solnes1

Page 1


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

Tίτλος πρωτοτύπου HENRIK IBSEN, BYGMESTER SOLNESS Μετάφραση-διασκευή ΑΘΑΝΑΣΊΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΎΛΟΥ Φωτογραφίες ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΟΚΚΟΒΕ Επιμέλεια και διορθώσεις έκδοσης ΕΛΕΝΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ Σχεδιασμός έκδοσης ΙΩΆΝΝΗΣ Κ. ΤΣΙΓΚΑΣ [ www.bookart.gr ] Εκτύπωση έκδοσης ΚΑΠΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Παπαρηγοπούλου 6 | 121 32 | Περιστέρι Τ + F 210 68 59 273 | Ε info@kapaekdotiki.gr w w w. k a p a e k d o t i k i . g r f b / Κάπα Εκδοτική 2


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ Χένρικ Ίψεν ΠΡΌΣΩΠΑ ΤΟΥ ΈΡΓΟΥ [Με σειρά εμφάνισης.] Χάλβαρντ Σόλνες ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ Ράγκναρ Μπρόβικ ΑΝΤΙΝΟΟΣ ΑΛΜΠΑΝΗΣ Κνουτ Μπρόβικ ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΕΡΑΚΗΣ Κάγια Φόσλι ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΡΕΠΗ Αλίνα Σόλνες ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΕΧΟΥ Γιατρός Χέρνταλ Κ Ω Σ ΤΑ Σ Κ Α Σ ΤΑ Ν Α Σ Χίλντα Βάνγκελ ΙΩΒΗ ΦΡΑΓΚΑΤΟΥ Μετάφραση-Διασκευή-Σκηνοθεσία-Μουσική επιμέλεια ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ Σκηνικά ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΥΡΙΚΗΣ Κοστούμια ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΓΡΕΔΑΚΗΣ Φωτισμοί ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ Βοηθός σκηνοθέτη ΕΦΗ ΛΙΑΛΙΟΥ Παραγωγή ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ Πρεμιέρα Οκτώβριος 2019 ΘΕΑΤΡΟ ΙΛΙΣΙΑ



ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ

Χρόνια τώρα, αποφάσισα πως ο Σκηνοθέτης είναι ο «αόρατος υπηρέτης» του ηθοποιού και του λόγου. Οφείλει να στέκεται διακριτικά στη σκιά και να βοηθά τους ηθοποιούς να αναδεικνύουν στο φως ό,τι πιο όμορφο κρύβουν μέσα τους. Οφείλει να ακολουθεί το κείμενο με σεβασμό και να μην παρασύρεται από την (ανθρώπινη) τάση του να επιδείξει τη δική του εκδοχή. Γιατί έτσι μόνο θα αφήσει τον κάθε ένα θεατή να σχηματίσει τη δική του προσωπική εκδοχή, να συγκινηθεί για τους δικούς του προσωπικούς λόγους. Ακουμπώ, λοιπόν, σε επτά ιδανικούς για τους ρόλους ηθοποιούς (Κατερίνα Λέχου, Αντίνοος Αλμπάνης, Ιώβη Φραγκάτου, Κώστας Καστανάς, Μιχάλης Αεράκης, Κατερίνα Κρέπη), τους ακολουθώ και εύχομαι να δει το κοινό αυτό που είδα εγώ, κάποιες ιερές στιγμές της πρόβας. Είμαι ευτυχής που γνώρισα έναν κορυφαίο «Αρχιμάστορα Σόλνες», τον σπουδαίο Γρηγόρη Βαλτινό και την ορμή της ύπαρξής του. Είμαι ευγνώμων τόσο σ’ εκείνον για την υποκριτική του γενναιοδωρία, όσο και σε όλους τους συγκινητικούς συνεργάτες του στο θέατρο Ιλίσια (με κυρίαρχο τον Γιάννη Κανελλόπουλο). Είχα μια πολύτιμη και αναντικατάστατη βοηθό (Έφη Λιάλιου) και εκπληκτικούς συμπαίκτες στα κοστούμια (Γιώργος Σεγρεδάκης), στα φώτα (Λευτέρης Παυλόπουλος), στο σκηνικό (Γιάννης Μουρίκης). Ο Αρχιμάστορας Σόλνες είναι έτοιμος. Κι εγώ «ανήκω στον ίσκιο του». ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ: Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ από την ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ

«Τα νιάτα με πλησιάζουν με όλη τους την ορμή. Τα νιάτα χτυπούν την πόρτα μου». Υπάρχει ένας παλιός σκανδιναβικός μύθος που περιγράφει τη διαδοχή του θρόνου της ζωής από τον γηραιότερο στον νεότερο: Ο βασιλιάς του Δάσους βασίλευε για εννέα χρόνια κατά τον μύθο, μέχρι που ο νεότερος διάδοχος τον σκότωνε, έκοβε το χρυσό κλαδί από το δέντρο του βασιλείου και έπαιρνε τον θρόνο. Η τάξη των πραγμάτων –η φύση– είναι πως θα έρθει η στιγμή που ο μεγαλύτερος θα υποχωρήσει υπέρ του νεότερου. Ο δάσκαλος θα υποχωρήσει υπέρ του μαθητή. Ο γονιός υπέρ του απόγονου του. Κι όμως, ο αρχιμάστορας Χάλβαρντ Σόλνες υποφέρει στην ιδέα πως πλησιάζει η ώρα της αποχώρησης.

ΧΙΛΝΤΑ: Γιατί δεν αποκαλείς τον εαυτό σου αρχιτέκτονα όπως οι άλλοι; ΣΟΛΝΕΣ: Γιατί δεν έχω σπουδάσει όπως οι άλλοι. Είμαι αυτοδίδακτος. Χωρίς ακαδημαϊκή μόρφωση, με μεγάλη τύχη και πιθανώς με άνομα μέσα, ο Σόλνες «έχει δώσει το αίμα της καρδιάς του» για τη θέση που βρίσκεται και είναι αποφασισμένος να μην την παραδώσει ποτέ. Κορυφαίος «αρχιτέκτονας», οικοδόμησε μια ζωή και μια καριέρα εις βάρος των άλλων: Πήρε τη δουλειά από τον πρώτο εργοδότη του, τον Μπρόβικ, έχτισε πολλά σύγχρονα κτίσματα πάνω στα αποκαΐδια του πατρικού κάστρου της γυναίκας του Αλίνα, κράτησε στο πλάι του τον ταλαντούχο Ράγκναρ, εκμεταλλευόμενος τον έρωτα της αρραβωνιαστικιάς του Κάγια προς αυτόν και – καθ’ ομολογία του- θεμελίωσε τη φήμη του πάνω σε τυχαία –ή όχι;- συμβάντα του παρελθόντος. Όχι, ο Σόλνες δεν είναι έτοιμος να παραδώσει τον θρόνο της επιτυχίας. Ο Σόλνες δεν είναι έτοιμος να αποσυρθεί καλλιτεχνικά ή ερωτικά. Κανένας Θεός δε θα γράψει τη σκηνική οδηγία «exit Solness»,

6


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

7


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

παρά ο ίδιος θα αποφασίσει πότε και πώς θα αποχωρήσει προς το παρασκήνιο της ζωής.

«Ξέρεις πολύ καλά πως δε διαλέγουμε ποιον θα ερωτευτούμε». Εχθρός του Σόλνες είναι τα νιάτα, με το πρόσωπο του ταλαντούχου υπαλλήλου του, Ράγκναρ. Ο Ράγκναρ, μια σκιαγράφηση του νεαρού τότε Κνουτ Χαμσούν (του διάσημου συγγραφέα της Πείνας κ.ά. που επιτίθετο με κάθε ευκαιρία στον γηραιό Ίψεν), είναι η απάντηση του Νορβηγού ποιητή στην κριτική που δεχόταν από τους νεότερους συνάδελφους του, στα 1890 (Η φράση του Χαμσούν μετά τον θάνατο του Ίψεν: «Ο Ίψεν πέθανε! Ζήτω!» δήλωνε αδιάκοπο μίσος). Όμως, σύμμαχος του Σόλνες είναι και πάλι τα νιάτα με το πρόσωπο της όμορφης Χίλντα. Είναι γνωστή η αυτοβιογραφική ιστορία του Ίψεν, πάνω στην οποία βάσισε το χαρακτήρα της Χίλντα· η δεκαοκτάχρονη Έμιλυ Μπάρνταχ είχε γοητεύσει τον εξηνταδυάχρονο Ίψεν, ένα καλοκαίρι στην Ελβετία. Σε κάποιες από τις πολλές ερωτικές επιστολές που αντάλλαξαν, ο Ίψεν την αποκαλεί «πριγκίπισσά μου», ενώ σε άλλες υπογράφει «ο Αρχιμάστορας σου». Η Χίλντα εισβάλλει στο σπίτι των Σόλνες στις 19 Σεπτεμβρίου (η φθινοπωρινή ισημερία για το 1892) και μέχρι τις 20 έχει καταφέρει να αλλάξει το σύμπαν του και να τον σπρώξει στην επανάληψη ενός (αμφισβητήσιμου) κοινού παρελθόντος. Ο Σόλνες πριν από δέκα χρόνια, είχε ερωτική επαφή με την ανήλικη τότε Χίλντα, αμέσως μετά την ανύψωση από εκείνον ενός πύργου στην πόλη της μικρής. Αλλά το ένα από τα δύο γεγονότα –την ερωτική επαφή με ένα ανήλικο κορίτσι- ο Σόλνες αδυνατεί να το θυμηθεί. Λέει αλήθεια; Ή προσπαθεί να αποδιώξει μια σοκαριστική πράξη του παρελθόντος; (Ο Φρόυντ έγραφε: «Πόσο εμπιστευόμαστε τη μνήμη μας σχετικά με το σεξ, το τραύμα και τη βία;»). Η Χίλντα απαιτεί να επαναληφθούν και τα δύο παραπάνω συμβάντα (η άνοδος του Σόλνες στον πύργο του και η επαφή τους), δίνοντας στον Σόλνες μια ελπίδα πως «ο ήλιος θα ξαναμπεί στο σπίτι» και εξιλεώνοντας τον απέναντι στα μάτια του Θεού του, αλλά και των ανθρώπων.

«Η συνείδησή σου είναι αδύναμη, Σόλνες. Δεν αντέχει το βάρος όσων έκανες». Αν υπάρχει κάτι που διακρίνει τον ήρωα αυτόν από οποιονδήποτε άλλον επηρμένο ή εγκληματικό χαρακτήρα είναι η «λαβωμένη» συνείδηση. Συνε-

8


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

χώς αναφέρεται στις ενοχές του, στην τρέλα του μυαλού του, συνεχώς απολογείται για τη φύση του ή ομολογεί -έστω εν μέρει- τις πράξεις του. Η νέα, ακόμα, γυναίκα του είναι πια «μια ζωντανή- νεκρή», η οικογένειά του διαλύθηκε και τα σπίτια που έχτιζε –με πρώτο απ’ όλα το δικό του «δεν είχαν υλικό την ευτυχία». Κι όλα αυτά, εξαιτίας του, όπως ουρλιάζει ο ίδιος. Ο Σόλνες δεν κοιμάται τις νύχτες. Και όταν κοιμάται ονειρεύεται πως πέφτει. (Μια αγωνία ενός ανθρώπου που νιώθει πως χάνει τη δύναμή του.) Ο Σόλνες αναζητά συνέχεια κάποιον να εξομολογηθεί. Στον γιατρό Χέρνταλ καταθέτει την «κατάρα» που τον βασανίζει: «Ό,τι σκεφτώ γίνεται. Χωρίς να μιλήσω ποτέ σε κανέναν».

«Καθημερινά, οι αόρατοι βοηθοί και συνεργάτες μου, παίρνουν κομμάτια από άλλες καρδιές για να μπαλώσουν τη δική μου…»! Ο Σόλνες είναι πεπεισμένος πως υπάρχουν κάποιοι αόρατοι βοηθοί και συνεργάτες (ή υπηρέτες) που βοηθούν να εκπληρωθούν οι βαθύτερες επιθυμίες του, ακόμα και με φριχτές συνέπειες για τους άλλους ανθρώπους (σχετίζονται με τα fylgjur ή kynfylgjur της νορβηγικής μυθολογίας που φρόντιζαν τον άνθρωπο και την οικογένειά του κι έφερναν καλή τύχη.) Η Χίλντα ονομάζει αυτές τις αόρατες δυνάμεις, «δαιμόνια» (τα νορβηγικά τρολ) και ο Σόλνες ασπάζεται αυτήν τη διαβολική συμβολή, αποποιούμενος έτσι την ευθύνη για πράξεις του επιζήμιες ή και καταστροφικές. Τα δαιμόνια, λέει, είναι σταλμένα από τον Θεό. Έναν Θεό που ο Σόλνες υπηρέτησε για χρόνια και τώρα τον περιγράφει ως αλαζόνα και εκδικητικό. Έναν Θεό που κατόρθωσε –όπως του θυμίζει η Χίλντα- να πλησιάσει κάποτε και να αντιμετωπίσει ως ίσος προς ίσον. Και θέλει να το επαναλάβει· γιατί θεωρεί πως ο Θεός είναι ο μόνος που στέκεται ψηλότερα από τον Αρχιμάστορα.

«Ο αρχιμάστοράς σου, πάσχει από υψοφοβία». Ο Αρχιμάστορας Σόλνες, ο δημιουργός των πιο ψηλών πύργων, είναι άρρωστος. Έχει υψοφοβία. Δεν μπορεί να ανέβει στα δημιουργήματα του. Και δεν μπορεί να σταθεί στην κορυφή της επιτυχίας του, χωρίς να ζαλιστεί. Τι ειρωνεία -να ανεβαίνεις ως την κορυφή και να μην μπορείς να σταθείς σ’ αυτή. Ίσως, γιατί οι κορυφές έχουν θέση μόνο για έναν και για να σταθούμε στη ζωή, χρειαζόμαστε και τα χέρια άλλων -έτοιμα για να μας κρατήσουν.

9


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

O Χένρικ Ίψεν με τον Φάρο, Edvard Munch, 1902

Ο Σόλνες, «αρπάζοντας τον αέρα τόσων ανθρώπων», όπως λέει ο Μπρόβικ, έχει «σκαρφαλώσει» ως την κορυφή της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της δόξας, αλλά υποφέρει από ιλίγγους. Η ακροφοβία ή υψοφοβία του λειτουργεί τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά: αυξημένη αρτηριακή πίεση, εφίδρωση, δύσπνοια κ.ά. συμπτώματα, εκδηλώνονται στον Σόλνες, όταν συνειδητοποιεί το ύψος στο οποίο στέκεται αλλά και τα μέσα τα οποία χρησιμοποίησε, για να κατακτήσει το ύψος αυτό. Το να κοιτάζεις τους άλλους ανθρώπους από ψηλά ενέχει το φοβερό τίμημα να μην μπορείς ποτέ πια να τους πλησιάσεις. «Ευτυχισμένοι άνθρωποι. Ευτυχισμένοι απλώς, γιατί έχει ο ένας τον άλλον.» Ο Σόλνες, εξαιτίας της αλλοπρόσαλλης και εγωιστικής συμπεριφοράς του, απομακρύνεται από τη γυναίκα του, από τους συνεργάτες του και από όλους όσους θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν να ζήσει αξιοπρεπώς, μετά την «αποχώρησή» του υπέρ κάποιου νεότερου και περισσότερο ταλαντούχου. Ο Σόλνες νιώθει πως πεθαίνει καλλιτεχνικά («Δεν έχω έμπνευση»), ερωτικά («Είμαι γέρος πια»), υπαρξιακά («Ο καημένος ο Αρχιμάστορας, δε θα χτίσει ποτέ ξανά». ) 10


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

«Έχεις προσέξει πόσο μας προκαλεί, πόσο μας γοητεύει το αδύνατο»; Κάποια μέρα που βρίσκεται με την Μπάρνταχ –συγκεκριμένα στις 20 Σεπτεμβρίου του 1889- ο Ίψεν γράφει στο άλμπουμ της νεαρής μια φράση από τον Φάουστ: «Τι ύψιστη και επώδυνη χαρά να παλεύεις για το άπιαστο». Το «άπιαστο» είναι το «αδύνατο» στην ιστορία του Σόλνες (umilig είναι ο νορβηγικός όρος) και είναι η ίδια έννοια που βρίσκουμε στη Βίβλο και στην ιστορία της Βαβέλ: η αναζήτηση του αδύνατου και προσπάθεια της κατάκτησής του (όπως η οικοδόμηση του ψηλού πύργου της Βαβέλ που θα πλησίαζε τον Θεό) είναι που συνιστά την ύβρη του Σόλνες απέναντι στη Φύση και στους Ανθρώπους. Το ενδιαφέρον είναι πως η κατάκτηση του αδύνατου γίνεται σκοπός ενός ανθρώπου που «ήξερε το μυστικό της πραγματικής δύναμης, να μην τολμά πέρα από τις δυνάμεις του» και πως η προσπάθεια αυτής της κατάκτησης κρύβει καλά φυλαγμένη μιαν απόφαση, να σκηνοθετήσει τη δική του έξοδο. Το έργο όμως δεν είναι μόνο ο Αρχιμάστορας Σόλνες. Υπάρχουμε μέσα από τα μάτια των άλλων. Ο Σόλνες υπάρχει και περιγράφεται σαν χαρακτήρας μέσα από την Αλίνα, τη νέα ακόμα γυναίκα του («Δεν είναι ακόμα αργά για την Αλίνα, για να κάνετε οικογένεια») που περιφέρεται σαν φάντασμα, σέρνοντας στην ουρά του ρούχου της την τραγωδία του παρελθόντος. Η Αλίνα υπομένει τις απιστίες και τις μεθόδους του Σόλνες, θεωρεί καθήκον της κάθε πράξη απέναντι στους άλλους και μοιράζεται με τον Σόλνες τόσο τον φόβο για τον Θεό, όσο και τις ενοχές. «Είμαι αλυσοδεμένος με μια νεκρή γυναίκα», λέει ο Σόλνες, ενώ για τον ψυχικό αυτό θάνατο παίρνει όλη την ευθύνη. Ο Ράγκναρ, η νεότερη και πιο εξελιγμένη εκδοχή του φιλόδοξου Σόλνες (σε αντίθεση με τον Αρχιμάστορα, εκείνος έχει σπουδάσει), είναι η σιωπηλή Ερινύα του· θυμίζει με την παρουσία του τόσο το κακό που είχε κάνει στο παρελθόν ο Σόλνες στον πατέρα του Ράγκναρ, τον Κνουτ Μπρόβικ (πρώην εργοδότη του και νυν υπάλληλό του), όσο και το κακό που θα πάθει στο μέλλον («Αν ο Ράγκναρ πετύχει, εγώ πάει- τέλειωσα»). Ο Μπρόβικ, συμβιβασμένος πλήρως με τη ζωή, συμφιλιωμένος με τα νιάτα –ως στοργικός πατέρας- έχει με τον Σόλνες μια τελευταία δυσοίωνη και καταλυτική αναμέτρηση. Η Κάγια Φόσλι, ανιψιά του Μπρόβικ και αρραβωνιαστικά του Ράγκναρ (ήταν σύνηθες τότε να παντρεύονται ακόμα και πρώτα ξαδέρφια – ο ίδιος ο Γκριγκ, προσωπικός φίλος και συνθέτης του έργου του Ίψεν, είχε παντρευτεί την πρώτη ξαδέρφη του) είναι το μέσον που χρησιμοποιεί ο Σόλνες, για να κρατήσει κοντά του τον Ράγκναρ. Ερωτευμένη τόσο πολύ που δεν κρατά ούτε τα προσχήματα, αλλά ούτε και 11


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

μυστική τη σχέση της εν τέλει, η έξυπνη -κατά τα άλλα- Κάγια ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που, όταν αρρωσταίνουν από έρωτα, «τυφλώνονται». Ο γιατρός Χέρνταλ, ο οικογενειακός γιατρός που σίγουρα είναι κάτι πέρα από παθολόγος – οι Σόλνες μιλούν και εξομολογούνται σ’ αυτόν αλλά δε ζητούν ιατρικές συμβουλές. Βρίσκεται στο σπίτι του Σόλνες συχνά και διακριτικά ως προστάτης της Αλίνας και της εύθραυστης ψυχικής της υγείας και κάνει επείγουσες επισκέψεις, όταν υπάρχει μόνο κάποια διαταραχή στη συμπεριφορά του Σόλνες, ως σύμβουλος. Τέλος, η Χϊλντα, το «ξωτικό» ή το «δαιμόνιο» του Σόλνες. Η ιδανική γυναικεία παρουσία, τόσο για την εξέλιξη της ιστορίας του Αρχιμάστορα, όσο και για τα τέλη του 19ου αιώνα: επαναστάτρια, δυναμική, ανεξάρτητη, ερωτική και ελεύθερη, η -άνετα ντυμένη- Χίλντα έρχεται σε αντίθεση με το πρότυπο των γυναικών που εκπροσωπεί η Αλίνα: τις συντηρητικές, συγκρατημένες και υποταγμένες χλωμές γυναίκες που τυλίγονταν μέσα στα πολλά επίπεδα των ρούχων τους. Όσο εξελίσσεται, όμως, η ιστορία του Σόλνες και της Χίλντα, μια σκέψη μας κυριεύει: Μήπως δεν υπάρχει; Μήπως είναι δημιουργία του ταραγμένου μυαλού του Σόλνες; Μήπως είναι μέρος της συνείδησής του; Η άλλη του φωνή; Όταν ο Σόλνες μιλά μαζί της, είναι σαν να συνδιαλέγεται με τον εαυτό του και όταν ο Σόλνες δρα σύμφωνα με τις επιταγές της, είναι σαν να κάνει κάτι που είχε μέσα του καιρό –απλώς δεν έβρισκε τη δύναμη. Η Χϊλντα μεταλλάσσεται και στον νεανικό και ανέμελο εαυτό της Αλίνα Σόλνες, αλλά αποκαλύπτει και τον βαθύτερο εαυτό του Ράγκναρ Μπρόβικ.

ΧΙΛΝΤΑ: Είσαι σίγουρος πως δεν με κάλεσες κοντά σουκρυφά, εσωτερικά, εννοώ; ΣΟΛΝΕΣ: Ναι, νομίζω πως σε κάλεσα. Η μετάφρασή μου έθεσε από νωρίς το ερώτημα: Σε ποια γλώσσα έγραφε ο Νορβηγός δραματουργός Ίψεν; Η απάντηση είναι: στα δανέζικα. Η γλώσσα των πρώην κατακτητών της Νορβηγίας, παρέμεινε το βασικό, γλωσσικό ιδίωμα τον 19ο αιώνα, εμπλουτισμένο με το νορβηγικό λεξιλόγιο (γνωστό ως Δανο-Νορβηγικά). Στην κατά λέξη μετάφραση, χρησιμοποιεί κανείς, λοιπόν, δύο λεξικά. Επίσης, στηρίχτηκα στην πρώτη μετάφραση που έγινε για την παράσταση που προηγήθηκε και της νορβηγικής, στο Λονδίνο το 1893: των Edmund Gosse και William Archer (1893), αλλά και σε εκείνη του Torkil Heggstad (2016). Η διασκευή, με όπλο τις επιστολές ή άλλα κείμενα του Ίψεν, τις αυτοβιογραφικές του αναφορές ή τις τότε ιστορικές αναφορές, απλώς «φώτισε» τους χαρακτήρες και τα νοήματα των λέξεων. Πολλές φρά-

12


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

σεις στηρίχτηκαν σε προσωπικές κουβέντες με τους ηθοποιούς («έκλεψα» εκφράσεις και ιδέες τους). Αφαιρέθηκαν στοιχεία που πιθανόν να αποπροσανατόλιζαν ή προστέθηκαν στοιχεία που ήταν αυτονόητα την εποχή της συγγραφής του. Το κείμενο δεν είναι μια επίδειξη κατανόησης από μεριάς μου, ούτε μια κατάθεση προσωπικής ανάλυσης. Το κείμενο είναι το έργο «Αρχιμάστορας Σόλνες» του Νορβηγού συγγραφέα Χένρικ Ίψεν που γράφτηκε το 1892. Έτσι όπως ακριβώς το «είδα» συγκινημένη, την πρώτη φορά, πριν από 25 ακριβώς χρόνια. α. κ.1

The Master linguist: The problem with translating Ibsen, Mark Lawson, The Guardian, (29.10.2014) Passion for Βuilding: Henrik Ibsen’s “The Master Builder” and Arnold Wesker’s “Their Very Own And Golden City”, Mehmet Takkac, Ataturk University, 2006 Mythic Patterns in Ibsen’ s Last Plays, Orley I. Holtan, University of Minnesota Press, 1970 Speeches and New Letters of Henrik Ibsen, Arne Kildal & Dr. Lee M. Hollander, Boston-R. G. Badger, 1910 Ibsen the Romantic: Analogues of Paradise in the Later Plays, Errol Durbach, Palgrave Macmillan UK, 1982 The Interpretation of Dreams, Sigmud Freud, Macmillan Company, 1913 (German: Die Traumdeutung, Franz Deuticke, Vienna, 1899) The Quintessence of Ibsenism, George Bernard Shaw, Fabian Society, 1890 Ibsen’s Drama: Αuthor to Αudience, Einar Ingvald Haugen, University of Minnesota Press, 1979 The Cambridge Companion to Ibsen, James McFarlane, Cambridge University Press, 1994 The Letters of Henrik Ibsen, Mary Morrison, Hodder & Stoughton, 1905

13


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

14


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΟΙ ΚΛΑΣΙΚΟΙ ΡΟΛΟΙ ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΟΥΝ ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΦΤΙΑΣΙΔΙΑ από τον ΓΡΗΓΟΡΗ ΒΑΛΤΙΝΟ

Ο Αρχιμάστορας Σόλνες είναι ένα έργο που με έχει απασχολήσει, πολλά χρόνια πριν. Περίμενα, όμως, τη στιγμή του. Αλλά, είναι πιο σωστό να πω ότι με περίμενε εκείνος. Γιατί οι μεγάλοι ρόλοι έρχονται και σε επισκέπτονται αυτοί. Περιμένουν υπομονετικά, πάντα νέοι και διαχρονικοί, να γεμίσουν οι αποθήκες σου με αίσθημα και εμπειρία. Γιατί, μόνον έτσι, μπορούν να βρουν οξυγόνο και να αναπνεύσουν. Σου χτυπάνε την πόρτα, όταν καταφέρεις να μετατρέψεις την τεχνική σου σε αλήθεια. Γιατί οι κλασικοί ρόλοι δεν επιτρέπουν θεατρικά φτιασίδια. Αλήθεια, υπάρχει τίποτα πιο μοντέρνο από το κλασικό; Στέκει πάντα ισάξια δίπλα σε κάθε μόδα της εποχής. Ο ήρωας που υποδύομαι δεν αντέχει να είναι παρών στην ήττα του και πιστεύω ότι συνειδητά διαλέγει το τέλος του. Παραχωρεί τη νίκη στη φύση. Έτσι κι αλλιώς αυτή κερδίζει πάντα. Όλη η ύπαρξη του Σόλνες είναι μία άρνηση στη φυσική εξέλιξη του ανθρώπου. Κι αυτό, γιατί δεν μπορεί να δεχτεί ότι ο άνθρωπος είναι το ίδιον όν, το ίδιο κύτταρο, η ίδια συνέχεια, από τον πρώτο, μέχρι τον πρόσφατα γεννημένο, που ήρθε σήμερα στον κόσμο. Δεν πιστεύει στη διαδοχή, στη σκυταλοδρομία, στο κληροδότημα, που πρέπει να αφήσουμε στα παιδιά μας, για να συνεχίσουν αυτό το θαύμα που λέγεται ζωή, ίσως γιατί δεν έχει παιδιά. Του τα πήρε ο Θεός, μόλις γεννήθηκαν, γι’ αυτό και παύει πλέον να χτίζει εκκλησίες. Όταν αρνείται τον φυσικό νόμο της φθοράς, του τέλους, ο Αρχιμάστορας διαπράττει Ύβρη. Πιστεύει ότι μπορεί να σταθεί απέναντι στον Θεό – στη φύση και να νικήσει για μιαν ακόμα φορά. Πιστεύει πως, αν γραπωθεί από τα νιάτα (που τόσο πολύ μισεί – τι ειρωνεία!), θα μπορέσει να ζήσει για πάντα. Κι αυτό φέρνει την τιμωρία, τη Νέμεση. Αυτό τον κάνει ήρωα αρχαίας Ελληνικής Τραγωδίας, που τόσο πολύ αγαπάει ο Νορβηγός Ίψεν. Μεγάλη τιμή για το δραματουργικό παρελθόν του τόπου μας. Έχει, όμως, ένα ελαφρυντικό ο Αρχιμάστορας Σόλνες, όπως άλλωστε και όλοι οι τραγικοί ήρωες. Τον φόβο του θανάτου, του τέλους, την κάθοδο (ή την πτώση) από την κορυφή της κυριαρχίας, της δόξας. Κακά τα ψέματα,

15


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

αυτός ο αρχέγονος φόβος διακατέχει τους πάντες! Έχει κι ένα δεύτερο ελαφρυντικό, το οποίο με συγκινεί ιδιαίτερα· ζωντανή και ευαίσθητη συνείδηση, παρά τον σκληρό του χαρακτήρα κι αυτό τον κάνει να έχει ενοχές για ό,τι απέκτησε, απλά και μόνο γιατί το πόθησε βαθιά μέσα του. Η μεγάλη του άνοδος στα ύψη της επιτυχίας έσυρε μαζί της και πόνο στους δικούς του, αλλά και στον ίδιο. Ακόμα ένα τραγικό στοιχείο στη σύνθεση του χαρακτήρα του. Τι όμορφη Τέχνη είναι το θέατρο! Πόση σοφία απλώνει στην ψυχή μας. Τι υπέροχη γυμναστική στο αίσθημα. Πόσο τυχερός αισθάνομαι που ένα τόσο μεγάλο έργο έπεσε σε χέρια τέτοιων συντελεστών, με προεξάρχουσα την Αθανασία Καραγιαννοπούλου. Δεν ξέρω αν μπορέσω να σταθώ στο ύψος του Σόλνες, αλλά θα προσπαθήσω να ανέβω εκεί ψηλά… κι ας πέσω… γ. β.

16


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

Linda Emond (Αλίνα), Ralph Fiennes (Χάλβαρντ Σόλνες), Sarah Snook (Χίλντα) The Old Vic Theatre, Λονδίνο, 2016

ΚΆΘΗΣΑΝ ΟΙ ΔΥΟ ΤΟΥΣ Οι δυο τους κάθησαν στο βολικό τους σπίτι· είδαν φθινόπωρο, χειμώνα να περνάνε. Το σπίτι κάηκε. Αποκαΐδια ολόγυρα. Τώρα, τους έμεινε να βλέπουνε τις στάχτες. Μες στα συντρίμμια κρύβετ΄ ένα κόσμημα που αντέχει μες στις φλόγες. Αν ψάξουνε με ζήλο, ίσως, κάποιος από τους δυο τους να το βρει. Μα κι αν ανακάλυπταν το ακριβό στολίδι, τότε τότε πια δε θα ’βρισκε κείνη την ελπίδα, ποτέ του εκείνος τη χαμένη ευτυχία. 16.03.1892 Χeνρικ Iψεν

[To ποίημα Κάθησαν οι δυο τους αποτελεί προεργασία του Αρχιμάστορα Σόλνες, από γερμανική έκδοση έργων του, επιμέλειας του Χ. Ίψεν (1903)]

17


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ Πράξη πρώτη

18


Ε ι κ ό ν α : Το ό ν ε ι ρ ο τ ο υ Σ ό λ ν ε ς . Η σκιά ενός άντρα που σκαρφαλώνει ψηλά. Όταν μοιάζει πως φτάνει στην κορυφή, στέκεται για λίγο κι ύστερα ανοίγει τα χέρια του έτοιμος να χαθεί στο κενό. Μ ι α κ ρ α υ γ ή σ τ α μ α τ ά ε ι τ η ν ε ι κ ό ν α . Τα φ ώ τ α α ν ά β ο υ ν .

[Σεπτέμβριος. Μία πόλη της Νορβηγίας κοντά στα σύνορα με τη Σουηδία. Απόγευμα. Ακόμα φως ημέρας. Το αρχιτεκτονικό γραφείο του Αρχιμάστορα Χάλβαρντ Σόλνες με σχεδιαστήριο, γραφείο, βιβλιοθήκη, πολυθρόνες και τραπέζι με κανάτα νερό κλπ. Από δεξιά, υπάρχει είσοδος για το εσωτερικό του σπιτιού των Σόλνες. Πίσω, μια μεγάλη, κεντρική τζαμαρία οδηγεί στη βεράντα του κήπου. Ο Σόλνες, κάθιδρος στη μέση της σκηνής, έχει μόλις πεταχτεί από όνειρο. Δε φορά σακάκι και δείχνει να είχε αποκοιμηθεί στην πολυθρόνα. Γύρω του -τρομαγμένοι από την ξαφνική του κραυγή- όλοι όσοι δουλεύουν στο σχεδιαστήριο του: Ο Κνουτ Μπρόβικ, ο Ράγκναρ Μπρόβικ και η Κάγια Φόσλι. Ο Σόλνες κάνει ένα αφηρημένο, καθησυχαστικό νόημα προς όλους που τον κοιτάζουν παγωμένοι, παίρνει το σακάκι του από την πολυθρόνα και βγαίνει αργά προς τα δεξιά- προς το εσωτερικό του σπιτιού. Οι τρεις υπάλληλοί του τον παρακολουθούν σιωπηλά, καθώς βγαίνει: Ο Ράγκναρ Μπρόβικ, ένας όμορφος και «μοντέρνα» ντυμένος νεαρός αρχιτέκτονας, ο Κνουτ Μπρόβικ, ο ηλικιωμένος πατέρας του, με παλιά, αλλά καλοραμμένα ρούχα και γυαλιά με χρυσό σκελετό και η νεαρή βοηθός Κάγια Φόσλι, παράξενα ωραία, με σκούρα κομψά ρούχα εργασίας, μανσέτες και σκίαστρο.]

ΡΑΓΚΝΑΡ: [Μόλις βγαίνει ο Σόλνες.] Ο γνωστός εφιάλτης. ΜΠΡΟΒΙΚ: [Από το σχεδιαστήριο, ανασαίνοντας βαριά.] Όταν κανείς δεν μπορεί να κοιμηθεί τη νύχτα… ΚΑΓΙΑ: Ναι, ο καημένος, κοιμάται, όπου βρει… ΜΠΡΟΒΙΚ: [Αυστηρά.] Για μένα μιλάω. Υποφέρω τις νύχτες. [Σηκώνεται με δυσκολία.] Δεν αντέχω άλλο. Αδύνατο να δουλέψω. Έχω ανάγκη από αέρα. [Στηρίζεται στο τραπέζι και προχωρά αργά προς το παράθυρο.] ΚΑΓΙΑ: Νιώθεις άσχημα θείε;


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΜΠΡΟΒΙΚ: Πιο άσχημα από ποτέ. Και τη νύχτα… Τη νύχτα, η αγωνία μεγαλώνει. ΡΑΓΚΝΑΡ: Δεν πηγαίνεις στο σπίτι, πατέρα; Ίσως καταφέρεις να κοιμηθείς λίγο. ΜΠΡΟΒΙΚ: Με ξέρεις να αντέχω στο σπίτι; Ασφυκτιώ εκεί, μόνος μου. Νιώθω άχρηστος. ΚΑΓΙΑ: Γιατί δεν κάνεις μια βόλτα τότε; ΡΑΓΚΝΑΡ: Ναι! Θα έρθω κι εγώ μαζί σου. ΜΠΡΟΒΙΚ: Δεν πάω πουθενά. Είμαι αποφασισμένος να του μιλήσω, επιτέλους! Απόψε θα λογαριαστούμε με το… «αφεντικό». [Ειρωνικά.] Τον αρχιμάστορα… ΚΑΓΙΑ: [Ανήσυχη.] Όχι, θείε. Όχι απόψε. Σε παρακαλώ… ΡΑΓΚΝΑΡ: Ναι, πατέρα. Μια άλλη μέρα. ΜΠΡΟΒΙΚ: [Χαμογελώντας.] Στην κατάστασή μου, είναι άγνωστο αν θα υπάρξει άλλη μέρα. ΚΑΓΙΑ: Σςςς… Νομίζω πως έρχεται. [Ο Κνουτ βγαίνει προς τη βεράντα. Ο Ράγκναρ τον ακολουθεί. Η Κάγια στέκεται στο γραφείο πάνω από κάποια βιβλία και σημειώνει. Μπαίνει ο Σόλνες, αυτή τη φορά καλοχτενισμένος, περιποιημένος και φορώντας το σακάκι του. Τώρα δείχνει ήρεμος και χαρούμενος. Πλησιάζει την Κάγια κι εκείνη βγάζει το σκίαστρο που φορά. Στέκεται πίσω της.] ΣΟΛΝΕΣ: [Ψιθυριστά.] Έφυγαν οι άλλοι; ΚΑΓΙΑ: [Ψιθυριστά.] Όχι. [Του κάνει νόημα προς τον κήπο.] [Ο Σόλνες πλησιάζει το παράθυρο και ρίχνει μια ματιά. Ξαναγυρίζει κοντά στην Κάγια.] ΣΟΛΝΕΣ: Μα τι στην ευχή γράφεις όλη την ώρα στο βιβλίο σου; ΚΑΓΙΑ: Τίποτα… Είναι κάτι που πρέπει να τελειώσωΣΟΛΝΕΣ: Για να δω. [Σκύβει κοντά της και ψιθυρίζει.] Κάγια; ΚΑΓΙΑ: [Γράφοντας.] Ναι;

20


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΣΟΛΝΕΣ: Γιατί βγάζεις πάντα το σκίαστρό σου, μόλις με βλέπεις; ΚΑΓΙΑ: Γιατί με ασχημαίνει. ΣΟΛΝΕΣ: Και δε θες να δείχνεις άσχημη, Κάγια; ΚΑΓΙΑ: Δε θέλω να δείχνω άσχημη… μπροστά σου. ΣΟΛΝΕΣ: [Τη χαϊδεύει.]: Γλυκιά μου, καημενούλα μου, Κάγια… ΚΑΓΙΑ: Σιγά! Μπορεί να έρθουν! [Ο Σόλνες κάνει μια χορευτική στροφή στη μέση του δωματίου και φωνάζει κοντά στο παράθυρο που στέκονται οι δύο άντρες.] ΣΟΛΝΕΣ: Με ζήτησε κανείς το πρωί; Κάτι μου έλεγες, πριν αποκοιμηθώ στην πολυθρόνα. [Στο άκουσμα της ερώτησης, ο Ράγκναρ μπαίνει βιαστικά. Ακολουθεί ο Κνουτ.] ΡΑΓΚΝΑΡ: Ναι, πέρασε εκείνο το νεαρό ζευγάρι που θέλει να χτίσει τη βίλα στο Λέβστραντ. ΣΟΛΝΕΣ: Α, μάλιστα, το Λέβστραντ! Το νεαρό ζευγάρι θα περιμένει. Δεν έχω έμπνευση! Δεν αποφάσισα ακόμα τι θα κάνω. ΡΑΓΚΝΑΡ: Θα ήθελαν να δουν τα σχέδια το γρηγορότερο. Ανυπομονούν. ΣΟΛΝΕΣ: Ξέρεις κανένα πελάτη που δεν ανυπομονεί; ΡΑΓΚΝΑΡ: Είναι πολύ σημαντικό για εκείνους… Για πρώτη φορά, ένας δικός τους χώρος. Μια οικογένειαΣΟΛΝΕΣ: [Τον διακόπτει νευρικά.] Α, μάλιστα! Αν ζητούν μόνο έναν χώρο, τότε ό,τι και να τους δώσω θα το δεχτούν. Αν μιλάμε για «ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι τους», μια «γωνίτσα», τότε να απευθυνθούν αλλού. [Φωνάζει.] Την άλλη φορά που θα πατήσουν εδώ, πες τους πως εγώ χτίζω σπίτια! Σπίτια! ΜΠΡΟΒΙΚ: [Βγάζοντας τα γυαλιά του, έκπληκτος.] Να απευθυνθούν αλλού; Εννοείς πως αρνείσαι τη δουλειά; ΣΟΛΝΕΣ: [Ανυπόμονα.] Ναι! Στο διάολο η δουλειά, αν είναι να χτίζω ασήμαντα σπιτάκια! Και στο κάτω - κάτω, δεν τους ξέρω. Δε χτίζω για ανθρώπους που δεν ξέρω! 21


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΜΠΡΟΒΙΚ: Είναι αξιοπρεπείς άνθρωποι. Τους γνωρίζει καλά ο Ράγκναρ. Είναι φίλοι του. Ο Ράγκναρ μπορεί να εγγυηθείΣΟΛΝΕΣ: «Αξιοπρεπείς», ε; Τι μου λες τώρα; Και συνοδεύονται και με εγγύηση; Θεέ μου, δε με καταλαβαίνει κανείς; [Με θυμό.] Δε θέλω να φτιάχνω σπίτια για αγνώστους! Να πάνε σε άλλον! Ο κόσμος είναι γεμάτος από αρχιτέκτονες. ΜΠΡΟΒΙΚ: Το εννοείς αυτό; ΣΟΛΝΕΣ: [Ειρωνικά.] Ξέρεις -θα σε ξαφνιάσω- αλλά αυτήν τη φορά το εννοώ. [Ο Μπρόβικ και ο Ράγκναρ ανταλλάσσουν ένα βλέμμα. Ο Ράγκναρ κάνει ένα προειδοποιητικό νεύμα, αλλά ο Μπρόβικ προχωρά προς τον Σόλνες αποφασισμένος.] ΜΠΡΟΒΙΚ: Μπορώ να σου μιλήσω ιδιαιτέρως; ΣΟΛΝΕΣ: Φυσικά. ΜΠΡΟΒΙΚ: [Στην Κάγια.] Κάγια, πηγαίνεις λίγο έξω με τον Ράγκναρ; ΚΑΓΙΑ: ΘείεΜΠΡΟΒΙΚ: Είπα, βγες έξω, σε παρακαλώ. ΡΑΓΚΝΑΡ: Έλα Κάγια. [Της προτείνει το χέρι και την τραβά τρυφερά, έξω στη βεράντα.] ΜΠΡΟΒΙΚ: Κλείστε την πόρτα. [Η Κάγια κλείνει την τζαμένια πόρτα, κοιτάζοντας ανήσυχη τον Σόλνες. Ο Μπρόβικ μιλά χαμηλόφωνα.] Δε θέλω σε καμιά περίπτωση να μάθουν τα παιδιά πόσο άρρωστος είμαι. ΣΟΛΝΕΣ: [Κοιτάζοντας τον Ράγκναρ και την Κάγια που απομακρύνονται αγκαλιασμένοι.] Ναι, πράγματι, δε δείχνεις πολύ καλά τελευταία. ΜΠΡΟΒΙΚ: Η αλήθεια είναι πως δε μου μένει πολύς καιρός. Νιώθω τη ζωή μου να σβήνει, μέρα με τη μέρα. ΣΟΛΝΕΣ: Μη στέκεσαι. Κάθισε σε παρακαλώ. [Τοποθετεί βολικά την πολυθρόνα για τον Μπρόβικ.] ΜΠΡΟΒΙΚ: [Κάθεται με δυσκολία.] Σ’ ευχαριστώ. ΣΟΛΝΕΣ: Είσαι εντάξει; [Ο Μπρόβικ νεύει καταφατικά.] Πες μου, τι με ήθελες;

22


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΜΠΡΟΒΙΚ: Η μόνη σκέψη που με βασανίζει είναι ο Ράγκναρ.. Τι θ’ απογίνει. Το μέλλον του… ΣΟΛΝΕΣ: Το μέλλον του γιου σου είναι εδώ, μαζί μου, για όσο το επιθυμεί. ΜΠΡΟΒΙΚ: Αυτό με απασχολεί. Δεν το επιθυμεί πλέον. Δε θέλει να δουλεύει για πολύ ακόμα εδώ. ΣΟΛΝΕΣ: Δεν καταλαβαίνω για ποιον λόγο. Αμείβεται εξαιρετικά. Αν πρόκειται για τα χρήματα, είμαι σίγουρος πως μπορώ να αυξήσωΜΠΡΟΒΙΚ: Τα χρήματα! Δεν πρόκειται για τα χρήματα. Πρόκειται για τις χαμένες ευκαιρίες. Έχει ανάγκη να ξεκινήσει μια δική του δουλειά. ΣΟΛΝΕΣ: [Χωρίς να τον κοιτάζει.] Και πιστεύεις πως έχει το ταλέντο γι αυτό; ΜΠΡΟΒΙΚ: Αυτό ακριβώς μου ραγίζει τη καρδιά: Υποτιμάς τόσο πολύ τις ικανότητές του, που ακόμα κι εγώ έχω αρχίσει να έχω αμφιβολίες για το ίδιο μου το παιδί! Δεν έχεις πει ούτε μία ενθαρρυντική κουβέντα από την ώρα που ήρθε σε σένα- ούτε μία! Και λέω… Δεν μπορεί να μην έχει κάποιο ταλέντο! Δε γίνεται! ΣΟΛΝΕΣ: Μα δεν έχει μάθει και πολλά πράγματα. Εκτός από το να σχεδιάζει. Στο σχέδιο είναι καλός. ΜΠΡΟΒΙΚ: [Με πραγματικό μίσος.] Κι εσύ «δεν είχες μάθει και πολλά πράγματα», όταν ήρθες να δουλέψεις για μένα. Αλλά αυτό δε σε εμπόδισε από το να στήσεις τη δική σου δουλειά … [Ανασαίνει με δυσκολία.] Να σκαρφαλώσεις ψηλά… Να αρπάξεις τον αέρα το δικό μου, αλλά και τόσων άλλων… ΣΟΛΝΕΣ: [Ψύχραιμα.] Οι συνθήκες με ευνόησαν. ΜΠΡΟΒΙΚ: Σωστά. Τα πάντα σε «ευνόησαν». Αλήθεια, θ’ αντέξεις να με δεις να πεθαίνω, χωρίς να ξέρω πως ο γιος μου είναι άξιος να σταθεί μόνος του; Θέλω να προλάβω να τους δω παντρεμένους και ανεξάρτητους. ΣΟΛΝΕΣ: [Απότομα.] Εκείνη θέλει να παντρευτούν; ΜΠΡΟΒΙΚ: Όχι, εκείνος. Δεν περνάει μέρα που να μην το συζητά ο Ράγκναρ. Σε ικετεύω. Δώσ’ του μια δική του δουλειά. Εμπιστέψου τον για μία φορά. Είναι η τελευταία μου επιθυμία. Να δω κάτι που θα έχει χτίσει μόνος του ο γιος μου!

23


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΣΟΛΝΕΣ: Και πού στην ευχή θα βρω μια τέτοια δουλειά; Απ’ τον ουρανό νομίζεις πέφτουν οι πελάτες; ΜΠΡΟΒΙΚ: Κι όμως, υπάρχει η τέλεια παραγγελία. Η τέλεια δουλειά γι αυτόν. ΣΟΛΝΕΣ: [Έκπληκτος.] Ποια δουλειά; ΜΠΡΟΒΙΚ: Φτάνει να δώσεις τη συγκατάθεσή σου. ΣΟΛΝΕΣ: Τη συγκατάθεσή μου για ποια δουλειά; ΜΠΡΟΒΙΚ: Τη βίλα στο Λέβστραντ. ΣΟΛΝΕΣ: Το Λέβστραντ; Μα εγώ θα το κάνω αυτό! ΜΠΡΟΒΙΚ: Μα, μόλις πριν από λίγο μας έλεγεςΣΟΛΝΕΣ: Τι σας έλεγα; ΜΠΡΟΒΙΚ: Είπες πώς δε σ’ ενδιαφέρει και δε θα το αναλάβειςΣΟΛΝΕΣ: Είπα εγώ τέτοιο πράγμα; ΜΠΡΟΒΙΚ: Ναι, πριν από λίγοΣΟΛΝΕΣ: Κι εσύ δίνεις σημασία σ’ ό,τι λέω; Άκου «δε μ’ ενδιαφέρει»! Καλά, και από πότε ο Ράγκναρ είναι ικανός να σχεδιάσει μια βίλα στο Λέβστραντ; ΜΠΡΟΒΙΚ: Άκουσε με. Γνωρίζει αυτά τα παιδιά, χρόνια. Κι έτσι, σαν δοκιμή, σαν διασκέδαση… Έκανε κάποια σχέδια κι έβγαλε έναν προϋπολογισμό… ΣΟΛΝΕΣ: Κι εκείνοι πώς αντέδρασαν; Διασκέδασαν κι εκείνοι με τα σχέδια του Ράγκναρ; ΜΠΡΟΒΙΚ: Τους άρεσαν πολύ. Το μόνο που μένει είναι να τα δεις κι εσύ και να δώσεις τη συγκατάθεσή σου. ΣΟΛΝΕΣ: [Γελώντας.] Είναι δυνατόν να θέλουν να σχεδιάσει το σπίτι τους… Ο Ράγκναρ;! ΜΠΡΟΒΙΚ: [Σκληρά.] Ενθουσιάστηκαν με την ιδέα του. Είπαν πως είναι «εξαιρετικά πρωτότυπη και μοντέρνα.» ΣΟΛΝΕΣ: Μάλιστα! Πρωτότυπη! Μοντέρνα! Όχι σαν τις δικές μου παλιομοδίτικες ιδέες, ε;

24


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΜΠΡΟΒΙΚ: Τη βρήκαν… ιδιαίτερη. ΣΟΛΝΕΣ: [Προσπαθώντας να ελέγξει την οργή του.] Ώστε τον Ράγκναρ ήρθαν να δουν το πρωί, όταν έλειπα; ΜΠΡΟΒΙΚ: Φυσικά και όχι. Εσένα ζήτησαν. Ήθελαν να ξέρουν, αν είσαι πρόθυμος να αποσυρθείςΣΟΛΝΕΣ: Να αποσυρθώ; Εγώ; ΜΠΡΟΒΙΚ: Αν έκρινες, φυσικά, πως τα σχέδια του Ράγκναρ είναι ικανοποιητικά… ΣΟΛΝΕΣ: Να αποσυρθώ εγώ για χάρη του γιου σου; ΜΠΡΟΒΙΚ: Να αποσυρθείς από την παραγγελία αυτή, εννοούσαν… Από τη συμφωνία σαςΣΟΛΝΕΣ: Το ίδιο κάνει! [Γελάει άγρια.] Ώστε εδώ φτάσαμε! Ο Χάλβαρντ Σόλνες πρέπει να αποσυρθεί! Να παραιτηθεί! Να υποχωρήσει για να περάσουν οι νεότεροι! Να κάνει στην άκρη να περάσουν τα παιδάκια! ΜΠΡΟΒΙΚ: Για όνομα του Θεού, υπάρχει χώρος για όλουςΣΟΛΝΕΣ: Όχι, Κνουτ, δεν υπάρχει χώρος. Έχουμε στριμωχτεί πολύ σ’ αυτόν τον κόσμο. Αλλά και να υπήρχε, εγώ δε θα έκανα ποτέ στην άκρη. Τουλάχιστον, όχι με τη θέλησή μου! Με καμία δύναμη! [Ο Μπρόβικ σηκώνεται με δυσκολία.] ΜΠΡΟΒΙΚ: Ώστε θα φύγω από τη ζωή με την αμφιβολία; Χωρίς ούτε μια σπίθα ευτυχίας; Χωρίς την ελάχιστη πίστη ή εμπιστοσύνη στον Ράγκναρ; Χωρίς να έχω δει την παραμικρή δημιουργία του; Αυτό θέλεις; ΣΟΛΝΕΣ: Άσε το μελόδραμα… ΜΠΡΟΒΙΚ: [Άγρια.] Σε ρωτάω και απαιτώ να μου απαντήσεις: Θες να φύγω από τη ζωή, χωρίς να γνωρίζω; [Ο Σόλνες δείχνει να αμφιταλαντεύεται. Στο τέλος, απαντά με χαμηλή και σταθερή φωνή.] ΣΟΛΝΕΣ: Θέλω να φύγεις απ’ αυτή τη ζωή, με τον καλύτερο τρόπο. ΜΠΡΟΒΙΚ: [Τον κοιτάζει για λίγο ψυχρά. Ύστερα μιλάει ήρεμα.] Εντάξει λοιπόν. Αυτό ακριβώς σκοπεύω να κάνω. 25


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

[Ο Μπρόβικ παίρνει το καπέλο και το πανωφόρι του. Ο Σόλνες τον ακολουθεί μέχρι την έξοδό.] ΣΟΛΝΕΣ: Δεν αλλάζει έτσι εύκολα ο άνθρωπος! Αυτός είμαι εγώ και έτσι λειτουργώ! Είναι στη φύση μου! ΜΠΡΟΒΙΚ: [Γυρίζει και στέκεται λίγο πριν την έξοδο.] Ναι, Σόλνες. Γνωρίζω πολύ καλά τη φύση σου. [Κάνει να φύγει και ξαφνικά παραπατάει. Κρατιέται από την πόρτα. Φωνάζει.] Λίγο νερό! [Ο Σόλνες τρέχει προς το τραπέζι, όπου είναι η κανάτα με το νερό και ποτήρια. Από τον κήπο εμφανίζονται ο Ράγκναρ και η Κάγια ανήσυχοι.] ΚΑΓΙΑ: Θείε! Είσαι καλά; ΡΑΓΚΝΑΡ: Πατέρα! Τι έγινε; ΜΠΡΟΒΙΚ: [Ψιθυρίζει.] Αυτό που περίμενα. [Ο Ράγκναρ τον κοιτάζει και ο Μπρόβικ τού κάνει ένα ασαφές νόημα. Ο Σόλνες τού δίνει νερό.] ΣΟΛΝΕΣ: Ορίστε. ΜΠΡΟΒΙΚ: Σ’ ευχαριστώ. [Πίνει. Η Κάγια παίρνει το ποτήρι.] ΣΟΛΝΕΣ: Ράγκναρ, πρέπει να συνοδέψεις τον πατέρα σου στο σπίτι. ΡΑΓΚΝΑΡ: Ευχαριστώ. [Στον Μπρόβικ]: Είσαι καλύτερα; ΜΠΡΟΒΙΚ: Δωσ’ μου το χέρι σου να στηριχτώ. [Ο Ράγκναρ τον κρατά.] Πάμε να φύγουμε από δω. ΡΑΓΚΝΑΡ: Αμέσως. [Η Κάγια φέρνει το πανωφόρι του Ράγκναρ.] Κάγια, πάρε τα πράγματά σου. ΣΟΛΝΕΣ: Α, η δεσποινίς Φόσλι θα μείνει. Έχω… Μια επείγουσα επιστολή να της υπαγορεύσω. Δεν θα την κρατήσω πολύ. ΡΑΓΚΝΑΡ: [Ψυχρά.] Εντάξει. Μου επιτρέπετε; Κάγια! [Την πλησιάζει και της ψιθυρίζει κάτι στ’ αυτί. Η Κάγια νεύει καταφατικά.*]Καληνύχτα σας. ΜΠΡΟΒΙΚ: [Στον Σόλνες.] Καληνύχτα. Κοιμήσου ήσυχα. Αν μπορείς. [Ο Μπρόβικ και ο Ράγκναρ φεύγουν από τον κήπο. Η Κάγια πηγαίνει στο γραφείο. Ο Σόλνες στέκεται δίπλα στην πολυθρόνα, με σκυμμένο κεφάλι.] 26


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΣΟΛΝΕΣ: Κάγια, έλα εδώ! ΚΑΓΙΑ: Δεν έλεγες αλήθεια για την επιστολή; ΣΟΛΝΕΣ: Φυσικά και όχι. [Με δραματικό ύφος.] Έλα εδώ αμέσως! [Η Κάγια τον πλησιάζει.] ΣΟΛΝΕΣ: Εσύ το σχεδίασες όλο αυτό; ΚΑΓΙΑ: Ποιο;… ΣΟΛΝΕΣ: Θέλεις να τον παντρευτείς. ΚΑΓΙΑ: Με τον Ράγκναρ είμαστε αρραβωνιασμένοι σχεδόν πέντε χρόνια τώρα… Φυσικό δεν είναιΣΟΛΝΕΣ: «Φυσικό»; ΚΑΓΙΑ: Ο Ράγκναρ και ο θείος λένε πως έτσι είναι το σωστό. ΣΟΛΝΕΣ: «Το σωστό»;. Κάγια… Δεν μπορεί να μη νιώθεις λίγη αγάπη για τον Ράγκναρ. ΚΑΓΙΑ: Κάποτε, ναι, τον αγαπούσα . Πριν έρθω εδώ, σε σένα… ΣΟΛΝΕΣ: Και δεν τον αγαπάς πια; ΚΑΓΙΑ: [Παθιασμένα, πλησιάζοντάς τον.] Το ξέρεις πως μόνο έναν άντρα αγαπάω! Έναν και μοναδικό, για όλη μου τη ζωή! ΣΟΛΝΕΣ: Ναι… Έτσι λες, αλλά φεύγεις και μ’ αφήνεις μόνο μου, με όλα τα προβλήματα του κόσμου στο κεφάλι μου. Μ’ εγκαταλείπεις, Κάγια! ΚΑΓΙΑ: Μα θα μπορούσα να μείνω μαζί σου, ακόμα κι αν ο Ράγκναρ… ΣΟΛΝΕΣ : Αποκλείεται! Αν ο Ράγκναρ φύγει και στήσει τη δική του δουλειά, τότε σίγουρα θα σε χρειάζεται πλάι του. ΚΑΓΙΑ: Δε θα το αντέξω. Η ιδέα και μόνο πως θα χωρίσουμε… εσύ κι εγώ… Όχι, δεν γίνεται! ΣΟΛΝΕΣ: Στο χέρι σου είναι να του αλλάξεις τα μυαλά. Παντρέψου τον, όσο θες… [Αλλάζει τον τόνο του.] Εννοώ πως… Ακόμα κι αν παντρευτείτε, ο Ράγκναρ δε χρειάζεται να φύγει από εδώ. Κι έτσι θα κρατήσω κι εσένα. ΚΑΓΙΑ: Δε θέλω τίποτ’ άλλο στον κόσμο… Ανήκω στον ίσκιο σου.

27


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΣΟΛΝΕΣ: [Της κρατά το πρόσωπο πολύ κοντά στο δικό του και της ψιθυρίζει.] Κάγια… Δεν μπορώ χωρίς εσένα. Σε θέλω δίπλα μου κάθε μέρα κάθε λεπτό της ημέρας. Σ’ έχω ανάγκη. ΚΑΓΙΑ: [Ταραγμένη.] Θεέ μου! Θεέ μου! ΣΟΛΝΕΣ: [Τη φιλάει.] Κάγια! Κάγια! ΚΑΓΙΑ: [Πέφτει στα γόνατα.] Πόσο καλός… Πόσο υπέροχος είσαι… Πόσο σ’ αγαπάω Θεέ μου! ΣΟΛΝΕΣ: [Πανικοβάλλεται.] Σήκω πάνω! Για όνομα του Θεού, σήκω! Κάποιος έρχεται! [Τη βοηθάει να σηκωθεί. Η Κάγια στηρίζεται στο γραφείο, καθώς μπαίνει από τα δεξιά η Κυρία Σόλνες. Είναι μια όμορφη και θλιμμένη γυναίκα. Είναι πολύ κομψή, ντυμένη στα μαύρα.] ΑΛΙΝΑ: Χάλβαρντ! ΣΟΛΝΕΣ: Α, εσύ είσαι αγάπη μου; ΑΛΙΝΑ: [Κοιτάζοντας την Κάγια.] Λυπάμαι που διακόπτω. ΣΟΛΝΕΣ: Καθόλου. Η δεσποινίς Φόσλι έχει μόνο να γράψει μια σύντομη επιστολή. ΑΛΙΝΑ: Ναι, το βλέπω. ΣΟΛΝΕΣ: Τι τρέχει πάλι, Αλίνα; ΑΛΙΝΑ: Ήθελα απλώς να σου πω ότι είμαστε στο σαλόνι με τον γιατρό Χέρνταλ. Θες να μας κάνεις παρέα για λίγο; ΣΟΛΝΕΣ: [Καχύποπτα.] Τι; Για μένα ήρθε ο γιατρός; ΑΛΙΝΑ: Όχι Για εμένα ήρθε. Αλλά θα ήθελε να σου πει κι εσένα μια καλησπέρα. ΣΟΛΝΕΣ: [Γελάει.] Δεν αμφιβάλλω… Εντάξει, αλλά θα πρέπει να με περιμένει λίγο. ΑΛΙΝΑ: Έλα, σύντομα, σε παρακαλώ. ΣΟΛΝΕΣ: [Εκνευρισμένος.] Σύντομα. Συντομότατα, αγάπη μου. ΑΛΙΝΑ: [Κοιτάζοντας την Κάγια.] Μην ξεχαστείς, Χάλβαρντ. [Φεύγει.] 28


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΚΑΓΙΑ: Ω, Θεέ μου… Πιστεύω πως η κυρία Σόλνες για κάποιο λόγο με αντιπαθεί. ΣΟΛΝΕΣ: Δύσκολα συμπαθεί κάποιον η Αλίνα. Όπως και να’ χει, καλό είναι να φύγεις. ΚΑΓΙΑ: [Ακίνητη.] Ναι, θα φύγω, θα φύγω. Αμέσως. ΣΟΛΝΕΣ: Και πρόσεξε να κανονίσεις το θέμα που σου είπα. Ναι; ΚΑΓΙΑ: Μακάρι να περνούσε μόνο από το χέρι μου… ΣΟΛΝΕΣ: Θέλω να το κανονίσεις, Κάγια! Μέχρι αύριο- ούτε μέρα παραπάνω! ΚΑΓΙΑ: Αν δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, τότε είμαι αποφασισμένη να τον χωρίσω. ΣΟΛΝΕΣ: Είσαι στα καλά σου; Θα διαλύσεις τον αρραβώνα σου; ΚΑΓΙΑ: Αν χρειαστεί, θα το κάνω. Γιατί πρέπει… Πρέπει να μείνω μαζί σου, εδώ. Δεν μπορώ να φύγω από σένα. Μου είναι… αδιανόητο… Αδύνατον! ΣΟΛΝΕΣ: [Με θυμό.] Για όνομα του Θεού! Σκέψου τον Ράγκναρ! ΚΑΓΙΑ: [Έκπληκτη.] Τον Ράγκναρ; Τι εννοείς; Ο Ράγκναρ είναι που σε νοιάζει; Γι αυτόνΣΟΛΝΕΣ: [Ξαναβρίσκοντας την ψυχραιμία του.] Όχι, δε με κατάλαβες. [Τρυφερά.] Εσένα θέλω να κρατήσω εδώ. Εσένα, μόνο εσένα. Γι αυτό και σου ζητώ να εμποδίσεις τον Ράγκναρ να ξεκινήσει τη δική του δουλειά. Έλα, τώρα. Πήγαινε σπίτι. ΚΑΓΙΑ: Ναι… Καληνύχτα. ΣΟΛΝΕΣ: Καληνύχτα. [Καθώς εκείνη γυρίζει να φύγει.] Στάσου λίγο! [Η Κάγια γυρίζει με προσμονή] Θα το ξεχνούσα… [Η Κάγια τον πλησιάζει, νομίζοντας πως θα την αγκαλιάσει.] Ψάξε, σε παρακαλώ, να μου βρεις τα σχέδια του Ράγκναρ. Θέλω να τους ρίξω μια ματιά. ΚΑΓΙΑ: [Χαρούμενη.] Α, ναι; Μακάρι! ΣΟΛΝΕΣ: Για χάρη σου και μόνο, αγαπημένη μου. Γρήγορα όμως. [Η Κάγια πηγαίνει βιαστικά στο γραφείο και ψάχνει στο συρτάρι. Βρίσκει ένα φάκελο και του τον φέρνει.] 29


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΚΑΓΙΑ: Αυτά είναι όλα τα σχέδια του. ΣΟΛΝΕΣ: Ωραία. [Παίρνει τα σχέδια από την Κάγια.] ΚΑΓΙΑ: Καληνύχτα. [Παύση.] Θα με σκέφτεσαι; ΣΟΛΝΕΣ: Πάντα σε σκέφτομαι. Καληνύχτα, αγαπημένη μου, μικρή μου Κάγια. [Κοιτάζει δεξιά.] Γρήγορα, πήγαινε! [Από δεξιά μπαίνει πάλι η Κα Σόλνες.] ΑΛΙΝΑ: Χάλβαρντ, ο γιατρός βιάζεται πάρα πολύ. ΣΟΛΝΕΣ: Μα τότε, ας έρθει να τα πούμε εδώ. [Εμφανίζεται ο γιατρός Χέρνταλ. Είναι ένας ευγενής και κομψά ντυμένος άντρας.] ΧΕΡΝΤΑΛ: Καλησπέρα, Σόλνες. ΣΟΛΝΕΣ: [Χαμογελώντας.] Γιατρέ! ΑΛΙΝΑ: [Στην Κάγια που έχει φορέσει πανωφόρι κι έχει μαζέψει τα πράγματα της.] Τελειώσατε κιόλας με την επιστολή, δεσποινίς Φόσλι; ΚΑΓΙΑ: [Μπερδεμένη.] Ποια επιστολή; ΣΟΛΝΕΣ: Ναι, ήταν πολύ σύντομη. ΑΛΙΝΑ: Συντομότατη θα έλεγα. ΣΟΛΝΕΣ: Πηγαίνετε τώρα, δεσποινίς Φόσλι. Και αύριο πρωί- πρωί, στην ώρα σας! ΚΑΓΙΑ: Όπως πάντα. Καληνύχτα σας, κύριε Σόλνες. [Στην Κα Σόλνες και τον γιατρό.] Καληνύχτα σας. [Η Κάγια φεύγει από την βεράντα.] ΑΛΙΝΑ: Εξαιρετικά χρήσιμο αυτό το κορίτσι. ΣΟΛΝΕΣ: [Καθώς ακουμπά προσεκτικά τα σχέδια του Ράγκναρ δίπλα στο τραπέζι.] Πράγματι. Είναι ικανή για πολλά πράγματα. ΑΛΙΝΑ: Περισσότερα απ’ όσα φαντάζεται κανείς. ΧΕΡΝΤΑΛ: Εκείνη σου κρατάει και τα βιβλία; Τα καταφέρνει;

30


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΣΟΛΝΕΣ: Ναι… Ναι. Έχει εξελιχθεί πολύ τα τελευταία δύο χρόνια. Με φροντίζει και με βοηθάει. Κάτι που μου έχει λείψει πολύ. ΑΛΙΝΑ: Πώς μπορείς να το λες αυτό; ΣΟΛΝΕΣ: Με συγχωρείς. Είμαι απαράδεκτος. ΑΛΙΝΑ: Ξέχασέ το. [Στον γιατρό.] Λοιπόν, γιατρέ, θα μας κάνετε παρέα στο δείπνο; ΧΕΡΝΤΑΛ: Με μεγάλη χαρά.ΑΛΙΝΑ: [Σοβαρά.] Υπέροχα. ΧΕΡΝΤΑΛ: Έχω έναν ακόμα ασθενή, όμωςΑΛΙΝΑ: Θα σας περιμένουμε αργότερα. [Φεύγει προς το εσωτερικό του σπιτιού.] ΣΟΛΝΕΣ: Τώρα, αλήθεια βιάζεσαι, γιατρέ; ΧΕΡΝΤΑΛ: Όχι, καθόλου. ΣΟΛΝΕΣ: [Δείχνει τη μία πολυθρόνα στον γιατρό.] Πες μου… Παρατήρησες κάτι περίεργο πάνω στην Αλίνα; ΧΕΡΝΤΑΛ: Η αλήθεια είναι πως η γυναίκα σου… δεν τρελαίνεται για τη δεσποινίδα Φόσλι. ΣΟΛΝΕΣ: Αυτό μόνο; Αυτό το βλέπω κι εγώ. ΧΕΡΝΤΑΛ: Και δεν εκπλήσσομαι. Μια σύζυγος δεν ενθουσιάζεται, όταν ο άντρας της περνάει όλη την ημέρα του με μια άλλη γυναίκα. ΣΟΛΝΕΣ: Ναι, αλλά, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. ΧΕΡΝΤΑΛ: Μπορείς. Μπορείς να προσλάβεις έναν άντρα υπάλληλο. ΣΟΛΝΕΣ: Τι; Να βρω έναν τυχάρπαστο και να τον βάλω στη δουλειά; ΧΕΡΝΤΑΛ: Μα, αν πρόκειται για το καλό της γυναίκας σου; Η ψυχική της υγεία είναι ήδη εύθραυστη και μια τέτοια κατάσταση ίσως την επιδεινώσει. Το έχεις σκεφτεί αυτό; [Στη βεράντα εμφανίζεται η Κάγια που έχει επιστρέψει για το καπέλο της. Όταν τους βλέπει, σταματάει και τους ακούει. Οι δύο άντρες δεν την βλέπουν.]

31


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΣΟΛΝΕΣ: Κι έτσι να είναι, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Κατάλαβέ με. Έχω μεγάλη ανάγκη την Κάγια Φόσλι. Μου είναι απαραίτητη. Κανένας δεν μπορεί να την αντικαταστήσει. ΧΕΡΝΤΑΛ: [Σκύβοντας προς το μέρος του.] Κανένας; ΣΟΛΝΕΣ: Κανένας απολύτως. [Η Κάγια, φανερά χαρούμενη, μπαίνει στο δωμάτιο, φορά το καπέλο που έχει ξεχάσει και φεύγει.] ΧΕΡΝΤΑΛ: Σόλνες… Αυτή η ενστικτώδης αντιπάθεια της γυναίκας σου προς την Κάγια Φόσλι… αποκλείεται να έχει έστω και μια ελάχιστη βάση; ΣΟΛΝΕΣ: Αποκλείεται. ΧΕΡΝΤΑΛ: Ξέρω καλά πως γνώρισες πολλές γυναίκες στη ζωή σου… ΣΟΛΝΕΣ: Αρκετές. ΧΕΡΝΤΑΛ: Και ξέρω πως είχες ιδιαίτερη αδυναμία σε κάποιες απ’ αυτές… ΣΟΛΝΕΣ: Σε κάποιες, ναι. ΧΕΡΝΤΑΛ: Στην περίπτωση της δεσποινίδας Φόσλι θα έλεγες πως υπάρχει αυτή η αδυναμία; ΣΟΛΝΕΣ: Όχι, φυσικά. Όχι, από την πλευρά μου τουλάχιστον. ΧΕΡΝΤΑΛ: Από την πλευρά της, ίσως; ΣΟΛΝΕΣ: Πολύ άκομψη ερώτηση, γιατρέ. ΧΕΡΝΤΑΛ: Μπορεί, αλλά εδώ εξετάζουμε το ένστικτο της συζύγου σου. ΣΟΛΝΕΣ: Πράγματι. Και εφόσον επιμένεις… [Χαμηλώνει τη φωνή του.] Δεν θα ’λεγα πως το ένστικτό της έχει πέσει έξω εντελώς. ΧΕΡΝΤΑΛ: Αυτό κατάλαβα κι εγώ. ΣΟΛΝΕΣ: [Κάθεται.] Γιατρέ… Έχεις όρεξη ν’ ακούσεις μια περίεργη ιστορία; ΧΕΡΝΤΑΛ: Μου αρέσουν οι περίεργες ιστορίες. ΣΟΛΝΕΣ: Εδώ και πολλά χρόνια έχω προσλάβει τον Κνουτ Μπρόβικ και τον γιο του. Θυμάσαι, από τότε που η δουλειά του γέρου πήγαινε κατά διαόλου…

32


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΧΕΡΝΤΑΛ: Θυμάμαι. ΣΟΛΝΕΣ: Είναι και οι δύο ικανοί άνθρωποι. Αλλά στην πορεία ο γιος πήγε κι αρραβωνιάστηκε. Και μου θέλει τώρα να παντρευτεί και να στήσει τη δική του δουλειά. [Παύση.] Νέοι… Τι περιμένεις! ΧΕΡΝΤΑΛ: [Γελάει.] Ναι, οι νέοι έχουν αυτό το κακό συνήθειο. ΣΟΛΝΕΣ: Αυτό, όμως, εμένα δε με συμφέρει καθόλου, γιατί τον Ράγκναρ τον χρειάζομαι. Είναι εξαιρετικός στο τεχνικό σχέδιο, στους υπολογισμούς και στις μετρήσεις… Ξέρεις, όλα αυτά που εγώ σιχαίνομαι και βαριέμαι. ΧΕΡΝΤΑΛ: Ξέρω. Όλα αυτά που είναι απαραίτητα. ΣΟΛΝΕΣ: Ναι, μπορεί. Αλλά ο μικρός είναι αποφασισμένος να δουλέψει πια μόνος του. ΧΕΡΝΤΑΛ: Μα δεν είναι ακόμα μαζί σου; ΣΟΛΝΕΣ: Ναι και θα σου πω γιατί. Μια μέρα, το κορίτσι αυτό, η Κάγια Φόσλι, πέρασε για πρώτη φορά από το γραφείο μου, για να δει τον Ράγκναρ. Τους κοίταζα κι έδειχναν τόσο ερωτευμένοι, που αμέσως σκέφτηκα: «Αν την προσλάβω αυτή, τότε ίσως ο Ράγκναρ να μη φύγει». Σκέφτηκα. ΧΕΡΝΤΑΛ: [Χαμογελάει.] Διαβολική ιδέα. ΣΟΛΝΕΣ: Ευχαριστώ. Το θέμα είναι, όμως, πως δεν ξεστόμισα ούτε λέξη απ’ αυτό που είχα στο μυαλό μου. Κι ύστερα εκείνη έφυγε. ΧΕΡΝΤΑΛ: Έφυγε. ΣΟΛΝΕΣ: Την επόμενη μέρα το απόγευμα –λίγο μετά που έφυγαν ο Μπρόβικ κι ο γιος του- η Κάγια εμφανίστηκε πάλι. Φερόταν λες και της είχα ζητήσει εγώ να έρθει. ΧΕΡΝΤΑΛ: Για ποιο λόγο να της ζητήσεις να έρθει, σου είπε; ΣΟΛΝΕΣ: Για το λόγο που είχε καρφωθεί στο μυαλό μου, από τη στιγμή που την είδα! Ήταν σαν να είχε ακούσει τη σκέψη μου! ΧΕΡΝΤΑΛ: Αυτό είναι πραγματικά παράδοξο. ΣΟΛΝΕΣ: Και ακόμα πιο παράδοξο είναι το ότι άρχισε να με ρωτάει ένα σωρό

33


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

πρακτικές ερωτήσεις: Πότε θα μπορούσε να αρχίσει δουλειά; Τι ώρα να έρθει; Ποιες ακριβώς θα ήταν οι υποχρεώσεις της; ΧΕΡΝΤΑΛ: Μπορεί να το έκανε, για να είναι κοντά σ’ εκείνον που αγαπούσε. ΣΟΛΝΕΣ: [Απότομα.] Είχε ήδη βγάλει απ’ το μυαλό της τον Ράγκναρ. Από την πρώτη στιγμή που με είδε… ΧΕΡΝΤΑΛ: Έβαλε εσένα στο μυαλό της. ΣΟΛΝΕΣ: Εντελώς. Συμβαίνει κάτι περίεργο μ’ αυτό το κορίτσι… Ακόμα κι αν έχει γυρισμένη την πλάτη της, το νιώθει πως την κοιτάζω. Βλέπω να τρέμουν οι ρίζες από τα μαλλιά της στον σκυμμένο λαιμό της. Πώς το εξηγείς αυτό, γιατρέ; ΧΕΡΝΤΑΛ: Νομίζω πως η εξήγηση είναι απλούστατη. ΣΟΛΝΕΣ: Και πώς εξηγείς το ότι ένιωσε αυτό που είχα απλώς επιθυμήσει -βαθιά αλλά σιωπηλά- χωρίς να πω ούτε μία λέξη; ΧΕΡΝΤΑΛ: Αυτό δεν μπορώ να το εξηγήσω. ΣΟΛΝΕΣ: Είναι σαν κατάρα! Ό,τι σκεφτώ, γίνεται. Και τώρα, κάθε μέρα που περνάει, πρέπει να υποκρίνομαι πως τη θέλω, πως είμαι … [Παύση.] Αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς! Αν φύγει εκείνη μακριά μου, τότε θα χάσω και τον Ράγκναρ. ΧΕΡΝΤΑΛ: Και δεν είπες ποτέ στη γυναίκα σου αυτή την ιστορία; ΣΟΛΝΕΣ: Όχι. Γιατί, όταν με υποπτεύεται η Αλίνα, νιώθω μια διεστραμμένη απόλαυση. ΧΕΡΝΤΑΛ: Είναι απόλαυση να βλέπεις τη γυναίκα σου να βασανίζεται; ΣΟΛΝΕΣ: Είναι απόλαυση να την βλέπω να με αδικεί! Γιατί, μέχρι τώρα, την αδικούσα εγώ. Ας το κάνει κι εκείνη μια φορά. Ηρεμεί το μυαλό μου. ΧΕΡΝΤΑΛ: Φοβάμαι πως δεν μπορώ να σε καταλάβω… ΣΟΛΝΕΣ: Ωραία τότε. Αυτός είναι ένας πολύ σοβαρός λόγος, για να κλείσουμε αυτή την κουβέντα. [Σηκώνεται και διασχίζει το δωμάτιο. Ύστερα γυρίζει ξανά προς τον γιατρό.] Είσαι ευχαριστημένος, γιατρέ; ΧΕΡΝΤΑΛ: Ευχαριστημένος; Γιατί; ΣΟΛΝΕΣ: Γιατί έβγαλες τη διάγνωσή σου! 34


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΧΕΡΝΤΑΛ: Θεωρείς πως αυτός ήταν ο σκοπός μου; Να βγάλω κάποια διάγνωση; ΣΟΛΝΕΣ: Το βλέπω πεντακάθαρα…. Πώς με κοιτάζεις… Πώς με παρατηρείς… ΧΕΡΝΤΑΛ: Και γιατί πιστεύεις πως σε παρατηρώ; ΣΟΛΝΕΣ: Γιατί θεωρείς πως είμαι… [Παθιασμένα.] Ε, ναι, που να πάρει ο διάολος! Έχεις την ίδια γνώμη με την Αλίνα. ΧΕΡΝΤΑΛ: Και ποια είναι η γνώμη της Αλίνα; [Ο Σόλνες γέρνει πάνω από την πολυθρόνα και ψιθυρίζει.] ΣΟΛΝΕΣ: Η γυναίκα μου είναι σίγουρη πως είμαι τρελός. Τελείως τρελός. ΧΕΡΝΤΑΛ: [Σηκώνεται.] Άκουσε φίλε μου… ΣΟΛΝΕΣ: Ναι! Παίρνω όρκο πως αυτό πιστεύει. Και σ’ έπεισε και σένα. Το βλέπω στα μάτια σου. Δε με ξεγελάς εύκολα εμένα. ΧΕΡΝΤΑΛ: Μιλάω απολύτως σοβαρά: Ποτέ -ούτε μια στιγμή- δεν πέρασε από το μυαλό μου πως έχεις χάσει τα λογικά σου. Ούτε και η γυναίκα σου το διανοήθηκε ποτέ αυτό. Παίρνω όρκο. ΣΟΛΝΕΣ: [Αιχμηρά.] Παίρνεις όρκο για τη δική μου γυναίκα; Μα αυτή θα είχε και κάποιο δίκιο να με θεωρεί τρελό. ΧΕΡΝΤΑΛ: Σόλνες, νομίζω πως το παρατράβηξες. ΣΟΛΝΕΣ: Ας σταματήσουμε τότε εδώ την κουβέντα. Ας συμφωνήσουμε πως διαφωνούμε. [Αλλάζει ξαφνικά τόνο και γίνεται πιο ευδιάθετος.] Αλλά, πες μου, γιατρέ, αν δεν είμαι κατά τη γνώμη σου τρελός… ψυχοπαθής, διαταραγμένος, τέλος πάντων… τότε, είμαι ένας απόλυτα ευτυχισμένος άνθρωπος; ΧΕΡΝΤΑΛ: Με ρωτάς ή με ενημερώνεις; ΣΟΛΝΕΣ: Είμαι ο Αρχιμάστορας Σόλνες. Ο Χάλβαρντ Σόλνες. Υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση; ΧΕΡΝΤΑΛ: Οφείλω να ομολογήσω πως η τύχη σε ευνόησε σε μεγάλο βαθμό. ΣΟΛΝΕΣ: [Συγκρατώντας ένα χαμόγελο.] Η τύχη. Πράγματι. ΧΕΡΝΤΑΛ: Κατ’ αρχάς, καταστράφηκε από τη φωτιά εκείνο το καταραμένο κάστρο. Αναπάντεχη τύχη για σένα.

35


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΣΟΛΝΕΣ: [Σοβαρά.] Μιλάμε για το πατρικό σπίτι της Αλίνα. Μην το ξεχνάς. ΧΕΡΝΤΑΛ: Ναι. Για εκείνη ήταν μεγάλη θλίψη. Και κρατάει ακόμα. ΣΟΛΝΕΣ: Δεκατρία χρόνια. ΧΕΡΝΤΑΛ: Η μεγαλύτερη θλίψη ήταν γι αυτό που συνέβη μετά. ΣΟΛΝΕΣ: Το ένα κακό έφερε το άλλο… ΧΕΡΝΤΑΛ: Αλλά, εσύ… Εσύ εκτοξεύθηκες ψηλά. Το φτωχόπαιδο από την επαρχία έφτασε να γίνει ο κορυφαίος στο επάγγελμα του. Α, ναι, Σόλνες. Η τύχη ήταν γενναιόδωρη μαζί σου. ΣΟΛΝΕΣ: Φοβάμαι, γιατρέ. Όλη μέρα. Όλη νύχτα. Ο τρόμος, μήπως η τύχη αλλάξει, με κυριεύει. ΧΕΡΝΤΑΛ: Και τι είναι αυτό που σε κάνει να τρέμεις πως θ’ αλλάξει η τύχη σου; ΣΟΛΝΕΣ: Τα νιάτα. ΧΕΡΝΤΑΛ: Τα νιάτα; ΣΟΛΝΕΣ: Ναι. Η νέα γενιά. Οι νέοι. Τα νιάτα. ΧΕΡΝΤΑΛ: Τα νιάτα είναι το μέλλον. Και ο ευφυής άνθρωπος, Σόλνες, συμμαχεί με το μέλλον. Όμως, εσύ, τι φοβάσαι; Δεν έχεις ακόμα χάσει τη δύναμή σου. Η φήμη σου είναι πιο ισχυρή από ποτέ. Είσαι πέρα από μια μόδα της εποχής. ΣΟΛΝΕΣ: Η τύχη θα αλλάξει. Το ξέρω, το νιώθω… Έρχεται η μέρα εκείνη που κάποιος νεότερος θα μου φωνάξει: «Δώσε μου μια ευκαιρία!»… Και ένα πλήθος από νέους θα τον ακολουθήσει, κουνώντας τις γροθιές τους και ουρλιάζοντας: «Κάνε στην άκρη! Κάνε στην άκρη!» ΧΕΡΝΤΑΛ: [Χαμογελώντας.] Και γιατί είναι τόσο τρομαχτικό αυτό; ΣΟΛΝΕΣ: Γιατί αυτό θα σημάνει το τέλος μου. Γιατρέ, τα νιάτα πλησιάζουν με όλη τους την ορμή. Τα νιάτα… Χτυπούν την πόρτα μου! [Ακούγονται χτυπήματα. Η Χίλντα Βάνγκελ στέκεται έξω από την τζαμένια πόρτα και τη χτυπά. Ο γιατρός Χέρνταλ γυρίζει προς το μέρος της. Ο Σόλνες ξαφνιάζεται και μένει παγωμένος με την πλάτη προς την πόρτα. Ο γιατρός κάνει ένα νόημα στη

36


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

Χίλντα και αυτή περνάει στο γραφείο. Είναι ένα νεαρό κορίτσι, ηλιοκαμένο. Φοράει ορειβατικά ρούχα, καπέλο, σακίδιο κλπ. και έχει τη φούστα της πιασμένη ψηλά, για να κινείται άνετα. Στέκεται, γελώντας χαρούμενη απέναντι στον Σόλνες.] ΧΙΛΝΤΑ: Καλησπέρα! [Ο Σόλνες γυρίζει αργά.] ΣΟΛΝΕΣ: [Διστακτικά.] Καλησπέρα. ΧΙΛΝΤΑ: [Γελώντας.] Κάνετε, σαν να μη με θυμάστε! ΣΟΛΝΕΣ: Η αλήθεια είναι πως για μια στιγμή… ΧΕΡΝΤΑΛ: Σε θυμάμαι, όμως, εγώ, μικρή μου. ΧΙΛΝΤΑ: Αχ, εσείς είστε…! ΧΕΡΝΤΑΛ: Εγώ είμαι, μάλιστα. [Γελούν και οι δύο.] Απίστευτο! [Στον Σόλνες.] Συνάντησα τη δεσποινίδα, σε μια από τις εκδρομές μου στο βουνό, το καλοκαίρι. Μέναμε στο ίδιο ξενοδοχείο. [Στη Χίλντα.] Τι έγινε η παρέα σας, εκείνες οι συμπαθείς κυρίες; ΧΙΛΝΤΑ: Α, πήγαν προς τα δυτικά. ΧΕΡΝΤΑΛ: Νομίζω πως δεν ενέκριναν πολύ τη βραδινή μας διασκέδαση. ΧΙΛΝΤΑ: Νομίζω πως δεν ενέκριναν τη διασκέδαση γενικά. ΧΕΡΝΤΑΛ: Η αλήθεια είναι πως φλερτάρατε κι εσείς λίγο με όλους τους άντρες που ήμασταν εκεί. ΧΙΛΝΤΑ: Ναι. Ήμουν ανάμεσα σ’ αυτό και στο να πλέκω κάλτσες με τις ηλικιωμένες συζύγους τους. ΧΕΡΝΤΑΛ: [Γελώντας.] Η πρώτη σας επιλογή ήταν καλύτερη για όλους! ΣΟΛΝΕΣ: [Τους διακόπτει.] Τώρα μόλις φτάσατε στην πόλη; ΧΙΛΝΤΑ: Ναι, πριν από λίγο. ΧΕΡΝΤΑΛ: Ήσασταν ορειβασία; ΧΙΛΝΤΑ: Ναι! ΧΕΡΝΤΑΛ: Ολομόναχη, δεσποινίς Βάνγκελ;

37


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΧΙΛΝΤΑ: Εννοείται! ΣΟΛΝΕΣ: Βάνγκελ; Αυτό είναι το επίθετό σας; ΧΙΛΝΤΑ: [Τον κοιτάζει με απορία.] Μα, ναι, φυσικά! ΣΟΛΝΕΣ: Μήπως ο πατέρας σας είναι ο τοπικός γιατρός Βάνγκελ στο Λάισανγκερ; ΧΙΛΝΤΑ: [Με το ίδιο ύφος.] Και βέβαια. Ποιος άλλος να είναι ο πατέρας μου; ΣΟΛΝΕΣ: Μα, τότε θα είχαμε συναντηθεί εκεί, όταν έχτιζα τον πύργο για το καμπαναριό της παλιάς εκκλησίας. ΧΙΛΝΤΑ: [Πιο σοβαρή.] Φυσικά και είχαμε συναντηθεί. ΣΟΛΝΕΣ: Πάει πολύς καιρός από τότε. ΧΙΛΝΤΑ: [Βουρκώνει.] Δέκα χρόνια ακριβώς. ΣΟΛΝΕΣ: Μα, θα πρέπει να ήσασταν παιδάκι τότε. ΧΙΛΝΤΑ: Ναι, ήμουν γύρω στα δεκατρία. ΧΕΡΝΤΑΛ: Και είναι η πρώτη φορά που έρχεστε στην πόλη μας, δεσποινίς Βάνγκελ; ΧΙΛΝΤΑ: Ναι, η πρώτη μου φορά. ΣΟΛΝΕΣ: Έχετε γνωστούς εδώ; ΧΙΛΝΤΑ: Μόνο εσάς. Και τη γυναίκα σας, φυσικά. ΣΟΛΝΕΣ: Γνωρίζετε και τη γυναίκα μου; ΧΙΛΝΤΑ: Πολύ λίγο. Συναντηθήκαμε στο θεραπευτήριο στο βουνό, το καλοκαίρι. ΣΟΛΝΕΣ: Α, εκεί πάνω! ΧΙΛΝΤΑ: Μου είχε πει να την επισκεφτώ, αν ποτέ έρθω στην πόλη σας. [Χαμογελάει.] Δεν ήθελα και πολύ, φυσικά. ΣΟΛΝΕΣ: Τι περίεργο να μην το αναφέρει ποτέ. [Η Χίλντα ακουμπά το ορειβατικό της μπαστούνι, βγάζει το σακίδιο της και το αφήνει σε ένα κάθισμα. Ο γιατρός Χέρνταλ

38


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

προσφέρεται να τη βοηθήσει. Ο Σόλνες παρακολουθεί μαγνητισμένος.] ΧΙΛΝΤΑ: [Πλησιάζοντας τον Σόλνες.] Λοιπόν, ήρθε η ώρα να σας ζητήσω να περάσουμε τη νύχτα μαζί. [Γελάει.] ΣΟΛΝΕΣ: Είμαι σίγουρος πως δε θα δυσκολευτούμε σ’ αυτό. ΧΙΛΝΤΑ: Δεν έχω άλλα ρούχα, εκτός απ’ αυτά που φοράω. Και μιαν αλλαξιά εσώρουχα στο σακίδιο μου. Αλλά και αυτά θέλουν πλύσιμο, είναι απίστευτα βρώμικα. ΣΟΛΝΕΣ: Κάτι θα κάνουμε γι αυτό. Θα φωνάξω τη γυναίκα μου… Αλίνα! ΧΕΡΝΤΑΛ: Εγώ σας αφήνω. Πρέπει να επισκεφτώ έναν ασθενή μου εδώ κοντά. ΣΟΛΝΕΣ: Θα σε περιμένουμε για το δείπνο. ΧΕΡΝΤΑΛ: [Κοιτάζοντας χαμογελαστά τη Χίλντα.] Α, ναι, αυτό δεν το χάνω με τίποτα. [Στον Σόλνες.] Νά που η πρόβλεψή σου έγινε πραγματικότητα, Σόλνες. [Ο Σόλνες τον κοιτάζει απορημένος.] Τα νιάτα, σου χτύπησαν πράγματι την πόρτα! ΣΟΛΝΕΣ: [Ευδιάθετα.] Μόνο που ένα τέτοιο χτύπημα δεν ήταν καθόλου τρομαχτικό. ΧΕΡΝΤΑΛ: Αυτό μας μένει να το δούμε. [Ο γιατρός φορά το καπέλο του και βγαίνει από τη βεράντα. Ο Σόλνες πηγαίνει προς το εσωτερικό του σπιτιού. Ακούγεται η φωνή του.] ΣΟΛΝΕΣ: [Από μέσα.] Αλίνα! Αλίνα! Έρχεσαι λίγο; [Παύση.] Είναι εδώ μια φίλη σου! ΑΛΙΝΑ: [Από μέσα.] Ποια φίλη μου; [Εμφανίζεται και την ακολουθεί ο Σόλνες.] Α! Εσείς δεσποινίς Βάνγκελ! ΣΟΛΝΕΣ: [Στη Χίλντα, περιπαικτικά.] Μα τόσο νέα και τόσο διάσημη! [Στην Αλίνα.] Η δεσποινίς Βάνγκελ μόλις έφτασε στην πόλη και θα ήθελε να μείνει απόψε στο σπίτι μας. ΑΛΙΝΑ: Να μείνετε εδώ; Μα ναι, φυσικά. ΣΟΛΝΕΣ: Μέχρι να βάλει σε μια τάξη τα πράγματά της, λέει.

39


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΑΛΙΝΑ: Θα κάνω ό,τι μπορώ για σας. Είναι το καθήκον μου. [Κοιτάζει γύρω.] Φαντάζομαι πως θα σας φέρουν αργότερα τις βαλίτσες σας; ΧΙΛΝΤΑ: Δεν έχω βαλίτσες. ΑΛΙΝΑ: [Ανέκφραστη.] Α, πολύ ωραία. Θα με συγχωρέσετε, αν σας αφήσω για λίγο με τον άντρα μου; Θέλω να σας ετοιμάσω το δωμάτιο σας. ΣΟΛΝΕΣ: Γιατί δεν της δίνεις ένα από τα παιδικά δωμάτια; Είναι πάντα έτοιμα. ΑΛΙΝΑ: Α, ναι, φυσικά. Τα δωμάτια των παιδιών είναι πάντα έτοιμα. [Στη Χίλντα.] Καθίστε λίγο να ξεκουραστείτε. [Βγαίνει βιαστικά. Η Χίλντα τριγυρίζει και περιεργάζεται τον χώρο. Ο Σόλνες στέκεται με τα χέρια πίσω και παρακολουθεί την κάθε της κίνηση. Η Χίλντα βάζει και αυτή τα χέρια πίσω, καθώς περπατάει.] ΧΙΛΝΤΑ: Πόσα παιδικά δωμάτια έχετε; ΣΟΛΝΕΣ: Τρία. ΧΙΛΝΤΑ: Πολλά! Έχετε και πολλά παιδιά; ΣΟΛΝΕΣ: Δεν έχουμε κανένα. Τι θα λέγατε να γίνετε εσείς το παιδί γι απόψε; ΧΙΛΝΤΑ: Α, ναι! Και δε θα κλάψω καθόλου, υπόσχομαι. Θα πέσω νεκρή. ΣΟΛΝΕΣ: Είστε κουρασμένη; ΧΙΛΝΤΑ: Καθόλου! Απλώς τρελαίνομαι να ξαπλώνω και να ονειρεύομαι. ΣΟΛΝΕΣ: Ονειρεύεστε συχνά; ΧΙΛΝΤΑ: Ναι! Σχεδόν κάθε νύχτα. ΣΟΛΝΕΣ: Και τι ονειρεύεστε συνήθως; ΧΙΛΝΤΑ: Δεν σας λέω απόψε. Μιαν άλλη φορά, ίσως. [Κοιτάζει μπροστά, τη βιβλιοθήκη.] ΧΙΛΝΤΑ: Άπειρα βιβλία. ΣΟΛΝΕΣ: Ναι. ΧΙΛΝΤΑ: Τα έχετε διαβάσει όλα;

40


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΣΟΛΝΕΣ: Δεν χρειάστηκε. [Τριγυρίζει ξανά στο δωμάτιο, σταματάει για λίγο στο γραφείο και ξεφυλλίζει τα βιβλία και τα χαρτιά.] ΣΟΛΝΕΣ: [Πλησιάζοντας.] Ψάχνετε κάτι; ΧΙΛΝΤΑ: Απλώς κοιτάζω. Μήπως δε θα ’πρεπε; ΣΟΛΝΕΣ: Όχι, παρακαλώ. ΧΙΛΝΤΑ: Εσείς γράφετε σ’ αυτό το τεράστιο κατάστιχο; ΣΟΛΝΕΣ: Όχι, η βοηθός μου. ΧΙΛΝΤΑ: Α, γυναίκα! ΣΟΛΝΕΣ: Γυναίκα. ΧΙΛΝΤΑ: Παντρεμένη; ΣΟΛΝΕΣ: [Χαμογελά.] Ελεύθερη. ΧΙΛΝΤΑ: Α, μάλιστα! ΣΟΛΝΕΣ: Σύντομα όμως θα παντρευτεί. ΧΙΛΝΤΑ: Καλό αυτό! Για εκείνη… ΣΟΛΝΕΣ: Όχι, για μένα, όμως. Θα μείνω χωρίς βοηθό. ΧΙΛΝΤΑ: Ε, δε θα είναι δύσκολο να βρείτε κάποιον άλλον. ΣΟΛΝΕΣ: Μήπως σκέφτεστε να μείνετε εδώ και να μου κρατάτε τα βιβλία; ΧΙΛΝΤΑ: [Τον κοιτάζει διαπεραστικά.] Εγώ, όχι. Εσείς το σκέφτεστε. [Φεύγει από το γραφείο και κάθεται στην πολυθρόνα. Ο Σόλνες ακουμπά στο γραφείο και την κοιτάζει.] Θα υπάρχουν ένα σωρό άλλα πράγματα να κάνω εδώ. ΣΟΛΝΕΣ: Σίγουρα. Πρώτα απ’ όλα, φαντάζομαι πως θα πάτε μια βόλτα απ’ τα μαγαζιά, για ν’ αγοράσετε καινούρια ρούχα. ΧΙΛΝΤΑ: [Διασκεδάζοντας.] Α, μπα! Δεν μ’ ενδιαφέρουν τα ρούχα. Εξάλλου, έχω ξεμείνει από χρήματα. ΣΟΛΝΕΣ: Μάλιστα. Ούτε βαλίτσες, ούτε χρήματα. Μ’ αρέσει αυτό σε σας.

41


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΧΙΛΝΤΑ: Μόνο αυτό; ΣΟΛΝΕΣ: [Παύση.] Ζει ο πατέρας σας; ΧΙΛΝΤΑ: Ναι, ζει. ΣΟΛΝΕΣ: Κι ήρθατε εδώ για σπουδές; ΧΙΛΝΤΑ: Ούτε που μου πέρασε από το μυαλό! ΣΟΛΝΕΣ: Ναι, αλλά θα μείνετε μαζί μας, έστω για λίγο; ΧΙΛΝΤΑ: Αυτό εξαρτάται από τις συνθήκες. [Παύση. Η Χίλντα παρατηρεί τον Σόλνες μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο.] ΧΙΛΝΤΑ: Κύριε Σόλνες! Έχετε αμνησία; ΣΟΛΝΕΣ: Αμνησία; Απ’ όσο θυμάμαι, όχι. ΧΙΛΝΤΑ: Τότε, γιατί δε μου μιλάτε για όσα συνέβησαν εκεί πάνω; ΣΟΛΝΕΣ: [Έκπληκτος.] «Εκεί πάνω»; Πού; Στο Λάισανγκερ; Δε νομίζω πως συνέβη κάτι το ιδιαίτερο… ΧΙΛΝΤΑ: [Υποτιμητικά.] Πώς μπορείτε να το λέτε αυτό; Δε θυμάστε; Την ημέρα που τελειώσατε τον πύργο είχαμε γιορτές στην πόλη… ΣΟΛΝΕΣ: Α, ναι!… Εκείνη η μέρα θα μου μείνει αξέχαστη… ΧΙΛΝΤΑ: …Ο αυλόγυρος της εκκλησίας είχε γεμίσει από μουσικούς και τριγύρω είχαν μαζευτεί εκατοντάδες άνθρωποι… Όλες οι μαθήτριες είχαμε ντυθεί στα λευκά και κρατούσαμε σημαίες… ΣΟΛΝΕΣ: Ναι! Τις θυμάμαι αυτές τις σημαίες! ΧΙΛΝΤΑ: …Και τότε εσείς ανεβήκατε τη σκαλωσιά μέχρι την κορυφή… Μέχρι το καμπαναριό. Και κρατούσατε ένα μεγάλο στεφάνι. Και κρεμάσατε το στεφάνι ψηλά στον ανεμοδείκτη…! ΣΟΛΝΕΣ: Έτσι ήταν το παλιό έθιμο. ΧΙΛΝΤΑ: Ήταν τόσο συναρπαστικό για μένα να σας βλέπω εκεί ψηλά… Και να τρελαίνομαι στη σκέψη μήπως πέσετε! Εσείς, ο Αρχιμάστορας! Εσύ…!

42


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΣΟΛΝΕΣ: [Χαμογελά.] Μα, παραλίγο να πέσω, απ’ ό,τι θυμάμαι. Ένα από εκείνα τα λευκά διαβολάκια, έβγαλε μια τέτοια τρομαχτική κραυγή… ΧΙΛΝΤΑ: «Ζήτω ο Αρχιμάστορας Σόλνες!» ΣΟΛΝΕΣ: …Κι έτσι όπως στριφογύριζε σαν δαιμονισμένο και κουνούσε σαν τρελό τη σημαία του … μ’ έπιασε ίλιγγος… ΧΙΛΝΤΑ: Εγώ ήμουν. ΣΟΛΝΕΣ: Τι; ΧΙΛΝΤΑ: Εκείνο το διαβολάκι ήμουν εγώ. ΣΟΛΝΕΣ: Α! Είμαι σίγουρος. ΧΙΛΝΤΑ: [Σε έκσταση ξανά.] Μου φαινόταν σαν όνειρο… Έλεγα, τι άντρας, ο Αρχιμάστορας! Έχτισε τον πιο απίστευτα ψηλό πύργο και κατάφερε να σταθεί στην κορυφή του… Θεόρατος, σαν γίγαντας. Ακλόνητος. Χωρίς να ζαλιστεί στιγμή. Ενώ και μόνο η σκέψη, φέρνει ζαλάδα… ΣΟΛΝΕΣ: [Χαμηλώνει τη φωνή του.] Μην είσαι τόσο σίγουρη πως δε ζαλίστηκα. ΧΙΛΝΤΑ: Όχι, εσείς! Όχι, εσύ! Αν ήταν έτσι… Δε θα στεκόσουν εκεί. Δε θα τραγουδούσες! ΣΟΛΝΕΣ: [Έκπληκτος.] Τραγούδησα κιόλας; Εγώ; ΧΙΛΝΤΑ: Φυσικά. ΣΟΛΝΕΣ: Εγώ δεν έχω τραγουδήσει ούτε νότα στη ζωή μου. ΧΙΛΝΤΑ: Κι όμως, εκείνη την ημέρα τραγούδησες. Και το τραγούδι σου ακουγόταν… Σαν μουσική του αέρα… ΣΟΛΝΕΣ: [Συλλογισμένος.] Όλα αυτά είναι τόσο περίεργα. ΧΙΛΝΤΑ: [Μένει για λίγο σιωπηλή. Ύστερα μιλά χαμηλόφωνα.] Αλλά μετά από όλο αυτό ήταν που συνέβη… ΣΟΛΝΕΣ: Τι συνέβη; ΧΙΛΝΤΑ: Με πονάει να μη θυμάσαι. ΣΟΛΝΕΣ: Δε θέλω να πονάς, αλλά δε θυμάμαι.

43


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΧΙΛΝΤΑ: Το βράδυ δόθηκε δείπνο προς τιμή σου, στη λέσχη της πόλης… ΣΟΛΝΕΣ: Ναι, πράγματι και πήγα. Θα έφευγα το άλλο πρωΐ. ΧΙΛΝΤΑ: …Κι ύστερα, ήσουν καλεσμένος στο σπίτι μας. ΣΟΛΝΕΣ: Ω Θεέ μου, ναι. Πώς μπορείς και θυμάσαι τόσες λεπτομέρειες; ΧΙΛΝΤΑ: Λεπτομέρεια είναι πως με βρήκες να στέκομαι ολομόναχη στο σαλόνι; ΣΟΛΝΕΣ: Ήσουν ολομόναχη; ΧΙΛΝΤΑ: Δε με είπες «διαβολάκι», τότε. ΣΟΛΝΕΣ: Όχι; ΧΙΛΝΤΑ: Όχι. Το αντίθετο. Είπες πως ήμουν πανέμορφη με το λευκό μου φόρεμα και πως έμοιαζα με άγγελο. ΣΟΛΝΕΣ: Δεν αμφιβάλλω πως θα έμοιαζες όντως με άγγελο. Κι εγώ ένιωθα τόσο ελεύθερος εκείνο το βράδυ… ΧΙΛΝΤΑ: Κι ύστερα είπες πως, όταν θα μεγάλωνα, θα γινόμουν η πριγκίπισσα σου. ΣΟΛΝΕΣ: [Γελώντας ελαφρά.] Ναι, ομορφιά μου; Σου είπα κάτι τέτοιο; ΧΙΛΝΤΑ: Ναι. Και όταν σε ρώτησα πόσο καιρό θα έπρεπε να περιμένω, μου είπες: «Δέκα χρόνια. Σε δέκα χρόνια θα εμφανιστώ ξανά, σαν ένα δαιμόνιο και θα σε πάρω μαζί μου – στην Ισπανία, ή κάπου αλλού.» Και μου υποσχέθηκες πως θα έφτιαχνες για χάρη μου ένα ολόκληρο βασίλειο. ΣΟΛΝΕΣ: [Αμήχανος.] Ένα καλό δείπνο κάνει τον άνθρωπο γενναιόδωρο. Αλήθεια τώρα τα είπα όλα αυτά; ΧΙΛΝΤΑ: Στην αρχή νόμιζα πως με κορόιδευες… ΣΟΛΝΕΣ: Αποκλείεται να σε κορόιδευα. ΧΙΛΝΤΑ: Πράγματι, αποκλείεται. Ειδικά αν σκεφτεί κανείς τι έκανες μετά… ΣΟΛΝΕΣ: Ω, Χριστέ μου! Τι έκανα μετά; ΧΙΛΝΤΑ: [Λυπημένη.] Πώς μπορείς να μην θυμάσαι;

44


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΣΟΛΝΕΣ: Βοήθησέ με. Δε θυμάμαι. ΧΙΛΝΤΑ: [Κοιτώντας τον σταθερά.] Με φίλησες. ΣΟΛΝΕΣ: [Έκπληκτος.] Σε… φίλησα;! ΧΙΛΝΤΑ: Με φίλησες. Με αγκάλιασες, έγειρες πίσω το κεφάλι μου και με φίλησες. Ξανά και ξανά και ξανά. ΣΟΛΝΕΣ: Ε, αυτό πια, αποκλείεται, δεσποινίς Βάνγκελ! ΧΙΛΝΤΑ: «Χίλντα». Με φιλούσες και με φώναζες «Χίλντα». Το αρνείσαι; ΣΟΛΝΕΣ: Φυσικά και το αρνούμαι! Τα αρνούμαι όλα! ΧΙΛΝΤΑ: [Σηκώνεται. Κοιτάζοντάς τον επιτιμητικά.] Αλήθεια; Τα αρνείσαι όλα; [Απομακρύνεται προς το παράθυρο. Του γυρίζει την πλάτη και στέκεται με τα χέρια πίσω. Παύση.] ΣΟΛΝΕΣ: [Την πλησιάζει επιφυλακτικά.] Χίλντα… [Η Χίλντα παραμένει ακίνητη και σιωπηλή.] ΣΟΛΝΕΣ: Μη στέκεσαι εκεί σαν άγαλμα. Μάλλον ήταν ένα όνειρο. Ονειρεύτηκες πως εμείς… [Της αγγίζει το χέρι.] Άκουσέ με. [Η Χίλντα τραβά απότομα το χέρι της.] Ή μάλλον όχι… Μια στιγμή! Κάτι άλλο πρέπει να συνέβη… [Η Χίλντα μένει ακίνητη.] Θα πρέπει να το σκέφτηκα. Αυτό είναι! Το ευχήθηκα. Το θέλησα. Το επιθύμησα βαθιά. Κι ύστερα… Σ’ έκανα κι εσένα να το πιστέψεις. Ναι, την έχω αυτή τη δύναμη. [Η Χίλντα παραμένει σιωπηλή. Ακούγονται αστραπές και βροντές.] ΣΟΛΝΕΣ: [Ανυπόμονα.] Ωραία, λοιπόν! Ό,τι πεις! Το έκανα! [Η Χίλντα γυρίζει προς τον Σόλνες. Στη βεράντα εμφανίζεται η Κυρία Σόλνες που κοιτάζει τον ουρανό και μαζεύει βιαστικά κάποια βιβλία. Την ώρα που απομακρύνεται, τους βλέπει. Στέκεται και τους ακούει. Ο Σόλνες και η Χίλντα δεν τη βλέπουν.] ΧΙΛΝΤΑ: Το παραδέχεσαι τότε; ΣΟΛΝΕΣ: Ναι. Όπως θες. Ναι. ΧΙΛΝΤΑ: Με αγκάλιασες; 45


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΣΟΛΝΕΣ: Ναι! ΧΙΛΝΤΑ: Και έγειρες πίσω το κεφάλι μου; ΣΟΛΝΕΣ: Εντελώς πίσω! ΧΙΛΝΤΑ: Και με φίλησες; ΣΟΛΝΕΣ: Ναι, σε φίλησα! ΧΙΛΝΤΑ: Πολλές φορές; ΣΟΛΝΕΣ: Χιλιάδες φορές. [Η Κυρία Σόλνες φεύγει αθόρυβα προς το σπίτι.] ΧΙΛΝΤΑ: [Γελάει και τον κοιτάζει με άγρια χαρά.] Σε κατάφερα να το ομολογήσεις! [Μια ελαφριά βροχή αρχίζει.] ΣΟΛΝΕΣ: [Χαμογελάει.] Μα πώς μπόρεσα να ξεχάσω κάτι τέτοιο; ΧΙΛΝΤΑ: Φυσικό είναι… Με τόσες γυναίκες που έχεις φιλήσει… ΣΟΛΝΕΣ: Δεν θέλω να σκέφτεσαι έτσι για μένα. [Η Χίλντα κάθεται στην πολυθρόνα. Ο Σόλνες κλείνει την τζαμένια πόρτα και στέκεται απέναντί της.] Χίλντα! ΧΙΛΝΤΑ: Ναι! ΣΟΛΝΕΣ: Μετά… Αφού φιληθήκαμε… Τι έγινε; ΧΙΛΝΤΑ: Τίποτα δεν έγινε. Εμφανίστηκαν ξαφνικά οι άλλοι καλεσμένοι και …Πουφ! Τέλος. ΣΟΛΝΕΣ: Α, ναι, βέβαια! Ήρθαν οι άλλοι… Ναι, ναι. Θυμάμαι. ΧΙΛΝΤΑ: Δεν έχεις ξεχάσει τίποτα. Απλώς ντρέπεσαι για ό,τι έκανες. Το έχεις διαγράψει. ΣΟΛΝΕΣ: Ναι, μάλλον. ΧΙΛΝΤΑ: Θυμάσαι τουλάχιστον τι μέρα ήταν; ΣΟΛΝΕΣ: Πότε;

46


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΧΙΛΝΤΑ: Όταν κρέμασες το στεφάνι στην κορυφή του πύργου. Πες γρήγορα. Χωρίς να σκεφτείς. ΣΟΛΝΕΣ: Δεν θυμάμαι ακριβώς την ημέρα, αλλά θυμάμαι τη χρονιά. Ήταν πριν από δέκα χρόνια. Φθινόπωρο. ΧΙΛΝΤΑ: Δεκαεννέα Σεπτεμβρίου. ΣΟΛΝΕΣ: Πώς είναι δυνατόν να θυμάσαι ακόμα… Μα, μισό λεπτό… Σήμερα! Σήμερα είναι 19 Σεπτεμβρίου! ΧΙΛΝΤΑ: Ακριβώς. Και τα δέκα χρόνια πέρασαν. Κι εσύ δεν ήρθες. Δεν κράτησες την υπόσχεσή σου. ΣΟΛΝΕΣ: Ποια υπόσχεση; Ένα αστείο ήταν. ΧΙΛΝΤΑ: Α, ένα αστείο. Αυτό μόνο; ΣΟΛΝΕΣ: Ένα τρυφερό αστείο… Μα τη ζωή μου, δεν θυμάμαι. Αλλά, σίγουρα κάτι θα συνέβη. Αν και… Εσύ ήσουν ένα αθώο παιδί τότε. ΧΙΛΝΤΑ: Δεν ήμουν τόσο αθώο, όσο φαντάζεσαι. ΣΟΛΝΕΣ: [Κοιτώντας την εξεταστικά.] Σοβαρά τώρα, περίμενες τόσα χρόνια να επιστρέψω και να σε πάρω μαζί μου; ΧΙΛΝΤΑ: Σαν ένα «δαιμόνιο», ναι! ΣΟΛΝΕΣ: Και να σε κάνω πριγκίπισσα μου; ΧΙΛΝΤΑ: Το υποσχέθηκες! ΣΟΛΝΕΣ: Και να σου χαρίσω ένα βασίλειο; ΧΙΛΝΤΑ: [Κοιτάζει ψηλά.] Γιατί όχι; Φυσικά δεν χρειάζεται να είναι ένα κανονικό βασίλειο. ΣΟΛΝΕΣ: Αλλά κάτι εξίσου μεγαλειώδες; ΧΙΛΝΤΑ: Ναι. Κάτι εξίσου μεγαλειώδες. Σκέφτηκα πως, αφού μπορείς να χτίζεις τους πιο ψηλούς πύργους στον κόσμο, τότε θα μπορείς και να φτιάξεις και ένα βασίλειο. ΣΟΛΝΕΣ: Με μπερδεύεις, Βάνγκελ. ΧΙΛΝΤΑ: Αλήθεια; Για μένα είναι όλα τόσο απλά, Σόλνες.

47


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΣΟΛΝΕΣ: Δεν μπορώ ν’ αποφασίσω, αν εννοείς όσα λες ή απλώς με κοροϊδεύεις; ΧΙΛΝΤΑ: [Χαμογελώντας.] Το να κοροϊδεύεις είναι δικό σου προνόμιο. ΣΟΛΝΕΣ: Ήξερες πως είμαι παντρεμένος; ΧΙΛΝΤΑ: Από την πρώτη στιγμή. ΣΟΛΝΕΣ: [Κοιτάζοντάς τη σοβαρά.] Γιατί ήρθες εδώ; ΧΙΛΝΤΑ: Ήρθα να πάρω το βασίλειό μου. ΣΟΛΝΕΣ: [Γελάει ασυναίσθητα.] Τι παιδί που είσαι! ΧΙΛΝΤΑ: Το βασίλειό μου, κύριε Σόλνες! [Χτυπάει τα χέρια της.] Αμέσως παρακαλώ! ΣΟΛΝΕΣ: Σοβαρά, τώρα. Πες μου. Για ποιο λόγο είσαι εδώ; ΧΙΛΝΤΑ: Αρχικά, θέλω να δω όλους τους πύργους που έχεις χτίσει. ΣΟΛΝΕΣ: Πάει ο πρώτος μήνας. ΧΙΛΝΤΑ: Ναι, ξέρω πως έχεις χτίσει πάρα πολλούς. ΣΟΛΝΕΣ: Πράγματι, ειδικά τα τελευταία χρόνια. ΧΙΛΝΤΑ: Έχεις χτίσει και πολλά καμπαναριά; Πανύψηλα καμπαναριά; ΣΟΛΝΕΣ: Όχι. Δε χτίζω πια καμπαναριά. Ούτε και εκκλησίες. Όχι πια. ΧΙΛΝΤΑ: Τι χτίζεις τότε; ΣΟΛΝΕΣ: Σπίτια. Σπίτια γι’ ανθρώπους. ΧΙΛΝΤΑ: Δεν μπορείς να χτίσεις ένα -μόνο ένα- καμπαναριό ανάμεσα σ’ αυτά τα σπίτια; ΣΟΛΝΕΣ: Γιατί; ΧΙΛΝΤΑ: Για να υπάρχει και κάτι που να δείχνει ευθεία επάνω, στον ουρανό. Κάτι που να τρυπά τον αέρα. Με έναν ανεμοδείκτη ψηλά, πολύ ψηλά. Τόσο ψηλά που να σου φέρνει ζάλη. ΣΟΛΝΕΣ: Απίστευτο αυτό που λες… Είναι καιρός τώρα που σκέφτομαι ακριβώς κάτι τέτοιο-

48


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΧΙΛΝΤΑ: Κάν’ το λοιπόν! Τι περιμένεις; ΣΟΛΝΕΣ: [Κουνάει το κεφάλι του.] Όχι. Δε θ’ αρέσει στον κόσμο. ΧΙΛΝΤΑ: Πότε νοιάστηκες για τον κόσμο; ΣΟΛΝΕΣ: Άλλωστε… Τώρα χτίζω ένα σπίτι για εμένα τον ίδιο. Εδώ, απέναντι. ΧΙΛΝΤΑ: Για εσένα τον ίδιο; ΣΟΛΝΕΣ: Ναι, είναι σχεδόν έτοιμο. Και ναι, στο σπίτι μου έχω φτιάξει έναν τέτοιο πύργο. ΧΙΛΝΤΑ: Έναν ψηλό πύργο; ΣΟΛΝΕΣ: Ναι. ΧΙΛΝΤΑ: Πόσο ψηλό; ΣΟΛΝΕΣ: Πολύ ψηλό για ένα απλό σπίτι. Τόσο ψηλό που σίγουρα ο κόσμος θα το σχολιάζει. ΧΙΛΝΤΑ: Θα πάω να τον δω αυτόν τον πύργο, πρωί-πρωί! ΣΟΛΝΕΣ: [Τρυφερά.] Μικρή μου Χίλντα. ΧΙΛΝΤΑ: «Πριγκίπισσα Χίλντα». Το προτιμώ. ΣΟΛΝΕΣ: [Κάθεται αναπαυτικά, κοιτάζοντάς την.] Τι περίεργο… Όσο σε κοιτάζω, τόσο συνειδητοποιώ πως, όλα αυτά τα χρόνια, βασάνιζα τον εαυτό μου, προσπαθώντας… ΧΙΛΝΤΑ: …Προσπαθώντας; ΣΟΛΝΕΣ: Προσπαθώντας να ξεπεράσω κάτι… Μια πράξη μου… Κάτι που ήξερα πως είχε συμβεί, αλλά δεν μπορούσα με τίποτα να το ανακαλέσω. [Σηκώνεται αργά.] Τι υπέροχα που ήρθες σε μένα! ΧΙΛΝΤΑ: [Κοιτάζοντάς τον διαπεραστικά.] Είναι όντως υπέροχα; ΣΟΛΝΕΣ: Ήμουν τόσο μόνος. Καθόμουν και κοιτούσα το κενό, σαν χαμένος. Είχα χάσει τη διάθεσή μου. [Χαμηλώνει τη φωνή του.] Έτρεμα τους νέους. [Η βροχή έχει σταματήσει. Έξω, στη βεράντα -πίσω από την κλειστή, τζαμένια πόρτα- εμφανίζεται ο Ράγκναρ, κρατώντας

49


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

μια ομπρέλα. Βλέπει τον Σόλνες με τη Χίλντα και στέκεται για λίγο διστακτικά πίσω από την τζαμένια πόρτα. Ο Σόλνες και η Χίλντα δεν τον βλέπουν.] ΧΙΛΝΤΑ: [Μετά από μια παύση, ελαφρώς περιφρονητικά.] Πώς μπορεί κανείς να τρέμει τους νέους; ΣΟΛΝΕΣ: Κι όμως, εγώ μπορώ. Έχω κλειστεί στον εαυτό μου. Έχω απομονωθεί. Είμαι σίγουρος πως μια μέρα όλοι οι νέοι του κόσμου θα έρθουν να μου χτυπήσουν την πόρτα- τι λέω; Θα γκρεμίσουν την πόρτα μου και θα ορμήσουν πάνω μου! ΧΙΛΝΤΑ: Τότε καλύτερα να τους ανοίξεις και να τους δεχτείς. ΣΟΛΝΕΣ: Να τους δεχτώ; ΧΙΛΝΤΑ: Ναι. Να τους αφήσεις να περάσουν μέσα σαν φίλοι. ΣΟΛΝΕΣ: [Παθιασμένα.] Όχι, όχι! Η νέα γενιά σημαίνει… Τιμωρία! Με πλησιάζει, κραδαίνοντας το λάβαρο της νέας εποχής και προαναγγέλλει το γύρισμα της τύχης! [Σιωπή. Ο Σόλνες μένει για λίγο σαν χαμένος. Η Χίλντα τον κοιτάζει. Στη βεράντα τώρα εμφανίζεται και ο γιατρός Χέρνταλ με μια ομπρέλα. Ανταλλάσσουν μερικές κουβέντες με τον Ράγκναρ. Ο Ράγκναρ είναι σε ένταση κι ετοιμάζεται να μπει στο γραφείο αλλά ο γιατρός τον εμποδίζει, λέγοντας του κάτι.* Ο Ράγκναρ φεύγει.] ΧΙΛΝΤΑ: [Σηκώνεται αργά. Τα χείλη της τρέμουν.] Εγώ… Μπορώ να βοηθήσω; ΣΟΛΝΕΣ: Φυσικά και μπορείς! [Ο γιατρός Χέρνταλ ανοίγει την τζαμένια πόρτα και μπαίνει. Ο Σόλνες δείχνει να μην τον έχει δει.] ΣΟΛΝΕΣ: Γιατί εσύ δεν είσαι μ’ εκείνους! Εσύ είσαι με το μέρος μου, Χίλντα! ΧΕΡΝΤΑΛ: [Καθώς ακουμπά προσεκτικά την κλειστή ομπρέλα και το καπέλο του.] Σόλνες! Ακόμα εδώ με τη δεσποινίδα Βάνγκελ;! ΣΟΛΝΕΣ: Είχαμε άπειρα πράγματα να θυμηθούμε! ΧΕΡΝΤΑΛ: Αλήθεια;

50


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΧΙΛΝΤΑ: Α, ναι! Ο κύριος Σόλνες έχει αξιοθαύμαστη μνήμη. Και πώς του’ ρχονται έτσι αμέσως όλες οι λεπτομέρειες! [Εμφανίζεται η Κα Σόλνες από τα δεξιά. Μοιάζει αφηρημένη.] ΑΛΙΝΑ: Δεσποινίς Βάνγκελ, το δωμάτιό σας είναι απολύτως έτοιμο. ΧΙΛΝΤΑ: Αχ, τέλεια! ΣΟΛΝΕΣ: Ένα από τα δωμάτια των παιδιών; ΑΛΙΝΑ: Ναι. Το μεσαίο. Αλλά καλύτερα να δειπνήσουμε πρώτα. ΣΟΛΝΕΣ: Ωραία! Η Χίλντα θα κοιμηθεί σαν μωρό. ΑΛΙΝΑ: [Τον κοιτάζει παραξενεμένη.] Τι είπες; ΣΟΛΝΕΣ: Αυτό είναι το όνομά της. Την ξέρω από παιδί. ΑΛΙΝΑ: Αλήθεια; Μπράβο. Τι λέτε;. Πάμε λοιπόν; [Στον γιατρό, καθώς κλείνει την τζαμένια πόρτα.] Σήμερα έχουμε rakfisk. ΧΕΡΝΤΑΛ: Πέστροφα; ΑΛΙΝΑ: [Πηγαίνουν με τον γιατρό προς το εσωτερικό του σπιτιού.] Α, ναι! Είναι η εβδομάδα που τρώμε πέστροφα. Κάθε εβδομάδα δοκιμάζω και ένα βασικό υλικό σε παραλλαγές… ΧΕΡΝΤΑΛ: Αδημονώ για την εβδομάδα του κυνηγιού… [Οι φωνές τους σβήνουν.] ΧΙΛΝΤΑ: [Καθώς μαζεύει το σακίδιο και τα υπόλοιπα πράγματά της.] Αλήθεια λες πως με χρειάζεσαι; ΣΟΛΝΕΣ: [Της παίρνει τα πράγματα.] Είσαι αυτό που περίμενα σ’ όλη μου τη ζωή. ΧΙΛΝΤΑ: [Τον κοιτάζει ενθουσιασμένη.] Μα, τότε… Τότε, έχω το βασίλειό μου! ΣΟΛΝΕΣ: [Έντονα.] Χίλντα! ΧΙΛΝΤΑ: Σχεδόν το έχω, ήθελα να πω… [Η Χίλντα βγαίνει και ο Σόλνες την ακολουθεί προς το σπίτι. Ο ήλιος αρχίζει να δύει. Στη βεράντα εμφανίζεται και πάλι ο Ράγκναρ. Ανοίγει προσεκτικά την τζαμένια πόρτα και μπαίνει

51


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

στο γραφείο του Σόλνες. Τον διακρίνουμε στο ημίφως να ψάχνει το γραφείο, ν’ ανοίγει τα συρτάρια κλπ. Είναι προφανές πως ψάχνει τα σχέδια του. Στέκεται για λίγο, κοιτάζοντας τριγύρω. Απογοητευμένος τελικά που δεν τα βρίσκει, φεύγει και πάλι από τη βεράντα.]

52


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

Τέλος πρώτης πράξης

53


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ Πράξη δεύτερη

54


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

[Εξωτερικό του σπιτιού των Σόλνες. Η μεγάλη βεράντα που οδηγεί στον κήπο. Δεξιά και αριστερά, σειρές από όμορφες γλάστρες. Ένας πάγκος και ένα τραπέζι από άσπρη πέτρα. Παντού αφημένα βιβλία. Πίσω, η μεγάλη τζαμαρία που οδηγεί στο σχεδιαστήριο του Σόλνες. Ανάλογα με το φως του ήλιου, το τζάμι άλλοτε γίνεται τεράστιος καθρέφτης και άλλοτε αποκτά και πάλι διαφάνεια, έτσι ώστε το δωμάτιο -και ό,τι υπάρχει μέσα- να διακρίνεται. Είναι νωρίς το πρωί. Ο Σόλνες κάθεται, έχοντας μπροστά του τα σχέδια του Ράγκναρ Μπρόβικ. Ξεχωρίζει και εξετάζει προσεκτικά μερικά από τα σχέδια. Η κυρία Σόλνες περιφέρεται αθόρυβα, ποτίζοντας μ’ ένα μικρό ποτιστήρι τα λουλούδια. Κάπου ακουμπισμένα είναι το καπέλο, το πανωφόρι και το παρασόλι της. Κάποιες στιγμές, ο Σόλνες την παρατηρεί, χωρίς εκείνη να το παίρνει είδηση. Σιωπή.]

ΣΟΛΝΕΣ: [Μελετώντας τα σχέδια.] Ήταν κι η βροχή χθες. Θα τα πνίξεις τα λουλούδια. [Η Κα Σόλνες συνεχίζει το πότισμα. Από το γραφείο βγαίνει η Κάγια Φόσλι.] ΣΟΛΝΕΣ: [Με αδιάφορο τόνο.] Εσύ είσαι Κάγια; ΚΑΓΙΑ: Καλημέρα. Απλώς να ξέρετε πως έχω έρθει. ΣΟΛΝΕΣ: Ναι, εντάξει, παιδί μου. Είναι κι ο Ράγκναρ μαζί σου; ΚΑΓΙΑ: Όχι. Καθυστέρησε λίγο, μέχρι να δει τον γιατρό. Δε θ’ αργήσει, όμως. Θέλει πολύ να σας δειΣΟΛΝΕΣ: Πώς είναι ο πατέρας του σήμερα; ΚΑΓΙΑ: Όχι πολύ καλά. Ζητάει συγγνώμη, αλλά πρέπει να παραμείνει στο κρεβάτι. ΣΟΛΝΕΣ: Αλίμονο, το συζητάς; Πήγαινε στη δουλειά σου, παιδί μου. ΚΑΓΙΑ: Μάλιστα. [Ξεκινά να φύγει και σταματά.] Μήπως θέλετε να δείτε τον Ράγκναρ, μόλις έρθει; ΣΟΛΝΕΣ: Όχι, δεν έχω τίποτα ιδιαίτερο να του πω. ΚΑΓΙΑ: Μάλιστα. [Η Κάγια επιστρέφει στο γραφείο. Ο Σόλνες συνεχίζει να ξεφυλλίζει τα σχέδια.] 55


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΑΛΙΝΑ: [Ποτίζοντας.] Φαντάσου να πεθάνει και αυτός. ΣΟΛΝΕΣ: Τι εννοείς «και» αυτός; ΑΛΙΝΑ: [Αγνοώντας την ερώτησή του.] Σύντομα θα μας αφήσει και ο γέρο-Μπρόβικ. Θα το δεις. ΣΟΛΝΕΣ: Αλίνα, καλή μου, γιατί δεν πηγαίνεις έναν περίπατο; ΑΛΙΝΑ: Ναι, έχεις δίκιο. Πρέπει να πάω. [Συνεχίζει να φροντίζει τα λουλούδια.] ΣΟΛΝΕΣ: [Σκύβοντας πάνω από τα σχέδια.] Ακόμα κοιμάται; ΑΛΙΝΑ: Η δεσποινίς Βάνγκελ είναι συνέχεια στο μυαλό σου. ΣΟΛΝΕΣ: Απλώς αναρωτήθηκα. ΑΛΙΝΑ: Έχει ξυπνήσει από ώρα. [Παύση. Η Κα Σόλνες παίρνει το πανωφόρι της και το φορά.] Όταν πήγα στο δωμάτιό της, τη βρήκα να ταχτοποιεί τα πραγματάκια της. ΣΟΛΝΕΣ: Νά που μας χρησίμευσαν και σε κάτι τα παιδικά δωμάτια. Δεν άντεχα να τα βλέπω άδεια. ΑΛΙΝΑ: Α, ναι. [Παίρνει το καπέλο της και το φοράει, χρησιμοποιώντας την τζαμαρία σαν καθρέφτη.] Είναι τρομαχτικό ένα άδειο δωμάτιο, έχεις δίκιο. ΣΟΛΝΕΣ: [Κλείνει τον φάκελο με τα σχέδια. Σηκώνεται και την πλησιάζει.] Θα δεις πόσο καλύτερα θα είμαστε μετά απ’ αυτό, Αλίνα. Η ζωή θα είναι πολύ πιο απλή – για σένα ειδικά. ΑΛΙΝΑ: [Τον κοιτάζει.] Τι εννοείς, μετά «απ’ αυτό»; ΣΟΛΝΕΣ: Ναι, Αλίνα, πίστεψε μεΑΛΙΝΑ: Εννοείς, μετά από τον ερχομό της; ΣΟΛΝΕΣ: Εννοώ, μετά από τη μετακόμισή μας στο καινούριο σπίτι. ΑΛΙΝΑ: Συννέφιασε πάλι. [Η Κα Σόλνες απομακρύνεται από την τζαμαρία, για να πάρει την ομπρέλα της. Εκεί που στεκόταν πριν και καθρεφτιζόταν, σιγά-σιγά, αποκαλύπτεται η μορφή της Κάγια που παρακολουθεί μέσα από το γραφείο.]

56


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΑΛΙΝΑ: Το πιστεύεις Χάλβαρντ; Θα είμαστε πραγματικά καλύτερα; ΣΟΛΝΕΣ: Φυσικά. Εσύ δεν το πιστεύεις; ΑΛΙΝΑ: Δε με απασχολεί καθόλου το καινούριο σπίτι. ΣΟΛΝΕΣ: Με πληγώνει αυτό που λες. Όταν ξέρεις πως για χάρη σου το έχτισα. [Το σύννεφο φεύγει. Η μορφή της Κάγια χάνεται.] ΑΛΙΝΑ: Η αλήθεια είναι πως κάνεις υπερβολικά πολλά πράγματα για χάρη μου. ΣΟΛΝΕΣ: Δεν αντέχω να σε ακούω να μιλάς έτσι. ΑΛΙΝΑ: Δεν αντέχεις να με ακούς να μιλάω, Χάλβαρντ. Γιατί, χρόνια τώρα, μιλάω και για τους δυο μας. Αλλά, ξέρεις κάτι; Σκέφτηκα να πάψω να μιλάω πια. Σιωπή. [Ξεκινά να φύγει.] ΣΟΛΝΕΣ: Αλίνα! Το εννοώ, όταν σου λέω πως όλα θα είναι πιο απλάΑΛΙΝΑ: Πιο απλά για μένα!; Μα, αγάπη μου, για μένα τα πράγματα ήταν πάντα απλούσταταΣΟΛΝΕΣ: Ξέρεις πόσο προσπάθησα να το φτιάξω έτσι ώστε να σου θυμίζει το δικό σου σπίτιΑΛΙΝΑ: Το σπίτι εκείνο δεν ήταν δικό μου. Ήταν του πατέρα και της μητέρας μου. Και έγινε στάχτηΣΟΛΝΕΣ: Ναι, αγάπη μου. Τι τραγικό για σέναΑΛΙΝΑ: [Ξεσπώντας ξαφνικά.] Χτίζε, Χάλβαρντ! Χτίζε! Όσες χιλιάδες χρόνια και να χτίζεις, όσο και να προσπαθείς… Ποτέ – μ’ ακούς; Ποτέ δεν πρόκειται να χτίσεις ένα αληθινό σπίτι για μένα! ΣΟΛΝΕΣ: [Απομακρύνεται θυμωμένος.] Ας μη μιλάμε πια γι΄ αυτό. ΑΛΙΝΑ: [Ακόμα σε ένταση.] Ας μη μιλάμε πια για τίποτα! Ας αποφύγουμε την κουβέντα, όπως πάντα. Αφού και μόνο με τη σκέψη, τρομάζεις. ΣΟΛΝΕΣ: [Γυρίζει και την κοιτάζει θυμωμένος.] Εγώ τρομάζω; Εγώ αποφεύγω την κουβέντα; ΑΛΙΝΑ: [Σαν να μην τον άκουσε.] Αχ, σε ξέρω τόσο καλά! Έχεις τέτοια αγωνία να με δικαιολογήσεις… Να με κάνεις να μη νιώθω ενοχές!

57


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΣΟΛΝΕΣ: [Έκπληκτος.] Εσένα να δικαιολογήσω; Εσύ νιώθεις ενοχές; ΑΛΙΝΑ: Όσο για το πατρικό μου, δε με απασχολεί καθόλου. Ατυχήματα συμβαίνουν. Είναι μέσα στη ζωή… Η φρίκη ήρθε μετά τη φωτιά. Θεέ μου, αυτό ήταν η φρίκη! Αυτό! Αυτό! ΣΟΛΝΕΣ: Μην το σκέφτεσαι, Αλίνα! ΑΛΙΝΑ: Λάθος κάνεις. Οφείλω να το σκέφτομαι. Και οφείλω, επιτέλους, να μιλήσω γι αυτό- έστω για μία φορά! Γιατί δεν αντέχω άλλο να το κουβαλάω μέσα μου. Δεν μπορώ να συγχωρέσω τον εαυτό μουΣΟΛΝΕΣ: [Με δέος.] Εσύ δεν μπορείς να συγχωρέσεις τον εαυτό σου; ΑΛΙΝΑ: Ναι! Γιατί είχα διπλή ευθύνη! Είχα ευθύνη απέναντί σου και απέναντι στα παιδιά! Έπρεπε να φανώ πιο ψύχραιμη, πιο δυνατή… Δεν έπρεπε να αφήσω τον τρόμο να με κυριεύσει. Τον τρόμο για το σπίτι που κάηκε. [Κάνει μια κίνηση απόγνωσης προς τον Σόλνες.] Μόνο να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω…! ΣΟΛΝΕΣ: [Την πλησιάζει τρυφερά.] Αλίνα, μου υπόσχεσαι πως δε θα κάνεις πια αυτές τις σκέψεις; Μου υπόσχεσαι, αγάπη μου; ΑΛΙΝΑ: Και να υποσχεθώ, τι έγινε;! Ολόκληρη η ζωή μας είναι χτισμένη πάνω σε υποσχέσεις! ΣΟΛΝΕΣ: Δεν υπάρχει ελπίδα, λοιπόν. Δε θα μπει ήλιος σ’ αυτό το σπίτι. ΑΛΙΝΑ: Αυτό που έχουμε δεν είναι σπίτι, Χάλβαρντ. ΣΟΛΝΕΣ: Έχεις δίκιο. Όπως και για το καινούριο σπίτι, πάλι έχεις δίκιο. Τίποτα δε θ’ αλλάξει. ΑΛΙΝΑ: Ναι. Θα νιώθω το ίδιο κι εκεί, όπως κι εδώ. Μόνη και άδεια. ΣΟΛΝΕΣ: Γιατί με άφησες να το χτίσω τότε; ΑΛΙΝΑ: Νομίζω πως εσύ ξέρεις καλύτερα την απάντηση. ΣΟΛΝΕΣ: [Την κοιτάζει καχύποπτα.] Τι θες να πεις; [Η Κα Σόλνες δεν απαντά.] Τι στο διάολο εννοείς, Αλίνα; [Η Κα Σόλνες σηκώνεται.] ΑΛΙΝΑ: Δεν εννοώ κάτιΣΟΛΝΕΣ: Όλα αυτά τα υπονοούμενα! Τα κρυφά νοήματαΑΛΙΝΑ: Ποια υπονοούμενα; Ποια κρυφά- Τι λες; Τι σου συμβαίνει; 58


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΣΟΛΝΕΣ: [Την πλησιάζει απειλητικά.] Δεν μπορώ να πω το παραμικρό, χωρίς να βρεις κι ένα κρυφό, μυστήριο νόημα από κάτω… ΑΛΙΝΑ: Εγώ; Εγώ το κάνω αυτό; ΣΟΛΝΕΣ: [Γελάει σαρκαστικά.] Φυσικό είναι! Όταν έχεις να κάνεις μ’ έναν άρρωστο! ΑΛΙΝΑ: Είσαι άρρωστος, Χάλβαρντ; ΣΟΛΝΕΣ: [Απότομα.] Τρελός; Ψυχασθενής; Τι προτιμάς; ΑΛΙΝΑ: [Αναζητά στα τυφλά κάπου να καθίσει.] Για όνομα του Θεού, σου ορκίζομαιΣΟΛΝΕΣ: Κι όμως, κάνετε λάθος. Κι εσύ κι ο γιατρός σου. Δεν είμαι τόσο άσχημα, όσο φαντάζεστε. [Ήρεμα.] Η αλήθεια είναι πως είμαι απολύτως καλά! ΑΛΙΝΑ: Είμαι σίγουρη. Τι σε βασανίζει, τότε; ΣΟΛΝΕΣ: Βουλιάζω, Αλίνα. Βουλιάζω κάτω από το δυσβάσταχτο βάρος του χρέους μου. ΑΛΙΝΑ: Ποιο χρέος; Δεν οφείλεις τίποτα σε κανένα. ΣΟΛΝΕΣ: [Ήρεμα.] Οφείλω ένα τεράστιο χρέος σε σένα, Αλίνα. ΑΛΙΝΑ: [Σηκώνεται αργά.] Τι μου κρύβεις; Κάτι μου κρύβεις. ΣΟΛΝΕΣ: Δεν σου κρύβω τίποτα. Δε σ’ έβλαψα ποτέ –ούτε συνειδητά, ούτε ασυνείδητα. Κι όμως… Νιώθω σαν να συντρίβομαι από ένα χρέος… ΑΛΙΝΑ: Τι είδους χρέος; ΣΟΛΝΕΣ: Έχω ενοχές. ΑΛΙΝΑ: Ενοχές απέναντι μου; [Ο Σόλνες νεύει καταφατικά.] Ε, τότε είσαι πράγματι άρρωστος, Χάλβαρντ. ΣΟΛΝΕΣ: Ναι, είμαι. Ή έστω, στα πρόθυρα της αρρώστιας. [Κοιτάζει ψηλά.] Σαν να δυνάμωσε ο ήλιος ξαφνικά. [Η Χίλντα στέκεται πίσω τους. Φοράει τα ίδια ρούχα, με κάποιες αλλαγές. Η φούστα της δεν είναι πια μαζεμένη και δε φοράει σακάκι.]

59


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΧΙΛΝΤΑ: Καλημέρα, κύριε Σόλνες! ΣΟΛΝΕΣ: [Ξαφνιασμένος.] Κοιμηθήκατε καλά; ΧΙΛΝΤΑ: Εξαίσια! Σαν μωρό στην κούνια. Τεντωνόμουν και απλωνόμουν στο κρεβάτι σαν πριγκίπισσα. ΣΟΛΝΕΣ: Και σίγουρα θα είδατε και όνειρα. ΧΙΛΝΤΑ: Ναι, είδα ένα όνειρο. Αλλά ήταν φριχτό. ΣΟΛΝΕΣ: Αλήθεια; ΧΙΛΝΤΑ: Α, ναι! Ονειρεύτηκα πως έπεφτα από έναν ψηλό κι απότομο λόφο… Έχετε ονειρευτεί ποτέ κάτι τέτοιο; ΣΟΛΝΕΣ: Μερικές φορές. ΧΙΛΝΤΑ: Δεν είναι τρομαχτική η αίσθηση; Να πέφτεις, να πέφτεις για ώρα… ΣΟΛΝΕΣ: …Ναι. Μου παγώνει το αίμα. ΧΙΛΝΤΑ: …Κι εμένα. Και μαζεύω τα πόδια μου ψηλά… ΣΟΛΝΕΣ: Α, ναι, ψηλά τα πόδια και πολύ σφιχτάΑΛΙΝΑ: [Παίρνοντας την ομπρέλα της.] Συγγνώμη που διακόπτω μια τόσο ενδιαφέρουσα περιγραφή, αλλά πρέπει να πηγαίνω. [Στη Χίλντα.] Θα ψωνίσω απ’ την πόλη ό,τι χρειάζεστε. ΧΙΛΝΤΑ: Αχ, είστε τόσο καλή μαζί μου, κυρία Σόλνες! Τόσο τρομαχτικά καλή! [Κάνει μια κίνηση, για να την αγκαλιάσει. Η Κα Σόλνες υποχωρεί.] ΑΛΙΝΑ: Μην το συζητάτε. Είναι καθήκον μου. Τίποτε παραπάνω. ΧΙΛΝΤΑ: [Προσβεβλημένη.] Κι έτσι όμως, δεν είμαι μια χαρά, για να κυκλοφορήσω; Τώρα που κατέβασα και τη φούστα μου; ΑΛΙΝΑ: Για να είμαι ειλικρινής, έτσι όπως είστε, πιστεύω πως θα σας κοιτάζουν όλοι στον δρόμο. ΧΙΛΝΤΑ: Ε, και; Κακό είν’ αυτό; ΣΟΛΝΕΣ: Σίγουρα θα σας περάσουν για τρελή. Το συνηθίζουν στην πόλη μας. ΧΙΛΝΤΑ: Έχετε πολλούς τρελούς στην περιοχή;

60


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΣΟΛΝΕΣ: [Δείχνοντας τον εαυτό του.] Έναν και καλό. ΧΙΛΝΤΑ: [Γελάει.] Εσείς – κύριε Σόλνες! ΣΟΛΝΕΣ: Τι; Δεν το ’χετε προσέξει; ΧΙΛΝΤΑ: Φυσικά και όχι! [Χαμογελάει.] Ίσως… Σε μια μόνο περίπτωση. ΣΟΛΝΕΣ: Α! Τ’ ακούς, Αλίνα; ΑΛΙΝΑ: Και ποια είναι αυτή η μόνη περίπτωση, δεσποινίς Βάνγκελ; ΧΙΛΝΤΑ: Δεν τρελάθηκα να το πω. ΑΛΙΝΑ: Είμαι σίγουρη, Χάλβαρντ, πως, όταν μείνει μόνη μαζί σου, θα σου τα πει όλα. [Ο Σόλνες και η Χίλντα την κοιτάζουν.] Αφού τη γνωρίζεις τόσα πολλά χρόνια… Από τότε που ήταν παιδάκι. Έτσι δεν μου είπες; [Η Κα Σόλνες φεύγει από τον κήπο.] ΧΙΛΝΤΑ: [Μετά από λίγη ώρα.] Μήπως με αντιπαθεί φριχτά η γυναίκα σου; ΣΟΛΝΕΣ: Όχι. Απλώς έχει γίνει πολύ συνεσταλμένη με τους ξένους, τα τελευταία χρόνια. Όταν τη γνωρίσεις καλύτερα, θα καταλάβεις… Είναι τόσο ευγενικό και σπάνιο πλάσμα. ΧΙΛΝΤΑ: Μα αν είναι έτσι, γιατί είπε πως θα μου αγοράσει κάτι επειδή… «είναι απλώς το καθήκον της»; ΣΟΛΝΕΣ: Είπε έτσι; ΧΙΛΝΤΑ: Πόσο σιχαίνομαι αυτήν την απαίσια λέξη! «Καθήκον!» ΣΟΛΝΕΣ: Γιατί; ΧΙΛΝΤΑ: Είναι ψυχρή λέξη, χωρίς ίχνος αγάπης! «Καθήκον». Σε διαπερνάει ο ήχος της. Ας έλεγε πως το κάνει γιατί… με συμπαθεί αφάνταστα – ή κάτι τέτοιο. Κάτι τρυφερό και εγκάρδιο, τέλος πάντων. Άκου, «καθήκον»! ΣΟΛΝΕΣ: Σε πείραξε πολύ; ΧΙΛΝΤΑ: Πάρα πολύ. [Συννεφιάζει και πάλι. Η Χίλντα στέκεται στο τραπέζι με τα σχέδια και αρχίζει να τα ξεφυλλίζει. Ο Σόλνες την πλησιάζει, στέκεται πίσω της και ξεφυλλίζει τα σχέδια μαζί της. Πίσω από τη τζαμαρία, διακρίνεται τώρα ο Ράγκναρ να τους παρακολουθεί.] 61


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΧΙΛΝΤΑ: Δικά σου είναι αυτά τα σχέδια; ΣΟΛΝΕΣ: Όχι. Ανήκουν σ’ έναν νεαρό υπάλληλο μου. ΧΙΛΝΤΑ: Μαθητή σου; ΣΟΛΝΕΣ: Θα μπορούσε να πει κανείς πως τον έχω διδάξει. ΧΙΛΝΤΑ: Τότε θα είναι πολύ έξυπνος. [Κοιτάζει ένα σχέδιο]. Δε συμφωνείς; ΣΟΛΝΕΣ: Είναι όσο έξυπνος χρειάζεταιΧΙΛΝΤΑ: Α, ναι. Παίρνω όρκο πως είναι δαιμονικά έξυπνος. ΣΟΛΝΕΣ: Από τα σχέδια του το κατάλαβες αυτό; ΧΙΛΝΤΑ: Τι να μου πουν εμένα τα σχέδια… Το λέω, επειδή έμαθε από εσένα. Από τον καλύτερο. ΣΟΛΝΕΣ: Όσο γι αυτό, σε πληροφορώ πως έχω διδάξει πολλούς μέχρι σήμερα, αλλά έμειναν όσο άσχετοι ήταν στην αρχή. [Ο Ράγκναρ χάνεται πίσω από την τζαμαρία.] ΧΙΛΝΤΑ: [Αποδοκιμαστικά.] Πραγματικά δεν καταλαβαίνω πώς μπορείς να είσαι τόσο χαζός. ΣΟΛΝΕΣ: [Έκπληκτος.] Μόλις με είπες «χαζό»; ΧΙΛΝΤΑ: Σοβαρά, τώρα, ποιο νόημα έχει να διδάσκεις όλους αυτούς τους άσχετους νέους; Ο μόνος που θα έπρεπε να χτίζει είσαι εσύ. Εσύ! Ο ένας και μοναδικός αρχιμάστορας. ΣΟΛΝΕΣ: [Μετά από παύση.] Χίλντα… [Κοιτάζει μακριά.] Έλα εδώ. Θέλω να σου δείξω κάτι. ΧΙΛΝΤΑ: [Πλησιάζοντας.] Τι πράγμα; ΣΟΛΝΕΣ: Βλέπεις εκεί πέρα – έναν πολύ μεγάλο κήπο…; ΧΙΛΝΤΑ: Ναι; ΣΟΛΝΕΣ: Και πέρα απ’ τον κήπο… ΧΙΛΝΤΑ: Ένα καινούριο σπίτι; ΣΟΛΝΕΣ: Ναι, εκείνο το σπίτι που χτίζεται ακόμα…

62


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΧΙΛΝΤΑ: …Με τον πανύψηλο πύργο. ΣΟΛΝΕΣ: Η σκαλωσιά είναι ακόμα επάνω… ΧΙΛΝΤΑ: Είναι το νέο σου σπίτι! ΣΟΛΝΕΣ: Ακριβώς. ΧΙΛΝΤΑ: Το σπίτι που θα μένεις σε λίγο καιρό! ΣΟΛΝΕΣ: Ναι. ΧΙΛΝΤΑ: Και θα έχει κι εκεί παιδικά δωμάτια; ΣΟΛΝΕΣ: Όσα κι εδώ. Τρία. ΧΙΛΝΤΑ: Αλλά κανένα παιδί. ΣΟΛΝΕΣ: Κανένα. Ποτέ πια. ΧΙΛΝΤΑ: [Χαμογελώντας ελαφρά.] Ε, δεν έχω δίκιο; ΣΟΛΝΕΣ: Για ποιο πράγμα; ΧΙΛΝΤΑ: Πως έχεις μια δόση τρέλας τελικά. ΣΟΛΝΕΣ: Α, αυτό εννοούσες πριν. ΧΙΛΝΤΑ: Κοίταζα αυτά τα άδεια παιδικά δωμάτια -καθαρά, με στρωμένα κρεβάτια, μ’ ένα μικρό καπελάκι κρεμασμένο στο καθένα απ’ αυτά… Και σκέφτηκα: Ούτε ένα παιδί. ΣΟΛΝΕΣ: Κι όμως, είχαμε παιδιά. Η Αλίνα κι εγώΧΙΛΝΤΑ: Α! Αλήθεια; ΣΟΛΝΕΣ: Δύο αγοράκια. Δίδυμα. Γύρω στα έντεκα με δώδεκα χρόνια πριν. ΧΙΛΝΤΑ: [Προσεκτικά.] Και τα δύο…; Χάσατε και τα δύο αγοράκια σας; ΣΟΛΝΕΣ: Ήταν μόλις τριών εβδομάδων. Ούτε καν. [Ξαφνικά ξεσπάει.] Χίλντα! Δεν ξέρεις πόσο καλό μού κάνει που είσαι εδώ! Έλα κάθισε εδώ. Κάθισε έτσι, ώστε να μπορείς να βλέπεις το σπίτι. [Η Χίλντα κάθεται δίπλα του στον πάγκο.] Θέλεις να σου μιλήσω γι αυτό; ΧΙΛΝΤΑ: Ναι, μ’ αρέσει τόσο να σε ακούω. Στάσου, όμως εκεί. Θέλω να βλέπω κι εσένα μαζί με το σπίτι. Μίλα μου!

63


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΣΟΛΝΕΣ: [Σηκώνεται και στέκεται με το βλέμμα προς το σπίτι.] Εκεί πάνω, σ’ εκείνο τον λόφο… Εκεί που στέκεται τώρα το καινούριο σπίτιΧΙΛΝΤΑ: Ναι. ΣΟΛΝΕΣ: Εκεί ζούσαμε τα πρώτα χρόνια με την Αλίνα. Ήταν το πατρικό της που είχαμε κληρονομήσει μαζί με τον μεγάλο κήπο του. Ένα σπίτι που απ’ έξω έμοιαζε σαν τεράστιο, ξύλινο φέρετρο, όμως μέσα ήταν ζεστό και άνετο. ΧΙΛΝΤΑ: Και τι έγινε; Το γκρεμίσατε; ΣΟΛΝΕΣ: Όχι. Κάηκε. Όλο. ΧΙΛΝΤΑ: Τρομερό! ΣΟΛΝΕΣ: Ήταν λίγο μετά από τη γέννηση των παιδιών μαςΧΙΛΝΤΑ: Τα καημένα τα αγοράκια σας… ΣΟΛΝΕΣ: Όταν ήρθαν στον κόσμο, έσφυζαν από υγεία. Δεν υπήρχε πιο όμορφο θέαμα από την Αλίνα με τα δύο μωρά στην αγκαλιά… Ώσπου ήρθε εκείνη η καταραμένη νύχτα της πυρκαγιάς. ΧΙΛΝΤΑ: Και η φωτιά ήταν πουΣΟΛΝΕΣ: Όχι, όχι! Ο τρόμος, όμως, κυρίευσε την Αλίνα. Ο εφιαλτικός ήχος από τις καμπάνες, ο πανικός μας, καθώς τρέχαμε να σωθούμε με τα μωρά στην αγκαλιά… Κι ύστερα, ο παγωμένος νυχτερινός αέρας… Είχαν πεταχτεί από τον ύπνο με τα παιδιά… ΧΙΛΝΤΑ: Κι έτσι αρρώστησαν; ΣΟΛΝΕΣ: Όχι, κι αυτό το άντεξαν. Η Αλίνα ανέβασε πυρετό και το γάλα της μολύνθηκε. Επέμενε, όμως, να τα θηλάζει, γιατί «ήταν το καθήκον της», όπως έλεγε. Και τα μωρά μας… Και τα δυο μας μωρά… [Βγάζει μια αγωνιώδη κραυγή.] ΧΙΛΝΤΑ: Αυτό τα σκότωσε; ΣΟΛΝΕΣ: Ναι, το μολυσμένο γάλα. Πέθαναν. ΧΙΛΝΤΑ: Πόσο φριχτό για σένα. ΣΟΛΝΕΣ: Ακόμα πιο φριχτό για την Αλίνα. [Κοιτάζει ψηλά.] Πώς γίνεται να πεθαίνουν αθώα παιδιά; [Σταθερά.] Από τότε, σταμάτησα να χτίζω εκκλησίες. 64


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΧΙΛΝΤΑ: Έδειχνες, όμως, τόσο χαρούμενος, όταν έχτιζες το καμπαναριό στην πόλη μας. ΣΟΛΝΕΣ: Ήμουν χαρούμενος, μόνο όταν τέλειωσε. ΧΙΛΝΤΑ: Ναι, το είχα νιώσει. ΣΟΛΝΕΣ: Και από εκείνη τη μέρα, δεν ξανάχτισα εκκλησίες και καμπαναριά. ΧΙΛΝΤΑ: Μόνο σπίτια για ανθρώπους. ΣΟΛΝΕΣ: Σπίτια για ανθρώπινες ψυχές, Χίλντα. Βλέπεις, αρχιμάστορα με έκανε η πυρκαγιάΧΙΛΝΤΑ: Γιατί δεν αποκαλείς τον εαυτό σου «αρχιτέκτονα» όπως οι άλλοι; ΣΟΛΝΕΣ: Γιατί δεν έχω σπουδάσει, όπως οι άλλοι. Είμαι αυτοδίδακτος. ΧΙΛΝΤΑ: Κι όμως, έφτασες στην κορυφή, Αρχιμάστορα. ΣΟΛΝΕΣ: Χάρη στη φωτιά, ναι. Χώρισα τον τεράστιο κήπο σε οικόπεδα κι έχτισα όλα αυτά τα σπίτια που βλέπεις. Κι έτσι με έμαθαν και με ζητούσαν από παντού. ΧΙΛΝΤΑ: Είσαι ευτυχισμένος με τόση επιτυχία; ΣΟΛΝΕΣ: [Γελάει μελαγχολικά.] Όλοι αυτό με ρωτάνε. [Παύση.] Χτίζω σπίτια για ανθρώπους. Ζεστά, φωτεινά σπίτια, όπου ο πατέρας, η μητέρα κι ένας λόχος παιδιά θα μπορούν να ζουν με ασφάλεια. Σπίτια για ευτυχισμένες οικογένειες. Ευτυχισμένες, απλώς και μόνο γιατί έχει ο ένας τον άλλον… [Παύση.] Και στα σπουδαία και στα ασήμαντα. ΧΙΛΝΤΑ: Και δεν είναι ευτυχία να μπορείς να χτίζεις τόσο όμορφα σπίτια; ΣΟΛΝΕΣ: Τι πλήρωσα, όμως, γι΄ αυτήν την ευτυχία, Χίλντα! Τι τρομαχτικό τίμημα! Για να φτάσω να χτίζω τα σπίτια των άλλων, έπρεπε να στερηθώ για πάντα το δικό μου σπίτι. Τα δικά μου παιδιά. ΧΙΛΝΤΑ: «Για πάντα»; Πώς είσαι σίγουρος; Δεν είναι ακόμα αργά. Μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα.. ΣΟΛΝΕΣ: [Απότομα.] Δεν θ’ αλλάξει ποτέ, τίποτα! Αυτή είναι άλλη μια συνέπεια της φωτιάς και της αρρώστιας της Αλίνας. ΧΙΛΝΤΑ: [Συλλογισμένη.] Κι όμως, συνεχίζεις να χτίζεις παιδικά δωμάτια.

65


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΣΟΛΝΕΣ: Μα δεν έχεις προσέξει πόσο μας προκαλεί, πόσο μας γοητεύει… το αδύνατο; ΧΙΛΝΤΑ: [Λάμποντας.] Κυνηγάς κι εσύ το αδύνατο, Σόλνες; ΣΟΛΝΕΣ: Πάντα. ΧΙΛΝΤΑ: Έχεις τότε ένα δαιμόνιο μέσα σου. ΣΟΛΝΕΣ: Ένα «δαιμόνιο»; ΧΙΛΝΤΑ: Πώς αλλιώς να το πω; ΣΟΛΝΕΣ: [Σκέφτεται.] Ένα δαιμόνιο μέσα μου… [Παύση.] Ναι, ίσως… Και δεν μπορώ ν’ απαλλαγώ. ΧΙΛΝΤΑ: Τι εννοείς; ΣΟΛΝΕΣ: Άκουσέ με προσεκτικά, Χίλντα. Ό,τι κι αν κατάφερα στη ζωή μου, ό,τι έχτισα και δημιούργησα… Το πληρώνω! Όχι σε χρήματα, αλλά σε ευτυχία. Και μιλάω για την ευτυχία των δικών μου. ΧΙΛΝΤΑ: Μιλάς για εκείνη. ΣΟΛΝΕΣ: Ναι. Είχε κι εκείνη ένα χάρισμα, δυνατό σαν το δικό μου. Ένα χάρισμα που καταστράφηκε, για να θριαμβεύσω εγώ. Βλέπεις, είχε και η Αλίνα ταλέντο στο να χτίζει. ΧΙΛΝΤΑ: Αλήθεια; Μπορεί να χτίζει; ΣΟΛΝΕΣ: [Ήρεμα, με τρυφερότητα.] Όχι σπίτια και πύργους, όπως εγώ… Αλλά, τις ψυχές μικρών παιδιών. Το ήξερα. Το ένιωθα. Είχε το ταλέντο να διαμορφώνει τις παιδικές ψυχές σε τέλεια ισορροπία και με γερά θεμέλια, ώστε ν’ ανυψωθούν και να γίνουν περήφανες ανθρώπινες υπάρξεις. Αλλά δεν πρόλαβε. Το ταλέντο της δε χρησίμευσε και δε θα χρησιμεύσει ποτέ σε κανέναν. ΧΙΛΝΤΑ: Δεν είναι, όμως, δικό σου λάθος. ΣΟΛΝΕΣ: [Πλησιάζει το πρόσωπό του στο δικό της και την κοιτάζει σταθερά.] Ιδού η τρομαχτική αμφιβολία που με κατατρώει μέρα-νύχτα. ΧΙΛΝΤΑ: Η αμφιβολία, αν εσύ… ΣΟΛΝΕΣ: Αν εγώ φταίω.

66


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΧΙΛΝΤΑ: Μάλλον, είσαι πράγματι άρρωστος εδώ… [Ακουμπά το δάχτυλο στο κεφάλι του.] ΣΟΛΝΕΣ: Κι όμως, είναι το μοναδικό θέμα για το οποίο είμαι απολύτως λογικός. [Εμφανίζεται ο Ράγκναρ Μπρόβικ από την τζαμένια πόρτα του γραφείου. Η Χίλντα απομακρύνεται από τον Σόλνες. ] ΡΑΓΚΝΑΡ: [Μόλις βλέπει τη Χίλντα.] Με συγχωρείτε, κύριε Σόλνες…. [Γυρίζει κι είναι έτοιμος να φύγει.] ΣΟΛΝΕΣ: Όχι, μη φεύγεις! Ας τελειώνουμε με ό,τι είναι. ΡΑΓΚΝΑΡ: Ναι, θα το ήθελα κι εγώ. ΣΟΛΝΕΣ: Άκουσα πως ο πατέρας σου χειροτέρευσε; ΡΑΓΚΝΑΡ: [Ψυχρά.] Ναι. Η υγεία του πατέρα μου επιδεινώνεται πολύ γρήγορα. Γι΄ αυτό το λόγο, σας παρακαλώ… Σας ικετεύω να γράψετε λίγα ευγενικά σχόλια για μένα, πάνω στα σχέδιά μου. Θα ήθελα να τα διαβάσει προτούΣΟΛΝΕΣ: Δεν θέλω ν’ ακούσω κουβέντα για τα σχέδιά σου! ΡΑΓΚΝΑΡ: Μάλιστα. [Παύση.] Τα κοιτάξατε; ΣΟΛΝΕΣ: Ναι. ΡΑΓΚΝΑΡ: Και δεν αξίζουν τίποτα; [Ο Σόλνες δεν απαντά.] Εγώ; Δεν αξίζω τίποτα; ΣΟΛΝΕΣ: [Αποφεύγοντας την ερώτησή του.] Μείνε μαζί μου, Ράγκναρ! Θα σου δώσω ό,τι ζητήσεις. Θα παντρευτείς την Κάγια και θα ζήσετε πλούσιοι κι ευτυχισμένοι… Μόνο, μείνετε εδώ, μαζί μου. Και μη μου ζητάς να αναλάβεις μόνος σου μια δουλειά. ΡΑΓΚΝΑΡ: [Ήρεμα.] Ωραία, λοιπόν. Επιτρέψτε μου να πάω στο σπίτι, για να μεταφέρω στον πατέρα μου όλα όσα μου λέτε. Του το υποσχέθηκα. [Παύση.] Ο πατέρας μου θα πεθάνει, κύριε Σόλνες. Είστε σίγουρος πως αυτό θέλετε να του πω; ΣΟΛΝΕΣ: Πες του ό,τι θες! Ή, μάλλον, όχι… Καλύτερα να μην του πεις τίποτα! [Ξεσπάει ξαφνικά.] Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, Ράγκναρ! ΡΑΓΚΝΑΡ: Καλώς. Μου δίνετε παρακαλώ τα σχέδια μου;

67


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΣΟΛΝΕΣ: Φυσικά! [Του δείχνει το τραπέζι.] Εκεί είναι! Μπορείς να τα πάρεις. ΡΑΓΚΝΑΡ: [Πηγαίνει στο τραπέζι.]: Ευχαριστώ. ΧΙΛΝΤΑ: [Ακουμπώντας το χέρι της στον φάκελο.] Όχι. Αφήστε τα εδώ. ΡΑΓΚΝΑΡ: Γιατί; ΧΙΛΝΤΑ: Θέλω να τα κοιτάξω κι εγώ. ΣΟΛΝΕΣ: Ναι, αλλά τα κοίταξες ήδη… [Στον Ράγκναρ.] Άφησέ τα, Ράγκναρ. ΡΑΓΚΝΑΡ: Όπως θέλετε. ΣΟΛΝΕΣ: Και τρέξε αμέσως στο σπίτι, στον πατέρα σου. ΡΑΓΚΝΑΡ: Ναι, η αλήθεια είναι πως με χρειάζεται. [Γυρίζει να φύγει.] ΣΟΛΝΕΣ: [Σε απόγνωση.] Ράγκναρ! Μη μου ζητάς να κάνω κάτι πέρα από τις δυνάμεις μου. ΡΑΓΚΝΑΡ: Όχι, προς Θεού. Τίποτα πέρα από τις δυνάμεις σας. [Ο Ράγκναρ υποκλίνεται και φεύγει προς το γραφείο.] ΧΙΛΝΤΑ: [Στον Σόλνες.] Αυτό ήταν πραγματικά πολύ κακό εκ μέρους σου. ΣΟΛΝΕΣ: Έτσι λες; ΧΙΛΝΤΑ: Ναι, ήταν τρομαχτικά κακό. Και σκληρό και άγριο και απάνθρωπο. ΣΟΛΝΕΣ: Δεν καταλαβαίνεις τη θέση μουΧΙΛΝΤΑ: Αδιαφορώ. Είναι ντροπή να φέρεσαι έτσι. ΣΟΛΝΕΣ: Μα πριν από λίγο, το είπες μόνη σου… Δε θα ’πρεπε να χτίζει κανένας άλλος πέρα από μένα. ΧΙΛΝΤΑ: Εγώ μπορώ να τα λέω αυτά. Εσύ δεν μπορείς. ΣΟΛΝΕΣ: Εγώ δεν μπορώ;! Εγώ έχω πληρώσει τη θέση που βρίσκομαι με την τρέλα του μυαλού μου! ΧΙΛΝΤΑ: [Σηκώνεται.] Α, ναι, ο καημένος ο Σόλνες και η τρέλα του! ΣΟΛΝΕΣ: Κάθισε κάτω, Χίλντα. [Η Χίλντα σηκώνει τα σχέδια του Ράγκναρ και κάθεται στο τραπέζι προκλητικά, κρατώντας τα σχέδια στην αγκαλιά της.] Θα σου πω μια αστεία ιστορία. Ξεκινά με μια ρωγμή στην καμινάδα… 68


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΧΙΛΝΤΑ: [Ανυπόμονα.] Πες μου, λοιπόν, για τη ρωγμή στην καμινάδα! ΣΟΛΝΕΣ: Πολύ πριν, από τη φωτιά είχα παρατηρήσει ένα ράγισμα στην καμινάδα. Κάθε φορά που ανέβαινα στη σοφίτα, κοίταζα να βεβαιωθώ πως είναι ακόμα εκεί. ΧΙΛΝΤΑ: Και ήταν πάντα εκεί; ΣΟΛΝΕΣ: Ναι, γιατί δεν την είχε δει κανένας άλλος. ΧΙΛΝΤΑ: Και ποτέ δεν είπες τίποτα; ΣΟΛΝΕΣ: Ποτέ. Τίποτα. Σε κανέναν. ΧΙΛΝΤΑ: Και ούτε σκέφτηκες να επιδιορθώσεις την καμινάδα; ΣΟΛΝΕΣ: Α, ναι, το σκέφτηκα. Αλλά δεν το έκανα. Κι η ρωγμή μεγάλωνε. ΧΙΛΝΤΑ: Γιατί το ανέβαλες; ΣΟΛΝΕΣ: Γιατί μια ιδέα στριφογύριζε στο μυαλό μου. [Αργά και προσεκτικά.] Μέσα από αυτήν τη ρωγμή, θα μπορούσα γρήγορα να φτάσω πολύ ψηλά –σαν αρχιμάστορας. ΧΙΛΝΤΑ: [Κοιτάζοντας μακριά.] Συναρπαστική ιδέα. ΣΟΛΝΕΣ: Ακαταμάχητα συναρπαστική. Μου φαινόταν τόσο απλό: θα συνέβαινε μέσα στον χειμώνα –λίγο πριν το μεσημέρι. Με την Αλίνα θα είχαμε βγει έξω με το έλκηθρο. Στο σπίτι, οι υπηρέτες θα είχαν φουντώσει τις σόμπες, γιατί η Αλίνα υποφέρει απ’ το κρύο. Κι όπως θα πλησιάζαμε, θα βλέπαμε πρώτα τον καπνό. ΧΙΛΝΤΑ: Μόνο καπνό; ΣΟΛΝΕΣ: Στην αρχή. Καθώς, όμως, θα μπαίναμε από την πύλη του κήπου, η παλιά ξύλινη κάσα θα είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Έτσι το είχα φανταστεί. ΧΙΛΝΤΑ: Όμως, δεν έγινε έτσι! ΣΟΛΝΕΣ: Έτσι ακριβώς έγινε, Χίλντα. Μόνο που ήταν νύχτα και ήμασταν στο σπίτι. ΧΙΛΝΤΑ: Είσαι σίγουρος πως η φωτιά ξεκίνησε από εκείνη τη μικρή χαραμάδα στην καμινάδα;

69


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΣΟΛΝΕΣ: Tvertimot.* Αντιθέτως. Η έρευνα έδειξε ρητά πως η φωτιά είχε ξεκινήσει σ’ ένα τελείως διαφορετικό μέρος του σπιτιού. ΧΙΛΝΤΑ: Τότε τι μου λες όλες αυτές τις ανοησίες για καμινάδες και ραγίσματα; ΣΟΛΝΕΣ: [Πλησιάζοντάς την εμπιστευτικά.] Δεν πιστεύεις κι εσύ, Χίλντα, πως υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι εκλεκτοί που με τη βοήθεια μιας δύναμης από εκεί ψηλά κατορθώνουν να προκαλούν τα γεγονότα; Και πως, όταν αυτοί οι ιδιαίτεροι άνθρωποι επιθυμούν, ποθούν, λαχταρούν βαθιά και αδιάκοπα κάτι, τότε… αυτό συμβαίνει; ΧΙΛΝΤΑ: [Με μιαν απροσδιόριστη έκφραση.] Αν είναι έτσι, τότε θα δούμε μια από αυτές τις μέρες αν είμαι ανάμεσα στους εκλεκτούς. ΣΟΛΝΕΣ: [Μυστικά, παίρνοντάς της τα σχέδια.] Δεν μπορεί να κατορθώσει μόνος του κανείς κάτι τόσο σπουδαίο. Όχι, όχι. [Δείχνει ψηλά.] Οι αόρατοι βοηθοί και οι συνεργάτες του έχουν κι εκείνοι ένα μερίδιο της επιτυχίας. Αλλά δεν έρχονται ποτέ μόνοι τους. Πρέπει να τους καλέσεις κρυφά και επίμονα. Με καταλαβαίνεις; ΧΙΛΝΤΑ: Τι είδους βοηθοί και συνεργάτες είναι αυτοί; ΣΟΛΝΕΣ: Θα σου εξηγήσω μιαν άλλη φορά. Για την ώρα, ας μιλήσουμε μόνο για τη φωτιά. ΧΙΛΝΤΑ: Δεν πιστεύεις πως η πυρκαγιά θα ξεσπούσε, ακόμα και αν δεν το είχες ευχηθεί; ΣΟΛΝΕΣ: Όχι. Αν, για παράδειγμα, το σπίτι ανήκε στον γέρο Κνουτ Μπρόβικ, είμαι σίγουρος πως δε θα ξεσπούσε ποτέ μια τόσο βολική πυρκαγιά. Γιατί αυτός δεν ξέρει πώς να καλέσει τις αόρατες δυνάμεις… [Αφήνει τα σχέδια και κινείται πάνω κάτω νευρικά.] Είδες, λοιπόν, Χίλντα πως μόνο εγώ φταίω για τα αγόρια μου; Εξαιτίας μου χάθηκαν τα παιδιά μας. Εξαιτίας μου η Αλίνα έπαψε να είναι η υπέροχη γυναίκα που θα μπορούσε… και που λαχταρούσε να είναι. ΧΙΛΝΤΑ: Μα, αν όλο αυτό το δημιούργησαν οι αόρατοι βοηθοί και οι συνεργάτες σου; ΤότεΣΟΛΝΕΣ: Εγώ όμως τους κάλεσα! Και εκείνοι υπάκουσαν τη βαθύτερη επιθυμία μου. [Με αυξανόμενη ένταση.] Και αυτό το ονομάζουν οι άνθρωποι «η τύχη με το μέρος σου»! Θες να μάθεις όμως τι αίσθηση έχει αυτή η «τύχη»; Έχει την αίσθηση μιας βαθιάς πληγής στην

70


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

καρδιά. Καθημερινά, οι αόρατοι βοηθοί μου παίρνουν κομμάτια από άλλες καρδιές για να μπαλώσουν τη δική μου! Αλλά δε γιατρεύεται η καρδιά μου! Και αν ήξερες πόσο με καίει και με πονάει κάποιες φορές αυτή η πληγή! ΧΙΛΝΤΑ: [Κοιτάζοντάς τον προσεκτικά.] Είσαι άρρωστος, Σόλνες. Πολύ άρρωστος. ΣΟΛΝΕΣ: Είμαι τρελός, θελεις να πεις κι εσύ. Αυτό δε σκέφτεσαι; ΧΙΛΝΤΑ: Όχι, δε νομίζω πως έχει πληγωθεί το μυαλό σου. ΣΟΛΝΕΣ: Τι έχει πληγωθεί τότε; Μίλα! ΧΙΛΝΤΑ: Η συνείδησή σου. Ή μάλλον, γεννήθηκες με λαβωμένη συνείδηση. ΣΟΛΝΕΣ: Τι διάολο εννοείς; ΧΙΛΝΤΑ: Εννοώ πως η συνείδησή σου είναι αδύναμη. Ευάλωτη. Δεν μπορεί να αντέξει το βάρος όσων έκανες. ΣΟΛΝΕΣ: Και θα ‘πρεπε να είναι η συνείδησή μου; ΧΙΛΝΤΑ: Δυνατή κι ακλόνητη. Χωρίς τύψεις. ΣΟΛΝΕΣ: Είναι εύκολο να το λέει αυτό κάποια που δεν δοκιμάστηκε ποτέ. ΧΙΛΝΤΑ: [Με μια ελαφριά ταραχή.] Κι όμως… Δεν ήταν εύκολο να αφήσω τον πατέρα μου. Τον αγαπάω πραγματικά. Αλλά δε θα ξαναγυρίσω στο σπίτι μου ποτέ. ΣΟΛΝΕΣ: Ποτέ; Μα γιατί έφυγες τότε; ΧΙΛΝΤΑ: [Το βλέμμα της χάνεται για λίγο.] Το κενό μέσα μου. [Με ένταση πάλι.] Μια δύναμη με προκάλεσε να ξεκινήσω να σε βρω. Με παρέσυρε και με τράβηξε ως εδώ. ΣΟΛΝΕΣ: Νά’το! Βλέπεις; Αυτό είναι, Χίλντα! Έχεις κι εσύ ένα δαιμόνιο μέσα σου, ακριβώς σαν κι εμένα! Αυτό το δαιμόνιο καλεί τις αόρατες δυνάμεις κοντά σου. Και τότε, δεν μπορείς παρά να ενδώσεις. ΧΙΛΝΤΑ: Νομίζω πως έχεις δίκιο, Αρχιμάστορα Σόλνες. ΣΟΛΝΕΣ: [Σκέφτεται.] Έχεις ακούσει καθόλου για το έπος των Βίκινγκς; ΧΙΛΝΤΑ: Ναι, έχω διαβάσει γι αυτό παλιά-

71


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΣΟΛΝΕΣ: Οι Βίκινγκς ταξίδευαν με πλοία σε μέρη μακρινά κι εκεί λεηλατούσαν, έκαιγαν τα πάντα και έσφαζαν τους άντρες… Αιχμαλώτιζαν τις γυναίκες… ΧΙΛΝΤΑ: … Και τις έπαιρναν με τη βία μαζί τους στην πατρίδα τους… ΣΟΛΝΕΣ: Και γίνονταν βάναυσοι μαζί τους… ΧΙΛΝΤΑ: [Ονειροπολώντας.] Θα πρέπει να ήταν συναρπαστικό. ΣΟΛΝΕΣ: [Γελώντας.] Να σε αρπάζουν έτσι; ΧΙΛΝΤΑ: Να σε αιχμαλωτίζουν. ΣΟΛΝΕΣ: [Κοιτάζοντάς τη σε ένταση.] Αλήθεια; ΧΙΛΝΤΑ: Μα πώς σου’ ρθε να μιλήσεις για τους Βίκινγκς; ΣΟΛΝΕΣ: Γιατί αυτοί είχαν ακλόνητες συνειδήσεις! Όταν επέστρεφαν πια στο σπίτι τους, δεν είχαν καμιά ενοχή. Έτρωγαν, έπιναν και χαιρόντουσαν σαν μικρά παιδιά. Κι εκείνες το ίδιο! Δεν τους εγκατέλειπαν, ακόμα κι αν μπορούσαν. Το καταλαβαίνεις, Χίλντα; ΧΙΛΝΤΑ: Το καταλαβαίνω καλύτερα από τον καθένα. ΣΟΛΝΕΣ: Α, μάλιστα! Θα άντεχες να ζεις μ’ ένα τέτοιο κάθαρμα; ΧΙΛΝΤΑ: Αν ήμουν ερωτευμένη μαζί του. ΣΟΛΝΕΣ: Θα μπορούσες αλήθεια να ερωτευτείς έναν τέτοιον άνθρωπο; ΧΙΛΝΤΑ: Θεέ μου! Ξέρεις πολύ καλά πως δε διαλέγουμε ποιον θα ερωτευτούμε. ΣΟΛΝΕΣ: Σωστά. Τα δαιμόνια διαλέγουν για εμάς [Τρυφερά.] Γι αυτό εύχομαι με όλη μου την καρδιά, τα δαιμόνια να διαλέξουν πολύ προσεκτικά για σένα, Χίλντα. ΧΙΛΝΤΑ: Για μένα έχουν ήδη διαλέξει. Μια για πάντα. [Μέσα από την τζαμαρία, διακρίνεται η Κάγια. Κρατάει ένα βιβλίο κι ετοιμάζεται να βγει, όταν τους βλέπει. Σταματά και κοιτάζει.] ΣΟΛΝΕΣ: [Πλησιάζοντας τη Χϊλντα στο τραπέζι.] Είσαι σαν άγριο πουλί του δάσους.

72


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΧΙΛΝΤΑ: Δε νομίζω. Εγώ δεν κρύβομαι μέσα στις φυλλωσιές και τους θάμνους. ΣΟΛΝΕΣ: [Την τραβάει κοντά του.] Ένα αρπακτικό πουλί τότε. ΧΙΛΝΤΑ: Αυτό μπορεί. Ναι, γιατί όχι; Γιατί να μην κυνηγάω κι εγώ το θήραμα μου; Ν’ αρπάζω αυτό που θέλω, να το αιχμαλωτίζω με τα νύχια μου και να το κάνω ό,τι ποθώ. ΣΟΛΝΕΣ: Ξέρεις τι είσαι, Χϊλντα; ΧΙΛΝΤΑ: [Χαμογελώντας.] Ένας Βίκινγκ. ΣΟΛΝΕΣ: Είσαι το πρώτο φως της μέρας. Όταν σε κοιτάζω, βλέπω την ανατολή. ΧΙΛΝΤΑ: Είσαι σίγουρος πως δε με κάλεσες ποτέ κοντά σου; Εσωτερικά κρυφά, εννοώ. ΣΟΛΝΕΣ: [Αργά.] Ναι, νομίζω πως σε κάλεσα. ΧΙΛΝΤΑ: Τι θες από μένα; ΣΟΛΝΕΣ: Τα νιάτα σου, Χίλντα. ΧΙΛΝΤΑ: Τα νιάτα που τρέμεις; ΣΟΛΝΕΣ: [Νεύει ήρεμα.] Και τα θέλω δικά μου, για πάντα. [Η Κάγια χάνεται στο εσωτερικό του γραφείου, καθώς η Χίλντα σηκώνεται απότομα από το τραπέζι.] ΧΙΛΝΤΑ: [Παίρνοντας τα σχέδια από τον πάγκο.] Μιλούσαμε για τα σχέδια του Ράγκναρ… ΣΟΛΝΕΣ: [Κάνοντας μια χειρονομία, σαν να τα διώχνει.] Αρκετά με τον Ράγκναρ! ΧΙΛΝΤΑ: Πρέπει να δώσεις την έγκρισή σου. ΣΟΛΝΕΣ: Αποκλείεται! ΧΙΛΝΤΑ: Ο πατέρας του είναι ετοιμοθάνατος. Χάρισε τους λίγη ευτυχία, πριν αποχωριστούν. Και ίσως ο Ράγκναρ ν’ αναλάβει μόνος του τη δουλειά. ΣΟΛΝΕΣ: Μα εκεί ακριβώς ποντάρει ο νεαρός! ΧΙΛΝΤΑ: Τότε, για όνομα του Θεού, δωσ’ του μια ευκαιρία. Γράψε κάτι - έστω ένα μικρό ψέμα.

73


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΣΟΛΝΕΣ: Χίλντα! Μου ζητάς να πω ψέματα;! Ίσως να το έκανα για τον πατέρα του Ράγκναρ. Γιατί στα νιάτα μου, τον διέλυσα… Τον συνέτριψα. ΧΙΛΝΤΑ: Α! Κι εκείνον; ΣΟΛΝΕΣ: Εγώ έπρεπε να βγω μπροστά, να ανέβω! Και τώρα, ο Ράγκναρ ζητάει το ίδιο… Όχι! Το απαγορεύω! ΧΙΛΝΤΑ: Μα, τον καημένο… Αν δεν έχει κανένα ταλέντο όπως λες… ΣΟΛΝΕΣ: [Πλησιάζοντάς την.] Έχει απίστευτο ταλέντο. [Ψιθυρίζει.] Αν ο Ράγκναρ Μπρόβικ έχει έστω μία ευκαιρία… εγώ –πάει- τελείωσα. Θα με συντρίψει, ακριβώς όπως έκανα εγώ με τον πατέρα του. ΧΙΛΝΤΑ: Μα είναι τόσο ικανός, ώστε να σε συντρίψει; ΣΟΛΝΕΣ: Απόλυτα ικανός. Είναι η νέα γενιά που στέκεται στην πόρτα μου, έτοιμη να εισβάλλει και να με εξαφανίσει. ΧΙΛΝΤΑ: Γι’ αυτό τον εμποδίζεις; Ντροπή, Σόλνες! ΣΟΛΝΕΣ: Έχω δώσει το αίμα της καρδιάς μου, για να φτάσω εδώ. Αργά ή γρήγορα, η ζωή θα γυρίσει εναντίον μου. Και η τύχη μου θα μ’ εγκαταλείψει. ΧΙΛΝΤΑ: [Ταραγμένη.] Μη μιλάς έτσι! Θες να με σκοτώσεις; Θες να μου πάρεις αυτό που είναι πάνω και από την ίδια μου τη ζωή; ΣΟΛΝΕΣ: Και τι είναι αυτό; ΧΙΛΝΤΑ: Η λαχτάρα μου να σε δω ψηλά. Να σε δω μ’ ένα στεφάνι στο χέρι, να στέκεσαι εκεί, στην κορυφή ενός πύργου. [Ήρεμα]. Έλα, πάρε το μολύβι σου. Δεν μπορεί, ένα μολύβι θα έχεις πάνω σου. ΣΟΛΝΕΣ: [Βγάζει μια θήκη από την εσωτερική τσέπη του.] Πάντα. ΧΙΛΝΤΑ: [Ακουμπά τον φάκελο στο τραπέζι.] Ωραία. Ας σταθούμε τώρα εδώ, Αρχιμάστορα. [Ο Σόλνες υπάκουα στέκεται μπροστά στο τραπέζι με τα σχέδια. Η Χίλντα στέκεται λίγο πίσω του.] Και ας γράψουμε κάτι πάνω στα σχέδια. Κάτι πολύ όμορφο και εγκάρδιο γι αυτόν τον φριχτό Ράουαρ –ή όπως αλλιώς τον λένε. [Ο Σόλνες γράφει μερικές λέξεις στη σιωπή.] ΣΟΛΝΕΣ: [Γράφοντας.] Αγάπησες ποτέ σου κανέναν, Χίλντα;

74


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΧΙΛΝΤΑ: Εκτός από σένα, εννοείς; ΣΟΛΝΕΣ: [Την κοιτάζει.] Ναι, εκτός από μένα. Όλα αυτά τα δέκα χρόνια, αγάπησες πραγματικά κανέναν άλλον; ΧΙΛΝΤΑ: Ναι, ίσως. Θα μπορούσες να το πεις και αγάπη. Όταν ένιωθα πως δεν θα’ρθεις ή πως με απατάς… ΣΟΛΝΕΣ: Άρα γνώρισες και άλλους άντρες; ΧΙΛΝΤΑ: Λίγους, ναι. Για μια εβδομάδα το πολύ. Έλα, τώρα! Εσύ ξέρεις καλύτερα απ’ τον καθένα πώς είναι αυτά. ΣΟΛΝΕΣ: [Σκοτεινά.] Γιατί ήρθες εδώ, Χίλντα; ΧΙΛΝΤΑ: [Ανυπόμονα.] Μη χάνουμε χρόνο. Ο καημενούλης μπορεί να πεθάνει από στιγμή σε στιγμή. [Την κοιτάζει για λίγο κι ύστερα σκύβει και γράφει. Την ίδια στιγμή η Κα Σόλνες εμφανίζεται από το εσωτερικό του σπιτιού.] ΑΛΙΝΑ: Σας πήρα μερικά πραγματάκια, δεσποινίς Βάνγκελ. Τα μεγάλα πακέτα θα μου τα στείλουν αργότερα. ΧΙΛΝΤΑ: Σας ευχαριστώ τόσο πολύ! ΑΛΙΝΑ: Αλίμονο. Καθήκον μου. ΣΟΛΝΕΣ: [Διαβάζοντας όσα έχει γράψει.] Αλίνα! ΑΛΙΝΑ: Ναι; ΣΟΛΝΕΣ: Είναι μέσα η βοηθός μου; ΑΛΙΝΑ: Μέσα είναι. Στέκεται δίπλα στο γραφείο σαν άγαλμα, όπως κάθε φορά που εμφανίζομαι. Και στην ίδια στάση, τώρα που το σκέφτομαι. ΣΟΛΝΕΣ: [Παίρνοντας τον φάκελο.] Της δίνεις, σε παρακαλώ, αυτό και πες τηςΧΙΛΝΤΑ: [Πετάγεται και παίρνει τα σχέδια.] Όχι, όχι, αφήστε με να το κάνω εγώ! Πώς τη λένε; ΣΟΛΝΕΣ: Δεσποινίς Φόσλι. ΧΙΛΝΤΑ: Αχ, το μικρό της όνομα εννοώ! ΣΟΛΝΕΣ: Κάγια… Νομίζω.

75


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΧΙΛΝΤΑ: [Στέκεται στην τζαμένια πόρτα και φωνάζει.] Κάγια, έρχεσαι λίγο; Γρήγορα! Ο κύριος Σόλνες θέλει να σου μιλήσει! [Η Κάγια εμφανίζεται στην πόρτα.] ΚΑΓΙΑ: [Στον Σόλνες.] Με ζητήσατε; ΧΙΛΝΤΑ: [Δίνοντας της τον φάκελο με τα σχέδια.] Αυτό είναι για σας. Με την έγκριση και την υπογραφή του κυρίου Σόλνες. ΚΑΓΙΑ: [Χαρούμενη.] Επιτέλους! ΣΟΛΝΕΣ: Να τα δείξεις στον γέρο-Κνουτ, το συντομότερο. ΚΑΓΙΑ: Να φύγω αμέσως για το σπίτι, τότε. ΣΟΛΝΕΣ: Ναι. Και να πεις στον Ράγκναρ πως αυτή είναι η ευκαιρία του να χτίσει κάτι μόνος του. ΚΑΓΙΑ: Θα τρέξει αμέσως να σας ευχαριστήσει… ΣΟΛΝΕΣ: Δεν θέλω ευχαριστίες, πες του. ΚΑΓΙΑ: Μάλιστα. ΣΟΛΝΕΣ: Και πες του, ακόμα, πως από εδώ και στο εξής δε θα χρειαστώ άλλο τις υπηρεσίες του. Ούτε και τις δικές σας, άλλωστε. ΚΑΓΙΑ: [Με ταραχή.] Ούτε τις δικές μου; ΣΟΛΝΕΣ: Σίγουρα, θα έχετε πιο σημαντικά πράγματα να φροντίσετε πλέον. Πηγαίνετε, λοιπόν, δεσποινίς Φόσλι και μην ξεχάσετε τα σχέδια. Αμέσως! [Παύση. Η Κάγια μένει ακίνητη.] Μ’ ακούσατε; ΚΑΓΙΑ: [Σαν υπνωτισμένη.] Μάλιστα, κύριε Σόλνες. [Φεύγει.] ΑΛΙΝΑ: Τι ύπουλο βλέμμα έχει αυτό το κορίτσι. ΣΟΛΝΕΣ: Τι λες τώρα; Αυτό το φτωχό πλάσμα; ΑΛΙΝΑ: Λέω αυτό που βλέπω, Χάλβαρντ. [Παύση.] Αλήθεια, τους απολύεις; ΣΟΛΝΕΣ: Ναι. ΑΛΙΝΑ: Διώχνεις κι εκείνη, αλήθεια; ΣΟΛΝΕΣ: Αυτό δεν ήθελες;

76


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΑΛΙΝΑ: [Ειρωνικά.] Μα πώς θα τα βγάλεις πέρα χωρίς αυτήν; Τι να πω. Καλά, σίγουρα θα έχεις βρει την αντικαταστάτρια. ΧΙΛΝΤΑ: Εγώ πάντως, δεν προσφέρομαι για δουλειά γραφείου. ΣΟΛΝΕΣ: Μη σ’ απασχολούν αυτά Αλίνα. Να σκέφτεσαι μόνο το καινούριο μας σπίτι και πώς θα μεταφερθούμε εκεί το γρηγορότερο. Το απόγευμα θα κρεμάσουμε το στεφάνι στον πύργο… [Στη Χίλντα.] Τι λέτε γι αυτό, δεσποινίς Χίλντα; ΧΙΛΝΤΑ: [Λάμποντας από χαρά.] Θα ήταν συναρπαστικό να σας δω να στέκεστε τόσο ψηλά και πάλι. ΣΟΛΝΕΣ: Εγώ;! ΑΛΙΝΑ: [Στη Χίλντα.] Τι λέτε; Ούτε να το σκέφτεστε. Ο σύζυγός μου έχει υψοφοβία! ΧΙΛΝΤΑ: Μα τον έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια να στέκεται στην κορυφή ενός ψηλού καμπαναριού! ΑΛΙΝΑ: Ναι, κάπου έχω ξανακούσει αυτόν τον θρύλο, αλλά είναι εντελώς αδύνατο για κάποιον που υποφέρει από ιλίγγουςΣΟΛΝΕΣ: Αδύνατον! Ναι! Όμως εγώ στάθηκα εκεί ψηλά! ΑΛΙΝΑ: Πώς γίνεται, Χάλβαρντ; Εσύ δεν μπορείς να σταθείς ούτε στο μπαλκόνι μας, χωρίς να ζαλιστείς. Και ήσουν πάντα έτσι. ΣΟΛΝΕΣ: Απόψε θα σε εκπλήξω. [Παύση. Η Κα Σόλνες τον κοιτάζει, χαμογελώντας δύσπιστα. Ξαφνικά καταλαβαίνει ότι το εννοεί.] ΑΛΙΝΑ: [Τρομοκρατημένη.] Όχι, όχι, όχι! Όχι, Θεέ μου, μην τυχόν και το διανοηθείς αυτό. [Προχωρά προς την πόρτα.] Θα ειδοποιήσω τον γιατρό αμέσως και θα του πω να μη σ’ αφήσει να το κάνειςΣΟΛΝΕΣ: Αλίνα!… ΑΛΙΝΑ: Ξέρεις πως είσαι άρρωστος, Χάλβαρντ! Και ορίστε η απόδειξη! [Καθώς μπαίνει στο σπίτι] Θεέ μου… Θεέ μου… ΧΙΛΝΤΑ: [Αργά και παράξενα.] Τελικά ο αρχιμάστοράς μου δεν τολμά να σκαρφαλώσει, όσο ψηλά χτίζει;

77


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΣΟΛΝΕΣ: Έτσι λες; ΧΙΛΝΤΑ: Ναι. ΣΟΛΝΕΣ: [Τρυφερά.] Νομίζω πως δεν υπάρχει ούτε μια γωνιά μέσα μου που να μπορώ να κρυφτώ από σένα. ΧΙΛΝΤΑ: [Κοιτάζοντας προς τον πύργο.] Κρύψου εκεί πάνω, τότε! Εκεί ψηλά! ΣΟΛΝΕΣ: Και θα σε πάρω να ζήσεις μαζί μου. Στο πιο ψηλό δωμάτιο του πύργου. Θα είσαι σαν πριγκίπισσα. ΧΙΛΝΤΑ: Ναι! Όπως μου υποσχέθηκες. ΣΟΛΝΕΣ: [Προσεκτικά.] Χίλντα… [Παύση.] Είσαι σίγουρη πως δεν ήταν όνειρο όλο αυτό; Καμιά φορά φανταζόμαστε με τόσο πάθος κάτι… που με τα χρόνια νομίζουμε ότι συνέβη πραγματικά. ΧΙΛΝΤΑ: [Ήρεμα.] Μου λες πως δεν το έκανες; ΣΟΛΝΕΣ: [Πλησιάζοντάς την.] Δεν ξέρω αν το έκανα. Ξέρω μόνο… ΧΙΛΝΤΑ: Τι; ΣΟΛΝΕΣ: Πως θα έπρεπε να το είχα κάνει. ΧΙΛΝΤΑ: [Προκλητικά, κοντά στο πρόσωπό του.] Όχι. Δεν φοβάται τα ύψη ο Αρχιμάστορας… ΣΟΛΝΕΣ: Απόψε θα κρεμάσουμε το στεφάνι, πριγκίπισσα Χίλντα. ΧΙΛΝΤΑ: Πάνω από το καινούριο σπίτι σου! ΣΟΛΝΕΣ: Πάνω από το σπίτι που ποτέ δε θα γίνει δικό μου! [Ο Σόλνες φεύγει προς τον κήπο. Η Χίλντα μουρμουρίζει κάποια λόγια ενθουσιασμένη. Οι μόνες λέξεις που ξεχωρίζουν είναι…] ΧΙΛΝΤΑ: …Τρομερά… Συναρπαστικό…!

78


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

Τέλος δεύτερης πράξης

79


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ Πράξη τρίτη

80


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

[Ο μεγάλος κήπος του σπιτιού των Σόλνες που έχει θέα στο νεόκτιστο πύργο. Κάποια σκαλιά ενώνουν τον κήπο με τη βεράντα της δεύτερης Πράξης και το σπίτι των Σόλνες. Ψηλά, γερασμένα δέντρα με τεράστια απειλητικά κλαδιά. Απόγευμα. Ο ουρανός συννεφιασμένος. Ένας πέτρινος πάγκος. Κάποιο άλλο πέτρινο κάθισμα. Η Κα Σόλνες, τυλιγμένη μ’ ένα μακρύ λευκό σάλι, κάθεται στον πάγκο, κρατώντας ένα βιβλίο. Κάθε τόσο ακούγονται δυνατά χτυπήματα από την οικοδομή. Η Κα Σόλνες κοιτάζει αφηρημένη προς τα δεξιά και σε κάθε δυνατό χτύπημα τρομάζει. Εμφανίζεται η Χίλντα από τη μεριά του κήπου. Φοράει καπέλο και στο μπούστο της έχει ένα μικρό μπουκέτο από αγριολούλουδα.]

ΑΛΙΝΑ: Κάνετε βόλτα στον κήπο, δεσποινίς Βάνγκελ; ΧΙΛΝΤΑ: Τον εξερευνώ! ΑΛΙΝΑ: Κόψατε και λουλούδια, βλέπω. ΧΙΛΝΤΑ: Α, ναι! Υπάρχουν θάμνοι εκεί κάτω, γεμάτοι λουλούδια. ΑΛΙΝΑ: Υπάρχουν ακόμα λουλούδια; Έχω χρόνια να πάω από εκεί. ΧΙΛΝΤΑ: Μα πώς αντέχετε να μην πηγαίνετε κάθε μέρα βόλτα; Είναι όλα τόσο όμορφα! ΑΛΙΝΑ: Φοβάμαι. Μου φαίνονται άγνωστα εκείνα τα μέρη. ΧΙΛΝΤΑ: Μα είναι ο ίδιος σας ο κήπος! ΑΛΙΝΑ: Δε νιώθω πως είναι δικός μου αυτός ο κήπος. ΧΙΛΝΤΑ: Τι εννοείτε; ΑΛΙΝΑ: Δεν είναι δικός μου, όπως παλιά. Μου πήραν το μεγαλύτερο κομμάτι του, δεσποινίς Βάνγκελ. Τον κομμάτιασαν και τον μοίρασαν σε ξένους ανθρώπους. Κι αυτοί οι ξένοι κάθονται και με παρακολουθούν από τα παράθυρά τους. ΧΙΛΝΤΑ: Κυρία Σόλνες… Μπορώ να καθίσω λίγο μαζί σας; ΑΛΙΝΑ: Φυσικά, αν έχετε διάθεση. [Η Χίλντα βγάζει το σακάκι της, το απλώνει κάτω και κάθεται στο γρασίδι κοντά στην Κα Σόλνες.] 81


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΑΛΙΝΑ: [Ακουμπά το χέρι της απαλά στο λαιμό της Χίλντα.] Σας ευχαριστώ που θέλετε να καθίσετε μαζί μου. Νόμιζα πως θα προτιμούσατε να πάτε μέσα, στον άντρα μου. ΧΙΛΝΤΑ: Για ποιον λόγο να πάω σ’ αυτόν; ΑΛΙΝΑ: Για να τον βοηθήσετε. ΧΙΛΝΤΑ: Να μου λείπει. Εξάλλου δεν είναι στο σπίτι. [Δείχνει προς τον πύργο.] Είναι εκεί πέρα με τους εργάτες. Πήγα να του μιλήσω και μόνο που δε μ’ έβρισε. ΑΛΙΝΑ: Στην πραγματικότητα είναι πολύ ευγενικός και γλυκός. ΧΙΛΝΤΑ: [Δύσπιστα.] Ναι;! ΑΛΙΝΑ: Δεν τον ξέρετε ακόμα καλά. ΧΙΛΝΤΑ: [Τρυφερά.] Είστε χαρούμενη που μετακομίζετε στο καινούριο σπίτι; ΑΛΙΝΑ: Οφείλω να είμαι χαρούμενη. Αυτό θα ήθελε ο Χάλβαρντ. ΧΙΛΝΤΑ: Μόνο γι αυτόν τον λόγο; ΑΛΙΝΑ: Ναι, δεσποινίς Βάνγκελ. Είναι καθήκον μου να υπακούω τον άντρα μου. Αν και κάποιες φορές, αυτή η υπακοή είναι τρομαχτικά επώδυνη. ΧΙΛΝΤΑ: Ναι, είναι. ΑΛΙΝΑ: Ειδικά όταν έχει κανείς όσα ελαττώματα έχω εγώΧΙΛΝΤΑ: Όταν έχει κανείς περάσει όσα έχετε περάσει εσείςΑΛΙΝΑ: Πώς το ξέρετε; ΧΙΛΝΤΑ: Ο άντρας σας μου μίλησε. ΑΛΙΝΑ: Α, σας μίλησε! Σε μένα δε μιλάει ποτέ γι’ αυτό. Ναι. Η ζωή μου είναιείχε πολύ πόνο. ΧΙΛΝΤΑ: [Με συμπόνια.] Καημένη μου, κυρία Σόλνες… Πρώτα η φωτιάΑΛΙΝΑ: Όλα όσα αγαπούσα κάηκαν. ΧΙΛΝΤΑ: Κι ύστερα ήρθε το χειρότερο. ΑΛΙΝΑ: [Κοιτάζοντάς την απορημένη.] Ποιο ήταν το χειρότερο;

82


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΧΙΛΝΤΑ: Το μεγαλύτερο κακό. ΑΛΙΝΑ: Τι εννοείτε ακριβώς; ΧΙΛΝΤΑ: [Προσεκτικά.] Χάσατε τα δύο αγοράκια σας. ΑΛΙΝΑ: Α, ναι! Τα αγόρια μας. Αλλά αυτό ήταν διαφορετικό. Ήταν θέλημα Θεού. Σ’ αυτή την περίπτωση σκύβει κανείς το κεφάλι και υπομένει. Και είναι ευγνώμων. ΧΙΛΝΤΑ: Εσείς είστε ευγνώμων; ΑΛΙΝΑ: Όχι πάντα, δυστυχώς. Ξέρω πως είναι καθήκον μου, αλλά δεν μπορώ… ΧΙΛΝΤΑ: Είναι ανθρώπινοΑΛΙΝΑ: Προσπαθώ να θυμίζω στον εαυτό μου, ξανά και ξανά, πως ήταν μια δίκαιη τιμωρία… ΧΙΛΝΤΑ: Γιατί; ΑΛΙΝΑ: Γιατί δεν έδειξα δύναμη ψυχής στην κακοτυχία. ΧΙΛΝΤΑ: Δεν είναι έτσιΑΛΙΝΑ: Όχι! Μην ξαναμιλήσετε για τα παιδιά. Οφείλουμε να τα σκεφτόμαστε μόνο με χαρά. Είναι ευτυχισμένα εκεί που είναι. Οι μικρές απώλειες στη ζωή είναι που μας τρυπούν βαθιά την καρδιά. Αυτές οι απώλειες που όλοι οι άλλοι θεωρούν ασήμαντες. ΧΙΛΝΤΑ: [Ακουμπά τα χέρια της στα πόδια της Κας Σόλνες και την κοιτάζει με αγάπη.] Γλυκιά μου κυρία Σόλνες… Πείτε μου για ποιες απώλειες μιλάτε. ΑΛΙΝΑ: Τα πορτρέτα των προγόνων μου που έλιωσαν πάνω στους τοίχους. Τα παλιά μεταξωτά φορέματα που κάηκαν μέσα στις ντουλάπες και περνούσαν από γενιά σε γενιά. Οι δαντέλες της μητέρας μου και της γιαγιάς μου – έγιναν στάχτη. Ακόμα και τα κοσμήματα! [Παύση.] Οι κούκλες μου… ΧΙΛΝΤΑ: Οι κούκλες; ΑΛΙΝΑ: [Κλαίγοντας.] Είχα εννέα όμορφες κούκλες. Κάηκαν όλες. Ήταν τόσο… τραγικό για μένα… ΧΙΛΝΤΑ: Τις είχατε φυλάξει από παιδί; ΑΛΙΝΑ: Δεν τις είχα φυλάξει. Ζούσαν μαζί μου! 83


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΧΙΛΝΤΑ: Ακόμα κι όταν μεγαλώσατε; Και μετά το γάμο σας; ΑΛΙΝΑ: Ναι, συνέχεια. Ο Χάλβαρντ δεν τις συμπαθούσε. Και κάηκαν όλες τους… Κανένας δε σκέφτηκε να τις σώσει. Είναι αβάσταχτο να το σκέφτομαι… Θα με κοροϊδεύετε τώρα, δεσποινίς Βάνγκελ. ΧΙΛΝΤΑ: Καθόλου. ΑΛΙΝΑ: Ένιωθα πως είχαν ψυχή. Σαν την ψυχή του αγέννητου παιδιού, κάτω από την καρδιά μου. [Από τη βεράντα εμφανίζεται ο γιατρός Χέρνταλ, κρατώντας το καπέλο του.] ΧΕΡΝΤΑΛ: Κυρία Σόλνες, θέλετε να κρυώσετε εδώ που κάθεστε; ΑΛΙΝΑ: [Χαμογελά ελαφρά.] Είναι τόσο όμορφα και ζεστά σήμερα. ΧΕΡΝΤΑΛ: Συμβαίνει κάτι; Έλαβα το μήνυμα σας. ΑΛΙΝΑ: [Σηκώνεται.] Ναι, θέλω να σας μιλήσω. ΧΕΡΝΤΑΛ: Φυσικά, αλλά καλύτερα να πάμε μέσα. [Στη Χίλντα.]. Ακόμα με την ορειβατική περιβολή, δεσποινίς Βάνγκελ; ΧΙΛΝΤΑ: [Σηκώνεται. Χαρούμενα.] Εννοείται! Αλλά σήμερα δεν έχω καμία διάθεση να σκαρφαλώσω και να γκρεμοτσακιστώ. Εσείς κι εγώ θα είμαστε απλοί θεατές, γιατρέ. ΧΕΡΝΤΑΛ: Θεατές σε ποιο πράγμα; ΑΛΙΝΑ: [Ταραγμένη, στη Χίλντα.] Σιωπή, τώρα! Έρχεται προς τα εδώ. Προσπαθήστε να του βγάλετε αυτή την ιδέα από το μυαλό του. Και ας γίνουμε φίλες, δεσποινίς Βάνγκελ. Θα το θέλατε; ΧΙΛΝΤΑ: [Αγκαλιάζοντάς τη.] Όσο τίποτ’ άλλο! ΑΛΙΝΑ: [Αποτραβιέται ευγενικά.] Ελάτε τώρα! Πλησιάζει, γιατρέ. Πάμε μέσα να μιλήσουμε. ΧΕΡΝΤΑΛ: Για εκείνον πρόκειται; ΑΛΙΝΑ: Πάντα για εκείνον πρόκειται. [Η Κα Σόλνες και ο γιατρός Χέρνταλ πηγαίνουν από τη βεράντα προς το σπίτι. Ο Σόλνες έρχεται από απέναντι με γρήγορο βήμα. Η Χίλντα τον κοιτάζει σοβαρά.]

84


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΣΟΛΝΕΣ: Έχεις παρατηρήσει, Χίλντα πως μόλις εμφανίζομαι εγώ, εκείνη εξαφανίζεται; ΧΙΛΝΤΑ: Έχω παρατηρήσει πως μόλις εμφανίζεσαι, την αναγκάζεις να εξαφανιστεί. ΣΟΛΝΕΣ: [Παρατηρώντας την.] Κρυώνεις, Χίλντα; Δείχνεις, σαν να κρυώνεις. ΧΙΛΝΤΑ: Μόλις βγήκα από έναν τάφο. ΣΟΛΝΕΣ: Τι λες; ΧΙΛΝΤΑ: Έχω παγώσει μέχρι το κόκαλο. ΣΟΛΝΕΣ: Φαντάζομαι γιατί… Σας είδα από μακριά. ΧΙΛΝΤΑ: Σε πληγώνει που σε αποφεύγει; ΣΟΛΝΕΣ: Ίσως. Αλλά και με ανακουφίζει. ΧΙΛΝΤΑ: Να μην τη βλέπεις; ΣΟΛΝΕΣ: Ναι. ΧΙΛΝΤΑ: Να μη βλέπεις τον θρήνο στα μάτια της; ΣΟΛΝΕΣ: Ναι. Κυρίως αυτό. [Σιωπή. Η Χίλντα περπατάει συλλογισμένη. Σταματά και κοιτάζει μακριά, προς τον πύργο.] ΣΟΛΝΕΣ: [Μετά από παύση.] Μιλούσες πολλή ώρα μαζί της; [Η Χίλντα δεν απαντά.]. Τι λέγατε; [Η Χίλντα παραμένει σιωπηλή.] Καημένη Αλίνα! Σίγουρα σου ’λεγε για τα παιδιά. [Η Χίλντα ανατριχιάζει και νεύει καταφατικά.] ΣΟΛΝΕΣ: Δεν θα το ξεπεράσει ποτέ. Ποτέ, όσο ζει. [Την πλησιάζει.] ΧΙΛΝΤΑ: [Γυρίζει και τον κοιτάζει με σοβαρό βλέμμα.] Θα φύγω. ΣΟΛΝΕΣ: [Απότομα.] Θα φύγεις; ΧΙΛΝΤΑ: Ναι. ΣΟΛΝΕΣ: Όχι. Σου το απαγορεύω. ΧΙΛΝΤΑ: Γιατί να μένω άλλο εδώ; 85


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΣΟΛΝΕΣ: Για να σε βλέπω. ΧΙΛΝΤΑ: Ξέρεις καλά πως δε θα σου έφτανε αυτό. ΣΟΛΝΕΣ: Φυσικά και δε θα μου έφτανε! ΧΙΛΝΤΑ: Δεν μπορώ να της κάνω κακό, τώρα που τη γνώρισα. Δεν μπορώ να της κλέψω κάτι που της ανήκειΣΟΛΝΕΣ: Ποιος σου ζήτησε κάτι τέτοιο;ΧΙΛΝΤΑ: [Συνεχίζοντας.] …Σε μία άγνωστη, ναι! Αλλά σε μια γυναίκα που ήρθαμε τόσο κοντά…Όχι! Πώς να στηρίξω την ευτυχία μου πάνω στην πληγή του άλλου; [Κάνει μια έκφραση απέχθειας]. ΣΟΛΝΕΣ: Ποτέ δε σου πρότεινα να το κάνεις. ΧΙΛΝΤΑ: Ξέρεις πολύ καλά που θα καταλήγαμε οι τρεις μας, Αρχιμάστορα Σόλνες. Γι’ αυτό και θα φύγω μακριά. ΣΟΛΝΕΣ: Και πώς θα ζήσω εγώ, αν φύγεις; ΧΙΛΝΤΑ: [Με απροσδιόριστη έκφραση.] Έχεις το χρέος απέναντι στη γυναίκα σου. Ζήσε γι΄ αυτό το χρέος. ΣΟΛΝΕΣ: Είναι αργά πια. Τα δαιμόνια πήραν από μέσα της όλη τη ζωή. Και τώρα, είμαι αλυσοδεμένος για πάντα με μια νεκρή γυναίκα. Εγώ, που δεν μπορώ να ζήσω χωρίς… τη ζωή! [Η Χίλντα κάθεται και τον παρατηρεί με σοβαρότητα.] ΧΙΛΝΤΑ: Τι έχεις σκοπό να χτίσεις μετά; ΣΟΛΝΕΣ: Δεν έχω σκοπό να χτίσω τίποτα πια. ΧΙΛΝΤΑ: Όχι άλλα ζεστά, χαρούμενα σπίτια για μια μάνα, έναν πατέρα κι «έναν λόχο από παιδιά»; ΣΟΛΝΕΣ: [Μετά από παύση.] Το σπίτι του πατέρα σου ήταν ένα ζεστό και χαρούμενο σπίτι, Χίλντα; ΧΙΛΝΤΑ: Δεν ήταν σπίτι, αλλά κλουβί. [Σαν χαμένη.] Πώς τραυματίζουν καμιά φορά οι γονείς τα παιδιά τους. Και μην ακούτε τι λένε. Δεν κλείνουν αυτά τα τραύματα. ΣΟΛΝΕΣ: Είσαι αποφασισμένη να μην ξαναγυρίσεις;

86


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΧΙΛΝΤΑ: Τα άγρια πουλιά δεν ξαναγυρίζουν στα κλουβιά τους. ΣΟΛΝΕΣ: [Χαμογελώντας.] Ταξιδεύουν ελεύθερα στον άνεμο… ΧΙΛΝΤΑ: [Με ξαφνική λάμψη στα μάτια.] Ξέρω! Ξέρω τι θα χτίσεις αμέσως μετά! ΣΟΛΝΕΣ: Τότε ξέρεις πιο πολλά από μένα, Χίλντα. ΧΙΛΝΤΑ: Ένα κάστρο! ΣΟΛΝΕΣ: Τι κάστρο; ΧΙΛΝΤΑ: Το δικό μου κάστρο, φυσικά. Δεν μου υποσχέθηκες ένα βασίλειο; ΣΟΛΝΕΣ: Απ’ ότι λες, ναι, σου υποσχέθηκα. ΧΙΛΝΤΑ: Ε, λοιπόν, δεν υπάρχει βασίλειο, χωρίς ένα μεγάλο βασιλικό κάστρο! ΣΟΛΝΕΣ: [Με όλο και περισσότερο ενδιαφέρον.] Ναι, συνήθως πάνε μαζί αυτά. ΧΙΛΝΤΑ: Τέλεια! Τότε χτίσε μου το κάστρο μου αμέσως! ΣΟΛΝΕΣ: [Γελάει.] Τώρα αμέσως; ΧΙΛΝΤΑ: Ακριβώς! Τα δέκα χρόνια πέρασαν και δε θα περιμένω περισσότερο! Εμπρός! Το κάστρο μου, Σόλνες! ΣΟΛΝΕΣ: Καλό είναι να μη σου χρωστάει κανείς, Χίλντα! ΧΙΛΝΤΑ: Ας το σκεφτόσουν νωρίτερα αυτό. [Χτυπώντας τα χέρια της.] Το κάστρο μου, παρακαλώ! Τώρα! ΣΟΛΝΕΣ: [Σκύβει προς το μέρος της.] Αυτό το κάστρο… Πώς το έχεις στο μυαλό σου, Χίλντα; [Το βλέμμα της Χίλντα «χάνεται» για λίγο. Δείχνει σαν να ονειροπολεί.] ΧΙΛΝΤΑ: [Αργά.] Το κάστρο μου θα ορθώνεται ψηλά –πολύ ψηλά. Θα έχει θέα από κάθε πλευρά του κι έτσι θα μπορώ να βλέπω μακριά, όλες τις άκρες του κόσμου… ΣΟΛΝΕΣ: Και θα έχει έναν πανύψηλο πύργο! ΧΙΛΝΤΑ: Έναν τρομαχτικά ψηλό πύργο. Στην κορυφή αυτού του πύργου, θα υπάρχει ένα μπαλκόνι. Και θα στέκομαι εκεί έξωΣΟΛΝΕΣ: [Σαν να ζαλίζεται.] Θα μπορείς να στέκεσαι τόσο ψηλά;

87


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΧΙΛΝΤΑ: Α, ναι! Θα στέκομαι και θα κοιτάζω κάτω τους άλλους ανθρώπους… Όλους εκείνους που χτίζουν εκκλησίες ή σπίτια για γονείς με πολλά παιδιά. Και εσύ θα κοιτάζεις μαζί μου. ΣΟΛΝΕΣ: [Πλησιάζοντας, χαμηλόφωνα.] Επιτρέπεται ο Αρχιμάστορας να σταθεί δίπλα στην πριγκίπισσα; ΧΙΛΝΤΑ: Αν το θέλει πραγματικά. ΣΟΛΝΕΣ: Το θέλει όσο τίποτ’ άλλο. ΧΙΛΝΤΑ: [Αφήνεται στην αγκαλιά του.] Και ο Αρχιμάστορας θα ανέβει ψηλά… ΣΟΛΝΕΣ: Ο καημένος ο Αρχιμάστορας. Δε θα χτίσει ποτέ ξανά. ΧΙΛΝΤΑ: [Σε ένταση.] Φυσικά και θα ξαναχτίσει! Μαζί θα χτίζουμε ό,τι πιο όμορφο υπάρχει στον κόσμο. ΣΟΛΝΕΣ: [Ανυπόμονα.] Πες μου, Χίλντα. Πες μου τι είναι αυτό. ΧΙΛΝΤΑ: [Χαμογελώντας, μιλά σαν σε παιδί.] Οι αρχιμάστορες είναι όλοι τους τόσο μα τόσο χαζοί… ΣΟΛΝΕΣ: Ναι, είναι. Αλλά πες μου… Ποιο είναι το ομορφότερο πράγμα στον κόσμο που θα χτίσουμε μαζί; ΧΙΛΝΤΑ: [Μετά από μια παύση, με μυστηριώδες ύφος.] Κάστρα στον ουρανό. ΣΟΛΝΕΣ: Κάστρα στον ουρανό; ΧΙΛΝΤΑ: Ναι, κάστρα στον ουρανό! Το μεγαλύτερο θαύμα. Και ό,τι πιο εύκολο να χτίσει κανείς… Ειδικά… [Τον κοιτάζει με νόημα.] Όταν η συνείδησή του ζαλίζεται! ΣΟΛΝΕΣ: Από εδώ και στο εξής θα χτίζουμε μαζί, Χίλντα. ΧΙΛΝΤΑ: [Χαμογελώντας παράξενα.] Ένα αληθινό κάστρο στον ουρανό; ΣΟΛΝΕΣ: Ναι. Με τα πιο γερά θεμέλια του κόσμου. [Από τη βεράντα εμφανίζεται ο Ράγκναρ. Δείχνει αλλαγμένος. Κρατά ένα μεγάλο στεφάνι με λουλούδια και μεταξωτή κορδέλα.] ΧΙΛΝΤΑ: [Ενθουσιασμένη.] Το στεφάνι! Συγκλονιστικό! ΣΟΛΝΕΣ: [Έκπληκτος.] Γιατί το έφερες εσύ, Ράγκναρ; 88


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΡΑΓΚΝΑΡ: Το υποσχέθηκα στον εργοδηγό. ΣΟΛΝΕΣ: Είναι καλύτερα ο πατέρας σου; ΡΑΓΚΝΑΡ: Όχι. ΣΟΛΝΕΣ: Δε χάρηκε με όσα έγραψα; ΡΑΓΚΝΑΡ: Δεν πρόλαβε να τα διαβάσει. ΣΟΛΝΕΣ: Τι εννοείς; ΡΑΓΚΝΑΡ: Έπαθε εγκεφαλικό. Όταν ήρθε εκείνη με τα σχέδια, ο πατέρας μου δεν επικοινωνούσε πια. [Παύση.] ΣΟΛΝΕΣ: Τι λες! Τότε πρέπει να τρέξεις πίσω στο σπίτι! Να μείνεις πλάι του! ΡΑΓΚΝΑΡ: Δεν με χρειάζεται πλέον. ΣΟΛΝΕΣ: Μα δεν πρέπει να είσαι μαζί του; ΡΑΓΚΝΑΡ: Είναι εκείνη μαζί του. ΣΟΛΝΕΣ: [Αβέβαια.] Η Κάγια; ΡΑΓΚΝΑΡ: [Κοιτάζοντάς τον σκληρά.] Ναι. [Παύση.] Η Κάγια. ΣΟΛΝΕΣ: Πήγαινε στο σπίτι σου, Ράγκναρ. Σε χρειάζονται. Και εκείνος και εκείνη. Δώσε το στεφάνι σε μένα. ΡΑΓΚΝΑΡ: [Μ’ ένα αδιόρατο κοροϊδευτικό χαμόγελο.] Δεν έχετε σκοπό φυσικά να ανεβείτε εσείς ο ίδιοςΣΟΛΝΕΣ: [Του παίρνει το στεφάνι.] Πήγαινε, τώρα. Δεν θα σε χρειαστώ άλλο σήμερα. ΡΑΓΚΝΑΡ: Ξέρω πως δε θα με χρειαστείτε άλλο πια. Σήμερα, όμως, θα μείνω. ΣΟΛΝΕΣ: [Κοιτάζει τη Χίλντα. Στον Ράγκναρ.] Ε, μείνε τότε, αφού το θες τόσο. [Ο Σόλνες γυρίζει απότομα και φεύγει από τον κήπο.] ΧΙΛΝΤΑ: [Παρακολουθώντας τον Σόλνες.] Θα μπορούσατε τουλάχιστον να τον ευχαριστήσετε. ΡΑΓΚΝΑΡ: Να τον ευχαριστήσω; Εγώ να ευχαριστήσω αυτόν; ΧΙΛΝΤΑ: Ναι, φυσικά! 89


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΡΑΓΚΝΑΡ: Μάλλον, εσάς θα έπρεπε να ευχαριστήσω. ΧΙΛΝΤΑ: Πώς σας ήρθε αυτό; ΡΑΓΚΝΑΡ: [Αγνοώντας την ερώτηση.] Σας συμβουλεύω, όμως, να προσέξετε πάρα πολύ, δεσποινίς Βάνγκελ. Γιατί δεν τον ξέρετε ακόμα αρκετά καλά. ΧΙΛΝΤΑ: Κανείς δεν τον ξέρει καλύτερα από μένα! ΡΑΓΚΝΑΡ: [Γελάει αγανακτισμένος.] Να τον ευχαριστήσω! Όταν όλα αυτά τα χρόνια με κρατάει κάτω! Όταν μου κλείνει τον δρόμο! Όταν κάνει τον ίδιο μου τον πατέρα να με αμφισβητεί! Όταν μου συντρίβει την αυτοπεποίθηση! Και όλα αυτά, μόνο και μόνο για να καταφέρει… ΧΙΛΝΤΑ: [Καχύποπτα.] Τι να καταφέρει ; Πες μου! Τι; ΡΑΓΚΝΑΡ: Να κρατήσει εκείνη δίπλα του. ΧΙΛΝΤΑ: [Απότομα.] Το κορίτσι στο γραφείο; ΡΑΓΚΝΑΡ: Ναι. ΧΙΛΝΤΑ: [Απειλητικά προς το μέρος του.] Δεν είναι αλήθεια! Λες ψέματα! Ψέματα! ΡΑΓΚΝΑΡ: [Κρατώντας τη.] Ούτε εγώ το πίστευα, μέχρι που μου το είπε η ίδια σήμερα το πρωί. ΧΙΛΝΤΑ: [Ταραγμένη.] Τι σου είπε; Θέλω να ξέρω! [Φωνάζει.] Πες μου αμέσως! Αμέσως! ΡΑΓΚΝΑΡ: [Κρατώντας τη σταθερά κοντά του.] Μου είπε πως εκείνος την έχει κυριεύσει. Έχει κυριεύσει το μυαλό της, την κάθε της σκέψη. Έχει κυριεύσει την καρδιά της. Μου είπε πως του ανήκει με όλο της το είναι. Μου είπε πως δεν μπορεί να τον αφήσει - πως είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις της. Πως θα μείνει εδώ, μαζί του, για πάντα.ΧΙΛΝΤΑ: [Άγρια.] Της απαγορεύω! Της απαγορεύω! [Ξεφεύγει από τα χέρια του.] ΡΑΓΚΝΑΡ: [Ειρωνικά.] Ποια είσαι εσύ που θα της απαγορεύσεις να νιώθει; ΧΙΛΝΤΑ: [Σε πανικό.] Και σ’ αυτόν το απαγορεύω! ΡΑΓΚΝΑΡ: Α, μάλιστα. Τώρα καταλαβαίνω πώς είναι τα πράγματα. Τη βλέπεις σαν εμπόδιο που πρέπει να βγει απ’ τη μέση. 90


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΧΙΛΝΤΑ: Τίποτα δεν καταλαβαίνεις! Εγώ θα σου πω για ποιο λόγο την κρατούσε εδώ! ΡΑΓΚΝΑΡ: Σ’ ακούω. ΧΙΛΝΤΑ: Για να κρατάει κι εσένα. ΡΑΓΚΝΑΡ: Σ’ το έχει πει; ΧΙΛΝΤΑ: Όχι, αλλά έτσι είναι! Έτσι θέλω να είναι!..Έτσι πρέπει να είναι! ΡΑΓΚΝΑΡ: Μάλιστα. Και από την ώρα που εμφανίστηκες εσύ, δεν την είχε ανάγκη πια… ΧΙΛΝΤΑ: Εσένα δεν είχε ανάγκη πια! Νομίζεις πως τον ενδιαφέρουν τέτοιου είδους γυναίκες; [Ο Ράγκναρ την πιάνει βίαια.] ΡΑΓΚΝΑΡ: Τέτοιου είδους γυναίκες είναι πολύ καλύτερες από κάτι άλλες που αρπάζουν τους άντρες με την ίδια ευκολία που αναπνέουν ή τρώνε! [Η Χίλντα παλεύει να ξεφύγει.] Δε ρώτησα νομίζεις για σένα, Βάνγκελ; Η ορειβασία δεν είναι το μόνο σου χόμπι! [Την αφήνει.] Και μη νομίζεις… Ξέρω πως όλα αυτά τα χρόνια με φοβόταν ο αρχιμάστοράς σου. ΧΙΛΝΤΑ: Αυτός φοβόταν εσένα! Πολύ μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου! ΡΑΓΚΝΑΡ: Είχε δει καιρό τώρα το ταλέντο μου. Αλλά είναι δειλός. Δεν το παραδέχτηκε ποτέ. ΧΙΛΝΤΑ: Πώς μιλάς έτσιΡΑΓΚΝΑΡ: Είναι άνανδρος! Αυτός! Ο σπουδαίος αρχιμάστορας Σόλνες! Δε φοβάται να πατήσει πάνω στην ευτυχία των άλλων για να ανέβει όπως έκανε μ’ εμένα και τον πατέρα μου. Αλλά όταν είναι να πατήσει σε μια ασήμαντη σκαλίτσα, για ν’ ανέβει στην ίδια του την οικοδομή, τον κυριεύει ο τρόμος! ΧΙΛΝΤΑ: Θα έπρεπε να τον είχες δει τότε, που είχε ανέβει ψηλά - τόσο απίστευτα ψηλά… ΡΑΓΚΝΑΡ: Εσύ τον είχες δει; ΧΙΛΝΤΑ: …Πόσο ελεύθερος και κυρίαρχος έδειχνε τότε, έτσι όπως έδενε το στεφάνι στην κορυφή του πύργου! 91


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΡΑΓΚΝΑΡ: Ναι, έχω ακούσει πως το έκανε – μία και μοναδική φορά. Είναι κάτι σαν θρύλος για μας τους νεότερους. Αλλά με καμία δύναμη στη γη δε θα μπορούσε να το ξανακάνει. [Στον κήπο, διακρίνεται ο Σόλνες που έχει πλησιάσει αθόρυβα. Η Χίλντα δεν τον βλέπει.] ΧΙΛΝΤΑ: [Πλησιάζοντας τον Ράγκναρ.] Σήμερα θα το ξανακάνει. ΡΑΓΚΝΑΡ: [Ειρωνικά.] Α, ναι, είμαι σίγουρος! ΧΙΛΝΤΑ: [Προκλητικά.] Θα δούμε! ΡΑΓΚΝΑΡ: [Την αγκαλιάζει.] Όχι, δε θα δούμε. Γιατί είναι αδύναμος. Είναι άρρωστος. Ο αρχιμάστορας σου πάσχει από υψοφοβία! [Τη φιλάει. Ο Σόλνες φεύγει αθόρυβα. Η Χίλντα απομακρύνεται απότομα από τον Ράγκναρ. Μια σκιά διακρίνεται πίσω τους. Η Κα Σόλνες είναι εκεί, όση ώρα ήταν κι ο Σόλνες.] ΑΛΙΝΑ: Πού είναι; Πού έχει πάει; ΡΑΓΚΝΑΡ: Ο κύριος Σόλνες είναι απέναντι με τους εργάτες. ΧΙΛΝΤΑ: Πήρε μαζί του και το στεφάνι. ΑΛΙΝΑ: [Τρομοκρατημένη.] Πήρε το στεφάνι! Θεέ μου! Ράγκναρ! Πρέπει να πας να τον βρεις! Πείσε τον να γυρίσει εδώ! ΡΑΓΚΝΑΡ: Να του πω ότι θέλετε να του μιλήσετε; ΑΛΙΝΑ: Ναι, σε παρακαλώ! Ή μάλλον, όχι. Μην πεις τίποτα για μένα. Πες του πως κάποιος τον ζητάει επειγόντως. ΡΑΓΚΝΑΡ: Εντάξει, κυρία Σόλνες. [Φεύγει μέσα από τον κήπο.] ΑΛΙΝΑ: [Στη Χίλντα.] Φαντάζεστε να το κάνει στ’ αλήθεια; Να του μπει η ιδέα να ανέβει εκείνη τη σκαλωσιά… Είναι ικανός πλέον για οτιδήποτε! ΧΙΛΝΤΑ: Πιστεύετε κι εσείς πως είναι λίγο… ΑΛΙΝΑ: Δεν ξέρω τι να πιστέψω πια. Ο γιατρός μου είπε περίεργα πράγματα. Εκείνος μου λέει περίεργα πράγματα… [Έρχεται ο γιατρός από το σπίτι.] 92


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΧΕΡΝΤΑΛ: [Κοιτάει απέναντι.] Έφυγε πάλι; ΑΛΙΝΑ: Τρέμω για εκείνον. Είπα να τον φωνάξουν. ΧΕΡΝΤΑΛ: Αλίνα, δεν πρέπει να κάθεσαι έξω. ΑΛΙΝΑ: Όχι! Θα μείνω εδώ και θα τον περιμένω! ΧΕΡΝΤΑΛ: Έχουν έρθει κάποιοι επισκέπτες και σε ζητούνΑΛΙΝΑ: Το τελευταίο που θα ’θελα αυτή τη στιγμή! ΧΕΡΝΤΑΛ: Επιθυμούν να παρακολουθήσουν την τελετή. ΑΛΙΝΑ: [Σαν υπνωτισμένη.] Είναι καθήκον μου να τους δεχτώ, τότε, έτσι δεν είναι γιατρέ; [Ο γιατρός νεύει καταφατικά.] ΧΙΛΝΤΑ: Γιατί δεν τους λέτε να φύγουν; ΑΛΙΝΑ: Ποτέ δεν θα το ’κανα αυτό. Είναι καθήκον μου… [Στη Χίλντα.] Μείνετε εσείς εδώ να τον περιμένετε. ΧΕΡΝΤΑΛ: Και απασχολήστε τον, όσο το δυνατόν. ΑΛΙΝΑ: Ναι, μιλήστε του. Πρέπει να τον πείσετε… ΧΙΛΝΤΑ: Γιατί δεν το κάνετε εσείς αυτό; ΑΛΙΝΑ: Ναι. Ναι, είναι κι αυτό καθήκον μου… [Κοιτάζει τον γιατρό.] Αλλά δεν είμαι ικανή για όλα. ΧΕΡΝΤΑΛ: [Βλέπει από μακριά τον Σόλνες.] Έρχεται.Πάμε μέσα! ΑΛΙΝΑ: [Υπάκουα.] Ναι! ΧΕΡΝΤΑΛ: [Στη Χίλντα.] Μην αναφέρετε πως είμαι κι εγώ εδώ. ΧΙΛΝΤΑ: Να είστε ήσυχος. Έχω τόσα άλλα να του πω. ΑΛΙΝΑ: Κρατήστε τον κοντά σας. [Παύση.] Εγώ δεν το κατάφερα ποτέ. [Η Κα Σόλνες και ο γιατρός Χέρνταλ φεύγουν βιαστικά για το σπίτι. Η Χίλντα μένει για λίγο μόνη. Ο Σόλνες έρχεται με γρήγορα βήματα. Την κοιτάζει περίεργα.] ΣΟΛΝΕΣ: Μου είπαν πως κάποιος με ζητάει. ΧΙΛΝΤΑ: Εγώ είμαι αυτή. 93


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΣΟΛΝΕΣ: Ναι; Φοβήθηκα μήπως ήταν ο γιατρός. ΧΙΛΝΤΑ: Πολύ εύκολα φοβάσαι. ΣΟΛΝΕΣ: [Απότομα.] Έτσι λες; ΧΙΛΝΤΑ: Ναι. Όλοι λένε πόσο φοβάσαι ν’ ανέβεις εκείνη τη σκαλωσιά. ΣΟΛΝΕΣ: Αυτό είναι διαφορετικό. Φοβάμαι τα ύψη. ΧΙΛΝΤΑ: Φοβάσαι πως θα πέσεις και θα σκοτωθείς; ΣΟΛΝΕΣ: Φοβάμαι τη θεία Δίκη. ΧΙΛΝΤΑ: Δεν καταλαβαίνωΣΟΛΝΕΣ: Θα σου πω. [Πετώντας το καπέλο του στον πάγκο]. Στο ξεκίνημά μου έχτιζα μόνο εκκλησίεςΧΙΛΝΤΑ: Το ξέρωΣΟΛΝΕΣ: Ήμουν από μια θρησκευόμενη οικογένεια της επαρχίας. Μεγάλωσα μ’ αυτόν τον σκοπό. ΧΙΛΝΤΑ: Ναι. ΣΟΛΝΕΣ: Έχτισα τους πρώτους μικρούς ναούς με τόσο πάθος και αφοσίωση που… που μόνο ευχαριστημένος έπρεπε να είναι μαζί μου. ΧΙΛΝΤΑ: Ποιος; ΣΟΛΝΕΣ: [Με θυμό.] Εκείνος. Εκείνος που κατοικεί και δοξάζεται μέσα σ’ αυτούς. ΧΙΛΝΤΑ: Και τώρα φοβάσαι πως δεν είναι ευχαριστημένος; ΣΟΛΝΕΣ: [Σαρκαστικά.] Ευχαριστημένος;! Εκείνος που έστειλε το δαιμόνιο να με κυριεύσει; Εκείνος που πήρε τα παιδιά μου; ΧΙΛΝΤΑ: Γιατί; ΣΟΛΝΕΣ: Γιατί δεν ήθελε να με μοιράζεται. Έπρεπε να είμαι μονάχα ο δικός του Αρχιμάστορας. Αφιερωμένος σ’ εκείνον και στους ναούς του για όλη μου τη ζωή. [Γελάει.] Όμως εγώ έκανα το αδύνατο! ΧΙΛΝΤΑ: Το αδύνατο; ΣΟΛΝΕΣ: Τον πλησίασα.

94


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΧΙΛΝΤΑ: Στο Λάισανγκερ. ΣΟΛΝΕΣ: Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα σκαρφαλώσει τόσο ψηλά. ΧΙΛΝΤΑ: Εκείνη τη μέρα, το έκανες! ΣΟΛΝΕΣ: [Ανεβαίνει στον πάγκο, δίπλα της.] Ναι. Κι όπως στάθηκα εκεί, πιο ψηλά απ’ όλον τον κόσμο, του μίλησα. Του είπα: «Άκουσέ με Παντοδύναμε. Από εδώ και στο εξής, θα είμαι ένας ελεύθερος Αρχιμάστορας. Κυρίαρχος στον δικό μου ουρανό, όπως εσύ είσαι στον δικό σου. Δε θα ξαναχτίσω ποτέ πια εκκλησίες. Μόνο σπίτια για ανθρώπους». ΧΙΛΝΤΑ: [Λάμποντας.] Αυτό ήταν το τραγούδι που άκουγα. ΣΟΛΝΕΣ: Ναι. [Παύση.] Κι εκείνος, Χίλντα, μ’ εκδικήθηκε. Τώρα κατάλαβα. Τα σπίτια που έχτιζα τόσα χρόνια δεν αξίζουν τίποτα. Γιατί δεν είχα υλικό την ευτυχία. Τίποτα δε δημιούργησα. Τίποτα απολύτως! [Κατεβαίνει από τον πάγκο.] ΧΙΛΝΤΑ: [Με ένταση.] Θέλω να σε ξαναδώ να στέκεσαι ψηλά. Ελεύθερος και δυνατός! ΣΟΛΝΕΣ: [Θλιμμένα.] Χίλντα… Είμαι γέρος πια. ΧΙΛΝΤΑ: [Παθιασμένα.] Εγώ θα σε πείσω να το κάνεις! Άλλη μία φορά! Να κάνεις το αδύνατο, άλλη μια φορά! ΣΟΛΝΕΣ: [Την πλησιάζει.] Αν το κάνω, Χίλντα, θα σταθώ εκεί και θα του μιλήσω πάλι όπως τότε. ΧΙΛΝΤΑ: Και τι θα του πεις; ΣΟΛΝΕΣ: [Κοιτάζοντάς τη.] «Άκουσέ με, Παντοδύναμε. Από εδώ και στο εξής, δε θα χτίζω παρά μόνο το πιο υπέροχο πράγμα στον κόσμο… Κάστρα στον ουρανό»! ΧΙΛΝΤΑ: [Εκστατικά.] Ναι, ναι, ναι! ΣΟΛΝΕΣ: «… Και θα χτίζω μαζί με την πριγκίπισσα που αγαπώ…» ΧΙΛΝΤΑ: Ναι, να του το πεις αυτό! Ναι! ΣΟΛΝΕΣ: Και μετά θα του πω «Και τώρα, επίτρεψέ μου να κατέβω, γιατί θέλω να τη σφίξω στην αγκαλιά μου και να τη φιλήσω»ΧΙΛΝΤΑ: «Χιλιάδες φορές»… Πες του το. 95


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΣΟΛΝΕΣ: Χιλιάδες… φορές… [Τη φιλάει.] ΧΙΛΝΤΑ: [Ακόμα στην αγκαλιά του.] Τώρα σε βλέπω και πάλι, όπως τότε… ΣΟΛΝΕΣ: Πώς έγινες αυτό που είσαι, Χίλντα; ΧΙΛΝΤΑ: Πώς με έκανες αυτό που είμαι, Σόλνες; ΣΟΛΝΕΣ: [Ήρεμα, παίρνει το καπέλο του.] Η πριγκίπισσα θα έχει το κάστρο που παρήγγειλε! ΧΙΛΝΤΑ: [Χοροπηδώντας από χαρά.] Το κάστρο μου! Το φανταστικό μου κάστρο! Το κάστρο στον ουρανό! ΣΟΛΝΕΣ: Με τα πιο γερά θεμέλια.[Από μακριά ακούγεται πλήθος κόσμου να πλησιάζει και μουσική.] Αντίο, νύφη της δύσης μου! [Από το σπίτι έρχονται η Κα Σόλνες και ο γιατρός Χέρνταλ. Την ίδια στιγμή εμφανίζεται ο Ράγκναρ από τον κήπο. ] ΑΛΙΝΑ: Μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Θα έχουμε και μουσική; ΡΑΓΚΝΑΡ: Ναι, είναι η μπάντα του Σωματείου μας. [Στον Σόλνες.] Ο εργοδηγός λέει πως είναι έτοιμος να ανέβει, για να κρεμάσει το στεφάνι. [Ο Σόλνες νεύει στον Ράγκναρ και φορά το καπέλο του.] ΑΛΙΝΑ: Είναι ανάγκη να πας εκεί, Χάλβαρντ; [Ο Σόλνες την κοιτάζει και της χαμογελά περίεργα.] ΑΛΙΝΑ: Σε παρακαλώ, να μείνεις κάτω με τους εργάτες. Κάτω, μόνο. [Ο Σόλνες νεύει ήρεμα καταφατικά.] ΧΕΡΝΤΑΛ: Δείχνεις πιο ήρεμος από ποτέ, Σόλνες. [Ο Σόλνες χαιρετάει όλους με μια θεατρική κίνηση και φεύγει γρήγορα από τον κήπο.] ΑΛΙΝΑ: [Κοιτάζοντάς τον που φεύγει.] Πες στον άνθρωπο που θα ανέβει εκεί ψηλά να προσέχει! Υποσχέσου μου πως θα το πεις, Χάλβαρντ! ΧΕΡΝΤΑΛ: [Χωρίς να την κοιτάζει.] Είδες πως είχα δίκιο; Δε θα κάνει την τρέλα που φοβόσουν.

96


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΑΛΙΝΑ: Τι ανακούφιση! Αν σκεφτείτε πως δύο εργάτες έχουν πέσει από εκεί πάνω κι έχουν σκοτωθεί ακαριαία. [Στη Χίλντα.] Σας ευχαριστώ, δεσποινίς Βάνγκελ, που τον πείσατε. Εμένα δε θα με άκουγε ποτέ. ΧΕΡΝΤΑΛ: Πράγματι, δεσποινίς Βάνγκελ. Είστε ικανή να πείσετε όποιον άντρα θέλετε, φτάνει να το βάλετε στο μυαλό σας. [Πίσω διακρίνονται δύο φιγούρες - μια αντρική και μια γυναικεία. Η Κα Σόλνες πηγαίνει προς το μέρος τους. Καθώς γυρίζει, της πέφτει το λευκό σάλι που φορά. Ο γιατρός Χέρνταλ πλησιάζει την Κα Σόλνες. Ο Ράγκναρ πλησιάζει τη Χίλντα.] ΡΑΓΚΝΑΡ: [Χαμογελώντας πονηρά.] Βλέπεις εκείνους τους νεαρούς που έχουν μαζευτεί εκεί κάτω; ΧΙΛΝΤΑ: Ναι. ΡΑΓΚΝΑΡ: Είναι παλιοί μου συμφοιτητές. Ήρθαν να δουν τον δάσκαλο. ΧΙΛΝΤΑ: Να τον δουν να κάνει τι; ΡΑΓΚΝΑΡ: Να στέκεται στη βάση της σκαλωσιάς και να μην τολμά ν’ ανέβει. ΧΙΛΝΤΑ: Α, είναι τόσο σίγουροι αυτοί οι νέοι, ε; ΡΑΓΚΝΑΡ: Τόσα χρόνια ο φόβος του εμπόδιζε εμάς να ανεβούμε ψηλά. Ε, λοιπόν, ήρθε η ώρα να εμποδίσει εκείνον ν’ ανέβει ψηλά. Και θέλουμε να τον δούμε. ΧΙΛΝΤΑ: Θα τον δείτε στον ανεμοδείκτη. Εκεί πάνω! ΡΑΓΚΝΑΡ: [Γελάει.] Όχι, Χίλντα. Το μυστικό της αληθινής δύναμης είναι να τολμάς, μέχρι εκεί που μπορείς. Κι αυτός το ξέρει καλά. ΧΙΛΝΤΑ: Έχει σκοπό να φτάσει στην κορυφή. Τα μάτια σας, στην κορυφή! ΡΑΓΚΝΑΡ: Ότι αυτό έχει σκοπό, είμαι βέβαιος. Το μυαλό του, όμως, θα θολώσει, πολύ πριν φτάσει στα μέσα της διαδρομής. Θα κατέβει καταϊδρωμένος, κατρακυλώντας στα τέσσερα. Ήρθε ο καιρός του να καταρρεύσει. Είναι η σειρά μας τώρα. [Πίσω, διακρίνονται καθαρά τώρα ο Κνουτ Μπρόβικ που κρατά ένα μπαστούνι και η Κάγια Φόσλι. Η Κα Σόλνες κι ο γιατρός Χέρνταλ πλησιάζουν μπροστά.]

97


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΧΙΛΝΤΑ: Κοιτάξτε! Ο εργοδηγός ανεβαίνει στη σκαλωσιά. ΑΛΙΝΑ: [Προσπαθώντας να δει καθαρά.] Κρατά και το στεφάνι. Ω, Θεέ μου. Ελπίζω να προσέξει! ΡΑΓΚΝΑΡ: [Κοιτάζει, σαν να μην το πιστεύει.] Μα νομίζω πως είναι οΧΙΛΝΤΑ: [Πανηγυρίζοντας.] Είναι ο ίδιος ο Αρχιμάστορας! ΑΛΙΝΑ: [Με τρόμο.] Είναι ο Χάλβαρντ! Χριστέ μου! Ο Χάλβαρντ! [Φωνάζει.] Χάλβαρντ! ΧΕΡΝΤΑΛ: Σιωπή! Μην του φωνάζετε! [Ενώ όλοι κοιτούν απέναντι, το κοινό βλέπει ξανά την εικόνα του αρχικού εφιάλτη: τον Σόλνες να «ανεβαίνει» και τελικά να πλησιάζει τη δοκό, στην κορυφή ενός πύργου.] ΑΛΙΝΑ: [Σε πανικό.] Πρέπει να πάω κοντά του! Πρέπει να τον κάνω να κατέβει! [Κάνει να φύγει και ο γιατρός την κρατάει.] ΧΕΡΝΤΑΛ: Μην κινείσαι! Μην κινηθεί κανείς! Ούτε ήχο να μη βγάλετε! ΧΙΛΝΤΑ: [Ακίνητη, κοιτάζοντας μπροστά.] Ανεβαίνει και ανεβαίνει… Όλο και πιο ψηλά! Ψηλά, ψηλά! Δείτε! Δείτε! ΡΑΓΚΝΑΡ: [Με κομμένη ανάσα.] Πρέπει να γυρίσει πίσω. Δεν μπορεί να τα καταφέρει. ΧΙΛΝΤΑ: Ανεβαίνει, συνέχεια ανεβαίνει! Σε λίγο φτάνει στην κορυφή! ΑΛΙΝΑ: Θα πεθάνω απ’ τον τρόμο μου. Δεν αντέχω να κοιτάζω. ΧΕΡΝΤΑΛ: Μην τον κοιτάζεις, τότε. ΧΙΛΝΤΑ: Να τον! Στέκεται στην πιο ψηλή δοκό! Είναι στην κορυφή! ΧΕΡΝΤΑΛ: Κανείς να μην κινηθεί. Με ακούσατε; ΧΙΛΝΤΑ: [Θριαμβολογεί.] Επιτέλους! Επιτέλους! Να’ τος πάλι θεόρατος κι ελεύθερος! ΡΑΓΚΝΑΡ: [Ξέπνοα.] Μα αυτό είναι αδύνατονΧΙΛΝΤΑ: Ναι, κατάφερε το αδύνατο! Έτσι τον φανταζόμουν δέκα χρόνια τώρα. Κοιτάξτε με τι σιγουριά στέκεται! Πόσο τρομαχτικά συναρπαστικό! Κοιτάξτε τον! Τώρα κρεμάει το στεφάνι γύρω από τον ανεμοδείκτη!

98


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΡΑΓΚΝΑΡ: Αυτό που βλέπω είναι… πέρα από το ανθρώπινο… ΧΙΛΝΤΑ: [Με απροσδιόριστη έκφραση.] Βλέπετε και κάποιον άλλον εκεί μαζί του; ΡΑΓΚΝΑΡ: Όχι, κανέναν! ΧΙΛΝΤΑ: Κι όμως, παλεύει με κάποιον. ΡΑΓΚΝΑΡ: Κάνεις λάθος. ΧΙΛΝΤΑ: Δεν ακούει κανείς σας ένα τραγούδι; ΡΑΓΚΝΑΡ: [Ακούει.] Είναι το θρόισμα του αέρα στις φυλλωσιές. ΧΙΛΝΤΑ: Όχι, είναι ένα τραγούδι – ένα δυνατό τραγούδι! [Με ενθουσιασμό.] Κοιτάξτε! Μας κουνάει το καπέλο του! Μας χαιρετάει! Ελάτε! Ας τον χαιρετήσουμε κι εμείς. [Παίρνει το σάλι της Κας Σόλνες και το κουνάει.] Ζήτω ο Αρχιμάστορας Σόλνες! ΧΕΡΝΤΑΛ: [Θυμωμένα.] Σταματήστε! Σταματήστε αμέσως! [Ο Μπρόβικ και η Κάγια βγάζουν ήρεμα τα άσπρα μαντήλια τους και τα κουνούν. Ο γιατρός τούς βλέπει.] ΧΕΡΝΤΑΛ: Τι κάνετε; Θα τον σκοτώσετε! Σταματήστε! [Ο Ράγκναρ βγάζει το άσπρο μαντήλι του και το κουνά κι αυτός έντονα.] ΧΕΡΝΤΑΛ: Ράγκναρ! Δε βλέπετε; Είναι επικίνδυνο! Σταματήστε… [Η Κα Σόλνες σωριάζεται στον πάγκο. Ο γιατρός πηγαίνει κοντά της. Κοιτάζει μπροστά της σαν χαμένη και ψιθυρίζει κάποιες λέξεις. Από μακριά ακούγονται ζητωκραυγές. Ξαφνικά η κα Σόλνες ουρλιάζει. Η εικόνα του Σόλνες στην άκρη της δοκού. Ανοίγει τα χέρια του, έτοιμος να πέσει. Όλοι φωνάζουν.] ΟΛΟΙ: Θα πέσει! Θα πέσει! [Η εικόνα «σβήνει». Ουρλιαχτά. Όλοι αποστρέφουν ταυτόχρονα το βλέμμα. Η Κα Σόλνες καταρρέει. Μόνο η Χίλντα κοιτάζει ακόμα μπροστά.] ΧΙΛΝΤΑ: Ο δικός μου Αρχιμάστορας!

99


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΡΑΓΚΝΑΡ: [Τρέμοντας.] Πρέπει να διαλύθηκε σε χίλια κομμάτια. [Ο γιατρός κρατά το χέρι της Κας Σόλνες που συνέρχεται αργά. Κάτι του ψιθυρίζει*. Την αφήνει προσεκτικά και προχωρά προς τον κήπο.] ΧΕΡΝΤΑΛ: Ράγκναρ, ελάτε μαζί μου. ΡΑΓΚΝΑΡ: Δεν μπορώ να κάνω βήμα. ΧΕΡΝΤΑΛ: Το περίμενα. [Φεύγει βιαστικά προς τον πύργο.] [Σιωπή. Η Κα Σόλνες σηκώνεται αργά. ] ΡΑΓΚΝΑΡ: [Φωνάζει απέναντι.] Πώς είναι; Είναι ζωντανός; [Σιωπή. Όλοι περιμένουν την απάντηση σε ένταση.] ΦΩΝΗ ΓΙΑΤΡΟΥ ΧΕΡΝΤΑΛ: Ο Αρχιμάστορας Σόλνες είναι νεκρός! [Ο Κνουτ Μπρόβικ και η Κάγια Φόσλι φεύγουν αργά. Η Κα Σόλνες στέκεται εντελώς ακίνητη με το βλέμμα μπροστά.] ΧΙΛΝΤΑ: [Ήρεμα, στον Ράγκναρ.] Τι περίεργο. Δεν τον βλέπω πια εκεί ψηλά. ΡΑΓΚΝΑΡ: Είναι τρομερό. Τελικά δεν τα κατάφερε. Νικήθηκε. ΧΙΛΝΤΑ: Κι όμως… Ανέβηκε ως την κορυφή. Και άκουσα πάλι μουσική. Τη μουσική του αέρα. [Κοιτάζει μπροστά. Ένας πνιχτός, θολωμένος θρίαμβος.] Ο δικός μου! Ο δικός μου Αρχιμάστορας!

*

Σημειώσεις για τους ηθοποιούς - Ο Ράγκναρ ψιθυρίζει στην Κάγια: «Να πάρεις τα σχέδιά μου μαζί σου». - Διάλογος γιατρού Χέρνταλ και Ράγκναρ στη βεράντα: ΧΕΡΝΤΑΛ: Γιατί στέκεστε εδώ; ΡΑΓΚΝΑΡ: Ο Σόλνες φταίει. Ο πατέρας μου αρρώστησε. Θέλω να τον δω. ΧΕΡΝΤΑΛ: Αύριο καλύτερα. Ακούστε με. - Tvertimot. Νορβηγικά: «Αντιθέτως». [Σ.τ.Μ: Αυτή ήταν η τελευταία φράση του Ίψεν προτού πεθάνει, όταν η νοσοκόμα του παρατήρησε: «Απόψε δείχνετε καλύτερα από ποτέ».] - Η Κα Σόλνες ψιθυρίζει στον γιατρό: «Πηγαίνετε κοντά του».

100


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

τέλος

101


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

HENRIK JOHAN IBSEN [1828-1906] Η ζωή και το έργο του 102


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

Ο Χένρικ Ίψεν είναι κορυφαίος θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, και δημιουργός του μοντέρνου ρεαλιστικού θεάτρου. Μετά τον Σαίξπηρ, θεωρείται ως ο δεύτερος πιο επιδραστικός θεατρικός συγγραφέας και ποιητής του 19ου αιώνα. Ο Ίψεν γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου 1828, στο Σίεν, πολίχνη της Νορβηγίας. Ήταν το δεύτερο παιδί του Κνουντ Ίψεν, εύπορου εμπόρου και της Μάρισεν Άλτενμπουργκ. Όταν ο πατέρας του χρεοκόπησε και εθίστηκε στον αλκοολισμό (1834), η οικογένεια Ίψεν αναγκάστηκε να μετοικήσει σε μια ερημική φάρμα, στο Βένστεπ. Όλη η παιδική ηλικία του Ίψεν ήταν στιγματισμένη από την αποτυχία και τη μελαγχολία, κάτι που αντικατοπτρίζεται και στο έργο του. Σε πολλούς ήρωες των έργων του έδωσε ονόματα και χαρακτηριστικά μελών της οικογένειάς του και γνώριμών του. Στα δεκάξι του χρόνια (1844), αφού αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο, ο έφηβος Ίψεν δούλεψε μαθητευόμενος σε ένα φαρμακείο στο Γκρίμσταντ. Προτού γίνει 18 ετών, μια υπηρέτρια στο σπίτι που έμενε απέκτησε ένα νόθο γιο από αυτόν, τον οποίο και συντηρούσε κρυφά επί 14 χρόνια. Τότε, ήταν που συνειδητοποίησε την κλίση του στη συγγραφή και επιδόθηκε συστηματικά σε αυτήν. Το πρώτο του έμμετρο δράμα ήταν O Κατιλίνας (1848), εμπνευσμένο από τους αγώνες ανεξαρτησίας που μαίνονταν στην Ευρώπη, στα μέσα του 19ου αιώνα. Ύστερα από δύο χρόνια (1850), εγκαταστάθηκε οριστικά στη Χριστιανία (σημερινό Όσλο), όπου συνέχισε να διάγει στερημένη ζωή. Στις εξετάσεις του στο Πανεπιστήμιο δεν είχε απόλυτη επιτυχία (απέτυχε στην αριθμητική, στα Ελληνικά και τα προφορικά Λατινικά) κι έτσι, τελικά, δεν ενεγράφη. Εγκαταλείποντας το όνειρο για σπουδές, συμμετείχε στην έκδοση ενός περιοδικού και παρουσίασε, ανεπιτυχώς πάλι, το δεύτερο έμμετρο έργο του, Ο τάφος του πολεμιστή, το ίδιο έτος. Το 1851, του προσφέρθηκε μια θέση, αρχικά ως «δραματουργού», στο νεοϊδρυθέν νορβηγικό θέατρο του Μπέργκεν, όπου συμμετείχε και στη σκηνοθεσία, για πέντε συναπτά έτη. Κατά το διάστημα αυτό, αναμίχθηκε ποικιλοτρόπως στην παραγωγή περίπου 145 έργων, ενώ ανέβηκαν 5 δικά του, τα οποία δεν έτυχαν αναγνώρισης, αλλά καθιέρωσαν τον Ίψεν ως θεατρικό συγγραφέα στη συνείδηση του κοινού και των κριτικών. Το 1856, αρραβωνιάστηκε τη Σουζάνα Τούρεσεν, με την οποία παντρεύτηκαν, το 1858, και απέκτησαν το μοναδικό τους παιδί, τον Σίγκουρντ, ένα χρόνο αργότερα. Τον Σεπτέμβριο του 1857, ο Ίψεν επέστρεψε στη Χριστιανία και ανέλαβε καλλιτεχνικός διευθυντής του εκεί νορβηγικού θεάτρου το οποίο δε βρισκόταν σε καθόλου καλή οικονομική κατάσταση. Η πτώχευση του θεάτρου, επί

103


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

της διευθύνσεώς του, και άλλες απογοητεύσεις –συνεχώς αυξανόμενα χρέη, κρίσεις μελαγχολίας, εχθρότητα του κοινού- τον οδήγησαν στο χείλος της απόγνωσης. Ωστόσο, τα τρία έργα που εμπνεύστηκε στη Χριστιανία, μεταξύ 1857 και 1864 - Τα παλικάρια του Χέλγκελαντ, Η κωμωδία του έρωτα και Οι μνηστήρες του θρόνου (το πρώτο μεγάλο ποιητικό του δράμα που γνώρισε επιτυχία) βρίσκονταν σε πολύ υψηλότερο επίπεδο από όλα τα έργα που είχε γράψει μέχρι τότε· Τα επόμενα 27 χρόνια τα έζησε στο εξωτερικό, κυρίως στη Ρώμη, στη Δρέσδη και στο Μόναχο και μόνο δύο φορές επέστρεψε στη Νορβηγία στο διάστημα αυτό, το 1874 και το 1885. Στο κατοπινό χρονικό διάστημα, σημειώθηκε μια βαθιά τομή στη σταδιοδρομία του. Το 1865, έγραψε τον Μπραντ, έμμετρο έργο, με την πρόθεση ν’ αναγιγνώσκεται κι όχι να παίζεται, που αποτέλεσε μεγάλη εκδοτική επιτυχία και απογείωσε τη φήμη του. Το 1867, γράφει τον Πέερ Γκυντ (παίζεται για πρώτη φορά το 1876). Και τα δύο έργα του αυτά είναι, κατά κάποιον τρόπο, έργα πολεμικής κατά του περιορισμένου ορίζοντα –όπως πίστευε ο Ίψεν- της νορβηγικής ζωής και του εφησυχασμού του νορβηγικού χαρακτήρα. Αφού έμεινε τέσσερα χρόνια στη Ρώμη, το 1868 αποφάσισε να εγκατασταθεί στη Δρέσδη, έως το 1875. Ολοκλήρωσε τον Σύνδεσμο των νέων, κωμωδία σε πεζό, που ανέβηκε στο θέατρο της Χριστιανίας, στις 18 Οκτωβρίου. Το έργο προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών και ενθουσιασμού, ενώ ο Ίψεν είχε αναγνωριστεί πλέον ως σπουδαίος καλλιτέχνης. Μετά τη δημοσίευση των Ποιημάτων του (1871), προχώρησε στην ολοκλήρωση του τεράστιου «διπλού του δράματος σε 10 πράξεις, τον Αυτοκράτορα και τον Γαλιλαίο που δημοσιεύτηκε το 1873 και ανεβάστηκε για πρώτη φορά το 1896. Το έργο αυτό βασιζόταν στη ζωή και στη δράση του Ιουλιανού του Παραβάτη και, παρά το γεγονός ότι θεωρείται από τα πιο αδύναμα του Ίψεν, ο ίδιος πίστευε ότι ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμά του. Εν τω μεταξύ, η φήμη του απλωνόταν στη Γερμανία και στην Αγγλία. Το 1876, παρουσιάστηκε ο Πέερ Γκυντ, σε 37 συνεχείς παραστάσεις, στο θέατρο της Χριστιανίας, προκαλώντας τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις του κοινού. Το 1877, ανέβηκε το έργο Τα στηρίγματα της κοινωνίας, με το οποίο ο Ίψεν στράφηκε στο κοινωνικό δράμα. Με τη συνεχή παρουσίαση του έργου στη Γερμανία, ο συγγραφέας κατέκτησε την Ευρώπη. Ακολούθησε το 1879, το Σπίτι της κούκλας, κοινωνικό δράμα που προκαλεί σκάνδαλο στην Ευρώπη. Στο έργο αυτό, ο Ίψεν μιλάει αποκαλυπτικά για την απώλεια της ελευθερίας του ατόμου, εξαιτίας των κοινωνικών συμβάσεων.

104


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

105


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

Το 1881, έγραψε τους Βρικόλακες, που κατά τα λεγόμενα του δημιουργού του θεωρούνταν πιο «ακραίο» έργο από τα δύο προηγούμενά του. Οι Βρικόλακες συνδέθηκαν, επίσης, με τη γέννηση του «ανεξάρτητου θεάτρου» στην Ευρώπη. Η Ελεύθερη Σκηνή (Freie Bühne) στο Βερολίνο (1889), το Ελεύθερο Θέατρο (Théâtre Libre) του Παρισιού (1887), και το Ανεξάρτητο Θέατρο (Independent Theatre) του Λονδίνου (1891) επέλεξαν τους Βρικόλακες ως εναρκτήριο έργο τους. Στο έργο αυτό, το πρόβλημα του συγγενούς αφροδίσιου νοσήματος γίνεται σύμβολο των ηθικών ασθενειών οι οποίες κληροδοτούνται από το παρελθόν και σκοτώνουν τους ζωντανούς. Το 1882, παρέδωσε το τελευταίο του κοινωνικό δράμα, Ένας εχθρός του λαού, θέτοντας απροκάλυπτα το πρόβλημα του ατόμου στην κοινωνία, τον φόβο του για την αλήθεια, τη μοναξιά του στον κόσμο, επιπλέον, το 1884, την Αγριόπαπια, ένα έργο βαθύτατα συμβολιστικό, στο οποίο ο θεατής τίθεται μπροστά στο πεπρωμένο των ηρώων του και το 1886, τον Ρόσμερσχολμ, με το οποίο επιχειρεί ένα είδος σπουδής των ψυχών, χρησιμοποιώντας έναν έντονα ποιητικό λόγο. Πριν από την επιστροφή του Ίψεν στη Νορβηγία (1891), παρατηρείται μετάθεση του κέντρου βάρους των τελευταίων έργων του. Από την Κυρά της θάλασσας (1888), την Έντα Γκάμπλερ (1890), τον Αρχιμάστορα Σόλνες (1892), τον Μικρό Εγιόλφ (1894) και τον Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν (1896), συναντούμε στροφή από έναν κοινωνικό, μοραλιστικό ή επικεντρωμένο σε προβλήματα δραματικό τρόπο γραφής σε έναν τρόπο με περισσότερα ψυχολογικά στοιχεία και με περισσότερους συμβολισμούς ή οραματισμούς. Τέλος, το Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί (1899) ενσαρκώνει στο πρόσωπο του Ρούμπεκ μια τελεσίδικη και ανηλεή αυτοανάλυση, με την οποία έκλεισε ο κύκλος της δημιουργικής ζωής του μεγάλου Νορβηγού. Δύο εγκεφαλικά επεισόδια το 1900 και το 1901, τον άφησαν σχεδόν παράλυτο. Πέθανε στις 23 Μαΐου, στη Χριστιανία, σε ηλικία 78 χρονών. Ο οβελίσκος στον τάφο του συμβολίζει την ασυμβίβαστη και μονήρη προσωπικότητά του. Πάνω του, είναι σκαλισμένη μία σκαπάνη να συμβολίζει τον άνθρωπο που έσκαψε βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή. Ο Χένρικ Ίψεν χαρακτηρίστηκε, προπάντων, ως «ο ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής» που διείσδυσε στα βάθη της, αναζητώντας την αλήθεια. Επειδή, όμως, η αλήθεια δεν κρύβεται μόνο στις συνειδητές πράξεις ενός χαρακτήρα αλλά και σε ό,τι κρύβεται στο ασυνείδητό του, που συχνά τον οδηγεί να συμπεριφερθεί ακόμη και παράλογα, ο Νορβηγός δραματουργός «ψυχανέλυσε» τους ήρωες των έργων του, μελετώντας τις εσωτερικές τους συγκρούσεις, τις σκοτεινές τους σκέψεις, το στοιχειωμένο παρελθόν τους.

106


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

Δεν είναι τυχαίο το ότι ο Σίγκμουντ Φρόυντ συμπεριέλαβε ιψενικά πρόσωπα στη μελέτη του Χαρακτήρες – Τύποι. Μία σπουδαία καινοτομία του Ίψεν, ιδιαίτερα την εποχή της μεγάλης ακμής του, υπήρξε ότι άνοιξε μια «καινούρια αυλαία» στην παγκόσμια σκηνή. Ήταν, βασικά, ο πρώτος που μετέφερε το δράμα από τα ανάκτορα και τα σκοτεινά παρασκήνια μεγάρων στην καθημερινή ζωή, στην αστική κοινωνία, στο σπουδαστήριο και στην κρεβατοκάμαρα. Οι ήρωές του δεν είναι βασιλείς και πρίγκιπες αλλά απλοί επαγγελματίες, γιατροί, οικοδέσποινες, γλύπτες. Όπως ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης, έθεσε τους θεατές του ενώπιον καίριων ηθικών και ψυχολογικών προβλημάτων, όπως αν το άτομο πρέπει να θυσιάζεται σε κοινωνικές και επαγγελματικές σκοπιμότητες, αν αξίζει να συνεχίζεται ένας αποτυχημένος γάμος κ.ο.κ. Ο Ίψεν, που γεννήθηκε το 1828, έζησε τον απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης και ιδιαίτερα επηρεάστηκε από τον Δανό φιλόσοφο Σαίρεν Κίρκεγκωρντ. Αργότερα, υπό την επήρεια φιλοσόφων της εποχής του, όπως του Σοπενχάουερ, του Χέγκελ και εξαιτίας της απέχθειάς του προς τον γερμανικό μιλιταρισμό, έκανε την αναρχική δήλωση «Το κράτος είναι η κατάρα του ανθρώπου» που, ασφαλώς, δεν την εγκολπώθηκε. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι μπόρεσε να μεταφέρει στο θέατρο, με την αμεσότητα που τον χαρακτηρίζει, όχι μόνο τις δικές του εμπειρίες αλλά και τα νέα κοινωνικά ρεύματα, που είχαν αρχίσει να αναταράσσουν τα τέλματα αιώνων συντηρητισμού και ανθρώπινης καταπίεσης και να ανοίγουν κανάλια για να απλωθούν στον κόσμο. Ιδιαίτερα, τα έργα του Κουκλόσπιτο και Έντα Γκάμπλερ έγιναν σύμβολο και τρόπαιο του φεμινιστικού κινήματος σε πολλές χώρες. Μεγάλη, επίσης, ήταν η προσφορά του Ίψεν και στον χώρο της τεχνικής, διότι απάλλαξε το θέατρο από «φτιαχτές» σκηνές, γαρνιρισμένες με αίμα και δάκρυα, φόνους και αντεκδικήσεις και καταξίωσε τη διαλογική συζήτηση, τον λόγο και τον αντίλογο, μόνιμα χαρακτηριστικά της θεατρικής σκηνής. Και στο σημείο τούτο δεν μπορεί κανείς να μην τον παρομοιάσει με «Σωκράτη του θεάτρου», όχι μόνο γιατί, όπως ο Αθηναίος φιλόσοφος αναζητούσε το «γνώθι σαυτόν» - την αλήθεια γενικότερα, οσοδήποτε πικρόχολη κι αν ήταν, αλλά και γιατί την «εξεμαίευε» με ιψενική «ειρωνεία». Η περίτεχνη πλοκή της υπόθεσης του έργου του Ίψεν οδηγεί στην εκπλήρωση του πεπρωμένου του ήρωα/ ηρωίδας, που είναι πάντα δραματική. Στην εποχή του και λίγο αργότερα, πολλοί καταλόγιζαν στον Νορβηγό δραματουργό υπερβολική απαισιοδοξία αλλά ποιος είναι σε θέση να κατακρίνει έναν Ευριπίδη ή έναν Σαίξπηρ για την τραγική πτώση των ηρώων τους που διέπραξαν «ύβρη»;

107


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

Στη χορεία των μεγάλων κλασικών ποιητών (του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, του Σαίξπηρ και του Μολιέρου) ανήκει, λοιπόν, ο Ίψεν που, αν και εγκατέλειψε νωρίς τον έμμετρο λόγο στις θεατρικές του δημιουργίες, δεν έπαψε ποτέ να είναι ποιητής. Το τόνισε και ο ίδιος, μιλώντας στην 70η επέτειο των γενεθλίων του, στη Φεμινιστική Οργάνωση Νορβηγίας: «Είμαι περισσότερο ποιητής και λιγότερο κοινωνικός φιλόσοφος, όπως έχουν την τάση να με θεωρούν οι περισσότεροι». Η ποίηση διαποτίζει όλα τα πεζά θεατρικά του έργα και θεωρείται αφετηρία της Poesie De Theatre, που τις αρχές της διακήρυξε το 1922, ο Ζαν Κοκτό. Όπως έγραψε ο έγκριτος βιογράφος του, Χάλντβαμ Κοχτ: «Πολλοί προσπάθησαν να παρουσιάσουν τον Ίψεν μόνο ως στοχαστή, φιλόσοφο, κοινωνικό μεταρρυθμιστή. Ο ίδιος είχε πλήρη επίγνωση ότι η ιδιοφυία του ήταν το χάρισμα του δημιουργικού καλλιτέχνη. Σ΄ ένα νεαρό που ονειρευόταν να γίνει ποιητής, ο Ίψεν παρατήρησε: «Για να είσαι ποιητής, πρέπει να ξέρεις να βλέπεις». Κι εκείνος είχε τη μοναδική ενόραση να βλέπει πέρα από τα φαινόμενα και να τα εκφράζει διαμέσου λέξεων και συμβόλων, περίτεχνα υφασμένων μεταξύ τους, ώστε να συνιστούν ποίηση.1

Henrik Ibsen: The Making of A Dramatist (1828–1864), Michael Meyer, Hart-Davis, 1967 Henrik Ibsen: A New Biography, Robert Ferguson, Richard Cohen Books, 1996 Η Πεμπτουσία του Ιψενισμού, George B. Shaw, μτφρ. Γ. Χριστογιάννης, Δωδώνη, 1993 The Letters of Henrik Ibsen, Mary Morrison, Hodder & Stoughton, 1905 Αφιέρωμα στον Χ. Ίψεν: Η ζωή & το έργο του, Μ. Μελμπεργκ, περ. Διαβάζω, τ.181, 24.11.1987 The Life of Ibsen Volume I, Halvdan Koht, W.W. Norton & Company, 1931 Ο Ντοστογιέφσκι και η Πατροκτονία, Σιγκμουντ Φρόυντ, Πατάκης, 2014. Henrik Ibsen, εγκ. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 26

108


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΩΔΉ ΣΤΟΝ ΘΆΝΑΤΟ ΤΟΥ IBSEN …Σαν τα ρουμάνια της πατρίδας σου είσαι πυκνός, αδρύς, πράσινος, μαύρος, όλος. Την ορμή και τη δύναμη σου δώκαν, που σκάφτει και κατάβαθα τραβάει και τρώει, οι φιόρδες. […] Τα έργα σου σαν πέτρες είναι, πέφτουν, χτυπάν, σεισμός, ραΐζουν, απ’ το χάσμα που ανοίγει, βγαίνουν άντρες οργοτόμοι και οι Στόκμανοι και οι Μπράντηδες και οι Σόλνες και οι Παραβάτες. Το χάσμα που άνοιξε ο σεισμός το στρώνουν θανατερής μοσκοβολιάς λουλούδια, θυγατέρες σου αμίλητες, γυναίκες της αρρώστιας, της αμαρτίας, της μπόρας ξωθιές και σφίγγες. Και νά η Θαλασσινή και νά η Ρεβέκκα κι η ξέχωρη αντρογύναικα Έντα Γκάμπλερ, κι ύστερα εσείς, Σολβέγιες, Αυρηλίες, αγνές, του ανθρώπου θείες ξαναγεννήτρες, με την αγάπη… 3 του Θεριστή 1906 Κωστης Παλαμας

109


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

ΟΙ ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΙΨΕΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Το δραματουργικό έργο του Χένρικ Ίψεν γνώρισε μεγάλο ενδιαφέρον στην Ελλάδα, όπως αποδεικνύεται από την αδιάλειπτη παρουσία του στο ελληνικό θέατρο, εδώ και 125 χρόνια. Αυτήν τη χρονική περίοδο, έχουν συνολικά ανέβει περί τις 250 παραστάσεις με έργα του Νορβηγού δραματουργού, με μερικούς από τους πιο αξιόλογους σκηνοθέτες και ηθοποιούς μας, σε διάφορες πόλεις της χώρας και της διασποράς. Πολλές, επίσης, υπήρξαν οι μεταφράσεις, οι μελέτες, οι ραδιοφωνικές εκπομπές που αφορούσαν τα έργα του. Η πορεία του Ίψεν στην Ελλάδα, έως την απόλυτη αναγνώριση, πέρασε πολλά στάδια. Όταν πρωτοπαρουσιάστηκε το 1894 στην Ελλάδα (Βρικόλακες, θίασος Ευτύχιου Βονασέρα), σκανδάλισε κοινό και κριτικούς με τα «απρεπή» κοινωνικά ήθη που κόμιζε στα έργα του τα οποία προσέλκυαν, εντούτοις, την περιέργεια όλων και πυροδοτούσαν διαμάχες και ενδιαφέρουσες συζητήσεις (οι διανοούμενοι της εποχής είχαν τότε χωριστεί σε «ιψενομάχους» και «ιψενολάτρες»). Αρχικά, τα έργα του μεγάλου Νορβηγού έγιναν γνωστά με τους θιάσους του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου και του Θωμά Οικονόμου (1894-1910) και καθιερώθηκαν με τις στομφώδεις ερμηνείες της Κυβέλης και της Μαρίκας Κοτοπούλη (1911-1927). Μετέπειτα, στο νεοσυσταθέν Εθνικό Θέατρο, με σκηνοθέτες τον Φώτο Πολίτη και τον Δημήτρη Ροντήρη (1933-1935), ανέβηκαν έργα του Ίψεν, με σπουδαίους θιάσους ηθοποιών και για πρώτη φορά αναδείχτηκε η ποιητική πλευρά του, καθώς μέχρι τότε θεωρούνταν αμιγώς κοινωνικός συγγραφέας. Την οριστική αλλαγή της αντίληψης για το έργο του Ίψεν στη χώρα μας πέτυχε ο μεγάλος δάσκαλος Κάρολος Κουν (1939-1949). Ο Κουν τόσο στις συνεργασίες του με την Κατερίνα Ανδρεάδη, κυρίως όμως στο Θέατρο Τέχνης, αντιμετώπιζε τα έργα του Ίψεν ως ψυχολογικά δράματα, υπερτονίζοντας το δραματικό στοιχείο και δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα μυσταγωγίας. Στο Θέατρο Τέχνης, όπου ανέβηκε η ιστορική Αγριόπαπια (1942) και άλλα έργα του Ίψεν, δεν υπήρχαν σόλο ερμηνείες και δευτερεύοντες ρόλοι, παρά ένα συντονισμένο θέατρο συνόλου που υπηρετούσε το όραμα ενός ανυπέρβλητου σκηνοθέτη., Μετεμφυλιακά (1950-1965), ο Χ. Ίψεν αναγνωρίστηκε, πλέον, ως κλασικός και συμπεριλήφθηκε σταθερά στο ρεπερτόριο της κρατικής σκηνής. Αξιομνημόνευτη ήταν η επανεμφάνιση του ζεύγους Μινωτή-Παξινού με τους 110


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

Κατινα Παξινου, Ελενη Χατζηαργυρη, Αλεξης Μινωτης, Εθνικό Θέατρο, 1965

Βρικόλακες, το 1950, στο Εθνικό και ακολούθως. Το διάσημο ζευγάρι πέτυχε μια λιτή «εσωτερική» υποκριτική ερμηνεία, απαλλαγμένη από τους εντυπωσιασμούς του παρελθόντος. Ο Μινωτής διάβαζε, όπως ο Φ. Πολίτης παλαιότερα, τα έργα του Ίψεν ως σύγχρονες τραγωδίες, προτάσσοντας την τραγική φύση των ηρώων και απογυμνώνοντας τα πρόσωπα από τα ψυχολογικά ψιμύθια και τους παρωχημένους κοινωνικούς προβληματισμούς. [Σημειωτεόν, στην παράσταση των Βρικολάκων του 1965, τον ρόλο του Όσβαλντ ερμήνευσε, εκ περιτροπής με τον Αλέξη Μινωτή, ο δικός μας Κώστας Καστανάς, για τον οποίο προέβλεψε ο Μ. Πλωρίτης μια γόνιμη σταδιοδρομία βασισμένος στην άρτια ερμηνεία του.] Κατά τη δεκαετία του ’60, η ανανέωση των έργων του Ίψεν θα εκφραζόταν επιτυχώς από τον Μίνωα Βολανάκη, καλλιτεχνικό διευθυντή του ΚΘΒΕ, σύμφωνα με τις ριζοσπαστικές απόψεις του οποίου ο συγγραφέας έπρεπε να γλιτώσει τον Ίψεν από τον ιψενισμό. Και πράγματι, ο Βολανάκης πέτυχε τους υψηλούς στόχους του με το ένας Εχθρός του λαού (1965) που χαρακτηρίστηκε ως δραματική κωμωδία, επίκαιρο έργο με ανώνυμους ήρωες, σε άχρονους χώρους. Πρωτοπόρα στάθηκε και η προσέγγιση του Αλέξη Σολομού (1967) ο οποίος οραματίστηκε τον Πέερ Γκυντ ως πρόδρομο έργο του παραλόγου. Στη συνέχεια, οι δύο αυτοί αξιόλογοι σκηνοθέτες θα γνώρισαν μεγάλη απήχηση στο φιλοθεάμον κοινό, ο Μ. Βολανάκης, σκηνοθετώντας 111


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν, Φ. Κομνηνου, Γ. Μοσχιδης, Κ. Μαραγκου, Γ. Μιχαλακοπουλος Θέατρο Άλμα, 2007

την Έντα Γκάμπλερ, με τον θίασο της Τζένης Καρέζη-Κώστα Καζάκου και ο Αλ. Σολομός στον Αρχιμάστορα Σόλνες, με τον θίασο του Δ. Χόρν. Αξιοσημείωτη είναι η περίοδος Ιψενομανίας (1985-2000) που, καταρχήν, επηρεάστηκε καταλυτικά από τη λιτή παράσταση του Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν, σε σκηνοθεσία Ίγκμαρ Μπέργκμαν. Επιπλέον, τα επιχορηγούμενα από το κράτος εναλλακτικά σχήματα προέβησαν, τότε, σε ενδιαφέρουσες προτάσεις ανάγνωσης του Ίψεν. Από τον Καλλιτεχνικό Οργανισμό «Φάσμα» του Αντώνη Αντύπα παρουσιάστηκε ο μεταφυσικός Ρόσμερσχολμ (1991) και ο Μικρός Εγιόλφ και από τον Θεατρικό Οργανισμό «Μορφές» η Αγριόπαπια (1994) σε σκηνοθεσία Τάσου Μπάντη, με τους Δ. Καταλειφό – Αρ. Λεμπεσόπουλο – Ρ. Οικονομίδου – Γ. Μοσχίδη κ.α., πετυχαίνοντας ένα εύφορο παραστασιακό αποτέλεσμα, με λεπτό χιούμορ και εξαιρετικές ερμηνείες. Το ίδιο έτος, ανέβηκαν άλλα δύο υψηλά καλλιτεχνικά επιτεύγματα, το ένα από το Θέατρο του Νότου, μια σκοτεινή εξπρεσιονιστική Έντα Γκάμπλερ του Γιώργου Χουβαρδά και το άλλο, η Κυρία από τη θάλασσα, σε σκηνοθεσία Μ. Βολανάκη, με τους Μπ. Αρβανίτη – Γ. Βόγλη – Σ. Πέππα – Χρ. Σπηλιώτη, που είχε τεράστια εμπορική επιτυχία, για τη Θεατρική Εταιρεία «Πράξη». Πάμπολλες, ακόμα, απόπειρες ανανέωσης στην προσέγγιση του ιψενικού έργου επιχειρήθηκαν από σπουδαίες θεατρικές σκηνές, όπως αυτές του Θεάτρου των Εξαρχείων, της Κατερίνας Μαραγκού κ.ά. 112


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

Και καταλήγουμε στην τελευταία δεκαετία, με τον θεατρικό χάρτη να έχει αλλάξει κατά πολύ, όπου παρατηρούμε να παραμένει άσβεστο το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών για τη δραματουργία του Ίψεν. Η πιο επιτυχημένη εμπορικά παράσταση, στα χρόνια που αναφέρουμε, υπήρξε ο Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν, σε σκηνοθεσία Γ. Μιχαλακόπουλου, στο θέατρο Άλμα (2007 – 2009). Στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών (2010) παρουσιάζεται το ίδιο έργο, υπό την ανατρεπτική σκηνοθετική ματιά του Τόμας Όστεμάγερ, με τον περιοδεύοντα βερολινέζικο θίασο Σαουμπίνε και αποσπά διθυράμβους κριτικής. Αξιοσημείωτο είναι και το ανέβασμα για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το 2012, του τελευταίου θεατρικού έργου του Χ. Ίψεν Το ξύπνημα των νεκρών από τη Ρούλα Πατεράκη, στο Από Μηχανής Θέατρο. Επίσης, καλλιτεχνική και εμπορική απήχηση έχει το 2016, στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων το Κουκλόσπιτο, σε σκηνοθεσία Γ. Σκευά, με την εκπληκτική ερμηνεία της Αμαλίας Μουτούση. Η τελευταία προσεγμένη παράσταση (2017) ήταν αυτή της Αγριόπαπιας, στο θέατρο Πορεία που, όπως και η προηγούμενη, απέσπασε βραβεία, θερμές κριτικές και εμπορική επιτυχία, ενώ πέρσι απολαύσαμε τον Πέερ Γκυντ του Δημήτρη Λιγνάδη στο Εθνικό Θέατρο και τους Βρικόλακες, στο Θέατρο Τέχνης, με τη Ρένη Πιττακή. Εν κατακλείδι, μέσα από αυτήν τη διαδρομή της συνεχούς παρουσίας του μεγάλου Νορβηγού στην ελληνική θεατρική σκηνή ουσιαστικά καθρεφτίζεται και η νεότερη ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Η σκηνική ανάγνωση του Ίψεν είναι ο κοινός τόπος συνάντησης των λαμπρότερων δημιουργών του θεάτρου μας αλλά και της κυριαρχίας του βεντετισμού, των παθογενειών των ελληνικών θιάσων, της ελλιπούς υποστήριξης από την πολιτεία στην ανάπτυξη του θεάτρου, τον υπέρμετρο εγωισμό και τις αντιπαλότητες των ανθρώπων της θεατρικής κοινότητας και της αντίστασης στις ανανεωτικές ιδέες. Ο Χένρικ Ίψεν, εκτός από πολυαγαπημένος - πολυπαιγμένος συγγραφέας, υπήρξε και «όμηρος» των συνθηκών που μπορούσε να του προσφέρει η ελληνική θεατρική σκηνή, και θα παραμένει για πολλές δεκαετίες ακόμη… Προσαρμοσμένο κείμενο πάνω στη μελέτη του Γιάννη Μόσχου, «Ο Ερρίκος Ίψεν στην ελληνική σκηνή»

113


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

Laurence Olivier (Χάλβαρντ Σόλνες), The Old Vic Theatre, 1964

114


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ Ο Αρχιμάστορας Σόλνες είναι το προτελευταίο και πιο αυτοβιογραφικό έργο του Χένρικ Ίψεν το οποίο συνέγραψε, μόλις επέστρεψε οριστικά στη Νορβηγία, μετά την πολυετή αυτοεξορία του στη Γερμανία και την Ιταλία. Εκδόθηκε στην Κοπεγχάγη, το 1892, και πρωτοπαρουσιάστηκε στο Lessing Theater του Βερολίνου, στις 19 Ιανουαρίου 1893, με τον Emanuel Reicher στον ρόλο του Σόλνες. Τον επόμενο μήνα του ίδιου έτους, ανέβηκε στο Trafalgar Theater του Λονδίνου και τον Μάρτιο, στο Όσλο και στην Κοπεγχάγη. Το 1894, πρωτοπαρουσιάστηκε στο Theatre de l’ Oeuvre του Παρισιού, ενώ στη Νέα Υόρκη, το 1900, με τον William Pascoe στο Carnegie Lyceum. Ωστόσο, η σύλληψη του και ο σχεδιασμός του είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Στοιχείο έμπνευσης για τον μεγάλο Νορβηγό υπήρξε η γνωριμία του, στο Τιρόλο, το 1891, με μια νεαρή Βιεννέζα, την Έμιλι Μπάρνταχ, που τη χαρακτήρισε «δαιμονική καταστροφέα» και «αρπακτικό ζωάκι», καθώς αρεσκόταν στο να ξελογιάζει τους συζύγους άλλων γυναικών. Όπως πληροφορούμαστε από την αλληλογραφία του 61χρονου τότε Ίψεν με έναν Γερμανό φίλο του, τον ιστορικό τέχνης Γιούλιους Ελίας, «η νεαρή Βιεννέζα δεν κατάφερε να τον παγιδεύσει αλλά την παγίδευσε εκείνος, για να τη χρησιμοποιήσει στην ποίησή του». Σε επιστολή του προς αυτήν, την προσφωνεί ως «πριγκίπισσα», ενώ κι εκείνη υπογράφει ως «η πριγκίπισσα της Πορτοκαλίας», στέλνοντάς του φωτογραφία της. Παράλληλα με αυτήν την ερωτική φιλία με ένα νεαρό κορίτσι, η οποία και έληξε άδοξα, ο Ίψεν αναμετρήθηκε άλλη μία φορά με «τα νιάτα». Την ίδια χρονική περίοδο, ο Κνουτ Χάμσουν –εκφραστής του καινούριου στη νορβηγική λογοτεχνία- σε μια σειρά διαλέξεων επιτέθηκε στον Χένρικ Ίψεν, λόγω ελλιπούς ψυχολογικής κατανόησης των ηρώων του που οφειλόταν στην επιλογή του δραματικού είδους ως τρόπου έκφρασης απ’ τον Νορβηγό δραματουργό. Ξεκίνησε, μάλιστα, την ομιλία του, ενώ ήταν παρών και ο Ίψεν, ζητώντας συγγνώμη, αφού «έπρεπε να ισοπεδώσει παλιά κτίσματα, γιατί χρειαζόταν χώρο για τα δικά του». Η επιδρομή των νιάτων ένιωθε, λοιπόν, ο Ίψεν να είναι προ των πυλών, ανελέητη και για τον ίδιο. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι η εποχή που γνωρίζει επιτυχία κι ένας άλλος θεατρικός συγγραφέας από τη Σουηδία, ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ, κατά δύο δεκαετίες νεότερός του. Άλλα αυτοβιογραφικά στοιχεία στον Αρχιμάστορα Σόλνες σχετίζονται με τον διαχωρισμό σε τρία στάδια της δραματουργίας του Ίψεν και το σχολαστικό σύστημα που ακολουθούσε στο «χτίσιμο» των έργων του. 115


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

Κατά τον θεατρικό συγγραφέα William Archer, ο Αρχιμάστορας Σόλνες και ο Χένρικ Ίψεν ακολουθούν ανάλογη πορεία στη σταδιοδρομία τους, η οποία διέρχεται από τρία στάδια. Ο Σόλνες ξεκινάει τη σταδιοδρομία του χτίζοντας εκκλησίες, αντίστοιχα και ο Ίψεν ξεκινάει με έμμετρα ποιητικά δράματα (όπως ο Μπραντ και ο Πέερ Γκυντ)· συνεχίζει οικοδομώντας σπίτια για ευτυχισμένες οικογένειες, παρόμοια ο Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας γράφει τα ρεαλιστικά κοινωνικά του δράματα (έως και την Έντα Γκάμπλερ)· και καταλήγει σε σπίτια με πύργους πάνω τους και παλάτια στον αέρα, ομοίως ο Ίψεν συγγράφει τα τέσσερα όψιμα έργα του με έντονο το συμβολικό χαρακτήρα. Ακόμα, η μεθοδικότητά του Νορβηγού θεατρικού συγγραφέα ήταν απαράμιλλη. «Οικοδομούσε» σε γερά θεμέλια κάθε έργο του, χρησιμοποιώντας πολλά προσχέδια, σχεδιαγράμματα, σημειώσεις, έως ότου δώσει την οριστική μορφή στο έργο του. Ανά δύο έτη, είχε έτοιμο ένα καινούριο έργο, με αποτέλεσμα, στα 50 έτη της καριέρας του, να δημιουργήσει 25 σπουδαία έργα. Επ’ αυτού, ο ίδιος είχε αναφέρει «λέξη δε γράφω, αν δε γνωρίζω καλά τον ήρωά μου. Εισχωρώ ως την τελευταία πτυχή της ψυχής του. Τότε τον παρακολουθώ ως την εκπλήρωση του πεπρωμένου του». Ο ήρωας, λοιπόν, «την εκπλήρωση του πεπρωμένου του οποίου» παρακολουθούμε στον Αρχιμάστορα Σόλνες είναι ο επιτυχημένος Χάλβαρντ Σόλνες, ένας μεσήλικας αυτοδίδακτος αρχιτέκτονας/ εργολάβος που έχει αφοσιωθεί εξολοκλήρου στη σταδιοδρομία του, θυσιάζοντας την προσωπική του ζωή. Η σύζυγός του, Αλίνα, περιφέρεται σαν φάντασμα στο σπίτι τους, καθώς είναι βυθισμένη σε έναν κόσμο πένθους, από τότε που το ζευγάρι έχασε το ευτυχισμένο σπιτικό του. Οι ενοχές για το ίδιο δυσάρεστο γεγονός κατατρύχουν τον Σόλνες, κι ας του δόθηκε η ευκαιρία να απογειώσει την καριέρα του, εκμεταλλευόμενος τις «στάχτες» του παρελθόντος. Στο καινούριο σπίτι του ζεύγους Σόλνες, στεγάζεται και το αρχιτεκτονικό γραφείο του ήρωα, όπου εργάζεται η γραμματέας του, Κάγια Φόσλι και ο αρραβωνιαστικός της, Ράγκναρ Μπρόβικ, γιος παλιού του συνεργάτη, του Κνούτ Μπρόβικ. Οι προθέσεις και οι πράξεις του ανταγωνιστικού και φιλόδοξου Σόλνες απέναντι στους δύο συνεργάτες του δεν είναι καθόλου αγαθές και άδολες. Τη ρουτίνα του Αρχιμάστορα συμπληρώνουν οι επισκέψεις του φίλου της οικογένειας, γιατρού Χέρνταλ. Κατά τη διάρκεια μιας από αυτές, θα κάνει την «εισβολή» της η Χίλντα, μια γυναίκα 23 ετών, την οποία ο Αρχιμάστορας είχε γνωρίσει, προ δέκα ετών, και της είχε δώσει μια υπόσχεση για ένα δικό τους «βασίλειο». Ο Σόλνες, σαν να αφυπνίζεται πνευματικά, χάρη στη Χίλντα και αποφασίζει να υπερβεί τα όριά του. Γνωρίζουμε, όμως, ποιο είναι το τέλος των ηρώων που υπερβαίνουν τα ανθρώπινα και διαπράττουν ύβρη… Είναι το τέλος που γνώρισε ο Οιδίποδας και ο Άμλετ… 116


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

Δημητρης Χορν (Σόλνες), Θεοδωρος Μοριδης (δρ. Χέρνταλ). Σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού Θέατρο Διονύσια, 1983

O ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Ο Αρχιμάστορας Σόλνες πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελλάδα, το 1925, με τον τίτλο Αρχιτέκτων Σόλνες, απ’ τον θίασο του Θωμά Οικονόμου, στο Εθνικό Θέατρο και αργότερα στο Πάνθεον Θεσσαλονίκης. Τον Χάλβαρντ Σόλνες υποδύθηκε ο σκηνοθέτης Θ. Οικονόμου που βρισκόταν στη δύση της σταδιοδρομίας του, όπως ο ήρωας του έργου, και τη Χίλντα η αγαπημένη του μαθήτρια, Τασία Αδάμ. Από τις λίγες πληροφορίες που διαθέτουμε, η πανελλήνια πρώτη παράσταση του Αρχιμάστορα Σόλνες ήταν ατυχής και ο μόνος που ξεχώρισε από τον θίασο ήταν ο πρωταγωνιστής, σε μια παράσταση στα πρότυπα του βεντετισμού. Εν συνεχεία, το αριστουργηματικό αυτό δράμα του Ίψεν ανέβηκε ξανά με τον θίασο της Ελένης Χαλκούση, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη (1928). Τον απαιτητικό ρόλο του Σόλνες ανέλαβε αυτή τη φορά ο νεαρός Αλέξης Μινωτής και της Χίλντα η συνομήλική του Ελένη Χαλκούση. Για την ερμηνεία του Αλ. Μινωτή γράφτηκαν θετικές κριτικές, παρά το ότι ο 30χρονος ηθοποιός είχε μεγάλη διαφορά ηλικίας με τον ήρωα που παρίστανε και αυτό ήταν εμφανές στη σκηνή. Γενικά, η παράσταση θεωρήθηκε φιλότιμη προσπάθεια και οι βασικές αδυναμίες της οφείλονταν στις ελάχιστες πρόβες των ηθοποιών, τα πενιχρά οικονομικά μέσα του θιάσου και την απειρία/ ακαταλληλότητα των περισσότερων ηθοποιών. 117


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

Wallace Shawn (Χάλβαρντ Σόλνες), Lisa Joyce (Χίλντα Βάνγκελ) A Master Builder, κινηματογραφική ταινία του Jonathan Demme, 2013

Μεσολάβησαν αρκετά χρόνια, μέχρι ο Αρχιμάστορας Σόλνες να ξαναπαιχτεί στο ελληνικό θέατρο από τον Θεατρικό Οργανισμό «Άσκηση» της Γκέλυς Μαυροπούλου (1982), όπου τους ανδρικούς ρόλους τους ερμήνευαν γυναίκες και τανάπαλιν. Ιστορικής σημασίας είναι το ανέβασμα του Αρχιμάστορα Σόλνες απ’ τον Δημήτρη Χορν, έργο το οποίο έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του (1983). Ο Χορν ανέθεσε τη σκηνοθεσία στον Αλέξη Σολομό, τη μετάφραση στον Μάριο Πλωρίτη και απάρτισε τον θίασό του με τους: Ελένη Χατζηαργύρη (Αλίνα), Δέσποινα Γερουλάνου (Χίλντα), Θ. Μορίδη (δρ. Χέρνταλ)κ.α. Η παράσταση υπήρξε το καλλιτεχνικό γεγονός του χειμώνα εκείνου, με τη χαρισματική παρουσία του Χορν, επί σκηνής, να καθηλώνει τους θεατές και μια μεγάλη εισπρακτική επιτυχία (χωρίς, εντούτοις, να κερδίσει το σύνολο των απαιτητικών κριτικών της εποχής). Ακολουθεί η παράσταση του κλασικού αυτού έργου από το Θέατρο Βικτώρια (1989), ώσπου ο Αρχιμάστορας Σόλνες να παιχτεί στο αξιόλογο Θέατρο Εξαρχείων (1994) απ’ τον Τάκη Βουτέρη (Σόλνες) και την Αννίτα Δεκαβάλλα (Αλίνα). Ο Βουτέρης αντιμετωπίζει τον Σόλνες με αφαιρετικό ρεαλισμό και στηρίζει τη σκηνοθεσία του στις ερμηνείες των ηθοποιών του. Αλλά, πέρα από τις ενδιαφέρουσες ερμηνείες του ίδιου και της Δεκαβάλλα, το αποτέλεσμα είναι οριακά ικανοποιητικό. 118


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

Άλλες σημαντικές παραστάσεις του Αρχιμάστορα Σόλνες υπήρξαν: του Νικήτα Τσακίρογλου, στο θέατρο Γκλόρια, σε σκηνοθεσία Γιάννη Ιορδανίδη, με τους Μπ. Λιβανού, Π. Σταθακοπούλου, Γ. Τζώρτζη, κ.α., (2000) και από τον θίασο του Γιώργου Κιμούλη, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Λευτέρη Γιοβανίδη, με τους Στ. Πανδή, Τ. Βλαχοπούλου, Γ. Γεωγλερή, κ.ά. (2004). Το ίδιο έτος, επίσης, ανέβηκε ο Σόλνες από το Θέατρο του Ήλιου, με τον Ανδρέα Παπασπύρου. Τέλος, ένας αξιοπρόσεκτος Αρχιμάστορας Σόλνες ανέβηκε στο Από Μηχανής Θέατρο, με τον Άκη Βλουτή στον ομώνυμο ρόλο, Χίλντα τη Β. Τρουφάκου και Αλίνα τη Δ. Κουρτάκη, από την Κ. Μπερδέκα (2014). Την ίδια σεζόν, επέλεξε το κλασικό έργο του Ίψεν κι ο νεαρός Κωνσταντίνος Κ. Αρμένης, για το Νέο Ελληνικό Θέατρο σε μια εκδοχή με μόνο τα τρία βασικά πρόσωπα, που έπαιζαν οι φοιτητές, ακόμα, της σχολής.1

Ο Ερρίκος Ίψεν στην ελληνική σκηνή. Από τους Βρικόλακες του 1894 στις αναζητήσεις της εποχής μας, Γιαννης Μοσχος, Αμολγός, 2017 The Western Canon: The Books and the School of the Αges, Harold Bloom, Harcourt Brace and Co, 1994 The Works of Henrik Ibsen, William Archer, Wiley New York, 1911 Ένα θέατρο ουσίας: Ξαναδιαβάζοντας τον Ίψεν, Jan Kott, μτφρ. Έλενα Πατρικίου, Ελένη Παπάζογλου, Χατζηνικολή, 1988 Review of The Master Builder, Henrik Jaeger, in Dagbladet, 27.12.1892 The Letters of Henrik Ibsen, Mary Morrison, Hodder & Stoughton, 1905 Ο τραγικός Αρχιμάστορας του Ίψεν , Σ. Πατσαλιδης, περ. Διαβάζω, τ.181, 24.11.1987.

119



ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ φωτογραφίες

121


ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

122


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

123






ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

128


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

129




ΧΕΝΡΙΚ ΙΨΕΝ

132


ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΣΟΛΝΕΣ

133


τεχνικό προσωπικό θεάτρου Διεύθυνση & διαχείριση θεάτρου Γ Ι Ω ΤΑ Λ Ε Μ Π Ε Σ Η Υπεύθυνος θεάτρου ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΥΡΙΚΑΣ Ταμείο ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΠΑΠΑΣΑΡΑΝΤΟΥ Ηλεκτρολόγος ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ Τεχνικός ήχου Κ Ω Σ ΤΑ Σ Χ Ρ Ι Σ ΤΟ Φ Η Σ Υπεύθυνος σκηνής Σ ΤΑ Θ Η Σ Ν Ι ΚΟΛ Α Ϊ Δ Η Σ Φροντιστής Κ Ω Σ ΤΑ Σ Π Λ Α Σ Τ Η ΡΑ Σ Ταξιθεσία ΜΕΛΙΝΑ ΚΑΡΑΒΑ Υπεύθυνος πλατείας ΘΑΝΑΣΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ Κατασκευή σκηνικών ΤΕΡΕΤΡΟΝ ΙΚΕ Φωτογραφίες promo ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΙΕΤΤΟΥ & ΣΤΕΛΙΟΣ ΔΑΝΙΗΛ Φωτογραφίες παράστασης ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΟΚΚΟΒΕ Σχεδιασμός γραφικών ΑΡΗΣ ΣΟΜΠΟΤΗΣ Διεύθυνση επικοινωνίας & Marketing ΚΡΙΣΤΗ ΑΛΑΤΕΡΟΥ Social Media Management Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Μ Η Λ Ι Ο ΓΛ Ο Υ

Παραγωγή ΘΕΑΣΙΣ ΑΕ



Χορηγοί επικοινωνίας

Ευγενική χορηγία


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.