ΦΥΛΕΣ
ΦΥΛΕΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ Μετάφραση
Σύμβουλος δραματουργίας
Σκηνοθεσία
Επιστημονικός σύμβουλος
Σκηνικά-Κοστούμια
Βοηθός σκηνοθέτη
Φωτισμοί
Βοηθός σκηνογράφου
Μουσική
Φωτογραφίες
Έρι Κύργια
ΤάκηΣ ΤζαμαργιάΣ ΕδουάρδοΣ Γεωργίου
ΑλέξανδροΣ Αλεξάνδρου
Ελένη Μολέσκη
ΚωνσταντίνοΣ ΣαμαράΣ ΧρήστοΣ ΤζαμαργιάΣ Έλλη Αποστολάκη
ΓιώργοΣ ΧριστιανάκηΣ
ΝίκοΣ ΠανταζάραΣ
Βίντεο
Παραγωγή
Δήμητρα Τρούσα
Lead-in-Arts ΑΜΚΕ, Θέατρο ΣταθμόΣ
της Νίνα Ρέιν
Ερμηνεύουν [με σειρά εμφάνισης] Κρίστοφερ, πατέρας
ΜανώληΣ ΜαυροματάκηΣ Μπεθ, μητέρα
Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη Ντάνιελ, γιος
ΔημήτρηΣ ΚουρούμπαληΣ Ρουθ, κόρη
Ελένη Μολέσκη Μπίλι, γιος
ΜάνοΣ ΚαρατζογιάννηΣ Σύλβια
Βασιλική Τρουφάκου
ΠώΣ μπορεί κανείΣ να αποδώσει ένα πλέγμα συναισθημάτων με λέξειΣ Σημείωμα του σκηνοθέτη
Σ Η ι α ν Σ
ενσυναίσθηση και μόνον μπορεί να αποτελέσει τη γεφυροποιό δύναμη ανάμεσα στις εκάστοτε φυλές, αλλά και μέσα στα μέλη της ίδιας της φυλής; Στο έργο της Νίνα Ρέιν η απουσία της ενσυναίσθησης γίνεται αισθητή στη στείρα αντιπαράθεση της φυλής των ομιλούντων και αυτής της νοηματικής των κωφών. Μας κάνει να αναρωτηθούμε στο κατά πόσο οι λεκτικοί διαξιφισμοί με τα πλούσια μεταγλωσσικά στοιχεία και το ξόδεμα λέξεων που στηρίζουν κούφια σχήματα και ιδεολογήματα είναι ικανά να βοηθήσουν τα μέλη κάθε φυλής-οικογένειας να αφουγκρασθούν την αλήθεια και να εκφράσουν την αγάπη τους. Κι από την άλλη πόσο περίπλοκη και συνάμα περιοριστική μπορεί να γίνει η επικοινωνία στη βουβή ευγλωττία της νοηματικής. Η οικογένεια του Μπίλι, όπως κάθε οικογένεια, είναι μια φυλή, με τη δική της μοναδική γλώσσα, τις δικές της νόρμες και τους δικούς της εσωτερικούς κανόνες. Μια οικογένεια δυσλειτουργική στις σχέσεις της, αναγνωρίσιμη και οικεία κατά τα άλλα, όπου τα μέλη της, συνειδητά ή μη, παλεύουν να βρουν τη φωνή τους, κι από την άλλη η σιωπή του Μπίλι που διεκδικεί τη δική του. Ποια κωφότητα πραγματεύεται το έργο: την οργανική κωφότητα του Μπίλι που αναζητά τη φωνή του σε μια φυλή που του την αρνείται για να μην είναι διαφορετικός και περιθωριοποιηθεί. Και που, όταν την ανακαλύπτει με τη βοήθεια της Σύλβιας στην κοινότητα των κωφών, υψώνει το ανάστημά του, προβάλλει το αίτημά του για επικοινωνία και συγκρούεται με την οικογένειά του. Ή μήπως την κωφότητα του Ντάνιελ και της Ρουθ, των μεγαλύτερων αδελφών του, που παρά τις δυνατότητές τους και τα προσόντα τους βιώνουν τον εγκλωβισμό τους στα αδιέξοδα των ερωτικών τους σχέσεων και επαγγελματικών τους προσδοκιών; Ή μήπως αυτήν των γονιών τους, του Κρίστοφερ και της Μπεθ, που παγιδευμένοι σε αυτάρεσκες εμμονές και ιδεολογήματα αρνούνται να αποδεχτούν την ήττα των ρητορικών επιχειρημάτων τους για την κοινότητα των κωφών ως φυλή; Ή τελικά την οδύνη στην επερχόμενη κωφότητα της Σύλβιας; Σίγουρα η Ρέιν δεν έγραψε άλλο ένα έργο για κωφούς, αλλά για την περιπλοκότητα της επικοινωνίας μέσα στον μικρόκοσμο της φυλής μας, της ίδιας μας της οικογένειας με τα άτομα που αγαπούμε και γνωρίζουμε πιο πολύ. Παρότι η οικογένεια του Κρίστοφερ είναι οικογένεια ακαδημαϊκών και το κεντρικό της ζήτημα σε ερευνητικό και επιστημονικό επίπεδο είναι η γλώσσα και παρότι ο πατέρας διακηρύττει πως «αν δεν έχουμε λέξεις δεν μπορούμε να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας», τα μέλη της άλλοτε σιωπηλά κι άλλοτε κραυγάζοντας διεκδικούν τη φωνή τους. Τελικά ο λόγος μπορεί να είναι τόσο περιοριστικός όσο η σιωπή και η σιωπή μπορεί να είναι το ίδιο εύγλωττη με τον λόγο. Η παράσταση προτίθεται να αναδείξει τον πλούτο και την πολυσημία του έργου της Ρέιν με τη βοήθεια μιας εξαιρετικής ομάδας ηθοποιών, που δεν σταματούν να αναζητούν το πλέγμα σχέσεων και ήχων, που πλανάται κάτω από τις γραμμές του, προκειμένου να μας βοηθήσουν ως θεατές να το αφουγκρασθούμε.
Τάκης Τζαμαργιάς
Ιανουάριος 2019
nina raine
Η
Νίνα Ρέιν (Nina Raine) είναι σκηνοθέτις και συγγραφέας. Γεννήθηκε το 1975 σε μια οικογένεια συγγραφέων. Είναι κόρη του ακαδημαϊκού και ποιητή Craig Raine, εκπροσώπου του ποιητικού κινήματος του Martianism, και της ακαδημαϊκού και μεταφράστριας Ann Pasternak Slater, ανιψιάς του διάσημου Ρώσου συγγραφέα Boris Pasternak. Νονός της είναι ο μυθιστοριογράφος Julian Barnes. Τέλος, o ένας από τους δύο αδερφούς της, ο Moses, είναι επίσης θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος.
Μετά την αποφοίτησή της από το περίφημο κολλέγιο Christ Church της Οξφόρδης, με διάκριση στην αγγλική λογοτεχνία, άρχισε την καριέρα της στο θέατρο ως εκπαιδευόμενη σκηνοθέτις στο Royal Court Theatre του Λονδίνου, με υποτροφία του προγράμματος Regional Young Theatre Director Scheme. Καθηγητές της υπήρξαν ο Domenic Cooke, o Ian Rickson, η Katie Mitchell, ο David Hare, o James Kerr και ο Stephen Daldry. Αφού εργάστηκε αρχικά ως βοηθός σκηνοθέτη, συνέχισε την καριέρα της σκηνοθετώντας μια σειρά από έργα: Eskimo Sisters της Laline Paull (Southwark Playhouse, 2002), Vermillion Dream του Chris Lee (Salisbury Playhouse, 2004), Unprotected του James Hatton (Liverpool Everyman/Traverse, 2006), Shades της Alia Bano (Royal Court Theatre Upstairs, 2009), Jumpy της April De Angelis (Royal Court Theatre Upstairs, 2011) και Logging του William Boyd (Hampstead Theatre, 2013). Για τη σκηνοθεσία της στο έργο Unprotected βραβεύτηκε με το βραβείο Amnesty International Freedom of Expression Award for an Outstanding Production on a Human Rights Theme και το βραβείο TMA Best Director Award. Το 2014 σκηνοθέτησε το έργο του αδερφού της Moses Raine, Donkey Heart (Old Red Lion Theatre, Trafalgar Studios).
Το 2003 έγραψε το πρώτο της θεατρικό έργο, Rabbit, στο πλαίσιο του εργαστηρίου συγγραφής του National Theatre Studio, το οποίο σκηνοθέτησε η ίδια τρία χρόνια αργότερα στο Old Red Lion Theatre. Το έργο, με θέμα την πάλη των φύλων και τον θάνατο, σημείωσε αξιοσημείωτη επιτυχία και μεταφέρθηκε στο West End. Βραβεύτηκε, επίσης, με τα βραβεία Evening Standard και Critic’s Circle στην κατηγορία του πιο υποσχόμενου θεατρικού συγγραφέα. Το 2006 έγραψε το επόμενό της έργο, ένα «ιατρικό δράμα» με τίτλο Tiger Country, που ανέβηκε το 2010 στο Hamstead Theatre, σε δική της σκηνοθεσία. Το έργο ήταν υποψήφιο για το βραβείο Sphinx Theatre’s Brave New Roles Award. Το 2009 μετέφρασε και διασκεύασε για το Royal Shakespeare Company το έργο The Drunks των Ρώσων συγγραφέων Mikhail και Vyacheslav Durnekov. Το 2010 κυκλοφόρησε το τρίτο της έργο, Tribes, που παρουσιάστηκε στο Royal Court Theatre Downstairs σε σκηνοθεσία Roger Michell και ήταν υποψήφιο για το Olivier Award στην κατηγορία καλύτερου νέου έργου. To έργο μεταφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία στη Νέα Υόρκη, όπου ανέβηκε σε σκηνοθεσία του David Cromer στο Barrow Street Theatre και βραβεύτηκε με τα βραβεία Drama Desk Award for Outstanding Play, New York Drama Critics’ Circle Award και Off-Broadway Alliance Award – στην κατηγορία καλύτερο έργο. Στη συνέχεια, ανέβηκε σε διάφορες πολιτείες της Αμερικής, τον Καναδά, την Αυστραλία, την Ιρλανδία και την Κύπρο (ΘΟΚ, σε σκηνοθεσία Αθηνάς Κάσιου). Το έργο της, Consent, που πραγματεύεται την εκδίκαση μιας υπόθεση βιασμού, ανέβηκε το 2017 στο National Theatre του Λονδίνου σε σκηνοθεσία Roger Michell και μεταφέρθηκε αργότερα στο Harold Pinter Theatre του Λονδίνου. Το πιο πρόσφατο δείγμα δουλειάς της με τίτλο Stories ανέβηκε το 2018 σε δική της σκηνοθεσία στο National Theatre του Λονδίνου και αφηγείται την ιστορία μιας 39χρονης γυναίκας χωρίς σύντροφο που προσπαθεί να αποκτήσει παιδί. Το έργο βραβεύτηκε με το βραβείο Edgerton Foundation New Plays Award. Εκτός από το θέατρο, έγραψε έργα για το ραδιόφωνο (Alan Howard Reads, 2007, BBC Radio 4) και σενάρια για την τηλεόραση (Boarders, Hartswood Films, Class, Mammoth Screen/BBC, Mistress, Ecosse/BBC – μαζί με τον αδερφό της, Moses Raine) Πηγές: https://www.dramaonlinelibrary.com/playwrights/nina-raine-iid-135918 https://www.unitedagents.co.uk/nina-raine https://www.canadianstage.com/ArticleMedia/Files/shows_tickets/13_14/tribes_study_guide.pdf https://www.vermontstage.org/nina-raine-bio.html https://www.nationaltheatre.org.uk/shows/stories https://www.irishtimes.com/culture/if-you-re-from-a-family-of-writers-everything-is-fair-game-1.3240983 Kristen A. Dorsch (ed.), A study guide for Nina Raine’s “Tribes”, Gale, Cengage Learning, Michigan, 2018
Η
ιδέα για να γράψω τις Φυλές μού ήρθε πρώτη φορά όταν παρακολούθησα ένα ντοκιμαντέρ για ένα ζευγάρι κωφών. Η γυναίκα ήταν έγκυος. Το ζευγάρι ήθελε το παιδί του να γεννηθεί κωφό. Μου έκανε εντύπωση ότι στην πραγματικότητα αυτό αισθάνονται οι περισσότεροι άνθρωποι, κωφοί ή όχι. Οι γονείς νιώθουν μεγάλη χαρά όταν βλέπουν να αποτυπώνονται πάνω στα παιδιά τους τα χαρακτηριστικά που κατάφεραν να τους κληροδοτήσουν. Όχι μόνο ένα σύνολο γονιδίων. Αλλά ένα σύνολο αξιών, πεποιθήσεων. Ακόμα και μια συγκεκριμένη γλώσσα. Η οικογένεια είναι μια φυλή: με εσωτερικές έριδες, αλλά απόλυτα αφοσιωμένη. Όταν άρχισα να παρατηρώ γύρω μου, έβλεπα παντού φυλές. Πήγα στη Νέα Υόρκη και ενθουσιάστηκα με τους ορθόδοξους Εβραίους στο Williamsburg, που φορούν όλοι ένα είδος στολής. Ήταν σαν μια τεράστια εκτεταμένη οικογένεια. Κι όπως κάποιες θρησκείες μπορεί να φαίνονται εντελώς τρελές στους άπιστους, έτσι και οι τελετές και οι ιεραρχίες μιας οικογένειας μπορούν να φαίνονται παράλογες σ’ έναν ξένο. Έμαθα λίγη νοηματική. Τη βρήκα υπερβολικά κουραστική. Η νοηματική απαιτεί να εντείνεις τις εκφράσεις του προσώπου σου: για το «μου αρέσει» χαϊδεύεις τον λαιμό σου προς τα κάτω και χαμογελάς γαλήνια, για το «δεν μου αρέσει» χαϊδεύεις τον λαιμό σου προς τα πάνω και κάνεις μια γκριμάτσα, σχεδόν σαν να κάνεις εμετό. Ένιωθα σαν να έπρεπε να υιοθετήσω μια προσωπικότητα που δεν μου ταίριαζε. Αντιλήφθηκα πόσο πολύ εκφράζουμε την προσωπικότητά μας μέσα από τον τρόπο που μιλάμε. Δεν μου άρεσε που έπρεπε να αλλάξω την προσωπικότητά μου. Και η νοηματική έχει διαφορετική γραμματική. Ένιωθα ηλίθια, αργή, μπερδεμένη. Άραγε, έτσι θα νιώθει και ένα κωφό άτομο που προσπαθεί να παρακολουθήσει έναν γρήγορο προφορικό διάλογο; Αλλά ένιωσα και ζήλια. Λάτρεψα τον τρόπο που φαινόταν η νοηματική όταν τη χρησιμοποιούσαν αυτοί που ήταν άπταιστοι σ’ αυτήν. Μπορούσε να είναι όμορφη. Δεν θα ήταν εξαιρετικό να είσαι «βιρτουόζος» στη νοηματική; Πρέπει να υπάρχουν, όπως οι ποιητές ή οι πολιτικοί στον κόσμο των ακουόντων… Τέλος, σκέφτηκα τη δική μου οικογένεια. Γεμάτη από τις δικές της εκκεντρικότητες, κανόνες, εσωτερικά αστεία και τιμωρίες. Τι θα γινόταν αν κάποιος στη δική μου (ακούουσα, ομιλητικότατη) οικογένεια γεννιόταν κωφός; Όλα αυτά ενσωματώθηκαν στο έργο, που χρειάστηκε πολύ χρόνο για να γραφτεί. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι στην αρχή θα καταδυόμασταν σ’ ένα οικογενειακό δείπνο. Η πρώτη σκήνη ήταν εύκολο να γραφτεί. Την έγραψα χωρίς να έχω καμιά ιδέα για τα ονόματα των χαρακτήρων ή για το πόσα αδέρφια θα υπήρχαν. Αλλά, παραδόξως, ήταν μια από τις σκηνές που ελάχιστα άλλαξαν κατά τη συγγραφή του έργου. Έμεινε στην άκρη για πολύ καιρό. Και μετά, πολύ αργά, έγραψα το υπόλοιπο. Η τρελή οικογένεια γεννήθηκε πλήρως διαμορφωμένη. Έπρεπε απλά να σκεφτώ τι θα τους συνέβαινε. Πηγή: Nina Raine, Why I wrote Tribes?, https://royalcourttheatre.com/nina-raine-why-i-wrote-tribes/
Γ έ τ «
Γιατί έγραψα τιΣ «ΦυλέΣ»; της Νina Raine
Οι διαστρωματώσειΣ τηΣ γλώσσαΣ συνέντευξη της Nina Raine στη Monica Carty
ι Π Σ Σ Σ
αρακολούθησα ένα ντοκιμαντέρ και αυτό μου έδωσε την ιδέα να γράψω το έργο. Ήταν ένα ντοκιμαντέρ για ένα ζευγάρι κωφών. Επίσης, ήμουν φίλη με μια συγγραφέα που θα έχανε την ακοή της. Γενετική κληρονομική ασθένεια. Με βοηθούσε όταν υπήρχαν πάρτι και τέτοια πράγματα. Συνάντησα κωφούς ανθρώπους μέσω ενός ανθρώπου που θα γινόταν κωφός. Κι επίσης, τους είπα περίπου: «Γράφω αυτό το πράγμα και θέλω να μιλήσω σε ανθρώπους γι’ αυτό». Κι έτσι μίλησα σε πολλούς ανθρώπους και το ενδιαφέρον ήταν ότι υπήρχε μεγάλη ποικιλία στην κωφότητα. Έτσι μίλησα σ’ έναν άντρα που ήταν εκ γενετής κωφός – δεν είχε καθόλου λόγο κι έτσι μιλούσε με διερμηνέα. Και μετά μίλησα μ’ έναν άντρα που έγινε κωφός αργότερα στη ζωή του. Πήγα σ’ ένα σχολείο για κωφούς, έτσι γνώρισα κωφά παιδιά. Μίλησα με τους γονείς ορισμένων κωφών παιδιών που ήταν στο σχολείο. Συνδυασμοί κωφοτήτων. Κι ο καθένας ήταν εντελώς μοναδικός. Πώς παίρνεις το παράδειγμα μιας τέτοιας κοινότητας, των κωφών, και το εφαρμόζεις στο γενικότερο θέμα των κοινοτήτων που σχηματίζουν οι άνθρωποι; Σκεφτόμουν ότι η κοινότητα των κωφών είναι μόνο ένα παράδειγμα τέτοιου τύπου κοινότητας και υπάρχουν πολλά άλλα. Όταν αρχίζεις να παρατηρείς, βλέπεις πως όλοι συμμερίζονται τον τρόπο με τον οποίο οι κωφοί σχολιάζουν άλλους κωφούς – είναι ο ίδιος τρόπος που κάποιοι Εβραίοι μιλούν για τους άλλους Εβραίους. Εξαρτάται από το πόσο παρατηρητικός είσαι. Είναι όπως οι διανοούμενοι μιλούν για τους άλλους διανοούμενος. Κάθε είδους ομάδα μοιράζεται συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Και μετά αυτό συμπυκνώνεται στην οικογένεια – είναι το μικρότερο κομμάτι που υπάρχει. Σ’ αυτό συνοψίζεται το έργο για μένα, την οικογένεια, ένα μικροσκοπικό βασίλειο με τους δικούς του εσωτερικούς κανόνες και ιεραρχίες και παραξενιές που δεν αμφισβητούνται. Και πόσο δύσκολο είναι, όταν γνωρίζεις κάποιον που τον ερωτεύεσαι να τον συστήσεις σε μια ομάδα που προϋπάρχει, στην οικογένεια; […] Πόσοι τρόποι υπάρχουν να επικοινωνείς και να μην επικοινωνείς; Μπορείς να επικοινωνήσεις μέσω της νοηματικής γλώσσας, αλλά τι γίνεται όταν οι λέξεις κάποιου δεν είναι οι ίδιες με τις δικές σου λέξεις; Μόνο και μόνο επειδή έχουμε μια λέξη για κάτι, δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε για το συναίσθημα που κρύβεται μέσα σ’ αυτή. Οι λέξεις είναι μια προσπάθεια. Και υποθέτω πως σ’ αυτό το σημείο έρχεται η μουσική και η μουσική δεν έχει λέξεις. Στην όπερα, τον μισό χρόνο δεν καταλαβαίνεις τι λένε, αλλά αισθάνεσαι: «Ω! Αυτό είναι λυπημένο». Και με ενδιαφέρει πώς γίνεται εγώ κι εσύ να μπορούμε να ακούσουμε το ίδιο κομμάτι μουσικής και να συμφωνήσουμε πραγματικά στο τι είναι λυπημένο και τι είναι χαρούμενο. Συμφωνούμε μ’ έναν τρόπο που δεν συμφωνούμε για μια λέξη. Για όλα τα επίπεδα και τις διαστρωματώσεις της γλώσσας. Πηγή: Monica Carty, Layers of language: An interview with “Tribes” playwright Nina Raine, https://www.columbiaspectator.com/2012/12/11/layers-language-interview-tribes-playwright-nina-raine/
Μάρσια: […] Συγκεκριμένα, η πιο έντονη αντίδραση ήταν από μια φοιτήτρια. Έχω μια φοιτήτρια που είναι αυτιστική και πραγματικά ταυτίστηκε με το έργο, γιατί είπε ότι ένιωσε να ταυτίζεται με την κοινότητα των κωφών και με το πώς αυτοί απεικονίστηκαν στο έργο. Ένιωσε ότι είναι σχεδόν το ίδιο με το να είσαι αυτιστική. Νίνα: Ουάου! Μάρσια: Δεν το είχα σκεφτεί μ’ αυτό τον τρόπο, αλλά μέχρι το τέλος, στην πραγματικότητα ήδη από το διάλειμμα και μέχρι το τέλος, δάκρυζε στ’ αλήθεια. Το λάτρεψε. Νίνα: Θεέ μου, αυτό είναι εκπληκτικό! Μάρσια: Ναι, της άλλαξε τη ζωή. Νίνα: Μου αρέσει πολύ που το ακούω αυτό. Είναι έξοχο. Έχει ενδιαφέρον, γιατί το έγραψα για τους κωφούς, σκεπτόμενη ότι θα μπορούσε να είναι μεταφορά για… Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα. Απλά δεν το περίμενα. Θυμάμαι ότι, όταν το έγραφα, σκέφτηκα κάποια στιγμή: Μήπως να κάνω τον Μπίλι να είναι και γκέι; Να σκεφτόμαστε αν θα το αποκαλύψει; Αλλά σκέφτηκα όχι, όχι, αυτό θα μπερδέψει. Αλλά τόσοι πολλοί γκέι άντρες λατρεύουν αυτό το έργο, γιατί γι’ αυτούς το έργο είναι για το πώς είναι να αποκαλύπτεσαι και να το λες στην οικογένειά σου: «Ξέρετε, ποτέ δεν αποδεχτήκατε το ποιος είμαι πραγματικά και τώρα πρέπει να το κάνετε». Εννοώ, ο μπαμπάς κάπου λέει ένα αστείο γι’ αυτό: «Μήπως θέλεις να μας πεις ότι είσαι γκέι;» Το έργο αρέσει σε τόσους πολλούς γκέι άντρες. Δεν ξέρω για τις λεσβίες∙ απλά δεν γνωρίζω τόσες πολλές. Αλλά ξέρεις, πολλοί γκέι άντρες μού το είπαν. Και ο David Cromer, που το σκηνοθέτησε στη Νέα Υόρκη, είναι γκέι και το βρήκε επίσης πολύ συγκινητικό. Στην πρώτη ανάγνωση του έργου απλά έκλαιγε. Κι έχω έναν φίλο ηθοποιό που είναι μαύρος και μου είπε: «Ω, νόμιζα πως ήταν για το πώς είναι να είσαι μαύρος». Και μετά είχα μια φίλη που ήταν έγκυος και γέννησε πρόσφατα και μου είπε: «Λοιπόν, όταν άκουσα τη Σύλβια να λέει για το πώς χάνει την ακοή της και πώς η ζωή της είχε περιοριστεί σ’ έναν μικρό κύκλο και τα υπόλοιπα γύρω ήταν σκοτάδι, λοιπόν, έτσι ένιωσα αφού γέννησα». Είναι εκπληκτικό πόσες διαφορετικές ερμηνείες βλέπουν οι άνθρωποι. Αυτό με κάνει πραγματικά ευτυχισμένη. Μάρσια: Ναι, είναι εκπληκτικό. Αισθάνθηκα ότι οποιοσδήποτε ή οποιαδήποτε αισθάνεται απομονωμένος ή απομονωμένη στη ζωή του ή στη ζωή της, μπορεί σίγουρα να ταυτιστεί με τον Μπίλι. Είναι πραγματικά οικουμενικό. Αυτό που μου φάνηκε κάπως αστείο είναι ότι ο Νταν ακούει φωνές μέσα στο κεφάλι του, που κανείς άλλος δεν μπορεί να ακούσει, κι ο Μπίλι είναι περικυκλωμένος από τις φωνές της οικογένειάς του, που δεν μπορεί να τις ακούσει. Αυτό ήταν μια ενδιαφέρουσα δυναμική, γιατί οι δυο τους είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Νίνα: Ναι, ακριβώς. Θυμάμαι ότι μιλούσα με κάποιον που ακούει φωνές και ξαφνικά – είναι τόσο τυχαίο μερικές φορές– σκέφτηκα ότι αυτό θα είναι ένα εξαιρετικό αντίβαρο, μια ανατροπή. Ήμουν πολύ ενθουσιασμένη για τη σκηνή λίγο πριν από το τέλος, εκεί που η ομιλία του Ντάνιελ έχει αρχίσει να αλλοιώνεται και οι φωνές είναι πολύ δυσάρεστες, και η Σύλβια λέει: «Αν μου πεις τι λένε οι φωνές, θα τους μιλήσω». Σκέφτηκα
Ε π σ
Είναι σαν έναΣ βόλοΣ που κυλάει μέσα σε μια σπείρα συνέντευξη της Nina Raine στη Marcia T. Eppich-Harris
μήπως έπρεπε να αναπτύξω περισσότερο τη σκηνή, επειδή μου φάνηκε ότι θα ήταν τόσο ενδιαφέρουσα σκηνή αν κάποιος εμπλεκόταν με τις φωνές που άκουγε κάποιος άλλος στο κεφάλι του. Το άτομο που ξέρω, που ακούει φωνές, δεν θα το έκανε πότε αυτό. Όταν το ρώτησα, μου είπε: «Όχι, γιατί απλά ενθαρρύνει τη φωνή αν εμπλακείς μαζί της, ακόμα κι αν το κάνει κάποιος άλλος». Αλλά σκέφτηκα ότι είναι μια ενδιαφέρουσα «περιοχή». Σχεδόν εύχομαι να την είχα αναπτύξει περισσότερο, αλλά αυτό το έργο εκτοξεύεται προς το τέλος. Είναι σ’ ένα προχωρημένο σημείο στο έργο. Είναι σαν ένας βόλος που κυλάει μέσα σε μια σπείρα, το έργο γίνεται όλο και πιο γρήγορο και δεν μπορεί να το ανακόψεις με τα πράγματα που θα ήθελες να ασχοληθείς εξαιτίας της συγγραφικής σου απληστίας. […] Η ιδέα υποθέτω ήταν εκεί εν σπέρματι, και μετά στις Φυλές, σκέφτηκα… η οικογένεια, όλο αυτό το πράγμα με την κωφότητα. Δεν θα ήταν υπέροχο αν η ειρωνεία βρισκόταν στο ότι η οικογένεια απορρίπτει την κοινότητα των κωφών, ενώ στην πραγματικότητα η ίδια είναι η τέλεια εικόνα του ίδιου πράγματος σε μικρογραφία;
Πηγή: Marcia T. Eppich-Harris, A Conversation with Nina Raine, 5 Απριλίου 2014, https://hcommons.org/deposits/item/hc:14807/
ΕρμηνεύονταΣ την αναπηρία του Simon Floodgate
Η
Ρέιν αντλεί ξεκάθαρα από το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας και αμφισβητεί ποιος πραγματικά έχει αληθινό πρόβλημα ανάμεσα στους χαρακτήρες του έργου. Η εναρκτήρια σκηνή εγκαθιστά το θέμα της απομόνωσης του Μπίλι μέσα στην ακούουσα οικογένειά του, αφού οι «χαοτικές και θορυβώδεις συζητήσεις» ανάμεσά τους κατά τη διάρκεια ενός οικογενειακού γεύματος αποκλείουν εντελώς τον Μπίλι, ο οποίος κάθεται σιωπηλός. Βέβαια, στην πραγματικότητα κανείς δεν ακούει κανέναν άλλο: ο καθένας υπερασπίζεται τη δική του θέση. Μεταφορικά, είναι όλοι «κωφοί». Τον φρε-
Σ α
νήρη διάλογο διακόπτει μια συνειδητοποιημένη σιωπή, όταν ο κωφός Μπίλι μιλάει, αν και η σιωπή αυτή περιβάλλεται από έναν αέρα συγκατάβασης. Σ’ έναν μεγάλο βαθμό φέρονται στον Μπίλι με συγκατάβαση, αν και έχει πρόσφατα επιστρέψει από το πανεπιστήμιο μετά την αποφοίτησή του. Αυτό αποτελεί μια αμφισβήτηση του αρνητικού στερεότυπου για έναν ανάπηρο χαρακτήρα, μιας και ο Μπίλι φαίνεται να τα καταφέρνει μόνος του, μακριά από την οικογενειακή εστία, ενώ τα αδέρφια του, ο Ντάνιελ και η Ρουθ, δυσκολεύονται να κατακτήσουν την αυτονομία τους. Αυτός εκμεταλλεύτηκε μια ευκαιρία που του δόθηκε, ενώ οι άλλοι ακόμη το προσπαθούν. Οι ρόλοι αντιστρέφονται ακόμη περισσότερο, όταν ο Μπίλι παρουσιάζεται ως ο καλύτερος «ακροατής» στην οικογένεια, όπως αποδεικνύεται στη σκηνή με τον αδερφό, τον Ντάνιελ, όταν επιστρέφει στο σπίτι μετά από μια νυχτερινή έξοδο. Δεν τον ανταγωνίζεται για να ακουστεί και φαίνεται να είναι, όπως και πάντα ήταν, ο έμπιστος φίλος του αδερφού του και ο ώμος πάνω στον οποίο μπορεί να ακουμπήσει. Το έργο εξετάζει την έννοια της απομόνωσης. Ο Μπίλι είναι ο λιγότερο απομονωμένος χαρακτήρας στο έργο. Όχι μόνο είχε φύγει μακριά από το σπίτι του για να σπουδάσει, άλλα συνάπτει σχέση με τη Σύλβια κι έτσι θα φύγει και πάλι από το σπίτι, ανεξαρτητοποιημένος οικονομικά. Συναντά μέσω της Σύλβιας και άλλους κωφούς κι αρχίζει να μαθαίνει νοηματική. Ο γάμος των γονιών του, οι οποίοι μοιάζουν να έχουν λίγα κοινά μεταξύ τους, φαίνεται να έχει αντέξει περισσότερο από συνήθεια παρά από αγάπη. Ο πατέρας του, Κρίστοφερ, επιλέγει να αυτο-απομονωθεί, φορώντας τα ακουστικά του για να ακούσει μαθήματα κινέζικης γλώσσας. Τα αδέρφια του δεν μπορούν να συνάψουν σχέσεις και νιώθουν και οι δύο εξαιρετικά απομονωμένοι μέσα στο οικογενειακό σκηνικό. Ο Μπίλι είναι η κόλλα που τους κρατάει μαζί. Το έργο ρωτάει: Ποιος είναι ο ανάπηρος; Ο Μπίλι έχει την αισθητηριακή αναπηρία, αλλά άρπαξε όποια ευκαιρία τού δόθηκε, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της ακούουσας οικογένειάς του εμφανίζονται πιο εγκλωβισμένα και τραυματισμένα, παρότι έχουν υψηλή μόρφωση και μεγάλη ευφράδεια λόγου. Δεν είναι εμφανώς ανάπηροι, αλλά η ανικανότητά τους να ακούσουν και η γλωσσική τους «διάρροια» περιορίζουν τις δυνατότητές τους να συμμετέχουν σε μια κανονική ζωή. Οι κωφοί χαρακτήρες δεν είναι οι μόνοι ανάπηροι χαρακτήρες που μας παρουσιάζει η Ρέιν μέσα στο έργο. Ο αδερφός του Μπίλι, ο Ντάνιελ, ακούει φωνές, πράγμα που υπονοεί ότι είναι ψυχικά ασταθής, αν και δεν έχει ακόμα στιγματιστεί με κάποια ταμπέλα. Πραγματικά, μέσα στην οικογένειά του, τα προβλήματά του έχουν περάσει σχεδόν απαρατήρητα και σίγουρα δεν έχουν χαρακτηριστεί ως κάποιου είδους πρόβλημα. Η συλλογική περιγραφή της δυσλειτουργικής οικογένειας, όπως και της Σύλβιας, που παλεύει με την επερχόμενη απομόνωσή της από την ακούουσα οικογένεια λόγω της σταδιακής της κώφωσης, θολώνει τα όρια μεταξύ προβλήματος και αναπηρίας. Η Ρέιν δεν μας επιτρέπει να κάνουμε εύκολες υποθέσεις. Πηγή: Simon Floodgate, «Performing Disability», από το βιβλίο του Andy Kempe, Drama, Disability and Education: A critical exploration for students and practitioners, Routledge, New York, 2013
Ο
ι φυλές στο κωμικοδραματικό έργο της Νίνα Ρέιν Φυλές […] είναι οι Εβραίοι, οι διανοούμενοι και οι κωφοί, όπως αυτές οι φυλές γίνονται αντιληπτές μέσα από τον φακό της ομιλητικότατης, και συχνά ανταγωνιστικής, βρετανοεβραϊκής οικογένειας.
Ο πατριάρχης αυτής της αντιδραστικής φατρίας είναι ο Κρίστοφερ, ένας ελιτιστής, πολιτικά μη ορθός ακαδημαϊκός και συγγραφέας, που όχι μόνο αρνείται να είναι μέρος της εβραϊκής φυλής, αλλά επιτίθεται και σ’ οποιουδήποτε είδους συμβατικότητα. Επομένως μένει άναυδος, όταν ο γιος του, ο Μπίλι, που είναι εκ γενετής κωφός, αλλά αναμένεται από αυτόν να διαβάζει χείλη, φέρνει στο σπίτι το κορίτσι του, τη Σύλβια, που χάνει την ακοή της, μαθαίνει στον Μπίλι νοηματική και επιπλέον τον γνωρίζει σ’ άλλα μέλη της κοινότητας των κωφών του Λονδίνου. Ο Κρίστοφερ ανταπαντά ότι η κοινότητα των κωφών είναι μια αίρεση «βασισμένη στην αποκλειστικότητα», ότι οι κωφοί είναι «οι γαμημένοι μουσουλμάνοι των αναπήρων» και ότι το να κάνεις το ψεγάδι σου το επίκεντρο της προσωπικότητάς σου είναι γελοίο. Πλάι στον άγριο λόγο του Κρίστοφερ, η γυναίκα του, Μπεθ, ο μεγαλύτερος γιος του, Ντάνιελ, που υποφέρει από ακουστικές παραισθήσεις, και η κόρη του, Ρουθ, μια επίδοξη τραγουδίστρια της όπερας, συμπληρώνουν τις δυναμικές της εξουσίας στην οικογένεια, που θα ανατραπούν κατά τη διάρκεια του έργου. Μιλώντας στο τηλέφωνο με τη Νίνα Ρέιν, η οποία σκηνοθετεί στο Λονδίνο το έργο του William Boyd, Longing, μου είπε ότι οι Φυλές αφορούν τόσο στο τι σημαίνει να είσαι μέλος μιας φυλής, όσο και στο πώς ακούμε ο ένας το άλλον, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Η δική της οικογενειακή φυλή, όπως και αυτή του έργου, είναι ομιλητική, εγκεφαλική και κάποιες φορές εριστική. Ο πατέρας της Craig Raine, ο διάσημος καυστικός Βρετανός ποιητής και ακαδημαϊκός, δεν είναι Εβραίος, ενώ η μητέρα της Ρέιν, Ann, είναι. Η Ann Pasternak Slater είναι μία ακαδημαϊκός που διδάσκει Σαίξπηρ στην Οξφόρδη και κατάγεται από εβραϊκή οικογένεια – η δική της μητέρα έφυγε από τη Σοβιετική Ένωση για να σπουδάσει ιατρική στη Γερμανία και έπειτα κατέφυγε στην Αγγλία για να γλιτώσει από τους Ναζί. «Κάποια από τα ξαδέρφια μου είναι πολύ ευσυνείδητα και είναι κοσέρ, άλλα είναι εντελώς χαλαρά, αλλά όλοι έχουν έναν ελαφρύ σαρκασμό, όταν μιλούν για τους άλλους», λέει η Ρέιν, η οποία διανύει τη δεκαετία των τριάντα και η οποία ήταν πότε εύθυμη και πότε σκεφτική κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας. Σημείωσε ακόμα ότι ο φανταστικός Κρίστοφερ δεν έχει καθόλου υπομονή με ένα ξάδερφο που έγινε πολύ θρησκόληπτος αφού παντρεύτηκε μια ορθόδοξη Εβραία: «Δεν μπορούν οι γονείς του να τον ζαλίζουν μέχρι να σταματήσει να είναι κοσέρ;», λέει. Η άμεση οικογένεια της Ρέιν δεν είναι καθόλου κοσέρ: «Δεν μάθαμε εβραϊκά, τρώγαμε χοιρινό, αλλά η μητέρα μου μετά το Ολοκαύτωμα αισθάνεται ότι πρέπει να είμαστε περήφανοι που είμαστε Εβραίοι και έτσι ονόμασε τα αδέρφια μου Μωυσή και Ισαάκ για να πει ότι «αυτή είναι η κληρονομιά μας. Και δεν αισθάνομαι εντελώς Αγγλίδα, γιατί αισθάνομαι πολύ συνδεδεμένη με την προσφυγική ιστορία της οικογένειάς μου».
Τ « γ α ο
Το κωμικοδραματικό έργο «ΦυλέΣ» μιλά για μια δυσλειτουργική αγγλοεβραÏΙκή οικογένεια της Naomi Pfefferman
Η Ρέιν ήταν μία εκ των δύο Εβραίων μαθητριών στο γυμνάσιο θηλέων στο Λονδίνο, όπου φοιτούσε. Στην εφηβεία που «είσαι κάπως πιο ευάλωτος στην ανάγκη να ανήκεις κάπου», είπε ότι ικανοποίησε, ως έναν βαθμό, την ανάγκη της να ανήκει πηγαίνοντας στη συναγωγή και στα δείπνα του Σαββάτου με τα ξαδέρφια της, μια πρακτική που συνεχίζει μέχρι σήμερα. «Μου αρέσει επίσης πολύ να παίζω μαντεύοντας αν κάποιος είναι Εβραίος ή όχι», λέει γελώντας. «Είναι κάτι που λατρεύω να κάνω, αν και το αγόρι μου, που δεν είναι Εβραίος, δεν καταλαβαίνει καθόλου γιατί αυτό μπορεί να έχει ενδιαφέρον». Πηγή: Naomi Pfefferman, Comedy-drama “Tribes” communicates dysfunction of British-Jewish family, https://jewishjournal.com/mobile_20111212/113936/
Μειοψηφικά πορίσματα του John Lahr
«
Η σιωπή είναι μια αβάσταχτη λογομαχία», παρατήρησε κάποτε ο G. K. Chesterton. Στο καινούριο, εύστοχο και λαμπερό έργο της Νίνα Ρέιν, Φυλές (σκηνοθετημένο με κομψότητα από τον David Cromer, στο Barrow Street Theatre), η σιωπή είναι η σκιά που ρίχνει λάμψη πάνω στη βαβούρα του οικογενειακού δείπνου τής μποέμ, διανοούμενης, ανώτερης μεσοαστικής βρετανικής οικογένειας. Στην πραγματικότητα,
ά α
στο μακρύ ξύλινο τραπέζι δίνεται μια θέση στη σιωπή, στο πρόσωπο του εικοσάχρονου Μπίλι, του νεαρότερου μέλους της οικογένειας, εκ γενετής κωφού, που φαίνεται να γέρνει σ’ όποια κατεύθυνση πνέει η θυελλώδης οικογένεια. Οι λέξεις πετούν και σκάνε σαν χρωματιστές σφαίρες του paintball, χύνοντας τo κραυγαλέο και αστείο χάος τους πάνω σε όλους. «Καταχρηστική αγάπη μόνο προσφέρεται εδώ», λέει για τους γονείς του ο ανταγωνιστικός πρωτότοκος γιος, Ντάνιελ. Και ο Ντάνιελ έχει μια καλή ατάκα επιθετικής τρυφερότητας: «Πότε θα καταλάβεις ότι το να έχεις απόλυτο αυτί δεν σημαίνει ότι έχεις και προσωπικότητα;», λέει στην αδερφή του, Ρουθ, μια επίδοξη τραγουδίστρια της όπερας. Στις οικογενειακές συναλλαγές, οι διαμάχες αντικαθιστούν την οικειότητα και η ζωντάνια καλύπτει την κενότητα του εγωισμού. (Στην εξέλιξη της ιστορίας, η πρώτη ατάκα του έργου –«Είναι όλα σάπια»– αιωρείται σαν υπονοούμενο πάνω στα τεκταινόμενα, σαν κωδικοποιημένο κατηγορητήριο). Οι λέξεις είναι ένα είδος ενδυμασίας μέσα από το οποίο ο κάθε χαρακτήρας εκπέμπει τη δική του μοναδικότητα. Ακόμα και η ανατροφή του Μπίλι –το ότι είναι ειδικός στη χειλανάγνωση, ότι δεν έμαθε ποτέ νοηματική, αλλά παλεύει να μιλήσει ενώ δεν ακούει κανονικά– είναι μια επιλογή της οικογένειας, ένα είδος ιμπεριαλισμού, σχεδιασμένο να τον εξυψώσει στις ελιτίστικες προδιαγραφές της. «Δεν θέλαμε να τον κάνουμε μέλος μιας μειονότητας», εξηγεί ο πολυλογάς πατριάρχης Κρίστοφερ. O Κρίστοφερ αποδοκιμάζει το φαινόμενο να ταυτίζει κάποιος την προσωπικότητά του με την αναπηρία του. «Ο Μπίλι δεν είναι κωφός», δηλώνει. (Αναφέρει τους κωφούς σαν τους «γαμημένους μουσουλμάνους του κόσμου των αναπήρων»). Ο Κρίστοφερ είναι ένας συνταξιούχος ακαδημαϊκός, τώρα συγγραφέας βιβλίων. «Εγώ κάνω λέξεις… αυτό κάνω», λέει. «Μπες στη συζήτηση. Πες μας τη γνώμη σου», είναι το μάντρα του∙ είναι ένα παιχνίδι που αυτός, με τα επαγγελματικά του προσόντα, εγγυημένα θα κερδίσει. Μπαινοβγαίνοντας στο δωμάτιο με τις κάλτσες του, τα πρησμένα μάτια του και την κοιλιά του να προεξέχει από την τσαλακωμένη μπλούζα του, μοιάζει με αναμαλλιασμένο φάντασμα που άλλοτε λογομαχεί και άλλοτε πέφτει σε βαθιά περισυλλογή. «Δεν μπορείς να αποκαλείς το σιδηρούν παραπέτασμα, ατσάλινο πέπλο», φωνάζει στη βασανισμένη γυναίκα του, Μπεθ, επιμένοντας να της δώσει σημειώσεις για το πρώτο κεφάλαιο του αστυνομικού μυθιστορήματός της. Προσθέτει: «Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να καλλωπίζεις τα κλισέ». […] Ο Κρίστοφερ είναι μια υπέροχη φλύαρη σβούρα, ανόητη, ξεκαρδιστική και τερατώδης ταυτόχρονα. Κριτικάρει τη μακαρονάδα της Μπεθ με το καπνιστό αυγοτάραχο λέγοντας ότι «είναι σαν να με έχυσε κάβουρας στη μούρη» και την πρώην κοπέλα του Ντάνιελ λέγοντας ότι «είχε όλα τα προσόντα μιας στάσης λεωφορείου». Όταν δεν δίνεται αρκετή σημασία στις προβοκατόρικες απόψεις του, ο Κρίστοφερ, στη μέση της φασαρίας, φοράει τα ακουστικά του και εξασκείται σε καθημερινούς διαλόγους στα κινέζικα, που ακούγονται δυνατά από τον υπολογιστή του – έναν θόρυβο που ο Ντάνιελ προσπαθεί να μπλοκάρει βάζοντας στη διαπασών στο ραδιόφωνο το «Bohemian Rhapsody» . Μέσα σ’ όλον αυτό τον σαματά, μόνο περιστασιακά κάποιος θυμάται τον Μπίλι που είναι στο τέρμα του τραπεζιού και προσπαθεί να ακούσει χωρίς να λέει τίποτα. Η Ρέιν χτίζει έξυπνα γύρω από τη σιωπή του Μπίλι έναν πυκνό θόλο ήχων, έτσι ώστε να ξεδι-
πλώσει στη συνέχεια την αφήγηση της καταπιεστικής μοναξιάς του και της επερχόμενης απελευθέρωσής του απ’ αυτήν, όταν ο Μπίλι συναντά και ερωτεύεται τη Σύλβια, μια δυνατή, χωρίς ανοησίες, γυναίκα που χάνει την ακοή της και χρησιμοποιεί τη νοηματική. Οι Φυλές είναι κάτι περισσότερo από ένα έργο για τους κωφούς. Αφορούν τόσο στην τυραννία της γλώσσας, όσο και στη δυστυχία τού να μην μπορείς να την ακούσεις. Αλλάζοντας συνεχώς από την ομιλία στη νοηματική – με υπέρτιτλους που άλλοτε αποκωδικοποιούν το σύστημα των κωφών και άλλοτε αποκαλύπτουν τα σιωπηλά συναισθήματα των πολύ ομιλητικών κατά τ’ άλλα προσώπων–, το έργο αποδεικνύει ότι η ομιλία μπορεί να είναι τόσο απομονωτική όσο η σιωπή και, αντίθετα, ότι ο εαυτός μας μπορεί να εκφραστεί το ίδιο εύκολα χωρίς λέξεις, όσο εύκολα μπορεί και να «παραχαραχθεί» από αυτές. […] Σ’ ένα κωμικοτραγικό σκηνικό, ο Μπίλι φέρνει τη Σύλβια στο σπίτι και ο Κρίστοφερ, ο νταής, την προκαλεί να μεταφράσει στη νοηματική κάποιες φράσεις: «Πώς λες… το μυαλό της είναι σαν… σακούλα… που ανεμίζει έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου», τη ρωτάει, μιλώντας αργά και καθαρά για να μην υπάρχει περίπτωση να μην τον ακούσει. Η Σύλβια προσπερνάει το εμπόδιο αποδίδοντας τη φράση με νοηματική. Η ακαδημαϊκή προσκόλληση του Κρίστοφερ στη γλώσσα –«πώς μπορείς να αισθανθείς ένα συναίσθημα αν δεν έχεις λέξη γι’ αυτό»– ανατρέπεται διακριτικά από τη Σύλβια. «Δεν χρειάζεται να περιορίσεις ένα συναίσθημα σε μία λέξη», λέει και νοηματίζει τις λέξεις ζήλια, θυμός, εκνευρισμός και ανασφάλεια με έναν τόσο συγκινησιακό τρόπο που η Ρουθ τον επεξηγεί λέγοντας: «Άρα είναι σαν τη μουσική. Χωρίς λέξεις, αλλά μεταδίδει συναισθήματα». Το έργο της Ρέιν αφήνει την ίδια αιφνιδιαστική εντύπωση: αναγκάζει το ακούον κοινό να καταλάβει τον κοπιαστικό αγώνα που χρειάζεται για να υπερβείς τη σιωπή και τους βασανιστικούς περιορισμούς της γλώσσας. Κατά τη διάρκεια ενός οικογενειακού καβγά, ο Μπίλι βγάζει τα ακουστικά του, αφήνοντας τους υπόλοιπους να χειρονομούν έντονα προς αυτόν, σαν μια βουβή παράσταση σύγχυσης. Μέσα από την αγάπη του για τη Σύλβια, ο Μπίλι βρίσκει μια νέα φυλή – την κοινότητα των κωφών. Τώρα που αισθάνεται ότι τον βλέπουν και ότι τον ακούνε δεν έχει ανάγκη να κοιμάται με το φως αναμμένο. Όταν αντιμετωπίζει την οικογένειά του, αρνείται να μιλήσει∙ κάνει μόνο νοηματική στη Σύλβια που τη μεταφράζει γι’ αυτούς. «Πέρασε τη ζωή του προσπαθώντας να καταλάβει εσάς και τώρα πρέπει εσείς να καταλάβετε εκείνον», λέει. Ο τριγωνισμός αυτός φέρνει ένα νέο επίπεδο δράματος στη σκηνή. Ο Μπίλι μπορεί να μη νιώθει μέλος της οικογένειάς του, αλλά κληρονόμησε το ταλέντο της στον υβριστικό λόγο. «Έχουμε τη δική μας… τελείως τρελή… ερμητικά κλειστή... κοινότητα», τους λέει. «Ούτε πραματευτές, ούτε εμπορευόμενοι, και κανείς που να μην ξέρει ποιος είναι ο Ντβόρζακ». Σ’ αυτό το προβοκατόρικο και αυθεντικό έργο της Ρέιν, οι ιδέες και οι ειρωνείες ξεπηδούν συνεχώς μέχρι την τελική, συναρπαστική, παράδοξη εικόνα. Πηγή: John Lahr, Minority reports, The New Yorker, https://www.newyorker.com/magazine/2012/03/12/minority-reports-john-lahr
[
Η νοηματική] στα χέρια των ειδικών είναι μια πανέμορφη και εκφραστική γλώσσα, η οποία, τόσο ως μέσο επικοινωνίας μεταξύ τους όσο και ως μέσο εύκολης και γρήγορης προσέγγισης στο μυαλό των κωφών, δεν μπόρεσε να βρει ικανοποιητικό υποκατάστατο, ούτε στη φύση, ούτε στην τέχνη.
Είναι αδύνατο σ’ όσους δεν την καταλαβαίνουν να κατανοήσουν τις δυνατότητες που προσφέρει στους κωφούς, την ισχυρή επίδρασή της πάνω στην ψυχική και κοινωνική ευτυχία όσων στερούνται την ακοή και την εξαιρετική ικανότητά της να μεταφέρει τη σκέψη σε διάνοιες που αλλιώς θα βυθίζονταν σε αιώνιο σκοτάδι. Ούτε μπορούν να εκτιμήσουν πόσο σημαντικό στήριγμα είναι για τους κωφούς. Όσο θα υπάρχουν έστω και δύο κωφοί άνθρωποι πάνω στη γη που συναντιούνται, τόσο τα νοήματα θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται. Πηγή: J. Schuyler Long, The sign language: A Manual of Signs, Press of Gibson Bros, Washington D. C., 1910
Η ν γ
Η νοηματική γλώσσα του Long, J. Schuyler Διευθυντή της Σχολής Κωφών της Αϊόβα
Σκέψη στη νοηματική του Oliver Sacks
η Η ή
απόκτηση της νοηματικής γραμματικής γίνεται περίπου κατά τον ίδιο τρόπο, περίπου στην ίδια ηλικία με τη γραμματική της ομιλίας – μπορούμε να υποθέσουμε ότι η βαθιά δομή και των δύο είναι η ίδια. Η λογικοπροτασιακή δύναμη και των δύο είναι ίδια. Οι τυπικές ιδιότητες και των δύο ταυτίζονται, έστω και αν εμπλέκουν, όπως πιστεύουν η Πετίτο και η Μπελλούτζι, διαφορετικούς τύπους σημάτων, διαφορετικά είδη πληροφορίας, διαφορετικά αισθητηριακά συστήματα, διαφορετικές δομές μνήμης και, ίσως, διαφορετικές νευρωνικές δομές. Οι τυπικές ιδιότητες της νοηματικής και της ομιλίας είναι πανομοιότυπες, όπως και ο επικοινωνιακός τους σκοπός. Και όμως, είναι ή μπορούν με κάποιον τρόπο να είναι βαθιά διαφορετικές; Ο Τσόμσκι μάς θυμίζει ότι ο Χούμπολντ «εισήγαγε μια περαιτέρω διάκριση μεταξύ της μορφής μιας γλώσσας και αυτού που αποκαλεί “χαρακτήρα” της… [καθώς ο τελευταίος] καθορίζεται από τον τρόπο με τον οποίον η γλώσσα “χρησιμοποιείται” και έτσι διακρίνεται από τη συντακτική και τη σημασιολογική της δομή, που είναι ζητήματα μορφής και όχι χρήσης». Πράγματι, όπως επεσήμανε ο Χούμπολντ, υπάρχει ο κίνδυνος εξετάζοντας όλο και βαθύτερα τη μορφή μιας γλώσσας να ξεχάσουμε ότι η γλώσσα διαθέτει σημασία, χαρακτήρα, χρήση. Η γλώσσα δεν είναι απλώς ένας τυπικός μηχανισμός (όντας ταυτόχρονα ο πιο υπέροχος τυπικός μηχανισμός), αλλά η πλέον ακριβής έκφραση των σκέψεών μας, των προσδοκιών μας, της προσωπικής μας θεώρησης του κόσμου. Ο «χαρακτήρας» μιας γλώσσας, όπως τον αντιλαμβάνεται ο Χούμπολντ, είναι δημιουργικός και πολιτισμικός στην ουσία του, έχει φύση γενικευτική, είναι το «πνεύμα» της, όχι μόνο το «ύφος» της. Μ’ αυτή την έννοια, τα αγγλικά έχουν διαφορετικό χαρακτήρα από τα γερμανικά και η γλώσσα του Σαίξπηρ διαφορετικό χαρακτήρα από εκείνη του Goethe. Η πολιτισμική, η προσωπική ταυτότητα είναι διαφορετική. Ωστόσο η διαφορά της νοηματικής από την ομιλία είναι μεγαλύτερη από τις διαφορές που έχουν μεταξύ τους οι ομιλούμενες γλώσσες. Θα μπορούσε άραγε να υπάρχει εδώ μια ριζικά διαφορετική «οργανική» ταυτότητα; Αρκεί να παρακολουθήσει κανείς δύο άτομα να συνδιαλέγονται στη νοηματική για να διαπιστώσει ότι έχει μια παιγνιώδη ποιότητα και ένα ύφος πολύ διαφορετικό από αυτό της ομιλίας. Οι νοηματιστές έχουν την τάση να αυτοσχεδιάζουν, να παίζουν με τα νοήματα, να βάζουν στον νοηματισμό τους όλο τους το χιούμορ, τη φαντασία, την προσωπικότητα, έτσι ώστε η νοηματική να μην είναι μόνο χειρισμός συμβόλων σύμφωνα με γραμματικούς κανόνες, αλλά η ελεύθερη φωνή του νοηματιστή – μια φωνή που έχει ιδιαίτερη δύναμη διότι εκφωνείται άμεσα, με το σώμα. Μπορεί να υπάρξει, ή να φανταστεί κανείς, αποσωματοποιημένη ομιλία, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει αποσωματοποιημένη νοηματική. Το σώμα και η ψυχή του νοηματιστή, η μοναδική ανθρώπινη ταυτότητά του, εκφράζονται ως ένα συνεχές μέσα από την πράξη του νοηματισμού. Η νοηματική έχει ίσως διαφορετική καταγωγή από την ομιλία, εφόσον πηγάζει από τη χειρονομία, μιαν αυθόρμητη συναισθηματική-κινητική αναπαράσταση. Και μολονότι είναι πλήρως τυποποιημένη και γραμματικοποιημένη, είναι εξαιρετικά εικονιστική και διατηρεί πολλά ίχνη από την αναπαραστατική της καταγωγή. Οι κωφοί, γράφουν ο Κλίμα και η Μπέλλουτζι, έχουν σαφή συνείδηση της υψηλής ή της χαμηλής εικονικότητας στο λεξιλόγιό τους […]. Επικοινωνώντας μεταξύ τους, ή αφηγούμενοι, οι κωφοί νοη-
ματιστές συχνά προεκτείνουν, ενισχύουν ή υπερβάλλουν μιμητικά στοιχεία. Ο χειρισμός της εικονιστικής πλευράς των νοημάτων εμφανίζεται επίσης σε ιδιαίτερες, εμφατικές χρήσεις της γλώσσας (νοηματική ποίηση και νοηματική τέχνη). […] Έτσι, η ΑΝΓ1 παραμένει μια γλώσσα με δύο όψεις – τυπικά δομημένη και, ωστόσο, ως προς σημαντικές πλευρές της, ελεύθερη να μιμείται. Ενώ οι τυπικές ιδιότητες, η βαθιά δομή της νοηματικής, παρέχουν τη δυνατότητα να εκφραστούν οι πιο αφηρημένες ιδέες και λογικές προτάσεις, η εικονιστική, η μιμητική της όψη τής επιτρέπει να είναι εξαιρετικά συγκεκριμένη και παραστατική, ίσως μ’ έναν τρόπο που καμιά ομιλούμενη γλώσσα δεν μπορεί να είναι. Η ομιλία (και η γραφή) έχουν απομακρυνθεί από την εικονικότητα – η ομιλούμενη ποίηση είναι παραστατική, όχι λόγω της εικονογράφησης αλλά μέσω των συνειρμών που προκαλεί∙ μπορεί να ανασύρει διαθέσεις και εικόνες, αλλά δεν μπορεί να τις ζωγραφίσει (με την εξαίρεση «τυχαίων» ιδεοφώνων και ονοματοποίητων). Η νοηματική διατηρεί μιαν άμεση δύναμη εικονογράφησης που δεν έχει αντίστοιχο ούτε μπορεί να μεταφραστεί στην ομιλούμενη γλώσσα∙ από την άλλη πλευρά, μπορεί να ανυψωθεί σε οποιοδήποτε επίπεδο μεταφοράς ή αφαίρεσης. Η νοηματική διατηρεί ακόμη, και τονίζει, τις δύο της όψεις, την εικονιστική και την αφηρημένη, ισοδύναμα και συμπληρωματικά∙ είναι σε θέση να ανεβαίνει στο επίπεδο των πιο αφηρημένων λογικών προτάσεων, του πιο γενικευτικού στοχασμού της πραγματικότητας, και ταυτοχρόνως μπορεί να εκφράσει μια παλλόμενη αίσθηση του συγκεκριμένου και του πραγματικού, μια ζωηρότητα και μια ζωντάνια που οι ομιλούμενες γλώσσες, αν ποτέ τη διέθεταν, την έχουν εγκαταλείψει από καιρό. Για τον Χούμπολντ, ο «χαρακτήρας» μιας γλώσσας είναι στην ουσία του πολιτισμικός – εκφράζει (και, πιθανώς, εν μέρει καθορίζει) τον τρόπο που ένας ολόκληρος λαός σκέφτεται και αισθάνεται και προσδοκά. Στην περίπτωση της νοηματικής, το ιδιάζον της γλώσσας, ο «χαρακτήρας» της είναι και βιολογικός διότι είναι ριζωμένος στη χειρονομία, στην εικονικότητα, σε μια βαθιά οπτικότητα, που τη διαχωρίζει από οποιαδήποτε ομιλούμενη γλώσσα. Η γλώσσα αναδύεται –βιολογικά– εκ των κάτω, από την ακαταμάχητη ανάγκη του ατόμου να σκέφτεται και να επικοινωνεί. Παράγεται όμως, επίσης, και μεταβιβάζεται –πολιτισμικά– εκ των άνω, αποτελώντας ζωντανή και άμεση ενσάρκωση της ιστορίας, των κοσμοθεωριών, των εικόνων και των παθών ενός λαού. Για τους κωφούς, η νοηματική είναι η μοναδική προσαρμογή σε μιαν άλλη αίσθηση∙ είναι όμως, επιπλέον και εξίσου, ενσάρκωση της προσωπικής και πολιτισμικής ταυτότητάς τους. Διότι στη γλώσσα ενός λαού «στεγάζεται ολόκληρο το βασίλειο της σκέψης, η παράδοσή του, η ιστορία, η θρησκεία και η βάση της ζωής, όλη η καρδιά και η ψυχή», επισημαίνει ο Herder. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη νοηματική, διότι είναι, όχι μόνο από βιολογική άποψη αλλά και από πολιτισμική, η ασίγαστη φωνή των κωφών. Πηγή: Oliver Saks, Βλέποντας φωνές: Περιήγηση στον κόσμο των κωφών, μετάφραση Κώστας Πόταγας-Άννυ Σπυράκου, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2009
1 ΑΝΓ: αμερικανική νοηματική γλώσσα.
Επιλογή κειμένων προγράμματος-μεταφράσεις
Ελένη Μολέσκη
Φιλολογική επιμέλεια
ΠαναγιώτηΣ ΜιχαλόπουλοΣ Σχεδιασμός
ΙωάννηΣ Κ. ΤσίγκαΣ bookart.gr Εκτύπωση
Παπαρηγοπούλου 6 | 121 32 | Περιστέρι | Αττική Τ 2105761586 & 2106859273 | Ε info@kapaekdotiki.gr www.kapaekdotiki.gr [fb] Κάπα Εκδοτική | [in] kapa_ekdotiki
ΧΟΡΗΓΟΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στη Φρόσω Κορρού, τον Γιάννη Χαριτίδη, τον Μάκη Μεζόπουλο και τον Γιάννη Γαβαλά, καθώς και στη Mediastrom.