MARK ROTHKO Πέρα από το Χρώμα Όταν βρεθούμε μπροστά από ένα διάσημο έργο του Mark Rothko ερχόμαστε συνήθως αντιμέτωποι με έναν μεγάλο, μεγαλύτερο από τις δικές μας διαστάσεις, πίνακα. Πάνω του υπάρχουν κάτι σαν σχήματα και δύο ή περισσότεροι χρωματισμοί. Μια αβεβαιότητα μας διαπερνά μαζί με μια μικρή απορία για το εάν αυτό που βλέπουμε είναι σχήματα με χρώμα ή χρώμα σε σχήματα. Ο μοντερνισμός που αναπτύσσεται σε εικαστικά κέντρα των Ηνωμένων Πολιτειών στις αρχές του 20ου αιώνα θέλει να μας εισάγει σε ένα αισθητικό χώρο όπου το δίλλημα αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός και μέσα σε αυτόν εκείνοι που καταγίνονται με το χρώμα, οι κολορίστες με μια φωνή έχουν υποστηρίξει πως γι’ αυτούς το σχήμα, η γραμμή, έχει πια εκλείψει. Ο Mark Rothko, σχεδόν μόνος ανάμεσα στους σύγχρονούς του, τολμά να θέσει σε δεύτερη μοίρα αυτό που έχει πια απομείνει, το χρώμα. Στα μάτια μας αυτό είναι που υπάρχει, το βλέπουμε. Για τον Rothko, είτε το θέλει είτε όχι, είναι το μόνο που χρησιμοποιεί. Μπορούμε να υποψιαστούμε εδώ τη χρήση μιας μεθόδου, μιας θεωρίας; μια και οι χρωματικές θεωρίες αναμειγνύονταν ή επηρέαζαν σχεδόν από πάντα την εικαστική πρακτική. Μας αφήνει ο Rothko με τις αναφορές του μία τέτοια δυνατότητα υποψίας και αν όχι με ποιον τρόπο το χρώμα είναι παρόν και απουσιάζει ταυτόχρονα; Στις σημειώσεις από μια συνέντευξη στον William Seitz το 1953 διαβάζουμε ότι ο Rothko δήλωσε χαρακτηριστικά πως «Δεν μ’ ενδιαφέρει το χρώμα».1 Την ίδια περίοδο κατά τη διάρκεια διδασκαλίας του για το χρώμα στο κολλέγιο του Brooklyn, ένας μαθητής του θυμάται ότι ο Rothko «δεν έκανε ποτέ χρωματικά διαγράμματα, χρωματικούς κύκλους ή οτιδήποτε που είχε να κάνει με αυτά, και δουλεύαμε μόνο με το χρώμα […] ακριβώς για να καταλάβουμε τι ήταν το χρώμα μέσα από τη χρήση του»2. Στο ίδιο πνεύμα σε μια άτυπη συζήτηση το ’56 ο Rothko αναφέρει: «Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι σχέσεις χρωμάτων ή μορφών ή οτιδήποτε άλλο».3 Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας λέει σ’ έναν βοηθό του πως η παραγγελία για το Four Seasons, ίσως πιο διάσημο εστιατόριο της Νέας Υόρκης ήτανε «μη χρωματικοί πίνακες – δεν είχαν να κάνουν με το χρώμα».4 To 1961 σε ένα εκθεσιακό κατάλογο του MoMA γράφεται ότι ο Rothko δε ζωγραφίζει σε συνάφεια με οπτικά φαινόμενα, τον χώρο ή χρωματικές σχέσεις 5 ενώ ο John Gage θεωρεί πως «ο Rothko δε πρότεινε ποτέ την πιθανότητα μιας συστηματικής προσέγγισης του χρώματος με τον τρόπο που διατυπώθηκε, για παράδειγμα, από τον Kandinsky. »6 Ο χαρακτηρισμός του κολορίστα φαίνεται να είχε ταυτιστεί στο μυαλό του Mark Rothko με συμβατικές έννοιες μιας κανονιστικής χρωματικής σαφήνειας, με άλλα λόγια την «διάταξη»· και όταν είδε «διάταξη» στη ζωγραφική του –για παράδειγμα, με το τέλος της δεκαετίας του ’40, στη σύντομη σειρά των Μultiform (όπως εκ των υστέρων ονοματίστηκαν)– ορκίστηκε ότι «ήταν για τα σκουπίδια».7 Εδώ ίσως αξίζει μία παύση για παρατήρηση, καθώς όσον αφορά στις αποχρώσεις δε θα λέγαμε αβασάνιστα ότι στα Μultiform υπάρχει κάτι το οποίο αργότερα εξαλείφεται. Κάποιες φορές πιο φανερή άλλες σχεδόν λανθάνουσα η συμπληρωματικότητα των χρωμάτων θα αποτελέσει για πολύ καιρό ακόμα ένα στοιχείο στην γοητεία του οποίου ο Rothko κάποτε θα αντιτάσσεται και άλλοτε θα υποχωρεί. Μαζί με αυτή, κάποιες σχεδόν χαρακτηριστικές αλληλουχίες διαδοχικών αποχρώσεων – όπως εκείνη που ξεκινά από ένα κόκκινο και καταλήγει σ’ ένα κίτρινο— ή η ύπαρξη ουδέτερων χρωματικά ή απροσδιόριστων, περίεργων μεταβατικών χρωματικών χώρων πάνω στον καμβά είναι στοιχεία τα οποία διατηρούνται έστω και αμυδρά μέχρι ένα Untitled (Multiform), 1948