ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΡΑΞΗ ΧΕΙΜΕΡΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 2018-2019
Ευχαριστούμε θερμά για την πολύτιμη βοήθειά τους τη Θεοδώρα Καπράλου, τον Χρήστο Παπαδόπουλο, τον Κλεομένη Καραντζά, την Πασχαλιά Σιγγίκου, τον Φοίβο Πετρόπουλο, τον Χρήστο Δήμα, τον Τάσσο Αρβανίτη και τον Παναγιώτη Μιχαλόπουλο.
ΥΠΕΎΘΥΝΗ ΘΕΆΤΡΟΥ
ΕΙΡΗΝΗ ΛΙΒΙΤΣΑΝΟΥ ΥΠΕΎΘΥΝΗ ΠΑΡΑΓΩΓΉΣ
ΜΑΡΙΑ ΑΛΒΑΝΟΥ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΊΑ ΣΠΟΤ ΠΑΡΆΣΤΑΣΗΣ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΗΜΑΣ
ΕΠΙΜΈΛΕΙΑ ΠΡΟΓΡΆΜΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ ΕΞΏΦΥΛΛΟ
ΤΑΣΣΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΕΣ
ΕΛΙΝΑ ΓΙΟΥΝΑΝΛΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΌΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ Κ. ΤΣΙΓΚΑΣ bookart.gr ΕΚΤΎΠΩΣΗ
ΚΑΠΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ
Παπαρηγοπούλου 6 | 121 32 | Περιστέρι | Αττική Τ 2105761586 & 2106859273 | Ε info@kapaekdotiki.gr www.kapaekdotiki.gr
www.theatrokefallinias.gr www.facebook.com/TheatroOdouKefallinias
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΜΕΤΆΦΡΑΣΗ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΑΛΕΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΣΊΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΝΤΖΑΣ ΣΚΗΝΙΚΆ
ΕΛΕΝΗ ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΥ ΚΟΣΤΟΎΜΙΑ
ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΜΗ ΜΟΥΣΙΚΉ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΊΑ & ΠΡΩΤΌΤΥΠΕΣ ΣΥΝΘΈΣΕΙΣ
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΣΕΛΑΜΣΗΣ ΦΩΤΙΣΜΟΊ
ΑΛΕΚΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΒΟΗΘΌΣ ΣΚΗΝΟΘΈΤΗ
ΓΚΕΛΥ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑ ΒΟΗΘΌΣ ΣΚΗΝΟΓΡΆΦΟΣ
ΒΙΚΥ ΠΑΝΤΖΙΟΥ ΒΟΗΘΌΣ ΦΩΤΙΣΤΉ
ΝΑΥΣΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΟΥ ΒΟΗΘΌΣ ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΌΓΟΥ
ΚΕΛΛΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
ΖΩΓΡΑΦΙΚΉ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΊΑ ΣΚΗΝΙΚΟΎ
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΡΑΣ
ΓΛΥΠΤΙΚΉ ΕΓΚΑΤΆΣΤΑΣΗ
ΦΑΙΔΡΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Στα τραγούδια που ηχογραφήθηκαν για την παράσταση τραγουδάει ο ΤΑΣΗΣ ΧΡΙΣΤΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
4
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
ΔΙΑΝΟΜΗ [ Μ Ε Α ΛΦΑ Β Η Τ Ι Κ Η Σ Ε Ι ΡΑ ] AMANTA
ΜΠΕΤΤΥ ΑΡΒΑΝΙΤΗ TZIM
ΕΚΤΟΡΑΣ ΛΙΑΤΣΟΣ ΛΩΡΑ
ΕΛΙΝΑ ΡΙΖΟΥ ΤΟΜ
ΧΑΡΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 2 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
5
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ
ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ
Ο
Ουίλιαμς στον Γυάλινο κόσμο κατ’ αρχάς προτείνει μια –ακόμη και σήμερα– ριζοσπαστική φόρμα – πολύ μακριά από αυτό που θεωρούμε νατουραλισμό. Η θραυσματικότητά του έχει βαθιά συμπόνια, κατανόηση και ευαισθησία για το ανθρώπινο είδος, το οποίο εξετάζει και στο οποίο διεισδύει σαν μέσα από τα κύτταρά του. Αλλά όλο αυτό με μια συναρπαστική δομή, η οποία σε πετάει ανεπαίσθητα από ένα πρόσχημα οικογενειακού δράματος στην πιο επικίνδυνη σκέψη για την ανθρώπινη ύπαρξη. Και φυσικά ο Γυάλινος κόσμος είναι ένα έργο για το ίδιο το θέατρο. Το απασχολεί βαθιά η ανεύρεση μιας άλλης φόρμας που δεν θέλει απαραίτητα να μιλήσει την οικεία γλώσσα πρόσληψης του κοινού, αλλά θα τη χρησιμοποιήσει για να προτείνει έναν άλλο τόπο, μια καινούρια ανεξερεύνητη γλώσσα, μια συνάντηση αλλού. Ο τρόπος που περνάει από μια απόλυτη αφαιρετικότητα στην πιο οικεία εικόνα ζωής και εντέλει στον υπερρεαλισμό για να τα καταργήσει τελικά όλα και να έρθει αντιμέτωπος με τη γύμνια της ύπαρξης και του ίδιου του θεάτρου και της εφήμερης ζωής του παραμένει αναντικατάστατη και απολύτως προσωπική. Η ίδια η παράσταση αυτά τα βήματα προσπαθεί να ακολουθήσει και να έρθει αντιμέτωπη με αυτό το
6
ανεξερεύνητο ακόμα είδος, χρησιμοποιώντας στο έπακρο όλα τα θεατρικά εργαλεία, τα οποία χειρίζονται οι ηθοποιοί – από φώτα μέχρι μουσική, μέχρι σκηνικό χώρο. Η χρήση του θεάτρου και του ψέματος ως μια απεγνωσμένη ανάγκη να πλησιάσουμε μια, έστω ακόμα και ελάχιστη, σχέση με την αλήθεια – αν αυτή η αλήθεια υπάρχει. Και αν δεν είναι και αυτή απλώς μια μνήμη – όπως το ίδιο το έργο. Η ανάσυρση της μνήμης ως μια αέναη διαδικασία παιχνιδιού και τραυματισμού, όπως η ίδια η τέχνη του θεάτρου. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΝΤΖΑΣ
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
1911 Γεννιέται στις 26 Μαρτίου στο Columbus του Mississippi ο Thomas Lanier Williams, γιος του Cornellius Coffin και της Edwina Dakin Williams. (Η αδελφή του, Rose Isabelle, είχε γεννηθεί δύο χρόνια πριν). 1911-1918 Ο Tom και η Rose ζουν με τη μητέρα τους και τους γονείς της στο Clarksdale, καθώς ο πατέρας τους, που εργάζεται ως εμπορικός αντιπρόσωπος, ταξιδεύει συχνά. 1918 Τον Ιούλιο η οικογένεια μετακομίζει στο St Louis του Missouri, όπου ο πατέρας του αναλαμβάνει τη διεύθυνση υποκαταστήματος σε επιχείρηση υποδηματοποιίας. 1919 Γεννιέται στις 21 Φεβρουαρίου ο αδελφός του, Walter Dakin. 1924-1926 Γράφει ταξιδιωτικά άρθρα για την εφημερίδα του σχολείου του. 1927 Κερδίζει βραβείο για την κινηματογραφική κριτική του για τη βουβή ταινία Stella Dallas (1925). 1928 Τον Ιούλιο επισκέπτεται με τον παππού του την Ευρώπη. 1929 Εισάγεται στο Πανεπιστήμιο του Missouri. Λαμβάνει τιμητικό έπαινο για το θεατρικό έργο Beauty Is the World. Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
1930 Το καλοκαίρι κερδίζει χρήματα ως πωλητής του περιοδικού Pictorial Review. 1932 Μετά το χειμερινό εξάμηνο, ο πατέρας του τον αναγκάζει να εγκαταλείψει τις σπουδές του λόγω της αποτυχίας του Tom στο μάθημα της σκοποβολής. Αρχίζει να δουλεύει στην επιχείρηση υποδηματοποιίας και να γράφει τα βράδια. 1935 Στις 12 Ιουλίου παρουσιάζεται το μονόπρακτό του Cairo! Shanghai! Bombay! («Memphis Garden Players»). 1936 Η ερμηνεία της Alla Nazimova στους Βρικόλακες του Ibsen τον στρέφει ακόμα πιο αποφασιστικά στη δραματουργία. Εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο Washington του St Luis και δημοσιεύει ποίηση στο περιοδικό Manuscript. 1937 Το έργο του Candles to the Sun παρουσιάζεται από έναν ερασιτεχνικό θίασο στο St Luis. Διάγνωση πως η Rose πάσχει από σχιζοφρένεια. Ο Tom πηγαίνει στο Πανεπιστήμιο της Iowa απ’ όπου αποφοιτά τον επόμενο χρόνο. 1939 Δημοσιεύοντας το διήγημα «The Field of Blue Children» στο περιοδικό Story, υπογράφει για πρώτη φορά με το ψευδώνυμο «Tennessee». Τέσσερα έργα του 7
υπό τον τίτλο American Blues του δίνουν βραβείο από το «Group Theatre». 1940 Πηγαίνει στη Νέα Υόρκη και παρακολουθεί σεμινάριο δραματουργίας με τον John Gassner στο New School for Social Research. Αποτυχία στη Βοστόνη του έργου του Battle of Angels (που το 1957, αναθεωρημένο, θα παρουσιαστεί με τον τίτλο Ορφέας στον Άδη). 1941-1942 Μετακινείται συνεχώς. Γράφει το διήγημα «Portrait of a Girl in Glass», πάνω στο οποίο θα αναπτυχθεί αργότερα ο Γυάλινος κόσμος (The Glass Menagerie). 1943 Επιστρέφει στο St Luis. Η Rose υποβάλλεται σε λοβοτομή. Για λίγους μήνες εργάζεται ως σεναριογράφος στη Metro Goldwyn Mayer. 1944 Κερδίζει το Βραβείο της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων, για το έργο του Battle of Angels. Στις 26 Δεκεμβρίου ανεβαίνει ο Γυάλινος κόσμος στο Σικάγο. 1945 Αρχίζει να γράφει το Λεωφορείον ο Πόθος (A Streetcar named Desire). Η παράσταση του Γυάλινου κόσμου μεταφέρεται στη Νέα Υόρκη και κερδίζει το Βραβείο Κριτικών Θεάτρου. 1946 Δημοσιεύεται το 27 Wagons Full of Cotton and Other Plays. Αρχίζει να δουλεύει τα έργα Καλοκαίρι και καταχνιά (Summer and Smoke) και Camino Real. 1947 Στις 8 Ιουλίου ανεβαίνει το Καλοκαίρι και καταχνιά στο Dallas και στις 3 Δεκεμβρίου το Λεωφορείον ο Πόθος στη Νέα Υόρκη, γνωρίζοντας πρωτοφανή επιτυχία. Πρώτη φορά έργο κερδίζει ταυτόχρονα και τα τρία
8
βραβεία: Βραβείο Κριτικών Θεάτρου, Βραβείο Donaldson, Βραβείο Pulitzer. Συναντά τον Frank Merlo, σύντροφο της ζωής του για δεκαπέντε σχεδόν χρόνια. 1948 Η Rose σε ιδιωτική κλινική. 1949 Πηγαίνει στο Λονδίνο για την παράσταση του Λεωφορείον ο Πόθος. Δουλεύει το Τριαντάφυλλο στο στήθος (The Rose Tattoo). 1950 Κινηματογραφική διασκευή του Γυάλινου κόσμου. Στις 29 Δεκεμβρίου ανεβαίνει το Τριαντάφυλλο στο στήθος στο Σικάγο. 1951 Στις 3 Φεβρουαρίου παρουσιάζεται με μεγάλη επιτυχία στη Νέα Υόρκη το Τριαντάφυλλο στο Στήθος, κερ-
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
δίζοντας Βραβείο Tony. Κινηματογραφική διασκευή του Λεωφορείον ο Πόθος, σε σκηνοθεσία Elia Kazan. 1953 Στις 19 Μαρτίου παρουσιάζεται το Camino Real στη Νέα Υόρκη. 1955 Στις 24 Μαρτίου ανεβαίνει στη Νέα Υόρκη η Λυσσασμένη γάτα (Cat on a Hot Tin Roof), μια ακόμα μεγάλη επιτυχία (694 παραστάσεις). Τιμάται με το Βραβείο Κριτικών Θεάτρου, το Βραβείο Pulitzer και το Βραβείο Donaldson. 1957 Στις 21 Μαρτίου παρουσιάζεται ο Ορφέας στον Άδη (Orpheus Descending) στη Νέα Υόρκη. Πεθαίνει ο πατέρας του. Αρχίζει ψυχανάλυση με τον Dr L. Kubie. 1958 Στις 7 Ιανουαρίου παρουσιάζονται στο York Playhouse της Νέας Υόρκης τα έργα του Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι (Suddenly Last Summer) και Something Unspoken, σε ενιαία παράσταση με τον τίτλο Garden District. (Το φθινόπωρο του ίδιου έτους και στο Λονδίνο). Το καλοκαίρι διακόπτει την ψυχανάλυση με τον Dr Kubie. 1959 Ανεβαίνουν το Τριαντάφυλλο στο στήθος στο Λονδίνο και το Γλυκό πουλί της νιότης (Sweet Bird of Youth) στη Νέα Υόρκη. Ταξιδεύει στην Κούβα και συναντά τον Ernest Hemingway και τον Fidel Castro. 1961 Στις 28 Δεκεμβρίου ανεβαίνει στη Νέα Υόρκη η Νύχτα της Ιγκουάνα (The Night of the Iguana). 1963 Πεθαίνει από καρκίνο ο σύντροφός του, Frank Merlo. 1967 Η πρώτη εκδοχή του έργου του The Two-Character Play παρουσιάζεται στο Λονδίνο.
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
1969 Νοσηλεύεται για τρεις μήνες σε ψυχιατρική κλινική του St Luis, ύστερα από πρωτοβουλία του αδελφού του, Dakin. Βαφτίζεται ρωμαιοκαθολικός. 1971 Εκδίδεται ο πρώτος τόμος των Θεατρικών Απάντων του (The Theatre of Tennessee Williams) από τις εκδόσεις New Directions. Παρουσιάζεται στο Σικάγο η δεύτερη εκδοχή του The Two-Character Play, με τον τίτλο Out Cry. 1973 Το The Two-Character Play ανεβαίνει στη Νέα Υόρκη, στην τρίτη εκδοχή του, με τον αρχικό του τίτλο. 1974 Η Λυσσασμένη γάτα παρουσιάζεται τον Ιούλιο στο Connecticut και τον Σεπτέμβριο στο Broadway. 1975 Εκδίδεται το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Αναμνήσεις. 1980 Την 1 Ιουνίου πεθαίνει η μητέρα του. 1982 Επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Harvard. 1983 Στις 25 Φεβρουαρίου ο Tennessee Williams βρίσκεται νεκρός στη σουίτα του στο Hotel Elysée της Νέας Υόρκης. 1996 Στις 5 Σεπτεμβρίου πεθαίνει η Rose Williams από ανακοπή καρδιάς σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ Βιβλιογραφία: «Chronology», στον τόμο: Matthew C. Roudané (ed.) The Cambridge Companion to Tennessee Williams, Cambridge University Press, 1997 • «Χρονολόγιο του Τέννεσσι Ουίλλιαμς», Πρόγραμμα της παράστασης του Γυάλινου Κόσμου, Θέατρο «Εμπρός», 1997 • Σάββας Πατσαλίδης, «Τένεση Ουίλιαμς: βιογραφικό και εργογραφικό σχεδιάγραμμα», Διαβάζω 139 (12.3.1986).
9
ENAΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ «ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ»
T
ο 1942 ο Williams γράφει ένα μικρό διήγημα με τίτλο Portrait of a Girl in Glass1, με ήρωες τα τρία μέλη μιας οικογένειας –τη μητέρα Αμάντα Γουίνγκφιλντ και τα δύο παιδιά Τομ και Λώρα– και τον επισκέπτη Τζιμ Ντέλανι. Πρόκειται για την ιστορία στην οποία βασίστηκε ο συγγραφέας για να γράψει, έναν χρόνο αργότερα, το κινηματογραφικό σενάριο με τίτλο The Gentleman Caller για την εταιρεία παραγωγής ταινιών Metro Goldwyn Mayer. Το σενάριο αυτό δεν έγινε ποτέ ταινία∙ αποτέλεσε όμως την ουσία του θεατρικού έργου που καθόρισε και σφράγισε την καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του συγγραφέα, σε μία μόλις βραδιά, όταν το “standing ovation” του κοινού στην πρεμιέρα του Γυάλινου κόσμου στη Νέα Υόρκη το 1945 (μετά την αποτυχημένη πρώτη παραγωγή του στο Σικάγο λίγους μήνες νωρίτερα), καλούσε τους ηθοποιούς στη σκηνή για υπόκλιση είκοσι πέντε φορές, με την τελευταία να αποθεώνει τον, άγνωστο μέχρι τότε, Tennessee Williams. Το γεγονός ότι ο Williams, από τα πρώτα σημαντικά συγγραφικά του βήματα, ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη συγγραφή κινηματογραφικών σεναρίων, δεν θα έπρεπε να περνά απαρατήρητο. Όλα σχεδόν τα έργα
1 Το διήγημα Portrait of a Girl in Glass (ή If You Breathe it Breaks!) βασίζεται στην αδημοσίευτη «μονόπρακτη κωμωδία» –όπως ο ίδιος ο συγγραφέας ονομάζει– με τίτλο The Front Porch Girl. Βλ. Bigsby C.W.E., A Critical Introduction to 20th Century American Drama: Williams, Miller, Albee, τ. 2, Cambridge University Press, UK 1984, σ. 38.
10
του –και ιδιαίτερα εκείνα της περιόδου 1944-1960– έχουν έντονες επιδράσεις από τον κινηματογράφο, οι τεχνικές του οποίου τον βοήθησαν να απελευθερωθεί από τους περιορισμούς που επέβαλλε στο θέατρο ο φωτογραφικός ρεαλισμός. Και αυτό ο Williams το πετυχαίνει ήδη από τον Γυάλινο κόσμο, ίσως το πιο «κινηματογραφικό» απ’ όλα τα έργα του. Στην ουσία του, ο Γυάλινος κόσμος είναι κινηματογράφος που προσαρμόζεται στη σκηνή, παρά ένα θεατρικό έργο με κινηματογραφικές επιρροές. Ο συγγραφέας διατηρεί την κινηματογραφική χρήση του χρόνου η οποία τον βοηθά, κυρίως μέσα από την τεχνική των flash-back, να παρουσιάσει το έργο ως θραύσματα της αποσπασματικής μνήμης του αφηγητή-Τομ. Χρησιμοποιεί τη γρήγορη εναλλαγή εικόνων χωρίς να φροντίζει για τη μεταξύ τους λογική αλληλουχία – άλλωστε είναι έργο μνήμης, γι’ αυτό και ακολουθεί την άτακτη, άλογη, συναισθηματική και συχνά ονειρική ή φαντασιακή δομή της ανάμνησης. Η δομή είναι συχνά αποσπασματική, ακολουθώντας τη λογική των «επεισοδίων» και χρησιμοποιεί τον αφηγητή με έναν καθαρά κινηματογραφικό τρόπο: όπως στον κινηματογράφο ο αφηγητής είναι ταυτόχρονα ένα υπαρκτό πρόσωπο και πρωταγωνιστής της ιστορίας, έτσι και εδώ ο Τομ, με ένα βήμα τοποθετείται κυριολεκτικά και μεταφορικά εντός και εκτός δράσης. Όταν αφηγείται, βρίσκεται στο δικό του χρονικό παρόν –το οποίο ταυτίζεται με αυτό των θεατών και έξω από το διαμέρισμα των Γουίνγκφιλντ–,
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
ενώ όταν σταματά η αφήγηση γίνεται ένα από τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας που αφηγείται. Η πραγματική καινοτομία, ωστόσο, που κάνει ο συγγραφέας σε σχέση με την κινηματογραφική τεχνολογία είναι ότι εισάγει επί σκηνής την προβολή 45 διαφορετικών εικόνων και τίτλων-λεζάντων σε μια οθόνη στο βάθος του δωματίου, ανάμεσα στην τραπεζαρία και το μπροστινό δωμάτιο, οι οποίες θα υπογράμμιζαν, θα επεξηγούσαν ή θα υπονοούσαν συγκεκριμένες καταστάσεις ή νοήματα στο έργο, θα τόνιζαν το στοιχείο της ανάμνησης και θα συνέδεαν τους δύο κόσμους των ηρώων: τον κόσμο του συνειδητού με το ασυνείδητο, τον εξωτερικό κόσμο της δράσης με τον εσωτερικό ψυχικό κόσμο. Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται ο Williams τη χρήση της οθόνης επιβεβαιώνει την επιθυμία του για ένα θέατρο διαφορετικό, μακριά από την φωτογραφική απεικόνιση της πραγματικότητας: «Ο σκοπός του τεχνάσματος θα είναι μάλλον προφανής… Τονίζει συγκεκριμένες αξίες σε κάθε σκηνή. Κάθε σκηνή περιέχει ένα συγκεκριμένο σημείο (ή περισσότερα), το πιο σημαντικό από όλα για τη δομή. Σε ένα επεισοδικό έργο, όπως αυτό, η βασική δομή ή το νήμα της αφήγησης μπορεί να γίνουν δυσδιάκριτα για το κοινό∙ […] Η επιγραφή ή η εικόνα στο εκράν θα ενισχύσουν την εντύπωση όσων παρουσιάζονται απλώς υπαινικτικά στο κείμενο και θα επιτρέψουν το κύριο σημείο να ειπωθεί πιο απλά και με μεγαλύτερη ελαφρότητα από ό,τι αν η ευθύνη βάραινε αποκλειστικά την εκφορά του λόγου. […] Ένας ευφάνταστος παραγωγός ή σκηνοθέτης μπορεί να εφεύρει πολλές ακόμα χρήσεις για αυτό το τέχνασμα, πέρα από
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
όσες προτείνονται στο παρόν σενάριο. Οι δυνατότητες του δεδομένου τεχνάσματος στην ουσία τους μου φαίνονται προσωπικά μέγιστες, πολύ μεγαλύτερες από όσο αυτό το έργο, στην εποχή του, θα μπορούσε ίσως να εκμεταλλευτεί»2. Στην τελευταία πρόταση ο Williams δείχνει να προβλέπει το μέλλον της σκηνικής τέχνης: ότι δηλαδή η τεχνολογία και ως ένα βαθμό και ο κινηματογράφος θα μπορούσαν να απελευθερώσουν το θέατρο από τα δεσμά του σκηνικού ρεαλισμού, να διευρύνουν τις δυνατότητές του, να δώσουν λύσεις και να γίνουν βασικά εργαλεία της σκηνοθετικής τέχνης. Φαίνεται όμως ότι την πρόβλεψη του Williams δεν την ενστερνίστηκαν οι θεατρικοί παράγοντες της εποχής, αφού, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, κανένας σκηνοθέτης της εποχής δεν δέχτηκε να χρησιμοποιήσει την οθόνη, όχι μόνο γιατί η χρήση της θα ανέβαζε πολύ το κόστος της παραγωγής, αλλά και γιατί θα μπορούσε να αποβεί καταστροφική για την εμπορική αποτυχία του έργου. Ακριβώς για τον λόγο αυτό διαμορφώθηκε μια δεύτερη έκδοση του έργου (Acting Edition), η οποία χρησιμοποιήθηκε για τη σκηνική του απόδοση. Η έκδοση αυτή περιλαμβάνει γύρω στις 1100 διαφοροποιήσεις στο κείμενο –σε σχέση πάντα με την αρχική έκδοση (Reading Edition)–, οι οποίες έγιναν όλες από τον ίδιο τον συγγραφέα. Στον Γυάλινο κόσμο ο Williams εκφράζει την επιθυμία του για τη διεύρυνση των δυνατοτήτων του σκηνικού ρεαλισμού, μέσα από τις πολύ συγκεκριμένες οδηγίες για τη χρήση άλλων δύο εξωκειμενικών παραγό2 Οι οδηγίες αυτές ανήκουν στον ίδιο τον Williams και δημοσιεύτηκαν στο προλογικό σημείωμα του Γυάλινου κόσμου (Reading Edition). Βλ. The Theatre of Tennessee Williams, τ. 1, New Directions, New York 1971, σ. 132. Η μετάφραση που χρησιμοποιείται στα παρατιθέμενα αποσπάσματα ανήκει στον Αντώνη Γαλέο.
11
ντων: του φωτισμού και της μουσικής. Η χρήση και των δύο έχει ως βασικό στόχο να κατορθώσει να δώσει την αίσθηση της νοσταλγίας και της ανάμνησης. Τονίζοντας ότι ο φωτισμός δεν πρέπει να είναι ρεαλιστικός, ή να υπονοεί την πραγματικότητα, τον χρησιμοποιεί κυρίως για να δημιουργήσει την κατάλληλη νοσταλγική ατμόσφαιρα ή για να τονίσει βαθύτερα συναισθήματα των ηρώων, τα οποία ποτέ δεν εκφράζονται με λόγια. Το πρόσωπο που τονίζεται πιο πολύ μέσα από τη χρήση του φωτισμού είναι η Λώρα, ακόμη και αν δεν λαμβάνει ενεργό μέρος στη δράση. Ομοίως, την αίσθηση της νοσταλγίας και της ανάμνησης πρέπει να υπηρετεί και η μουσική. Ο Williams ζητά μια συνεχόμενη και επαναλαμβανόμενη μελωδία, η οποία θα μπορεί να υπογραμμίζει και να τονίζει την ένταση των καταστάσεων και τα συναισθήματα των ηρώων, ενώ ταυτόχρονα θα συνδέει τη χρονική πραγματικότητα του αφηγητή-Τομ με όσα η θολή μνήμη του (ή ακόμη και η φαντασία;) τοποθετεί στη σκηνή. Όπως και ο φωτισμός, έτσι και η μουσική, υπηρετούν κυρίως την εύθραυστη ψυχοσύνθεση της Λώρας, η οποία αποδεικνύεται η κινητήριος δύναμη του έργου. Έτσι, ενώ στην ουσία του ο Γυάλινος κόσμος είναι ένα έργο ρεαλιστικό, κατορθώνει μέσα από αυτούς τους εξωθεατρικούς παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να καταστούν αποτελεσματικοί αποκλειστικά μέσα από τη σκηνική πράξη, να προτείνει ένα άλλο είδος ρεαλισμού, πιο «υποκειμενικού». Η οθόνη με τις προβολές των εικόνων, η μη ρεαλιστική χρήση του φωτισμού και της μουσικής, η ύπαρξη αφηγητή-ήρωα, η κατά πρόσωπο απεύθυνσή του προς τους θεατές, οι διάχυτοι συμβολισμοί, αλλά και η έντονα ποιητική γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, συμβάλλουν ξεχωριστά στη δημιουργία ενός νέου «πλαστικού» θεάτρου, το οποίο προτείνει ο συγγραφέας μέσα από αυτό, το πρώτο του μείζον έργο. Και η σημαντικότητά του δεν έγκειται μόνο στην αξία του ως έργου, αλλά
12
και στο ότι μέσα από αυτό ο Williams έχει την ευκαιρία να εκφράσει –είτε μέσα από το ίδιο το κείμενο είτε μέσα από τις σκηνικές οδηγίες– τις καινοτόμες απόψεις του για το θέατρο γενικότερα. Το σημείωμα που προτάσσει στο έργο υπό τον τίτλο “production notes”, εκφράζει πολύ περισσότερα από απλές σκηνικές οδηγίες. Είναι στην ουσία ένα μικρό μανιφέστο για ένα νέο θέατρο, όπως το αντιλαμβάνεται ο νεαρός συγγραφέας από τον Νότο: «Ο Εξπρεσιονισμός, όπως και όλες οι άλλες αντισυμβατικές τεχνικές στο δράμα, μόνο όταν πετύχουν έναν στόχο δικαιώνονται και αυτός είναι το ζύγωμα μια ιδέα πιο κοντά στην αλήθεια. Όταν ένα έργο επιστρατεύει αντισυμβατικές τεχνικές, δεν το κάνει, και επ’ ουδενί δεν θα έπρεπε να το κάνει, ως υπεκφυγή από την ευθύνη τού να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, ή να ερμηνεύσει την εμπειρία∙ τουναντίον αγωνίζεται πραγματικά, ή θα έπρεπε να αγωνίζεται, να ανακαλύψει έναν τρόπο να την πλησιάσει εκ του σύνεγγυς – μια πιο διεισδυτική και δυναμική έκφραση των πραγμάτων όπως αυτά είναι. Το κυριολεκτικό, νατουραλιστικό έργο με το αυθεντικό ψυγείο Frigidaire και τα πραγματικά παγάκια, τους χαρακτήρες του να μιλούν ακριβώς όπως μιλάει το κοινό, συνθηκολογεί με τον ακαδημαϊσμό και προσδοκά να έχει τις ίδιες αρετές με μια φωτογραφική απεικόνιση. Οι πάντες οφείλουν στις μέρες μας να γνωρίζουν την ασημαντότητα του φωτογραφικού στην τέχνη: πως η αλήθεια, η ζωή, η πραγματικότητα είναι κάτι οργανικό που
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
η ποιητική φαντασία μπορεί να αναπαραστήσει ή να υπονοήσει, ουσιαστικά, μόνο μέσα από τη μεταμόρφωση, μέσα από την αλλαγή σε άλλες μορφές, πέρα από όσες είναι απλώς διαθέσιμες στον κόσμο των φαινομένων. Αυτές οι παρατηρήσεις δεν προορίζονται για πρόλογος αποκλειστικά σε αυτό το συγκεκριμένο έργο. Έχουν να κάνουν με τη σύλληψη ενός νέου, πλαστικού θεάτρου, το οποίο πρέπει να αντικαταστήσει το εξαντλημένο θέατρο ρεαλιστικών συμβάσεων, αν είναι το θέατρο να επανακτήσει τη ζωτικότητά του ως μέρος του πολιτισμού μας»3. Σ’ αυτόν τον πρόλογο, ο Williams καθορίζει μια νέα μορφή θεάτρου που αρνείται τη φωτογραφική αναπαράσταση της πραγματικότητας, όχι μόνο ως ανούσια, αλλά και ως αναληθή. Η πραγματικότητα ή, καλύτερα, η αλήθεια των πραγμάτων, δεν βρίσκεται στην απεικόνισή της, αλλά κάτω από αυτήν, σε ένα άλλο επίπεδο, πολύ βαθύτερο, ουσιαστικότερο αλλά και υποκειμενικότερο. Αυτό το υποκειμενικό επίπεδο αλήθειας καλείται ο συγγραφέας να πλάσει επί σκηνής. Όσο πιο «αντικειμενική» γίνεται αυτή η προσωπική αλήθεια, τόσο πιο πολύ ταυτίζεται το κοινό με αυτήν. Αυτή την αλήθεια, μόνο η «ποιητική φαντασία» μπορεί να μεταφέρει στη σκηνή, υποβοηθούμενη από όποιες άλλες μη ρεαλιστικές κειμενικές και εξωκειμενικές συμβάσεις. Στην ουσία, μέσα από αυτά τα λίγα λόγια, ο Williams εισηγείται το «πάντρεμα» των δύο θεατρικών ιδιωμάτων που κυριαρχούσαν στο αμερικανικό θέατρο της δεκαετίας του 1930 και του 1940: τον ρεαλισμό, που ήταν συνυφασμένος με
το εμπορικό μεσοαστικό θέατρο του Broadway, και τον εξπρεσιονισμό, που ήταν συνυφασμένος με το πειραματικό και αριστερίζον θέατρο που εισήχθη από την Ευρώπη τη δεκαετία του 1920 και αναπτύχθηκε κυρίως από αριστερούς πειραματικούς θιάσους κατά τη δεκαετία του 1930. Μέσα από τον Γυάλινο κόσμο, κατορθώνει να κάνει προσιτό το avant-garde θέατρο στον χώρο του Broadway, ενώ ταυτόχρονα απελευθερώνει το κοινωνικό δράμα από τον μεσοαστικό του χαρακτήρα και τους περιορισμούς του φωτογραφικού ρεαλισμού. Μέσα από τον σημαντικότατο πρόλογο που προτάσσει στην αρχική, Reading Edition, του Γυάλινου κόσμου, ο Williams συνθέτει και καταγράφει, στην ουσία, το «επίσημο μανιφέστο» του θεάτρου του, το οποίο καθόρισε το ρεύμα που ονομάστηκε «εσωτερικός», «μαγικός», «ψυχολογικός», «φανταστικός», «ποιητικός» ρεαλισμός του αμερικανικού θεάτρου. ΜΑΡΙΑ ΧΑΜΑΛΗ
3 The Theatre of Tennessee Williams, ό.π., σ. 131.
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
13
ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ ΣΕ
ΓΥΑΛΙ
Μ
έναμε σε ένα διαμέρισμα τρίτου ορόφου στην οδό Μέηπλ στο Σαιντ Λιούις, σε ένα τετράγωνο που το μοιραζόμασταν με το συνεργείο αυτοκινήτων Απίκο, ένα κινέζικο στεγνοκαθαριστήριο και ένα πρακτορείο παράνομων στοιχημάτων καμουφλαρισμένο σαν καπνοπωλείο. Ο δικός μου χαρακτήρας ήταν μια ανωμαλία, έδειχνε να στρώνει τον δρόμο για ριζικές αλλαγές ή την καταστροφή, μιας και ήμουν ποιητής που δούλευε σε μια αποθήκη. Όσο για την αδελφή μου τη Λώρα, αυτή ήταν ακόμα πιο δύσκολο να της βάλεις ταμπέλες. Δεν έκανε καμία κίνηση σκόπιμα να πλησιάσει τον κόσμο, μόνο στεκόταν στην άκρη του νερού, σαν να λέμε, και τα πόδια της περίμεναν να νιώσουν τόση παγωνιά που δεν σάλευαν καν. Δεν θα έκανε βήμα ποτέ, είμαι απολύτως βέβαιος, αν η μητέρα μου που ήταν μάλλον ισχυρή προσωπικότητα δεν την είχε σπρώξει βίαια να προχωρήσει, όταν η Λώρα έγινε είκοσι χρόνων, γράφοντάς την φοιτήτρια σε ένα κοντινό εμπορικό κολλέγιο. Από τα χρήματα των περιοδικών της (εμπορευόταν συνδρομές σε γυναικεία περιοδικά), η μητέρα είχε πληρώσει τα δίδακτρα της αδελφής μου για ένα εξάμηνο. Δεν είχε καλή έκβαση η υπόθεση. Η Λώρα προσπάθησε να απομνημονεύσει τα πλήκτρα της γραφομηχανής, είχε και ένα διάγραμμα στο σπίτι, καθόταν σιωπηλή μπροστά του για ώρες κοιτάζοντάς το, ενώ έπλενε και γυάλιζε τις άπειρες γυάλινες μινιατούρες της. Το έκανε αυτό κάθε βράδυ μετά το φαγητό. Η μητέρα με προειδοποιούσε
14
να μην κάνω κανέναν απολύτως θόρυβο. «Η αδελφούλα κοιτάζει το διάγραμμα της γραφομηχανής!» Κάτι μέσα μου έλεγε πως αυτό δεν θα τη βοηθούσε και πολύ και τελικά αποδείχτηκε πως είχα δίκιο. Φαινομενικά γνώριζε τις θέσεις των πλήκτρων, αλλά, όταν ήρθε το τέλος της εβδομάδας και την πέρασαν από τεστ ταχύτητας, ό,τι είχε μάθει πέταξε μακριά από το μυαλό της σαν σμήνος από σαστισμένα πουλιά. Στο τέλος ήταν αδύνατον πια να πείσει τον εαυτό της να περάσει το κατώφλι της σχολής. Κράτησε αυτή την αποτυχία μυστική για ένα διάστημα. Έφευγε από το σπίτι κάθε πρωί, όπως πριν, και για έξι ώρες έκανε βόλτες στο πάρκο. Ήταν Φεβρουάριος και τόσο περπάτημα σε εξωτερικούς χώρους, σε πείσμα του καιρού, έφερε τη γρίπη. Ήταν στο κρεβάτι για καμιά δεκαριά ημέρες με ένα αλλόκοτα χαρούμενο χαμογελάκι στο πρόσωπό της. Όπως ήταν αναμενόμενο, η μητέρα τηλεφώνησε στο εμπορικό κολλέγιο για να τους πληροφορήσει πως ήταν άρρωστη. Αυτός που της απάντησε ακουγόταν προβληματισμένος, γιατί, όπως φαίνεται, δεν θυμόταν ποια ήταν η Λώρα, πράγμα που ενόχλησε τη μητέρα μου και ύψωσε τη φωνή της μάλλον αιχμηρά. «Η Λώρα έρχεται σε αυτή τη σχολή σας δυο μήνες τώρα, αν μη τι άλλο έχετε την υποχρέωση να θυμάστε το όνομά της!» Μετά ακολούθησε η συνταρακτική αποκάλυψη. Αυτό το άτομο απάντησε αυστηρά, μετά από μια μικρή παύση, πως, «ναι», τη θυμόταν την Ουίγκφιλντ πολύ καλά και πως αυτόν τον
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
μήνα δεν είχε πατήσει στο κολέγιο ούτε μ ι σ ή φορά. Η φωνή της μητέρας φαλτσάρισε. Έφεραν και δεύτερο άτομο στο τηλέφωνο για να επαληθεύσει τη δήλωση του πρώτου. Η μητέρα κατέβασε το ακουστικό και πήγε στην κρεβατοκάμαρα της Λώρα, όπου συνέχιζε να είναι ξαπλωμένη αλλά πλέον με ένταση και τρόμο στην όψη στη θέση εκείνου του αχνού, ανεπαίσθητου χαμόγελου. Ναι, παραδέχτηκε η αδελφή μου, αυτά που είπαν είναι αλήθεια. «Δεν γινόταν να συνεχίσω να πηγαίνω, πάθαινα πανικό, με έπιανε το στομάχι!» Μετά από αυτό το φιάσκο, η αδελφή μου έμεινε σπίτι και τις πιο πολλές ώρες δεν έβγαινε από την κρεβατοκάμαρά της. Ήταν ένα στενό δωμάτιο με δυο παράθυρα που έβλεπαν στον σκοτεινό ακάλυπτο ανάμεσα στις δυο πτέρυγες του κτιρίου. Αυτόν τον ακάλυπτο τον φωνάζαμε «Κοιλάδα του Θανάτου» για έναν λόγο που αξίζει να τον ακούσετε. Η γειτονιά είχε πολλές αδέσποτες γάτες και ένα εξαιρετικά βίαιο βρομερό άσπρο Τσόου Τσόου που τις καταδίωκε είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Στον δρόμο ή στις σκάλες πυρασφάλειας συνήθως τα κατάφερναν και του ξέφευγαν, αλλά μια στις τόσες μηχανευόταν έξυπνα έναν τρόπο να οδηγήσει μία από τις μικρότερες στο αδιέξοδο αυτού του στενού ακάλυπτου, στο τέρμα του οποίου, ακριβώς κάτω από τα παράθυρα του δωματίου της αδελφής μου, έχαναν το φως από τα μάτια τους και έτσι ανακάλυπταν με τον χειρότερο τρόπο πως ό,τι αρχικά έδινε την εντύπωση μιας σωτήριας εξόδου τελικά ήταν μια σφραγισμένη αρένα, μια ζοφερή κρύπτη από μπετόν και τούβλα πανύψηλη, καμία γάτα δεν έφτανε να την πηδήσει, και εδώ καλούνται να γυρίσουν και να αντιμετωπίσουν τον θάνατό τους κατά μέτωπο φτύνοντάς τον μέχρι να τις ρουφήξει σαν τυφώνας. Δεν περνούσε βδομάδα χωρίς να επαναληφθεί αυτό το βίαιο δράμα. Ο ακάλυπτος με τον καιρό είχε γίνει αντικείμενο σφοδρού μίσους για τη Λώρα, που δεν μπορούσε να
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ανοίξει το παράθυρό της και να τον αντικρίσει χωρίς να αναθυμηθεί γρυλίσματα, κραυγές και επιθανάτιους ρόγχους. Κρατούσε πάντα τις γρίλιες κλειστές και, καθώς η μητέρα δεν επέτρεπε τη χρήση ηλεκτρικού ρεύματος παρά μόνο σε απόλυτη ανάγκη, οι μέρες της περνούσαν σχεδόν σε αιώνιο λυκόφως. Στο δωμάτιο υπήρχαν τρία άθλια έπιπλα σε χρώμα ιβουάρ, ένα κρεβάτι, ένα σεκρετέρ, μια καρέκλα. Πάνω από το κρεβάτι είχε μια μοναδικά κακοφτιαγμένη εικόνα, ένα κεφάλι Ιησού, απολύτως θηλυπρεπές, με δάκρυα να ποζάρουν εμφανώς ακριβώς κάτω από τα μάτια. Η γοητεία του δωματίου προερχόταν αποκλειστικά από τη συλλογή με τα γυάλινα της αδελφής μου. Λάτρευε το χρωματιστό γυαλί και είχε γεμίσει τους τοίχους με ράφια από γυάλινες μινιατούρες, όλες τους με χρώματα απαλά και φίνα. Αυτά τα έπλενε και τα γυάλιζε με αστείρευτη φροντίδα. Όταν έμπαινες στο δωμάτιο, υπήρχε πάντα αυτό το απαλό, διάφανο λαμπύρισμα που έβγαινε από το γυαλί, καθώς απορροφούσε όποιο αχνό φως κατάφερνε να περάσει μέσα από τις γρίλιες από την «Κοιλάδα του Θανάτου». Δεν έχω ιδέα πόσα τέτοια αντικείμενα από εύθραυστο γυαλί υπήρχαν εκεί μέσα. Πρέπει να ήταν εκατοντάδες. Αλλά η Λώρα μπορούσε να σου πει ακριβώς πόσα ήταν. Τα αγαπούσε όλα, το καθένα ξεχωριστά. Ζούσε σε έναν κόσμο από γυαλί, αλλά και σε έναν κόσμο από μουσική. Η μουσική ερχόταν από ένα γραμμόφωνο του 1920 και μια στοίβα δίσκους από την ίδια περίπου εποχή, με κομμάτια όπως το Whispering, ή The Love Nest, ή Dardanella. Αυτοί οι δίσκοι ήταν ενθύμια του πατέρα μας, ενός ανθρώπου που ελάχιστα θυμόμασταν, που τα στόματά μας σπάνια σχημάτιζαν το όνομά του. Πριν από την αναπάντεχη και ανεξήγητη εξαφάνισή του από τις ζωές μας, είχε κάνει αυτό το δώρο στην οικογένεια, το γραμμόφωνο και τους δίσκους, και οι μελωδίες τους ήταν ό,τι είχε απομείνει ως ένα είδος απολογί-
15
ας από εκείνον. Μια φορά στο τόσο, όταν πληρωνόμουν από την αποθήκη, έφερνα σπίτι έναν καινούριο δίσκο. Αλλά η Λώρα δυσκολευόταν να εκτιμήσει αυτούς τους νέους δίσκους, ίσως επειδή αναπόφευκτα τους συνέδεε με τις εκκωφαντικές τραγωδίες στην «Κοιλάδα του Θανάτου» και τα τεστ ταχύτητας στο εμπορικό κολλέγιο. Άκουγε μόνο όσες μελωδίες αγαπούσε πραγματικά. Συχνά τραγουδούσε μόνη της τις νύχτες στο δωμάτιό της. Είχε λεπτή φωνή, συχνά παραστράτιζε από τον τόνο. Κι όμως είχε μια αλλόκοτη παιδιάστικη γλυκύτητα. Στις οκτώ το βράδυ καθόμουν και έγραφα στη δική μου ποντικοπαγίδα, το δωμάτιό μου. Μέσα από τις κλειστές πόρτες, μέσα από τους τοίχους, άκουγα την αδελφή μου να τραγουδάει μόνη της μελωδίες όπως το Whispering ή το I Love You ή το Sleepy Time Gal, φαλτσάροντας εδώ και εκεί, αλλά πάντα διατηρώντας την ατμόσφαιρα της μουσικής στα μινόρε. Γι’ αυτό θαρρώ πως έγραφα πάντα τέτοια παράξενα και μελαγχολικά ποιήματα εκείνο τον καιρό∙ επειδή στα αυτιά μου επέμεναν οι αχνές καντάδες της αδελφής μου στα χρωματιστά γυάλινα αντικείμενα, τα τραγούδια της καθώς τα έπλενε ή απλώς τα κοίταζε αόριστα με τα γαλανά της μάτια. Μέσα τους, σημεία αστραφτερά σαν πολύτιμοι λίθοι απομάκρυναν απαλά τον κυκεώνα της ύλης, του πραγματικού, από τον νου της. Κατέληγε σε μία κατάσταση υπνωτικής γαλήνης στην οποία καταλάγιαζε ακόμα και το τραγούδι της∙ δεν έπλενε πια τα γυαλιά της και έμενε ακίνητη να κάθεται μόνο μέχρι που της χτυπούσε την πόρτα η μητέρα μου για να τη νουθετήσει να μη σπαταλάει άλλο έτσι το ηλεκτρικό ρεύμα. Δεν πιστεύω ότι η αδελφή μου ήταν στ’ αλήθεια ανόητη. Για μένα, ο φόβος είχε κάνει τα πέταλα του νου της να κλείσουν, αυτό μόνο, και κανείς δεν είναι ικανός να πει πόσο σφραγίστηκαν στην πορεία τους προς την απόκρυφη γνώση. Δεν μιλούσε ποτέ πολύ, ούτε καν σε
16
έμενα, αλλά μια στις τόσες κάτι ξεπρόβαλλε στην επιφάνεια που δεν περίμενες ποτέ να υπάρχει εκεί. Μετά τη δουλειά στην αποθήκη ή όταν πια είχα ολοκληρώσει με τα γραπτά μου το βράδυ περνούσα από το δωμάτιό της για μια μικρή επίσκεψη, γιατί η επίδρασή της στο νευρικό μου σύστημα ήταν χαλαρωτική, καταπραϋντική, κι ας κρεμόταν μάλλον πλέον από μια κλωστή το θυμικό μου μες στον αγώνα μου να τρέχω ταυτόχρονα πάνω σε δυο άλογα που τραβούσαν προς αντίθετα σημεία του ορίζοντα. Συχνά την έβρισκα να κάθεται στην ιβουάρ καρέκλα με την ολόισια πλάτη και στην παλάμη της να λικνίζεται στοργικά ένα κομμάτι γυαλί. «Τι κάνεις εκεί; Του μιλάς;» ρώτησα. «Όχι», απάντησε αυστηρά, «το κοιτούσα μόνο». Στο σεκρετέρ ήταν δύο βιβλία, δώρα για τα Χριστούγεννα ή τα γενέθλιά της. Το ένα ήταν το μυθιστόρημα Ο σύζυγος του Ροδώνα από κάποιον που μου διαφεύγει το όνομά του. Το άλλο ήταν Ο Φακίδας της Τζην Στράτον Πόρτερ. Ποτέ δεν την είδα να διαβάζει τον Σύζυγο του Ροδώνα, αλλά το άλλο βιβλίο δεν έφευγε από πλάι της. Ζούσε μαζί του. Προφανώς δεν της είχε περάσει ποτέ από το μυαλό πως το βιβλίο είναι κάτι που το διαβάζεις μία φορά και μετά το παρατάς μόλις τελειώσεις. Ο χαρακτήρας Φακίδας, ένα ορφανό με ένα χέρι που δούλευε σε υλοτομείο, ήταν κάποιος που προσκαλούσε συχνά στο δωμάτιό της για φιλικές επισκέψεις, εξίσου συχνά όσο κι εμένα. Όταν έμπαινα και έβρισκα το μυθιστόρημα αυτό ανοιχτό στα γόνατά της, παρατηρούσε αυστηρά ότι ο Φακίδας είχε προβλήματα με τον εργοδηγό στο υλοτομείο ή ότι μόλις τον πλάκωσε ένα δέντρο και τραυματίστηκε στη σπονδυλική στήλη. Το πρόσωπό της σκοτείνιαζε από αληθινή θλίψη όταν ανακοίνωνε αυτές τις κακοτυχίες του παραμυθένιου ήρωά της, μάλλον λησμονώντας την ευτυχή έκβαση
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
των πραγμάτων, πως στο τέλος όλα τα ξεπερνούσε και ο τραυματισμός στη ράχη αισίως τον οδηγούσε να ανακαλύψει τους πλούσιους γονείς του και ο κακότροπος εργοδηγός είχε χρυσή καρδιά στο τέλος του βιβλίου. Ο Φακίδας μπλεκόταν ρομαντικά με ένα κορίτσι που το φώναζε Χερουβείμ, αλλά η αδελφή μου τις πιο πολλές φορές έκοβε το διάβασμα προτού αυτό το κορίτσι αρχίσει να αποκτά βάρος στην ιστορία. Έκλεινε το βιβλίο ή επέστρεφε σε πιο μοναχικές περιόδους στην ιστορία του ορφανού. Θυμάμαι μόνο να κάνει μία αναφορά σε αυτή την ηρωίδα του μυθιστορήματος. «Καλή ψυχή είναι αυτό το Χερουβείμ», έλεγε, «αλλά μια έπαρση για την ομορφιά της την έχει». Mια φορά, Χριστούγεννα, ενώ έβαζε τις τελευταίες πινελιές στο ψεύτικο δέντρο, έπιασε το Άστρο της Βηθλεέμ που πήγαινε για το ψηλότερο κλαδί και το κρατούσε αυστηρά προς τον πολυέλαιο. «Τα αστέρια έχουν στα αλήθεια πέντε μύτες;», ρώτησε διερευνητικά. Κάτι τέτοια ήταν αδύνατο να τα χωνέψεις και έμενες να κοιτάς τη Λώρα με θλίψη και απορία. «Όχι», της είπα, βλέποντας πως ήθελε πραγματικά να μάθει, «είναι στρογγυλά σαν τη γη και τα περισσότερα είναι πολύ πιο μεγάλα». Αυτή η νέα πληροφορία για αυτήν ήταν μια ήπια έκπληξη. Πήγε στο παράθυρο να κοιτάξει τον ουρανό, ο οποίος, ως συνήθως τους χειμώνες στο Σαιντ Λούις, ήταν ολότελα καλυμμένος με αιθαλομίχλη. «Δύσκολο να καταλάβεις», είπε και επέστρεψε στο δέντρο. Ο καιρός πέρασε έτσι μέχρι που η αδελφή μου έγινε είκοσι τρία. Σε ηλικία γάμου, αλλά η αλήθεια των πραγμάτων ήταν πως δεν είχε βγει ούτε μια φορά ραντεβού με αγόρι. Δεν νομίζω βέβαια να φαινόταν τόσο φοβερό αυτό στην ίδια, όσο στη μητέρα.
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Μια μέρα στο πρωινό η μητέρα μού είπε, «γιατί δεν καλλιεργείς καμιά φιλία με νέα ωραία παιδιά; Στην αποθήκη, ας πούμε, τι γίνεται; Δεν έχει νεαρούς εκεί να τους καλέσεις σε δείπνο;» Αυτή η πρόταση με αιφνιδίασε γιατί το φαγητό στο τραπέζι σπανίως ήταν αρκετό για να ικανοποιήσει εμάς τους τρεις, πόσο μάλλον… Η μητέρα μου ήταν φρικτά σφιχτοχέρα στα θέματα του σπιτιού. Ο Θεός ξέρει πόσο φτωχοί πραγματικά ήμασταν, αλλά η μητέρα μου είχε μια σχεδόν εμμονική φοβία μην τυχόν καταλήξουμε ακόμα φτωχότεροι. Μια ανησυχία όχι ανυπόστατη, μιας και ο άντρας του σπιτιού ήταν ποιητής και δούλευε σε αποθήκη, αλλά ο βαθμός που την επηρέαζε το θέμα σε όλα της τα σχέδια εμένα τουλάχιστον μού φαινόταν υπερβολικός. Σχεδόν ακαριαία η Μητέρα εξήγησε τι εννοούσε. «Έλεγα πως θα ήταν ωραίο», είπε, «για την αδελφή σου». Έφερα τον Τζιμ για δείπνο μερικές νύχτες μετά. Ο Τζιμ ήταν ένας μεγαλόσωμος κοκκινομάλλης Ιρλανδός που είχε την όψη πεντακάθαρης, καλογυαλισμένης πορσελάνης. Τα μεγάλα τετράγωνα χέρια του έμοιαζαν να έχουν μια απερίφραστη και εντελώς αθώα δίψα να αγγίζουν τους φίλους του. Δεν σταματούσε να τα κοπανάει στο χέρι ή στον ώμο σου και εκείνα διαπερνούσαν το ύφασμα του ρούχου σου καυτά σαν πιάτα που μόλις βγήκαν από φούρνο. Ήταν ο πιο δημοφιλής στην αποθήκη και κατά ένα παράξενο τρόπο ο μόνος που είχα καλές σχέσεις μαζί του. Του φαινόμουν ευχάριστα γελοίος μάλλον. Γνώριζε την κρυφή μου συνήθεια να αποσύρομαι σε κάποια καμπίνα στις τουαλέτες και να τελειοποιώ μετρικά σχήματα, όταν η δουλειά χαλάρωνε στην αποθήκη, και να ξεσκάω μουλωχτά στη σκεπή πότε-πότε για να καπνίσω το τσιγάρο μου με θέα το ποτάμι στην κυματιστή εξοχή του Ιλινόις. Σίγουρα στο μυαλό του
17
Τζιμ, και των άλλων εξίσου, θα είχα μπει στην κατηγορία εκκεντρικός, αλλά όσο και αν η αντιμετώπισή τους ήταν καχύποπτη και εχθρική όταν με πρωτογνώρισαν, του Τζιμ ήταν ζεστή και ανεκτική από την αρχή. Με φώναζε Λεπτούλη και σταδιακά η εγκάρδια αποδοχή του παρέσυρε και τους άλλους μετατοπίζοντάς τους, ώστε παρότι συνέχιζε να είναι ο μόνος που είχε την όποια σχέση μαζί μου, οι άλλοι πλέον άρχισαν να χαμογελούν όταν με έβλεπαν όπως χαμογελάει ο κόσμος με ένα σκυλί με αλλόκοτο κούρεμα όταν τους κόβει τον δρόμο, με κάποια απόσταση πάντα. Και πάλι όμως χρειάστηκε θάρρος για να προσκαλέσω τον Τζιμ σπίτι για τραπέζι. Το σκεφτόμουν όλη τη βδομάδα και καθυστέρησα να το κάνω μέχρι το μεσημέρι της Παρασκευής, τελευταία στιγμή, αφού το δείπνο ήταν κανονισμένο για εκείνο το βράδυ. «Τι κάνεις απόψε;» τον ρώτησα τελικά. «Αρχίδια, τίποτα», είπε ο Τζιμ. «Είχα ένα ραντεβού, αλλά η θεία της αρρώστησε και την κοπάνησε αμέσως για Σεντράλια!» «Καλά τότε», είπα, «δεν έρχεσαι να φάμε μαζί;» «Μέσα!» είπε ο Τζιμ. Το χαμόγελό του αστραφτοκοπούσε εκτυφλωτικά. Βγήκα έξω να τηλεφωνήσω στη μητέρα για τα νέα. Η ακαταπόνητη φωνή της απάντησε με μια ενέργεια που γέμισε τη γραμμή στατικό ηλεκτρισμό. «Αν καταλαβαίνω καλά, είναι Καθολικός;» είπε. «Ναι», της είπα εγώ, φέρνοντας στο μυαλό μου το μικροσκοπικό ασημένιο σταυρουδάκι στο φακιδιάρικο στέρνο του. «Ωραία!» είπε. «Θα βάλω στον φούρνο ρολό σολομού!» Κι έτσι πήγαμε σπίτι με το σαραβαλάκι του. Ένιωθα ένα παράξενο αίσθημα ενοχής και αναστάτωση, καθώς οδηγούσα σαν ερίφιο τον Ιρλανδό από
18
τα ραγισμένα μαρμάρινα σκαλιά, τρεις ορόφους πάνω, στην πόρτα του Διαμερίσματος Ζ, που το πάχος της δεν ήταν αρκετό για να συγκρατήσει πίσω της την οσμή του ψητού σολομού. Δεν είχα ποτέ μαζί μου κλειδί και πάτησα το κουδούνι. «Λώρα!» έφτασε η φωνή της μητέρας. «Ο Τομ είναι και ο κύριος Ντελάνι! Άνοιξέ τους να μπουν!» Πέρασε μια μακριά, τεράστια παύση. «Λώρα;» φώναξε πάλι. «Έχω δουλειά στην κουζίνα, άνοιξε την πόρτα εσύ!» Μετά, επιτέλους, ακούω τα βήματα της αδελφής μου. Προσπερνούν την πόρτα όπου στεκόμαστε και περιμένουμε και μπαίνουν στο σαλόνι. Ακούω να τρίζει η μανιβέλα του γραμμόφωνου καθώς στριφογυρνάει. Ξεκινάει μουσική. Ένας από τους παλιότερους δίσκους, ένα εμβατήριο του Σούζα, το έβαλε για να της δώσει θάρρος, για να ανοίξει την πόρτα σε έναν άγνωστο. Η πόρτα ανοίγει συνεσταλμένα και να την, μπροστά μας, με ένα φόρεμα από τη γκαρνταρόμπα της μητέρας, ένα από μαύρο σιφόν μάξι μέχρι τους αστράγαλους, και πέδιλα με ψηλά τακούνια που πάνω τους ισορροπούσε επισφαλώς σαν μεθυσμένος ερωδιός με μελαγχολικό φτέρωμα. Τα μάτια της γύρισαν και μας κοίταξαν με ένα γυάλινο φως και οι εύθραυστοι ώμοι της σαν φτερά πουλιού ήταν σφιγμένοι από τη νευρικότητα. «Γεια!» είπε ο Τζιμ, προτού προλάβω να τον συστήσω. Άπλωσε το χέρι. Η αδελφή μου ίσα που το άγγιξε για ένα δευτερόλεπτο. «Συγνώμη!» ψιθύρισε και επέστρεψε με ένα ξέπνοο θρόισμα στην πόρτα της κάμαράς της, το άδυτο πίσω της αποκαλύφθηκε στιγμιαία, μια μαρμαρυγή βουβή, γεμάτη κουδουνίσματα, το γυαλί, και μετά η πόρτα έκλεισε αστραπιαία αλλά απαλά κρύβοντας τη φιγούρα της, ένα φάντασμα.
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
Ο Τζιμ έδειχνε να μην τον ξαφνιάζει τίποτα. «Η αδελφή σου;» ρώτησε. «Ναι, αυτή ήταν», παραδέχτηκα. «Είναι φοβερά ντροπαλή με τους αγνώστους». «Σου μοιάζει», είπε ο Τζιμ, «μόνο που εκείνη έχει γυναικεία ομορφιά». Η Λώρα έμεινε εξαφανισμένη, μέχρι που τη φωνάξαμε για δείπνο. Η θέση της ήταν πλάι στον Τζιμ στο πτυσσόμενο τραπέζι και όσο τρώγαμε, σε όλη τη διάρκεια του δείπνου, το σώμα της ήταν ελαφρά απομακρυσμένο από το δικό του. Το πρόσωπό της ήταν παραληρηματικά λαμπερό και η μία βλεφαρίδα της, η πιο κοντινή στον Τζιμ, τρεμόπαιζε σαν να είχε νευρικό τικ. Τρεις φορές ενώ τρώγαμε της έπεσε το πιρούνι στο πιάτο με φοβερό κρότο και συνεχώς έφερνε το ποτήρι στα χείλη της για ξέπνοες κοφτές γουλιές νερού. Και συνέχισε να το κάνει αυτό ακόμα και όταν το νερό είχε χαθεί πια από το ποτήρι. Ο τρόπος που χειριζόταν δε τα ασημένια μαχαιροπίρουνα όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και πιο αμήχανος και ασθματικός. Είχα βυθιστεί στη σιωπή. Στη μητέρα ανήκαν οι δάφνες για το λέγειν της, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Ρώτησε τον επισκέπτη για την οικογένεια και το σπίτι του. Με ιδιαίτερη ικανοποίηση έμαθα πως ο πατέρας του είχε δική του επιχείρηση, ένα υποδηματοπωλείο κάπου στο Γουαϊόμινγκ. Τα νέα ότι πήγαινε σε νυχτερινό σχολείο για να σπουδάσει λογιστική ήταν ακόμα πιο εμψυχωτικά. Πέρα από την αποθήκη σε τι ορίζοντες ήθελε να ανοίξει πανιά; Τεχνικός ραδιοφώνου; Πω, πω, πω! Το βλέπεις πως εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν ελπιδοφόρο νέο που σίγουρα θα αφήσει το σημάδι του στον κόσμο! Μετά άρχισε να μιλάει για τα παιδιά της. Η Λώρα, είπε, δεν ήταν πλασμένη για επαγγελματίας. Ήταν του σπιτιού, όμως, και υπάρχει πιο σίγουρο μέλλον για ένα κορίτσι από ένα καλό σπιτικό;
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Ο Τζιμ συμφωνούσε με όλα αυτά χωρίς να δείχνει να διαισθάνεται τη σκιά του υπονοούμενου. Εγώ υπέφερα βουβά, προσπαθώντας να κοιτάζω αλλού για να μη βλέπω τη Λώρα να τρέμει ολόκληρη πλακωμένη κάτω από το φορτίο της απίστευτης απάθειας της μητέρας. Όσο άσχημα και αν περνούσαμε, μαρτυρικά μάλλον είναι η πιο σωστή λέξη, στην προοπτική του τέλους του δείπνου, γέμιζα με τρόμο, γιατί τότε θα χανόταν ο αντιπερισπασμός του φαγητού, θα έπρεπε να μεταφερθούμε όλοι στο στενόχωρο σαλονάκι με την κεντρική θέρμανση. Έπλαθα με τη φαντασία μου σενάρια όπου οι τέσσερίς μας είχαμε εξαντλήσει κάθε ενδεχόμενο συζήτησης, ακόμα και η ατελείωτη δεξαμενή της μητέρας από ερωτήσεις για την οικογένεια και τη δουλειά του Τζιμ κάποια στιγμή θα φτάσουν σε ένα τέλος – και οι τέσσερίς μας, μετά, θα καθόμαστε εκεί στο σαλονάκι, να ακούμε το σφύριγμα του καλοριφέρ και να ξεροβήχουμε νευρικά ασφυκτιώντας από αμηχανία. Αλλά όταν τελείωσε το επιδόρπιο, συνέβη ένα θαύμα. Η μητέρα σηκώθηκε να μαζέψει το τραπέζι. Ο Τζιμ μού έδωσε μία στον ώμο και είπε, «έι, Λεπτούλη, για να ρίξουμε μια ματιά σε αυτούς τους παλιούς δίσκους εκεί πέρα!» Χώθηκε ανέμελα στο μπροστινό δωμάτιο και κάθισε στο πάτωμα πλάι στο γραμμόφωνο. Έπιασε να περιεργάζεται τη συλλογή των ξεφτισμένων δίσκων και να διαβάζει τους τίτλους δυνατά με μια φωνή τόσο εγκάρδια που διαπέρασε σαν ηλιαχτίδα την ομίχλη της αμηχανίας που είχε εγκλωβίσει την αδελφή μου κι εμένα. Καθόταν ακριβώς κάτω από το φωτιστικό δαπέδου. Άξαφνα η αδελφή μου τινάχτηκε και του είπε, «μα – εσύ έχεις φακίδες!» Ο Τζιμ χαμογέλασε. «Ε, ναι, και οι δικοί μου έτσι με φωνάζουν – Φακίδα!» «Φακίδα;» επανέλαβε η Λώρα. Γύρισε και με κοίταξε σαν να περίμενε να της επιβεβαι-
19
ώσω μια ελπίδα τόσο υπέροχη που γινόταν απόκοσμη. Εγώ απομάκρυνα το βλέμμα βιαστικά, χωρίς να έχω ιδέα αν έπρεπε να νιώθω ανακούφιση ή πανικό για τη νέα τροπή των γεγονότων. Ο Τζιμ είχε ήδη κουρδίσει το γραμμόφωνο και έβαλε την Dardanella. Χαμογέλασε στη Λώρα. «Τι θα λέγατε να ξεσκονίσουμε την πίστα λιγουλάκι;» «Δηλαδή;» είπε η Λώρα αλαφιασμένη, με ένα χαμόγελο στα χείλη. «Να χορεύαμε!» της είπε, τραβώντας την στα χέρια του. Από όσο ξέρω πρώτη φορά χόρευε στη ζωή της. Αλλά σαν από θαύμα, κάτι που δεν θα καταλάβω ποτέ, με απόλυτη φυσικότητα γλίστρησε στα πελώρια μπράτσα του Τζιμ και άρχισαν να στροβιλίζονται γύρω-γύρω στο σαλονάκι που είχε ζεσταθεί από την κεντρική θέρμανση πέφτοντας μια πάνω στον καναπέ, μια στις καρέκλες ξεκαρδισμένοι στα γέλια, μέσα στην τρελή ευτυχία. Κάτι άνοιξε στο πρόσωπο της αδελφής μου. Να το ονομάσω αγάπη θα ήταν πολύ βιαστική κρίση, εδώ το αγόρι αυτό είχε φακίδες και οι δικοί του άνθρωποι τον φώναζαν Φακίδα. Ναι, ήταν ολοφάνερο, είχε αλλάξει ταυτότητα –για έναν σωρό πρακτικούς λόγους–, είχε γίνει το ορφανό με το ένα χέρι που ζούσε στο Λίμπερλοστ, την ορεινή περιοχή με τις ομίχλες όπου εκείνη αποτραβιόταν όποτε οι τοίχοι του Διαμερίσματος Ζ την έπνιγαν και η ζωή γινόταν αβάσταχτη. Η μητέρα επέστρεψε με λεμονάδες. Καθώς περνούσε τα παραπετάσματα κοντοστάθηκε. «Θεέ και κύριε! Λώρα; Χορεύεις;» Τα μάτια της όσο ξαφνιασμένα και αν έδειχναν ήταν γεμάτα τρελή ευγνωμοσύνη. «Μα, κύριε Ντελάνι, δεν σας έχει καταπατήσει;»
20
«Ε, και τι έγινε;» είπε ο Τζιμ, με κομψότητα αρκούδας. «Δεν είμαι φτιαγμένος και από αυγά!» «Για κοίτα τώρα!» είπε η μητέρα ολόλαμπρη, χωρίς να έχει την παραμικρή συναίσθηση των πραγμάτων. «Σαν πούπουλο είναι ελαφριά!» είπε ο Τζιμ. «Με λίγη εξάσκηση ακόμα θα χορεύει σαν την Μπέτι!» Εκεί ακολούθησε μια μικρή παύση σιωπής. «Τη Μπέτι;» είπε η μητέρα. «Το κορίτσι που βγαίνουμε!» είπε ο Τζιμ. «Α!» είπε η μητέρα. Ακούμπησε την κανάτα με τη λεμονάδα προσεκτικά κάπου και με την πλάτη γυρισμένη στον επισκέπτη και το βλέμμα καρφωμένο πάνω μου, τον ρώτησε πόσο συχνά συναντιούνται αυτός και η τυχερή δεσποινίδα. «Τα πράγματα είναι σοβαρά!» είπε ο Τζιμ. Το βλέμμα της μητέρας χωρίς να φύγει από το πρόσωπό μου άρχισε να βράζει από οργή. «Ο Τομ δεν ανέφερε πως τα έχεις με κάποιο κορίτσι!» «Ναι», είπε ο Τζιμ. «Δεν ήθελα να βγει το μυστικό στη φόρα. Τα αγόρια στην αποθήκη θα με πεθάνουν στο δούλεμα όταν ο Λεπτούλης τούς σφυρίξει τα νέα». Ξεκαρδίστηκε στα γέλια, αλλά το γέλιο του κατρακύλησε κι έπεσε κάτω βαριά και αμήχανα, καθώς σταδιακά άρχισε να τρυπώνει μέσα στις κοιμισμένες αισθήσεις του η συνειδητοποίηση πως τα νέα για τη Μπέτι είχαν μάλλον δυσάρεστο αντίκτυπο εδώ. «Σκέφτεστε να παντρευτείτε;» είπε η μητέρα. «Την πρώτη του μήνα που έρχεται!» της είπε εκείνος. Της πήρε λίγη ώρα για να συνέλθει. Μετά είπε σκοτεινιασμένη, «τι ωραία! Αν μας το είχε πει ο Τομ, θα σας είχαμε καλέσει κ α ι τ ο υ ς δ ύ ο !» Ο Τζιμ είχε ήδη πάρει το παλτό του στα χέρια. «Πρέπει να φύγεις τόσο νωρίς;» είπε η μητέρα.
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
«Δεν θέλω να φανεί πως το σκάω», είπε ο Τζιμ, «αλλά η Μπέτι θα επιστρέψει με το τρένο των οκτώ και μέχρι να φτάσω στον κεντρικό σταθμό με το σαραβαλάκι μου – » «Καλά, να μη σε κρατάμε τότε». Μόλις έφυγε, καθίσαμε όλοι σαστισμένοι. Η Λώρα μίλησε πρώτη. «Συμπαθητικός δεν είναι;» ρώτησε. «Και γεμάτος φακίδες!» «Ναι», είπε η μητέρα. Μετά γύρισε προς το μέρος μου. «Δεν είπες τίποτα πως ετοιμάζεται για γάμο!» «Και πού να το ξέρω εγώ πως πάει για γάμο;» «Εσύ δεν μας έλεγες πως είναι ο καλύτερος σου φίλος στην αποθήκη;» «Ναι, αλλά δεν ήξερα τίποτα για τον γάμο του!» «Παράξενο πράμα!» είπε η μητέρα. «Πολύ παράξενο!» «Όχι», είπε ευγενικά η Λώρα, ενώ σηκωνόταν από τον καναπέ. «Τι το παράξενο βλέπεις». Πήρε έναν δίσκο και τον φύσηξε, λες και είχε σκόνη, μετά τον άφησε απαλά κάτω. «Οι ερωτευμένοι άνθρωποι», είπε, «τα παίρνουν όλα για δεδομένα». Τι εννοούσε με αυτή την κουβέντα; Δεν έμαθα ποτέ. Ξεγλίστρησε ήσυχα από το σαλόνι προς το δωμάτιό της και έκλεισε την πόρτα. Δεν πέρασε καιρός και έχασα τη δουλειά μου στην αποθήκη. Με απέλυσαν επειδή έγραψα ένα ποίημα στο καπάκι ενός κουτιού για παπούτσια. Έφυγα από το Σαιντ Λούις και άρχισα να πλανιέμαι πέρα-δώθε. Οι πόλεις με σάρωναν σαν ξερά φύλλα, φύλλα με λαμπερά χρώματα ξεριζωμένα από τα κλαδιά τους. Η φύση μου άλλαξε. Έγινα σκληρός και αυτάρκης.
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Μέσα σε πέντε χρόνια είχα λησμονήσει σχεδόν το σπίτι μου. Δεν γινόταν αλλιώς, έπρεπε να το ξεχάσω, δεν άντεχα να το κουβαλάω μαζί μου. Αλλά μια στις τόσες, συνήθως σε μια άγνωστη πόλη, προτού βρω συντρόφους, κάτι τσακίζει το κέλυφος της προμελετημένης σκληρότητας. Μια πόρτα έρχεται απαλά, ακαταμάχητα και ανοίγει. Ακούω τις κουρασμένες παλιές μελωδίες του χαμένου πατέρα μου, τις άφησε σε ένα μέρος που εγκατέλειψε, προδίδοντάς το όπως το πρόδωσα κι εγώ, και τότε αντικρίζω αχνές και μελαγχολικές τις ακτίνες από κάποιο γυαλί, εκατοντάδες γυαλιά, μικρά διάφανα κομματάκια γυαλί, στα πιο ευάλωτα χρώματα. Κρατάω την ανάσα μου, γιατί αν το πρόσωπο της αδελφής μου κάνει πως εμφανίζεται ανάμεσά τους – η νύχτα είναι δική της!
Τενεσι Ουίλιαμς, «Portrait of a girl in glass», στη συλλογή διηγημάτων One Arm, New Directions, New York 1948. Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος [Ο συγγραφέας άρχισε τη συγγραφή του διηγήματος το 1941 και την ολοκλήρωσε το 1943, έναν χρόνο πριν από τη συγγραφή του θεατρικού έργου Ο γυάλινος κόσμος.]
21
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Χ
ώρος: Σαιν Λούις, Μιζούρι. Χρόνος: 1943. Ο Τόμας Λάνιερ Ουίλιαμς, γνωστός και ως Τενεσί, σε ηλικία τριάντα δύο ετών επιστρέφει στο πατρικό του. Έχει ελάχιστες επιτυχίες στο ενεργητικό του, μικρού βεληνεκούς, και ένα βραβείο, ένα ασημένιο πιάτο του γλυκού. Και μια μεγάλη αποτυχία, τη Μάχη των Αγγέλων, έργο που κατέβηκε στη Βοστώνη μετά από τρεις μόλις παραστάσεις. Το 1938 πήρε το πτυχίο του στη φιλολογία και στο μεταξύ έχει εργαστεί ως σερβιτόρος, κλητήρας, συνοδός σε ανελκυστήρες, ταξιθέτης σε κινηματογράφους στη Νέα Ορλεάνη, τη Νέα Υόρκη, την Πρόβινσταουν, το Μεξικό, την Τζόρτζια, την Καλιφόρνια. Η όρασή του επιδεινώνεται μετά από μία κρίση καταρράκτη, που απαιτεί μία πολύ σοβαρή επέμβαση. Και τώρα, λίγο πριν να φτάσει στο σπίτι, δύο ναύτες που παίρνει μαζί του στο ξενοδοχείο Κλάριτζ τον ξυλοκοπούν αγρίως. Η δηλωτική μνήμη είναι το σύστημα που αποτελεί τη βάση για τη συνειδητή ανάκληση δεδομένων και γεγονότων. Ετούτο το σύστημα, ωστόσο, δεν συνιστά απλώς μια δεξαμενή πληροφοριών, αντικειμενικά επαληθεύσιμων συμβάντων στα οποία μπορεί κάποιος να ανατρέξει όποτε θελήσει. Η δηλωτική μνήμη είναι μια δημιουργική κατασκευή πλασμένη από υλικά του παρελθόντος συνδυασμένα με τις ανησυχίες, τις
22
επιθυμίες, τους φόβους και τις συγκρούσεις του παρόντος. Όπως τονίζει ο Schacter: «Ο τρόπος που θυμάσαι εξαρτάται από τους σκοπούς και τους στόχους που έχεις τη στιγμή που προσπαθείς να θυμηθείς κάτι. Πάντα κατά τη διάρκεια μιας απόπειρας ανάκλησης αυτό που χρωματίζει και ολοκληρώνει την εικόνα είναι ο εαυτός σου». Οι ιστορίες που αφηγούμαστε για τις ζωές μας δεν μιλούν μόνο για γεγονότα, αλλά κυρίως διατυπώνουν σύνθετα νοήματα. Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται με αφηγηματική μορφή, αλλά αναπλάθεται, ανασκευάζεται, ξαναδημιουργείται. Φτάνοντας στο πατρικό του το 1943, ο Τενεσί βρίσκει πολλές καταστάσεις όπως τις είχε αφήσει: ο Κορνήλιος και η Εντουίνα επιμένουν να ζουν μες στη δυστυχία και οι πικρόχολες λογομαχίες τους γεμίζουν ασφυκτικά το σπίτι. Ο Ουίλιαμς βρίσκεται για μια ακόμη φορά αντιμέτωπος με έναν πατέρα που απεχθάνεται και τον πιέζει να επιστρέψει στη δουλεία του στα Υποδήματα Κοντινεντάλ. Τώρα επισκέπτεται και την αδελφή του Ρόουζ πρώτη φορά στην ψυχιατρική κλινική μετά την λοβοτομή της. Παλαιότερα του προξενούσε βαθύτατα συναισθήματα ντροπής με τις συνεχείς βωμολοχικές αναφορές της στη σεξουαλική πράξη. Πλέον συμπεριφέρεται ως κυρία, αλλά η ευγένειά της είναι δείγμα καθαρής παράνοιας. Και εδώ, μες στις ατέρμονες ώρες όπου καθαρίζει παράθυρα σε γκαράζ γειτόνων και επιδιορθώνει υδρορροές, ξεκινάει να γράψει το θέατρο μνήμης του, τον Τζέντλμαν Επισκέπτη που θα μετονομάσει σε Γυάλινο κόσμο. Υπάρχουν τεκμήρια για την ύπαρξη τουλάχιστον τεσσάρων διαφορετικών φάσεων κατά τη σύνθεση του Γυάλινου κόσμου:
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
(1) Ένα διήγημα δεκαέξι σελίδων με τίτλο Πορτραίτο κοριτσιού σε γυαλί. (2) Ένα μονόπρακτο εξήντα σελίδων από το οποίο σώζονται είκοσι μία σελίδες στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια. Αυτό αποτέλεσε τη βάση για ένα σενάριο που κατέθεσε στη Ουώρνερ ανεπιτυχώς με τίτλο Ο Τζέντλμαν επισκέπτης. (3) Ένα χειρόγραφο εκατόν πέντε σελίδων. Γραμμένο σε δέκα διαφορετικούς τύπους επιστολόχαρτων, έξι διαφορετικές γραφομηχανές και με χειρόγραφες διορθώσεις και σημειώσεις σε τέσσερα διαφορετικά χρώματα. Αυτή είναι η επίσημη εκδοχή που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις New Directions το 1949. (4) Η παραστασιακή έκδοση που δημοσιεύτηκε από τη Dramatists Play Service το 1948. Εδώ παρουσιάζεται το κείμενο της πρώτης παράστασης στη Νέα Υόρκη. Αυτή η εκδοχή περιέχει μια νέα σκηνή και 1100 διαφορετικά σημεία στους διαλόγους. Ο Τενεσί επιμένει ότι η μνήμη αποτελεί εφεύρεση του παρόντος και επ’ ουδενί αναπαραγωγή του παρελθόντος. Και ιδού! Ο Τομ Ουίλιαμς στο υπόγειο δωμάτιο να γράφει για τον Τομ Ουίνγκφιλντ. Ο Φρόυντ το 1908 επισημαίνει πως στη λογοτεχνία, όπως και στη φαντασίωση, «το παρελθόν, το παρόν συνυφαίνονται σε έναν ιστό επιθυμιών που τα διατρέχει». Έτσι και ο συγγραφέας, σαν ζογκλέρ που κατορθώνει να ισορροπήσει ταυτόχρονα τέσσερις διαφορετικές μπάλες του μπιλιάρδου στον αέρα, αποκαλύπτει τις σκέψεις των χαρακτήρων του στο κοινό μέσα από τέσσερις διαφορετικές ιδιολέκτους και τη γλώσσα του αφηγητή που παιχνιδίζει ανάμεσα στην άγουρη ποίηση, τη νατουραλιστική πεζότητα και το έντεχνο δοκίμιο. Το ιδιότυπο αυτό
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
χιούμορ αποπειράθηκε να αποδώσει και η παρούσα μετάφραση μπολιάζοντας την καθημερινή γλώσσα με απολιθώματα του παρελθόντος (εκράν κ.λπ.), ή υπογραμμίζοντας το παρόν σε λυρικές ελεγειακές αναπολήσεις τού χθες. Η δηλωτική μνήμη είναι βαθύτατα παράλογη με την ισοκρατική έννοια του όρου: ανασταίνει και διατηρεί στο παρόν όσα έχουν πεθάνει και έχουν χαθεί διαπαντός. Ο Ουίλιαμς λέει: «Όταν ο Ουέρντσγουερθ λέει για τους ασφοδέλους, ο Σέλεϊ για τη σιταρήθρα, ο Χαρτ Κρέην για τον εύθραυστο σκελετό της μούσας του, της γέφυρας του Μπρούκλιν, οι εικόνες ποτέ δεν είναι τόσο αινιγματικές, ώστε να μη διακρίνει κανείς πίσω τους την αναπόδραστη μορφή της Οφηλίας». (Leverich). Η μνήμη προϋποθέτει την απώλεια. Η δηλωτική μνήμη προσφέρει συνοχή και στόχο στις ζωές μας, ενώ μας υπενθυμίζει σε κάθε βήμα ότι η οδός μάς οδηγεί στην αποσύνθεση και τον θάνατο. Οι νάρκισσοι που μπλέκονται σε μια αφήγηση σε μια στιγμή γαλήνης δεν παύουν στιγμή να είναι και το νεκροστέφανο της Οφηλίας. ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΑΛΕΟΣ
Πηγές: Jody Davis, «Gone but not forgotten: Declarative and non-declarative memory processes and their contribution to resilience», Bulletin of the Menninger Clinic 65 (2001) • John Strachey, Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, Volume IX (1906-1908): Jensen’s “gradiva” and Other Works, Hogarth Press / The Institute of Psychoanalysis, London 1908 • Lyle Leverich, Tom: The Unknown Tennessee Williams, Norton, New York 1995 • Daniel Schacter, In Search of Memory, Harvard University Press, Cambridge 1995 • Tennessee Williams, Memoirs, Doubleday, New York l972.
23
Ο
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ
ΤΙΤΛΟ Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Ό
ταν η οικογένειά μου μετακόμισε στο Σεν Λούις από τον Νότο, αναγκαστήκαμε εκ των πραγμάτων να ζούμε σε μια αποπνικτική γειτονιά μόνο με πολυκατοικίες. Η αλλαγή ήταν συντριπτική∙ η αδελφή μου και εγώ ήμασταν μαθημένοι σε απλόχωρες βεράντες, κήπους, τεράστια σκιερά δέντρα. Το διαμέρισμα όπου ζούσαμε ήταν ευδιάθετο όσο ένας χειμώνας στην Αρκτική. Παράθυρα που έβλεπαν σε ανοιχτό χώρο είχαν μόνο το σαλόνι και η κουζίνα. Τα ενδιάμεσα δωμάτια είχαν θέα σε ένα στενοσόκακο που δίκαια θα χαρακτήριζε κανείς ως ανήλιαγο∙ το είχαμε βαφτίσει, μάλλον μακάβρια, «κοιλάδα του θανάτου», για έναν λόγο που με την πάροδο του χρόνου φαντάζει πλέον ψυχαγωγικός. Στη γειτονιά κυκλοφορούσαν ουκ ολίγες κεραμιδόγατες οι οποίες δεν σταματούσαν στιγμή τις ομηρικές μάχες τους με όποιο σκύλο έβρισκαν μπροστά τους. Αρκετά συχνά κάποιο ανυποψίαστο γατί μπερδευόταν και αφηνόταν μέσα στη φούρια της καταδίωξής του να οδηγηθεί σε αυτό το στενό που μόνο μία έξοδο είχε. Το τέρμα του αδιέξοδου βρισκόταν ακριβώς κάτω από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας της αδελφής μου∙ σε αυτό ακριβώς το σημείο οι γάτες αντιλαμβάνονταν πως μόνη τους επιλογή ήταν να στραφούν εκατόν ογδόντα μοίρες και να εμπλακούν με τους καταδιώκτες τους σε μονομαχία 24
μέχρι θανάτου. Η αδελφή μου ξυπνούσε μες στη νύχτα από την οχλοβοή. Γνώριζε πως το επόμενο πρωί κάτω από το παράθυρό της θα περίμενε ένα φρικτά διαμελισμένο θύμα. Το σοκάκι της είχε γίνει τόσο αποκρουστικό που δεν άνοιγε τις κουρτίνες ποτέ και το εσωτερικό του δωματίου της έμενε αιωνίως πνιγμένο σε μια ατμόσφαιρα λυκόφωτος. Κάτι έπρεπε να γίνει για να απαλύνει αυτόν τον ζόφο. Κάπως έτσι μαζί με την αδελφή μου βάψαμε όλα τα έπιπλα άσπρα∙ κρέμασε και λευκές κουρτίνες στο παράθυρο και τα ράφια που κύκλωναν το δωμάτιο τα γέμισε με μια μεγάλη συλλογή από διαφόρων ειδών γυάλινες μινιατούρες, στις οποίες έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία. Εν τέλει, το δωμάτιο απέκτησε άλλον χαρακτήρα, ανάλαφρο και εύθραυστο, παρά την έλλειψη εξωτερικής πηγής φωτισμού και κατέληξε το μόνο δωμάτιο στο σπίτι που μου φαινόταν ευχάριστο να επισκέπτομαι. Όταν το έσκασα από το σπίτι, αρκετά χρόνια μετά, όποτε προσπαθούσα να ξανασχηματίσω στο μυαλό μου την οικογενειακή μας ζωή στο Σαιν Λούις, αυτό το δωμάτιο θυμόμουν πιο ανάγλυφα, πιο τρυφερά. Ειδικά εκείνα τα μικροσκοπικά γυάλινα στολίδια στα ράφια. Ήταν κυρίως μικρά γυάλινα ζωάκια. Ποιητική αδεία έφτασαν να αντιπροσωπεύουν, στη μνήμη μου, όλα τα απαλά συναισθήματα που ανήκουν σε κάθε αναπόληση χαμένου χρόνου. Υποδήλωναν καθετί μικρό και τρυφερό που προσφέρει εκτόνωση στο αυστηρό σχήμα της ζωής, κάνοντάς το πιο υποφερτό για τους ευαίσθητους. Το σοκάκι όπου οι γάτες γίνονταν κομμάτια από τη μία – οι λευκές κουρτίνες και ο μικροσκοπικός γυάλινος ζωολογικός κήπος της αδελφής μου από την άλλη. Και κάπου ανάμεσά τους η ζωή μας και ο κόσμος της. Τενεσι Ουιλιαμς, «The Author Tells why It Is Called The Glass Menagerie», New York Herald Tribune, 15.4.1945. Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
25
Φωτογραφίες από τις δοκιμές της παράστασης 26
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
27
Φωτογραφίες από τις δοκιμές της παράστασης 28
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
29
Φωτογραφίες από τις δοκιμές της παράστασης 30
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
31
Φωτογραφία από τις δοκιμές της παράστασης 32
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
METAΦΡΑΣΗ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΑΛΕΟΣ
2018
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
33
Kανείς, και η βροχή ούτε καν, χέρια που να ’χει τόσα δα. E. E. Cummings
34
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
ΟΙ
ταλήγει κομμάτι της ίδιας της συλλογής της, από γυαλί τόσο εξαίσια εύθραυστο, που δεν πρέπει να μετακινείται ποτέ από το ράφι του.
ΑΜΑΝΤΑ ΟΥΙΝΓΚΦΙΛΝΤ [η μητέρα]
ΤΟΜ ΟΥΙΝΓΚΦΙΛΝΤ [ο γιος της] Και ο αφηγητής του έργου. Ποιητής που εργάζεται σε μια αποθήκη. Από τη φύση του δεν είναι αμείλικτος, αλλά όταν πέφτεις σε παγίδα δεν έχεις άλλη επιλογή παρά να δράσεις χωρίς οίκτο.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ
Μια μικροκαμωμένη γυναίκα με αστείρευτη, αλλά πελαγωμένη ζωτικότητα, προσκολλημένη μανιασμένα σε κάτι άλλο, έναν χρόνο και έναν χώρο διαφορετικό. Οι γραμμές του χαρακτήρα της πρέπει να πλαστούν με επιμέλεια, να μην αντιγραφούν από μια στερεότυπη αίσθηση ενός τύπου. Δεν είναι παρανοϊκή, η ζωή της έχει γίνει παράνοια. Στην Αμάντα πολλά είναι άξια για θαυμασμό, πολλά για αγάπη και συμπόνια, άλλα τόσα για χλεύη και εμπαιγμό. Το σθένος της είναι αδιαφιλονίκητο όσο και αυτός ο ιδιαίτερος ηρωισμός της∙ ας την κάνει μερικές φορές η επιπολαίοτητά της ασυναίσθητα απάνθρωπη, τούτο το λεπτό σκαρί κρύβει τρυφερότητα.
ΛΩΡΑ ΟΥΙΝΓΚΦΙΛΝΤ [η κόρη της] Η Αμάντα, μετά την αποτυχία της σε όποιο δεσμό αποπειράθηκε να χτίσει με την πραγματικότητα, επιμένει να ζει και να τρέφεται με τις ψευδαισθήσεις της. Η κατάσταση της Λώρα είναι ακόμα σοβαρότερη. Μια παιδική ασθένεια την έχει αφήσει σακατεμένη, το ένα πόδι ελάχιστα πιο κοντό από το άλλο, να υποστηρίζεται από νάρθηκα. Αυτό το ψεγάδι ας υπονοείται απλώς στη σκηνική του παρουσίαση, δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω. Η ρήξη της Λώρα με την πραγματικότητα, απόρροια της κατάστασής της, ολοένα επιδεινώνεται, μέχρι που κα-
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΤΖΙΜ Ο’ΚΟΝΟΡ [ο εκλεκτός επισκέπτης] Ένας συμπαθητικός, συνηθισμένος, νεαρός άνδρας.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΕΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Ως «θέατρο μνήμης», ο Γυάλινος κόσμος μπορεί να παρουσιαστεί με σπάνια αυτονομία από τις συμβάσεις του είδους. Χάρη στα ιδιαιτέρως τρυφερά ή έωλα υλικά του, εξαιρετικά σημαντικό ρόλο παίζουν οι ατμοσφαιρικές πινελιές και οι λεπτές αποχρώσεις της σκηνοθετικής γραμμής. Ο Εξπρεσιονισμός, όπως και όλες οι άλλες αντισυμβατικές τεχνικές στο δράμα, μόνο όταν πετύχουν έναν στόχο δικαιώνονται και αυτός είναι το ζύγωμα μια ιδέα πιο κοντά στην αλήθεια. Όταν ένα
35
έργο επιστρατεύει αντισυμβατικές τεχνικές, δεν το κάνει, και επ’ ουδενί δεν θα έπρεπε να το κάνει, ως υπεκφυγή από την ευθύνη τού να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, ή να ερμηνεύσει την εμπειρία∙ τουναντίον αγωνίζεται πραγματικά, ή θα έπρεπε να αγωνίζεται, να ανακαλύψει έναν τρόπο να την πλησιάσει εκ του σύνεγγυς – μια πιο διεισδυτική και δυναμική έκφραση των πραγμάτων όπως αυτά είναι. Το κυριολεκτικό, νατουραλιστικό έργο με το αυθεντικό ψυγείο Frigidaire και τα πραγματικά παγάκια, τους χαρακτήρες του να μιλούν ακριβώς όπως μιλάει το κοινό, συνθηκολογεί με τον ακαδημαϊσμό και προσδοκά να έχει τις ίδιες αρετές με μια φωτογραφική απεικόνιση. Οι πάντες οφείλουν στις μέρες μας να γνωρίζουν την ασημαντότητα του φωτογραφικού στην τέχνη: πως η αλήθεια, η ζωή, η πραγματικότητα είναι κάτι οργανικό που η ποιητική φαντασία μπορεί να αναπαραστήσει ή να υπονοήσει, ουσιαστικά, μόνο μέσα από τη μεταμόρφωση, μέσα από την αλλαγή σε άλλες μορφές, πέρα από όσες είναι απλώς διαθέσιμες στον κόσμο των φαινομένων. Αυτές οι παρατηρήσεις δεν προορίζονται για πρόλογος αποκλειστικά σε αυτό το συγκεκριμένο έργο. Έχουν να κάνουν με τη σύλληψη ενός νέου, πλαστικού θεάτρου, το οποίο πρέπει να αντικαταστήσει το εξαντλημένο θέατρο ρεαλιστικών συμβάσεων, αν είναι το θέατρο να επανακτήσει τη ζωτικότητά του ως μέρος του πολιτισμού μας. TO ΤΕΧΝΑΣΜΑ ΤΟΥ ΕΚΡΑΝ: Υπάρχει μόνο μία σημαντική διαφορά ανάμεσα στην επίσημη εκδοχή του έργου και την ειδική έκδοση για ηθοποιούς και αυτή είναι η παράλειψη στη δεύτερη ενός τεχνάσματος που συμπεριέλαβα με μεγάλες επιφυλάξεις στην πρώτη. Αυτό το τέχνασμα ήταν η χρήση ενός εκράν όπου προβάλλονταν σλάιντς με εικόνες ή τίτλους από έναν μαγικό φανό. Δεν
36
μετανιώνω για την παράλειψη αυτού του τεχνάσματος στην πρώτη παραγωγή του Μπρόντγουεϊ. Η εξαιρετική δύναμη της ερμηνείας της δεσποινίδας Τέηλορ οδήγησε αρμονικά το ανέβασμα προς την απόλυτη απλότητα. Παρόλα αυτά, θεωρώ πως θα ήταν ίσως ενδιαφέρον για κάποιους αναγνώστες να σχηματίσουν μια εικόνα για τη σύλληψη αυτού του τεχνάσματος. Γι’ αυτό το ενσωματώνω στο προς δημοσίευση χειρόγραφο. Αυτές οι εικόνες και οι επιγραφές, καθώς προβάλλονται από το βάθος, χαράζονται σε ένα τμήμα του τοίχου, κάπου ανάμεσα στο καθιστικό και την τραπεζαρία, το οποίο πρέπει να δίνει την αίσθηση πως δεν διαφέρει από το γύρω του σκηνικό, όταν δεν χρησιμοποιείται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ο σκοπός του τεχνάσματος θα είναι μάλλον προφανής… Τονίζει συγκεκριμένες αξίες σε κάθε σκηνή. Κάθε σκηνή περιέχει ένα συγκεκριμένο σημείο (ή περισσότερα), το πιο σημαντικό από όλα για τη δομή. Σε ένα επεισοδικό έργο, όπως αυτό, η βασική δομή ή το νήμα της αφήγησης μπορεί να γίνουν δυσδιάκριτα για το κοινό∙ η εντύπωση που θα δημιουργηθεί μπορεί να είναι θραυσματική και όχι αρχιτεκτονική. Αυτό μπορεί να αποτελεί σφάλμα του κειμένου από γραφής ή το κοινό να πάσχει από έλλειψη συγκέντρωσης. Η επιγραφή ή η εικόνα στο εκράν θα ενισχύσουν την εντύπωση όσων παρουσιάζονται απλώς υπαινικτικά στο κείμενο και θα επιτρέψουν το κύριο σημείο να ειπωθεί πιο απλά και με μεγαλύτερη ελαφρότητα από ό,τι αν η ευθύνη βάραινε αποκλειστικά την εκφορά του λόγου. Πέρα από αυτή τη δομική αξία, θεωρώ πως η οθόνη θα ασκήσει κάποια αναπόφευκτη συναισθηματική έλξη, μάλλον νεφελώδη, αλλά εξίσου πολυσήμαντη. Ένας ευφάνταστος παραγωγός ή σκηνοθέτης μπορεί να εφεύρει πολλές ακόμα χρήσεις για αυτό το τέχνασμα, πέρα από όσες προτείνονται στο παρόν σενάριο. Οι δυνατότητες του δεδομένου
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
τεχνάσματος στην ουσία τους μου φαίνονται προσωπικά μέγιστες, πολύ μεγαλύτερες από όσο αυτό το έργο, στην εποχή του, θα μπορούσε ίσως να εκμεταλλευτεί. Η ΜΟΥΣΙΚΗ: Ένα ακόμα εξω-λογοτεχνικό εργαλείο για να υπογραμμίζονται στοιχεία σε αυτό το έργο προσφέρει η χρήση της μουσικής. Μια μοναδική μελωδία που επανέρχεται, Τα θηρία από γυαλί, χρησιμοποιείται για να τονίσει τη συναισθηματική διάσταση των κατάλληλων χωρίων. Αυτή η μελωδία είναι σαν μουσική τσίρκου, όχι όταν βρίσκεσαι μέσα στην τέντα ή σε απόσταση αναπνοής από την πομπή, αλλά όταν είσαι αρκετά μακριά και κατά πάσα πιθανότητα οι σκέψεις σου είναι απασχολημένες σε κάτι άλλο. Υπό αυτά τα δεδομένα, δείχνει να συνεχίζει σχεδόν ατέρμονα, υφαίνοντας με τη σαΐτα της μία εδώ-μία εκεί την αναστατωμένη σου συνείδηση∙ και τότε αναδεικνύεται ως η πιο ανάλαφρη, η πιο λεπτεπίλεπτη μουσική στον κόσμο και ίσως, γιατί όχι, και η πιο θλιμμένη. Εκφράζει τέλεια τον επιφανειακό παλμό της ζωής μέσα από αυτή την υποδόρια γραμμή αμετάβλητης και ανείπωτης οδύνης. Όταν περιεργάζεσαι ένα αντικείμενο από δεξιοτεχνικά πλεγμένο γυαλί, δύο πράγματα σου έρχονται στο μυαλό: τι όμορφο που είναι και πόσο εύκολα μπορεί να σπάσει. Και οι δυο τούτες ιδέες θα έπρεπε να υφανθούν στο λάιτ μοτίφ, που μια κυριεύει το έργο και μια χάνεται απ’ αυτό σαν να το παρασύρει ένας άστατος άνεμος. Λειτουργεί ως δίκτυο αναφορών, νήμα συνδετικό ανάμεσα στον αφηγητή με τις προσωπικές συντεταγμένες του στον χώρο και τον χρόνο και το θέμα της ιστορίας του. Ανάμεσα σε κάθε επεισόδιο επιστρέφει υπενθυμίζοντας το συναίσθημα, τη νοσταλγία, τη θεμέλια λίθο του έργου. Είναι κατ’ αρχήν η μουσική της Λώρα, γι’ αυτό και αναδύεται επιτακτικά όταν το έργο εστιάζει πάνω της και στην υπέροχη ευθραυστότητα του γυαλιού, το έμβλημά της.
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΤΟ ΦΩΣ: Το φως στο έργο δεν είναι νατουραλιστικό. Σε συνέπεια με την ατμόσφαιρα της μνήμης, η σκηνή είναι αχνή. Δέσμες φωτός επικεντρώνονται σε επιλεγμένες περιοχές ή ηθοποιούς, μερικές φορές σε αντίστιξη προς ό,τι διεκδικεί το κέντρο. Λόγου χάρη, στη σκηνή της λογομαχίας ανάμεσα στον Τομ και την Αμάντα, στην οποία η Λώρα δεν παίζει ενεργό ρόλο, το πιο πυκνό φως λούζει τη δική της μορφή. Αυτό ισχύει και στη σκηνή του δείπνου, όπου η σιωπηλή μορφή της στον καναπέ πρέπει να παραμείνει στο οπτικό κέντρο. Το φως στη Λώρα πρέπει να είναι ξεχωριστό από το φως των άλλων, να κατέχει αυτή την ιδιότυπη αμόλυντη καθαρότητα, χαρακτηριστική στα πρώτα θρησκευτικά πορτρέτα με αγίες ή παρθένους. Μια κάποια αντιστοιχία με το φως στους εκκλησιαστικούς πίνακες, όπως του Ελ Γκρέκο, όπου οι φιγούρες λάμπουν σε ατμόσφαιρες σχετικά ημιφωτισμένες, θα μπορούσε κάλλιστα να προσφέρει λύσεις σε όλη τη διάρκεια του έργου. (Θα επιτρέψει άλλωστε και την πιο αποτελεσματική χρήση του εκράν.) Η απελευθερωμένη, ευφάνταστη χρήση του φωτός μπορεί να έχει ανυπολόγιστη αξία, καθώς προσφέρει μια ευέλικτη, πλαστική ποιότητα σε έργα, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, στατικά από τη φύση τους.
37
38
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
ΣΚΗΝΗ
ΠΡΩΤΗ Διαμέρισμα των Ουίνγκφιλντ, στο τυφλό κομμάτι του κτιρίου, μια ακόμη χαοτική μάζα από διαμερίσματα-κελιά, που ανθίζουν σαν κακοφορμισμένες μυρμηγκιές στα ασφυκτικά συνωστισμένα αστικά κέντρα, κυψέλες πληθυσμών με χαμηλό εισόδημα, ενδεικτικές του ενστίκτου το οποίο καθοδηγεί αυτό το αχανές και βαθύτατα καθυποταγμένο στρώμα της αμερικανικής κοινωνίας να απέχει από τη ρευστότητα και τη διαφοροποίηση, να υπάρχει και να λειτουργεί ως μία συγχωνευμένη μάζα αντανακλαστικών συμπεριφορών. Το διαμέρισμα βλέπει σε ένα σοκάκι και μοναδικός τρόπος πρόσβασής του είναι η έξοδος κινδύνου του κτιρίου, ένα δομικό στοιχείο που το αδιάφορο πλέον όνομά του, σκάλα πυρασφάλειας, αποτελεί συμπτωματικά μια πινελιά ποιητικής αλήθειας, καθώς όλα αυτά τα θεόρατα κτίρια κουφοκαίνε αιωνίως παραδομένα στις αργοσάλευτες και αδιάλλακτες φλόγες της ανθρώπινης απόγνωσης. Η σκάλα πυρασφάλειας είναι μπροστά μας, τη βλέπουμε – με άλλα λόγια, το πλατύσκαλο του ορόφου και τα σκαλιά που ξεκινάνε από αυτό και οδηγούν κάτω, κάπου χαμηλά. Ο σκηνικός χώρος είναι μνήμη, γι’ αυτό και όχι νατουραλιστικός. Η μνήμη δεν διστάζει να καταχραστεί την ποιητική άδεια. Παραλείπει κάποιες λεπτομέρειες∙ άλλες είναι διογκωμένες ανάλογα με τη συναισθηματική αξία των αντικειμένων που προσεγγίζει, μια και η μνήμη συχνάζει κυρίως στην καρδιά. Το εσωτερικό, άρα, είναι μάλλον αχνό και ποιητικό. Με το άνοιγμα της αυλαίας, το κοινό αντικρίζει τον ολοσκότεινο, ζοφερό πίσω τοίχο της οικίας Ουίν-
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
γκφιλντ. Αυτό το κτίριο και στις δυο πλευρές του έχει ανήλιαγα, στενά σοκάκια, που βγάζουν σε ωχρά φαράγγια με κουβαριασμένες μπουγάδες, κάδους απορριμμάτων, κυκλωμένα από ένα δυσοίωνο αραβούργημα, τις γειτονικές σκάλες πυρασφάλειας. Οι είσοδοι από τον έξω κόσμο και οι έξοδοι προς αυτόν κατά τη διάρκεια του έργου γίνονται μόνο μέσα από αυτά τα πλαϊνά σοκάκια. Στο τέλος του πρώτου μονολόγου του Τομ, ο συσκοτισμένος τοίχος της κατοικίας σταδιακά γίνεται διάφανος και αποκαλύπτει το εσωτερικό του ισόγειου διαμερίσματος των Ουίνγκφιλντ. Πιο κοντά στο κοινό το καθιστικό, που εξυπηρετεί τη Λώρα και ως κρεβατοκάμαρα, με τον πτυσσόμενο καναπέ να ανοίγει και να γίνεται το κρεβάτι της. Λίγο πιο πέρα, η τραπεζαρία, με μια φαρδιά αψίδα (ή δεύτερη μπούκα) με διάφανα, ξεθωριασμένα παραπετάσματα (ή δεύτερη αυλαία) να τη χωρίζουν από το καθιστικό. Σε μια παλιομοδίτικη εταζέρα στο καθιστικό διακρίνονται δεκάδες διάφανα γυάλινα ζώα. Μια μεγεθυμένη φωτογραφία του πατέρα κρέμεται στον τοίχο του καθιστικού, αριστερά στην αψίδα. Είναι το πρόσωπο ενός πολύ αρρενωπού νεαρού με δίκοχο πηλήκιο, στρατιωτάκου του Πρώτου Παγκόσμιου. Γοητευτικό χαμόγελο, ακαταμάχητο χαμόγελο, σαν να λέει: «Αυτό το χαμόγελο ήρθε για να μείνει». Στον τοίχο κρέμεται και κάτι άλλο, πλάι στη φωτογραφία∙ ένα διάγραμμα εκμάθησης τυφλού συστήματος. Και ένα διάγραμμα με τους χαρακτήρες της στενογραφίας. Μια ειδική, βαριά γραφομηχανή σε ένα τραπεζάκι ανάμεσα στα διαγράμματα.
39
Το κοινό ακούει και βλέπει την αρχική σκηνή στην τραπεζαρία μέσα από τον διάφανο τέταρτο τοίχο του κτιρίου και τα διάφανα παραπετάσματα από τούλι της αψίδας. Όσο εξελίσσεται αυτή η αποκαλυπτική σκηνή ανεβαίνει αργά ο τέταρτος τοίχος και χάνεται. Αυτός ο διάφανος εξωτερικός τοίχος δεν πρόκειται να κατέβει ποτέ ξανά μέχρι το τέλος του έργου, κατά τη διάρκεια της τελικής ομιλίας του Τομ. Ο αφηγητής είναι μια απροκάλυπτη σύμβαση του έργου. Χειρίζεται κατά βούληση τις θεατρικές συμβάσεις, όπως αυτός κρίνει συμφέρον για τους στόχους του. Ο Τομ μπαίνει, ντυμένος ναύτης του εμπορικού στόλου, βηματίζει νωχελικά προς τη σκάλα πυρασφάλειας. Εκεί σταματάει και ανάβει ένα τσιγάρο. Απευθύνεται στο κοινό.
ΤΟΜ: Ναι, έχω τεχνάσματα στην τσέπη, πράματα κρυφά μες στα μανίκια. Αλλ’ εγώ, εγώ είμαι ακριβώς το αντίθετο του μάγου. Εκείνος στη σκηνή σε ταΐζει ψευδαίσθηση με την εικόνα της αλήθειας. Εγώ σου φέρνω την αλήθεια ντυμένη με τον γλυκό μανδύα της ψευδαίσθησης. Και για αρχή, εἰ δὲ πρῶτον ἀφ’ ἡμῶν, γυρνάω αντίστροφα τον χρόνο. Τον βάζω να μετράει ανάποδα προς εκείνη τη γραφική περίοδο, τα τριάντα, όταν η γιγάντια μεσαία τάξη της Αμερικής έτρεχε να γραφτεί σε σχολεία για τυφλούς. Τα μάτια τους δεν έβλεπαν τίποτα πια. Ή τίποτα πια δεν μπορούσε να τους κάνει να δουν. Η οικονομία κατέρρεε και αυτοί πάλευαν ψηλαφιστά να διαβάσουν τον φλεγόμενο κώδικά της. Στην Ισπανία ήταν η επανάσταση. Εδώ μόνο φωνές και αντάρα. Στην Ισπανία, η Γκερνίκα. Εδώ σωματεία και αναταραχές στην ομαλή λειτουργία του εργατικού δυναμικού, ώσπου κάποτε έφταναν και τα έκτροπα σε κατά τα άλλα φιλειρηνικές πόλεις, όπως το Σικάγο, το Κλήβελαντ,
40
το Σαιν Λούις... Αυτή είναι η κοινωνική στιγμή του έργου. [Μουσική αρχίζει να παίζει.] Το έργο είναι μνήμη. Και ένα έργο μνήμης είναι φωτισμένο αχνά, είναι από συναίσθημα, δεν είναι ρεαλιστικό. Στη μνήμη τίποτα δεν συμβαίνει χωρίς μουσική. Έτσι εξηγείται και το βιολί εκεί πίσω, πέρα από το σκηνικό. Εγώ είμαι ο αφηγητής του έργου, αλλά μαζί και ένας από τους χαρακτήρες του δράματος. Οι άλλοι χαρακτήρες είναι η μητέρα μου, η Αμάντα, η αδελφή μου, η Λώρα, και ένας επισκέπτης, που κάνει την εμφάνισή του στις σκηνές του τέλους. Είναι ο πιο ρεαλιστικός χαρακτήρας στο έργο, πρέσβης του κόσμου της πραγματικότητας, εκεί που για εμάς κάπως ήταν η απαγορευμένη ζώνη. Τι μ’ αυτό, εγώ έχω την ίδια αδυναμία με τους ποιητές, τα σύμβολα, και αυτόν τον χαρακτήρα ακόμα, εδώ τον χρησιμοποιώ, ως σύμβολο∙ αυτός είναι – ό,τι αργεί από καιρό αλλά πάντα το προσμένουμε με αδημονία, αυτό που δίνει λόγο και αιτία στη ζωή μας. Υπάρχει ένας πέμπτος χαρακτήρας στο έργο που δεν εμφανίζεται παρά σε αυτή τη μεγεθυμένη φωτογραφία εδώ πάνω από το τζάκι. Ιδού ο πατέρας μας, μας άφησε πριν από χρόνια πολλά. Δούλευε στις τηλεπικοινωνίες και ερωτεύτηκε το πέρα, τις μεγάλες αποστάσεις∙ παράτησε τη δουλειά του στην τηλεφωνική εταιρεία και αναλήφθηκε σ’ άλλες πόλεις μακρινές… Η τελευταία του επικοινωνία μαζί μας ήταν μια καρτ-ποστάλ από το Μαζατλάν, στην ακτή του Ειρηνικού στο Μεξικό, με ένα μήνυμα μέσα, δυο λέξεις: «Γεια – Γεια!» και δίχως διεύθυνση. Νομίζω το υπόλοιπο έργο θα εξηγήσει ό,τι είναι από μόνο του… [Η φωνή της Αμάντα ακούγεται μέσα από τα παραπετάσματα. Επιγραφή στο εκράν: «Où sont les neiges?». Ο Τομ διαχωρίζει τα παραπετάσματα και μπαίνει στην τραπεζαρία. Η Αμάντα και η Λώρα κάθονται σε ένα τραπέζι με πτυσσόμενα φύλλα. Δείχνουν πως τρώνε με χειρονομίες χωρίς πραγματικό φαγητό ή μαχαιροπίρου-
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
να. Η Αμάντα μετωπικά στο κοινό. Ο Τομ και η Λώρα σε προφίλ. Το εσωτερικό έχει φωτιστεί μαλακά και μέσα από το τούλι βλέπουμε την Αμάντα και τη Λώρα καθισμένες στο τραπέζι.]
κι στημένη πάνω μου να με φας – μπουκιά να μην πάει κάτω. Αρρώστησα πια – μου κόπηκε η όρεξη – μ’ όλη αυτή τη διάλεξη για – τις εκκρίσεις των ζώων – σιελογόνους αδένες – μηρυκάζοντας!
ΑΜΑΝΤΑ: [Φωνάζοντας.] Τομ;
ΑΜΑΝΤΑ: [Ελαφρά την καρδία.] Κοίτα καπρίτσια… ούτε
ΤΟΜ: Ναι, Μητέρα.
πριμαντόνα στη Μετροπόλιταν Όπερα! [Ο Τομ σηκώνεται και πηγαίνει προς το καθιστικό.] Δεν σου έδωσα άδεια να σηκωθείς από το τραπέζι.
ΑΜΑΝΤΑ: Αν δεν έρθεις στο τραπέζι, δεν μπορούμε να κάνουμε την προσευχή μας!
ΤΟΜ: Να καπνίσω ένα τσιγάρο.
ΤΟΜ: Αμέσως, Μητέρα. [Υποκλίνεται ελαφρά και αποσύ-
ρεται, για να εμφανιστεί ξανά λίγα λεπτά αργότερα στη θέση του στο τραπέζι.]
ΑΜΑΝΤΑ: [Στον γιο της.] Ψυχή μου, όχι μ ε τ α δ ά χ τ υ λ α . Δεν σπρώχνουμε το φαγητό στο πιρούνι με τα δάχτυλα. Αν είναι να σπρώξουμε με κάτι, αυτό το κάτι είναι μια μπουκίτσα ψωμί. Και μασάμε – μασάμε! Τα ζώα έχουν εκκρίσεις στο στομάχι οι οποίες τους επιτρέπουν να χωνεύουν την τροφή μηρυκάζοντας, τα ανθρώπινα όντα όμως χρειάζεται να μασούν το φαγητό προτού το στείλουν στην πεπτική οδό τους. Υιέ μου, τρώγε ήσυχα το φαγητό σου και να το χαίρεσαι πραγματικά όσο το τρως. Ένα καλομαγειρεμένο γεύμα έχει πάμπολλα ευαίσθητα αρώματα που για να τα εκτιμήσεις πρέπει να παραμένουν στη στοματική κοιλότητα. Γι’ αυτό μάσα καλά την τροφή σου κι άσε τους σιελογόνους σου αδένες να λειτουργήσουν όπως πρέπει!
[Ο Τομ με επιμέλεια αφήνει κάτω το φανταστικό πιρούνι και απομακρύνει την καρέκλα του από το τραπέζι.] ΤΟΜ: Όλο οδηγίες, οδηγίες – μπουκιά δεν χάρηκα απόψε
– εσύ με κάνεις να τα κατεβάζω όλα έτσι – σαν το γερά-
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΑΜΑΝΤΑ: Το έχεις παρακάνει με τα τσιγάρα. [Σηκώνεται
η Λώρα.]
ΛΩΡΑ: Θα φέρω την πανακότα.
[Ο Τομ παραμένει όρθιος με το τσιγάρο πλάι στα παραπετάσματα.] ΑΜΑΝΤΑ: [Καθώς σηκώνεται, οι λέξεις της απηχούν έχουν
νέγρικο ηχόχρωμα.] Όχι, αδελφή εν Θεώ, όχι, αδελφούλα – εσύ θα ’σαι η κυρία τώρα και η δούλα εγώ, το νεγράκι σου εγώ.
ΛΩΡΑ: Σηκώθηκα τώρα. ΑΜΑΝΤΑ: Πίσω στη θέση σου, αδελφούλα – σε θέλω φρέ-
σκια και δροσερή – για τους εκλεκτούς επισκέπτες σου!
ΛΩΡΑ: [Καθώς κάθεται.] Δεν περιμένω επισκέπτες. ΑΜΑΝΤΑ: [Πηγαίνοντας στην κουζινούλα, ανέμελα.] Κα-
μιά φορά έρχονται εκεί που δεν τους περιμένεις! Καλή ώρα, θυμάμαι μια Κυριακή απόγευμα στο Μπλου Μάουντεν – [Μπαίνει στην κουζινούλα.]
41
ΤΟΜ: Μπορώ να σου πω την επόμενη ατάκα! ΛΩΡΑ: Ναι. Άσε όμως να την πει εκείνη. ΤΟΜ: Ξανά; ΛΩΡΑ: Της αρέσει τόσο να τα λέει.
[Η Αμάντα επιστρέφει με ένα μπολ με επιδόρπιο.] ΑΜΑΝΤΑ: Μια Κυριακή απόγευμα στο Μπλου Μάουντεν
– η μητέρα σας υποδέχτηκε – δ ε κ α ε π τ ά ! – επισκέπτες! Όλοι τζέντλμεν! Τι λέμε, πολλές φορές δεν έφταναν καν οι καρέκλες για να χωρέσουν όλοι. Αναγκαζόμασταν να στείλουμε τον αράπη να μας φέρνει καρέκλες πλιάν από τον ναό της ενορίας.
ΤΟΜ: [Παραμένοντας στα παραπετάσματα.] Πώς τους
ψυχαγωγούσες όλους αυτούς τους καβαλιέρους;
ΑΜΑΝΤΑ: Αντιλαμβανόμουν την τέχνη του διαλόγου! ΤΟΜ: Και μάλλον θα είχες λέγειν. ΑΜΑΝΤΑ: Όλες οι κοπέλες εκείνες τις εποχές ήξεραν να
μιλούν, γι’ αυτό να μην έχεις την παραμικρή αμφιβολία. ΤΟΜ: Μμμ!
[Εικόνα στο εκράν: «Η Αμάντα κορίτσι σε μια βεράντα, καλωσορίζει επισκέπτες».] ΑΜΑΝΤΑ: Γνώριζαν πώς να ψυχαγωγούν τους εκλεκτούς
επισκέπτες τους. Δεν έφτανε ένα κορίτσι να έχει όμορφο προσωπάκι και κομψή σιλουέτα – και μη νομίζετε πως
42
υστερούσα σε κάποιο από τα δύο. Ήταν εξίσου αναγκαίο να έχει κοφτερό χιούμορ και γλώσσα έτοιμη για όλα. ΤΟΜ: Για τι θέματα τους μιλούσες; ΑΜΑΝΤΑ: Για ζητήματα σημαντικά, της τελευταίας επι-
καιρότητας στον κόσμο! Ποτέ κάτι κοινό, χυδαίο, ή άξεστο. [Ο Τομ συνεχίζει να στέκεται πλάι στα παραπετάσματα, αλλά εκείνη του απευθύνεται σαν να κάθεται στην κενή καρέκλα στο τραπέζι. Ο Τομ παίζει αυτή τη σκηνή σαν να διαβάζει από το σενάριο τα λόγια του.] Οι επισκέπτες μου ήταν τζέντλμεν – όλοι ανεξαιρέτως! Στις τάξεις των επισκεπτών μου συγκαταλέγονταν κάποιοι από τους πιο επιφανείς νέους ιδιοκτήτες μεγάλων φυτειών στο Δέλτα του Μισσισσιππή – γαιοκτήμονες πρώτης και δεύτερης γενιάς! [Ο Τομ κάνει νόημα να μπει μουσική και ένα σποτ να φωτίσει την Αμάντα. Το βλέμμα της υψώνεται, το πρόσωπο ακτινοβολεί, η φωνή γίνεται ζεστή και ελεγειακή. Επιγραφή: «Où sont les neiges d’antan?»] Ήταν, λόγου χάρη, ένας έφηβος, ο Τσαμπ Λώφλιν, που αργότερα τον έχρισαν αντιπρόεδρο στην τράπεζα της Ομοσπονδίας Γαιοκτημόνων του Δέλτα. Ή ο Χάντλι Στήβενσον που πνίγηκε σε μια λίμνη, στο Μουνλέικ, και άφησε στη χήρα του εκατό πενήντα χιλιάδες σε ομόλογα του Κράτους. Ήταν βέβαια και οι αδελφοί Κάτριερ, ο Ουέσλι και ο Μπέητς. Ο Μπέητς ήταν ένα από τα αστέρια μου, ένας δανδής ολόφωτος! Μπλέχτηκε σε διαπληκτισμό με εκείνο το βάρβαρο αγόρι, τον Ουέηνραϊτ. Έλυσαν τις διαφορές τους με περίστροφα πλάι στις ρουλέτες στο Καζίνο του Μουν Λέηκ. Ο Μπέητς βρέθηκε με τραύμα διαμπερές στο στομάχι. Πέθανε στο ασθενοφόρο καθώς πήγαινε στο Μέμφις. Και η δική του χήρα εξασφάλισε καλά το μέλλον της, περιήλθαν στα χέρια της τριανταπέντε με σαράντα χιλιάδες στρέμματα, ουδέν σχόλιο. Τον παντρεύτηκε όταν
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
πάσχιζε να ξεπεράσει τον χωρισμό μας – αυτός ποτέ δεν την αγάπησε – τη νύχτα του θανάτου του τη δική μου φωτογραφία κρατούσε πάνω του! Και υπήρχε κι εκείνο, το άλλο αγόρι, που το είχαν βάλει στο μάτι όλα τα κορίτσια του Δέλτα! Αυτός ο Άδωνις, το έξοχο αγόρι των Φίτζχιου από την επαρχία Γκρην!
ΛΩΡΑ: [Μόνη στην τραπεζαρία.] Δεν πιστεύω πως θα έρ-
θει κανείς να μας δει, μητέρα.
ΑΜΑΝΤΑ: [Εμφανίζεται ξανά, ανέμελα.] Τι; Κανείς-κα-
ΤΟΜ: Από όσους είπες μόνο αυτός γλίτωσε το θανατικό.
νείς; Πρέπει να αστειεύεσαι! [Η Αμάντα γελά και η Λώρα νευρικά την αντιγράφει. Ξεγλιστράει σαν φυγάς μέσα από τα μισάνοιχτα παραπετάσματα και τα κλείνει ευγενικά πίσω της. Μια δεσμίδα από πολύ καθαρό φως λούζει το πρόσωπό της σε αντίστιξη προς την ξεθωριασμένη ταπισερί στις κουρτίνες πίσω της. Αχνά η μουσική από τα «θηρία από γυαλί» ακούγεται, ενώ η Αμάντα συνεχίζει, ανάλαφρα.] Ούτε ένας εκλεκτός επισκέπτης; Δεν μπορεί να είναι αλήθεια! Τι γίνεται – κατακλυσμός; Τυφώνας!
ΑΜΑΝΤΑ: Αυτό το αγόρι, ο Φίτζχιου πήγε βόρεια και έκανε
ΛΩΡΑ: Ούτε κατακλυσμός, ούτε τυφώνας, μητέρα. Μόνο
ΤΟΜ: Αυτός τι άφησε στη χήρα του; ΑΜΑΝΤΑ: Δεν παντρεύτηκε ποτέ αυτός! Ντροπή, μιλάς σαν όλοι μου οι παλιοί θαυμαστές να έχουν γίνει λίπασμα για μαργαρίτες!
περιουσία – έγινε γνωστός ως «ο Λύκος της Ουόλ Στριτ»! Είχε το άγγιγμα του Μίδα, ό,τι έπιαναν τα χέρια του γινόταν χρυσάφι! Και θα μπορούσα κάλλιστα να έχω γίνει εγώ κυρία Ντάνκαν Τζέι Φίτζχιου, να το γράψεις καλά στο μυαλό σου! Αλλά – εγώ διάλεξα τον π α τ έ ρ α σου!
που δεν είμαι δημοφιλής όσο εσύ στο Μπλου Μάουντεν… [Ο Τομ αφήνει έναν ακόμα στεναγμό. Η Λώρα τον κοιτάζει με ένα αχνό, απολογητικό χαμόγελο. Η φωνή της κομπιάζει λίγο.] Η μητέρα φοβάται πως θα μείνω γεροντοκόρη.
ΛΩΡΑ: [Καθώς σηκώνεται.] Μητέρα, άσε με να μαζέψω
Η σκηνή σβήνει με τη μουσική από τα «θηρία από γυαλί».
εγώ το τραπέζι.
ΑΜΑΝΤΑ: Όχι, καλή μου, εσύ να πας στο δωμάτιό σου να μελετήσεις τυφλό σύστημα. Ή να εξασκήσεις τη στενογραφία σου λίγο. Τόσο-όσο. Για να μείνεις φρέσκια, χάρμα οφθαλμών! – Σε λίγο φτάνει η ώρα των επισκέψεων, οι τζέντλμεν μας θα αρχίσουν να καταφτάνουν. [Κινείται με νεύρο επιδεικτικά προς την κουζινούλα.] Πόσους νομίζεις πως θα υποδεχτούμε απόψε;
[Ο Τομ πετάει κάτω το κείμενο και τινάζεται ολόκληρος με έναν αναστεναγμό.]
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
43
ΣΚΗΝΗ
ΔΕΥΤΕΡΗ Στη σκοτεινή σκηνή η εικόνα των μπλε ρόδων φωτίζει το εκράν. Σταδιακά εμφανίζεται η μορφή της Λώρα και σκοτεινιάζει το τούλι. Η μουσική υποχωρεί. H Λώρα κάθεται σε μία φιλντισένια λεπτεπίλεπτη καρέκλα πλάι σε ένα τραπεζάκι με λιονταρίσια πόδια. Είναι ντυμένη με ένα φόρεμα από μαλακό βιολετί υλικό όπως αυτό που χρησιμοποιούν στα κιμονό – τα μαλλιά της είναι τραβηγμένα πίσω από το μέτωπο με μια κορδέλα. Πλένει και γυαλίζει τη γυάλινη συλλογή της. Η Αμάντα εμφανίζεται στα σκαλιά της σκάλας πυρασφάλειας. Στον ήχο της ανάβασής της, η Λώρα πνίγει την ανάσα, εκτοξεύει μακριά το μπολ με τα μπιμπελό και κάθεται αυστηρά μπροστά στο διάγραμμα με τα πλήκτρα της γραφομηχανής σαν να της έχουν κάνει μάγια. Κάτι έχει συμβεί στην Αμάντα. Είναι γραμμένο στο πρόσωπό της καθώς σκαρφαλώνει στο πλατύσκαλο: η όψη της είναι βλοσυρή, απεγνωσμένη, σχεδόν έχει περάσει τα όρια της λογικής. Φοράει ένα από αυτά τα φτηνά υφασμάτινα παλτό, απομίμηση βελούδου με γιακά από απομίμηση γούνας. Το καπέλο της είναι πέντε ή έξι ετών, ένα από αυτά τα φρικτά καπέλα κλος που φορούσαν στο τέλος της δεκαετίας του είκοσι. Στα χέρια σφιχτοκρατάει ένα πελώριο πορτοφόλι-φάκελο από μαύρη δερματίνη με νίκελ κλατς και τα αρχικά της. Αυτό είναι το επίσημό της ρούχο, ό,τι συνήθως φοράει κάθε φορά που πηγαίνει στις συναντήσεις για τις Κόρες της Αμερικανικής Επανάστασης1. Πριν μπει ρίχνει μια ματιά μέσα. Σφίγγει τα 1 ΣτΜ: Ένωση γυναικών, αποκλειστικά λευκών, μέχρι πριν από το 1977. Αποτελείται από απογόνους πολεμιστών στον αγώνα της ανεξαρτησίας από την Αγγλία.
44
χείλη, γουρλώνει τα μάτια, κοιτώντας τα ουράνια και κουνάει το κεφάλι. Μετά, πολύ αργά, περνάει την πόρτα. Βλέποντας την έκφραση της μητέρας της, η Λώρα αγγίζει τα χείλη με μια νευρική χειρονομία.
ΛΩΡΑ: Γεια σου μητέρα, μελετούσα τη – [Κάνει μια αντα-
νακλαστική χειρονομία προς το διάγραμμα στον τοίχο. Η Αμάντα γέρνει πίσω προς την κλειστή πόρτα και κοιτάζει τη Λώρα με βλέμμα ιερομάρτυρα.]
ΑΜΑΝΤΑ: Απάτη; Απάτη; [Αφαιρεί αργά το καπέλο και
τα γάντια της, πάντα με το ίδιο αφοπλιστικό βλέμμα πόνου. Αφήνει το καπέλο και τα γάντια να πέσουν στο πάτωμα – ένα ψήγμα θεατρικότητας.]
ΛΩΡΑ: [Αμφιταλαντεύεται.] Πώς ήταν στις Κόρες της
Αμερικανικής Επανάστασης; [Η Αμάντα ανοίγει αργά το πορτοφόλι της και ανασύρει ένα ντελικάτο λευκό μαντιλάκι, το τινάζει με κομψότητα και με κομψότητα το αγγίζει στα χείλη και τα ρουθούνια της.] Δεν πήγες στη συνάντηση, Μητέρα;
ΑΜΑΝΤΑ: [Αχνά, σχεδόν άηχα.] Όχι. – Όχι. [Μετά με με-
γαλύτερο σθένος.] Δεν είχα τη δύναμη – να πάω στις Κόρες της Αμερικανικής Επανάστασης. Όχι, η αλήθεια είναι πως δεν είχα το θάρρος! Ήθελα να βρω μια τρύπα στο χώμα και να κρυφτώ μέσα της για πάντα! [Πλησιάζει αργά στον τοίχο και κατεβάζει το διάγραμμα με τα πλήκτρα της γραφομηχανής. Το κρατάει μπροστά της για
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
μια στιγμή, κοιτώντας το γλυκά και μελαγχολικά – μετά δαγκώνει τα χείλη και το σκίζει σε δυο κομμάτια.] ΛΩΡΑ: [Αχνά.] Γιατί το έκανες αυτό, μητέρα; [Η Αμάντα
επαναλαμβάνει την ίδια διαδικασία και με το διάγραμμα της στενογραφίας.] Μα, γιατί το – ΑΜΑΝΤΑ: Γιατί; Γιατί; Γιατί; Πόσο χρόνων είσαι, Λώρα; ΛΩΡΑ: Μητέρα, ξέρεις την ηλικία μου. ΑΜΑΝΤΑ: Γιατί σε είχα για ενήλικη, μου λες; Από ό,τι δείχνουν τα πράγματα, ναι, έσφαλα. [Πηγαίνει αργά στον καναπέ, βουλιάζει μέσα του και καρφώνει το βλέμμα στη Λώρα.] ΛΩΡΑ: Σε παρακαλώ, μη με κοιτάς έτσι, μητέρα. [Η Αμά-
ντα κλείνει τα μάτια και χαμηλώνει το κεφάλι. Ακολουθεί μια παύση δέκα δευτερολέπτων.]
ΑΜΑΝΤΑ: Τι θα κάνουμε, τι θα απογίνουμε, τι είναι το
μέλλον; [Ακολουθεί μια παύση ακόμα.]
ΛΩΡΑ: Συνέβη κάτι, μητέρα; [Η Αμάντα παίρνει μια βαθιά ανάσα, βγάζει πάλι το μαντίλι και εκτελεί το ίδιο τελετουργικό όπως πριν.] Μητέρα, έχει – κάτι συμβεί; ΑΜΑΝΤΑ: Θα συνέλθω αμέσως, δεν είναι τίποτα, μόνο
λίγο άναυδη είμαι – [Διστάζει.] Η ζωή....
ΛΩΡΑ: Μητέρα, μπορείς σε παρακαλώ να μου πεις τι συ-
νέβη;
ΑΜΑΝΤΑ: Όπως ξέρεις, σήμερα το μεσημέρι υποτίθεται πως θα μου έδιναν οδηγίες για το μελλοντικό μου πόστο
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
στις Κόρες. [Εικόνα στο εκράν: «Ένα σμήνος από γραφομηχανές».] Αλλά έκανα μια στάση στη σχολή, το επαγγελματικό κολέγιο Ρούμπικαμ, για να ενημερώσω τους καθηγητές σου πως κρυολόγησες και να μάθω αν έχεις σημειώσει πρόοδο στα μαθήματα εκεί. ΛΩΡΑ: Α… ΑΜΑΝΤΑ: Βρήκα την δασκάλα της γραφομηχανής και
συστήθηκα ως η μητέρα σου. Σάστισε. «Ουίνγκφιλντ», είπε, «δεν έχουμε μαθήτρια με αυτό το όνομα γραμμένη στη σχολή!» Τη διαβεβαίωσα πως έχουν, ότι παρακολουθείς μαθήματα από τις αρχές Ιανουαρίου. «Τώρα που το λέτε», είπε, «αναρωτιέμαι μήπως αναφέρεστε σε εκείνο το φοβερά ντροπαλό κοριτσάκι που διέκοψε τη φοίτησή της στη σχολή από τις πρώτες κιόλας μέρες των μαθημάτων;» «Όχι», είπα, «η Λώρα, η κόρη μου, έρχεται στη σχολή κάθε μέρα ανελλιπώς τις τελευταίες έξι εβδομάδες!» «Αν έχετε την καλόσυνη», είπε. Έβγαλε το απουσιολόγιο και το όνομά σου ήταν εκεί, με γράμματα ολοστρόγγυλα και από δίπλα όλες οι ημερομηνίες που ήσουν απούσα μέχρι που αποφάσισαν ότι διέκοψες οριστικά τη φοίτησή σου στη σχολή. Εγώ δεν πτοήθηκα: «Όχι, πρέπει να κάνετε κάποιο λάθος!» Κι εκείνη είπε, είπε: «Όχι – τη θυμάμαι τώρα σαν να τη βλέπω μπροστά μου. Τα χέρια της έτρεμαν και δεν μπορούσε να, έτσι, ούτε καν να βρει τα σωστά πλήκτρα! Την πρώτη φορά που της βάλαμε τεστ ταχύτητας, έπαθε κρίση πανικού – την έπιασε ίλιγγος και σχεδόν την πήγαμε σηκωτή στο μπάνιο! Μετά απ’ εκείνο το πρωί δεν φάνηκε ποτέ πια. Πήραμε πολλές φορές τηλέφωνο στο σπίτι, αλλά δεν το σήκωνε ποτέ κανείς» – Όσο δούλευα στο Μέησις, μάλλον, που έκανα επιδείξεις – [Κάνει παντομίμα με τα χέρια της ένα σουτιέν.] Αχ! Ένιωσα τέτοια αδυναμία, μου λύθηκαν τα γόνατα! Κάθισα σε μια καρέκλα και οι άνθρωποι
45
μου έφεραν νερό να συνέλθω! Πενήντα δολάρια δίδακτρα, τόσα σχέδια – οι ελπίδες και οι φιλοδοξίες μου για σένα – έγιναν καπνός και χάθηκαν, χάθηκαν, καπνός έγιναν, έτσι απλά. [Η Λώρα παίρνει μια βαθιά ανάσα και σηκώνεται αδέξια όρθια. Πηγαίνει στο γραμμόφωνο και το κουρδίζει με τη μανιβέλα.] Τι κάνεις εκεί; ΛΩΡΑ: Τι; Ααα! [Αφήνει τη λαβή και επιστρέφει στη θέση της.] ΑΜΑΝΤΑ: Λώρα, πού γύρναγες κάθε φορά που έφευγες
δήθεν για να πας στο κολλέγιο;
ΛΩΡΑ: Πουθενά. Περπατούσα μόνο. ΑΜΑΝΤΑ: Δεν είναι αλήθεια αυτό. ΛΩΡΑ: Είναι. Περπατούσα μόνο. ΑΜΑΝΤΑ: Περπατούσες; Περπατούσες; Μες στον χειμώνα;
ΛΩΡΑ: Δεν ήταν και τόσο άσχημα όσο ακούγεται. Έβρι-
σκα και μέρη εδώ κι εκεί και ζεσταινόμουν.
ΑΜΑΝΤΑ: Εδώ κι εκεί; Τι μέρη; ΛΩΡΑ: Χωνόμουν στο μουσείο τέχνης ή στα κλουβιά με τα
πουλιά στον Ζωολογικό Κήπο. Χαιρετούσα τους πιγκουίνους κάθε μέρα! Καμιά φορά, δεν έτρωγα το μεσημέρι και με τα χρήματα πήγαινα στο σινεμά. Τον τελευταίο καιρό, τα πιο πολλά απογεύματα τα περνάω στη «Μπιζουτιέρα», το μεγάλο θερμοκήπιο όπου καλλιεργούν τα τροπικά λουλούδια.
ΑΜΑΝΤΑ: Όλο αυτό το έκανες για να μ’ εξαπατήσεις, για
μια απάτη μόνο; [Η Λώρα κατεβάζει το βλέμμα.] Γιατί;
ΛΩΡΑ: Μητέρα, όταν απογοητεύεσαι, το πρόσωπό σου
παίρνει αυτή την άθλια έκφραση πόνου, σαν την εικόνα της μητέρας του Χριστού στο μουσείο!
Τι έκανες; Κυνηγούσες την πνευμονία με αυτό το ανύπαρκτο πανωφόρι; Και πού πήγαινες, Λώρα;
ΑΜΑΝΤΑ: Σσσς!
ΛΩΡΑ: Εδώ, εκεί – στο πάρκο, κυρίως.
ΛΩΡΑ: Δεν άντεχα άλλο!
ΑΜΑΝΤΑ: Και όταν κρύωσες; Δεν σε ένοιαξε καθόλου;
[Ακολουθεί μια παύση. Ακούγεται ένας ψίθυρος εγχόρδων. Επιγραφή στο εκράν: «Τα Ψίχουλα της Ευσπλαχνίας».]
ΛΩΡΑ: Από τα δυο κακά αυτό ήταν το μικρότερο, μη-
τέρα. [Εικόνα στο εκράν: «Χειμωνιάτικη σκηνή σε ένα πάρκο».] Δεν γινόταν να επιστρέψω εκεί. Έκανα – στο πάτωμα – εμετό!
ΑΜΑΝΤΑ: Από και μισή, επτά και μισή με πέντε, κάθε
μέρα, θες να μου πεις, έκοβες βόλτες στο πάρκο, έτσι, επειδή ήθελες μόνο να με κάνεις να πιστέψω πως συνέχιζες τα μαθήματα στο Ρούμπικαμ;
46
ΑΜΑΝΤΑ: [Απεγνωσμένα παίζοντας με το πελώριο
πορτοφόλι.] Μάλιστα. Και τι θα κάνουμε λοιπόν τη ζωή που μας μένει; Θα μένουμε σπίτι να βλέπουμε τους άλλους να προχωρούν και να μας προσπερνούν; Θα διασκεδάζουμε μήπως με τα γυάλινα θηρία, πουλάκι μου; Θα παίζουμε εις τους αιώνας των αιώνων αυτούς τους φαγωμένους δίσκους που άφησε ο πατέρας σου
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
σαν ανοιχτή πληγή; Όχι, δεν θα κάνουμε καριέρα στις επιχειρήσεις – τα παρατήσαμε αυτά γιατί μας έφερναν νευρική δυσπεψία! [Γελάει καταβεβλημένη.] Τι άλλη προοπτική απέμεινε παρά η εξάρτηση μόνο, όλη μας τη ζωή εξαρτημένες; Γνωρίζω, βλέπεις, πολύ καλά, δεν ξέρεις πόσο καλά, τι απογίνονται οι ανύπαντρες γυναίκες που δεν κάνουν το βήμα να κατακτήσουν μια θέση. Έχω δει τραγωδίες στον Νότο – γεροντοκόρες που τις σιχαίνονται όλοι, να επιβιώνουν χάρη στις πικρόχολες δωρεές του άντρα της αδελφής τους ή της συζύγου του αδελφού τους! – στριμωγμένες σε μια ανύπαρκτη ποντικότρυπα, τάχα το δωμάτιό τους – να τις σπρώχνει ο ένας συγγενής στον άλλον για να τις βγάλει από την πλάτη του – κάτι γυναίκες μικροκαμωμένες σαν σπουργίτια χωρίς φωλιά – να τσιμπολογάνε τα ψίχουλα της ευσπλαχνίας όλη τους τη ζωή! Αυτό το μέλλον ετοιμάζουμε για τον εαυτό μας; Παίρνω όρκο πως άλλη εναλλακτική δεν περνάει από το μυαλό μου! [Κάνει παύση.] Και δεν τη λες και πολύ ευχάριστη εναλλακτική, τη λες; [Ξανακάνει παύση.] Φυσικά – κάποια κορίτσια π α ν τ ρ ε ύ ο ν τ α ι κ ι ό λ α ς . [Η Λώρα στρίβει νευρικά τα χέρια της.] Εσένα δεν σου άρεσε ποτέ κανένα αγόρι;
ΛΩΡΑ: Ναι. Τζιμ ήταν το όνομά του. [Σηκώνει τον βαρύ
τόμο από το τραπεζάκι με τα πόδια λιονταριού.] Εδώ είναι στους «Πειρατές της Πενζάνς».
ΑΜΑΝΤΑ: [Αφηρημένα.] Ποιους; ΛΩΡΑ: Την οπερέτα που ανέβασε η Τρίτη Λυκείου. Είχε
ονειρεμένη φωνή και καθόταν πλάι μου στη χορωδία, μόνο ο διάδρομος μας χώριζε, Δευτέρες, Τετάρτες και Παρασκευές. Εδώ είναι με το ασημένιο κύπελλο στους ρητορικούς αγώνες! Κοίτα χαμόγελο!
ΑΜΑΝΤΑ: [Αφηρημένα.] Πρέπει να ήταν ευχάριστος άν-
θρωπος.
ΛΩΡΑ: Με έλεγε τότε – Μπλε Ρόδα. [Εικόνα στο εκράν:
«Μπλε ρόδα».]
ΑΜΑΝΤΑ: Γιατί να σε λέει με ένα τέτοιο όνομα; ΛΩΡΑ: Όταν είχα εκείνη την οξεία κρίση πλευρίτιδας –
ΛΩΡΑ: Όχι, στο λεύκωμα είναι, στην επετηρίδα.
με ρώτησε τι συνέβη όταν επέστρεψα στο σχολείο. Εγώ ψέλλισα πλευ-ρι-τιδα – και αυτός άκουσε Μπλε Ρόδα! Κι έτσι με φώναζε πάντα από τότε. Όποτε με έβλεπε, αλάλαζε: «Μπλε Ρόδα, Χαίρε!» Δεν με ένοιαζε καθόλου για το κορίτσι που έκανε παρέα. Η Έμιλι Μάιζενμπαχ. Η Έμιλι ήταν το πιο καλοντυμένο κορίτσι στο Σόλνταν Χάι. Πάντα όμως είχε πάνω της κάτι προσποιητό, ή έτσι μου φαινόταν εμένα… Στα προσωπικά νέα λέει – είναι αρραβωνιασμένοι. Και από τότε – πάνε έξι χρόνια! Θα έχουν παντρευτεί πια σίγουρα.
ΑΜΑΝΤΑ: [Απογοητευμένη.] Α – μαθητής λυκείου. [Εικό-
ΑΜΑΝΤΑ: Τα κορίτσια που δεν είναι πλασμένα για καριέ-
ΛΩΡΑ: Ναι. Κάποτε μου άρεσε ένα. [Σηκώνεται.] Πέτυχα
τυχαία και τη φωτογραφία του τις προάλλες.
ΑΜΑΝΤΑ: [Με κάποιο ενδιαφέρον.] Σου έδωσε τη φωτο-
γραφία του;
να στο εκράν: «Ο Τζιμ ως ήρωας του λυκείου με ασημένιο κύπελλο».]
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ρα στις επιχειρήσεις συνήθως κάπως τα φέρνει η ζωή και βρίσκονται παντρεμένα με τους καλύτερους άντρες. [Πε-
47
τάγεται με μια σπίθα ανανεωμένης ζωτικότητας.] Αδελφούλα μου, αυτό θα κάνεις κι εσύ! [Η Λώρα αφήνει ένα αιφνιδιασμένο γέλιο γεμάτο αμφιβολία. Κάνει να αρπάξει γρήγορα ένα γυάλινο αντικείμενο.] ΛΩΡΑ: Μα αφού, μητέρα – ΑΜΑΝΤΑ: Τι; [Πηγαίνει στη φωτογραφία.] ΛΩΡΑ: [Σε τόνο απολογητικό και τρομαγμένο.] Εγώ – εί-
μαι – ανάπηρη!
ΑΜΑΝΤΑ: Βλακείες! Λώρα, δεν σου είπα ποτέ, ποτέ, ποτέ
να μη χρησιμοποιείς αυτή τη λέξη; Δεν είμαστε καλά, άκου ανάπηρη, δεν είσαι ανάπηρη, ένα μικρό ελάττωμα έχεις – δεν το πιάνει καν το ανθρώπινο μάτι, καν! Όταν οι άνθρωποι έχουν ένα ασήμαντο μειονέκτημα όπως αυτό, καλλιεργούν άλλα πράγματα για να αντισταθμίσουν την έλλειψή τους – αναπτύσσουν γοητεία – και ικμάδα – και – και – γ ο η τ ε ί α ! Αυτό το απλό μόνο αν κάνεις, όλα θα πάνε καλά! [Ξαναστρέφεται στη φωτογραφία.] Το μόνο πράμα που ο πατέρας σου είχε και μ ε τ ο π α ρ α π ά ν ω – ήταν η γ ο η τ ε ί α ! Η σκηνή σβήνει με την είσοδο της μουσικής.
48
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
ΣΚΗΝΗ
ΤΡΙΤΗ Επιγραφή στο εκράν: «Μετά το φιάσκο – ». Ο Τομ μιλάει από το πλατύσκαλο.
ΤΟΜ: Μετά το φιάσκο στο Εμπορικό Κολλέγιο Ρούμπι-
καμ, η ιδέα να βρεθεί ένας εκλεκτός επισκέπτης για τη Λώρα άρχισε να αποκτάει άλλο, ειδικό βάρος στους υπολογισμούς της μητέρας. Γύρισε σε μονομανία. Η εικόνα του επισκέπτη σαν αρχετυπικός μύθος στοίχειωνε το μικρό μας διαμέρισμα... [Εικόνα στο εκράν: «Ένας νεαρός άντρας στην πόρτα ενός σπιτιού με ανθοδέσμη».] Σπανίως περνούσε απόγευμα στο σπίτι χωρίς αναφορά σε αυτή την εικόνα, αυτή τη χίμαιρα, αυτή την ελπίδα... Ακόμα και όταν δεν γινόταν λόγος για εκείνον, η παρουσία του μετεωριζόταν στο προβληματισμένο ύφος της μητέρας και στον αλαφιασμένο, απολογητικό τρόπο της αδελφής μου – επικρεμόταν σαν καταδίκη που κάποιος επέβαλε στους Ουίνγκφιλντ! Η μητέρα ήταν άνθρωπος της δράσης όσο και των λόγων. Άρχισε να εφαρμόζει ορθολογικά τα βήματα προς τον προγραμματισμένο στόχο της. Βαθιά μες στον χειμώνα και στο πρώτο ξύπνημα της άνοιξης –βλέποντας ότι θα χρειαστούν επιπλέον κεφάλαια για να στολιστεί σωστά με πούπουλα η φωλιά και να πλουμιστεί η νεοσσός– ενορχήστρωσε μια δυναμική διαφημιστική καμπάνια διά τηλεφώνου, τυλίγοντας μέλλουσες συνδρομήτριες σε ένα από αυτά τα περιοδικά ποικίλης ύλης για ώριμες κυρίες, τη «Χρυσή Νοικοκυρά», ένα από αυτά τα έντυπα που εκμεταλλεύονται τα κατώτερα γυναικεία ένστικτα εκδίδοντάς τα εν είδη μυθιστορημάτων σε συνέχειες, όπου η γκάμα της σκέψης για το ανθρώπινο
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
είδος πορεύεται με όρους όπως τρυφερά στηθάκια ίσα που χωρούν στη χούφτα, ολόλεπτη, βεργολυγερή μεσούλα, πλούσια, αφράτα, χυλωτά λαγόνια, μάτια σαν φλόγες στο τζάκι το φθινόπωρο, δάχτυλα βάλσαμο, χάδι ως αρμονία μουσική, κορμί κραταιό σαν άγαλμα ετρουσκικό. [Εικόνα στο εκράν: «Το εξώφυλλο ενός περιοδικού μόδας». Η Αμάντα μπαίνει με το τηλέφωνο και μακρύ καλώδιο. Φωτίζεται με σποτ στην αχνή σκηνή.] ΑΜΑΝΤΑ: Άιντα Σκοτ εκεί; Αμάντα Ουίνγκφιλντ εδώ!
Πόσο μας έ λ ε ι ψ ε ς στις Κόρες την περασμένη Δευτέρα! Μέχρι που είπα από μέσα μου: να δεις που θα υποφέρει πάλι απ’ αυτή την ιγμορίτιδα! Πώς πάνε τα ιγμόρεια; Φρικαλέο! Ο Θεός να μας φυλάει! – Εσύ είσαι μία ιερομάρτυρας, ναι, μάλιστα, αυτό είσαι, ιερομάρτυρας! Παρεμπιπτόντως, τελείως τυχαία παρατήρησα πως η συνδρομή σου για την «Χρυσή Νοικοκυρά» όπου να ’ναι λήγει! Μάλιστα, λήγει με το επόμενο τεύχος, καρδιά μου! – Πάνω που θα βάλει μπρος η τέλεια νέα σειρά της Μπέσι Μέι Χόπερ και θα έχει μια αρχή απολύτως συναρπαστική. Αχ, καρδιά μου, αυτό δεν πρέπει να το χάσεις! Θυμάσαι τι θύελλα ξεσήκωσε το «Όσα παίρνει ο άνεμος»; Αν δεν το είχες διαβάσει, ήσουν αποκλεισμένη κοινωνικά. Το μόνο θέμα συζήτησης στα στόματα ό λ ω ν ήταν η Σκάρλετ Ο’ Χάρα. Ε, θα τολμήσω να το πω, αυτό το βιβλίο οι κριτικοί ήδη το συγκρίνουν με το «Όσα παίρνει ο άνεμος». Είναι το «Όσα παίρνει ο άνεμος» με ήρωες τη γενιά που ακολούθησε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο! Πώς; – Κάτι καίγεται; – Αχ, ψυχή μου, μην τα αφήσεις
49
να καούν, δεν κάνει, ρίξε μια ματιά στον φούρνο κι εγώ θα περιμένω, μην σε νοιάζει! Ανήκουστο – μου το ’κλεισε;
ΑΜΑΝΤΑ: Σταμάτα πια να φωνάζεις!
[Η σκηνή θαμπώνει. Επιγραφή στο εκράν: «Λες να έχω έρωτα παράφορο με τα Υποδήματα Κοντινεντάλ;» Προτού να επανέλθουν τα φώτα, ακούγονται οι άγριες φωνές του Τομ και της Αμάντα. Λογομαχούν πίσω από τα παραπετάσματα. Μπροστά τους στέκεται η Λώρα με σφιγμένες τις γροθιές και έκφραση πανικού. Μια καθαρή δέσμη φωτός λούζει τη φιγούρα της καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της σκηνής.]
το θράσος να –
ΤΟΜ: Τι, γαμώ τον Χριστό μου, τι ρόλο – ΑΜΑΝΤΑ: [Διαπεραστικά.] Δεν σου επιτρέπω να λες – ΤΟΜ: – βαράω εγώ εδώ μέσα! ΑΜΑΝΤΑ: – τέτοια λόγια! Όχι όταν είμαι εγώ – ΤΟΜ: Ααα! ΑΜΑΝΤΑ: – μπροστά! Είσαι με τα καλά σου; ΤΟΜ: Όχι, δεν είμαι, αλήθεια, είμαι, είμαι στα π ο λ ύ
ΤΟΜ: Χθες μου έκανες κατάσχεση στα βιβλία μου! Είχες
ΑΜΑΝΤΑ: Γύρισα αυτό το απαίσιο μυθιστόρημα στη βι-
βλιοθήκη – το ομολογώ! Αυτή την αηδία, αυτού του τρελού του Ντέηβιντ Χ. Λώρενς. [Ο Τομ λύνεται στα γέλια.] Δεν θα βάλω φρένο εγώ στα εκτρώματα σάπιων εγκεφάλων – ούτε σε αυτούς που τα πληρώνουν – [Ο Τομ γελάει ακόμα πιο άγρια.] ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΘΑ ΑΦΗΣΩ ΠΟΤΕ ΤΕΤΟΙΕΣ ΑΚΑΘΑΡΣΙΕΣ ΝΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ! Όχι, όχι, όχι, όχι, όχι! ΤΟΜ: Σπίιιτιιι ΣΟΥ, σπίιιτιιι ΣΟΥ! Ποιος πληρώνει το νοί-
κι, ποιος πουλάει τσάμπα το τομάρι του για να –
ΑΜΑΝΤΑ: [Σχεδόν τσιρίζοντας.] Ούτε να ΣΚΕΦΤΕΙΣ να – ΤΟΜ: Ναι, ναι, τα δικά μου να μην τα λέω! Μόνο εγώ
πρέπει να –
ΑΜΑΝΤΑ: Όχι, εγώ θα σου πω –
κακά μου!
ΤΟΜ: Δεν ακούω τίποτα. Κουφός είμαι. Κουφός!
ΑΜΑΝΤΑ: Γιατί είσαι έτσι, βρε παλιο – παλιό – ΒΛΑΚΑ!
[Ανοίγει βίαια τα παραπετάσματα. Η περιοχή της τραπεζαρίας φωτίζεται από μία γκροτέσκα βαθυκόκκινη λάμψη. Τώρα βλέπουμε την Αμάντα∙ στα μαλλιά έχει μεταλλικά μπικουτί και φοράει ένα παμπάλαιο μπουρνούζι, υπερβολικά φαρδύ για το λεπτό κορμί της, κειμήλιο του άπιστου κυρίου Ουίνγκφιλντ. Η βαριά γραφομηχανή τώρα βρίσκεται στο πτυσσόμενο τραπέζι, μαζί με ένα άγριο χάος από χειρόγραφα. Ο διαπληκτισμός τους ξέσπασε μάλλον επειδή η Αμάντα διέκοψε τον συγγρα-
ΤΟΜ: Τι να πω! – Δεν έχω τίποτα δικό μου, ούτ’ ένα
πράμα τίποτα –
ΑΜΑΝΤΑ: Τη φωνή σου πιο χαμηλά! ΤΟΜ: – εδώ που ζω τίποτα δεν έχω να μπορώ να το λέω
ΔΙΚΟ ΜΟΥ! Όλα είναι –
50
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
φικό οίστρο του Τομ. Μια καρέκλα είναι πεταμένη στο πάτωμα. Η πύρινη λάμψη δημιουργεί στην οροφή σκιές από τις χειρονομίες τους.] ΑΜΑΝΤΑ: Θα τα ακούσεις όλα, εμένα μη – ΤΟΜ: Όχι, δεν ακούω λέξη, έφυγα! ΑΜΑΝΤΑ: Γύρνα, πού πας, έλα – ΤΟΜ: Εκεί έξω, έξω, έξω! Είμαι – ΑΜΑΝΤΑ: Έλα εδώ, Τομ Ουίνγκφιλντ! Έχω κι άλλα να
σου πω!
μέρα. Κάθε μέρα. Κανένας άνθρωπος στα λογικά του δεν βλέπει τις ταινίες τόσο συχνά όσο εσύ. Υποκρίνεσαι! Ο κόσμος δεν πηγαίνει σε κανένα σινεμά ώρα μεσάνυχτα και κανένα σινεμά δεν κλείνει δύο η ώρα τα χαράματα. Και μετά να μας γυρνάς πίσω σπίτι παραπαίοντας. Να μουρμουράς ακατάληπτα στον εαυτό σου σαν μανιακός! Κοιμάσαι τρεις ώρες και μετά στη δουλειά. Σαν να σε βλέπω μπροστά μου τι κάνεις εκεί πέρα. Να τρεκλίζεις, να γκρινιάζεις και να βρίζεις, επειδή τάχα δεν βαστάς άλλο. ΤΟΜ: [Έξαλλα.] Όχι, δεν βαστάω άλλο! ΑΜΑΝΤΑ: Τι δικαίωμα έχεις να ρισκάρεις τη δουλειά σου;
ΤΟΜ: Και δεν πας –
Να ρισκάρεις την ασφάλειά μας, όλων εμάς; Πες μου εσύ πώς θα πορευτούμε έτσι και σε –
ΛΩΡΑ: [Απεγνωσμένα.] Τομ!
ΤΟΜ: Άκου εδώ! Τι λες, να έχω έρωτα παράφορο μ ε
ΑΜΑΝΤΑ: Θα ανοίξεις τα αυτιά σου και η αναίδεια σου
αυτή τέρμα! Η κατανόησή μου έφτασε στο τέλος της! [Ο Τομ επιστρέφει πάλι κοντά της.] ΤΟΜ: Γιατί, εγώ είμαι από σίδερο; Με τη δική μου την
κατανόηση τι γίνεται, μου λες, αυτή δεν έχει όρια, μητέρα; Μη, μη, μη! Ξέρω. Δεν έχει καμία σημασία για σένα, είναι τιποτένιο, τι κάνω τώρα – τι θ έ λ ω να κ ά ν ω στη ζωή μου – για σένα το ίδιο είναι, καμία διαφορά, έ ν α κ α ι τ ο α υ τ ό ! Δεν χωράει στο μυαλό σου πως –
ΑΜΑΝΤΑ: Το μυαλό μου λέει πως τώρα τελευταία κάνεις διάφορα, ν α μ η ν π ω , και μετά ντρέπεσαι για αυτά τα διάφορα που κάνεις. Εξ ου τώρα και αυτή η συμπεριφορά. Λες πως πας κάθε μέρα στον κινηματογράφο. Κανένας άνθρωπος δεν πηγαίνει στον κινηματογράφο κάθε
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
τ η ν α π ο θ ή κ η ; [Λυγίζει μανιασμένα πάνω από την ισχνή κορμοστασιά της.] Λες να έχω έρωτα παράφορο με τα Υποδήματα Κοντινεντάλ; Κρίνεις εσύ πως θέλω μέσα μου εγώ να περάσω πενήντα πέντε χρόνια της ζωής μου εκεί πέρα σε αυτό το – δ ω μ ά τ ι ο ν ο β ο π ά ν ! – με τις – λ ά μ π ε ς φ θ ο ρ ί ο υ ! Κοίτα εδώ! Χίλιες φορές καλύτερα να πάρει κάποιος ένα λοστό και να μου πετάξει έξω τα μυαλά – παρά να ξαναβγώ πρωινή βάρδια! Κ α ι π η γ α ί ν ω ! Κάθε φορά που μπαίνεις και τσιρίζεις αυτό το γαμημένο το «σήκω και φέξε μας!», «σήκω και φέξε μας!», λέω μέσα μου: «Μακάριοι που είστε, οι πεθαμένοι!» Σηκώνομαι όμως. Π η γ α ί ν ω ! Για εξήντα πέντε δολάρια τον μήνα εγκαταλείπω ό λ α όσα ονειρεύομαι να κάνω ή να γίνω, όλα! Κι εσύ μου λες εμένα – μόνο ε μ έ ν α σκέφτομαι εγώ. Εμένα πώς, άκου, αν εγώ εμένα σκέφτομαι μόνο, μητέρα, τώρα θα ήμουν εκεί που είναι τώρα αυτός - ΑΛΛΟΥ! [Δείχνει τη φωτογραφία του
51
πατέρα του.] Όπου φτάνει το δίκτυο μεταφορών! [Κάνει να την προσπεράσει. Του αρπάζει το μπράτσο.] Μη με σφίγγεις, μητέρα! ΑΜΑΝΤΑ: Πού πας; ΤΟΜ: Πηγαίνω τώρα στον κ ι ν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο ! ΑΜΑΝΤΑ: Δεν το πιστεύω αυτό το ψέμα!
[Ο Τομ σκύβει προς το μέρος της, επισκιάζοντας τη μικροσκοπική φιγούρα της. Αυτή υποχωρεί, ασθμαίνοντας.] ΤΟΜ: Σε τεκέδες πηγαίνω! Ναι, τεκέδες, να κάνω όπιο, άντρα ακολασίας και γιάφκες σεσημασμένων, μητέρα. Μπήκα στην Κινέζικη Μαφία, είμαι πληρωμένος εκτελεστής, κουβαλάω πάντα το οπλοπολυβόλο μέσα στη θήκη του βιολιού! Εγώ είμαι ο νταβάς σε όλα τα χαμαιτυπεία του Ρίο Γκράντε! Με φωνάζουν Μακελάρη, ο Μακελάρης Ουίνγκφιλντ, κάνω διπλή ζωή, απλός, τίμιος εργατάκος σε αποθήκη το πρωί, τις νύχτες παντοδύναμος τσάρος του υπόκοσμου, μ η τ έ ρ α . Πηγαίνω σε παράνομα καζίνο, σκορπάω δισεκατομμύρια στο τραπέζι της ρουλέτας! Φοράω καλύπτρα στο ένα μάτι και ψεύτικο μουστάκι, καμιά φορά βάζω και πράσινες φαβορίτες… Κάτι τέτοιες ώρες με φωνάζουν E l D i a b l o ! Ααα, έχω κι άλλα να σου λέω, πολλά, να μη σου έρθει ύπνος ποτέ ξανά! Οι εχθροί μου σχεδιάζουν να τινάξουν στον αέρα αυτό το μπουρδέλο. Θα μας χώσουν δυναμίτες να μας ανατινάξουν μες στη μαύρη νύχτα! Θα χαρώ, μες στη χαρά θα είμαι, και συ ακόμα πιο πολύ! Γιατί θα πετάς στα ουράνια, καβάλα στο σκουπόξυλό σου, και από κάτω το Μπλου Μάουντεν και οι δεκαεπτά εκλεκτοί σου! Σιχαμένη – γριά καραμούζα – μ ά γ ι σ σ α ...
52
[Ύστερα από μια σειρά από βίαιες, αδέξιες κινήσεις, αρπάζει το πανωφόρι του, ορμάει στην πόρτα και την ανοίγει διάπλατα με μανία. Οι γυναίκες τον παρακολουθούν, έντρομες. Το χέρι του μπερδεύεται στο μανίκι του παλτό του καθώς παλεύει να το φορέσει. Για μια στιγμή, μένει καθηλωμένος από το ογκώδες ρούχο. Με ένα έξαλλο μουγκρητό πετάει το παλτό από πάνω του, ξεσκίζοντας τον ώμο και ρίχνοντάς τον στην άλλη άκρη του δωματίου. Χτυπάει τη γυάλινη συλλογή της Λώρα και ακούγεται γυαλί να θρυμματίζεται. Η Λώρα ουρλιάζει σαν να λαβώθηκε. Μουσική. Επιγραφή: «Γυάλινα Θηρία.»] ΛΩΡΑ: [Τσιριχτά.] Τα γυάλινά μου! – Τα θηρία μου...
[Καλύπτει το πρόσωπό της και το στρέφει αλλού.]
[Η Αμάντα ωστόσο είναι ακόμα άναυδη και σαστισμένη από το «σιχαμένη μάγισσα» και δεν αντιλαμβάνεται το συμβάν. Τώρα ξαναβρίσκει τη δύναμη να μιλήσει.] ΑΜΑΝΤΑ: [Με απαίσια φωνή.] Δεν σου μιλάω – αν δεν
ζητήσεις συγνώμη!
Περνάει τα παραπετάσματα και τα κλείνει πίσω της. Ο Τομ μένει με τη Λώρα. Η Λώρα κολλάει αδύναμα στο τζάκι με το πρόσωπό της στραμμένο αλλού. Ο Τομ την κοιτάζει σαστισμένος για μια στιγμή. Μετά πηγαίνει στο ράφι. Πέφτει αδέξια στα γόνατα για να μαζέψει τα πεσμένα γυαλιά, κοιτώντας τη Λώρα σαν να ήθελε να της μιλήσει αλλά να μη μπορεί. Το μουσικό θέμα «Θηρία από γυαλί» μπαίνει κλεφτά στη σκηνή, καθώς ο χώρος θαμπώνει.
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
ΣΚΗΝΗ
ΤΕΤΑΡΤΗ Το εσωτερικό του διαμερίσματος είναι σκοτεινό. Αχνό φως στο σοκάκι. Από κάποια εκκλησία μια καμπάνα σε βαθύ τόνο σημαίνει πέντε η ώρα. Ο Τομ εμφανίζεται πέρα μακριά στο σοκάκι. Μετά από κάθε τελετουργικό αντιλάλημα της καμπάνας στον πύργο, εκείνος παίζει με μια ροκάνα ή ένα κρόταλο σαν να θέλει να εκφράσει τον μηδαμινό σπασμό του ανθρώπου μπροστά στην προαιώνια εξουσία και το μεγαλείο του Υψίστου. Αυτή η δράση μαζί με την αστάθεια των βημάτων του στον χώρο προδίδουν πως έπινε. Καθώς ανεβαίνει τα λίγα σκαλιά της σκάλας πυρασφάλειας προς το πλατύσκαλο, εμφανίζεται η Λώρα στο μπροστινό δωμάτιο με το νυχτικό της. Παρατηρεί πως το κρεβάτι του Τομ είναι άδειο. Ο Τομ ψαρεύει από την τσέπη του το κλειδί, φανερώνοντας μέχρι να το βρει μια ετερόκλητη συλλογή από αντικείμενα, ανάμεσά τους και μια πλημμύρα από εισιτήρια κινηματογράφου παλιού τύπου (κουπόνια) και ένα άδειο μπουκάλι. Τελικά βρίσκει το κλειδί, αλλά πάνω που είναι έτοιμος να το βάλει στην κλειδαριά, του ξεγλιστράει από τα δάχτυλα. Ανάβει ένα σπίρτο και κουλουριάζεται μπροστά στην πόρτα.
ΤΟΜ: [Πικρόχολα.] Μία μόνο χαραμάδα – και πάει και
χώνεται! [Η Λώρα ανοίγει την πόρτα.]
ΛΩΡΑ: Τομ! Τομ, τι κάνεις εκεί; ΤΟΜ: Ψάχνω ένα κλειδί. ΛΩΡΑ: Πού ήσουν τόσες ώρες;
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΤΟΜ: Ήμουν στο σινεμά. ΛΩΡΑ: Στο σινεμά; Τόσες ώρες; ΤΟΜ: Είχε πολύ πλούσιο πρόγραμμα. Πρώτα ήταν μια
ταινία με τη Γκάρμπο και ένα Μίκι Μάους και ένα ταξιδιωτικό ντοκιμαντέρ και επίκαιρα και πολλά τρέιλερ με προσεχώς. Και μετά ένα σόλο στο αρμόνιο και ο έρανος για το γάλα των απόρων –ταυτόχρονα– και στο τέλος αρπαχτήκανε άσχημα μια χοντρή κοπέλα με έναν ταξιθέτη!
ΛΩΡΑ: [Αθώα.] Κι εσύ δεν ήθελες να τα χάσεις όλα αυτά; ΤΟΜ: Βέβαια! Α, και, ναι, ξέχασα το καλύτερο! Είχε ένα
μεγάλο σόου, στη σκηνή! Το πρώτο όνομα σε αυτό το σόου στη σκηνή ήταν ο Μάγος Μαλβόλιο. Έκανε κάτι κόλπα, κανονικά θαύματα τα πιο πολλά, ας πούμε είχε δυο κανάτες και έχυνε νερό μία στη μία, μία στην άλλη. Πρώτα γινόταν κρασί και μετά γινόταν μπύρα και μετά έγινε ουίσκι. Πως ήταν ουίσκι η τελευταία μεταμόρφωση το ξέρω γιατί ζήτησε κάποιον να πάει από το κοινό για να τον βοηθήσει και ανέβηκα εγώ – και στις δυο παραστάσεις! Ήταν μπέρμπον, Κεντάκι, στρέιτ. Πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος, χάριζε και ενθύμια. [Τραβάει από την πίσω τσέπη του ένα μαντίλι στα χρώματα του ουράνιου τόξου. Λαμπυρίζει.] Μου έδωσε αυτό. Αυτό είναι το μαγικό μαντίλι του. Σου ανήκει τώρα, Λώρα. Αν το ανεμίσεις πάνω από ένα κλουβί με καναρινάκια, νά σου, βγαίνει μια γυάλα με χρυσόψαρα. Και άλλη μία πάνω από τη γυάλα με τα χρυσόψαρα και κοίτα, πετάνε καναρίνια... Αλλά το
53
πιο θαύμα κι από θαύμα ήταν το θαύμα με το φέρετρο. Τον βάλαμε στο φέρετρο και καρφώσαμε το καπάκι και αυτός βγήκε έξω από το φέρετρο χωρίς να κουνήσει ούτε ένα καρφί. Έξω! [Έχει μπει μέσα στο σπίτι.] Να, λοιπόν, ένα κόλπο πολύ χρήσιμο και για μένα – να βγω από εδώ! [Σωριάζεται στο κρεβάτι και πιάνει να βγάζει τα παπούτσια.]
ρα κιόλας, τώρα. Να λύσεις την παρεξήγηση, ζήτα συγνώμη, μίλα της!
ΛΩΡΑ: Τομ – σςςς!
ΤΟΜ: Εκείνη το άρχισε πρώτη. Δεν θα μου μιλήσει. Δεν
ΤΟΜ: Προς τι το σςςς αυτό; ΛΩΡΑ: Θα ξυπνήσεις τη μητέρα. ΤΟΜ: Τι καλά, τέλεια! Να πληρώσει κι αυτή για όλα της
τα «Σήκω και φέξε μας!» [Ξαπλώνει, μουγκρίζοντας.] Εύκολα βρίσκεσαι κλεισμένος σε φέρετρο, Λώρα. Το ζήτημα είναι πώς να το σκάσεις από αυτό χωρίς να κουνηθεί καρφάκι.
[Λες προς απάντησή του, η χαμογελαστή φωτογραφία του πατέρα αρπάζει φως. Η σκηνή θαμπώνει. Ακριβώς μετά, ακούγεται η καμπάνα της εκκλησίας να σημαίνει έξι. Με τον έκτο χτύπο παίρνει μπρος το ξυπνητήρι στο δωμάτιο της Αμάντα και μετά από λίγο την ακούμε να φωνάζει: «Σήκω και φέξε μας! Σήκω και φέξε μας! Λώρα, πήγαινε στον αδελφό σου να του πεις να σηκωθεί και να μας φέξει!»] ΤΟΜ: [Ανασηκώνεται αργά.] Θα σηκωθώ – να σας φέξω
δεν το πολυβλέπω όμως. [Tο φως δυναμώνει.]
ΑΜΑΝΤΑ: Λώρα, πες στον αδελφό σου ότι ο καφές του
είναι έτοιμος. [Η Λώρα ξεγλιστράει στο μπροστινό δωμάτιο.]
54
ΛΩΡΑ: Τομ! – Κοντεύει επτά. Μη νευριάζεις τη μητέρα.
[Την κοιτάζει χωρίς να καταλαβαίνει.] ΛΩΡΑ: [Ικετευτικά.] Τομ, να μιλήσεις με τη μητέρα σήμε-
μιλάει.
ΛΩΡΑ: Αν της πεις ένα συγνώμη απλά, θα μιλήσει. ΤΟΜ: Κι αν δεν μιλήσει – τόσο τραγικό είναι; ΛΩΡΑ: Έλα τώρα – έλα! ΑΜΑΝΤΑ: [Φωνάζοντας από την κουζινούλα.] Λώρα, θα
κάνεις αυτό που σου ζήτησα, ή μήπως θες να ντυθώ, να πάω εγώ;
ΛΩΡΑ: Πάω, πάω – να βάλω μόνο το παλτό μου! [Βάζει
ένα ασουλούπωτο τσόχινο καπέλο και με μια νευρική, σπαστική κίνηση το τραβάει σφίγγοντάς το στο κεφάλι, εκλιπαρώντας με το βλέμμα τον Τομ. Ορμάει αδέξια για το παλτό της. Το παλτό ανήκε στην Αμάντα, είναι μεταποιημένο πρόχειρα, τα μανίκια τής πέφτουν πολύ κοντά.] Βούτυρο και τι άλλο;
ΑΜΑΝΤΑ: [Μπαίνοντας από την κουζινούλα.] Μόνο βού-
τυρο. Πες τους να το γράψουν στον λογαριασμό.
ΛΩΡΑ: Μητέρα, όποτε τους το κάνω αυτό, το πρόσωπό
τους παίρνει μια έκφραση –
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
ΑΜΑΝΤΑ: Άμα σου ρίχνουν πέτρες μόνο να φοβάσαι. Οι εκφράσεις στο πρόσωπο του κυρίου Γκάρφινκελ δεν έχουν τη δύναμη να μας βλάψουν! Μην πτοείσαι! Πες στον αδελφό σου ότι κρυώνει ο καφές του. ΛΩΡΑ: [Στην πόρτα.] Θα κάνεις αυτό που σου ζήτησα,
Τομ; Έλα κάνε το, κάνε το! [Ο Τομ αποστρέφει δύσθυμα το βλέμμα.]
ΑΜΑΝΤΑ: Λώρα, αν δεν πας τώρα, καλύτερα να μην πας
καθόλου!
ΛΩΡΑ: [Τρέχοντας έξω.] Πάω – πάω!
[Ένα δευτερόλεπτο αργότερα βγάζει μια κραυγή. Ο Τομ εκσφενδονίζεται προς την πόρτα. Ο Τομ ανοίγει την πόρτα.] ΤΟΜ: Λώρα; ΛΩΡΑ: Μια χαρά είμαι. Γλίστρησα μόνο, αλλά μια χαρά
είμαι.
ΑΜΑΝΤΑ: [Κρυφοκοιτάζοντας ανήσυχα, από ενδιαφέρον.] Έτσι και σπάσει κανείς το πόδι σε αυτά τα σκαλιά, θα κάνουμε μια μήνυση στον νοικοκύρη, να του τα πάρουμε όλα! [Κλείνει την πόρτα. Τώρα θυμάται πως δεν μιλάει στον Τομ και επιστρέφει στο άλλο δωμάτιο.]
[Καθώς ο Τομ πλησιάζει απρόθυμα για τον καφέ του, εκείνη του στρέφει την πλάτη και στέκεται παγερά κοιτώντας από το παράθυρο τη ζοφερή γκρίζα κρύπτη του φωταγωγού. Το φως πέφτει με ανελέητη ένταση στο πρόσωπό της, στα γερασμένα αλλά παιδικά χαρακτηριστικά του: σατιρική αίσθηση, σαν χαλκογραφία του Ονορέ
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Ντωμιέ. Η μουσική του «Άβε Μαρία» ακούγεται απαλά. Ο Τομ κοιτάζει ενοχικά αλλά δύσθυμα την αποτραβηγμένη της φιγούρα και ορμά στο τραπέζι. Ο καφές είναι ζεματιστός∙ πίνει μια γουλιά, πνίγεται και τον φτύνει πάλι μες στο φλιτζάνι. Όταν τον ακούει να πνίγεται, η Αμάντα κρατάει την ανάσα και μισογυρνάει. Μετά συνειδητοποιεί τι έκανε και επιστρέφει στο παράθυρο. Ο Τομ φυσάει τον καφέ του, κοιτώντας λοξά τη μητέρα του. Αυτή ξεροβήχει. Ο Τομ ξεροβήχει επίσης. Πάει να σηκωθεί, βυθίζεται πάλι κάτω, ξύνει το κεφάλι, ξεροβήχει ξανά. Η Αμάντα βήχει κανονικά. Ο Τομ σηκώνει το φλιτζάνι και με τα δυο χέρια για να το φυσήξει, ενώ τα μάτια του κοιτούν μέσα από το χείλος του προς τη μητέρα του για αρκετές στιγμές. Μετά αργά αφήνει κάτω το φλιτζάνι. Αδέξια και διστακτικά σηκώνεται από την καρέκλα.] ΤΟΜ: [Βραχνά.] Μητέρα. Έχω – συγνώμη, μητέρα. [Η
Αμάντα παίρνει μια κοφτή ανάσα ανατριχιάζοντας ολόκληρη. Το πρόσωπό της γίνεται γκροτέσκο. Αναλύεται σε δάκρυα παιδικά.] Λυπάμαι για όσα είπα: δεν τα εννοούσα.
ΑΜΑΝΤΑ: [Με αναφιλητά.] Η αφοσίωσή μου με κάνει μά-
γισσα και τα παιδιά μου με μισούν! ΤΟΜ: Ό χ ι , δεν είναι αλήθεια.
ΑΜΑΝΤΑ: Με τρώει το άγχος, δεν κοιμάμαι, είμαι ένα
κουβάρι νεύρα!
ΤΟΜ: [Ευγενικά.] Καταλαβαίνω. ΑΜΑΝΤΑ: Όλα αυτά τα χρόνια πολεμάω μόνη. Αλλά εσύ
είσαι ο κρυμμένος άσος μου! Μην αφεθείς, μην κλονιστείς, μην αποτύχεις!
55
ΤΟΜ: [Ευγενικά.] Προσπαθώ, μητέρα.
ΤΟΜ: Όχι! Όχι, ευχαριστώ, τον προτιμώ σκέτο.
ΑΜΑΝΤΑ: [Με μεγάλο ενθουσιασμό.] Συνέχισε να προσπαθείς και θα π ε τ ύ χ ε ι ς ! [Η ιδέα και μόνο της κόβει την ανάσα.] Τι, γιατί, αφού εσύ – εσύ έχεις προσόντα, μ ό ν ο προσόντα! Και τα δυο παιδιά μου – είναι παιδιά α σ υ ν ή θ ι σ τ α ! Νομίζεις πως δεν το ξέρω; Γι’ αυτό και είμαι πολύ π ε ρ ή φ α ν η ! Έχω χαρά και νιώθω άπειρη ευγνωμοσύνη για όσα μου έφερε η ζωή, αλλά μόνο ένα να μου υποσχεθείς, παιδί μου!
ΑΜΑΝΤΑ: Το ξέρω, αλλά βλάπτει. Πρέπει να κάνουμε ό,τι
ΤΟΜ: Τι, μητέρα;
ζητήσουμε;
ΑΜΑΝΤΑ: Να μου υποσχεθείς, παιδί μου, ότι δεν θα γίνεις
ΑΜΑΝΤΑ: Η Λ ώ ρ α !
ΤΟΜ: [Γυρνάει προς το μέρος της χαμογελώντας.] Δεν θα
[Ο Τομ αφήνει αργά το φλιτζάνι του. Επιγραφή στο εκράν: «Λώρα». Μουσική: «Θηρία από γυαλί».]
ποτέ αλκοολικός!
γίνω ποτέ αλκοολικός, μητέρα.
ΑΜΑΝΤΑ: Φοβήθηκα πολύ, δεν ξέρεις πόσο, μήπως πίνεις!
Φάε Κουάκερ!
μπορούμε για να τονώνουμε ο ένας τον άλλον. Σε αυτούς τους καιρούς που μας δοκιμάζουν, δεν έχουμε άλλο στήριγμα, μόνο ο ένας τον άλλον… Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό να – Τομ, την αδελφή σου – την έστειλα εγώ επίτηδες έξω για να συζητήσω κάτι μαζί σου. Αν δεν μου μιλούσες εσύ, θα σου είχα μιλήσει εγώ. [Κάθεται.] ΤΟΜ: [Ευγενικά.] Τι είναι, μητέρα, αυτό που θες να συ-
ΤΟΜ: – Α. – Η Λώρα… ΑΜΑΝΤΑ: [Ακουμπώντας το μανίκι του.] Ξέρεις πώς είναι
ΑΜΑΝΤΑ: Μπισκότο βρώμης;
η Λώρα. Ήσυχη η επιφάνεια αλλά – από κάτω το νερό βράζει! Παρατηρεί πράγματα και κάτι μου λέει πως οι σκέψεις δεν την αφήνουν ήσυχη. [Ο Τομ υψώνει το κεφάλι.] Τις προάλλες μπήκα σπίτι και τη βρήκα να κλαίει.
ΤΟΜ: Όχι. Όχι, μητέρα, καφέ μόνο.
ΤΟΜ: Για ποιο πράμα;
ΑΜΑΝΤΑ: Δεν κάνει να δουλεύεις όλη μέρα με άδειο στο-
ΑΜΑΝΤΑ: Για σένα.
ΤΟΜ: Καφέ μόνο, μητέρα.
μάχι. Έχεις δέκα λεπτά – μην καταπίνεις έτσι! Η κατάποση πολύ ζεστών υγρών δημιουργεί καρκίνο στο στομάχι... Βάλε κρέμα.
ΤΟΜ: Όχι, ευχαριστώ. ΑΜΑΝΤΑ: Για να κρυώσει.
56
ΤΟΜ: Για μένα; ΑΜΑΝΤΑ: Της μπήκε η ιδέα πως εδώ δεν είσαι ευτυχι-
σμένος.
ΤΟΜ: Πώς να της ήρθε αυτό;
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
ΑΜΑΝΤΑ: Όπως όλα. Αν και φέρεσαι όντως περίεργα τελευταία. Και – και δεν σου κάνω κριτική τώρα, μ η με παρεξηγήσεις! Ξέρω πως οι φιλοδοξίες σου δεν περιορίζονται στην αποθήκη, ότι όπως όλοι οι άνθρωποι σε αυτόν τον απέραντο πλανήτη – κι εσύ χρειάστηκε να κάνεις θυσίες, αλλά – Τομ – Τομ – η ζωή δεν είναι εύκολη, απαιτεί – σπαρτιάτικο σθένος! Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα στην καρδιά μου που δεν ξέρω πώς να τα περιγράψω με λόγια! Δεν στο είπα ποτέ αλλά τον πατέρα σου εγώ τον – α γ ά π η σ α ...
ΑΜΑΝΤΑ: Ναι, αλλά εσύ, Τομ, δ ε ν λ ε ς ν α ξ ε κ ο λ -
ΤΟΜ: [Ευγενικά.] Το ξέρω αυτό, μητέρα.
ΑΜΑΝΤΑ: Οι πιο πολύ νέοι βρίσκουν την περιπέτεια στην καριέρα τους.
ΑΜΑΝΤΑ: Κι εσύ – όταν σε βλέπω να παίρνεις από εκεί-
νον! Να γυρνάς έξω αργά τα βράδια και – πώς να το κάνουμε, εκείνη τη νύχτα που παρεκτράπηκε η κατάσταση – ήσουν πιωμένος! Η Λώρα λέει πως μισείς το σπίτι και τα βράδια βγαίνεις για να ξεφύγεις! Έτσι είναι, Τομ; ΤΟΜ: Όχι. Λες πως υπάρχουν τόσα στην καρδιά σου που
δεν ξέρεις πώς να τα περιγράψεις με λόγια. Το ίδιο και εγώ. Υπάρχουν τόσα στην καρδιά μου που δεν γίνεται να τα περιγράψω σε σ έ ν α ! Ας σεβαστούμε λοιπόν εμείς οι δυο τα –
ΑΜΑΝΤΑ: Γ ι α τ ί όμως – Γιατί, Τομ; – Γιατί δεν ησυχά-
λ ή σ ε ι ς από αυτό το σινεμά!
ΤΟΜ: Μου αρέσει πολύ η περιπέτεια.
[Η Αμάντα μοιάζει σαστισμένη, μετά πληγωμένη. Στον δεύτερο γύρο της γνωστής ανάκρισης, ο Τομ σκληραίνει ξανά και δυσφορεί. Η Αμάντα ολισθαίνει ξανά στην αμφισβήτηση και τον τόνο της γκρίνιας. Εικόνα στο εκράν: «Ένα ιστιοφόρο με την πειρατική σημαία».]
ΤΟΜ: Τότε οι πιο πολύ νέοι δεν δουλεύουν σε αποθήκη. ΑΜΑΝΤΑ: Ο κόσμος είναι γεμάτος νέους που δουλεύουν
σε αποθήκες και γραφεία και εργοστάσια.
ΤΟΜ: Και βρίσκουν όλοι αυτοί την περιπέτεια στη δουλειά τους; ΑΜΑΝΤΑ: Ναι, τη βρίσκουν, κι αν δεν τη βρουν, δεν τους νοιά-
ζει! Δεν έχει όλος ο κόσμος την ίδια τρέλα για περιπέτεια.
ΤΟΜ: Οι άντρες είναι από ένστικτο εραστές, κυνηγοί, πο-
ζεις π ο τ έ ; Πού γ υ ρ ν ά ς τις νύχτες;
λεμιστές και κανένα από αυτά τα ένστικτα δεν βρίσκει εκτόνωση στην αποθήκη!
ΤΟΜ: Εγώ – στο σινεμά πάω.
ΑΜΑΝΤΑ: Οι άντρες και το ένστικτο! Δεν θέλω να ακούω
ΑΜΑΝΤΑ: Γιατί να πηγαίνεις τόσο συχνά στο σινεμά, Τομ; ΤΟΜ: Στο σινεμά πηγαίνω επειδή – μου αρέσει η περιπέ-
τεια. Η περιπέτεια είναι κάτι που μου λείπει στη δουλειά, γι’ αυτό πηγαίνω στο σινεμά.
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
για ένστικτο! Το ένστικτο είναι κάτι που οι άνθρωποι το έχουν αφήσει πίσω! Ανήκει στα ζώα! Οι σοβαροί Χριστιανοί δεν τα αναζητούν αυτά!
ΤΟΜ: Και τι αναζητούν τότε οι σοβαροί Χριστιανοί, μη-
τέρα;
57
ΑΜΑΝΤΑ: Ανώτερα πράγματα! Πράγματα του νου και του πνεύματος! Μόνο τα ζώα είναι αναγκασμένα να ικανοποιούν ένστικτα! Σίγουρα οι δικοί σου στόχοι είναι κάπως ανώτεροι από των ζώων! Από τους πιθήκους – από τα γουρούνια – ΤΟΜ: Υποθέτω πως όχι. ΑΜΑΝΤΑ: Κάνεις χιούμορ. Αλλά για κάτι άλλο ήθελα να
μιλήσουμε.
ΤΟΜ: [Σηκώνεται.] Έχω πολύ λίγη ώρα. ΑΜΑΝΤΑ: [Σπρώχνοντας τους ώμους του προς τα κάτω.]
Κάτσε, λέω.
ΤΟΜ: Θες να αργήσω πάλι, μητέρα; ΑΜΑΝΤΑ: Έχεις πέντε λεπτά ακόμα. Θέλω να σου μιλήσω
για τη Λώρα. [Επιγραφή: «Σχέδια και προοπτικές».]
ΤΟΜ: Εντάξει, λοιπόν! Τι θες ακριβώς να πεις για τη
Λώρα;
ΑΜΑΝΤΑ: Για τα σχέδια και τις προοπτικές της. Κάτι πρέ-
πει να κάνουμε. Είναι μεγαλύτερη από σένα, δυο χρόνια, και τίποτα δεν έγινε ακόμα. Απλώς αφήνεται, περνάνε οι μέρες και δεν κάνει τίποτα. Με τρομάζει πραγματικά που αφήνει τον χρόνο να περνάει έτσι. ΤΟΜ: Είναι μάλλον ο τύπος της, κορίτσι του σπιτιού, που λένε. ΑΜΑΝΤΑ: Δεν υπάρχουν τέτοια κορίτσια, και αν υπάρ-
χουν, κρίμα για αυτές! Εκτός αν είναι γυναίκες, παντρεμένες, και έχουν και ένα σπίτι – και έναν σύζυγο!
58
ΤΟΜ: Τι είναι αυτά που λες; ΑΜΑΝΤΑ: Αχ, εγώ το μέλλον το βλέπω καθαρά, σαν να
’ταν γραμμένο εδώ, στον τοίχο! Είναι τρομακτικό! Μου θυμίζεις όλο και πιο πολύ τον πατέρα σου! Έλειπε από το σπίτι μέρα-νύχτα χωρίς την παραμικρή εξήγηση! – Και μετά έ φ υ γ ε γ ι α τ α κ α λ ά ! Κ α π ν ό ς ! Κι άφησε όλα τα βάρη πάνω μου. Είδα την επιστολή που έλαβες από το Εμπορικό Ναυτικό. Ξέρω καλά τι όνειρα κάνεις. Δεν είμαι τυφλή. [Κάνει παύση.] Πολύ καλά, τότε. Τότε, κ ά ν ε τ ο ! Αλλά πρώτα να βρεθεί κάποιος να πάρει τη θέση σου.
ΤΟΜ: Τι εννοείς; ΑΜΑΝΤΑ: Εννοώ πως όταν η Λώρα έχει εξασφαλιστεί, όταν έχει κάποιον να τη φροντίζει, να παντρευτεί, να έχει σπίτι δικό της, να γίνει ανεξάρτητη – τότε μάλιστα, θα είσαι ελεύθερος αμέσως να πας όπου ποθεί η ψυχή σου, σε στεριά, θάλασσα, όπου σε βγάλει ο άνεμος! Αλλά μέχρι να φτάσει εκείνη η ώρα θα πρέπει να νοιαστείς την αδελφή σου. Για εμένα δεν με νοιάζει, δεν μιλάω, εγώ είμαι γριά και δεν μετράω εγώ! Για την αδελφή σου μιλάω, γιατί είναι νέο κορίτσι και εξαρτημένη από τους άλλους. Την έβαλα στο κολλέγιο – παταγώδης αποτυχία! Τρόμαξε τόσο που την έπιασε ίλιγγος. Την πήγα στη Χριστιανική Νεολαία στην ενορία μας. Άλλο φιάσκο. Δεν μίλησε με κανέναν και κανείς δεν της μίλησε. Τώρα το μόνο που την απασχολεί είναι να χαζολογάει με αυτά τα γυάλινα πράγματα και να παίζει μ’ αυτούς τους σκοροφαγωμένους δίσκους. Είναι ζωή αυτή για ένα κορίτσι της ηλικίας της; ΤΟΜ: Εγώ τι μπορώ να κάνω γι’ αυτό; ΑΜΑΝΤΑ: Να αφήσεις πίσω τον εγωισμό σου! Ένα μόνο σκέφτεσαι συνέχεια: εγώ, εγώ, εγώ, εγώ! [Ο Τομ εκτινάσ-
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
σεται και πάει να αρπάξει το παλτό του. Είναι άσχημο και ογκώδες. Φοράει σκούφο με ειδικά καλύμματα για τα αυτιά.] Πού είναι το κασκόλ σου; Βάλε το μάλλινο κασκόλ σου! [Το αρπάζει αγριεμένα από τη ντουλάπα, το πετάει στον λαιμό του απότομα έτσι ώστε να τυλιχτεί γύρω του και μετά το τραβάει και από τις δυο άκρες για να το σφίξει.] Τομ! Δεν σου είπα ακόμα τι είχα σκοπό να σου ζητήσω. ΤΟΜ: Πέρασε η ώρα, άργησα πολύ και δεν – ΑΜΑΝΤΑ: [Αρπάζοντας το μπράτσο του – πολύ πιεστικά∙
μετά συνεσταλμένα.] Εκεί κάτω στην αποθήκη, δεν έχετε κανένα – καλό παιδί;
ΤΟΜ: Όχι! ΑΜΑΝΤΑ:
μ π ο ρ ε ί…
Όλο
και
κάποιος
θα είναι – δ ε ν
ΤΟΜ: Μητέρα – [Κάνει χειρονομία.] ΑΜΑΝΤΑ: Να βρεις έναν νοικοκύρη – να μην πίνει και να
τον καλέσεις εδώ για την αδελφή σου! ΤΟΜ: Τι;
ΑΜΑΝΤΑ: Για την α δ ε λ φ ο ύ λ α ! Να βρεθούν οι δυο
τεβαίνει τη σκάλα πυρασφάλειας.] Θα το κάνεις; Θ α τ ο κ ά ν ε ι ς , ψυχή μου; ΤΟΜ: [Φωνάζοντας προς απάντησή της.] Ν α ι !
[Η Αμάντα κλείνει την πόρτα διστακτικά και με προβληματισμένη αλλά μάλλον αισιόδοξη έκφραση. Εικόνα στο εκράν: «Το εξώφυλλο ενός περιοδικού μόδας». Το σποτ φωτίζει την Αμάντα στο τηλέφωνο.] ΑΜΑΝΤΑ: Η Έλλα Κάρτραϊτ; Εδώ Αμάντα Ουίνγκφιλντ!
Πώς είσαι, καρδιά μου; Πώς πάει εκείνο το θέμα με τα νεφρά σου; [Παύση πέντε δευτέρων.] Φρικαλέο! [Ακόμα μία παύση.] Είσαι μία ιερομάρτυρας, μάλιστα, καρδιά μου, αυτό είσαι, μία ιερομάρτυρας! Παρεμπιπτόντως, μόλις τώρα έτυχε να πέσει το μάτι μου στο μικρούλη κόκκινο καρνέ μου και παρατήρησα πως η συνδρομή σου στη «Νοικοκυρά» μόλις έληξε! Μου είχες πει όμως πως δεν ήθελες να χάσεις την εξαιρετική σειρά που ξεκινάει με το τεύχος αυτού του μήνα. Είναι της Μπέσι Μέη Χόπερ, το πρώτο πράμα που γράφει μετά το «Μήνας του μέλιτος για τρεις». Δεν ήταν μια ιδιαίτερη και συναρπαστική ιστορία; Ε, λοιπόν, αν θες τη γνώμη μου, αυτή είναι ακόμα πιο γουστόζικη. Φόντο έχει την υψηλή κοινωνία, ό,τι πιο σικ! Κι είναι όλο στον Ιππικό Όμιλο, στο Λονγκ Άιλαντ! Το φως πέφτει.
τους! Να γ ν ω ρ ι σ τ ο ύ ν !
ΤΟΜ: [Πλησιάζει την πόρτα, ποδοκροτώντας.] Έλεος πια,
έλεος!
ΑΜΑΝΤΑ: Θα το κάνεις; [Ο Τομ ανοίγει την πόρτα. Εκείνη του λέει, ικετευτικά:] Θα το κάνεις; [Ενώ αρχίζει να κα-
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
59
ΣΚΗΝΗ
ΠΕΜΠΤΗ Επιγραφή στο εκράν: «Ο ευαγγελισμός». Μουσική ακούγεται, ενώ το φως μπαίνει αργά. Είναι πρώτο σούρουπο σε μια ανοιξιάτικη νύχτα. Το δείπνο έχει μόλις ολοκληρωθεί στο διαμέρισμα των Ουίνγκφιλντ. Η Αμάντα και η Λώρα, με ανοιχτόχρωμα φορέματα, μαζεύουν τα πιάτα από το τραπέζι στην ημιφωτισμένη τραπεζαρία∙ κινήσεις επίσημες, σχεδόν σαν χορός ή τελετουργία, οι κινούμενες σιλουέτες τους χλωμές και σιωπηλές σαν νυχτοπεταλούδες. Ο Τομ, με λευκό πουκάμισο και καλό παντελόνι, σηκώνεται από το τραπέζι και πηγαίνει στην έξοδο κινδύνου.
ΤΟΜ: Έξω να καπνίσω.
ΑΜΑΝΤΑ: [Καθώς την προσπερνάει.] Υιέ, θα μου κάνεις
ΤΟΜ: Εγώ ψηφίζω τσιγάρο.
ΤΟΜ: Τι;
[Βγαίνει στο πλατύσκαλο, αφήνοντας την εξωτερική πόρτα με τη σίτα να βροντήσει πίσω του.]
ΑΜΑΝΤΑ: Χτένισε τα μαλλιά σου! Είσαι τόσο χαριτωμένος
ΑΜΑΝΤΑ: [Έντονα.] Το ξέρω! Αυτή είναι η τραγωδία...
μια χάρη;
με τα μαλλάκια χτενισμένα! [Ο Τομ χύνεται στον καναπέ καμπουριάζοντας πάνω από την απογευματινή εφημερίδα. Ο πηχυαίος τίτλος της λέει: «Σαρώνει ο Φράνκο».] Μόνο σε ένα σημείο θα ήθελα να φτάσεις τον πατέρα σου.
ΤΟΜ: Και ποιο σημείο είναι αυτό; ΑΜΑΝΤΑ: Η φροντίδα που έδειχνε πάντα για την εμφάνισή του. Δεν κυκλοφορούσε ποτέ ατημέλητος! [Ο Τομ πετάει κάτω την εφημερίδα και πηγαίνει στην έξοδο κινδύνου.] Πού πας;
60
ΑΜΑΝΤΑ: Πολύ καπνίζεις. Ένα πακέτο την ημέρα προς
δεκαπέντε σεντ το πακέτο. Πόσο κάνει αυτό τον μήνα; Τριάντα φορές το δεκαπέντε, πόσο κάνει, Τομ; Λογάριασέ το αυτό και θα σοκαριστείς όταν καταλάβεις τι έχεις να εξοικονομήσεις. Αρκετά για να γραφτείς σε νυχτερινό σχολείο, Λογιστική στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον! Σκέψου μόνο τι υπέροχες προοπτικές θα άνοιγε για σένα, υιέ! [Ο Τομ δεν συγκινείται από τη σκέψη.]
[Μόνη, γυρνάει να κοιτάξει τη φωτογραφία του συζύγου της. Χορευτική Μουσική: «The World Is Waiting for the Sunrise!»]
ΤΟΜ: [Στο κοινό.] Απέναντί μας, στο σοκάκι, ήταν ένα κέντρο διασκέδασης, το Πάρανταϊζ. Τα βράδια την άνοιξη άφηναν ανοιχτά τα παράθυρα και τις πόρτες και η μουσική έβγαινε έξω. Μερικές φορές έσβηναν τα φώτα κι έμενε μόνο μια γυάλινη μπάλα κρεμασμένη από το ταβάνι. Περιστρεφόταν αργά και πλημμύριζε το σούρουπο με τα χρώματα της ίριδας. Τότε η ορχήστρα έπαιζε ένα βαλς
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
ή ένα ταγκό, κάτι με αργό και ηδονικό ρυθμό. Τα ζευγάρια έβγαιναν έξω, αναζητώντας λίγη ιδιωτικότητα στα πίσω στενά. Τους έβλεπες να φιλιούνται στις χωματερές και στους ξύλινους στύλους. Αυτό ήταν η ανταμοιβή, για ζωές που χάνονται όπως η δική μου, χωρίς καμία αλλαγή, χωρίς περιπέτεια. Η περιπέτεια και η αλλαγή, όμως, καραδοκούσαν εκείνη τη χρονιά. Περίμεναν στη γωνία, είχαν στήσει ενέδρα σε όλα αυτά τα παιδιά. Προς το παρόν, αδρανείς και οι δύο, πνιγμένες στην ομίχλη στο Βέρχτεσγκαντεν, ξεχασμένες στην κλειστή ομπρέλα του Λόρδου Τσάμπερλεϊν. Στην Ισπανία η Γκερνίκα! Αλλά εδώ μόνο καυτή μουσική σουίνγκ και αλκοόλ, χοροί, μπαρ και ταινίες, και σεξ που σαν φάρος μέσα στον ζόφο γέμιζε τον κόσμο με εφήμερα, απατηλά χρώματα… Όλη η ανθρωπότητα περίμενε ν’ αρχίσουν οι βομβαρδισμοί!
ΑΜΑΝΤΑ: Τι ευχήθηκες; ΤΟΜ: Αυτό είναι μυστικό. ΑΜΑΝΤΑ: Μυστικό, ε; Καλά, δεν θα σου πω ούτε τη δική
μου τότε. Θα γίνω κι εγώ μυστηριώδης όπως εσύ.
ΤΟΜ: Εγώ πάω στοίχημα πως μπορώ να μαντέψω ποια
είναι η δική σου.
ΑΜΑΝΤΑ: Μπορείς να διαβάσεις λες τις σκέψεις μου; ΤΟΜ: Δεν είσαι και η σφίγγα. ΑΜΑΝΤΑ: Όχι, δεν έχω μυστικά. Θα σου πω τι ευχήθηκα
[Η Αμάντα στρέφει το πρόσωπο από τη φωτογραφία και βγαίνει έξω.]
στο φεγγάρι. Επιτυχία και ευτυχία για τα πολύτιμα παιδιά μου! Αυτό εύχομαι όποτε έχει φεγγάρι, και όταν δεν έχει φεγγάρι, πάλι το ίδιο εύχομαι.
ΑΜΑΝΤΑ: [Στενάζοντας.] Η έξοδος κινδύνου είναι το φτη-
ΤΟΜ: Κι εγώ που νόμιζα πως ίσως η ευχή σου ήταν να
νό υποκατάστατο μιας ωραίας βεράντας. [Απλώνει μια εφημερίδα στο ένα σκαλί και κάθεται, με κομψότητα και σεμνότητα σαν να βολευόταν σε κουνιστή πολυθρόνα σε βεράντα του Μισσισσιππή.] Τι κοιτάς;
ΤΟΜ: Το φεγγάρι. ΑΜΑΝΤΑ: Έχει φεγγάρι απόψε; ΤΟΜ: Σηκώνεται τώρα πάνω από το ντελικατέσεν του
Γκάρφινκελ.
ΑΜΑΝΤΑ: Ναι, όντως! Ένα τόσο δα ασημένιο γοβάκι. Έκανες την ευχή σου; ΤΟΜ: Αχά.
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
’ρθει κάποιος τζέντλμαν επίσκεψη στο σπίτι.
ΑΜΑΝΤΑ: Γιατί το λες αυτό; ΤΟΜ: Ξέχασες πως μου ζήτησες να φέρω έναν; ΑΜΑΝΤΑ: Θυμάμαι πως πρότεινα διακριτικά, πόσο όμορφο θα ήταν για την αδελφή σου να έφερνες ένα καλό παιδί από την αποθήκη. Και, αν δεν απατώμαι, αυτή μου την επιθυμία πρέπει να στην υπενθύμισα αρκετές φορές. ΤΟΜ: Ναι, επανειλημμένως. ΑΜΑΝΤΑ: Και; ΤΟΜ: Μας έρχεται ένας.
61
ΑΜΑΝΤΑ: Τ ι ; ΤΟΜ: Επισκέπτης!
[Η ανακοίνωση εορτάζεται με μουσική. Η Αμάντα σηκώνεται. Εικόνα στο εκράν: «Ένας επισκέπτης με ανθοδέσμη».] ΑΜΑΝΤΑ: Θες να πεις πως κάλεσες ένα καλό παιδί να
μας κάνει επίσκεψη;
ΤΟΜ: Μμμ. Τον κάλεσα σε δείπνο. ΑΜΑΝΤΑ: Αλήθεια το έκανες αυτό; ΤΟΜ: Αλήθεια! ΑΜΑΝΤΑ: Εσύ αλήθεια, κι εκείνος αλήθεια – δ έ χ τ η κ ε ; ΤΟΜ: Αλήθεια!
ΑΜΑΝΤΑ:
’ρθει!
Φ υ σ ι κ ά , θα ήθελα να μάθω πότε θ α
ΤΟΜ: Μας έρχεται αύριο. ΑΜΑΝΤΑ: Α ύ ρ ι ο ; ΤΟΜ: Έτσι. Αύριο. ΑΜΑΝΤΑ: Μα, τι; Τομ! ΤΟΜ: Ναι, μητέρα; ΑΜΑΝΤΑ: Αύριο δεν προλαβαίνω! ΤΟΜ: Να προλάβεις, τι; ΑΜΑΝΤΑ: Τις προετοιμασίες! Γιατί δεν μου τηλεφώνησες
ΑΜΑΝΤΑ: Πα, πα – πα, πα! Μα αυτό είναι – θαύμα!
αμέσως, μόλις του το ζήτησες, τη στιγμή που δέχτηκε; Τότε, δεν καταλαβαίνεις, θα είχα αρχίσει εγκαίρως τις προετοιμασίες!
ΤΟΜ: Το ήξερα πως θα χαιρόσουν.
ΤΟΜ: Δεν χρειάζεται να αναστατώνεσαι κιόλας.
ΑΜΑΝΤΑ: Είναι οριστικό λοιπόν; ΤΟΜ: Πιο οριστικό δεν γίνεται. ΑΜΑΝΤΑ: Σύντομα;
ΑΜΑΝΤΑ: Αχ, Τομ, Τομ, Τομ, ασφαλώς και χρειάζεται να
αναστατώνομαι! Θέλω τα πράγματα να γίνουν όπως πρέπει, όχι προχειρότητες! Να μη μείνει τίποτα στην τύχη. Πρέπει να βάλω το μυαλό μου να δουλέψει γρήγορα, όχι;
ΤΟΜ: Πολύ.
ΤΟΜ: Εγώ λέω να μη δουλέψει καθόλου.
ΑΜΑΝΤΑ: Σε παρακαλώ, άσε τα παιχνίδια και πες μου
ΑΜΑΝΤΑ: Δεν ξέρεις εσύ. Δεν μπορούμε να βάλουμε τον
ό,τι έχεις να μου πεις, θα μιλήσεις;
ΤΟΜ: Γιατί, τι άλλο να έχω να σου πω;
62
επισκέπτη μας σε χοιροστάσιο! Πρέπει να γυαλίσουμε όλα τα ασημικά του γάμου μου, να πλυθεί το τραπεζομάντιλο με το μονόγραμμα! Τα παράθυρα να καθαριστούν
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
και να μπουν καινούριες κουρτίνες. Και με τα ρούχα τι γίνεται; Δεν πρέπει να φοράμε κάτι;
ΤΟΜ: Τον λένε O’Κόνορ.
ΤΟΜ: Μητέρα, δεν είναι να τρελαθούμε κιόλας!
είναι Παρασκευή! Θα κάνω εκείνο το ρολό Σολωμού – με σως μουστάρδας! Και τι δουλειά κάνει; Στην αποθήκη δουλεύει;
ΑΜΑΝΤΑ: Καθολικός. Αυτό βέβαια σημαίνει ψάρι – αύριο
ΑΜΑΝΤΑ: Αντιλαμβάνεσαι πως είναι ο πρώτος νέος που γνωρίζουμε στην αδελφή σου; Είναι φρικτό και απαίσιο, ντροπή και όνειδος που η καημένη η αδελφούλα δεν έχει δεχτεί ποτέ ούτε έναν επισκέπτη! Τομ, έλα μέσα! [Ανοίγει την πόρτα με τη σίτα.]
ΤΟΜ: Βέβαια! Πώς αλλιώς να τον –
ΤΟΜ: Γιατί;
ΤΟΜ: Γιατί μου το ρωτάς αυτό;
ΑΜΑΝΤΑ: Θέλω να σε ρωτήσω κάποια πράγματα. ΤΟΜ: Αν είναι να το κάνεις τόσο θέμα, θα το ακυρώσω, θα
του πω να μην έρθει!
ΑΜΑΝΤΑ: Ούτε να διανοηθείς να κάνεις κάτι τέτοιο. Δεν
υπάρχει μεγαλύτερη προσβολή για έναν άνθρωπο – ποτέ δεν αθετείς υπόσχεση για ραντεβού. Δεν είναι τίποτα, απλώς θα πρέπει να δουλέψω σαν το σκυλί! Δεν θα διαπρέψουμε, αλλά τουλάχιστον να περάσουμε την επιθεώρηση. Έλα μέσα. [Ο Τομ την ακολουθεί μέσα, στενάζοντας.] Κάτσε κάτω.
ΤΟΜ: Κάποιο συγκεκριμένο σημείο που θα θέλατε να
καθίσω;
ΑΜΑΝΤΑ: Δόξα τα ουράνια που πήρα τον καινούριο κα-
ναπέ! Θα πάρω και ένα φωτιστικό δαπέδου με δόσεις και θα πω να μου το στείλουν αμέσως! Και θα ντύσω το σαλόνι με τα εμπριμέ ριχτάρια, να φωτίσει λίγο ο χώρος! Φυσικά, μακάρι να μπορούσαμε να αλλάζαμε και τις ταπετσαρίες στους τοίχους... Πώς είναι το όνομα του νεαρού;
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΑΜΑΝΤΑ: Τομ, πες μου, δεν πίνει;
ΑΜΑΝΤΑ: Ο πατέρας σου έ π ι ν ε ! ΤΟΜ: Μην πιάσεις πάλι την ίδια ιστορία! ΑΜΑΝΤΑ: Τι μου λες δηλαδή, ότι π ί ν ε ι ; ΤΟΜ: Από όσο ξέρω, όχι! ΑΜΑΝΤΑ: Να ψάξεις, να μάθεις! Το τελευταίο που θέλω
για την κόρη μου είναι ένα αγόρι που πίνει!
ΤΟΜ: Δεν προτρέχουμε λίγο; Ο κύριος O’Κόνορ δεν έχει
βγει ακόμα στη σκηνή!
ΑΜΑΝΤΑ: Θα βγει αύριο. Θα συναντήσει την αδελφή σου,
και τι ξέρω για το ποιόν του; Τίποτα! Χίλιες φορές καλύτερα γεροντοκόρη παρά γυναίκα αλκοολικού!
ΤΟΜ: Ωχ, Θεέ μου! ΑΜΑΝΤΑ: Σιωπή! ΤΟΜ: [Σκύβοντας μπροστά για να ψιθυρίσει.] Πολλά παι-
διά γνωρίζουν κοπέλες που μετά δεν τις παντρεύονται!
63
ΑΜΑΝΤΑ: Σε παρακαλώ, μίλα λογικά, Τομ – και άσε τους σαρκασμούς! [Έχει πάρει μια βούρτσα.]
και το παρελθόν αιώνιος πόνος, αν δεν φροντίσεις να κάνεις τα σχέδια σου εγκαίρως, εσένα μόνο!
ΤΟΜ: Τι κάνεις τώρα;
ΤΟΜ: Θα το σκεφτώ σοβαρά και θα δω πώς μπορώ να
ΑΜΑΝΤΑ: Σου ισιώνω αυτό το κοκοράκι! [Επιτίθεται στα
μαλλιά του με τη βούρτσα.] Τι θέση έχει αυτός ο νεαρός στην αποθήκη; ΤΟΜ: [Υποκύπτοντας κατηφής στη βούρτσα και την ανά-
κριση.] Η θέση αυτού του νεαρού είναι στο λογιστήριο, εκδίδει δελτία αποστολής, μητέρα.
ΑΜΑΝΤΑ: Μου ακούγεται αρκετά υπεύθυνη δουλειά, το
είδος της δουλειάς που θα είχες κι ε σ ύ αν έδειχνες περισσότερο ζ ή λ ο . Τι μισθό παίρνει; Έχεις ιδέα;
ΤΟΜ: Τον υπολογίζω γύρω στα ογδόντα πέντε δολάρια
τον μήνα.
ΑΜΑΝΤΑ: Μάλιστα – δεν είναι και βασιλικός, αλλά – ΤΟΜ: Είκοσι πιο πολλά από όσα βγάζω εγώ. ΑΜΑΝΤΑ: Ναι, το έχω υπόψη μου! Για οικογενειάρχη άν-
θρωπο όμως, ογδόντα πέντε δολάρια τον μήνα ίσα που φτάνουν για να περάσεις… ΤΟΜ: Ναι, αλλά ο κύριος Ο’Κόνορ δεν είναι οικογενειάρχης.
αξιοποιήσω αυτή τη γνώση.
ΑΜΑΝΤΑ: Άσε τους ναρκισσισμούς στη μητέρα σου! Πες
μου και κάτι άλλο – ποιο είναι το όνομά του;
ΤΟΜ: Τζέιμς Ντ. Ο’Κόνορ. Το Ντι είναι από το Ντιλέηνι.
μάνα! Ο Θ ε ό ς ν α β ά λ ε ι τ ο χ έ ρ ι τ ο υ ! Και δεν πίνει; ΑΜΑΝΤΑ: Ιρλανδός από πατέρα και από
ΤΟΜ: Να του κάνω ένα τηλέφωνο αμέσως τώρα να τον ρωτήσω; ΑΜΑΝΤΑ: Ο μόνος τρόπος να μάθει κανείς τέτοια πρά-
ματα είναι ερευνώντας με διακριτικότητα την κατάλληλη στιγμή. Όταν ήμουν κορίτσι ακόμα στο Μπλου Μάουντεν και υπήρχαν υποψίες πως ένα αγόρι έπινε, το κορίτσι που ενδιαφερόταν για αυτόν, εφόσον βέβαια υ π ή ρ χ ε έστω και ένα, πολλές φορές μιλούσε με τον πάστορα της ενορίας του, ή το καλύτερο ήταν να μιλήσει ο πατέρας της, αν ζούσε ο πατέρας, για να τον βολιδοσκοπήσει σχετικά με το ποιόν του αγοριού. Έτσι χειρίζονται τέτοια ζητήματα, διακριτικά, για να προστατεύονται οι κοπέλες από τραγικά λάθη!
ΑΜΑΝΤΑ: Μπορεί και να γίνει, απίθανο είναι; Κάποια στιγμή στο μέλλον;
ΤΟΜ: Τότε πώς έτυχε κι έκανες εσύ το τραγικό λάθος;
ΤΟΜ: Κατάλαβα. Σχέδια και προοπτικές.
ΑΜΑΝΤΑ: Αυτό το αθώο βλέμμα του πατέρα σου τους
ΑΜΑΝΤΑ: Δεν ξέρω άλλο αγόρι να περιφρονεί τόσο το
γεγονός ότι το μέλλον γίνεται παρόν, το παρόν παρελθόν
64
ξεγέλασε όλους! Έ ν α χαμόγελό του – και μ α γ ε υ ό τ α ν το σύμπαν! Δεν υπάρχει μεγαλύτερη καταδίκη για μια κοπέλα παρά να αφεθεί στο έλεος μιας γοητευτικής
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
φακίδες και η μύτη του είναι ανύπαρκτη.
Και τεχνικός ραδιοφώνου; Το επάγγελμα του μέλλοντος! Και τα δύο στοιχεία αυτά είναι πολύ διαφωτιστικά. Κάτι τέτοια πράγματα πρέπει να μαθαίνει μια μητέρα για το αγόρι που είναι να επισκεφτεί την κόρη της. Με σοβαρούς σκοπούς ή όχι.
ΑΜΑΝΤΑ: Δεν είναι και κακάσχημος, όμως;
ΤΟΜ: Μια μικρή προειδοποίηση. Δεν έχει ιδέα για τη
εμφάνισης! Ελπίζω ο κύριος Ο’Κόνορ να μην είναι ακαταμάχητα όμορφος. ΤΟΜ: Όχι, ακαταμάχητα όμορφος δεν είναι. Είναι γεμάτος
ΤΟΜ: Κακάσχημο δεν τον λες. Λίγο ασχημούλης, ίσως. ΑΜΑΝΤΑ: Το ποιόν είναι το πιο σημαντικό σε έναν άντρα. ΤΟΜ: Από το στόμα μου το πήρες, μητέρα. ΑΜΑΝΤΑ: Δεν είχες σκοπό να πεις κάτι τέτοιο και πολύ αμφιβάλλω αν σε απασχόλησε τέτοια σκέψη στη ζωή σου. ΤΟΜ: Μόνο το χειρότερο σκέφτεσαι για μένα. ΑΜΑΝΤΑ: Αν μη τι άλλο, αυτός έχει φιλοδοξίες. ΤΟΜ: Νομίζω πως τον ενδιαφέρει πολύ η πρόοδός του.
Λώρα. Του έκρυψα τους σκοτεινούς, απώτερους σκοπούς μας. Του είπα μόνο: γιατί δεν έρχεσαι να φας μαζί μας; Είπε γιατί όχι και εκεί τελείωσε η κουβέντα.
ΑΜΑΝΤΑ: Δεν περίμενα κάτι άλλο! Και κλειστό στρείδι έχει μεγαλύτερο λέγειν από σένα. Κάτσε να έρθει όμως και θα δει τι σημαίνει Λώρα. Όταν αντιληφθεί πόσο γλυκιά και αξιαγάπητη και χαριτωμένη είναι, θα ευγνωμονεί το τυχερό του άστρο που του έγινε αυτή η πρόσκληση σε δείπνο. ΤΟΜ: Μητέρα, καλύτερα να μην έχεις μεγάλες προσδοκίες για τη Λώρα. ΑΜΑΝΤΑ: Τι εννοείς; ΤΟΜ: Η Λώρα φαίνεται έτσι σε σένα και σε μένα, γιατί
ΑΜΑΝΤΑ: Από πού το συμπεραίνεις;
είναι δικός μας άνθρωπος και την αγαπάμε. Ούτε καν πως είναι ανάπηρη δεν βλέπουμε πια.
ΤΟΜ: Πηγαίνει νυχτερινό σχολείο.
ΑΜΑΝΤΑ: Μη λες ανάπηρη! Ξέρεις πως απαγορεύω να
ΑΜΑΝΤΑ: [Λάμπει ολόκληρη.] Εξαίσια! Τι κάνει εκεί,
θέλω να πω, τι σπουδάζει;
ΤΟΜ: Τεχνικός ραδιοφώνου και επικοινωνία! ΑΜΑΝΤΑ: Άρα έχει όραμα, σκέφτεται να προχωρήσει στον
κόσμο! Κάθε νέος που σπουδάζει επικοινωνία έχει βλέψεις να αποκτήσει μια θέση διευθυντική κάποια στιγμή!
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη!
ΤΟΜ: Γιατί αρνείσαι να δεις την πραγματικότητα, μητέρα.
Αυτό είναι και – όχι μόνο αυτό –
ΑΜΑΝΤΑ: Τι εννοείς «όχι μόνο αυτό»; ΤΟΜ: Η Λώρα είναι πολύ διαφορετική από τα άλλα κορίτσια.
65
ΑΜΑΝΤΑ: Για μένα η διαφορά λειτουργεί μόνο προς όφε-
λός της.
ΤΟΜ: Δεν είναι έτσι ακριβώς – στα μάτια των άλλων –
των ξένων – δείχνει δειλή παραπάνω από όσο πρέπει, ζει σε έναν κόσμο δικό της∙ κάτι τέτοια πράματα την κάνουν να μοιάζει κάπως ιδιαίτερη στους άλλους ανθρώπους εκεί έξω.
ΑΜΑΝΤΑ: Μη τη λες ιδιαίτερη. ΤΟΜ: Δες την πραγματικότητα. Είναι.
[Η μουσική από το κέντρο διασκέδασης αλλάζει σε ταγκό, σε μάλλον απειλητικό μινόρε τόνο.] ΑΜΑΝΤΑ: Όταν λες ιδιαίτερη, λοιπόν, τι ακριβώς εννοείς
– αν μου επιτρέπεται βέβαια να ρωτήσω;
ΤΟΜ: [Ευγενικά.] Ζει σε έναν κόσμο δικό της – έναν κό-
σμο από μικρά γυάλινα στολίδια, μητέρα... [Σηκώνεται. Η Αμάντα μένει με τη βούρτσα στο χέρι, κοιτώντας τον προβληματισμένη.] Ακούει παλιούς δίσκους στο γραμμόφωνο και – αυτή είναι όλη η ζωή της – [Κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη και πηγαίνει στην πόρτα.]
ΑΜΑΝΤΑ: [Αιχμηρά.] Πού πας;
που πήρε ο Τομ για μια στιγμή. Μετά η ενεργητικότητα και η αισιοδοξία επιστρέφουν και απομακρύνεται από την πόρτα, πλησιάζοντας τα παραπετάσματα.] Λώρα! Λώρα! [Η Λώρα απαντάει από την κουζινούλα.] ΛΩΡΑ: Ναι, Μητέρα. ΑΜΑΝΤΑ: Άσε αυτά τα πιάτα και έλα εδώ! [Η Λώρα εμ-
φανίζεται με μία πετσέτα κουζίνας. Η Αμάντα τής μιλάει ευδιάθετα.] Λώρα, έλα εδώ να κάνεις μια ευχή στο φεγγάρι! [Εικόνα στο εκράν: «Το φεγγάρι».] ΛΩΡΑ: [Μπαίνοντας.] Το φεγγάρι – το φεγγάρι;
ΑΜΑΝΤΑ: Το μικρό ασημένιο γοβάκι. Πάνω από τον αρι-
στερό σου ώμο, Λώρα, κοίτα και κάνε μια ευχή! [Η Λώρα κοιτάζει κάπως σαστισμένη σαν να τη σήκωσαν από τον ύπνο της. Η Αμάντα την αρπάζει από τους ώμους και τη σπρώχνει έτσι ώστε να μπορεί να δει το φεγγάρι.] Τώρα! Τώρα, πουλί μου, κ ά ν ε τ η ν ε υ χ ή σ ο υ ! ΛΩΡΑ: Τι να ευχηθώ, μητέρα;
ΑΜΑΝΤΑ: [Με τρεμάμενη φωνή και τα μάτια της άξαφνα
πλημμυρισμένα με δάκρυα.] Ευτυχία! Καλή τύχη!
Ο ήχος του βιολιού δυναμώνει και η σκηνή σβήνει.
ΤΟΜ: Πηγαίνω στον κινηματογράφο. [Βγαίνει από την
πόρτα με τη σίτα.]
ΑΜΑΝΤΑ: Όχι στον κινηματογράφο, κάθε βράδυ κινημα-
τογράφο! [Τον ακολουθεί γρήγορα στην πόρτα.] Δεν σε πιστεύω! Δεν πηγαίνεις μόνο στον κινηματογράφο! [Έχει φύγει. Η Αμάντα κοιτάζει ανήσυχη προς την κατεύθυνση
66
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
ΣΚΗΝΗ
ΕKΤΗ Το φως δυναμώνει στο πλατύσκαλο της σκάλας πυρασφάλειας. Ο Τομ σκυμμένος πάνω από τη μεταλλική σχάρα, καπνίζει. Εικόνα στο εκράν: «Ο ήρωας του λυκείου».
ΤΟΜ: Κι έτσι το επόμενο βράδυ έφερα τον Τζιμ σπίτι για
δείπνο. Με τον Τζιμ κάναμε για λίγο παρέα στο Λύκειο. Στο Λύκειο ο Τζιμ ήταν ο ήρωας όλων. Γνήσιος Ιρλανδός, με αστείρευτη ενέργεια και καλοσύνη, καθαρός και αστραφτερός σαν λευκή πορσελάνη. Σαν να είχε συνέχεια όλους τους προβολείς στραμμένους πάνω του. Ήταν αστέρι στο μπάσκετ, πρώτος στους ρητορικούς αγώνες, πρόεδρος στο μαθητικό συμβούλιο και τραγουδούσε πάντα τον πρωταγωνιστικό ρόλο στις οπερέτες που ανέβαιναν στο τέλος της χρονιάς. Τα πόδια του ποτέ δεν περπατούσαν απλά, έτρεχαν με διασκελισμούς ή σαν να έβγαζαν φτερά. Έδειχνε μονίμως έτοιμος να καταργήσει τον νόμο της βαρύτητας. Άφηνε πίσω με τέτοια ορμή την εφηβεία – όλοι περίμεναν, και δικαιολογημένα, να έχει φτάσει τουλάχιστον τον Λευκό Οίκο μέχρι να κλείσει τα τριάντα. Αλλ’ όμως ο Τζιμ φαίνεται έκανε πολλές παρακάμψεις μετά την αποφοίτησή του απ’ το Σόλνταν. Η ορμή του έσβηνε. Έξι χρόνια αφότου άφησε το Λύκειο βρισκόταν σε μια δουλειά όχι πολύ καλύτερη από τη δική μου. [Εικόνα στο εκράν: «Ο υπάλληλος.] Ήταν ο μόνος στην αποθήκη που είχαμε φιλικές σχέσεις. Για εκείνον ήμουν πολύτιμος, ο μόνος που θυμόταν τα παλιά του μεγαλεία, που τον είχε δει να θριαμβεύει σε αγώνες μπάσκετ και να κερδίζει το ασημένιο κύπελλο στους ρητορικούς αγώνες. Ήξερε την κρυφή μου συνήθεια να αποσύρομαι στην τουαλέτα,
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
για να δουλεύω τα ποιήματά μου όταν χαλάρωναν τα πράγματα στην αποθήκη. Με φώναζε Σέξπηρ. Και ενώ τα υπόλοιπα παιδιά στην αποθήκη με έβλεπαν καχύποπτα και εχθρικά, ο Τζιμ με αντιμετώπιζε με χιούμορ. Σταδιακά η στάση του επηρέασε και τους άλλους, η αντιπάθειά τους ξεθύμανε και άρχισαν να μου χαμογελούν και αυτοί, όπως χαμογελάνε οι άνθρωποι σε κάτι σκυλιά από παράξενες ράτσες που τους κόβουν τον δρόμο, χωρίς οικειότητες. Ήξερα πως ο Τζιμ και η Λώρα είχαν γνωριστεί στο Σόλνταν και είχα ακούσει τη Λώρα να μιλάει με θαυμασμό για τη φωνή του. Μου φαινόταν μάλλον απίθανο να τη θυμόταν και ο Τζιμ. Στο Λύκειο, ο Τζιμ ήταν εκθαμβωτικός και η Λώρα ήταν πολύ διακριτική. Κι αν όντως θυμόταν τη Λώρα, σίγουρα δεν την θυμόταν ως αδελφή μου, γιατί όταν τον κάλεσα για το δείπνο, έσκασε ένα φαρδύ χαμόγελο και είπε: «Ξέρεις, Σέξπηρ, δεν σε είχα για άνθρωπο με οικογένεια!» Και τώρα ήταν η ώρα να ανακαλύψει την οικογένεια μου.... [Επιγραφή στο εκράν: «Ο τόνος του βήματος που φτάνει». Το φως υποχωρεί στον Τομ και δυναμώνει στο καθιστικό των Ουίνγκφιλντ – ένα εύθραυστο λεμονί φως. Είναι Παρασκευή περίπου πέντε το απόγευμα, τέλος άνοιξης, μια ώρα που φτάνει «σκορπίζοντας ποιήματα στον ουρανό» 2. Η Αμάντα έχει δουλέψει σαν σκυλί για να προετοιμαστεί για τον Επισκέπτη. Τα αποτελέσματα είναι εκπληκτικά. Το καινούριο επιδαπέδιο φωτιστικό με το τριανταφυλλί ολομέταξο αμπαζούρ φιγουράρει σε θέση 2 ΣτΜ: E. E. Cummings.
67
μάχης, ένα πολύχρωμο χάρτινο φαναράκι καλύπτει το σπασμένο φωτιστικό οροφής στο ταβάνι, καινούριες λευκές κουρτίνες κυματίζουν στα παράθυρα, εμπριμέ ριχτάρια στις καρέκλες και τον καναπέ, ένα ζευγάρι καινούρια μαξιλάρια στον καναπέ κάνουν την παρθενική τους εμφάνιση. Ανοιχτά κουτιά και λευκά χαρτιά περιτυλίγματος σκορπισμένα στο πάτωμα. Η Λώρα στέκεται στη μέση του δωματίου με σηκωμένα χέρια, ενώ η Αμάντα σκύβει μπροστά της, καρικώνοντας το στρίφωμα ενός φρεσκοραμμένου φορέματος, ευλαβικά και τελετουργικά. Το φόρεμα είναι χρωματιστό και σχεδιασμένο από μνήμης. Τα μαλλιά της Λώρα είναι χτενισμένα διαφορετικά∙ είναι πιο μαλακά και την κολακεύουν. Μία ευάλωτη, απόκοσμη ομορφιά έχει αναδειχτεί στη Λώρα: είναι σαν ένα κομμάτι διάφανο γυαλί που το αγγίζει το φως προσδίδοντάς του ένα στιγμιαίο φεγγοβόλημα, πλασματικό, εφήμερο.] ΑΜΑΝΤΑ: [Ανυπόμονα.] Γιατί τρέμεις; ΛΩΡΑ: Μητέρα, με ταράζεις! ΑΜΑΝΤΑ: Εγώ σε ταράζω; Πώς; ΛΩΡΑ: Με όλο αυτό το κακό! Κάνεις λες και είναι ζήτημα
ζωής και θανάτου!
ΑΜΑΝΤΑ: Δεν σε καταλαβαίνω, Λώρα. Στο σπίτι δεν άντε-
χες να μένεις στιγμή, αλλά έτσι και τολμήσω να διανοηθώ να κανονίσω κάτι για σένα, αντιστέκεσαι. [Σηκώνεται.] Ρίξε μια ματιά στον εαυτό σου. Όχι, στάσου! Μια στιγμή – έχω μια ιδέα! ΛΩΡΑ: Τι είναι πάλι;
[Η Αμάντα βγάζει δυο σφουγγαράκια του μέηκ απ, που τα τυλίγει με μαντιλάκια και τα χώνει στο μπούστο της.]
68
ΛΩΡΑ: Μητέρα, τι κάνεις εκεί; ΑΜΑΝΤΑ: Τα λέγαμε «γλυκές παγίδες»! ΛΩΡΑ: Δεν τα φοράω αυτά! ΑΜΑΝΤΑ: Θα τα φορέσεις! ΛΩΡΑ: Γιατί να το κάνω; ΑΜΑΝΤΑ: Επειδή, για να μην κρυβόμαστε μεταξύ μας, το
στήθος σου είναι φλατ.
ΛΩΡΑ: Τα κάνεις όλα σαν να στήνουμε ενέδρα. ΑΜΑΝΤΑ: Κάθε όμορφο κορίτσι είναι ενέδρα, η ομορφιά του είναι μία ενέδρα και, μη νομίζεις, οι άντρες αυτό ακριβώς προσμένουν από εμάς. [Επιγραφή στο εκράν: «Μια ενέδρα: η ομορφιά».] Κοίτα τώρα καλά, νεαρή μου κυρία. Πιο όμορφη δεν πρόκειται να γίνεις ποτέ ξανά στη ζωή σου! [Κάνει ένα βήμα πίσω και θαυμάζει τη Λώρα.] Τώρα πρέπει κι εγώ να φτιαχτώ λίγο! Άμα δεις πώς θα γίνει η μητέρα σου, θα τα χάσεις!
[Η Αμάντα περνάει τα παραπετάσματα, σιγομουρμουρώντας εύθυμα μια μελωδία. Η Λώρα πλησιάζει αργά στον ολόσωμο καθρέφτη και κοιτάζει σοβαρά τον εαυτό της. Ο άνεμος απέξω φουσκώνει τις λευκές κουρτίνες με μια αργή, καλαίσθητη κίνηση και με έναν αχνό, θλιμμένο αναστεναγμό.] ΑΜΑΝΤΑ: [Κάπου πίσω από τα παραπετάσματα.] Να
πέσει λίγο ακόμα το σκοτάδι…
[Η Λώρα στρέφεται αργά μπροστά στον καθρέφτη με προβληματισμένο ύφος. Επιγραφή στο εκράν: «Η αδελφή μου, να! Δοξάστε την βιολιά!» Παίζει μουσική.]
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
ΑΜΑΝΤΑ: [Γελώντας, δεν φαίνεται ακόμα.] Θα σου δείξω κάτι. Η εμφάνισή μου θα είναι θεαματική! ΛΩΡΑ: Τι θα βάλεις, μητέρα; ΑΜΑΝΤΑ: Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν
– θα δεις! Κάτι θαμμένο σε εκείνο το αρχαίο μπαούλο – από ’κει το νεκρανάστησα! Η μόδα δεν έχει αλλάξει και τόσο φοβερά τελικά… [Παραμερίζει τα παραπετάσματα.] Τώρα κοίτα να δεις τη μητέρα σου! Όχι, κοίτα! [Φοράει ένα κοριτσίστικο φουστάνι από κιτρινισμένο βουάλ με μία μπλε μεταξωτή κορδέλα. Κρατάει μια ανθοδέσμη με νάρκισσους – ο θρύλος της νιότης της πάει να αναβιώσει. Τώρα μιλάει σε έξαψη.] Με αυτό το φόρεμα άνοιξα το κοτιγιόν. Δυο φορές κέρδισα πρώτο βραβείο στο Σάνσετ Χιλ χορεύοντας τα νέγρικα, το φόρεσα και μια άνοιξη στη δεξίωση του Κυβερνήτη στο Τζάκσον! Θες να δεις το σασέ μου στην πίστα, Λώρα; [Σηκώνει το φόρεμα και περπατάει με θηλυπρέπεια στο δωμάτιο.] Το φορούσα τις Κυριακές για τους τζέντλμεν μου! Το φορούσα και τη μέρα που γνώρισα τον πατέρα σου… Όλη την άνοιξη είχα πυρετό από την ελονοσία. H αλλαγή του κλίματος από το Ανατολικό Τενεσί στο Δέλτα – με χτύπησε στο ανοσοποιητικό. Είχα ελαφρά δέκατα επί μονίμου βάσης – όχι κάτι το ανησυχητικό – ίσα-ίσα για να είμαι συνέχεια με ανυπομονησία και με μια ελαφρά μέθη! Οι προσκλήσεις πλημμύρα – δεξιώσεις σε όλο το Δέλτα! «Να μείνεις στο κρεβάτι», έλεγε η μητέρα, «έχεις πυρετό!» – αλλά εγώ δεν έλεγα να συμμορφωθώ. Έπαιρνα αντιβίωση, αλλά εγώ απτόητη, απτόητη! Τα βράδια, χοροί! Τα απογεύματα, βόλτες με το άλογο, μακρινές, πολύ μακρινές! Κάτι πικνίκ-ποίημα! Ποίημα, η εξοχή τον Μάη – δαντέλα οι αγριοκρανιές, κύματα μας έπνιγαν οι νάρκισσοι παντού! Εκείνη την άνοιξη με έπιασε μανία με τους νάρκισσους. Οι νάρκισσοι μού έγιναν πάθος. Η μητέρα έλεγε: «Καρδιά
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
μου, δεν έχουμε αλλού χώρο για νάρκισσους». Και εγώ επέμενα, όλο έφερνα κι άλλους. Όπου κι αν έβλεπα νάρκισσο, όποια στιγμή, έλεγα: «Σταθείτε! Σταθείτε! Βλέπω νάρκισσους!» Έβαζα τα αγόρια να με βοηθούν να μαζεύω τα άνθη! Έγινε ανέκδοτο, η Αμάντα και οι νάρκισσοί της. Στο τέλος, δεν είχαμε πια άλλα βάζα να τους χωρέσουν, παντού ο κόσμος γέμισε νάρκισσους. Δεν έχει άλλα βάζα να τους χωρέσουν; Πολύ καλά, θα τους κρατάω εγώ στην αγκαλιά μου! Και τότε ήρθε – [Σταματάει μπροστά στη φωτογραφία. Παίζει μουσική.] ο πατέρας σου! Ελονοσία και νάρκισσοι και μετά – αυτό – το αγόρι… [Ανάβει τη λάμπα με το τριανταφυλλί αμπαζούρ.] Ελπίζω να προλάβουν να έρθουν προτού πιάσει η βροχή. [Διασχίζει το δωμάτιο και βάζει τους νάρκισσους σε ένα βάζο στο τραπέζι.] Έδωσα στον αδελφό σου κάτι ψιλά παραπάνω για να πάρουν το τρένο με τον κύριο Ο’Κόνορ. ΛΩΡΑ: [Κάτι μετατοπίζεται στο βλέμμα της.] Πώς είπες το όνομά του; ΑΜΑΝΤΑ: Ο’Κόνορ. ΛΩΡΑ: Και το μικρό του ποιο είναι; ΑΜΑΝΤΑ: Δεν θυμάμαι. Α, ναι, θυμάμαι. Είναι – Τζιμ! [Η Λώρα κλυδωνίζεται ελαφρά και πιάνεται από μια καρέκλα. Επιγραφή στο εκράν: «Όχι Τζιμ!»] ΛΩΡΑ: [Αχνά.] Όχι – Τζιμ! ΑΜΑΝΤΑ: Ναι, σωστά το λες, Τζιμ! Τζιμ! Δεν έχω δει ποτέ
άσχημο Τζιμ! [Η μουσική γίνεται απειλητική.]
ΛΩΡΑ: Είσαι σίγουρη πως το όνομα του είναι Τζιμ Ο’Κόνορ; ΑΜΑΝΤΑ: Ναι. Γιατί;
69
ΛΩΡΑ: Γνωρίζονται με τον Τομ από το Λύκειο; ΑΜΑΝΤΑ: Δεν μου είπε κάτι τέτοιο. Έχω την εντύπωση
πως τον γνώρισε στην αποθήκη.
ΛΩΡΑ: Υπήρχε ένας Τζιμ Ο’Κόνορ που γνωρίζαμε και οι
θεις. Ο Τομ έχει ξεχάσει τυχαία το κλειδί του, για αυτό θα τους ανοίξεις εσύ, μόλις φτάσουν, τελεία και παύλα. ΛΩΡΑ: [Πανικόβλητη.] Αχ, μητέρα – ε σ ύ
την πόρτα!
να ανοίξεις
δυο στο λύκειο – [Μετά, με προσπάθεια.] Αν αυτόν φέρνει για δείπνο ο Τομ – θα πρέπει να με συγχωρέσεις, αλλά δεν θα κάτσω στο τραπέζι.
ΑΜΑΝΤΑ: [Ανάλαφρα.] Εγώ θα είμαι στην κουζίνα – έχω
ΑΜΑΝΤΑ: Τι ανοησίες είναι αυτές;
βάζεις να το κάνω αυτό!
τόσες δουλειές!
ΛΩΡΑ: Αχ, μητέρα, σε παρακαλώ, άνοιξέ τους εσύ, μη με
ΛΩΡΑ: Με ρώτησες τις προάλλες αν μου άρεσε ποτέ κά-
ΑΜΑΝΤΑ: [Πηγαίνοντας στην κουζινούλα.] Πρέπει να
ΑΜΑΝΤΑ: Εννοείς το αγόρι που μου έδειξες στο λεύκωμα;
[Η πόρτα κλείνει πίσω της. Η Λώρα μένει μόνη. Επιγραφή στο εκράν: «Τρόμος!» Βγάζει έναν χαμηλόφωνο αναστεναγμό και κλείνει τη λάμπα – κάθεται σφιγμένη στην άκρη του καναπέ, μπλέκοντας τα δάχτυλά της. Επιγραφή στο εκράν: «Το άνοιγμα μιας πόρτας!» Εμφανίζονται ο Τομ και ο Τζιμ στην έξοδο κινδύνου και ανεβαίνουν στο πλατύσκαλο. Ακούγοντάς τους να πλησιάζουν, η Λώρα σηκώνεται με μια πανικόβλητη χειρονομία. Οπισθοχωρεί προς τα παραπετάσματα. Το κουδούνι χτυπάει. Η Λώρα ασθμαίνει και αγγίζει το στήθος της. Πνιχτός ήχος τυμπάνων.]
ποιο αγόρι. Δεν θυμάσαι που σου έδειξα τη φωτογραφία εκείνου του αγοριού;
ΛΩΡΑ: Ναι, αυτό το αγόρι. ΑΜΑΝΤΑ: Λώρα, Λώρα, το είχες ερωτευτεί αυτό το αγόρι; ΛΩΡΑ: Δεν ξέρω, μητέρα. Ξέρω μόνο πως αν είναι αυτός
στο τραπέζι, είναι αδύνατον να κάτσω κι εγώ μαζί!
ΑΜΑΝΤΑ: Δεν θα είναι αυτός! Η σύμπτωση είναι απίθανη.
Και να είναι όμως αυτός, εσύ θα κάτσεις στο τραπέζι. Σου απαγορεύω.
ετοιμάσω τη σως για τον σολομό. Τόσο κακό, κακό – τι παραλογισμός! – για έναν μόνο επισκέπτη!
ΛΩΡΑ: Θα μου το επιτρέψεις, μητέρα.
ΑΜΑΝΤΑ: [Φωνάζοντας.] Λώρα, γλυκιά μου! Η πόρτα! [Η Λώρα την κοιτάζει χωρίς να κουνιέται.]
ΑΜΑΝΤΑ: Δεν πρόκειται να υποχωρήσω στις ανοησίες
ΤΖΙΜ: Μάλλον την προλάβαμε τη βροχή.
σου, Λώρα. Αρκετά ανέχτηκα από σένα και τον αδελφό σου, και τους δυο σας! Θα κάτσεις λοιπόν εκεί ήσυχα και ωραία και μέχρι να μας έλθουν θα φροντίσεις να συνέλ-
70
ΤΟΜ: Μμμ – ναι. [Ξαναχτυπάει νευρικά. Ο Τζιμ σφυρίζει
και ψάχνει τις τσέπες για ένα τσιγάρο.]
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
ΑΜΑΝΤΑ: [Με πολλή, υπερβολική ευθυμία.] Λώρα, είναι ο αδελφός σου και ο κύριος Ο’Κόνορ! Θα τους ανοίξεις, καλή μου;
[Η Λώρα πηγαίνει προς την πόρτα της κουζινούλας.] ΛΩΡΑ: [Ξέπνοα.] Μητέρα – εσύ να πας στην πόρτα!
[Η Αμάντα βγαίνει έξω από την κουζινούλα και κοιτάζει έξαλλη τη Λώρα. Δείχνει αυταρχικά την πόρτα.]
άνθρωποι; Κάτι ιδιοτροπίες, μια συμπεριφορά! [Ο Τομ πατάει παρατεταμένα το κουδούνι.] Εξωφρενικά καμώματα! Μπορείς να μου δώσεις έναν λόγο – [Φωνάζει μελωδικά.] Ε ρ χ ό μ α σ τ ε ! Μ ι σ ό λ ε π τ ά κ ι μ ό ν ο ! – γιατί φοβάσαι να ανοίξεις μια πόρτα; Την ανοίγεις τώρα, Λώρα! ΛΩΡΑ: Αχ, αχ, αχ… [Επιστρέφει μέσα από τα παραπετά-
σματα, εκσφενδονίζεται στο γραμμόφωνο, το κουρδίζει με τη μανιβέλα φρενιασμένη και το βάζει να παίξει.]
ΛΩΡΑ: Μη, σε παρακαλώ, μη!
ΑΜΑΝΤΑ: Λώρα Ουίνγκφιλντ, να πας αμέσως στην πόρτα!
ΑΜΑΝΤΑ: [Με έναν μανιασμένο ψίθυρο.] Τι έπαθες πάλι, ηλίθιο πλάσμα;
ΛΩΡΑ: Ν α ι - ν α ι , Μ η τ έ ρ α !
ΛΩΡΑ: [Απεγνωσμένα.] Σε παρακαλώ, άνοιξέ την εσύ, σ ε
παρακαλώ!
[Μια αλλόκοσμη εκτέλεση της «Νταρντανέλα», γεμάτη γρατζουνιές, μαλακώνει την ατμόσφαιρα και της δίνει δύναμη να τη διασχίσει. Ξεγλιστράει προς την πόρτα και την ανοίγει επιφυλακτικά. Μπαίνει ο Τομ με τον επισκέπτη, Τζιμ Ο’Κόνορ.]
ΑΜΑΝΤΑ: Σου είπα, δεν υπάρχει περίπτωση να υποχωρήσω, Λώρα. Αυτή τη στιγμή βρήκες να χάσεις τα λογικά σου; Γιατί;
ΤΟΜ: Λώρα, από δω ο Τζιμ. Τζιμ, η αδελφή μου, Λώρα.
ΛΩΡΑ: Έλα, έλα, έλα, σε παρακαλώ, άνοιξε εσύ!
ΤΖΙΜ: [Μπαίνοντας μέσα.] Δεν ήξερα πως ο Σέξπηρ είχε
ΑΜΑΝΤΑ: Πρέπει να πας εσύ στην πόρτα γιατί εγώ δεν
μπορώ!
ΛΩΡΑ: [Απεγνωσμένα.] Ούτε εγώ μπορώ! ΑΜΑΝΤΑ: Γ ι α τ ί ;
αδελφή!
ΛΩΡΑ: [Οπισθοχωρώντας, σφιγμένη και τρέμοντας, από
την πόρτα]: Πώς – πώς είστε;
ΤΖΙΜ: [Εγκάρδια, προσφέροντας το χέρι.]: Μια χαρά! [Η
Λώρα το αγγίζει διστακτικά με το δικό της.]
ΛΩΡΑ: Α ν α κ α τ ε ύ ο μ α ι !
ΤΖΙΜ: Το χέρι σου είναι π α γ ω μ έ ν ο , Λώρα!
ΑΜΑΝΤΑ: Κι εγώ να δεις – με τις ανοησίες σου! Γιατί
ΛΩΡΑ: Ναι, βέβαια – πήγα να βάλω το γραμμόφωνο,
δεν μπορείτε εσύ και ο αδελφός σου να γίνετε κανονικοί
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
κούρδιζα και…
71
ΤΖΙΜ: Πρέπει να άκουγες κλασική μουσική! Αν είχες βάλει κανένα δυνατό τραγουδάκι σουίγνκ, θα ήσουν ζεστή τώρα! ΛΩΡΑ: Συγχωρέστε με – έχω κάτι ακόμα να ακούσω στο
ΤΟΜ: Τι παραμύθι; ΤΖΙΜ: Για τα μαθήματα που παρακολουθώ στο νυχτερινό.
γραμμόφωνο και... [Γυρνάει αδέξια και τρέχει στο μπροστινό δωμάτιο. Σταματάει ένα δεύτερο μπροστά στο γραμμόφωνο. Μετά ασθμαίνει και εκσφενδονίζεται μέσα στα παραπετάσματα σαν τρομαγμένο ελάφι.]
ΤΟΜ: Μμμ;
ΤΖΙΜ: [Χαμογελώντας.] Τι τρέχει;
ΤΟΜ: Ευχαριστώ – καλό είναι να το ακούει κανείς πότε-πότε. Η επικοινωνία τι έχει να κάνει με αυτό όμως;
ΤΟΜ: Τι – με τη Λώρα; Η Λώρα είναι – ακραία ντροπαλή. ΤΖΙΜ: Ντροπαλή, ε; Δεν βρίσκεις ντροπαλά κορίτσια πια.
Είναι ασυνήθιστο. Δεν θυμάμαι να μου είπες ποτέ πως έχεις αδελφή.
ΤΟΜ: Είδες λοιπόν; Τώρα το έμαθες. Έχω μία. Η «Ποστ».
Θες κάποιο ένθετο;
ΤΖΙΜ: Μμμ – ναι. ΤΟΜ: Τι; Τα κόμιξ; ΤΖΙΜ: Τα αθλητικά! [Τα βλέπει.] Ο Ντίζι Ντιν πάλι άρχισε
τα δικά του. Αντιαθλητική συμπεριφορά.
ΤΟΜ: [Αδιάφορος.] Ναι, ε; [Ανάβει τσιγάρο και πηγαίνει
ΤΖΙΜ: Επικοινωνία! Εσύ κι εγώ, δεν είμαστε πλασμένοι
για αποθήκες.
ΤΖΙΜ: Σε ετοιμάζει για διευθυντικές θέσεις! ΤΟΜ: Ωωω. ΤΖΙΜ: Άκου που σου λέω, φίλε, μου άλλαξε η ζωή.
[Εικόνα στο εκράν: «Στέλεχος στο γραφείο του».] ΤΟΜ: Από ποια άποψη; ΤΖΙΜ: Από κάθε άποψη! Ρώτα τον εαυτό σου ποια είναι
η διαφορά ανάμεσα σε σένα και μένα και τους άλλους στα μπροστινά γραφεία; Το μυαλό; – Όχι! – Η ικανότητα; – Όχι! Τότε τι; Ένα πραγματάκι μόνο –
στην πόρτα της σκάλας πυρασφάλειας.]
ΤΟΜ: Και τι είναι αυτό το πραγματάκι;
ΤΖΙΜ: Πού πας;
ΤΖΙΜ: Κυρίως συνοψίζεται στο εξής, αυτό! – Να ’χεις αέρα
ΤΟΜ: Στη βεράντα. ΤΖΙΜ: [Ακολουθώντας τον.] Ξέρεις, Σέξπηρ – τώρα θα σου πουλήσω ένα παραμύθι!
72
στις κοινωνικές συναναστροφές! Να μπορείς να υψώνεις το ανάστημα μπροστά στους άλλους, να δείχνεις τις ικανότητές σου σε κάθε κοινωνικό επίπεδο!
ΑΜΑΝΤΑ: [Από την κουζινούλα.] Τομ;
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
ΤΟΜ: Μάλιστα, μητέρα.
επιγραφές των κινηματογράφων πρώτης προβολής από την άλλη άκρη του πίσω δρόμου τού φωτίζουν το πρόσωπο. Μοιάζει σαν ταξιδιώτης.] Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, ετοιμάζομαι: θα δοθώ σε ένα μέλλον χωρίς αποθήκες, κυρίους Μεντόζα και διπλώματα από νυχτερινά σχολεία.
ΑΜΑΝΤΑ: Καλά, γιατί δεν βολεύεστε μέσα;
ΤΖΙΜ: Τι είναι αυτές οι ασυναρτησίες;
ΤΟΜ: Μάλιστα, μητέρα.
ΤΟΜ: Κουράστηκα πια με τις ταινίες.
ΑΜΑΝΤΑ: Ρώτα τον κύριο Ο’Κόνορ αν θέλει να πλύνει τα
ΤΖΙΜ: Τι σχέση έχουν πάλι οι ταινίες;!
ΤΟΜ: Ναι, μητέρα; ΑΜΑΝΤΑ: Είσαι με τον κύριο Ο’Κόνορ;
χέρια του.
ΤΖΙΜ: A, όχι – όχι – ευχαριστώ. Το φρόντισα αυτό στην
αποθήκη. Τομ –
ΤΟΜ: Ναι; ΤΖΙΜ: Ο κύριος Μεντόζα μού μιλούσε για σένα. ΤΟΜ: Μου έπλεκε το εγκώμιο; ΤΖΙΜ: Εσύ τι λες; ΤΟΜ: Τι να λέω – ΤΖΙΜ: Αν δεν ξυπνήσεις, θα μείνεις χωρίς δουλειά. ΤΟΜ: Αυτό κάνω τώρα, ξυπνάω – ΤΖΙΜ: Δεν δείχνεις σημάδια. ΤΟΜ: Τα σημάδια είναι εσωτερικά. [Εικόνα στο εκράν: «Το
ιστιοφόρο με την πειρατική σημαία πάλι».] Το πήρα απόφαση: αλλάζω. [Σκύβει πάνω από τη ράγα της σκάλας, μιλώντας με ήσυχη χαρά. Οι φλογισμένες μαρκίζες και οι
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΤΟΜ: Έχουν. Κοίτα – [Χειρονομία προς τα θαύματα της
Γκραντ Άβενιου.] οι ταινίες. Με σταρ – που ζουν περιπέτειες – να κυνηγάμε εικόνες – να τις καταβροχθίζουμε! Ξέρεις τι γίνεται; Ο κόσμος θέλει να βλέπει κ ι ν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο γιατί τίποτα δεν κ ι ν ε ί τ α ι ! Η περιπέτεια είναι για να τη ζουν μόνο οι χαρακτήρες στα σενάρια του Χόλιγουντ, μόνο αυτοί από όλη την Αμερική, ενώ όλη η Αμερική κάθεται σε μια σκοτεινή αίθουσα και τους παρακολουθεί αμέτοχη να ζουν! Ναι, μέχρι να κηρυχθεί πόλεμος. Τότε μόνο οι μάζες έχουν δικαίωμα στην περιπέτεια! Τότε ανήκει σ ε ό λ ο υ ς , όχι μόνο στον κύριο Κλαρκ Γκέημπλ! Τότε μόνο ο κόσμος της σκοτεινής αίθουσας βγαίνει από τη σκοτεινή αίθουσα για να ζήσει τη δική του περιπέτεια – μπράβο μας, μπράβο! Ήρθε η σειρά μας τώρα, να πάμε κι εμείς σε ένα νησί στις Νότιες Θάλασσες – να κάνουμε σαφάρι – να ζήσουμε εξωτικά, να γίνουμε ερημίτες! Αλλά εγώ δεν έχω άλλη υπομονή. Δεν θέλω να περιμένω τον πόλεμο. Βαρέθηκα να βλέπω εικόνες να κινούνται! Ήρθε η ώρα να κινηθώ εγώ!
ΤΖΙΜ: [Δύσπιστα.] Εσύ; ΤΟΜ: Ναι.
73
ΤΖΙΜ: Πότε; ΤΟΜ: Γρήγορα! ΤΖΙΜ: Για πού; Πού;
[Η μουσική είναι σαν να απαντάει στην ερώτηση, ενώ ο Τομ επεξεργάζεται ακόμα την ερώτηση. Ψάχνει τις τσέπες.] ΤΟΜ: Κάτι αρχίζει να βράζει μέσα μου. Μπορεί να δείχνω
ονειροπόλος, αλλά μέσα – πώς να το πω, βράζω! Όποτε μου έρχεται ένα παπούτσι στα χέρια, ανατριχιάζω ολόκληρος, σκέφτομαι ότι περνάει η ζωή και πως κάτι πρέπει να κάνω επιτέλους! Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό, δεν έχω ιδέα, αλλά ό,τι και να σημαίνει δεν θα το βρω στα παπούτσια – εκτός αν μιλάμε για παπούτσια στα πόδια ενός ταξιδευτή! [Βρίσκει αυτό που έψαχνε στις τσέπες και το προτείνει στον Τζιμ.] Να, κοίτα – ΤΖΙΜ: Τι; ΤΟΜ: Έβγαλα φυλλάδιο. ΤΖΙΜ: [Διαβάζοντας.] Σωματείο Εμπορικής Ναυτιλίας.
ΤΟΜ: Πλήρωσα τη συνδρομή μου αυτό τον μήνα, με τα
χρήματα για το ηλεκτρικό.
ΤΖΙΜ: Άμα σας κόψουν το ρεύμα, θα το μετανιώσεις. ΤΟΜ: Δεν θα είμαι εδώ. ΤΖΙΜ: Και η μητέρα σου; ΤΟΜ: Είμαι σαν τον πατέρα μου. Ο άθλιος γιος ενός
άθλιου πατέρα! Παρατήρησες πως χαμογελάει ακόμα
74
στη φωτογραφία εκεί μέσα; Και είναι απών δεκαέξι χρόνια τώρα! ΤΖΙΜ: Άσε τις φιλοσοφίες. Η μητέρα σου τι λέει; ΤΟΜ: Σσσς! Έρχεται η μητέρα! Η μητέρα δεν έχει ιδέα
για όλα αυτά!
ΑΜΑΝΤΑ: [Περνώντας μέσα από τα παραπετάσματα.]
Πού χαθήκατε όλοι;
ΤΟΜ: Στη βεράντα καθόμαστε, μητέρα.
[Πάνε να μπουν μέσα. Εκείνη προχωράει πρώτη προς το μέρος τους. Ο Τομ σοκάρεται εμφανώς από τον τρόπο που είναι ντυμένη. Και ο Τζιμ ακόμα κοντοστέκεται λίγο. Είναι η πρώτη επαφή του με την κοριτσίστικη ζωντάνια του Νότου και παρά τα νυχτερινά του μαθήματα στην επικοινωνία τα χάνει από την απρόσμενη επίδειξη κοινωνικής γοητείας. Κάτι απαντήσεις που επιχειρεί να αρθρώσει σαρώνονται από τα εύθυμα γέλια και τη φλυαρία της Αμάντα. Ο Τομ στέκει αμήχανος, αλλά ο Τζιμ μετά το αρχικό σοκ αντιδρά πολύ θερμά. Μια χαμογελάει, μια χαχανίζει, τον έχει νικήσει κατά κράτος. Εικόνα στο εκράν: «Η Αμάντα κορίτσι».] ΑΜΑΝΤΑ: [Χαμογελώντας σεμνότυφα, τινάζοντας τις κο-
ριτσίστικες μπουκλίτσες της.] Μπα, μπα, μπα, ώστε αυτός είναι ο κύριος Ο’Κόνορ. Οι συστάσεις περιττεύουν ολότελα. Έχω ακούσει τόσα για εσάς από τον γιο μου. Δεν άντεξα και του είπα: Τομ – ντροπή πια! – γιατί δεν φέρνεις αυτό το παράδειγμα προς μίμηση για δείπνο; Θα ήθελα να γνωρίσω από κοντά αυτόν τον περίφημο νεαρό από την αποθήκη! – Αντί να κάθομαι και να τον ακούω να μιλάει για τα χαρίσματά σας! Δεν ξέρω γιατί ο γιος μου
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
βγήκε τόσο ακοινώνητος – δεν είμαστε έτσι οι άνθρωποι στον Νότο! Γιατί δεν καθόμαστε στο σαλόνι και – δεν θα ήταν άσχημο να μας χτυπούσε και λίγος αέρας εδώ μέσα! Τομ, άσε ανοιχτή την πόρτα. Σαν να ένιωσα τώρα δα ένα ωραίο φρέσκο αεράκι. Πού να εξαφανίστηκε; Μμμ, να πιάσει τόση ζέστη από τώρα! Και δεν μπήκε καν το καλοκαίρι. Έτσι και πάρει μπρος, πώς θα τα βγάλουμε πέρα, θα ψηθούμε κανονικά. Το δείπνο μας, πάντως – το δείπνο θα είναι πολύ ελαφρύ. Είμαι της άποψης ότι τα ελαφρά είναι καλύτερα για αυτή την εποχή του χρόνου. Όπως και με τα ρούχα, πρέπει να είναι και το φαγητό ελαφρύ. Τα ελαφρά ρούχα και το ελαφρύ φαΐ, αυτά τραβάει ο ζεστός καιρός. Ξέρετε, το αίμα μας πήζει τον χειμώνα – παίρνει λίγο χρόνο για να μπορέσουμε να π ρ ο σ α ρ μ ο σ τ ο ύ μ ε ! – Όταν αλλάζει ο καιρός... Και φέτος έγιναν όλα τόσο γρήγορα. Με έπιασε απροετοίμαστη. Από το πουθενά – σοκ! Καλοκαίρι! Κιόλας! Πήγα στο μπαούλο και έβγαλα αυτό το ελαφρύ φόρεμα-αρχαιολογία! Σχεδόν για το μουσείο! Αλλά αφήνει πάνω σου μια αίσθηση πολύ ωραία – ωραία και τόσο – δροσερή, ξέρετε τώρα... ΤΟΜ: Μητέρα – ΑΜΑΝΤΑ: Ναι, καρδιά μου; ΤΟΜ: Τι γίνεται το δείπνο; ΑΜΑΝΤΑ: Καρδιά μου, πήγαινε να ρωτήσεις την αδελφούλα αν είναι έτοιμο το δείπνο! Ξέρεις πως η αδελφούλα το έχει αναλάβει εξ ολοκλήρου! Πες της πως έχουμε δυο αγόρια πολύ πεινασμένα που περιμένουν. [Στον Τζιμ.] Με τη Λώρα γνωριστήκατε; ΤΖΙΜ: Εκείνη –
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΑΜΑΝΤΑ: Σας άνοιξε την πόρτα; Ε, μπράβο, γνωριστήκατε κιόλας! Δεν ξέρετε πόσο σπάνιο είναι για ένα κορίτσι τόσο γλυκό και όμορφο όσο η Λώρα να αγαπάει και τις δουλειές του σπιτιού! Η Λώρα, όμως, και δοξάζω τον Θεό για αυτό, δεν είναι μόνο όμορφη αλλά αγαπάει και τις δουλειές του σπιτιού πολύ. Σε αντίθεση με μένα. Εγώ ούτε ήμουν, ούτε έγινα ποτέ νοικοκυρά. Ποτέ, ούτε κατά διάνοια. Εγώ το μόνο που έμαθα να φτιάχνω στη ζωή μου είναι κέικ βανίλια. Στον Νότο, βλέπετε, είχαμε πάρα πολλούς υπηρέτες. Πάνε αυτά, πάνε, πάνε. Κάθε χνάρι μεγάλης ζωής! Χάθηκαν οριστικά και διά παντός! Δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη για όσα μου επεφύλασσε το μέλλον. Όλοι μου οι εκλεκτοί επισκέπτες, τζέντλμεν όλοι, ήταν γόνοι γαιοκτημόνων και ασφαλώς το θεωρούσα δεδομένο πως θα παντρευόμουν με έναν από αυτούς και θα μεγάλωνα τα παιδιά μου σε μια μεγάλη έκταση γης με πλήθος υπηρέτες. Αλλά ο άντρας κάνει την πρόταση – και η γυναίκα δέχεται! Για να παραλλάξω λίγο τη φράση που λέγανε οι παλιές – ο άντρας μου δεν ήταν καλλιεργητής στο σπίτι! Παντρεύτηκα έναν άντρα που δούλευε για τον οργανισμό τηλεπικοινωνιών! Αυτόν τον τζέντλμαν που χαμογελάει αβρά εκεί πέρα! [Δείχνει τη φωτογραφία.] Ένας τεχνικός τηλεφώνων που ερωτεύτηκε τις υπεραστικές αποστάσεις! Τώρα ταξιδεύει συνέχεια και δεν ξέρω καν πού βρίσκεται! Αλλά γιατί να σας ζαλίζω με τα μαρτύριά μου; Πείτε μου τα δικά σας – που δηλαδή δεν σας εύχομαι καθόλου να έχετε δικά σας, ε; Τομ; ΤΟΜ: [Επιστρέφοντας.] Ναι, μητέρα; ΑΜΑΝΤΑ: Το δείπνο πλησιάζει; ΤΟΜ: Εμένα μου φαίνεται πως βρίσκεται ήδη στο τρα-
πέζι.
75
ήταν καλύτερα να μην έρθει στο τραπέζι.
στο σαλόνι, Λώρα – ξεκουράσου λίγο στον καναπέ. Για κοίτα! [Στον Τζιμ όσο ο Τομ βοηθάει την αδελφή του να ξαπλώσει στον καναπέ στο σαλόνι.] Τόση ώρα πάνω από τα αναμμένα μάτια, ζαλίστηκε! Της το είπα εγώ πως απόψε η ζέστη είναι ανυπόφορη, αλλά – [Ο Τομ επιστρέφει στο τραπέζι.] Είναι καλά η Λώρα τώρα;
ΑΜΑΝΤΑ: Πώς; Ανοησίες! Λώρα; Αχ, Λώρα!
ΤΟΜ: Ναι.
ΛΩΡΑ: [Από την κουζινούλα, αχνά.] Ναι, μητέρα.
ΑΜΑΝΤΑ: Και α υ τ ό τι είναι; Βροχή; Μας ήρθε ωραία
ΑΜΑΝΤΑ: Για να δω – [Σηκώνεται χαριτωμένα και ρίχνει μια ματιά μέσα από τα παραπετάσματα.] Αχ, ποίημα! Μα, πού είναι η αδελφούλα; ΤΟΜ: Η Λώρα νιώθει περίεργα και λέει ότι μάλλον θα
ΑΜΑΝΤΑ: Δεν υπάρχει περίπτωση να μην έρθεις στο τραπέζι. Είναι απολύτως απαραίτητο! Κανείς δεν πρόκειται να κάτσει αν δεν έρθεις κι εσύ στο τραπέζι! Ελάτε, κύριε Ο’Κόνορ. Καθίστε εκεί εσείς κι εγώ θα... Λώρα; Λώρα Ουίνγκφιλντ! Μας έχεις και περιμένουμε, καρδιά μου! Αν δεν έρθεις στο τραπέζι, δεν μπορούμε να κάνουμε την προσευχή μας!
[Η πόρτα της κουζινούλας ανοίγει δειλά και μπαίνει η Λώρα. Είναι εμφανώς καταβεβλημένη, τα χείλη της τρέμουν, τα μάτια ορθάνοιχτα, ατενίζουν. Προχωράει με αστάθεια προς το τραπέζι. Επιγραφή: «Τρόμος!» Έξω μια καλοκαιρινή μπόρα ξεσπάει από το πουθενά. Οι λευκές κουρτίνες στα παράθυρα φουσκώνουν προς το εσωτερικό και ακούγεται ένα στενόχωρο μουρμουρητό μέσα από το βαθύ μπλε σούρουπο. Η Λώρα ξαφνικά παραπατάει∙ πιάνεται από μια καρέκλα με έναν αχνό στεναγμό.]
δροσερή βροχούλα! [Ρίχνει μια τρομαγμένη ματιά στον Τζιμ.] Νομίζω τώρα – ήρθε η ώρα – για προσευχή... [Ο Τομ την κοιτάζει αποσβολωμένος.] Τομ, καρδιά μου – πες εσύ την προσευχή! ΤΟΜ: Α... «Φάγονται πένητες καὶ ἐμπλησθήσονται· καὶ
αἰνέσουσι Κύριον οἱ ἐκζητοῦντες αὐτόν – » [Σκύβουν τα κεφάλια∙ η Αμάντα ξεκλέβει μια νευρική ματιά στον Τζιμ. Στο σαλόνι, η Λώρα, ξαπλωμένη στον καναπέ, σφίγγει το χέρι στα χείλη, για να συγκρατήσει έναν λυγμό που πάει να την κατακλύσει.] «ζήσονται αἱ καρδίαι αὐτῶν εἰς αἰῶνα αἰῶνος. Ἀμήν. H σκηνή θαμπώνει.
ΤΟΜ: Λώρα! ΑΜΑΝΤΑ: Λώρα! [Μπουμπουνητό. Βροντή. Επιγραφή
στο εκράν: «Αχ!» Απεγνωσμένα.] Μα, Λώρα, εσύ είσαι σ τ α α λ ή θ ε ι α άρρωστη, καλή μου! Τομ, παιδί μου, βάλε ένα χέρι, πάρε την αδελφή σου στο σαλόνι! Κάτσε
76
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
ΣΚΗΝΗ
ΕΒΔΟΜΗ Μισή ώρα αργότερα. Μόλις ολοκληρώνεται το δείπνο στην τραπεζαρία. Η Λώρα είναι διπλωμένη στον καναπέ, με τα πόδια τραβηγμένα κάτω της, το κεφάλι παρατημένο σε ένα ξεθωριασμένο μπλε μαξιλάρι, τα μάτια ορθάνοιχτα, σε μυστηριώδη εγρήγορση. Το νέο επιδαπέδιο φωτιστικό με το τριανταφυλλί μεταξωτό αμπαζούρ προσδίδει ένα μαλακό, κολακευτικό φως στο πρόσωπό της, αναδεικνύοντας την εύθραυστη, απόκοσμη ομορφιά που συνήθως περνάει απαρατήρητη. Από έξω ένα επίμονο μουρμουρητό, η βροχή, που ωστόσο τώρα κοπάζει και γρήγορα σταματάει∙ η ατμόσφαιρα έξω θαμπώνει και επικρατεί μια μαρμαρυγή, καθώς το φεγγάρι ξεπροβάλλει μέσα από τα σύννεφα. Μια στιγμή μετά το άνοιγμα της αυλαίας, τα φώτα και στα δυο δωμάτια τρεμοπαίζουν και σβήνουν.
θα μου προσφέρει ένα σπίρτο;
ΤΖΙΜ: Επ, κύριε Όσραμ, δώστε μας το φως σας! [Η Αμά-
ΤΖΙΜ: Χα-χα! Πού είναι ο πίνακας;
ντα γελάει νευρικά. Επιγραφή στο εκράν: «Διακοπή της παροχής ρεύματος».]
ΑΜΑΝΤΑ: Πού βρέθηκε ο Μωυσής όταν έσβησαν τα φώτα;
Xα-χα. Την απάντηση σε αυτό τη γνωρίζετε, κύριε Ο’Κόνορ;
ΤΖΙΜ: Όχι, κυρία, ποια είναι η απάντηση; ΑΜΑΝΤΑ: Στο σκοτάδι! [Ο Τζιμ γελάει επιδοκιμάζοντας
το χιούμορ της.] Μην κουνηθεί κανείς. Θα ανάψω τα κεριά. Τι τύχη που τα έχουμε ήδη στο τραπέζι; Πού να είναι τα σπίρτα; Ποιος από τους δυο τζέντλμεν του τραπεζιού
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΤΖΙΜ: Ορίστε. ΑΜΑΝΤΑ: Ευχαριστώ, κύριε. ΤΖΙΜ: Χαρά μου, κυρία! ΑΜΑΝΤΑ: [Καθώς ανάβει τα κεριά.] Μάλλον πρέπει να
κάηκε η ασφάλεια. Κύριε Ο’Κόνορ, εσείς καταλαβαίνετε πότε μια ασφάλεια είναι καμένη; Εγώ σίγουρα όχι και ο Τομ είναι ανίδεος με τα μηχανολογικά. [Σηκώνονται από το τραπέζι και μπαίνουν στην κουζινούλα, από όπου ακούγονται οι φωνές τους.] Αχ, προσοχή μην κουτουλήσετε πουθενά. Δεν θέλουμε ο εκλεκτός επισκέπτης μας να τσακίσει τον λαιμό του. Θα μας πάρει με κακό μάτι.
ΑΜΑΝΤΑ: Εδώ, δίπλα στην κουζίνα. Βλέπετε κάτι; ΤΖΙΜ: Μια στιγμή. ΑΜΑΝΤΑ: Δεν είναι μεγάλο μυστήριο ο ηλεκτρισμός; Δεν
ήταν ο Βενιαμίν Φραγκλίνος που έδεσε ένα κλειδί σε χαρταετό; Ζούμε σε ένα σύμπαν μυστηριώδες, εσείς τι λέτε; Μερικοί άνθρωποι λένε πως η επιστήμη ξεκαθαρίζει όλα τα μυστήρια για χάρη μας. Η δική μου η άποψη είναι πως γεννάει ακόμα πιο πολλά! Δεν την ξετρυπώσατε ακόμα;
77
ΤΖΙΜ: Όχι, κυρία. Όλες οι ασφάλειες εντάξει μου φαίνονται. ΑΜΑΝΤΑ: Τομ! ΤΟΜ: Ναι, μητέρα;
ΑΜΑΝΤΑ: Αυτό δείχνει πως είστε ρομαντικός! Αλλά δεν απαλλάσσει από τις ευθύνες του τον Τομ. Αν μη τι άλλο, προλάβαμε να τελειώσουμε το δείπνο μας. Πολύ ευγενικό εκ μέρους τους να μας αφήσουν να τελειώσουμε το δείπνο μας πριν μας βυθίσουν στο αιώνιο σκότος. Τι λέτε, κύριε Ο’Κόνορ, συμφωνείτε;
ΑΜΑΝΤΑ: Έναν λογαριασμό που σου έδωσα αρκετές μέρες πριν; Και σου είπα πως γι’ αυτόν ειδικά μας έστειλαν πολλές ειδοποιήσεις; [Επιγραφή στο εκράν: «Εύρηκα!»]
ΤΖΙΜ: Χα-χα!
ΤΟΜ: Α – ναι.
ΤΖΙΜ: Αφήστε να σας βοηθήσω εγώ.
ΑΜΑΝΤΑ: Δεν αμέλησες, συμπτωματικά, να τον πληρώ-
ΑΜΑΝΤΑ: Αποκλείεται, όχι!
σεις;
ΤΟΜ: Γιατί, αφού εγώ τι – ΑΜΑΝΤΑ: Αυτό έγινε! Αφού το ’ξερα! ΤΖΙΜ: Ο Σέξπηρ μάλλον θα έγραψε στον λογαριασμό κα-
νένα ποίημα.
ΑΜΑΝΤΑ: Λες και δεν το ’ξερα, γιατί να τον εμπιστευτώ!
Η επιπολαιότητα πληρώνεται πολύ ακριβά σε αυτόν τον κόσμο!
ΑΜΑΝΤΑ: Τομ, η ποινή για την αμέλειά σου είναι να βοη-
θήσεις στα πιάτα.
ΤΖΙΜ: Δεν θέλω να νιώθω βάρος. ΑΜΑΝΤΑ: Εσείς βάρος; [Ο τόνος της γίνεται εκστατικός.]
Ε σ ε ί ς ; Μα, γιατί, αφού κύριε Ο’ Κόνορ, κανείς, κ α ν ε ί ς , χρόνια τώρα δεν μου έχει προσφέρει τόση χαρά – όση εσείς! ΤΖΙΜ: Ε, μα, τώρα, κυρία Ουίνγκφιλντ! ΑΜΑΝΤΑ: Όχι, δεν υπερβάλλω, ούτε τόσο δα! Αλλά η
ΑΜΑΝΤΑ: Οπότε θα χρειαστεί να περάσουμε την υπόλοιπη βραδιά μας στον δέκατο ένατο αιώνα, προτού ο κύριος Έντισον εφεύρει τον λαμπτήρα πυρακτώσεως!
αδελφή μας κάθεται ολομόναχη, την έφαγε η μοναξιά. Να πάτε να της κάνετε παρέα στο καθιστικό! Θα σας δώσω κι αυτό το υπέροχο παλιό καντηλέρι, από την Αγία Τράπεζα στον Ναό της Αγίας Αναπαύσεως. Στη μεγάλη πυρκαγιά πήρε φωτιά και αυτό και στράβωσε λίγο. Τον χτύπησε κεραυνός τον ναό μια άνοιξη. Οι φήμες λένε πως το ποίμνιο διοργάνωνε εκεί μέσα βραδιές χαρτοπαιξίας.
ΤΖΙΜ: Εμένα το φως του κεριού είναι το αγαπημένο μου.
ΤΖΙΜ: Χα-χα.
ΤΖΙΜ: Μπορεί και να βγάλει λεφτά με αυτό το ποίημα.
78
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
ΑΜΑΝΤΑ: Μήπως πείθατε την αδελφή μας να πιει λίγο κρασάκι; Νομίζω καλό θα της κάνει! Θα τα καταφέρετε να τα πάρετε όλα μαζί;
ΛΩΡΑ: Σε ευχαριστώ. ΤΖΙΜ: Πιες το – αλλά μη σε πιει! [Ξεκαρδίζεται στα γέλια.
ΤΖΙΜ: Αμέ. Είμαι ο Σούπερμαν!
Η Λώρα παίρνει διστακτικά το ποτήρι∙ γελάει συνεσταλμένα.] Πού να αφήσω τα κεριά;
ΑΜΑΝΤΑ: Άντε, Τόμας, φόρα την ποδιά!
ΛΩΡΑ: Εε – εε, όπου να ’ναι...
[Ο Τζιμ μπαίνει στην τραπεζαρία, κρατώντας το κηροπήγιο, με τα κεριά αναμμένα, στο ένα χέρι και ένα ποτήρι κρασί στο άλλο. Η πόρτα της κουζινούλας γυρνάει πίσω κλείνοντας μαζί της και το εύθυμο γέλιο της Αμάντα∙ το τρεμάμενο φως πλησιάζει τα παραπετάσματα. Η Λώρα ανασηκώνεται νευρικά, μόλις μπαίνει ο Τζιμ. Από την ανυπόφορη έντασή της επειδή έχει μείνει μόνη με έναν άγνωστο, δυσκολεύεται να αρθρώσει έστω και μια λέξη. Επιγραφή: «Αποκλείεται να με θυμάσαι!» Στην αρχή, προτού η εγκαρδιότητα του Τζιμ υπερνικήσει την παραλυτική συστολή της, η φωνή της Λώρα είναι ψιλή και λαχανιασμένη, σαν να ανέβηκε μόλις τρέχοντας μια απότομη σκάλα. Ο Τζιμ την αντιμετωπίζει με ευγενικό χιούμορ. Ενώ το συμβάν στην επιφάνειά του δείχνει ασήμαντο, για τη Λώρα αποτελεί την κλιμάκωση της απόκρυφης ζωής της.]
ΤΖΙΜ: Μήπως εδώ – στο πάτωμα; Ενστάσεις οι δικαστές;
ΤΖΙΜ: Γεια σου και πάλι, Λώρα. ΛΩΡΑ: [Αχνά.] Γεια. [Ξεροβήχει.] ΤΖΙΜ: Πώς νιώθεις τώρα; Καλύτερα; ΛΩΡΑ: Ναι. Ναι, σε ευχαριστώ. ΤΖΙΜ: Αυτό είναι για σένα. Λίγο κρασί πικραλίδας. [Προ-
τείνει το ποτήρι προς το μέρος της με επιδεικτική γαλαντομία.]
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΛΩΡΑ: Καμία. ΤΖΙΜ: Θα απλώσω μια εφημερίδα από κάτω, μη στάξουν
τα κεριά. Εμένα μου αρέσει να κάθομαι στο πάτωμα. Σε πειράζει;
ΛΩΡΑ: Α, όχι. ΤΖΙΜ: Μαξιλάρι; ΛΩΡΑ: Τι; ΤΖΙΜ: Μου δίνεις ένα μαξιλάρι; ΛΩΡΑ: Αα... [Του δίνει ένα στα γρήγορα.] ΤΖΙΜ: Κι εσύ; Δεν σου αρέσει να κάθεσαι στο πάτωμα; ΛΩΡΑ: Αα – ναι. ΤΖΙΜ: Γιατί δεν κάθεσαι, τότε; ΛΩΡΑ: Ναι – θα κάτσω. ΤΖΙΜ: Πάρε κι ένα μαξιλάρι! [Η Λώρα παίρνει το μαξι-
λάρι. Κάθεται στο πάτωμα, πίσω από το κηροπήγιο. Ο
79
Τζιμ σταυρώνει τα πόδια και της χαμογελάει γοητευτικά.] Εκεί που κάθισες, μόλις που σε βλέπω.
είναι μια χαρά τύπος. Ελπίζω να μην είμαι αδιάκριτος τώρα – ε;
ΛΩΡΑ: Εγώ σε βλέπω.
ΛΩΡΑ: [Βιαστικά, από αμηχανία.] Ε, λοιπόν, τελικά θα
ΤΖΙΜ: Το ξέρω, αλλά δεν είναι δίκαιο, να έχω μόνο εγώ
πάρω μια τσίχλα, εφόσον βέβαια δεν πειράζει και – εσύ [Ξεροβήχει.] κύριε Ο’Κόνορ - δεν παράτησες το τραγούδι;
όλα τα φώτα πάνω μου. [Η Λώρα φέρνει πιο κοντά το μαξιλάρι της.] Ωραία! Τώρα σε βλέπω κι εγώ! Άνετα;
ΤΖΙΜ: Το τραγούδι; Εγώ;
ΛΩΡΑ: Ναι.
ΛΩΡΑ: Ναι. Θυμάμαι τι ωραία φωνή είχες.
ΤΖΙΜ: Κι εγώ. Άρχοντας! Θες μια τσίχλα;
ΤΖΙΜ: Πότε με άκουσες να τραγουδάω;
ΛΩΡΑ: Όχι, ευχαριστώ. ΤΖΙΜ: Εγώ θα υποκύψω, αν μου επιτρέπεις. [Σε βαθιά σκέψη ξετυλίγει μια τσίχλα και την κρατάει ψηλά στον αέρα.] Σκέψου τι περιουσία έκανε ο τύπος που ανακάλυψε την πρώτη τσίχλα. Απίθανο, ε; Ο Ρίνγκλεϊ, ο ουρανοξύστης του είναι από τα αξιοθέατα στο Σικάγο – τον είδα από κοντά όταν πήγα στη Διεθνή Έκθεση, στον Αιώνα της Προόδου. Εσύ επισκέφτηκες τον Αιώνα της Προόδου; ΛΩΡΑ: Όχι, εγώ όχι. ΤΖΙΜ: Ναι, ήταν ασύλληπτα. Πιο πολύ με εντυπωσίασε το
Μέγαρο των Επιστημών. Πήραμε μια ιδέα τι επιφυλάσσει το μέλλον στην Αμερική, κάτι ακόμα πιο μεγαλειώδες και από το παρόν ακόμα! [Έρχεται παύση. Ο Τζιμ τής χαμογελάει.] Ο αδελφός σου μού λέει πως είσαι ντροπαλή. Ισχύει αυτό, Λώρα;
ΛΩΡΑ: Τι – ε – δεν ξέρω. ΤΖΙΜ: Εγώ κρίνω πως είσαι μια κοπέλα παλαιών αρχών. Αυτός είναι ο τύπος σου. Και, ναι, για μένα αυτός ο τύπος
80
[Η Λώρα δεν απαντάει και στη μακρά παύση που ακολουθεί ακούγεται μια αντρική φωνή να τραγουδάει από τα παρασκήνια.] ΦΩΝΗ: Φυσάτε ούριοι άνεμοι, χέι χο
σε ωκεανούς θα βγω! Όλα τα αφήνω πίσω για την αγάπη μου εγώ τα χρώματα του πόλεμου φορώ – στα πέρατα της γης!
ΤΖΙΜ: Λες πως με έχεις ακούσει να τραγουδάω; ΛΩΡΑ: Ναι, πώς! Ναι, πολλές φορές... Αλλά – εμένα – δεν
νομίζω – να με θυμάσαι – καθόλου;
ΤΖΙΜ: [Χαμογελάει, δεν είναι σίγουρος.] Η αλήθεια είναι
– έχω μια αίσθηση πως κάπου σε έχω ξαναδεί. Αυτή την αίσθηση την έχω από όταν πρωτοάνοιξες την πόρτα. Ήταν σαν να μου ’ρχοταν να προφέρω το όνομά σου. Αλλά το όνομα που μου έβγαινε στο στόμα – δεν ήταν όνομα! Κι έτσι κρατήθηκα και δεν το είπα.
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
ΛΩΡΑ: Μήπως ήταν – Μπλε Ρόδα;
ΤΖΙΜ: Δεν ήμασταν και σε κάποιο μάθημα μαζί;
ΤΖΙΜ: [Πετάγεται σαν ελατήριο, τεράστιο χαμόγελο.]
ΛΩΡΑ: Ναι, ήμασταν.
Μπλε Ρόδα! Στο καλό, ναι – Μπλε Ρόδα! Στην άκρη της γλώσσας μου το είχα όταν άνοιξες την πόρτα! Αστείο δεν είναι, τι παιχνίδια παίζει η μνήμη; Για κάποιο λόγο το μυαλό μου δεν έκανε τη σύνδεση, αλλά – στο Λύκειο, εκεί δεν ήταν που…; Και δεν ήξερα καν πως ήσουν αδελφή του Σέξπηρ! Στο καλό, συγνώμη.
ΤΖΙΜ: Σε ποιο μάθημα; ΛΩΡΑ: Στην Ωδική – στη χορωδία! ΤΖΙΜ: Χα!
ΛΩΡΑ: Δεν είχα καμία απαίτηση. Αφού – δεν είχαμε συ-
ΛΩΡΑ: Εγώ καθόμουν από τη μια πλευρά του διαδρόμου
ΤΖΙΜ: Μιλούσαμε όμως πότε-πότε, ε;
ΤΖΙΜ: Χα.
ΛΩΡΑ: Ναι, εμείς οι δύο – πότε-πότε – μιλούσαμε.
ΛΩΡΑ: Δευτέρες, Τετάρτες και Παρασκευές.
ΤΖΙΜ: Πότε με αναγνώρισες;
ΤΖΙΜ: Τώρα θυμάμαι – ερχόσουν πάντα αργοπορημένη.
ΛΩΡΑ: Α, αμέσως!
ΛΩΡΑ: Ναι, δυσκολευόμουν πολύ, να ανεβαίνω τόσα σκα-
στηθεί καν!
ΤΖΙΜ: Με το που μπήκα;
και συ από την άλλη, απέναντί μου, στο αμφιθέατρο.
λιά. Είχα τον νάρθηκα στο πόδι – σε κάθε βήμα έκανε έναν γδούπο, τόσο δυνατό!
ΛΩΡΑ: Μόλις άκουσα το όνομά σου σκέφτηκα αμέσως πως, δεν μπορεί, θα ήσουν εσύ. Ήξερα ότι με τον Τομ κάνατε λίγη παρέα στο Λύκειο. Και μόλις πέρασες την πόρτα – ε, λοιπόν τότε – ήξερα.
ΤΖΙΜ: Εγώ δεν άκουσα ποτέ κανέναν γδούπο.
ΤΖΙΜ: Γιατί δεν είπες κάτι αμέσως;
ΤΖΙΜ: Εγώ ούτε που το πρόσεξα.
ΛΩΡΑ: [Ξέπνοα.] Δεν ήξερα τι να πω – σάστισα!
ΛΩΡΑ: Και μέχρι να φτάσω στην τάξη πάντα, είχαν όλοι
ΤΖΙΜ: Κοίτα τώρα! Αστείο δεν είναι; ΛΩΡΑ: Ναι! Ναι, να μην είναι, όμως...
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΛΩΡΑ: [Μορφάζει με την ανάμνηση.] Εμένα βροντούσε
στα αυτιά μου σαν – κεραυνός!
ήδη καθίσει. Κι εγώ έπρεπε να περπατήσω μπροστά σε όλους αυτούς. Η θέση μου ήταν στην πάνω σειρά. Κι εγώ είχα να ανέβω όλα αυτά τα σκαλιά, με αυτόν τον γδούπο σε κάθε βήμα, και όλα τα μάτια πάνω μου!
81
ΤΖΙΜ: Δεν χρειάζεται να είσαι τόσο ανασφαλής.
ΤΖΙΜ: Ήσουν ντροπαλή με τους ανθρώπους!
ΛΩΡΑ: Το ξέρω, αλλά είμαι. Πάντα ήταν μεγάλη ανακού-
ΛΩΡΑ: Προσπαθούσα αλλά δεν γινόταν –
φιση όταν ξεκίναγε το τραγούδι.
ΤΖΙΜ: Χα, ναι, τώρα σαν να σε βλέπω μπροστά μου! Σε
ΤΖΙΜ: Να το ξεπεράσεις;
φώναζα Μπλε Ρόδα. Πώς και μου ήρθε να σε φωνάζω έτσι;
ΛΩΡΑ: Ναι, κι εγώ δεν – δεν τα κατάφερα ποτέ!
ΛΩΡΑ: Έλειψα λίγο καιρό από τα μαθήματα, για μια
ΤΖΙΜ: Ίσως τη συστολή να την περιορίσεις αν τολμήσεις,
πλευρίτιδα. Όταν γύρισα, με ρώτησες τι είχα πάθει. Εγώ ψέλλισα πλευ-ρί-τι-δα – κι εσύ νόμιζες πως είπα «Μπλε Ρόδα». Κι από τότε με φώναζες πάντα έτσι!
μάλλον, σιγά-σιγά.
ΛΩΡΑ: [Θλιμμένα.] Ναι – ίσως –
ΤΖΙΜ: Δεν σε πείραζε, ελπίζω.
ΤΖΙΜ: Παίρνει χρόνο.
ΛΩΡΑ: Μα, όχι – μου άρεσε. Ξέρεις, δεν γνώριζα και πολ-
ΛΩΡΑ: Ναι –
λούς ανθρώπους...
ΤΖΙΜ: Αν θυμάμαι καλά, είχες μια τάση να κλείνεσαι στον
ΤΖΙΜ: Οι άνθρωποι δεν είναι πια τόσο τρομακτικοί, όταν
ΤΖΙΜ: Θες να πεις επειδή –
τους γνωρίσεις. Να το θυμάσαι αυτό! Και όλοι έχουν προβλήματα, όχι μόνο εσύ, σχεδόν όλοι έχουν το πρόβλημά τους. Νομίζεις πως μόνο εσύ έχεις προβλήματα, πως μόνο εσύ νιώθεις απογοήτευση. Ρίξε μια ματιά όμως γύρω σου και θα δεις πολλούς ανθρώπους, όλους απογοητευμένους σαν κι εσένα. Φερ’ ειπείν, όταν ήμουν στο Λύκειο ήλπιζα ότι θα είχα φτάσει πολύ πιο ψηλά τώρα, έξι χρόνια μετά, απ’ όσο έχω φτάσει τώρα. Θυμάσαι εκείνον τον απίθανο ύμνο που μου έγραψαν στον «Πυρσό»;
ΛΩΡΑ: Ναι, για κάποιο λόγο – στεκόταν εμπόδιο ανάμεσα
ΛΩΡΑ: Ναι! [Σηκώνεται και πηγαίνει στο τραπέζι.]
εαυτό σου.
ΛΩΡΑ: Ναι εγώ-εγώ – πάντα δύσκολα – έκανα φίλους. ΤΖΙΜ: Γιατί όμως; ΛΩΡΑ: Να, εγώ – από την αρχή τα έκανα όλα δύσκολα.
σε μένα –
ΤΖΙΜ: Δεν έπρεπε να το αφήσεις! ΛΩΡΑ: Το ξέρω, αλλά ήταν εμπόδιο, και –
82
ΤΖΙΜ: Μ’ ό,τι και να καταπιαστεί στη ζωή του, έλεγε, ένα
είναι γραφτό, να πετύχει σε όλα! [Η Λώρα επιστρέφει με την επετηρίδα του Λυκείου.] Θα τρελαθώ! Ο « Π υ ρ σ ό ς » ! [Το αποδέχεται στα χέρια του με ευλάβεια.
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
Χαμογελούν και οι δυο με αφορμή το βιβλίο εκφράζοντας τον αμοιβαίο θαυμασμό τους. Η Λώρα κουβαριάζεται πλάι του και αρχίζουν να ξεφυλλίζουν σελίδες. Η συστολή της Λώρα λιώνει από τη ζεστασιά του.]
ΛΩΡΑ: Σε πολιορκούσαν πάντα οι φίλοι σου τόσο στενά –
ΛΩΡΑ: Εδώ είσαι στους «Πειρατές της Πενζάνς»!
ΛΩΡΑ: Ήταν που – φοβήθηκα μη φοβηθείς πως εγώ –
ΤΖΙΜ: [Νοσταλγικά.] Σε αυτή την οπερέτα τραγούδησα την άρια του βαρύτονου.
ΤΖΙΜ: Φοβήθηκες μη φοβηθώ πως εσύ – τι;
ΛΩΡΑ: [Εκστατικά.] Τόσο – υ π έ ρ ο χ α ! ΤΖΙΜ: [Διαμαρτύρεται.] Ε, τώρα –
δεν μου δόθηκε ποτέ η ευκαιρία.
ΤΖΙΜ: Και γιατί να μην –
ΛΩΡΑ: Αχ – ΤΖΙΜ: [Αναπολώντας με φιλαρέσκεια.] Τα θηλυκά έτρεχαν
πίσω μου εκείνον τον καιρό.
ΛΩΡΑ: Ναι, ναι – υπέροχα – υπέροχα!
ΛΩΡΑ: Ήσουν απίστευτα αγαπητός!
ΤΖΙΜ: Με είδες;
ΤΖΙΜ: Η αλήθεια είναι –
ΛΩΡΑ: Και τις τρεις φορές!
ΛΩΡΑ: Ο τρόπος σου ήταν τόσο – ανοιχτός –
ΤΖΙΜ: Όχι!
ΤΖΙΜ: Με είχαν καλομάθει στο Λύκειο.
ΛΩΡΑ: Ναι!
ΛΩΡΑ: Σε συμπαθούσαν – όλοι!
ΤΖΙΜ: Ήρθες και στις τρεις παραστάσεις;
ΤΖΙΜ: Και συ το ίδιο;
ΛΩΡΑ: [Ρίχνοντας το βλέμμα.] Ναι.
ΛΩΡΑ: Κι εγώ – ναι – κι εγώ – [Κλείνει τρυφερά το βιβλίο στα γόνατά της.]
ΤΖΙΜ: Γιατί;
ΤΖΙΜ: Α! Δώσε μου εκείνο το πρόγραμμα, Λώρα. [Του το
ΛΩΡΑ: Ήθελα να – να σου ζητούσα ένα – ένα αυτόγραφο για το πρόγραμμά μου. [Βγάζει το πρόγραμμα από την τελευταία σελίδα της επετηρίδας και του το δείχνει.]
δίνει. Το υπογράφει. Ολοκληρώνει την υπογραφή κάνοντας ένα καλλιγραφικό τίναγμα με το χέρι.] Όλη δική σου – ποτέ δεν είναι αργά!
ΤΖΙΜ: Γιατί δεν μου το ζήτησες;
ΛΩΡΑ: Μα, αχ, εγώ που – μα, τι έκπληξη!
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
83
ΤΖΙΜ: Η υπογραφή μου δεν έχει και τόση μεγάλη αξία
αυτή τη στιγμή. Κάποια μέρα όμως – ίσως – θα γίνει πολύτιμη! Άλλο να νιώθεις απογοήτευση και άλλο να παραιτείσαι. Εγώ απογοητεύτηκα, ναι, αλλά δεν παραιτήθηκα. Είμαι είκοσι τριών. Εσύ πόσο είσαι;
ΛΩΡΑ: Θα γίνω είκοσι τεσσάρων τον Ιούνιο. ΤΖΙΜ: Και τι – νομίζεις ότι γέρασες;
ΤΖΙΜ: Το πήρε το αυτί μου, αλλά δεν υπέκυψα καθόλου
σ’ αυτή – την προπαγάνδα!
ΛΩΡΑ: Δεν ήταν αλήθεια; ΤΖΙΜ: Η αισιόδοξη άποψη της Έμιλι για τα πράγματα μόνο! ΛΩΡΑ: Α –
ΤΖΙΜ: Τι, το παράτησες;
[Επιγραφή: «Και μετά το Λύκειο τι έκανες;» Ο Τζιμ ανάβει ένα τσιγάρο και γέρνει νωχελικά πίσω ακουμπώντας στους αγκώνες του και χαμογελώντας στη Λώρα με μια θαλπωρή και μια γοητεία που γεμίζουν φως το είναι της βαθιά, όπως κεριά σε αγία τράπεζα. Μένει πλάι στο τραπέζι, σηκώνει ένα κομμάτι από τη συλλογή με τα γυάλινα θηρία και το στριφογυρίζει στα χέρια της για να καλύψει τον αναβρασμό μέσα της.]
ΛΩΡΑ: Πήρα κακούς βαθμούς στις απολυτήριες εξετάσεις.
ΤΖΙΜ: [Μετά από αρκετές απερίσκεπτες ρουφηξιές από
ΤΖΙΜ: Ποια, εκείνη η ξινομούρα;
ΛΩΡΑ: Τίποτα το σπουδαίο.
ΛΩΡΑ: Γιατί τη λες έτσι;
ΤΖΙΜ: Με κάτι πρέπει να ασχολήθηκες έξι ολόκληρα χρόνια.
ΤΖΙΜ: Γιατί αυτό ήταν.
ΛΩΡΑ: Ναι.
ΛΩΡΑ: Και δεν είστε πια μαζί;
ΤΖΙΜ: Ωραία, και τι ακριβώς ήταν αυτό;
ΤΖΙΜ: Ούτε καν ξέρω πού βρίσκεται.
ΛΩΡΑ: Γράφτηκα στο τμήμα γραμματέων μιας Εμπορικής
ΛΩΡΑ: Όχι, αλλά – ΤΖΙΜ: Το έβγαλες το Λύκειο; ΛΩΡΑ: [Με δυσκολία.] Δεν ξαναπάτησα.
[Σηκώνεται και ξαναβάζει το βιβλίο και το πρόγραμμα στο τραπέζι. Η φωνή της δείχνει ένταση.] Πώς πάει η Έμιλι Μάιζενμπαχ;
ΛΩΡΑ: Στα «Προσωπικά θέματα» έλεγε πως εσείς οι δυο
– είχατε αρραβωνιαστεί!
84
το τσιγάρο του.] Και μετά το Λύκειο τι έκανες; [Δεν δείχνει να τον ακούει.] Μμμ; [Η Λώρα σηκώνει το κεφάλι.] Είπα, μετά το Λύκειο τι έκανες, Λώρα;
Σχολής –
ΤΖΙΜ: Και πώς πήγε αυτό;
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
ΛΩΡΑ: Ουφ, όχι και πολύ – ουφ – αναγκάστηκα να τα
παρατήσω, πάθαινα δυσπεψία – [Ο Τζιμ γελάει ευγενικά.]
ΤΖΙΜ: Τώρα τι κάνεις; ΛΩΡΑ: Δεν κάνω κάτι ιδιαίτερο. Αχ, μη νομίζεις όμως –
δεν κάθομαι όλη μέρα και σκοτώνω την ώρα! Η γυάλινη συλλογή μου απαιτεί πολύ χρόνο. Το γυαλί είναι κάτι που χρειάζεται ειδική φροντίδα.
ΤΖΙΜ: Γυαλί είπες; ΛΩΡΑ: Συλλογή είπα – έχω μια – [Ξεροβήχει και απο-
στρέφει το σώμα της, με έντονη κρίση συστολής.]
ΤΖΙΜ: [Απότομα.] Ξέρεις ποιο κρίνω πως είναι το πρόβλη-
μά σου; Κόμπλεξ κατωτερότητας! Ξέρεις τι είναι αυτό; Έτσι το λένε όταν κάποιος απαξιώνει τον εαυτό του! Το αναγνωρίζω γιατί το είχα και εγώ κάποτε. Αν και η δική μου η περίπτωση δεν ήταν τόσο βαριά όσο δείχνει να είναι η δική σου. Το είχα μέχρι που άρχισα να παρακολουθώ μαθήματα επικοινωνίας, καλλιέργησα τη φωνή μου και έμαθα πως έχω έφεση στα τεχνικά. Πριν κάνω αυτό το βήμα, ποτέ δεν θεωρούσα τον εαυτό μου κορυφή σε κάτι! Μην παρεξηγηθώ κιόλας, δεν έχω μελετήσει ποτέ κανονικά το θέμα, αλλά έχω έναν φίλο που λέει ότι μπορώ να αναλύω τους ανθρώπους καλύτερα και από γιατρός. Δεν ισχυρίζομαι πως αυτό ισχύει απαραίτητα, αλλά σίγουρα μπορώ να μαντεύω την ψυχολογία του άλλου, Λώρα! [Βγάζει την τσίχλα του.] Συγνώμη, Λώρα. Πάντα την πετάω μόλις χαθεί η γεύση. Θα χρησιμοποιήσω αυτό το κομματάκι χαρτί για να την τυλίξω. Ξέρω πώς είναι να σου κολλάει στο παπούτσι. [Τυλίγει την τσίχλα στο χαρτί και το βάζει στην τσέπη του.] Μάλιστα – αυτό κρίνω πως είναι το κυριότερό σου πρόβλημα. Έλλειψη εμπιστοσύ-
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
νης στον εαυτό σου. Σου λείπει η απαραίτητη πίστη στον εαυτό σου. Βασίζω αυτή την αντικειμενική εκτίμηση σε μια σειρά από δικά σου σχόλια όπως και σε συγκεκριμένες παρατηρήσεις που έκανα. Φερ’ ειπείν, αυτός ο γδούπος που σου φαινόταν τόσο απαίσιος στο Λύκειο. Λες πως δεν τολμούσες καν να μπεις στην τάξη. Βλέπεις τι έκανες; Παράτησες το σχολείο, εγκατέλειψες τη μόρφωσή σου για έναν γδούπο, που, αν ζητάς την άποψή μου, ήταν μάλλον ανύπαρκτος! Ένα μικρό σωματικό ελάττωμα. Δεν το πιάνει καν το μάτι! Η φαντασία το έχει μεγεθύνει τρία δισεκατομμύρια φορές! Θα σου δώσω μια πολύ σοβαρή συμβουλή και θέλω να με ακούσεις: Να λες μέσα σου: «είμαι κ ο ρ υ φ ή σε κάτι»! ΛΩΡΑ: Σε κάτι; Σε τι – ΤΖΙΜ: Ρωτάς; Μα, είναι δυνατόν, Λώρα! Για ρίξε μια μα-
τιά γύρω σου. Τι βλέπεις; Έναν κόσμο γεμάτο ανθρώπους κοινούς! Όλοι γεννήθηκαν κι όλοι θα πεθάνουν! Από αυτούς έχει κανείς το ένα δέκατο από τα δυνατά σου σημεία;! Ή τα δικά μου! Ή, εδώ που τα λέμε, και οποιουδήποτε άλλου! Κοίτα! Όλοι οι άνθρωποι ξεχωρίζουν σε ένα πράγμα τουλάχιστον, σε κάτι. Κάποιοι και σε πολλά! [Ασυναίσθητα κοιτάζεται στον καθρέπτη.] Εσύ ένα μόνο έχεις να κάνεις, να ανακαλύψεις τι είναι α υ τ ό ! Εγώ, φερ’ ειπείν. [Στρώνει τη γραβάτα του στον καθρέπτη.] Τυχαίνει να έχω κλίση στην ηλεκτρο-δυναμική. Πηγαίνω σε νυχτερινή σχολή και σπουδάζω τεχνικός ραδιοφώνου, Λώρα, ενώ ταυτόχρονα έχω μια αρκετά υπεύθυνη θέση στην αποθήκη. Αυτό σπουδάζω, αλλά ταυτόχρονα μελετώ και επικοινωνία.
ΛΩΡΑ: Ααα. ΤΖΙΜ: Γιατί πιστεύω ότι το μέλλον είναι στην τηλεόραση! [Tης γυρνάει την πλάτη.] Θέλω μόλις φουσκώσει το κύμα
85
να με πάρει κι εμένα μαζί του. Τώρα είναι η στιγμή. Έχω μάλιστα ήδη τις γνωριμίες μου με τα κατάλληλα άτομα – μένει μόνο να πάρει μπρος και η βιομηχανία! Και πρόσω ολοταχώς – [Tα μάτια του λάμπουν.] Γ ν ώ σ η – Ζζζζζζν! Χ ρ ή μ α – Ζζζζζζν! – Ε ξ ο υ σ ί α ! Ο κύκλος της δημοκρατίας! [Η στάση του μπορεί να πείσει πως είναι δυναμική. Η Λώρα τον κοιτάζει έκπληκτη, ακόμα και η συστολή της έχει μπει σε δεύτερη μοίρα μπροστά στον απόλυτο θαυμασμό της. Ο Τζιμ ξαφνικά χαμογελάει διάπλατα.] Και τώρα μάλλον θα λες πως έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου! ΛΩΡΑ: Ό – ο – όχι – όχι – εγώ – ΤΖΙΜ: Εσύ, α, ναι, μίλα μου για σένα. Δεν υπάρχει κάτι
πραγματικά να σε ενδιαφέρει πάνω από καθετί άλλο;
ΛΩΡΑ: Πώς, ναι, υπάρχει – όπως είπα – έχω τα γυάλινά
μου – τη συλλογή – [Τρανταχτά κοριτσίστικα γέλια αντηχούν από την κουζινούλα.]
ΤΖΙΜ: Δεν καταλαβαίνω τι λες ακριβώς. Γυάλινα τι; ΛΩΡΑ: Μικρά πραγματάκια, διακοσμητικά κυρίως! Τα
πιο πολλά είναι ζώα φτιαγμένα από γυαλί, μινιατούρες, τα πιο μικροσκοπικά, μικρά ζωάκια στον κόσμο. Η μητέρα τα λέει γυάλινα θηρία! Να ένα δείγμα, αν θες να δεις! Εδώ – είναι ένα από τα πιο παλιά. Κοντεύει να κλείσει τα δεκατρία. [Μουσική: «θηρία από γυαλί.» Ο Τζιμ απλώνει το χέρι.] Αχ, πρόσεχε μόνο – μια ανάσα και σπάει!
ΤΖΙΜ: Καλύτερα να μην το πιάσω στα χέρια μου. Είμαι
Φέρε τον εδώ στο φως, λατρεύει το φως! Βλέπεις πως αστράφτει ολόκληρος; ΤΖΙΜ: Ναι, λάμπει, αλήθεια! ΛΩΡΑ: Δεν είναι σωστό να κάνω διακρίσεις, αλλά είναι ο
αγαπημένος μου.
ΤΖΙΜ: Και τι πραγματάκι υποτίθεται πως είναι αυτός; ΛΩΡΑ: Δεν παρατήρησες που έχει ένα μόνο κέρατο στο
μέτωπο;
ΤΖΙΜ: Μονόκερως, ε; ΛΩΡΑ: Μμμ – Χμμ! ΤΖΙΜ: Οι μονόκεροι – δεν έχουν εξαφανιστεί στην εποχή
μας;
ΛΩΡΑ: Ακριβώς! ΤΖΙΜ: Ο καημενούλης, θα πρέπει να νιώθει πολύ μόνος. ΛΩΡΑ: [Χαμογελώντας.] Καλά, και να νιώθει, δεν παρα-
πονιέται για αυτό. Μένει σε ένα ράφι με κάτι άλογα που δεν έχουν κέρατα και φαίνεται να τα πηγαίνουν πολύ καλά μαζί.
ΤΖΙΜ: Πώς το ξέρεις;
πολύ αδέξιος με τα πράγματα.
ΛΩΡΑ: [Ανάλαφρα.] Δεν τ’ άκουσα ποτέ να μαλώνουν!
ΛΩΡΑ: Έλα, σου τον εμπιστεύομαι! [Εναποθέτει το κομ-
ΤΖΙΜ: [Χαμογελώντας.] Δεν μαλώνουν, ε; Λοιπόν, αυτό
μάτι στην παλάμη του.] Είδες; Τι απαλά που τον κρατάς!
86
είναι πολύ καλό σημάδι! Πού να τον αφήσω;
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
ΛΩΡΑ: Στο τραπέζι. Σε όλους αρέσει πότε-πότε μια αλ-
λαγή στο σκηνικό!
ΤΖΙΜ: Σσσς – [Αφήνει το γυάλινο αντικείμενο στο τραπέ-
ζι, μετά σηκώνει τα χέρια και τεντώνεται.] Κοίτα πόσο μεγάλη γίνεται η σκιά μου, μόλις τεντωθώ!
ΛΩΡΑ: Μα, ναι, αχ – απλώνεται παντού, σε όλο το ταβάνι! ΤΖΙΜ: [Πηγαίνοντας στην πόρτα.] Σαν να σταμάτησε η βροχή. [Ανοίγει την πόρτα προς την έξοδο κινδύνου και η μουσική από το βάθος αλλάζει σε μια χορευτική μελωδία.] Από πού έρχεται η μουσική; ΛΩΡΑ: Από το Πάρανταϊζ, ένα νυχτερινό κέντρο, στο τέρ-
μα του δρόμου.
ΤΖΙΜ: Τι θα λέγατε να θαμπώναμε τα πλήθη, δεσποινίδα
ΤΖΙΜ: Έλα να δοκιμάσεις! ΛΩΡΑ: Μα, θα σε – αχ – θα σε πατήσω! ΤΖΙΜ: Δεν είμαι από γυαλί. ΛΩΡΑ: Πώς – πώς – πώς ξεκινάμε; ΤΖΙΜ: Άστο σε μένα. Εσύ μόνο να κρατάς τα χέρια ψηλά. ΛΩΡΑ: Έτσι; ΤΖΙΜ: [Πιάνοντάς τη με τα χέρια του.] Λίγο πιο ψηλά
ακόμα. Έτσι. Τώρα μη σφίγγεσαι, αυτό είναι το πιο σημαντικό – χαλάρωσε.
ΛΩΡΑ: [Γελώντας ξέπνοα.] Δύσκολο. Δεν μπορώ.
Ουίνγκφιλντ;
ΤΖΙΜ: Εντάξει.
ΛΩΡΑ: Μα, αχ, εγώ –
ΛΩΡΑ: Τα πόδια μου δέθηκαν. Φοβάμαι. Δεν μπορείς.
ΤΖΙΜ: Μήπως το καρνέ σας έκλεισε; Για να ρίξω μια μα-
ΤΖΙΜ: Δεν μπορώ; Πας στοίχημα; [Την παρασύρει στον
τιά. [Αρπάζει ένα φανταστικό καρνέ ντε μπαλ.] Μα πώς είναι δυνατόν, ούτε ένας χορός ελεύθερος! Θα αναγκαστώ να σβήσω κάποιον. [Μουσική Βαλς: «La Golondrina».] Αχ, βαλς! [Εκτελεί μερικές σαρωτικές στροφές μόνος του, μετά προσφέρει τα χέρια στη Λώρα.]
χορό στριφογυρίζοντάς την.]
ΛΩΡΑ: Αχ, ναι, Θέε μου, μπορείς! ΤΖΙΜ: Πιο ελεύθερα τώρα, Λώρα, ελεύθερα.
ΛΩΡΑ: [Ξέπνοα.] Μα εγώ – δεν μπορώ – να χορέψω!
ΛΩΡΑ: Τι να –
ΤΖΙΜ: Αρχίσαμε πάλι, τα θέματα, η κατωτερότητα!
ΤΖΙΜ: Έλα!
ΛΩΡΑ: Δεν έχω χορέψει ποτέ στη ζωή μου!
ΛΩΡΑ: – κάνω!
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
87
ΤΖΙΜ: Μην προσπαθείς – ήρεμα, αργά, χαλαρά!
ΛΩΡΑ: Τώρα είναι ακριβώς όπως τα άλλα άλογα.
ΛΩΡΑ: Το ξέρω, αλλά εγώ –
ΤΖΙΜ: Έχασε το –
ΤΖΙΜ: Μη σφίγγεις την πλάτη, ανοιχτά! Έτσι μπράβο,
ΛΩΡΑ: Κερατάκι! Δεν πειράζει. Μπορεί να βγει σε καλό.
πολύ καλύτερα.
ΤΖΙΜ: Τώρα δεν πρόκειται να με συγχωρέσεις ποτέ. Πρέ-
ΛΩΡΑ: Ναι;
πει να ήταν το αγαπημένο σου.
ΤΖΙΜ: Πολύ, πολύ καλύτερα! [Τη στριφογυρνάει στο δω-
ΛΩΡΑ: Δεν έχω αγαπημένα. Δεν είναι και τραγωδία, Φα-
μάτιο σε ένα αδέξιο βαλς.] ΛΩΡΑ: Πω, πω, αχ, αχ! ΤΖΙΜ: Χα-χα!
ΛΩΡΑ: Αχ, ουουχου, τι καλά! ΤΖΙΜ: Χα-χα-χα! [Ξαφνικά σκοντάφτουν στο τραπέζι και
το γυάλινο αντικείμενο που ήταν πάνω του πέφτει στο πάτωμα. Ο Τζιμ σταματάει τον χορό.] Χτυπήσαμε κάτι;
ΛΩΡΑ: Το τραπέζι. ΤΖΙΜ: Έπεσε κάτι; Σαν να – ΛΩΡΑ: Ναι. ΤΖΙΜ: Ελπίζω να μην ήταν το γυάλινο αλογάκι με το κέ-
ρατο!
ΛΩΡΑ: Ναι. [Σκύβει για να το μαζέψει.] ΤΖΙΜ: Άου. Έσπασε;
88
κιδάκο. Το γυαλί σπάει εύκολα. Όσο προσεκτικός και να ’σαι. Και με τα αμάξια ακόμα τραντάζονται τα ράφια και πέφτουν πράγματα κάτω.
ΤΖΙΜ: Λυπάμαι πραγματικά που ήμουν εγώ η αιτία. ΛΩΡΑ: [Χαμογελώντας.] Θα προσποιηθώ πως του έκαναν επέμβαση. Του αφαίρεσαν το κέρατο για να νιώθει λιγότερο – έκτρωμα! [Βάζουν και οι δυο τα γέλια.] Τώρα θα νιώθει οικογένειά του τα άλλα άλογα, αυτά που δεν είχαν κέρατα ποτέ... ΤΖΙΜ: Χα-χα, με έκανες και γέλασα! [Ξαφνικά σοβαρεύ-
ει.] Βλέπω πως έχεις χιούμορ. Χαίρομαι. Ξέρεις – είσαι – πώς να το πω – πολύ διαφορετική! Δεν μοιάζεις με κανέναν που ξέρω, είσαι διαφορετική με τρόπο – αλλόκοτο! [Η φωνή του μαλακώνει και αρχίζει να κομπιάζει από το αυθεντικό συναίσθημα.] Σε πειράζει που στο λέω αυτό; [Η Λώρα από τη ντροπή έχει χάσει τη μιλιά της.] Με την καλή έννοια το είπα – [Η Λώρα συγκατανεύει ντροπαλά, αποστρέφοντας το βλέμμα.] Με κάνεις να νιώθω σχεδόν σαν – δεν ξέρω πώς να το εκφράσω! Συνήθως ξέρω να εκφράζω τα πράγματα με λόγια, είμαι πολύ ικανός, αλλά – αυτό είναι κάτι που δεν έχω πώς να το πω! [Η Λώρα αγγίζει τον λαιμό της και ξεροβήχει – στριφογυρίζει τον
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
σπασμένο μονόκερο στην παλάμη της. Η φωνή του μαλακώνει.] Σου είπε ποτέ κανείς πως είσαι όμορφη; [Μια παύση. Η μουσική αναδύεται ελαφρά. Η Λώρα σηκώνει αργά το βλέμμα, με απορία και κουνά αποφατικά το κεφάλι.] Ε, ναι, λοιπόν, είσαι! Με έναν τρόπο πολύ διαφορετικό από κάθε άλλη. Kαι αυτή η διαφορά σου σε κάνει και πιο ωραία. [Η φωνή του γίνεται πιο βαθιά και βραχνή. Η Λώρα αποστρέφει το σώμα, τα πρωτόγνωρα συναισθήματά της την κάνουν σχεδόν να σβήνει.] Μακάρι να ήσουν αδελφή μου. Θα σου μάθαινα να δείχνεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου. Οι διαφορετικοί άνθρωποι δεν είναι όπως οι άλλοι άνθρωποι, αλλά η διαφορετικότητά σου δεν είναι λόγος να ντρέπεσαι. Γιατί οι άλλοι άνθρωποι δεν είναι τόσο τέλειοι. Είναι όλοι ίδιοι. Εσύ είσαι μία και μοναδική! Αυτοί έχουν κατακυριεύσει τη γη. Εσύ μένεις πάντα εδώ, έτσι. Αυτοί είναι κοινοί σαν – τα ζιζάνια, αλλά – εσύ – ε, ναι, εσύ είσαι – τ α Μ π λ ε Ρ ό δ α ! [Εικόνα στο εκράν: «Μπλε Ρόδα». Η μουσική αλλάζει.] ΛΩΡΑ: Αφού το μπλε είναι λάθος για ένα – ρόδο... ΤΖΙΜ: Για σένα είναι το σωστό! Εσύ είσαι όμορφη! ΛΩΡΑ: Είμαι εγώ όμορφη; Από ποια άποψη; ΤΖΙΜ: Από κάθε άποψη – πίστεψέ με! Τα μάτια σου – τα μαλλιά σου – είναι όμορφα! Τα χέρια σου είναι όμορφα! [Της πιάνει σφιχτά το χέρι.] Θα νομίζεις τώρα πως όλα αυτά είναι απλά κοπλιμέντα, πως τα λέω επειδή με καλέσατε σε δείπνο και πρέπει να φανώ καλός. Αχ, και βέβαια θα μπορούσα να το κάνω αυτό! Θα μπορούσα να παίξω θέατρο, Λώρα, και να πω πολλά πράματα χωρίς να είμαι καθόλου ειλικρινής. Αλλά αυτή τη φορά είμαι. Σου μιλάω με ειλικρίνεια. Έτυχε να προσέξω πως έχεις αυτό το κόμπλεξ κατωτερότητας που δεν σε αφήνει να
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
νιώθεις άνετα με τους ανθρώπους. Πρέπει να βρεθεί κάποιος να τονώσει την αυτοπεποίθησή σου και να σε κάνει να νιώσεις περήφανη και να μην είσαι ντροπαλή, ούτε να μαζεύεσαι με το παραμικρό και – να κοκκινίζεις ολόκληρη. Κάποιος – χρωστάει να – σε φ ι λ ή σ ε ι , Λώρα! [Το χέρι του γλιστράει απαλά από το μπράτσο στον ώμο της, ενώ η μουσική φουντώνει καταιγιστικά. Απροσδόκητα τη στριφογυρνάει και τη φιλάει στα χείλη. Όταν την απελευθερώνει, η Λώρα βουλιάζει στον καναπέ με ένα αστραφτερό, απορημένο ύφος. Ο Τζιμ οπισθοχωρεί και ψάχνει στην τσέπη του για τσιγάρο. Επιγραφή στο εκράν: «Ένα ενθύμιο».] Βλαμμένε! [Ανάβει το τσιγάρο, αποφεύγοντας το βλέμμα της. Ακούγεται μια ριπή από κοριτσίστικα γέλια∙ είναι η Αμάντα στην κουζινούλα. Η Λώρα σηκώνεται αργά και ανοίγει το χέρι της. Περιέχει ακόμα το σπασμένο γυάλινο ζωάκι. Το κοιτάζει με μια στοργική, χαμένη έκφραση.] Βλαμμένε! Γιατί το έκανες αυτό; Δεν έπρεπε – ξεπέρασες τα όρια. Δεν καπνίζεις, ε; [Σηκώνει το βλέμμα, χαμογελώντας, χωρίς να έχει ακούσει την ερώτηση. Εκείνος κάθεται πλάι της μάλλον επιφυλακτικά. Τον κοιτάζει άφωνη – περιμένει. Αυτός βήχει διακριτικά και απομακρύνεται μια ιδέα από εκείνη καθώς επεξεργάζεται την κατάσταση και διαισθάνεται, κατά προσέγγιση, τα αισθήματά της, αναστατωμένος. Της μιλάει ευγενικά.] Τι θα έλεγες – για μια καραμέλα; [Δεν δείχνει να τον ακούει, αλλά η όψη γίνεται όλο και πιο λαμπερή.] Μια μέντα; Ένα Life Saver; Οι τσέπες μου είναι κανονικό φαρμακείο – παντός καιρού... [Ρίχνει μια μέντα στο στόμα του. Μετά την καταπίνει ολόκληρη κι αποφασίζει να τα βγάλει όλα στο φως. Μιλάει αργά και μετρημένα.] Λώρα, ξέρεις, αν είχα μια αδελφή σαν εσένα, θα έκανα κι εγώ όπως ο Τομ. Θα έφερνα φίλους καλούς να τη γνωρίσουν. Τους πιο σωστούς – τους ανθρώπους που θα την εκτιμήσουν. Μόνο που – ουφ – με μένα έκανε ένα λάθος. Ίσως να μην έχω δίκιο που τα λέω αυτά.
89
Μπορεί να μην ήταν αυτός ο λόγος που με κάλεσε. Αλλά και να ’ταν, τι έγινε; Δεν είναι κακό. Το μόνο πρόβλημα είναι που στη δική μου περίπτωση – οι συνθήκες δεν μου επιτρέπουν να κάνω το σωστό. Δεν γίνεται να ζητήσω το τηλέφωνό σου και να σου πω ότι θα σε πάρω. Δεν μπορώ να περάσω ξανά την άλλη εβδομάδα και να ζητήσω να βγούμε. Είπα πως θα ήταν καλύτερα να εξηγήσω τις συνθήκες για να μην παρεξηγήσεις τα πράγματα και σε πληγώσω μετά... [Μια παύση. Αργά, πολύ αργά, αλλάζει η έκφραση της Λώρα, τα μάτια της φεύγουν από τα δικά του κι επιστρέφουν αργά στη γυάλινη φιγούρα στην παλάμη της. Η Αμάντα αφήνει ακόμα ένα εύθυμο γέλιο στην κουζινούλα.] ΛΩΡΑ: [Αχνά.] Δεν θα ξανάρθεις – ποτέ; ΤΖΙΜ: Όχι, Λώρα, είναι αδύνατον. [Σηκώνεται από τον
καναπέ.] Όπως σου εξήγησα μόλις – είμαι δεσμευμένος. Λώρα, Είμαι σε σχέση! Βγαίνω με ένα κορίτσι, την Μπέτι. Κι αυτή είναι κορίτσι του σπιτιού, όπως εσύ, και Καθολική, και Ιρλανδή, και έχουμε τόσα κοινά, χιλιάδες κοινά, οι δυο μας – ταιριάζουμε πολύ. Τη γνώρισα πέρσι το καλοκαίρι στο ποταμόπλοιο για το Άλτον, νυχτερινό ταξίδι στο φως του φεγγαριού με το «Ματζέστικ»! Και ναι – από την πρώτη στιγμή κιόλας ήταν έρωτας! [Επιγραφή: «Έρωτας!» Η Λώρα κλυδωνίζεται ελαφρά προς τα μπροστά και αρπάζεται από το μπράτσο του καναπέ. Ο Τζιμ δεν το παρατηρεί, σαγηνευμένος από την ανεμελιά της ύπαρξής του.] Ο έρωτας με έκανε καινούριο άνθρωπο! [Σκύβοντας παγωμένη μπρος, με το χέρι σφιχτά στο μπράτσο του καναπέ, η Λώρα αγωνίζεται φανερά με τη θύελλα μέσα της. Αλλά ο Τζιμ δεν αντιλαμβάνεται τίποτα∙ η Λώρα βρίσκεται πολύ μακριά, αλλού.] Η δύναμη του έρωτα είναι στ’ αλήθεια συντριπτική! Ο έρωτας είναι κάτι που – αλλάζει τον κόσμο όλο, Λώρα! [Η θύελλα κο-
90
πάζει λίγο και η Λώρα γέρνει πίσω. Τώρα την αντιλαμβάνεται πάλι.] Έτυχε να αδιαθετήσει η θεία της Μπέτι, τής έστειλε τηλεγράφημα κι έπρεπε να πάει στη Σεντράλια. Έτσι ο Τομ – όταν με κάλεσε για τραπέζι – φυσικά και δέχτηκα την πρόσκλησή του, χωρίς να ξέρω πως εσύ – πως αυτός – πως εγώ – [Κόβει τη ροή του λόγου του αδέξια.] Να – τα βλέπεις, βλαμμένε! [Βουτάει άγαρμπα στον καναπέ. Κάποια ανάσα έχει σβήσει τα άγια κεριά στον βωμό του προσώπου της Λώρα. Έχει έκφραση σχεδόν αβυσσαλέας απόγνωσης. Ο Τζιμ την κοιτάζει ανήσυχος.] Ας γινόταν να – έλεγες κάτι. [Δαγκώνει τα χείλη της που πριν έτρεμαν και μετά χαμογελάει με γενναιότητα. Ξανανοίγει το χέρι της με τη σπασμένη γυάλινη φιγούρα. Μετά ευγενικά παίρνει το χέρι του και το φέρνει πλάι στο δικό της. Προσεκτικά εναποθέτει τον μονόκερο στην παλάμη του, μετά σπρώχνει τα δάχτυλά του και τα κλείνει γύρω από το αντικείμενο.] Μα, γιατί το κάνεις αυτό; Θες να τον κρατήσω εγώ; Λώρα; [Κουνάει καταφατικά το κεφάλι της.] Γιατί; ΛΩΡΑ: Ένα ενθύμιο...
[Σηκώνεται παραπαίοντας και κουλουριάζεται πλάι στο γραμμόφωνό της, αρχίζοντας να το κουρδίζει. Επιγραφή στο εκράν: «Πως έρχονται τα πράγματα καμιά φορά!» Ή εικόνα: «Επισκέπτης που αποχαιρετά – ευδιάθετος». Αυτή τη στιγμή η Αμάντα επιστρέφει τρέχοντας πρόσχαρα στο καθιστικό. Κρατάει μία κανάτα με φρουτ παντς και ένα πιάτο με μακαρόν. Το δοχείο είναι παλιομοδίτικο από χαραγμένο κρύσταλλο. Το πιάτο έχει χρυσή μπορντούρα και παπαρούνες ζωγραφισμένες πάνω του.] ΑΜΑΝΤΑ: Πω, πω, πω! Δεν είναι η ατμόσφαιρα ποίημα
μετά τη μπόρα; Σας έφτιαξα, παιδιά μου, λεμονάδα με
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
μια ιδέα αλκοόλ. [Γυρνάει μες στη χαρά στον Τζιμ.] Τζιμ, έχετε ακούσει το τραγούδι για τη λεμονάδα; «Λεμονάδα, λεμονάδα στη σκιά μέσα σε στύβω με το φτυάρι μου σε στρίβω – στο ράφι πάνω να σε πιω γεροντοκόρη σαν γενώ!» ΤΖΙΜ: [Νευρικά.] Χα-χα! Όχι – πρώτη φορά το ακούω. ΑΜΑΝΤΑ: Λώρα, τι συμβαίνει! Προς τι τέτοια σοβαρότητα;! ΤΖΙΜ: Είχαμε μια πολύ σοβαρή συζήτηση. ΑΜΑΝΤΑ: Ωραία! Τώρα γνωριστήκατε καλύτερα! ΤΖΙΜ: [Αβέβαια.] Χα-χα! Ναι. ΑΜΑΝΤΑ: Εσείς οι σύγχρονοι νέοι τα παίρνετε όλα πολύ στα σοβαρά. Όχι σαν τη δική μου τη γενιά. Εγώ κορίτσι έπλεα πάντα σε πελάγη ευτυχίας! ΤΖΙΜ: Και δεν αλλάξατε καθόλου, κυρία Ουίνγκφιλντ. ΑΜΑΝΤΑ: Απόψε σαν να ξαναγεννήθηκα! Το χαρμόσυνο
της περίστασης, που λένε, κύριε Ο’Κόνορ! [Τινάζει το κεφάλι με μια ριπή γέλιου, χύνοντας λίγη λεμονάδα.] Να! Και τώρα βαπτίζεται η δούλη του Θεού! ΤΖΙΜ: Ελάτε – αφήστε με – ΑΜΑΝΤΑ: [Αφήνοντας την κανάτα.] Ας τα ξεχάσουμε
αυτά τώρα. Ανακάλυψα πως είχαμε και κάτι κερασάκια μαρασκίνο. Τα πέταξα κι αυτά μέσα, όπως ήταν, με το σιρόπι!
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΤΖΙΜ: Δεν έπρεπε να μπείτε σε τόσο κόπο, κυρία Ουίν-
γκφιλντ.
ΑΜΑΝΤΑ: Κόπο, τι κόπο; Τουναντίον, μόνο χαρά ήταν! Δεν
με ακούγατε στην κουζίνα πως παρεκτράπηκα; Σίγουρα θα βούιζαν τα αυτιά σας! Έλεγα στον Τομ ότι είναι απαράδεκτος – είναι δυνατόν τόσο καιρό να σας κρατάει μόνο για τον εαυτό του! Έπρεπε να σας είχε φέρει εδώ νωρίτερα, πολύ, πολύ πιο νωρίς! Καλά όμως, τώρα που μάθατε τον δρόμο, θέλω να μας έρχεστε συχνά! Όχι αραιά και πού, συνέχεια! Αχ, θα περάσουμε υπέροχες στιγμές μαζί! Μόνο χαρές και γέλια! Τα βλέπω να ’ρχονται! Μμμ, μυρίστε το αεράκι! Τι δροσερό και το φεγγάρι πανέμορφο! Εγώ εξαφανίζομαι – ξέρω καλά πού είναι η θέση μου όταν δυο νέα παιδιά κάνουν – σοβαρές συζητήσεις!
ΤΖΙΜ: Αχ, μη φεύγετε, κυρία Ουίνγκφιλντ. Η ουσία είναι –
εγώ πρέπει σιγά-σιγά να φύγω.
ΑΜΑΝΤΑ: Να φύγετε, τώρα; Αστειεύεστε, δεν μπορεί! Η
νύχτα είναι μεγάλη, κύριε Ο’Κόνορ!
ΤΖΙΜ: Τι να πω, ξέρετε πώς είναι τα πράγματα. ΑΜΑΝΤΑ: Είστε εργαζόμενος νέος και προφανώς υπονο-
είτε πως έχετε αυστηρά ωράρια. Θα σας αφήσουμε νωρίς απόψε, λοιπόν. Αλλά μόνο με την προϋπόθεση πως την επόμενη φορά θα μείνετε πιο αργά. Πότε είναι καλύτερα για σας; Το βράδυ του Σαββάτου δεν είναι το καλύτερο για εσάς τους εργαζόμενους;
ΤΖΙΜ: Δεν χτυπάω μία μόνο κάρτα, κυρία Ουίνγκφιλντ.
Έχω μία το πρωί και μία το βράδυ!
ΑΜΑΝΤΑ: Ε όχι, α υ τ ό θα πει φιλοδοξία! Δουλεύετε και
τα βράδια;
91
ΤΖΙΜ: Όχι, κυρία, δεν είναι δουλειά, είναι η Μπέτι! [Πη-
γαίνει με αποφασιστικότητα να πάρει το καπέλο του. Η μπάντα στο Πάρανταϊζ πιάνει ένα απαλό βαλς.]
ΑΜΑΝΤΑ: Μπέτι; Μπέτι; Ποια είναι – η Μπέτι! [Δυσοίωνος ήχος βροντής στον ουρανό.] ΤΖΙΜ: Α, τίποτα, ένα κορίτσι. Το κορίτσι που βγαίνω! [Χα-
μογελάει γοητευτικά. Μπόρα. Χαλάει ο κόσμος. Επιγραφή: «Χαλάει ο κόσμος».]
ΑΜΑΝΤΑ: [Μακρόσυρτη εκπνοή.] Ααα... Σοβαρό φλερτ,
κύριε Ο’Κόνορ;
ΤΖΙΜ: Παντρευόμαστε τη δεύτερη Κυριακή του Ιουνίου. ΑΜΑΝΤΑ: Αχχχ – μα τι καλά! Ο Τομ δεν μας ανέφερε πως
είστε αρραβωνιασμένος, βέβαια.
ΤΖΙΜ: Δεν έχω αφήσει να σκάσει η βόμβα στην αποθήκη
ακόμα. Ξέρετε τώρα πώς είναι. Θα αρχίσουν το δούλεμα, Ρωμαίος, καρδούλες και τέτοια. [Σταματάει στον οβάλ καθρέφτη για να φορέσει το καπέλο του. Στρώνει προσεκτικά το μπορ και τον τεπέ για να το κάνει να φανεί διακριτικά εντυπωσιακό.] Ήταν μια υπέροχη βραδιά, κυρία Ουίνγκφιλντ. Τώρα σαν να κατάλαβα τι σημαίνει φιλοξενία του Νότου.
ΑΜΑΝΤΑ: Ναι, ναι ξέρω – η τυραννία των γυναικών! [Του δίνει το χέρι.] Αντίο, κύριε Ο’Κόνορ. Σας εύχομαι τύχη καλή – και ευτυχία – και επιτυχία! Και τα τρία μαζί – το ίδιο και η Λώρα! Καλά δεν λέω, Λώρα; ΛΩΡΑ: Ναι! ΤΖΙΜ: [Παίρνοντας το χέρι της Λώρα.] Aντίο, Λώρα. Θα
φυλάξω αυτό το ενθύμιο σαν θησαυρό. Να είσαι βέβαιη. Και μην ξεχνάς τις καλές συμβουλές που σου έδωσα. [Σηκώνει τη φωνή του, δυνατά και ευδιάθετα.] Τα λέμε, Σέξπηρ! Και πάλι ευχαριστώ, κυρίες μου. Καλή σας νύχτα! [Χαμογελάει διάπλατα και βουτάει παιχνιδιάρικα προς την έξοδο. Χωρίς να χάσει τη θαρραλέα έκφρασή της η Αμάντα κλείνει την πόρτα πίσω από τον επισκέπτη. Μετά επιστρέφει πίσω με ύφος προβληματισμένο. Με τη Λώρα δεν τολμούν να κοιταχτούν κατάματα. Η Λώρα κουβαριάζεται πλάι στο γραμμόφωνο και αρχίζει να κουρδίζει.]
ΑΜΑΝΤΑ: [Αχνά.] Κοίτα πώς έρχονται τα πράγματα κα-
μιά φορά. Eγώ στη θέση σου δεν θα έπαιζα με το γραμμόφωνο τώρα. Άκουσον – άκουσον – άκουσον! Ο εκλεκτός επισκέπτης μας ήταν αρραβωνιασμένος και όπου να ’ναι παντρεύεται! [Υψώνει τη φωνή της.] Τομ!
ΤΟΜ: [Από την κουζινούλα.] Ναι, μητέρα;
ΑΜΑΝΤΑ: Καλά δεν έγινε και τίποτα.
ΑΜΑΝΤΑ: Έλα εδώ μια στιγμή. Ήθελα να μοιραστώ μαζί σου κάτι ξεκαρδιστικά αστείο.
ΤΖΙΜ: Ελπίζω να μη φαίνεται σαν να το βάζω στα πόδια.
ΤΟΜ: [Μπαίνει με ένα μακαρόν και ένα ποτήρι λεμονά-
Αλλά υποσχέθηκα στην Μπέτι πως θα την πάρω εγώ από τον σταθμό, και μέχρι να φτάσω εκεί με το σαραβαλάκι θα έχει έρθει το τρένο. Μερικές γυναίκες γίνονται έξαλλες άμα τις αφήνεις να περιμένουν.
92
δα.] Ο εκλεκτός επισκέπτης μας έφυγε κιόλας;
ΑΜΑΝΤΑ: Ο εκλεκτός επισκέπτης απεχώρησε πρόωρα.
Μπράβο! Η φάρσα που μας έστησες ήταν το κάτι άλλο!
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
ΤΟΜ: Τι εννοείς; ΑΜΑΝΤΑ: Δεν έτυχε να αναφέρεις ποτέ πως παντρεύεται. ΤΟΜ: Ο Τζιμ; Παντρεύεται; ΑΜΑΝΤΑ: Έτσι μας πληροφόρησε μόλις. ΤΟΜ: Σκατά! Πρώτη φορά το ακούω αυτό. ΑΜΑΝΤΑ: Αφύσικα πράματα. ΤΟΜ: Τι είναι το αφύσικο; ΑΜΑΝΤΑ: Δεν έλεγες πως είναι ο καλύτερος σου φίλος
στην αποθήκη;
ΤΟΜ: Είναι, αλλά πού να ξέρω; ΑΜΑΝΤΑ: Δεν είναι τελείως αφύσικο να μην ξέρεις ότι ο
καλύτερος σου φίλος ετοιμάζεται να παντρευτεί;
ΤΟΜ: Στην αποθήκη πηγαίνω για να δουλεύω, όχι για να
μαθαίνω τι κάνει ο κόσμος!
ΑΜΑΝΤΑ: Ε, βέβαια, εσύ γιατί να μάθεις τι κάνει ο κό-
σμος;! Εσύ ζεις σε ένα όνειρο∙ κατασκευάζεις ψευδαισθήσεις! [Πηγαίνει στην πόρτα.] Πού πας πάλι; ΤΟΜ: Στο σινεμά πηγαίνω. ΑΜΑΝΤΑ: Έτσι, τώρα που την έκανες τη δουλειά σου,
τώρα που γίναμε ρεζίλι σε όλο τον κόσμο. Τόση προσπάθεια, τόσες προετοιμασίες, τα έξοδα! Το καινούριο φωτιστικό, το χαλί, ρούχα για τη Λώρα! Όλα αυτά, προς
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
τι; Για να περάσει ωραία ο αρραβωνιαστικός μιας άλλης! Όχι, όχι, φύγε, πήγαινε στο σινεμά, άντε! Εμάς, ξέχασέ μας, μια μητέρα προδομένη, μια αδελφή ανύπαντρη, σακάτισσα και άνεργη! Τίποτα δεν πρέπει να χαλάσει την εγωιστική απόλαυσή σου! Πήγαινε, άντε, φύγε – στο σινεμά σου! Φύγε! ΤΟΜ: Θα φύγω, ναι, θα φύγω! Φώναζε εσύ για τον εγω-
ισμό μου και να δεις πόσο γρήγορα θα σου αδειάσω τη γωνιά. Και δεν πρόκειται να πάω στο σινεμά! Φεύγω! ΑΜΑΝΤΑ: Φύγε, λοιπόν! Πήγαινε στο φεγγάρι – εγωιστή
– oνειροπόλε!
[Ο Τομ σπάει το ποτήρι του στο πάτωμα. Χυμάει στην έξοδο κινδύνου, βροντώντας την πόρτα. Η Λώρα ουρλιάζει τρομαγμένη. Η μουσική από το νυχτερινό κέντρο δυναμώνει. Ο Τομ στέκεται στη σκάλα, σφίγγοντας το κιγκλίδωμα. Το φεγγάρι ξεπροβάλλει μέσα από τα σύννεφα της μπόρας, φωτίζοντας το πρόσωπό του. Επιγραφή στο εκράν: «Κι έτσι αντίο...» Ο τελικός μονόλογος του Τομ είναι χρονομετρημένος για να συμπίπτει με όσα συμβαίνουν μέσα στο σπίτι. Βλέπουμε, σαν να είναι πίσω από ηχομονωμένο γυαλί, την Αμάντα να βγάζει έναν ανακουφιστικό λόγο στη Λώρα, που είναι σωριασμένη στον καναπέ. Τώρα που δεν ακούγονται τα λόγια της μητέρας, η γελοιότητά της έχει χαθεί και γίνεται ευδιάκριτη η αξιοπρέπεια και η τραγική ομορφιά της. Τα μαλλιά της Λώρα κρύβουν το πρόσωπό της μέχρι που, στο τέλος του μονολόγου, σηκώνει το κεφάλι για να χαμογελάσει στη μητέρα. Οι χειρονομίες της Αμάντα είναι αργές και γεμάτες χάρη, σχεδόν χορευτικές, καθώς παρηγορεί την κόρη της. Στο τέλος του λόγου της, ρίχνει μια ματιά στη φωτογραφία του πατέρα – μετά αποσύρεται μέσα από τα παραπετάσματα. Στο τέλος του μονολόγου του Τομ, η Λώρα σβήνει τα κεριά, ολοκληρώνοντας το έργο.]
93
ΤΟΜ: Δεν πήγα στο φεγγάρι, πήγα πολύ πιο μακριά – γιατί ανάμεσα σε δύο τόπους η μεγαλύτερη απόσταση είναι ο χρόνος. Μετά από λίγο, με έδιωξαν από τη δουλειά γιατί έγραψα ένα ποίημα σε ένα κουτί παπουτσιών. Έφυγα από το Σαιντ Λούις. Κατέβηκα τα σκαλιά αυτής της εξόδου κινδύνου για τελευταία φορά και άρχισα να ακολουθώ τότε τα βήματα του πατέρα μου, παλεύοντας να βρω στην κίνηση αυτό που πάντα διαφεύγει. Ταξίδευα αδιάκοπα. Οι πόλεις σέρνονταν γύρω μου σαν ξερά φύλλα, φύλλα που κάποτε ήταν γεμάτα λαμπρά χρώματα αλλά τα ξέσκισε κάποιος από τα κλαδιά τους. Θα σταματούσα, όμως κάτι με καταδίωκε. Με έπιανε πάντα στον ύπνο, με αιφνιδίαζε. Ένα οικείο μουσικό θέμα, ίσως. Ένα κομμάτι διάφανο γυαλί, ίσως. Ίσως περπατάω τώρα σε έναν δρόμο τη νύχτα, σε μια ξένη πόλη, χωρίς να έχω βρει ακόμα συντρόφους. Περνάω τη φωτισμένη βιτρίνα ενός μαγαζιού που πουλάει αρώματα. Η βιτρίνα είναι γεμάτη πολύχρωμα γυαλιά, μικροσκοπικά διάφανα μπουκαλάκια σε χρώματα εύθραυστα, κομμάτια από ένα θρυμματισμένο ουράνιο τόξο. Τότε, εντελώς αναπάντεχα, με αγγίζει, η αδελφή μου, στον ώμο. Γυρνάω και βλέπω τα μάτια της. Αχ, Λώρα, Λώρα, πολέμησα να σε αφήσω πίσω, αλλά όσο και αν προσπάθησα, εγώ θα σου είμαι πάντα πιστός! Απλώνω το χέρι να πιάσω ένα τσιγάρο, περνάω τον δρόμο, μπαίνω στο σινεμά ή σε ένα μπαρ, παραγγέλνω πότο, μιλάω σ’ έναν άγνωστο, τον πιο κοντινό – με κάθε τίμημα, μόνο να σβήσουν αυτά τα κεριά σου! [Η Λώρα σκύβει πάνω από τα κεριά.] Γιατί τώρα τον κόσμο τον φωτίζει ο κεραυνός! Σβήσ’ τα κεριά σου, Λώρα – κι έτσι, αντίο...
Η Λώρα σβήνει τα κεριά.
94
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
95
Φωτογραφίες από τις δοκιμές της παράστασης
96
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
97
Φωτογραφίες από τις δοκιμές της παράστασης
98
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
99
ΑΛΕΚΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε ηλεκτρονικά και κινηματογράφο. Εργάστηκε για πολλά χρόνια στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Ως διευθυντής φωτογραφίας έχει συνεργαστεί σε ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους, σε τηλεοπτικές σειρές και σε πολλές ενημερωτικές και ψυχαγωγικές εκπομπές και ντοκιμαντέρ. Ως σχεδιαστής φωτισμών, από το 1993 έχει συνεργαστεί σε περισσότερες από 500 θεατρικές παραγωγές, σε παραστάσεις που ανέβηκαν στο Εθνικό Θέατρο, τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, το Κ.Θ.Β.Ε., τη Λυρική Σκηνή, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης, το Θέατρο Τέχνης και κεντρικές ιδιωτικές σκηνές της Αθήνας. Επίσης έχει πολλές συμμετοχές στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, όπως και στη μεταφορά παραστάσεων που έχει σχεδιάσει φωτιστικά σε Φεστιβάλ στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, της Λατινικής Αμερικής, τον Καναδά κ.α. Τον Μάιο του 2017 συνεργάστηκε με την Κρατική Όπερα των Βρυξελλών La Monnaie στην Aida του Verdi. Έχει συνεργαστεί με τους περισσότερους Έλληνες σκηνοθέτες και χορογράφους. Έχει βραβευτεί πολλές φορές.
ΜΠΕΤΤΥ ΑΡΒΑΝΙΤΗ
Ιδρυτικό μέλος και καλλιτεχνικός διευθυντής της Θεατρικής Εταιρίας Πράξη. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Απόφοιτος της Σχολής Δραματικής Τέχνης Πέλου Κατσέλη. Συνεργάστηκε με πολλούς θιάσους του ελεύθερου θεάτρου ως πρωταγωνίστρια σε κλασικά και σύγχρονα έργα, όπως το «Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο» του Λεωνίδα Τριβιζά, το Κ.Θ.Β.Ε., το Εθνικό Θέατρο σε αρχαία τραγωδία και πρόσφατα με το «Θέατρο Τέχνης» σε μια συμπαραγωγή με τη Θεατρική Εταιρία Πράξη. Έχει πρωταγωνιστήσει σε πολλές ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες και σε ελάχιστες τηλεοπτικές σειρές, μεταξύ των οποίων και σε δυο σειρές του BBC. Το 2000 της απονεμήθηκε το έπαθλο «Μαρίκα Κοτοπούλη», για την ερμηνεία της Βέρας στο έργο Πριν την αποχώρηση του Τόμας Μπέρνχαρντ, και το 2012 το βραβείο «Κάρολος Κουν» ερμηνείας ηθοποιού σε ελληνικό έργο και το Α’ βραβείο γυναικείου ρόλου Κοινού «Αθηνοράματος», για την ερμηνεία της στη Φόνισσα.
100
ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΑΛΕΟΣ
Απόφοιτος του Τμήματος Αγγλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εκπονεί διδακτορική μελέτη στο θέμα «Ρητορική Υποκριτική», στο Royal Holloway University of London. Έχει μεταφράσει και διασκευάσει για το επαγγελματικό θέατρο εκατό τριάντα έργα, ανάμεσα στα οποία τα: Τραμ με το όνομα Πόθος, Γλυκό πουλί της νιότης του Τ. Ουίλιαμς, Μπίλι Έλιοτ του Λι Χολ, Χορεύοντας στο σκοτάδι, Dogville και Δαμάζοντας τα Κύματα του Λ. Φον Τρίερ, Κυρία Ντάλογουεη της Β. Γουλφ, Πιαφ της Π. Τζεμς, Όνειρο θερινής νυκτός του Σέξπιρ, Η Άλις στις φλόγες, Καιόμενη του Φόσε, Άνθρωποι και ποντίκια του Στάινμπεκ, Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη του Μπέργκμαν, Δεν πονάει τίποτα του Φ. Ρίχτερ, 4.48 Ψύχωση της Σ. Κέιν, Εξόριστοι του Τζ. Τζόις, Η νευρασθένεια του Δρ Σρέμπερ, Η Σκιάχτρα και Πόσο να πιω για να σου πω πως σε αγαπώ της Κ. Τσέρτσιλ, Ο καλύτερος τρόπος να ζεις του Ν. Κάουαρντ, Δεν έχει ωραίες εικόνες της Γκ. Στάιν, Πάμε! του Σ. Σέπαρντ, Πνεύμα της Μ. Έντσον, Ρουφιάνος στις σκάλες του Τζο Όρτον. Έχει σκηνοθετήσει μεταξύ άλλων τα έργα Τα γεγονότα του Ντ. Γκρέιγκ, Το φάντασμα φεύγει του Φ. Ροθ (Ε.Μ.Σ.Τ), Ο καλύτερος τρόπος να ζεις του Ν. Κάουαρντ. Συνεργάστηκε ως Υπεύθυνος Αρχαιολογικής έρευνας για το τμήμα Ποτάμι του χρόνου της Τελετής Έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων. Από το 2004 διδάσκει στις δραματικές σχολές «Ωδείο Αθηνών», «Δήλος» και «Μαίρη Βογιατζή-Τράγκα» Λογοτεχνία και θεωρία λογοτεχνίας για ηθοποιούς, Θεωρίες υποκριτικής, Συγγραφή θεατρικού κειμένου, Μετρική για ηθοποιούς.
ΓΚΕΛΥ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑ
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Τρίκαλα. Από το 2005 εργάζεται σε διάφορους τομείς του θεάτρου και των εικαστικών. Ως φωτογράφος, δημιουργός βίντεο, επιμελήτρια εικόνας έχει συνεργαστεί μεταξύ άλλων με τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, το Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, το Εθνικό Θέατρο, καθώς και με ανεξάρτητους καλλιτέχνες και ομάδες. Έχει εργαστεί
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
ως δραματολόγος, βοηθός σκηνοθέτη και σκηνογράφου, σχεδιάστρια φωτισμών, οργανώτρια παραγωγής, stage manager κ.ά. στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, στο Εθνικό Θέατρο, στο Θέατρο Πορεία και με σκηνοθέτες, όπως ο Δημήτρης Καραντζάς, η Αργυρώ Χιώτη, ο Σίμος Κακάλας, η Έφη Θεοδώρου, ο Τσέζαρις Γκραουζίνις, ο Αντώνης Αντωνόπουλος κ.ά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΝΤΖΑΣ
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1987. Σπούδασε στην Ανώτερη Δραματική Σχολή «Εμπρός» και στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει συνεργαστεί με το Εθνικό Θέατρο, τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, το Αμόρε-Θέατρο του Νότου, το Θέατρο Τέχνης, το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων κ.ά., έχοντας σκηνοθετήσει έργα του διεθνούς και εγχώριου ρεπερτορίου, μεταξύ των οποίων: Φαέθων και Ο κυκλισμός του τετραγώνου του Δ. Δημητριάδη, Ελένη του Ευριπίδη, Δωδέκατη νύχτα του Σέξπιρ, Πλατεία ηρώων του Τ. Μπέρνχαρντ, Τα κύματα της Β. Γουλφ, Τέφρα και σκιά του Χ. Πίντερ κ.ά. Παραστάσεις του έχουν ταξιδέψει στο Festival d’ Avignon (68th edition) / Gulbeknkian Foundation Lisboa και στο NationalTheatret στη Νορβηγία. Έχει συμμετάσχει στο KunstenFestivalDesArts ως guest artist στο Residence and Reflections Project. Είναι υποψήφιος για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Θεάτρου (XVI edition) στην κατηγορία «Νέες Θεατρικές Πραγματικότητες». Διδάσκει στο Τμήμα Σκηνοθεσίας της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου.
ΕΚΤΟΡΑΣ ΛΙΑΤΣΟΣ
Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης «Κάρολος Κουν» το 2013. Θεατρικές συνεργασίες: The great tamer (σκην. Δ. Παπαϊωάννου, Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, 201718), Όρνιθες του Αριστοφάνη (σκην. Ν. Καραθάνος, Φεστιβάλ Επιδαύρου, 2016), Τ.Ι.Ν.Α. του Simon Granza (σκην. Α. Ευκλείδης, Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, 2016), Το ρολόι του Μ. Λου-
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ντέμη (Εθνικό Θέατρο, 2016), Το δέντρο του Οιδίποδα (σκην. Κ. Γάκης, 2015), Λουκρητία Βοργία του Β. Ουγκώ (σκην. Ν. Μιλιβόγιεβιτς, Φεστιβάλ Αθηνών, 2015), Μεφίστο των Κ. Μαν-Α. Μνούσκιν (σκην. Ν. Μαστοράκης, Εθνικό Θέατρο, 2014), Χάνσελ και Γκρέτελ (σκην. Σ. Στάγκος, Μικρό Παλλάς, 2014), Να ζεις του Γ. Δούμου (σκην. Μ. Πάσσαρη, Θέατρο Τέχνης, 2014), Καληνύχτα ντε (σκην. Μ. Παπαδημητρίου, Θέατρο Τέχνης, 2014), Ορέστης του Ευριπίδη (Φεστιβάλ Αβινιόν, 2013), Περί ζώων της Ε. Γιέλινεκ (σκην. Α. Αλάτσης, Θέατρο Τέχνης, 2011-2012). Κινηματογραφικές συνεργασίες: Αόρατος του Κ. Γεραμπίνη (2015). Τηλεοπτικές συνεργασίες: 10η Εντολή (2015).
ΕΛΕΝΗ ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΥ
Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1972. Σπούδασε διακόσμηση εσωτερικών χώρων και κόσμημα στη Σχολή Βακαλό (1989-1992), όπου και εργάστηκε για τρία χρόνια. Συνέχισε τις σπουδές της στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (Εργαστήρι Νίκου Κεσσανλή, 1992-1997) και παρακολούθησε το Εργαστήρι Σκηνογραφίας Γιώργου Ζιάκα. Δίδαξε το μάθημα της σκηνογραφίας στη Σχολή Υποκριτικής του «Εμπρός» (1998-2000 και 2007-2008). Ως σκηνογράφος-ενδυματολόγος έχει συνεργαστεί με το Εθνικό Θέατρο, την Εθνική Λυρική Σκηνή, το Κ.Θ.Β.Ε, το Ελληνικό Φεστιβάλ, το «Θέατρο Τέχνης-Κάρολος Κουν», τον θεατρικό οργανισμό «Μορφές» (θέατρο Εμπρός), την εταιρία θεάτρου «νέα Σκηνή» (θέατρο Οδού Κυκλάδων), την εταιρεία θεάτρου «Δόλιχος» (θέατρο Πορεία, Από Μηχανής θέατρο), τη θεατρική εταιρία «Πράξη» (Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας), το «Θέατρο του Νότου» (θέατρο Αμόρε), τον θίασο «Διπλούς Έρως» (θέατρο «Θησείον»), το θέατρο «Τζένη Καρέζη», την Εταιρία Θεάτρου «Σφαίρα» (θέατρο «Δημήτρης Χορν»), το θέατρο «Πόρτα», το θέατρο «Αμιράλ», το «Θέατρο της Άνοιξης», το θέατρο «Μουσούρη», το θέατρο «Ροές», το θέατρο «Μεταξουργείο», το θέατρο «Ήβη», το θέατρο «Συνεργείο», το θέατρο «Κιβωτός», το θέατρο «Αλίκη», το θέατρο «Άλμα», το θέατρο «Κάππα», το θέατρο «Ακροπόλ», τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας, Λάρισας και Πάτρας, τον «Σύλλογο Μοντέρνου Χορού», την ομάδα χορού «Σχεδία», την ομάδα μουσικού θεάτρου «Όπερα» κ.ά. Με τους
101
σκηνοθέτες Θ. Αμπαζή, Κ. Αρβανιτάκη, Λ. Βογιατζή, Γ. Κακλέα, Τ. Κουλίεβα, Γ. Λαζάνη, Λ. Λαζόπουλο, Στ. Λιβαθινό, Γ. Μαργαρίτη, Μ. Μαρμαρινό, Δ. Μαυρίκιο, Β. Μαυρομάτη, Ν. Μιλιβόγεβιτς, Γ. Μόσχο, Τ. Μπαντή, Ελ. Μποζά, Ελ. Σκότη, Στ. Τσακίρη, Στ. Φασουλή, Δ. Τάρλοου, Δ. Καραντζά, τους χορογράφους Αν. Λύρα, Χ. Μανταφούνη κ.ά. Στον κινηματογράφο συνεργάστηκε στην ταινία του Στ. Νιζήρη Λάθος αιώνας και στην ταινία του Σ. Τσαφούλια Κοινός Παρονομαστής. Είχε την επιμέλεια κοστουμιών και σκηνικών στο κομμάτι Κλεψύδρα της Τελετής Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων-Αθήνα 2004. Έχει τιμηθεί με το έπαθλο «Πάνος Αραβαντινός» (βραβείο σκηνογραφίας-ενδυματολογίας) του Θεατρικού Μουσείου.
ΒΙΚΥ ΠΑΝΤΖΙΟΥ
Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1994. Σπούδασε στην Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π. Με τη σκηνογραφία στο θέατρο ασχολείται τα τελευταία τρία χρόνια. Ως σκηνογράφος έχει εργαστεί για την παράσταση Ανθρώπινοι ζωολογικοί κήποι: η συνέντευξη της ομάδας «quilombola», καθώς και για τις παιδικές παραστάσεις Ο έμπορος της Βενετίας (σκην. Ελένη Βλάχου), Ο Λευτέρης ένα περιστέρι δίχως ταίρι (σκην. Νάντια Δαλκυριάδου), Πολυξένη της Στέλλας Μιχαηλίδου, Κάπου μακριά μα και κοντά της Μάρως Καλλία. Έχει εργαστεί ως βοηθός της Ελένης Μανωλοπούλου στη Φθινοπωρινή σονάτα (σκην. Άρης Τρουπάκης) και στην οπερέτα Περουζέ (σκην. Θοδωρής Αμπαζής) και ως βοηθός του Σ. Σαραντίδη στην ταινία Newstia του Κ. Σταματόπουλου.
ΚΕΛΛΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτη του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και της Δραματικής Σχολής Εμπρός-Θέατρο Εργαστήριον (2010). Έχει συμμετάσχει ως ηθοποιός στις παραστάσεις: Διηγήματα της ομάδας 5 (Θέατρο του Νέου Κόσμου, σκην. Δανάη Θεοδωρίδου, 2009), Κανείς δεν ανήκει εδώ περισσότερο από σένα της ομάδας Phantom Pain (Θέατρο 104, σκην. Στέφανου Ντρέκου, 2013), Ικέτιδες (σκην. Χρήστος Στέργιογλου, Φεστιβάλ Αθηνών και Bios main,
102
2014), The record (από την ομάδα 600 highwaymen, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, 2016), La plaza (από την ομάδα El conde de Torrefiel, Φεστιβάλ Αθηνών, 2018) και ως βοηθός σκηνοθέτη στις παραστάσεις του Δημήτρη Καραντζά Δωδέκατη νύχτα, Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί, Ο μικρός Έγιολφ και Η γυναίκα που κάθεται, καθώς και στις παραστάσεις Η Αλίκη είχε αρχίσει να βαριέται έτσι που καθόταν πάνω στο χορτάρι… (σκην. ομάδα Τσόκαρα) και DNA (σκην. Σοφία Βγενοπούλου). Στον κινηματογράφο συμμετείχε στις ταινίες Le fort des fous (σκην. Narimane Mari, 2017), Penal colony (σκην. Lindsey Aliksanyan, 2015) και Τρίτη του Νίκου Κορνήλιου (συμμετοχή στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2010).
ΕΛΙΝΑ ΡΙΖΟΥ
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1986. Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής Εμπρός-Θέατρο Εργαστήριον (2009). Έχει συνεργαστεί με τους Δημήτρη Καραντζά, Γεωργία Μαυραγάνη, Γιάννη Μόσχο, Γιώργο Οικονόμου, Σοφία Βγενοπούλου, Θάνο Παπακωνσταντίνου, Θοδωρή Αμπαζή, Έλλη Παπακωνσταντίνου, Έκτορα Λυγίζο, Γιάννη Αναστασάκη.
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΣΕΛΑΜΣΗΣ
Γεννημένος στην Αθήνα το 1981, o Κορνήλιος Σελαμσής είναι ένας συνθέτης προσανατολιζόμενος στη μουσική για την αίθουσα συναυλιών και τη μουσική για το θέατρο, τις δύο κύριες δραστηριότητές του. Aσχολήθηκε αρχικά με τη σύνθεση και την ενορχήστρωση στο πλαίσιο του βήματος που έδινε σε νέους μουσικούς η Ορχήστρα των Χρωμάτων και ο Γιώργος Κουρουπός στις αρχές τις δεκαετίας του 2000. Από το 2004 έως το 2010 έζησε στην Ολλανδία όπου σπούδασε σύνθεση στο Βασιλικό Ωδείο της Χάγης. Έργα του έχουν παραγγελθεί και παιχθεί από το ASKO Ensemble, το Nieuw Ensemble, το Enseble de Ereprijs, τη φιλαρμονική ορχήστρα του Łódz, το Artéfacts Ensemble, την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, την Ορχήστρα των Χρωμάτων, το Artéfacts Ensemble, το Ventus Ensemble, το διεθνές Φεστιβάλ Μολύβου Λέσβου, το Φεστιβάλ Αθηνών, τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση κ.ά., στο Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γαλλία, την Πολωνία, τον Καναδά κ.α. Το καλοκαίρι του 2016 παρουσιάστηκε
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών η όπερά του Λεόντιος και Λένα. Το καλοκαίρι του 2018 συνεργαζόμενος με την πλατφόρμα Werkraum κατασκεύασε την ηλεκτρονική σύνθεση Αγαθόφρων για 40 ανεξάρτητα ηχεία στο πλαίσιο της εγκατάστασης Ο άτλας του συλλέκτη, στο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη. Ένα μεγάλο μέρος της εργασίας του συνθέτη καταλαμβάνει η μουσική για το θέατρο, αριθμώντας πάνω από πενήντα παραγωγές εντός και εκτός Ελλάδας. Ξεχωριστή είναι η πολυετής συνεργασία του με τον Θωμά Μοσχόπουλο και η έρευνα που έχουν από κοινού διεξάγει πάνω στη λειτουργία της μουσικής στην αρχαία τραγωδία. Η ενορχηστρωτική του εργασία του πάνω στη μουσική του Κωνσταντίνου Βήτα με τίτλο Συγκατοίκηση, εκδόθηκε σε δίσκο από τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Από τον Μάιο του 2014 έως τον Μάιο του 2016 διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής της σειράς συναυλιών «Τρίτες Παράλληλες» του θεάτρου Πόρτα, η οποία παρουσίασε 61 νέα προγράμματα συναυλιών από όλο το φάσμα της μουσικής πράξης. Επιπροσθέτως από τον Νοέμβριο του 2015 συντονίζει και διδάσκει στο εργαστήρι Σύνθεσης Μουσικής στο Θέατρο στο πλαίσιο των εργαστηρίων του Εθνικού Θεάτρου.
IΩΑΝΝΑ ΤΣΑΜΗ
Γεννήθηκε το 1969 στον Πειραιά. Το 2009 σπούδασε ενδυματολογία στο Πανεπιστήμιο Motley στο Λονδίνο. Έχει συνεργαστεί με τους Θ. Αμπαζή, Μ. Μαρμαρινό, Γ. Κακανάκη, Ν. Χατζόπουλο, Α. Καραζήση, Ε. Θεοδώρου, Α. Ρέτσο, Δ. Καραντζά, Γ. Χουβαρδά, Στ. Φασουλή, Κ. Μαρκουλάκη, Ι. Πορτόλου, Α. Παπαδαμάκη, Π. Σταματοπούλου, Σ. Μικρούτσικου, Γ. Παλούμπη, Ν. Τριανταφύλλη, Σ. Μαραθάκη, Μ. Πανουργιά, Χ. Φραγκούλη, Γ. Καλαβριανό, Α. Τσίτυ, Μ. Βέμπερ, Ο. Κορσουνόβας κ.ά.
ΧΑΡΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Σπούδασε Βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Θέατρο στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Έπαιξε στις παραστάσεις: Ο επιστάτης του Πίντερ (σκην. Αντώνης Αντύπας), Ηλέκτρα του Ευριπίδη (σκην. Μάρθα Φριντζήλα), Όταν έκλαψε ο Νίτσε του Γιάλομ (σκην. Ακύλλας Καραζήσης-Νίκος Χατζόπουλος, «Βραβείο Χορν»), Αμφιτρύων του Μολιέρου (σκην. Λευτέρης
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Βογιατζής, βοηθός σκην. Χάρης Φραγκούλης), Ζ του Βασιλικού (σκην. Έφη Θεοδώρου), Γκόλφω του Περεσιάδη (σκην. Νίκος Καραθάνος), Έρωτας και ραδιουργία του Σίλερ (σκην. Ακύλλας Καραζήσης-Νίκος Χατζόπουλος), Θερμοκήπιο του Πίντερ (σκην. Λευτέρης Βογιατζής), Mεφίστο των Μνουσκίν και Μαν (σκην. Νίκος Μαστοράκης), Το ατλαζένιο γοβάκι του Κλωντέλ (σκην. Έφη Θεοδώρου), Άμλετ του Σαίξπηρ (σκην. Γιάννης Χουβαρδάς), Αίας του Σοφοκλής (σκην. Σύλβια Λιούλιου), Τα παιδιά του ήλιου του Γκόρκι (σκην. Νίκος Μαστοράκης), Η επανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα του Πομερά (σκην. Νίκος Μαστοράκης), Δον Ζουάν του Μολιέρου (σκην. Μιχαήλ Μαρμαρινός), Οπερέττα του Γκομπρόβιτς (σκην. Νίκος Καραθάνος), Μήδεια του Ευριπίδη (σκην. Μαριάννα Κάλμπαρη), Το τραμ με το όνομα πόθος του Ουίλλιαμς (σκην. Μιχαήλ Μαρμαρινός). Ιδρυτικό μέλος της ομάδας Kursk, συμμετείχε ως ηθοποιός και σκηνοθέτησε τις παραστάσεις: Βόυτσεκ του Μπύχνερ, Η προσευχή της κοπέλας που έπεσε μέσα στο πηγάδι και δεν θέλει να πεθάνει (ομάδα Kursk) και σκηνοθέτησε τις παραστάσεις: Ο Άρντεν πρέπει να πεθάνει (Ανωνύμου), Lenz του Μπύχνερ. Έπαιξε στις ταινίες: Η κόρη του Ρέμπραντ (σκην. Νίκος Παναγιωτόπουλος), Οι αισθηματίες (σκην. Νίκος Τριανταφυλλίδης), Ουζερί Τσιτσάνης (σκην. Μανούσος Μανουσάκης), Άφτερλωβ (σκην. Στέργιος Πάσχος), Το μαγικό δέρμα (σκην. Κωνσταντίνος Σαμαράς).
ΝΑΥΣΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΟΥ
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Μηχανικός Υπολογιστών στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Έχει κάνει σπουδές κλασικής κιθάρας, θεωρίας της μουσικής και αρμονίας. Παρακολούθησε σεμινάρια σχεδιασμού θεατρικού φωτισμού με τη Χ. Θανάσουλα και τον Σ. Μπιρμπίλη. Έχει κάνει τον σχεδιασμό φωτισμού στην παράσταση Η περίπτωση του Δέιμων Λαπλάς, σε σκηνοθεσία Β. Παπαδόπουλου. Ως βοηθός του σχεδιαστή φωτισμού Αλέκου Αναστασίου έχει συνεργαστεί με τους σκηνοθέτες Δ. Καραντζά, Θ. Αμπαζή, Δ. Τάρλοου, Ν. Μιλιβόγιεβιτς, Α. Τρουπάκη, Χ. Δήμα, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και σε άλλα ιδιωτικά θέατρα.
103
ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ 1987-2019
2000-01
1987-88 Tα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Kαντ, του P.B. Φάσμπιντερ, σε σκη-
νοθεσία Pούλας Πατεράκη. (A´ Σκηνή)
1988-89 Tα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Kαντ. (A´ Σκηνή - επανάληψη).
1989-90 1990-91 1991-92 1992-93
1993-1994
1994-95
1995-96
1996-97
1997-98
1998-99
1999-2000
104
H Έλλα, του X. Άχτερνμπους, σε σκηνοθεσία Φόλκερ Σπένγκλερ. (B´ Σκηνή) Oι δανειστές, του Aύγουστου Στρίντμπεργκ, σε σκηνοθεσία B. Aρδίττη. (A´ Σκηνή) Eβριάνα, του Λαρς Nορέν, σε σκηνοθεσία Pούλας Πατεράκη. (A´ Σκηνή) Διπλή απιστία, του Mαριβώ, σε σκηνοθεσία M. Bολανάκη. (A´ Σκηνή) O Φερνάντο Kραπ μού έγραψε ένα γράμμα, του Tάνκρεντ Nτορστ, σε σκηνοθεσία M. Bολανάκη. (A´ Σκηνή) Φωνές, των Σαμ Σέπαρντ & Tζόζεφ Tζέικιν, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Oικονόμου. (B´ Σκηνή) Tων Aγίων Πάντων, του Kώστα Παπαγεωργίου, σε σκηνοθεσία Kοσμά Φοντούκη. (B´ Σκηνή) O Φερνάντο Kραπ μού έγραψε ένα γράμμα (A´ Σκηνή - επανάληψη) Φτερά στρουθοκάμηλου, του Aνδρέα Στάικου, σε σκηνοθεσία Aνδρέα Στάικου. (A´ Σκηνή) Σε γκρο πλαν, του Άλαν Mπένετ, σε σκηνοθεσία Άννας Γεραλή. (B´ Σκηνή) Σελίδες ημερολογίου, της Mαρί Mπασκίρτσεφ, σε σκηνοθεσία Mάγιας Λυμπεροπούλου. (B´ Σκηνή) H κυρία από τη θάλασσα, του Xένρικ Ίψεν σε σκηνοθεσία M. Bολανάκη. (A´ Σκηνή) Tρίπτυχο, του X. Pάιντερς, σε σκηνοθεσία Nίκου Mαστοράκη. (B´ Σκηνή) Πεθαίνω σαν χώρα, του Δημήτρη Δημητριάδη, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. (B´ Σκηνή) Tραγούδια αθωότητας και εμπειρίας, του Γουίλιαμ Μπλέικ, σε χορογραφία της Άντας Αραβοσιτά. (B´ Σκηνή) H κυρία από τη θάλασσα. (A´ Σκηνή - επανάληψη) O χρόνος και το δωμάτιο, του Mπότο Στράους, σε σκηνοθεσία M. Bολανάκη. (A´ Σκηνή) Παλιοί καιροί, του Xάρολντ Πίντερ, σε σκηνοθεσία Nίκου Mαστοράκη. (A´ Σκηνή) Mανδραγόρας, του Nικολό Mακιαβέλι, σε σκηνοθεσία Aλέξανδρου Mυλωνά. (B´ Σκηνή) Γερτρούδη, του Γιάλμαρ Σέντερμπεργκ, σε σκηνοθεσία Nικαίτης Kοντούρη. (A´ Σκηνή) Δυσδαιμόνα, της Πόλα Bόγκελ, σε σκηνοθεσία Kοσμά Φοντούκη. (B´ Σκηνή) Δεσμά αίματος, του Άθολ Φούγκαρντ, σε σκηνοθεσία Aλέξανδρου Mυλωνά. (B´ Σκηνή) Tο παιχνίδι των ρόλων, του Λουίτζι Πιραντέλο, σε σκηνοθεσία M. Bολανάκη. (A´ Σκηνή) Tο μαγικό δωμάτιο, του Γιάννη Xρυσούλη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Oικονόμου. (B´ Σκηνή) Πριν την αποχώρηση, του Tόμας Mπέρνχαρντ, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. (A´ Σκηνή) Φωτιά στο πρόσωπο, του Mάριους φον Mάγενμπουργκ, σε σκηνοθεσία Eλευθερίας Σαπουντζή. (B´ Σκηνή)
2001-02
2002-03
2003-04
2004-05
2005-06
2006-07
2007-08
Mαχαίρι στην κότα, του Nτέιβιντ Xαρόουερ, σε σκηνοθεσία Bαγγέλη Θεοδωρόπουλου. (B´ Σκηνή) Πριν την αποχώρηση, του Tόμας Mπέρνχαρντ, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. (A´ Σκηνή - επανάληψη) Mια πιθανή συνάντηση, του Πάουλ Mπαρτς, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. (A´ Σκηνή) Η πολιορκία του Λένινγκραντ, του Χοσέ Σαντσίς Σινιστέρα, σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή. (Σε συμπαραγωγή με το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν) Δίχως να ξέρεις πώς, του Λουίτζι Πιραντέλο, σε σκηνοθεσία Kωνσταντίνου Kωνσταντόπουλου. (B´ Σκηνή) Mια πιθανή συνάντηση, του Πάουλ Mπαρτς, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. (A´ Σκηνή - επανάληψη) H επιστροφή, του Xάρολντ Πίντερ, σε σκηνοθεσία Nίκου Mαστοράκη. (A´ Σκηνή) H κρυφή χώρα, της Pάντα Mπάραντγουατζ, σε σκηνοθεσία Aγγελικής Δαρλάση. (B´ Σκηνή) Kεκλεισμένων των θυρών, του Zαν Πωλ Σαρτρ, σε σκηνοθεσία Σοφοκλή Πέππα. (B´ Σκηνή) O γλάρος, του Άντον Tσέχοφ, σε σκηνοθεσία Nίκου Mαστοράκη. (A´ Σκηνή) Δεσποινίς Tζούλια, του Aυγούστου Στρίντμπεργκ, σε σκηνοθεσία Έφης Θεοδώρου. (B´ Σκηνή) Mαρία Στιούαρτ, του Φρίντριχ Σίλλερ, σε σκηνοθεσία Nίκου Mαστοράκη. (A´ Σκηνή) Oρφανά, του Λάιλ Kέσλερ, σε σκηνοθεσία Δημοσθένη Παπαδόπουλου. (B´ Σκηνή) Eξ αίματος, του Mάρτιν Mακντόνα, σε σκηνοθεσία Aλέξανδρου Mυλωνά. (B´ Σκηνή) Και καλά Χριστούγεννα, του Άλαν Έικμπορν, σε σκηνοθεσία Τάσου Μπαντή. (Α´ Σκηνή) Σε πρώτο ενικό, 4 μονόλογοι των Α. Στάικου, Β. Χατζηγιαννίδη, Ν. Βαλαωρίτη, Ν. Καχτίτση σε σκηνοθεσία Ν. Μαστοράκη, Κ. Ευαγγελάκου, Μ. Λυμπεροπούλου, Δ. Παπαδόπουλου. (Β´ Σκηνή) Επαγγελματίας πυγμάχος, του Αντριάνο Σάπλιν, σε σκηνοθεσία Δημοσθένη Παπαδόπουλου. (Β´ Σκηνή) Το τέλος του παιχνιδιού, του Σάμουελ Μπέκετ, σε σκηνοθεσία Μάγιας Λυμπεροπούλου - Δημοσθένη Παπαδόπουλου. (Β´ Σκηνή) Οι δούλες, του Ζαν Ζενέ, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή. (Α´ Σκηνή) Η Βασιλεία της γης, του Τενεσί Ουίλιαμς, σε σκηνοθεσία Κοσμά Φοντούκη. (Β´ Σκηνή) Η τέντα, του Αλέξανδρου Σωτηρίου, σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Σωτηρίου. (Β´ Σκηνή) Ο χορός του θανάτου, του Αυγούστου Στρίντμπεργκ, σε σκηνοθεσία Νίκου Χατζόπουλου. (Α´ Σκηνή) Η λάμψη των Άλπεων, του Πέτερ Τουρίνι, σε σκηνοθεσία Δημοσθένη Παπαδόπουλου. (Β´ Σκηνή) Η τέχνη του κυρίου Χάαρμαν, των Ρόμουαλντ Κάρμακαρ - Μίχαελ Φαρίν, σε σκηνοθεσία Μπέττυς Αρβανίτη. (Β´ Σκηνή) Liebestod, συμπαραγωγή Θεατρικής Εταιρίας Πράξη και Θεατρικής Ομάδας Όπερα, σε σκηνοθεσία Θόδωρου Αμπαζή. (Β´ Σκηνή) Βάσσα, του Μαξίμ Γκόρκι, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. (Α´ Σκηνή) Η τέχνη του κυρίου Χάαρμαν, των Ρόμουαλντ Κάρμακαρ - Μίχαελ Φαρίν, σε σκηνοθεσία Μπέττυς Αρβανίτη. (Β´ Σκηνή - επανάληψη) Frida / Frida, της Εστέρ Αντρέ Γκονζάλεζ, σε σκηνοθεσία της Εστέρ Αντρέ Γκονζάλεζ. (Β´ Σκηνή)
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
2008-09
2009-10
2010-11
2011-12
2012-13
2013-14
2014-15 2015-16 2016-17
2017-18
2018-19
ΚΡΥΨΩΝΕΣ: Η τελευταία Μάρθα, του Αλέξη Σταμάτη και Το πράσινό μου το φουστανάκι της Λένας Κιτσοπούλου, σε σκηνοθεσία Βίκυς Γεωργιάδου. (Β´ Σκηνή) Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας, του Φρίντριχ Ντύρρενματ, σε σκηνοθεσία ΣτάθηΛιβαθινού. (Α´ Σκηνή) Λάσπη, του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ. (Β´ Σκηνή) O βυσσινόκηπος, του Άντον Τσέχοφ, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. (Α´ Σκηνή) Γράμμα στην κόρη μου, του Άρνολντ Γουέσκερ, σε σκηνοθεσία Βασίλη Κυρίτση. (Β´ Σκηνή) Aπαλλαγή, της Λίντα ΜακΛήν, σε σκηνοθεσία Βίκυς Γεωργιάδου. (Β´ Σκηνή) Tο σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. (Α´ Σκηνή) Δακρυγόνα, του Αλέξη Σταμάτη, σε σκηνοθεσία Άρη Τρουπάκη. (Β´ Σκηνή) Σόλο ντουέτο, του Τομ Κεμπίνσκι, σε σκηνοθεσία Ελένης Μποζά. (Β´ Σκηνή) Η Φόνισσα, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. (Α´ Σκηνή) Σόλο Ντουέτο, του Τομ Κεμπίνσκι, σε σκηνοθεσία Ελ. Μποζά. (Β´ Σκηνή) Σκότωσε ό,τι αγαπάς, του Αλέξη Σταμάτη, σε σκηνοθεσία Άρη Τρουπάκη. (Β´ Σκηνή) Λευκές Νύχτες, του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καταλειφού, (Β´ Σκηνή - σε συνεργασία με την αστική εταιρία KART) Η Φόνισσα, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. (Α´ Σκηνή - επανάληψη) Λευκές Νύχτες, του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καταλειφού. (Β´ Σκηνή - επανάληψη) Frida / Frida, της Εστέρ Αντρέ Γκονζάλεζ, σε σκηνοθεσία Εστέρ Αντρέ Γκονζάλεζ. (Β´ Σκηνή - επανάληψη) Βρυκόλακες, του Ερρίκου Ίψεν, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. (Α´ Σκηνή) Ζητείται κλόουν ηλικιωμένος, του Ματέι Βίνσνιεκ, σε σκηνοθεσία Mαρίας Ξανθοπουλίδου. (Β´ Σκηνή - σε συνεργασία με την αστική εταιρία KART) Η Εβραία, του Μπέρτολτ Μπρεχτ, σε σκηνοθεσία της Φένιας Παπαδόδημα. (Β´ Σκηνή) Πωλούνται δάκρυα ελιάς, της Φένιας Παπαδόδημα, σε σκηνοθεσία της Φένιας Παπαδόδημα. (Β´ Σκηνή) Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι, του Τενεσί Ουίλιαμς, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Μαυρίκιου. (Α´ Σκηνή) Η Τσερλίνε και το σπίτι των κυνηγών, του Χέρμαν Μπροχ, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Καλαβριανού. (Α´ Σκηνή) Τρωάδες Σήμερα, σε συγγραφή και σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη (Α´ Σκηνή) Τρεις ψηλές γυναίκες, του Έντουαρντ Άλμπι, σε σκηνοθεσία του Άρη Τρουπάκη (Α´ Σκηνή) Τρεις ψηλές γυναίκες, του Έντουαρντ Άλμπι, σε σκηνοθεσία του Άρη Τρουπάκη (Α´ Σκηνή - επανάληψη) Φθινοπωρινή σονάτα, του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, σε σκηνοθεσία του Άρη Τρουπάκη (Α´ Σκηνή) Ο γυάλινος κόσμος, του Τενεσί Ουίλιαμς, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά. (Α´ Σκηνή)
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ Τ Η Σ Ε ΤΑ Ι Ρ Ι Α Σ Π ΡΑ Ξ Η [Διατίθενται στο φουαγιέ του θεάτρου.] Δέκα χρόνια Πράξη Aναμνηστικό λεύκωμα με στοιχεία, φωτογραφίες και κριτικές από τα έργα που παρουσίασε η Θεατρική Eταιρία Πράξη, από το 1987 έως το 1997. 15 νέοι Έλληνες ποιητές Aνθολόγηση ποιημάτων των 16 νέων ποιητών, που αναδείχτηκαν μετά από διαγωνισμό που προκήρυξε η Πράξη την περίοδο του 1996-97 και παρουσιάστηκαν στις ποιητικές βραδιές του Θεάτρου της οδού Kεφαλληνίας την Άνοιξη του 1997. Πριν την αποχώρηση του Τόμας Μπέρνχαρντ. Δημοσίευση του κειμένου του έργου στο Πρόγραμμα της παράστασης, σε μετάφραση Βασίλη Πουλαντζά, 1999-2000. Ο βυσσινόκηπος του Άντον Τσέχοφ. Δημοσίευση του κειμένου του έργου στο Πρόγραμμα της παράστασης, σε μετάφραση Χρύσας Προκοπάκη, 2009-2010. To σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Δημοσίευση του κειμένου του έργου στο Πρόγραμμα της παράστασης, σε μετάφραση Έφης Γιαννοπούλου, 2010-2011. Βρυκόλακες του Ερρίκου Ίψεν. Δημοσίευση του κειμένου του έργου στο Πρόγραμμα της παράστασης, σε μετάφραση Γιώργου Δεπάστα, 2013-2014. Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι του Τενεσί Ουίλιαμς. Δημοσίευση του κειμένου του έργου στο Πρόγραμμα της παράστασης, σε μετάφραση Δημήτρη Μαυρίκιου, 2014-2015. 30 χρόνια «Πράξη». Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας 1987-2017. Αναμνηστικό λεύκωμα, με στοιχεία, φωτογραφίες και κριτικές από τα έργα που παρουσίασε η Θεατρική Εταιρία Πράξη, από το 1987 έως το 2017.
ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ Kεφαλληνίας 16, Tηλ.: 210 88 38 727
105
Φωτογραφία από τις δοκιμές της παράστασης 106
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
107
Kεφαλληνίας 16, 113 61 Aθήνα ΘEATPIKH ETAIPIA ΠPAΞH
Γλύκωνος 10-12, 106 75 Aθήνα τηλ.: 210 7233774
ΘEATPIKH ETAIPIA ΠPAΞH ΘEATPO OΔOY KEΦAΛΛHNIAΣ
Aστική Eταιρία - μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα
108
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ