ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟΤΜΗΜΑΔΗΜΟΤΙΚΗΣΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟ « ΔΗΜΗΤΡΗΣΓΛΗΝΟΣ » ΤμήμαΓενικήςΠαιδείας Β΄Εξάμηνο
ΜΑΘΗΜΑ
: ΔιδασκαλίατωνΜαθηματικώνΙΙ
ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ
: ΓεωργίαΔούβλη
Εργασία :
ΚατερίναςΚαπετάνιου ΓεωργίαςΟρέ ΑναστασίουΠαπά
ΘεσσαλονίκηΜάιος 2010
Γ 3 Τα
α ι κ ά ν υ ο ρ υ ο
ι θ ύ μ α ρ α κό π ι τ α μ η θ Ένα μα
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν σ` ένα όμορφο παραμυθόδασος μια οικογένεια όμορφων, στρουμπουλών γουρουνιών. Ο μπαμπάς δούλευε στο δάσος ως ξυλοκόπος, η μαμά πουλούσε χόρτα στη λαϊκή και τα τρία μικρά γουρουνάκια μεγάλωναν όλο αγάπη και ξενοιασιά!
Οι ήρωές μας, ο…Σκρουτζ που ήταν ο μεγαλύτερος, γνωστός για την τσιγκουνιά του σε όλα τα ζώα του δάσους, ο… Χουζούρης, μέγας τεμπέλης και υπναράς και ο…Μελέτης, που μελετούσε και πρόσεχε κάθε του βήμα και ενημερωνόταν για καθετί γύρω του, ήταν ευτυχισμένοι στο μικρό τους σπιτάκι στο δάσος και μόνη τους έγνοια ήταν το παιχνίδι και οι υπόλοιποι φίλοι τους.
Καμιά φορά έρχονταν από το χωριό και ο παππούς με τη γιαγιά και έφερναν μαζί και τα τέσσερα μικρότερα ξαδελφάκια τους. Τότε, βέβαια, επειδή το σπίτι τους ήταν μικρό και είχε μόνο τα δικά τους κρεβάτια, αναγκάζονταν να κοιμούνται στο πάτωμα, όμως αυτό δεν πείραζε τα τρία αδελφάκια. Όταν όμως μεγάλωσαν αρκετά, αποφάσισαν πως ήρθε η ώρα να χτίσει ο καθένας το δικό του σπίτι, ώστε να φιλοξενούν κι αυτά τους συγγενείς τους. Ας δούμε τι έκανε το κάθε γουρουνάκι ξεχωριστά και με ποιο τρόπο έφτιαξε το σπίτι του.
Πρώτος ξεκίνησε ο Σκρουτζ. Πήγε σε ένα μάστορα και τον ρώτησε πόσο θα του στοίχιζε ένα μικρό σπιτάκι και σε πόσο χρόνο θα ήταν έτοιμο. Όταν ο μάστορας ξεκίνησε να του λέει τα υλικά, και πριν ακόμη προλάβει να τελειώσει, ο Σκρουτζ τρελάθηκε. Ούτε ήθελε να ξοδέψει τόσα χρήματα, ούτε το θεωρούσε απαραίτητο. Αποφάσισε να χτίσει γρήγορα ένα μικρό σπιτάκι με τα πιο φθηνά υλικά. Έφτιαξε ένα σπίτι από άχυρα και εγκαταστάθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Ο Χουζούρης βαριόταν πολύ κι έκανε πολλές μέρες να φτάσει στον μάστορα. Του ζήτησε να του πει τα υλικά, όμως… μόλις ο μάστορας άρχισε να του διαβάζει τη λίστα των υλικών, ο Χουζούρης βαρέθηκε, χασμουρήθηκε και… τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε, αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια των φίλων του και έτσι φώναξε τα πέντε γουρουνάκια της γειτονιάς του και τις δύο ξαδέλφες του. Ο Χουζούρης όμως και πάλι αποκοιμήθηκε κι οι φίλοι του έφυγαν Όταν αυτός, ξύπνησε, αναγκάστηκε να χτίσει μόνος του το σπίτι, με ό,τι υλικά βρήκε γύρω του, και έτσι έχτισε το σπιτάκι του με …κλαδιά. Επιτέλους, θα κοιμόταν ήσυχος!
Το τρίτο και μικρότερο γουρουνάκι, ο Μελέτης, αποφάσισε να σχεδιάσει με πολλή προσοχή το σπίτι του και μάλιστα θέλησε να το κάνει και οικολογικό, με σεβασμό στο δάσος που τόσο τον αγαπούσε. Πήρε χαρτί και μολύβι και μαζί με το γνωστό μας μάστορα και τους βοηθούς του, σχεδίασαν το σπίτι των ονείρων του. Έφτιαξαν ένα μεγάλο τετράγωνο σπίτι με πολλά παράθυρα, με τρίγωνη κόκκινη σκεπή. Μπροστά φαντάστηκε ένα μακρόστενο κήπο και μέσα σ` αυτόν μια μικρή στρόγγυλη λιμνούλα. Ο Μελέτης δούλεψε με προσοχή, μελέτη, υπομονή και σε λίγο καιρό το σπίτι του ήταν έτοιμο. Γερό, όμορφο, παραδεισένιο!!!
Την ώρα που τα τρία γουρουνάκια έχτιζαν τα σπίτια τους, σε μια άλλη γωνιά του δάσους, ζούσε ένας … χορτοφάγος λύκος, που δεν του άρεσε καθόλου το κρέας και δεν ήθελε να κυνηγάει τα μικρά ζωάκια. Οι υπόλοιποι λύκοι όμως τον κορόιδευαν και τον λέγανε δειλό και ανήμπορο. Όταν ο λύκος είδε το σπίτι του Σκρουτζ, σκέφτηκε πως τώρα ήταν η ευκαιρία να αποδείξει σε όλους πως κάνουν λάθος. Στάθηκε έξω από τα αχυρένιο σπιτάκι, φύσηξε δυνατά μια, δυο φορές και το σπιτάκι διαλύθηκε σαν χάρτινος πύργος. Το καημένο το γουρουνάκι δεν ήξερε πού να τρέξει να κρυφτεί. Έβαλε όση δύναμη είχε στα πόδια του και πήγε στο σπίτι του αδερφού του, του Χουζούρη .
Ο λύκος κυνηγούσε το γουρουνάκι, όμως, καθώς έτρεχε, είδε μια κερασιά γεμάτη όμορφα, κατακόκκινα κεράσια και… φυσικά τα προτίμησε από το Σκρουτζ, ο οποίος κατάφερε να ξυπνήσει το Χουζούρη και να μπει μέσα στο σπίτι του, για να γλιτώσει. Όταν ο λύκος κατάλαβε το λάθος του, θύμωσε και αποφάσισε να πάει και να φάει και τα δυο γουρουνάκια μαζί. Έφτασε έξω από το σπίτι με τα κλαδιά και ξεκίνησε να φυσάει. Φύσηξε μια, δυο, τρεις… την τέταρτη φορά το σπιτάκι κατέρρευσε.
Τα γουρουνάκια έτρεχαν φοβισμένα κι ο λύκος από πίσω όλο και τους πλησίαζε. Και θα είχε καταφέρει να τα φτάσει, αν την προσοχή του δεν έκλεβε μια βερικοκιά γεμάτη ζουμερά, κατακίτρινα βερίκοκα. Ο λύκος πήγε προς τα φρούτα και τα γουρουνάκια κατάφεραν να κρυφτούν στο σπίτι του Μελέτη. Τι ντροπή όμως για το λύκο!!! Θα είχαν δίκιο οι άλλοι λύκοι να τον κοροϊδεύουν διπλά. Ε, λοιπόν δε θα το ‘βαζε κάτω. Θα έτρωγε και τα τρία γουρουνάκια.
Πάει έξω από το σπίτι του Μελέτη κι αρχίζει να φυσά, να ξεφυσά, να ξεφυσά, μα τίποτα. Κουράστηκε και άρχισε να βαριέται. Εξάλλου με τόσα κεράσια και βερίκοκα είχε χορτάσει. Να έφευγε ίσως; Τα τρία αδερφάκια μέσα από το σπίτι του φώναξαν πως το σπίτι είναι τόσο γερό που δε πέφτει με τίποτα.
«Μα δε θέλω να σας φάω, απλά δε θέλω να με κοροϊδεύουν οι φίλοι μου!», τους είπε. «Οι φίλοι μας πρέπει να μας αγαπούν όπως είμαστε κι όλοι πρέπει να προστατεύουμε τους πιο αδύναμους», του είπαν τα γουρουνάκια. «Έχετε δίκιο, θα κάνω αυτό που μου αρέσει πραγματικά. Φίλοι μου, από μένα δεν κινδυνεύετε», απάντησε ο λύκος και έφυγε, αφήνοντας τα γουρουνάκια να χορεύουν και να τραγουδάνε. Έζησαν λοιπόν αυτοί καλά, όλοι μαζί στο σπίτι του Μελέτη κι εμείς ευχόμαστε να ζήσουμε καλύτερα.