ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 139 - Φώτης Κόντογλου

Page 1

Φ Ω Τ Η Σ Κ Ο Ν Τ Ο ΓΛΟ Υ // Ε Ι Δ Ι Κ Η Ε Κ Δ Ο Σ Η

1


Π ΕΡΙω ΔΙΚΟ

Τ Η Σ Π ΟΛ Η Σ

// I A N O YA Ρ Ι Ο Σ 2 0 1 0

Μ.Χ.

2


Φ Ω Τ Η Σ Κ Ο Ν Τ Ο ΓΛΟ Υ // Ε Ι Δ Ι Κ Η Ε Κ Δ Ο Σ Η

3 Αντί κειμένου, ένα σκίτσο και μια «ιστορία» από το Στάθη Σταυρόπουλο


Π ΡΩΤΟΜΑΪΣΤΩΡ TOY Π.Β. ΠΑΣΧΟΥ

λυκό εἶναι νά σέ φέρνω, μαστρο – Φώτη, στό νοῦ μου, κάθε πού ἡ βοή τοῦ κόσμου μέ κλείνει ἀπό παντοῦ καί μέ ἀλαλιάζει, συντρίβοντας ἐντός μου ὅλα τά κάστρα χτισμένα μέ τό αἷμα καί τό πνεῦμα. Σέ βλέπω μέ τόν Πέδρο – Κάζα ὁλόρθο, νά ταξιδεύεις θάλασσες καί χῶρες, μά ὅλο νά γυρνᾶς στή ρημαγμένη καί ἅγια Πατρίδα, τό παλιό Ἀϊβαλί σου˙ νά παίρνεις δύναμη καί ἀντρειά καί πάλι νά πέφτεις σάν κουρσάρος μεσ’ στή μάχη, γκρεμίζοντας τά σαπι’ ἀπομεινάρια εἰδώλων, πάντα χτίζοντας τό μέγα ναό, μέ τά στασίδια ὅλο πλουμίδι κ’ ἐπάνω ἐσύ νά ψάλλεις τό τροπάρι σέ ἦχο κατανυχτικό, θλιμμένο, δακρύζοντας γιά τό χαμένο βράχο τῆς ἄδειας πιά ἁγιά – Παρασκευῆς σου: ὠδή Γερουσαλήμ καί Βαβυλώνας μέ αἷμα προσφυγιά κ’ αἰώνιας μνήμης… Ἀκούω σάν τώρα τή φωνή σου, μαστρο – Φώτη, στήν ἔρμη ἀκρογιαλιά τῆς Νέας Μάκρης στή θάλασσα νά ρίχνει ἕνα γεφύρι, γιά νά μπεῖς στόν ἀη – Γιώργη τ’ Ἀϊβαλιού σου… Γυρνοῦσες ὕστερα, μακάριος, καί διηγιόσουν τίς δόξες πρῶτα τίς παλιές του Γένους, τά κλέη τῶν ἡρώων, συναξάρια, μαρτύρια καί καημούς τῆς Ρωμιοσύνης, θωρώντας ὡς σέ κώδικες ἀρχαίους τά πάθη τῆς Φυλῆς καί τούς ἀγῶνες˙ κ’ ἐμεῖς νά βαστᾶμε ὅλοι τό ἴσο, γροικώντας στή μορφή σου, ἀλλοιωμένη, τό πνεῦμα σου νά τραγουδᾶ ἤ νά ψέλνει ὡς ἄγγελος στά πόδια τοῦ Ὑψίστου. Ἀνέβαινες στή σκαλωσιά κατόπι τήν Τέχνη τοῦ Ἄθω νά ἱστορήσεις, μέ θεία χρώματα τῆς γής νά σμίξεις ἁγίους καί ληστές μετανιωμένους, γι’ ἁπλούς ἀνθρώπους γράφοντας βιβλία ἱερῆς «χρωματικῆς Θεολογίας». Βασάντες καί Ταξίδια κι Ἀστρολάβοι, στήν μπάντα πιά! Ὁ Φώτης ὁ μαΐστωρ, περνώντας ἀπ’ τό Μυστικό τόν Κῆπο, ἀνέβηκε στόν οὐρανό τῆς Νέας Σιῶν˙ κ’ ἐκεῖ, βαθιά στῆς Ἐκκλησίας τή θάλασσ’ ἀναδεύει, μισός ψάρι μισός σά νά ‘ναί ἄνθρωπος, τελώνιο,

μιλώντας μέ βυζαντινούς ἁγίους στή γλώσσα Πανσελήνου καί Θεοφάνη˙ γι’ αὐτό κι ὅταν τό γιόμα ἡ Μαρία, κρατώντας στό βυζί τή Δέσπω, κράζει, ἐκεῖνος στοῦ Μυστρά τοῦ ἀνεβασμένος ψηλά τήν Πολιτεία, δέν ἀκούει τίς γήινες φωνές, παραδομένος στή μέσα μουσική θείων δασκάλων τοῦ χρώματος, σχολῆς Παλαιολόγων… Μά τώρα, μαστρο – Φώτη, ἔχεις ἀνέβει οὐράνια σκαλωσιά. Κ’ ἡ Πλατυτέρα, μέ ὅλους τους ἁγίους καί τούς ἀγγέλους σέ σκέπει, ξεκουράζοντας καί πνεῦμα καί σῶμα – πιό πολύ πόδια καί χέρια: τίς κάθετες τίς σκαλωσιές, κι ἀκόμη τά χέρια σου, πού ἄπειρες τήν ἔχουν φορές, Δάσκαλε – Φίλε, ζωγραφίσει. Κ’ ἐκεῖ θά ἀναπαύεσαι ὥσπου νά ‘ρθεῖ ἡ σάλπιγγ’ ἀρχαγγέλου, πού προσμένεις μέ ὕμνο ἀπ’ τό Βυζάντιο φερμένο τ’ αὐτιά σου ἡ ἦχος τους νά ἀγγίξει˙ καί ἡ μέρα ν’ ἀνοίξει σ’ ἕνα νέον Κόσμο, μύριες φορές καλύτερον ἀπ’ τ’ Ἀϊβαλί σου! 1976


Π Ε ΡΙ ω ΔΙΚΟ Τ

Η

Σ

Μ ηνιαία έ κδοση

Π

//

Ο

Ι Α Ν ΟΥΑ ριος

Λ

Η

Σ

2010 μ.Χ.

Ιδιοκτησία Όμιλος Επιχειρήσεων Πολιτισμού & Επικοινωνίας A LPHA M EDIA G ROUP Βενιζέλου 79 654 03 Καβάλα Τ 2510 220 120 F 2510 221 300 Ε alphamediagroup@otenet.gr Εκδότης Ιωάννης Κ. Τσίγκας Διευθυντής Κωνσταντίνος Ι. Τσίγκας Σύμβουλος Έκδοσης // Καλλιτεχνική Διεύθυνση Μπάμπης Γαμβρέλης Δημιουργικό ΜEPHISTO

Νομική Σύμβουλος Σουλτάνα Π. Ελευθεριάδου Καβάλα Τ 2510 621 200 F 2510 621 201 Συνδρομές Ετήσιες Για ιδιώτες €45,00 (εξωτερικού €90,00), για Δήμους, Ν.Π.Δ.Δ., Επιχειρήσεις €200,00, για δημόσιες και δημοτικές βιβλιοθήκες €120,00 Σ’ αυτό το τεύχος γράφουν Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Προικοννήσου κ. Ιωσήφ Μπάμπης Γαμβρέλης Γιώργος Καραμπελιάς Γιώργος Κόρδης Δημήτρης Κοσμόπουλος Π.Β. Πάσχος Γιώργος Σταματόπουλος Στάθης Σταυρόπουλος Ευρετήριο φωτογραφιών/έργων Σελ. 5: Η κοιλάς του Κλαυθμώνος, τοιχογραφία, 1930 Σελ. 8: Οι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, τμήμα τοιχογραφίας, 1959 Σελ. 10: Λεπτομέρεια τοιχογραφίας από την οικία του Κόντογλου στην Αθήνα, 1932 Σελ. 15: Παλαιστές (λεπτομέρεια), 1932, Συλλογή Α. Πικιώνη-Ρόκου Σελ. 19: Ο Φώτης Κόντογλου (τρίτος από αριστερά) και ο Γιάννης Τσαρούχης (τρίτος από δεξιά), ντυμένοι καλόγεροι στη Μονή Βαρλαάμ των Μετώρων Σελ. 22: Ο ζωγράφος και η οικογένειά του Σελ. 33: Ο Κόντογλου στην προσωρινή του κατοικία στην Αθήνα, οδός Γαβριηλίδου 39, 1949 Σελ. 35: Η οικογένεια Κόντογλου, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όταν ζούσαν σε ένα γκαράζ Πρώτες δημοσιεύσεις Κωνσταντίνος Καβαρνός, Εις την οικίαν του Κόντογλου Συναντήσεις με τον Κόντογλου, Εκδόσεις Αστήρ, Αθήναι, 1985 Δημήτρης Κοσμόπουλος, Ο Λογοτέχνης Κόντογλου και ο Ελληνικός Μοντερνισμός Τα όρια της φωνής, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2006 Βασίλης Μουστάκης, Ο νήπιος Κόντογλου Φώτης Κόντογλου - Αφιέρωμα, Περιοδικό Διαβάζω αρ. 113, 1985 Π.Β. Πάσχος, Τίμιος εργάτης του μυστικού κήπου Φώτης Κόντογλου - 25 χρόνια από την κοίμησή του, Εκδόσεις Τήνος, Αθήνα, 1990 Π.Β. Πάσχος, Βιο-βιβλιογραφικά του Φώτη Κόντογλου Κόντογλου: Εισαγωγή στη λογοτεχνία του μ’ ένα επίμετρο κειμένων του, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα, 1991 Γιάννης Τσαρούχης, Η μαθητεία μου κοντά στον Κόντογλου Αγαθόν το εξομολογείσθαι, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1986 Σημείωση Σε όλα τα κείμενα έχει κρατηθεί η σύνταξη και η ορθογραφία των κειμενογράφων

Ἀντί Προλόγου

Τ

ί εἶναι, ἐν τέλει, ὁ Φώτης Κόντογλου στήν ἑλληνική συνείδηση; Τί ἄλλο ἀπό μία προσπάθεια νεας ἀνάγνωσης τῆς παράδοσης τῆς καθ’ ἠμάς Ανατολης. Μια εκδοχή της στό χῶρο τῆς ἀέναης μεταβολής της νεωτερικότητας. Μία ἀπόπειρα ἔνταξής της στό σύγχρονο πλαίσιο, ἀλλά μέ ἔντονα καί διακριτά τά στοιχεῖα τῆς καταγωγῆς καί τῆς ἰδιοπροσωπίας της. ὐτά τα δύο στοιχεῖα, τῆς παράδοσης καί τοῦ διαλόγου, ἔχει θέσει καί ὡς πεδίο δράσης τοῦ τό Ἰνστιτοῦτο Μοχάμετ Αλι γιά τη Μελέτη τῶν Παραδόσεων τῆς Ἀνατολῆς. Στίς παραδόσεις τῆς Ἀνατολῆς ὁ Φώτης Κόντογλου ἔχει τήν πολύ δική του, μοναδική καί ἰδιαίτερη θέση. λλά και η προσωπικότητα τῆς ὁποίας τό ὄνομα φέρει τό Ἰνστιτοῦτο, ἀποτέλεσε μίαν περίπτωση ἐπαναδιατύπωσης τῆς σχέσης μεταξύ Ἀνατολῆς καί δυτικοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ. έ αὐτή τή συλλογιστική, ὄταν προεκυψε ἠ πρόταση γιά τήν ἔκδοση τῆς παρούσας, εἰδικῆς ἔκδοσης ἀπό τόν Ὅμιλο Alpha Media Group καί τό ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, τό Ἰνστιτούτο Μοχαμετ Ἀλί ἀποφάσισε νά στηρίξει τήν προσπάθεια. λλωστε, τό πολυεθνικό καί πολυθρησκευτικό κλίμα μέσα στό ὁποῖο ἀνδρώθηκε ὀ Φώτης Κοντογλου ἦταν αὐτό πού ἔζησε ὁ Μοχάμετ Ἀλί στήν Καβάλα καί ἐνίσχυσε καί καλλιέργησε οταν ἀνέλαβε τά ἠνία της Αἰγύπτου. ἀρωγή στήν παρουσίαση τοῦ ἔργου τοῦ Φώτη Κόντογλου ἀπό ἔγκριτους μελετητές του θά εἶναι μία ἀκόμη δράση τοῦ Ἰνστιτούτου, που θεωρεῖ πώς οἱ πολυάριθμες πλευρές τοῦ διαμαντιοῦ τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου καί ὁ μεταξύ τους διάλογος στή διαχρονία καί τό παρόν δέν ἔχουν μελετηθεί πολύ, πέρα ἀπό τόν ἐπιφανειακό ὀριενταλισμό καί τόν ἀταλή ἐκσυγχρονισμό.

Α Ἀ

Μ Ἄ Ἡ

Α ΝΝΑ Μ ΙΣΣΙΡΙΑΝ- Τ ΖΟΥΜΑ Καβάλα, Ἰανουάριος 2010


ΣΠΟΥΔΗ ΣΠΟΥΔΑΙΑΝ Π ΕΡΙω ΔΙΚΟ

Τ Η Σ Π ΟΛ Η Σ

// I A N O YA Ρ Ι Ο Σ 2 0 1 0

Μ.Χ.

Η «ΕΚΦΡΑΣΙΣ» ΩΣ ΠΟΙΗΜΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΝ ΚΑΙ ΓΟΝΙΜΟΝ TOY ΜΠΑΜΠΗ ΓΑΜΒΡΕΛΗ

ίβλος καλουμένη Ἔ κ φ ρ α σ ι ς ἤγουν ἱστόρησις τῆς παντίμου Ὀρθοδόξου Ἁγιογραφίας, τῆς καί λειτουργικῆς καλουμένης. Περιέχουσα τήν Τεχνολογίαν καί Εἰκονογραφίαν τῆς εἰρηνοχύτου ταύτης τέχνης, ἤτοι τήν ἑρμηνείαν τῶν τεχνικῶν τρόπων καί τούς ἱερούς τύπους τῶν εἰκόνων, καθώς καί ἐξήγησιν περί τῆς λεπτότητας καί τοῦ πνευματικοῦ κάλλους καί περί τῆς τιμῆς αὐτῆς. Συγγραφεῖσα παρά τοῦ ἐν ἁγιογράφοις ἐλαχίστου Φωτίου Κόντογλου καί περιλαβοῦσα ὅσα ἐκ παλαιῶν κωδίκων καί εἰδήσεων οὗτος ἐμελέτησε καί ἐξ ἰδίας πείρας ἐξέμαθεν. Μετά πολλῶν σχεδίων καί εἰκόνων παλαιῶν τέ καί διά χειρός τοῦ συγγραφέως φιλοτεχνημένων. Εἶναι κάποια πράγματα, πού ἔρχονται στήν ζωή μᾶς ἀνέλπιστα καί τήν καθορίζουν γιά πάντα. Τήν σημαδεύουν μέ χρώματα καί ζωγραφιές ἀνεξίτηλες. Μέ γράμματα πλουμιστά καί ἀνειδίκευτα. Ποῦ νά τό φανταστῶ. Ἡ «ἀθανασία» τῶν δεκαοχτώ μου χρόνων «ἔπλεε» καί «πετοῦσε» στήν ἀμφισβήτηση καί τό ὄνειρο. Εἶχε τροχοδρομήσει στίς ράγες τῆς «ἐπανάστασης» καί ταξίδευε στά «μεγάλα γεγονότα». Δέν ἐπέτρεπε «ὑποχωρήσεις» καί «συμβιβασμούς». Ἄλλες προτεραιότητες. Καί ἄλλες ἀντοχές. Μέχρι πού ἦρθε ἐκείνη ἡ Ἄνοιξη τοῦ ‘77. Ἔξω «μύριζε» ἡ Μεγάλη ἑβδομάδα καί ὁ πατέρας μου μόλις εἶχε ἀγοράσει ἀπό τό βιβλιοπωλεῖο «Ἥλιος» τούς δύο τόμους τῆς Ἔκφρασις. Θυμᾶμαι πώς τούς ἔφερε στό ἐργαστήριο τῆς ὁδοῦ Ψαρρῶν. Μέ μία κρυφή -ἄλλα τόσo ἔντονη- περηφάνια. Ξεχείλιζε ἀπό παντοῦ καί ἔραινε τούς πάγκους καί τά καβαλέτα. Τίς μεταξένιες τρίχες τῶν πινέλων καί τή φτέρη τοῦ χρυσώματος. Ἐκείνη τή μέρα ἄκουσα γιά πρώτη φορά καί τό ὄνομα τοῦ Φώτη Κόντογλου. Καί «μαζί» του -δύναμη ἀόρατη καί θεϊκή, θαρρεῖς- ἄρχιζε «ἡ πείνα καί ἡ δίψα» γιά τή Βυζαντινή Τέχνη. Κάπως ἔτσι «ἀδειάσαμε» τό ἐργαστήριο ἀπό τά ἀναγεννησιακά «στρωσίδια» καί ἀντικαταστήσαμε τά Ὀλλανδικά λάδια μέ τήν «σεμνοχρωμίαν» τῆς παράδοσης. Οἱ στιβαρές ὦχρες καί οἱ κρόκοι τοῦ αὐγοῦ, γίνονταν τελετουργία ἀφύπνισης καί ἐγρήγορσης. Σελίδα καί δοκιμή, παράγραφος καί ἀγώνας, λέξη καί πίστη. Ὀνόματα ἀπό «κῆπο μυστικό». Λαζούρι καί κιννάβαρις, κοβάλτιον καί χονδροκόκκινον, ὄμπρες καί σιέννες. Καί μετά, ἐάν θέλης νά κάμης πράσινον ταπεινόν καί κατανυκτικόν, βάλε μαῦρον, ὤχραν χρυσήν καί ὀλίγον ἄσπρον. Σμίξον μαῦρον, ὄμπραν ὠμήν καί ὀλίγον ἄσπρον καί γίνεται ἕνα γλυκύτατο χρῶμα… Ἦταν ἡ πρώτη φορά πού ἐνοίωσα τήν «γλυκύτητα τοῦ κόπου». Τά γράμματα τοῦ βιβλίου εἶχαν γίνει χέρι ὑπομονῆς καί θέλησης. Οἱ κανόνες του, παράδεισος γνώσης καί στερέωμα. Ἡ αὐστηρότητά του, σεβασμός καί μέτρο. Τότε ἄρχιζα νά καταλαβαίνω καί τήν ἀξία τοῦ λιτοῦ. Τήν ἔκρηξη τῶν συμβολισμῶν. Τό λευκόν εἶναι συμβολικόν του φωτός καί τῆς καθαρότητας. Τό μαῦρον, τοῦ μυστικοῦ βάθους. Τό κυανοῦν, τῆς δροσερότητας καί τῆς διαύγειας. Τό πράσινον, τῆς ἐλπίδας καί καταπαύσεως. Τό κίτρινον, τῆς θείας δόξης καί λαμπρότητας. Τό ἰῶδες, τῆς ἁγνότητας. Τό ἐρυθρόν συμβολίζει τό φλογερόν καί ζέον τῆς μυστικῆς οὐσίας. Τό γλαυκόν, τάς μαρμαρυγᾶς τοῦ οὐράνιου φωτός… Ὕστερα ἦρθαν οἱ ἀτέλειωτες ὧρες μπροστά στίς μαγευτικές σελίδες γιά τό πρόσωπο, τά σαρκώματα, τούς γλυκασμούς, τούς πυρροδισμούς, τά γανώματα. Τά γυμνά σώματα, πού εἰκονίζονται σεμνοπρεπῶς, ὡσάν νά εἶναι ἐνδεδυμένα. Δία τοῦτο παριστάνονται τά διάφορα μέλη τοῦ σώματος οὐχί μαλθακά καί σαρκώδη, ἀλλά αὐστηρά, ὡσάν σκαλισμένα εἰς ξύλον, διά τήν ἁγιότητα καί τό ἄσαρκον. Τά τοιαῦτα σχήματα τοῦ στήθους, τῆς κοιλίας, τῶν χεριῶν, τῶν ποδῶν, κινούσι τόν προσκυνοῦντα τήν εἰκόναεις συντριβήν καί κατάνυξιν, ὡς παριστώντα ταῦτα ἐν ἀφθαρσία, ὑπερφυῶς… Ὧρες ἀπό μεράκι, ἀπό λάθη, ἀπό χαρές, ἀπό ἀγωνίες, ἀπό ἀναβολές, ἀπό πεῖσμα. Σήμερα τό πρόσωπο, αὔριο τά μαλλιά τῶν γερόντων, τά φορέματα καί οἱ πολιτεῖες μέ τά κάστρα. Καί τό βράδυ, περί βουνῶν καί σπηλαίων, θάλασσας καί ποταμῶν, ἀλόγων, βοῶν, ὄνων, ζαρκαδιῶν, ἐλαφιῶν, θηρίων καί δρακόντων… Τριάντα τρία χρόνια μετά καί ἡ Ἔκφρασις τοῦ Φώτη Κόντογλου, ἐξακολουθεῖ νά εἶναι τό καθημερινό μου καταφύγιο. Ἡ Κιβωτός μου. Νά μέ τέρπει καί νά μέ συγκινεῖ. Νά μέ διδάσκει καί νά μέ ἡμερεύει. Καί, ὤ, τοῦ θαύματος: κάθε φορᾶ πού καταφεύγω στή εὐωδία τῶν περιγραφῶν της, μοιάζει μέ ἐκείνη, τήν πρώτη στιγμή. Τήν Ἄνοιξη τοῦ ΄77, ὅταν ἔξω «μύριζε» ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Γιατί συμβαίνει αὐτό; Διότι ἡ Ἔκφρασις δέν εἶναι ἕνα ἁπλό τεχνικό ἐγχειρίδιο. Εἶναι ἕνα ἔργο παλλόμενο. Ἕνα ποιητικό θαῦμα γραμμένο μέ ζῆλο καί γνώση. Καί μέ ἀγάπη φλογερή. Μά καί γιά κάτι ἄλλο. Γιατί ὁ Κόντογλου δέν παρέχει «τροφή» καί «συνταγές», παρά μόνο μάθηση σκληρή καί πειθαρχία. Ἄν σκεφτοῦμε πόσο ἔχουμε ἀπομακρύνει τήν ζωή μας ἀπό ὅλα αὐτά, θά μπορέσουμε ἴσως νά κατανοήσουμε καί τήν ἀξία αὐτοῦ του μεγάλου ἔργου. Καί νά γίνει ἔτσι κτῆμα καί ἄμπελος ὁ λόγος τοῦ προφήτη Ἠσαΐα: Τάδε λέγει Κύριος. Ἰδού οἱ δουλεύοντες μοί φάγοντες, ὑμεῖς δέ πεινάσετε, ἰδού οἱ δουλεύοντες μοί πίονται, ὑμεῖς δέ διψήσετε, ἰδού οἱ δουλεύοντες μοί εὐφρανθήσονται, ὑμεῖς δέ αἰσχυνθήσεσθε, ἰδού οἱ δουλεύοντες μοί 6 ἀγαλλιάσονται ἐν εὐφροσύνη…


Φ Ω Τ Η Σ Κ Ο Ν Τ Ο ΓΛΟ Υ // Ε Ι Δ Ι Κ Η Ε Κ Δ Ο Σ Η

7


Π ΕΡΙω ΔΙΚΟ

Τ Η Σ Π ΟΛ Η Σ

// I A N O YA Ρ Ι Ο Σ 2 0 1 0

Μ.Χ.

Ὁ Φώτης Κόντογλου καί οἱ Τοῦρκοι Μία σχέση–καρδιογράφημα TOY ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΡΟΙΚΟΝΝΗΣΟΥ κ. ΙΩΣΗΦ

μαστρο-Φώτης Κόντογλου, ὁ πατριάρχης τῆς νεοελληνικῆς τέχνης, γεννήθηκε στὴ Μεγάλη Στεριὰ τῆς Ἀνατολῆς, στὸ Ἀϊβαλὶ τῆς Αἰολίας, κάτω ἀπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ κυριαρχία, στὰ 1895. Παρὰ τὸ ὅτι στὶς ἑλληνοπρεπέστατες Κυδωνίες ἡ τουρκικὴ παρουσία ἦταν πολὺ περιωρισμένη, ἐξ αἰτίας τῶν ἱστορικῶν προνομίων τῆς πόλεως (δὲν ὑπῆρχε κἄν τζαμὶ μέσα στὴν πόλη!), δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴ γνωρίσει τὸν Τοῦρκο ἀπὸ κοντά, κι ἀπ’ τὴν καλὴ κι ἀπ’ τὴν ἀνάποδη! Ἔζησε ὧρες γαλήνης μὲ τοὺς Τούρκους, μὰ ἔζησε καὶ ὧρες μεγάλης ἀντάρας καὶ ὀργῆς, μὲ ἀποκορύφωμα τὴ φοβερὴ Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ καὶ τὸν βίαιο ξερριζωμό του, μαζὶ μὲ μιὰ λαοθάλασσα ἀπάνθρωπα κατατρεγμένων ὁμογενῶν, ἀπὸ τὴ γῆ τῶν πατέρων του, τὴν Αἰολικὴ Γῆ, κ’ ἦρθε πρόσφυγας δῶθε τῆς Ἄσπρης Θάλασσας, μὲ πρῶτο σταθμὸ τὴ Λέσβο καὶ τελικὸ τὴν Ἀθήνα ποὺ τότε ἔψαχνε ἀκόμη τὴν ταυτότητά της (...κι ἀκόμα δὲν τὴ βρῆκε, κατὰ ποὺ βλέπω!..). Ἡ παρουσία τοῦ Τούρκου στὶς ἀτέλειωτες σελίδες τοῦ λογοτεχνικοῦ ἔργου τοῦ Κόντογλου, ἁδρὴ καὶ πλούσια, παρουσιάζει συνήθως μιὰν εἰκόνα καρδιογραφήματος. Φαίνεται πὼς ὅταν ὑπερίσχυαν οἱ ἀρνητικὲς ἱστορικὲς μνῆμες φούντωνε μέσα του ὁ θυμὸς κ’ ἡ (δίκαιη ἀναμφίβολα) ἀγανάχτηση, κι ἔγραφε ἀνάλογα, στολίζοντας τοὺς Τούρκους, καὶ μάλιστα τοὺς ἡγέτες τους, μὲ ὅλο τὸν πρεπούμενο «στολισμὸ τῆς αἰσχύνης». Ὅμως, σὲ ὧρες νηφἀλιας περισυλλογῆς, ἔβλεπε καὶ τὰ θετικὰ στοιχεῖα αὐτοῦ τοῦ «τζαναμπέτη» λαοῦ, ποὺ ἡ ἰδιοτροπία τῆς Ἱστορίας τὸν ἔφερε πλάγι μας καί, γιὰ αἰῶνες ὁλόκληρους, πάνω στὸ στῆθος καὶ στὸ κεφάλι μας, καὶ δὲ δίσταζε νὰ χρησιμοποιήσει γλῶσσα γλυκειά, μὲ λόγια ἀληθινῆς ἀνθρωπιᾶς, συμπόνοιας καὶ ἀγάπης. Ἄλλωστε ὁ μεγάλος Ἀϊβαλιώτης δάσκαλος ἦταν πάντα, πάνω ἀπ’ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἕνας συνειδητὸς ὀρθόδοξος Χριστιανός, μὲ παραδειγματικὴ συνέπεια πίστεως καὶ ζωῆς! Ἔτσι δὲν ἦταν δυνατὸν παρὰ νὰ βλέπει καὶ τοὺς

8


Φ Ω Τ Η Σ Κ Ο Ν Τ Ο ΓΛΟ Υ // Ε Ι Δ Ι Κ Η Ε Κ Δ Ο Σ Η

Τούρκους ὡς «πλησίον» του, κατὰ τὸν ἅγιο λόγο τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ τοὺς συμπονᾶ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», ἐξομολογεῖται στὸ «Θρηνητικὸ Συναξάρι τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου», «Ἐσὺ μὲ δίδαξες, καὶ γιὰ τοῦτο δὲν κλαίγω μοναχὰ ἀπάνω στὰ μνημούρια τῶν Χριστιανῶν, μὰ καὶ τῶν Τούρκων, ἐπειδὴς ἔμαθα ἀπὸ τ’ ἅγιο στόμα Σου νὰ πονῶ μαζὶ μὲ τὸν κάθε ἄνθρωπο» 1. Στὸν «Ἅγιο Γιώργη τὸ Χιοπολίτη», τὸ ἀριστουργηματικὸ ψυχογράφημα ἑνὸς ἐπιστρέψαντος καὶ τελικὰ ἁγιάσαντος ἐξωμότη, γράφει: «Κι ἐδῶ, σὲ τοῦτο τὸ νησὶ ποὺ πατῶ, (Σημ.: τὸ οἰκογενειακό τους ὑποστατικὸ καὶ Μοναστήρι, τὴν Ἁγιὰ Παρασκευὴ τοῦ Ἀϊβαλιοῦ) καὶ πέρ’ ἀπὸ ‘δῶ, τὰ χώματα εἶναι βασανισμένα ἀπ’ τὸν Τοῦρκο. Ὄπου πατήσεις καὶ ὅπου σταθεῖς, βλέπεις καὶ θυμᾶσαι τὴ σκληρότη αὐτουνοῦ τοῦ σκύλου, ποὺ ξεπέζεψε σὰν μερμηγκιὰ ἀπάνου σὲ τοῦτα τ’ ἀρχαῖα χώματα, μπῆκε μέσ’ στὰ σπίτια μας, πατσαβούριασε τὴν τιμή μας, ρούφηξε τὸ αἷμα μας... Πῶς δὲν ξεράθηκε γιὰ οὕλους τοὺς αἰῶνες τὸ δέντρο ποὺ μαράθηκε ἀπ’ τὸ φαρμακερὸ χνῶτο αὐτουνοῦ τοῦ φιδιοῦ!... Κάτ’ ἀπ’ τὸ κάστρο ἀρχινᾶνε τὰ σπίτια, τὰ τουρκόσπιτα, μ’ ἕνα σωρὸ μιναρέδες δῶ κι ἐκεῖ. Οἱ χαραμοφάγοι πήρανε τὰ χωράφια, πήρανε τ’ ἀμπέλια, δὲν ἀφήκανε γῆς μηδὲ γιὰ μνημούρι. Κι ὁ νοικοκύρης πῆγε καὶ λούφαξε κλωτσημένος μέσα στὰ λαγούμια, μέσα στὰ χαλάσματα, πεινασμένη λεμπεσουριά. Ἔτσ’ εἶναι ὁ νόμος τοῦ πολέμου γιὰ τὸν Τοῦρκο...» 2 Στὴ «Μυτιλήνη, Γενουβέζικη καὶ Τουρκεμένη», σημειώνει μὲ ὀργὴ καὶ μὲ πόνο: «Οἱ Τοῦρκοι, παίρνοντας τὴ Μυτιλήνη, ἐπιδοθήκανε, κατὰ τὰ συνηθισμένα τους, σὲ κάθε βαρβαρότητα. Ἁρπούσανε, σφάζανε, βιάζανε γυναῖκες, δέρνανε δίχως αἰτία, βασανίζανε, μ’ ἕναν λόγο κάνανε σὰν διαβόλοι, ἔχοντας γιὰ παράδειγμα τὸν ἄξιο σουλτάνο τους Μεχμέτ, ποὺ στάθηκε ὁ πιὸ σκληρόκαρδος, ὁ πιὸ αἱμοβόρος, ὁ πιὸ ἀναίσθητος, ὁ πιὸ πρόστυχος κι ἀδιάντροπος ἀπ’ ὅλους τοὺς σουλτάνους. Ἡ μυρουδιὰ ποὺ βγάζει τὸ αἷμα ἤτανε γι’ αὐτὸν τὸ πιὸ ἔμορφο μυρουδικό. Οἱ θρῆνοι καὶ τὰ βογγητὰ τῆς ἀπελπισίας ἤτανε γιὰ τ’ αὐτιά του ἡ πιὸ γλυκειὰ μουσική. Θηριώδικη ψυχή! Χιλιάδες ἔσφαξε, κρέμασε, παλούκωσε, χώρισε στὰ τέσσερα, ἀτίμασε, ἄντρες καὶ γυναῖκες, μικροὺς καὶ μεγάλους, σὲ κάθε χώρα ποὺ πατοῦσε τὸ καταραμένο ποδάρι του» 3. Ἀνάλογα ἀναφέρει ἀγαναχτισμένος καὶ στὴν «Πολιορκία τῆς Χαλκίδας»: «Ἀνάμεσα σ’ ἕνα σωρὸ σκληρόκαρδους πολέμαρχους ποὺ φανήκανε στὴν Ἀνατολή, κανένας δὲν ματόχωσε τὸν κόσμο σὰν καὶ κεῖνο τ’ ἀφορεσμένο Τουρκὶ ποὺ τὸ γράψανε στὴν ἱστορία Μεμέτη Καταχτητή. Αὐτὸς δὲν πρέπει νὰ παρασταθεῖ μὲ σκῆμα ἀνθιρώπου, μόνο σὰν ἐκεῖνα τὰ φοβερὰ τέρατα τῆς Ἀποκάλυψης. Μ’ ὅλο πὄχουνε περάσει τόσα χρόνια ἀπὸ τότες ποὺ ψόφησε, ἡ Χριστιανωσύνη ἀκόμα χλωμιάζει σὰν ἀκούσει τ’ ὄνομα αὐτουνοῦ τοῦ Ἀντίχριστου... Ποιός ἔκοψε κεφάλια σὰν κι αὐτόν, ποιός ἄλλος σούβλισε, ποιός πριόνισε, ποιός παλούκωσε, ποιός ἐπινόησε βασανιστήρια, ποιός ἀτίμασε γυναῖκες, ποιός ἐμόλεψε παλληκαρόπουλα, ποιός ρεζίλεψε τιμημένα σπίτια, ποιός ξέθαψε κόκαλα, ποιός κατάπιε πολιτεῖες σούμπιτες, ποιός σουργούνεψε χιλιάδες χῶρες καῖ χωριά, ποιός ἐκανε νὰ τρέμει στεριὰ καὶ θάλασσα, κι οὗλα τὰ βασίλεια ν’ ἀσπροκαλιάζουνε σὰν τὶς κότες ποὺ τὶς κλώθει ὁ ἀϊτός;» 4. Σπαραξικάρδια ἐπίσης παρουσιάζει τὴ σκηνὴ τοῦ φοβεροῦ «ντεβσιρμὲ» (παιδομαζώματος), ἑνὸς ἀπὸ τὰ πιὸ φρικώδη τουρκικὰ ἐγκλήματα σὲ βάρος τοῦ Ἑλληνισμοῦ, πάλι στὴ «Μυτιλήνη – Γενουβέζικη καὶ Τουρκεμένη»: «Σὰν τὰ κοπάδια τὰ τρομαγμένα σπρωχνόντανε χιλιάδες ἄνθρωποι μπροστἀ στὸ σουλτάνο, σὰν νά τανε ἡ Δευτέρα Παρουσία, κι ὁ θρῆνος κι ὁ ἀλαλαγμὸς ἀνέβαινε στὸν οὐρανό. Μ’ ἕνα φοβερὸ γνέψιμο τοῦ σουλτάνου, πεντακόσια παλληκάρια καὶ κορίτσια ἁρπαχτήκανε ἀπὸ τοὺς γενίτσαρους, γιὰ τὰ χαρέμια τοῦ ἀφέντη τους. Μὲ σπαραγμὸ βλέπανε οἱ γονιοὶ νὰ χωρίζουνται ἀπὸ τὰ παιδιά τους κι ἀπὸ τὰ ἐγγόνια τους, τ’ ἀδέρφια ἀπὸ τ’ ἀδέρφια. Μήτε νὰ κλάψουνε ἐλεύθερα μπορούσανε, παρὰ ξεροκαταπίνανε τὸν πόνο τους, γιατὶ ὅποιος ἔδειχνε πὼς λυπότανε ἔχανε τὸ κεφάλι του. Ὅλοι στεκόντανε σὰν πεθαμένοι, κι ἀκούγανε τὸν ντελάλη ποὺ φώναζε τὴ σουλτανικἠ διαταγή» 5. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τώρα, στὸ κείμενο «Ἕλληνες καὶ Τοῦρκοι», διαπιστώνει νηφάλια: «Ἐνῶ ὁ Τοῦρκος ἔχει πολλὰ καλά, εἶναι καλοκάγαθος, ἁπλοϊκὸς καὶ φιλόξενος, σὰν δὲν τὸν ἔχει πιάσει ὁ φανατισμὸς ποὺ τὸν κάνει ἀπὸ πρόβατο θερίο, ἀλλὰ εἶναι βαρὺς κι ἀδιάφορος, δὲν ἀγαπᾶ τὴ δουλειά, δὲν ἔχει τὸ κέφι ποὺ ἔχει ὁ Ἕλληνας κι αὐτὴ ἡ φυσικὴ νωθρότητά του χειροτερεύει ἀπὸ τὴν πίστη ποὺ ἔχει στὸ ‘κισμέτ΄, στὸ γραφτό, κ’ ἔτσι κ’ ἡ λίγη δραστηριότητά του χάνεται ὁλότελα»6. Στὸ διήγημα «Τίμιος Κουρσάρος» ρίχνει τὰ βάρη τῶν εὐθυνῶν στὸν πόλεμο καθεαυτό, ποὺ διαφθείρει τοὺς ἀνθρώπους (ὁ

Ὁ Κόντογλου ἔζησε ὧρες γαλήνης μὲ τοὺς Τούρκους, μὰ ἔζησε καὶ ὧρες μεγάλης ἀντάρας καὶ ὀργῆς

9


Π ΕΡΙω ΔΙΚΟ

Τ Η Σ Π ΟΛ Η Σ

// I A N O YA Ρ Ι Ο Σ 2 0 1 0

Μ.Χ.

10


Φ Ω Τ Η Σ Κ Ο Ν Τ Ο ΓΛΟ Υ // Ε Ι Δ Ι Κ Η Ε Κ Δ Ο Σ Η

γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ θὰ ὀνόμαζε ἀργότερα τὸν πόλεμο τὴ μεγαλύτερη ἁμαρτία): «Οἱ Τοῦρκοι εἶναι καλοὶ καὶ πονόψυχοι ἀπὸ φυσικό τους, πλὴν ὁ πόλεμος εἶναι σὰν μιὰ ἀρρώστεια ποὺ χτυπᾶ καὶ τοὺς καλοὺς καὶ τοὺς κακοὺς καὶ τοὺς ἀγριεύει» 7. Καὶ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Τοῦρκοι εἶναι Ἀνατολίτες, κάνει τὸν πάντοτε συναισθηματικὸ Κόντογλου νὰ τοὺς θεωρεῖ, μὲ ἀρκετὴ δόση ἀπὸ sancta simplicitas ἴσως, κι αὐτοὺς εὐλογημένους! «Στεριανοὶ καὶ θαλασσινοὶ εἴχανε τὴν Ἀνατολὴ γιὰ βλογημένη, γιατὶ ἐκεῖ γεννήθηκε ὁ Χριστός, κι ἀπὸ κεῖ βγαίνει ὁ ἥλιος, κι ὅσοι ἀνθρῶποι γεννιοῦνται στὴν Ἀνατολὴ εἶναι βλογημένοι, Ἕλληνες καὶ Τοῦρκοι» 8. τὴν «Κιβωτὸ τῆς Ὀρθοδοξίας» ὁ Κόντογλου συγκρίνει τοὺς Παπικοὺς μὲ τοὺς Τούρκους καὶ ὑπερτιμᾶ χωρὶς δισταγμὸ τοὺς δεύτερους: «Ὅλοι οἱ ὑπήκοοι τοῦ Πάπα ἐρχόντανε στὴν Ἀνατολὴ ντυμένοι μὲ προβατοπροβιά, ἐνῶ ἤτανε ἀπὸ μέσα λύκοι... Ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι κ’ οἱ ἄλλοι μωχαμετάνοι, μπορεῖ νἄχανε τὴ σκληρότητα ποὺ ἔχουνε οἱ ἄνθρωποι τοῦ πολέμου, μὰ εἴχανε καὶ καλωσύνη, πολλὰ γενναῖα αἰσθήματα, ἀγάπη στὴ δικαιοσύνη, φόβο Θεοῦ, ἐπειδὴς ἤτανε πιὸ ἁπλοὶ καὶ ζούσανε πιὸ φυσικὴ ζωή» 9. Δὲν διστάζει νὰ ὁμολογήσει πὼς καὶ ἀπὀ τὸν τουρκικὸ λαὸ ἀναδείχθηκαν Ἅγιοι στὴν Ἐκκλησία, προβάλ-λοντας μὲ περισσὴ ἀγάπη καὶ τρυφερὴ εὐλάβεια ἑναν νεαρὸ Τοῦρκο Νεομάρτυρα, τὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο «τὸν ἐξ Ἀγαρηνῶν» ἀπὸ τὴ Μυτιλήνη, ποὺ ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ στὸ Ἀϊβαλὶ κι ἐμαρτύρησε στὴν Κωνσταντινούπολη στὶς 2 Ἰουνίου 1819: «Ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς Νεομάρτυρες εἶναι κ’ ἕνας ποὺ ἤτανε Τοῦρκος, καὶ τὸν φώτισε ὁ Θεός, κι ὄχι μοναχὰ ἔγινε Χριστιανός, ἀλλὰ καὶ μαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστό, ‘ἀναφανεὶς ἐξ ἀκανθῶν ὡς ῥόδον εὔοσμον, καὶ τῷ τοῦ θείου λουτροῦ βαπτίσματι ἀναγεννηθείς’... Σὰν πέρασε ἡ πανούκλα, ἐκεῖνο τὸ βλογημένο Τουρκάκι μπῆκε σ’ ἕνα καΐκι ποὺ πήγαινε στὸ Ἅγιον Ὄρος...» 10.

Σ

11

μως, ἡ πιὸ ἐντυπωσιακὴ κατάθεση, εἶναι ἐκείνη μιᾶς προπολεμικῆς ἰδιωτικῆς ἐπιστολῆς τοῦ (σαραντάχρονου τότε) Φώτη Κόντογλου στὸν Κωνσταντινουπολίτη φίλο καὶ συνεργάτη του Ἀβραὰμ Παπάζογλου, ἀδημοσίευτης μέχρι σήμερα, ἀπ’ ὅσο ξέρουμε, τὸ πρωτότυπο τῆς ὁποίας βρίσκεται στὸ ΕΛ.Ι.Α. (Ἑλληνικὸ Λογοτεχνικὸ καὶ Ἱστορικὸ Ἀρχεῖο) τῶν Ἀθηνῶν, προσφορὰ τῆς ἀδελφῆς τοῦ παραλήπτη Θάλειας Νεμπάρη, καὶ ἀντίγραφό της ὑπάρχει στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἀπ’ ὅπου καὶ τὴ λάβαμε. Τὴν παραθέτουμε αὐτούσια, διατηρώντας τὴν ὀρθογραφία (ἡ ὑπογράμμιση δική μας), μὲ τὴν προειδοποίηση ὅτι δὲν εἶναι καρπὸς τῆς πλήρους ὡριμότητας τοῦ συγγραφέα. Τὴ γράφει ὁ Κόντογλου τοῦ Πέδρο Καζᾶ, τῆς Βασάντας καὶ τοῦ Ἀστρολάβου. Ὄχι ὁ Κόντογλου τοῦ Μυστικοῦ Κήπου καὶ τῆς Ἁγιασμένης Ἑλλάδας! «Γράφω στὴν Ἀθήνα, στὶς 28 Νοέμβρη τοῦ 1935. Ἀγαπητέ μου φίλε, Παπάζογλου. Μὲ συγκίνησε πολὺ τὸ γράμμα σου γιατὶ εἶναι γραμμένο ἀπὸ ἄνθρωπο, σπάνιο πρᾶμα γιὰ τὰ χρόνια μας. Σὲ φχαριστῶ ἀπὸ καρδιᾶς. Σὲ φχαριστῶ καὶ γιὰ τὴ φωτογραφία. Μοῦ κάνεις πολλὴ τιμὴ νὰ κοπιάζης νὰ μεταφράσης τόσα πράματα. Ἄς εἶσαι καλά. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ χαίρουμαι ποὺ ἔδωσα σ’ ἕναν ἄνθρωπο πνευματικὴ τροφὴ καὶ τόσο φχαριστήθηκε ποὺ θέλει νὰ δώση ἀπὸ δαύτη καὶ σ’ ἄλλους. Δηλαδὴ τοὺς Τούρκους, ποὺ τοὺς ἀγαπῶ σὰν ἀδέλφια καὶ θέλω νὰ τὸ μάθουνε. Ἀνάθεμα στὴν ἱστορία ποὺ συντείνει νὰ χωρίζουνται οἱ ἀνθρῶποι. Αὐτὴ τὴν ἱστορία, τὴ μητρυιὰ τῆς ἀνθρωπότητας πρέπει νὰ τὴ στείλουμε πειὰ στὸ διάβολο. Οἱ Τοῦρκοι εἶναι ἀπὸ φυσικό τους πειὸ ἀγαθοὶ ἀπὸ μᾶς, ράτσα καλή, σεμνὴ κι ἀξιαγάπητη. Πάντα λέγω πὼς εἶμαι τουρκομερίτης, πολλὲς φορὲς βρῆκα καὶ τὸ μπελᾶ μου ἀπὸ κουτοὺς ἐθνικιστές, πού, δόξα σοι ὁ Θεὸς εἶνε πολὺ λίγοι, σχεδὸν τίποτα σήμερα. Σὲ παρακαλῶ γράψε πὼς ἔχω τέτοια αἰσθήματα γιὰ

τοὺς πατριῶτες μου. Στὶς ζουγραφιὲς ποὺ κάνω, καὶ τὰ βιβλία ποὺ γράφω βάζω ἀπουκάτου ἀπὸ τὄνομά μου «Ἀϊβαλιώτης». Σὲ ζάλισα μαὐτὰ τὰ λόγια, μὰ συμπάθησέ με. Διψῶ πειὰ ἀγάπη, γιατὶ εἶνε τόσο λίγη τὰ χρόνια μας, καὶ σημείωσε δὲν εἶμαι ἀδύνατος ἄνθρωπος. Σὲ φχαριστῶ γιὰ ὅσα λὲς νὰ μοῦ γράψης καὶ νὰ ξέρεις πὼς δὲν θὰ πᾶνε χαμένα. Ἡ πεθυμιά μου εἶναι νἄρτω καμμιὰ φορὰ στὴν Τουρκιά, νὰ προσκυνήσω τἅγια χώματα. Ξέρω καλὰ πὼς θάρτη ὥρα νὰ βγοῦνε ξανὰ πολὺ μεγάλα πράματα ἀπὸ τὴν Ἀνατολή. Γειά σου τὸ λοιπὸν καὶ νὰ μὲ λογαριάζεις κ’ ἐσὺ σὰν ἀδερφό σου. Σὲ χαιρετᾶ καὶ ἡ γυναίκα μου. Γειά σου, Γειά σου, Φώτης.» αρδιογράφημα σωστό, λοιπόν, παρουσιάζεται ἡ σχέση τοῦ Κόντογλου μὲ τοὺς ἐξ ἀνατολῶν γείτονες, ἀλλὰ μὲ ἔντονες τὶς καμπύλες τῆς ζωῆς! Ὄχι εὐθύγραμμο, καταληκτήριο!... «Τὰ ἐπίλοιπα τῆς ἀναγνώσεως», κατὰ τὸ ἁγιορειτικόν, ἐν «ὥραις αἰσίαις» ἑλληνοτουρκικῶν, τουρκο-ευρωπαϊκῶν, ἀμερικανο-τουρκικῶν, τουρκοελληνο-αμερικανικῶν, κυπριακο-τουρκικῶν, ἑλληνο-τουρκοαμερικανο-ευρωπαϊκῶν καὶ λοιπῶν προσεγγίσεων καὶ εἰδυλλίων, δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Νεομαρτύρων Ἀχμὲτ τοῦ Κάλφα καὶ Κωνσταντίνου τοῦ Μυτιληναίου «τῶν ἐξ Ἀγαρηνῶν», τ΄ ἀφήνουμε «ἐπ’ ἐλπίσι χρησταῖς» στὰ χέρια τοῦ Κυρίου τῆς Ζωῆς, παρὰ τῷ Ὁποίῳ, δόξα νἄχει τ’ ὄνομά Του!, «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην», οὔτε –όγλου οὔτε –ίδης οὔτε –όπουλος, μηδὲ Τοῦρκος, μηδὲ Ρωμηός!...

Κ

1 Ἡ Πονεμένη Ρωμιοσύνη, σ. 71. Τὸ Ἀϊβαλί, ἡ Πατρίδα μου, σ. 14-15 3 Ἡ Πονεμένη Ρωμιοσύνη, σ. 187 4 Ἡ Πονεμένη Ρωμιοσύνη, σ. 190 5 Ἡ Πονεμένη Ρωμιοσύνη, σ. 185 6 Ἡ Πονεμένη Ρωμιοσύνη, σ. 309 7 Τὸ Ἀϊβαλί, ἡ Πατρίδα μου, σ. 238 8 Ἀρχαῖοι Ἀνθρῶποι τῆς Ἀνατολῆς: Τὸ Ἀϊβαλί, ἡ Πατρίδα μου, σ. 87 9 Σελ. 265 10 Οἱ Νεομάρτυρες: Ἡ Πονεμένη Ρωμιοσύνη, σ. 229 & 231 2


Π ΕΡΙω ΔΙΚΟ

Τ Η Σ Π ΟΛ Η Σ

// I A N O YA Ρ Ι Ο Σ 2 0 1 0

Μ.Χ.

Φῶς Ἑλληνικόν TOY ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ

12


Φ Ω Τ Η Σ Κ Ο Ν Τ Ο ΓΛΟ Υ // Ε Ι Δ Ι Κ Η Ε Κ Δ Ο Σ Η

ό ἑλληνικό φῶς ἤθελε νά μεταδώσει ὁ Φώτης Κοντόγλου. Τί σημαίνει ἑλληνικό φῶς; Τί σήμαινε τότε, τίς σημαίνει τώρα, τί σημαίνει ἐσαεί; Εἶναι, ἁπλούστατα, τό ξαφνικό τίναγμα τοῦ ἀνθρώπου ὅταν ἀντικρίζει τήν πραγματικότητα, τό ρίγος πού διαπερνᾶ τή ραχοκοκαλιά του. Ρίγος πένθιμο καί χαρούμενο ταυτόχρονα. Πένθιμο γιά τήν κοινωνική ὀργάνωση καί χαρά γιά τήν ἀνατολή τοῦ ἥλιου καί τό γέλιο τῶν παιδιῶν. Εἶναι τό ἀγωνιῶν πρόσωπο, ἡ πνευματική ἔκλαμψη, τό ἑλλαμπτικόν πεδίον τῆς γνώσης, τό ἰδανικό, τό πρότυπο γιά τή συλλογικότητα, τήν εὐθύνη, τήν ἐλευθερία. Τό ἑλληνικό φῶς εἶναι ἡ ὑψηλόφρων ταπεινότης τοῦ πάσχοντος σώματος, τοῦ ἀνατέλλοντος προσώπου, τῆς μεταρσιωτικῆς τοῦ διάθεσης, τό φτερούγισμα τοῦ αἵματος, τῶν νεύρων, τῆς ζωῆς. Εἶναι τό ἐξ Ἰωνίας (Ἀϊβαλί) χῶμα, πού τίμησαν Θαλής ὁ Μιλήσιος, Ἀναξίμανδρος τέ καί Ἀναξιμένης ἀλλά καί ἡ γείτων Ἔφεσσος πού ἀνέθρεψε τόν ποιητή τοῦ Λόγου, τόν αἰνικτήν Ἠράκλειτο. Τό ἑλληνικό φῶς εἶναι ὁ λόγος, ἡ αἰτία καί τό νόημα ὕπαρξής μας. Τόν λόγο τοῦτο ἀναζήτησε στή μαθητευόμενη Ἑσπερία, σ’ αὐτήν πού προσπάθησε νά ἐπαναφέρει τόν ἠρακλείτειο λόγο στήν καθημερινότητα, κόντρα στήν ἐξουσία καί τούς προτεσταντικούς ἠθικισμούς. Καί ἄς ἐπηρεάστηκε ἀπό τήν ὀρθοδοξία, τό βαθύτερο, φιλεύσπλαχνο, φιλάνθρωπο μαρτύρημά της ἤθελε νά καταδείξει, νά ἀναδείξει, νά ἀναφωνήσει, νά μεταδώσει καί ὄχι τό ἐκκλησιαστικό τυπικόν αὐτῆς. Φανερώνεται αὐτό ἀπό τήν ἀγωνία του νά σμιλέψει τό Βυζάντιο, τή βαθειά του προσήλωση (τοῦ Βυζαντίου) στό νά ἐκπνευματώσει τήν ὕλη (ἀλλά ἀκόμη κι αὐτό τό ἴδιο τό πνεῦμα!).

13

ἔχει ὦτα ἀκούειν. Ὁ Φώτης Κόντογλου κληροδότησε ὅλη τή λαμπρή κληρονομιά πού δέχτηκε ἀπό τόν ἀρχαιοελληνικό, ἔστω ἐκχριστιανισμένο, λόγο. Ποιούς καλύτερους μάρτυρες ἀπό τούς Ἐγγονόπουλο, Τσαρούχη; Τόν ἐνέταξαν στή γενιά τοῦ ’30 καί μετά ἀπ’ αὐτό πολλοί τόν κατηγόρησαν ὅτι ἐκβίασε μία ρομαντική ἑλληνικότητα, μία ἀνύπαρκτη δηλαδή πραγματικότητα τῆς χώρας. Ὁ Κόντογλου, κινούμενος μεταξύ πινέλου καί γραφίδας, προσπάθησε νά μεταδώσει τό νόημα πού βρῆκε στά σπλάχνα τῆς Ἑλλάδας, νά ἐκχύσει τό φῶς στήν σχεδόν τυφλή ἀνθρωπότητα. Ἤθελε νά μᾶς πεῖ (καί μᾶς τό εἶπε!) ὅτι τοῦτο τό φῶς δέν εἶναι ἰδέα, εἶναι σάρκα καί ὀστᾶ, δόξα καί ἥττα. Καί πολύ πρίν ἀπ’ αὐτό ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε δόξα οὔτε ἥττα. ὑπάρχει μόνο τό μεγαλειῶδες μικρόν του σαρκίου μας καί ὀφείλουμε ἅπαντες νά τό διαφυλάξουμε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ. Νά διαφυλάξουμε τήν ἀξιοπρέπειά του ἀπέναντι σέ νόμους ἀπάνθρωπους, ἀλλά καί ἀπέναντι στόν θεϊκό νόμο (τόν ἄγνωστο καί πεπερασμένο…). Μέ νύχια καί μέ δόντια προσπάθησε νά διασώσει τόν ἑλληνικό τρόπο, πά’ νά πεῖ τόν τρόπο τῆς διά βίου ἀντίστασης τοῦ ἑλληνισμοῦ (μικροί, ἀλλά πνευματώδεις, εἰρηνόφιλοι ἀλλά καί δωσίλογοι, μαχητές ἀλλά καί συνθηκολογημένοι). Μέγα ἐπίτευγμα τῆς σχεδόν αἰωνίως κυνηγημένης ἀνθρωπογεωγραφίας μας. Νά, ὅμως, πού κατά ἕναν ἀνεξήγητο καί παράδοξο τρόπο στό τέλος ἐπικρατεῖ ἡ ἑλληνική γλώσσα, ἤγουν ἕνας ἑλληνισμός χοϊκός, γήινος, ἀνθρωπολογικός. Ποιός τό ἀμφισβητεῖ; (Ἑξαιροῦνται οἱ νεοϊστορικοί τῆς Δεξιᾶς καί οἱ ἀπομακρυσμένοι ἀπό ὁτιδήποτε δηλώνεται ἑλληνικό Ἀριστεροί).

Ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ ὀρθοδοξία, σέ πλήρη ἀντίθεση μέ καθολικισμό καί προτεσταντισμό, εἰσήγαγε τήν ἐπιείκεια, τή συγχώρεση, ἀπέφυγε τήν τιμωρία καί τήν ἐκδικητικότητα, τή θεσμισμένη ἐξουσία καί τόν ἀπολυταρχισμό της.

Δέν εἶναι τόσο τό ἔργο τοῦ Κόντογλου πού λάμπει, μήτε τό συγγραφικό μήτε τό εἰκαστικό. Εἶναι αὐτή ἡ ἀγωνία νά ἁπλωθεῖ, ὡς μέτρον, στήν οἰκουμένη τό φῶς τῆς ξηρότητας, ἡ ξηρότητα τοῦ φωτός, ἡ ἐπικράτεια τοῦ παντός, τοῦ ὅλου, πού μπορεῖ νά εἶναι ὁ Θεός (τό ἄγνωστο) μπορεῖ, ὅμως, καί ἡ ἀπόλυτη Δημοκρατία. Καί ἄς εἶναι ὁ ἴδιος ἐχθρός του ἀπόλυτου, γνωρίζει ἐντούτοις ὅτι ἡ μόνη βασιλεία εἶναι ἡ ἁπλότης, ἡ λαϊκότης, ἡ πνευματικότης, ἡ προσπάθεια νά βγάλουμε φτερά καί ἄς εἴμαστε σκουλήκια.

«Μήν ὑπακούετε στούς ἄρχοντες» ἀκούγεται κάθε Κυριακή στήν ἐκκλησία, ἀλλ’ οὐδείς

Γιατί καί τά σκουλήκια πλάσματα τῆς φύσης (τοῦ ἀγνώστου) εἶναι.


Π ΕΡΙω ΔΙΚΟ

Τ Η Σ Π ΟΛ Η Σ

// I A N O YA Ρ Ι Ο Σ 2 0 1 0

Μ.Χ.

Γυρίσαμε

διψασμένοι ἀπό τή Δύση

14


Φ Ω Τ Η Σ Κ Ο Ν Τ Ο ΓΛΟ Υ // Ε Ι Δ Ι Κ Η Ε Κ Δ Ο Σ Η

TOY ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ

Α

ὐτή ἡ φράση τοῦ Σεφέρη πού συνοψίζει τήν πορεία τῆς γενιᾶς του, τῆς γενιᾶς τοῦ ’30, ἰσχύει περισσότερο ἀπό ὅλους γιά τόν Φώτη Κόντογλου. Τόν ζωγράφο, τόν ἁγιογράφο, τόν συγγραφέα. Σέ αὐτό τό σύντομο σημείωμα θά ἀναφερθοῦμε κυρίως στό ζωγραφικό του ἔργο καί τίς ἀντιλήψεις του, πού βέβαια διαποτίζουν ἐξ ἴσου καί τά γραπτά του. Παρότι, εἶχε ξεκινήσει ἀπό τά ἐργαστήρια τῶν δασκάλων τῆς σχολῆς τοῦ Μονάχου (Ἰακωβίδη, Γερανιώτη, Βικάτου, Ροϊλοῦ) πού κυριαρχοῦσε μέχρι τότε στήν Ἑλλάδα 1, καί ἐνῶ ἔμεινε γιά χρόνια στό Παρίσι ὅπου γνώρισε τά καλλιτεχνικά ρεύματα τῆς ἐποχῆς μετά τόν Ἅ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δέν ἐνίωσε νά καλύπτεται ἀπό αὐτά. Ἐπιστρέφοντας στήν Ἑλλάδα θά ἐγκαινιάσει τήν καλλιτεχνική ἐπανάστασή του μέ τήν «ἐπιστροφή» στήν βυζαντινή παράδοση στή ζωγραφική καθώς καί μέ τήν υἱοθέτηση τῶν ἀρχῶν τῆς Κρητικῆς σχολῆς στήν ἁγιογραφία, τήν ὁποία καί θά ἀνανεώσει, ξεφεύγοντας ἐπί τέλους ἀπό τίς γλυκερές ψευδοαγιογραφίες πού κυριαρχοῦσαν στήν Ἑλλάδα τοῦ Μεσοπολέμου –καί τοῦ πρώτου μεταπόλεμου. Ὅπως ὑπογραμμίζει ἕνας μελετητής τοῦ ζωγραφικοῦ καί τοῦ ἁγιογραφικοῦ τοῦ ἔργου, ὁ Νίκος Ζίας «στόν δρόμο αὐτόν ὁδηγεῖται ἀρχικά ἴσως ἀπό ἕνα εὐρωπαϊκό κίνημα ἐπιστροφῆς στίς ἀξίες τοῦ ἐθνικοῦ παρελθόντος, μέ τό ὁποῖον ὅμως συνταιριάζεται ἀπόλυτα καί ἀβίαστα ἡ ἀτόφια ρωμέϊκη ἰδιοσυγκρασία τοῦ καθώς καί ἡ ἀνατολική καταγωγή του, ὅπου ἑλληνική Παράδοση καί ὀρθόδοξη πίστη εἶχαν ζυμωθῆ σέ μία ἀδιάσπαστη ἕνωση, χρωματισμένη ἀπό τήν ἔντονη ἀντίθεση πρός τή Δύση, τήν ἀλλόδοξη Δύση, τήν ἐχθρική μέ φιλική ἐπικάλυψη Δύση»2. Οἱ μνῆμες του ἀπό τήν Μικρασία καί τό Ἀϊβαλί θά ἀποτελέσουν τό ὑπόστρωμα τῆς μεγάλης στροφῆς του, ἐνῶ τό ταξίδι του στό Ἅγιον Ὅρος, τό 1923, μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τό Παρίσι θά τήν ὁλοκληρώσει. Κόντογλου θά κατανοήσει βαθιά μέσα του πώς δέν εἶναι δυνατή ἡ παραγωγή πρωτότυπου ἔργου δίχως τό βύθισμα στήν δική σου ταυτότητα, δίχως μία «ἐπιστροφή», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ταυτόχρονα καί μία ἀνανέωση, γιατί προϋποθέτει τήν γνώση καί τῶν σύγχρονων καλλιτεχνικῶν τάσεων. Καί ὁ Κόντογλου εἶχε κάνει ὁλόκληρο τό ταξίδι: Σχολή Μονάχου, Παρίσι… Ἅγιον Ὅρος. Καί αὐτή ἡ σύνθεση θά καταγραφεῖ ζωγραφικά κατ’ ἐξοχήν στό μεγάλο του ζωγραφικό ἔργο τοῦ Δημαρχείου τῆς Ἀθήνας, ὅπου παρελαύνει ὁλόκληρη ἡ ἑλληνική ἱστορία, ἀπό τούς μυθικούς χρόνους μέχρι τήν ἐπανάσταση τοῦ ’21. Πρόκειται γιά ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα ἔργα τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς ζωγραφικῆς, τό ὁποῖο παραμένει ἐν πολλοῖς ἀγνοημένο, ὅπου τά γυμνά σώματα τῶν μυθικῶν ἡρώ-

15

ων συνυπάρχουν μέ τίς αὐστηρές βυζαντινές μορφές καί τούς ἥρωες τοῦ ’21. Κόντογλου θά κατανοήσει βαθιά μέσα τοῦ τήν ἰδιοπροσωπία τοῦ ἑλληνισμοῦ, μέ τόν ἴδιο οὐσιαστικά τρόπο πού θά τήν κατανοήσει ὁ Πικιώνης, ὁ Σεφέρης καί ὁ Ἐλύτης. «φέραμε πίσω αὐτά τ’ ἀνάγλυφα μίας τέχνης ταπεινῆς» θά πεῖ ὁ Σεφέρης, «Νά μοιάσουμε μ’ αὐτό πού πραγματικά εἴμαστε... Νά γνωρίσουμε τόν ἑαυτό μας...», θά μᾶς καλέσει ὁ Δημήτρης Πικιώνης «γιά τήν κατάρτιση μίας δημιουργικῆς μας σχέσης μέ τό περασμένο, ἀπ’ ὅπου θά ἐξαρτηθεῖ ἡ ἱκανότητά μας νά δημιουργήσουμε ἕνα καινούριο μέλλον; Κι ὅπου μέσα του θά ἐπαναληφθοῦν οἱ ἀξίες οἱ ἐγκείμενες εἰς τό παρελθόν, στήν ἔκταση καί τό βάθος ποῦ μᾶς ἐπιτρέπει ἡ σύγχρονη ἱστορική πραγματικότητα, ὁ ἱστορικός καιρός ποῦ κάθε φορᾶ ἀντικρίζουμε;»3 Κόντογλου θά δώσει στήν ἴδια μέριμνα, στήν ἴδια προσπάθεια ἕναν τόνο περισσότερο συγκεκριμένο, ἀγωνιστικό, τόσο σύγχρονο, πού μοιάζει νά ἀναφέρεται στό σήμερα: «Κατά δυστυχία, πολλοί ἀπ’ αὐτούς τούς ἐλαφρόμυαλους, ἀλαφρόκαρδους καί κούφιους ‘νεωτεριστᾶς’ (ὅπως θέλουν νά λέγουνται), ἔχουνε πιάσει τά πόστα, στά Ὑπουργεῖα, στίς Ἀκαδημίες, στά Πανεπιστήμια καί στ’ ἄλλα ἐκπαιδευτήρια, στά Ὠδεῖα, στά Θέατρα, στίς ἐφημερίδες, στίς ἐκκλησιές, στό ραδιοφωνικό σταθμό, κι ἀπό κεῖ κάνουνε τό κακό πού κάνουνε ταμπουρωμένοι, μέ κάθε εὐκολία, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ δυστυχεῖς πολεμᾶμε στ’ ἀνοιχτά, μοναχοί, χωρίς καμμιά ὑποστήριξη, χωρίς τά ἅρματα καί τίς τάμπιες πού ἔχουνε αὐτοί. […] Ἐνῶ, λοιπόν, οἱ ‘μοντερνιστές’ εἶναι, κούφιοι κι ἀνόητοι, χωρίς κανένα βαθύ αἴσθημα ἤ σοβαρόν στοχασμό, ὡστόσο μ’ αὐτά τά εὔκολα ἐργαλεῖα τῆς δημαγωγίας πλανοῦν τόν κόσμο, πρό πάντων ὅσοι ἀπ’ αὐτούς ἔχουνε κάποιο δημόσιο ἀξίωμα. Καί μ’ ὅλα ταῦτα, ἐμεῖς, ὄχι μοναχά βαστᾶμε γερά καί σταματοῦμε τό γκρέμισμα, ἀλλά χτίζουμε σέ στερεά θεμέλια, ἀπάνω στά χαλάσματα πού ἔχει σωριάσει ἡ τυφλή μανία τους, καί κάθε μέρα κερδίζουμε ψυχές πού φωτίζουνται, κι ἀποροῦνε κ’ οἱ ἴδιες σέ τί πλάνη καί σέ τί ψευτιά βρισκόντανε πρίν. Καί μάλιστα ἀνάμεσα στούς νέους, στόν σπόρο πού βλασταῖνε.»4

1 Στρατής Δούκας, Αἰολικά Γράμματα, τεῦχος 61, 1971, σέλ. 491 Βλ. Νίκος Ζίας, «Ὁ Φώτης Κόντογλου καί ἡ Νεοελληνική Ζωγραφική» στό Μνήμη Κόντογλου, ἐκδοτικός οἶκος Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1975 3 Βλ. Κ.Δ. Γεωργούλης, Ἡ μελέτη τῶν ἑλληνικῶν ἀνθρωπιστικῶν Γραμμάτων, 1938 4 Φώτης Κόντογλου, «Ἡ ξενομανία μας», Εὐλογημένο καταφύγιο, Ἔκδ. Ἀκρίτας 2

Ο Γ. Καραμπελιᾶς εἶναι συγγραφέας καί ἐκδότης τοῦ περιοδικοῦ Ἄρδην


Π ΕΡΙω ΔΙΚΟ

Τ Η Σ Π ΟΛ Η Σ

// I A N O YA Ρ Ι Ο Σ 2 0 1 0

Μ.Χ.

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥΣ ΑΠ’ Τ’ ΑΪΒΑΛΙ Τό κάλεσμα τοῦ Κόντογλου γιά ἐπανασύνδεση μέ τήν παράδοση δέν κατανοήθηκε σωστά

Κόντογλου καί ἐφτίαξε μία ζωγραφιἐ μ φ αν ί ζ ε τ α ι κή πού ἔχει ταυτότητα ὡς μετέωρο καί δέν εἶναι ἀπρόσωπη. στή νεοελληνιἜτσι δημιούργησε κι ἴδική πνευματική ος παράδοση, ἐμπλούτιπραγματικόσε τήν παράδοση – ἀφοῦ τητα πού, ἀνύστό ἔργο τοῦ αὐτή ἀνακεTOY ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΡΔΗ ποπτη σχεδόν, φαλαιώνεται καί αὐξάνεταξιδεύει πρός ται καί δέ σταματᾶ γιά νά τή Δύση. Σέ μία νεοελληνική πνευ- ἀρχίσει ἔργο ἄλλο ἰδιωτικό. ματική σκηνή πού ἔχει πρό πολλοῦ Ὁ μαστρο-Φώτης, γνώστης βαθύς της ἑλληνικῆς παραδεχτεῖ ὅτι δέν ὑφίσταται ἰδιο- πολιτισμικῆς πορείας, ὡς γνήσιος συνεχιστής τῆς πρόσωπος ἑλληνικός τρόπος ὕπαρ- ζωγραφικῆς παράδοσης, ζωγραφίζει μέ τόν ἴδιο ξης -καί ἄρα- πολιτισμός. Ὁ Κόντογλου, συνει- τρόπο θέματα κοσμικά καί θρησκευτικά, ἀποδειδητά καί ἀσυνείδητα μαζί, ψηλαφητά σχεδόν, κνύοντας ὅτι κατανοεῖ σωστά τήν ὁριοθέτηση τῆς ἔρχεται νά ἀγγίξει μία πληγή, θυμίζοντας στούς ζωγραφικῆς ὡς τρόπου παρουσίασης τῶν θεμάνεοέλληνες ὅτι κάποτε εἶχαν δικό τους τρόπο νά των κι ὄχι ὡς κάποιας ἱερῆς γλώσσας πού ταυτίδιαχειρίζονται τά κοινά, νά πλάθουν σχέσεις καί ζεται ὀντολογικά μέ τό εἰκονιζόμενο θρησκευτικό νά παράγουν ποιότητες ζωῆς. Γι’ αὐτό καί ἀγω- θέμα. Ὁ Κόντογλου ἔρχεται μέ τά δεδομένα αὐτά νίστηκε ὁ μοναχικός αὐτός ἀνατολίτης, ἀπό τότε καί ζωγραφίζει στό Δημαρχεῖο Ἀθηνῶν μία μεγάπού ἐπισκέφτηκε τό Ἅγιον Ὅρος στά 1923 καί εἶδε λη σειρά εἰκόνων πού περιλαμβάνει σκηνές μυθομέ τά μάτια τοῦ τόν πλοῦτο τοῦ ὀρθόδοξου ἑλλη- λογικές καί ἱστορικές καί, κυρίως, πρόσωπα ἀπό νικοῦ παρελθόντος καί ἐθαύμασε τό μεγαλεῖο του τή μακραίωνη πορεία τοῦ ἑλληνισμοῦ. Ἐκεῖ ἔχουν λαοῦ του πού, ἄλλοτε, μποροῦσε, χωρίς ἐνοχές ὅλοι θέση, κι ὁ Ἰαπετός καί ὁ Διομήδης καί ὁ Μεκαί αἰσθήματα κατωτερότητας, νά διαλέγεται μέ γαλέξανδρος μέ τό Βουκεφάλα του, κι ὁ Βασίλειτόν πολιτισμό ἄλλων λαῶν καί νά παίρνει καί νά ος ὁ Μακεδών καί ὁ Ρήγας Φερραῖος καί ὁ Κολοδίνει στοιχεῖα καί νά δημιουργεῖ ὁλοένα. κοτρώνης κι ὁ Διονύσιος Σολωμός καί ὁ Δομήνικος Ὁ Κόντογλου ἁπλά εἶδε πώς ὑπάρχει τρόπος ἑλλη- Θεοτοκόπουλος κι ὅλοι ὅσοι ζήσαν μέ τόν τρόπο νικός διαχείρισης τῶν σχέσεων καί γι’ αὐτό πά- τόν ἑλληνικό. Ἡ Πινακοθήκη αὐτή εἶναι μαρτυρία λεψε νά ἐπαναφέρει στή νεοελληνική κοινωνία τῆς ἀντίληψης τοῦ Κόντογλου γιά τήν ἑνότητα τῆς τό χαμένο μίτο τῆς παράδοσης. Τό κάλεσμά του ἑλληνικῆς ἱστορίας. ὅμως γιά ἐπιστροφή στήν παράδοση, πού παρερ- Τό κάλεσμα τοῦ Κόντογλου γιά ἐπανασύνδεση μέ μηνεύτηκε ἀπό τούς κατοπινούς του καί ἀπό πολ- τήν παράδοση δυστυχῶς δέν κατανοήθηκε σωλούς μαθητές του, δέν ἦταν σέ καμμία περίπτω- στά καί οἱ ἄνθρωποι διάλεξαν τό εὔκολο κομμάση ζήτηση γιά μία ὀπισθοδρόμηση, ἀλλά γιά μία τι τῆς σκέψης του καί ἑρμήνευσαν τό κάλεσμά του φυσική συνέχιση τοῦ δρόμου πού εἶχε ὁ ἑλληνικός ὡς ἐπιστροφή στό παρελθόν. Ἔτσι, ἡ νεοελληνική πολιτισμός μέ τήν ἰδιοπροσωπία του, μέ τό δικό κοινωνία μέ τόν ὄρο «παράδοση» ἔφτασε σήμερα του τρόπο κατανόησης τῶν σχέσεων. Γιά τοῦτο νά ἐννοεῖ κάτι πού συντελέστηκε στό παρελθόν, καί ὁ ἴδιος ὁ μαΐστορας Κόντογλου, ὅταν δημι- κάτι πού τελείωσε στό παρελθόν. Ἡ στατική αὐτή ούργησε, δέν ἀντέγραψε στατικά, ἀλλά δυναμι- ἑρμηνεία τῆς παράδοσης εἶναι εὔκολη γιατί δέν κά διαλέχτηκε μέ ὅσα πρίν ἀπ’ αὐτόν οἱ μεγάλοι ἀπαιτεῖ τή συνέχισή της, δέ ζητᾶ τήν ἀγωνία τῆς του παρελθόντος τεχνίτες ἐφτίαξαν. Πῆρε εἰκονο- δημιουργίας, δέν προϋποθέτει τόν κίνδυνο τῆς γραφικούς τύπους παλαιούς καί ὁ ἴδιος διαμόρ- ἀποτυχίας. Εἶναι ἀσφάλεια ἡ στατική ἑρμηνεία φωσε τό ζωγραφικό τρόπο μέ ὕφος προσωπικό τῆς παράδοσης καί, δυστυχῶς, αὐτήν ἐπέλεξαν οἱ

16


Φ Ω Τ Η Σ Κ Ο Ν Τ Ο ΓΛΟ Υ // Ε Ι Δ Ι Κ Η Ε Κ Δ Ο Σ Η

17


Π ΕΡΙω ΔΙΚΟ

ἐπίγονοι τοῦ Κόντογλου καί γιά τοῦτο καί κατέληξε ἡ παράδοση πεθαμένο πράγμα καί ἄχρηστο στήν πραγματικότητα, ἀφοῦ μόνον γιά τά μουσεῖα κάνει καί γιά τίποτα ἄλλο. Καί ἡ νεοελληνική κοινωνία ξέμεινε ὕστερα, φτωχή καί χωρίς προίκα πολιτισμική, νά πρέπει ἀπό τήν ἀρχή νά μάθει νά ζεῖ καί νά δημιουργεῖ, νά διαχειρίζεται, δηλαδή, τίς σχέσεις καί τά ὑλικά, νά χρησιμοποιεῖ γιά νά παράγει, τί ἄραγε; Ἀφοῦ καί ὁ λόγος ἀκόμη τῆς δημιουργίας τῆς

Τ Η Σ Π ΟΛ Η Σ

// I A N O YA Ρ Ι Ο Σ 2 0 1 0

λείπει, μένοντας κι αὐτός λησμονημένος στά ντουλάπια τῶν ἀποστειρωμένων μουσείων ἤ τίς καρδιές ἀνθρώπων παλαιῶν πού παροπλίστηκαν καί ἀφέθηκαν νά χαθοῦν μαζί μέ τά πολύτιμα μυστικά τους. Ὁ Κόντογλου, στά γραπτά του, τό διαλαλεῖ, τό φωνάζει ἀλλά ποιός ν’ ἀκούσει; Ὁ ἑλληνικός κόσμος δέν παρήγαγε τέχνη γιά ἰδιωτική χρήση καί γιά λόγους ἰδιωτικούς ἀλλά δημιούργησε, ἐπιχείρησε δηλαδή νά φτιάξει ἔργα τέχνης μέ τά ὁποία θά μπορεῖ νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος, θά μπορεῖ μέσα ἀπό αὐτά νά συστήσει κοινότητα καί νά κοινωνήσει μέ τά πρόσωπα τῶν ἄλλων καί τοῦ Θεοῦ. Ἡ νεοελληνική κοινωνία ἀπέρριψε στήν πραγματικότητα τό κάλεσμα τοῦ Κόντογλου. Τυπικά μόνον δέχτηκε τό κομμάτι πού τή συνέφερε, μία στατική δηλαδή παράδοση πού δέν ἐνοχλεῖ καί ἀφήνει χῶρο γιά μουσεῖα καί γιά ἰδιωτισμούς. Μία παράδοση πού δέ σέ θέτει πρό τῶν εὐθυνῶν σου, πού δέ σέ ἀναγκάζει νά ἀνακεφαλαιώνεις στά ἔργα σου καί τή ζωή σου ὅλη τήν πορεία τῶν ὁμοτέχνων σου καί νά ἀναζητᾶς νά δημιουργήσεις μέ τόν ἴδιο λόγο. Ὁ Κόντογλου ταυτοποιήθηκε ἄδικα στή σύγχρονη νεοελληνική κοινωνία ὡς φανατικός καί θρησκόληπτος πού ἀρνεῖται τό δυτικό

Μ.Χ.

πολιτισμό ὡς δαιμονικό –καί ἄρα τήν προοδο– καί ζητᾶ τήν ἐπιστροφή στήν ψευδαίσθηση ἑνός παραδείσιου παρελθόντος! Κρίμα. Γιά μία ἀκόμη φορᾶ οἱ νεοέλληνες ἔχασαν τήν εὐκαιρία νά συνδέσουν τά διασπασμένα μέλη τους, νά ἑνώσουν τήν ἱστορία τους, νά κατανοήσουν τή σημασία τοῦ πολιτισμοῦ τους πού θά μποροῦσε νά ἔχει λόγο ὕπαρξης σήμερα πού, καλῶς ἡ κακῶς, χτίζεται ἕνας νέος παγκόσμιος τρόπος ὕπαρξης τῶν ἀνθρώπινων σχέσεων. Ὅμως, θαρρῶ, τό ἔργο δέν τελείωσε ἀκόμη, Ὁ Κόντογλους εἶναι ἀκόμη στή σκηνή καί ἡ τελευταία πράξη εἶναι σέ ἐξέλιξη… Ἄς ἀναμένουμε.

Ἡ παράδοση κατέληξε πεθαμένο πράγμα καί ἄχρηστο, ἀφοῦ μόνον γιά τά μουσεῖα κάνει καί γιά τίποτα ἄλλο

18


Φ Ω Τ Η Σ Κ Ο Ν Τ Ο ΓΛΟ Υ // Ε Ι Δ Ι Κ Η Ε Κ Δ Ο Σ Η

Ἡ πνευματική ξενοδουλεία μας ς ποῦμε τά σημερινά μας. Τά σχολειά μας ἄν βγάλει κανένας λίγα στήν μπάντα – τ’ ἄλλα ἄς τά δουλεύουν γιά νά βγάλουνε λεβαντίνους κι ὄχι Ἕλληνες, μ’ ὅλα τά ψευτοελληνικά ἐξωτερικά πασαλείμματα. Οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς πού διδάσκουνε τά παιδιά μᾶς κινήσανε ἀπό τό χωριό, καί πέσανε μέ τά μοῦτρα στά «μοντέρνα». Γινήκανε θεριακλῆδες τοῦ μοντερνισμοῦ. Ὁ νοῦς κι ὁ λογισμός στούς, μέρα – νύχτα, στριφογυρίζει στίς μοντέρνες ἀνοησίες. Τήν Ἑλλάδα δέν θέλουνε μήτε νά τή ἀκούσουνε, τήν «Ψωροκώσταινα»! Δέν ὑπάρχει πιό ἀντιπαθητικό καί πιό μικρόμυαλο πλάσμα ἀπό τόν ξιπασμένο ἄνθρωπο πού ἀρνήθηκε τό γάλα τῆς μάνας του καί ρεμπεύεται κιόλας γι’ αὐτό τό κατόρθωμα. Λοιπόν, ἀπό τέτοιους δασκάλους τί θά μάθουνε τά παιδιά μας, τά κακόμοιρα τά παιδιά μας; Θά μάθουνε πώς γιά νά γίνει κανένας σπουδαῖος καί γιά νά φαίνεται πώς εἶναι ἔξυπνος, πρέπει νά μήν ἔχει τίποτα Ἑλληνικό ἀπάνω του. Ἀκόμα καί τό μόρτικο ὕφος, πού εἶναι σήμερα τῆς μοντέρνας μόδας πρέπει νά εἶναι ξενικό, τεντυμποϊκό. Εἴτε βιβλίο, εἴτε τραγούδι, εἴτε παιδικό θέατρο, εἴτε χορός, εἴτε προσευχή, ὅλα πρέπει νά εἶναι Ἑλληνικά, γιά νά εἶναι καλά γιά τούς μαθητές τῶν σκολειῶν μας. […] Λοιπόν, θαρρῶ πώς ἄνθρωπος πού ἔχει ἔστω καί μία στάλα Ἑλληνικό αἷμα μέσα στίς φλέβες του, ἤ καί μοναχά λίγη φυσική εὐαισθησία, δηλαδή πού δέν εἶναι ἀπό ἐκείνους πού σφεντονιστήκανε μονομιᾶς ἀπό τή στρούγκα στήν πολυκατοικία, θαρρῶ λοιπόν, πώς μπορεῖ νά ἀντέξει […] τέτοια μασκαριλίκια πού βλέπουνε κι ἀκοῦνε τά παιδιά μας κι ἡ ψυχή τούς πλάθεται «ἑλληνοπρεπῶς». […] Τραγουδᾶνε μέ εὐρωπαϊκή μουσική (ὄχι μέ ἑλληνική, γιά τ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ!) πώς ἡ Ἑλλάδα ποτέ δέν πεθαίνει!

19

Φ. Κ . 1 9 6 0


Π ΕΡΙω ΔΙΚΟ

Τ Η Σ Π ΟΛ Η Σ

// I A N O YA Ρ Ι Ο Σ 2 0 1 0

Μ.Χ.

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ Η ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΜΟΥ ΚΟΝΤΑ ΤΟΥ TOY ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΡΟΥΧΗ

όν Κόντογλου τόν ἤξερα ἀπό τά «παραμύθια» τοῦ Μέγα καί ἀπό τά «Ταξίδια» πού δημοσίευε σ’ ἐπικεφαλίδες κι ὕστερα τά ἔκανε βιβλίο. Τόν γνώρισα προσωπικά τό 1927, μέσω τῆς Κατίνας Λάσκαρη, ἀργότερα συζύγου τοῦ Δημήτρη Φωτιάδη. Κεραυνοβολοῦσε ὅλο τόν κόσμο σ’ ἕνα ἔντονο ὕφος «μετανοεῖτε». Δέν ἐδίσταζε νά ἐπιτεθεῖ σέ κανέναν, εἴτε ἱερεύς ἦταν αὐτός εἴτε πλούσιος φιλότεχνος. Μέ πολύ δειλία τοῦ ἔδειξα τά ἔργα μου – μικρές ἀκουαρέλες ἀπό τοπία καί προσχέδια σκηνογραφιῶν. Φυσικά δέν τοῦ ἄρεσαν. Τά εὕρισκε ψεύτικα, φράγκικα, ἀδύνατα. Μαζί μου, πλήν τῆς Κατίνας Λάσκαρη, ἦταν ἕνας φοιτητής τῆς Νομικῆς κι ἕνας φίλος του, συμμαθητής μου ἀπό τή Σχολή Καλῶν Τεχνῶν, πού ἔγραφε καί ποιήματα κι ἀργότερα ἔγινε ὑποβολέας. Βλέποντας τήν ὀφθαλμοφανῆ ταραχή μου, ἐξεπλάγησαν καί ἄρχισαν νά μέ παρηγοροῦν καί νά μέ ἐνισχύουν: «Ἀλλοίμονο νά δίνουμε σημασία στόν καθένα». Ἔτσι μου εἶπαν. Οἱ ἐπιπλήξεις καί ἡ δυσαρέσκειά του μοῦ ἔκαναν βαθιά ἐντύπωση. Μῆνες ὁλόκληρους συλλογιζόμουν τά λόγια του˙ στό μεταξύ σχετίστηκα μέ τόν Βέλμο κι ἐξέθεσα δύο φορές στήν αἴθουσά του πού λεγόταν «Ἄσυλο τῆς Τέχνης». Φωτογραφίες ἀπ’ τά ἔργα εἶδε ὁ Κόντογλου καί θέλησε νά μέ ξαναδεῖ. Ἕνα χρόνο ἀργότερα μέ πῆρε μαθητή καί «μαστορόπουλο». Ὁ Κόντογλου τῆς ἐποχῆς ἐκείνης δέν ἦταν ὁ Κόντογλου πού γνωρίζει ὁ κόσμος σήμερα. Ἦταν ἕνας ἐστέτ, πολύ αἰχμηρός, ἀμετάπτωτος. Μιλοῦσε γιά τίς εἰκόνες μ’ ἕνα τέτοιο τραχύ ρεαλισμό πού συχνά σοκάριζε τό θρησκευτικό μου αἴσθημα. Μπορῶ νά πῶ ὅτι εἶδα μουσαμά ἄσπρο τό ἔργο του πού λέγεται «Αἴας καί Ὀδυσσέας», τούς «Αἰχμαλώτους» - ἐμπνευσμένο ἀπό τούς Σαράντα Μάρτυρες – καί πολλά ἄλλα. Μοῦ ‘δίνε πολλή πρωτοβουλία ὅταν συνεργαζόμουν γιά τίς παραγγελίες πού ἔπαιρνε. Καί μέ τρόμαζε ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο μιλοῦσε σέ παπάδες ἤ ἐπιτρόπους, ὅταν κριτικάριζαν ἤ ἀπέρριπταν τά ἔργα τοῦ ἐπειδή δέν ἦταν «φυσικά». Ἡ ἰδέα νά εἰκονογραφήσει τό καινούργιο του σπίτι, στοῦ Κυπριάδη, σχεδιασμένο ἀπό τόν ἀρχιτέκτονα Κίμωνα Λάσκαρη, τόν ἀπασχολοῦσε ἀπ’ τήν πρώτη μέρα πού τό κατοίκησε. Ἔκανε πολλά προσχέδια μέ μολύβι καί μικρές δοκιμές σέ φορητό φρέσκο. Συχνά μου ‘λέγε νά κάνω κι ἐγώ σχέδια, ὅ,τι μου κατέβει, δῆθεν γιά νά ἐμπνευσθεῖ, ἀλλά μᾶλλον γιά νά μέ κολακεύσει καί νά μοῦ δώσει κουράγιο. Τό ὄνομα τοῦ Σεζᾶν ἦταν ἀπαγορευμένο σέ αὐτό τό Μοναστήρι. Ὅμως ὁ Γκρέκο καί ὁ Μιχαήλ Ἄγγελος

20


Φ Ω Τ Η Σ Κ Ο Ν Τ Ο ΓΛΟ Υ // Ε Ι Δ Ι Κ Η Ε Κ Δ Ο Σ Η

ἦταν σέ τιμή. Γιά νά γίνουν τά προσχέδια πηγαίναμε σέ βιβλιοθῆκες καί ἀντιγράφαμε λιθογραφικές εἰκόνες περιηγητῶν τοῦ 1800 καί συχνά τίς φωτογράφιζα μέ μία «Φόιντ Κλέντερ», μέ φυσαρμόνικα. Ἦταν μία ἀπόλαυση νά τόν ἀκοῦς νά ἀναλύει τόν Χριστό τῆς Ὀμορφοκκλησιᾶς ἤ καμιά εἰκόνα τῆς προτιμήσεώς του μέ τόν Πρόδρομο. Πολλές φορές ὅμως ἄλλαζε κι ἔλεγε πράγματα πού μέ ξαφνίαζαν. Ἕνα βράδυ στή Χαλκίδα μου εἶπε «Μ’ ἀρέσει τόσο πολύ ἡ θάλασσα, πού ἕνα ἔργο μέ φουρτουνιασμένο πέλαγος καμωμένο ἀπό ἕναν ὁποιονδήποτε ἀκαδημαϊκό ζωγράφο, μέ συγκινεῖ βαθύτατα». Ἐκείνη τήν ἐποχή συχνά ἔλεγε «Δέν πρέπει νά ἀπαξιώνεται κανένας ἀπό τή ζωή. Θά πάω μέ τή γυναίκα μου στήν καπελλού νά διαλέξει ἕνα καπέλλο. – Σιχαίνομαι τούς γιατρούς καί τήν ἐπιστήμη, ἀλλά ἄν τό παιδί μου εἶναι ἄρρωστο καί κινδυνεύει δέν θά λογαριάσω τίς ἀντιπάθειές μου καί τίς ἀπόψεις μου. Θά πάω στόν καλύτερο γιατρό νά τό γιατρέψει». Διαφωνοῦσε σέ πολλά μέ τόν Πικιώνη, τόν Παπαλουκά καί ἰδίως μέ τόν Παρθένη. Οἱ διαφωνίες τοῦ ἦταν καί ἔμειναν ἀκατανόητες. Ὄχι γιατί δέν εἶχαν νόημα, ἀλλά ἀντίθετα εἶχαν ἕνα νόημα πολύ προσωπικό καί μή προβλεπόμενο ἀπό τό κατεστημένο, τόσο συντηρητικό ὅσο καί ἐπαναστατικό. Πολλά εἰπώθηκαν γιά τήν ἀποχώρησή μου ἀπό τό ἐργαστήριό του ἄλλοι μέ εἶπαν Ἰούδα – ἴσως καί ὁ ἴδιος ὁ Κόντογλου – ἄλλοι ἔξυπνο πού γλύτωσα ἀπό τή μεσαιωνική ἀνοησία. Ἡ ἀλήθεια ἦταν ἀλλοῦ. Εἶχα μία βαθύτατη ἐκτίμηση στήν προσωπικότητά του, ἀλλά τοῦτο δέν μέ ἐμπόδιζε νά διαφωνῶ μαζί του καί νά καταδικάζω ὁρισμένες τοῦ ἐνέργειες. Μέ εἶχε καταστήσει ἀληθινό του μαθητῆ. Μοῦ ‘χέ μεταδώσει ὅτι καλύτερο εἶχε: τό θάρρος καί τήν ἀγάπη τῆς ἐλευθερίας. Τήν ἐποχή ἐκείνη χρειαζόταν φοβερό κουράγιο γιά νά κάνεις καί νά γράφεις αὐτά πού ἔγραφε ὁ Κόντογλου. Ἡ ἐπιστροφή στήν παράδοση ἦταν στήν παράδοση ἦταν – καί εἶναι ἀκόμη – κάτι τό παρακινδυνευμένο. Χρειαζόταν ἡ ἀπελπισία, γιά νά πᾶς ἀντίθετα στήν ἀττική ὡραιοπάθεια. Ἀργότερα ὁ Κόντογλου ἔγινε τέκνον τῆς Ἐκκλησίας. Ἔπαψε νά κεραυνοβολεῖ δεσποτάδες καί ἐπιτρόπους. Καί ἔκανε μερικά ἔργα πού καλύτερα νά μή τά εἶχε κάνει. Δέν εἶναι ὁ μόνος. Ἀλλά κατήργησε, ὅπως καί νά τό πάρεις, τή βαλκανική μιζέρια καί δουλοπρέπεια. Στόν ἐπαρχιώτικο εὐρωπαΐζοντα αἰσθητισμό ἀντέταξε ἕνα αἰσθητισμό γηγενῆ. Ἡ στάση του σέ ὅλα ὑπῆρξε βίαιη, τόσο ἐπαναστατική, πού μποροῦμε νά ποῦμε πώς αὐτός ὁ εἰρηνικός ζωγράφος πού ξαναμαθέ τούς Ἕλληνες νά κάνουν ἥμερα ἐργόχειρα, συχνά κατακριτέα, εἶναι ὁ ἴδιος αὐτός πού ὕψωσε στή θέση πού τούς ἁρμόζει τό πάθος καί τόν θεῖο ἔρωτα, πράγματα πού τόσο ἔλειπαν στήν καχεκτική ἑλληνική τέχνη.

21


1895 - 1965

Από τη γέννηση έως την κοίμηση 1895

Γεννιέται ὁ Φ.Κ. στίς 8 Νοεμβρίου, στό Ἀϊβαλί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (Κυδωνίες). Γονεῖς τοῦ ὁ Νικόλαος Ἀποστολέλλης καί ἡ Δέσποινα Κόντογλου. ἀδέρφια τοῦ ὁ Ἰωάννης, ἡ Ἀναστασία καί ὁ Ἀντώνης.

1896

Πεθαίνει ὁ πατέρας του. Ὁ ἀδερφός τῆς μητέρας του καί ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, Στέφανος Κόντογλου (πού τό ὄνομά του θά πάρει ἀπό νωρίς ὁ συγγραφέας) ἀναλαμβάνει τήν ἀνατροφή του, ὅπως καί τῶν τριῶν ἀδερφῶν του.

1911

Τυπώνει μέ τούς συμμαθητᾶς του καί κυκλοφορεῖ σέ πολυγραφημένη ἔκδοση τή «Μέλισσα», μέ σχέδια καί διακόσμηση ἀπό τό χέρι του.

1912

Τελειώνει τό ἱστορικό Γυμνάσιο τοῦ Ἀϊβαλιοῦ.

1913

Φτάνει στήν Ἀθήνα γιά νά σπουδάσει στή Σχολή Καλῶν Τεχνῶν, ὅπου καί κατατάσσεται στό γ΄ ἔτος κατ’ εὐθείαν.

1914

Ἐγκαταλείπει καί τήν Ἀθήνα καί τή Σχολή Καλῶν Τεχνῶν, καί φεύγει γιά Ἱσπανία καί Γαλλία.

1916

Ζωγραφίζει καί συνεργάζεται στό Παρίσι μέ τό περιοδικό «Illustration», ἀπ’ ὅπου καί βραβεύεται γιά τήν εἰκονογράφηση τῆς «Πείνας» τοῦ Κνούτ Χάμσουν.

1919

Μετά τήν ὑπογραφή ἀνακωχῆς, ἐπιστρέφει στό Ἀϊβαλί, ὅπου ἱδρύει μέ φίλους του τόν πνευματικό σύλλογο «Νέοι ἄνθρωποι».

1920

Διορίζεται καθηγητής (Ἱστορία τῆς Τέχνης καί γαλλική γλώσσα) στό παλαίφατο Παρθεναγωγεῖο τοῦ Ἀϊβαλιοῦ. Ἐδῶ τυπώνει γιά πρώτη φορά καί τόν «Pedro Cazas» (στόν τόπο ἐκδόσεως γράφει «Παρίσι», γιά νά μᾶς πληροφορήσει πώς τό ἔργο γράφτηκε στή γαλλική πρωτεύουσα, πρίν ὁ σ. ἐπιστρέψει στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του).

1921

Ἐπιστρατεύεται ἀλλά ὕστερ’ ἀπό λίγους μῆνες ἐπιστρέφει στή θέση του στό Παρθεναγωγεῖο.

1922

Κάνει τήν πρώτη του ζωγραφική ἔκθεση στή Μυτιλήνη. Φεύγει γιά τήν Ἀθήνα ὅπου ἐγκαθίσταται. Οἱ λογοτέχνες καί ζωγράφοι, ἐντυπωσιασμένοι ἀπό τόν Pedro Cazas, τόν ὑποδέχονται μέ ἀνοιχτές ἀγκάλες καί τόν βοη-

θοῦν στίς πρῶτες δύσκολες ὧρες. Ἐκδίδει στό Χ. Γανιάρη τόν Pedro Cazas.

1923

Ἐπισκέφτεται τό Ἅγιο Ὅρος, ὅπου γράφει καί ζωγραφίζει. Ἐπιστρέφοντας στήν Ἀθήνα ἐκδίδει τήν ἅ΄ (καί ἀχρονολόγητη) ἔκδοση τῆς «Βασάντας». Κάνει τήν πρώτη ζωγραφική του ἔκθεση στήν Ἀθήνα. Ἐκδίδει τήν «Τέχνη τοῦ Ἄθω», στοῦ Γανιάρη, μέ τή βοήθεια στίς ξυλογραφίες ἀπ’ τόν Ἄγγελο Θεοδωρόπουλο.

1924

Ἐκδίδει μέ ἄλλους φίλους του τή «Φιλική Ἑταιρεία», περιοδικό τέχνης καί ἐλέγχου. Στήν Ἁγία Γλυκερία (Γαλάτσι) γίνεται ὁ γάμος του μέ τή Μαρία (τό γένος Χατζηκαμπούρη).

1928

Ἐκδίδει τά «Ταξείδια», περιγραφικά του τί ἀπόμεινε ἀπό τά χρόνια τῶν Βυζαντινῶν σέ διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Ἀνατολῆς, πού θά ἐπανεκδοθοῦν ἀπ’ τόν «Ἀστέρα» τό 1978.

1931

Μπαίνει ὡς συντηρητής τῶν βυζαντινῶν εἰκόνων στό Βύζ. Μουσεῖο Ἀθηνῶν.

1933

Διορίζεται καθηγητής τῆς Ἱστορίας τῆς Τέχνης καί τῆς Ζωγραφικῆς στό

«Ἀμερικανικό Κολλέγιο». Ἐκδίδονται οἱ «Τοιχογραφίες τῶν βυζαντινῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Ὑμηττοῦ» (Μονές ἄγ. Ἰω. Θεολόγου καί Καισαριανής).

1934

Γράφει τόν «Ἀστρολάβο» («στό χωριό Προκόπι, ἀπάνου στό νησί τῆς Εὔβοιας, τό μήνα Ἰούλιο 1934»), πού θά τυπωθεῖ τόν ἑπόμενο χρόνο στήν Κέρκυρα, καί τό 1975 στήν Ἀθήνα (ἀπό τόν «Ἀστέρα»).

1935

Διοργανώνει τό Βυζαντ. Μουσεῖο τῆς Κέρκυρας. Τοιχογραφεῖ τήν ἐκκλησία τῆς οἰκογένειας Ζαΐμη στό Ρίο, ἔξω ἀπό τήν Πάτρα.

1936

Ἐργάζεται στό Μυστρά, καθαρίζοντας καί συντηρώντας τίς βυζαντινές τοιχογραφίες.

1937

Ἐργάζεται στό Κόπτικο Μουσεῖο τοῦ Καΐρου.

1938

Ἀρχίζει τήν εἰκονογράφηση (μ’ ἑλληνικά ἔργα) τοῦ Δημαρχείου Ἀθηνῶν. Εἰκονογραφεῖ τήν ἐκκλησιά τοῦ Γ.Ι. Πεσμαζόγλου (Κηφισιά).

1940

Ἁγιογραφεῖ τή Ζωοδόχο Πηγή τῆς Παινίας (Λιόπεσι).


1942

Ἐκδίδει τό βιβλίο «Φημισμένοι ἄντρες καί λησμονημένοι».

1943

Εἰκονογραφεῖ στήν Καπνικαρέα (Ἀθηνῶν, ὄδ. Ἑρμοῦ). Ἐκδίδει τό βιβλίο «Ὁ Θεός Κόνανος καί τό μοναστήρι του, τό λεγόμενο Καταβύθιση».

1944

Ἐκδίδει τά βιβλία «Ἱστορία ἑνός καραβιοῦ», «Ἱστορίες καί περιστατικά», «Ἡ Ἀφρική κ’ οἱ θάλασσες τῆς νοτιᾶς», «Οἱ Ἕλληνες θαλασσινοί στίς θάλασσες τῆς Νοτιᾶς» καί τήν γ΄ ἔκδοση τοῦ Pedro Cazas. Ἀποφασίζει νά ἐπιδοθεῖ μέ ζῆλο στή συγγραφή παραδοσιακῶν θρησκευτικῶν ἔργων κ’ ἐκδίδει τόν «Μυστικό Κῆπο», «γραμμένο καί τυπωμένο στήν περιβόητη πόλη τῶν Ἀθηνῶν».

1945

Ἐκδίδει τό βιβλίο «Οἱ ἀρχαῖοι ἄνθρωποι τῆς Ἀνατολῆς».

1947

Κυκλοφορεῖ σέ ἀνάτυπο ἀπό τή «Νέα Ἑστία» τό βιβλίο τοῦ «Βίος καί Πολιτεία τοῦ Βλασίου Πασκάλ, τοῦ διά Χριστῶν Σαλοῦ», καθώς καί τό (χειρόγραφο καί εἰκονογραφημένο ἀπό τόν ἴδιο) βιβλίο τοῦ «Βίος καί Ἄσκησις τοῦ ὁσίου Πατρός ἠμῶν ἁγίου Μάρκου τοῦ Ἀναχωρητοῦ, τοῦ ἐξ Ἀθηνῶν».

1949

Κυκλοφορεῖ (ἀνατ. ἀπό τήν «Ἕλλην. Δημιουργία») τό βιβλίο «Ἄνθος, ἤγουν λόγια ἀνθολογημένα ἀπό τούς Πατέρες».

1950

Ἀρχίζει «Τά κυριακάτικα θέματα» στήν «Ἐλευθερία» τῶν Ἀθηνῶν, πού θά συνεχιστοῦν ἕως τό χρόνο τῆς κοιμήσεώς του. Ζωγραφίζει στόν ἄγ. Γεώργιο (παρεκκλήσι τοῦ ἄγ. Κωνσταντίνου Ὁμονοίας) στόν Ἄγ. Ἀνδρέα (Κάτω Πατή-

σια) καί στήν Ἄγ. Βαρβάρα (Αἰγάλεω).

1951

Ἐκδίδει τό βιβλίο «Πηγή ζωῆς, ἤγουν λόγοι τῶν θεοφόρων Πατέρων ἐξηγημένοι κατά τό δύναμιν…»

1952

Ἐκδίδει (μέ συνδιευθυντή τόν Βάσ. Μουστάκη) τήν «Κιβωτό», «φυλλάδιον ὀρθοδόξου διδαχῆς», ὅπου δημοσιεύει πλῆθος ἄρθρων καί μεταφράσεων. Ξεχωρίζει «Τό Κατά Ματθαῖον ἅγιον Εὐαγγέλιον», πού θά κυκλοφορήσει, καί αὐτοτελῶς, μέ εἰκονογράφησή του, καθώς καί οἱ «Εἰκόνες τῆς Παναγίας». Μεταφράζει κ’ ἐκδίδει τήν «Εἰκόνα» τοῦ Λεωνίδα Οὐσπένσκη, Ρώσου ζωγράφου φίλου του, πού ζοῦσε τότε στό Παρίσι καί δίδασκε στό Ὀρθόδοξο Ἰνστιτοῦτο τῶν Παρισίων.

1954

Ἀρχίζει νά εἰκονογραφεῖ στόν ἄγ. Χαράλαμπο Πολυγώνου (Πεδίον τοῦ Ἄρεως).

1955

Κυκλοφορεῖ στή Θεσσαλονίκη τό μικρό βιβλίο τοῦ «Βίος καί Πολιτεία τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἱερομάρτυρος Θεράποντος».

1956

Κυκλοφορεῖ «Ἡ λειτουργική τέχνη ἤ ἡ βυζαντινή ζωγραφική».

1957

Κυκλοφορεῖ «Ἡ ἁγιασμένη Ἑλλάδα».

1958

Ἀρχίζει τήν ἱστόρηση τοῦ Ἁγίου Νικολάου (κάτω Πατήσια), καθώς καί τοῦ Ἁγίου Γεωργίου (Κυψέλη). Κυκλοφορεῖ τό βιβλίο «Ὅρη Ἅγια».

1960

Παίρνει τό βραβεῖο τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν γιά τό δίτομο ἔργο τοῦ «Ἔκφρα-

σις τῆς Ὀρθόδοξου Εἰκονογραφίας». Τοῦ ἀπονέμεται ὁ «Ταξιάρχης τοῦ Φοίνικος».

1961

Κυκλοφορεῖ (σέ ἀνάτυπο) τό μικρό βιβλίο τοῦ «Οἱ ἅγιοι Ραφαήλ καί Νικόλαος» καί «Ἡ ἀπελπισία τοῦ θανάτου εἰς τήν θρησκευτικήν ζωγραφικήν της Δύσεως καί ἡ εἰρηνόχυτος καί πλήρης ἐλπίδος ὀρθόδοξος εἰκονογραφία».

1962

Κυκλοφορεῖ τό βιβλίο τοῦ «Σημεῖον Μέγα, ἤγουν τά θαύματα τῆς Θερμῆς. Ἐκθαμβωτική ἐμφάνισις τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου καί Εἰρήνης, μετά τῶν σύν αὐτοῖς μαρτυρικῶς τελειοθέντων κατά τό ἔτος 1462…» καί οἱ Α΄ καί Β΄ τόμοι τῶν «Ἔργων» του.

1963

Ἐνῶ βάδιζε μέ τή γυναίκα του (στή Βούλα, Ἀθηνῶν), τραυματίζεται ἀπό αὐτοκίνητο, πού τούς παρασέρνει γι’ ἀρκετά μέτρα. Κυκλοφορεῖ ὁ Γ΄ τόμος τῶν «Ἔργων» του, καί παίρνει τό βραβεῖο «Πουρφίνα» ἀπ’ τούς Δώδεκα, γιά τόν Ἅ΄ τόμο τῶν «Ἔργων» του.

1964

Κυκλοφορεῖ (σέ δύο ἐκδόσεις μέσα στόν ἴδιο χρόνο) τό βιβλίο τοῦ «Τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία καί τί εἶναι ὁ Παπισμός».

1965

Κυκλοφορεῖ ὁ Δ΄ τόμος τῶν «Ἔργων» του, παίρνει τό Ἐθνικό Ἀριστεῖο Γραμμάτων καί τῶν Τεχνῶν τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν.

1965

Στίς 13 Ἰουλίου ἐκδημεῖ πρός Κύριον. Κηδεύεται στό Ἅ΄ Νεκροταφεῖο Ἀθηνῶν, ἀπό ὅπου τά ὀστᾶ τοῦ μεταφέρονται ἀργότερα στό ἀγαπημένο τοῦ μοναστήρι τῆς Νέας Μάκρης (ὅρος τῶν Ἀμώμων).


Π ΕΡΙω ΔΙΚΟ

Τ Η Σ Π ΟΛ Η Σ

// I A N O YA Ρ Ι Ο Σ 2 0 1 0

Μ.Χ.

24


Φ Ω Τ Η Σ Κ Ο Ν Τ Ο ΓΛΟ Υ // Ε Ι Δ Ι Κ Η Ε Κ Δ Ο Σ Η

Τίμιος ἐργάτης τοῦ μυστικοῦ κήπου O «Μυστικός Κῆπος» εἰν’ ἕνα ἀπό τά πιό συγκλονιστικά βιβλία πού ἔτυχε νά διαβάσω

Ἰούλιος μήβλίο ὁρόσημο στή ζωή του νας φέρνει στή καί στό μεγάλο φιλολομνήμη μας τήν γικό ἔργο του. Τό βιβλίο κοίμηση τοῦ αὐτό εἶναι «Ὁ Μυστικός ἀλησμόνητου Κῆπος». Φώτη ΚόντοO «Μυστικός Κῆπος» τοῦ γλου (†13 ἸουλίΦώτη Κόντογλου εἰν’ ἕνα TOY Π.Β. ΠΑΣΧΟΥ ου 1965), ὅπου ἀπό τά πιό συγκλονιστικά ἐκάηκε ὡσάν βιβλία, πού ἔτυχε νά διαλαμπάδα ἀπό ἁγνό «κηρίον μέλι- βάσω. Συλλογίζομαι πάνω σ’ αὐτό πολλές φορές τος», γιά νά φωτίσει μέ τόν τρόπο κι ἀναρωτιέμαι τό γιατί μου ἔκαμε τόσο φοβερήν του καί τό ὀρθόδοξο φῶς τούς τούς ἐντύπωση. Καί πρίν ἀπ’ αὐτό εἶχε ὁ ἴδιος γράψει Νεοέλληνες. Λέω μέ τόν τρόπο του, ἕνα σωρό βιβλία τεφαρίκια˙ μά καί μετά ἀπό αὐτό καί σκέφτομαι πώς θά ἦταν ὀρθότερο νά πῶ μέ πολλά καί πολύ ὡραία βιβλία τοῦ στολίζουν τή βιτούς τρόπους του, δήλ. μέ τά τάλαντά του, πού ὁ βλιοθήκη μου. Καί ὅμως, ὅταν εἶμαι καταπονεμέθεός τοῦ εἶχε χαρίσει τόσο πλούσια. νος καί θλιμμένος τρέχω ἴσια στό «Μυστικό Κῆπο» Εἶναι πολύ παρήγορο τό γεγονός, ὅτι κάθε χρόνο τοῦ Κόντογλου καί διαβάζω: «ὅπως τά βλέφαρα οἱ φίλοι του Κόντογλου πληθαίνουν. Τρέχουν νά ἀγγίζουνε τόνα τάλλο, ἔτσι κ’ οἱ πειρασμοί εἶναι βροῦν παλιές καί νέες ἐκδόσεις τῶν βιβλίων του, κοντά στούς ἀνθρώπους. Καί τά οἰκονόμησε ὁ γεμίζουν τίς αἴθουσες πού γίνονται ὁμιλίες μέ Θεός μέ σοφία, γιά τή δική σου τήν ὠφέλεια, γιά θέματα ἀπό τό ἔργο του, γίνονται γιορτές στήν νά χτυπήσει μέ ὑπομονή τήν πόρτα του, κι ἀπό πρωτεύουσα καί στίς μεγάλες πόλεις τῆς ἐπαρχί- τό φόβο τῶν λυπηρῶν νά τόν θυμᾶται ὁ λογισμός ας, γιά νά τιμηθεῖ τό πρόσωπο καί τό ἔργο του, σου, καί νά τόν σιμώσης μέ τήν προσευχή, καί ν’ ἐκδίδονται εἰδικά ἀφιερώματα περιοδικῶν καί ἁγιαστῆ ἡ καρδιά σου μέ τό νά τόν συλλογίζεσαι. τιμητικοί τόμοι γιά τά δεκάχρονα ἀπό τό θάνατό Καί σάν τόν ἐπικαλεστῆς θά σ’ ἀκούση, καί θά μάτου, ὅπως σημειώσαμε καί ἄλλοτε ἀπό αὐτές ἐδῶ θης πῶς ὁ Θεός εἶναι κεῖνος πού θά σέ γλυτώση. τίς στῆλες, (Τό τελευταῖο ἐόρτιο μνημόσυνο στήν Καί θά νιώσης Κεῖνον πού σ’ ἔπλασε καί πού νιάἐπέτειο τῆς κοιμήσεως τοῦ εἴδαμε στό λαμπρό πε- ζεται γιά σένα καί πού σέ φυλάγει καί πώπλασε ριοδικό «Εὐθύνη»). Οἱ συγγενεῖς, οἱ μαθηταί καί διπλό τόν κόσμο γιά σένα, τόν ἕναν σά δάσκαλο οἱ φίλοι του μακαρίτη τοῦ μάστρο – Φώτη μέ τή καί πρόσκαιρο παιδευτῆ, τόν ἄλλον σάν πατρογομεγάλη καρδιά, θά μαζευτοῦν καί πάλι στό ἀγα- νικό σπίτι σου κ’ αἰώνια κληρονομιά σου. Δέ σέπημένο τοῦ μοναστηράκι στή Νέα Μάκρη, ὅπου κανε ὁ Θεός ἀπαλλαγμένο ἀπό τά λυπηρά, μήπως θά κάνουν λειτουργία καί μνημόσυνο. Θά ἀσπα- θαρρευόμενος στή Θεότητα, κληρονομήσεις ὅ,τι σθοῦν τά λείψανα τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ, πού εἶχε καί κληρονόμησε κεῖνος πού πρῶτα λεγόταν Ἑωσφόκεῖνος τόσες φορές προσκυνήσει, καθώς καί τήν ρος, κ’ ὕστερα γίνηκε Σατανᾶς˙ καί πάλι, δέ σέεἰκόνα τοῦ ἁγίου, πού μέ τά τίμια χέρια τοῦ εἶχε κανε ἀλύγιστο κι ἀσάλευτον, γιά νά μήν γίνης σάν ἱστορήσει, κάτω ἀπό τά θεόρατα δένδρα μέ τά τ’ ἄψυχα τά κτίσματα, καί σού δοθοῦνε τά ἀγαπουλιά τά γλυκόφωνα, ὅπου τόσες φορές ἔψαλε θά δίχως κέρδος καί δίχως μισθό, ὅπως στά ἄλογα καί τραγούδησε μαζί τους ὁ πρωτομαΐστωρ Φώτι- εἶναι τά φυσικά χαρίσματα τά χτηνώδικα. Γιατί, ος, τουπίκλην Κόντογλου… εἶναι εὔκολο σ’ ὅλους νά καταλάβουνε πόση ὠφέἘμεῖς ἐδῶ, ἁπλά καί σύντομα, πρός πνευματι- λεια καί πόση φχαρίστηση καί ταπείνωση κερδίζει κήν ὠφέλεια δική μας καί τῶν ἀναγνωστῶν μας, ὁ ἄνθρωπος περνώντας τοῦτα τά μπόδια». Μά, θά ἐπιχειρήσουμε κάποιο σεμνό φιλολογικό μνη- ὅσο πού νά τελειώσει μία τέτοια παράγραφος ἀπό μόσυνο τοῦ συγγραφέα Κόντογλου, μ’ ἕνα βι- τά «Λόγια ἱερά» του Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, μεταφρασμέ-

25


να «στήν ἁπλή γλώσσα τό κατά δύναμη ἀπό τόν Φ.Κ.», ἡ εἰρήνη ἀρχίζει νά κατασκηνώνει πάλι μέσα μου. Καί τότε κάνω τό σταυρό μου καί εὐχαριστῶ τό Θεό μου, πού μᾶς ἔστειλε, ἀνάμεσα στά τόσα δῶρα του, πού πολλές φορές δέν ἀναγνωρίζουμε, καί τοῦτον τόν ἀκέραιον ἄνθρωπο, τό φωτισμένο (ὄνομα καί χάρη) χριστιανό, τόν προικισμένο ἁγιογράφο καί πολυτάλαντο συγγραφέα, πού μᾶς ἔφερε πιό κοντά, στή ζωντανή γλώσσα μας – δίχως θηλυπρεπῆ καμώματα καί ἀπρεπεῖς γιά τή γλώσσα μᾶς ἀκρότητες – τ’ ἀκηλίδωτα πατερικά ἀρχέτυπά της ὀρθοδόξου πνευματικότητος, πού εἶναι λειτουργική καί ἀσκητική στό βάθος της, μέ μία ἐμορφιά πραγματικά ὀρθόδοξη καί ποιητική. νας ἄλλος λόγος, γιά τόν ὁποῖον ἰδιαίτερα πράγματι ἀγαπῶ τοῦτο τό βιβλίο, ἴσως εἶναι οἱ πρῶτες σελίδες του, δηλαδή τά δύο πρῶτα κεφάλαια, πού δέν εἶναι μετάφραση ἤ διασκευή, μά ἕνα γνήσιο ἀνάβρυσμα ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ συγγραφέα. Μία ὁμολογία ψυχῆς, πού βρίσκει τό δρόμο τόν πνευματικό κι ἀφήνει τά γράμματα καί τή λογική του κόσμου, γιά τά ὁποία οἱ χτεσινοί ἀναγνῶστες του καί οἱ πιό πολλοί μεγάλοι συγγραφεῖς τοῦ τόπου τόν χειροκροτοῦσαν ζητωκραυγάζοντας. «Νομίσαμε, πώς μάθαμε πολλά, κι ὅλα ἦταν ἕνα τίποτα. Καί φτιάξαμε στῆς ἀπελπισίας τό βράχο ματωμένοι καί ρημαγμένοι, γιατί ὁ “προστιθεῖς γνῶσιν, προσίθησιν ἄλγημα”, κατά τόν Σολομώντα. Θεοποιήσαμε τή δαιμονική μανία τή λεγόμενη λογική, τήν ἄσπλαχνην ἁλυσίδα πού μᾶς σφίγγει, καί τήν ἔχουμε γιά περιδέραιο μαλαματένιο γύρω στό λαιμό μας»! Αὐτά γράφει ὁ Κόντογλου λίγο πρίν ἀπ’ τό τέλος τοῦ λόγου του γιά τή θεοσέβεια. Ἀλλά, τοῦτα τά γενικά λόγια, πού μποροῦν πολλοί νά τά ὑπογράψουν, γίνονται προσωπικά στόν ἑπόμενο λόγο τοῦ «Μυστικοῦ Κήπου», ὁπού φέρνει τόν τίτλο «Δροσίστε τήν ψυχή σας, ὅσοι πίνετε τό γλυφό νερό τῆς ἀπιστίας». Προετοιμάζει τόν ἀναγνώστη του, πού μέχρι χτές διάβαζε κουρσάρικες ἱστορίες, γραμμένες ἀπ’ τό χέρι του, νά μήν ξαφνιαστεῖ τώρα, καθώς θά ἰδεῖ καινούργιες μελωδίες ἀπό τήν ἅρπα του, νέους ἤχους ἀπό τό ψαλτήρι καί τήν εὔηχη κιθάρα του. Βεβαιώνει τόν ἀναγνώστη του καί τόν παρακαλεῖ «θερμά, νά μήν παραξενεύεται γιά κάποια καινούργια πνοή πού βγαίνει ἀπό τήν πέννα του». «Δέντρο ἄκαρπο εἴμουνα, λέγει ὁ διάσημος ἤδη συγγραφέας. Ναί μέν καί τ’ ἄγριο τό δέντρο ἔχει καί κεῖνο μεγαλεῖο καί παλληκαριά, καί μιλᾶ μέ τούς ἀνέμους, κι ὄχι πώς εἶναι ὁλότελα ἄκαρπο, ἀλλά τά πωρικά του δέν δίνουνε ὠφέ-

λεια σέ κανέναν ἄνθρωπο, ἐξόν μονάχα στά ζῶα, μ’ ὅλον ὅτι στήν ἀνάγκη μπορεῖ νά θρέψη κι ἀνθρώπους. Ἔκανα λοιπόν κ’ ἐγώ καρπούς πού δέν ὠφελούσανε, ἀλλά συνεργούσανε στή μάταιη δόξα μου, πώς τάχα εἴμουνα τεχνίτης ἄξιος. Ἀλλά τώρα βλέπω καί καταλαβαίνω τί χάρη ἔχει τό δένδρο π’ ὡριμάζει ἥμερους καί γλυκούς καρπούς γιά νά θρέψη ἀνθρώπους». Ἐδῶ εἶναι πού ἡ συνείδηση τοῦ συγγραφέα δοκιμάζεται. Ἀκροζυγιάζεται ἀνάμεσα στή δόξα τῶν ἀνθρώπων καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀνάμεσα στή ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων καί στήν αἰωνιότητα τῶν πνευματικῶν καί τῶν ἀφθάρτων. Καί προτιμᾶ τό λίγο στήν αἰώνια χάρη τοῦ Θεοῦ, παρά τό ἔνδοξο καί τό μεγάλο ἐμπρός στά μάτια τῶν ἀνθρώπων: «Εἶδα κ’ ἐγώ, ὅπως ὁ θεογλωσσος ἀπόστολος Παῦλος, πώς ἔκανα ἔργα ματαιότητας. Τυφλοί καί ματαιόκοποι, γράφουμε βιβλία πού μᾶς δοξάζουνε μπροστά στόν κόσμο καί μᾶς δείχνουνε πώς εἴμαστε κάτι τί. Ἐνῶ τό χάρισμα πού δόθηκε στόν ἄνθρωπο κ’ ἡ τέχνη τοῦ πρέπει νά ὑπηρετήσουνε τό Θεό? καί τότες δέ θά δοξαστῆ ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά ἴσως ρίξει κάποια ἀχτίνα ἀπάνω σέ ψυχές πλανεμένες». Καί πρέπει νά ὁμολογήσουμε, πώς ὁ ἀείμνηστος Φώτιος ἔρριξε, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, πολλές ἀχτίνες ἀπό τό οὐράνιο Φῶς σέ πολλές πλανεμένες ψυχές. Καί στερέωσε ἄλλες, πού τίς ἔτρωγε ἡ ἀμφιβολία κ’ ἔγερναν πότε πρός τά δῶ καί πότε πρός τά κεῖ. Κ’ ἔθρεψε μέ τήν ἅγια τέχνη τοῦ – τό ἔνθεο χρῶμα καί τήν πνευματική πέννα – δύο γενιές νεοελλήνων μέ οὐσιαστική τροφή καί τίμιον ἄρτον τῆς πονεμένης Ρωμιοσύνης, δηλαδή τῆς Ἑλληνορθοδοξίας. ταν κατάλαβα κάπως καλύτερα τήν ἀξία τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, ἔψαξα νά βρῶ μερικά ἀντίτυπα ἀπ’ τήν πρώτη του ἔκδοση, πού εἶχε τυπωθεῖ «στό ἀγλαότεχνο Τυπογραφεῖο Ἀδελφῶν Πέτρου καί Νέστορος Στέφ. Ταρουσόπουλου, ποῦναι κοντά στή θάλασσα». Ὅσα βρῆκα τά πρόσφερα σέ φίλους, διψασμένους γιά πιοτά παλιούκαιρα, πού ὀργώνουν τό εἶναι σου δίχως νά χαλάσουν τό στομάχι σου. Ζήτησα κι ἄλλα, γιά κάτι νέους λογοτέχνες, πού εἶχαν ἀρχίσει νά ὑποψιάζονται, πώς ὑπάρχει καί κάτι βαθύτερο ἀπό τά φτηνά λογοτεχνήματα τῆς ἐπιδερμικῆς λεγόμενης Φιλολογίας. Ἀλλά τώρα ὁ «Μυστικός Κῆπος» εἶχε γίνει σπάνιος καί δυσεύρετος, γιατί ἦταν ἕνα γενναῖο βιβλίο ὁμολογίας καί μετανοίας τοῦ συγγραφέα, πού διψοῦσε νά τό διαβάσει ὅλος ὁ κόσμος, ὅσοι τουλάχιστον διάβαζαν πέντε ἀράδες τοῦ Κόντογλου στήν «Κιβωτό» ἤ τήν «Ἐλευθερία». Καί σήμερα, ὕστερ’ ἀπό τόσα χρόνια, ἦρθε – ἐπί τέλους – ἡ δεύτερη

ἔκδοση τοῦ «Μυστικοῦ Κήπου», τήν ὁποία πανηγυρίσανε ὅλοι οἱ φίλοι του ἔργου τοῦ Κόντογλου, γιατί φέρνει τή γνήσια σφραγίδα τοῦ συγγραφέα καί τήν ἄλλη τῶν καλαίσθητων ἐκδόσεων τοῦ «Ἀστέρος», μέ τόν ὁποῖον ὁ Κόντογλου εἶχε πολλή στενή συνεργασία τά τελευταία χρόνια. Σ’ αὐτήν τήν, ἐξίσου κομψή μέ τήν πρώτη, ἔκδοση, μπορεῖ νά βρεῖ κανείς καί τ’ ἀλησμόνητα ἐπιγραμματικά καί πυκνά συναξάρια τοῦ Φ.Κ. γιά τούς Μακάριους «Ἀσκητάδες τῆς Συρίας, τῆς Μεσοποταμίας καί κάποιους τῆς Περσίας», πού ἀποτελοῦν καί τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ βιβλίου, εἰκονογραφημένο ἀπό τόν ἴδιο. Ἀκολουθοῦν τρία μικρά κεφάλαια, γιά «Τά Βουνά τῆς Συρίας καί τῆς Μεσοποταμίας καί ποιά ξακουσμένα Μοναστήρια βρισκότανε σέ κείνους τούς τόπους, καί πώς εἴτανε αὐτές οἱ χῶρες κατά τά χρόνια πού φανερωθήκαμε οἱ μεγάλοι ὅσιοι κ’ οἱ λεοντόψυχοι στυλίτες». Στό πρῶτο μιλάει γιά τά βουνά, στό δεύτερο γιά τ’ Ἀγρίμια καί θηρία καί στό τρίτο γιά τά Μοναστήρια. πό δῶ καί κάτω θά μπορούσαμε νά ποῦμε, πώς εἶναι τό δεύτερο μέρος τοῦ «Μυστικοῦ Κήπου», ἀφιερωμένο στόν ὅσιο Ἰσαάκ τό Σύρο, πού πολύ ἀγάπησε ὁ Κόντογλου. Σάν εἰσαγωγή ἔχουμε τό ὡραῖον «Ἐγκώμιον στόν ὅσιο Ἰσαάκ τό Σύρο, ἄτεχνο γιά τό ὕψος τοῦ ἐγκωμιαζομένου, πλήν μέ πόθο πολύν γραμμένο». Ὕστερ’ ἀκολουθοῦν δέκα Λόγοι τοῦ ὁσίου Ἰσαάκ «ΙΕ΄, ΙΗ΄, ΚΔ΄, ΚΣΤ΄, ΛΑ΄, ΛΕ΄, ΞΒ΄, ΞΕ΄, ΞΣΤ΄ καί ΞΗ΄) μεταφρασμένοι «στήν ἁπλή γλώσσα τό κατά δύναμη ἀπό τόν Φ.Κ.». Καί σάν ἐπιστέγασμα, ἔρχεται τό ἀκροτελεύτιο κεφάλαιο τοῦ «Μυστικοῦ Κήπου», ὀνομαζούμενο «Σαλάμ, ἤγουν Εἰρήνη, Λόγια ἱερά, σταχολογημένα ἀπό τά Ἀσκητικά του ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου», μεταφρασμένα κι αὐτά ἀπό τό χέρι τοῦ Κόντογλου. Ὅμως, ὅσα καί νά γράψω ἐδῶ, δέν μποροῦν νά δώσουν τήν πραγματική εἰκόνα τοῦ Κόντογλου καί τοῦ «Μυστικοῦ Κήπου» του. Ἀρκοῦμαι, λοιπόν, στό νά παραπέμψω στό ἴδιο τό βιβλίο, πού σήμερα δέν εἶναι πιά δυσεύρετο, καί νά κλείσω αὐτό τό σημείωμα μ’ ἕνα μικρό ἀπόσπασμα τοῦ ὁσίου Ἰσαάκ, μεταφρασμένο ἀπό τόν ἀλησμόνητο φίλο καί δάσκαλό μας Φώτιο: «Ὅποιος ἐνοίωσε τίς ἁμαρτίες του, εἶναι πιό ἀνώτερος ἀπό κεῖνον πού ἀνασταίνει τούς νεκρούς μέ τήν προσευχή του. Ὅποιος ἀναστενάζει μίαν ὥρα κάθε μέρα γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του, εἶναι πιό καλύτερος ἀπό κεῖνον πού ὠφελεῖ ὅλον τόν κόσμο μέ τή θεωρία του. Ὅποιος ἀξιώθηκε νά δῆ τόν ἑαυτό του, αὐτός εἶναι ἀνώτερος ἀπό κεῖνον π’ ἀξιώθηκε νά δῆ τοῦ Ἀγγέλους».


Φ Ω Τ Η Σ Κ Ο Ν Τ Ο ΓΛΟ Υ // Ε Ι Δ Ι Κ Η Ε Κ Δ Ο Σ Η

Οἱ νεωτερισμοί καί ἡ ἑλληνική παράδοση ὐτή ἡ φυλή θέλει, καί μαζί δέν θέλει νά εἶναι αὐτό πού εἶναι. Τά τελευταία χρόνια βρήκαμε ἕνα μαγικό λόγο πού ἐκφράζει αὐτό τόν πόθο μας νά γίνουμε κάτι ἄλλο ἀπό ὅτι εἴμαστε ἤ καλύτερα, νά γινόμαστε ὁλοένα καί ἀκατάπαυστα ἀλλιώτικο κάποιο πράγμα ἀπό ὅτι εἴμαστε, κι αὐτός ὁ λόγος ὁ μαγικός εἶναι «ἡ ἐξέλιξη». Ὅλη τήν ἡμέρα τή μασᾶμε σάν μαστίχα στό στόμα μας. Ὅπου πᾶς κι ὅπου σταθεῖς ἀκοῦς νά σού λένε: «Μά ὁ κόσμος ἐξελίχθη!», «βλέπετε, ἡ ἐξέλιξις!», «αὐτά παλιώσανε, τώρα ἐξελισσόμεθα, ραγδαίως!», «Καλά ὅλα αὐτά ἀλλά ἡ ἐξέλιξις;». Ὅλοι κουνᾶνε ἀπάνω ἀπό τά κεφάλια μᾶς αὐτό τό σκιάχτρο, τούτη τήν ἀδυσώπητη θεότητα, καί σά νά φουβοῦνται μήπως ξεχάσουμε νά συμμορφωθοῦνε μέ τίς προσταγές της. Πιάσε ἀπό τόν καθηγητή, ἀπό τόν διαβασμένο, ἀπό τήν ἀριστοκρατία, ἴσαμε τή μοδίστρα, ἴσαμε τό λοῦστρο. Ὅλοι ξεχάσανε κάθε ἄλλον θεό καί ζοῦνε εἰς τό ὄνομα τῆς μυστηριώδους αὐτῆς θεότητας. Ἄν δείξεις πώς δέν τή λαμβάνεις ὑπ’ ὄψιν, ἔβρισες τό Σουλτάνο! Σέ βλέπουνε σάν τόν αἱρετικόν βρυκόλακα. Σάν τόν ἀποσυνάγωγο. Τό πιστό ποίμνιο αὐτῆς τῆς φανατικῆς θρησκείας εἶναι ἀκαταμέτρητο, σχεδόν πάσα ἀνθρώπινη πνοή στήν Ἑλλάδα, καί καλοῦνται «μοντέρνοι», ἤ «μονδέρνοι» ἐπί τό καλλιεπέστερον καί «μοντέρνο» κάθε τί πού εἶναι γιά δαύτους ὡραῖο, ἰδεῶδες, πρακτικό, ἐξωτικό, πολιτισμένο, θεόπεμπτο! Ὅτι εἶναι μοντέρνο, εἶναι ἱερό, ταμπού, ἔχει τή σφραγίδα τῆς τελειότητας. Ὅλοι αὐτοί οἱ Χαλδαῖοι πού πουλᾶνε τσατσάρες, παραμάνες, φιλέδες, γυαλικά, κορδέλες, κλπ. στήν ὁδό Ἀθηνᾶς, εἶναι ὅλοι «μοντέρνοι», πληροφορημένοι γιά ὅλες τίς ἐφευρέσεις, τίς μόδες, τίς τέχνες, πού πολλές φορές ἐμεῖς οἱ ἄλλοι δέν τίς ξέρουμε. Αὐτοί δουλεύουνε μέ τό «ἀσορτί», μέ τό «νάιλον», μέ τό «κρυσταλιζέ», μέ τό «νουβωτέ», «σπεσιαλιτέ» κλπ. ἀκόμα καί αὐτοί πού πουλᾶνε ἔμπλαστρα τοῦ πατρός Γυμνάσιου. Ἄν ἀνέβεις καί παραπάνω κατά τά ἀριστοκρατικά, ξέρουμε ὅλοι τό τί γίνεται. Σχεδόν ὅποιος μιλᾶ σάν Ἕλληνας, ὅποιος βήχει σάν Ἕλληνας, ὅποιος περπατᾶ σάν Ἕλληνας, αὐτός δέν εἶναι Ἕλληνας […] Κάθε τόσο ἐκδίδεται ἀοράτως ὁ νέος ὁρισμός Ἕλληνας καί συμμορφώνεται ὁ κόσμος.

27

Φ. Κ . 1 9 4 8


Π ΕΡΙω ΔΙΚΟ

Τ Η Σ Π ΟΛ Η Σ

// I A N O YA Ρ Ι Ο Σ 2 0 1 0

Μ.Χ.

Ο ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΚΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ TOY ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΥ

ά σαραντάχρονα ἀπό τήν κοίμηση τοῦ Φώτη Κόντογλου ἔχει κανείς τήν ἐντύπωση ὅτι δέν ἔφεραν τό καταλάγιασμα πού ἔρχεται συνήθως μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ὥστε τό ἔργο του νά μελετᾶται μέ τή νηφαλιότητα τήν ὁποία χαρίζει ἡ ἄμβλυνση τῶν ἀγκυλώσεων. Ὁ Κόντογλου παραμένει ἰδιόρρυθμος σκανδαλοποιός, καί ἄλλους τούς ἐνοχλεῖ καί τόν παρακάμπτουν ὡς δευτερεύουσα περίπτωση – μιλῶ γιά ἐκείνους πού διαμορφώνουν τίς κρίσεις τους μέ βάση τίς αἰσθητικές τους πεποιθήσεις, ἄρα καί τίς ἰδεολογικές τους «ἀρχές». Ἄλλους πάλι, τούς «ἀναπαύει» - γιά νά χρησιμοποιήσω μίαν ἔκφραση τοῦ συρμοῦ τῶν τελευταίων δεκαετιῶν – ὡς ἕνας ἀπό τούς ἐκφραστές καί ὑπερμάχους μίας ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικότητας, τοποθετούμενος μέσα σέ μία short-list (sic) ὀνομάτων, τά ὁποία περισσότερο τά ἐπικαλοῦνται σάν ἕνα εἶδος «κομματικῶν» συγγραφέων καί δημιουργῶν, κατά κανόνα ἀγνοώντας βροντωδῶς τό βάθος τοῦ ἔργου τους. Προφανῶς καί στή δεύτερη αὐτή περίπτωση ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἰδεολογικές προκαταλήψεις, κακοῦ μάλιστα τύπου. Τέλος ὑπάρχουν καί ἐκεῖνοι, ἀπό τόν θρησκευτικό χῶρο, πού ἀντιδρώντας στά καθεστῶτα ρητορεύματα, ἀναζητοῦν μίαν ἄσαρκη, σχεδόν μονοφυσιτική καθαρότητα καί, ἐνοχλούμενοι ἀπό ἀμυντικές – καί προπάντων ἀρκετά εὔλογες στόν καιρό τούς – ἐμμονές τοῦ μαστρο-Φώτη, συλλήβδην τόν πετᾶνε στά σκουπίδια ἤ στήν πυρά. Αὐτοί οἱ τελευταῖοι ἀδυνατοῦν νά ἐννοήσουνε ὅτι στό ὄνομα τῆς «ἐκκλησιαστικῆς αὐθεντικότητας», τήν ὁποία αὐτοκλήτως ἔχουν ταχθεῖ νά φανερώνουν, περιπίπτουν σέ μία νέου τύπου ἰδεολογική καθαρότητα, μέ συντεταγμένες ἐξίσου ἀμβλυωπικές. Δέν ἀντιλαμβάνονται πώς οἱ ἐσχατολογικές ἀναφορές δέν σημαίνουν αὐτομάτως τήν ἄρνηση τῆς ἱστορίας καί τῆς ἱστορικῆς σάρκας. Συμβαίνει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο ὅταν μιλοῦμε γιά τήν ἐμπειρία τῆς ἀληθινῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐσχατολογίας. Στόν Κόντογλου, ὅμως, συμβαίνει ὅ,τι γίνεται μέ τούς ἀληθινούς ξεχωριστούς δημιουργούς. Εἶναι, δηλαδή, τό ἔργο τους (καί ἡ συνάντηση μέ τό ἔργο τους), στοίχημα διαρκοῦς ἀνακαλύψεως. Καί, ὅπως οἱ ὠσμώσεις καί οἱ ἀλληλοτροφοδοσίες ἀποτελοῦν ὄρο δημιουργικῆς προκοπῆς, ἔτσι καί στή νεώτερη Τέχνη μας τοῦ 20ου αἰώνα ὑπῆρξαν ἐκεῖνοι πού, πέρα ἀπό τήν προσωπική τους στάση ἤ πεποίθηση, ἐκτίμησαν τόν ἀέρα τῆς γραφίδας ἤ τοῦ χρωστήρα τοῦ Κόντογλου, ἐνθουσιάστηκαν καί

28


Φ Ω Τ Η Σ Κ Ο Ν Τ Ο ΓΛΟ Υ // Ε Ι Δ Ι Κ Η Ε Κ Δ Ο Σ Η

ἐπηρεάστηκαν – ἀποδεικνύοντας πώς στήν Τέχνη ὑπερβαίνονται οἱ προκαταλήψεις καί γκρεμίζονται οἱ πρόσκαιροι ἐπιμερισμοί πού, ἑκάστοτε, ταλανίζουν τό κοινωνικό μας σῶμα. Ἀλλά γιατί ὁ Κόντογλου εἶναι ἰδιόρρυθμη περίπτωση; Μά, πρῶτα ἀπό ὅλα, διότι στή φθίνουσα ἐποχή κατά τήν ὁποία ἐμφανίζεται, μοναχικός καί ἀπαρομοίαστος ἐν σχέσει πρός τό γενικό κλίμα, τό ἀπολύτως μεταβατικό – μιλῶ γιά τό κλίμα τοῦ Μεσοπολέμου –, ἔρχεται σάν θυελλώδης ἄνεμος καί ἀναποδογυρίζει τά κυρίαρχα μοτίβα. Ἡ ἰδιοτυπία τοῦ Πέδρο Καζᾶς, πού ἐκδίδεται στά 1920, φέρνει φρέσκο νερό, ἀπό ἄλλα χώματα βγαλμένο. Αὐτό τό ἐνίωσαν ἀμέσως πολλοί. Ὁ Δασκαλάκης, ὁ Αὐγέρης, ὁ Ἀλεξίου, ὁ Καζαντζάκης, ὁ ὁποῖος ἔγραψε: Μία πόρτα ἀνατολίτικη ἄνοιξε στή μίζερη, μικροπνοή, μικροῦ χώρου λογοτεχνία μας καί μπῆκε μία μεγάλη ἀναπνοή. 1 Τό 1924 ἔρχεται ἡ Βασάντα (καί θά πρέπει νά ποῦμε ὅτι σημαίνει Ἄνοιξη στά σανσκριτικά). Τό 1928 τά Ταξείδια, ἀγαπημένο βιβλίο τοῦ μαθητῆ τοῦ Νίκου Ἐγγονόπουλου. Ὁ Πέδρο Καζᾶς ξεκινᾶ μέ τόν ἑξῆς ὑπότιτλο: Ἡ πρωτάκουστη ἱστορία τοῦ Σπανιόλου κουρσάρου ὁ ὁποῖος ἤ ἔζησε τριακόσια χρόνια ἤ γύρισε ἀπό τόν Ἅδη. Τυπωμένη ἀπό ἕνα παράξενο Πορτουγέζικο χειρόγραφο πού ἔπεσε στά χέρια τοῦ Φώτη Κόντογλου στό Ὀπόρτο. Ἐνῶ ἡ Βασάντα ἐκδίδεται «μέ ζωγραφιές καί μέ πλουμίδια ἀπό τό χέρι τοῦ συγγραφέα», ἀφιερώνεται στόν Στρατή Δούκα, καί ὁ πρόλογός της εἶναι γραμμένος στίς 2 Ἰουνίου τοῦ 1929 στό Ἅγιο Ὅρος, στή δεύτερη ἔκδοση τοῦ βιβλίου. Ἐκεῖ, βρίσκουμε τίς πρῶτες σπουδαῖες περιγραφές τοῦ ἁγιορείτικου χώρου, ἀλλά καί τίς δοκιμές γιά μετάφραση ἀπό τούς ψαλμούς τοῦ Δαυΐδ, μέ ἕναν τρόπο καί μίαν ἰδιόλεκτο ὑποδειγματικά προκλητικούς γιά τό ζήτημα τῆς ἀποδόσεως τῶν ἱερῶν κειμένων. Τή νύχτα κάθουμαι στό παραθυράκι μου καί βλέπω τ’ ἄστρα πού ἀγρυπνοῦν˙ μία οὐράνια δροσιά στάζει μέσα μου. Ὁ νοῦς μου ξεκουράζεται ἀκουμπώντας σέ Σένα. Ἀκούγω τό γλυκό χτύπο τῆς καρδιά Σου ἀπό χιλιάδες μίλια˙ μοῦ φαίνεται πώς κρατᾶ τό ρυθμό τοῦ Σύμπαντος. Παραθέτω ἐπίτηδες τό ἀπόσπασμα ἀπό τόν πρόλογο στή Βασάντα, γιά νά φανεῖ τό αὐτονόητο, ὡς πρός τόν κόσμο τοῦ Κόντογλου, ἐκείνης τῆς περιόδου. Καί τοῦτο γιατί πολλά ἔχουν εἰπωθεῖ γιά τίς ριζικά διαφορετικές ἕως ἀντίρροπες περιόδους στήν λογοτεχνική του δημιουργία. Θέλω νά πῶ ὅτι τά ἴχνη τοῦ κόσμου τοῦ τά ἔχει ὁ Κόντογλου σπαρμένα μέσα του ἀπό τήν πρώτη κιόλας στιγμή. Βεβαίως, ὅσο περνᾶ ὁ καιρός, ξεκαθαρίζει περισσότερο τό τοπίο. Φυσᾶ πάντοτε ὁ ἴδιος φοβερός ἀέρας τῆς Ἀνατολῆς, ἀποχτοῦν ψηλαφητή ὑπόσταση οἱ ἴδιες θάλασσες καί οἱ φοβεροί φονιάδες καί οἱ κουρσάροι ἔρχονται σιγά σιγά νά δέσουν μέσα στά ἴδια στέρεα πρόσωπα μέ τόν βαθύτερο καί ἀληθινό ἑαυτό τους. Μέ τούς μετανοημένους, τούς Ἁγίους, τούς Μάρτυρες καί τούς Νεομάρτυρες. Γιατί τό ὕφος τοῦ Κόντογλου βγαίνει ἀπό τήν ἴδια πηγή ἀπαρχῆς ἴσαμε τό τέλος καί διαθέτει μία θαυμαστή, σχεδόν ὑλική ἑνότητα. Οἱ «ἥρωές» του εἶναι ἄνθρωποι. Μέ ὅ,τι αὐτό σημαίνει. Μέ ἀδυναμίες, πάθη ἀλλά καί ἀρετές καί ἁγιότητα. […] Σιγά-σιγά, ὁ Κόντογλου, μέ περισσή τόλμη καί θάρρος, συνδέει τήν τέχνη τῆς γραφίδας του (καί φυσικά καί τήν τέχνη τοῦ χρωστήρα του) μέ τήν προϋπόθεση μίας βαθύτερης καί καθολικώτερης πνευματικῆς ἀναφορᾶς. Τό πρόβλημα τῆς ἔκφρασης γι’ αὐτόν συνδέεται μέ τό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου στήν ἐποχή τοῦ ἀπόλυτου ἀνθρωποκεντρισμοῦ. Καί τό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀναπόσπαστα δεμένο γιά τόν Κόντογλου, μέ τήν πνευματική ἐμπειρία τῆς συλλογικῆς ἑτερότητας στήν ὁποία ἀνήκει. Δηλαδή, μέ τήν μετοχή στήν καθ’ ἠμᾶς ὀρθόδοξη παράδοση. […] Ξεροκέφαλη καί πείσμων ἰδιοσυγκρασία, ὅπως κάθε σπουδαῖος καλλιτέχνης, μετέστρεψε τίς ἀρχικές του ἐμμονές σέ πλήρωμα πίστεως, δίχως νά ἀρνηθεῖ τό παραμικρό ἀπό τήν δημιουργική του παραγωγή. Ἕνας μικρόσωμος ἄνθρωπος μέ ψυχική ἀντοχή καί ἀποθέματα τιτάνα, ἐκ φύσεως καί ἐκ τῶν πραγμάτων, κονταροχτυπήθηκε μέ τίς ἐπίσημες ἐκφράσεις τῆς συγκαιρινῆς του διανόησης καί τῶν περισσότερων ἀπό τούς ὁμότεχνούς του, ὄχι μέ κωδωνοκρουσίες καί κυμβαλισμούς, ἀλλά διά τοῦ ἔργου του. […] 1

29

Μ. Αὐγέρης, «Φώτης Κόντογλου», «Ἀφιέρωμα στόν Φώτη Κόντογλου», πέρ. Αἰολικά Γράμματα, τχ. 6, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1971, σ. 31


Π ΕΡΙω ΔΙΚΟ

Τ Η Σ Π ΟΛ Η Σ

// I A N O YA Ρ Ι Ο Σ 2 0 1 0

Μ.Χ.

Ὁ νήπιος του Κόντογλου TOY BAΣΙΛΗ ΜΟΥΣΤΑΚΗ

ρωτόδα τόν Κόντογλου τό 1947. Μέ εἶχε μαζί του ὁ Σπύρος Μελάς, σέ μίαν ἐπίσκεψη πού τοῦ ἔκανε. Ἔμενε τότε, μέ τήν οἰκογένειά του, τή σύζυγό του Μαρία καί τήν κορούλα τούς τή Δέσπω, σ’ ἕνα… γκαράζ. Εἶχε πουλήσει τό σπίτι τοῦ κατά τήν κατοχή καί μετοίκησαν τότε σέ ‘κείνη τή «φάτνη αὐτοκινήτων», ὅπως ἔλεγε τό γκαράζ πού τοῦ πρόσφερε μία σπλαχνική κυρία στό Γαλάτσι. Γκαράζ ὅμως ἦταν τώρα ἐκεῖνο ἤ κομμάτι τοῦ παραδείσου ἐπί τῆς γής; Ἀρκετά μεγάλος χῶρος, εἶχε σκεπασμένους τούς τοίχους μέ εἰκόνες τοῦ μεγάλου ἁγιογράφου. Σοφάδες ἀνατολίτικοι. Ἔπιπλα, τό ἴδιο. Καντήλια, κηροπήγια, παμπάλαια σκοροφαγωμένα βιβλία. Χράμια μέ λαϊκή διακόσμηση. Καί μία λεπτή ἄχνα ἀπό μοσχολίβανο. Ἕνας μπερντές χώριζε τά δύο – τρία τετραγωνικά μέτρα πού χρησίμευαν γιά κουζίνα καί τουαλέτα. Οὔτε ἐκεῖνος οὔτ’ ἐγώ φανταζόμαστε, σ’ αὐτό τό πρωτοΐδωμα, πόσο θά συνδεόμαστε λίγο ἀργότερα. Καταθέτω ἐδῶ στήν μνήμη του, τά ὅσα ἐλαφρά ἀλλαγμένα, δικά μου γι’ αὐτόν, περιέχει ὁ τόμος πού ἀφιέρωσε ὁ ἐκδοτικός οἶκος «Ἀστήρ» τό 1975. Πιό γνήσιο Ἕλληνα δέν εἴδαμε στίς μέρες μας. Αὐτό πολλοί τ’ ὁμολογοῦν. Πρίν ἀπό ὅλους ὅσοι τόν γνώρισαν ἀπό κοντά. Ὅσοι ἀνέπνεαν μέσα στήν προσωπική του παρουσία. Γιατί ὁ ἄνθρωπος καί τό ἔργο εἶναι σ’ αὐτόν. Καί τά δύο ἦταν ἡ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως καί μετά τόν Παπαδιαμάντη, κανείς δέν τά ἔζησε καί δέν τά ἐξέφρασε στήν νεότερη Ἑλλάδα. Ἡ γνωριμία καί ὁ συγχρωτισμός τοῦ εἶναι μία ἀπό τίς πιό μεγάλες εὐλογίες στή ζωή μου. Συνδέθηκα μαζί του σάν μέ πατέρα κι ἀδερφό. Γιά τό λογοτέχνη, καί τό ζωγράφο, ἡ καρδιά μου ξέρει τί τοῦ χρωστᾶ. Ἀλλά καί γιά τό χριστιανό, τό ἴδιο συμβαίνει. Ὁ θεός τόν εἶχε χαριτώσει σπάταλα. Τοῦ ἔδωσε μία ψυχή ὡραία. Καί δύο ταλέντα ἐξαίσια. Ὅ,τι ἔβγαινε ἀπό τό χρωστήρα ἤ τή, γραφίδα του, ἔμεινε ἀνεπανάληπτο. Ἄφταστο σέ αἰσθητική ἀξία. Κι ὅ,τι φανέρωνε ἀπό τόν ἐσωτερικό του κόσμο, μέ λόγια ἤ μέ πράξεις, ἦταν ἀληθινά πεμπτουσία ἑλληνική του εὐαγγελικοῦ βιώματος. Σέ ὅλα του, ἐνίωθες πώς εἶχες νά κάνεις μ’ ἕνα κομμάτι ἀπό τό νταμάρι τῆς Παράδοσης. Δέν ἦταν ἕνας ὑποδυόμενος. Ἦταν ἕνας ποιητής ταυ-

30


Φ Ω Τ Η Σ Κ Ο Ν Τ Ο ΓΛΟ Υ // Ε Ι Δ Ι Κ Η Ε Κ Δ Ο Σ Η

τισμένος μέ τ’ ἀπαυγάσματά του. Τήν παράδοση τοῦ Γένους δέν τήν εἶχε ἀπέναντί του. Δέν ἦταν, γι’ αὐτόν, ἕνα ἀντικείμενο. Τήν ἔφερνε μέσα του, σάν ὑποκείμενο. Ἦταν ὁ ἴδιος ἡ Παράδοση. Ὄχι μνήμη καί τύπος στεγνός. Ἀλλ’ ἀείζωη, παρθενικά νέα, «ὕδωρ ἀλλόμενον». Γι’ αὐτό, θαρρῶ πώς, σάν λογοτέχνης καί ζωγράφος, δέν ἔχει ἀνάγκη νά περάσει καιρός γιά ν’ ἀξιολογηθεῖ. Ἡ Ἱστορία ἔχει, βέβαια, πρεσβυωπίες. Ὅσο μακρύτερά της εἶναι τά πρόσωπα καί τά γεγονότα, τόσο καθαρότερα τά βλέπει καί τά κρίνει. Ἀλλά γιά τόν μακαριστό μαστρο-Φώτη, ἡ κρίση τῆς εἶναι ἀπό τώρα ἕτοιμη. Χωρίς κανένα φόβο μήπως ἀλλοιωθεῖ στό μέλλον. Γιατί αὐτή ἡ ἐξαίρεση; Γιατί δέν ἀνήκει στόν αἰώνα μας. Ἀνήκει στόν παλιό, δοξασμένο κόσμο τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας. Στό κλίμα τοῦ ἄνθισε κι αὐτόν ἀπέδωσε. Ἐκεῖ, μακριά, ἔχει τίς ρίζες τό θαῦμα τῆς παρουσίας αὐτοῦ του ἀνθρώπου ἀνάμεσά μας. Σ’ ἕναν πνευματικό χῶρο, πού οἱ ἀξίες τοῦ εἶναι ἀναμφισβήτητες, ἀθάνατες. Ἐπιγράφω τό παρόν «Ὁ νήπιος Κόντογλου». Ὀξύμωρο σχῆμα, γιά ἕνα συγγραφέα καί μάλιστα τόσο γόνιμο, ἴσως φανεῖ. Νήπιος εἶναι καί λέγεται ὅποιος δέν «ἔχει ἔπη», ὁ ἄφωνος, ὁ ἀλάλητος. Ἀλλά, στόν ὄρο, βρίσκουμε καί τήν ἄλλη, τήν πιό συνηθισμένη, σημασία. Τοῦ βρέφους, τοῦ ἄκακου παιδιοῦ. Μ’ αὐτή λοιπόν τήν ἔννοια θυμᾶμαι ἐδῶ τόν Κόντογλου. Τοῦ ἀναγνώριζες μόρφωση καί κατάρτιση στή Θεολογία, τή Λογοτεχνία, τίς Τέχνες. Ἤξερε πολλά ἀπ’ ὅλα αὐτά. Τό ἔβλεπες καί λίγη ὥρα νά κουβεντίαζες μαζί του. Ἀλλά ὅλες ἐκεῖνες οἱ γνώσεις, ὅσο πολύτιμες κι ἄν εἶναι, δέν ἑρμηνεύουν τήν ποιότητα, τό ὕφος. Τίς ἔχουν πολλοί, δίχως ὅμως νά μποροῦν οὔτε νά γράψουν οὔτε νά ζωγραφίσουν τῆς προκοπῆς. Γιά τούς τεχνοκρίτες, τούς φιλολόγους, οἱ ὑπομνηματισμοί, ὄχι ἡ δημιουργία. Πρέπει νά ἔχεις τό θεῖο δῶρο μέσα σόν, γιά νά φτιάξεις κάτι τό ἀληθινά ὄμορφο. Αὐτό τό δῶρο εἶναι τό «ἐν οὐ ἔστι χρεία». Ἄν λείπει, τίποτα δέν γίνεται. Ἄν ὑπάρχει, εἶναι τό ἀρκετό, ἀκόμα καί χωρίς τίς σοφίες. Τίς ἀναπληρώνει τό ἀλάθευτο ἔνστικτο. Ὅταν ὅμως ὑπάρχουν κι αὐτές, ἀκόμα καλύτερα. Ἦταν ἕνας πηγαῖος. Ἐδῶ ἔγκειται τό μυστικό της δροσιᾶς του, τῆς ἀθανασίας του. Ἄν ἀπουσίαζαν οἱ πηγές, οἱ ὁλοδικές του, δέν θά ἔδινε ὅ,τι ἐκθαμβωτικό ἔδωσε. Ἡ γνώση τῆς μαστορικῆς τόν βοηθοῦσε, ἀλλά δέν ἦταν τό πᾶν. Ἄν κοιτάξουμε ἕνα καλλιτέχνημα μέ τό πρίσμα μονάχα αὐτῆς τῆς γνώσης, μπορεῖ νά τό ἀδικήσουμε. Θά ἔπρεπε τότε νά λάβουμε ὑπόψη τόν περίφημο στίχο τοῦ Ροστᾶν: «Ὁ ποιητής ἔχει δίκιο, ἀκόμα κι ὅταν ἔχει

ἄδικο». Τό ἀληθινό τάλαντο, ὅταν εἶναι παρόν, εἶναι ἡ ὑπέρτατη σοφία. Ἀπό τή συνάφειά μου μέ τόν Κόντογλου, ἀποκόμιζα πάντα αὐτή τήν ἐντύπωση. Ἀφηνόταν στό αἰσθητήριό του. Αὐτό τόν ὁδηγοῦσε. Ἦταν ἕνα νήπιο, πιασμένο μ’ ἐμπιστοσύνη ἀπό τό φόρεμα τῆς μητέρας τοῦ Μούσας. «Ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου, ἐμοῦ δέ ἀντελάβετο ἡ δεξιά σου», ἐνίωθε κι ἔλεγε μέσα του. Αὐτή ἡ Μούσα ἦταν προσωπική κι ἀπρόσωπη. Προσωπική, γιατί ὁ Κόντογλου εἶχε ἕναν δικό του πνευματικό πλοῦτο, μία γερή ἔμπνευση στά βάθη τοῦ εἶναι του, μίαν ἀπίθανη εὐκολία νά «εἰκονίζει», μέ φθόγγους ἤ μέ γραμμές καί χρῶμα, πάντα δέ ἀντάξια στό θέμα του. Ἀλλά ἡ Μούσα τοῦ ἦταν κι , ἀπρόσωπη, γιατί ἦταν ἡ Παράδοση. Δέν ἤξερε νά συλλογιέται, νά αἰσθάνεται, ν’ ἀγαπᾶ ἔξω της. Αὐτήν πίστευε ἀποκλειστικά, ὁλόψυχα. Ὅ,τι τῆς ταιρίαζε, τό ὑποληπτόταν, τό λάτρευε. Ὅ,τι τῆς ἦταν ξένο, ἀλλότριο, τό καταδίκαζε. Νοοτροπία νηπιακή. Ἀλλά τί θαυμαστή, τί φωτισμένη νοοτροπία! Δέν τόν ἐνοίαζε τί λένε οἱ ἐπιστήμονες, τί ἀκόμα κι ἡ κοινή λογική ὑπαγόρευε. Εἶχε βαθιά, ἀλλά καί ξάστερη συνείδηση τοῦ ὑπερλόγου στήν πίστη. Ἡ πίστη τοῦ ἦταν ὑπαρξιακή, σέ ὑφή καί πνοή. Ὅπως ἡ ἀληθινή πίστη, πού διδάσκεται ἀπό τό Εὐαγγέλιο: «Ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδιά, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν...». Τί κοντά βρισκόταν στόν μεγάλο Πασκάλ, ἄλλον αὐτόν νήπιο ἄνθρωπο μπροστά στό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ! Γι’ αὐτό καί, παρά τό ὅτι ἦταν ἕνας δυτικός, τόν ἀγαποῦσε καί τοῦ μετέφρασε μάλιστα τίς Σκέψεις. Ὅπως ἦταν νήπιο στήν ἱερή δουλειά του, ἔτσι καί συμπεριφερόταν στούς ἀνθρώπους. Σέ πολλές περιπτώσεις, εἶχες τήν αἴσθηση πώς μιλοῦσες μ’ ἕνα μικρό παιδί. Ἄδολη καρδιά, ἀνίκανη νά πονηρευτεῖ, νά μνησικακήσει, νά δεῖ τόν κόσμο μέ ὄχι ἀθώα ματιά. Στό μικρό παιδί, ὑπάρχει ἕνα κύριο γνώρισμα. Δέν ἐπιμένει στό κάκιωμά του. Ἀπό τή μία στιγμή στήν ἄλλη, ξεχνᾶ ὅτι τοῦ πλήγωσαν τήν ψυχή. Αὐτό συνέβαινε στόν Κόντογλου. Ἦταν φορές πού τό ἄλφα ἤ τό βήτα πρόσωπο τόν πίκραινε. Ἡ εὐαισθησία τοῦ τόν ἀναστάτωνε. Ἀλλά γρήγορα, τά σύννεφα ἔφευγαν κι ἡ ἄκακη ψυχοσύνθεση τοῦ αἰθρίαζε ξανά. Ἄλλοτε πάλι, σάν ἄνθρωπος, τύχαινε ν’ ἀδικήσει κάποιον μέ τίς κρίσεις του. Μπορεῖ αὐτός πού εἶχε προσβάλει, νά ἦταν μικρότερός του. Ἀλλά γιά τόν Κόντογλου, δέν εἶχε σημασία. Κανείς ἄνθρωπος δέν εἶναι ἀσήμαντος. Ὅλοι εἶναι «εἰκόνες τοῦ Θεοῦ». Ἄν θίξεις αὐτή τήν «εἰκόνα», ἔστω κι ἄθε-

Ὁ Κόντογλου ἔφερνε μέσα του τήν παράδοση τοῦ Γένους. Ἦταν ὁ ἴδιος ἡ Παράδοση.

31


«

Π ΕΡΙω ΔΙΚΟ

Τ Η Σ Π ΟΛ Η Σ

// I A N O YA Ρ Ι Ο Σ 2 0 1 0

Μ.Χ.

λα, πρέπει νά ταπεινωθεῖς μπροστά της. Δέν πέφτεις ἔτσι. Ἀλήθεια πού ὁ Κόντογλου δέν τήν ξεχνοῦσε. Φέρνω ἕνα προσωπικό μου γεγονός γιά παράδειγμα. Κάποτε, στόν Ἅγιο Νικόλαο τῆς Καλλιθέας, μία μικρασιατική ἐνορία, ὅπου κήρυχνα τόν θεῖο λόγο πολλά χρόνια, οἱ ἐπίτροποι ἔβαλαν χορωδία ἀπό ἐκεῖνες πού κάνουν καντάδα τήν ὑμνωδία. Ἔκανα πολλά γιά νά τούς ἀποτρέψω. Μάταιος κόπος. Μία μέρα, πού εἶχε Λειτουργία ἡ ἐκκλησία κι ἐγώ ἔλειπα, τυχαίνει καί μπαίνει ὁ Κόντογλου, περαστικός. Θύμωσε σάν εἶδε κι ἄκουσε τή χορωδία. Καί τήν ἄλλη μέρα, μέ παίρνει στό τηλέφωνο καί μέ περιλούζει μέ ἄσχημες κουβέντες, καταλογίζοντάς μου τήν ὑπαιτιότητα τοῦ κακοῦ. Μέ πλήγωσε βαθιά, γιατί ἤμουν ἀθῶος. Μοῦ ἀνεβαίνει τό αἷμα στό κεφάλι: - Κύρ Φώτη, τί ‘ναι αὐτά ποῦ λές; Αὐτή τήν ἰδέα λοιπόν ἔχεις γιά μένα; «Τοσούτον χρόνον μετά σου εἰμί καί οὐκ ἔγνως μέ»; Δέν σού λέω νά πᾶς στό διάολο, γιατί ἐκεῖ εἶσαι, ἔτσι πού μιλᾶς. Καί κατεβάζω, καταγανακτησμένος, τό ἀκουστικό. Μετανίωσα εὐθύς γιά τήν ἀήθειά μου. Ἡ ὀργή, ἀκόμα καί στούς νέους, εἶναι μεγάλη ἁμαρτία. Σκεφτόμουν: «Πρέπει νά τοῦ ζητήσω συχώρεση. Τί κακό μεγαλύτερο θά μποροῦσα νά προξενήσω στόν ἑαυτό μου ἀπό τό νά χάσω τή φιλία μέ τέτοιον πολύτιμο ἄνθρωπο;». Μέ πρόλαβε ἐκεῖνος. Ξέχασε τήν ἀπρέπειά μου. Καί, σέ λίγες μέρες, λαβαίνω ἕνα μπιλιετάκι του, ὅπου, μέ λόγια ταπεινά, μοῦ ζητοῦσε νά τόν συχωρέσω γιά τήν ἀδικία πού μου εἶχε κάνει. Τό ἔχω πάντα, σάν φυλαχτό. Ἡ ζωή του, πάντως, δέν ἦταν χωρίς προστριβές μέ τούς ἀνθρώπους. Ἡ γραμμή πού εἶχε χαράξει, σήμαινε πόλεμο. Πολλοί δέν τόν καταλάβαιναν, τοῦ ἀντιδροῦσαν. Τό ἀκοίμητο κήρυγμά του γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τή γνήσια Ἑλλάδα δέν ἦταν ἁπλά «φωνή βοώσα ἐν τή ἐρήμω». Μεγάλος, βέβαια, ὁ καημός νά μή σέ νιώθουν, ὅταν ἔχεις καί παιδεύεσαι νά προσφέρεις στούς ἄλλους θησαυρό ἀξετίμητο. Μεγάλος ὁ καημός τῆς ἀδιαφορίας. Ἀλλά πιό μεγάλος νά σέ ποτίζουν «ἀντί τοῦ μάννα χολήν». Νά ἔχουν «ὀρύξει φρέαρ συντετριμμένον», πού δέν κρατᾶ τό νερό τῆς ζωῆς μέσα τους καί νά σέ κατηγοροῦν καί νά σέ λοιδοροῦν ἀπό πάνω, νά σέ καταδιώκουν. Στόν Κόντογλου ἔβλεπες ἔντονο τό προφητικό πνεῦμα. Ἀνῆκε στά διαλεχτά ἐκεῖνα σκεύη τῆς θείας χάρης, πού, ὅταν ἡ θρησκεία ἀπειλεῖται στήν καθαρότητά της, προβάλλουν γιά νά κηρύξουν ἐπιστροφή στήν ἀλήθεια καί τή ζωή. Τότε, ἀντιμετωπίζουν ὄχι μόνο τήν ἀνυποψία καί τή σιωπή, μά καί τήν καταφορά. Πῶς νά μήν πονοῦν; Πῶς νά μήν τά πιάνει τό ἱερό ἄχτι; Φαινόμενο παντοτινό, ἀπό τούς προφῆτες τοῦ Ἰσραήλ ὡς τίς μέρες μας. Ὁ Κόντογλου ὑπέφερε ἀπ’ αὐτό τό ἄχτι. Τοῦ ἦταν ἀδύνατο νά ἠρεμεῖ στήν ἰδέα ὅτι ὄχι μόνο πολλοί ἀπό τή μάζα, ἀλλά καί πνευματικοί ταγοί ἐξοργίζονταν ἀπό τήν προφητική του γλώσσα καί τοῦ ἐναντιώνονταν. Ὡστόσο, μέσα σ’ αὐτόν τόν πόλεμο, δέν ἔχανε τή νηπιακή τόν ἰδιοσυγκρασία. Ἀγωνιστής, ναί, ἦταν. Ἀλλά δίχως μοχθηρία κι ἐκδικητικό οἶστρο. Φώναζε «ἐπί τῶν δωμάτων» τήν ἀλήθεια, «ὁπού εἶναι τόσο πικριά», ὅπως λέει ὁ Μακρυγιάννης κι ὁ Καζαντζάκης συμβουλεύει «ὅταν τή λές, νά ἔχεις σελωμένο τό ἄλογό σου». Ἀλλά δέν κατάφερνε νά συμμεριστεῖ τήν κακία τῶν ἀντιπάλων του. Θυμωμένο νήπιο, ἀλλά νήπιο. Ὄχι μεγάλος, ἀλλά πολύ μεγάλος. Δέν ἔχω τήν ἰδέα πώς ἐξιδανικεύω. Τόν ἔζησα τόσο πολύ, ὥστε δέν θά μποροῦσα νά μή λάβω ὑπόψη σκιές, σ’ αὐτήν τήν πλευρά, ἄν ὑπῆρχαν. Δέν ὑφαίνω πανηγυρικό. Θυμᾶμαι καί γράφω. Μέ ἀγάπη ἔλλογη, μέ σεβασμό στήν ἱστορική πραγματικότητα. Ἀκόμα καί στίς προσωπικές μας σχέσεις, τό διαπίστωσα. Ἄν καί πολύ προχωρημένης ἡλικίας, ἔμενε ὁ νήπιος κάθε φορᾶ πού ἀθέλητα ἔκανα σύγκριση τοῦ ἑαυτοῦ μου μαζί του. Κανένα γεγονός, κανένας λόγος του, καμιά τοῦ ἐνέργεια δέν ξεπηδοῦσε πού ν’ ἀναιρεῖ ὅ,τι ἐδῶ μαρτυρῶ. Δέν πέρασε μάταια ἀπό τή ζωή μας, πολλῶν ἄλλων καί τή δική μου. Ὁ Κόντογλου, ἐπιβεβαιώνοντας τήν «Ὠδή σ’ ἕναν ἑλληνικό ἀμφορέα», ἀπέδειξε ὅτι καί στήν Ἐκκλησία μας, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὀμορφιά κι ἡ ὀμορφιά εἶναι ἀλήθεια. Μές ἀπό τίς αἰσθητικές ἀξίες, πού ὑψώνει ἡ ἀμώμητη Παράδοσή μας, φανερώνει ὁ Κόντογλου τή θεία πραγματικότητα. Τό συγγραφικό καί τό εἰκαστικό του ἔργο εἶναι ἕνας ἐθνικός ἐπανευαγγελισμός, μία μαρτυρία, μία «στήλη νεφέλης» φωτεινῆς μπροστά στό Γένος. Ἀλλά ἕνας ἔπαινος πού ἀποδίνει τά πάντα στό Θεό, εἶναι ὅ,τι χαροποιεῖ τούς ἁγίους. Τιμᾶμε τή σεπτή μνήμη τοῦ Κόντογλου. Ὁ ἴδιος ὅμως θά ἤθελε νά ὑψώσουμε πάνω ἀπό τό δικό του ὄνομα τόν ὕμνο μας. Νά τόν ἀπευθύνουμε στόν Κύριο. Θά ἤθελε νά μᾶς θυμίσει, μαζί μέ τόν Ἀπόστολο Πέτρο: «Πάσα σάρξ ὡς χόρτος καί πάσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου ἐξηράνθη ὁ χόρτος καί τό ἄνθος αὐτοῦ ἐξέπεσε τό δέ ρῆμα Κυρίου μένει εἰς τόν αἰώνα». Ἤγουν ὅτι: Ἄν μᾶς πρόσφερε κάτι ἀρίφνητο, ἀπό τό Θεό τό πῆρε. Κι ὅτι λοιπόν, ἡ ἀναγέννηση τῆς Ἐκκλησίας μας θά γίνει «διά λόγου Θεοῦ ζῶντος καί μένοντος εἰς τόν αἰώνα».

Ἦταν ἕνας πηγαῖος. Ἐδῶ ἔγκειται τό μυστικό της δροσιᾶς του, τῆς ἀθανασίας του...

Δέν ἀνήκει στόν αἰώνα μας. Ἀνήκει στόν παλιό, δοξασμένο κόσμο τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας

» 32


Φ Ω Τ Η Σ Κ Ο Ν Τ Ο ΓΛΟ Υ // Ε Ι Δ Ι Κ Η Ε Κ Δ Ο Σ Η

Ἡ «τελειοποίησις» κάθε ἑλληνικοῦ ἱ σημερινοί «ἀνήσυχοι» Ἕλληνες δέν καταστρέφουν καταργώντας ὅτι βρήκαμε ἀπό τούς πατεράδες μας, ἀλλά τό καταστρέφουνε «τελειοποιώντας» τό ἐξελίσσοντας» τό καί «συγχρονίζοντας» τό. Ὅτι σώθηκε ὡς ἐμᾶς ἀπό τούς παλαιότερους, τούς ἐνδιαφέρει μοναχά ὑπό τόν ὄρον νά τό «συγχρονίσουνε», νά τό «τελειοποιήσουνε», δηλαδή μέ ἄλλα λόγια: νά τό χαλάσουνε. […] Μέ αὐτό τόν τρόπο «τελειοποιεῖται» ἡ λαϊκή μουσική μας μέ «ἐνορχηστρώσεις» καί μέ διάφορες «ἐναρμονίσεις», μέ τίς ὁποῖες ὁ Λύγκος, ὁ λεβέντης γίνεται μασκαράς τῆς ὄπερας μέ σελάχι καί μέ καπελαδούρα στό κεφάλι, μέ φουστανέλα καί μέ μπότες ἅ λά Ἀρτανιᾶν, βγάζοντας ἀπό τό στόμα τοῦ κορόνες πού ξεταβανώνουνε σπίτι. […] Κοντά σέ αὐτά «τελειοποιεῖται» κ’ ἡ μουσική στίς ἐκκλησίες μας μέ τετραφωνίες, μέ μπολιάσματα ἀπό τή Νόρμα τοῦ Μπελλίνι κι ἀπό διάφορα ἰταλικά τραγούδια, σέ τρόπο πού τό τροπάρι τῆς Κασσιανῆς γίνεται ὄπερα ἀλαμπουρνέζικη καί τό «Σέ ὑμνοῦμεν» μά γίνεται «ἡ ἀνθισμένη ἀμυγδαλιά» κτλ. «Τελειοποιοῦνται» ἀκόμα οἱ εἰκόνες στίς ἐκκλησίες. Κάποιοι ζωγράφοι παίρνουνε βυζαντινές εἰκόνες, κι ἐπειδή, ὅπως λένε, ἔχουνε μέν δυνατή ἔκφραση, ὡραῖες στάσεις, σπουδαία σύνθεση, διακοσμητική χάρη, ἀλλά κατά τά ἄλλα εἶναι ἄτεχνες, δηλαδή «ἀφύσικες», τίς τελειοποιοῦνε δίνοντάς τους ὅτι δέν ἔχουνε, δηλαδή «προοπτική, ἀνατομία, φυσικότητα». Μ’ ἄλλα λόγια ὅτι πετάξανε οἱ βυζαντινοί ἀπό τήν τέχνη τους σάν περιττό καί βλαβερό, γιά νά μπορέσουνε νά δώσουνε στά ἔργα τούς σοβαρόν, αὐστηρόν καί λειτουργικόν χαρακτήρα, αὐτά ἴσια – ἴσια τά ξαναβάζουνε στά ἔργα τῆς εἰκονογραφίας αὐτοί οἱ προκομμένοι «συγχρονισταί» καί «τελειοποιηταί» πού κάνανε καί κάνουνε ἐκεῖνες τίς ἀναιμικές καί τίς ἀνούσιες ἁγιογραφίες πού γεμίζουνε τίς ἐκκλησίες μας. Ἀλλά, ἐκτός ἀπό τή μουσικοί, οἱ μοντέρνοι ψάλτες καί παπάδες ἔχουν «τελειοποιήσει» καί τήν ἀπαγγελία τῶν εὐχῶν καί τῶν ἀναγνωσμάτων, πού τά λένε μέ ἕνα ὕφος, πού θαρρεῖς πώς εἶναι «κονφερασιέ». Μεγάλη πρόοδος τέλος πάντων! Ἀκόμα «τελειοποιοῦν» τά σκεύη τοῦ ναοῦ, τόν φωτισμό (τό ἰδεῶδες τους εἶναι νά γίνει ἡ ἐκκλησία σάν αἴθουσα κινηματογράφου), τά ἄμφια, τά ἐπιτάφια κλπ.

33

Φ. Κ . 1 9 5 5


Π ΕΡΙω ΔΙΚΟ

Τ Η Σ Π ΟΛ Η Σ

// I A N O YA Ρ Ι Ο Σ 2 0 1 0

Μ.Χ.

Εἰς τήν οἰκίαν τοῦ Κόντογλου Ὅλοι οἱ τοῖχοι ἤσαν καλυμμένοι μέ φορητᾶς εἰκόνας, φτιαγμένες ἀπό τό χέρι τοῦ Φωτίου

υνάντησα τόν σταυρός, ἡ θήκη μέ τό χέρι Κόντογλου καί αἵ περισσότεραι εἰκόπάλιν μετά νες, συμπεριλαμβανομέδύο ἔτη, τό νης καί μίας θαυματουρφ θ ινό π ω ρ ο ν γοῦ οἱ ὁποία ἀπεικόνιζε τοῦ 1954. Ἀλ’ τήν Ἁγίαν Παρασκευήν, εἴχαμεν συἤσαν ἀπό τό ΜοναστήριTOY KΩΝ/ΝΟΥ ΚΑΒΑΡΝΟΥ χνήν ἀλληλοον τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς γραφίαν κατά πλησίον τῶν Κυδωνιῶν. Ὁ τό διάστημα αὐτό, πού εὑρισκό- Κόντογλου τά εἶχε πάρει μαζί του εἰς τήν Λέσβον, μουν εἰς τάς Ἠνωμένας Πολιτείας. ὅταν αὐτός καί τά ἐπιζήσαντα μέλη τῆς οἰκογεΤόν εἶδα ἄνω ἀπό δώδεκα φορᾶς, νείας τοῦ ἔφυγον ἀπό τάς Κυδωνίας τό 1922, τότε κατά τόν Ὀκτώβριον καί τόν Νοέμ- πού ἐνάμισυ ἑκατομμύριον Ἕλληνες τῆς Μικρᾶς βριον. Αἵ περισσότεραι συναντή- Ἀσίας ἤ ἐσφιαγιάσθησαν ἤ ἐξεδιώχθησαν ἀπό τάς σεις ἔγιναν εἰς τήν οἰκίαν του, εἰς τήν ὁδόν Βιζυη- ἑστίας καί τούς βωμούς τῶν ἀπό τά μανιασμένα νού 16, τήν ὁποίαν εἶχεν ἐπανακτήσει. Κάθε φορᾶ Τουρκικά στρατεύματα. Μεταξύ τῶν ἄλλων εἰκόπού τόν ἐπισκεπτόμουν ἐκεῖ συναντοῦσα καί τήν νων πού εὐρίσκοντο ἐδῶ ἦτο καί μία μικρά εἰκών σύζυγόν του Μαρίαν, καί τόν πατέρα της, Ἀθα- τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Αὐτήν τήν εἶχε δώσει εἰς τόν νάσιον Χατζηκαμπούρην. Ἕναν ὑψηλόν ἄνδρα Κόντογλου ὡς δῶρον ὁ συγγραφεύς, Νίκος Καζαπερίπου 90 ἐτῶν, ὁ ὁποῖος ἔμενε μαζί τῶν. Τόν ντζάκης, ὁ ὁποῖος, ἄν καί ἄνθρωπος μέ πολύ διαπρῶτον δωμάτιον πού ἔβλεπες ὅταν ἤνοιγεν ἡ φορετικᾶς ἀντιλήψεις, ἦτο θαυμαστῆς του. πόρτα, ἦτο τό σαλόνι. Ἐμοίαζε μέ παρεκκλήσιον Εἰς τό ἄλλον ἄκρον τῆς οἰκίας, εἰς τήν ἴδιαν πλευ– ὅλοι οἱ τοῖχοι ἤσαν καλυμμένοι μέ φορητᾶς εἰκό- ράν μέ τήν τραπεζαρίαν, εὐρίσκοντο δύο ὑπνονας διαφόρων μεγεθῶν, φτιαγμένες ἀπό τό χέρι δωμάτια, ἐνῶ πίσω ἀπό τό σαλόνι ἦτο ἡ κουζίνα. τοῦ Φωτίου, καί εἰς μίαν πλευράν ὑπῆρχεν ἀνα- Πίσω ἀπό τό σπίτι ὑπῆρχε ἕνα κηπάριον μέ λαχαλόγιον. Ἐδῶ ὁ Κόντογλου εἶχεν ὅλα τά λειτουργι- νικά, εὐώδη βότανα, καί ἄνθη. κά βιβλία πού χρησιμοποιοῦν οἱ ἱεροψάλται. «Τό Τῷ 1932 – ὅταν ἐκτίσθη αὐτό τό σπίτι – ὁ ΚόντοὩρολόγιον», «τήν Παρακλητικήν», «τό Τριώδιον», γλου διεκόσμησε τούς τοίχους μέ νωπογραφίας, «τό Πεντηκοστάριον» «τό Εὐχολόγιον», τά δώδεκα μέ τήν βοήθειαν τῶν μαθητῶν τοῦ Γιάννη Τσαρού«Μηναῖα». Εἰς αὐτό τό δωμάτιον ἐπίσης ὑπῆρχον χη ἀπό τόν Πειραιά καί Νίκου Ἐγγονόπουλου ἀπό τρεῖς θῆκαι γεμᾶται βιβλία, κυρίως παλαιά. Δί- τήν Κωνσταντινούπολιν, καί τοῦ πενθεροῦ του. Ὁ πλα εἰς αὐτό τό δωμάτιον πρός τά ἀριστερά ἦτο ἡ ἄνθρωπος πού ἠγόρασεν τήν οἰκίαν κατά τήν Γερτραπεζαρία. Αὐτή ἐχρησίμευε καί ὡς ἐργαστήρι- μανικήν κατοχήν ἐκάλυψεν τούς τοίχους καί ὄλας όν του, εἰς μίαν ἄκρην της, ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπό τάς τοιχογραφίας μέ στρώματα λαδομπογιᾶς. τήν πόρταν, ἦτο τό γραφεῖον του καί ὀπίσω ἀπ’ Ὅταν ὁ Κόντογλου ἐπανέκτησε τήν οἰκίαν καί μεαὐτό μία βιβλιοθήκη, γεμάτη καί αὐτή βιβλία. Τό τακόμισεν ἐκεῖ, προσεπάθησε νά καθαρίση τάς ἐπάνω μέρος αὐτῆς καί ὁ ὑπεράνω αὐτοῦ τοῖχος τοιχογραφίας, ἀλλά κατόρθωσε νά ἀποκαλύψη μόἀπετέλουν ἕνα εἶδος εἰκονοστασίου, μέ ἀκοίμη- νον ὀλίγας ἐξ αὐτῶν. Δυνάμεθα νά παρωμεν μίαν τον κανδύλι. Ἐδῶ ὑπῆρχον μερικαί παλαιαί εἰκό- ἰδέαν περί τῆς φύσεως αὐτῶν τῶν ζωγραφιῶν ἀπό νες, ἕνα μεγάλο Εὐαγγέλιον μέ ἀργυροῦν κάλυμ- μερικᾶς φωτογραφίας πού εἶχον ληφθῆ πρό τοῦ μα, ἕνας ἀρχαῖος σκαλιστός σταυρός, μία μικρή Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, καί ἔχουν δημοθήκη μέ ἅγια λείψανα, ἕνα ἀργυροῦν χέρι φυ- σιευθῆ εἰς τόν δεύτερον τόμον τοῦ ἔργου «Ἔκφρασικῶν διαστάσεων μέσα εἰς τό ὁποῖον ὑπῆρχε λεί- σις τῆς Ὀρθοδόξου Εἰκονογραφίας». Εἰς μίαν ἀπ’ ψανον τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Τό Εὐαγγέλιον, ὁ αὐτᾶς ἀπεικονίζεται ὁ Κόντογλου ζωγραφῶν, καί

34


Φ Ω Τ Η Σ Κ Ο Ν Τ Ο ΓΛΟ Υ // Ε Ι Δ Ι Κ Η Ε Κ Δ Ο Σ Η

πλησίον του ἡ σύζυγος καί ἡ θυγατέρα του. Ὑπεράνω τῶν εἶναι στηθάρια δύο ἁγιογράφων πού ἐθαύμαζε: τοῦ Μανουήλ Πανσέληνου (14ος αἰών), ὁ ὁποῖος, μαζί μέ τούς υἱούς του, ἐζωγράφισε τάς ὑπερόχους τοιχογραφίας τοῦ καθολικοῦ καί τῆς τραπέζης τῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας, ἐπίσης εἰς τό Ἅγιον Ὅρος. Πλησίον τῶν, εἰς στηθάριον, εἰκονίζεται ὁ ζωγράφος Κυριάκος Θεοτοκόπουλος, πιό γνωστός ὡς Δομίνικος Θεοτοκόπουλος ἤ Ἔλ Γκρέκο, πού ἤκμασε εἰς τήν Ἱσπανίαν (ἀπέθανε κατά τό 1614). Ὁ Κόντογλου τόν ἐκτιμοῦσεν, ὡς ἕνα σημεῖον, διότι ἡ τέχνη τοῦ φανερώνει τήν ἐπίδρασιν τῆς Βυζαντινῆς εἰκονογραφίας. Εἰς τόν ἴδιον τοῖχον ἀπεικονίζονται εἰς στηθάρια οἱ ἑξῆς ἀρχαῖοι Ἕλληνες, τούς ὁποίους ὁ Κόντογλου ἐθεώρει ὡς σπουδαίους: οἱ φιλόσοφοι Πυθαγόρας καί Διογένης, ὁ ἱστορικός Ἡρόδοτος, ὁ βιογράφος καί ἠθικολόγος Πλούταρχος, καί μερικοί ἄλλοι. Κάτω ἀπ’ αὐτά ὑπάρχει μία ἐπιγραφή μέ τά ὀνόματα ἐκείνων πού ἐβοήθησαν εἰς αὐτᾶς τάς τοιχογραφίας, τοῦ τεχνίτου πού ἔκτισε τό σπίτι, Κίμωνος Λάσκαρη ἀπό τήν Λαμίαν, καθώς καί τήν ἡμερομηνίαν πού ἔγιναν: «Σεπτέμβριος 1932». Ὁλόκληρος αὐτή ἡ νωπογραφία ἀπετοιχίσθη τῷ 1978, καί εὑρίσκεται εἰς τήν ἐν Ἀθήναις Ἐθνικήν Πινακοθήκην. Τό ἀπόγευμα τῆς 14ης Ὀκτωβρίου 1954, εἶχα τήν εὐκαιρία νά φωτογραφήσω πολλά ἀπό τά ἔργα πού ἤσαν εἰς τό σαλόνι τοῦ σπιτιοῦ. Ἔπαιρνα ἕνα κάθε φορᾶ εἰς τόν κῆπον, ὅπου ὁ φωτισμός ἦτο καλός, τό φωτογραφοῦσα μέ τήν ἄνεσίν μου, καί κατόπιν τό ἔβαζα πίσω εἰς τήν θέσιν του. Ἐφωτογράφησα τάς ἑξῆς εἰκόνας. (1) Ἐν ἀντίγραφον μεγάλων διαστάσεων τοῦ Παντοκράτορος πού εἶναι εἰς τόν τροῦλλον τῆς Ὄμορφης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τό προάστιον Περισσός τῶν Ἀθηνῶν. Κατά τήν γνώμην τοῦ Κόντογλου, αὐτή ἡ τοιχογραφία τοῦ 14ου αἰῶνος εἶναι ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα ἀριστουργήματα τῆς Βυζαντινῆς ἁγιογραφίας. (2) Τήν Παναγίαν, ἀπό τούς ὤμους καί ἐπάνω, μέ γαλανόν ἔνδυμα. (3) Μίαν ὁλόσωμον εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, τοῦ τύπου πού ἀνεπτύχθη κατά τήν Τουρκοκρατίαν, δηλαδή, μέ πτέρυγας, ὡσάν Ἄγγελος, ἀνάμεσα εἰς δύο πετρώδη βουνά, μέσα εἰς τήν ἔρημον, μέ τό σῶμα τοῦ σκυφτόν πρός τά ἐμπρός, καί εἰς τούς πόδας τοῦ τήν ἀποτμηθεῖσαν κεφαλήν τοῦ ἐντός μίας λεκάνης. (4) Ἕνα στηθάριον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. (5) Τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Θεολόγον εἰς προχωρημένην γεροντικήν ἡλι-

35


Π ΕΡΙω ΔΙΚΟ

Τ Η Σ Π ΟΛ Η Σ

// I A N O YA Ρ Ι Ο Σ 2 0 1 0

Μ.Χ.

Ἡ παραμονή μου στό σπίτι, μού ἔδωσε τήν εὐκαιρίαν νά γνωρίσω τόν Ἰούλιον Καΐμην, φίλον του Κόντογλου, καθώς καί ἄλλους φίλους του κίαν, ἀπό τούς ὤμους καί ἐπάνω, μέ ἕνα πράσινον χιτώνα. Αὐτό τό ἔργο ἦτο εἰς πορσελάνην, τό μόνον εἰς τήν συλλογήν˙ τά ἄλλα ἤσαν εἰς ὕφασμα ἤ σανίδι. (6) Τόν Μέγαν Βασίλειον μέ ἀρχιερατικήν στολήν. (7) Τόν Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον, ἀπό τά γόνατα καί ἐπάνω, μέ πανοπλίαν, κρατῶν ἀσπίδα εἰς τό δεξιόν χέρι του καί ξίφος εἰς τό ἀριστερόν. (8) Τόν Ἅγιον Θεόδωρον τόν Στρατηλάτην, ἀπό τά γόνατα καί ἐπάνω, ὅπως ὁ Ἅγιος Γεώργιος μέ πανοπλίαν, κρατῶν ἀσπίδα καί ἀκόντιον. (9) Τήν Ἁγίαν Αἰκατερίνην, ὁλόσωμον, μέ μακρυά πλεγμένα μαλλιά καί φέρουσα στέμμα. Ἐκτός ἀπό αὐτά, ἐφωτογράφησα μίαν μεγάλην σύνθεσιν, πού ἐδείκνυε δεκαέξ ὑψηλούς καί ἀδύνατους ἄνδρας, καλλυμένους μόνον μέ ἕνα λευκόν πανί εἰς τήν μέσην, μέ πρόσωπα καί χειρονομίας ἐκφραστικά πόνου καί προσευχῆς. Μία φωτογραφία τοῦ ἔργου, βγαλμένη ὑπό ἐπαγγελματία φωτογράφου εἰς τό ἐργαστήριόν του, διά τό Ἀμερικανικόν περιοδικόν «The Atlantic», ἐδημοσιεύθη εἰς τό τεῦχος τοῦ Ἰουνίου 1955. Εἰς αὐτό ἀφιερώθησαν 72 σελίδες εἰς τήν σύγχρονον Ἑλλάδα. Ὁ ἐπιμελητής τῆς ὕλης ἔδωσεν εἰς τό ἔργον τόν τίτλον: «Οἱ Αἰχμάλωτοι». Ὁ Κόντογλού μου εἶπεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού ἐπῆγεν εἰς τό σπίτι τοῦ διά νά τό μεταφέρη εἰς τό φωτογραφεῖον – ὁ Κίμων Φράϊερ, μεταφραστής τῆς «Ὀδύσσειας» τοῦ Καζαντζάκη – ἐνδιεφέρετο μόνον διά τά κοσμικά ἔργα του, καί ὄχι διά τάς εἰκόνας. «Εἰς τήν πραγματικότητα», προσέθεσεν ὁ Φώτιος, «οἱ μορφές πού ἀπεικονίζονται εἰς τό ἔργο αὐτό εἶναι ἅγιοι μάρτυρες, ἄν καί δέν ἔχουν φωτοστέφανα». Ἡ παρατήρησις αὐτή μου ὑπενθύμισε μίαν φορητήν εἰκόνα τῶν «Τεσσαράκοντα Μαρτύρων» τοῦ 15ου αἰῶνος, πού εἶχα ἰδῆ εἰς τό Βυζαντινόν Μουσεῖον τῶν Ἀθηνῶν. Καί αὐτοί ἀπεικονίζονται γυμνοί, ἐκτός ἀπό ἕνα λευκόν πανί εἰς τήν μέσην, καί χωρίς φωτοστεφάνους, διότι ἡ δοκιμασία διά τήν ἀπόκτησιν τῶν οὐρανίων στεφάνων δέν εἶχεν ἀκόμα τελειώσει. Δέν ἐφωτογράφησα ὅλα τά ἔργα τοῦ δωματίου, ἀλλά ἄφησα τήν συμπλήρωσιν αὐτῆς τῆς εὐχαρίστου ἐργασίας δί’ ἄλλην φορᾶν. Μεταξύ τῶν μή φωτογραφηθέντων περιελαμβάνετο καί ἕνα μεγάλο ἀντίγραφον τοιχογραφίας τοῦ 14ου αἰῶνος, τό ὁποῖον ἀπεικόνιζε τήν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι εἰς τόν ναόν τῆς Περιβλέπτου του Μυστρά. Ὁ Κόντογλου τήν ἀντέγραψε τότε πού ἐκαθάριζε τά τοιχογραφίας τῶν ναῶν τῆς Περιβλέπτου καί τοῦ Ἁγίου Δημητρίου εἰς Μυστρά, κατά τά τελευταία ἔτη τῆς δεκαετίας τοῦ 1930-1940. Ἀπό τήν τραπεζαρίαν, τό ἐργαστήριόν του, ὁ Φώτιός μου ἔφερε δύο μεγάλα σχέδια, πού εἶχεν ἐν μέρει χρωματίσει, ἐπάνω εἰς χαρτόνι. Καί τά δύο ἤσαν

διά τροῦλλον. Εἰς τό ἕνα ἀπεικονίζετο ὁ Χριστός Παντοκράτωρ, περιβαλλόμενος ἀπό Ἀγγέλους, τήν Θεοτόκον, καί τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Πρόδρομον. Εἰς τό ἄλλο σχέδιον, διά τόν χῶρον ἀνάμεσα εἰς τά παράθυρα τοῦ τυμπάνου τοῦ τρούλλου, ἤσαν ζωγραφισμένοι μερικοί Προφῆται. Ὁ Κόντογλου καί ἡ σύζυγός του μέ παρεκάλεσαν νά μείνω μαζί τῶν διά δεῖπνον. Παρέμεινα λοιπόν, ὡς ἀργά τό βράδυ. Ἡ παραμονή αὐτή μου ἔδωσε τήν εὐκαιρίαν νά γνωρίσω τόν Ἰούλιον Καΐμην, φίλον του Κόντογλου, καθώς καί ἄλλους φίλους του. Ὁ Καΐμης ἦλθε ἁπλῶς διά ἐπίσκεψιν. Τοῦ ἤρεσε πολύ ἡ συντροφιά τοῦ Φωτίου. Ἦτο ἕνας μεσῆλιξ Ἑβραῖος, ἤρεμος, ὀλιγόλογος, συμπαθής τύπος. Ὁ Κόντογλού μου τόν συνέστησε χρησιμοποιῶν ἕνα λόγιόν του Ἰησοῦ: «Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης, ἐν ὤ δόλος οὐ ἔστι» (Ἰωάν. A΄48). Ὁ χαρακτηρισμός ἦτο ἐπιτυχής, καθώς μου ἐδόθη ἡ εὐκαιρία νά διαπιστώσω ἐκεῖνο τό βράδυ καί μίαν ἄλλην φορᾶν, ὀλίγα ἔτη ἀργότερα, εἰς ἕνα ναόν τῶν Ἀθηνῶν τόν ὁποῖον διακοσμοῦσεν ὁ Κόντογλου: τόν Ἅγιον Νικόλαον Κάτω Πατησίων. Συνηντήθημεν τότε εἰς τήν σκαλωσιάν τοῦ τρούλλου, πλησίον του τεραστίου Παντοκράτορος, ὅπου ὁ Κόντογλου ἔβαζε τάς τελευταίας πινελιᾶς. Ὁ Καΐμης ἐκύτταζε τό ἔργον μέ μεγάλον θαυμασμόν καί δέος. Ἕνας θαρρετός μαθητής τοῦ Κόντογλου, βλέπων τόν Ἰούλιον νά περιεργάζεται τήν εἰκόνα μέ ἐμφανῆ κατάνυξιν, τόν ἠρώτησεν διατί δέν γίνεται Χριστιανός Ὀρθόδοξος, ἀφοῦ τοῦ ἀρέσει τόσον πολύ ἡ Βυζαντινή ἁγιογραφία. Ἐκεῖνος δέν εἶπε τίποτε εἰς ἀπάντησιν. ιάφορα πράγματα ἐχρησίμευον ὡς βάσις τῆς φιλίας μεταξύ τῶν δύο ἀνδρῶν. Ἕνα ἦτο ἡ κοινή ἀποστροφή τῶν πρός τήν Δύσιν. Ἄλλο ἦτο ἡ ἀγάπη τῶν διά τό Βυζάντιον. Ἐπιβεβαίωσις τοῦ πρώτου ἦτο δί’ ἐμέ ἡ σύμφωνος γνώμη τοῦ Καΐμη πρός τά ἐπικρίσεις τοῦ Κόντογλου διά τήν ἀθεΐαν καί τόν ὑλισμόν τῆς Δύσεως˙ τοῦ δευτέρου, ἡ εὐχαρίστησις πού ἠσθάνετο ἀκούων τόν Φώτιον νά ὁμιλῆ διά τήν Βυζαντινή τέχνην, νά τόν παρακολουθῆ νά ἁγιογραφῆ, καί νά βλέπει τά ἔργα του. Ἦτο καί κάτι πιό σημαντικόν: ὁ Καΐμης ἦτο κρυφός νοσταλγός τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἦτο πολύ διαβασμένος, εἶχεν ἀποκτήσει πολλᾶς γνώσεις διά τόν Χριστιανισμόν, καί τόν ἐγοήτευεν ἡ Ὀρθοδοξία. Μερικᾶς φορᾶς ἐζήτησεν ἀπό τόν Κόντογλου νά φροντίση ὥστε νά βαπτισθῆ˙ ἀλλ’ ὅταν ἤρχετο ὁ καιρός διά νά βαπτισθῆ, ἀπεσύρετο, πιθανῶς φοβούμενος τήν ἀντίδρασιν τῶν γονέων του καί ἄλλων τῆς φυλῆς του. Ὁ πατήρ τοῦ ἦτο λόγιος Ἑβραῖος τῆς Ἠπείρου, ὅπου εἶχε γεννηθεῖ καί ὁ ἴδιος, καί ὑπῆρξε

Δ

36


Φ Ω Τ Η Σ Κ Ο Ν Τ Ο ΓΛΟ Υ // Ε Ι Δ Ι Κ Η Ε Κ Δ Ο Σ Η

συνεργάτης τοῦ περιοδικοῦ «Νουμᾶς». Ὁ Ἰούλιος ἔμενεν εἰς τήν περιφέρειαν τοῦ Κόντογλου. Ἐπειδή ἐφοβεῖτο μήπως καμμίαν φορᾶν χάση τό κλειδί του καί μείνη ἔξω ἀπό τό διαμέρισμά του (ἦτο ἄγαμος), εἶχε δώσει ἕνα ἀπό τά δύο κλειδιά τοῦ εἰς τόν Κόντογλου. Κάποτε τό ἔχασε, καί ἐπῆγε καί τόν ἐξύπνησε εἰς τάς τρεῖς μετά τά μεσάνυκτα. Ἠσχολεῖτο μέ τήν συγγραφήν. Εἶχε συγγράψει εἰς τήν Γαλλικήν ἕνα ἀξιόλογον βιβλίον διά τό δημῶδες ἑλληνικό θέατρον τῶν σκιῶν, γνωστόν ὡς Καραγκιόζης – «Karaghiozi, ou la comedie grecque dans l’ ame du theatre d’ ombres» (Ἀθῆναι, 1935). Τό ὄνομά του ἀναφέρεται ἐδῶ εἰς Ἰταλικήν μορφήν: Giulio Caimi. Πιθανῶς ἔχει ἐκδώσει καί ἄλλα ἔργα, πού δέν ὑπέπεσαν εἰς τήν προσοχήν του. Ἔγραφε δέ τακτικά ἄρθρα διά τάς καλᾶς τέχνας. Ἔμεινεν ἀρκετή ὥραν εἰς τό σπίτι ὁ Καΐμης. Ὅταν ἄρχισαν νά ἔρχωνται καί ἄλλοι ἐπισκέπται, ἐσηκώθη, μᾶς ἀποχαιρέτησε μέ εὐγένειαν καί ἔφυγε. Ἦλθον ἐκεῖνο τό βράδυ διά νά ἐπισκεφθοῦν τόν Φώτιον καί τήν Μαρίαν ὁ Δημήτριος Δούκας, ὁ Κορνήλιος Διαμαντοῦρος μέ τήν σύζυγον καί τά παιδιά τῶν, καί ὁ Θεοδόσιος Νικολάου. Ὁ Δούκας, γεννηθεῖς εἰς τήν πόλιν Λύνν τῆς Μασσαχουσέττης (Η.Π.Α.) ἀπό γονεῖς Λεσβίους (ἐξ Ἁγιάσου), εἶχεν ἔλθει εἰς τήν Ἑλλάδα διά νά μάθη τήν ἱεράν τέχνην τῆς Βυζαντινῆς εἰκονογραφίας ὑπό τήν καθοδήγησιν τοῦ Κόντογλου. Ὁ Διαμαντοῦρος, πού ἦτο ἀντιπρόσωπος τῆς Ἑταιρείας Σοκόνυ εἰς τήν Ἑλλάδα, ὑπῆρξεν ἕνας ἀπό τούς πρώτους πού ἀντελήφθη ἐνωρίς τό ἀληθές μέγεθος τῆς ἀξίας τοῦ Κόντογλου ὡς συγγραφέως. Εἶχε συγκεντρώσει εἰς ὀκτώ μεγά-

37

λα ντοσιέ, εἰς χρονολογικήν σειράν, τά ἀναρίθμητα ἄρθρα τοῦ Κόντογλου πού εἶχον δημοσιευθῆ εἰς ἐφημερίδας καί περιοδικά. Μετ’ ὀλίγον ἔκανα χρῆσιν αὐτῶν, διότι ἤρχισα νά μαζεύω ὅ,τι εἶχε γράψει διά τήν Βυζαντινή ἁγιογραφίαν, ἐπιθυμῶν νά παρουσιάσω τάς ἀπόψεις τοῦ εἰς ἕναν βιβλίον διά τό ἀγγλόγλωσσον ἀναγνωστικόν κοινόν. (Τό βιβλίο μου ἐξεδόθη εἰς τήν Νέαν Ὑόρκην τῷ 1957, ὑπό τόν τίτλον: «Byzantine Sacred Art» («Ἡ Ἱερά Βυζαντινή Τέχνη»). Ὁ Κόντογλου προσωπικῶς δέν ἐμερίμνησε νά κάνη διά τά ἄρθρα τοῦ ὅ,τι ὁ Διαμαντοῦρος. Ὁ Νικολάου ἦτο Κύπριος, καί εἶχεν ἔλθει εἰς τήν Ἑλλάδα διά νά σπουδάση φιλολογίαν εἰς τό Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν. Ἦτο καί αὐτός μελετητής τῶν συγγραμάτων τοῦ Κόντογλου. Εἰς τήν «Κιβωτόν» εἶχε δημοσιευθῆ τόν Σεπτέμβριον τοῦ 1952 ἕνα ἄρθρον τοῦ διά τόν Κύπριον ἅγιον Νεόφυτον τόν Ἔγκλειστον (σέλ. 349 – 350, 376), καί τόν Ἀπρίλιον τοῦ ἑπομένου ἔτους μία μετάφρασίς του, εἰς σύγχρονον ἑλληνικήν, ἑνός λόγου τοῦ Ἁγίου Ἀμφιλοχίου, Ἐπισκόπου Ἰκονίου (σέλ. 124 – 129). Ἦτο τελειόφοιτος. Ἡ συζήτησις τῶν συνάξεων αὐτῆς περιστράφη κυρίως εἰς τήν ξενομανίαν τῶν Ἑλλήνων καί τήν ἑλληνικήν λογοτεχνίαν τοῦ 20ου αἰῶνος. Ἡ ξενομανία τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων, ὁ θαυμασμός τῶν πρός ὅ,τι εἶναι ξένον, καί ἡ μίμησις αὐτοῦ, ἦτο διά τόν Κόντογλου ἕνα σοβαρόν θέμα. Τόν ἔθλιβε πολύ, ἰδίως κατά τάς τελευταίας δεκαετίας τῆς ζωῆς του. Συχνάκις ἐτόνιζεν εἰς τά δημοσιεύματα καί τάς συζητήσεις του, ὅτι οἱ Ἕλληνες δεικνύουν μίαν ἄνευ προηγουμένου τρέλλαν διά τάς ξένας ἰδέας, τάς ξένας ἀξίας, καί τούς ξένους τρόπους. Ἠσθάνετο ὅτι ἐκινδύνευον νά ξεριζώσουν τελείως ἀπό μέσα τῶν τήν πολύτιμον πνευματικήν καί θρησκευτικήν τῶν κληρονομίαν. Ὁ Νικολάου ἔστρεψε τήν συζήτησιν εἰς τήν Ἑλληνικήν λογοτεχνίαν. Ἐζήτησε τήν γνώμην τοῦ Κόντογλου διά συγγραφεῖς ὅπως ὁ Παλαμᾶς, ὁ Καζαντζάκης, ὁ Σικελιανός, καί ὁ Καβάφης. Ὁ Κόντογλου κατέστησε σαφές ὅτι δέν εἶχε καμμίαν χρῆσιν δί’ αὐτούς. Ἐχαρακτήρισε τά ἔργα τῶν πρώτων τριῶν ὡς ρητορικά, μεγαλόστομα, χωρίς πραγματικήν οὐσίαν καί χωρίς εἰλικρίνειαν. Ὅσον ἀφορᾶ τόν Καβάφην, εἶπε: «Ὁ Καβάφης ἀποφεύγει τήν πολυλογία καί τούς ρητορισμούς˙ παραμένει πιστός στόν ἑαυτό του, στήν Ἀλεξανδρινή παράδοσι. Ἀλλ’ ὡς πρός τά ἄλλα εἶναι ἐκφυλισμένος καί ἐκθειάζει τόν προσωπικό του ἡδονισμό».


Π ΕΡΙω ΔΙΚΟ

Τ Η Σ Π ΟΛ Η Σ

// I A N O YA Ρ Ι Ο Σ 2 0 1 0

Μ.Χ.

38


Το Ινστιτούτο συστάθηκε το 2006 στην Καβάλα με έδρα το Κονάκι του Μοχάμετ Άλι στη χερσόνησο της Παναγίας. Στο διάστημα αυτό πραγματοποιήθηκαν πολλές εκδηλώσεις μουσικού, λογοτεχνικού και ιστορικού– ερευνητικού ενδιαφέροντος. Στόχος του Ινστιτούτου είναι να λειτουργήσει ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των χωρών της Μέσης Ανατολής και της Ευρώπης και να δημιουργήσει με τις δράσεις του τις κατάλληλες συνθήκες για εποικοδομητικό διάλογο. Το Ινστιτούτο θεωρεί σημαντική τη σύγκλιση της Ευρώπης με τις χώρες της Μέσης Ανατολής η οποία μπορεί να επιτευχθεί με την αμοιβαία γνώση της πολιτιστικής παράδοσης, της ιστορίας των λαών της Μεσογειακής λεκάνης καθώς επίσης και της σύγχρονης κοινωνικοικο- νομικής τους πραγματικότητας

Ινστιτούτο Μοχάμετ Άλι

Για την έρευνα των ανατολικών παραδόσεων

Η Καβάλα είναι ένας από αυτούς τους εξαιρετικά τυχερούς τόπους που, κατά τη διάρκεια της μακράς ιστορίας τους και κάτω από διαφορετικά ονόματα και εξουσίες, σημαδεύτηκαν από τα έργα διαφορετικών πολιτισμών, ορισμένοι από τους οποίους είναι ακόμη εμφανείς, ενώ άλλοι είναι κρυμμένοι ή χαμένοι για πάντα. Μια επιπλέον ξεχωριστή σελίδα της ιστορίας της Καβάλας είναι η ταυτότητά της ως γενέτειρα ενός άνδρα εξαιρετικού διαμετρήματος, του Μοχάμετ Άλι Πασά της Αιγύπτου. Ο ευφυής Καβαλιώτης, όπως αναφέρεται στην Αιγυπτιακή εθνική ιστορική αφήγηση, αναμόρφωσε με μεγάλες μεταρρυθμίσεις τη χώρα του Νείλου, δημιουργώντας ταυτόχρονα τις προϋποθέσεις για έντονη οικονομική και πνευματική παρουσία της Δύσης στη σύγχρονη Αίγυπτο. Μην αγνοώντας τη γενέθλια πόλη και στα πλαίσια των φιλόδοξων αναπτυξιακών προγραμμάτων του, προχώρησε και στην κατασκευή του μεγαλοπρεπούς Ιμαρέτ της Καβάλας με στόχο και σκοπό την εξάπλωση της γνώσης που πρέπει να αποδεχθούμε ως θεμέλιο λίθο του πολιτισμού.


Μοχάμετ Άλι Πασά της Αιγύπτου (Kαβάλα 1769-Κάιρο 2 Αυγούστου 1849) «Ενα έθνος αναγνωρίζεται από τους ήρωες του. Και για την Αιγυπτιακή πραγματικότητα δεν υπάρχει αμφιβολία πως η αναγνώριση του Μοχάμετ Άλι ως ιδρυτή του σύγχρονου Αιγυπτιακού κράτους δείχνει τον τρόπο που η Αίγυπτος επέλεξε να προσδιορίσει τον εαυτό της για τον 20ο αιώνα...» R. O. - Harvard University / Center for Middle Eastern Studies

Ιστορικό και διεθνές περιβάλλον

Η λεκάνη της Μεσογείου υπήρξε ανέκαθεν το πεδίο αιματηρών συγκρούσεων πολιτισμών και θρησκειών, αλλά συγχρόνως είναι και ο χώρος αέναων ανταλλαγών ιδεολογιών και απόψεων, τόπος γέννησης φιλοσοφικών ρευμάτων και απόλυτων θεοκρατιών. Στο συγκεκριμένο χώρο δοκιμάστηκε η αντοχή και η δύναμη των μεγαλύτερων αυτοκρατοριών, εφαρμόσθηκαν ή απέτυχαν πολιτικά συστήματα, δημιουργηθήκαν αρχαίες και σύγχρονες οικονομικές θεωρίες. Με το πέρασμα του χρόνου και τις συνεχείς εναλλαγές της ιστορίας, οι αυτοκρατορίες, με την μορφή που είχαν, καταλύθηκαν, ενώ τα νέα κράτη και έθνη που δημιουργήθηκαν, χαρακτηρίζονται από διογκωμένες πολιτιστικές διαφορές. Στη διαδικασία συνύπαρξης των λαών της Μεσογείου γεννιούνται ευκολότερα συγκρούσεις, παρά καλλιεργείται κλίμα προσέγγισης. Οι εμπειρίες του παρελθόντος, η τεχνολογική εξέλιξη και οι υποχρεωτικοί θεσμοί δημιουργούν στην περιοχή μια έντονη κινητικότητα. Το ιστορικό παράδοξο είναι ότι, παρά τις όποιες μεταβολές έχουν συντελεστεί σε παγκόσμιο επίπεδο τους τελευταίους αιώνες, η ιστορία δείχνει να έχει πάντα ανοικτούς λογαριασμούς στους χώρους της Ανατολικής Μεσογείου. Η διαπίστωση αυτή σαφώς και βαραίνει το έργο της διαμόρφωσης μιας πολιτικής και της ανάληψης πρωτοβουλιών σε μια ζώνη του παγκόσμιου χάρτη, εύφλεκτη και άκρως ενδιαφέρουσα. Σήμερα, ακόμη και σε περιοχές με φαινομενική ακινησία, έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα στην πολιτική των αντιπαραθέσεων και στην πολιτική των συνεργασιών. Αυτό που συνάγεται ως απόσταγμα της ιστορίας είναι ότι αν επαναλάβουμε τα ίδια λάθη θα ακολουθήσουμε το δρόμο των συγκρούσεων. Αν θέλουμε να χαράξουμε καινούργια πορεία, οφείλουμε να αναζητήσουμε τα σημεία επαφής και τις γέφυρες που μας ενώνουν.

Η αποκατάσταση της σχέσης με την Ιστορία

Μετά την πλήρη κτιριακή αποκατάσταση του Αιγυπτιακών Βακουφικών περιουσιών στη Χερσόνησο της Παναγίας της Καβάλας (Imaret, Κονάκι Μοχάμετ Άλι), το 2004, και την απόδοσή τους σε νέα χρήση, ξεκίνησε η διαδικασία εκπλήρωσης των υπολοίπων προγραμματικών στόχων. Το 2006 συστήθηκε το Ινστιτούτο Μοχάμετ Άλι με κύριο αντικείμενο την ανάπτυξη της έρευνας και την ανάληψη πρωτοβουλιών σε θέματα Ιστορίας και Πολιτισμού. Ως πεδίο δράσης του Ινστιτούτου οριοθετήθηκε ο χώρος της ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Η αναβίωση και η λειτουργία ενός μνημείου του Αραβικού Κόσμου στη σύγχρονη Ευρώπη έδωσε ώθηση στις προσπάθειες απόδειξης της δυνατότητας συμβίωσης των δύο πολιτισμών. Από την άλλη πλευρά, σε έναν κόσμο ταλαιπωρημένο από αυτό που σήμερα αποκαλούμε πολιτιστική σύγκρουση, η παρουσία και ενεργοποίηση φορέων που προάγουν το διάλογο θα μπορούσε να αποκαταστήσει τις αμφίδρομες σχέσεις ανάμεσα στους δύο κόσμους. Η αποδοχή της σημασίας και αξίας του Αραβικού πολιτισμού είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση της Μεσογειακής πολιτιστικής κληρονομιάς. Η ανάδειξη του ρόλου του στη διαμόρφωση της σύγχρονης δυτικής σκέψης και δημιουργίας θα αποτελέσει μια έκφραση πολιτισμού και του απόλυτου συγκριτικού πλεονεκτήματός του. Το πλεονέκτημα αυτό δύναται να προλειάνει το έδαφος και να λειτουργήσει καταλυτικά υπέρ της ανάπτυξης και των άλλων διμερών και πολυμερών σχέσεων που άπτονται των πολιτικών, οικονομικών, και αναπτυξιακών ζητημάτων προς αμοιβαίο όφελος.


Οι σημαντικότερες δράσεις

Το κονάκι του Μοχάμετ Άλι σήμερα, έδρα του Ινστιτούτου Μοχάμετ Άλι

Συνεργασία με το New York University και το Princeton University of New Jersey, με θέμα την πρώτη ιστορική περίοδο της Οθωμανικής παρουσίας στην περιοχή και το ρόλο του Μοχάμετ Άλι στη δημιουργία της σύγχρονης Αιγύπτου. Υπογραφή συμφωνίας συνεργασίας με την CULTNAT (Cultural National Heritage of Egypt) και την Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας (Biblioteca Alexandrina) για την ψηφιοποίηση σε Καβάλα και Κάιρο κοινών πολιτιστικών θησαυρών και ιστορικών αρχείων. Η δράση αυτή πρόκειται να ολοκληρωθεί σε δυο χρόνια και τα αποτελέσματα της θα είναι προσβάσιμα στο κοινό μέσα από μια κοινή ιστοσελίδα που θα δημιουργηθεί με πρωτοβουλία των δυο μερών.

Οι στόχοι του Ινστιτούτου

Αναλυτικότερα οι στόχοι του Ινστιτούτου, όπως καθορίζονται στην ιδρυτική του πράξη είναι: • Η συστηματική μελέτη, καταγραφή, τεκμηρίωση και διάσωση της πολιτιστικής ποικιλομορφίας η οποία απαντάται στο σύγχρονο κόσμο και την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, με έμφαση στην Αίγυπτο. • Η έρευνα της αλληλεπίδρασης των πολιτιστικών παραμέτρων με το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον. • Η προώθηση της διεπιστημονικής συνεργασίας για την πολιτιστική προσέγγιση και σχέση των χωρών της Μεσογείου. • Η παρακολούθηση των διεθνών εξελίξεων και εμπειριών σε θέματα Εθνολογίας, Λαογραφίας, υλικής και άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς. • Η διάχυση και ορθή αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων, προς όφελος των πολιτισμικών ομάδων. • Η παροχή κάθε μορφής ανθρωπιστικής και αναπτυξιακής βοήθειας που έχει στόχο τη βελτίωση του επιπέδου ζωής των πολιτιστικών μειονοτήτων των λαών της Μεσογείου. • Η υλοποίηση (σχεδιασμός- συντονισμός- διαχείριση) προγραμμάτων αναπτυξιακής βοήθειας σύμφωνα με τον ορισμό του ΟΟΣΑ. • Η δημιουργία, οργάνωση, υλοποίηση προγραμμάτων κοινωνικής ευαισθητοποίησης, κοινωνικής ένταξης, κοινωνικής βελτίωσης και προστασίας. • Η ανάληψη πρωτοβουλιών με έμφαση ιδίως στους τομείς της παιδείας, της εκπαίδευσης, του πολιτισμού, της ιστορίας, της τέχνης, της αρχιτεκτονικής, της μουσικής, της μελέτης, αναστύλωσης, διάσωσης και ανάδειξης μνημείων, διατηρητέων και ιστορικών κτιρίων και περιοχών μείζονος ιστορικού, αρχιτεκτονικού και πολιτιστικού ενδιαφέροντος. • Η προώθηση της ενημέρωσης (σε ειδικό και σε ευρύ κοινό) σε θέματα διαπολιτισμικής συνύπαρξης. • Η συμβολή στη διαχείριση κρίσεων σχετικών με ζητήματα πολιτιστικά, κοινωνικά και οικονομικά. • Η ανάπτυξη συνεργασίας ενημερωτικού, εκπαιδευτικού, ή διαχειριστικού χαρακτήρα, που αφορούν στη διάσωση, ανάδειξη και αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς με αναπτυξιακή διάσταση. • Η προστασία της πολιτιστικής ταυτότητας των λαών και η προώθηση της συνεργασίας τους στο πεδίο αυτό. • Η ανάπτυξη του εθελοντισμού και της κοινωνικής προσφοράς. • Η καλλιέργεια πνεύματος αμοιβαίου σεβασμού των ποικίλων πολιτισμικών συστημάτων στα πλαίσια των αρχών της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. • Η έρευνα, μελέτη και επιστημονική τεκμηρίωση της ομοιομορφίας των ιστορικών και πολιτιστικών στοιχείων των χωρών της λεκάνης της Ανατολικής Μεσογείου. • H ανάδειξη της φυσιογνωμίας και του έργου του Μοχάμετ Άλι.

Διοργάνωση 10ων «Καβαφείων» στην Καβάλα. Τα Καβάφεια είναι ένα λογοτεχνικό συμπόσιο αφιερωμένο στη μνήμη του Αλεξανδρινού ποιητή Κ.Π. Καβάφη και αποτελούν την πλέον σημαντική κοινή πολιτιστική δράση Ελλάδας και Αιγύπτου. Το πρόγραμμα των εκδηλώσεων περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, παράσταση της Όπερας του Καΐρου με τα έργα του Τζιουζέπε Βέρντι, “Aida” και “Rigoletto”, καθώς και απονομή των Διεθνών Λογοτεχνικών Βραβείων Καβάφη. Ετήσια διοργάνωση Διεθνούς Διαγωνισμού Εικονικής Δίκης Ρωμαϊκού Δικαίου (από το 2008), στο αρχαίο forum των Φιλίππων και το Imaret, σε συνεργασία με τα Πανεπιστήμια: Cambridge, Oxford, Trier, Liege, Napoli, Vienne,, στα πλαίσια τριετούς συμφωνίας συνεργασίας που περιλαμβάνει την ετήσια διεξαγωγή της Εικονικής Δίκης καθώς και συνεδρίων με θέμα τη σύγκριση δυτικής και ισλαμικής νομικής σκέψης. Έκθεση Κεραμικής του Καβαλιώτη γλύπτη Κώστα Καρακίτσου με θέμα «Γυναίκες» (2008). Έκθεση γλυπτικής του Καβαλιώτη γλύπτη Δημοσθένη Σωτηρούδη (2009). Διοργάνωση 1ου Διεθνούς Συμποσίου Κεραμικής Τέχνης «Με χώμα και νερό» (2009). Art Box / (2010)

I.M.A.R.E.T.

Institute Mohamed Ali for the Research of Eastern Traditions

Πλατεία Μοχάμετ Άλι ∫ 651 10 ∫ Καβάλα Τ 2510 839 031 Ε info@mohamed-ali.org www.mohamed-ali.org



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.