε δόθηκαν στην Τουρκία εδάφη που είχε κατακτήσει η Τσαρική Αυτοκρατορία από τους Οθωµανούς κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεµο του 1877-1878. Παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις της µε την Τουρκία, αλλά και η συνολική εξωτερική της πολιτική εν πολλοίς προσδιορίζονται µε βάση την Αρµενική Γενοκτονία από τους Νεοτούρκους του 1915, η ∆ηµοκρατία της Αρµενίας επικύρωσε τη Συνθήκη του Καρς στις 13 ∆εκεµβρίου 2006. Αλλά η καρδιά πολλών Αρµενίων δεν ξεκολλά από την άλλη µεριά των συνόρων: Κοντά στο Καρς βρίσκονται τα ερείπια της Ανί, της «Πόλης µε τις 1.001 εκκλησίες», πρωτεύουσας του µεσαιωνικού Αρµενικού Βασιλείου που κατέλυσαν βίαια οι Σελτζούκοι Τούρκοι τον 11ο αιώνα. Ωστόσο, την αρµενοτουρκική µεθόριο τη φυλάνε Ρώσοι στρατιώτες των ειδικών δυνάµεων µέχρι σήµερα. Τα χερσαία σύνορα Αρµενίας - Τουρκίας παραµένουν κλειστά από το 1993, λόγω της διένεξης των Αρµενίων µε το Αζερµπαϊτζάν για το Ναγκόρνο Καραµπάχ, µε δεδοµένες τις στενότατες σχέσεις της Άγκυρας (όχι µόνο στο όνοµα του παντουρκισµού, αλλά και των πετρελαίων του Μπακού) µε τους σιίτες µεν στο θρήσκευµα, αλλά τουρκογενείς Αζέρους. Η περιοχή βρίσκεται περί τα 270 χλµ. δυτικά της αζερικής πρωτεύουσας Μπακού και πολύ κοντά στα σύνορα µε την Αρµενία. Η Σοβιετική Ενωση διά του Στάλιν ενσωµάτωσε την κυρίως αρµενική περιοχή του Ναγκόρνο-Καραµπάχ ως Αυτόνοµη ∆ηµοκρατία µέσα στη Σοβιετική Σοσιαλιστική ∆ηµοκρατία του Αζερµπαϊτζάν το 1923. Στις 10 ∆εκεµβρίου του 1991, καθώς η ΕΣΣ∆ κατέρρεε, δηµοψήφισµα στο Ναγκόρνο-Καραµπάχ και στο Σαχουµιάν βορειότερα οδήγησε στη διακήρυξη ανεξαρτησίας της 6ης Ιανουαρίου 1992 από το Αζερµπαϊτζάν. Σύντοµα ξέσπασε άγριος πόλεµος αρχικά στην αρµενο-αζερική µεθόριο και κατόπιν µέσα στο Ναγκόρνο-Καραµπάχ. Πολεµικές επιχειρήσεις κόστισαν τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων, ενώ εκατέρωθεν εθνικές εκκαθαρίσεις σε πόλεις και χωριά µε µικτό πληθυσµό προκάλεσαν κύµατα Αζέρων και Αρµενίων προσφύγων από το Καραµπάχ προς την Αρµενία και το Αζερµπαϊτζάν. Από την κατάπαυση του πυρός που συµφωνήθηκε το 1994, το µεγαλύτερο µέρος του Ναγκόρνο-Καραµπάχ και διάφορες περιοχές του Αζερµπαϊτζάν γύρω του (συνολικά περίπου το 14% του εδάφους του Αζερµπαϊτζάν) παραµένουν υπό τον έλεγχο των αυτονοµιστών του Ναγκόρνο-Καραµπάχ. Έκτοτε, οι δύο πλευρές διεξάγουν (επί µαταίω µέχρι τώρα) συνοµιλίες ειρήνης µε τη διαµεσολάβηση της Οµάδας Μινσκ του ΟΑΣΕ. Το Αζερµπαϊτζάν και η Τουρκία διατηρούν κλειστά τα σύνορά τους µε την Αρµενία, πλήττοντας καίρια την οικονοµία της χώρας, µε µοναδικές χερσαίες εµπορικές διεξόδους της τη Γεωργία και το Ιράν και, αναπόφευκτα, τη σύσφιγξη των σχέσεών της µε τη Μόσχα. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 19/08/2008