1
ΤΑ ΜΑΤΟΚΛΑΔΑ ΣΟΥ ΛΑΜΠΟΥΝΕ Για τη Χρύσα Σπηλιώτη
Όταν ήμουν μικρός, νόμιζα ότι οι ηθοποιοί δεν πεθαίνουν. Σαν να κατακτούσαν μια στιγμή αιωνιότητας στα παιδικά μου μάτια χάρη στη λάμψη και στην αύρα τους και τη γλίτωναν. Τη Χρύσα την είδα πρώτη φορά στην τηλεόραση, σε μια παιδική σειρά στην ΕΡΤ. Την κυνηγούσε ο Γιάννης Μποσταντζόγλου και εκείνη, όπως όλοι οι άδολοι ήρωες των παιδικών μας χρόνων, ξέφευγε πάντα, έστω και την τελευταία στιγμή, χάρη στο χαμόγελο και την καλοσύνη της. Τα γνωρίσματά της αυτά τα έζησα από κοντά όταν παίξαμε στον Ήχο του όπλου. Είχαμε μάλιστα και ένα αστείο σχετικά με το ωροσκόπιό μας που επαναλαμβάναμε όταν αντιμετωπίζαμε δυσκολίες στην καθημερινότητά μας: «Ξέρεις, αιγόκερως με ζυγό». Ευγενής, καλλιεργημένη, μετρημένη, δίκαιη, ευσυνείδητη. Συνάδελφος από τους λίγους. Είχε παίξει από Αισχύλο (Ηλέκτρα στην Ορέστεια του Μιχαηλίδη) μέχρι Τσέχωφ και Αναγνωστάκη. Τελευταία φορά ειδωθήκαμε έναν μήνα πριν να φύγει από τη ζωή. Μιλούσε με ενθουσιασμό για δυο καινούρια της θεατρικά έργα αλλά και για την παράσταση του περασμένου χειμώνα. Έμοιαζε στην πιο ώριμή της στιγμή, γεμάτη σχέδια και ανησυχίες. Γεμάτη ζωή. Χωρίς τέλος. Μόνο αρχή. Θυμήθηκα ξαφνικά το τραγούδι του Δημήτρη Καμαρωτού που έλεγε η Τάνια στην παράσταση: «Μια μακρινή φωνή που τραγουδάει σπασμένα ένα τραγούδι… Τραγούδι χωρίς τέλος. Μόνο αρχή... Μη μου θυμώνεις… Φεύγω τώρα… Ως τη μέση βουτηγμένη στη θάλασσα. Μια μακρινή φωνή που τραγουδάει ακόμα το ίδιο τραγούδι. Τραγούδι χωρίς τέλος. Μόνο αρχή… Τα ματόκλαδά σου λάμπουν βρε σαν τα λούλουδα του κάμπου σαν τα λούλουδα του κάμπου βρε τα ματόκλαδά σου λάμπουν…» ΜΆΝΟΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΙΆΝΝΗΣ
2
φωτογραφία: Μαριλένα Σταφυλίδου
3
Λούλας Αναγνωστάκη
Ο ΗΧΟΣ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης Σκηνικά: Γιάννης Αρβανίτης Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα Μουσική: Αντώνης Παπακωνσταντίνου Φωτισμοί: Αλέξανδρος Αλεξάνδρου Βίντεο: Μιχάλης Κλουκίνας Βοηθός σκηνοθέτη: Φλάβιους Νεάγκου Βοηθός σκηνογράφου: Αναστασία Δημουλάκη Βοηθός ενδυματολόγου: Ειρήνη Γεωργακίλα Κατασκευή σκηνικού: Θωμάς Μαριάς Τεχνικός ηλεκτρολόγος: Βλάσσης Παπαπετρόπουλος Τεχνικός σκηνής: Νίκος Παναγιωτόπουλος
4
ΔΙΑΝΟΜΗ (με σειρά εμφάνισης) Γιαννούκος: Κώστας Νικούλι Μιχάλης: Αγησίλαος Μικελάτος Φανή: Βασιλική Τρουφάκου Κάτια: Πέγκυ Σταθακοπούλου Μαρίκα: Τζένη Σκαρλάτου Ηλίας: Σταύρος Μερμήγκης Παραγωγή: Θέατρο Σταθμός – ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών Εκτέλεση Παραγωγής: Ιωάννης Παντελίδης Επικοινωνία: Ευαγγελία Σκρομπόλα Θέατρο Σταθμός Πρώτη παράσταση: 9 Νοεμβρίου 2018 Η παράσταση επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού
5
Λούλα Αναγνωστάκη, Μάνος Καρατζογιάννης (φωτογραφία: Αλεξία Τσαγγάρη, Τα Νέα)
6 Μάνος Καρατζογιάννης, Ηλέκτρα Τσακαλία, θέατρο 104, 2008 (φωτογραφία: Μαριλένα Σταφυλίδου)
ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΛΟΥΛΑ Σημείωμα του σκηνοθέτη
Ήθελε να γράφει για τον κινηματογράφο. Συνέβη μόνο δυο φορές, το ’58, για την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Νίκο Ξανθόπουλο. Τα λαïκά είδωλα. Αυτά που αποστρέφεται ο Μιχάλης, γιατί «δεν τοποθετεί εκεί τον εαυτό του». Της άρεσε να βλέπει ταινίες «αλλά καλής ποιότητας… αστυνομικές... θρίλερ… το πρωί… τέσσερις και πέντε ακόμα...» Από το ’72 γράφει σε εικόνες. Αποκορύφωμα: ο Ήχος του όπλου. Σαν σενάριο. Για το χτες. Για το αύριο, που τρομάζει. Για όσους θέλουν να είναι ελεύθεροι, να αισθάνονται έστω. Υλικά της: «καλοκαιριάτικα μεσημέρια, δροσερές νύχτες, κοινότοπες λέξεις και σχέσεις», όπως σημειώνει η ίδια. «Τίτλοι εφημερίδων και αστυνομικά δελτία, χαμένο ανθρώπινο δυναμικό. Ροκ και αντάρτικα. Συναισθηματικές δεσμεύσεις και πανηγυριώτικη προεκλογική ατμόσφαιρα. Τύψεις, αλλά και γλυκές στιγμές ευφορίας». «Και, όπως όλα τα πράγματα, μας περιτριγυρίζουν ασφυκτικά. Τέλμα. Αδιέξοδο. Και η ανάγκη να αρπαχθείς από την άκρη ενός ονείρου και να επιζήσεις ανύπαρκτη. Η σοφία αποκτιέται, εξάλλου, όταν πια δεν είναι αναγκαία». Στοιχειώνουν τα λόγια του Κουν, όπως και η τελευταία του παράστασή Ο ήχος του όπλου, που συνέκρινε τις ευαισθησίες και το χιούμορ του με τα κείμενα της «τσεχωφικής δημιουργίας». Για εκείνη μια λέξη υπήρχε μόνο: αγωνία. Αυτή την αγωνία μου εκφράζω με ένα έργο-σταθμός, που έπαιξα κι εγώ πριν από δέκα χρόνια και έδωσα εξετάσεις με αυτό, ακόμα πιο πίσω, μαθητής στη Σχολή. Ναι, «φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια, κάποιος μας τα κλέβει μυστικά». Φεύγουν και οι άνθρωποι. Με κρότο, μακριά. Ακόμα κι όταν δεν εκπυρσοκροτεί το όπλο. Και τι μένει; Ο ήχος μιας ζωής ή μάλλον ο απόηχος. Έναν χρόνο μετά ανεβάζουμε με μια εξαιρετική διανομή το πιο δημοφιλές έργο της Αναγνωστάκη. «Για χρόνια που περνούν, που δεν θα ξαναρθούν… μες στα θερινά τα σινεμά». Σαν ταινία. Μια ταινία για τη Λούλα. ΜΆΝΟΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΙΆΝΝΗΣ
7
ΛΟΥΛΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ Βιογραφικό σημείωμα
Η Λούλα Αναγνωστάκη (1928-2017) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ήταν αδελφή του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, σύζυγος του πεζογράφου, μεταφραστή και καθηγητή Ψυχιατρικής, Γιώργου Χειμωνά, και μητέρα του συγγραφέα Θανάση Χειμωνά. Εμφανίστηκε στο θέατρο το 1965 με την Τριλογία της πόλης και έγραψε συνολικά δώδεκα θεατρικά έργα. Επτά από αυτά ανέβηκαν από τον Κάρολο Κουν στο Θέατρο Τέχνης: Η Πόλη (Η διανυκτέρευση, Η πόλη, Η παρέλαση), Αντόνιο ή Το μήνυμα (1972), Η νίκη (1978), Η κασέτα (1982) και Ο ήχος του όπλου (1987), που έμελλε να είναι και η τελευταία σκηνοθεσία του. Τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Κουν, το 1990, η Αναγνωστάκη συνεργάστηκε με το θέατρο Αθήναιον, όπου ο θίασος Τζ. Καρέζη-Κ. Καζάκου ανέβασε, σε σκηνοθεσία Β. Παπαβασιλείου, το έργο της Διαμάντια και μπλουζ, το οποίο αποτέλεσε και την τελευταία θεατρική εμφάνιση της δημοφιλούς πρωταγωνίστριας. Το 1995 η Αναγνωστάκη επέστρεψε στο Θέατρο Τέχνης με το Ταξίδι μακριά σε σκηνοθεσία Μ. Κουγιουμτζή. Το 1998 το Εθνικό Θέατρο, τριάντα ένα χρόνια μετά το ανέβασμα του τρίπρακτου έργου της Η συναναστροφή σε σκηνοθεσία Λ. Τριβιζά, παρουσίασε το μονόπρακτο Ο ουρανός κατακόκκινος σε σκηνοθεσία Β. Αρδίττη. Το 2003 ανέβηκε από τη Νέα Σκηνή σε σκηνοθεσία του Λ. Βογιατζή το τελευταίο θεατρικό της έργο Σ’ εσάς που με ακούτε, στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Κύρια θεματική στη δραματουργία της Αναγνωστάκη είναι η μοναξιά, η ενοχή, τα τραύματα και τα αδιέξοδα του Έλληνα των μεταπολεμικών χρόνων, το νέο αστικό τοπίο, οι προσωπικές και συλλογικές μας διαψεύσεις. Αν η πνευματική καταγωγή του Καμπανέλλη, όπως την ορίζει ο ίδιος σε συνέντευξή του, είναι «το στρατόπεδο» –εννοώντας το Μαουτχάουζεν–, η πνευματική αφετηρία της Αναγνωστάκη είναι σίγουρα ο Εμφύλιος, μια και υπάρχει ως ιστορική αναφορά σχεδόν στο σύνολο της δραματουργίας της. Παρ’ όλο που το έργο της Αναγνωστάκη εμπνέεται από οικεία δεινά, χάρη στην υπαινικτική της γραφή παραμένει αποκαλυπτικό για οποιονδήποτε έχει ζήσει ακόμη και σε τελείως διαφορετικές γεωγραφικές, ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες. Γι’ αυτό και έργα της Λούλας Αναγνωστάκη έχουν παρουσιαστεί επίσης στο εξωτερικό (Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Γερμανία, Κύπρο, Ισπανία, ΗΠΑ, Πολωνία, Τουρκία), με κορυφαία στιγμή το ανέβασμα της Παρέλασης την άνοιξη του 1969 από
8
τον Αντουάν Βιτέζ, επαληθεύοντας την πεποίθηση του Κουν πως «η Αναγνωστάκη είναι μια μεγάλη ευρωπαϊκή φωνή». Η δραματουργία της Αναγνωστάκη θα μπορούσε να χωριστεί σε τέσσερις ενότητες. Στην πρώτη εντάσσονται Η Πόλη (Η παρέλαση, Η πόλη, Η διανυκτέρευση), Η συναναστροφή και Ο Αντόνιο ή Το μήνυμα, με κύρια θεματική τον Εμφύλιο, το παρακράτος της εποχής και τη δικτατορία και με έντονα τα στοιχεία του σασπένς και του παραλόγου στη γραφή της. Και στα πέντε αυτά έργα το συλλογικό διαπλέκεται με το προσωπικό, το ατομικό με το δημόσιο, το πραγματικό με το φανταστικό, δημιουργώντας μια μυστηριώδη κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, που συχνά μας παραπέμπει στον Πίντερ. Η δεύτερη ενότητα, στην οποία εντάσσονται Η νίκη, Η κασέτα και Ο ήχος του όπλου, έχει ως κύρια θεματική την ελληνική οικογένεια, από την περίοδο της μετανάστευσης των Ελλήνων στη Γερμανία μέχρι και τη Μεταπολίτευση, με έμφαση στο νέο αστικό της τοπίο. Στα έργα αυτά «ο λόγος της Αναγνωστάκη γίνεται πιο νευρώδης, αυστηρός, γνησιότερα ελληνικός αν θα μπορούσε να ειπωθεί κάτι τέτοιο», όπως σημειώνει ο κριτικός θεάτρου Ν. Μπακόλας με αφορμή τη Νίκη. Η τρίτη ενότητα περιλαμβάνει τα Διαμάντια και μπλουζ και το Ταξίδι μακριά. Εδώ, μέσα από τη μουσική και το τραγούδι η Άννα από το Διαμάντια και μπλουζ και μέσα από το θέατρο η Δήμητρα από το Ταξίδι μακριά θα οδηγηθούν στην αυτογνωσία και την ωριμότητα. Και στα δύο αυτά έργα, αν και εστιάζουν περισσότερο στην ιδιωτική ζωή των δραματικών προσώπων με αρκετά διαφορετικό από το ως τώρα ύφος της συγγραφέως, ο χώρος δράσης των ηρώων είναι στην ουσία μια μουσική σκηνή στο πρώτο και μια θεατρική σκηνή στο δεύτερο. H τέταρτη ενότητα περιλαμβάνει τον Ουρανό κατακόκκινο, τον μοναδικό μονόλογο της Αναγνωστάκη, και το τελευταίο της έργο Σ’ εσάς που με ακούτε. Έχει ως θέμα την επανάσταση το πρώτο (εγώ κάνω τη δική μου επανάσταση, με αυτή τη φράση κλείνει το έργο) και την αποτυχία της το δεύτερο, μια και η Σοφία, η οποία αποτελεί για τον Άγη, τον κεντρικό ήρωα, μια πιθανή φανταστική συνέχεια της Rosa Luxemburg, δολοφονείται. Στα δύο αυτά τελευταία της έργα η Αναγνωστάκη ασκεί δριμεία κριτική κατά της παγκοσμιοποίησης, ενώ αναφέρεται διακειμενικά στον επαναστάτη της ποίησης, T. S Eliot, «τον ποιητή που άλλαξε την ποίηση», μέσα από την Έρημη Χώρα (Here I am an old woman in a dry month) στο πρώτο και (Φληβάς ο Φοίνικας, δεκαπέντε μέρες πεθαμένος, Λησμόνησε την κραυγή των γλάρων...) στο δεύτερο. Το 2010, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Γιώργου Χειμωνά, η Αναγνωστάκη γράφει –ύστερα από παραγγελία του Θ. Γκόνη για το Φεστιβάλ Φιλίππων και Καβάλας– ένα κείμενο που παρουσιάστηκε σε μορφή θεατρικού μονολόγου, με πρωταγωνίστρια τη Ρένη Πιττακή. Θέμα του είναι ο ίδιος ο Χειμωνάς. Ο Γιώργος ως Άμλετ είναι το τελευταίο κείμενο που έγραψε η Αναγνωστάκη. Άλλωστε, η ίδια σε παλαιότερη της συνέντευξη διευκρινίζει: «με επηρέασε πολύ ο Γιώργος, μέσα απ’ τα κείμενά του, απ’ αυτό που ήταν». Οι μελετητές του έργου της ξεχωρίζουν στη θεατρική γραφή της Αναγνωστάκη: τις ακριβείς σκηνικές –σχεδόν σκηνοθετικές– της οδηγίες, τις μουσικές της επιλογές, το νεωτερικό της ύφος, τους δυνατούς της διαλόγους, τη βαθιά ενσυναίσθηση στην έκφραση της ψυχοσύνθεσης των δραματικών της προσώπων – ιδίως των νέων και των γυναικείων χαρακτήρων, την υποβλητική της ατμόσφαιρα, την πολιτική της τόλμη και τη σύγχρονη, συχνά προφητική, θεματική της. ΜΆΝΟΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΙΆΝΝΗΣ
9
Ο ΗΧΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Ειρήνη Μουντράκη
Η Λούλα Αναγνωστάκη είναι ένα πνεύμα φτιαγμένο από ελευθερία. Σημείο αναφοράς και γέφυρα τάσεων, τάξεων, αισθήσεων, νοημάτων και πνευμάτων μέσα από τα έργα της, σημείο επαφής και ένωσης μεταξύ τριών κόσμων: εκείνον του χθες που πρέπει να αποφύγουμε τα λάθη του, αυτόν του σήμερα για τον οποίο πρέπει να παλέψουμε και τον άλλο, εκείνον που δεν έχει έρθει ακόμα αλλά προοιωνίζεται στις ψυχές των ευήκοων και εκλεκτών – φέρνοντας τα δικά του δεινά και τις δικές του ελπίδες. Το προσωπικό και το συλλογικό δεμένα άρρηκτα. Ο άνθρωπος-πολίτης και η μεταφυσική ποίηση της ύπαρξης πορεύονται χέρι-χέρι γράφοντας και πλάθοντας μαζί την Ιστορία. Η γραφή της ένα ψυχογράφημα του σύγχρονου Έλληνα σε άμεση σχέση με την πορεία της ιστορίας του. Προσωπικά και κοινωνικά αδιέξοδα, ένα αβάσταχτο συναίσθημα ήττας, μοναξιά, αδυναμία επικοινωνίας, ενοχικά συμπλέγματα, ηθικά βάρη είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των ηρώων της που ωστόσο στέκονται με αξιοπρέπεια απέναντι στη ζωή. Ηρώων που κραυγάζουν ότι είναι ελεύθεροι, ότι δεν έχουν αλυσίδες για να τις χάσουν, ότι δεν είναι ο μέσος όρος, πως δεν βολεύονται και προσπαθούν να κάνουν τις μικρές, προσωπικές τους επαναστάσεις. Ο άνθρωπος βρίσκεται πρώτα απέναντι στον εαυτό του και στη συνέχεια απέναντι στους άλλους. Και δίνει τη μεγάλη, τη δύσκολη μάχη για την κατάκτηση της ελευθερίας του. Η συγγραφέας μάς δίνει ένα εύγλωττο πορτρέτο για αυτό που είμαστε και αυτό που φέρουμε αλλά και μια επίκαιρη θεώρηση των δεσμών του ατόμου με τους γύρω του και με την κοινωνία του. Οι ήρωές της παλεύουν να βρουν τη θέση τους σε έναν κόσμο που αλλάζει και φλογίζονται από τον πόθο και την ανάγκη να κάνουν κάτι μεγάλο, κάτι μοναδικό. Μόνο που κάποιες φορές αυτό το μεγάλο μπορεί να είναι απλά ένα μεγάλο λάθος, όπως στην περίπτωση του Γιάννη στον Ήχο του όπλου, όπου σε ένα όπλο συγκεντρώνεται ξαφνικά όλη η λύσσα, η αγωνία, το πάθος για δύναμη, για εξουσία και υπόσταση. Το μικρό αυτό αντικείμενο γίνεται στο μυαλό του το διαβατήριό του για να ζήσει μια διαφορετική ζωή, για να μη χρειαστεί ξανά να φοβηθεί. Το έργο είναι μια αλληλουχία εικόνων, πλάνα που φωτίζουν τους ήρωες και τα αδιέξοδά τους, ελπίδες και ανατροπές. Όλα σχεδόν έχουν ήδη συμβεί. Μόνο αποκαλύψεις και ανακαλύψεις –ακόμη και του τι κρύβεται μέσα μας– και μια απειλή που συνεχώς πολλαπλασιάζεται με τον προεκλογικό
10
Κώστας Νικούλι
αχό στα αυτιά μας. Άνθρωποι νέοι που νιώθουν ήδη παγιδευμένοι και αγωνιούν για να ξεφύγουν από τη μιζέρια της ζωής αυτής που τους κρατά δέσμιους σε ένα πλέγμα κοινωνικών και προσωπικών σχέσεων. Σχέσεις αδοκίμαστες, φοβισμένες, χωρίς γερούς δεσμούς, φοβικές. Σχέσεις ανθρώπων που ποτέ δεν ένιωσαν σίγουροι με τον εαυτό τους και τις επιλογές τους, με τη θέση τους μέσα στον κόσμο. Γονείς και παιδιά που δεν έχτισαν σχέσεις αγάπης και εμπιστοσύνης, σύζυγοι που δεν βρήκαν τρόπους επικοινωνίας, αδέλφια που δεν μοιράζονται αλήθειες, ζευγάρια που δεν τολμούν να γίνουν αληθινά. Και η φυγή ως μόνη ελπίδα, συμπορεύεται με τη σιωπή. Η λύση του δράματος είναι βίαιη, ένα παιχνίδι ωμότητας και ποίησης. Δεν εκπυρσοκροτεί το όπλο στα χέρια του Μιχάλη, ούτε θέλει να το κάνει. Όμως ο θάνατος έρχεται αφού με κάποιον τρόπο κλήθηκε. Δεν έχει άλλωστε ανάγκη να ανακοινωθεί. Απροσδόκητος και αναπόφευκτος έρχεται. Τίποτα δεν πρόκειται ωστόσο να λυθεί. Όλα μένουν ανοιχτά για να διαιωνίσουν αυτόν τον φαύλο κύκλο. Αυτό που μένει είναι ο ήχος του ανθρώπου και η φωνή της Αναγνωστάκη, οδηγός επιβίωσης σε μια κοινωνία σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Βαθιά ανθρώπινη, βαθιά αληθινή, αρχετυπική. Η Ειρήνη Μουντράκη είναι Διδάκτωρ του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
11
ΑΘΗΝΑ -ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Δημήτρης Καταλειφός
Το 2000 βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη για να συμμετάσχω στη Νόρα του Ίψεν στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Με αυτή την ευκαιρία, ο Νικηφόρος Παπανδρέου μού έκανε την τιμή να με καλέσει να διδάξω υποκριτική στο Τμήμα Θεάτρου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Αφού πέρασαν δύο περίπου μήνες με εισαγωγικά μαθήματα και γνωριμία με τους φοιτητές και τις φοιτήτριες εκείνου του έτους, αποφάσισα να δουλέψουμε σκηνές από τον Ήχο του όπλου της Αναγνωστάκη. Η παραμονή μου για πρώτη φορά επί μεγάλο χρονικό διάστημα στη Θεσσαλονίκη, λόγω των υποχρεώσεών μου ως ηθοποιός, με έκανε να αγαπήσω ακόμα περισσότερο αυτή την πόλη και αυθόρμητα αισθάνθηκα την επιθυμία να ασχοληθούμε με μία σπουδαία συγγραφέα που γεννήθηκε και έζησε ένα μέρος της ζωής της εκεί. Βέβαια, το συγκεκριμένο έργο εκτυλίσσεται στην Αθήνα, αυτό όμως δεν είχε καμιά σημασία ούτε για μένα ούτε για τις ανάγκες του μαθήματος. Είχα δει τον Ήχο του όπλου στην ιστορική τελευταία σκηνοθεσία του Κουν στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης και ομολογώ ότι με είχε συγκινήσει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο έργο της Αναγνωστάκη. Ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία, τόσο το έργο όσο και η παράσταση. Ο χώρος που γινόταν το μάθημα, στο κτίριο της λεωφόρου Εγνατίας, ταίριαζε θαυμάσια, τόσο για το σπίτι της Φανής όσο και για το σπίτι της Μαρίκας. Χωρίσαμε με τα παιδιά την αίθουσα σε δυο περιοχές, έφεραν έπιπλα και αντικείμενα από τα σπίτια τους και ξεκινήσαμε τις πρόβες. Όταν τα παιδιά πρωτοδιάβασαν το έργο, θυμάμαι πως δεν ενθουσιάστηκαν. Το είχαν βρει πολύ βαρύ και καταθλιπτικό. Αρχίσαμε τις συζητήσεις, τις αναλύσεις, τους αυτοσχεδιασμούς και έναν μήνα περίπου μετά το ερωτεύθηκαν, όπως και εγώ. Στους νεαρούς ήρωες, τον Μιχάλη, τη Φανή, τον Γιαννούκο άρχισαν να αναγνωρίζουν στοιχεία από τον εαυτό τους, τη ζωή τους, τα δικά τους αδιέξοδα. Οι κοπέλες που έπαιζαν τη μητέρα, την Κάτια, αναγνώριζαν πλευρές της δικής τους μητέρας ή οικογένειας. Οι κοπέλες που έπαιζαν τη Μαρίκα διασκέδαζαν με το χιούμορ του ρόλου. Αυτό το τόσο βαθιά ελληνικό και βαθιά ποιητικό μέσα στον ρεαλισμό του έργο δεν γινόταν να μην τους συγκινήσει. Η Αναγνωστάκη παίρνει τη μεταπολιτευτική Ελλάδα και τη μεταπολιτευτική οικογένεια και, εντελώς ανεπηρέαστη πια από οποιαδήποτε καλοδεχούμενη ως τότε επιρροή, πλάθει το ωριμότερο για μένα έργο της, το προσωπικό της αριστούργημα. Για μένα το έργο είναι τραγωδία. Το κέντρο της είναι φυσικά αυτή η συγκλονιστική σχέση μητέρας και γιου, αλλά παράλληλα κινούνται γύρω τους τα δυο σπαρακτικά αδέλφια, η Φανή κι ο
12
Γιαννούκος, η κωμικοτραγική Μαρίκα κι ο κομμουνιστής φίλος της και επίσης τα απόντα πρόσωπα, όπως ο πασοκτζής επαρχιώτης σύζυγος και η οικογένειά του, ο αριστερός πατέρας της Κάτιας, η προβληματική έφηβη κόρη της, το ζευγάρι που κάλεσε τον Μιχάλη στην Αμερική. Το έργο μιλάει για δύναμη και οι ήρωες είναι όλοι τόσο αδύναμοι, τόσο πληγωμένοι, τόσο βαθιά τραυματισμένοι, τόσο αβοήθητοι. Και το συγκλονιστικό εύρημα της Αναγνωστάκη, να τοποθετεί τους τσακισμένους αυτούς ήρωες μέσα σε μία μέρα, στον ίδιο ουσιαστικά χώρο, όπως η τραγωδία, περικυκλωμένους από κούφια πολιτικά συνθήματα, ψεύτικες υποσχέσεις και διασπορά αντιθέσεων και διχασμού που δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Μέσα σε μία μέρα και έξω από μια μικροαστική πολυκατοικία ξετυλίγει οικογενειακές τραγωδίες και ταυτόχρονα την τραγωδία μιας ολόκληρης χώρας που αδυνατεί να πατήσει στα πόδια της και να αποκτήσει δύναμη. Και όλα αυτά καμωμένα με καρδιά, με αίσθημα, χωρίς τίποτα εγκεφαλικό ή με κάποιο διδακτικό χαρακτήρα. Ένα έργο απίστευτης σύλληψης και ομορφιάς που για μένα έχει καταχωρηθεί ήδη στα κλασικά ελληνικά αριστουργήματα. Οι εξετάσεις στις αρχές του καλοκαιριού εκείνης της χρονιάς, μέσα στην αίθουσα της Εγνατίας, αποτελεί μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές της ενασχόλησής μου σαν δάσκαλος. Η αίθουσα είχε γεμίσει ασφυκτικά από φίλους των φοιτητών και η αγάπη που είχαν νιώσει για το έργο της Αναγνωστάκη μεταδόθηκε με το παίξιμό τους στο πρώτο τους αυτό κοινό. Μετά την παράσταση καταλήξαμε σε κάποιο ταβερνάκι κοντά στο Πανεπιστήμιο. Ήταν μαζί μας ο Νικηφόρος Παπανδρέου, η Έφη Σταμούλη, καθηγήτρια κι εκείνη, και κάποιοι ακόμα που δεν μπορώ να θυμηθώ. Ήμασταν όλοι τόσο ευχαριστημένοι. Και πάνω απ’ όλους οι ίδιοι οι φοιτητές. Είχαν αναμετρηθεί με ρόλους που απαιτούσαν μεγάλη έκθεση και ψυχική γενναιοδωρία. Και αυτό τους είχε πλουτίσει. Παρά την απειρία, παρά τα όποια λάθη, είχαν καταφέρει κάτι τόσο ευγενικά χειροποίητο που είχε γλυκάνει τον καθένα μας για τον δικό του λόγο. Σε λίγες ημέρες μετά από εκείνη την καλοκαιρινή βραδιά, αποχαιρέτησα τη Θεσσαλονίκη, επιστρέφοντας στην Αθήνα με το τρένο. Διασχίζοντας ένα μεγάλο μέρος της μικρής μας χώρας, αυτής της πανέμορφης χώρας, σκέφτηκα και πάλι το έργο της Αναγνωστάκη και θυμήθηκα τον Μιχάλη, αυτόν τον απελπισμένο φοιτητή του έργου που ονειρευόταν να φύγει για την Αμερική, ελπίζοντας πως εκεί θα βρει αυτό που η ίδια του η πατρίδα δεν μπορούσε να του δώσει. Θυμήθηκα το σεφερικό «όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει» και το καβαφικό «η πόλις θα σε ακολουθεί» και αισθάνθηκα το αδιέξοδο αυτής της αντίφασης που βασανίζει πολλούς από τους ήρωες της Αναγνωστάκη. Να αγαπάς τον τόπο σου, να πνίγεσαι μέσα σ’ αυτόν και ταυτόχρονα να μην μπορείς ποτέ να ξεφύγεις.
Ο Δημήτρης Καταλειφός είναι ηθοποιός-σκηνοθέτης. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εντευκτήριο 114, Απρίλιος 2018, τεύχος-αφιέρωμα στη Λούλα Αναγνωστάκη (οργάνωση αφιερώματος: Μάνος Καρατζογιάνης-Γιώργος Κορδομενίδης).
13
ΞΑΝΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΗΧΟ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ... Βίκυ Μαντέλη
Στον Ήχο του όπλου, έργο του 1987, η Λούλα Αναγνωστάκη αποτυπώνει την ατμόσφαιρα μιας μεταιχμιακής εποχής, όπου οι σχέσεις των ανθρώπων, οι παραδοσιακές αξίες και τα ιδανικά της νεοελληνικής κοινωνίας έχουν διαταραχθεί. Με εστιακό σημείο τους νέους και το συναίσθημα απογοήτευσης που βιώνουν, η Αναγνωστάκη τοποθετεί τα δραματικά πρόσωπα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο, το οποίο δεν επιτρέπει την αδράνεια, αλλά ούτε και τον απεγκλωβισμό από τα γκρεμισμένα πρότυπα του παρελθόντος. Για τον Κάρολο Κουν Ο ήχος του όπλου υπήρξε το κύκνειο άσμα του1. Η σκηνοθεσία του θεωρήθηκε από τις πιο πετυχημένες και οι παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης έκαναν το έργο να αγαπηθεί από το ευρύ ελληνικό κοινό. Η έλλειψη επικοινωνίας –γνώριμο μοτίβο στη δραματουργία της συγγραφέως2– εστιάζεται εδώ ανάμεσα σε πρόσωπα της ίδιας ηλικιακής ομάδας και δηλώνεται αντιστικτικά μέσα από ηχητικά σημεία. Για να γίνει αυτό πιο κατανοητό, αρκεί να εκθέσουμε κάποια στοιχεία της δραματικής πλοκής: με φόντο τη βουή της προεκλογικής περιόδου του 1985 και τους ήχους από τους ανοικτούς τηλεοπτικούς δέκτες, υπάρχει μια διαρκής αντιδικία ανάμεσα στους σκηνικούς ήρωες για το ποια μουσική θα ακουστεί, για το ποιο τραγούδι είναι καλύτερο, για την κασέτα που μπορούν να δανειστούν ή να ανταλλάξουν. Μιχάλης, Γιάννης και Κάτια ακούνε τις δικές τους μουσικές, διασκεδάζουν με τα δικά τους τραγούδια, καταφεύγουν στους δικούς τους πομπούς ήχων, αθώους ή επικίνδυνους. Ο θεατής βλέπει το κασετόφωνο της Κάτιας, βλέπει το όπλο του Γιάννη. Εν τέλει, και αντίθετα από την όποια ρεαλιστική προσέγγιση, τα δραματικά πρόσωπα θα απομονωθούν το καθένα στη δική του υποκειμενική πραγματικότητα. Η μουσική φέρει ειδικό συμβολισμό σε σχέση με τους νεαρούς ήρωες του έργου, τον Μιχάλη και τον Γιάννη, οι οποίοι κυνηγούν απεγνωσμένα το όνειρό τους. Στη σκηνή του τέλους η πιθανότητα ενός ήχου, ο πιθανός κρότος ενός όπλου, το οποίο ειρωνικά είναι άσφαιρο και άρα βουβό, θα φέρει τη λύση του δράματος με έναν σπαρακτικό τρόπο. Ο Μιχάλης θα προσπαθήσει μάταια να πείσει την Κάτια να δεχθεί την απόφασή του να φύγει για πάντα στην Αμερική και η Κάτια θα πάθει ανακοπή αντικρίζοντας το όπλο του Μιχάλη. Από όλους τους ήχους και τις 1 Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 20.2.1987 στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Η παράσταση επαναλήφθηκε και την επόμενη χειμερινή σεζόν. 2 Βλ. εκτενώς Β. Μαντέλη, Το μοτίβο της εισβολής στο θέατρο της Λούλας Αναγνωστάκη, Πεδίο, Αθήνα 2014.
14
Σταύρος Μερμήγκης
φωνές που ακούγονται στο έργο δίχως δραματικό αποτέλεσμα ο ήχος ενός όπλου που δεν ακούγεται, αλλάζει για πάντα την τύχη της Κάτιας και του Μιχάλη. Το μοτίβο της επικοινωνίας διαφοροποιείται εδώ σε σχέση με τα προηγούμενα έργα της Αναγνωστάκη (Η κασέτα, Η νίκη, Η συναναστροφή). Στον Ήχο θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την αναπαράσταση μιας τρυφερής σχέσης ανάμεσα στους δυο νεαρούς φίλους, τον Γιαννούκο και τον Μιχάλη. Ο Μιχάλης βρίσκεται σε μόνιμη ανησυχία προκειμένου να βρει τον Γιαννούκο και να βεβαιωθεί ότι όλα είναι καλά. Έχει μια προστατευτική στάση απέναντί του. Από την άλλη, το τρυφερό παράπονο και η εφηβική προσκόλληση εξηγούν τον τρόπο με τον οποίο συνδέεται ο Γιάννης με τον Μιχάλη, τον «Μάικ», τον «Θεό» του, όπως τον αποκαλεί. Παράλληλα, τα δύο νεαρά πρόσωπα επιθυμούν κάτι άλλο από αυτό που έχουν: για τον Γιάννη η μουσική και οι δανεικές ή κλεμμένες κασέτες είναι μια υπεκφυγή συναρτώμενη από το αίσθημα της ανασφάλειας που τον διακατέχει. Στην πραγματικότητα αυτό που θα δώσει νόημα στη ζωή του και δύναμη στον ίδιο είναι το όπλο που θα περιέλθει μυστηριωδώς στην κατοχή του. Από τη μεριά του, ο Μιχάλης δεν θέλει τη δέσμευση της Φανής ούτε της οικογένειάς του, ούτε πάλι του αρέσει το φλερτ της Μαρίκας. Αυτή η πραγματικότητα τον πνίγει και έτσι το ταξίδι στην Αμερική συμβολίζει την έξοδο προς την ελευθερία και την υποκειμενική πραγματικότητα που ονειρεύεται.
15
Τζένη Σκαρλάτου
Μιχάλης και Γιάννης υπερασπίζονται τα όνειρά τους με ζωντάνια και ορμή, αλλά κατά βάθος το κίνητρό τους είναι η μελαγχολία και η απογοήτευση για τα λίγα που η ζωή τους προσφέρει3. Αντίστοιχη φυγή από τον ρεαλισμό της πραγματικότητας και τον εγκλωβισμό της από τον διπλό ρόλο της συζύγου και της μητέρας επιχειρεί η Κάτια με όχημα το ποτό και το κασετοφωνάκι της, στο οποίο ακούει ενθουσιωδώς τα αντάρτικα τραγούδια που τόσο πολύ απεχθανόταν ο σύζυγός της. Η εύθραυστη Κάτια συνθλίβεται κάτω από το βάρος των ενοχών της και της αδυναμίας της να ανταπεξέλθει στους κοινωνικούς ρόλους της. Στο πλαίσιο της αδυναμίας των δραματικών προσώπων να προσαρμοστούν στην «αντικειμενική πραγματικότητα» και παράλληλα της πρόθεσής τους να μεταβούν σε έναν υποκειμενικό κόσμο, σε έναν κόσμο που εμπνέεται από τη φαντασία και το όνειρο, θα πρέπει να δούμε την ιστορία με το όπλο του Γιάννη. Ο σκηνικός ήρωας δίνει τεράστιες διαστάσεις στην ιστορία αυτή. Μέσα από την αφήγησή του ο θεατής πληροφορείται ότι ο μικρός θα γνωρίσει έναν μυστηριώδη παράνομο τύπο, θα τον μυθοποιήσει και θα αποπειραθεί να κλέψει λίγη από την αίγλη που τον περιβάλλει. Στα χέρια του Γιάννη θα περιέλθει ένα όπλο, σύμβολο της μεγάλης ζωής και της μοναδικής δύναμης που πάντα αποζητούσε. Κάπως έτσι θα αρχίσει να απομονώνεται όλο και περισσότερο από την υπόλοιπη 3 Ο Δ. Θ. Φραγκόπουλος σε κριτική για την πρώτη παράσταση του έργου χαρακτηρίζει τη γραφή της Λούλας Αναγνωστάκη ως «θέατρο απελπισίας» και αναγνωρίζει στους χαρακτήρες από διαφορετικές γενιές το στίγμα του Κάιν. Δ. Θ. Φραγκόπουλος, «Κριτική για τον Ήχο του όπλου», Νέα Εστία, τόμ. 121, αρ. 1434, Απρίλιος 1987, σσ. 476-77.
16
«πραγματικότητα» και θα οχυρωθεί σε έναν κόσμο φτιαγμένο στα μέτρα του, διεκδικώντας τη μοναδικότητά του. Όπως ο Παύλος της Κασέτας, ο Νίκος και η Βάσω της Νίκης, ο Γιάννης ή Γιαννούκος θα βιώσει –όπως ο ίδιος πιστεύει– τη Μεγάλη Πράξη, την «αποκάλυψη». Μέσα από τους χαρακτήρες των δραματικών προσώπων της η Αναγνωστάκη φαίνεται να συζητά το θέμα της αναζήτησης των ιδανικών, τα οποία η ίδια δε θεωρεί «συλλογικά αποδεκτά»4, όμως αρκεί να δίνουν νόημα ζωής σε εκείνον που τα πιστεύει. Η συγγραφέας μοιάζει να υπερασπίζεται το δικαίωμα των νεαρών χαρακτήρων της να θέλουν να «ψαχτούν», να σκεφτούν χωρίς να αναλάβουν καμία ευθύνη, χωρίς να κάνουν απολύτως τίποτε. Παρότι στην ίδια ηλικιακή ομάδα με τον φίλο του, ο Μιχάλης δεν θα συναισθανθεί το πρόβλημα του Γιάννη και θα ειρωνευτεί την ιστορία με το όπλο και τη συνάντηση με τον μυστηριώδη ξένο. Η ασυνεννοησία των δυο νεαρών φίλων και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός, ο οποίος αποτυπώνεται σε σκηνές του έργου στις οποίες διαφωνούν άγρια για το ποιος ψεύδεται, για το ποιος από τους δυο έχει δίκιο και για το ποιος έχει τελικά το πρόβλημα, υποβάλλει τον προβληματισμό της συγγραφέως για την ανθρώπινη επικοινωνία, για τη διεκδίκηση και την κτητικότητα στις ανθρώπινες σχέσεις. Αντίθετα από τα πρόσωπα της Κασέτας και της Νίκης, τα δραματικά πρόσωπα του Ήχου του όπλου δεν διαθέτουν δυνατό ιδεολογικό οπλοστάσιο. Κινούνται σε ένα δραματικό πλαίσιο αντι-ιδεολογικό, σ’ ένα δραματικό τοπίο όπου οι δεσμοί έχουν χαλαρώσει και όπου το προσωπικό κενό του ατόμου φαντάζει πιο σημαντικό από οποιαδήποτε συλλογική έγνοια. Το στοιχείο της δραματικής πλοκής που λειτουργεί ως κοινωνική πίεση είναι, θα λέγαμε, ο ψυχολογικός πόλεμος που υφίστανται ο Γιάννης και ο Μιχάλης από τα γυναικεία πρόσωπα του έργου. Ο πρώτος καταπιέζεται από την αδερφή του, από την οποία ξεφεύγει όταν εξαφανίζεται οριστικά. Ο δεύτερος καταπιέζεται από τη σύντροφό του Φανή και από τη μητέρα του Κάτια. Ο Μιχάλης αντιπαρέρχεται την καταπίεση της Φανής υποτιμώντας την επιχειρηματολογία της και αντιπαραβάλλοντας την ανάγκη του για απόλυτη μοναξιά. Με την Κάτια δοκιμάζει ως έσχατη λύση έναν σκληρό τρόπο, έναν τρόπο που κρύβει απελπισία. Την απειλεί ψεύτικα ότι δήθεν θα σκοτωθεί με το περίστροφο. Ο λόγος του Μιχάλη στην τελευταία εικόνα του έργου ακούγεται τραγικός: Θες να με ξεφορτωθείς, μάνα, πάντα σου ήμουνα φόρτωμα και τώρα θες να με ξεφορτωθείς μια και καλή… […] Μα εγώ δε θέλω να φορτώνομαι σε κανένα. Να μ’ αφήσεις ήσυχο θέλω… αυτό θέλω… Άλλωστε, γι’ αυτό φεύγω! (Σκληρά και ειρωνικά.) – Αν αυτό είναι που σε τάραξε! Για να μη σας είμαι φόρτωμα! Με πούλησες μάνα… Για να είστε όλοι ήσυχοι! Η δική μου ζωή δεν μετρά! […] Ήσυχη, να ’σαι ήσυχη εσύ κι ας υποφέρω εγώ κι ας γίνομαι κομμάτια! Ήρθες εδώ και μ’ έκανες κομμάτια, αλλά δεν θα σου περάσει! […] Πάντα το ήξερες, πως κάποτε θα έκανα αυτό που ήθελα. Η Βίκυ Μαντέλη είναι Δρ Θεατρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΕΠ Τμήμα Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστήμιο Πατρών, ΣΕΠ Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο).
4 Λ. Αναγνωστάκη σε συζήτηση που δημοσιεύτηκε σε ειδική έκδοση της εφημ. Οδηγητής, αρ. 12, 15.9.1988, σ. 45.
17
18 Αγησίλαος Μικελάτος, Πέγκυ Σταθακοπούλου
Ο ΗΧΟΣ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ, 1987 Μάνος Καρατζογιάννης
Παραμονές των εκλογών του 1985 η μητέρα του Μιχάλη, η Κάτια, Αθηναία δημότης, έρχεται στην Αθήνα από την επαρχία για να ψηφίσει, διαταράσσοντας την καθημερινότητα του δεκαεννιάχρονου γιου της Μιχάλη. Από την παλιά της φίλη Μαρίκα μαθαίνει πως ο Μιχάλης έχει εγκαταλείψει τη βιομηχανική σχολή, στην οποία φοιτά, και πως ετοιμάζεται να φύγει για την Αμερική, αφήνοντας πίσω την κοπέλα του Φανή, που είναι έγκυος. Στην προσπάθειά της να μεταπείσει τον Μιχάλη έρχεται αντιμέτωπη μαζί του. Εκείνος την απειλεί ότι θα αυτοκτονήσει με ένα παράνομο όπλο, που βρέθηκε στα χέρια του από μια μυστήρια ιστορία παρανομίας, στην οποία φέρεται να είναι μπλεγμένος ο δεκαεξάχρονος αδελφός της Φανής, Γιαννούκος. Μπροστά στη θέα του όπλου και στην επικείμενη εκπυρσοκρότηση, που όμως δεν θα ακουστεί ποτέ, η Κάτια πέφτει νεκρή. Η συγγραφέας σκιαγραφεί τα πρόσωπα ως εξής: «Θέλουν να είναι ελεύθερα. Παρ’ όλες τις παγιδευτικές προδιαγραφές. Έστω να θέλουν να αισθάνονται ελεύθερα. Να το θέλουν περισσότερο από κάθε τι. Και ίσως αυτό μονάχα τους αρκεί»1. Η Σακελλαρίδου συγκρίνει το αίσθημα της ανίας, από το οποίο υποφέρει ο Μιχάλης στον Ήχο του όπλου, με τη βαθιά παραίτηση που βιώνει ο Παύλος στην Κασέτα2. Αντίθετα από τον Μιχάλη, ο Γιαννούκος προσδίδοντας τρομερές διαστάσεις στην ιστορία με το όπλο συναντιέται και αυτός με τον Παύλο της Κασέτας αναζητώντας με τη σειρά του τη Μεγάλη Πράξη. Με ηχητικό φόντο τον θόρυβο της προεκλογικής εκστρατείας τα πρόσωπα προσπαθούν να επικοινωνήσουν και να εκφράσουν τις ανάγκες και τα ιδανικά τους το ένα στο άλλο. Μόνο που οι ανάγκες τους αυτές δεν είναι συλλογικά αποδεκτές. Σημειώνει η συγγραφέας: «Ταυτίζουμε πάντα τα ιδανικά με κάτι υψηλό. Όμως το ιδανικό είναι νόημα ζωής. Το να αποφασίσεις ξαφνικά να μη δουλέψεις, να μη σπουδάσεις, να μην κάνεις τίποτα και να κάτσεις να “ψαχτείς”, μπορεί να είναι ένα ιδανικό πολύτιμο γι’ αυτόν που το έχει. Σίγουρα τέτοιο ιδανικό δεν υπάρχει πουθενά στην ιστορία. Είναι όμως το δικό τους και το υπερασπίζονται»3.
1 Λούλα Αναγνωστάκη, Ο ήχος της ζωής, Καστανιώτης, Αθήνα 2006, σ. 20. 2 Εlisabeth Sakellaridou, «Levels of Victimization in the Plays of Loula Anagnostaki», Journal of Modern Greek Studies 14/1, Mάιος 1996, σσ. 103-122. 3 Αναγνωστάκη, Ο ήχος της ζωής, ό.π., σ. 30.
19
Αυτή η άμυνα είναι που προκαλεί μια σειρά από δραματουργικές εντάσεις με ένα όπλο να κυριαρχεί βουβά από σκηνή σε σκηνή. «Ωστόσο, το όπλο –όπως σημειώνει ο Τάσος Λιγνάδης4– ως οργανικό στοιχείο, αν και βαίνει παραλλήλως με τη “στοιχειώδη” υπόθεση, κρατάει ανοιχτό το ενδιαφέρον του θεατή, ο οποίος περιμένει να εκδηλωθεί από στιγμή σε στιγμή η σχέση του με το θέμα. Η εκδήλωση αυτή, κατά τρόπο συμβολικού αιφνιδιασμού, γίνεται στο τέλος του έργου και μάλιστα χωρίς καμία ρητορική εκπυρσοκρότηση. Η γράφουσα τελειώνει το έργο της όχι με μία λύση, αλλά κατά τρόπο ιψενικό5, με ένα δεινό κοινωνικό ερώτημα η Αναγνωστάκη υποβαθμίζει τη σύσταση των πραγμάτων για να εξάρει τη σύσταση των προσώπων». Ο Κάρολος Κουν, του οποίου ο Ήχος του όπλου αποτέλεσε και την τελευταία σκηνοθεσία του, κάνει από την πλευρά του τσεχωφικές αναγωγές διαπιστώνοντας: «Τις προάλλες σκεφτόμουν πόσο κοντά είναι η δουλειά μου στον “Ήχο του όπλου” με τα κείμενα της τσεχωφικής δημιουργίας. […] Σίγουρα είναι ένα μεγάλο ελληνικό έργο, που χτίζεται από πολύ μικρά πράγματα. Διαθέτει, παράλληλα, ευαισθησίες άπειρες, ποίηση αλλά και κωμικά στοιχεία. Και μέσα από την ελαφράδα του ξυπνούν οι δραματικές καταστάσεις. Οι σκηνές δεν έχουν κλιμάκωση. Μοιάζουν με πλάνα που πηγαινοέρχονται, χωρίς καθορισμένο τελείωμα. Όλες, όμως, όπως και το τέλος, κλείνουν αναπάντεχα»6. Επιπλέον, τονίζει ο Κουν πως «η γλώσσα που χρησιμοποιείται δίνει το στίγμα της εποχής» και αναρωτιέται, μολονότι ο γιος της συγγραφέως Θανάσης είχε τότε την ηλικία του δεκαεξάχρονου Γιαννούκου, οπότε θα μπορούσε να της είχε μεταφέρει ένα μέρος έστω της γλώσσας της εποχής, «πού την έμαθε η Λούλα Αναγνωστάκη τούτη την ορολογία που τα ακούσματά της χαρακτηρίζουν τους νέους των Εξαρχείων και των νυχτερινών διασκεδάσεων;» Στη συνέχεια ο κορυφαίος σκηνοθέτης παρατηρεί: «Τέλμα. Αδιέξοδο. Όπως όλα τα πράγματα που μας περιτριγυρίζουν ασφυκτικά. Και η ανάγκη να αρπαχθείς από την άκρη ενός ονείρου και να επιζήσεις, ανύπαρκτη. Η σοφία αποκτιέται, εξάλλου, όταν δεν είναι πια αναγκαία…»
Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Μάνου Καρατζογιάννη Στην Πόλη της Λούλας Αναγνωστάκη, Σοκόλη, Αθήνα 2015.
4 Τάσος Λιγνάδης, Η Καθημερινή, 1 Μαρτίου 1987. 5 Ο Ερρίκος Ίψεν (Henrik Ibsen, 20 Μαρτίου 1828-23 Μαΐου 1906) ήταν Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός, ένας από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης ευρωπαϊκής δραματουργίας. 6 Από συνέντευξή του στην Ελένη Πετάση για το Βήμα στις 8 Φεβρουαρίου 1987, μόλις έξι ημέρες πριν από τον θάνατό του.
20
21 Πέγκυ Σταθακοπούλου
ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΗΧΟ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ Ο Ήχος του όπλου της Λούλας Αναγνωστάκη από το «Θέατρο Τέχνης», στο υπόγειο του «Ορφέα», τελευταία σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν, σφραγίστηκε ανεξίτηλα από τη συγκινησιακή φόρτιση της απώλειας του μεγάλου δημιουργού, αλλά και από το παράδοξο, που συντελείται όσο, τουλάχιστον, κρατάει η παράσταση, της αναίρεσης της απουσίας του. Τι δικαίωση, αλλά και τι τιμή για έναν ποιητή της σκηνής! Και είναι της δικαιοσύνης λόγος η αναγνώριση πως τούτη η παράσταση-αποχαιρετισμός του Κουν που χρωστάει τα μέγιστα στο κείμενο της Αναγνωστάκη άντεξε αυτή την οδύνη, γιατί διαθέτει μία σπάνια ποιητική δυναμική και ένα αδιαμφισβήτητο σκηνικό κύρος. Κυρίως, όμως, ο Ήχος του όπλου διαθέτει έναν βαθύ και πλούσιο κοινωνικό προβληματισμό, μία γραφή υπαινικτική και έναν λόγο που δεν κατονομάζει, αλλά σηματοδοτεί νοητικές εργασίες. Κείμενο πολλαπλών επιπέδων, ο Ήχος του όπλου είναι ανοιχτό έργο σε πολλές αναγνώσεις. Η Αναγνωστάκη θέτει ερωτήματα, αλλά δεν καταχωρεί απαντήσεις. Οι απαντήσεις αποτελούν ευθύνη του θεατή. Καταργεί τον μύθο, αφήνει στην άκρη τα ιδεολογήματα, φτάνει στο όριο μιας φαινομενικής σκηνικής απραξίας, αλλά, τελικά, εγγράφει στο σώμα του έργου της τη συνειδησιακή αγωνία της, τα ερωτηματικά της. Όχι, όμως, στην επιδερμίδα του, σαν τατουάζ διαμαρτυρίας, αλλά κάτω από αυτήν. Στις αιμάτινες, υποδόριες αρτηρίες του. Τα πρόσωπα του έργου μιλάνε, χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν τίποτε, χωρίς να λένε αυτά που στο βάθος τούς βασανίζουν. Χρίστος Χειμάρας, Πρώτη, 11 Μαρτίου 1987.
Στον Ήχο του όπλου η κ. Αναγνωστάκη μάς δίνει μιαν αυθεντικά ανατριχιαστική περιγραφή των στενών, δηλαδή των υποχρεωτικών ανθρώπινων σχέσεων μέσα από ένα θέμα που αποτελεί, μάλλον, ευκαιρία, παρά συστατικά πλοκής. Η παρουσία του όπλου στο έργο είναι ένας μηχανισμός εμπλοκής που ελάχιστη σχέση έχει με τη δραματική ανάπτυξη της σύγχρονης προσωπογραφίας, την οποία, με ρωμαλέα πιστότητα πραγματογνωμοσύνης, την αναπαριστά μέσα από τα λιτά επεισόδια η γράφουσα. Ωστόσο, το όπλο, ως οργανικό στοιχείο, αν και βαίνει παραλλήλως προς τη στοιχειώδη «υπόθεση», κρατάει ανοιχτό το ενδιαφέρον του θεατή, ο οποίος περιμένει να εκδηλωθεί από στιγμή σε στιγμή η σχέση του με το θέμα. Η εκδήλωση αυτή, κατά τρόπο συμβολικού αιφνιδιασμού, γίνεται στο τέλος του έργου και μάλιστα χωρίς ρητορική εκπυρσοκρότηση. Η γρά-
22
Σταύρος Μερμήγκης, Πέγκυ Σταθακοπούλου
φουσα τελειώνει το έργο της, όχι με μια λύση, αλλά κατά τρόπο ιψενικό, με ένα δεινό κοινωνικό ερώτημα. Ως θεατής, παρακολουθώντας με μεγάλη προσήλωση το έργο, σχημάτισα την αντίληψη ότι η κ. Αναγνωστάκη στον Ήχο του όπλου υποβαθμίζει τη σύσταση των πραγμάτων για να εξάρει τη σύσταση των προσώπων. Τάσος Λιγνάδης, Η Καθημερινή, 1 Μαρτίου 1987.
Άκρως ευαισθητοποιημένος συμμετέχει ο θεατής στο παραστασιακό γεγονός του Υπογείου, όπου το καινούριο έργο της Λούλας Αναγνωστάκη Ο ήχος του όπλου παίζεται από το «Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν. Όλα συγκλίνουν, συντελούν σε αυτή την ευαισθητοποίηση. Η παράσταση είναι το κύκνειο σκηνοθετικό διάβημα του μεγάλου θεατρικού δημιουργού. Το έργο ανήκει στη σύγχρονη ελληνική δραματουργία, αυτή που ο Κάρολος Κουν, δεκαετίες ολόκληρες, έβγαζε από την αφάνεια στο φως, υποστήριζε με πίστη, πραγμάτωνε σκηνικά και καθιέρωνε. […] Η παράσταση βαρύνεται αναπόφευκτα με σωρεία αναφορών. Φέρει τη σφραγίδα της τελικής πράξης στην αλυσίδα των θεαμάτων που υπογράφονται από τον Κάρολο Κουν και εκτείνονται σε
23
μισόν αιώνα. Όμως το βάρος των συσχετισμών, οι σημαδιακές ιδιότητες, τα επιγενόμενα φορτία, δεν αλλοιώνουν τη φύση της, δεν επηρεάζουν τις εγγενείς αξίες του έργου, του ανεβάσματος των ερμηνειών. Ο Ήχος του όπλου είναι ένα έργο θαμβωτικό, εκκωφαντικό, μολονότι το όπλο δεν εκπυρσοκροτεί και η δραματική κορύφωση συντελείται μέσα στην πιο βίαιη απραξία. Είναι, επίσης, μία παράσταση δυναμική, παλλόμενη, που σφύζει από ζωή και που η δριμύτητά της προκύπτει από τη ρωμαλέα ανάδειξη της ποιητικής ουσίας του κειμένου. Ελένη Βαροπούλου, Το Βήμα, 8 Μαρτίου 1987.
Η Αναγνωστάκη συζητεί στο έργο της τα μείζονα προβλήματα του ανθρώπου και τα κοιτάζει ανθρώπινα. Συζητάει και ειρωνεύεται τον συμβατικό δεσμό του γάμου, την τυχαιότητα της μητρότητας ή της πατρότητας και, ταυτόχρονα, δείχνει με μια αναρρίπιση του επιφανειακού πλέγματος πως ο γάμος, η μητρότητα και η πατρότητα, πέρα από τον τύπο, τον νόμο και τη σύμβαση, έχουν και άλλο νόημα, προσιτό μόνο με τον έρωτα, την υπέρβαση της παγίδας και την παραίτηση. Έτσι, η μητέρα του έργου βρίσκει τα παιδιά της μέσα από την απόρριψή τους, ο γιος στήνει ένα τραγικό
Σταύρος Μερμήγκης, Τζένη Σκαρλάτου, Κώστας Νικούλι
24
Βασιλική Τρουφάκου
αστείο για να βρει τη μάνα του μέσα στον θάνατο, ο φίλος βρίσκει τον εαυτό του μέσα στη ζωή των άλλων, στη φαντασία των άλλων ή στις πράξεις των άλλων. Η κοπέλα βιώνει τη ζωή ως επανάσταση και σώζεται, όταν μυθοποιήσει ως σωσίβιο το ψεύδος. Εκείνη που μου φαίνεται πως ισορροπεί καλύτερα είναι αυτός ο έξοχος χαρακτήρας της φιλενάδας, που έχει ταυτίσει το θαυμαστό με την πραγματικότητα, την οποία βιώνει ως μια συνεχή σειρά μικρών, απροσδόκητων θαυμάτων. Το φανταστικό είναι μέσα στα πράγματα, μοιάζει να λέει. Η έξοδος από τα πράγματα είναι μια προκατάληψη όμοια με τη άλλη, που δεν βρίσκει στην πραγματικότητα τίποτε άλλο από το πραγματικό. […] Γιατί βέβαια το όπλο, που στοιχειώνει το έργο, δεν είναι σύμβολο, είναι θεατρικό εργαλείο, που πηγάζει από την πλοκή και προκαλεί τη δράση. Είναι σαν τα πιστόλια της Έντα Γκάμπλερ. […] Τώρα ο ήχος του όπλου δεν ακούγεται, η δολοφονία γίνεται με σιγαστήρα και στον νου. Μόνο που είναι τραγικό αστείο, μια πράξη αυτοβεβαίωσης. Ο φόβος μπροστά στην άλλη πραγματικότητα κάνει την πραγματικότητα τούτη αφόρητα βιώσιμη. Κατάφαση, αισιοδοξία; Ειρωνεία. Νομίζω πως η Αναγνωστάκη καταγράφει – και κάθε καταγραφή είναι κατάφαση των καταγεγραμμένων. Κώστας Γεωργουσόπουλος, Τα Νέα, 16 Μαρτίου 1987.
25
Ρένη Πιττακή, Στράτος Τζώρτζογλου Θέατρο Τέχνης
Αντώνης Μπαμπούνης, Λουκία Στεργίου, Ανθή Ανδρεοπούλου, Ιφιγένεια Αστεριάδη ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας
26
Ο ΗΧΟΣ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ ΠΑΡΑΣΤΑΣΙΟΓΡΑΦΙΑ 1987 Θέατρο Τέχνης Κάρολου Κουν Σκηνοθεσία: Κάρολος Κουν. Σκηνικά-Κοστούμια: Γιώργος Πάτσας. Μουσική επιμέλεια: Ρηνιώ Παπανικόλα. Βοηθός σκηνοθέτη: Μίμης Κουγιουμτζής. Βοηθός σκηνογράφου: Αφροδίτη Κοτζιά. Διανομή: Χρήστος Τσίρτσης (Γιαννούκος), Στράτος Τζώρτζογλου (Μιχάλης), Λίλιαν Δημητρακοπούλου (Φανή), Ρένη Πιττακή (Κάτια), Αγγελική Ελευθερίου (Μαρίκα), Μίμης Κουγιουμτζής (Ηλίας). Η παράσταση επαναλήφθηκε την επόμενη θεατρική περίοδο με τον Κλέωνα Γρηγοριάδη αντί του Στράτου Τζώρτζογλου στον ρόλο του Μιχάλη. 1990 ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ιωαννίνων Σκηνοθεσία: Νίκος Περέλης. Σκηνικά-Κοστούμια: Νίκος Πετρόπουλος. Μουσική επιμέλεια: Διονύσης Βούλτσος. Διανομή: Διονύσης Βούλτσος (Γιαννούκος), Δημήτρης Κοτζιάς (Μιχάλης), Λιζολέττα Σιάννου (Φανή), Μαίρη Παραδέλη (Κάτια), Καίτη Ροβήρου (Μαρίκα), Βασίλης Κωνσταντής (Ηλίας). 1992 ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καλαμάτας Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Σκηνικά-Κοστούμια: Σάββας Χαρατσίδης. Μουσική επιμέλεια: Ιάκωβος Δρόσος. Φωτισμοί: Γιάννης Βαγιακάκος. Διανομή: Δημήτρης Κάσσης (Γιαννούκος), Σωτήρης Σκάντζικας (Μιχάλης), Ιφιγένεια Αστεριάδη (Φανή), Ανθή Ανδρεοπούλου (Κάτια), Λουκία Στεργίου (Μαρίκα), Αντώνης Μπαμπούνης (Ηλίας). 1993 ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βόλου Σκηνοθεσία: Λυδία Κονιόρδου. Σκηνικά-Κοστούμια: Απόστολος Βέττας. Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ. Βοηθοί σκηνοθέτη: Απόστολος Συρταριώτης, Αλεξάνδρα Παντελάκη. Διανομή: Γεράσιμος Γεννατάς (Γιαννούκος), Μιχάλης Ρίζος (Μιχάλης), Κατερίνα Μανωλέα (Φανή), Βίκυ Ψαλτίδου (Κάτια), Αλεξάνδρα Παντελάκη (Μαρίκα), Χρήστος Νίνης (Ηλίας). 1995 ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας Σκηνοθεσία: Έρση Βασιλικιώτη. Σκηνικά-Κοστούμια: Γιάννης Λεκκός. Φωτισμοί: Χρήστος Καρυάτης. Μουσική επιμέλεια: Ευαγγελία Κοντέλη. Βοηθός σκηνοθέτη: Άρτεμις Αποστολοπούλου. Βοηθός σκηνογράφου: Κώστας Ευθυμιάδης. Διανομή: Δημήτρης Ασπιώτης (Γιαννούκος), Δημήτρης Φούτσης (Μιχάλης), Ελένη Μπαρμπαλιά (Φανή), Βέρα Χατζηιακώβου (Κάτια), Αφροδίτη Τζοβάνη (Μαρίκα), Ηλίας Χριστόπουλος (Ηλίας).
27
1996 Δημοτικό Θέατρο Περιστερίου Σκηνοθεσία: Άρης Μιχόπουλος. Σκηνικά: Τάσος Διακομανώλης. Μουσική επιμέλεια: Μιχάλης Τρανουδάκης. Διανομή: Χάρης Ντακούρης (Γιάννης), Μάνος Γαβριδάκης (Μιχάλης), Κατερίνα Καλομοίρη (Φανή), Kόννη Σοφιάδου (Κάτια), Τόνια Μυλωνά (Μαρίκα), Χρήστος Γλύκος (Ηλίας). 1998 ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κρήτης Σκηνοθεσία: Κωστής Καπελώνης. Σκηνικά-Κοστούμια: Νίκος Αλεξίου. Μουσική επιμέλεια: Κωστής Καπελώνης. Διανομή: Σέργιος Χατζηγρηγόρης (Γιαννούκος), Θωμάς Καντιφές (Μιχάλης), Βαρβάρα Σεφέρη (Φανή), Ειρήνη Καυκαλάκη (Κάτια), Γιώτα Τζανέτου (Μαρίκα), Γιώργος Σηφακάκης (Ηλίας). 2001 ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας Σκηνοθεσία: Θοδωρής Γκόνης. Σκηνικά-Κοστούμια: Ιουλία Σταυρίδου. Μουσική επιμέλεια: Κώστας Θωμαΐδης. Σύνθεση ήχων: Δημήτρης Ιατρόπουλος. Επιμέλεια κίνησης: Τατιάνα Λοβέρδου. Φωτισμοί: Νίκος Σωτηρόπουλος. Διανομή: Άγγελος Μπούρας (Γιαννούκος), Μαξιμιλιανός Μουμούρης (Μιχάλης), Ηρώ Κωστή (Φανή), Άννυ Λούλου (Κάτια), Ελισάβετ Ναζλίδου (Μαρίκα), Στέλιος Σοφός (Ηλίας). 2003 ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Αγρινίου Σκηνοθεσία: Βασίλης Νικολαΐδης. Σκηνικά-Κοστούμια: Εδουάρδος Γεωργίου. Μουσική επιμέλεια: Παύλος Πετρόπουλος. Σύνθεση ήχων: Δημήτρης Ιατρόπουλος. Επιμέλεια κίνησης: Μαρία Κακάμπουρα. Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα Παπαφίγκου. Φωτισμοί: Τάσος Ράτζος. Διανομή: Αποστόλης Τότσικας (Γιαννούκος), Νίκος Πουρσανίδης (Μιχάλης), Κατερίνα Καραδήμα (Φανή), Λουκία Πιστιόλα (Κάτια), Ευτυχία Τσαμποδήμου (Μαρίκα), Γιώργος Τσιδίμης (Ηλίας). 2008 Θέατρο 104 Σκηνοθεσία: Έλλη Παπακωνσταντίνου. Σκηνικά-Κοστούμια: Φωτεινή Δήμου. Βοηθός σκηνοθέτη: Αγάπη Κουστένη. Βοηθός σκηνογράφου: Νατάσσα Παπαστεργίου. Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός. Στίχοι τραγουδιών: Δημήτρης Καμαρωτός. Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη. Διανομή: Νίκος Στραβοπόδης (Γιαννούκος), Μάνος Καρατζογιάννης (Μιχάλης), Ηλέκτρα Τσακαλία (Φανή), Τάνια Τσανακλίδου (Κάτια), Χρύσα Σπηλιώτη (Μαρίκα), Τηλέμαχος Μούσας (Ηλίας). 2016 Θέατρο Altera Pars-Συμπαραγωγή ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καλαμάτας Σκηνοθεσία: Πέτρος Νάκος. Διαμόρφωση σκηνικού χώρου: Πέτρος Νάκος. Επιμέλεια σκηνικού: Δέσποινα Χειμώνα. Φωτισμοί: Παναγιώτης Μανούσης. Κοστούμια: Δέσποινα Χειμώνα. Μουσική επιμέλεια: Πέτρος Νάκος / Αγγελική Κοντού. Κινησιολογία: Ελβίρα Μπαρτζώκα. Φωτογραφίες: Τζίνα Σταύρου. Διανομή: Μίνα Χειμώνα (Κάτια), Λιάνα Παρούση (Μαρίκα), Πάνος Νάτσης (Μιχάλης), Τάσος Περάκης (Γιαννούκος), Έφη Κιούκη (Φανή).
28
29
Τραγούδια που ακούγονται στην παράσταση Out In The Fields – Gary Moore (Run for Cover, 1985) Baby Jane – Rod Stewart (Body Wishes, 1983) In the Army Now – Status Quo (In the Army Now, 1986) Yesterday – The Beatles (Help, 1965) Strangers in the Night – Frank Sinatra (Strangers in the Night, 1966) New York – Nina Hagen (1983) Rock Around the Clock – Bill Haley and the Comets (Rock Around the Clock, 1955) Τα θερινά σινεμά – Λ. Κηλαηδόνης (Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι, 1978) Κατιούσα – Παραδοσιακό ρωσικό τραγούδι Κατιούσα – Γιάννης Αγγελάκας, Τζίμης Πανούσης (2015) Michelle – The Beatles (Rubber Soul, 1965) You’ve Got to Hide your Love Away – The Beatles (Help, 1965) The Sound of the Gun – Audioslave (Revelations, 2016)
30
Μια μακρινή φωνή – Δημήτρη Καμαρωτός (διασκευή του τραγουδιού Τα ματόκλαδά σου λάμπουν, 2008)
Για τη συμβολή τους, ευχαριστούμε θερμά τους Δημήτρη Καμαρωτό, Δήμητρα Κονδυλάκη, Γιώργο Κορδομενίδη, Θοδωρή Κουλεδάκη, Έλλη Παπακωνσταντίνου, Γεωργία Σιδέρη, Αθηνά Σοκόλη, το Jester Cats Tattoo (Κολωνού 82, Μεταξουργείο), καθώς και τη Mediastrom.
Επιμέλεια ύλης προγράμματος: Μάνος Καρατζογιάννης Φιλολογική επιμέλεια: Παναγιώτης Μιχαλόπουλος Φωτογραφίες: Νίκος Πανταζάρας Σχεδιασμός: Ιωάννης Κ. Τσίγκας_bookart.gr Εκτύπωση
Παπαρηγοπούλου 6 | 121 32 | Περιστέρι | Αττική Τ 2105761586 & 2106859273 | Ε info@kapaekdotiki.gr www.kapaekdotiki.gr fb /Κάπα Εκδοτική | t @KapaEkdotiki
31