ÔÇÓ
Õ Ï Ì Ó Ç Ù Æ
7
10 20
28 43 48
ΚΕΙΜΕΝΑ Μπάμπη Γαμβρέλη, Γιώργου Σταματόπουλου, Γιώργου Πήττα & Εμού του Ιδίου
23 ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΩΤΑ Ο Αργύρης Μπακιρτζής ξεδιπλώνει τις ιστορίες πίσω από τα τραγούδια του νέου δίσκου των Χειμερινών
58 62
YORGO MANIS Συνέντευξη στον Ιωάννη Τσίγκα
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ, ΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ FERRY Από την Καβάλα στη Νικαράγου του Δημήτρη Παρούση
60’s Mια αναδρομή από το Νίκο Γκροσδάνη
54
ΚΑΒΑΛΑ 1922-1923 Ιστορικά στοιχεία & περιγραφή του Νικόλαου Ρουδομέτωφ
ΣΤΟΝ ΟΙΚΟ ΤΗΣ ΟΝΕΙΡΙΚΗ ΣΑΓΗΝΗΣ Για ένα βιβλίο του Ζήση Α. Βαπορίη του Διαμαντή Αξιώτη
ΔΙΑΦΑΝΟ Τηλεόραση του Μπάμπη Γαμβρέλη
64
Ο ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ του Κοσμά Χαρπαντίδη
68
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΟΡΥΦΗΣ δια χειρός Κώστα Δασκαλάκη
ΠΕΡΙωΔΙΚΟ της πόλης
G
εξώφυλλο: Fernanda Cohen, 2009
Μηνιαία Έκδοση
Εκδότης Ι ΩΑΝΝΗΣ Κ. Τ ΣΙΓΚΑΣ
Ιδιοκτησία Όμιλος Επιχειρήσεων Πολιτισμού & Επικοινωνίας Alpha Media Group Κ. Τ ΣΙΓΚΑ & Σ ΙΑ Ε.Ε. Βενιζέλου 79 654 03 Καβάλα Τ 2510 220 120 F 2510 221 300 Ε alphamediagroup@otenet.gr
Διευθυντής Κ ΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. Τ ΣΙΓΚΑΣ
Φεβρουάριος 2010 μ.Χ.
Σύμβουλος Έκδοσης & Καλλιτεχνική Διεύθυνση Μ ΠΑΜΠΗΣ Γ ΑΜΒΡΕΛΗΣ Δημιουργικό { Μe˚ P ĦĨsto }
Νομική Σύμβουλος Σ ΟΥΛΤΑΝΑ Π. Ε ΛΕΥΘΕΡΙΑΔΟΥ Τ 2510 621 200 F 2510 621 201 Συνδρομές Ετήσιες Ιδιώτες €45,00 (€90,00 εξωτερικού) Δήμοι, Ν.Π.Δ.Δ., Επιχειρήσεις €200,00 Δημόσιες & Δημοτικές Βιβλιοθήκες €120,00
υστερόγραφα B Τη νύχτα οι τοίχοι της πόλης μιλάνε για ανθρώπους που δεν είναι από εδώ. Που έρχονται από αλλού, από μιαν άλλη νύχτα. Πέτρινη ανάσα. Σιωπή και ουρλιαχτό. Τη νύχτα οι τοίχοι λένε τραγούδια, σπαρταράνε λόγια και εξεγερμένες συνουσίες. Σκάβουν στα σκοτάδια, στους κοιτώνες των άστεγων φιλιών, στα οδοφράγματα του δέρματος, στη διασπορά των ανήλικων άστρων. Ακούω ξανά τους αδέσποτους ύμνους. Το φτερούγισμα της νυχτερίδας. Τη νύχτα οι τοίχοι ξεκουράζουν τις σκιές των ναυαγών, τις πυρκαγιές των χρησμών, τις εκστρατείες της βροχής, τους ξεναγούς της αγάπης, τα μικρά τραύματα από τα χέρια της Πηνελόπης. Σας βλέπω ζωντανούς στα σκοπευτήρια. Στην απειθαρχία της φαντασμάτων. Τη νύχτα οι τοίχοι ανάβουν ανυπότακτα φυτίλια, ξεκολλάνε τα λευκοπλάστ της ακινησίας, αναμοχλεύουν τα πάθη, σκαρφαλώνουν στις γρίλιες της πίστης, γιορτάζουν τα γενέθλια των τοκετών, αθωώνουν τις εκρήξεις των πλανόδιων ηδονών. Εν τω μέσω της νυκτός, στον δικό του τοίχο, έγραψε τη λέξη ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ. Ό,τι του αναλογούσε από την Επανάσταση. χ.γ.
Τ
α «καθαρόαιμα» ιστολόγια της φασιστικής μπλογκόσφαιρας βρήκαν ανέλπιστα τον… ποιητή που τους έλειπε μέσα στο «ακαδημαϊκό άσυλο» του περί πολλών, τελευταίως, τυρβάζοντα «νέο–εθνικού» μας δασκάλου.
Ο
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
9 Του Μπάμπη Γαμβρέλη
κύριος Σαράντος Καργάκος, ακολουθώντας «με βήμα ταχύ» τους μελετητές της Καβαφικής ποίησης (από τον Τίμο Μαλάνο και το Στρατή Τσίρκα μέχρι το Σαββίδη, τον Αποστολίδη, τον Ντάρελ και το Δασκαλόπουλο), «παραδίδει» τον Αλεξανδρινό στην «πολιτική πυρά» της ασάφειας με ένα σχόλιο στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του Κ. Π. Καβάφης: Η Νεώτερη Αιγυπτιακή Σφίγγα, των εκδόσεων Αρμός. Αντιγράφω: Δεν μένω στο ότι ο Καβάφης ήταν ένα άτομο προβληματικό. Υποστηρίζω ότι ο ίδιος ήταν –και είναι– ένα τεράστιο πρόβλημα, ένα τεράστιο σαν την Σφίγγα ερωτηματικό, που αν και νομίσεις πως έχεις απαντήσει, ήδη σου έχει δημιουργήσει άπειρα άλλα ερωτηματικά. Ένα παράδειγμα: στην ιδιορρυθμία της προσωπικής του συμπεριφοράς και στην ιδιόρρυθμη ερωτογραφία του, τι νόημα μπορεί να είχε η πολιτική ερωτοτροπία του – στο μέτρο που είναι αληθινή – με τον φασισμό; Ήταν πίστη η «βίτσιο» παροδικό;
Α
ποφεύγω να «πιαστώ» από τις «ομορφιές» των περί «προβληματικού» και «ιδιόρρυθμου», διότι θα διολισθήσω σε χαρακτηρισμούς… εντροπίας και πειρασμούς από… γρήγορο σάρκας γύμνωμα. Με όλα τα συνεπακόλουθα. Η «περιδιάβαση» όμως του κυρίου Καργάκου στο «πολιτικό ισοζύγιο» του Καβάφη μοιάζει τα μάλα… ερεθιστική και δια τούτο, θα… αναρωτηθώ για την ποιότητα των εκφρασμένων.
Η
Ιστορία: το 1928, η αθηναϊκή εφημερίδα Σκριπ, δημοσιεύει μίαν επιστολή «επιφανών τέκνων» της Αλεξανδρινής κοινωνίας προς την Ένωσην Ελλήνων Φασιστών. Απολαύστε την (και ως δείγμα γλωσσικού ελληνομπαρόκ). Εκδηλώσεις υπέρ του Φασισμού. Τηλεγραφήματα και επιστολαί προς τον κ. Υψηλάντη. Εξ Αλεξανδρείας. Προς τον Αρχηγόν της Ενώσεως Ελλήνων Φασιστών, απεστάλη εξ Αλεξανδρείας η κατωτέρω επιστολή: Έντιμε και ένδοξε Αρχηγέ. Πλήρεις ευφροσύνης και αγαλλιάσεως
10 δια την υφ’ ημών ανάληψιν της αρχηγίας του Φασιστικού αγώνος διαδηλούμεν την απεριόριστον αφοσίωσίν μας εις τα Ιδεώδη του Φασισμού και απεκδεχόμεθα παρ’ υμών την πραγμάτωσιν ιερών σκοπών, αναστήλωσιν γοήτρου Ελληνικού ονόματος, αποκατάστασιν ιερών και αιώνιων θεσμών, εκρίζωσιν ψυχοφθόρων και εθνοφθόρων τάσεων μαλλιαρισμού, κομμουνισμού, δημοκρατισμού. Παρακαλούμεν όπως μας δεχθήτε υπό την αμίαντον σημαίαν σας. Η Φασιστική ομάς. Σωκ. Λαγουδάκης, Βας. Αθανασόπουλος, Κ. Καβάφης, Γ. Πετρίδης, Σ. Γιαννακάκης, Ν. Καρδάρης, Μ. Ανταίος. Γιάγκος Πετρίδης. (Έπονται και άλλαι υπογραφαί).
Π
αγιδευμένος μέσα σε μία –τω όντι, δημοσιευμένη– επιστολή, ο κύριος Καργάκος «ερμηνεύει» τα «πολιτικά όρια» του Κωνσταντίνου Καβάφη με τον εξής «απλοϊκό» (αλλά ανάρμοστο για μελετητή) τρόπο, προσπαθώντας μάλιστα να «σώσει» τον ποιητή με τεχνάσματα «αποχαρακτηρισμού»: Συνιστώ να μη σταθούν σε αυτό οι αναγνώστες, διότι θα παρανοήσουν τον ποιητή. Η ερωτοτροπία του με τον φασισμό ήταν κάτι παροδικό και για την εποχή του μεσοπολέμου, όχι περίεργο. Πολλοί πνευματικοί άνθρωποι συνεκινήθησαν είτε από τον φασισμό, είτε από τον κομμουνισμό. Και η συνέχεια; Εντός της «φιλοσοφικής εργαλειοθήκης»: Είναι σαφής ο υπαινιγμός (του Καβάφη) για τον νιτσεϊκό υπερανθρωπισμό. Αυτό όμως δεν σημαίνει απόρριψη και των φασιστικών ιδεών, όπως τουλάχιστον εκφράζονταν δια του Μαρινέττι. Και από εδώ αρχίζουν για τον κύριο Καργάκο τα Αλεξανδρινά Κουαρτέτα. Εις δε την μαλλιαρήν, τα… όργανα απαξάπαντα. Αρκούν ολίγες σκέψεις «πονηρίας» ίνα οδηγηθούμε (δια της… χιτσκοκικής) στο φινάλε της… αποκαλύψεως. Σκέψη πρώτη και σημαίνουσα: πώς είναι δυνατόν να είχε συνυπάρξει ο Καβάφης με τον… επιφανή αντικαβαφικό Λαγουδάκη ο οποίος –ειρήσθω εν παρόδω– ήταν και ο συγγραφέας της (μπρρρρ) μελέτης με τίτλο: Παραγωγή Ζωής του αυτού Είδους, εκ Σώματος Νεκρού; Ανέφικτο, φρονώ, και ακατόρθωτο. Σημείο μέγα και αδιευκρίνιστο εκείνο με την απάλειψη του «τρομερού» Π από την υπογραφή του ποιητή. Αυτός που στα σοβαρά πράγματα, ήταν πάντοτε επιμελέστατος, θα άφηνε τόσο «εκτεθειμένο» το όνομα του; Τρίτον και ακροτελεύτιο: ογδόντα τόσων χρόνων μελετών και αναλύσεων και ουδείς εκ των «παθιασμένων» με το έργο του δεν κατάφερε να «σκαλίσει» την… έκνομη ηδονή του; Ούτε καν
11
O κύριος Καργάκος «ερμηνεύει» τα «πολιτικά όρια» του Κωνσταντίνου Καβάφη με τρόπο «απλοϊκό», αλλά ανάρμοστο για μελετητή
εκείνος ο Κορδάτος που τόσο πολύ θα ήθελε να τον «ξετινάξει» στο… πεδίο της «ιδεολογίας»; Άστοχα πράγματα και κινδυνώδη. Διότι ο, κατά τ’ άλλα επιμελής, κύριος Καργάκος δεν έκανε το απλούστατον δια να αποφυγεί τον σκόπελον και την… πατάτα. Να καταφύγει, δηλαδή, στα δημοσιεύματα της εποχής τα οποία ακολούθησαν της επιστολής και να τεκμηριώσει εν γνώσει (ιστορική πια) τα όσα με σπουδή… ελαφρότητας καταμαρτυρά εις τον Μέγα Ποιητή. Το πράττω ταπεινοφρόνως, για λόγους… δεοντολογίας. Εφημερίδα Ταχυδρόμος. Αλεξάνδρεια. Τρίτη, 1.5.1928 Κατάπληκτοι εμείναμεν
αναγνώσαντες εις το Σκριπ και εις την στήλην των εκδηλώσεων υπέρ του Φασισμού και την ακόλουθον εκδήλωσιν... Ο τελευταίος εκ των υπογραφομένων, είναι ο συνεργάτης μας «Σκαραβαίος», ο οποίος μας διεβεβαίωσεν ότι ούτε υπέγραψεν, ούτε έλαβε γνώσιν τοιαύτης επιστολής. Και επειδή δεν είναι δυνατόν να υποπτεύσωμεν ότι πρόκειται περί πλαστουργηθείσης εις το γραφείον της Σκριπ επιστολής, αφού τα ονόματα των υπογραφόντων εκτός δύο ή τριών δεν είναι γνωστά εις τας Αθήνας, κλίνομεν να παραδεχθώμεν ότι η επιστολή εστάλη παρά τινός λογίου ή φίλου των γραμμάτων, επιθυμούντος να αστεϊσθεί με τους ενταύθα φίλους του και να σκώψει ταυτώ και την προσπάθειαν του κ. Υψηλάντου, φιλοδοξήσαντος να καταρτίσει τον Ιερόν Λόχον των Ελλήνων Φασιστών. Σαστίσαμε στην Αντιόχειαν όταν μάθαμε τα νέα καμώματα του Ιουλιανού. Και από παραβάσεις; Πλύστες όσες εις την ημεδαπήν… ανάδελφον. Υ.Γ. Είμαι υποχρεωμένος να αποδώσω «τιμή και δόξα» στη δημοκρατία του διαδικτύου και το σεβασμό μου στον ελληνοκεντρικόν αλλά σοβαρότατον Κρατύλο (kratylos.blogspot.com), στο buzz.reality-tape.com και σε ένα άρθρο του Νίκου Σαραντάκου στο tvxs.gr. Αιτίες και αφορμές για… ξεστράβωμα.
12
Στην άκρη της πένας
Το τεράστιο έλλειμμα Δημοκρατίας το ερμηνεύουμε όπως γουστάρει ο καθένας, συγχέοντας πομποδώς το πολιτικό σύστημα με το κράτος
;d Του Γιώργου Σταματόπουλου
Ο
ι φίλοι μου κινούνται σε όλους, σχεδόν, τους πολιτικούς χώρους. Άλλοι δηλώνουν αριστεροί, άλλοι φιλελεύθεροι, άλλοι αναρχικοί κ.ο.κ. Δημιουργούν έτσι ένα θολό πολιτικό τοπίο στις σχέσεις μας και εντέλει γινόμαστε κουλουβάχατα: αναρχοαριστεροί, αριστεροδεξιοί, αναρχοδεξιοί, πατριώτες αριστεροί, απάτριδες τροτσκιστές διεθνιστές του Cosmopolitan, δημοκρατικοί ριζοσπάστες, σοσιαλφασίστες (σοσιαλθολούρες γενικώς), ελληνίζοντες μηδενιστές, πρωτόγονοι κομμουνιστές, ελευθεριακοί χρηματιστές, νεομαοϊκοί, ΕΑΜογενείς μαρξιστές, μαρξικοί (διαβάζουν μόνο τον νεαρό Μαρξ), λαϊκιστές (νεοναρόντνικοι). Και δεν συμμαζεύεται. Όταν λέω φίλοι, εννοώ γνωστοί. Ομολογώ, μειδιώντας, ότι σε όλους μας διαφεύγει το εξής απλό (αλλά
δύσκολο στη σύλληψή του μετά από τόση πλύση εγκεφάλου που έχουμε δεχτεί): η Δημοκρατία ως ελευθερία. Χάσαμε τη Δημοκρατία, stop. Το τεράστιο έλλειμμα Δημοκρατίας το ερμηνεύουμε όπως γουστάρει ο καθένας, συγχέοντας πομπωδώς το πολιτικό σύστημα με το κράτος. Η ελευθερία είναι αυτονομία. Το πολιτικό ον (ο καθένας μας) για να είναι ελεύθερος πρέπει να αυτοκαθορίζεται, να μην εξουσιάζεται από κάποιον άλλο, κάποιον εξουσιαστικό μηχανισμό. Πρέπει δηλαδή όλοι εμείς να αναλάβουμε την διαχείριση της πολιτικής, να μην την εμπιστευόμαστε σε «αντιπροσώπους» και σε ιδιοκτήτες των πολιτικών. Το πολιτικό σύστημα οφείλει να αφαιρεθεί από το κράτος και να ενσωματωθεί, να προσαρτηθεί στην κοινωνία. Όλα τούτα είναι δύσκολο να τα διανοηθούμε, επαναπαυμένοι οι μεν στον φιλελευθερισμό, οι δε στον σοσιαλισμό. Μεγάλο αγκάθι η ατομική ιδιοκτησία. Ο μεν πρώτος την
13
έχει αναγάγει σε νόημα και σκοπό της ζωής, ο δε δεύτερος απεργάζεται την κατάργησή της. Και οι δύο, όμως, (την) ταυτίζουν (με) το πολιτικό σύστημα, με το κράτος. Και στις δύο περιπτώσεις καταλήγουμε σε ολοκληρωτικά συστήματα. Ας μη γελιόμαστε ότι η «Δημοκρατία» των κομμάτων δεν είναι ολοκληρωτική… Εκείνο που προέχει σήμερα είναι να καταλάβουμε ότι Δημοκρατία (θα ‘πρεπε να) σημαίνει ελευθερία και τίποτε άλλο (ατομική-κοινωνική-πολιτική). Διότι δεν μπορείς να είσαι ελεύθερος δια μέσου, δεν μπορούν άλλοι «αντιπρόσωποι» ή κομματάρχες να διαχειρίζονται τη δική σου ελευθερία. Κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο. Δεν
υπάρχει κρατική ιδιοκτησία σε μια Δημοκρατία, πώς να το κάνουμε. Σε μια Δημοκρατία εξουσιάζει ο δήμος, όχι ομάδες διαμεσολάβησης και συμφερόντων (κόμματα, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, Οργανώσεις, Συνήγορος του Πολίτη και πάει λέγοντας). Όταν συναινούμε στην εκχώρηση της αυτονομίας μας, παύουμε να είμαστε ελεύθε-
ροι˙ άλλοι σκέφτονται και δρουν για μας (τα αποτελέσματα είναι γνωστά…). Και, άμα τη εκχωρήσει, αυτοβούλως, της αυτονομίας μας νομιμοποιούμε την ετερονομία, φιλελεύθερη, σοσιαλιστική κ.λ.π. Σε μια Δημοκρατία δεν έχουν νόημα τα δικαιώματα. Όπου κυριαρχούν απουσιάζει η ελευθερία, τα ίδια αυτά χαρακτηρίζουν κάποιο σύστημα απουσίας. Τι τα θέλεις τα δικαιώματα όταν είσαι πολιτικά ελεύθερος, όταν εσύ ο ίδιος αποφασίζεις για το είναι συνετό και τι λάθος, τι είναι ωφέλιμο και τι άχρηστο για την κάθε μέρα; Αλλ’ αυτό είναι και το μέγιστο πρόβλημα της ελευθερίας. Θέλει να είμαστε όλοι παρόντες καθημερι-
νά στη λήψη αποφάσεων. Απαιτεί χρόνο και ικανότητες, γνώσεις και εμπειρίες. Και πού να βρεθούν όλα αυτά; Πού να βρεθεί ο χρόνος; Μα, γι’ αυτό ακριβώς δεν βρίσκονται, επειδή δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι η Δημοκρατία επιτρέπει να τα βρίσκουμε καθημερινά. Η ζωή δεν είναι εργασία μόνο, είναι και σχόλη (και έρωτας, ποίηση κ.λ.π.). Φανταστείτε όλο αυτό το συνονθύλευμα των φίλων, αναρχοδεξιοαριστερών αυτόνομων και λοιπών δυνάμεων να στοχαστεί πάνω στη Δημοκρατία ως ελευθερία. Η κοινωνία θα αποκτούσε αυτομάτως θαυμαστή πολιτική υπόσταση. Θα γινόταν δήμος. Και θα εξουσιαζόταν μόνη της.
14
ΑΑΑΒΑΔΙΣΤΑ ΑΑΑΒΑΔΙΣΤΑ ΑΑΑΒΑΔΙΣΤΑ ΑΑΑΒΑΔΙΣΤΑ ΑΑΑΒΑΔΙΣΤΑ ΑΑΑΒΑΔΙΣΤΑ ΑΑΑΒΑΔΙΣΤΑ ΑΑΑΒΑΔΙΣΤΑ ΑΑΑΒΑΔΙΣΤΑ ΑΑΑΒΑΔΙΣΤΑ ΑΑΑΒΑΔΙΣΤΑ ΑΑΑΒΑΔΙΣΤΑ ΑΑΑΒΑΔΙΣΤΑ ΑΑΑΒΑΔΙΣΤΑ ΑΑΑΒΑΔΙΣΤΑ ΑΑΑΒΑΔΙΣΤΑ ΑΑΑΒΑΔΙΣΤΑ ΑΑΑΒΑΔΙΣΤΑ ΑΑΑΒΑΔΙΣΤΑ
Α ;t Εμού του ιδίου
Εθνική Σαρακοστή. Της θλίψης, πεινασμένη από όνειρα. Μετανάστες σε ελπίδες άλλων χωρών. Ήμασταν έθνος ανάδελφον. Τώρα γίναμε και αναξιόπιστο. Ανέκδοτο στα χείλη κάθε δυσκοίλιου Γερμανού. Φοβάμαι πως ο φετινός συμβολισμός της Μεγάλης Εβδομάδας δε θα έχει και συμβολικό τέλος. Γεμίσαμε από την αίσθηση της αιώνιας ανάβασης του Γολγοθά. Εκείνο το γέλιο των καλοκαιριών, επειδή οι τουρίστες πήγαιναν νωρίς για ύπνο, μας βγήκε ξινό. νοιγοκλείνω τα μάτια. Σαν κλικ από φωτογραφική μηχανή. Ρυτίδες εδώ. Ουρές γερόντων έξω από την τράπεζα εκείνη. Και την άλλη. Ο φόβος έγινε σύνταξη και η σύνταξη κατάθεση στο ταμείο του τάδε Μαρινόπουλου ή του δείνα Μασούτη. Τα βασικά. Και προσεκτικά. Περήφανο το δεκάλεπτο του ευρώ βρίσκει τη χαμένη του αξία στα χέρια του τρομαγμένου Έλληνα. Το φρέσκο έγινε κατεψυγμένο και Δόξα τω Θεώ. Όλα μωβ. Είναι κι αυτή η εαρινή κόπωση που αποδεδειγμένα προσπαθεί να ζωντανέψει τις προβιταμίνες. Απαγόρευση κυκλοφορίας σεροτονίνης στα στενά του εγκεφάλου. Την κλείδωσαν οι κραυγές του τρόμου και οι ελπίδες για σωτηρία από στόματα ανάξιων. Ο τρόμος του μέτριου. Η απουσία του σπουδαίου. Οδηγούμαστε ως πρόβατα επί σφαγή. Στα σφαγεία των διεθνών ή ευρωπαϊκών ταμείων. Μηρυκάζουμε δελτία ειδήσεων. Αποσπάσματα των επαγγελματιών ντελάληδων ενός συστήματος που απολαμβάνει τη μιζέρια μας. υτό το Πάσχα είναι διαφορετικό. Κουτουλάμε σα ζαβλακωμένοι ο ένας πάνω στον άλλον. Πού να βρεις την όρεξη να μυρίσεις πασχαλιές ετούτη την Άνοιξη του Χειμώνα; Το Χρόνια Πολλά νικήθηκε από το Και του Χρόνου. Γίναμε πιο συγκεκριμένοι. Πνίγομαι στις θάλασσες του Καββαδία, στις ηδονές του Καβάφη, στην ήττα του Αναγνωστάκη. Στιγμές αυτοτελείς. Σαν κλικ μιας φωτογραφικής μηχανής που δεν έχει φιλμ. Κάποιος να μας ντοπάρει. Πρέπει να μάθω να γελάω και με χαζά ανέκδοτα. Τουλάχιστον να τιμήσω αυτόν που έχει κουράγιο να τα λέει. Πάλι θα πάρω τα βουνά. Σε κάτι ξεχασμένα μοναστήρια και ήσυχα. Να μας βουβάνουν θέλουν. Να μη ζητάμε, να μη μιλάμε, να μην ερωτευόμαστε. Υπό την απειλή της οικονομικής χρεωκοπίας να χρεωκοπησει η ανθρωπιά μας. Χρεωκοπία συναισθημάτων. Με τη βοήθεια της Ιεραρχίας μας. Τόσο καιρό, για τόσα, σιωπή. Μόλις ακού-
Α
Α
στηκαν φόροι στην Εκκλησία, πήραν οι καμπάνες φωτιά. Μόνους μας αφήσατε, μόνοι σας μείνατε. Εμάς δε μας κάλεσε κανείς στα λαμπρά τραπέζια των κυβερνητικών συμβουλίων, Σεβασμιότατε. Το διάλογο για εμάς δεν τον υπερασπιστήκατε ποτέ, Σεβασμιότατε. Τον απαιτείτε τώρα για τα δικά σας, Σεβασμιότατε. Τα δικά σας και τα δικά μας, λοιπόν; Τις ευχές μας για καλή επιτυχία. Η εξουσία πρώτη το λίθο βαλέτω. Η μία στην άλλη. Όχι πάνω μας. Αρκετά! Πετροβοληθείτε μόνες σας. Ή και πυρποληθείτε, μας αφήνει αδιάφορους ο τρόπος που θα λύστε τις διαφορές σας. υτό το Πάσχα, σαν κανένα άλλο Πάσχα, ίδιο σαν όλες τις άλλες ημέρες. Πάσχα καθημερινό. Θα τους περάσει; Αν τους περάσει κι αυτό, ύστερα θα περάσουν από πάνω μας. Φέτος σκεφτόμουν να μην ευχηθώ «Καλή Ανάσταση», αλλά να βάλω αγγελία. «Ζητείται Ανάσταση». Σκεφτόμουν κι άλλα δυσοίωνα. Αλλά ξαφνικά, είδα τη σκύλα μου να κουνάει την ουρά της χαρούμενη. Είδα κι έναν μπέμπη να σπρώχνει ένα μικρό δεντράκι για να το φυτέψει στο χώμα. Κι είπα «δε γαμείς, τι έχω να χάσω;». Ας νοιαστούν αυτοί που έχουν να χάσουν τα πολλά. Πώς μπορεί να χρεωκοπήσει ένας αδέκαρος; Ούτε τη θλίψη της Μεγάλης μου Εβδομάδας μπορούν να κατασχέσουν, ούτε τη χαρά του Κυριακάτικου τραπεζιού. Δε με ρώτησε κανείς για το πρόβλημα, ας με αφήσουν ήσυχο στη λύση του. Θα συνεισφέρω τα μάλα στη μαχόμενη Πολιτεία μου με την αισιοδοξία μου. Θα αναγορεύσω πολιτικό μου ηγέτη το Γιάννη, που καθόμαστε με τα πόδια απλωμένα και γελάμε στα μούτρα της απογοήτευσής μας. Θα αναγορεύσω σε θρησκευτικό μου ηγέτη τον γέροντα που θα μ’ εξομολογήσει πάλι και βαριανασαίνοντας θα μου διαβάσει τη συγχωρητική ευχή. Τον τίτλο του Love of the Year θα τον απονείμω και φέτος σε Εκείνη. Στην Ανάσταση θα φιλήσω όποιον στέκεται δίπλα μου και θα τον βαφτίσω φίλο μου. Κι ύστερα, στο τέλος της λειτουργίας, θα φωνάξω Επικράνθη. Και ο Άδης και η οδυνηρή σιωπή και η λεηλασία που πάνε να κάνουν στην ψυχή μου… Επικράνθη. Λευτεριά στους Έλληνες. Το Πάσχα μας θα μείνει ελληνικό, οι δύσκολες σκέψεις της ανηφόρας θα τελειώσουν και η ορμητική σεροτονίνη μου έσπασε τα φράγματα των δυσμενών προβλέψεων. Τους επιστρέφω τον Εφιάλτη τους. Ορίστε, σας χαρίζω το κλαδάκι της πασχαλιάς. Ωραία δε μυρίζει η ζωή;
Α
Αυτό το Πάσχα, σαν κανένα άλλο Πάσχα. Πάσχα καθημερινό. Θα τους περάσει;
15
16
Η μητέρα,
ο δικηγόρος και οι τσιφτετέλληνες
G του Γιώργου Πήττα
Δ
ιάβασα πως ο συνήγορος του κου Κορκονέα (μου διαφεύγει το όνομα του συνηγόρου) θα ασκήσει… αγωγή κατά της Μητέρας του φονευμένου από τον πελάτη του υιού της. Θίχθηκε –λέει- επειδή η Μητέρα τον αποκάλεσε «ηθικό φονιά» του ήδη νεκρού παιδιού της. Λησμονεί προφανώς ο κος συνήγορος πως στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί τον πελάτη του, περιέπεσε σε πλείστα αδιανόητα ατοπήματα όπως την προσβολή της μνήμης του νεκρού (του κατά το μάλλον εν ψυχρώ δολοφονηθέντος) όταν τον περιέγραφε λίγο πολύ ως «απροσάρμοστο» ή ως έφηβο με προβληματική συμπεριφορά ή κάτι τέτοια ανάλογα που δεν θυμάμαι και καλά, ωστόσο η εντύπωση τους είναι ζωηρή. Ακόμα χειρότερα , παρότι πατέρας ο κύριος συνήγορος, μοιάζει να απέχει έτη φωτός από τι σημαίνει οργή γονέων και ειδικά Μητέρας όταν προσβάλλονται νεκρά τα παιδιά τους. Ουδόλως τυχαία η Ελληνική έκφραση «σπλάχνο των σπλάχνων μου» και ανείπωτα κι απερίγραπτα εκμαυλισμένος και φαύλος όποιος δεν το κατανοεί. Είπα και πριν πως τον κο Συνήγορο δεν τον γνωρίζω και μου διαφεύγει το όνομά του, αλλά ομολογώ μου έκανε εντύπωση πως όταν ρώτησα δυο τρεις συναδέλφους μου είπαν να αναζητήσω πληροφορίες σε… κουτσομπολίστικες στήλες εφημερίδων (!) σε gossip sites (!!!) και άλλα τέτοια απίθανα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ούτε ένας δεν με παρέπεμψε σε επιστημονικές εργασίες, δοκίμια περί δικαίου και άλλα ανάλογα, που ευλόγως θα ανέμενε κάποιος από έναν γνωστό της Δικαιοσύνης λειτουργό. Όχι τίποτα άλλο δηλαδή, αλλά η δικαιοσύνη κάποτε ήταν Θεά και ως τέτοια έμεινε Ιερή ως τις μέρες μας-νόμιζα. Όμως η είδηση δεν είναι εδώ, δεν είναι στην πληροφορία
πως Κος «πως τον λεν;» θα κάνει μήνυση κατά της Μητέρας του δολοφονηθέντος δεκαπεντάχρονου γιού της. Η είδηση αφορά την ουσία πως η Ελλάδα είναι μία χώρα στην οποία κάθε έννοια αξιοπρέπειας έχει γίνει διάτρητη και δεν υπάρχουν διόλου θεσμοί που να λειτουργούν. Ξεχάστε των Κο «πως τον λεν;». Πείτε μου όμως, σε ποια άλλη χώρα, της Ευρώπης τουλάχιστον, τηλεοπτικοί πανελίστες (άλλη…ιδιότητα κι αυτή!), άνθρωποι που ξυλοφόρτωναν την γυναίκα τους λόγω ζήλειας, τύποι που έχουν εμφανιστεί στις τηλεοράσεις με το μάτι θολό από το πιοτί, λεφτάδες λούμπεν που δέρνουν σε πλατείες όποιον δεν γουστάρουν, κανονικοί δηλαδή χουλίγκανοι και τραμπούκοι της δημόσιας ζωής όχι μόνο κυκλοφορούν ελεύθεροι αλλά ασκούν δημόσιο λειτούργημα και θησαυρίζουν ασύστολα από αυτό σε μεγέθη ανεξήγητα. Βέβαια, στην Ελλάδα έγινε πρότυπο ο Μάκης Ψωμιάδης που θα έπρεπε να ζει στη φυλακή εδώ και χρόνια αλλά κυκλοφορεί ελεύθερος την ώρα που εκατομμύρια κανονικοί άνθρωποι στενάζουν από τα χρέη και τις τράπεζες. Αλήθεια κάτι τέτοιους σκαφάτους λελέδες & τσόγλανους γιατρούς, δικηγόρους κλπ η εφορία τους έχει τσιμπήσει ή τους αφήνει ανέπαφους γιατί ενδεχομένως ως κανονικοί μαφιόζοι κρατάνε «μυστικά και ντοκουμέντα» για πολιτικά πρόσωπα; Ποιος θα φταίει μεθαύριο αν ένας εξωθημένος στην ανέχεια άνθρωπος βρει μπροστά του έναν από δαύτους και τον σαπίσει στο ξύλο; Υπάρχει δικαστήριο που να αποφανθεί πως ο ξυλοφορτωμένος συνιστά δημόσια πρόκληση; Όχι! Βέβαια δύσκολο να γίνει κάτι τέτοιο μιας που όλοι αυτοί κουβαλάνε μαζί τους και κάτι κουρδισμένα ανθρωποειδή ως κρεατοφύλακες. ίναι όλη αυτή η τρισάθλια και αισχρή φάρα , τα προϊόντα της «διαπαιδαγώγησης» που ξεκίνησε μια φορά κι έναν καιρό από το ΚΛΙΚ του κου Κωστόπουλου
Ε
17
που εισήγαγε στην Βαλκανελλάδα το life style ξεσηκώνοντας –πολύ πετυχημένα είναι η αλήθεια- κάποια περιοδικά από την εσπερία. Βέβαια ο κος Κωστόπουλος μπορεί πολύ γρήγορα να αποσύρθηκε από τα φώτα, δεν τον ενδιέφεραν άλλωστε ιδιαίτερα, απλά είχε την ευφυΐα να τα χρησιμοποιήσει όσο του ήταν χρήσιμα, αλλά δυστυχώς ο σκουπιδόκοσμος που δημιουργήθηκε εκεί, παρέμεινε βρυκολακιασμένος και πελιδνός από τα ατελεύτητα ουίσκια και τα γκλαμουροξενύχτια στα πρώτα τραπέζια της κάθε τσιφτετελοπίστας. Ένας καρκίνος μεταστατικός στο σώμα της κοινωνίας μας. ι κωλοέλληνες, οι τσιφτετέλληνες που άδει και ο Σαββόπουλος στο γνωστό άσμα το οποίο κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε προ πολλού να ανακηρυχθεί σε εθνικό ύμνο. Αυτοί όλοι λοιπόν, που ξαφνικά βρέθηκαν στο προσκήνιο, πότε
Ο
ως «αστέρες γιατροί» πότε ως «αστέρες δικηγόροι» πότε ως «αστέρες επιχειρηματίες της νύχτας ή της μέρας» και γενικώς ως… πρότυπα που εν ολίγοις φέρουν ένα μεγάλο ποσοστό ευθύνης στην διαβόητη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή θα πρέπει όχι μόνο να πληρώσουν με κάθε τρόπο για όλα όσα απέκτησαν τα τελευταία 20-25 χρόνια αλλά σε κάποιους από δαύτους να επιβληθεί στέρηση άδειας επαγγέλματος όταν αυτό το επάγγελμα έχει να κάνει με λειτούργημα. Μιλάμε για τα χειρότερα παράσιτα της σημερινής Ελλάδας, μιλάμε για τα απόλυτα μηδενικά που θεωρούν εαυτούς σπουδαίους και βεβαίως… μάγκες. Εμέσματα που πρέπει να εξαφανιστούν τον δημόσιο βίο της χώρας αν η χώρα αυτή θέλει να βρει μια ισορροπία. Φταίνε μόνο αυτοί; Όχι βέβαια, φταίνε όλοι αυτοί που τους επέτρεψαν να υπάρξουν και να θεριέψουν σαν δηλητηριώδη αναρριχητικά φυτά πνίγοντας κάθε ήθος και κάθε αξία. Και αυτά τα αναρριχητικά φυτά (ή μήπως ερπετά;) ανέβηκαν τόσο ψηλά, απέκτησαν τόση δύναμη που έχασαν κάθε επαφή με την πραγματικότητα ακόμα και εκείνη την στοιχειώδη επαφή με τη ζωή που πρέπει να έχει κάποιος για να κάνει τη δουλειά του . Όποια και αν είναι αυτή. Κάπως έτσι μπορεί να φτάσει κάποιος να διαπράττει την Ύβρη –με την αρχαιοελληνική έννοια- να θέλει να κινηθεί δικαστικά κατά μίας Μητέρας που έχασε τον γιό της σε φονικό, τον γιό της ετών 15 από το χέρι ενήλικα λειτουργού της… τάξεως. άπως έτσι κάποιος δεν καταλαβαίνει πως αν αυτή η Μητέρα ότι και αν του πει ότι και αν του προσάψει, δίκαιο ή άδικο, το μόνο που έχει να κάνει είναι –αν θεωρεί πως τον αδικούν- να σκύψει το κεφάλι ευλαβικά και να βγάλει τον απόλυτο σκασμό τιμώντας μια Οδύνη που δεν μπορεί να διανοηθεί. Το να μην το καταλαβαίνει όμως, είναι η ματιά της επιείκειας. Η πιο ορθολογική ματιά θέλει αυτή την έλλειψη «κατανόησης» να είναι συνειδητή και σχεδιασμένη. Και αυτό, σε μια κοινωνία άλλη θα απαιτούσε τουλάχιστον τον εξοστρακισμό. Τον Κο «πως τον λεν;» έγραψα και πιο πάνω, δεν τον γνωρίζω. Όπως δεν γνωρίζω και τη Μητέρα. Όμως, αϊ σιχτίρ πια με την ανοχή στα κατακάθια που βρέθηκαν να επιπλέουν μέσα στη μύτη μας.
Κ
23 20
ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΩΤΑ
m
21
Ο Αργύρης Μπακιρτζής ξεδιπλώνει τις
ιστορίες
πίσω από τα τραγούδια του νέου δίσκου των
Χειμερινών Κολυμβητών
22
Πανσέληνος στους Φιλίππους
Κάποιος να με προσέχει
Α
Τ
υτό είναι το πρώτο τραγούδι που έγραψα, το 1969, στους Φιλίππους Καβάλας, όπου έκανα τη διπλωματική μου στη Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης. Ο τόπος, το Οκτάγωνο και η πανσέληνος μου δημιούργησαν μια παραίσθηση που περιγράφεται στο τραγούδι αυτό, γραμμένο στις μικρές ώρες εκείνης της νύχτας.
23 κόκκινα φώτα
Έ
να μακρόσυρτο με αυτοσχεδιαστικά στοιχεία τραγούδι που γράφτηκε όταν φυλούσα έντεκα ώρες καθημερινά σκοπιά στο αεροδρόμιο της Μίκρας, το 1970. Θα έλεγε κανείς ότι ακολουθούμε το παράδειγμα του ΜπαρμπαΣταύρου Καραμανιώλα, ο οποίος είναι 100 χρονών. Ο «Ποδηλατιστής» του, γραμμένος το 1926, εκδόθηκε σε δίσκο το 1992! Έτσι και το «23 κόκκινα φώτα» γράφτηκε το 1970 και το εκδώσαμε τώρα! Το κίτρινο αυτοκίνητο που αναφέρεται είναι το αυτοκίνητο της Ασφάλειας που δεν μπορούσαμε ποτέ να σταματήσουμε. Ήταν εφιαλτικές ώρες, αλλά και μαζί ωραίες. Αναφέρονται 23 κόκκινα φώτα, καθώς στη σκοπιά μετρούσα απέναντί μου, μακριά, 23 κόκκινα φώτα πάνω σε στύλους. Τελικά αυτό τον τίτλο δώσαμε και στο δίσκο.
Αχαριστία
Ε
ίχαμε πάει κάποτε στη βορειοδυτική Γαλλία, σ’ έναν πύργο εντυπωσιακό, με δάση, κήπους ποτάμια και λίμνες, για να στήσουμε μια έκθεση για την αρχαία Μαρώνεια. Αφορμή ήταν μια έκθεση που είχε κάνει ο Γιώργος Χατζημιχάλης σε συνεργασία με την δική μας 12η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Καβάλας. Είχαν έρθει τεχνοκριτικοί απ’ όλο τον κόσμο, περίπου 20 άτομα, από το Παρίσι, το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη. Ο πύργος όπου στήθηκε η έκθεση και φιλοξενηθήκαμε βρίσκεται στο Κερκενέκ, τη χώρα του Asterix. Η έκθεση είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. Σ’ αυτούς λοιπόν τους κήπους και τις λίμνες που βρίσκονταν γύρω από τον πύργο, αυτό που έκανε φοβερή εντύπωση ήταν ότι δεν υπήρχαν ήχοι, ούτε έντομα ούτε ζουζούνια ούτε τρεχούμενα νερά ούτε τίποτα˙ υπήρχε απόλυτη ησυχία, κι αυτό είναι κάτι το εφιαλτικό, όταν δε μιλάς να μην ακούγεται απολύτως τίποτα, όπως στο διήγημα του Έ.Ά.Πόε «Η Σιωπή». Μετά από χρόνια λοιπόν πηγαίναμε για να κλείσουμε τον «Μουσικό Ιούλιο» της Μασσαλίας με το συγκρότημά μας και μέσα στο αεροπλάνο της Ολυμπιακής, όντας νιόπαντρος και χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει ακόμα ότι ήμουν παντρεμένος (πρέπει να περάσουν 30 χρόνια για να το καταλάβεις), μας είχαν φέρει πολλά φαγητά για πρωϊνό, ζαμπόν, σαλάμια, κασέρια, αυγά κ.ά. Ενθουσιασμένος τα μάζεψα όλα γύρω μου και είχα μια φοβερή έμπνευση, όπως αναφέρεται στο στίχο του τραγουδιού «θα φάω τα πάντα και σαν δαίμονας θα γίνω/θα πάω παντού, σε τόπους άλλους και καιρούς/ και σ’ αγροκτήματα μεγάλα θα τις κλείσω/ ψηλά μαντρόσκυλα καλά να τις φυλούν». Σκέφτηκα δηλαδή ότι θα μπορούσα να μαζέψω όλες τις γυναίκες από όλους τους καιρούς κι από όλους τους τόπους, και να τις βάλλω εκεί όπου είχε απόλυτη ησυχία! Δεν είναι μία φοβερή ιδέα; Οι γυναίκες «παγώνουν» λίγο με το τραγούδι, αλλά στο τέλος το αποδέχονται, καθώς στο οι στίχοι καταλήγουν «πως η γυναίκα με τη φύση της ταιριάζει και πιο ξεκάρφωτοι είναι οι άντρες στη ζωή».
ο τραγούδι αρχίζει με το «είσαι γυναίκα τύπου κάποιος να με προσέχει». Υπάρχει ταινία με τίτλο «Κάποιος να με προσέχει», του Ridley Scott, όπου έπαιζε η Mimi Rogers, με την ωραία στραβή μύτη. Πολλοί άντρες είναι λάτρεις βέβαια των στραβών μυτών, γι’ αυτό και μας άρεζε η Μάρω Κοντού. Από τότε όμως που έκανε την εγχείρηση χάλασε, ενώ προσχώρησε και στη Νέα Δημοκατία! Δεν ξέρω βέβαια αν αυτό έχει κάποια σχέση, αν την υποχρέωσε το κόμμα να κάνει αυτήν την εγχείρηση, δε μου φαίνεται πιθανό, αλλά πιστεύω ότι «έχασε» πολύ. Το τραγουδάκι αυτό άπτεται πολλών θεμάτων, καί οικολογικών, καθώς προτείνει να κάνουμε μπάνιο κάθε Σάββατο βράδυ, όπως κάναμε πιτσιρικάδες: «το νερό τελειώνει στη γη και εσύ συνεχίζεις στον ίδιο χαβά/ στο ‘χω πει κάθε Σάββατο βράδυ θα πρέπει να κάνουμε μπάνιο/ και μετά τηλεόραση, ύπνο, το πρωί εκκλησία, αντίδωρο, λούνα παρκ και φαΐ στη γιαγιά/ ο μπαμπάς, η μαμά, τα παιδιά».
Vista senza fine
Ο
ι στίχοι του τραγουδιού αυτού γράφτηκαν στα ιταλικά, όταν έκανα το μεταπτυχιακό μου στην Ιταλία και τον ίδιο καιρό μεταφράστηκαν και στα ελληνικά. Αναρωτιόμασταν ποιους στίχους να βάλλουμε. Τελικά ο Σιγανίδης ο Μιχάλης, ο κοντραμπασίστας μας, έκανε μια ωραία και πρωτότυπη μίξη όλων των ιταλικών και των ελληνικών στίχων. Σε κάποιο στίχο λέει «θαρρώ δεν ήταν μόνος λόγος οι φασίστες», στίχος λίγο ακατανόητος. Η ηρωίδα του τραγουδιού ήταν Ισπανίδα και ο πατέρας της μέλος του φασιστικού κόμματος, ενώ αυτή ήταν μπλεγμένη σε κάτι αντιστασιακές ομάδες της περιόδου εκείνης, όταν ο Φράνκο ήταν ακόμη ζωντανός.
Τραίνο εξορίας
Σ
ε αυτό το τραγούδι είχαμε τη μουσική του Παπαδόπουλου, αλλά δεν είχαμε στίχους. Προσπαθούσα να βάλω, προσπαθούσε ο Παπαδόπουλος, αλλά δε μας έβγαιναν. Τελικά μας έσωσε μια φίλη μας, η Τασούλα Ταχτσίδου, λίγες μέρες πριν την ηχογράφηση.
H απαλλαγή
Α
ναφέρεται σ’ ένα ατύχημα που έγινε στη Θάσο, ανάμεσα στον Πρίνο και το Λιμένα, στον Παχύ, πριν από χρόνια. Ο δικαστής μ’ απάλλαξε στην Καβάλα, λόγω αμφιβολίας και μετά άρχισαν να κυλούν οι στίχοι. Αφιερώνεται στην παρευρισκόμενη σήμερα φίλη και δικηγόρο Ροδιά.
23
Το Στελθ
Α
ναφέρεται στην κατάρριψη του «ακατάρριπτου» αμερικανικού αεροπλάνου Stealth στο Κόσσοβο. Το τραγούδι αυτό μου άρεσε πάρα πολύ απ΄ την πρώτη στιγμή που μας το παρουσίασε ο δημιουργός του Χάρης Παπαδόπουλος. Ο ψυχίατρος Κλεάνθης Γρίβας, που παλιά σύχναζε στις εκπομπές του Τριανταφυλλόπουλου, αλλά τώρα πια δεν πάει, μας είπε ότι όταν πήγε στη Σερβία φίλοι του έδωσαν ένα κομμάτι από το Stealth και αν θέλουμε να μας το δώσει και σκεφτήκαμε, για πλάκα, να βάλουμε ρινίσματά του στο εξώφυλλο για διαφημιστικούς λόγους. Ορισμένοι διαμαρτυρήθηκαν λόγω της ραδιενέργειας που πιθανόν κουβαλάει, οπότε η πρόταση δεν πέρασε. Με ενθουσιάζει η χρήση της αποστρόφου στο στίχο: «Της μοίρας ήτανε γραφτό, μια νύχτα να κατέλθ’/ στα κρύα βουνά του Κόσσοβου, τ’ αεροπλάνο Stealth». Αφιερωμένο στους περευρισκόμενους φίλους φιλόλογους.
Ποδόσφαιρο στα χρόνια της Χούντας
Τ
ο τραγούδι αναφέρεται στο ποδόσφαιρο. Δεν είμαι ιδιαίτερα ποδοσφαιρόφιλος, αν και κάποτε διετέλεσα. Είμαι ΠΑΟΚτσής. Τα παλιά χρόνια, στη βόρεια Ελλάδα, όλοι ήμασταν ΠΑΟΚ, Άρης ή Ηρακλής. Τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα. Στην Αθήνα, σε συνεντεύξεις που έδωσα σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, τόνισα ιδιαίτερα αυτό που συνέβη στον αγώνα Καβάλα-Παναθηναϊκός όπου πριν από την ισοφάριση του Παναθηναϊκού είχε προηγηθεί καταφανέστατο φάουλ, το οποίο βέβαια το «έπνιξαν» όλοι αυτοί οι υπάλληλοι της ΝΕΤ, που υποτίθεται ότι εκπροσω-
πούν το ελληνικό δημόσιο. Το βράδυ του αγώνα, στην «Αθλητική Κυριακή», την οποία έχουμε καταγγείλει επανειλημμένα σε συναυλίες και σε συνεντεύξεις, ούτε οι δημοσιογράφοι, ούτε οι μόνιμοι στην εκπομπή εκπρόσωποι του ΠΟΚ (Ποδοσφαιροκός όμιλος κέντρου: AEK, Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός), ούτε ο λαλίστατος καθηγητής διαιτησίας, δεν ανέφεραν καθόλου το φάουλ του Παναθηναϊκού, με το οποίο ισοφαρίστηκε η Καβάλα, το έπνιξαν. Αυτό επί Χούντας γινόταν διαρκώς, στην αρχή για τον Ολυμπιακό, που ευνοήθηκε για δυο χρόνια, και μετά για τον Παναθηναϊκό. Θα έχετε δει διάφορα βίντεο με τη Δέσποινα, παίκτες του Παναθηναϊκού, τον Πρέσβη της Σερβίας, τον Παττακό κτλ. Όταν ο Παναθηναϊκός έπαιζε με ξένη ομάδα, πάντα υποστηρίζαμε την ξένη, καθώς ήταν σκανδαλώδης η εύνοια που απολάμβανε αυτή η ομάδα. Όταν βέβαια το λέω αυτό στην Αθήνα, μερικοί παγώνουν, αλλά δεν πρέπει, αφού κι εμείς οι Παοκτσήδες έχουμε γνώση τί καταφύγιο παρακρατικών αποτέλεσε ο ΠΑΟΚ. Το τραγούδι γράφτηκε όταν κερδίσαμε τα Τρίκαλα εκτός έδρας, με σκορ 2-1, σ’ ένα γήπεδο γεμάτο λάσπη. Εγώ, τότε, ήμουν φαντάρος. Ήταν κάτι πιτσιρικάδες ποδοσφαιρόφιλοι, οι οποίοι, βλέποντας το πόσο η χούντα τόνιζε το ποδόσφαιρο (επιδιώκοντας να στρέψει την προσοχή του κόσμου στο ποδόσφαιρο), απέκτησαν μια πολιτική συνείδηση με αφορμή αυτό το πράγμα, κάτι που μου έκανε φοβερή εντύπωση. Επίσης κάτι άλλο που μου
είχε κάνει φοβερή εντύπωση στην Καβάλα, ήταν ότι έπαιζε το ’71 με ’72 ο Παναθηναϊκός με μια μεγάλη ξένη ομάδα, και ήταν μια παρέα από ανθρώπους της Ασφάλειας στο «Παλλάδιο», οι οποίοι γλεντούσαν, τη στιγμή που όλος ο κόσμος έβλεπε τον αγώνα. Αυτοί λοιπόν αδιαφορούσαν. Ο καθένας βγάζει τα συμπεράσματά του. Βέβαια κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και τώρα, με την εύνοια που υπάρχει στον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό και στη Αθήνα, κάνοντας μάλλον πλάκα, τους είπα, σε συνεντεύξεις που έδωσα, στον «Κόκκινο» και αλλού, ότι κατά κάποιον τρόπο σήμερα το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ταυτίζεται με τους «Ολυμπιακούς», η Νέα Δημοκρατία με τους «Παναθηναϊκούς», ενώ η Α.Ε.Κ. στην οποία ρίχνουν λίγα ψίχουλα με κανέναν. Αντίστοιχα στη Θεσσαλονίκη ο Π.Α.Ο.Κ. ταιριάζει με τον Ολυμπιακό και ο ΑΡΗΣ με τον Παναθηναϊκό κ.ο.κ. Κάποιοι λοιπόν αντέδρασαν λέγοντας: «Μα τι λέτε, εδώ έχουμε και Παναθηναϊκούς», υπονοώντας ίσως τον συμπαθή αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, για να τους απαντήσω: «Προσέξτε, πιθανόν είναι κρυπτονεοδημοκράτης, αφού είναι παναθηναϊκός, όπως κρυ-
πτοχριστιανός κλπ. και το είχα αναφέρει τότε και στον φίλο μου τον κ. Μορφίδη, γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ εδώ στην Καβάλα για να προσέξουν ποιους εκλέγουν για αρχηγούς. Αλλά κι αυτός Ολυμπιακός είναι, τι να περιμένεις; Λέτε να είναι της πτέρυγας που θέλει συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ; Tότε εξηγούνται όλα. Στο τραγούδι συμμετέχει μία χορωδία από φιλάθλους του Π.Α.Ο.Κ., καθώς και μία χορωδία φίλων της Α.Ε.Κ., ως συγγενές σωματείο σε χρώματα, καταγωγή και ιδεολογία, ανάμεσα στους οποίους και ο Φοίβος Δεληβοριάς. Το τραγούδι το τραγουδούμε σα σκυμμένοι σκλάβοι που βαδίζουν στην πορεία της εξορίας. Το οργανικό θέμα το έχει κάνει ο μεγάλος μου ο γιος, ο Νίκος.
24
25
Ο ζωντόχηρος
Τ
ο τραγούδι αυτό είναι εμπνευσμένο από έναν τσομπάνη, τον Γιάννη τον Σμαραγδή και αφιερώνεται σήμερα στον Ντίνο τον Δροσόπουλο, που είναι συγχωριανός του. Τον εγγονό του τον Γιαννάκη, του έκανα μάθημα μαθηματικών κι αυτός δυσκολευόταν. Του έλεγα «έχεις πρόβατα, πρέπει να μάθεις να τα μετράς», κι αυτός όλο μου μιλούσε για διάφορα φιλοσοφικά θέματα, -με είχε ψυλλιαστεί-, εκτός από μαθηματικά και με παρέσερνε. Βάζω στο στόμα του τσομπάνη λόγια σαν να είναι λάτρης της επιστημονικής φαντασίας, φανατικός αναγνώστης του Ντικ, του Χενλάιν, του Μπέστερ, του Σπίνραντ. Τα τραγούδι λέει: «Με μας τους γέρους τι ζητάς στην ερημιά του κόσμου, μα αν θες ν’ αρμέξεις πρόβατα ένα χεράκι δώσ’ μου./ Γιάννη μου να με συμπαθάς, όχι κτηνοτροφία, για τα Σαββατοκύριακα μου φτάνει η Γεωργία». Ήταν η εποχή όπου η οικογένεια δεν είχε έρθει ακόμα στην Καβάλα κι εγώ πήγαινα να τους δω τα Σαββατοκύριακα, είμουν δηλαδή σύζυγος και πατέρας του Σαββατοκύριακου. Με το «Γεωργία» βέβαια εννοώ την καλλιέργεια της γης, όμως Γεωργία ονομάζεται και η σύζυγός μου.
Ο καφές
Ε
ίναι ένα τραγούδι του μπαρμπα-Σταύρου Καραμανιώλα, ο οποίος συμπλήρωσε τα 100 του χρόνια φέτος. Τελικά λέω «μόνο ένας άνθρωπος 100 χρονών μπορεί να γράψει ένα ωραίο ερωτικό τραγούδι σήμερα;». Ο μπαρμπα-Σταύρος και η κυρά Καλλιόπη η γυναίκα του έχουν μια ωραία σχέση, αυτός είναι 100 χρονών κι αυτή 87. Την έκλεψε όταν ήταν 31 κι αυτή 18 και την πειράζει, λέγοντάς της «πού είναι η μάνα σου, που με κυνηγούσε τότε, να δει πώς σε περιποιέμαι», καθώς πιο συχνά αρρωσταίνει η κυρά Καλλιόπη. Η μακροβιότητα της σχέσης και των ιδίων σκεφτόμαστε ότι ίσως οφείλεται σε κάτι σοφό που έκαναν στη ζωή τους: Δύο μήνες το Φθινόπωρο και δύο την Άνοιξη, μέναν ο ένας στο πάνω χωριό κι ο άλλος στο κάτω. Δηλαδή 4 μήνες το χρόνο ζούσαν χώρια. «Για να βλέπουμε τις κότες», έλεγαν… Και μερικοί από τους μουσικούς, εκφράζοντας το δικό τους καημό λένε πως «ωραία θα ήταν αν αυτό γινόταν για 4 μήνες πάνω και 4 κάτω ή ακόμα και για 6 μήνες, συνολικά δώδεκα»! Θα μπορούσαν να συναντιούνται στο ενδιάμεσο σε κάποιο λωβοκαλύβι, αξιοποιώντας κι αυτά τα κτήρια που σήμερα μένουν αχρησιμοποίητα! Βέβαια λωβοκαλύβια έχουν απομείνει μόνο στους Πολίτες, μέσα στο πρώην δάσος, ανατολικά του Θεολόγου. Ο μπαρμπα-Σταύρος πήγε λοιπόν στο καφενείο, στον Πρίνο, απέναντι από τη στάση και η σερβιτόρα, μετανάστις, όταν παράγγειλε καφέ και πήγε να πληρώσει του είπε «μπαρμπα-Σταύρο, κερασμένος». Κι ο μπαρμπαΣταύρος που χορεύει φοβερό ταγκό, έγραψε αυτό το τραγουδάκι για τη σερβιτόρα που του κέρασε τον καφέ. Μέσα στο τραγούδι αναφέρονται οι λέξεις «μπουφές, καφές,
εφέ», τονισμένες έντονα, όπως ακριβώς μου τις τραγούδησε ο μπαρμπα-Σταύρος. Και τότε σκέφτηκα το λόγο... Στην Θάσο υπάρχει ο «Τρούμαν», που πουλάει ελιές εδώ, στη Δράμα και την Ξάνθη. Σκέφτηκα λοιπόν ότι μπορεί να μιμείται τον Τρούμαν, ο οποίος μιλάει πολύ εμφατικά, αλλά τελικά μου είπαν ότι ο μπαρμπα-Σταύρος όταν μου το ‘λεγε μιμούνταν εμένα! Και η πλάκα είναι ότι εγώ το έλεγα στις συναυλίες, μιμούμενος το μπαρμπα-Σταύρο, ο οποίος μιμούνταν εμένα! Μου είπε ο Βόμβολος ότι αυτό ονομάζεται «αντιδάνειο». Ο μπάρμπα Σταύρος έγραψε στίχους και μουσική.
Το φάρμακο
Α
υτό είναι ένα τραγουδάκι το λέει μια παρέα από τη Λευκάδα, η «Αγιομαυρίτικη παρέα» στο δίσκο της που κυκλοφορεί με τίτλο «σουλάτσο» στο Ιόνιο». Μου το έστειλαν με e-mail κάποιοι φίλοι, μας άρεσε πολύ και το λέμε έκτοτε στις συναυλίες. Το έγραψε ο Βασίλης Γαντζίας στη δεκαετία του ’40. Αναφέρεται στο DDT, το επικίνδυνο παλαιό εντομοκτόνο και στο δίσκο τιτλοφορείται «το φάρμακο». Μας συνοδεύει η χορωδία του Δήμου Γλυκών Νερών, που αποτελείται από 40-50 άτομα.
26
Γιατί δεν πεθαίνεις;
Μήνες-solitaire ou solidaire?
Ο ήλιος και το φεγγάρι
Α
Ο
Έ
υτό το τραγούδι έχει συγκινήσει πολύ τις πελάτισσές μας. Οι γυναίκες που μας ακούνε ενθουσιάζονται! Είναι η ιστορία ενός εμπειροαποφρακτικού. Δεν ξέρω αν είχατε ποτέ προβλήματα στα σπίτια σας και χρειαστήκατε μαστόρους με αυτήν την ειδικότητα, αλλά στις μεγάλες πόλεις όπου υπάρχουν μεγάλοι υπόνομοι, είναι μια ειδικότητα που ανθεί. Το «αποφράσσω» είναι η μοναδική λέξη στην ελληνική γλώσσα που σημαίνει και το αντίθετό της, δηλαδή βουλώνω και ξεβουλώνω. Το γράφει και στα τσιγάρα κι αφήνει μια αμηχανία η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια… Είναι από το θεατρικό έργο του Νίκου Κουμαριά, «Στην καρδιά του τέλματος». Παίχτηκε στη Θεσσαλονίκη κι ο Σιγανίδης έγραψε τη μουσική. Το τραγουδάει η αδερφή του Κουμαριά κι εγώ τη συνοδεύω. Αναφέρεται σε μία πολύ «δύσκολη αποστολή» του ήρωα, του οποίου η γυναίκα, όταν τον αποχαιρετά που φεύγει για μια πολύ επικίνδυνη αποστολή, για να ξεβουλώσει πιθανόν έναν τεράστιο υπόνομο στη συμμητρόπολη Θεσσαλονίκη, της έρχεται μια φοβερή έμπνευση… «Γιατί, δεν πεθαίνεις, γιατί;»
ι στίχοι του β΄ μέρους του τραγουδιού αυτού είναι στα γαλλικά. Όταν ήμουν φαντάρος έκανα ιδιαίτερα γαλλικών με μια καθηγήτρια 45 χρονών, που με είχε συγκινήσει, καθώς ήταν μια πολύ ευγενής κι απομονωμένη γυναίκα, στη Λάρισα όπου υπηρετούσα. Μια Κυριακή είχα πάει γι’ αποτύπωση σ’ ένα Μακεδονικό τάφο στην περιοχή της Βεργίνας, με είχε στείλει ο αρχαιολόγος καθηγητής Γιώργος Μπακαλάκης, που υπηρέτησε παλιά και στην Καβάλα. Ο μεταφρασμένος απ’ τα γαλλικά στίχος «η ψυχρή σου παρουσία στόλιζε την είσοδο του τάφου», αναφέρεται στην κοπέλα με την οποία είχαμε πάει μαζί για να σχεδιάσουμε τον τάφο. «Όσοι πεθαίνουν στο χιόνι είναι άνθρωποι αλληλέγγυοι». Αυτό το «αλληλέγγυοι» που είναι στα γαλλικά solidaires είναι εμπνευσμένο από το διήγημα του Αλμπέρ Καμύ, «Ο Ιωνάς ή ο καλλιτέχνης στη δουλειά του» από το βιβλίο του « Η εξορία και το βασίλειο». Ένα πολύ ωραίο διήγημα μ’ έναν ευτυχισμένο και πετυχημένο καλλιτέχνη και την οικογένειά του˙ όταν με τον καιρό η επιτυχία μειώνεται, τον εγκαταλείπει η γυναίκα του και παίρνει και τα παιδιά, οι φίλοι αραιώνουν, σιγά-σιγά μένει μόνος του. Κάποτε τον θυμάται ένας φίλος του και μπαίνει στο διαμέρισμα που ήταν και ατελιέ του ζωγράφου. Ψάχνει τον Ιωνά, αλλά δεν τον βρίσκει πουθενά. Στο χολ όμως υπάρχει ένα πατάρι και εκεί πάνω ένα καβαλέτο μ’ ένα κάδρο επάνω του, όπου αναγράφεται μια λέξη, η οποία δεν καταλαβαίνει ο φίλος του αν γράφει «solitaire ou solidaire;», δηλαδή «έρημος ή αλληλέγγυος;» Από αυτό είναι εμπνευσμένο αυτό το τραγούδι. Στο δίσκο το τραγουδάει ο Κώστας Βόμβολος, ο οποίος έχει και Sorbonne, και αν και όπως λέει ξέχασε κάπως τα γαλλικά του, την προφορά την έχει.
να τραγούδι του βιολιστή και φίλου του Μ.Σιγανίδη, του Σαμοθρακίτη Κυριάκου Στεργίου, 80 χρονών σήμερα, που παίζει ακόμη στους μπάλλους στα χωριά της Σαμοθράκης τα καλοκαίρια. Το «Φεγγάρι» είναι και η κορυφή της Σαμοθράκης, του όρους Σάος. Μερικοί στίχοι του τραγουδιού συναντιούνται και σε άλλα παραδοσιακά τραγούδια. Και τραγουδάει και η Μάρθα Μαυροειδή, μία νέα τραγουδίστρια και συνθέτις, σπουδαία μουσικός που παίζει πολίτικο λαγούτο. Ο μπαμπάς της έστησε στην Παλλήνη το πρώτο μουσικό γυμνάσιο στην Ελλάδα και η μητέρα της ήταν συμφοιτήτρια μου. Στο παραδοσιακό τραγούδι που ακολουθεί η Μάρθα τραγουδάει ακόμη έναν αμανέ πίσω από τη φωνή του Σιδέρη.
Σκιές
Τ
ο τραγούδι αρχίζει με απαγγελία και συνεχίζει σε bossa nova. Αναφέρεται στην περίοδο που δικάζανε εδώ στην Καβάλα τη Ροσσάνα, τη φίλη του Μιχάλη, για να την εκδώσουν στην Ιταλία, τότε με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Είχαν πάει κάτι παιδιά στη δίκη και βγαίνοντας με φώναξε ο Γιάννης ο Γεωργιάδης, ένας παλιός φίλος, που στη μνήμη του γράφτηκε το τραγούδι. Μου λέει «Αργυράκο έλα να πιεις καφέ μαζί μας». Μετά από λίγες μέρες δέθηκε με τη ζώνη του μαζί με την κοπέλα του και πέσανε από τον έβδομο όροφο στην Ερυθρού Σταυρού. Αναφέρεται ο Paolo Conte, ένας σπουδαίος Ιταλός μουσικός, γιατί είχα ακούσει τότε ότι ήταν δικηγόρος στο Μιλάνο και τον είχα συνδέσει με τα γεγονότα της εποχής. Είχα πάρει ένα δίσκο του, το «Un gelato al limone», είχα μεταφράσει τους στίχους ένα βράδυ στο μπαρ του Σαλαβάτη στη Βενιζέλου και με φωτογραφίες και σκίτσα είχα φτιάξει ένα φυλλάδιο που έκανα δώρο σε φίλους. Ο Θύμιος Ατζακάς παίζει ρομαντική κιθάρα, ένα πολύ ωραίο όργανο του 19ου αιώνα. Είναι γιος του Γιάννη Ατζακά, που πολλοί θα τον ξέρετε από τα δυο βιβλία που εξέδωσε η ΑΓΡΑ για τα παιδικά του χρόνια στο Θεολόγο της Θάσου και μετά στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης.
27
Κάθε βράδυ στο Καφέ Αμάν
T
o τραγούδι είναι εμπνευσμένο από το ταβερνάκι «Καφέ Αμάν, που βρισκόταν δίπλα στα γραφεία της μονάδας που υπηρετούσα στο κέντρο της Λάρισας. Εκεί τα πίναμε για χρόνια, σχεδόν κάθε βράδυ, έχοντας ξεχάσει πως κάποτε θα ξαναγίνουμε πολίτες.
Καϊμάκτσαλαν
Α
υτό το τραγούδι θεωρείται η μεγαλύτερη επιτυχία του δίσκου! Το τι γίνεται όταν το λέμε αυτό το κομμάτι δεν το φαντάζεστε! Ήταν μεγάλη μας η χαρά να συνεργαστούμε με τους δυο καβαλιώτες, το Χρήστο τον Ραζάκο και το Θόδωρο Ανανιάδη, που το έγραψαν και μας το εμπιστεύθηκαν να το παρουσιάσουμε στο κοινό.
Στους πέντε ανέμους
Τ
ο τραγούδι στο δίσκο το τραγουδάει ο παλιός μας συνεργάτης Ισίδωρος Παπαδάμου, με τον οποίο είχαμε ξεκινήσει αυτό το συγκρότημα το 1965 και αν και έχει αποχωρήσει το 1995, μας τιμάει μέχρι σήμερα με τη φιλία και τη συνεργασία του. Ο μικρός μου ο γιος, ο Κώστας, παίζει πιάνο στην εισαγωγή, την οποία συνέθεσε ο ίδιος.
Yorgo
28
Manis Συνέντευξη στον Ιωάννη Τσίγκα
Τι είναι ο Yorgo Manis; Θεωρούμαι, φαντάζομαι, εικαστικός. Βέβαια, η έννοια του εικαστικού έχει αλλάξει στην πορεία του χρόνου. Γενικά ασχολούμαι με ό,τι θεωρώ ότι είναι τέχνη κι έχει ενδιαφέρον. Κυριαρχεί μια γενικότερη φιλοσοφία τα τελευταία χρόνια ότι η τέχνη έχει βγει «προς τα έξω» κι εγώ είμαι θιασώτης αυτής της ιδέας. Και «προς τα έξω» εννοώ πέρα από τις γκαλερί και τα μουσεία. Μπορεί ν’ αρχίσει να έχει εφαρμογές και στην καθημερινή ζωή, την καθημερινή πράξη, χωρίς να έχει την λογική της performance ή του happening. Για το θέσω σαφέστερα, νομίζω ότι ο ρόλος του εικαστικού μπορεί να ξεφύγει από τα όρια, χωρίς παράλληλα να
σταματήσει να είναι εικαστικός. Ή τουλάχιστον έτσι το αντιλαμβάνομαι εγώ. Δηλαδή ο εικαστικός θεωρείται κάτι διαφορετικό από αυτό που θεωρούνταν πριν από μερικά χρόνια; Δε θέλω να μπω σε τέτοιους όρους, καθώς θεωρώ πως πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις στους κανόνες και είμαι σίγουρος πως αν ανατρέξουμε στην ιστορία θα βρούμε παραδείγματα ανθρώπων που έκαναν κάτι παρόμοιο. Απλά ίσως τώρα είναι πιο έντονο το φαινόμενο, του να ασχολείται, δηλαδή, ο εικαστικός παράλληλα και με άλλα πράγματα.
Κι αυτό πού οφείλεται; Σε ένα αδιέξοδο της τέχνης και των εκφρασμένων παραδοσιακά μορφών της; Ίσως είναι θέμα επικοινωνίας. Υπάρχουν αρκετά παράπονα του κόσμου στο ότι η τέχνη πλέον δεν επικοινωνεί και ίσως είναι μια προσπάθεια των καλλιτεχνών να επικοινωνήσουν περισσότερο με το κοινό. Να μην περιμένουν δηλαδή το κοινό να έρθει στην γκαλερί, αλλά να πάνε αυτοί στο κοινό. Φαντάζομαι πως αναφέρεσαι στο μέσο προβολής της τέχνης. Για παράδειγμα, μπορώ κάλλιστα να χρησιμοποιήσω το internet για «ν’ ανεβάσω» ένα έργο μου και να είναι μόνο εκεί, οπότε ο άλλος ανά πάσα στιγμή να μπορεί να το δει. Αντί-
στοιχα, μπορώ να κάνω ένα εικαστικό project σε κάποιο περιοδικό ή σε ένα banner στο δρόμο. Έχει αλλάξει ο τρόπος προβολής ενός εικαστικού έργου. Και προφανώς κι ο χρόνος ζωής του. Όχι ακριβώς. Η λογική μπορείς να πεις ότι είναι αυτή, της εφήμερης, δηλαδή, τέχνης, αλλά κάποια στιγμή αυτή η τέχνη μπορεί να κρατήσει αιώνια. Λέγεται πως η σύγχρονη τέχνη βαφτίζει κάτι σαν τέχνη ενώ πριν δεν ήταν. Όσο αυτό δεν είναι τέχνη, μπορείς να παλέψεις για να αποδείξεις πως είναι. Από τη στιγμή, όμως, που θα γίνει, η τέχνη στρέφει το ενδιαφέρον της αλλού. Πώς το εννοώ αυτό; Ως νέος καλ-
29
Ο Yorgo Manis γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου του 1981 στην Καβάλα. Ζει και εργάζεται μεταξύ Καβάλας, Θεσσαλονίκης, Λονδίνου και Ρώμης. Αποφοίτησε από την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών Θεσσαλονίκης στο τμήμα της ζωγραφικής (1999-2004). Την περίοδο 2006-2008 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο πανεπιστήμιο Goldsmiths του Λονδίνου. Έχει πάρει μέρος σε πάνω από 30 ομαδικές εκθέσεις σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Ολλανδία, η Ρωσία, η Γερμανία και η Ελλάδα, ενώ παρουσίασε δύο ατομικές εκθέσεις σε Ολλανδία και Ιταλία. Έχει βραβευτεί από την Βiennale νέων καλλιτεχνών της Κρήτης και το ίδρυμα Σπυρόπουλου.
30
Η Θεσσαλονίκη μου έμαθε να κάνω Τέχνη και το Λονδίνο μου έμαθε γιατί κάνω Τέχνη... λιτέχνης προσπαθώ να βρω κάτι το οποίο σήμερα δεν είναι τέχνη κι αύριο θα είναι. Αν κάνω κάτι το οποίο ήδη είναι τέχνη, στην ουσία θα πέσω σε μια παγίδα, εκφράζοντας κάτι που έχει ήδη ειπωθεί και δεν έχει να εκφράσει τίποτα καινούριο. Άρα θεωρείς ανούσιο και ανώφελο να κάνεις έναν ζωγραφικό πίνακα, για παράδειγμα, με την κλασσική έννοια της λέξης. Αλίμονο! Δεν είναι αυτή η έννοια. Η ζωγραφική από μόνη της είναι ένας ξεχωριστός κόσμος με δικούς του κανόνες που έχει περιθώρια, όχι εξέλιξης -γιατί δεν υπάρχει εξέλιξη, δεν πιστεύω στην εξέλιξη στην τέχνη- αλλά περιθώρια καινούριας προοπτικής. Υπάρχει μια καινούρια προοπτική στη ζωγραφική, οπότε για να κάνω εγώ αυτή τη στιγμή κάτι στη ζωγραφική, θα ψάξω να βρω τη νέα προοπτική των πραγμάτων. Γεννήθηκες στην Καβάλα το 1981. Μεγάλωσες κι έζησες εδώ… Έζησα στην Καβάλα μέχρι τα 17 μου. Αμέσως μετά πήγα στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσω Καλές Τέχνες. Τι ήταν αυτό που σε ώθησε να κάνεις τέχνη να πάρεις αυτή την απόφαση; Κατάγομαι από την «κλασική» σχολή των ζωγράφων. Ανέκαθεν θυμάμαι τον εαυτό μου να ζωγραφίζει. Η ζωγραφική ήταν το ερέθισμα. Δεν είμαι δηλαδή κάποιος ο οποίος στην πορεία έγινε καλλιτέχνης μέσω ενός καινούριου medium, π.χ. φωτογραφία ή βίντεο. Ήταν κάτι που ήρθε αυθόρμητα. Στην Πρώτη Γυμνασίου αποφάσισα να πάω σχέδιο και να μάθω ζωγραφική, να γίνω όμως ζωγράφος όχι ακόμα. Να μάθω απλά καλύτερα τους όρους της ζωγραφικής. Σε ηλικία 12 ετών πήγα στον Καβαλιώτη ζωγράφο Γιώργο Κουκμά και, καθώς άρχισα να μαθητεύω πιο εντατικά πάνω στη ζωγραφική και το σχέδιο, μου πέρασε από το μυαλό, όταν πήγαινα λύκειο, ότι μπορεί να το ακολουθήσω αυτό ως προοπτική. Η οριστική απόφαση ήρθε στην Δευτέρα Λυκείου.
Εκεί είπα ότι «θέλω να το σπουδάσω αυτό το πράγμα, θέλω να γίνω εικαστικός». Ήταν η στιγμή που έκανα τις πρώτες μου δουλειές προς τα έξω. Ήταν ένας διαγωνισμός σχεδίου που γινόταν τότε στο Πολυκλαδικό και η δεύτερη στιγμή ήταν όταν ο Γιώργος Κουκμάς με έστειλε στην ταβέρνα «Μιχαλάκης» να του φτιάξω τα σχέδια στους τοίχους, να τα ρετουσάρω! Δεν ήταν όμως αυτό το θέμα. Ήταν μια πολύ σκληρή περίοδος φροντιστηρίων και άγχους, σε μία δέσμη πολύ δύσκολη. Πάνω σ’ αυτό το χάος των πληροφοριών που δεν μ’ ενδιέφεραν, τα μικρο-project που έκανα ήταν μια μικρή όαση. Όλη αυτή η ευφορία που μου προκαλούσαν με έπεισε πως δεν μπορεί να υπάρχει κάτι άλλο που να με ευχαριστεί. Οπότε πήγα στους γονείς μου και τους ανακοίνωσα πως αυτό είναι τελικά που μ’ ενδιαφέρει. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Για καλή μου τύχη είδαν την απόφαση μου αυτή πολύ θετικά και μου έδωσαν το πράσινο φως να συνεχίσω. Υπήρξε κάποιο συγκεκριμένο ερέθισμα που σε επηρέασε στο να πάρεις την απόφασή σου αυτή; Κάποιος πίνακας, κάποιος ζωγράφος; Είμαι πολύ συγκεκριμένος πάνω σ’ αυτό, χωρίς να θέλω να το παίξω «ψώνιο», απλά δεν είχα ποτέ είδωλα. Ξεκίνησα από τον χώρο των κόμιξ. Όταν είσαι μικρός δε σκέφτεσαι ζωγραφική. Οπότε οι επιρροές μου αρχικά ήταν αυτές. Ζωγράφιζα διάσημα κόμιξ που έβλεπα, ζωγράφιζα δικές μου διασκευές, έκανα δικά μου κόμιξ από ένα σημείο και μετά κι άρχισα να «μαθαίνω» ελεύθερο σχέδιο, χωρίς όμως να παρακολουθώ μαθήματα ζωγραφικής. Ζωγραφική παρακολούθησα όταν μπήκα στην Καλών Τεχνών και λίγο μετά απ’ όταν έφυγα από την Θεσσαλονίκη. Και λίγο-πολύ έτσι πιστεύω πως είναι. Δεν μπορείς από τόσο μικρός ν’ αντιλαμβάνεσαι την αξία μεγάλων ζωγράφων. Άλλωστε κάτι τέτοιο δεν γίνεται ακαδημαϊκά, αλλά ενστικτωδώς. Τουλάχιστον στην περίπτωσή μου έτσι πι-
31 στεύω πως έγινε. Ο χώρος της ζωγραφικής είναι μια ατελείωτη παιδική χαρά για τον καλλιτέχνη, πρέπει να πρώτα να την εξερευνήσει. Όταν πήγες στη Σχολή; Όταν πήγα στην Σχολή τα συναισθήματά μου ήταν λίγο αντιφατικά, γιατί ενώ κατάφερα να μπω με την πρώτη φορά -πράγμα δύσκολο τότε- από την άλλη έλεγα «πολύ κακό για το τίποτα». Θυμάμαι ότι απογοητεύτηκα πολύ από τις εγκαταστάσεις. Είχα την τύχη να συναντήσω το Γιάννη Φωκά, καθηγητή στη Σχολή, ο οποίος, παρ’ όλες τις δυσκολίες, μας βοήθησε πάρα πολύ, ήταν πάντα δίπλα στους φοιτητές. Ήταν ο πρώτος μου μεγάλος δάσκαλος. Διαμόρφωσε η Σχολή τις φιλοδοξίες σου; Ναι, πάρα πολύ. Και οι δύο σχολές. Από διαφορετική σκοπιά βέβαια η καθεμιά. (σ.σ.: με την δεύτερη σχολή να εννοεί αυτή του Λονδίνου). Η Θεσσαλονίκη μού έμαθε να κάνω τέχνη και το Λονδίνο μού έμαθε γιατί κάνω τέχνη. Και όχι από την άποψη του ότι το ένα ήταν πρακτικό και το άλλο θεωρεία, απλά στο Λονδίνο, και λόγω του ότι ήταν master κι όχι απλό πτυχίο, αρχίσαμε να φιλοσοφούμε λίγο περισσότερο τα πράγματα. Οπότε μπήκε ένα θεωρητικό υπόβαθρο σ’ αυτό που έκανες; Ναι, κάπως έτσι… Γιατί το να κάνεις ενστικτωδώς κάτι που μοιάζει με τέχνη, είναι κι αυτό πολύ απαιτητικό. Δεν είναι κάτι εύκολο… Είσαι από αυτούς που κάνουν ένα έργο ορμώμενος «θεωρητικά» ή το ξεκινάς ενστικτωδώς και το αναλύεις αργότερα κι ενδεχομένως το παραποιείς; Στη συγκεκριμένη φάση έχω ένα concept που μ’ ενδιαφέρει φιλοσοφικοκοινωνικά, το οποίο είναι η κινητήρια δύναμη για το πεδίο που μ’ ενδιαφέρει εικαστικά. Από εκεί και πέρα όμως τα έργα βγαίνουν συνήθως ενστικτωδώς. Παρ’ όλα αυτά το ασυνείδητο
παίζει μεγάλο ρόλο. Από τη στιγμή που απασχολείς το υποσυνείδητό σου με έναν συγκεκριμένο προβληματισμό, αρχίζουν κι ενστικτωδώς να βγαίνουν έργα επηρεασμένα από αυτό το πράγμα. Είναι όπως τα όνειρα. Αν κάτι σε επηρεάσει στην πραγματική ζωή, στο όνειρο θα δεις κάτι σχετικό με αυτό. Έτσι είναι και ο τρόπος που εργάζομαι. Θεωρείς ότι, αν κάνεις κάτι εκ των προτέρων, το οποίο είναι ή δεν είναι τέχνη, με ένα καλό θεωρητικό υπόβαθρο, μπορεί να δικαιολογήσει για σένα ως θεατή κάτι το οποίο δεν είναι τέχνη; Στην τέχνη όλα είναι χρήσιμα. Ακόμα και η «κακή» τέχνη, για να καταλάβουμε ποια είναι η «καλή». Από εκεί και πέρα κάποιος καλλιτέχνης μπορεί να δώσει βάση στο θεωρητικό υπόβαθρο ή να χρησιμοποιήσει κάποιον άλλον θεωρητικό σαν «ασπίδα» για το ίδιο του το έργο. Παρ’ όλα αυτά εγώ δεν είμαι αυτής της φιλοσοφίας. Εγώ προτιμώ να «μιλάει» το ίδιο το έργο, παρά κάποιος άλλος. Δεν είναι όμως κάτι το κατακριτέο. Σε όλα τα πράγματα υπάρχει μια εκδοχή. Όλα τα έργα έχουν να δώσουν κάτι, με τον δικό τους τρόπο. Λειτουργούν ως πυρήνες επηρεασμού για άλλους καλλιτέχνες, για άλλους θεατές. Θεωρείς ότι έχει δικαίωμα ο «καταναλωτής» της σύγχρονης τέχνης να συνάψει τα δικά του συμπεράσματα για το έργο; Εννοείται. Ούτως ή άλλως από τη στιγμή που εκτίθεται ένα έργο, γίνεται γι’ αυτό το σκοπό, να δημιουργήσει ένα τόπο συζήτησης, να θέσει κάποια ερωτήματα με τον τρόπο του και να αποτελέσει εφαλτήριο συζήτησης. Η σύγχρονη τέχνη τελικά είναι παρεξηγημένη και από το κοινό και από τους καλλιτέχνες. Δεν υπάρχει κάποιος που να μην την έχει παρεξηγήσει… Η σύγχρονη τέχνη, και πιο συγκεκριμένα η μεταμοντέρνα, είναι τέχνη που προσπαθεί να ξεφύγει από τα στερεότυπα, την εξέλι-
ξη, είναι αυτοαναφορική, θέτει φιλοσοφικά και υπαρξιακά ερωτήματα για τον εαυτό της και έχει έναν χαοτικό πειραματισμό. Αρκείται στο ότι υπάρχει. Εσύ πότε έβαλες τον εαυτό σου σ’ αυτό το πλαίσιο της σύγχρονης τέχνης, στο ότι σου αρέσει αυτή η ελευθερία της φόρμας και θέλεις να μην έχεις όρια. Για έναν εικαστικό, αν θέλει να κάνει «καριέρα», δεν μπορεί να βάλει τον εαυτό έξω από αυτό. Εγώ αντιλήφθηκα το πού βρίσκομαι και τι γίνεται στο Λονδίνο. Μέχρι πριν ήμουν ένας νέος καλλιτέχνης με κάποιες βασικές γνώσεις Ιστορίας της Τέχνης που προσπαθούσα να πω κάτι με την ζωγραφική, χωρίς να ξέρω ουσιαστικά τίποτα! Στη Θεσσαλονίκη, με αφορμή το «Πεδίο Δράσης Κόδρα» μας ζήτησαν να κάνουμε ένα installation και με αυτή την αφορμή, μου βγήκε αυθόρμητα να κάνω τρισδιάστατη τη ζωγραφική μου. Εκεί ένιωσα για πρώτη φορά ότι έχω κάποια ελευθερία, ότι αρχίζω και «βγαίνω» από τα κλειστά όρια της ζωγραφικής. Παρ’ όλα αυτά συνέχιζα να έχω στο μυαλό μου ότι έκανα ζωγραφική. Πόσο ρομαντική μπορεί να θεωρείται σήμερα η φιλοδοξία κάποιου να γίνει ζωγράφος; Είναι τόσο πρωτοποριακή όσο ήταν 2.000 χρόνια πριν! Ή μπορεί να μην είναι καν πρωτοποριακή, αλλά να είναι μια απλή δήλωση. Μπορεί ν’ αλλάζουν κάποια στιγμή οι κανόνες, στον τρόπο που λειτουργεί ο εικαστικός, αλλά η βάση κατά βάθος είναι ίδια, του πώς αισθάνεται κάποιος την ανάγκη να κάνει τέχνη. Μεγάλο μέρος της παραγόμενης σύγχρονης τέχνης είναι άρρηκτα δεμένο με τους επιμελητές ή curators όπως είναι γνωστοί… Είναι καινούρια πρόσωπα στην τέχνη οι curators, σχετικά ας πούμε… Αρχίζουν να παίρνουν δηλαδή διασημότητα στη σημερινή εποχή, πολλές φορές ισάξια των καλλιτεχνών. Κατά πόσο αυτό νομίζεις ότι σε δεσμεύει; Δεν υπάρχει συγκεκριμένη στρατηγική σ’ αυτό. Προσωπικά, στις περισσότερες εκθέσεις όπου έχω λάβει μέρος δεν υπήρχε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Απευθύνεται η σύγχρονη τέχνη στον κόσμο σε σύγκριση με 100 χρόνια πριν, ας πούμε; Η αλήθεια είναι πως δεν έζησα πριν από 100 χρόνια για να πω ακριβώς! Μπορώ να σου πω ότι η τέχνη σήμερα είναι δύσκολο να γίνει επαναστατική, γιατί δεν ακολουθεί κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση… Όταν δηλαδή η τέχνη παλαιότερα ακολουθούσε ένα συγκεκριμένο ρεύμα, όπου π.χ., από τον Ρομαντισμό πηγαίναμε στον Συμβολισμό ή μετά στο Ρεαλισμό, υπήρχε συγκεκριμένη «κόντρα» μετα-
32
ξύ τους. Είναι πιο εύκολο να επαναστατήσεις εναντίων ενός συγκεκριμένου ρεύματος και να δημιουργήσεις έτσι μια συγκεκριμένη τάση. Αυτό ήταν τότε… Το ίδιο πράγμα συνέχισε και με το Μοντερνισμό. Η διαφορά στον Μεταμοντερνισμό, ή τη Σύγχρονη Τέχνη αν θέλεις, είναι ότι πλέον αυτό παύει να ισχύει και αρχίζουν να υπάρχουν διάφορες ομάδες σαν φυλές. Είναι μία μάχη, ας πούμε, πολλών πραγμάτων. Ο καθένας προσπαθεί να πει κάτι δικό του, ξεχωριστό. Υπάρχουν εκατοντάδες πράγματα που «παίζουν» ταυτόχρονα, σε μεταξύ τους συνδυασμούς, κάτι σαν ένα παγκόσμιο κολάζ το οποίο, επειδή ακριβώς είναι τόσο χαοτικό, είναι δύσκολο να εξάγει και κάποιο συμπέρασμα. Μήπως τελικά αυτή η ανάγκη της γενικότερης θεώρησης και γενικότερης γνώσης που πρέπει να έχει κάποιος για να καταλάβει τη σύγχρονη τέχνη, την κάνει και απρόσιτη στο κοινό; Υπάρχει σίγουρα ένα overdose πληροφορίας. Ξεκινάμε από εκεί. Σκέψου την πληροφορία που δέχεται ο σύγχρονος άνθρωπος. Είναι άπειρη. Κι όχι μόνο από την τέχνη, αλλά από όλους τους τομείς. Βάλε σε όλο αυτό και την πληροφορία που έχουμε πλέον και για την τέχνη. Είναι σχεδόν αδύνατο να φτάσει να την κατανοήσει αν δεν εξειδικευτεί πάνω σ’ αυτό. Το πώς μπορεί η τέχνη να περάσει αυτό το εμπόδιο, δεν το ξέρω. Αν το ήξερα θα ήμουν πιο διάσημος καλλιτέχνης αυτή τη στιγμή! Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να διερωτόμαστε συνεχώς, να ψάχνουμε και να αναθεωρούμε τον ρόλο της τέχνης. Γιατί κάνουμε τέχνη; Υπάρχει και η άποψη του ότι η τέχνη έχει πεθάνει
ήδη. Εγώ βέβαια δεν τη συμμερίζομαι. Πιστεύω ότι η τέχνη θα υπάρχει για πάντα. Απλά μπορούμε να στρέψουμε την ερώτηση στην κατεύθυνση του γιατί να την κάνουμε. Πώς φαντάζεσαι τον ιδανικός αποδέκτη της τέχνης σου, την ιδανική σχέση έργου-θεατή; Αυτή τη σχέση την αντιλαμβάνομαι με τρόπο διπολικό. Από τη μία υπάρχει κάποιο ερώτημα, κάποιο ερέθισμα που πρέπει να θέσω στο θεατή και από την άλλη υπάρχει η αισθητική. Πάντα με ενδιαφέρει το θέμα ης αισθητικής. Γιατί υπάρχουν και πολλοί καλλιτέχνες που δεν τους ενδιαφέρει καθόλου το θέμα της ομορφιάς. Θεωρούν ότι η αισθητική είναι κάτι που ακολουθεί το concept, σαν αναγκαίο κακό που έρχεται έτσι κι αλλιώς. Εγώ δεν είμαι αυτής της άποψης. Υπάρχουν κάποια στερεότυπα, μια σημειολογία. Από εκεί και πέρα είναι και το θέμα των ερεθισμάτων που προείπα. Το ιδανικό σενάριο για ‘μένα είναι να μπορώ, μέσω των έργων μου, να μεταδώσω στο κοινό κάποιο ερέθισμα, από τον πιο απαίδευτο μέχρι αυτόν που γνωρίζει πολλά από σύγχρονη τέχνη. Θεωρείς ότι μπορεί κάποιος να πειραματιστεί εάν δε γνωρίζει τα βασικά; Είναι σχεδόν αδύνατο! Για ν’ ακολουθήσεις την τέχνη, υπήρχε ανέκαθεν η ακαδημία, μια βασική εκπαίδευση, την οποία έχουν δεχθεί όλοι οι διάσημοι ζωγράφοι. Υπάρχει η λογική του να ακλουθείς αυτά που σου μαθαίνει η σχολή και κατόπιν να τα απορρίπτεις, αλλά ο κανόνας δε λέει ότι οι καλλιτέχνες απέρριπταν το να πάνε στην Καλών Τεχνών. Παλιά ήτανε η συντεχνίες,
33
πιο παλιά οι δάσκαλοι και οι μαθητευόμενοι, τώρα είναι η Καλών Τεχνών και οι ακαδημίες κι αυτό συνεχίζεται… Στη μεταμοντέρνα τέχνη δεν υπάρχουν όρια. Δε σου «απαγορεύει» κανείς πλέον να δηλώνεις καλλιτέχνης και να δημιουργείς. Και δε μιλάω τόσο για την τεχνική, όσο για την επίγνωση του τί υπάρχει γύρω σου και τί υπήρχε πριν από ‘σένα. Στη σύγχρονη τέχνη μπορεί να παρατηρείται ένας χαοτικός πειραματισμός, αλλά παράλληλα βρίσκεται σε εξέλιξη και ένας παγκόσμιο διάλογος. Αν υπάρχει ένα θέμα, υπάρχουν και οι ανάλογες απαντήσεις από τους καλλιτέχνες. Όταν δεν παρακολουθείς καθόλου αυτή τη «συζήτηση», είναι πάρα πολύ δύσκολο να επικοινωνήσεις. Γι’ αυτό βλέπεις σε εκθέσεις να εκτίθενται έργα σύγχρονα δίπλα σε έργα του παρελθόντος, για να ανοίξει αυτός ο «διάλογος με το χρό-
νο» μέσα από συνεχείς αναφορές. Υπάρχει χώρος για την σύγχρονη τέχνη στην Ελλάδα; Εννοείται πως υπάρχει. Και δεν μπορώ να πιστέψω πως υπάρχει μέρος που δεν έχει χώρο για την σύγχρονη τέχνη, εφόσον υπάρχουν άνθρωποι. Στην Ελλάδα, αν θέλουμε να μιλήσουμε λίγο πιο ρεαλιστικά, υπάρχουν δυσκολίες για την σύγχρονη τέχνη, αλλά πιστεύω ότι ξεπερνιούνται σιγά–σιγά. Οι δυσκολίες έχουν να κάνουν με το οικονομικό, την παιδεία-επικοινωνία και την ιστορία. Το πρώτο είναι πλέον πεντακάθαρο, το δεύτερο παρουσιάζει σημαντική βελτίωση κυρίως μέσω του internet και την ευκολία του να ταξιδέψει πλέον κάποιος σε άλλες χώρες. Όσο για το τρίτο, παραμένει αναλλοίωτο στο χρόνο καθώς στην Ελλάδα θεωρούμε ως υπέρτατη τέχνη την αρχαία τέχνη και δυσκολευόμαστε να εκτιμήσουμε κάτι το οποίο είναι σύγχρονο. Έχεις την ανάγκη να βρεις μια φόρμα που να σε εκφράζει αλλά και να σε κάνει άμεσα αναγνωρίσιμο από τον κόσμο; Είναι λίγο επίφοβο να το κάνεις αυτό από πολύ μικρή ηλικία. Ακυρώνεις διάφορες προοπτικές που θα μπορούσε να πάρει η δουλειά σου. Είναι τόσο αχανές το Luna park της τέχνης, όπου μόνο για να το εξερευνήσεις χρειάζεσαι μια δεκαετία. Οπότε αν εσύ σ’ αυτή τη δεκαετία κάνεις κάτι πολύ συγκεκριμένο, υπάρχει περίπτωση να πέσεις σε κάτι που μετά από δέκα χρόνια θα καταλάβεις ότι ήταν ανούσιο για ‘σένα, ή ότι δεν πρόσφερε όσα θα μπορούσε να σου προσφέρει. Αυτό είναι η προσωπική μου άποψη, χωρίς να είναι γενικός κανόνας. Έχεις ανάγκη να βάζεις όρια στον εαυτό σου; Ναι. Πιστεύω ότι τα όρια βοηθάνε στη δημιουργικότητα. Και πολλές φορές έχω θέσει στον εαυτό μου πάρα πολύ στενά όρια, για να βρω τα όρια της δημιουργικότητας. Είμαι υπέρ αυτής της ιδέας που λέει ότι όσο πιο πολλά όρια έχεις, τόσο πιο δημιουργικός γίνεσαι. Γιατί γύρισες στην Ελλάδα; Γύρισα γιατί έχω μια τάση να πηγαίνω εκεί όπου με οδηγεί η… ενέργεια! Στα δύο χρόνια που σπούδασα ήταν τέλεια, στον τρίτο χρόνο ήθελα να ζήσω το Λονδίνο όχι ως φοιτητής αλλά σαν πολίτης. Στο διάστημα αυτό είχα την τύχη να γνωρίσω έναν πολύ μεγάλο έλληνα καλλιτέχνη, διεθνώς διάσημο, τον
Μίλτο Μανέτα. Είχαμε πολλές κοινές συνισταμένες στον τρόπο αντίληψης της τέχνης. Τον αισθάνομαι μέντορά μου. Πήγαινα συχνά στο atelier του, μιλούσαμε για τέχνη, τον βοηθούσα στη ζωγραφική του και ήταν μια λογική συνέχεια για μένα μετά το πανεπιστήμιο. Δίπλα στον Μίλτο βρήκα αυτό το συστατικό του ρομαντισμού στην τέχνη που τόσο είχα χάσει στο Λονδίνο και τον όρο του μεγάλου δάσκαλου, αν θέλεις. Στο διάστημα αυτό με είχε προσεγγίσει μια gallerie στην Ιταλία, όπου έκανα και την έκθεσή μου τον Σεπτέμβρη, κι έφτασα έτσι σ’ ένα δίλλημα. Ποιος είναι τελικά ο λόγος που κάθομαι στο Λονδίνο; Οι εκθέσεις και τα ερεθίσματα που υπάρχουν; Μ’ ενδιέφεραν σαφώς όλα αυτά, αλλά στα τρία χρόνια που έμεινα εκεί, είχα πάρει τόσες πολλές πληροφορίες , που ένιωθα ότι πρέπει να μείνω εκεί άλλα δέκα χρόνια για να τις εμπεδώσω και να τις επεξεργαστώ, οπότε ένιωθα πως όσο κάθομαι, μου έκανε κακό παρά καλό, από την άποψη ότι είχα μια υπερπληροφόρηση που με ακινητοποιούσε. Χρειαζόμουν πλέον ένα ουδέτερο περιβάλλον που θα με βοηθούσε να οικειοποιηθώ τον όγκο αυτής της πληροφορίας κι αυτό το περιβάλλον το βρήκα στην Καβάλα. Φάνταζε στα μάτια μου σαν μια καλλιτεχνική έρημος, όπου θα μπορούσα να απομονωθώ και να στοχαστώ. Παρόλα αυτά πάντα κάνεις κύκλους και γνωρίζω πως η Καβάλα είναι μια σύντομη στάση μέχρι το καλοκαίρι ίσως. Γενικά με «κινεί» κάθε τι που θα μου δώσει καινούρια ερεθίσματα αλλά και το τι αναζητάω σε κάθε στιγμή. Πρακτικά αυτό πώς μεταφράζεται; Τί κάνεις στην Καβάλα; Έχω το προσωπικό μου studio και είμαι σ’ επαφή μ’ ένα δίκτυο ανθρώπων που έχω γνωρίσει μέχρι τώρα, από Ιταλία, Γερμανία, Αγγλία, Ελλάδα αλλά και Αμερική. Έχουμε έναν κοινό διάλογο και ψάχνω να βρω projects που μου κινούν το ενδιαφέρον. Άλλες μορφές τέχνης σε συγκινούν; Σχεδόν όλες. Δε νομίζω να υπάρχει κάτι που δε μ’ ενδιαφέρει. Δεν μπορείς ν’ απορρίπτεις κάτι δημιουργικό, είναι αλληλένδετα δοχεία. Τουλάχιστον αυτό συμβαίνει με ‘μένα. Μέσα σε κάτι δημιουργικό θ’ ανακαλύψω κάτι πολύ ενδιαφέρον. Γι’ αυτό κι έχω καταπιαστεί κατά καιρούς με πάρα πολλά διαφορετικά πράγματα έστω και στο επίπεδο του χόμπι.
Την Καβάλα τη βλέπω σαν μια ζούγκλα, ή μια έρημο, μέσα στην οποία καλούμαι να δημιουργήσω
34
Θεωρείς πως έχεις υποχρέωση να αιτιολογείς κάθε τι που σου αρέσει στην τέχνη; Όχι, καθόλου. Σε προσωπικό επίπεδο, μου αρκεί που μου αρέσει και δεν χρειάζεται να το αιτιολογήσω καθόλου. Όταν μιλάμε λίγο πιο ανοιχτά και κάνουμε έναν διάλογο της τέχνης, πολλές φορές υπάρχει η «υποχρέωση» να υποστηρίξεις γιατί σου αρέσει αυτό, αλλιώς θα υπήρχε μια αλαζονεία στον τρόπο που μας αρέσει κάτι. Το «μ’ αρέσει κι αυτό αρκεί» είναι κάτι τόσο προσωπικό που αναιρεί τον διάλογο με την αφοπλιστική ειλικρίνειά του. Θα μπορούσε να πει κάποιος πως «ναι, έχει αξία γιατί το λέει ο Γιώργος» και μετά να πούμε πως του Γιώργου του αρκεί μόνο να του αρέσει και δεν τον ενδιαφέρουν τα άλλα. Για τον υπόλοιπο, όμως, κόσμο είναι καθαρά μια βιογραφική πληροφορία για ‘μένα, δεν έχει κάποια άλλη αξία. Έτσι το βλέπω τουλάχιστον. Πώς βλέπεις την Καβάλα, ως κάτοικος αυτής της πόλης, ξανά, μετά από χρόνια; Την αντιλαμβάνομαι σαν μια τεράστια έρημο ή ζούγκλα, που προσπαθώ να την ανακαλύψω και να δημιουργήσω πράγματα μέσα σ’ αυτήν. Αυτούς τους μήνες που είσαι εδώ κι έχεις δημιουργήσει κάποια πράγματα, πιστεύεις ότι έχουν επηρεαστεί από τον περίγυρό σου; Πιστεύω πως ναι, ειδικά με τις πρόσφατες οικονομικές εξελίξεις της Ελλάδας που είναι μια πρώτης τάξης πηγή έμπνευσης και προβληματισμού.
9
35
Haunted Hollywood
concept fashion photography
36
apollon cinema | χρυσός χορηγός harem | γυναικεία ρούχα hondos center | καλλυντικά cristyle | κομμώσεις ενόραση | οπτικά εντελβάις | accessories nak | γυναικεία παπούτσια de facto | πιτσαρία-ιταλικό εστιατόριο
Haunted Hollywood Σ
Στη μνήμη της Peg Entwistle (1908-1932)
τις 18 Σεπτεμβρίου του 1932 η Peg Entwistle, ένα κορίτσι από την Ουαλία που μόλις είχε φτάσει στο Hollywood προς αναζήτηση καριέρας στον κινηματογράφο, ανέβηκε τη σκάλα των εργατών που οδηγούσε στο γράμμα “Η” της διάσημης ταμπέλας και πήδηξε στο κενό. Εκείνη τη νύχτα ήταν σε κατάθλιψη και είχε πιεί πολύ, μετά και τις αρνητικές κριτικές που είχε λάβει για μία δειγματική λήψη της ταινίας «Δεκατρείς Γυναίκες», την οποία είχε δει σαν ευκαιρία ζωής. Στο αποχαιρετιστήριο γράμμα της έγραφε: «Φοβάμαι, είμαι δειλή. Λυπάμαι για όλα. Εάν το είχα κάνει πολύ νωρίτερα, θα είχε αποφευχθεί πολύς πόνος.» ετά το θάνατό της υπήρξαν αλλεπάλληλες μαρτυρίες για μια γυναίκα που περιφέρεται μόνη γύρω από την ταμπέλα του Hollywood και το πάρκο Griffith. Οι μαρτυρίες περιγράφουν πάντα μια λυπημένη γυναίκα, ντυμένη με ρούχα της δεκαετίας του ‘30. Η τραγική ειρωνεία είναι πως ο θείος της, με τον οποίο ζούσε, παρέλαβε μετά το θάνατό της ένα γράμμα από τη θεατρική κοινότητα του Beverly Hills, στο οποίο της πρόσφεραν πρωταγωνιστικό ρόλο σε μία παραγωγή του θεάτρου του Hollywood. πως η μορφή αυτή, της Peg, έχει στοιχειώσει το Hollywood, με την ίδια λογική το ίδιο το Hollywood έχει στοιχειώσει το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου σήμερα. Όταν ο Γάλλος θεωρητικός Guy Ernest Debord (1931-1994) έγραφε για την «κοινωνία του θεάματος», ήταν πεπει-
Μ Ό
σμένος πως οι κοινωνικές επαφές μεταξύ των ανθρώπων του μοντέρνου κόσμου επιτυγχάνονται, πλέον, μέσω των εικόνων. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε: «το θέαμα δεν είναι ένα σύνολο εικόνων, αλλά μία κοινωνική σχέση μεταξύ ατόμων μεσολαβημένη από εικόνες». Επίκαιρος όσο ποτέ, δεν πρόλαβε να ζήσει στην εποχή του Facebook και του internet, την εποχή που ο καθένας έχει δικαίωμα στη δημοσιότητα, επεμβαίνοντας και αναπλάθοντας επιμελώς την ψηφιακή δημόσια εικόνα του. Στις 30 Νοεμβρίου του 1994, αποφάσισε κι αυτός να τερματίσει την ζωή του με έναν πυροβολισμό στην καρδιά, στοιχειώνοντας κι αυτός με τη σειρά του την εικόνα του θεάματος. ε μια ελληνική πραγματικότητα που τη στοιχειώνουν τα επαναλαμβανόμενα λάθη και η ηττοπάθεια του παρελθόντος, έρχονται να προστεθούν τα στοιχειωμένα όνειρα των νέων της που ψάχνουν απεγνωσμένα μέσα στα χαλάσματα των θεμελίων της χώρας να πιαστούν από ό,τι τους έχει απομείνει. Τον πληγωμένο εγωισμό τους και τη μεγάλη αίσθηση χιούμορ που διαθέτουν. Όπως η «Αλίκη» του Tim Burton επέστρεψε στη χώρα των θαυμάτων για να αντιμετωπίσει όλες εκείνες της φοβίες που στοίχειωναν τα παιδικά της χρόνια, έτσι καλείται να κάνει κάθε νέος σήμερα, προκειμένου να ατενίσει ξανά το μέλλον του με φαντασία και αισιοδοξία. Η ελπίδα στοιχειώνει τελευταία…
Σ
YORGO MANIS / 03.2010
Haunted Hollywood photography, direction | yorgo manis styling | niki koundouraki, ilias gaitatzis assistant photographer | angeliki koundouraki make-up | ilias gaitatzis, eliza christopoulou, yorgo manis hair styling | cristyle hair studio models | georgina (team), xrysa ptk., chrisa (topclass), julie, christina, viki, tony, christos, kosmas, nikos, sotiris
χρυσός χορηγός
χορηγοί
ευχαριστούμε την πιτσαρία-ιταλικό εστιατόριο
για την ευγενική χορηγία του φαγητού κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης
αποκλειστική διάθεση των know-how, artigli, sinequanone, exan, lisa lu και fracomina στο κατάστημα harem
43
{
ΝΙΚΑΡΑΓΟΥΑ
Ένα ελληνικό ferry από την Καβάλα στην Καραϊβική
s
κείμενο-φωτογραφίες: Δημήτρης Παρούσης www.godimitris.gr
Ένα ελληνικό φέρι-μπόουτ που έκανε για χρόνια το δρομολόγιο Καβάλα–Θάσος, σήμερα διασχίζει ως «ποταμόπλοιο» την απροσπέλαστη ζούγκλα της Νικαράγουας και μεταφέρει εμπορεύματα και επιβάτες σε δύο εξωτικά αλλά και απομονωμένα νησιά της Καραϊβικής. Ο «Άγιος Νικόλαος», μια «παντόφλα», όπως την αποκαλούν στη ναυτική ορολογία, ένα μικρό ferry boat, αγοράστηκε πριν 6 χρόνια από έναν Έλληνα επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στη Νικαράγουα, διέσχισε όλο τον Ατλαντικό ωκεανό και από την Καβάλα βρέθηκε στην Κεντρική Αμερική...
}
44
To «Άγιος Νικόλαος» έφτασε στη Νικαράγουα πριν από έξι χρόνια και σήμερα θεωρείται το καλύτερο πλοίο!
Το «Αγιος Νικόλαος» στο λιμάνι του Corn Island
Το «Αγιος Νικόλαος», έτοιμο να δεχθεί επιβάτες από το Bluefields
Το «Αγιος Νικόλαος» στο Bluefields
Μάνατζερ και τεχνικός σύμβουλος στο πλοίο τα δύο τελευταία χρόνια είναι ο Πάρις Μπραγέργος από την Αργαλαστή Βόλου
45
«Ή
ταν μια δύσκολη αποστολή», δήλωσε ο εφοπλιστής Κώστας Μαλεβίτης, ο ιδιοκτήτης του πλοίου. «Το να διασχίσεις ολόκληρο Ατλαντικό με αυτή την «παντόφλα» έχει τους κινδύνους του. Όμως όλα πήγαν καλά. Αφού κάναμε κάτι μετατροπές στο σκάφος και στη μηχανή ξεκινήσαμε για την Οδύσσεια. Σε 26 μέρες και αφού διασχίσαμε χιλιάδες μίλια και ξοδέψαμε 200 τόνους πετρελαίου, ο Συριανός καπετάνιος Ανάργυρος Βίδος, έφερε το πλοίο στη Νικαράγουα». Το «Αγιος Νικόλαος», σήμερα, μια φορά την εβδομάδα ξεκινά από το λιμάνι της Ράμα, τη μόνη προσπελάσιμη πόλη στην καρδιά της ζούγκλας της Νικαράγουας και, μέσω ενός μεγάλου ποταμού, συνδέει την ενδοχώρα με την πόλη Μπλούφιλντς, στις ακτές του Ατλαντικού. Από εκεί ξανοίγεται στην Καραϊβική θάλασσα με προορισμό τα νησιά Κορν. Το μεγάλο και το μικρό. Τους πλέον εξωτικούς προορισμούς στη Νικαράγουα. Το ταξίδι από τη Ράμα μέχρι το Λιτλ Κορν Αϊλαντ διαρκεί τρεις μέρες και άλλες τόσες η επιστροφή. «Το πιο δύσκολο κομμάτι είναι όταν διασχίζουμε το ποτάμι Ρίο Εσκοντίντο που περνά μέσα από την πυκνή τροπική ζούγκλα της Νικαράγουας. Στη διαδρομή υπάρχουν πολλά ναυάγια και σε ορισμένα σημεία το ποτάμι είναι ρηχό. Ένα λάθος μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα. Ήδη έχουμε επισκευάσει πολλές φορές την προπέλα. Στη θάλασσα της Καραϊβικής όλα κυλούν ήρεμα», αναφέρει ο Κώστας Μαλεβίτης. Το πλοίο όταν έφτασε πριν 6 χρόνια στη Νικαράγουα μετονομάστηκε σε «Ferry 1». Τα εγκαίνια έγιναν με κάθε επισημότητα από τον τότε πρόεδρο της χώρας. Σήμερα θεωρείται το καλύτερο πλοίο στη Νικαράγουα. «Δυστυχώς τα πρώτα χρόνια τα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε με βλάβες και αβαρίες ήταν πολλά. Ειδικά όταν «φουσκώνει» το ποτάμι και κατεβάζει μεγάλους κορμούς δέντρων. Επιπλέον στη χώρα δεν υπάρχει υποδομή για επιδιορθώσεις και αναγκαζόμαστε να καταφεύγουμε σε διάφορες πατέντες. Κάποια στιγμή νόμισα ότι μας τιμωρεί ο Άγιος Νικόλαος που βγάλαμε το όνομά του από το πλοίο. Έτσι, τα τελευταία δύο χρόνια, το Ferry ονομάζεται και πάλι «Άγιος Νικόλαος» και, αν θέλετε με πιστεύετε, τα προβλήματα περιορίστηκαν ξαφνικά στο ελάχιστο», δήλωσε ο ιδιοκτήτης του πλοίου. Μάνατζερ και τεχνικός σύμβουλος στο πλοίο τα δύο τελευταία χρόνια είναι ο Πάρις Μπραγέργος από την Αργαλαστή Βόλου. Η οικογένειά του ζει στην Κόστα Ρίκα. «Έχω πολλά χρόνια που δουλεύω στη θάλασσα. Τα δρομολόγια του «Άγιος Νικόλαος» είναι από τα πιο συναρπαστικά που έχω κάνει. Δεν είναι μόνο η πρόκληση να κουμαντάρεις το πλοίο στο ποτάμι. Είναι και τα μικρά νησάκια που αποτελούν εξωτικούς προορισμούς. Είναι σα να σαλπάρουμε κάθε βδομάδα για τον παράδεισο», ανέφερε ο Πάρις Μπραγέργος.
Το πλοίο ναυπηγήθηκε το 1966 στην Ελλάδα. Ο «Αγιος Νικόλαος» έφτασε πριν 6 χρόνια στη Νικαράγουα
Ο εφοπλιστής και ιδιοκτήτης του «Αγιος Νικόλαος», Κώστας Μαλεβίτης, που δραστηριοποιείται στη Νικαράγουα
«Απαγορεύονται τα παπούτσια στα καθίσματα» γράφουν στα ελληνικά οι πινακίδες του «Αγιος Νικόλαος»
46
Το «Αγιος Νικόλαος» από την Καβάλα, βρέθηκε να εκτελεί δρομολόγια στις ακτές της Καραϊβικής, στη Νικαράγουα
Το «Αγιος Νικόλαος» καθώς πλησιάζει στην παραλία του Little Corn Island
Το «Αγιος Νικόλαος» κατά την… απόβασή του στο Little Corn Island
47
Ο
Δημήτρης Παρούσης που πραγματοποιεί το γύρο του κόσμου αναζητώντας «χαμένους» Ελληνες, βρέθηκε στη Νικαράγουα, όπου βρήκε και ταξίδεψε με το «Άγιος Νικόλαος». Πρώτος σταθμός είναι το Μπλούφιλντς, μια μικρή πόλη στις ακτές τις Καραϊβικής που πήρε το όνομά της από έναν ολλανδό πειρατή. Οι κάτοικοι είμαι μια μίξη από ιθαγενείς, μαύρους και Νικαραγουανούς. Σου μένει το λαχανί στη μνήμη, από το χρώμα στα ξύλινα σπίτια. Τα περισσότερα φθαρμένα από την υγρασία. Παραλίες δεν έχει και τα νερά είναι καφέ, καθώς στο σημείο αυτό χύνονται δύο ποτάμια. Τα γλυκά νερά μπερδεύονται με αυτά της Καραϊβικής. Ο «Άγιος Νικόλαος» είναι έτοιμος να αφήσει τα θολά νερά και να χαράξει πορεία για τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας. Επόμενο λιμάνι είναι το Κορν Άιλαντ (νησί του καλαμποκιού). Γεμάτο με λευκές παραλίες, τιρκουάζ νερά, χωρίς μεγάλα κύματα, τροπικά δέντρα και ξύλινα σπίτια ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση. Οι άνθρωποι, μια Βαβέλ. Άλλοι μαύροι, άλλοι Μισκίτος (δηλαδή η φυλή των ιθαγενών της περιοχής), άλλοι με τα χαρακτηριστικά των Νικαραγουανών. Μιλούν ισπανικά, αγγλικά και κρεόλ (τη γλώσσα του Μπομπ Μάρλεϊ). Τα φαγητά τους επίσης μια μίξη από τορτίγιας, φασόλια και άφθονα θαλασσινά. Τρεις ώρες βορειότερα είναι το Λιτλ Κορν Αιλαντ όπου
δεν υπάρχει λιμάνι. Το «Άγιος Νικόλαος» προσεγγίζει την κεντρική παραλία και ως… αποβατικό φτάνει μέχρι την άμμο της παραλίας και ανοίγει την κεντρική του πόρτα. Στο νησί δεν υπάρχει κανένα μηχανοκίνητο μέσο, ούτε δρόμοι. Όλα το φορτίο το κουβαλούν οι ελάχιστοι κάτοικοι με τα χέρια ή με καρότσια. Τα σπίτια, ελάχιστα και σε μία ώρα μπορεί κανείς να διασχίσει όλο το νησί με τα πόδια. «Όταν πλησιάζουμε στο Λιτλ Κορν Άιλαντ, η θάλασσα μοιάζει πολύ με τα χρώματα του Αιγαίου. Αλλά οι ελληνικές θάλασσες δεν μπορούν να συγκριθούν σε ομορφιά», παρατηρεί ο Πάρις Μπραγέργος. Το πλοίο ναυπηγήθηκε το 1966. Στο σαλόνι του «Άγιος Νικόλαος» μια πινακίδα αναφέρει: «Ναυπηγική Ελλάς Γρηγ. Ψαρομμάτης». Πολλές από τις πινακίδες είναι ακόμη στα Ελληνικά: «Μην καπνίζετε», «Απαγορεύεται η είσοδος», «Σωστικοί λέμβοι», «Μην πατάτε στα καθίσματα». Οι ντόπιοι δεν μπορούν να τα διαβάσουν και λογικά καπνίζουν και πατούν στα καθίσματα! ήμερα ο Κώστας Μαλεβίτης, που είναι ένας από τους τρεις Έλληνες που ζουν στη Νικαράγουα, προβληματίζεται με την ανοδική τάση της τιμής του πετρελαίου. «Ήρθαμε να επενδύσουμε στον τουρισμό της Νικαράγουας που βρίσκεται ακόμη στα πρώτα του βήματα. Εκτός από τουρίστες εξυπηρετούμε και πολλούς ντόπιους και είναι δύσκολο να ανεβάσουμε τα ναύλα παρά το αβάσταχτο πια κόστος των καυσίμων».
Σ
1
Ο Δημήτρης Παρούσης εδώ και 1.453 ημέρες πραγματοποιεί το γύρο του κόσμου, με στόχο να εντοπίσει «χαμένους» Ελληνες. Περισσότερα από την περιπλάνησή του μπορείτε να βρείτε στο www.godimitris.gr. Εκεί θα βρείτε και σχετικό βίντεο από την σημερινή ιστορία...
48
ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΠΟΥ ΣΗΜΑΔΕΨΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Από το Νίκο Γκροσδάνη
60’s
49 Νάτος πάλι! Ο φοβερός και αγέραστος ροκάς, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ρίχνει την ιδέα για μια γιορτή όπου όλα θα αναφέρονται στη δεκαετία του ’60. Εξάλλου, χρόνια πριν, με εκείνο το υπέροχο τραγούδι του «Εμείς του ’60 οι εκδρομείς» είχε τοποθετηθεί πάνω στο θέμα. Ο Διονύσης ήταν ένας από αυτούς που έγραψαν τη δική τους ιστορία κατά τη συγκεκριμένη δεκαετία στην οποία ποτέ δεν πάψαμε να αναφερόμαστε όλοι μας. Τώρα πια είμαστε απόλυτα βέβαιοι πως ό,τι και αν έγινε τότε σ’ όλους τους τομείς, εξακολουθεί να μας ενδιαφέρει, να το θυμόμαστε, κάτι που δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί για τις δεκαετίες που ακολούθησαν.
Η ιδέα για τη μεγάλη «γιορτή του ’60» πρωτοεμφανίζεται στον Τύπο στις αρχές του περασμένου Δεκέμβρη και ήταν βέβαια ο Σαββόπουλος εκείνος που ανακοίνωνε το σχέδιο της γιορτής με νεανικό ενθουσιασμό. Ενδιαφέρθηκαν αρκετοί φορείς και ολοένα απλώνονταν το σχέδιο μέχρι που αγκάλιασε ολόκληρη την Αθήνα (ξεκινώντας τον Δεκέμβρη για να κλείσει στο τέλος του Γενάρη). Δέκα συναυλίες του Διονύση Σαββόπουλου, δύο εκθέσεις στο μουσείο Μπενάκη με θέμα «Εμείς του ’60 οι εκδρομείς», παιδικές παραστάσεις, διάφορα happenings, εννέα ομιλίες στην Παλιά Βουλή, μια μεγάλη έκθεση με περιοδικά και εφημερίδες της εποχής και ακόμα προβολές 23 ταινιών που σφράγισαν την δεκαετία του ’60. Και άλλα πολλά, διάφορα, απλωμένα όλα βέβαια μόνο στην Αθήνα. Λες και
η δεκαετία αυτή αφορά μόνον στους Αθηναίους… Τι να πούμε, ας φρόντιζαν και οι άλλοι, πράγμα που δεν βλέπω να γίνεται. Ανήκω κι εγώ σε αυτούς τους «εκδρομείς του ‘60». Νομίζω πως εκείνο που καθιστά τη δεκαετία αυτή αξεπέραστη είναι τα όσα συνέβησαν στο χώρο της Τέχνης. Βιβλία, ταινίες, θεατρικές παραστάσεις, μουσικά έργα, ποιήματα, τραγούδια… Και βέβαια πολιτικά γεγονότα που σφράγισαν την Ελλάδα και όχι μόνο. Και ήμασταν παιδιά, έφηβοι, γεμάτοι ορμή και όνειρα για έναν κόσμο καλύτερο. Κάποια στιγμή πιστέψαμε πως στο χέρι μας ήταν να τον κάνουμε καλύτερο. Όνειρα που στην πορεία διαψεύστηκαν. Όλα. Μόνο που τότε δε γνωρίζαμε… Με το ξεκίνημα της δεκαετίας του ‘60 η Ελλάδα προσπαθεί να μαζέψει
τα κομμάτια της με τα πολιτικά μίση κρατούν καλά μια και το «Κράτος της Δεξιάς» που ουσιαστικά διευθύνει το «παλάτι» δεν αφήνει περιθώρια αλλαγής. Στο χωριό μου τότε φτάνει μόνο ο απόηχος αυτών των καταστάσεων, αλλά δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ποιος κάνει κουμάντο. Σαν παιδί δεν ήταν εύκολο να κατανοήσω συμπεριφορές και γεγονότα που συνέβαιναν. Ωστόσο το βλέμμα μου ήταν στραμμένο προς όλες τις κατευθύνσεις προσπαθώντας να μάθω όσο γίνεται περισσότερα. Τρία παράθυρα είχα μονίμως ανοιχτά για να μπορώ να επικοινωνώ με τον έξω κόσμο, αυτόν που ήταν πολύ μακριά από τον μικρόκοσμο του χωριού μου: το ραδιόφωνο, το σινεμά και τα έντυπα, ό,τι περιοδικό, εφημερίδα κατάφερνα να μαζέψω από εδώ και από εκεί ή, στην καλύτε-
50 ρη περίπτωση, να δανειστώ ένα βιβλίο. Το σπιτικό μας, λόγω φτώχειας, δε διέθετε ηλεκτρικό, ενώ για να ακούσω ραδιόφωνο πήγαινα στα λιγοστά σπίτια της γειτονιάς που διέθεταν αυτή την «πολυτέλεια». Με τον καιρό είχα επιλέξει κάποιες εκπομπές, γνωρίζοντας καλά την ώρα και ημέρα μετάδοσής τους. Έτσι, μέσα από το μαγικό κουτί, άκουγα και μάθαινα όλα τα καλλιτεχνικά νέα που συνέβαιναν, κυρίως στην Αθήνα βέβαια. Κι όλα είχαν άμεση σχέση με τα δρώμενα πάνω στο σώμα της Ελλάδας. ο ραδιόφωνο εκείνης της εποχής λειτουργούσε σαν ένα σχολείο για μένα. Ό,τι οι δάσκαλοι δε μου μάθαιναν το εισέπραττα από τα ερτζιανά. Ακούγοντας θέατρο έμαθα τα ονόματα μεγάλων και σπουδαίων συγγραφέων, από το «Βιβλίο στο μικρόφωνο» άκουγα σε συνέχειες (όταν αυτό ήταν μπορετό) σελίδες ολόκληρες από υπέροχα βιβλία που διάβαζαν ηθοποιοί με σπουδαία άρθρωση. Απ’ την εκπομπή της Τόνιας Καραλή έμαθα να ακούω και να ξεχωρίζω την καλή ελληνική μουσική και την ποίηση που περιείχαν τα τραγούδια που μετέδιδε ενώ παράλληλα άκουγα τις φωνές των διάφορων συνθετών που καλούσε στο στούντιο για να μιλήσουν και να τοποθετηθούν πάνω στο έργο τους. Και από την άλλη, η θαυμάσια εκπομπή του Αχιλλέα Μαμάκη με αναφορές στα καλλιτεχνικά θέματα, κυρίως σε παραστάσεις που ανέβαιναν σε Αθηναϊκές σκηνές και που, βεβαίως, δε θα μπορούσα ποτέ να παρακολουθήσω! Μεγαλώνοντας σε ένα σπίτι που ανήκε στους πολιτικά «ηττημένους» εκείνης της εποχής, δεν ήταν λίγα τα προβλήματα που αντιμετωπίζαμε. Εκείνα τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60 ήταν σκληρά, πολύ σκληρά, μόνο που σαν παιδί δεν καταλάβαινα και πολύ καλά γιατί γίνονταν όλα αυτά και ίσως γι’ αυτό ζητούσα τη βοήθεια της όποιας μαγείας που μου πρόσφεραν τα όποια ενδιαφέροντα συνεχώς ανακάλυπτα μέσα από τους δρόμους της Τέχνης. Το διάβασμα ήταν ένα άλλο παράθυρο που με έβγαζε σε έναν άλλο κόσμο. Εκείνα τα υπέροχα «Κλασσικά Εικονογραφημένα» που κάποια γειτονόπουλα, συμμαθητές μου, διέθεταν ήταν για εμένα άλλη μια στιγμή ευτυχίας όταν μου τα δάνειζαν για να τα διαβάσω. Εκείνες οι χρωματιστές εικόνες τους με τρέλαιναν. Τι για την επανάσταση του ’21, τι για το Βυζάντιο, τι για την αρχαία Ελλάδα, για κλασσικούς ήρωες μιλούσαν, ονειρεμένες καταστάσεις… Και από κοντά εκείνα τα μικρά βιβλιαράκια με τις περιπέτειες του «Ταρζάν-Γκαούρ» για να φτάσω λίγο μετά στην πλήρη απογείωση με το «Μικρό Ήρωα», το Γιώργο Θαλασση, την Κατερίνα και τον Σπίθα που πολλές φορές διαβάζοντας ξανά και ξανά τα κατορθώματα τους ζητούσα να γίνω μέλος της παρέας τους. Θεέ μου, τι ευτυχία! Το τρίτο «παράθυρο» που μου άφησε εκείνη η εποχή του ’60 ήταν ο κινηματογράφος. Εδώ και αν γινόταν θαύματα. Εμείς, «του ’60 οι εκδρομείς», μεγαλώσαμε κυριολεκτικά μέσα σε σκοτεινές αίθουσες με μεγάλες λευκές οθόνες και μοιραζόμασταν όλα όσα εισπράτταμε σα θεατές μέσα σε αυτές τις αίθουσες. Τα χρόνια του ’60 αυτό αφορούσε σε όλη την επικράτεια, μιας και το σινεμά ήταν η πιο φτηνή, «πλούσια» διασκέδαση για όλο τον κόσμο. Εξ άλλου όλοι,
Τ
51 μα όλοι, ζητούσαν να ξεχάσουν τα προβλήματα τους έστω για δυο ώρες, κάτι που πρόσφερε γενναιόδωρα το λευκό πανί. Ουρές έξω από το σινεμά -και κυρίως τις Κυριακέςγια ένα εισιτήριο. Στο Πράβι, τα πρώτα χρόνια του ’60, είχαμε έναν και μοναδικό κινηματογράφο, τον «Ορφέα», όπου εκεί προβάλλονταν τα θαύματα. Σε ένα παιδί του σήμερα της τηλεόρασης, του internet πώς μπορείς να περιγράψεις αυτό που εμείς τότε εισπράτταμε; Πώς μπορείς να αναφερθείς στα είδωλα που λατρεύαμε και που, όταν προβάλλονταν οι ταινίες τους, χαλούσε το σύμπαν; Άλλος κόσμος, θαρρείς, εκείνος της δεκαετίας του ’60 και άλλος κόσμος αυτής της δεκαετίας του 2010… Ο κινηματογράφος δεν ήταν μόνο εικόνα. Διέθετε και μουσική, μια μουσική που αμέσως μετά την προβολή της ταινίας γινόταν κτήμα όλου του κόσμου μια που συνοδεύονταν και από τραγούδια. Η Μελίνα με την ταινία του Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή» τον πρώτο κιόλας χρόνο του ’60 απλώνεται σε όλον τον κόσμο έχοντας στις αποσκευές της τη θεϊκή μουσική του Μάνου Χατζιδάκι για να ξαναθυμίσει στους ξένους πως υπάρχει ακόμα αυτή η μικρή χώρα με το όνομα Ελλάδα που διαθέτει έναν Παρθενώνα, μιαν Ακρόπολη και άλλα αρχαία πολιτιστικά μνημεία που αξίζει ο κόπος να την επισκεφτούνν ανοίγοντας έτσι το κεφάλαιο «Τουρισμός» που αποφέρει μέχρι και σήμερα μεγάλα έσοδα. Κάτι ανάλογο θα κάνει και ο Μιχάλης Κακογιάννης με την ταινία του «Αλέξης Ζορμπάς», απ’ το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη. Οι δύο αυτές ταινίες σφράγισαν την δεκαετία του ’60 και άνοιξαν τις πόρτες του Τουρισμού για τη χώρα μας. Το αντίπαλο δέος του Χατζιδάκι ήταν, φυσικά, ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο Μίκης εδραιώθηκε στη συνείδηση του κόσμου τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60. Εκτός τους Κύκλους Τραγουδιών που κυκλοφορούσαν ένας μετά τον άλλον γνωρίζοντας στον κόσμο για πρώτη φορά τη μεγάλη Ελληνική ποίηση ανοίγει έναν ακόμα δρόμο για να φτάσει η μουσική στον λαό: τις «λαϊκές συναυλίες» ξεκινώντας πρώτα απ’ την Αθήνα και τα προάστιά της για να απλωθεί μετά και σε άλλες πόλεις της χώρας όπου ακόμα «τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Και δεν ήταν μόνο η μουσική του, ήταν και οι αριστερές πολιτικές του θέσεις που σίγουρα επηρέαζαν πολύ κόσμο… για να φτάσει στο ζενίθ όλη αυτή η ιστορία ιδρύοντας την λέσχη των Λαμπράκηδων μετά το φοβερό εκείνο έγκλημα του’63 στην Θεσσαλονίκη όπου έμελλε να σφραγίσει κυριολεκτικά τη δεκαετία του ’60, να βγει στην επιφάνεια όλη η δυσωδία του παρακράτους που δημιούργησε η αυλή και το Κράτος της Δεξιάς. αι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, το ελληνικό θέατρο γνωρίζει με τη σειρά του ημέρες δόξας με παραστάσεις που ακόμα και σήμερα γίνεται αναφορά σε αυτές και εκείνο που τις έκανε αθάνατες είναι τα εξαίσια τραγούδια που γράφτηκαν με αυτά τα έργα. Βέβαια μέσα στη δεκαετία του ’60 «ανέβηκαν» εκατοντάδες παραστάσεις που οι περισσότερες από αυτές έχουν ξεχαστεί, έστω κι αν στην εποχή τους δημιουργούσαν πολύ θόρυβο. Κάποιες όμως παραστάσεις έμειναν στην ιστορία όπως οι «Όρνιθες» του Αριστοφάνη που ανέβασε ο Κουν. Μυθική παράσταση που τα τραγούδια και οι μουσικές του Μάνου Χατζιδάκι την πέρασαν στην αιωνιότητα. Όπως και την «Οδό Ονείρων», το «Καίσαρ και Κλεοπάτρα», το περίφημο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», καθώς και τον «Καπετάν Μιχάλη». Από την άλλη, η «Όμορφη πόλη», «Το τραγούδι του Νεκρού αδερφού», η «Γειτονιά των αγγέλων», όλα με
τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη… και από κοντά ο Σταύρος Ξαρχάκος με τα «Κόκκινα φανάρια» που ξεκίνησαν από το θέατρο για να απογειωθούν στο σινεμά. Και ο κινηματογράφος στη δεκαετία του ’60 περνά την πιο καλή του εποχή. Ταινίες σπουδαίων σκηνοθετών σφράγισαν αυτή τη δεκαετία: ο Φελίνι στις καλύτερες στιγμές του, ο Αντονιόνι και ο Βισκόντι, το κίνημα της Nouvelle Vague από τους Γάλλους σκηνοθέτες, η σειρά ταινιών με το James Bond, οι υπερπαραγωγές από το Χόλυγουντ με θέματα απ’ τη Βίβλο, την αρχαία ελληνική ιστορία και ακόμα κάποια κλασσικά πια γουέστερν και μιούζικαλ. Η Τσινετσιτά να βομβαρδίζει την οθόνη με απίθανα κατασκευάσματα, ψευτο-ιστορικά που γυρίζονται την ίδια εποχή κατά εκατοντάδες, για να πάρει τη σκυτάλη ο Σέρτζιο Λεόνε και να γυρίσει το πρώτο «σπαγγέτι» γουέστερν που θα μείνει χαραγμένο στην μνήμη μας… Από ελληνικής πλευράς στο χώρο του σινεμά η δεκαετία του ’60 ήταν η πιο πλούσια σε παραγωγές. Η μια εταιρία ξεφύτρωνε δίπλα στην άλλη. Ακόμα και οι χασάπηδες γίνονταν παραγωγοί! Σταθερή αξία παρέμενε, βέβαια, η Φίνος Φίλμς, με τις προσεγμένες παραγωγές της, με ένα επιτελείο από λαμπρά αστέρια και με πρώτο όνομα τη Βουγιουκλάκη, τη «βασίλισσα» της ελληνικής οθόνης να «σπάει τα ταμεία». Η λάμψη της δεν σταμάτησε μόνο στην δεκαετία του ’60 μα συνεχίστηκε ως και μέχρι τον θάνατο της αργότερα. Ταινίες που έμειναν κλασσικές και που τώρα τις ξαναβλέπουμε στην TV και μέσα από τα πλάνα τους ξαναζούμε, έστω και για λίγο, το κλίμα του ’60 για όσους από εμάς το ζήσαμε και κάπου κάπου σπάει ένα πικρό χαμόγελο και ψιθυριστά σαν να ακούγεται εκείνο το «κοίτα τι ζήσαμε… Τι περάσαμε…» πανωτές οι μνήμες και τι να πρωτοαναφέρεις για την εποχή του ’60; Φτωχός ο τόπος και οι νέοι ψάχνανε για κάτι καλύτερο. Τα φτωχοκόριτσα ονειρεύονταν έναν καλό γάμο, μα οι ευκαιρίες ελάχιστες. Μαζί με την αντιπαροχή, που ο Καραμανλής έδωσε το σύνθημα για να αλλάξει το πρόσωπο της Αθήνας, οι πολυκατοικίες φύτρωσαν σαν τα μανιτάρια. Οι μικροαστοί βρέθηκαν από τα χαμηλά σπιτάκια στα ρετιρέ. Τότε ξεκίνησε και η μόδα της μικρής υπηρέτριας. Κάθε τέτοιο νοικοκυριό διέθετε και μια κοπέλα που βέβαια έφτασε απ’ το χωριό για ένα καλύτερο μέλλον και χρησίμευε για κάθε δουλειά. Ήταν μια εποχή που στο δικό μας χωριό όλα τα φτωχοκόριτσα έτρεχαν στην Αθήνα για να κερδίσουν τα προς το ζην κάνοντας την… υπηρέτρια! Αυτό το «κύμα» σταμάτησε κάποια στιγμή απότομα όταν ξέσπασε το σκάνδαλο της Σπυριδούλας (η κυρά της σε μια κρίση τη σιδέρωσε με το ηλεκτρικό σίδερο, προκαλώντας της φοβερά εγκαύματα). Η υπόθεση πήρε τεράστιες διαστάσεις τότε μέσω του Τύπου και οι «υπηρετριούλες» έγιναν πρωτοσέλιδο. Για το δράμα αυτών των κοριτσιών θα μιλήσει αργότερα, στις αρχές του ’70 ο Παντελής Βούλγαρης με το «Προξενιό της Άννας». Την ίδια εποχή ξεκινά και η μεγάλη πληγή της Μετανάστευσης. Όσοι μπορούσαν να βγάλουν χαρτιά, έφευγαν για τον «παράδεισο» της Δύσης. Στις φάμπρικες της Γερμανίας και του Βελγίου. Κάποιοι, πιο τολμηροί, έφευγαν για την Αμερική ή την Αυστραλία. Η αιμορραγία της μετανάστευσης κράτησε όλη την δεκαετία του ’60. Ερήμωσαν τα χωριά. Το πιο αγαπημένο πρόσωπο εκείνα τα χρόνια για πολλά σπίτια στα χωριά ήταν ο ταχυδρόμος. Στα γράμματα που έφερνε κλεινόταν όλη η αγωνία, ο καημός και
Η οικογένειά μου ανήκε στους «πολιτικά ηττημένους» και τα προβλήματά μας δεν ήταν λίγα
Κ
Α
52
Τα τραγούδια της εποχής μένουν ζωντανά στη θύμησή μας και όταν τα σιγοψιθυρίζουμε η μνήμη μας τρέχει να ανασύρει ό,τι συνέβη τη δεκαετία του ‘60
y
53 οι ευχές για μια γρήγορη επιστροφή. Οι περισσότεροι έφυγαν νέοι και γύρισαν γερασμένοι, μα, όπως διατυμπάνιζαν, κάποιοι «έκαναν παράδες». Το «Κράτος της Δεξιάς» έδειχνε πάντα το πρόσωπό του και, κυρίως, προς τους αριστερούς. Τα έζησα όλα αυτά στην πιο τρυφερή ηλικία μιας και η οικογένεια μου πλήρωνε ακριβά το τίμημα γιατί θέλησε να πάει με εκείνους που «είχαν άλλα όνειρα». Ποιος θα μπορούσε τότε να το φανταστεί πως εκείνα τα όνειρα ήταν μια πλάνη; Άκουγα συχνά τον πατέρα μου να απαγγέλλει Βάρναλη κι ήταν σαν να έδινε τη δική του απάντηση στα προβλήματα κι ύστερα με πόση περηφάνια να κρατά στα χέρια του την εφημερίδα «Αυγή» χωρίς να την τυλίγει κάτω από την μασχάλη. Γελώντας, έλεγε: «ο βρεγμένος τη βροχή δεν την φοβάται». Έφερνε από την Καβάλα και ξεφύλλιζε με ευχαρίστηση το περιοδικό που έβγαζε η Αριστερά, το «Δρόμοι της Ειρήνης». Μου έδειχνε τις σελίδες με τα καλλιτεχνικά που, προσωπικά, με ενδιέφεραν. Ωστόσο, εμένα άλλα περιοδικά με κέρδιζαν μια και κείνα ήταν γεμάτα από καλλιτεχνική ύλη και φωτογραφικό υλικό με τα είδωλα μου. Οι «Εικόνες» της κυρίας Βλάχου, το «Ντόμινο», ο «Θεατής», το «Πρώτο», η «Φαντασία», το «Πάνθεον»… Αυτό έκανε έξω φρενών τον πατέρα μου, ειδικά όταν έφερνα τις «Εικόνες», που συχνά είχαν στο εξώφυλλο τους Βασιλείς. Μάταια προσπαθούσε να με πείσει να μην τα φέρνω αυτά τα «σκουπίδια». Τα έβλεπα σαν παραμύθι που είχε μέσα έναν Βασιλιά, μια Βασίλισσα, πριγκιπόπουλα και πολλά ταρατατζουμ. Τα άλλα, έτσι κι αλλιώς, δεν τα καταλάβαινα. Ωστόσο τρελαινόμουν με τα σκίτσα του Μποστ και τις ανορθογραφίες του και μάζευα όλα εκείνα που είχαν τη «μαμά Ελλάς», τον «Πειναλέοντα» και την «Ανεργίτσα». η δεκαετία του ’60, τα μικρά, σαν βαλιτσάκια ηλεκτρόφωνα που παίζανε τα 45άρια, δώσανε τη σκυτάλη στα τζουκ μποξ. Ένας έξυπνος μαγαζάτορας του χωριού που έφερε ένα τέτοιο μηχάνημα έκανε χρυσές δουλειές, μιας και όλοι τρέχανε για να ρίξουν το κέρμα και να ακούσουν το τραγούδι της αρεσκείας τους. Συνήθως λαϊκά κομμάτια με πρώτο όνομα το Στέλιο Καζαντζίδη. Πρώτη επιλογή τα τραγούδια της ξενιτιάς, που στην ουσία δεν έδιναν κανένα κουράγιο ή ελπίδα αλλά έξυναν μια πληγή που συνεχώς αιμορραγούσε. Από τα πρώτα πολιτικά γεγονότα που θα γίνουν αφετηρία εξελίξεων
Τ
ήταν η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Το παρακράτος οργιάζει με την βοήθεια των Ανακτόρων, μα όλα θα χρεωθούν στον Κωνσταντίνο Καραμανλή που, αηδιασμένος, θα πει την φράση «Ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο;» και θα φύγει για το Παρίσι. Μπαράζ εξελίξεων και η Ένωση Κέντρου με τον Γεώργιο Παπανδρέου αναλαμβάνει την εξουσία. Κάποιοι τότε μίλησαν για μια «μικρή άνοιξη» αλλά ήταν διαφορετική η εξέλιξη που δρομολογήθηκε… άπου εκεί εγκαταλείπω το χωριό μου. Ένα σύντομο ταξίδι στην Αθήνα, τον Ιούλιο του’65, για να βρω το είδωλό μου, το Μάνο Χατζιδάκι. Πέφτω πάνω στα Ιουλιανά. Η Αθήνα καίγεται, διαδηλώσεις, δακρυγόνα. Το βασικό σύνθημα που ακούγεται στην Αθήνα είναι το 1-1-4. Δεν καταλαβαίνω τίποτα και ένας φίλος, που έχει γραφτεί στην λέσχη με τους Λαμπράκηδες δέχεται καταιγισμό ερωτήσεων: τι είναι το «1-1-4»; Ποιος είναι ο Λαμπράκης; Και πολλά άλλα, με το καζάνι να βράζει όλο και πιο πολύ… Η πολιτιστική άνοιξη που ξεκίνησαν ουσιαστικά οι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης συνεχώς κέρδιζε έδαφος και ο λαός πλούτιζε με έργα μεγάλης πνοής που κυκλοφορούσαν με τη μορφή δίσκου. Η ποίηση που αφορούσε στους λίγους, τώρα, με τη βοήθεια της μουσικής, γινόταν κτήμα των περισσότερων και ακούγονταν παντού. Το τραγούδι αποκτούσε σπουδαία δύναμη και δίπλα στους δύο μεγάλους αναδεικνύονταν νέα ταλέντα με τα δικά τους έργα, για να αγαπηθούν κι αυτά με την σειρά τους. Και από αυτή την άνοιξη στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60 η Ελλάδα περνά στο καταχείμωνο μέσα από μια καταιγίδα. Ένα μεγάλο ραβδί κατεύθυνε τα γεγονότα σε όλο τον πλανήτη. Βιετνάμ, πολιτικοποίηση φοιτητών στην Αμερική, χιπισμός, επανάσταση των μαύρων, άνοιξη της Πράγας, ο θάνατος του Τσε, ο Μάης του ’68. Γεγονότα που μαθαίναμε από τους ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς μαζί με τα δικά μας. Τον αγώνα της Μελίνας, τις συναυλίες διαμαρτυρίας του Μίκη, τα στρατοδικεία που δίκαζαν νυχθημερόν, τη σύλληψη και τις αποδράσεις του Αλέκου Παναγούλη, τα φοβερά ανέκδοτα που κυκλοφορούσαν χλευάζοντας τους Δικτάτορες. Μάταιες ελπίδες πως τα ψωμιά τους θα είναι λίγα και πως θα πέσουν. Η ασπρόμαυρη τηλεόραση έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας και η διαμόρφωση μιας άλλης κουλτούρας επίσης. Το τραγούδι, ουσιαστικά φιμωμένο,
Κ
προσπαθεί να αντισταθεί, όπως και κάθε τέχνη. Δε μιλάμε για τον Θεοδωράκη που, έτσι κι αλλιώς, ήταν απαγορευμένος από την πρώτη μέρα ή τον Χατζιδάκι που βρισκόταν εκτός Ελλάδας. Τα νέα παιδιά που με μια κιθάρα δημιούργησαν το «Νέο Κύμα» κερδίζουν έδαφος. Μέσα σε αυτό το κλίμα κάποιοι νέοι συνθέτες προσπαθούν να κυκλοφορήσουν τα έργα τους. Ο Ξαρχάκος προσπαθεί ενώ ο Μαρκόπουλος εκφράζει την πραγματικότητα της εποχής για να τον πλαισιώσουν και άλλοι. Ο Πατσιφάς στη Λύρα ξανασυστήνει στον κόσμο τη ρεμπέτισσα Σωτηρία Μπέλλου η οποία ξεκινά μια δεύτερη καριέρα, ενώ ο Διονύσης Σαββόπουλος μπαίνει δυναμικά στο παιχνίδι πιάνοντας το νήμα από το «Φορτηγό». Ήταν «το ροκ του μέλλοντός μας» που εκείνος το είχε ήδη προτείνει και δίπλα σε αυτόν με τα μακριά μαλλιά και τα γένια μιαν άλλη νεολαία, κατευθυνόμενη από το ραδιόφωνο του Μαστοράκη, οδηγεί σε έναν μιμητισμό με τα νεανικά συγκροτήματα και τους γιεγιεδικους ρυθμούς κάνοντας μόδα τα «μπιτς πάρτυ», τα «νάιτ κλαμπ», το χαμηλό φωτισμό και τις ξένες επιτυχίες που μεταγλωττίζονται. Ωστόσο το φωτεινό άστρο που ξεκίνησε αυτή την εποχή ήταν οι Beatles, δημιουργώντας πανζουρλισμό όπου κι αν εμφανίζονται. Η πολιτικοποιημένη νεολαία της εποχής του ’60 ακούει τις μπαλάντες του Bob Dylan και της Joan Baez. Οι κινηματογράφοι, κυρίως Β’ Προβολής, εξακολουθούν να γεμίζουν τα Σαββατοκύριακα, ενώ το φεστιβάλ Κινηματογράφου ζει στο δεύτερο μισό το μούδιασμα του. Οι μπουάτ στην Πλάκα ζουν την μεγάλη τους άνθηση ενώ στην Θεσσαλονίκη όσες απέμειναν κυνηγιούνται ανελέητα από τα τσακάλια της Χούντας… έσσερις δεκαετίες μας χωρίζουν πλέον από εκείνη του ’60. Πολλά από όσα συνέβησαν τότε έχουν ξεχαστεί πλέον. Ίσως εκείνα που μένουν ζωντανά στη θύμηση μας είναι τα τραγούδια που, όταν τα σιγοψιθυρίζουμε, η μνήμη τρέχει για να ανασύρει ό,τι συνέβη σε εκείνη την δεκαετία του ’60. Και μια και ο άνθρωπος δεν άντεχε την παρουσία του πάνω σε αυτό τον πλανήτη αποφάσισε να ταξιδέψει και στο φεγγάρι. Σ’ αυτή την δεκαετία λοιπόν οι άνθρωποι πατήσανε για πρώτη φορά στη Σελήνη. Άραγε αυτοί οι αστροναύτες να γνώριζαν τους στίχους του τραγουδιού του Χατζιδάκι που έλεγαν: «δίωξε την λύπη παλικάρι, πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι…»
Τ
54
Καβάλα, η οδός Ύδρας στις αρχές του 20ου αιώνα. Αρχείο Ι.Λ.Α.Κ.
55
H Καβάλα
πριν από την έλευση των προσφύγων
T
Κ
Ιστορικά στοιχεία και περιγραφή
ο λόγος για τον οποίο η Καβάλα κατά τη αβάλα, η αγαπημένη, αλλά και διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα ήταν η πανέμορφη πόλη μας, της κέντρο ανεφοδιασμού, ανασυγκρότησης οποίας την σχετικά πρόσφατη και ασφαλές καταφύγιο των Μακεδονοιστορία, δυστυχώς, αγνοούν οι μάχων. Δε θα μπορούσε να παίξει αυτό περισσότεροι από τους σημεριτον ρόλο αν υπήρχαν κάτοικοι βουλγαρινούς κατοίκους της. Υπήρξε από τα μέσα του κής καταγωγής και συνείδησης. 19ου αιώνα και μέχρι τα 1916 (1850-1916), Του Νικόλαου Ρουδομέτωφ Η Καβάλα, μετά από τη Θεσσαλονίδηλαδή προ της έλευσης των προσφύγων, κη, κυριαρχούσε σε μέγεθος, ανάπτυη πόλη-μαγνήτης στα μάτια όλης της Ελλάδας. Υπήρξε η πόλη όπου συνέρρεαν ανήσυχοι και δημιουρ- ξη, πρόοδο και πολιτισμό, σ’ ολόκληρη τη Μακεδονία και γικοί άνθρωποι γιατί πίστευαν ότι θα μπορούσαν γρήγορα τη Θράκη. Είχε τα περισσότερα θέατρα, κινηματογράφους να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους, μιας και τα πλούτη (δυο χειμερινούς και τρεις θερινούς), καφέ-σαντάν, μπυτου καπνού είχαν γίνει θρυλικά. Ήταν η πόλη που μεγάλωνε ραρίες, πολιτιστικούς συλλόγους, ημιγυμνάσιο από τον με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και η ανέγερση των νέων οικοδομών 19ο ακόμη αιώνα, υποπροξενεία των σημαντικότερων κραδεν μπορούσε να προλάβει την εκρηκτική αύξηση του αριθ- τών του κόσμου και τουλάχιστον πέντε ξενοδοχεία. Προσομού των κατοίκων της. Κατά καιρούς έχουν ακουστεί πολλά χή! Δεν αναφέρομαι σε χάνια, αλλά σε ξενοδοχεία με τη σηστατιστικά στοιχεία, με διαφορετικές προελεύσεις και πολ- μερινή μορφή. Μάλιστα τουλάχιστον στο ένα λειτουργούσε λές φορές αντικρουόμενα. Προσωπικά έχω τις επιφυλάξεις και πολυτελές εστιατόριο. Από τα πέντε ξενοδοχεία, τουλάμου όσον αφορά την ακρίβεια των αριθμών. Οι σκοπιμότη- χιστον τα τρία ήταν εφάμιλλα των ξενοδοχείων της Θεσσατες της εποχής αλλοίωναν τα πραγματικά στοιχεία, με απο- λονίκης: το «Γκράντ Οτέλ», το «Κωνσταντινούπολις» και το τέλεσμα οι αριθμοί να έχουν μικρή αξιοπιστία. Ιδού ένα μι- «Ακταίον». κρό χαρακτηριστικό παράδειγμα: όταν η Ελληνορθόδοξη Η Καβάλα, σχεδόν κάθε εβδομάδα, φιλοξενούσε μουσικούς Κοινότητα, στα 1901, ζήτησε από την τουρκική διοίκηση την καλλιτέχνες, μεγάλα ονόματα. Ήταν δηλαδή η σημαντικόάδεια να χτίσει την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, έλα- τερη θεατρική «πιάτσα» στη Βόρειο Ελλάδα, εκτός της Θεσβε την απάντηση ότι υπήρχαν ήδη δυο αρκετά μεγάλες εκ- σαλονίκης. Ο Δήμος Καβάλας διατηρούσε Φιλαρμονική, τη κλησίες, του Αγίου Ιωάννου και του Αγίου Αθανασίου, και «Φιλαρμονική του Δήμου», η οποία τακτικότατα, σε κεντριήταν υπεραρκετές για τους χριστιανούς της Καβάλας που κά σημεία της πόλης έπαιζε εξαίρετα μουσικά έργα από το ήταν μόλις… 751. Αυτό το επίσημο στοιχείο υπάρχει σε πρα- διεθνές ρεπερτόριο για να τέρψει τους πολίτες της. Ήταν η κτικό του Κώδικα της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας Καβάλας. πόλη που η κίνηση του λιμανιού της, σε οικονομικά μεγέθη, Υπάρχει επίσης και η απάντηση της Κοινότητας, ότι οι Χρι- ήταν μεγαλύτερη από του μεγάλου λιμανιού της Θεσσαλονίστιανοί ήταν τουλάχιστον 10.000 και όχι 751! Πώς κατάφε- κης. Ήταν η πόλη η οποία προσέφερε μεγάλες ευκαιρίες και ραν οι Έλληνες να παραμείνουν στους τουρκικούς επίσημους υπόσχονταν γρήγορο πλουτισμό. καταλόγους, φορολογικούς και μη, μόνον 751, αυτό παρα- Παρ’ όλα αυτά, ήταν μια εργατούπολη στην οποία το εργαμένει ανεξήγητο και πιθανώς να έχει σχέση με κάποια «μπα- τικό δυναμικό έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην οργάνωχτσίσια» προς τους αρμόδιους. Άλλο ερώτημα είναι κατά ση του πρώιμου εργατικού κινήματος (1892). Μια πόλη στην πόσο ο αριθμός των 10.000 ήταν ακριβής, δεδομένου ότι η οποία μάλιστα έγινε η πρώτη απεργία στον ευρύτερο βαλκαΕλληνορθόδοξη Κοινότητα, προκειμένου να εξασφαλίσει την νικό χώ-ρο (1896), όταν ακόμη η έννοια της απεργίας ήταν άδεια ανέγερσης της εκκλησίας, δε θα είχε καμία αναστολή κάτι τελείως άγνωστο και ο Τούρκος διοικητής μη γνωρίζονα αυξήσει τον αριθμό των χριστιανών της πόλης, δεδομέ- ντας πώς να την χαρακτηρίσει, την ονόμασε «εκμέκ καβγανου ότι ο ακριβής αριθμός ήταν επί μονίμου βάσεως αυξο- σί», δηλαδή καβγάς για το ψωμί… μειούμενος λόγω της εποχιακής επεξεργασίας των καπνών Ήταν η πόλη στην οποία, από τα χρόνια της τουρκοκρατίας και από το γεγονός ότι οι συνεχώς εγκαθιστάμενοι νέοι κά- (1908), κυκλοφορούσαν τρεις ελληνικές εφημερίδες: ο «Ερτοικοι δεν έσπευδαν να εγγραφούν στα μητρώα της πόλης, μής», η «Σημαία» και το «Κύμα». Η μια, μάλιστα, ήταν σααλλά το έκαμαν όταν προέκυπτε κάποια ανάγκη, όπως γά- τιρική, το «Κύμα», που έμοιαζε με τον «Ρωμιό» του Σουρή. μοι, γεννήσεις, θάνατοι, αγορές ακινήτων κλπ. Νομίζω ότι Αξίζει να σημειώσουμε ότι στην περίοδο αυτή κυκλοφορούαυτή η αναφορά δικαιολογεί τις επιφυλάξεις μου. Θα στα- σαν στη Θεσσαλονίκη τρεις ελληνικές εφημερίδες, δηλαδή θώ μόνον σε δυο αναμφισβήτητα γεγονότα. Πρώτον ότι, δεν όσες και στην Καβάλα. υπήρχαν Βούλγαροι στην πόλη, πλην ίσως ελαχίστων εξελ- Ήταν μια πόλη με πολλούς Τούρκους κατοίκους, πολλά τζαληνισμένων ή εποχιακώς εργαζόμενων στους μπαξέδες του μιά, ανώτερη εκκλησιαστική εκπαίδευση των μουσουλμάνων Περιγιαλιού. Αριθμητικά όμως ασήμαντοι. Αυτός ήταν και (Ιμαρέτ), πολλές δημόσιες τουρκικές υπηρεσίες και πολυε-
θνικές τράπεζες που αναπτύχθηκαν λόγω της τεράστιας οικονομικής δραστηριότητας, αλλά με την Ελληνορθόδοξη Κοινότητα να κυριαρχεί πνευμα-τικά και οικονομικά. Να χτίζει και να συντηρεί σχολεία με δικές της δαπάνες, διότι το Τουρκικό δημόσιο δεν ξόδευε χρήματα για την εκπαίδευση των παιδιών των αλλόθρησκων και βεβαίως των Ελλήνων. Αρρεναγωγείο, Παρθεναγωγείο, Παραρτήματα σε όλες τις συνοικίες, ημιγυμνάσιο, ήταν οι εκπαιδευτικές μονάδες που δημιούργησε, φέροντας αγόγγυστα όλο το οικονομικό βάρος της λειτουργίας των μονάδων και προσλαμβάνοντας έξοχους δασκάλους και καθηγητές για την μόρφωση των Ελληνοπαίδων. Σ’ όλες αυτές τις δαπάνες υπήρχε και η έμπρακτη συμμετοχή των Ελλήνων καπνεργατών που κατέβαλλαν ένα ημερομίσθιο τον χρόνο στο κοινό ταμείο των σχολείων. Αυτή η εκπληκτική Ελληνορθόδοξη Κοινότητα έχτισε και λειτούργησε το νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», ευγενική προσφορά ενός Καβαλιώτη εμπόρου, του Σπύρου Σεκερτζή, στο οποίο μάλιστα λειτουργούσε και πλήρες χειρουργείο, γεγονός αρκετά σπάνιο την εποχή εκείνη. Τα εγκαίνια της λειτουργίας του έγιναν στις 19 Αυγούστου του 1900. Είχε προσλάβει αρκετούς γιατρούς και λειτουργούσε με βάση τον «Κανονισμό του Νοσοκομείου» που είχε συντάξει ομάδα ιατρών και είχε εγκρίνει η Κοινότητα. Η περίθαλψη των οικονομικά αδύναμων ή απόρων Ελλήνων ήταν δωρεάν… Ήταν τόσο καλή η φήμη του Νοσοκομείου, ώστε οι Τούρκοι παρακαλούσαν να νοσηλευτούν σ’ αυτό, παρ’ όλο που υπήρχε τουρκικό Νοσοκομείο με το όνομα «Διεθνές» ή «Γιουρεμπά», στη θέση που είναι και σήμερα το Νομαρχιακό Νοσοκομείο μετά τις Καμάρες. ίναι απίστευτα μεγάλο το κοινωνικό έργο της Ελ ληνορθόδοξης Κοινότητας Καβάλας. Σκεφθείτε σ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια και κάτω από τουρκικό ζυγό, προσέφερε με αποκλειστικά δικές της δαπάνες
Ε
δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους οικονομικά αδύνατους της πόλης οργανώνοντας ιατρείο και φαρμακείο με δαπάνη της Κοινότητας. Την ώρα που υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερα ελληνικά φαρμακεία στην πόλη. Αποκλειστικά για να περιθάλπει ανήμπορους και φτωχούς. Αυτή η κοινωνική ευαισθησία και σήμερα ακόμη παραμένει αξεπέραστη, αλλά και τίτλος τιμής για τους Καβαλιώτες. Δε θα παραλείψουμε να αναφερθούμε στην ίδρυση, στην κατασκευή και στη λειτουργία γυμναστηρίου στον Άγιο Γιάννη, όπου η νεολαία της εποχής ασχολείτο με τον αθλητισμό, ενώ οι πολυάριθμοι αθλητικοί σύλλογοι διοργάνωναν αγώνες με τη συμμετοχή συλλόγων της Θεσσαλονίκης και της Θράκης. Διασώσαμε μάλιστα και τις εξαιρετικές επιδόσεις που πετύχαιναν οι αθλητές. Οι γυμναστικές επιδείξεις των ελληνικών σχολών έχουν μείνει στην ιστορία για την λαμπρότητά τους, τις έξοχες ασκήσεις του Αρρεναγωγείου και του Παρθεναγωγείου και για το ελληνικό φρόνημα που κυρίαρχο εκδηλώνονταν παντού, αψηφώντας την τουρκική διοίκηση. Ήταν τα χρόνια που οι άνθρωποι, πλούσιοι και φτωχοί, προσέφεραν χρήμα και χρόνο για την πόλη τους και θεωρούσαν την προκοπή της πατρίδας προσωπική τους υπόθεση, (θυμηθείτε, πάλι, την «Ασκητική» του Καζαντζάκη…) Ήταν τα χρόνια που όλοι οι γείτονες στην πόλη μας, ήταν δικοί μας άνθρωποι και οι αξίες της αγάπης προς την πατρίδα, της ελευθερίας από τον ξένο ζυγό, της συνδρο-μής των αναξιοπαθούντων, της συνειδητής προσπάθειας πνευματικής ανόδου, της επιβράβευσης των άξιων τέκνων της Κοινότητας, καθοδηγούσαν τις καρδιές των κατοίκων και τις πράξεις των ηγητόρων της (Κοινότητας). Πριν από λίγους μήνες ανακαλύψαμε ότι στα 1910, επί τουρκοκρατίας, είχε αρχίσει η ανέγερση Πανεπιστημίου στην πόλη μας. Μπορείτε να το φανταστείτε; Πολύ πριν από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στην Καβάλα ξεκίνησε η ανέγερση ενός
νέου, σύγχρονου για την εποχή του, Πανεπιστημίου με σχέδια και μελέτες Άγγλων μηχανικών. Την ανέγερση είχε αναλάβει ο Χεδίβης της Αιγύπτου Αμπάς Χιλμί Πασάς κάτω από την πίεση της τουρκικής Διοίκησης, η οποία του ζητούσε επίμονα λογαριασμό για τα έσοδα του Ιμαρέτ, μεγάλο μέρος των οποίων ο Χεδίβης τα κατακρατούσε και δεν τα δαπανούσε προς όφελος του αγαθοεργού Ιδρύματος. Είμαστε στο στάδιο της ανακάλυψης πολλών ακόμη πολύτιμων στοιχείων, αλλά και της θέσης στην οποία είχε αρχίσει η ανέγερση του Πανεπιστημίου. Είχαν προγραμματισθεί πολλά ακόμη κοινωφελή έργα, δυστυχώς όμως οι απελευθερωτικοί Βαλκανικοί Πόλεμοι στα 1912-13, ματαίωσαν την ολοκλήρωση όλων αυτών των εκπληκτικών κατασκευών. Κερδίσαμε την πολυπόθητη ελευθερία μας και την πληρώσαμε με την απώλεια του Πανεπιστημίου. Χαλάλι… Ελπίζουμε βέβαια σύντομα, έστω και μετά από εκατό χρόνια, η υπόθεση του Πανεπιστημίου στην πόλη μας, να γίνει πραγματικότητα και να υλοποιηθεί από την πατρίδα μας και όχι από Αιγύπτιους ή Τούρκους… Καθώς μεγάλωνε η πόλη, ο πλούτος του καπνού έδωσε τη δυνατότητα να εκπληρωθεί το μεγάλο όνειρο της Κοινότητας, να χτίσει έναν μεγάλο Μητροπολιτικό Ναό στο όνομα του Αποστόλου των Εθνών Παύλου, που πρωτοπάτησε το πόδι του στην Ευρώπη σ’ αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Δεν φόβισαν την Κοινότητα οι μεγάλες δαπάνες. Αγόρασε το οικόπεδο, ξεπέρασε δυσκολίες, εξασφάλισε την άδεια των τουρκικών αρχών και ανέθεσε την αρχιτεκτονική μελέτη στον λαμπρό Αρχιτέκτονα του Πα-τριαρχείου Φωτιάδη. Το έργο βέβαια κράτησε χρόνια και σχεδόν γονάτισε οικονομικά την Κοινότητα. Έγινε όμως πραγματικότητα και σήμερα αποτελεί κόσμημα της πόλης μας. Σ΄ όλα αυτά τα έργα πρωταγωνιστής ήταν η Ελληνορθόδοξη Κοινότητα Καβάλας, από τον πλέον επώνυμο άρχοντα έως τον τελευταίο ανώνυμο καπνεργάτη.
Ο
56
φείλουμε όμως, σεβόμενοι την αλήθεια, να αναφέρουμε ότι Πρόεδρος, βάσει Καταστατικής διάταξης ήταν πάντοτε ο εκάστοτε Μητροπολίτης της περιοχής και εν προκειμένω, ο Μακαριστός Μητροπολίτης Ξάνθης και Περιθωρίου Ιωακείμ Σγουρός, στην Μητρόπολη του οποίου υπάγονταν η Καβάλα. Υπήρξε μια υπέροχη φυσιογνω-μία και ανέβασε τη χριστιανική Κοινότητα της Καβάλας και όχι μόνο, σε δυσθεώρητα ύψη κοινωνικής προσφοράς και αλληλεγγύης, καθοδηγώντας το πλήρωμα σε πράξεις αγαθές. Κοντά του, οι Μακαριστοί, ο Επίσκοπος Καβάλας ο Μυρέων, Αθανάσιος Λάσκαρης, ο Χρυσόστομος Χατζησταύρου, ο οποίος αργότερα έγινε ο πρώ-τος Μητροπολίτης Φιλίππων και Νεαπόλεως και στα 1962 Μακαριότατος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, και ο Σπυρίδων Βλάχος ως Αρχιερατικός Επίτροπος, όλοι αυτοί, βοήθησαν αποφασιστικά στο παραχθέν έργο, αλλά και στη μεγάλη συμβολή της Κοινότητας στον Μακεδονικό Αγώνα, μια πολύ μεγάλη ιστορία που ενώ έχουν περάσει 100 και πλέον χρόνια, ακόμη αναμένει τον ιστορικό που θα την γράψει… Δε θα αναφερθώ στα Σωματεία της πόλης, πολιτιστικά και μη, παρά μόνον στη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Κυριών Καβάλας, η οποία και σήμερα, μετά από 110 χρόνια εξακολουθεί να προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες στην πόλη μας, συνεχίζοντας να γράφει ιστορία. Στα χρόνια εκείνα είχε αναγείρει την περίφημη «Μεγάλη Λέσχη», αυτό το λαμπρό κτήριο που κοσμεί την πόλη μας στην οδό Κύπρου δίπλα στο Δημαρχιακό Μέγαρο και το οποίο υπήρξε για πάρα πολλά χρόνια το σημείο αναφοράς για την Ελληνορθόδοξη Κοινότητα, φιλοξενώντας προσωπικότητες και παρουσιάζοντας ένα υψηλού πολιτιστικού επιπέδου, πρόσωπο της πόλης στους επισκέπτες. Όπως ξέρουμε η πόλη μας μετά από σύντομη βουλγαρική κατοχή στα 1912-13, επί τέλους ελευθερώθηκε στις 26 Ιουνί-
57 ου του 1913. Ήδη ήταν μια μεγάλη για την εποχή της, πόλη, καθώς ο πληθυσμός της είχε πλησιάσει τις 30.000. Η προσδοκία της απελευθέρωσης είχε συνεπάρει όλους σε έναν ανεπανάληπτο εθνικό ενθουσιασμό. Όταν έφθασε το ναυτικό άγημα του Πλωτάρχη Κριεζή στην παραλία, στο παλιό λιμάνι. Ο κόσμος που είχε πλημμυρίσει την ακρογιαλιά τους άρπαξε στα χέρια ζητωκραυγάζοντας με τρελό ενθουσιασμό και σείοντας δεκάδες ελληνικές σημαίες. Οι περιγραφές που υπάρχουν εξακολουθούν και σήμερα να φέρνουν δάκρυα στα μάτια. Ήταν η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΡΑ ΕΥΤΥΧΙΑΣ αυτής της πόλης. Πολύ σύντομα ήλθε και η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, όπου πλέον επίσημα και η Βουλγαρία αναγνώριζε με την υπογραφή της ότι η Καβάλα ανήκε στην Ελλάδα. Το μέλλον διαγράφονταν λαμπρό, οι προοπτικές θαυμάσιες, τα σχέδια για την νέα ελεύθερη ζωή υπέροχα… Όμως, όπως αναφέρει και το ρητό, «μηδένα προ του τέλους μακάριζε…». Δεν πρόλαβαν να χαρούν οι Καβαλιώτες την ελευθερία τους και ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος στα 1914. Στην αρχή η Ελλάδα έμεινε ουδέτερη, ενώ οι επικίνδυνοι γείτονές της, Τουρκία και Βουλγαρία, είχαν προσχωρίσει στο συνασπισμό των κεντρικών Αυτοκρατοριών, ενώ οι δυνάμεις των αντιπάλων της, της Αντάντ, (Γαλλία, Αγγλία, Ρωσία κλπ.) ήταν ήδη στον Πειραιά και συμπεριφέρονταν απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση με εξαιρετικά υποτιμητικό τρόπο, περιφρονώντας κάθε υποχρέωση σεβασμού της ουδετερότητας της Ελλάδας. Αυτή η συμπερι-φορά, που υπαγορεύονταν εν μέρει και από την καχυποψία στο πρόσωπο του Βασιλέως Κωνσταντίνου, τον οποίο θεωρούσαν, ίσως όχι άδικα, ότι ήταν φιλογερμανός (μη ξεχνούμε ότι είχε σπουδάσει σε Γερμανικές σχολές πολέμου και είχε ανακηρυχθεί Στρατάρχης του Γερμανικού Στρατού, ενώ η σύζυγός του ήταν αδελφή του Κάϊζερ). Πολύ σύντομα οι πιέσεις εις βάρος της Ελλάδας, και από τις δυο πλευρές
των αντιμαχομένων, έγιναν αφόρητες, ενώ ο Παγκόσμιος Πόλεμος είχε φέρει τρομερή οικονομική κρίση στο διεθνές εμπόριο και βεβαίως στα καπνά. Η Καβάλα άντεχε από οικονομικής πλευράς γιατί είχε ήδη σεβαστό πλούτο, αλλά οι προοπτικές δεν ήταν πλέον καλές. Έτσι φθάσαμε στον καταραμένο Αύγουστο του 1916. Οι Γερμανοί, με πρόσχημα την προώθηση των δυνάμεων της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη, ζήτησαν από την Ελλάδα να τους επιτρέψει να προωθήσουν τα στρατεύματά τους μέσα από τα ελληνικά εδάφη της Μακεδονίας για να αντιπαρατεθούν στις δυνάμεις της Αντάντ, υποσχόμενοι ότι δε θα έμπαιναν στις πόλεις και απλώς θα περνούσαν αβλαβώς, πληρώνοντας μάλιστα στους Έλληνες χωρικούς και εμπόρους την αξία των προμηθειών που τυχόν θα χρειαζόντουσαν, ή των ζημιών που τυχόν θα προκα-λούσαν στις καλλιέργειες στην ύπαιθρο, κατά τη διάβασή τους. Τέτοιες ευγένειες!, αλλά και τόσο ψέμα!!! Από μια μεγάλη Αυτοκρατορία και από επίσημα χείλη! Στην κρίσιμη αυτή στιγμή (πρωθυπουργός ο Ζαΐμης) η κυβέρνηση των Αθηνών πείσθηκε στις υποκριτικές διαβεβαιώσεις των Γερμανών και δεν επέτρεψε στο 4ο Σώμα Στρατού να κινηθεί εναντίον των εισβολέων, εκτιμώντας τελείως λάθος τα μελλούμενα για την Ανατολική Μακεδονία. Εν συντομία, μέσα σε ένα μήνα ολόκληρη η Ανατολική Μακεδονία, όλες οι πόλεις και τα χωριά είχαν καταληφθεί αμαχητί από τους Βούλγαρους με τη συμμετοχή ελάχιστων Γερμανικών στρατευμάτων. Φάνηκε αμέσως ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Βουλγαρίας για την παραχώρηση στη δεύτερη των περιοχών αυτών, μετά την προσδοκώμενη νίκη των δυνάμεων των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Οι Βούλγαροι, επιθυμώντας διακαώς να ανατρέψουν τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, επιθυμούσαν την πληθυσμιακή αλλοίωση των περιοχών αυτών, όπου το ελληνικό στοιχείο κυριαρχούσε απόλυτα. Για το λόγο αυτό κατέστρωσαν ένα φοβερό σχέδιο εξόντωσης του Ελλήνων κατοίκων, πιθα-
νότατα Γερμανικής εμπνεύσεως. Μπορούμε να θυμηθούμε τη γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, της Θράκης και του Πόντου, από τους Τούρκους, οι οποία, όπως έχει πλήρως τεκμηριωθεί, αποτελούσε καθ’ ολοκληρίαν γερμανική έμπνευση… Από τα Γαλλικά αρχεία ανακαλύψαμε τα πρακτικά της Διεθνούς Επιτροπής Ερευνών των Βουλγαρικών εγκλημάτων εις βάρος του Ελληνικού πληθυσμού της Ανατολικής Μακεδονίας. Ανακαλύψαμε ότι η Επιτροπή αυτή περιόδευσε ολόκληρη την Ανατολική Μακεδονία αμέσως μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στο τέλος του 1918 και στις αρχές του 1919, εξετάζοντας και λαμβάνοντας καταθέσεις από τα επιζώντα θύματα και τους συγγενείς των δολοφονηθέντων. Στα πρακτικά περιλαμβάνονται αυτολεξεί οι ένορκες καταθέσεις, οι οποίες είναι περιγραφικότατες και ρίχνουν άπλετο φως στα τραγικά γεγονότα αυτής της περιόδου. Διαβάσαμε τόσο τραγικές περιγραφές, ώστε κυριολεκτικά δεν μπορούσαμε να τις φανταστούμε. Μάθαμε ότι η πόλη μας μέσα σε διάστημα δυο μόλις ετών είχε περισσότερα από 15.000 θύματα-θανάτους της βουλγαρικής θηριωδίας. Απίστευτες σκληρότητες και 15.000 θάνατοι ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΙΝΑ που αποτελεί τη χειρότερη μορφή αργού θανάτου. λα αυτά αποτελούν ένα ελάχιστο μέρος από το σύνολο των κατ α θ έσ εω ν. Μας αποκαλύφθηκε μία γενοκτο-νία εις βάρος των συμπολιτών μας που μέχρι σήμερα έμενε άγνωστη. Μένουμε έκπληκτοι πως αυτά τα τραγικά γεγονότα δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ευρύτερης κρατικής έρευνα και προβολής. Μένουμε εμβρόντητοι όταν προβάλλονται με κραυγαλέο τρόπο γεγονότα ασυγκρίτως μικρότερης σημασίας, τα οποία όμως έγιναν στη νότιο Ελλάδα και ούτε λέξη για τις απίστευτες κακουργίες που έγιναν στον τόπο μας. Διαβάζουμε για τη σφαγή του Διστόμου και πονάει η καρδιά
Ό
μας για τους αδελφούς μας που εκτελέστηκαν με τόσο απάνθρωπο τρόπο από τους Γερμανούς. Διαβάζουμε για τα ετήσια μνημόσυνα και τις επίσημες αιτήσεις συγγνώμης Γερμανών επισήμων, τις καταθέσεις στεφανιών στη μνήμη των θυμάτων από επιφανή μέλη των εκάστοτε κυβερνήσεων, τις διεκδικήσεις αποζημιώσεων και τις ομαδικές προσφυγές στη δικαιοσύνη… και μένουμε έκπληκτοι. Τα παθήματα της πόλης μας είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερα, τόσο ώστε η πόλη μας να έχει κυριολεκτικά τα θλιβερά πρωτεία σ’ ολόκληρη την Ελλάδα από την άποψη καταστροφών και απώλειες ανθρώπινων ζωών. Είμαστε πρώτοι σ΄ ολόκληρη την Ελλάδα, διότι όλες μαζί οι πόλεις της Ελλάδας έχουν λιγότερα θύματα απ’ όσα είχε η Καβάλα μόνη της. Το λιγότερο λοιπόν που δικαιούμαστε είναι: • Τον τίτλο της «Μάρτυρος Πόλης» με ψήφισμα της Βουλής των Ελλήνων • Την ανέγερση μνημείου «Των 15.000 Καβαλιωτών μαρτύρων της βουλγα-ρικής κατοχής στα 1916-18». Αυτά τα έχω εισηγηθεί προς τις τοπικές μας αυτοδιοικήσεις ως ένα ελάχιστο χρέος στη μνήμη των μαρτύρων συμπολιτών μας. Θέλω, με τον επισημότερο τρόπο να σας διαβεβαιώσω ότι, όλες αυτές οι έρευνες και οι εκδόσεις μας δεν έχουν σκοπό να αναμοχλεύσουν μίση. Άλλωστε οι πρωταγωνιστές των εγκλημάτων έχουν πεθάνει και δεν είναι καθόλου σωστό να τα φορτώσουμε στα εγγόνια και στα δισέγγονά τους. Δε θέλουμε να βγάλουμε «σκελετούς από την ντουλάπα». Ευχόμαστε από την καρδιά μας και πιστεύουμε στην ειρηνική κοινή πορεία των δυο λαών μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δυστυχώς η έρευνα της τοπικής μας Ιστορίας μας παρουσίασε αυτά τα τραγικά γεγονότα τα οποία και οφείλαμε να καταγράψουμε. Τα θέματα που ενδεχομένως προκύπτουν είναι αρμοδιότητα των εκάστοτε Ελληνικών κυβερνήσεων και τα βιβλία που εκδώσαμε είναι και χρήσιμα διπλωματικά εργαλεία.
58
Γ
Στον οίκο της ονειρικής σαγήνης i Ο Ζήσης Βαπορίδης «ταξίδεψε» στην Κίνα κάνοντας αναγνώσιμο αγαθό έναν πανάρχαιο μύθο
Γενιές και γενιές σή της διαδρομή, που ο καθένας έχουν μεγαλώσει μας θα ζήλευε, που όμως τώρα με βασιλιάδες, πρίέχουμε τη δυνατότητα να προγκιπες και πριγκίσεγγίσουμε και να απολαύσουπισσες, με δράκους με. και πύρινες φλόΠροσθέτοντας στον, ενίοτε, γες, με νεράιδες απαιτητικό καβαλιώτικο χάρτη και μαγικά ραβδάτων εκδοτικών πραγμάτων ένα κια, με μισοφαγωιδιαίτερο πόνημα. Του Διαμαντή Αξιώτη μένα μήλα και γυάλινα γοβάΟ μύθος: Ένα παλιό παραμύθι κια… Με κάθε λογής ανεξήγητα, της Ανατολής, που η προέλευμυστηριώδη και θαυμαστά. Τότε που παιδιά μάς συσή του χάνεται στα βάθη των αιώνων, μας αφηγείντρόφευαν στον γαλήνιο ύπνο μας ή έντυναν με τροται πώς το αηδόνι, για χάρη της αγάπης, έβαψε με μακτικές εικόνες τους εφιάλτες μας. το αίμα του ένα ως τότε πάλλευκο ρόδο, δημιουργώΕδώ, σ’ αυτό το παραμύθι για μεγάλους - όπως το χαραντας το πρώτο κόκκινο τριαντάφυλλο στον κόσμο. κτηρίζει ο συγγραφέας του -έχουμε να κάνουμε με Ο γνωστός σε όλους μύθος υπήρξε πηγή έμπνευμία αχανή χώρα της Ανατολής, έναν Αυτοκράτορα, σης για τους Πέρσες και Τούρκους μυστικιστές Σούμία εκθαμβωτικής ομορφιάς Πριγκίπισσα, αξιωμαφι ποιητές (Ομάρ Καγιάμ, Σααντί, Αττάρ, Ρουμί και τούχους, μάγισσες, κυνηγούς- ταξιδευτές, πριγκιάλλους) και μέσω αυτών για τους Γερμανούς ρομαπικές ράφτρες κι αλλοπαρμένους ποιητές. Ακόμη, ντικούς (Γκαίτε, Ρύκερτ, Χάινε), τους Ρώσους (Πούμε έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, με την ομορφιά και σκιν, Κολτσόφ, Γιεσένιν), ως και τον μέγα παραμυθά τη σκληρότητα που ενίοτε τη συνοδεύει, και με ένα Χανς-Κρίστιαν Άντερσεν, και τον εστέτ των ευφυοθαύμα: Τη μεταμόρφωση ενός λευκού ρόδου σε κόκλογημάτων Όσκαρ Ουάιλντ. κινο. Τη δημιουργία του πρώτου κόκκινου τριαντάΟ Ζήσης Βαπορίδης, λοιπόν, μέσα από τη μαγεία και φυλλου στη γη! τον επηρεασμό όλων αυτών των σπουδαίων δημιουρΌλα αυτά, μέσα από μία τριτοπρόσωπη – και πώς θα γών, θέλησε να δώσει τη δική του εκδοχή του μύθου, μπορούσε να είναι διαφορετικά – αφήγηση-ποταμό, μεταφέροντάς τον στον τόπο και στην εποχή που άκπου συγκινεί και ενθουσιάζει, κατασκευάζει εικόμασε ένας σπουδαίος πνευματικός πολιτισμός: στην νες, δημιουργεί μουσική, στροβιλίζει τον αναγνώστη Αρχαία Κίνα. Δύσκολο και ριψοκίνδυνο στην τόλμη σε εξαίσιες χορογραφίες. Ατμόσφαιρα εξωτική ενός του εγχείρημα. Που όμως ο Ζήσης Βαπορίδης το έφειδιαίτερου έργου από έναν ευφάνταστο, πρωτοεμρε επάξια σε πέρας. φανιζόμενο συγγραφέα: Βρισκόμαστε κάποιους αιώνες μετά τη σεβαστή ΔυΤον συμπολίτη μας Ζήση Βαπορίδη. ναστεία των Τσιν, αυτής που συνέλαβε και υλοποίΆλλος ένας λόγος - η πρώτη εμφάνιση - που διεγείρει ησε την ιδέα της οικοδόμησης του Σινικού Τείχους, τη φαντασία και το ενδιαφέρον. και που το όνομά της σφράγισε την ιστορία της ΚίΧωρισμένο το βιβλίο σε εννέα κεφάλαια, με κατανας και του κόσμου όλου. Εκείνη την εποχή βασίλευε τοπιστικό σημείωμα αντί προλόγου και παράθεση ένας σοφός Αυτοκράτορας. Που, παρόλο που διαδέόλων των ονομάτων του παραμυθιού, προς βοήθεια χθηκε μία όχι ομαλή κατάσταση για τη χώρα γεμάτων αναγνωστών. Γιατί δύσκολα συγκρατεί κανείς τα τη από επεκτατικές εκστρατείες εναντίον Κορεατών, επαναλαμβανόμενα Σίγμα, Ταυ και Λάμδα των μουΤατάρων και άλλων βαρβάρων γειτόνων, λαϊκών εξεσικών και κελαριστών κατά τα άλλα εξωτικών ονογέρσεων, αδελφοκτονιών και συνωμοσιών σφετεριμάτων. σμού, κατάφερε – καταθέτοντας μάλιστα το σπαθί Ο συγγραφέας αυτού του παραμυθιού, «ταξίδεψε», του και τις πολεμικές σημαίες σε νεαρή ηλικία - να μέσα από την αγάπη και τον θαυμασμό του για τον εγκαινιάσει μία μακρά περίοδο ειρήνης και ευνομίπολιτισμό της νοτιανατολικής Ασίας, στην Κίνα, κάας για την ταλαίπωρη Αυτοκρατορία. νοντας, για χάρη μας, αναγνώσιμο αγαθό έναν πα«Είκοσι έτη ανέφελης βασιλείας, που θα παραδειγνάρχαιο μύθο. Μέσα από μία μοναδική στην ποίηματίζει την οικουμένη», προέβλεψαν οι μάντεις κατά
59
60
τη γέννησή του, διαβάζοντας τα ίχνη των πελμάτων των πουλιών. Μα, μία εικοσαετία είναι μεγάλο διάστημα, ακόμη και στα παραμύθια! μας προσγειώνει ο συγγραφέας. Αυτόν τον Αυτοκράτορα επέλεξε ο Ζήσης Βαπορίδης να είναι ο πατέρας της ηρωίδας του, της πανέμορφης Πριγκίπισσας Λα Λι Λιού ή άλλως το Υπέροχο Άρωμα του Άνθους της Δαμασκηνιάς. Και σ’ αυτό το σημείο, και πριν καλά αρχίσει η υποτυπώδη πλοκή του παραμυθιού, ο συγγραφέας σπεύδει να μας προσκαλέσει στην πρωτεύουσα του κράτους, στην «Απροσπέλαστη Πόλη». Ελευθερώνει τη φαντασία του και η γραφή του καλπάζει. Περιφέρεται σε ένα εκτεταμένο υψίπεδο, όπου από τις σιδερόφρακτες πόρτες του ξεκινά ένα πλέγμα ελικοειδών δρόμων που συγκλίνει προς την κεντρική λεωφόρο. Εκεί συναντά τριπλές συστοιχίες αιωνόβιων δέντρων, περίβλεπτους ναούς με γιγαντιαία αγάλματα θεοτήτων, αρχοντικά με ολάνθιστες πρασιές, που οδηγούν στο Παλάτι. Συνεχίζοντας τη διεξοδική ξενάγηση ο συγγραφέας, συναντά αχανείς μαρμάρινες πλατείες που συμβολίζουν την απεραντοσύνη της Σοφίας του Ουρανού, κομψά κεφαλόσκαλα, ανάγλυφα κρηπιδώματα, εξέδρες με διάτρητα διαζώματα, συνάξεις Αντιβασιλέων και υποδοχές ξένων αντιπροσώπων. Όλων αυτών των θαυμαστών πρωτοστατούν: Το Πνεύμα των Νοτίων Ανέμων, οι Μαύρες Κόρες των Κατακλυσμιαίων Βροχών, Στρατιές των υποτακτικών του Μεγίστου των Αρουραίων. Και στο βάθος της τεράστιας πλατείας συναντά έκθαμβος ένα μοναδι-
Ζήσης Α. Βαπορίδης Κόκκινα τριαντάφυλλα για μια πριγκίπισσα της Κίνας - Ένα παραμύθι για μεγάλους Εκδόσεις ΔΙΟΝ, 2009
κό αρχιτεκτονικό αριστούργημα: Το ωραιότερο ανάκτορο του κόσμου, όπως το χαρακτηρίζει. Στο μεταξύ, ο συγγραφέας, κατά τη διάρκεια της ξενάγησης στο Παλάτι, προλαβαίνει να μας μεταλαμπαδεύσει τα στηρίγματα της κινέζικης φιλοσοφίας του στυλ: Ο γενναίος δε φοβάται. Ο σοφός δεν αμφιβάλει. Ο τέλειος δεν ανησυχεί. Ακόμη: Κάθε δρόμος και χωριό, κάθε χωριό και χήρα!!! - Να μας γαλουχήσει με την ποίηση του τραγικού ποιητή Τζουάν Τζου, με τις ρήσεις του διορατικού Φου Χσι, με τις διδασκαλίες του Κουνγκ Φου Τζου, του μαθητή του Μενγκ Κε, καθώς και του Αυτοκράτορα Τάι Τσουνγκ. - Να… παρερμηνεύσει την εντολή του Λάο Τσε: Μην ενεργείς… και όλα πραγματοποιούνται! - Να μας αφηγηθεί παράπλευρες φαιδρές ιστορίες κάποιου αγροίκου ζωέμπορα ή να μας μυήσει στις δυαδικές έννοιες του αριθμού εννέα. Κυρίως όμως να μας συστήσει τους μυθοπλαστικούς ήρωες του παραμυθιού του: Τον Ενδοξότατο Γιο του Ουρανού, τον συνετό και πολυάσχολο Αυτοκράτορα, τον οποίο ήδη γνωρίσαμε. Την εκθαμβωτικής ομορφιάς και μοναδικής εξυπνάδας, αντιπαθητική ωστόσο Πριγκίπισσα, κόρη του, το Υπέροχο Άρωμα του Άνθους της Δαμασκηνιάς, που προαναφέραμε. Τη νεκρή μητέρα της Αυτοκράτειρα Μι Μου, την Κυρία του Κόσμου, τη μετονομαζόμενη το Δάκρυ του Ονείρου. Τη θεία της, την αποκαλούμενη και Αεικίνητη Ανέμη, Κιβωτό της Αρχαίας Σοφίας και Καθρέπτη της Αγαθής Συνείδησης του Κόσμου!!! (Τρία θαυμαστικά. Όχι για τον συγγραφέα, μα για το πο-
μπώδες των Κινέζικων ονομάτων). Τη μάγισσα Τσιν Νο, την οποία οι Αυλικοί αποκαλούσαν κυρία Πρασινόμαυρη Πέτρα. Τον ατίθασο και σωματώδη, ταξιδευτή-κυνηγό ονείρων και εξωτικών πλασμάτων Τσου Μι, τον γεννημένο τη Χρονιά του Πετεινού. Την πριγκιπική ράφτρα Μινγκ Τσα, εκείνη που θα παραδώσει στην Πριγκίπισσα το πολυπόθητο δώρο, τυλιγμένο σε λευκό μπόγο από μετάξι. Τέλος, τον γιο της Ποιητή. Τον απεγνωσμένα ερωτευμένο με την Πριγκίπισσα. Και ο συγγραφέας, συνεπαρμένος από την κινέζικη μαγεία, εισβάλει ακάθεκτος στον Ομφαλό της καλαισθησίας: Στον οίκο της Ονειρικής Σαγήνης. Οι λεπτομερείς περιγραφές του κάθε τι που απαρτίζει το εξαίσιο οικοδόμημα είναι καλλιτεχνικές συνθέσεις φυτών και ανθέων, συστοιχίες από μανόλιες, καμέλιες και ασπρογάλανα νούφαρα. Μαυροκόκκινα βρύα και φουντωτά πολυτρίχια. Καλαμιώνες όπου τσαλαβουτούν ερωδιοί και μαύροι κύκνοι στων οποίων τη θλίψη απόθεσαν τις ψυχές τους κάποιες ανέραστες αρχαίες Βασίλισσες. Λεπτές κουρτίνες με κεντημένες άνθινες πεταλούδες. Κομψά φαναράκια και ζωγραφιές από κλασσικότροπες παραστάσεις. Δεν έχει τελειωμό ο λυρισμός και η κομψότητα. Τον ίδιο τελειωμό δεν έχει η θανάσιμη πλήξη μέσα στην οποία ζουν κυρίως οι γυναίκες των ανακτόρων. Και ο ανυποψίαστος αναγνώστης αναρωτιέται: Μα ήταν γυναίκες εκείνες ή παραδείσια πουλιά δεμένα με χρυσές αλυσίδες; Μιας και η ίδια η Πριγκίπισσα συχνά αναρωτιέται: Γιατί νομίζω πως είναι η ζωή μου ανυπόφορη;
61
Γιατί είναι, δίνει την απάντηση ο συγγραφέας. Το αίμα είναι κόκκινο, σημειώνει ο συγγραφέας, κι αμέσως παρακάτω, μόνο ο έρωτας έχει το ρόδινο χρώμα της αυγής. Ακόμη, το αίμα σημαίνει σύντομα. Έτσι, μέσα από ένα όνειρο της Υψηλής Νέας, ο Βαπορίδης προλειαίνει το έδαφος για το θαύμα που θα ακολουθήσει: Ένα λευκό τριαντάφυλλο, σύντομα, θα βαφτεί κόκκινο. Από τον κρυφό έρωτα ενός Ποιητή για το Άνθος της Δαμασκηνιάς. Από την αυταπάρνηση και τον άδοξο θάνατό του. Από τη συνωμοσία μιας λευκής τριανταφυλλιάς και ενός αηδονιού, το οποίο πιέζει το στέρνο του επάνω στο πιο μεγάλο αγκάθι της, προκειμένου να στάξει αίμα, για να σωθεί ένας έρωτας. Από την απεγνωσμένη, έως εγκληματική πράξη μιας μάνας. Κι όλα αυτά για ένα αβέβαιο αποτέλεσμα. Για μια ματαιότητα. Μιας και θα βαφούν στο πορφυρό – εκτός από το τριαντάφυλλο - ο έρωτας, το πάθος, η αδιαφορία, η έπαρση, η κενότητα, ακόμη και ο θάνατος. Μέχρις ότου το Ιερατείο δηλώσει πως, «εκείνος που τολμά να διαταράξει την ευταξία του Σύμπαντος, νομοτελειακά θα το πληρώσει με την ίδια του τη ζωή», και η Πόλη, αργά αλλά σταθερά, θα ξαναβρεί την εποχιακή της αφασία. Έτσι ο συγγραφέας, με κύρια δράση το λόγο, έχει ήδη επιτύχει τον στόχο του. Που δεν είναι άλλος από την επιθυμία του να καταθέσει τις πλούσιες γνώσεις του και μέσα από αυτές την αγάπη και τον θαυμασμό του για την Ιστορία, τις Τέχνες και τα Γράμματα της αχανούς, μυστηριώδους, γι αυτό και γοητευτικής για πολλούς Κίνας. Να δηλώσει το θάμπωμά του για την τελετουργία των κινήσεων, για την ιεροτελεστία των τελετών. Την λεπτομερή περιγραφή των εκθαμβωτικών κτισμάτων. Την πιστή αναπαραγωγή των χρυσοκέντητων, εννέα επίσημων βαθμών της Ιεραρχίας, ενδυμάτων. Τις χορευτικές κινήσεις του σώματος και των χεριών των ηρώων του. Το κελάρυσμα της γλώσσας τους. Κι αυτό για χάρη μας, και με γραφή της οποίας δεν θα είναι διακριτά τα όρια του πραγματικού και του μυθοπλαστικού στοιχείου για τα δεδομένα της Κίνας, παρά όσο χρειάζεται για να αγκιστρώσει τον αναγνώστη του. Να μας μυήσει θέλησε ο Ζήσης Βαπορίδης στο μεγαλείο του Πολιτισμού της Κίνας. Αυτό έδειξε να τον ενδιαφέρει πρωτίστως, κι αυτό κατέθεσε με γενναιοδωρία, μεγαλοσύνη και περίτεχνη τέχνη. Ο μύθος ήταν το πρόσχημα. Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας Τετάρτη, 3 Μαρτίου 2010
Θ Ε Α Τ Ρ Ο Μ Ο Υ Σ Ι Κ Η Ε Ι Κ Α Σ Τ Ι Κ Α Σ Ι Ν Ε Μ Α Τ Η Λ Ε Ο ΡΑ Σ Η Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α
62
Διάφανο 2 του Μπάμπη Γαμβρέλη
Καμιά ταπείνωση λοιπόν δεν είναι εκεί που η ζωή ζητάει να ζήσει, εκεί που τα σκυλιά ψάχνουν μ’ ευγενικές κινήσεις το σωρό των σκουπιδιών…
Ε
κεί όπου Η Ζωή Είναι Αλλού. Που
καταφέρνει να εξοικονομήσει από τα αποθέματα της ψυχής και να σε ανταμείψει με τη λαμπρή ησυχία της «εξομολόγησης». Με τις περιούσιες εικονογραφίες των προσώπων, τις λεπτές κινήσεις των χεριών, τις ανησυχίες των δακτύλων, τις γεύσεις των λέξεων, την τελετή της παύσης και της σιωπής. Τα βράδια της Κυριακής, εκείνα που λες και ξεπηδούν μέσα από τα τραγούδια της Αρλέτας και τους υγρούς στίχους του Χριστιανόπουλου, μαζεύω τα «κρυφά και τα κρυμμένα» και σαν «αδέσποτο» κουλουριάζομαι στις δικές της «πατρίδες». Είναι τότε που ανοίγει το ξεχασμένο Παράθυρο και βλέπω ξανά τους πυροτεχνουργούς της ζήσης.
Μπορείς λοιπόν να κοιτάξεις αδίστακτα από αυτό το παράθυρο. Η Εύη Κυριακοπούλου ακουμπάει στο περβάζι της οθόνης και συλλέγει τα ανθρώπινα. Πάθη και λάθη, μοναξιές και αγωνίες, πτώσεις και αναλήψεις, φευγιό και σύνεση, αληταριό και ταπείνωση, καημό και δρόμο. Νυχτερινές περιπολίες πάνω σε ποτισμένα χιλιόμετρα. Σε τυπωμένα λόγια, σε υπόγειες εκφορές, σε σφαλισμένες κάμερες, σε έρημες περιπλανήσεις, σε κύκλους ζώντων και σε ευθείες τεθνεώτων. Η Ζωή Είναι Αλλού. Κυλιέται στα περάσματα ενός μικρού Αλβανού μέχρι την ώρα που θα αποκοιμηθεί στα στρωσίδια του Ρίτσου. Σπαρταράει στην κυνηγημένη φλέβα του τοξικομανή όταν κρεμιέται στο όνειρο και τη σωτηρία. Απλώνει τα σώματα των τυφλών ερώτων και αδειάζει το αίμα της συνουσίας. Γίνεται τόπος ζωηρής ανάστασης. Νερό του Αλιάκμονα και σκόνη της Βεγγάζης. Πυρετός των Εξαρχείων και φτηνό μπουρδέλο στις γειτονιές του Καΐρου.
63 Λεωφορείο σε νυχτερινό δρομολόγιο Δράμας– Αθήνας και μπαλκόνι αθανασίας πάνω από την Αγίας Σοφίας, ξημέρωμα απελευθέρωσης. Αν θέλεις πάλι μπορείς να το ανοίξεις ολότελα και να κοιτιέσαι στο τζάμι, σαν μέσα σε μακρινό καθρέφτη μαγικό. Αντανακλάσεις μιας περιπέτειας που θηλάζουν στο βυζί των μικρών ιστοριών. Περνάνε από μπροστά μου σαν παρέλαση συγγενών σε γιορτή του πατέρα. Διηγήσεις αποκούμπια. Να πιάνεσαι από τις ξεψυχισμένες φράσεις και να διασχίζεις θαρρετά το σκοτάδι. Να περπατάς πάνω στο νήμα των ξεχασμένων φίλων. Των αόρατων γυναικών. Των σεμνών οδοιπόρων. Στο τζάμι πάνω, η ευγένεια του Λόγου. Οι περασμένες συνήθειες. Η υπομονή της ακοής. Η σοφία των στιγμών. Η εγκαρτέρηση των θαυμάτων. Ιδίως όταν βραδιάζει, τώρα με την Άνοιξη, και το λιμάνι είναι μια μακρινή φωτιά, χρυσή και κόκκινη. Την ώρα που το πλοίο μπαίνει στο λιμάνι, εγώ σας μιλάω για μία εκπομπή της τηλεόρασης. Πού να το πεις και ποιοι να σε πιστέψουν. Οι επιβάτες κατεβαίνουν βιαστικά, αναζητώντας βλέμματα και αγκαλιές. Ο θόρυβος χτυπάει πάνω στο λιμενοβραχίονα και επιστρέφει στα σπίτια της πόλης. Αφήνω το παράθυρο ανοιχτό. Τη Σωτηρία Λεονάρδου να «καίγεται» πάνω στους ντόκους και τις αλυσίδες. Το Γιώργο Χρονά να μουρμουρίζει ένα τραγούδι της Στέλλας Χασκίλ. Τη Μαρία Παπαγιαννίδου – Σεν Πιέρ στο παιχνίδι του έρωτα στα χρόνια του AIDS. Τον Ψαραντώνη πάνω στη Γκρεμούσα να μαζεύει δίκταμο μαζί με τ’ αγριμάκια των ορέων. Την Κική Δημουλά, αναμμένο κερί σε έρημο ξωκλήσι. Το Γιώργο Διαλεγμένο να με φιλάει ακόμη στη μούρη. Το Θόδωρο Αγγελόπουλο σε μια ταινία που θα λέγεται Αύριο. Τον Κώστα Καράκωστα, λεύτερο στο Άχραντο Λευκό. Την Ιωάννα Καρυστιάνη να τρίβει τα πόδια της κυρίας Κατάκη, σαν αγία της μοναξιάς. Το Λευτέρη Βογιατζή, άγγελο και δαίμονα μαζί…
Η Εύη Κυριακοπούλου ακουμπάει στο περβάζι της οθόνης και συλλέγει τα ανθρώπινα
Ένα βαθύ μυστικό μιας ανεξάντλητης πείνας… Η Ζωή είναι Αλλού, γιατί είναι δίπλα μας. Αρκεί να ανοίξουμε τα παράθυρά της και να την ξαναδούμε από κοντά. Να βρούμε πάλι τα βλέμματα των άλλων, τις ζεστές τους ανάσες. Τα λιγοστά και τα ανθρώπινα. Αυτά όλα, μα και άλλα μπορεί, είναι η εκπομπή της κυρίας Κυριακοπούλου.
info Η Ζωή Είναι Αλλού. Κάθε Κυριακή στις 22:00 από την ΕΤ1 Αρχισυνταξία – παρουσίαση Εύη Κυριακοπούλου μουσική Πλάτων Αδριτσάκης σκηνικά Ηλίας Λεδάκης διεύθυνση φωτισμού Κώστας Μπλούγουρας διεύθυνση παραγωγής Φωτεινή Κανατσούλη σκηνοθέτης Γιώργος Παναγιώτοπουλος Οι στίχοι, από ο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, Το Παράθυρο. Εκδόσεις Κέδρος, Όγδοη έκδοση, Οκτώβριος του 1977
64
Ο
Π
Ρ
Ο Σ
Ω
Π
Ι
Κ
Ο Σ
ΧΑΡΤΗΣ Τ Ο Υ
Καβάλα, το δυναμικότερο κέντρο της περιφέρειας
m
Κ Ο Σ Μ Α
Χ Α Ρ Π Α Ν Τ Ι Δ Η
Το μεγαλύτερο πλήγμα για την Καβάλα της δεκαετίας του 2000 είναι ότι δεν κατάφερε να αξιοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και να καταστεί άτυπο, αλλά ουσιαστικό, κέντρο της περιφέρειάς μας. Γιατί η Καβάλα, παρά τα πλήγματα που δέχτηκε, παραμένει ακόμη το πιο δυναμικό κέντρο της περιφέρειας της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Κι αυτό το λένε οι στατιστικές. Χωρίς βιομηχανική ζώνη, χωρίς κανένα μεγάλο εργοστάσιο τα τελευταία τριάντα χρόνια, με κουτσουρεμένο το μεγάλο της λιμάνι, μηδέν
επενδύσεις και ανάπτυξη, αποψιλωμένη από υπηρεσίες και χωρίς πανεπιστήμιο, η Καβάλα αντιστέκεται. Κι είναι απορίας άξιο πώς διατηρεί το συγκριτικό πλεονέκτημα του πιο δυναμικού αστικού κέντρου της περιφέρειας και ακόμη ανασαίνει και δε βρίσκεται στα πρόθυρα του νεκροταφείου. Ακούγεται στο πανελλήνιο όχι τεχνητά, ούτε με μπαϊ-πας. Ακούγεται επειδή διαθέτει ανθρώπους και επειδή κάποιοι στο παρελθόν εργάστηκαν για να την καταστήσουν πόλο έλξης της ευρύτερης περιφέρειας.
65
Καβάλα, το μυστικό της είναι το δυναμικό της
Μια εξήγηση για τη μη παρακμή της Καβάλας είναι το αξιόλογο ανθρώπινο δυναμικό της πόλης. Αυτό τη στηρίζει και σ’ αυτό υπερέχει. Κι όμως, αυτό το δυναμικό της πόλης δεν εισακούεται πλέον. Κάποιοι αποφάσισαν να το αγνοήσουν. Ο καθείς για τους δικούς του λόγους, αλλά το βέβαιον είναι ότι ο λόγος του ηχεί σε ώτα κλειστά. Αποτέλεσμα, να βαθαίνει η φτώχεια της πόλης και να χάνεται η σπιρτάδα και η έμπνευση. Και δεν είναι μακριά που η Καβάλα θα χάσει το συγκριτικό πλεονέκτημα του δυναμικού αστικού κέντρου. Αυτοί που την κυβερνούν τα τελευταία δέκα χρόνια, δεν έχουν μάθει να ακούν κανένα. Τα ξέρουν όλα. Πορεύονται χωρίς όραμα και νομίζουν ότι πορεύονται σωστά.
Το συνεδριακό κέντρο στην Κομοτηνή
Η ιστορία του συνεδριακού κέντρου της Καβάλας
Οι ζυμώσεις για τη δημιουργία συνεδριακού κέντρου στην Καβάλα ξεκίνησαν αμέσως μετά την αποπεράτωση του Μεγάρου Μουσικής της Αθήνας και ενώ ακόμη δεν είχε ούτε καν θεμελιωθεί το αντίστοιχο της Θεσσαλονίκης. Η πόλη, τότε, γρηγορούσε. Ήταν μπροστά από την εποχή της. Ο αείμνηστος Χρήστος Λαμπράκης αποδέχθηκε την πρόσκληση του Δήμου να συμβάλει με τις γνώσεις και την καθοδήγησή του στη δημιουργία του Μεγάρου της Καβάλας και ήταν πολύ χαρούμενος που μια πόλη που συγκέντρωνε τόσες υποδομές θα υποδεχόταν το τρίτο Μέγαρο της χώρας. Τα προσχέδια του κτιρίου εκπονήθηκαν και ήδη, μέσα στο 1990, δεσμεύθηκαν από ευρωπαϊκά προγράμματα τα πρώτα χρήματα. Τι συνέβη όμως και το κτίριο αυτό δεν ανεγέρθηκε ποτέ; Και πώς ένα παρόμοιο κτίριο ξεφύτρωσε στην Κομοτηνή;
Να λοιπόν πώς οδηγούνται στην παρακμή οι πόλεις. Με παραλείψεις και κινήσεις χωρίς πνοή και μέλλον. Με λανθασμένες ιδέες από λάθος πρόσωπα σε λάθος χρόνο και λάθος εξουσία. Το κτίριο δραπέτευσε από την Καβάλα, γιατί αυτό το δυναμικό (για το οποίο η Καβάλα θα πρέπει να αισθάνεται υπερήφανη) πολεμιέται από ένα άλλο κατεστημένο που αρνείται να αποδεχθεί ιδέες και αρνείται να συστρατευθεί. Απεναντίας, έχει μάθει να εναντιώνεται, να αρνείται και να πολεμά. Και τελικώς, επειδή το καλό βραδυπορεί, βρίσκει τη δύναμη να ματαιώνει και να ακυρώνει. Ισως κάποια στιγμή ο ιστορικός του μέλλοντος εντοπίσει ποιος και γιατί έφταιξε και τι συντέλεσε για να μην χτιστεί το μέγαρο στην πόλη μας.
66
Τι χάσαμε
Το θέμα της απώλειας
Πάγια άποψή μου ήταν ότι, με το κτίριο αυτό, η Καβάλα θα κατάφερνε να μπει στο νέο αιώνα με αισιόδοξο βηματισμό και υπερτερώντας από τις όμορες πόλεις της. Και με την ακτινοβολία και τη διάχυση της δραστηριότητας του Μεγάρου θα ανέκοπτε την πολιτιστική φυγή προς τη Θεσσαλονίκη, σπάζοντας το μονοπώλιό της και αναπτύσσοντας έναν αξιόλογο πνευματικό πόλο στο ενδιάμεσο. Και βεβαίως, σε συνδυασμό με τις άλλες υποδομές, θα προσέλκυε και τουρισμό. Το στοίχημα δεν ήταν αμιγώς πολιτιστικό ή μουσικό, αλλά καθαρά αναπτυξιακό και τουριστικό, ενισχύοντας τις υποδομές μας και συμβάλλοντας να ξεφύγουμε από τη μονόχνωτη μοίρα του επαρχιακού. Αντί αυτού, είδαμε την πόλη να ασφυκτιά στις υποβαθμισμένες αίθουσες του 1970 (κι αυτές ελάχιστες και με τραγικό εξοπλισμό) και να μην μπορεί να υποδεχθεί τίποτα ενδιαφέρον. Ωραία πόλη, πλην όμως χωρίς υποδομές, είναι το επιμύθιο. Όλα συφοριασμένα και στριμωγμένα εκεί όπου δεν έπρεπε.
Δύο βιβλία που διαβάζω αυτή την εποχή και έχουν μεταφραστεί με επιτυχία στα ελληνικά, διαπραγματεύονται το θέμα της απώλειας των γονέων και το τραύμα που βιώνει το ανήλικο παιδί. Το θέμα είναι διαχρονικό, συγκινεί και προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αφού ψάχνει να βρει με ποιο τρόπο θα διαχειριστεί το ανήλικο την απώλεια και πώς θα καταφέρει να ορθοποδήσει σε μια κοινωνία απαιτητική και πολυσύνθετη, όπως η σημερινή. Ο πιο ώριμος Κέτιλ Μπγιόρνσταντ, του οποίου ο ήρωας χάνει τη μητέρα του στα δεκάξι έτη του, στρέφεται στην κλασική μουσική και αφιερώνεται σε αυτήν, προσπαθώντας, μέσα από το
Μουσείο Μπενάκη και εκδόσεις
βάλσαμο της τέχνης και τη δεξιοτεχνία, να υπερβεί την απώλεια, ενώ ο εννιάχρονος του Τζόναθαν Σάφραν Φόερ (ο συγγραφέας είναι μόλις 33 ετών) έχει χάσει τον πατέρα του στις 11.09.2001 και με έναν παραληρηματικό λόγο (τηρουμένων των αναλογιών, θα έλεγα πως είναι η αντίστροφη περσόνα του Λούσια, του Ν. Χουλιαρά) συμπληρώνει τεχνικά το παζλ της απώλειας. Τα βιβλία αυτά είναι: «Η Λέσχη των νέων πιανιστών» του Κέτιλ Μπγιόρνσταντ (εκδόσεις Πόλις) και το «Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά» του Τζόναθαν Σάφραν Φόερ (εκδόσεις Μελάνι).
Το Μουσείο Μπενάκη δεν οργανώνει μόνο αναδρομικές εκθέσεις με επιτυχία (όπως αυτή του Τσαρούχη), αλλά εκδίδει πλέον και σημαντικά βιβλία, απαραίτητα για τη βιβλιογραφία, χωρίς όμως εμπορικό ενδιαφέρον. Και δεν αναφερόμαστε στις εκδόσεις που υποστηρίζουν τις εκθέσεις του. Δεν είναι μόνο ο κατάλογος της έκθεσης Τσαρούχη που προκάλεσε το ενδιαφέρον του κοινού και της κριτικής, αλλά και η από χρόνια αναμενόμενη αναφορά του Λουί Κουτέλ για την ποιητική διαμόρφωση του Δ. Σολωμού. Ενα βιβλίο-σταθμός στη μελέτη του σολωμικού έργου, σε επιμελημένη μετάφραση του απόντος Σωκράτη Καψάσκη. Με την ευκαιρία αυτή, δείτε και τις υπόλοιπες εκδόσεις του Μουσείου. Σπάνια διαμάντια σε μια δύσκολη αγορά, σε μιαν άγρια εποχή. Παρακαταθήκες αξίας σε μια περίοδο που οι άλλοι σιωπούν.
67
Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης Περιοδικό «Τεφλόν»
Ευτυχώς που έχει θεσμοθετηθεί και στρέφεται το βλέμμα μας στην ποίηση και τους ποιητές. Κατά τα άλλα, όλοι την αγαπούν, σε όλους προκαλεί συναισθήματα, αλλά όλοι την αποστρέφονται όταν τους ζητήσει τη συνδρομή τους για να βγει από την αφάνεια του συρταριού και να εκδοθεί. Ευτυχώς που υπάρχουν οι δικτυακοί ιστότοποι που την προβάλλουν με επιτυχία. Δοκιμάστε τους: poetikanet.gr, poiein.gr, e-poema.eu, snhell.gr και teflon.wordpress.com.
Κυκλοφορεί ως free press έντυπο για την ποίηση και το εκδίδουν κυρίως νέα παιδιά, που οι περισσότεροι δεν έχουν εκδώσει ακόμη βιβλία τους. Ας μην βιαστούν. Εχουν ένα βήμα και ένα κατάφορτο από υλικό διαδικτυακό τόπο για να γράφουν. Ας λιμάρουν καλά τις λέξεις τους και ας τις αναπτύξουν για να στιλβωθούν περισσότερο. Εμείς τους περιμένουμε και θα χαιρόμαστε κάθε φορά που θα τους συναντούμε καλύτερους.
68
συνάντηση κορυφής j
δια χειρός Κώστα Δασκαλάκη
69