Οικοδιδαςκαλείο πλθροφορικισ
2.017
Γιάννης Λυμπερόπουλος
Ένα δέντρο μαγικό.
Ήταν κάποτε ζνα μικρό αγόρι που ηοφςε με τθν οικογζνεια του ευτυχιςμζνο ςτο ςπίτι του.Δυςτυχώσ μια μζρα ο πατζρασ τθσ οικογζνειασ ζχαςε τθ δουλειά του απρόςμενα .Έτςι θ οικογζνεια αναγκάςτθκε να αλλάξει τρόπο ηωισ.Δθλαδι μετακόμιςαν ςε μικρότερο ςπίτι , άλλαξαν γειτονιά , άλλαξαν ςχολείο και μικρόσ χάρθσ ζχαςε τουσ φίλουσ του και ζμεινε μόνοσ.
Σε μικρό χρονικό διάςτθμα θ οικογζνεια του Χάρθ ζηθςε πολλζσ όμωσ ιταν δυςάρεςτεσ.Δεν κατάφεραν να ζχουν μια καλφτερθ ηωι και ζςτι ο μικρόσ Χάρθσ μζςα ςε λίγο καίρο βρζκθκε να πουλά μικροπράγματα ςτα φανάρια μαηί με τουσ γονείσ του.
Το μεγάλο και άνετο ςπίτι του Χάρθ τώρα πια ιταν ζνα παλιό εγκαταλειμμζνο εργοςτάςιο που βρικαν οι γονείσ του ώςτε να μζνουν προςωρινά. Ήταν κρφο και χωρίσ ιδιαίτερεσ ανζςεισ. Αντί για κιπο πλζον ο Χάρθσ είχε ζνα δεντράκι λίγο ξερό ζξω ςτο πεηοδρόμιο και του ζκανε παρζα. Κάκε μζρα ο Χάρθσ το πότιηε με λίγο νεράκι που του περίςςευε και μίλαγε μαηί του. Μερικζσ φορζσ μάλιςτα, νόμιηε πωσ το δζντρο του χαμογζλα…
Οι μινεσ για τθν οικογζνεια του Χάρθ περνοφςαν, ο χειμώνασ πλζον τουσ είχε κουράςει, ιταν δφςκολο να δουλεφουν μζςα ςτο κρφο. Τα Χριςτοφγεννα πλθςίαηαν και θ πόλθ άρχιςε να φορά τα καταςτιματα ςτολίςτθκαν με φωτάκια. Παντοφ υπιρχαν δζντρα ςτολιςμζνα και Αϊ-Βαςίλθδεσ.
Ο Χάρθσ παρατθροφςε τα ςυνομιλικα παιδιά που ιταν καλοντυμζνα να βγαίνουν από καταςτιματα κρατώντασ κοφτεσ με παιχνίδια , κουτιά με ςτολίδια και γιρλάντεσ για τα δζντρα τουσ. Ένιωκε πολφ άςχθμα που δεν μποροφςε να κάνει κι εκείνοσ το ίδιο. Έτςι μια μζρα ςκζφτθκε να πάει ςτο φίλο του το δζντρο να μοιραςτεί τθ ςτενοχώρια του. Όταν ζφταςε εκεί ,το δζντρο του χαμογζλαςε ζξυπνα και του ζδωςε μια ιδζα…
-Φύλε μου Χϊρη , δεν χρειϊζονται χρόματα για να ϋχεισ ςτολύδια. Το μόνο που χρειϊζεςαι εύναι φανταςύα , θϋληςη και αγϊπη για αυτό που κϊνεισ . Μπορεύσ να φτιϊξεισ ςτολύδια από αντικεύμενα που υπϊρχουν γύρω ςου . Κούταξε καλύτερα λοιπόν…
Πρϊγματι ο Χϊρησ ϋβαλε τη φανταςύα του και ξεκύνηςε να δημιουργεύ ςτολύδια από χαρτόκουτεσ , από κουτϊκια αναψυκτικών , από χαλαςμϋνα παιχνύδια παιδιών και ςτόλιζε το δικό του δϋντρο! Ήταν πολύ περόφανοσ για το δϋντρο του . Μϊλιςτα μια καλό γειτόνιςςα του ϋδωςε λαμπϊκια για να το φωτύςει !
Οι καταςτϊςεισ δυςκόλεψαν περιςςότερο για τον Χϊρη όταν αναγκϊςτηκε να εγκαταλεύψει το εργοςτϊςιο που ϋμενε γιατύ θα χτύςουν ςτη θϋςη του ϋνα ςχολεύο. Έτςι μϋςα ςτο κρύο του Δεκϋμβρη ο Χϊρησ ϋμεινε ςτο δρόμο . Η μόνη του παρϋα και τοποθεςύα για να μεύνει όταν το δϋντρο. Κϊθε βρϊδυ πόγαινε κϊτω από το δϋντρο του και εκεύνο με τα κλαδιϊ του τον προςτϊτευε από τη βροχό και τον δυνατό ϊνεμο.
Οι μϋρεσ περνούςαν δύςκολα και ο καιρόσ όταν πολύ ϊςχημοσ , ϊρχιςε πλϋον να χιονύζει. Βριςκόμαςτε μια μϋρα πριν τα Χριςτούγεννα . Όλοι εύναι ϋξω ,κϊνουν τα τελευταύα τουσ ψώνια , οι μυρωδιϋσ από τουσ φούρνουσ ϋχουν όδη εμφανιςτεύ. Ο Χϊρησ βαθιϊ ςτεναχωρημϋνοσ αλλϊ και κουραςμϋνοσ από την ταλαιπωρύα δεν πόγε ςόμερα να πουλόςει προώόντα αλλϊ ϋμεινε με το φύλο του το δϋντρο. Έιχε κουρνιϊςει ςτισ μεγϊλεσ ρύζεσ του και προςπαθούςε να ζεςταθεύ.
Άρχιςε να νυχτώνει και το χιόνι ϋπεφτε απαλϊ ςτη γη . Όλα ϊρχιςαν να γύνονται ϊςπρα. Ο Χϊρησ όταν ακόμη ςτισ ρύζεσ του δϋντρου ,όμωσ εύχε κρυφτεύ κϊτω από το χιόνι. Μια τϋτοια νύχτα , τόςο μαγικό δεν γύνεται να μην υπϊρχουν θαύματα. Σκϋφτηκε το δϋντρο. Κούνηςε τα κλαδιϊ του , ϋπεςε το χιόνι και ο μικρόσ Χϊρησ ξύπνηςε.Ανούγοντασ τα μϊτια του εύδε βαςιλικούσ ςτρατιότεσ να περνούν το δρόμο , ϊλογα λευκϊ να αφόνουν τισ πατημαςιϋσ τουσ ςτο χιονιςμϋνο δρόμο , οι τυμπανοκρουςιϋσ όταν τόςο δυνατϋσ που τον τρόμαξαν.
Κατζβαινε θ Βαςιλικι άμαξα με τθν Βαςίλιςςα . -Πώσ ςε λζνε; Ρώτθςε το Χάρθ -Με λζνε Χάρθ κυρία -Δικό ςου είναι αυτό το δζντρο; -Μάλιςτα , απάντθςε εκείνοσ -Το ζχεισ ςτολίςει υπζροχα , είναι το πιο ωραίο του Βαςιλείου μου. Θζλω να ζρκεισ ςτο Βαςιλικό Πφργο να φροντίηεισ τουσ κιπουσ μου. -Βεβαίωσ κζλω. Έτςι ο Χάρθσ ζγινε ο καλφτεροσ βαςιλικόσ κθπουρόσ και το δζντρο το μετζφερε ςτο βαςιλικό κιπο και ακόμθ ςιμερα είναι το πιο ωραίο από όλα.