ΠΕΡΙωΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ τ. 153 - Γιώργος Κόρδης "Μικρό εξομολογητικό"

Page 1


2


Αντί προλόγου

Οι συναντήσεις μου με τα κείμενα του Γιώργου Κόρδη γίνονταν πάντα μέσα στη νύχτα. Αργά. Σε ώρες περασμένες και αραχνοΰφαντες. Τότε που η απεραντοσύνη του διαδικτύου λοξοδρομούσε στους κήπους των αισθημάτων και μόνιαζε με την αχνή σελήνη και με τη σιωπή των αισθήσεων. Λόγια που χαρτογραφούσαν τα εγκόσμια σύνορα. Αέρηδες γιορτινοί που διασάλευαν την τάξη των πραγμάτων και την ησυχία του δέρματος. Μικρές ανάσες ενός τελετουργικού γέννησης. Και λέξεις χορεύτριες. Άλλοτε ντυμένες με τα πέπλα της αποπλάνησης και άλλοτε γυμνές, στο μεγάλο μυστήριο της εξομολόγησης. ÇΑνεβασμέναÈ στους οικουμενικούς ÇτοίχουςÈ της ιντερνετικής κοινότητας, τα κείμενα του Γιώργου Κόρδη έμοιαζαν να σκαρφαλώνουν στις σκαλωσιές του ρίγους και να μετεωρίζονται στο ατομικό μας σύμπαν. Ευωδιαστά, θαρρείς, και αχειροποίητα, συνοδευόμενα από δεκάδες εγκάρδια ÒlikeÓ και ένθερμους σχολιασμούς φίλων πιστών. Από εκεί είπαμε να τα μεταφέρουμε στα μελάνια και το χαρτί. Προσεκτικά, γιατί είναι εύθραυστα. Με σεβασμό, γιατί είναι ακριβά. Και με αγάπη περίσσια, γιατί τη γλώσσα των ανθρώπων λαλούν και των αγγέλων. χ.γ.


Η ωραιότητα

H ωραιότητα γραμμή που την τρυφερότητα ανέδειξε των πριν σπασμένων μελών ο καιρός υπόμνημα στις εσοχές του νου για μια ασπίδα που δεν προστατεύει πια κύματα ο λόγος που φέρνει πάντα στο ίσως και στο σχεδόν κύματα ο άνεμος που ανέξοδος διέρχεται φαιδρός, μέγας των νοτίων θαλασσών η ωραιότητα στιγμή που όλα αλλάζουν μεμιάς στο πάντοτε και στο ποτέ στο πριν και στο μετά μεταίχμιο που πάγωσε στις φλέβες του κενού και τρέμει και ριγά συχνά συχνά περνά και πάει κι ολοένα είναι εδώ συγκλονισμένος ήσυχος μικρός από τις μυρουδιές των ώριμων καρπών από τις φουσκοθαλασσιές τα ύπατα αξιώματα και τις βουβές κραυγές ερώτων και χωρισμών έσκυψε σκύβει για πάντα έρωτας λειψός μισή καρδιά, μισό μυαλό νοήματα και χάδια τρυφερά κόρη εξαίσια παρθένα και υμνεί για να Ôχει πέρασμα ο ποταμός των δακρύων ο πυρετός της ατόφιας πλεξούδας ο κελαριστός πηγαιμός ταξίδι να ορίσει στο κιννάβαρι της πεθυμιάς... 4



Τις νύχτες σαν τον Ιούδα και τÕ αηδόνια

Η νύχτα είναι έλλειψη. Είναι λειψή, μισή κενό, μισή ελπίδα και προσμονή. Είναι σαν τα κορίτσια έτοιμα, έτοιμα να... Να θυσιάσουν την καρδιά τους για κάτι ολόκληρο, γεμάτο, πλήρες, αληθινό σαν εκείνα που δεν παίρνουν άλλο ανάπτυξη και γέμισμα. Η νύχτα είναι θηλυκιά, είναι γυναίκα και ζητά την πληρότητα, θέλει να γίνει κάτι οπωσδήποτε, να γεμίσει, να γεννήσει, να ζήσει, να φέρει ζωή, να υπάρξει, να πεθάνει... Η νύχτα είναι λειψή, είναι δυνατή και παλεύει να φτάσει στο φως ή κάπου εκεί κοντά, να σταματήσει, να φωλιάσει, να αντικρύσει τον έρωτα, το τέλος της ελπίδας και της προσμονής. Την ίδια τη ζωή. Η νύχτα είναι θηλυκιά, είναι γυναίκα. Οι άνδρες αλαφιάζονται τη νύχτα. Αγριεύουν και θυσιάζουν. Αισθήματα, υποσχέσεις, όνειρα και σπιτικά. Ακολουθούν την έλλειψη όχι για να την πληρώσουν, αλλά γιατί δεν ξέρουν τι να κάνουν το κενό και την 6

ελπίδα ούτε την προσμονή. Τη νύχτα οι άνδρες γίνονται Ιούδες ή αηδόνια. Το ίδιο είναι. Προδίδουν και παραπονούνται και τραγουδούν. Ωραία. Για να σαγηνεύσουν την καρδιά τους να γοητευτεί, μαγεμένη να γυρίσει πάλι στο υπέροχο εκείνο ολόκληρο, στο απέραντο εκείνο ακίνητο, μάταιο τίποτα που τους τρέφει και τους σκοτώνει, στη μήτρα του πάθους, σε έρωτα μοναδικό. Όμως οι άνδρες δεν μπορούν να ερωτευτούν γιατί δεν είναι νύχτα και δεν ξέρουν τι να κάνουν την έλλειψη και την προσμονή, δεν έχουν τρόπο ούτε λόγο να πληρώσουν το κενό. ΓιÕ αυτό και προτιμούν να γίνονται αηδόνια ή Ιούδες... το ίδιο είναι, μια ψεύτικη έλλειψη είναι και αυτά, μια ουτοπία, ένα ανώδυνο πέρασμα στη χώρα των λωτοφάγων, των απέλπιδων εκείνων οραματιστών ενός κόσμου όπου θα βασιλεύει μόνον ένα, το καλό ή το κακό... Το ίδιο είναι, ούτως ή άλλως...



Είχε δυο ζωές

Είχε δυο ζωές. Η μια, η πιο μεγάλη, ήταν σκυφτή. Σαν κυπαρίσσι χειμωνιάτικο, καμπυλωμένο από αγέρα και χρόνια αδίστακτα. Μαντηλοκαλυμμένο το κεφάλι της, κοιτούσε πάντα μακριά εκεί που δεν έχει τέλος και γυρισμό. Τα χέρια της προσφορά και θυσία γεμάτα λαβωματιές και κενό, δώρα και ικεσία και ένα ερωτηματικό. Τα μαλλιά της. Τα μαλλιά της θησαυρός, ποταμός, ρίγος, κάλεσμα, ανάπαυση, παραμυθία. Τα μαλλιά της τελικά θαυμαστικό και έρωτας ανεκπλήρωτος, ολόκληρος, τάφος άδειος κι αυτός. Βάδιζε σκυφτή γιατί δεν την χωρούσε ο ουρανός– Τόσο που χαμήλωσε κι αυτός με τόσους ευσεβείς πάνω του... Βάδιζε; Χόρευε ίσως γιατί δεν ήξερε πώς να περπατήσει στη γη ετούτη που της κρατήσανε το σώμα και το κάνανε όνειρο φτηνό και ηδονικό. Χόρευε λοιπόν για να περνάει απαρατήρητη όπως οι χαζοί και τα παλιά παιδιά, εκείνα ντε, με τα τραύματα στα πόδια και τα χαλίκια στα χέρια που τα περνούσαν για θησαυρό και τα φουχτώνανε για να αισθάνονται λεβέντες σπαρτιά8

τες... Χόρευε, ακροπατούσε, σεληνιαζόταν ανάμεσα σε ραδίκια και αστοιβιές μοσχομύριστες και κάτι άλλα παράξενα φυτά που κανείς δεν έμαθε από πού έφτασαν και θηλύκωσαν εδώ και πιάσανε τόπο και γίνανε σημαία. Χόρευε και κρατούσε πάντα σαν φαλλό την πλώρη ενός σπασμένου καραβιού για να θυμάται για πού ξεκίνησε κοπελούδα κι αυτή από το αθώο χαμόγελό της βγαίνοντας. Είχε και μιαν άλλη ζωή. Μικρή, χαρούμενη, τρελαμένη αυτή, που ολημέρα ακροβατούσε στη ράχη της, στην παραζάλη της και στον καημό της κοροϊδεύοντας το ουράνιο τόξο, τη φυγή, τη γενναιότητα και όλα τα σοβαρά πράματα ενός κόσμου στηριγμένου σε δεκανίκια ονείρων και σε ελπίδες αποχετευτικές. Είχε δυο ζωές που την παράτησαν και έμεινε κατάμονη, ανυπεράσπιστη και τυφλή, να βλέπει πάντα προς τη μεριά των ηδονών και των ευτυχισμένων ανθρώπων, εκείνων με τις ορθάνοιχτες ομπρέλες καταμεσίς στο σκοτάδι, καταμεσίς στον πόθο, καταμεσίς στη βεβαιότητα.




Ζεϊμπέκικος χορός χαμός

Ζεϊμπέκικος Χορός. Δομή αυστηρή, ελεύθερη, τραγικά αυτοσχεδιαστική. Αρχιτεκτονική του κορμιού που ζητά να κλείσει μέσα κι έξω της τον καημό ανδρών που δεν κατόρθωσαν να φτάσουν στην παλληκαριά όπως την όρισαν άλλοι ή και ο μέσα εαυτός. Ζεϊμπέκικος ρυθμός. Έλλογη, παράφορη δομή που ζητά να χτίσει το χάος που πλουτίζει την αβέβαιη καρδιά αυτών που ξεχάστηκαν στο περίπου, όσων δεν τόλμησαν να φτάσουν στον εαυτό, να ζήσουν σε μια στεριά, να εργαστούν το ψωμί, να γεράσουν, να ριζώσουν απόγονους, φύτρα να αναστήσουν σε στέρεα γη και σπιτικό. Ζεϊμπέκικος πόνος για όσους αθεράπευτα ίδρωσαν την ξενιτεία, γιÕ αυτούς που κράτησαν την ήττα, τη μοναξιά νανούρισαν, την πληγή ευλογία μέτρησαν με τις λαβωματιές δανεικού κορμιού και νοστάλγησαν και πήραν τις στράτες από ντροπή. Ζεϊμπέκικος χορός χαμός για ένα παράπονο μικρό μεγάλο, για ένα ξεστράτισμα αναίτιο, για παραπάτημα άλογο, φαιδρό, για τον βαρύσκιωτο πικρό καημό, για μια καρδιά που δεν καταδέχτηκε να ησυχάσει, να ειρηνεύσει, να σταθεί. Ζεϊμπέκικος χορός χαμός για μια νεράιδα της μνήμης παιδική, για τα φαντάσματα της φυγής τα φωτεινά, για το άρωμα νεροποντής το μυστικό, για έναν μακρύ λευκό λαιμό, για δυο στήθια φευγαλέα οράματα σε ώριμο σεντόνι δειλινό. Ζεϊμπέκικος κύκλος θάνατος φτερωτός και λίγη ανάσταση μαζί πÕ αλαφρώνει το πένθος που βασίλεψε στα στήθια ξεχασμένων σε ενέδρα ανδρών.

Ζεϊμπέκικος τριγυριστός ρυθμός. Χέρια που ξαμώνουν να λεηλατήσουν το κενό, χέρια που διπλώνουν να φουχτώσουν το φρικτό της ηδονής θεριό, χέρια που απόκαμαν να ανασταίνουν το μάταιο της επανάληψης πουλί και παραιτήθηκαν σε χρώμα μαβί, στη μελαχροινή ανάσα του caput mortum του στοχαστικού, στην αβάσταχτη θωρία Κυπραίικης Κιννάβαρης ξακουστής, στο μελαγχολικό χαμόγελο μαλαχίτη ηδονικού, στο βαθύ όνειρο του Λάπις Λάζουλι του ξωτικού, σε βασιλικής αρχόντισσας ώχρας το χοϊκό κενό. Ζεϊμπέκικος θάνατος, μια οπτασία μετέωρη πριν από έναν εαυτό που αρνείται να ξαναγίνει θνητός τα χαράματα που ξαποσταίνουν οι πεθυμιές και οι λερωμένες κατάδικές μας συνείδησες... Çγεια σου, Αντωνάκη μου, με το βιολί σου...È Στον Γιοβάν Τσαούς αφιερωμένο που τον ξέχασαν, μάλλον, οι βέβαιοι και οι μετρημένοι, οι σωστοί... Ξημερώνοντας Κυριακή στη Βηρυτό...

11


Η ζωή μου όλη. Μικρό εξομολογητικό...

Το συνειδητοποίησε πρώτη φορά κάποιο καλοκαίρι στο χωριό. Από εκείνα τα βαρετά καλοκαίρια που περνούσε λίγες μέρες στο χωριό με τους γονείς, που επέμεναν να τους κρατήσουν εκεί για να δουν τα παιδιά κυρίως αλλά και για να Ôχουν κι εκείνοι παρέα. Τα βράδια μετά το δείπνο είχε συνήθως δροσιά και καθόντουσαν όλοι στη μικρή στενή βεράντα που βλέπει ανατολικά. Η μάνα επέμενε ότι τα βράδια σηκωνόταν ένα απόι, ένα ελαφρύ αεράκι που, κατά πώς θυμότανε, παλιά, τότε που οι άνθρωποι δούλευαν μαζί με τη φύση, τους χρησίμευε για το λίχνισμα του αλωνισμένου σταριού στα πέτρινα αλώνια στα μέρη που τώρα ήταν το νεκροταφείο. ΜÕ εκείνο ξεκινούσε τις ιστορίες τις παλιές. Ιστορίες για ανθρώπους και για τις περιπέτειές τους. Τις αφηγιότανε μαζί με τον πατέρα, πότε ο ένας έπαιρνε το λόγο πότε ο άλλος. Τις αφηγιότανε απλά καταγράφοντας μόνο γεγονότα και πράγματα, ποτέ δεν έμεναν σε συναισθήματα ή σε εσωτερικά πράγματα. Λες και οι άνθρωποι, αυτοί οι ίδιοι που συμμετείχαν πολλές φορές σε όσα μας έλεγαν, δεν είχαν αισθήματα και καρδιά. Κατέγραφαν

12

μόνο γεγονότα, το ένα μετά το άλλο. Συνήθως οι ιστορίες αφορούσαν το χωριό και τα γύρω μέρη και τελικώς κατέληγαν στις προσωπικές τους ιστορίες από την κατοχή και τον εμφύλιο αλλά και από την μετεμφυλιακή ιστορία˙ τότε που η φτώχεια τούς ανάγκασε κι εκείνους να μεταναστεύσουν στην Αθήνα για να ζήσουν σαν άνθρωποι, να 'χουν τα απαραίτητα να σπουδάσουν τα παιδιά τους, να αγοράσουν ένα ρούχο της προκοπής. Έλεγαν αυτές τις ιστορίες κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο, τις ντύνανε με λεπτομέρειες όμορφες και τις περιγράφανε με περηφάνεια αφού έζησαν όλα αυτά και κατάφεραν να επιζήσουν. Ήταν πράγματι περήφανοι που έζησαν όλα τούτα, όσο κι αν μέσα στην αφήγησή τους φορές-φορές σταματούσαν και μονολογούσαν για τη σκληρή μοίρα που τους έβαλε να ζήσουν σε χρόνους δίσεκτους και σκληρούς. Κατά βάθος ήταν χαρούμενοι που τα έζησαν και που κατάφεραν να επιβιώσουν και να τα διηγούνται σε μας. Μας τα μολογούσαν, κατά τη δική τους έκφραση, για να μαθαίνουν τα παιδιά και για να εκτιμούν όσα έχουν σήμερα αλλά δεν το καταλαβαίνουν.


Ένα τέτοιο βράδυ το συνειδητοποίησε και από τότε πολλές φορές το φέρνει στο νου του και συγκλονίζεται. Φέρνει με τη φαντασία του το μέλλον, αν τον αξιώσει ο Θεός, να 'χει εγγόνια και να κάθονται βράδια τέτοια ευλογημένα όλοι μαζί και να πρέπει να πούνε πράγματα, να μολογήσουνε, να αφηγηθούν. Τι θα Ôχει να πει άραγε, τι να αφηγηθεί; Σχεδόν τίποτα!... Σχεδόν τίποτα που να μην είναι ερμηνεία και θεωρία ή προϊόν της φαντασίας και του νου. Πόσο κενή η ζωή του μοιάζει, άμα την συγκρίνει με εκείνη των γονιών του, πόσο ιδεαλιστική. Χωρίς γεγονότα, χωρίς πράγματα, χωρίς ουσία. Μια σκέτη περιουσία. Ερμηνείες, απόψεις, εκτιμήσεις, εικόνες. Κυρίως εικόνες. Στην καλύτερη περίπτωση εικόνες υπαρκτών πραγμάτων, αν κι αυτό σπάνια συμβαίνει αφού προτιμά με τη φαντασία του να πλάθει κόσμους και να τους στήνει μπρος στα μάτια τα δικά του και των άλλων. Η ζωή του ένα κενό, δίχως γεγονότα, εκτός από μερικά στοιχειώδη πολύ προσωπικά που μάλλον δεν αφορούν κανέναν αφού δεν είναι δεμένα με την ιστορία του τόπου όπως εκείνα των γονιών του. Πώς γνώρισε τη γυναίκα του

στη Σητεία, πώς και πού πήγε φαντάρος!!! Πώς πήγε στην Αμερική για σπουδές και ύστερα σε ποια πανεπιστήμια πήγε να διδάξει ή σε ποιες πόλεις και χώρες ταξίδεψε για να εκθέσει τη δουλειά του. Ιδιωτικά πράγματα χωρίς ουσία, χωρίς ενδιαφέρον, που αν προσπαθήσεις να τα αφηγηθείς σε παιδιά θα φύγουν στο πρώτο πεντάλεπτο ή θα μείνουν μόνο με το τάξιμο παγωτού η άλλης κάποιας ουσιώδους επικείμενης ηδονής. Η ζωή του. Η ζωή του μια ερμηνεία, ένα τίποτα, μια υπόθεση, ένα κενό. Και αναλύσεις πολλές και εσωτερικές καταγραφές ατέλειωτες και πάλι τοίχος αδιάβατος και ‘κάτι υπόθεσες ψυχικές’, ιδιωτικές, και πάλι το κενό. Ένα λευκό αδιάφορο κενό, μια ιδιωτεία, ένα ψέμα, μια μικρή προσωπική ιστορία που σχεδόν πουθενά δεν αρμόζει στην ιστορία του τόπου, πουθενά δε δένει με την κοινή μοίρα του λαού του. Η ζωή του ένα ανόητο, άλογο παραμύθι για την ηλικία των γιάπις ίσως καλό!

13


Όλη η ζωή...

Όλη η ζωή μια κίνηση έλειωσε, κατέβηκε, έσκυψε της έδωσε ανθό που στο παντοτινά λειψό φεγγάρι το χάδι αποζητούσε κλίμαξ τα μαλλιά μετάγουσα των ουρανών το ρίγος στο ώριμο βυζί ποτήρι θρόνος το ρούχο το γδυτό και ένας καθρέφτης φάντασμα των ίσκιων των σκιών των χεριών που απίθωσαν το άνθος του γιαλού το άλικο στο περβάζι με το βασιλικό στην κυρτή γραμμή των οριζόντων των ναυτικών το πένθος το μακρύ, το απαρηγόρητο το ένα.

14


15


Σχόλιο φτωχό σε μια παλιά ζωγραφιά για τον Έρωτα Αρχάγγελο...

Μόνη ανατέλλουσα Σελήνη κρατά της Γοργούς η ανυπόμονη παλάμη το μυστήριο η άλλη προσκαρτερεί αυτή που απέμεινε μανικά να ρωτά για τον έρωτα για τη δόξα για της κτίσης τη ματαιότητα την ωραία και θαμπή Μόνη μετέωρη καρδιά στου πέλαγου τα ανοιχτά τον έρωτα κρατά και το κουβαράκι της επιστροφής Αριάδνη των πληγωμένων καιρών των πετρωμένων αιώνων των πολύτιμων αισθημάτων εκεί Μόνη να προσμένει το διάβα των καραβιών σκιές που ελαττώνουν την απόσταση φτερά που γεμίζουν των αισθήσεων το κενό και ένα πανάκι που νωχελικά θλιμένα κρεμάστηκε στο μπαλκόνι των ονείρων έτσι για να πάρει χαμπέρι ο άνεμος και να σταθεί να ευνοήσει να ψιθυρίσει να χαρεί Η Μόνη αυτή που δεν εννοεί που δεν βαλαντώνει αυτή που καρτερεί ματαίως... αυτή. 16



18


Λίγη θάλασσα...

Μετά τη δουλειά περπατούσε ώρα αρκετή για να φτάσει στο κέντρο της πόλης. Καθόταν πάντα στο ίδιο τραπέζι, κατά τις εφτά το απόγευμα, και κοίταζε προς τη μεριά της θάλασσας που λίγο φαινόταν στο βάθος ανάμεσα από τα πολυώροφα κτίρια που απλώνονταν κατά μήκος των δρόμων που ξεκινούσαν από την Place de LÕ Etoile και κατέληγαν στο λιμάνι. Λίγη θάλασσα που όμως ήταν για κείνον ένας κόσμος ολόκληρος, ένα σημείο για όσα έζησε κι όσα δεν έζησε, ένα σύμβολο για τα σπουδαία που ποτέ δεν τόλμησε και δεν έφτασε. ÇΗ θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη...È Η θάλασσα, τα μάτια της αγαπημένης του, η θάλασσα του νοτιά εκεί που κάποτε θέλησε να ακολουθήσει την πραγματωμένη ουτοπία του Μαγγελάνου, στη γη του Πυρός. Η θάλασσα, η απέραντη ασίγαστη μήτρα της ζωής, η θάλασσα, το κύμα που μετεωρίζεται ολοένα και δεν αποφασίζει ποτέ να σταθεί, να ριζώσει, να ησυχάσει, να βολευτεί. Η θάλασσα τον τραβούσε κι εκείνον, τη ζητούσε, την ποθούσε, την ήθελε... Όχι για να την κολυμπά. Όχι πια. Την ήθελε να Ôναι εκεί και να του ψιθυρίζει πως το ταξίδι δεν τελειώνει ποτέ, πως το ταξίδι δεν ξεκινά ποτέ, πως το ταξίδι δεν υπάρχει καν... Η θάλασσα, ο μεγάλος ερωτικός της γης. Η θάλασσα που πνίγει τους νοσταλγούς και γεννά καράβια για άλλους νιόφερτους ελπιδοφόρους, ρομαντικούς. Η θάλασσα. Την ήθελε να Ôναι εκεί σιωπηλή, να χαμογελά άλλοτε ή να ξεκαρδίζεται στα γέλια, όταν καταφέρνει να μας κοροϊδεύει, να μας ξεγελά. Η θάλασσα είναι χρώμα και όνειρα μαζί ανταμωμένα. Είναι

πόθος και νόστος δεμένα, αγκαλιασμένα δάκρυ και καημός, ανάγκη και κατευόδιο και κλάμα και χρώμα ξανά και ελπίδα και θάνατος αξεχώριστα. Καθόταν πάντα εκεί στο ίδιο τραπέζι μετρώντας την απόσταση που τον χωρίζει από την απόφαση, ζυγιάζοντας τον γκρεμνό που τον καλεί κάθε που βλέπει τη θάλασσα και θυμάται όσα μπόρεσε και όσα δεν μπόρεσε, όσα πόθησε κι όσα έθαψε μέσα στην ανάγκη και στη συγκατάβαση ή στη θυσία της αγάπης Του μέσα. Απλή η θάλασσα, ρυτιδωμένη, πάντα ώριμη και σκληρή, όψη που θυμωμένα και γελαστά, μυστικά αντροκαλεί στο θάνατο και στον έρωτα, στη ζωή και στο μύθο, στη μοναξιά και στο χαμό. Καθόταν πάντα εκεί με τους έρωτες που δεν έζησε, μιλώντας για ηδονές που δεν θέλησε, αγγίζοντας ένοχα με την άκρη του μυαλού επιθυμίες που πλήγωσαν και όνειρα που ατμίστηκαν και παρήλθαν. Όλα στη θάλασσα καταλήγουν, σκέφτηκε για μια ακόμη φορά, για πολλοστή φορά... στη μεγάλη ετούτη μήτρα, στη μεγάλη αποδοχή, στο αέναο ταξίδι της ουτοπίας που τέλος και αρχή δεν έχει, στην πληγή ετούτη του γαλάζιου πόντου, στο κορίτσι αυτό που δεν θέλησε ποτέ να φρονιμέψει, σε αγάπη να στεγαστεί και στης συνήθειας την αγκαλιά να πετρώσει, να ταπεινωθεί και να χαθεί από τη μνήμη, από τον έρωτα και από τα πλανταγμένα στήθια των άδοξων, άγουρων ανδρών... Στην κεντρική πλατεία της Βηρυτού καθόταν κάθε επτά το απόγευμα και μονολογούσε χαμένους έρωτες... 19


Εκείνο το κόκκινο

ΑπÕ όλα διάλεξες εκείνο το κομμάτι κόκκινο το ξεφτισμένο και παλαιό, εκείνο που όμως στάθηκε υπομονετικά στο κατώφλι του χρόνου χωρίς παράπονο για να περιμένει κι άλλους χειμώνες κι άλλες συμφορές, κι εκείνες τις κρύες νύχτες του Φλεβάρη για να σταματήσει όλα τα όνειρα που καρτερούν τελεσίδικα να στηλιτεύσουν τους αμαρτωλούς των τελευταίων χαρτα-ετών. ΑπÕ όλα διάλεξες εκείνο το κόκκινο, ίσως γιατί κατά βάθος γνώριζες πως η κίνηση της φθοράς είναι αναπάντεχα δυνατή και ακαταμάχητη και πως τίποτα δεν θα μπορούσε να αντέξει στη ρυθμική ισορροπία που έφερνε στο παρασκήνιο εκείνος ο λεκές από τσιμέντο που αφέθηκε ανεκμετάλλευτος στο δεξιό πάνω μέρος. Εκείνο, ξέρεις, το πολύτιμο σημείο όπου συναντώνται κρυφά και καθημερινά, ώρες αλλόκοτες τα παιδιά της μάνας και παίζουν το παράξενο παιχνίδι με τους σαλίγκαρους και τις γωνίες. Τις ερωτικές εκείνες γωνίες που δεν αφήνουν το νερό της καταιγίδας να φωλιάσει στον κόρφο μιας Ελπινίκης γυναίκας. ΑπÕ όλα διάλεξες εκείνο το ξεπατωμένο κόκκινο που παραπαίει ανάμεσα στη σοβαρή και βέβαιη ώχρα και στις αταύτιστες τοιχογραφίες του Λασκώ που επιμένουν ανόητα να τις αποδίδουν στον τελευταίο Σαμάνο των πληγωμένων πολυκατοικιών της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Εκείνο το τελευταίο κόκκινο που είναι όλο υπαινιγμούς και παραπομπές. Σε φθορές, σε επινίκια, σε σημαίες χωρίς κοντάρι, στα στοιβαγμένα καυσόξυλα που άλλοτε υπηρετούσαν τον έρωτα και τώρα δεν τα νοιάζει ανέμελα καθώς στέκουν 20

παιχνιδιάρικα και άτακτα κόντρα στον τοίχο με την κόκκινη κατεβασιά που σιγοψιθυρίζει αενάως προς το μπαλκόνι με τους λωποδύτες και τις φθονερές Μαρίες. Εκείνο το κόκκινο, μια παραλλαγή του Τέρρα Ερκολάνο που απίθωσε προσεκτικά μια μέρα λαμπερή ο Βεζούβιος στην ποδιά της μάνας μου. Τότε που θερίζαν ακόμη τα καλαμπόκια με τον ιδρώτα και τρώγανε το στάρι με το στόμα. Εκείνο το Ερκολάνο που έμεινε μνημείο και μνημόσυνο στην πόλη του Ηρακλή στη νοσταλγική και παράξενη Ιταλία, όπου πάντα θα επιστρέφει εκείνος ο φοβερός γίγαντας για να ξαναλέει το ερωτικό του παράδοξο, αυτό που αντιστρέφει το λόγο και όλα τα θέλει αέναο γίγνεσθαι και ένα ρευστό σχεδόν και ένα μαγευτικό περίπου. Εκείνος ντε ο ξάδελφος του έρωτα που γκρεμίστηκε νύχτα στην Αίτνα για να γίνει κι αυτός χρώμα και να επιστρέφει μέσα από τις γραφές ζωγράφων ξακουστών πάντα νέος και απαίδευτος στο υπέροχο τίποτα της βεβαιότητας, ο φίλος ποιητής, ο Εμπεδοκλής. Απλά τελικά διάλεξες εκείνο το κόκκινο που ποτέ δεν θα αποφασίσει αν είναι κόκκινο ή η άρνησή του...



Για την ενότητα...

Σκέφτομαι καμιά φορά τον μεγάλο Παύλο Σεζάν. Μόχθησε να βρει τη ζωγραφική και τη βρήκε. Σχεδόν τελείως. Σχεδόν. Γιατί η ζωγραφική βασιλεύει πάντα στο περίπου και γιατί το ποτάμι που τον ταξίδεψε δεν θα μπορούσε να τον βγάλει σε καλύτερη ακροθαλασσιά... Πάλεψε όμως όσο κανείς στο δυτικό κόσμο να βρει την αληθινή ζωγραφική κι όχι το φάντασμα του αναγεννησιακού νατουραλισμού που ζητούσε να φτιάξει υποκατάστατα της φύσης και του φαινομενικού. Εκείνος ήθελε να φτιάξει μια ζωγραφική που με το χρώμα και τη δομή να πραγματώνει το θέμα του, να 'ναι η ζωγραφιά του πράγμα κι όχι φάντασμα. Να Ôναι αληθινή νέα φύση δίπλα στην αληθινή. Και το ζήτησε αυτό με τη δομή κατ’ αρχάς και την αναγέννηση της λειτουργίας του χρώματος και του σχεδίου. Και έστησε δικό του σύστημα να συνθέτει τα πράγματα και τη φύση με γνώμονα πλέον όχι την αναπαράσταση όσων το μάτι μπορεί να δει αλλά την είσοδο στη δομή των πραγμάτων και τη διευθέτηση των σχέσεων που κουμαντάρουν τη ζωή. Και έστησε δικό του σύστημα κατανοώντας τη σύνθεση ως οργανική ενότητα ετεροτήτων που συναπαρτίζουν ένα όλον. Ο τρόπος του ωραία φαίνεται στις περίφημες Λουόμενές του, όπου όλα τα σώματα είναι έτσι δομημένα, ώστε να χτίζουν έναν κώνο που σημαδεύει προς το βάθος. Εκεί στις πλευρές του είναι στοιχημένα όλα, ακόμη και τα σύννεφα του ουρανού και τα δένδρα και όλα. Και κυρίως τα κορμιά που στέκουν σαν κόρες αρχαίου χορού και συνάδουν και συγκροτούν και συστήνουν και ζουν μέσα από τη σύσταση αυτή. 22

Ο μεγάλος Σεζάν κατάλαβε κάτι που για αιώνες πριν από αυτόν η Δύση το είχε ξεχάσει. Πως η ζωγραφική δεν είναι η τέχνη της καλλιέργειας της ψευδαίσθησης, ή τέχνη της εξαπάτησης του ματιού του θεατή, αλλά η τέχνη που κερνά στην αίσθηση του θεατή κάτι από την αλήθεια της ζωής. Ίσως και την ίδια την αλήθεια της εν τω κόσμω ζωής... Κι αυτό που κατάλαβε και επανέφερε ο Σεζάν ήταν πως πρώτα απÕ όλα ο ζωγράφος δεν ζωγραφίζει με κριτήριο τον εαυτό του αλλά το ίδιο το έργο του. Αυτό πρέπει να σεβαστεί και να υπηρετήσει κι όχι τον δικό του εαυτό. Πρέπει να το πραγματώσει, να το κάνει να ζήσει τη δική του ζωή αυτονομημένο απÕ το θεατή. Στηριγμένο σε νόμους και αρχές ζωγραφικές κι όχι σε συμβάσεις ψευδαίσθησης... Το έργο να Ôναι πράμα κι όχι ψέμα. Κι όμως ο μεγάλος Παύλος Σεζάν έφτασε ένα βήμα απÕ την αλήθεια της ζωγραφικής... την πάτησε αλλά δεν εισήλθε τελείως. Κι αυτό γιατί το ποτάμι που τον ταξίδεψε δεν μπορούσε να τον βγάλει σε άλλη ακροθαλασσιά. Αυτό που δεν μπορούσε να υπερβεί ο Σεζάν ήταν η εμμονή του δυτικού κόσμου να ζωγραφίσει τη φύση καθεαυτή. Η επιθυμία των ζωγράφων στη Δύση να έχουν απέναντι απÕ το καβαλέτο τους την ίδια τη φύση κι όχι τη μορφή των πραγμάτων που αντιστοιχεί σε υπόστασες κι όχι στην ουσία. Έτσι δυστυχώς έμεινε κι ο Παύλος στην απόπειρα αυτή και δεν χώρησε στη χώρα του αχωρήτου, στη ζωγραφική την αληθινή και λειτουργική, αυτή που μπορεί να παίζει και να περιπαίζει και να Ôχει το μεγαλύτερο νόημα απÕ όλα. Δεν έφτασε ποτέ


εκεί όπου αιώνες πριν οι έλληνες βυζαντινοί ζωγράφοι κατοίκησαν, όταν κατόρθωσαν να διακρίνουν πως η μορφή αναλογεί στην υπόσταση και όχι στην ουσία και άρα πως ο ζωγράφος ελεύθερα μπορεί να πραγματεύεται τις μορφές χωρίς να περιορίζεται από την απροσπέλαστη και τελεσίδικα αόριστη ουσία. Κι έτσι έφτιαξαν μια ζωγραφική που ελεύθερα παίζει με τις μορφές χωρίς τη βάσανο της ακρίβειας της αναπαράστασης του φαινόμενου και ζητά μια νέα φύση να χτίσει που συνέχεται από εσωτερική ενότητα, από μια βαθιά όμως ενότητα κι όχι απλά από μια συνύπαρξη και συνάντηση στοιχείων που συν-απαρτίζουν μια εικόνα. Άμα δει κανείς τις Λουόμενες του Σεζάν εύκολα θα διακρίνει πως ενώ οι μορφές είναι δομημένες και συντεθειμένες σε ένα οργανικό σύνολο, η ενότητα σταματά στη δομή και δεν διαπερνά τα σώματα και τα στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου που μοιάζουν άπλαστα και ωμά σα να μη μετέχουν στη δομή που τα συγκρατεί... Αυτή μένει εξωτερικά και δε γίνεται εσωτερική δομή που διαπερνά τα πάντα όπως σε μια βυζαντινή ζωγραφιά του μέγιστου Μανουήλ του Πανσέληνου, ζωγράφου του Πρωτάτου των Καρυών του 13ου αι. Εδώ οι μορφές ελευθερωμένες από την επιδίωξη της αναπαράστασης και από το ζυγό της ακριβείας και του νόμου συντάσσονται, συναντώνται, ενώνονται με τον τρόπο που γνώριζε η ορθόδοξη Ανατολή, έρρυθμα και άρα υποστατικά, αδιαίρετα, αδιάσπαστα, ασύγχυτα και άτρεπτα. Έτσι η ενότητα δεν έμεινε απλά στη δομή των στοιχείων αλλά γινόταν παλμός εσωτερικός, των μορφών πνοή ζωής και ήθος τους. Έτσι η ζωγραφική δεν ήταν απλά μια απόπειρα πραγμάτωσης των εικόνων και συνεπώς τέχνη, αλλά ήταν πραγμάτωση της ζωής ως ενότητας των πάντων, ως κοινωνίας. Και όμως ο Παύλος Σεζάν έφτασε ώς τα όρια του δικού του πνευματικού κόσμου και γιÕ αυτό είναι και θα είναι μέγιστος. Βηρυτός, 10.07.2010 Μεσάνυχτα περασμένα... Πολύ...

23


Η Πόλις εάλω

Η Πόλις εάλω... Τι άραγε χάθηκε από την ιστορία με την πτώση αυτή; Απλά και μόνο μία ακόμη αυτοκρατορία ή κάτι περισσότερο; Συνήθως οι άνθρωποι μετρούν με βάση τη δύναμη, τον πλούτο, τις ηδονές και τες απολαύσεις. Ακόμη φορές φορές με αφηρημένες και κενές λέξεις και έννοιες όπως αξίες, πολιτισμός, ωραιότης, και άλλα τέτοια. Η Πόλις εάλω. Τι είναι αυτό που χάθηκε, τι έπεσε και εξέλιπε από το προσκήνιο της ανθρώπινης ιστορίας; Για μας τους Έλληνες πολλές φορές είναι ζήτημα εθνικό. Χάθηκε η Πόλις του ελληνισμού και μαζί της μια ακόμη αυτοκρατορία ελληνική. Για άλλους χάθηκε μια μοναδική αυτοκρατορία που είχε ως συνεκτικό της ιστό την Ορθοδοξία και μπόρεσε να ενώσει πολλά ετερόκλητα έθνη στα σπλάχνα της. Χάθηκε, λέει, γιατί υπέκυψε στον πειρασμό του εθνικισμού και έγινε ελληνική από πολυεθνική που ήταν. Όπως κι αν έχει, η Πόλις εάλω... και χρόνους πολλούς μετά εορτάζουμε με σαλότητα, όχι δυστυχώς φαιδρώς θρηνητική, την πτώση αυτή, όπως με άκρατη σαλότητα βαφτίσαμε τη σχολή ιπταμένων της αεροπορίας μας με το όνομα του ÇυβριστήÈ, παράτολμου Ικάρου κι όχι με το όνομα του σοφού και συνετού Δαίδαλου. Όπως κι αν έχει, η Πόλις εάλω και φοβούμαι πως αλώνεται καθημερινά, όσο δεν κατορθώνουμε να φτάσουμε σε μια σωστή αποτίμηση αυτού που χάθηκε με την πτώση αυτή, όσο συνεχίζουμε να βλέπουμε σε αυτήν μονάχα μια ήττα εθνική και θρηνούμε για την απώλεια αυτή κι 24

όχι για την αδυναμία μας να κατανοήσουμε τη σημασία της πτώσης αυτής για την ανθρωπότητα ολόκληρη και για το γένος των ανθρώπων. Η Πόλις εάλω... και η βυζαντινή αυτοκρατορία μαζί της, όχι γιατί δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει το ανθρωπολογικό μοντέλο του νικητή, τον άνθρωπο που απεγκλωβισμένος από το συναίσθημα της πίστης μπορεί να παράξει πολιτισμό έλλογο, δομές δηλαδή που θα διαχειριστούν τα ανθρώπινα πράγματα πραγματιστικά. Όποιος έχει δει από μέσα την Αγιά Σοφιά και κατάλαβε πως εκεί συνοψίζεται όλος ο αρχαίος πολιτισμός και η γνώση και πως με απόλυτα έλλογο τρόπο η πέτρα γίνεται δομή πού υμνεί την αδιάσπαατη ενότητα κτιστού και άκτιστου μπορεί να καταλάβει πως το Βυζάντιο δεν υπήρξε ποτέ θύμα ενός μονοφυσιτισμού πού επιλέγει μονάχα μια διάσταση για να ζήσει. Το Βυζάντιο, όσο κι αν είχε Θεό, δεν ξέχασε ποτέ τη γη κι ούτε αφέθηκε ποτέ στην έκσταση από τα ανθρώπινα εγκαταλείποντας τη διαχείρισή τους στην παρόρμηση και στο συναίσθημα. Ο Θεός για τους βυζαντινούς είναι εδώ, είναι παρών στην Ευχαριστιακή Σύναξη και στο ναό που κατά τη δική τους ομολογία είναι χώρος του αχωρήτου, παράδεισος όπου ο Θεός περιπατεί. Κι όταν ο Νικόλαος Μεσαρίτης έρχεται να εκθειάσει τον Παντοκράτορα στους Αγίου Απόστόλους της Πόλης δεν παραθέτει μεταφυσικές κατηγορίες για την υποτιθέμενη ικανότητα του ζωγράφου να συλλαμβάνει και να αποδίδει τη Θεότητα και τις υπερβατικές ιδιότητες της Θείας Φύσης. Ο Μεσαρίτης, όπως κι ο ι. Φώτιος νωρίτερα τον 9ο


αι., εκθειάζει την ικανότητα του ζωγράφου να αποδώσει την κηδεμονία του Ένσαρκου Λόγου για τον άνθρωπο, τη μέριμνά του για τον κόσμο και θα επαινέσει το γεγονός ότι ο ζωγράφος έκανε το Χριστό Παντοκράτορα, έτσι ώστε να μας βλέπει όλους μαζί και καθέναν χωριστά. Επαινεί δηλαδή το γεγονός ότι η εικόνα κατορθώνει να δείξει ότι ο Χριστός είναι εδώ και μας ενώνει χωρίς να καταργεί του καθενός το πρόσωπο και την ανάγκη του. Κι όποιος μπει με σέβας πολύ και βαθύ στη Μονή της Χώρας του αχωρήτου στην Πόλη του 14 ου αι. λίγο πριν την πτώση– τότε που μυστικά στις καρδιές όλων η πτώση ήταν βεβαία αλλά ανομολόγητη– θα καταλάβει πως η ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία ενσαρκώνοντας και ανακεφαλαιώνοντας όλον τον ελληνικό πολιτισμό διαθέτει το ρεαλισμό που πρέπει να ’χει μια αυτοκρατορία για να μπορεί να διαχειριστεί τα ανθρώπινα έλλογα και με σεβασμό δίχως μανικές μονοφυσιτικές προκρούστειες λύσεις για βιαστικά πραγματιστικά αποτελέσματα. Το μαρτυρούν οι ορθομαρμαρώσεις στο καθολικό, το γυμνωμένο πλέον καθολικό με τις ορφανεμένες τρεις εικόνες του σε τρία σημεία του ορίζοντα να δείχνουν πως πάντα κάτι θα λείπει από την ανθρωπότητα για να Ôναι ολόκληρη και πλήρης, να δείχνουν πως η έλλειψη είναι η μοίρα που μας ωθεί στη φιλάνθρωπη δυναμική ισορροπία και στο ρυθμό που ενώνει διεστώτα. Οι ορθομαρμαρώσεις στο καθολικό της μονής της Χώρας είναι μάθημα πολιτισμού και δείχνουν, σχεδόν μαρτυρικά, τι χάθηκε με την πτώση της Πόλης που εάλω. Εδώ λείπει ο ανεξέλεγκτος αυτοσχεδιασμός και απουσιάζει η ιδιωτική οδός διευθέτησης των πραγμάτων που ακολουθεί συνήθως εσωτερικές παρορμήσεις και δρόμους που καταλούν τον κοινό λόγο. Τα μάρμαρα γίνονται μέσο για να μιλήσουν οι μαΐστορες στις αισθήσεις των ανθρώπων και να ξεσηκώσουν το σώμα, το νου και την καρδιά. Τα μάρμαρα από νεκρά και διακοσμητικά στοιχεία γίνονται χορδές και νότες, όρχηση μουσική που στήνει ρυθμικό βουητό και παρακινεί τους θεατές να ακολουθήσουν σε χορό κυκλωτικό που ενώνει σώματα κι όχι μόνον πνεύματα φαντάσματα. Οι τεχνίτες κόβουν τα μάρμαρα, βλέποντας τες δυνάμεις τους, τις κινήσεις ως πλάσματα που κατοικούν μέσα σÕ αυτά. Αγγίζουν τις ροπές και τις μετακινούν, τις ανασυνθέτουν και πλάθουν έργο τέχνης ζωντανό που δεν μιμείται της φύσης την πλασματική φαινομενική μορφή αλλά το λόγο της τον εσώτερο και μυστικό, τον φανερό σε όσους μπορούν να διαβάσουν τη σταθερή ροή, τη ρευστή σταθερότητα, την έλλογη τάξη των γήινων που δεν αντιβαίνει στη βουλή του αιώνιου πανάγαθου Θεού. Και τα μάρμαρα μαρτυρούν πώς μπορεί η φύση να χωρέσει σε όλα, ακόμη και σε μια διακόσμηση, σε μια ψυχρή μαρμάρινη πολύχρωμη συγχορδία. Ο λόγος της φύσης μπορεί να αναστηθεί παντού και να γίνει πρόταση που καλεί σε έλλογη διαχείριση των ανθρωπίνων πραγμάτων των τραγικών, των αδιέξοδων και θλιβερών. Οι ορθομαρμαρώσεις στη Μονή της Χώρας του αχωρήτου μαρτυρούν πως οι Βυζαντινοί, οι Ρωμιοί του 14ου αι., γνήσιοι απόγονοι των Ελλήνων και ορθόδοξοι μαζί, άνθρωποι του καιρού τους με 25


26


αδυναμίες και φθορές, δημιουργούν, γνωρίζουν να δημιουργούν, να βρίσκουν δηλαδή τον τρόπο να δομήσουν έλλογα ό,τι αγγίξουν για να χωρέσουν των ανθρώπων τες ψυχές. Και το άγγιγμά τους είναι λογικό και προτείνει λύσεις, δεν είναι διακοσμητικό, συναισθηματικά παρηγορητικό, πλάνο και ψευδαισθησιακό. Κι αυτό που προτείνουν τα μάρμαρα της τέχνης τα φαιδρά και μαρτυρούν είναι ο ρυθμός, μια κατάσταση όπου όλα μετακινούνται από το είναι και το έχειν στο γίγνεσθαι. Μια κατάσταση όπου τα σώματα παύουν να είναι στατικά και να υπάρχουν οριοθετημένα στο στενό τους πλαίσιο, ασφαλή μέσα στο έχειν τους. Όλα εδώ χάνουν τα όριά τους και αλληλοπεριχωρούνται, όλα συνέρχονται και γιÕ αυτό και είναι ζωντανά, όλα εγκαταλείπουν το χωρόχρονό τους και γίνονται ολοένα, υπάρχουν ως διαρκές γίγνεσθαι και για τούτο και υπάρχουν σχετικά, υπάρχουν ως προς αυτό που υπάρχει γύρω και δίπλα και παντού. Ώρες πολλές για τα μάρμαρα τα πολύτιμα και ωραία θα μπορούσαμε να μιλάμε, όμως ανώφελο θα Ôταν αφού μοιάζει στις μέρες μας να μην κατανοούμε τη ρυθμική αυτή τάξη που διασώζει τη ρευστότητα και τη σταθερότητα, που διασφαλίζει την ελευθερία και την τραγική συνέχεια της διαλεκτικής, που διασφαλίζει ότι τα ανθρώπινα ποτέ δεν θα τελειώσουν αλλά πάντα θα υπάρχουν σε αιώνια ζήτηση άλλων κι άλλων τρόπων, που θα ψάχνουν να διαχειριστούν τα ανθρώπινα στο τώρα καλύτερα και όμως ατελώς. Σήμερα μοιάζουμε να μην καταλαβαίνουμε το μάθημα της Πόλης που εάλω. Μοιάζουμε να μην κατανοούμε το πολύτιμο που μας κληροδότησε ανακεφαλαιώνοντας τον αρχαίο των Ελλήνων πολιτισμό και της ορθοδοξίας το Πνεύμα το άγιο. Σήμερα ζητάμε αλαζονικά να τελειώσουμε την ιστορία του ανθρώπου με την ανακάλυψη λύσεων τελείων και τελειωτικών, σωστών και αληθινών. Ζητάμε να βρούμε τη λύση λησμονώντας πως αυτή ίσως είναι η μέγιστη ύβρις, αυτή ίσως να Ôναι η μεγάλη της ιστορίας συμφορά, η μεγάλη της πληγή, αυτή που δεν δέχεται την πολυτροπικότητα και θέλει μονάχα έναν τρόπο να Ôναι σωστός και δεν καταδέχεται άλλον κανένα. Αυτή η πληγή είναι τελικώς που παράγει ολοένα μια προκρούστεια μονοφυσιτική λογική, που θερίζει λαούς κατώτερους, που βαφτίζει έντομα και PIGS, που αρνείται να δει πίσω από το διαφορετικό του δέρματος χρώμα ένα πλούτο και βλέπει άλλο ζώο και άλλη φύση κατώτερη και ταπεινή. Η Πόλις εάλω και αλώνεται καθημερινά όσο δεν καταλαβαίνουμε το μεγάλο της μάθημα, την φιλάνθρωπη διαχείριση των ανθρωπίνων, την κατάκτηση να βλέπουμε στη διαφορετικότητα πλούτο κι όχι το λάθος. Και κυρίως η Πόλις αλώνεται όταν δεν ζητάμε το ρυθμό, την μετάβαση δηλαδή από την πενία της βεβαιότητας και της σταθερότητας στον πλούτο της σταθερής ρευστότητας και στη δυναμική που οδηγεί στην έξοδο από τη στατικότητα, το άνοιγμα προς την ενότητα που διασώζει αλώβητη την συνθετότητα... όταν δεν ζητάμε το αγαπητικό όλον άλλα το μονοφυσιτικό ένα... 27


Stata Center, Boston MIT

Φτάσαμε βράδυ... πάντα σχεδόν φτάνουμε βράδυ σε όσα πρόκειται να μας αφήσουν άναυδους για λίγο και μετέωρους ίσως για την υπόλοιπη ζωή μας. Ένα ζωντανό άγαλμα μπροστά μας. Ένα κτίσμα που δεν είναι κτιστό αλλά ζωντανό, κάτι που δεν ξέρεις από πού να αρχίσεις να το κοιτάς. Δεν ξέρεις καν αν μπορείς να μιλήσεις με τέτοιους όρους... Κοιτάς ή μεταλαμβάνεις; Βλέπεις με τα μάτια ή απλά αφήνεσαι και σε πάει εκείνο ένα ταξίδι, μια διαδρομή, μια περιπέτεια που εκείνο ορίζει και δρομολογεί; Κι ετούτο, δεν είναι αναίτιο, το αίσθημα που έχω. Οφείλεται στο ότι το κτίσμα ετούτο έχει καταργήσει τη λογική της αρχής και του τέλους. Όλα μπορούν να είναι αρχή και τέλος. Από παντού μπορείς να μπεις κι από πουθενά. Όλα μπορούν να είναι σημείο εκκίνησης και τέλος της διαδρομής. Δεν έχεις λοιπόν παρά να αφεθείς και να οδηγηθείς από το ίδιο το κτιστό και άκτιστο μαζί αυτό πλάσμα του Φρανκ Γκέρυ. Κι ετούτο σε παίρνει μαζί του σε μια διαδρομή που ποτέ δεν ξεχνάς. Μοιάζει με το ταξίδι σε παιδικό τραινάκι του Λούνα Παρκ όταν ήσουνα παιδί και δεν κάτεχες τα όρια ανάμεσα στο αληθινό και το παραμυθένιο, ανάμεσα στο πραγματικό και στο εικονικό. Έτσι κι εδώ γεύεσαι ένα ταξίδι παραμυθένιο κι όμως τόσο πραγματικό. Η Ομορφιά του αληθινή εμπειρία των αισθήσεων που δεν σε αφήνει να ξεκουραστείς ούτε να κουραστείς. Μια ολοένα μεταβαλλόμενη εμπειρία των αισθήσεων κι όχι μόνο του νου. Ο νους απλά ακολουθεί και απολαμβάνει το ότι έρχεται δεύτερος και καταϊδρωμενος. 28

Ο άρχοντας νους που παραχώρησε τη θέση του, την πρωτοκαθεδρία του, στη βασίλισσα εμπειρία, στην αίσθηση... Όλα ανάκατα, όλα μοιάζουν μπερδεμένα αλλά δεν είναι. Απλά ο νους έχοντας μάθει να ακολουθεί ευθείες γραμμές και να συναντά τις προβλέψιμες σχέσεις σαστίζει και αδυνατεί να ακολουθήσει. Μένει πίσω, παραιτείται, σταματά. Όμως η αίσθηση περνά. Και χαίρεται όταν κατορθώνει να ανακαλύψει ψηλαφητά το λόγο των σχέσεων και το παιχνίδι ετούτο των δυνάμεων που κρύβουν και αποκαλύπτουν ταυτόχρονα τα σχήματα και τα χρώματα, τα υλικά, τα δομικά στοιχεία που δεν είναι πλέον κατασκευή αλλά παιχνίδι, ρυθμός, ροή ζωής και όχι κανόνας θανάτου και μνημόσυνο νεκρού. Ο πύργος του ΜΙΤ είναι ζωντανός ναός ελεύθερου πνεύματος που αποφάσισε πως βαρέθηκε τις προβλέψιμες συνθήκες και τις προγραμματισμένες καθορισμένες νόρμες. Εδώ κατοικεί ο άνθρωπος κι όχι το φάντασμα του ορθολογισμού. Εδώ μένει ένα πλάσμα που λυτρώθηκε από την αμαρτία του κανόνα και μπόρεσε και βγήκε στο ξέφωτο της διάκρισης, του ήλιου και του παιχνιδιού όπου όλα επιτρέπονται γιατί όλα είναι για να επιτρέπουν τη ζωή να κυκλοφορεί και δεν είναι δέσμια της λογικής που υποτάσσει έτσι γιατί το επιτάσσουν οι εξουσίες των κανόνων που ξέφυγαν και στασίασαν και πήραν την εξουσία πάνω στη ζωή και στο όνειρο... Ο πύργος του Φρανκ Γκέρυ είναι μνημείο ζωής, γιατί υμνεί το παιχνίδι και κοροϊδεύει την ορθή λογική, την ευθεία γραμμή περιπαίζει, την ορθή


γωνία καταργεί, τη συμμετρία αποβάλλει και την πετά. Stata Center. Ένας ύμνος στην ελευθερία που τόσο μοιάζει στην αληθινή ζωή. Μια δομή τέχνης που επειδή μοιάζει στη ζωή παύει να Ôναι πλέον τέχνη και γίνεται εκφαντορική ζωής, γίνεται η ίδια ζωή, γίνεται η ίδια σημείο, σύμβολο ζωής. Και ολοένα ταξιδεύεις μέσα της, έξω της και δεν το καταλαβαίνεις, δεν ξέρεις καν πού είσαι. Το εξωτερικό και το εσωτερικό αλληλοπεριχωρούνται, αλληλοσυμπληρούνται και πάλι ελλείποντα μένουν μέσα στην ερωτική αυτή μανική συνάντηση που δεν μπορεί να αρχίσει και να τελειώσει. Μια κοσμική λειτουργία, μια έκρηξη συμπαντική, μια γενεσιουργός αποδόμηση και αναδόμηση, μια τεραστία αρμογή, ένας εκρηκτικός ρυθμός που γεννά και αναγεννά χωρίς να έχει σαφή προορισμό άλλον παρά την ίδια τη γέννηση. Η ζωή ως γίγνεσθαι, το γίγνεσθαι ως ζωή. Κι ενώ όλα κυλούν και μας συνεπαίρνουν, φτάνουμε στην αίθουσα με τα κόκκινα καθίσματα απ’ όπου λείπουν φοιτητές αλλά είναι παρούσες οι ανάσες τους οι καυτές από την ερωτική συνύπαρξη με το κτίσμα, με τις πτυχές του, με το ερωτικό του κάλεσμα, με τον ερωτικό σπασμό του... Να Ôμουν κι εγώ για ένα τουλάχιστον λεπτό στα έδρανα αυτά, στην έδρα αυτή, να κοιτάξω κατάματα τον ουρανό, να δω στα μάτια των φοιτητών να ζητούν χαρά στη γνώση, να ζητούν ζωή στη γνώση, να θέλουν όλα όσα παίρνουν να τα κάνουν ενότητα και δημιουργία και κίνηση και ζωή... 29


Η Αγιά Σοφιά στην Κωνσταντινούπολη

Δειλά δειλά εισήλθαμε. Κόσμος πολύς, διάφορος. Φωτογραφίες, μουρμουρητά, η επαγγελματική φλυαρία των τσιτσερόνι. Κι ένας κόσμος να προβάλλει έξαφνα από εκεί που δεν το προσμένεις. Ένα φως κι όλα να γίνονται ένα όλον. Εισήλθαμε και αφεθήκαμε με τες αισθήσεις και με το νου να ζήσουμε το θαύμα της χριστιανικής αρχιτεκτονικής, τον επίγειο ουρανό, την Αγιά Σοφιά. Δύσκολο να καταγράψεις επακριβώς. Κι ίσως και άχρηστο και επικίνδυνο. Εξάλλου προς τι; Αυτό που μετρά είναι η αίσθηση που κουβαλάς με την είσοδο και τη διαμονή στο «Θαβώρ» αυτό της χριστιανικής αρχιτεκτονικής της περιόδου του Ιουστινιανού που οριοθέτησε μια για πάντα το τι ζητάει ο αρχιτέκτονας, ο μάστορας της πέτρας και της κεράμου όταν χτίζει έναν ναό, όταν δομεί μια εκκλησιά. Μετά την Αγιά Σοφιά ποτέ ξανά κανείς δεν σκέφτηκε να κάνει κάτι λιγότερο ή και περισσότερο. Το κτίσμα αυτό έγινε μέτρο όχι διότι είναι τέλειο, αλλά γιατί είναι άριστο. Και επειδή Çμέτρον άριστονÈ γιÕ αυτό και η Αγία Σοφία έγινε σημείο αναφοράς και κριτήριο για τον χριστιανικό ναό. Η πρώτη εμπειρία που η αίσθηση παίρνει είναι η κατάργηση της βεβαιότητας με τη ρευστότητα να κυριαρχεί παντού. Όλα είναι κινούμένα εδώ μέσα σε αντίθεση με τη βαριά και στατική κατασκευή του εξωτερικού του κτίσματος. Όλα κινούνται, η καμπύλη νικά την ευθεία γραμμή και κυριαρχεί στο χώρο δημιουργώντας μια δίνη που ζητά και επιτυγχάνει τελικώς να ενώσει τα πάντα. Να φέρει σε θαυμαστή αλλη30

λοπεριχώρηση και ενότητα το ημισφαίριο του τρούλου και το στιβαρό τετράγωνο του κυρίως ναού. Η δίνη αυτή περιστρέφει τις φόρμες που χάνουν τη στατικότητα και τη μονοσήμαντη αναφορά τους σε κάποιο σημείο και γίνονται πολυαναφορικές. Όλα κινούνται και αναφέρονται ταυτόχρονα παντού. Όλα είναι τα πάντα τοις πάσι. Και το άκτιστο του τρούλου ενώνεται θαυμαστά, ανεξήγητα για τα μάτια του αμύητου, με το στατικό βαρύ του κτιστού, της γης. Αυτή η αλληλοπεριχώρηση που δεν καταλήγει στην κατάργηση της ιδιαιτερότητας των επιμέρους στοιχείων είναι ένα επίτευγμα μοναδικό αν αναλογιστεί κανείς και τις διαστάσεις του κτίσματος. Όλος αυτός ο γιγάντιος κόσμος με την περιδίνηση και τη ρυθμική του αγωγή ενώνει τα μέρη του και έτσι ελαφραίνει και γίνεται μέσα στην αέναη κινούμενη σταθερότητά του, μέσα στην αέναη ακίνητη κινητικότητά του ένα φως. Το φως αυτό απομένει, αυτό που εισέρχεται ήσυχα από την οροφή από το στεφάνι των παραθύρων του τρούλου και δοξάζει το κτίσμα, δοξάζει την ύλη, και φέρνει τον Ουρανό στη γη. Γιατί ετούτο είναι το επίτευγμα μοναδικό και μέγα για τη γνώμη μου. Με τη σοφή διαχείριση του Ανθεμίου και του Ισίδωρου, ο ναός της Αγιά Σοφιάς δε δείχνει στον προσκυνητή– γιατί μόνον ως προσκυνητής μπορεί κανείς να εισέλθει στο κτίσμα αυτό ακόμη κι άθεος να Ôναι– πως η ύλη απογειώνεται, αλλά πως ο ουρανός γειώνεται για να απογειώσει την ύλη με τη σειρά του. Η κίνηση δηλαδή δεν είναι μονής αλλά


διπλής κατεύθυνσης κι αυτό είναι που κάνει το ναό ετούτο αληθινά χριστιανικό και ορθόδοξο. Γιατί αν μονάχα αποτυπωνόταν η απογείωση της ύλης τότε το κτίσμα θα ήταν ύμνος στην έκσταση και στο ασώματο πνεύμα, θα ’ταν ένα κάλεσμα για να καταργηθεί η ύλη και να εκστασιαστεί ο άνθρωπος προς το χώρο του πνεύματος που έτσι θά μπορούσε να θεωρηθεί αντίθετο στην ύλη. Όμως η Αγιά Σοφιά διακηρύσσει το πιο μεγάλο και σπουδαίο πράγμα. Πως ο Ουρανός, το άκτιστο, ο Λόγος κατέρχεται ήσυχα, ειρηνικά, σεμνά και ανέρχεται πάλι παίρνοντας μαζί του για πάντα το κτιστό, το γήινο, το ανθρώπινο. Ο Ανθέμιος κι ο Ισίδωρος δεν ήταν τίποτα μάγοι που έτσι ξαφνικά σε μια νύχτα σκέφτηκαν το επίτευγμα αυτό και το πραγματοποίησαν εκ του μη όντος. Ήταν φορείς ενός πολιτισμού, του ελληνικού, που είχε αιώνες ασκηθεί στην απόπειρα να σμίγει τα διεστώτα και να επιχειρεί να φτιάξει έργα που να μοιάζουν στην

αληθινή της φύσης ουσία. Έργα που φέρουν πάνω τους τη ρευστότητα του κόσμου και τη σταθερότητα της αιωνιότητας του κόσμου. Κι αυτό με το ρυθμό το επιχείρησαν οι αρχαίοι και το πέτυχαν, αναγνωρίζοντας πως κάθε έργο πρέπει να φέρνει πάνω του τα χαρακτηριστικά της συνθετότητας, της κίνησης και της σταθερότητας. Έτσι και οι ευλογημένοι αυτοί αρχιτέκτονες κατάφεραν αυτήν την παράδοση να συνεχίσουν και να την κάνουν χριστιανικό ναό και κατόρθωσαν να ÇεικονίσουνÈ με τον τρόπο αυτό το πώς της ένωσης του κτιστού με το άκτιστο και πώς το κτιστό προσλήφθηκε στο άκτιστο και απαθανατίστηκε προς τη μεριά του φωτός αναλαμβανόμενο. Όταν παρατηρεί κανείς από μέσα την Αγιά Σοφιά βλέπει τον τρούλο να κατέρχεται μέσα από ένα σύστημα τόξων και αψίδων μέχρι το έδαφος. Το άκτιστο φτάνει μέχρι κατωτάτων της γης. Και ύστερα ανεβαίνει πάλι μέσα από το φως που πλημμυρίζει το χώρο και ενεργοποιεί τα πάντα και κάνει τα πάντα φως. Κι αυτό το πετυχαίνει και με τις φόρμες τις αρχιτεκτονικές αλλά και μέσα από το σύστημα της ορθομαρμάρωσης που είναι περίτεχνα δομημένο σαν ένα ρίγος που διαπερνά τους τοίχους και δίνει ενέργεια παντού σε κάθε σημείο. Τα μάρμαρα δεν είναι διακόσμηση εδώ. Είναι δομή χρω-

ματική που κι ο ίδιος ο Σεζάν θα ζήλευε. Αντίστιξη θερμών και ψυχρών χρωμάτων, αντίστιξη σταθερών και κινούμενων επιφανειών. Τα νεύρα των μαρμάρων γίνονται χέρια που κυματίζουν και ανυψώνονται και ικετεύουν και χειροκροτούν και εκλιπαρούν και δοξάζουν και ενώνουν. Προπάντων ενώνουν τα πριν διεστώτα στοιχεία του κόσμου τούτου, έτσι ώστε τίποτα να μην είναι πια μέσα στην Εκκλησία που να μένει ξένο και αλλότριο, που να μην μετέχει στην παραδείσια πανήγυρη, στη Βασιλεία του Θεού, στη λαμπρότητα της Αγιά Σοφιάς. Το επίτευγμα μέγα. Το επίτευγμα πιο μεγάλο γιατί έλλογο και για τούτο και είναι μάθημα και παράδειγμα. Δεν είναι επίτευγμα της στιγμής ατομικό και παραμιλητό. Δεν είναι απλά μια κραυγή, για γλωσσολαλιά. Είναι λόγος για το πώς ο Λόγος έγινε άνθρωπος. Η Αγιά Σοφιά είναι θεολογία, λέει με τη γλώσσα της πέτρας πώς προσελήφθη και σώθηκε ο άνθρωπος, λέει με τα χέρια των μαρμάρων πώς το μέγα ζητούμενο, αυτό που μπορεί να σώσει τον κόσμο δεν είναι η ατομική ευτυχία, η καλοπέραση, το όνειρο της καλοζωίας, αλλά η των πάντων ενότης. Αυτό είναι που διακηρύσσει η Αγιά Σοφιά και για τούτο είναι μεγαλείο και θαύμα και λόγος για το Θεό, δηλαδή θεολογία που μιλά στην αίσθηση και στο νου και στο σώμα. Αμήν. 31


Κι εκείνος...

Θα μπορούσε ίσως κι εκείνος θα μπορούσε να φτάσει τη σκιά αφηρημένων γαλάζιων πεύκων τσακισμένων στη ζέστη αποκαμωμένου νωχελικού μεσημεριού Θα μπορούσε να διαταράξει τις προσευχές των δοξασμένων ποιητών τις σιωπές ανώριμων εραστών να διακόψει να αγγίξει το απέναντι εξαίσιο λευκό τοίχων στοιβαρών φωνακτά να επέμβει στις ηδονές άγουρων κοριτσιών και πάλι μόνος να Ôναι έτσι καθώς κατηφόριζε πάντοτε τον χρόνο καρτερώντας να προσπεράσει τσαλαβουτώντας σε λάσπες άγριων καιρών μόνος με τα χελιδόνια να ψαλιδίζουν το αναίτιο τÕ ουρανού μόνος με τα σπουργίτια να δοκιμάζονται στο φόβο της τροφής. Θα μπορούσε κι εκείνος θα Ôθελε τυχαία όμως τραβήχτηκε στο φως του πρώτου ίσως που συνάντησε στην τροχιά του βέβαιου περίπου στην ωραιότητα του υπέροχου σχεδόν καταργήθηκε κι ύστερα πάει κατά τη μεριά των ηδονών που σκορπίζουν που πλουτίζουν το πλάτος των σκιών.

32




Μα, αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μÕ είχαν συγχωρέσει...

για το Νίκο Καββαδία...

Τι βεβαιότητα κι αυτή! Λες και είνÕ αρκετό να ξέρεις για να συγχωρήσεις. Κι αν ακόμη, κυρ-Νίκο, ήξεραν, κι αν την ιστορία σου τη θλιβερή εγνώριζαν, δεν είναι βέβαιο πως θα σÕ είχαν συγχωρήσει. Άνθρωποι κι αυτοί στη μικρή καρδιά τους κλεισμένοι, στους φόβους παραδομένοι, σε ανεκπλήρωτα όνειρα αφημένοι και στο παράπονο και στον καημό μαραζωμένοι. Άνθρωποι κι αυτοί του κόσμου τούτου... σε βεβαιότητες ταμπουρωμένοι, στο τελευταίο τους οχυρό καλυμμένοι να σέρνουν όρια και να κλείνουν στεγανά, να αφήνουν απÕ έξω όσους δεν αναγνωρίζουν και δε βαστούν. Ό,τι δεν εννοούν και ό,τι τη μικρή ζωή τους την τακτοποιημένη αναστατώνει το παραμερίζουν και το απομονώνουν και λένε... και λένε... για σένα, για μένα για εκείνους οι ναυτικοί, οι χορτασμένοι, οι εντιμότατοι, οι ατσαλάκωτοι του κόσμου τούτου, της πλάσης οι ξεκούραστοι. Λένε... και τι δε λένε... Λόγια πληγές, λόγια μαχαίρια και φυλακές, ταφόπλακες. Κι εσύ εκεί, σÕ αργόσυρτο παρόν αφημένος τη στάση τη νωχελική των μαραμπού χορταίνεις, κι αναστοχάζεσαι σεμνά πως στη μοναξιά και στη βλακεία τους μοιάζεις! Κι εσύ στη μακαριότητα αχρωμάτιστου καθαρού παρόντος χωρίς βουλή, χωρίς Θεό, χωρίς δικαιολογίες λογικές για να φεύγεις τη ζωή που σε πονεί. Ίδιος βασιλιάς σ’ αρχαίο δράμα. Στο αδυσώπητο παρόν σου, σε προσευχή σεμνή να παραδέχεσαι και να εύχεσαι, να απλώνεις την καρδιά σου, να συγχωρείς μες στην άδολη βεβαιότητά σου πως κι εκείνοι αν ήξεραν θα σÕ είχαν συγχωρήσει. 35


Βηρυτός...

Αυγούστου 16 του 2009

...σύννεφα σταματημένα στον πετρωμένο βαρύ ουρανό και μια ατελεύτητη πομπή από τρακαρισμένα αυτοκίνητα που σκάλωσαν στον ορίζοντα και δεν λένε να μετακινηθούν να δούμε την Κύπρο που πελάγωσε και παρακμάζει μες στο δυτικό προσανατολισμό της. Ανήμπορη να καταλάβει η γυναίκα στάθηκε καταμεσίς στο δρόμο και ένα ποδήλατο την προσπέρασε χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει. Τα δένδρα λιγοστά και ένα τεράστιο χωριό για πλουσίους στις παρυφές της λύπης μαγκωμένο να χαιρετά την απλότητα και τη μοναξιά από μακριά. Από μακριά και οι αντίλαλοι της προσευχής και η μυρωδιά από κέδρο και πισσόχαρτα. Λίγες σταγόνες αίμα και έφυγαν όλα τα πουλιά από τις φωλιές τους. Τα φυγάδευσαν τραυματισμένοι και τουρίστες και αχθοφόροι επίγονων πλούσιων αποικιοκρατών που έφτασαν εδώ για να θηρεύσουν ηδονές και κυρίως το παράδοξο και το απροσδιόριστο. Η Βηρυτός μετά τα μεσάνυχτα. Μνήμες πόλεμων που δεν τολμούν να χαθούν. Ένα πρόσωπο που δεν κατορθώνει ποτέ να φτάσει στο κατώφλι και να φωνάξει βοήθεια. Μια λάμψη κρυμμένη μέσα σε δωμάτια σκοτεινά που βασανίζεται ψαύοντας τοίχους υγρούς, κεντημένους με όνειρα απαρχαιωμένα και εξόχως πλέον χλιαρά. Σπίτια που δεν μπόρεσαν να φύγουν και στάθηκαν ανήμπορα μέσα στη βροχή του ήλιου ζητώντας να ημερέψουν, να βρουν κάτοικους και παιδιών φωνίτσες αναίτιες, χαρωπές. Η Βηρυτός μετά τα μεσάνυχτα μια ατέλειωτη βουή που δεν 36

καταλήγει σε κρότο ή σε πυγολαμπίδα ή σε ξέφωτο ή σε σημαία. Αρπακτικό των αισθήσεων που βεβηλώνει τα σωθικά με όνειρα και οράματα αναίτια, άλογα, μισοτελειωμένα όπως οι πρωινές προτάσεις του Αντρέα Μπρετόν και τα κατασκευάσματα του Max Ernst τις παγωμένες νύχτες που συναντούσε μυστικά, λέει, τον μεγάλο υπαίτιο, τον Λόρδο που ίδρυσε το ξενοδοχείο Mayflower στη Βηρυτό, στη συνοικία Hamra, εκεί που αραδιάζω χρόνια τώρα τις προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον των σπουργιτιών και των ροδάκινων της εξωτικής Εορδαίας. Μεσάνυχτα στη Βηρυτό. Λίγες φωνές και μια αναμονή για ένα πρωινό απαράλλακτο, υγρό και συνεσταλμένο μωβ.


Λόφοι

Λόφοι ανέστησαν όνειρα, πουλιά. Λόφοι κάτασπρα χώματα γκρίζα χελιδόνια διαβατικά, φτωχά ζουζούνια ηδονικά, μια σπιθαμή απόσταση από της νοσταλγίας το σώμα το φτενό. Λόφοι απλώθηκαν νωχελικά στης πληγωμένης ματιάς τη διστακτική αντοχή βέβαιοι ανοίχτηκαν καρτερικά στης χτεσινής μελαγχολίας τη μοναξιά. Λόφοι όμορφοι ως σγουρόμαλλα, ανέμελα, άγουρα παιδιά ωραίοι σαν καρποί λωτού σε ξένη χώρα μακρινή εκεί που την ψυχή σου στάθηκες άβουλα να βαλσαμώσεις κρατώντας την ανάσα σου για ώρα πολλή σε πεθαμένα λιμάνια σε σάπια καράβια του χαμού σε τόπους άχρωμους χαμηλούς δίχως λόφους περήφανους ανθισμένους με χελιδόνια με όνειρα και τρελαμένα του έρωτα μυριστικά. Λόφοι που χάραξαν απουσία στο σώμα του πιο χλωμού Καλοκαιριού...

37


Ομηρικό ακρογιάλι

Ήταν ωραία τα πανιά όμορφα φύσαγε από την Ανατολή και τα μαλλιά σου κυμάτιζαν ίσια στον ουρανό σημαδεύοντας το νόστο που επέπρωτο να βαλαντώσει την καρδιά μας τόσους καιρούς στα ξένα με τρύπιες αγκαλιές και χειμώνες αδέξιους φίλους και κάλτσες μπαλωμένες ριγωτές ζωγραφισμένες. Ήταν ωραία με τα δακρυσμένα βότσαλα παρέα και μια φωνή να χάνεται στο αβρό κροτάλισμα των κωπών στο λάδι αγουροξυπνημένης θάλασσας.

38



Γεια σου, Αντωνάκη μου, με το βιολί σου

...στενά σοκάκια, υγρά, σκοτεινά, βρώμικα όπως οι άνθρωποι που περνούσαν καθημερινά από κει. Περνούσαν και στέκονταν για λίγο, κοντοστέκονταν, ύστερα έφευγαν. Πάντα όλοι έφευγαν από εκεί. Από τα στενά σοκάκια της αμαρτίας. Της αμαρτίας που όλοι μισούσαν και σ’ αυτήν που πάντα όλοι επέστρεφαν. Επέστρεφαν στα κλεφτά, νυχοπατώντας για να μην ακούσουν τα βήματά τους, να μην ακούσουν τον ήχο της καρδιάς τους, έτσι καθώς χτυπούσε δυνατά όταν έφτανε τόσο κοντά στην πτώση και στα τσαλακωμένα σεντόνια, στη σάρκα που δεν είχε όνομα, στην ηδονή που δεν είχε συνέπειες, που δεν απαιτούσε συνέχεια, ευθύνες, τίποτα. Τα στενά σοκάκια με τους ανθρώπους σκιές, με τα χαμηλοτάβανα σπιτάκια, με τις ταβέρνες της συμφοράς με το χαμηλό φωτισμό κι άλλους ίσκιους ριγμένους σε γωνιές. Ίσκιους απρόσωπους που καιροφυλακτούσαν να αρπάξουν κάτι, όχι κάτι συγκεκριμένο αλλά κάτι χειροπιαστό κι όχι από εκείνα τα άθλια που υπόσχονται οι άλλοι, οι άνθρωποι των σαλονιών και των σπουδαστηρίων. Ελπίδες, ιδέες, ιδανικά, λόγια, λόγια παχιά, αφράτα, απατηλά, ομιχλώδη. Αυτοί ήθελαν κάτι χειροπιαστό. Λίγα λεφτά να πιουν για να θυμηθούν ή για να ξεχάσουν. Λίγα λεφτά για να φουχτώσουν λίγη αγκαλιά, να αγοράσουν κανένα φιλί μεθυσμένο έστω και πνιγμένο στο τσιγάρο και στης πίκρας τη μοναξιά. ...στενά σοκάκια της αμαρτίας που χάθηκαν για πάντα από το χάρτη των καθωσπρέπει πόλεων. Των πόλεων που ξεπουλιούνται πλέον σε τουρίστες και καμαρώνουν για τα κολλαριστά μουσεία τους, για τους θησαυρούς που προσελκύουν βαριεστημένους περιηγητές και τους 40

ξεκούραστους, κυρίως τους ξεκούραστους του κόσμου τούτου που στέρεψαν και δε βρίσκουν τρόπους να χαλάσουν τον καιρό τους. Οι καθαρές πόλεις που δεν έχουν πλέον σοκάκια της αμαρτίας αλλά λεωφόρους φωταγωγημένες πολύχρωμα και ανθρώπους που έμαθαν επιτέλους να κρύβουν τις διαθέσεις τους και τις προθέσεις τους, τις αγάπες και τους άνομους έρωτές τους. Πόλεις με ταξινομημένους έρωτες και κολλαριστά ήθη. Μονάχα ένα τραγούδι ξεχάστηκε ακόμη να παίζει σε έπιπλο παλιό, σκονισμένο από τη λησμονιά και την ανυπόκριτη αδιαφορία των βέβαιων. Παίζει κάθε νύχτα, αργά, νωχελικά δίχως να βιάζεται. Δεν προσμένει ακροατές, αποδοχή. Απλά ακούγεται μέσα στις νύχτες, μεσάνυχτα περασμένα, μετά που βγαίνουν τα γατιά να ερωτευτούν και να θυμηθούν την αρχαία τους φύση στα κεραμίδια ή σε άθλιους φωταγωγούς. ÇΠέντε μάγκες στον Περαία πέρναγαν απÕ τον τεκέ...È Ένα τραγούδι, παλιό, ξεχασμένο, ταπεινή και ήπια διαμαρτυρία ή σαρκασμός για τις καθωσπρέπει πόλεις με τους μαρμάρινους θησαυρούς, τους ανερμήνευτα ωραίους και τους ξεκούραστους τουρίστες που αρνούνται να ακούσουν τα καλέσματα της νύχτας, των σκουπιδόγατων τα κλαμένα ερωτόλογα και τη λεπτή εκστατική φωνή του Γιουβάν Τσαούς να κράζει επαινετικά Çγεια σου, Αντωνάκη μου, με το βιολί σου...È Δευτέρα και έγραφα στα Starbucks κυκλωμένος από βαριεστημένα και ευχαριστημένα παιδιά που δεν επιθυμούν να γνωρίσουν τον πόνο. Το αφιερώνω στη φίλη Δώρα που τώρα περιδιαβάζει, γιατρός, στα νοσοκομεία της Πράγας και στα καθωσπρέπει τουριστικά σοκάκια της.



Θερισμένα, το χρυσάφι της γης...

Ήταν ωραία. Ήταν η πιο μεγάλη στιγμή, εκείνη που η γη φτάνει στη κορύφωσή της και δίνει ό,τι περισσότερο μπορεί. Τότε που ό,τι παίρνεις απÕ αυτήν γίνεται ζωή. Ήταν ωραία μετά την ευλογημένη αυτή προσφορά της γης. Τότε που πήραμε και μεταλάβαμε τον καρπό και ζήσαμε και ζούμε. Και ακόμη και μετά ήταν ωραία, όταν εκείνη έχασε τα πάντα. Όταν απώλεσε το βάρος της περιούσιας. Φτωχή με το χρυσάφι της να κυματίζει με το παραμικρό του άνεμου χάδι. Ευαίσθητη επιδερμίδα, λεπτή επιφάνεια χωρίς να ’χει τίποτα να κρύψει, χωρίς να υπόσχεται πλέον, χωρίς να υπαινίσσεται, χωρίς να Ôχει να δώσει τίποτα. Φτωχή και απέριττη, λιτή σα μνημείο πεσόντων, μόνη σα μάνα, χρυσαφένια σαν ουρανός παράδεισου. Πλατειά αγκαλιά γεμάτη ώχρα βασιλική, υπέροχη, στολισμένη με λιγοστές σκόρπιες αγριοαχλαδιές σκουρόχρωμες, λιοκαμένες και φωνίτσες ερωτικές χωμάτινων κορυδαλλών και νανουρίσματα τριζονιών και καλέσματα επίμονα, υπομονετικά των τζιτζικιών της απέραντης ουτοπίας. Η γη του Ιουλίου. Η μορφή που με μεγάλωσε από τότε που γεννήθηκα μέχρι τα 7 μου χρόνια, τότε που μετανάστευσα σε άλλους τόπους, σε άλλες μορφές, σε άλλες ωραιότητες. Η θερισμένη γη μού έμαθε την ωραιότητα της πενίας, αυτή μού έδειξε τη μορφή του θησαυρού του τίποτα που οδηγεί στη ζωή κι όχι στο θάνατο. Η θερισμένη γη. Αυτή που έδωσε τα πάντα, που απώλεσε, που έρευσε το ίδιο της το σώμα, τη σάρκα της εκέρασε και πάλι στέκει εκεί, υπομονετική, έτοιμη πάλι να ξεκινήσει απ την αρχή. 42

Στέκει νικημένη, χαμένη για τούτο ωραία, στην ώρα της, τη στιγμή που έδωσε ό,τι συντηρεί τη ζωή. Η Γη μου μες στα χρυσάφια της, μες στα χρυσάφια της δόξας που ο Θεός της φόρεσε για να μη ντρέπεται έτσι γυμνούλα να στέκει κατάμονη και ταπεινωμένη, παρατημένη στην άκρια τώρα αφού δεν έχει να δώσει πια. Χριστέ μου, πόσο χρυσάφι ξοδεύεις για να ντύσεις τους αληθινούς πένητες, τους νικημένους του κόσμου τούτου, όσους κι όσα με το ξόδεμά τους συντηρούν τη ζωή!!! 26 Ιουνίου 2009


Σε τον αναβαλλόμενον φως ως ιμάτιον...

Τι κι αν ρήμαξαν τα προσφυγικά Τι κι αν όλοι φύγανε κατά την ηδονή Τι κι αν τα πουλιά δεν μας καταδέχτηκαν ξανά. Χέρια απλώνουν από παντού Τώρα Ξεπροβοδίζουν, καλούν, ξαμώνουν Αφήνουν Χάδια και παρακλήσεις Όνειρα μετέωρα Ψυχές που ανταμώνουμε κάθε Μεγάλη Παρασκευή μες στο κλάμα του νόστου τη θαμπή ματιά των αναμνήσεων των άσκοπων περιπλανήσεων σε δρόμους σιωπηλούς με λεύκες και αφτιασίδωτους παλιάτσους με αγάλματα μάρτυρες ντροπαλούς συντρόφους και δειλούς μετανάστες υπομονές δηλαδή που δεν έφτασαν ποτέ Οι Μεγάλες Παρασκευές Με τον Επιτάφιο να σκιάζει τη ματαιότητα φόβους να παίρνει κι εμάς στιγμές που ίστανται ένα μήπως πριν την αιωνιότητα αλλά δεν το πιστεύουν.

43


Περί ρυθμού και άλλων ÇδαιμονίωνÈ...

Ο ρυθμός, η ροή του χρόνου, η διαχείριση της κίνησης, η πρόσληψη του σώματος, η υπέρβαση της διασπασμένης ανθρώπινης ύπαρξης, η συνένωση των πριν διεστώτων. Ο ρυθμός, η πεμπτουσία της ύπαρξης, η εκκλησιολογία της τέχνης. Φως που τρεμοσβήνει στην καντήλα. Φώτα που λιγοστεύουν και πάλι πυκνώνουν μέσα στο σκοτάδι, μέσα στο δειλινό. Ήχοι που πάλλονται, που χαμηλώνουν για να ψηλώσουν και πάλι μέχρι τα ουράνια ή για να κατεβάσουν τα ουράνια στο αδυσώπητο παρόν. Ύμνοι που τρέχουν και όμως είναι πάντα εδώ, στο απροσδιόριστο τώρα, στο νυν και αεί. Χρώματα που πάλλονται πάνω σε τοίχους και σε σανίδια μοσχομυριστά, σκαμμένα με ίδρωτα και φρύδια σμιχτά της προσευχής. Χρώματα αγριολούλουδα, μίμηση αγρών μαγιάτικων των βουνών. Χρώματα που ανεβοκατεβαίνουν από τα διάφανα ψυχρά στα πυκνά θερμά και πάλι στα ανάλαφρα φωτεινά και στα ιερά σκιερά. Ο ρυθμός που σέβεται, που ενώνει τα σώματα. Άλλοτε γρήγορος κι άλλοτε αργός αλλά βαρύς και επιβλητικός. Άλλοτε ανάλαφρος και παιγνιδιάρικος, όμως πάντα αγαπητικός και ερωτικός. Ο ρυθμός, χέρι που σέρνει στο χορό ψυχές και σώματα, υπάρξεις βαλαντωμένες, μοναχικές, ξεχασμένες ή παρατημένες. Ο ρυθμός, πνοή ζωής που φέρνει σε εκκλησία, σε κοινωνία αγάπης, σε σώμα συστήνει Χριστού. Σώμα γερό απ’ όπου κανείς και τίποτα δε λείπει. Κι όλοι κι όλα είναι στο εδώ και στο τώρα, στο γλυκόπικρο ποτήρι να μεταλαβαίνουν. Σε ποτήρι που κερνά χαρά για τα μελλούμενα και πίκρες συγκερνά για τα όσα τα μάτια θωρούν κι οι αιστήσεις συναντόυν . Ο ρυθμός, η πνοή του Θεού, το χνώτο του Θεού, το χάδι του Θεού, κίνηση που ακολουθεί τον αιώνιο χορό Του μέσα στη ματωμένη, στην πονεμένη αλλά ωραία κτίση. Ο ρυθμός, νόστος είναι της παντοτινής παραδείσου, της αιώνιας πανήγυρης όπου όλα μες στο φως και στη χαρά της παρουσίας ενώνονται διαρκώς και κάθε φορά ανεπανάληπτα. Πρώτη δημοσίευση στο gkordispaintings 1.blogspot.com Τρίτη της Διακαινησίμου του 2009 44



Άνθρωποι περιττοί...

Οι άνθρωποι διαιρούνται όπως και οι αριθμοί σε ÇάρτιουςÈ και ÇπεριττούςÈ Ν. Καζαντζάκης

Οι άνθρωποι διαιρούνται όπως και οι αριθμοί σε ÇάρτιουςÈ και ÇπεριττούςÈ. Το περιττό εγκλείει την ελλειπτικότητα και ενέχει την ασυμμετρία και επομένως παράγει αυτόματα κίνηση αναζητώντας συνεπώς την ισορροπία μέσα από την αντίρροπη κίνησή του... Αυτή η ασυμμετρία στην οποία απαρχής φαίνεται να βασίστηκε ο έλλην πολιτισμός ήταν που οδήγησε στη σύλληψη του ρυθμού, μιας δυναμικής δηλαδή κατανόησης του κόσμου και των σχέσεων. Σχέσεων προσωπικών και κυρίως κοινωνικών, αφού η ισορροπία και άρα η ποθούμενη αρτιότητα δεν μπορεί παρά εν τω δήμω, δηλαδή σε σχέση με τους άλλους να πραγματωθεί. Στη ρυθμική αυτή κατανόηση των σχέσεων δεν υπάρχει αρχή ούτε τέλος, αφού η ασυμμετρία δεν είναι επίκτητη αλλά σύμφυτη στα πράγματα και επομένως δεν ξεκινά αλλά υπάρχει πάντα μέσα τους και φυσικά δεν τελειώνει όσο κι αν αποτελεί το μέγα ζητούμενο. Ο κόσμος στην κατανόηση αυτή είναι μια δυναμική παραγωγική διαδικασία που πορεύεται σε μια ατέρμονη ρυθμική, κυκλωτική, βασανιστικά επαναλαμβανόμενη χορευτική συσπείρωση, ένα ερωτικό αγκάλιασμα που καταλήγει πάντα στην ίδια τραγική ασυμμετρία και άρα στην ίδια σταματημένη κίνηση ή στην κινούμενη στάση. Αυτό είναι και το είδος ανθρώπου που περιγράφει και ο Καζαντζάκης παραπάνω. Ένας ασύμμετρος άνθρωπος που δεν σταματά ποτέ να ρωτά, να κινείται, να γυρεύει την απάντηση και ποτέ να μην του φτάνει. Ένας Έλλην, ένα πρόσωπο τραγικό που γυρεύει στην ισότιμη σχέση του με το άλλο να βρει την ισορροπία, τη στάση, το τελείωμα του σισύφειου ταξιδιού του. Ένα πρόσωπο που ξέρει από τα πριν ότι δεν θα φτάσει αλλά όμως ξέρει ότι είναι καταδικασμένο να εκκινήσει και να Ôναι πάντα σε ταξίδι... Και μη με ρωτήσεις πάλι για τα μένα, για την καρδιά μου, για τη θεωρία μου, για του ταξιδιού το νόστο το γλυκό, για παινέματα και του χειμώνα τις παραμυθιές τις τρυφερά μελαγχολικές. Μόνο να γροικώ τα μακρινά ξέμεινα τώρα και να ξεχνιέμαι προτιμώ σε θεωρίες γητεύτικες και σε στορήματα στοχαστικά του νου και της καρδιάς παρηγορητικά. Για όσους με άλλους τρόπους χαίρονται, για όσους η καρδιά τους αλλιώς γλυκαίνεται ας μη μας μαλώσουν και ας μας αφήσουν ήσυχα να πορευτούμε στην περπατησιά δειλινού σεμνού γεμάτου με ίσκιους πονετικούς και μυρουδιές των λουλουδιών μεθυστικές. Κουράστηκα καλοί... κουράστηκα να συζητώ. 46




Ευχή

Τι να Ôναι άραγε η πιο καλή στιγμή; Ένας άγγελος που πετά και πληροί τον λεπτό αραχνοΰφαντο αιθέρα, ένα φεγγαράκι που απορημένο στάθηκε για χάρη σου πάνω από το μετέωρο της κεφαλής σου μάρμαρο, ή μήπως ένα χέρι που πάντα σε συντροφεύει στους πόνους και στης ζωής τα δύσκολα γυρίσματα, ένα χάδι που πάντα σε περιμένει ήσυχο και ζεστό; Μπορεί όμως και αυτή η παρουσία μόνη της να Ôναι η πιο καλή σου στιγμή. Μια παρουσία που γεύτηκες τότε και δεν μπορείς, δε θες να λησμονήσεις...

49


Δος μοι τούτον τον ξένον...

Δος μοι τούτον τον ξένον... Οι Επιτάφιοι των Ελλήνων

Και να που η πόλη μας είναι όμορφη μέσα στη ζήτηση τη σιγανή της μοσχοβόλας νύχτας. Στρατιές από ήσυχους που δεν απαίτησαν ίσως ποτέ το πολύ και το τελείως. Στρατιές από αγγέλους που δεν το ζήτησαν αλλά τους δόθηκε, γιατί έτσι θέλησε ο Θεός. Διαβαίνουν ήσυχα, ειρηνικά μέσα απÕ τα άχρωμα αλλά τόσο αληθινά σοκάκια της πόλης μας. Αυτά που δεν διεκδικούν να είναι όμορφα αλλά για τούτο και είναι. Ταπεινά κι ωραία. Είναι στην ώρα τους, πάντα έτοιμα να δεχτούν τον πόνο των ανθρώπων και τον Επιτάφιο θρήνο για το Χριστό. Ετούτα το σοκάκια είναι αγκαλιά και πέρασμα, με τα λιγοστά λουλούδια όσων ακόμη σεμνά παλεύουν, με τις ανθισμένες πασχαλιές και τις θεριεμένες λιοφάτες να γεμίζουν τον κόσμο με μυρουδιές ταπεινές που σε τίποτα δε μοιάζουν στις μνημειακές αλλά στημένες συνθέσεις τόπων ξένων που ζητούν να 50

εντυπωσιάσουν και να υποβάλουν. Τα μικρά σοκάκια που προέκυψαν μέσα από την παρανομία των Ελλήνων να στεγάσουν την φτώχεια τους και την αγάπη τους, μέσα από την άπονη του κράτους βία που πάντα θα ζητά μες στους αιώνες να σταυρώσει τον Προμηθέα των ονείρων και της αγάπης. Κι όμως ετούτα τα σοκάκια είναι ωραία κι αληθινά και ίσως τα μόνα έτοιμα από πάντα να δεχτούν ετούτο τον ξένο. Πού αλλού να βρει φωλιά να κουρνιάσει ετούτος ο ξένος που τον αρνήθηκαν οι εδικοί του, που τον εγκατέλειψαν οι φίλοι και τον πρόδωσαν ακόμη και οι πιο στενοί; Πού αλλού να βρει τόπο να περάσει ο μεγάλος ξένος, ο μόνος, ο αληθινά πτωχός που δεν κράτησε τίποτα και δεν θέλησε καμία βοήθεια για να προστατεύσει το εγώ; Τα σοκάκια του Επιτάφιου που γίνονται όμορφα με την ταπεινή των Ελλήνων κατάθεση έτσι καθώς ακολουθούν χωρίς καλά καλά πολλές φορές να ξέρουν το γιατί. Ακολουθούν


σιγομουρμουρίζοντας ύμνους Çη ζωή εν Τάφω...È, σιγοψιθυρίζοντας σχέδια για την ημέρα της Λαμπρής. Αγόρια που χαζεύουν όμορφες και κορίτσια ανά δύο που κρυφογελούν, γονείς που καμαρώνουν κι άλλοι με κεφάλια σκυμμένα απÕ το βάρος μνήμης βαρειάς και νοσταλγίας ανείπωτης. Από τα παράθυρα κεφάλια προβαίνουν και θυμίαμα σκαρφαλώνει αδέσποτο στον λεπτό αιθέρα του αττικού ουρανού. Η κεκραμένη ετούτη θυσία ομορφαίνει τα σοκάκια των νεοελλήνων με την ταπεινή και ανεπιτήδευτη πραγματικότητά της. Τι καλά θα Ôταν να είναι όλα τέλεια. Αλλά αυτό δε γίνεται. Έτσι, καλύτερα αυτό το αληθινό περίπου, το καθαρό ακάθαρτο, το μουτζουρωμένο άσπρο των αθέλητων αγγέλων που διαβαίνουν τα σοκάκια του γλυκύτερου Έαρος. Στρατιές που κυλούν μέσα στους δρόμους και σιγά σιγά φθίνουν έτσι καθώς πολλοί διαρρέουν προς τα σπίτια τους κουρασμένοι και ανήμποροι να βαστάσουν μέχρι τέλους την ακολουθία. Όμως πόσο γεμάτοι θα μένουν πάντα οι δρόμοι ετούτοι από την ευλογημένη θυσία, την αβίαστη και αληθινή όσων το θέλησαν, γιατί η καρδιά τους το ζητούσε κι όσων το θέλησαν γιατί δεν είχαν άλλο να κάνουν, όσων το θέλησαν γιατί δεν ξέρουν το γιατί αλλά αφέθηκαν στου μυστηρίου την ορμή και τη γλυκιά του έαρος ετήσια συνήθεια. Ακόμη κι έτσι το μυστήριο των Επιταφίων είναι εδώ να μυραίνει τις γειτονιές, να ευλογεί τα σοκάκια των νεοελλήνων, να ÇεξαγιάζειÈ τον κόσμο με την ταπεινή ετούτη αναίτια πορεία τη μόνη που δε διεκδικεί για τον εαυτό της κάτι αλλά απλά συνοδεύει τη ζωή εν Τάφω, για μιαν αγάπη, για μια συνήθεια, για ένα κάτι που ακόμη ο νους δεν το κατέχει. Ο Επιτάφιος των νεοελλήνων είναι βαθειά στη ζωή υπόκλιση, το πιο μεγάλο, το πιο ευλογημένο ναι που όλα τα καταδέχεται κι όλα τα χωρά, που όλα τα παρασέρνει και τα πριν ενώνει διεστώτα. Και έστω για λίγο, έστω για μια στιγμούλα τόση δα στον κόσμο αναφωνεί πως η ζωή είναι μπορετό να γίνει, να σταθεί, να ανθίσει νÕ αναστηθεί. Μ. Σάββατο 18.04.2009 Αγία Παρασκευή

51


Υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνεις

Υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνεις μέσα στην ομίχλη στρίβοντας για το σπίτι με τα γερμένα παραθυρόφυλλα την άδεια πόρτα τα μαραμένα γιασεμιά με τη αυλή χαμένη σε ίσκιους αγάλματα και τα άγνωστα μαύρα πουλιά που στέκονται πάντα κατά τη Δύση θαυμάζοντας ανέμους που διαβήκαν υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνεις μόνη αγγίζοντας μνήμες ξεφυλλίζοντας πόνους παλιούς βέβαιωμένους φίλους και έρωτες λιθάρια χωρίς πόνο να βαστάξεις, να κρατήσεις χωρίς στεναγμό βαθύ να δείς υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνεις τις νύχτες με ολόγιομο φεγγάρι χρυσό μόνη σε δωμάτια που έμειναν κλειστά σε ανάμνηση χαράς και σε αρώματα μεθυστικά ραίνοντας τον αέναο πηγαιμό πτηνών αποδημητικών κάθε Φθινόπωρο μόνη πρέπει να κάνεις κάτι όταν μουσικές ηδονικές χαράσσουν εξαίσια το δέρμα της απέραντης γοητείας χρωμάτων μυστικών αθέλητα απλωμένων σε τοίχους που δεν φυλάσσουν ενοχές όνειρα κάλη εξαίσια αθώες ψυχές. 52


Υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνεις μόνη στο μισόφωτο της τελευταίας στιγμής τότε που έρχεται βέβαιη η κίνηση να πληρωθεί τότε που οι ήχοι σταματούν νÕ ακούσουν τότε που τÕ άστρα παραμερίζουν για να περάσει η ψυχή και το χαμένο όνειρο μαζί τότε που όλες οι συγχορδίες της συγνώμης πια δεν ωφελούν τότε που τα φύλλα των δένδρων στοιχίζονται λυπητερά σιωπούν υπάρχει κάτι που πρέπει μόνη να κάνεις εκεί στην τελευταία του ονείρου στιγμή κράτησέ μου το χέρι μα μη κοιτάξεις στα μάτια βαθιά μη δεις τον απέραντο πόνο να βασιλεύει στο πρόσωπό μου που έμεινε λειψό κράτα μόνο ένα χαμόγελο μισό για να Ôχεις κάτι να προσεύχεσαι κάτι να δείχνεις για χνάρι μου στον άβουλο ετούτο μάταιο ντουνιά...

53


54


Επιτύμβιο

Έμαθε από νωρίς να είναι διάφανος δεν κατάφερε πολλά τη Σελήνη ίσως μια δύο φορές φίλησε όταν γινόταν ολόγιομη και τρυφερά χλωμή λίγα χαλίκια της ακτής πέταξε αδέξια στη θάλασσα κατά το μέρος που λένε πως είναι η είσοδος του μεγάλου ειρηνικού ωκεανού κοιτούσε ώρες πολλές τους κορυδαλλούς αναζητώντας το κρυμμένο τους μυστικό στο γήινο πιτσιλωτό τους χρώμα και στο μακρόσυρτο γλυκόπικρο παιάνα τους που καλούσε σε πανήγυρη την πλάση όλη τα σούρουπα δεν κατάφερε πολλά έφυγε με μια ευωδία ώριμου δίκταμου στα χείλη δίχως ποτέ να γευτεί δίχως να ζήσει ακροπατώντας διάβηκε μοναχικός, ντροπαλός διστακτικός, μετέωρος λίγο δειλός ίσως και ποτέ δεν έμαθε πώς να κρύψει την αμηχανία των χεριών του το δάκρυ των ματιών του το αναίτιο την ομορφιά που του Ôφαγε τα σωθικά δεν την άντεξε έφυγε όπως όλοι νωρίς.

55


Πάλι πίσω γυρνούν...

Πάλι πίσω γυρνούν σκυφτοί ηττημένοι παραδοχές, νύχτες βροχερές ενοχές ξανθόμαλλα κορίτσια ανάσες οινόπνευμα τα πράσινα μάτια της ωκεανοί βαθείς ίδια βλέμματα μακρινά γητέματα φίλων ακριβών έρωτες χνώτο των ανέμων άκαιροι άστοχοι μάταιοι σαν επανάσταση σα μελτέμι κάστρο οχυρό πίσω γυρνούν πάλι πισωπλατούν τοίχοι ξέφωτα μισόγιομου φεγγαριού τα μαλλιά της σκάλες του Σινά φλόγες θύρες Παράδεισου ωραίες μια συγνώμη πάλι γυρνούν να αποθέσουν ύμνο ορφικό θαμμένο φως και σκοτάδι μαΐστρος των νότιων θαλασσών ένα μονάχα φιλί προδοσίας ακριβό και μια νύχτα γυναίκα 56


57


Ένα γράμμα

Τελικά το αποφάσισα. Μετά τις επίμονες προτροπές σου το αποφάσισα. Έφτασα στην Ανάβυσσο αργά το απόγευμα. Βούτηξα στο χλιαρό νερό και κάθισα ύστερα στην αμμουδιά. Ήταν ήσυχα. Λίγες οικογένειες που δεν μπόρεσαν να φύγουν για πιο μακρινούς προορισμούς. Παιδάκια που έπαιζαν ανέμελα στο σπάσιμο των κυμάτων. Λίγοι μοναχικοί που κοίταζαν πέρα μακριά κατά τη μεριά της Εύβοιας ή των ονείρων τους. Ο αέρας πάσχιζε φιλότιμα να συγκινήσει τα αρμυρίκια. Μάταια. Ήταν λιγοστός και αδύναμος κι εκείνα έκλαιγαν γοερά, αναίτια και αρμυρά.

58

Ήταν πάντως ήσυχα. Ίσκιοι απλώνονταν μακρόστενοι, ψιλόλιγνοι ακολουθώντας τις πατημασιές στην άμμο που Ôταν ακόμη ζεστή. Ένα κόκκινο ρούχο, αλιζαρίνη αληθινή, χόρευε μπροστά στο κύμα ανακαλώντας μνήμες και ονόματα γυναικών, φρικτά μυστικά. Κοίταξα προς τη μεριά της πρώτης μας συνάντησης. Περπάτησα μέχρις εκεί. Στάθηκα για λίγο. Έσκυψα κιόλας και άγγιξα με την παλάμη μου το μέρος που Ôχες τότε καθίσει. Το θυμόμουν καλά. Κι ύστερα στη θέση εκείνη έχει ανθίσει καιρό τώρα ένα κυπαρίσσι, λευκό, κατάισιο, μακρύ μέχρι τον ουρα-


νό, όμορφο σαν το απέραντο τώρα, ανέμελο σαν την αιωνιότητα, γνώριμο σε όλους για τη βαθιά φωνή του που ανδροκαλεί κάθε βράδυ σε μάχη ή σε φυγή, σε ξενιτεμό και σε θυσία αναίμαχτη αλλά φρικτή, ίσως όμως και σε αγκάλιασμα τρυφερό ηδονικό και ατελείωτο. Περίμενα. Περίμενα για πολύ. Κανείς δε φάνηκε να διαβάζει τις φευγαλέες μορφές των πυρακτωμένων νεφών, τις βιαστικές κινήσεις των νυσταγμένων πουλιών, τις ανεξήγητες σιωπές. Περίμενα. Απλά περίμενα μήπως... Έφυγα μετά μόνος μέσα στην ησυχία των ευτυχισμένων παραθεριστών, μέσα

στη γλυκιά παραδοχή του ηττημένου δειλινού… Έφυγα αλλά ήμουνα χαρούμενος. Λιγάκι. Ήσυχος, νικημένος, πιο φτωχός από ποτέ. Αυτό που ήθελα όμως να σου πω είναι πως τούτη τη φορά δεν ντράπηκα για την λιγοστή αυτή χαρά. Τη δέχτηκα. Έτσι φανταζομαι θα το ήθελες κι εσύ. ΣÕ ευχαριστώ... Καλό βράδυ.

59


Σαν ξένος πορεύομαι

Σαν ξένος πορεύομαι. Ξένος διέρχομαι, γλιστρώντας ανάμεσα απÕ τις ζωές των κανονικών ανθρώπων. Ξένος, φέρνοντας προίκα τη λύπη, τον πόνο, βάρη ασήκωτα, ενοχές, εποχές που μαρμάρωσαν, ησυχίες που απέρριψαν περιπατητές της ανώφελης ιστορίας. Σαν ξένος πολιτεύομαι τα πρωινά, φεύγοντας αναίτια τα δώρα κροκόπεπλης ηούς, το μακρόσυρτο των κορυδαλλών παιάνα στον ηττημένο ουρανό, της δροσούλας τη σεμνή παρουσία χαιρέκακα αγνοώντας. Ξένος εγώ να μη κοιτώ την ελάχιστη ακινησία των γαλάζιων ίσκιων θερινών μεσημεριών και τη χαλαρή, ένοχη λιγάκι, τύρβη ευτυχισμένων ανέμελων παιδικών παιχνιδιών παραμελώντας. Τα θεσπέσια των δειλινών έγχρωμα μεγαλεία δεν καμαρώνω πια και μήτε προσευχές ικετευτικές τα χείλη μου αναπέμπουν στη θεωρία των μεταφυσικών πλατειών και των άδειων λεωφόρων του δεκαπενταύγουστου των παραθεριστών. Τα μάτια μου έπαψαν να υγραίνονται, να κλαίνε ξέχασαν, τα σπλάχνα μου να σπαράσσουν λησμόνησαν, τα χέρια μου τρύπησαν και δεν κρατούν ευχές, καραμέλες, νερό, πληγές, μήτε καν ίασπι, αμέθυστο και κιννάβαρι πολύτιμο, φλογερό. Τα πόδια μου βάρυναν, σέρνονται, χορεύουν δεν περπατούν πια, δεν έρχονται σε μέρη γνωστά, αλαργεύουν ολοένα και πάνε. Κατά τη μεριά που δύουν τα όνειρα, κατά το νότο που αλώνουν έρωτες, κατά το Βορρά που θερίζουν πόνους πικρούς, κατά της Ανατολής τα μέρη που κοιτάζουν αναίτια τον Ουρανό, με άδολη μα άσκοπη ματιά. Τα πόδια μου στασίασαν, δεν 60

υπακούουν πια. Μαρμάρωσαν στο βήμα εκείνο το βαρύ πριν απο το μεράκι, απÕ το παράπονο μετά, γίνανε έρωτας βαλσαμωμένος, άπιστη προσευχή, όνειρο πραγματικό, ίσως και πόντος να Ôγιναν μα δεν το θωρώ πια έτσι που θολά τα μάτια κοιτούν, προσηλωμένα, στο σταματημένο φοβερό σταυρό κι όχι στης Ανάστασης τη λευκή φορεσιά. Ξένος πορεύομαι μέσα σε αλώνια μνήμης παιδικής, ανάμεσα σε σμήνη πουλιά που έρχονται ολοένα από μακριά και δεν φτάνουν ποτέ. Ξένος πηγαίνω σε ηδονές και προσπερνώ. Ξένος γεύομαι και δεν κρατώ. Ξένος στις παρακλήσεις και στις προσευχές, στις πομπές και σε λιτανείες μεγαλόπρεπες, βουερές. Το σούρουπο μονάχα, φορές φορές, τότε που βασιλεύει του ήλιου η γιορτή, τότε που κοιμούνται τα ανέμελα πουλιά και των ίσκιων ανδρώνονται τα δειλά ασταθή κορμιά, τότε που αεράκι φτάνει, ανάσα και αναστεναγμός της βασανισμένης τερακότας γης, τότε που τα πάθη ησυχάζουν ανεξήγητα μεμιάς και για λίγο δροσούλα κατακάθεται η προσευχή στης καρδιάς το πέλαγο το βαθύ. Τότε έρχεται λιγοστή χαρά και απαλύνει, βαλσαμώνει, παρηγορεί και ως ξένος και πάλι εγώ σε τραπέζι κάθομαι να γευτώ σπουργίτης φοβισμένος, δειλός, βέβαιος πως και πάλι της νύχτας η ανοιχτή υπόσχεση αγκαλιά ξένο θα με βρει και πάλι στις στράτες να γυρνώ με τα κουρέλια της ζήσης και την αφόρητη του πόνου πίκρα εγώ... Αυγούστου 11, Αθήνα


61



Αύγουστος

Αύγουστος. Χώμα αφράτο, ήσυχο, βεβαιωμένο, καλό. Χορταράκια ξανθισμένα, σε τρυφερή παρακμή, στωικά λυγίζοντα σε ανέμων την πομπή. Φλούδες καρπούζι αφημένες, ριγμένες χρόνια τώρα στις άκριες δρόμων επαρχιακών, αγροτικών, στενών. Χρώματα ψημένης σιέννας και όμπρας ωμής ραντισμένα απλόχερα, τριγύρω, παντού. Τριζόνια, αναίτιοι ακατάπαυστοι ντελάληδες της ματιοδοξίας μωροί, ωραίοι, άφαντοι, ξακουστοί. Αύγουστος η ευωδία της καλαμιάς μετά την ξαφνική, βιαστική, ύπουλη σχεδόν νεροποντή. Χωράφια καψαλισμένα, βουβά, αναμένοντα. Μυρουδιές απο ροδάκινο, πεπόνι αργείτικο, φρεσκοκομμένη ντοματοσαλάτα, ψωμί που ψήνεται, τυροκουλούρα της μάνας, παιδιά που τρέχουν για κει... Αύγουστος. Ένα σούρουπο που δεν λέει να τελειώσει. Θερινά σινεμά, σε ανάμνηση. Κουβέντες λιγωμένες ερωτικές μέσα στα φλοίσβο κυμάτων γοερών γυναίκας θάλασσας. Αύγουστος. Εκείνο το χάδι άνεμος στην πίσω μεριά του μπράτσου σου. Μια ματιά που ξεχάστηκε στην καρδιά σου μέσα για πολύ, όσο να τελειώσει το Cinema Paradiso. Tous les matins du Monde... Οι τελευταίες νότες της μικρής Αχιβάδας, του Μάνου το Ιωνικό και η μυστική, ανεξήγητη παρουσία του Nino Rota, έτσι για το πείσμα... Βάδισμα αργό τα απογεύματα που φέρνει σε παρακλήσεις όνειρα και νοσταλγία της γεροντικής ησυχίας αρχαίας βελανιδιάς στην Αγία Παρασκευή από κάτω. Δημοσιές που κατηφορίζουν στον Σεπτέμβριο, στην Επίδαυρο, στη Γαύδο, στο Μακρύ Γιαλό, στα Σχινοκάψαλα, στο τελευταίο θυμάρι και στο κλαδάκι του ώριμου, ευωδιάζοντα έρωντα που άφησες επίτηδες στο πρεβάζι του παράθυρο των κλαυθμών. Αύγουστος. Μισή ματιά κατά το Λυβικό. Ζέστη ώχρα, terra ercolano, όμπρα Κύπρου, verdaccio, και χλωμό τσαγαλί δροσούλα λιγοστή. Βραδάκια σε συναυλία και ακαθόριστη προσμονή. Αύγουστος. Χώμα, ραστώνη, γυναίκα, συγγνώμη, εσύ... Αυγούστου 9. Εδώ... κι ένα μυγάκι που ακόμη ρόλο δε βρήκε στην ποίηση να μπει... 63


Κάτι δρόμοι είναι, στένεψαν...

...Κάτι δρόμοι είναι και στένεψαν απότομα. Κάτι σοκάκια που δεν βγάζουν πια πουθενά. Παλιά θυμάμαι κατηφόριζες και σε λίγες δρασκελιές ήσουνα μέσα στην αγορά μέσα στην κίνηση της πλατείας, στη βουή, στις φρέσκιες μυρουδιές, στις άτακτες χαρούμενες λαλιές. Τώρα αυτοί οι δρόμοι δεν βγάζουν πουθενά. Ρήμαξαν σαν τα κορμιά των ανθρώπων κι αυτοί. Χορτάριασαν. Ξέφτισε και η άσφαλτος. Γέμισε λακούβες, άσχημες, βαθιές και κοφτερές. Δεν τολμάς να περάσεις από κει τα βράδυα. Σκυλιά αλυχτάνε, σε τρομάζουν. Φεγγάρια σταματημένα στη χάση τους κρεμασμένα στα ξερά κλαδιά δένδρων άγνωστων φερμένων απ’ αλλού. Σκιάχτρα ακόμη παντού. Τα βάζουν οι γριές για να τρομάξουν τα όρνια και τις καλιακούδες. Τα βράδα όμως ζωντανεύουν και χτυπιούνται αναμεταξύ τους και βγάζουν ήχους αλλόκοτους που παγώνουν το αίμα των κανονικών ανθρώπων. Αυτών που δεν τολμούν να κοιτάξουν τη Σελήνη κατάματα, γιατί σκιάζονται το παγωμένο αργυρό φως και τρέμουν τους μύθους που ακούγαν από παιδιά σ’ ατέλειωτα καλοκαιριάτικα νυχτέρια... Άμα δεις τη Σελήνη κατάματα δεν θα μπορέσεις ποτέ να κοιμηθείς ήσυχα. Κάθε που 64

πιάνει η νύχτα θα παίρνεις τα βουνά και θα ρωτάς. Δέντρα λευκά, βασανισμένα από ανέμους σφροδρούς, αμείλιχτους βοριάδες, σκληρά απότομα κομμένα βράχια, τριζόνια και χελώνες γέρικες, χλωμές. Θα ρωτάς για τον Ενδυμίωνα, έναν βοσκό καταραμένο, τραγικό και μόνο, που ποτέ δεν θα γνωρίσεις. Θα ρωτάς έτσι χωρίς λόγο και δεν θα μπορείς να κοιμηθείς ήσυχα ποτέ. Θα γίνεις σαν τον έρωτα και σαν τα κύματα της θάλασσας. Θα γυρνάς χωρίς λόγο και χωρίς τέλος. Θα ψάχνεις νÕ ανταμώσεις με ανθρώπους, με τις ομορφιές και με στοιχειά και τίποτα δε θα βρίσκεις. Μονάχα θα πλανιέσαι γυρνώντας μες στις νύχτες, της Σελήνης τις αδελφές... Κι είναι που και οι δρόμοι δε βγάζουν πια πουθενά. Όσο κι αν κατηφορίσεις δεν θα φτάσεις στην πλατεία. Θα μακραίνεις ολοένα και θα αγωνιάς και θα ζωντανεύεις μέσα σου εικόνες μυστικές από ένα παρελθόν που δεν έζησες και που δεν θέλησες. Οι δρόμοι θα σε φτάνουν σε τρίστρατα και σε συμπληγάδες, σε δράκους παγερούς, κόκκινους, έρποντες, φθονερούς και σε μύθους με μάγισσες και ξέφωτα σκοτεινά, παράξενα λουσμένα από φώτα ξένα, αλλόκοτα φοβιστικά. Όσο κι

αν παίρνεις πια τους δρόμους δε θα φτάνεις ποτέ στη γνώριμη του σπιτιού αυλή, με το γιασεμί και το αγιόκλημα που ξορκίζει τους φόβους και την εξουσία του κενού. Στο σπίτι που περιμένουν πάντα φίλοι κι εδικοί, στο σπίτι που ξεχάστηκες κι άφησες να γκρεμιστεί στην κατοχή, τότε που ο τόπος δεν είχε αρχή άλλη και τέλος απ’ την ανάγκη και τη στενή της καρδιάς φυλακή. Το σπίτι όμως, παράξενα, άντεξε και έγινε τώρα δρόμος που μπορείς κάθε που βραδιάζει να τον παίρνεις και να φτάνεις στη δημοσιά με τις ευωδιές της αγκαλιάς και τη ζεστή χαλαρή ανάσα φίλων καρδιακών. Όταν οι δρόμοι στενεύουν και δεν φτάνουν πουθενά μη φοβηθείς. Πάρε τον δρόμο του σπιτιού με τα μεγάλα ανοιχτά παράθυρα απ’ όπου αγέρηδες έρωτες διαβάτες περνούν και πάνε. Πάνε... κατά του ντουνιά τον πηγαιμό, κατά το μεγάλο της τύχης χαμό... Γέρακας


65


ΠΕΡΙωΔΙΚΟ Τ Η Σ

Π Ο Λ Η Σ

Μ ηνιαία

έκδοση

Ιδιοκτησία Όμιλος Επιχειρήσεων Πολιτισμού & Επικοινωνίας AL PHA MEDIA GR OUP Βενιζέλου 79 | 654 03 | Καβάλα Τ 2510 220 120 | F 2510 221 300 Ε alphamediagroup@otenet.gr Εκδότης Ιωάννης Κ. Τσίγκας Διευθυντής Κωνσταντίνος Ι. Τσίγκας Σύμβουλος Έκδοσης | Καλλιτεχνική Διεύθυνση Μπάμπης Γαμβρέλης Δημιουργικό { Μe˚PĦĨsto }

Νομική Σύμβουλος Σουλτάνα Π. Ελευθεριάδου Καβάλα | Τ 2510 621 200 | F 2510 621 201 Συνδρομές Ετήσιες Εσωτερικού �45,00 | Εξωτερικού �90,00 Δήμοι, Ν.Π.Δ.Δ., Επιχειρήσεις �200,00 Δημόσιες & Δημοτικές Βιβλιοθήκες �120,00


67


68


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.