Εργασία τεχνολογίας Θέμα : Το επάγγελμα που θέλω να ακολουθήσωαγαπώ
Επιβλέπουσα : Αθανασία Βαβαλέκα Μαθήτρια:Αθανασία Δεμερτζή
• Η αλήθεια είναι πως είμαι πολύ αναποφάσιστη σε σχέση με το ποιο επάγγελμα θέλω να ακολουθήσω. Υπάρχουν πολλά επαγγέλματα τα οποία θαυμάζω και μου αρέσουν πολύ. • Λοιπόν σε αυτή την εργασία θα γράψω για ένα από αυτά που είναι ο εγκληματολόγος- η εγκληματολογία. • Το επιλέγω, επειδή θεωρώ πως είναι κάτι ενδιαφέρον και μου αρέσει πολύ η ιδεολογία του
Γενική Περιγραφή • Ο Εγκληματολόγος έχει ως αντικείμενο εργασίας την καταγραφή, διερεύνηση και
ανάλυση του σύγχρονου εγκλήματος. Ο εγκληματολόγος ερευνά το έγκλημα ως ανθρώπινη πράξη, αλλά και ως κοινωνικό φαινόμενο και αναζητεί τους εγκληματογόνους παράγοντες και τις εκδηλώσεις της εγκληματικότητας. • Επίσης μελετά το δράστη των εγκληματικών πράξεων και την κοινωνική αντίδραση σε αυτό, αναζητώντας τη διακρίβωση των σχέσεων μεταξύ ποινικού νόμου, εγκλήματος και ποινικής κύρωσης. • Στις αρμοδιότητές του περιλαμβάνονται δράσεις πρόληψης και αντιμετώπισης της σύγχρονης εγκληματικότητας, καθώς και πολιτικές μεταχείρισης του εγκληματία. • Τομείς στους οποίους μπορεί να δραστηριοποιηθεί είναι: το οργανωμένο έγκλημα, η παράνομη διακίνηση τοξικοεξαρτησιογόνων ουσιών, η παράνομη διακίνηση προσώπων, η διακίνηση πορνογραφικού υλικού, η εγκληματικότητα που σχετίζεται με τις βιοτεχνολογίες και τις νέες τεχνολογίες, η οικονομική εγκληματικότητα, το πληροφοριακό έγκλημα, οι σύγχρονες μορφές διαφθοράς σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, ο περιορισμός του φόβου του εγκλήματος, κ.λπ.
Απαιτούμενες δεξιότητες Ο Εγκληματολόγος χρειάζεται να διαθέτει: • Ευρύτητα πνεύματος • Ικανότητα αντίληψης της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας • Κατανόηση της λειτουργίας του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης, των μηχανισμών επίσημου κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος και της ανθρώπινης συμπεριφοράς • Ψυχραιμία και ψυχική αντοχή • Αποδοχή της διαφορετικότητας του άλλου και ικανότητα χειρισμού δύσκολων καταστάσεων
Απαιτούμενη εκπαίδευση • Οι σπουδές για το επάγγελμα του εγκληματολόγου πραγματοποιούνται στην Ελλάδα σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Πιο συγκεκριμένα υλοποιείται Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Εγκληματολογίας από τον Τομέα Εγκληματολογίας του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Παν/μίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Επίσης μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στην εγκληματολογία παρέχεται από τον Τομέα Ποινικών Επιστημών του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθήνας. Σπουδές εγκληματολογίας παρέχονται και από πανεπιστήμια του εξωτερικού, με την προϋπόθεση ότι οι τίτλοι σπουδών αναγνωρίζονται από τον ΔΟΑΤΑΠ ή το ΣΑΕΙΤΤΕ ως ισότιμοι και αντίστοιχοι των ελληνικών, για την κατοχύρωση των ακαδημαϊκών και επαγγελματικών δικαιωμάτων, αντίστοιχα. • Επαγγελματικά Δικαιώματα: Τα επαγγελματικά δικαιώματα των εγκληματολόγων δεν έχουν κατοχυρωθεί ακόμη στην Ελλάδα. • Επαγγελματικές προοπτικές: Οι εγκληματολόγοι απασχολούνται σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς ως ερευνητές. Επίσης μπορούν να εργαστούν σε σωφρονιστικά καταστήματα, στην Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων, στην Υπηρεσία Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής, στα Συμβούλια Πρόληψης της Εγκληματικότητας, σε υπουργεία , σε διάφορες κοινωνικές υπηρεσίες (κράτους, δήμων, ιδιωτικών φορέων), σε υπηρεσίες κέντρων πρόληψης και αντιμετώπισης κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων ή θυμάτων εγκλημάτων και γενικά σε κάθε περίπτωση θυματοποίησης
ΙΣΤΟΡΙΑ • Στην αρχαιότητα, προτού εμφανιστούν οι πρώτοι νόμοι, οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν τις εγκληματικές ενέργειες εναντίον τους με το να παίρνουν εκδίκηση. Αυτό όμως κατέληγε σε βεντέτες, αφού το θύμα της εκδίκησης πολλές φορές θεωρούσε ότι η εκδίκηση που ασκήθηκε, υπερέβαινε της εγκληματικής του πράξης. • Έτσι, οι κοινωνίες άρχισαν να αναζητούν τρόπους για να σταματήσουν οι διενέξεις και κατέληξαν στους πρώτους, πρώιμους νόμους. Οι νόμοι αυτοί ξεκαθάριζαν το τι οριζόταν ως "έγκλημα" και καθιέρωναν συγκεκριμένες τιμωρίες για κάθε είδους εγκλήματος. Στόχος τους ήταν η τιμωρία να είναι πάντα ισάξια του εγκλήματος. Η πιο παλιά και πιο ολοκληρωμένη συλλογή από τέτοιους νόμους έιναι ο Κώδικας του Χαμουραμπί, στην Βαβυλώνα. Χρονολογείται γύρω στο 1754 π.Χ., και γράφτηκε από τον τότε βασιλιά της Βαβυλώνας, Χαμουραμπί. Οι βασικές αρχές του κώδικα ήταν ο "οφθαλμός αντί οφθαλμού" και η ευσέβεια προς τους θεούς και τη θέληση τους. • Το έγκλημα, όπως και πολλές άλλες πτυχές της ζωής των ανθρώπων εκείνη την εποχή, περιγραφόταν μέσω της θρησκείας και των θεών. Οι εγκληματικές πράξεις χαρακτηρίζονταν ως προσβολή απέναντι στους θεούς ή στο θεό. Οπότε και οι πράξεις εκδίκησης, ήταν σαν ευχαριστίες προς τους θεούς. Στο δυτικό κόσμο, ένα μεγάλο μέρος των πρώιμων ιδεών πάνω στο έγκλημα και την τιμωρία που αυτό επιφέρει, έχει διατηρηθεί στην Παλαιά Διαθήκη. Παρατηρούνται πολλές περιπτώσεις όπου κάποιο πρόσωπο αναζητά εκδίκηση, η οποία είναι ισάξια του εγκλήματος.
• Πολλές από τις γνώσεις μας πάνω στην επιστήμη αυτή, προέρχονται από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, Πλάτωνα και Αριστοτέλη. • Ο Πλάτωνας ήταν ο πρώτος που θεώρησε ότι η εγκληματικότητα ήταν αποτέλεσμα κακής παιδείας και εκπαίδευσης. Πίστευε ότι οι ποινές για τα εγκλήματα πρέπει να καθορίζονται ανάλογα και με το βαθμό ευθύνης του κατηγορουμένου, αφήνοντας περιθώρια για ελαφρυντικά. • O Αριστοτέλης, αργότερα, στο έργο του Ηθικά Νικομάχεια, όρισε το έγκλημα ως πράξη ελεύθερης βούλησης που υποκινείται από τον πόθο. Θεώρησε επίσης ότι τα παιδιά, οι ανόητοι και οι ψυχικά ασθενείς δεν θα πρέπει να θεωρούνται υπεύθυνοι για τις πράξεις τους. Επίσης, ανέπτυξε την ιδέα ότι οι τιμωρίες για τα εγκλήματα πρέπει να είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να αποτρέπουν άλλα, μελλοντικά εγκλήματα. • Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν η πρώτη κοινωνία που ανέπτυξε έναν ολοκληρωμένο κώδικα νόμων, συμπεριλαμβανομένων των ποινικών κωδίκων. Οι Ρωμαίοι θεωρούνται οι πραγματικοί πρόδρομοι του σύγχρονου νομικού μας συστήματος και οι επιρροές τους εξακολουθούν να παρατηρούνται μέχρι και σήμερα. Η λατινική γλώσσα διατηρείται σε μεγάλο μέρος της νομικής ορολογίας στον 21ο αιώνα. Η Ρώμη προσέγγισε μια πιο κοινωνική εικόνα για το έγκλημα, βλέποντας τις εγκληματικές πράξεις ως προσβολή προς την κοινωνία παρά στον Θεό ή στους θεούς. Έλαβε το ρόλο του καθορισμού και της παράδοσης της τιμωρίας ως κυβερνητικής λειτουργίας και ως μέσου διατήρησης μιας καλά οργανωμένης κοινωνίας. Ωστόσο, η έλλειψη μιας ισχυρής κεντρικής εξουσίας, οδήγησε σε ένα βήμα πίσω στην στάση απέναντι στο έγκλημα με την παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Σχολή εγκληματολογίας • Η κλασσική σχολή εγκληματολογίας εμφανίζεται τον 18ο αιώνα, με επιρροές από φιλοσόφους του διαφωτισμού, όπως ο Μοντεσκιέ και ο Βολταίρος, και ως στόχο της είχε την αναδιαμόρφωση του νομικού συστήματος σε μια πιο επιεική και ανθρώπινη μορφή και την προστασία των κατηγορουμένων από σκληρές τιμωρίες. Η σχολή αυτή ιδρύθηκε από τους Jeremy Bentham και Cesare de Beccaria, γνώστες πάνω στα θέματα περί εγκλημάτων και νόμων. Ο Bentham έδινε μεγαλύτερη έμφαση στο έγκλημα παρά στον εγκληματία και επικεντρωνόταν περισσότερο πάνω στις επιπτώσεις του εγκλήματος παρά στα κίνητρά του. Ρητό της κλασσικής σχολής ήταν το "Nullum crimen nulla poena sine lege", "κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς υφιστάμενο νόμο".