ειδωλολάτρες
Φιλολογική επιμέλεια ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ Σχεδιασμός έκδοσης ΙΩΑΝΝΗΣ Κ. ΤΣΙΓΚΑΣ www.bookart.gr
Παπαρηγοπούλου 6 | 121 32 | Περιστέρι | Αττική Τ 2105761586 & 2106859273 | Ε info@kapaekdotiki.gr www.kapaekdotiki.gr [fb] Κάπα Εκδοτική | [in] kapa_ekdotiki ISBN: 978-960-628-026-9 Κάπα Εκδοτική, 2019
5
Ψ ά ρ ι α α π ο δ η μ η τ ι κά
Μαύρα ψάρια περιφέρονται ζευγαρωτά πνιγμένα ανταυγάζοντας την άμμο ξέσκεπη στα σωθικά της λίμνης χορεύουν αψάρευτα∙ στο μεταίχμιο ομοιοκαταληκτούν Ίσως δεν είναι ψάρια πια παρά κάποια αποδημητικά Ίσως λοξοδρόμησαν της αποδημίας τους κι απλώς χαζολογούν φτερολάμνοντας τα μάτια τους ριζώνουν τυφλά στου νερού το δέρμα
8
Αν ά μ ε σ ά μ α ς τ ο ν ε ρ ό
Στο ξέσπασμα του φωτός η σκόνη σωρεύεται σε ράβδους αρχαίες Το πρόσωπό σου ξεμύτισε πίσω από την ιερή λάσπη, λίγο-λίγο ελαστικοποιώντας τη στιγμή ως τους ώμους Κόντρα σε κάθε πρόγνωση οι αιώνες προ Χριστού διήρκεσαν περισσότερο από τους επόμενους Μέχρι που βρεθήκαμε περίγραμμα, σκιά και σώμα λιώμα κι ανάμεσά μας το νερό Σπρώχνω τις ρίζες πίσω στη γη = προσεύχομαι. Πέτρα γίνεται η γη η πέτρα αυγό ακάνθινο γεννά έναν ορνιθόρυγχο Κι η απορία ξαναπαίζεται Καταργώ το νερό και πέφτω∙ σε βλέπω υποβρυχίως ονειρευμένο
9
Kρεμασμένος
χαρτογράφησε κάθε μου βήμα προς την παράνοια τοτέμ και σάτυρος και θεός διωγμός, φυγή ή ξεριζωμός όλα πιο τραγικά στο άκουσμα από τη γεύση της πέτρας καταδικασμένοι σε κάποια πρωθύστερη συνθήκη αδυνατότητας ο Αμεινίας εκδικήθηκε∙ στο ίδιο κλαδί απ’ όπου ξεπετάχτηκε πρώτη φορά να με λατρέψει το ίδιο βράδυ βρέθηκε με το στόμα να αφρίζει κρεμασμένος έκτοτε κατοικώ το άγαλμά του
10
Κομμένο ένα
Έχω ξεχάσει να κοιτάζω, μόνο φαντάζομαι. Το ίδιο μου το κρέας ασπρίζει, μυρίζω το λιγόστεμά μου ως τους αγκώνες φυτεμένος, στηρίζοντας ένα υπόλοιπο σώμα σαν έτοιμο να φύγει, να γκρεμιστεί ή να πετάξει απέναντι στην όχθη Θα διέλυε τότε το πρόσωπο που με διώχνει και με δένει με ένα τρίξιμο τόσο διαρκές και λείο, βλέμμα λεπίδα κι όμως οικείο Γλείφουν οι όψεις τον ψίθυρο κι απότομα γεμίζει το στόμα μου νερό Δεν έχω δικό μου τίποτα, μόνο ανάγκη κίτρινη κι αυτό το αίνιγμα∙ είναι αδελφός και πόθος αέρας μου, ανάμνηση – και σαν κομμένο ένα
11
Ομορφιά σαν αίμα
με το πόδι στο δόκανο ροκανισμένο φύσηξε πλήθος φύλλα να τον σκεπάσουν ... Σταλάζει και ουρλιάζει επιθυμία το κορμί του νέου και μια ομορφιά σαν αίμα Ακίνητος στην όχθη θαυμάζει έναν απόλυτο ξένο διώχνοντας κάθε απόηχο υποψίας γιατί κανείς δεν του είχε φανεί τόσο παραδεισένιος και μελαγχολικός∙ μια κακοήθης πλάνη Λάτρεψε έναν μέλλοντα εραστή στο είδωλό του ερήμην
12
Φρεσκοπεσμένα μήλα
Τα νύχια του πεταλίδες στα βότσαλα ξεραμένα κλαδιά ωλένη και περόνη κρατούν, περίπου, τον κορμό μη σμπαραλιάσει περήφανος, κυνικός με το πηγούνι ελαφρά μέσα στα σύννεφα κι από κει χύνονται σπόνδυλοι, μηροί και γόνατα χορταίνουν χώμα της προσμονής ή της μετάνοιας φρεσκοπεσμένα μήλα γυαλίζουν οι φτέρνες ολοκόκκινες κι αυτό ήταν∙ τα υπόλοιπα, νεύρα που σκοίνιασαν επιθυμώντας βαθιά ως άλλη σάρκα της σαρκός άρχισε πια ο ριζωμός κι απομένει ένα απείκασμα
14
Η μέδουσα της μνήμης
Σμιλεύω το νερό που ποτέ δεν θα μου ανήκει Λαθραίος περαστικός που γίνεται διάφανος χωρίς αποχαιρετισμούς Με το δάκτυλο στα χείλη για να σωπάσει επιτέλους το σίχαμα το κάτοπτρο ρούφηξε τις εικόνες η μέδουσα της μνήμης, γι’απόψε τουλάχιστον Η στάθμη μου λιγοστεύει χαμένος, κι ας έχει σκοτεινιάσει πια τελείως διακρίνω τα φύκια να θεριεύουν στο κεφάλι του φύκια μόνο κι αλάτι πολύ από τις λέξεις έχω γδυθεί για μια τέτοια αναμέτρηση με το χέρι του κλεισμένο στο δικό μου θεϊκέ γνώστη μου αγνώριστε, εσύ, σε διψάω
15
Κρύσταλλέ μου
Κρύσταλλέ μου, εμείς σωθήκαμε γιατί βρεθήκαμε πολύ αργότερα έχοντας πια κυνηγηθεί κι οι δυο μας πολύ πέρα από τον χρόνο και τον τρόπο και δεν αναγνώριζε κανείς τον εαυτό του αντίκρυ ή μήπως αθέλητα στο αγκομαχητό σ’ εκείνη τη στροφή που προσομοιάζει στον βάλτο πια του Μαραθώνα κατάπιε ο ένας το μπράτσο κι εγώ του Αδάμ το μήλο; Έμεινε κάποια ρίζα στα τρίσβαθα εκεί να μας τροχίζει τις χορδές για κάτι επικείμενο Πάντως γλιτώσαμε τη μετάλλαξη απροσδόκητα χειροπιασμένοι στην όχθη του μύθου γερνώντας
16
Υπ ά ρ χε ι μ ι α α ρ χ α ι ό τ η τ α
Υπάρχει μια αρχαιότητα στο μέρος που μεγάλωσα που ξεκλαδίζει την ελιά απ’ τα φρύγανα και απ’ την πέτρα το μάρμαρο ξαλμυρίζει. Ο άνεμος χάιδευε τη γλώσσα μου την έμαθε άγρια κι ατίθαση κι ύστερα η πρωτοκαμαριέρα η θεά Ήρα πήρε ένα ψαλίδι και μου την έκανε λωρίδες αλλά δεν έκλαψα. Αμετανόητη τριγύρισα στις γειτονιές κι ακόμη μιλώ κι ακούω τον κάθε τριγμό και την κάθε ησυχία τέμνομαι από ραδιοκύματα και καλώδια ηλεκτροφόρα, λαστιχένια κοσμήματα, πλήκτρα οργανισμών. Κάποιος με ταΐζει μέλλον με το ζόρι στυλώνω τα πόδια και χλιμιντρίζω – γιατί κάθε λόγος ξεράθηκε. Έχω νερό να πιω από το ποτάμι κοιτάζοντας ανάμεσα στο κούτελο αυτόν τον λιθοξόο που επιπλέει παρόμοιός μου κι απόκρημνος διπλασιασμός του διά παντός εξαφανισμένου.
21
Στ η σ ά ρ κα τ ο υ Α κ τ α ί ο ν α
Πέτυχε διάνα η θεά! Έχωσε τα σκυλόδοντα στη σάρκα του Ακταίονα μια για πάντα – ποιος θα ξανατολμήσει να τριγυρίσει στα λουτρά ή στα δάση της; Χωρίς να αντέχω τις κραυγές όσο τον ξέσκιζαν διπλασίαζα το βήμα, μην αποκαλυφθώ: πως, δηλαδή, την ολύμπια κυνηγό τη λαίδη της λευκότητας παραφύλαγα γυμνή και λυσσασμένη να απολαμβάνει τη δίκαιη ποινή εδώ εγώ κρυφά ατιμώρητη εγκυμονώντας τόσες εικόνες.
22
Τσ α λ α κ ω μ έ ν η η χ ώ
Ένα κοπάδι κύκνοι που ξεμακραίνουν τον λαιμό τους αφύσικα για να εννοήσουν την ήσυχη καταστροφή –εγκεφαλικός προγναθισμός προτάσεις τσαλαπετεινών με σύνδρομο ανωτερότητας– η παραφωνία που σέρνεται ξέπλεκη από τις σκέψεις και λίγο-λίγο ξηλώνεται σε συλλαβές. Εκείνος κυρτός και θνητός διαθλάται εναγωνίως κρεμάμενη από τα χείλη του εγώ τσαλακωμένη Ηχώ παραδέρνοντας επαναλαμβάνομαι κι εξανεμίζομαι
23
Ιερό ελάφι
Εν αρχή ην η ορμή. Καταπάνω του κλοτσώντας κι ολολύζοντας Ερινύα στον σβέρκο πριν την Εύα. Ανεπίτρεπτα για εκείνον αυτά που στους θνητούς είναι ελευθέρας –νομίζω– κι ας μην ξεραίνεται ίχνος στις παλάμες, η ησυχία του με ξόφλησε. Τον τυφλώνω εν αγνοία του, όπως χουφτώνεις το χτυπημένο ελάφι∙ η οργή δεν αρκεί που καλπάζοντας αυτό ξεγλιστρά με το βέλος μπηγμένο κι αθώο ακόμη Κάποιου άλλου, θνητού τώρα το πετυχαίνει, ένα θρύψαλο και τώρα ακίνητο, αιμόφυρτο, τελειωτικά ιερό. Τον θηλάζω λήγουσες κι επαναλήψεις σε μια ιδέα παράτασης, ένα encore de mauvais goût ως είδωλο να θαυμαστεί. Απολιθώνεται φτηνό αντίγραφο του καθενός σκοτωμένου.
24
Στ η ν κ ρ υ ψ ώ ν α μ ε τ α ο σ τ ά
Καμπουριάζεις πίσω από σταλαγμίτες αλατιού αλλήθωρος μετρώντας τους αιώνες με τα βουβάλια, τους κυνηγούς και τα δόρατα φωτοτυπίες αποκαλυπτικές, κολλημένες στο κύρτωμα της σπηλιάς ασπρόμαυρη λιτανεία σε νάιλον γυαλιστερό οι ρυθμοί των συζητήσεων πρήζονται πλησιάζουν το μέλλον κι ακρωτηριάζονται Δεν εφαρμόζει με ακρίβεια η πλαστική υποδοχή στην κρυψώνα με τα οστά, συσσωρευμένα σαν θηραυρός που δεν έχει πια ισοτιμία Όλες οι επικλήσεις κι οι προσβολές τσουβάλι ένας κόμπος στον αστράγαλο∙ η σκόνη φέρνει άσθμα Χρειάζεται συγύρισμα και μια καλή κατασκευαστική να το αναλάβει κατόπιν διαγωνισμού Στην παλάμη σου αιωρείται μια σύλληψη démodée κι όμως επανερχόμενη, μια συλλαβή μεταξύ απορίας και πένθους ταριχευμένη
26
συναρμολογώ σιδηροδρόμους
συναρμολογώ σιδηροδρόμους, χαρτοφύλακες και πινακοθήκες στο στόμα μου ξεσπάω σε νευρικό γέλιο εκσφενδονίζοντας φθόγγους και δίφθογγους σαν φτυσμένα αποφάγια τουριστών στοιβάζω φορεία ειδήσεων φορτίζω τα όνειρα στην πρίζα κι αρωματίζω κλαυθμυρισμούς με τζίντζερ και coriander σωριάζονται πάντα χαλάζι που κάποιος με κέρασε σχίζοντάς μου τον λαιμό σε κάποια αποβάθρα βαραίνει πολυσύχναστη η σήμερον ημέρα καθώς κρέμομαι από τις πλαστικές wellington, βασιλικό κιτς εν εξελίξει, ξεζουμισμένη των εσαεί περαστικών δεν έχει η πλάτη μου αντιολισθητικές για τον καιρό ετούτο κι όσο για το πρόσωπο, χαλκομανία που κατέληξε με τις απανωτές καταιγίδες στους υπονόμους
30
οι σειρήνες
ανάβει το φανάρι κόκκινο κι ένα ποδήλατο εκτινάσσεται καμακώνοντας ήλιους στα σκοινιά του καμπαναριού τα σύρματα των ακτίνων ψαρεύουν περαστικούς παραλλαγή / άλλη άποψη τινάζομαι ρίχνοντας το φλιτζάνι στο πάτωμα κηλιδώνεται όλο το ημερολόγιο σε τρεις λίμνες από καφέ οι σειρήνες ξεσκίζουν με μπλε φάρους στην οροφή τους δρόμους κάτοψη το μέλλον σχεδιάζεται με το βλέμμα στον ουρανό, λένε τα δικά μου μάτια ξεβιδώνονται κι ύστερα λιώνουν σταθερά ειδωλολατρικά σοκολατένια κάτω από θαμμένα εξαπτέρυγα κι εξάγγελους διακρίνω τη συνέχεια
31
τ ο κα ύ κα λ ο τ ο υ μ υ α λ ο ύ
αρχαία ομόκεντρα πλακίδια αρχικώς στοιχισμένα τεκτονικά πορεύονται αποκλίνοντα και διακλαδιζόμενα σε slow motion το καύκαλο του μυαλού, ασπίδα απομένει της πτώσης κατόπιν, λάμψεις επί τας ένα περίγραμμα σωμάτων που λιώνει άνευ υπηκοότητας ενώ τα νύχια ανοικτίρμονα μεταφυτεύουν νεκρά κύτταρα από αλλού σε άλλον τα περισσευούμενα επικάθονται στ’ ακροδάχτυλα αόρατα μολυσματικά όταν οξειδωθούν δίγλωσσα κι ας μην είναι πλέον
η εποχή των παγετώνων
όταν ξεκίνησαν τα ρε ατραγούδιστα να μπαίνουν στα ποιήματα και τα νοήματα να παίζονται στων λέξεων το μπιλιάρδο ήρθε η εποχή των παγετώνων ώρα για ύπνο σπήλαια λάσπης καταψύκτες και παγοκύστες κι ολισθαίνουμε αποσβολωμένοι χαμαιλέοντες μη βλέποντας ούτε ψύχος ούτε λάσπη ο λόγος ξεκούρδισε γράφω πια με τα μάτια κλειστά βιώνω τα αποκόμματα του μετά τα δάχτυλα κατόπιν τα φωτογραφίζουν όλα διάφανα όπως μυαλό
33
ένα χταπόδι πεταμένο
ένα χταπόδι πεταμένο στον πάγο μελανιασμένο από τον ίδιο τον ασκό του που έσκασε στου βράχου τη μήτρα σαν κάποιος να το ξεκόλλησε από το πρόσωπό του και το εκσφενδόνισε να γουρλώνει τις χιλιάδες βεντούζες του στο σκοτάδι του νερού κι αυτό αναφύεται τώρα, ρίζες ανάποδα δείχνουν –μαλλιά μέδουσας– προς κάποιον ουρανό να το αναστήσει κι ο καθένας μας, για να μη γίνει πέτρα ή ξανά της μήτιδος μασκαρεμένος το αποστρέφεται ενστικτωδώς
35
ξ ε ρ ο κό μ μ α τ α β ι β λ ί ω ν
αφήνω ξεροκόμματα βιβλίων ψίχουλα συλλογισμών ως δέλεαρ στις γωνίες ξελογιασμένες εικόνες σε ξέφωτα λέξεων σωριάζονται ανέμελα κι όταν σκύψω επάνω τους έχουν εξατμιστεί – προαιώνιος θρύλος τόσο κοινός που με αηδιάζει παρατεταμένο και διακοπτόμενο εναλλάσσεται στις κλειδαρότρυπες ένα γέλιο συστηματικό κι έχω ξηλώσει όλες τις πόρτες για να το καταγράψω πριν βρεθώ ρημαγμένη σε κατεχόμενες γραμμές ματαίως η ξαγρύπνια μου παχαίνει καταβροχθίζοντας το νόημα είναι η ιδέα της σκέψης που με κεντρίζει κυρίως υπογραμμίζοντας την ταραγμένη παρουσία μου ως ένσαρκο κενό το ολοκαύτωμα της επόμενης μέρας ξερνάει ένα γραφείο σκέτη σανίδα άγραφη κι ένα πτώμα εντελώς εκτός κινδύνου
36
συγχορδία κρανίων
εκτός του χρόνου και στην ουρά των σχεδόν πεπερασμένων βρίσκομαι τοπίο αρχέγονο ο βράχος μου συγχορδία κρανίων σε ζωντανή αναμετάδοση με παραμόρωση κι ενισχυτές στο φουλ θεοί τετελεσμένοι της φθοράς και της μεγάλης αγλωσσίας κι ένα βάθος φυτεμένο όλο κλειδαριές δηλαδή κενό αναπνευστήρας που ξέμεινε από υπολογιστικό σφάλμα με το κλαδί της ωλένης χαιρετίζοντας τα όντως όντα
38
Σα λ ώ μ η
Διασταυρωθήκαμε πρώτη φορά Στάθηκε απέναντι και με κοίταζε για ατέλειωτη ώρα. Μάτια από στάχτη και θυμό μέσα σ’ ένα αρρωστημένο φως να μας προδίδει ενώ ο κόσμος μάς προσπερνούσε βιαστικά προς τις στοές. Άκουγα τα σφυρίγματα των τραίνων πίσω μου έτοιμα για αποχώρηση. Τράβηξα πρώτα τα γυαλιά μου, ο ήλιος ήταν αχρείαστος ούτως ή άλλως, ύστερα το παλτό, ένα-ένα τα κουμπιά της φούστας γλίστρησε όπως το φύλλωμα στα πόδια μου έβγαλα τα παπούτσια, τα άφησα ανεστραμμενα στο πλάι σε πλήρη ένδειξη παροπλισμού∙ γαλάζια φρίκη τον πάγωνε. Κατάλαβα και συνέχισα: ξεκαρφίτσωσα την άκρη της μαντίλας, άρχισα να ξετυλίγομαι –Σαλώμη του υπόγειου σιδηροδρόμου– γλίστρησε το μετάξι στο μπετό, χύθηκαν τα μαλλιά μου μαύρα φτερά πουλιού πιασμένα σε πετρέλαιο. Ο κόσμος πέτρωσε για λίγο γύρω μας – Εκείνος έσφιξε τη γροθιά του, έτριξε τα δόντια. Δεν είχα
43
τι άλλο να βγάλω γι’ αυτόν τον περαστικό. Του έστρεψα το μάγουλό μου. Έφυγε τρέχοντας κι η κίνηση ξανάρχισε. Μια ηλικιωμένη γυναίκα σήκωσε τη μαντίλα και την πέρασε στους ώμους μου απολογητικά και για τις δυο μας. Καθώς έσκυβε, έμοιαζε με μετάνοια την ώρα που το τραίνο έψελνε όπως ο ιμάμης του μεσημεριού.
44
Ξ ι ν ι σ μ έ ν ο γά λ α
Τα μαλλιά της στο πρόσωπό μου κολλάνε και το δέρμα της ποτισμένο γιασεμί, χορεύουμε. Ύστερα άστραψε κάτι, ένα υγρό αφρίζει στα μάτια μου Ακούω το γέλιο-αλυσίδα εκεινού – διάσημος, απ’ την τηλεόραση– να κροταλίζει και το κρεμμύδι στο χνότο Περιπολικά, γοργόνες κι ασθενοφόρα πισθάγκωνα δεμένοι όλοι στον στύλο του ηλεκτρικού-κατάρτι, ουρλιάζουν Όλα περνάνε από τη βιτρίνα του μυαλού μου∙ νομίζω ότι βλέπω και το πρόσωπό μου και τον πορτιέρη που μας έψαξε πριν μπούμε στο κλαμπ κι αυτός πώς γλίστρησε το μπουκαλάκι κρυφά κι ύστερα στάθηκε στην άκρη του μπαρ, μας κοίταζε – Απόψε τυφλώθηκα κι όλος χάνομαι σ’ αυτό το υγρό χειροποίητο δηλητήριο που μυρίζει ξινισμένο γάλα.
45
Κουβέρτες
Μαζεύουν κουβέρτες απόψε κιβώτια κουβέρτες και ζάχαρη μέσα σ’ ένα φορτηγάκι, παίζει chocolate Jesus στο ραδιόφωνο Όλοι φοράνε μπότες από δέρμα φώκιας και γάντια με κομμένα δάχτυλα λικνίζονται και χαμογελούν με ευγνωμοσύνη – ξεσπάει καταιγίδα ένα αδέσποτο χώνεται στο μπροστά κάθισμα ακούγονται rain dogs, φυσικά Κι άλλες κουβέρτες χρωματιστές, συνθετικές, τυλιγμένες διπλές, μονές, τρύπιες, κουβάρι στοίβες, στήλες, στρατός κουβέρτες κι όλοι παρελαύνουν ευχαριστημένοι γιατί all the world is green κι έχουμε μαζέψει τριάντα κιλά ζαχάρη σε πακέτα Σε μια ώρα το φορτηγάκι θα ξεκινήσει για τη γέφυρα που ακόμη δεν έχει χτιστεί οπότε προς το παρόν διασχίζουμε με το φέρι τα μεσάνυχτα Το φορτηγάκι με τις δεκάδες –ίσως εκατοντάδες– κουβέρτες θα επισκεφτεί τον οικισμό προτού τον ισοπεδώσουν – cemetery polka
46
Οι αυτόκλητοι θα παραδώσουν τις κουβέρτες στον κόσμο –περνώντας στο anywhere I lay my head– ενώ η κατανομή της ζάχαρης θα μείνει να αποφασιστεί από τον ίδιο τον καταυλισμό Θα τους αγκαλιάσουν θυμίζοντάς τους ότι βρίσκονται –on the wrong side of the road, instrumental– σε μια ατελείωτη αποστολή εθελοντικά και η κλήση τους είναι ο γυρισμός Μάλιστα, το καλύτερο θα ήταν, θα τους συμβουλέψουν με νοήματα, να επιστρέψουν κι εκείνοι στον κρανίου τόπο τους γιατί going out west το τέλος πλησιάζει Ξανά στο φέρι κι ο κόσμος έχει πλέον κουβέρτες∙ αλληλοσυγχαίρονται Τελευταία αναφορά που ήρθε: God’s away on business
* Σημείωση: οι στίχοι στα αγγλικά προέρχονται από τίτλους τραγουδιών του Tom Waits.
47
Κα π ν ό σ τ ι ς χ α ρ α μ ά δ ε ς
Πρώτα είδα τον καπνό στις χαραμάδες ύστερα την κάψα στο πρόσωπο Άρχισα να δένω όλα τα πανιά αρμαθιά κι έκανα κόμπο τη μια άκρη στο πόδι του κρεβατιού έδεσα και το παιδί μου στην πλάτη με μια πετσέτα υγρή, όπως έκαναν οι νιγηριανοί στον όγδοο κι άνοιξα το παράθυρο. Υψομετρώντας πάγωσα∙ πήδηξα στο περβάζι να σκαρφαλώσω το κτίριο προς τα κάτω σφίγγοντας τα σεντόνια. Γλιστρούσα κι έτρεμα όταν με τράβηξαν πάλι μέσα. Ύστερα, κάπως τρέχαμε όλοι μαζί κλοτσώντας τρεις χιλιάδες σκαλιά χωρίς κουπαστή, θυμάμαι να με ξαπλώνουν στο πεζοδρόμιο και να μην είμαι σίγουρος αν στην πλάτη μου ήταν ακόμη γαντζωμένο το παιδί μου.
48
49
Ο ρ γα ν ι σ μ ό ς σ υ ν τ ή ρ η σ η ς
Η πρώτη εβδομάδα πέρασε γρήγορα∙ Μαζευόμαστε όρθιοι γύρω από το τραπέζι και σιωπούσαμε σαν να ψαρεύουμε ή σαν προσευχή – μετρήσαμε μονά παπούτσια ένα σωρό και σαρδέλες κονσέρβα. Ακολούθησε η δεύτερη εβδομάδα με το έξω να αχνίζει παγωμένο κι εμάς να αργοσαλεύουμε στο αμνιακό υγρό μήπως λευκάνουν οι σκέψεις. Στην τρίτη χτύπησαν τηλέφωνα γιατί κανείς δεν είχε πάει για δουλειά∙ δεν τ’ απαντήσαμε. Πώς να μεταφράσεις την ντροπή: κανείς δεν είχε κέρματα για το εισιτήριο του λεωφορείου και ποιος έβρισκε νόημα άλλωστε; Κάποτε, χτύπησε κι η πόρτα∙ διακόσια χέρια μαζί την ξηλώσαμε και περιμέναμε: «Το νοίκι έμενε απλήρωτο κι ο οργανισμός συντήρησης είχε θορυβηθεί».
50
Η πολυπολιτεία
Μετά την κατάργηση της σκλαβιάς η πολυπολιτεία, που μόλις είχε τελειοποιήσει τους κόνδορες ως αεροπλάνα, άρχισε να προσκαλεί εργάτες κι αργότερα εργάτριες από τις χώρες γύρω από το Ρημαγμένο Βουνό για να οδηγούν τα λεωφορεία – καθώς και για τη βιομηχανία. Τους έφερνε με βαγόνια μεταγωγικά ιδίοις εξόδοις μαζί με τα λεμόνια και τα υπόλοιπα εξωτικά αποικιακά. Ταυτόχρονα προσκάλεσε κάποιους επαναστάτες από μια ξεκομμένη κι ατίθαση περιοχή για να φυτρώσουν ανάμεσά τους, αντιπροσφέροντας κάποιους δικούς της οικογενειάρχες πρώτης τάξης για τις παραθαλάσσιες ζώνες υπό τη μελωδία των γλάρων. Οι περίπατοι στους οπωρώνες θα ηρεμούσαν τις πεταχτές τους ιδέες στα σίγουρα και όλη αυτή η ομαλή συμβίωση σε μια περίοδο καλπάζουσας ακμής, θα έδινε στους reges panoptici cum consulatio μια έξτρα υπεροχή, σε βάθος χρόνου.
51
Στ ι ς λ α μ α ρ ί ν ε ς
Εμένα ρώτησε για τότε∙ σπρωχνόμασταν να ορμήσουμε στο αμπάρι πριν τρίξει η μπουκαπόρτα και μας στραγγίξει το προπερασμένο το τετελεσμένο – αυτό που ξεχάστηκε. Φυσούσε και τρελαίνονταν οι μηχανές μουγκρίζοντας σε ένα τροχαϊκό κι ανάπαιστο∙ το είπαμε νανούρισμα. Ένα το σίγουρο, από δω και πέρα μόνο ερωτήσεις αποξηραμένες δικαιούμαστε, αρκεί να μην τις πούμε. Κι όλο μακραίνουμε μαντρωμένοι στις λαμαρίνες λιβανίζοντας μέσα μας κεριά και ξόρκια για να ’ναι πάντοτε αύριο τα πνεύματα ακοίμητα στην πρύμνη, να πηγαίνουμε κάπου.
52
η ποιητική συλλογή τη ς ναταλίας κατσού «ει δωλολάτρες» με επτά χαρακτικά έργα της βί βιαν χαλκίδη σε φιλολ ογική επιμέλεια παναγ ιώτη μιχαλόπουλου κα ι σχεδιασμό έκδοσης ι ωάννη κ. τσίγκα κυκλο φόρησε από την κάπα ε κδοτική τον μάιο του δ ύο χιλιάδες δέκα εννιά
κ α τ ά λ ο γ ο ς
έ ρ γ ω ν
σελ. 11
Νάρκισσος, Μικτή τεχνική, 71Χ52 εκ., 2019. σελ. 18
Πέτρινη Χάρτα, Μικτή τεχνική, 88Χ60 εκ., 2019. σελ. 23
Αντικατοπτρισμός, Μικτή τεχνική, 39Χ29 εκ., 2019. σελ. 32
Σκοτεινός ριζωμός, Μικτή τεχνική, 32Χ40 εκ., 2019. σελ. 35
Μαζί, Μικτή τεχνική, 80Χ62 εκ., 2019. σελ. 40
Μαινόμενη βύθιση, Μικτή τεχνική, 80Χ62 εκ., 2019. σελ. 47
Η άλλη πλευρά, Μικτή τεχνική, 32Χ40 εκ., 2019.
ςερτάλολωδιε