" Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν" της Έλλης Αλεξίου

Page 1

«Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν» της Έλλης Αλεξίου

Οι μαθητές και οι μαθήτριες του Β1 δίνουν ένα διαφορετικό τέλος στο διήγημα


Την ημέρα που τα παιδιά κοιτούσαν τη βιτρίνα των παιχνιδιών και συζητούσαν για το σιδηρόδρομο πέρασε ένας καλοντυμένος κύριος, στάθηκε δίπλα τους και άκουσε τον Πέτρο να μιλά για τον πατέρα του και να εκφράζει την επιθυμία και τη λαχτάρα του να επιστρέψει από την εξορία για να τους πάρει το σιδηρόδρομο. Συγκινήθηκε και ρώτησε τα παιδιά για τον πατέρα τους. Λίγες μέρες αργότερα τα παιδιά με τη μητέρα τους ξαναβρέθηκαν στην οδό Αιόλου για να ζητιανέψουν. Τα παιδιά έτρεξαν στη βιτρίνα τους παιχνιδάδικου, όμως μια δυσάρεστη έκπληξη τους περίμενε. Ο σιδηρόδρομος έλειπε. Ο Πέτρος στεναχωρημένος έσκυψε το κεφάλι του προσπαθώντας να κρύψει τα δάκρυά του. Ένα χέρι χάιδεψε το κεφάλι του Πέτρου και της Αγγελικούλας. Σήκωσαν το κεφάλι τους και είδαν ένα πρόσωπο να τους χαμογελά. Κάτι τους θύμιζε αυτό το χαμόγελο.


Ναι ήταν ο πατέρας τους. Στα χέρια του κρατούσε δυο μεγάλα δέματα που τους τα έδωσε. Ήταν τα δώρα τους. Η χαρά τους δεν περιγράφεται. Έτρεξαν στη μητέρα τους για να της πουν την ευχάριστη είδηση. Ο μπαμπάς επέστρεψε. Τα βάσανά τους τελείωσαν. Η μητέρα δεν πίστευε στα μάτια της Έπεσε στην αγκαλιά του άντρα της και όλοι μαζί ευτυχισμένοι επέστρεψαν στο σπίτι τους. Ο καλός καλοντυμένος κύριος τους έκανε το καλύτερο δώρο. Ήταν ένας πολιτικός με μεγάλη εξουσία που μεσολάβησε ώστε ο εξόριστος πατέρας να επιστρέψει στο σπίτι του. Βασιλική Βασιλάκου


Τον επόμενο χρόνο τα παιδιά θυμόταν τα λόγια της μητέρας του και περίμεναν και πάλι το σιδηρόδρομο. Δυστυχώς όμως γι’ αυτούς ο σιδερόδρομος δεν ήρθε ούτε την επόμενη χρονιά ούτε τη μεθεπόμενη. Ο σιδηρόδρομος δεν ήρθε ποτέ, αλλά ούτε και ο μπαμπάς των παιδιών γύρισε ποτέ από την εξορία. Βασιλακάκης Χάρης


Δε χρειάζεται να στεναχωριέστε. Ο πατέρας σας θα σας αναγνωρίσει από τη φωτογραφία. Όμως οι μέρες περνούσαν και ο πατέρας δεν επέστρεφε. Όμως μια μέρα που ο ήλιος είχε κέφια και βγήκε πρωί πρωί, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Τα παιδιά πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους. Το χτύπημα ήταν διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Η μητέρα τους έκπληκτη στεκόταν στην ανοιχτή πόρτα με ένα ζεστό βλέμμα και με ένα πλατύ χαμόγελο. Ποτέ δεν είδαν έτσι τη μητέρα τους, να χαμογελά. Μπροστά της στεκόταν ένας ψηλός καστανός άνδρας που παρά την ταλαιπωρία του φαινόταν όμορφος. Κατάλαβαν πως δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον πατέρα τους. Έτρεξαν και τον αγκάλιαζαν φωνάζοντας «επιτέλους , μπαμπάκα, ήρθες». Τη χαρά τους διαδέχτηκαν πολύωρες συζητήσεις για τα χρόνια που πέρασαν, τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν.


Μετά από αρκετό καιρό, όταν η οικονομική κατάσταση της οικογένειας σταθεροποιήθηκε ο πατέρας αγόρασε στον Πέτρο τον πολυπόθητο σιδηρόδρομο και στην Αγγελικούλα την κούκλα της επιλογής της. Ήταν το καλύτερο τέλος που θα μπορούσαν να ονειρευτούν τα παιδιά.

Δούμα Αθανασία


Η Αγγελικούλα την άλλη μέρα ξύπνησε με τον Πέτρο και πίεζαν τη μητέρα τους να πάνε πάλι στην οδό Αιόλου για να δουν αν υπήρχε ακόμη στη βιτρίνα ο σιδερόδρομος. Η μητέρα δέχτηκε και τα παιδιά έτρεξαν κατευθείαν να φορέσουν τα παλτό τους. Την ώρα όπου ετοιμαζόντουσαν να φύγουν, άκουσαν να χτυπά κάποιος επίμονα την πόρτα. Παραξενεύτηκαν, γιατί δεν περίμεναν κανέναν τόσο πρωί. Ο Πέτρος, άνοιξε την πόρτα και είδε μπροστά του τον πατέρα. Τα δυο αδέρφια έμειναν έκπληκτα, δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους. Είχε έρθει επιτέλους η στιγμή να δουν τον πατέρα τους. Χάρηκαν τόσο πολύ… έτρεξαν κατευθείαν στην αγκαλιά του. Ώρες πολλές συζητούσαν. Όλοι μαζί σαν οικογένεια. Ο μπαμπάς τους έλεγε ιστορίες από τα πικρά χρόνια της εξορίας. Έτσι γνωρίστηκαν καλύτερα τα αδέρφια με τον μπαμπά τους.


Επειδή πλησίαζε σιγά σιγά και η Πρωτοχρονιά ο μπαμπάς ρώτησε τη μητέρα τι δώρο να πάρει στα παιδιά. Η μητέρα φυσικά του είπε για το σιδερόδρομο που τόσο πολύ επιθυμούσαν. Ο πατέρας τους πήρε τον σιδερόδρομο και από ένα επιπλέον δώρο, ένα ρούχο στον καθένα τους. Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς έδωσε τα δώρα στα δυο αδέρφια. Μόλις αυτά είδαν τον σιδερόδρομο ξετρελάθηκαν από τη χαρά τους και ευχαρίστησαν τον πατέρα τους. Το κακό όμως ήταν οτι ο πατέρας την άλλη μέρα θα έπρεπε να ξανά γυρίσει στο νησί της εξορίας. Αυτό το γνώριζε μόνο η γυναίκα. Την άλλη μέρα τα δυο αδέρφια ξύπνησαν με πολλή χαρά και κέφι αλλά δυστυχώς ο πατέρας τους είχε φύγει... Ειρήνη Κούλελη



Οι μέρες περνούσαν. Είχε περάσει και η Πρωτοχρονιά, ήρθαν τα Φώτα και ο μπαμπάς επιτέλους ήταν στο σπίτι. Μαζεύτηκε όλη η οικογένεια γύρω από το τραπέζι. Η μαμά σέρβιρε το φαγητό. Εγώ καθόμουν δίπλα στον μπαμπά. Ήμουν τόσο χαρούμενη και ευτυχισμένη που επέστρεψε στο σπίτι. Καθίσαμε για να φάμε. Ο μπαμπάς μας έλεγε ιστορίες από την εξορία, αλλά και αστεία κάνοντάς μας να γελάμε. Όταν τελειώσαμε το φαγητό παρατήρησα κάτω από το δέντρο ένα τεράστιο κουτί. Έτρεξα αμέσως να δω τι έχει μέσα. Άρχισα να σκίζω το κουτί με τη βοήθεια της αδελφής μου. Η χαρά μου δεν περιγράφεται. Είχα μπροστά μου το σιδηρόδρομο της βιτρίνας. Έτρεξα και αγκάλιασα τον μπαμπά και τη μαμά μου. Ήταν οι καλύτερες γιορτές μου. Καλιαντζή Χρύσα



Τα παιδιά συνέχιζαν να πηγαίνουν κάθε μέρα στο κατάστημα των παιχνιδιών για να βλέπουν στη βιτρίνα το σιδηρόδρομο. Ο μαγαζάτορας παρακολουθούσε την κίνηση στο μαγαζί του. Του έκανε εντύπωση η καθημερινή παρουσία των δύο φτωχών παιδιών, η λαχτάρα με την οποία κοίταζαν το σιδηρόδρομο. Μια μέρα ζήτησε από τη μαμά των παιδιών, αν θέλει να γίνει οικιακή βοηθός στο σπίτι του. Θα της έδινε ένα αρκετά σεβαστό ποσό. Η μητέρα συμφώνησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Τα παιδιά όλο αυτό το διάστημα που συζητούσαν η μητέρα τους με το μαγαζάτορα, δεν πήραν τα μάτια τους από το σιδηρόδρομο. Ο μαγαζάτορας βλέποντας τη λαχτάρα των παιδιών δε δίστασε να τους κάνει δώρο το σιδηρόδρομο. Τα παιδιά ξετρελάθηκαν. Η μητέρα άνοιξε την πόρτα. Κάποιος γείτονας την ειδοποίησε πως πρέπει να πάει στην πλατεία, γιατί ήταν μεγάλη ανάγκη.


Η μητέρα άνοιξε την πόρτα. Κάποιος γείτονας την ειδοποίησε πως πρέπει να πάει στην πλατεία, γιατί ήταν μεγάλη ανάγκη. Τρομαγμένη η μητέρα έφυγε βιαστικά. Φοβήθηκε για τον άντρα της. «Κάποιο κακό θα του συνέβη» σκέφτηκε. Όταν έφτασε στην πλατεία αντίκρισε μπροστά της τον άντρα της. Έκλαψε από τη χαρά της. Τον άφησαν ελεύθερο. Αγκαλιασμένοι γύρισαν στο σπίτι τους. Μόλις τα παιδιά αντίκρισαν τον μπαμπά τους έπεσαν στην αγκαλιά του και έκλαιγαν από χαρά. Ήταν πλέον μια ενωμένη και ευτυχισμένη οικογένεια. Καράνταη Δέσποινα


- Μα του χρόνου , θα δείτε ,είπε η μαμά , στα δύο λυπημένα παιδιά της. Όλα θα χουν αλλάξει… θα χουν φύγει οι κακοί άνθρωποι, κι οι καλοί μπαμπάδες θα μας έχουν έρθει , θα έχουν γεμίσει τα έρημα ,τα ορφανεμένα μας τα σπίτια… Ο Πέτρος και η Αγγελικούλα ήθελαν να πιστέψουν τα λόγια της μητέρας τους, όμως είχαν χάσει κάθε ίχνος ελπίδας για το καλό τέλος. Δε θα έβλεπαν τον μπαμπά τους , ο Πέτρος δε θα είχε το σιδηρόδρομο, η Αγγελικούλα δε θα κρατούσε στην αγκαλιά της την κούκλα της βιτρίνας. Η Αγγελικούλα την ήθελε την κούκλα πραγματικά. Δεν το έλεγε όμως σε κανέναν, δεν έλεγε τις σκέψεις της ούτε στην μαμά της ούτε στον αδελφό της. Την είχε δει την μητέρα τους, μια μέρα. Ο Πέτρος της έλεγε για τον σιδηρόδρομο και είδε η Αγγελικούλα τα μάτια της μαμάς. Είδε μέσα τους και τον πόνο και την στεναχώρια.


Είδε και τα δάκρια που κρατούσε με τόσο κόπο και τα καταπίεζε να μην βγουν «Όχι εδώ, όχι μπροστά στα παιδιά» έλεγε στον εαυτό της. Εκείνη τη στιγμή η Αγγελικούλα έδωσε στη μητέρα της μια αγκαλιά και της είπε: -Μαμά, μη στεναχωριέσαι… ο μπαμπάς είναι καλά και θα γυρίσει. Μας έλεγες ότι το καλό πάντα κερδίζει, γιατί όχι αυτή την φορά; Και συ Πέτρο θα τον πάρεις τον σιδηρόδρομο, μην αγχώνεσαι, στο υπόσχομαι.


Η μαμά δεν είπε τίποτα, απλά αγκάλιασε τα παιδιά που αγαπούσε παραπάνω και από την ζωή της. θα έκανε τα πάντα για να είναι ασφαλή και ευχήθηκε η κόρη της να είχε δίκιο. «Να κερδίσει το καλό τότε» είπε στον εαυτό της για να καθησυχάσει. Ήρθαν τα Φώτα και τα παιδιά με τη μαμά ήταν πάλι έξω, στην οδό Αιόλου. Αυτή την φορά ο Πέτρος δεν θα πήγαινε στον σιδηρόδρομο, δεν ήθελε να τον δει στεναχωρημένο. Στις αναμνήσεις του ήθελε να ήταν χαρούμενος. Αλλά τελικά κάτι τον τράβηξε προς την βιτρίνα, όπως πάντα… και μόνο στη σκέψη ότι ο σιδηρόδρομος θα ανέβαινε πάλι στα βουνά, θα περνούσε τη γέφυρα, θα αναβόσβηνε τα φωτάκια, η καρδιά του φούσκωσε από λαχτάρα και χαρά. Ξαφνικά το συναίσθημα εξαφανίστηκε Είδε το μαγαζάτορα να βγάζει από τη βιτρίνα το σιδηρόδρομό του. Ρώτησε τα παιδιά που βρίσκονταν εκεί:



-Γιατί τον παίρνουν από τη βιτρίνα; -Είπαν ότι τον παίρνει κάποιος κύριος για τα παιδιά του. -Όχι, ο σιδηρόδρομος πρέπει να μείνει. Πρέπει να τον σταματήσουμε να τον ρωτήσουμε πού τον πάει. Όταν βγει από το μαγαζί, θα τον ρωτήσουμε. Τα παιδιά συμφώνησαν. Όταν σε λίγο άνοιξε η πόρτα του μαγαζιού, ένας άνθρωπος βγήκε κρατώντας μια τεράστια κούτα. Ο Πέτρος κατάλαβε ότι ήταν ο σιδηρόδρομος στην κούτα. Παίρνοντας όλο του το θάρρος έτρεξε να προλάβει τον άγνωστο. -Ζητάω συγγνώμη, κύριε, αλλά μπορώ να σας ρωτήσω σε ποιον πάτε το σιδηρόδρομο; Ο άγνωστος αγοραστής τον κοίταξε επίμονα. Άφησε την κούτα απαλά κάτω, καθώς ένα δάκρυ κύλησε από το πρόσωπο του. Πρώτη φορά ο Πέτρος είχε μπερδευτεί τόσο πολύ, δεν ήξερε τι να κάνει, να τρέξει να τον ρωτήσει άμα είναι καλά, ή να το βάλει στα πόδια με τη σκέψη ότι ο ξένος μπορεί να ήταν ένας από τους κακούς που έκαναν κακό τον μπαμπά του;


Αποφάσισε να τρέξει. Ένα χέρι τον σταμάτησε. Κατάλαβε πως ήταν ο άγνωστος. Φοβήθηκε, για αυτό έκλεισε τα μάτια του και με όλη την δύναμή του προσπάθησε να φύγει, αλλά ο κύριος τον κράταγε. -Άνοιξε τα μάτια σου, Πέτρο, και μη φοβάσαι… σου υπόσχομαι πως δε θα σου κάνω κακό. Ο Πέτρος άνοιξε τα μάτια του και είδε τον άγνωστο να του χαμογελάει. Κρατούσε δυο φωτογραφίες στο χέρι του. Στην μια είδε την αδελφή του και αμέσως κατάλαβε...Ο μπαμπάς ήρθε. Ο Πέτρος έπεσε στην αγκαλιά του αφήνοντας όλα τα παιδιά μαζί και την αδελφή του, να παρακολουθούν άναυδα και σοκαρισμένα. Ήταν η καλύτερη μέρα της ζωής του. Ξαφνικά είχε τα δύο πράγματα που του έλειπαν: τον μπαμπά του, σώο και αβλαβή και τον αγαπημένο του σιδηρόδρομο...

Ιωάννα Μελισσινά



Πλησίαζαν οι γιορτές και ο μπαμπάς δεν ερχόταν. Η μητέρα αποφάσισε να συζητήσει με τα παιδιά της για το ότι θα έπρεπε να ξαναπάνε στην οδό Αιόλου. Ίσως θα μπορούσαν να μαζέψουν κάποια χρήματα για να καλύψουν τα έξοδα των γιορτών. Ο Πέτρος, στενοχωρημένος για τη μην απόκτηση του σιδηροδρόμου, δε συμμετείχε στη συζήτηση. Η Αγγελικούλα που πάντα είχε την έγνοια του αδελφού της, πρότεινε στη μητέρα της κάποια από τα χρήματα που θα μαζέψουν να τα κρατήσουν για τον περίφημο σιδηρόδρομο. Η μητέρα γνωρίζοντας τις οικονομικές δυσκολίες τους είχε τις αντιρρήσεις της, αλλά βλέποντας τη λύπη των παιδιών της είπε στην Αγγελικούλα: « Φέτος μπορεί να μην έχουμε να φάμε αλλά τουλάχιστον θα έχουμε κάτι ισχυρό που μας ενώνει, την αγάπη που τρέφουμε ο ένας για τον άλλον». Την επόμενη μέρα, παραμονή πρωτοχρονιάς, η Αγγελικούλα από πολύ νωρίς άρχισε να τραγουδά στην οδό Ζωγράφου, αλλά και στην οδό Αιόλου. Έτσι μπόρεσε να συγκεντρώσει ένα αρκετά ικανοποιητικό ποσό χρημάτων.


Το ίδιο και η μητέρα της στην οδό Αιόλου. Οι άνθρωποι που κατέβηκαν στην αγορά φαίνεται ότι λυπήθηκαν τη γυναίκα και της πρόσφεραν κάτι από το περίσσευμά τους. Τα χρήματα ήταν αρκετά για το σιδηρόδρομο. Δεν έφταναν όμως για το πρωτοχρονιάτικο γεύμα τους, παρά μόνο για μια φραντζόλα ψωμί. Δεν τις ενόχλησε καθόλου αυτό. Ενθουσιασμένες πήγαν στο κατάστημα των παιχνιδιών και αγόρασαν το σιδηρόδρομο. Ο καταστηματάρχης τον τύλιξε σε ένα τεράστιο χρωματιστό χαρτί με μια κόκκινη κορδέλα. Στην ετικέτα που πρόσθεσαν έγραψαν «Με αγάπη, ο μπαμπάς σου» Καζάκη Κυριακή


Μα οι μέρες περνούσαν και ο μπαμπάς δε φαινόταν. Ευτυχώς που και ο σιδηρόδρομος παρέμεινε στη θέση του. Μια μέρα που η μαμά, ο Πέτρος και η Αγγελικούλα καθόταν λυπημένοι δίπλα στο τζάκι, χτύπησε η πόρτα. Ο Πέτρος πετάχτηκε και γεμάτος αγωνία άνοιξε την πόρτα. Ήταν ο ταχυδρόμος που τους έφερε ένα γράμμα. Η μητέρα το άνοιξε. Ήταν από τον πατέρα τους. « Αγαπημένη μου οικογένεια», έγραφε, «δυστυχώς τα πράγματα είναι πιο δύσκολα από ότι φαίνονται. Δε θα μπορέσω να είμαι και αυτές τις γιορτές κοντά σας. Θέλω να κάνετε υπομονή και να προσέχετε ο ένας τον άλλον. Κάποια στιγμή τα πράγματα θα καλυτερέψουν και θα είμαστε και πάλι μαζί… με αγάπη ο μπαμπάς σας».


Δεν μπορούσαν παρά να κάνουν υπομονή και να αισιοδοξούν. Την επόμενη μέρα η Αγγελικούλα ανοίγοντας το ραδιόφωνο άκουσαν μια δυσάρεστη είδηση. Μια εξέγερση σημειώθηκε στο νησί που ήταν εξορία ο μπαμπάς τους. Τα θύματα πολλά. Ο σταθμός ανακοίνωσε τα ονόματά τους. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και το όνομα του πατέρα τους. Το σοκ ήταν μεγάλο. Έτσι τα παιδιά δεν ξαναείδαν τον πατέρα τους ούτε και το σιδηρόδρομο.

Λίτσου Βασιλεία


Η μητέρα και τα παιδιά βγήκαν πάλι στην αγορά. Η μητέρα θα έπρεπε να πάει σε μια δουλειά για μισή ώρα. Τα άφησε σε μια γωνιά και τα ζήτησε να μην απομακρυνθούν, αν και γνώριζε ότι θα τα έβρισκε κολλημένα στη βιτρίνα να χαζεύουν το όμορφο τρενάκι. Η ίδια πήγε λίγο παρακάτω να ζητιανέψει, χωρίς να πάψει να παρακολουθεί από μακριά τα παιδιά. Κάποια στιγμή βλέπει έναν κύριο σκυφτό, με μπαστουνάκι δίπλα στα παιδιά. Την άλλη στιγμή εξαφανίστηκε. Τα παιδιά μπροστά στη βιτρίνα αναρωτιόταν αν ο μπαμπάς τους θα γύριζε την Πρωτοχρονιά για να τους πάρει το τρένο. Η Αγγελικούλα ήταν σίγουρη για την επιστροφή του πατέρα τους. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά τους ο κύριος με το μπαστούνι, Με το ζόρι στεκόταν όρθιος. Στο ένα χέρι κρατούσε το μπαστούνι και στο άλλο ένα τεράστιο κουτί.



Τα παιδιά κοιτάχθηκαν απορημένα. «Τι κοιτάτε μωρέ, βοηθήστε με» τους είπε και άφησε στα χέρια τους το κουτί. «Ακούστε με προσεχτικά. Όση ώρα μιλούσατε και κοιτούσατε το τρενάκι, ήμουν δίπλα σας και σας άκουγα. Αυτό είναι δώρο από μένα για σας. Θέλω να σας πω ότι ο πατέρας σας θα γυρίσει, αν το θέλετε πολύ. Μάθετε λοιπόν πως στη ζωή μας, αν θέλουμε κάτι με όλη τη δύναμη και την καρδιά μας και το πιστεύουμε χωρίς αμφιβολία να είστε σίγουροι ότι θα γίνει» Τα παιδιά ευχαρίστησαν τον κύριο, ενώ η μητέρα παρακολουθούσε παραδίπλα με μάτια βουρκωμένα. Τα παιδιά γυρνώντας στο σπίτι άνοιξαν το δέμα και βρέθηκαν μπροστά στο τρενάκι. Το όνειρο τους έγινε πραγματικότητα. Την επόμενη μέρα ξύπνησαν από κάποιες φωνές που ακούγονταν στο σαλόνι. Έτρεξαν αμέσως. Μια μεγάλη έκπληξη τους περίμενε. Ο πατέρας τους επέστρεψε. Έπεσαν στην αγκαλιά του. Ο Πέτρος Θυμήθηκε τα λόγια του κυρίου: « Τελικά είχε δίκαιο ο παππούλης. Όταν κάτι το θέλεις με την καρδιά σου και το πιστεύεις πολύ, πραγματοποιείται» Αναστασία Κοτσαγγελίδου



Οι μέρες για την πρωτοχρονιά πλησίαζαν. Η μητέρα έχανε όλο και περισσότερο την ελπίδα της, χωρίς όμως αυτό να την καταβάλλει. Η Αγγελικούλα το είχε πάρει απόφαση πως ο πατέρας της δε θα γύριζε σπίτι, αν και μέσα της δεν ήθελε να το πιστέψει. Και ο Πέτρος άρχισε να χάνει την ελπίδα του. Τίποτε δεν του έδινε χαρά, ούτε καν ο μεγάλος σιδηρόδρομος. Διαπίστωσε ότι μόνο ο ερχομός του πατέρα θα τον χαροποιούσε. Και το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς έφτασε. Ήταν η μόνη μέρα που η οικογένεια δε βγήκε να παρακαλέσει για ελεημοσύνη. Το βράδυ, όταν η μητέρα και η κόρη έπεσαν με βαριά καρδιά για ύπνο, αποφάσισε να περπατήσει μέχρι την οδό Αιόλου για να δει για τελευταία φορά το σιδηρόδρομο που κάποιο παιδί σίγουρα θα τον έκανε δικό του την Πρωτοχρονιά. Σαν βγήκε από το σπίτι του και προχώρησε λίγο αισθάνθηκε την καρδιά του να σταματά.



Το τσουχτερό κρύο αγκάλιασε το μικρό αγόρι κάνοντάς τον να πέσει στο έδαφος. Τρέμοντας και σιγανοπερπατώντας έφτασε στην οδό Αιόλου και αντίκρισε το μεγάλο σιδηρόδρομο μέσα στη γυαλιστερή βιτρίνα. Κάθισε δίπλα στο μεγάλο φανάρι του δρόμου, το οποίο φώτιζε τη βιτρίνα, και το αγκάλιασε. Έκλεισε τα μάτια του… Άρχισαν να γυρίζουν χαρούμενες σκέψεις στο μυαλό του. Ο πατέρας του γύρισε επιτέλους γεμάτος αγάπη και δώρα για αυτόν και την αδελφή του. Ο πατέρας του άνοιξε ένα μεγάλο κουτί. Μέσα ήταν ο σιδηρόδρομος, πολύ πιο εντυπωσιακός από κοντά. Ο Πέτρος δεν το άγγιξε. Έμεινε να κοιτάζει τον πατέρα του. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε. Όλη η οικογένεια αγκαλιάστηκε. Ο Πέτρος ένιωθε πιο χαρούμενος από ποτέ. Επιτέλους μετά από τόσο κρύο ένιωσε ζεστά, σαν κάποιος να τον αγκάλιασε. Ανοίγοντας τα μάτια του δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Ο Πατέρας του, όπως τον ονειρεύτηκε.


Δεν ήταν όμως. Ήταν η αδελφούλα του, η οποία τον είδε να φεύγει και τον ακολούθησε. Βοηθώντας τον να σηκωθεί τον πήγε μέχρι το σπίτι. Τον έβαλε στα ζεστά να κοιμηθεί. Ξαπλώνοντας δίπλα του αποκοιμήθηκε και εκείνη Βασιλική Κιγινδή



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.