ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ o.filologos@hotmail.com
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ 1. Το υποκείμενο του ρήματος μπαίνει πάντοτε σε ονομαστική. Π.χ: Ὁ Κῦρος ἐστράτευσεν εἰς Πισίδας. 2. Το υποκείμενο της μετοχής συμφωνεί μαζί της στο γένος, αριθμό, πτώση. Π.χ: Τοῦ Κύρου λέγοντος προσῆλθον δύο νεανίσκοι. Σημείωση: • Πάντοτε κάθε μετοχή σε ονομαστική έχει το ίδιο υποκείμενο με το ρήμα της πρότασης στην οποία ανήκει. Π.χ: Οἱ Μῆδοι στρατεύσαντες εἰς Αθήνας ἀπέβησαν εἰς Μαραθῶνα. • Η έναρθρη επιθετική μετοχή έχει υποκείμενο το άρθρο της. Π.χ: Διοικῆς τάς νίκας τάς συμβανούσας. 3. Το υποκείμενο του απαρεμφάτου μπαίνει σε: • Ονομαστική, όταν έχουμε ταυτοπροσωπία. Π.χ: Οἱ Ἓλληνες φασίν εἶναι σοφοί. • Αιτιατική, όταν έχουμε ετεροπροσωπία. Π.χ: Οἱ Ἓλληνες φασί τούς Αἰγυπτίους εἶναι σοφούς. 4. Το υποκείμενο στα απρόσωπα ρήματα και τις απρόσωπες εκφράσεις είναι απαρέμφατο ή δευτερεύουσα (ονομαστική) πρόταση. Π.χ. Ὣρα ἐστίν ἡμῖν* ἀπιέναι** *Ἡμῖν: Δοτική προσωπική **ἀπιέναι: υποκείμενο απρ. ρήματος (ὧρα ἐστί) Υποκ. απαρεμφάτου: (ἡμᾶς) Σημείωση: Στα απρόσωπα ρήματα και τις απρόσωπες εκφράσεις, υπάρχει ή εννοείται μια δοτική προσωπική, από την οποία βγαίνει το υποκείμενο του απαρεμφάτου σε αιτιατική. 5. Όταν το υποκείμενο είναι ουδέτερο πληθυντικού, τότε στους αττικούς συγγραφείς κανονικά το ρήμα μπαίνει σε γ΄ ενικό (αττική σύνταξη). Π.χ: Τά πράγματα μεταπίπτει ἐς ὀλιγαρχίαν. 6. Η ονομαστική του κειμένου της πρότασης είναι υποκείμενο του ρήματος ή προσδιορισμός του υποκειμένου. 2
Το άρθρο στα ομηρικά χρόνια είχε αντωνυμιακή σημασία. Π.χ: ὁ=αυτός ἡ=αυτή κτλ. Στη συνέχεια έχασε την αντωνυμιακή της σημασία, αλλά την διατήρησε σε φράσεις όπως: ὁ μέν=αυτός , ἡ μέν=αυτή.
ΟΙ ΠΙΟ ΑΠΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΜΙΑΣ ΠΡΟΤΑΣΕΩΣ Υ+Ρ Υ+Ρσυνδ.+Κ Υ+Ρμεταβ.+Α Υ+Ρδιπτωτο+Αμεσο+Α εμμεσο
Π.χ: Ὁ ἣλιος λάμπει Π.χ: Ὁ ἣλιος ἐστί λαμπερός Π.χ: Ὁ Κῦρος ἐφόνευσε ἀδερφόν. Π.χ: Δίδωμι τήν στρατηγίαν τῶ Κλεάρχῳ
Σημείωση: Όταν πρόκειται να δηλωθεί κάποιο ποσό κατά προσέγγιση, το υποκείμενο εκφέρεται με εμπρόθετο προσδιορισμό (είς, ἀμφί, περί+αιτιατική) Π.χ: Ἀπέθανον ἀμφί τούς δισχιλίους.
ΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ 3
Το κατηγορούμενο βρίσκεται κοντά σε συνδετικά ρήματα (εἰμί, γίγνομαι, τυγχάνω, διατελῶ, καθίσταμαι, ἀποβαίνω, πέφυκα, αἱροῦμαι, ἀποδείκνυμαι, λέγομαι, χειροτονοῦμαι, καλοῦμαι, ὀνομάζομαι κτλ). 1. Το επιρρηματικό κατηγορούμενο φανερώνει τόπο, χρόνο, τρόπο, σκοπό, σειρά ή τάξη. Βρίσκεται με κάθε ρήμα και προπάντων με ρήματα κίνησης σημαντικά. Π.χ: (τόπο) Οἱ στρατιῶται ἐσκήνουν ὑπαίθριοι (ἐν ὑπαίθρῳ). (χρόνο) Κῦρος ἀφίκετο δευτεραῖος (τῆ δευτέρῃ μέρᾳ). (τρόπο) Οὐδείς ἐκών ἀμαρτάνει. Ἐκών- ἐκούσιος
Ἀκών-ἀκούσιος Ἐθελούσιος (σκοπό) (σειρά ή τάξη)
}
επιρρηματικά κατηγορούμενα τρόπου
Φίλιππος ἦλθεν βοηθός ἡμῖν. Κῦρος ἦλθεν πρῶτος.
2. Το προληπτικό κατηγορούμενο ή του αποτελέσματος μπαίνει κοντά σε ρήματα που φανερώνουν εξέλιξη του υποκειμένου προς ένα αποτέλεσμα (Π.χ: αὒξω, τρέφω, ῥέω, χέω, ἂρω, αὐξάνομαι, αἲρομαι, τρέφομαι). Π.χ: Τό Κύρου ὂνομα μέγιστον ηὒξητο. Τό ὓψος τοῦ τείχους ἢρετο μέγα. Το προληπτικό κατηγορούμενο μεταφράζεται με: ώστε να γίνει… , ή και έγινε ή γινόταν. Σημείωση: Το κατηγορούμενο, όπως και το υποκείμενο μπορεί να είναι εμπρόθετος προσδιορισμός (εἰς, ἀμφί, περί, κατά, ὑπέρ, με αιτιατική) όταν πρόκειται να δηλωθεί ποσό κατά προσέγγιση. 1. Γενική κατηγορηματική κτητική. Π.χ: Σαλαμίς ἐστίν Ἀθηναίων. 2. Γενική κατηγορηματική διαιρετική. Π.χ: Ἱπποκράτης ἐστί τῶν ἐπιχωρίων. 3. Γενική κατηγορηματική της ιδιότητος Π.χ: Τοῦ ποταμοῦ τό εὖρος ἐστί πλέθρου. 4. Γενική κατηγορηματική της ύλης. Π.χ: Ἡ κρηπίς ἐστί λίθος μεγάλων 5. Γενική κατηγορηματική της αξίας Π.χ: Ἡ οἰκία ἐστί ταλάντου 6. Γενική κατηγορηματική της καταγωγής Π.χ: Δαρείου καί Παρυσάτιδες γίγνονται παῖδες δύο.
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ 4
1. Το αντικείμενο εξαρτάται μόνο από ρηματικούς τύπους (ρήμα, απαρέμφατο, μετοχή). 2. Το (εξωτερικό) αντικείμενο μπαίνει μόνο σε πλάγιες πτώσεις (γενική, δοτική, αιτιατική). 3. Το σύστοιχο (ή εσωτερικό) αντικείμενο βρίσκεται πάντα σε αιτιατική και έχει ετυμολογική σχέση με το ρήμα. Συνήθως το συνοδεύει επιθετικός προσδιορισμός. Π.χ: Οἱ Ἀθηναῖοι εἰσφέρουσι πολλάς εἰσφοράς. Επειδή εύκολα μπορεί να εννοηθεί το σύστοιχο αντικείμενο, πολλές φορές παραλείπεται και την θέση του παίρνει ο επιθετικός προσδιορισμός σε ουδέτερο γένος πληθυντικού και σπάνια ενικού. Π.χ: Οἱ Ἀθηναῖοι εἰσφέρουσι πολλά Οἱ Ἀθηναῖοι οὐδέν ἐξήμαρτον. Οὐδέν ἀμάρτημα Οὐδεμίαν ἀμαρτίαν Σημείωση: Όταν έχω ως αντικείμενο ένα ουδέτερο επιθέτου ή αντωνυμίας, συνήθως είναι σύστοιχο. 4. Το υποκείμενο της δευτερεύουσας προτάσεως βγαίνει έξω και γίνεται αντικείμενο από πρόληψη. Π.χ: Για δέστε τον αμάραντο σε τι βουνό φυτρώνει (ο αμάραντος). 5. Εσωτερικό αντικείμενο του αποτελέσματος: Αυτό δεν υπάρχει εξ αρχής, αλλά προέρχεται από την ίδια την ενέργεια του υποκειμένου και το δέχονται κυρίως τα ρήματα που σημαίνουν τη δημιουργία κάποιου πράγματος που δεν υπήρχε πριν ενεργήσει το υποκείμενο του ρήματος. Τέτοια ρήματα είναι τα εξής: κατασκευάζω, ποιῶ, ὀρύσσω, γράφω, ὑφαίνω και άλλα όμοια. Π.χ: Γράφω ἐπιστολήν. Ποιῶ ναῦς. Θίβρων ὑπόνομον ὢρυττεν. Κατασκευάζω τεῖχος.
ΔΙΠΤΩΤΑ ΡΗΜΑΤΑ 5
1. Άμεσο είναι το αντικείμενο που βρίσκεται σε αιτιατική, έμμεσο είναι το άλλο. Π.χ: Δίδωμι τῶ Κλεάρχῳ τήν στρατηγίαν. Α-τινί Α-τι 2. Όταν το ρήμα συντάσσεται με δύο αιτιατικές άμεσο αντικείμενο είναι η αιτιατική που φανερώνει πρόσωπο. Π.χ: Οὗτος διδάσκει τούς παῖδας μουσικήν. 3. Όταν και οι δύο αιτιατικές δηλώνουν πρόσωπο μία είναι αντικείμενο και η άλλη κατηγορούμενο του αντικειμένου. Π.χ: Οἱ Ἀθηναῖοι ἐνόμιζον τούς Λακεδαιμονίους ἐχθρούς =(κατηγ.) Σημείωση: Αυτό κανονικά συμβαίνει με τα ρήματα: ὀνομάζω, ἐκλέγω, νομίζω, διορίζω και ποιῶ, καθώς και τα συνώνυμά τους. 4. Όταν το ένα αντικείμενο είναι σε γενική και το άλλο σε δοτική, άμεσο είναι αυτό που βρίσκεται σε γενική. Π.χ: Οἱ Ἀθηναῖοι μεταδεδώκασι τοῖς δούλοις τῆς ἐλευθερίας. Α-τινι Α-τινος αμ. Σημείωση: Ένα απαρέμφατο, μία πρόταση ως αντικείμενο, λογίζονται ως αιτιατική ουδετέρου (τι). Π.χ: Λέγω ὑμῖν ὃτι Φίλιππος ἐνίκησεν. τινι τι
ΟΜΟΙΟΠΤΩΤΟΙ ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ
6
1. Επιθετικός προσδιορισμός είναι πολύ συχνός και φανερώνει μόνιμη ιδιότητα. Μπορεί να είναι επίθετο, μετοχή, αντωνυμία και αριθμητικό. Επίσης επιθετικός προσδιορισμός γίνεται η γενική πτώση ουσιαστικού, το επίρρημα, και ο εμπρόθετος προσδιορισμός, όταν αυτά παρεμβάλλονται ανάμεσα στο άρθρο και το ουσιαστικό. Συμφωνεί σε γένος, πτώση και αριθμό με το ουσιαστικό που προσδιορίζει. Σαν επιθετικοί προσδιορισμοί χρησιμοποιούνται και προσηγορικά ονόματα και κυρίως όσα φανερώνουν ηλικία, επάγγελμα, εθνικότητα, καθώς και κύρια ονόματα γεωγραφικών όρων –όταν είναι του ίδιου γένους και αριθμού και προτάσσονται με άρθρο- διαφορετικά έχουμε παραθετικούς προσδιορισμούς. Παραδείγματα: Ὁ ἀγαθός ἀνήρ, τά καθεστηκότα πράγματα, ἡ αὑτή γνώμη, τριάκοντα τύραννοι. Ὁ τοῦ βασιλέως θρόνος = ο βασιλικός θρόνος Οἱ νῦν ἂνθρωποι = οι τωρινοί Οἱ ἐν τῇ χώρᾳ ἂνθρωποι = οι εγχώριοι. Σημείωση: Συχνά το ουσιαστικό που προσδιορίζεται από ένα επίθετο παραλείπεται, επειδή εννοείται εύκολα. Τότε ο επιθετικός προσδιορισμός παίρνει χαρακτήρα ουσιαστικού, δηλαδή ουσιαστικοποιείται. Π.χ: οἱ θνητοί (ἂνθρωποι) τό πεζικόν (στράτευμα) ἡ ὑστεραία (ἡμέρα) οἱ ὀλίγοι (ἂνθρωποι) ἡ δεξιά (χείρ) οἱ πολλοί (ἂνθρωποι) τά οικεῖα (πράγματα) ἡ τριήρης (ναῦς) 2. Κατηγορηματικός προσδιορισμός φανερώνει παροδική ιδιότητα και δεν έχει ποτέ άρθρο. Συμφωνεί σε γένος, αριθμό και πτώση με το ουσιαστικό που προσδιορίζει. • Πᾶς, ἃπας, ὃλος Ἂκρος, μέσος, ἒσχατος χωρίς άρθρο κατηγορηματικοί προσδιορισμοί Αὑτός, μόνος, ἒκαστος. • Ουσιαστικό με άρθρο και επίθετο χωρίς άρθρο – το επίθετο= κατηγορηματικός προσδιορισμός. Τῷ ὀξει πελέκει Τῷ ὀξει τῷ πελέκει Π.χ: τέμνω ξύλα Ὀξει πελέκει Ε Ὀξει τῷ πελέκει Κ Τῷ πελέκει ὀξεί Κ Τό ὀξύτατον ξίφος Τό ξίφος τό ὀξύτατον Π.χ: ο οπλίτης φέρει
Ὀξύτατον ξίφος Ὀξύτατον τό ξίφος Τό ξίφος ὀξύτατον 7
ΟΜΟΙΟΠΤΩΤΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ 3. Παράθεση είναι κάτι το γενικό και αποδίδεται σε κάτι ειδικό. Π.χ: Φίλιππος ὁ Μακεδών
Σημείωση: Κοντά στις αντωνυμίες ἡμέτερος, ὑμέτερος, σφέτερος, η γενική πληθυντικού της οριστικής αντωνυμίας αὐτός (αὐτῶν) είναι κατά παράθεση προσδιορισμός –γενική παραθετική- και δεν μεταφράζεται. Π.χ: ἡ ἡμετέρα αὑτῶν χώρα = η χώρα μας Η προεξαγγελτική παράθεση προτάσσεται και χαρακτηρίζει το περιεχόμενο ολόκληρης της πρότασης. Αυτές οι παραθέσεις είναι εκφράσεις στερεότυπες όπως το μέγιστον, τό δεινότατον, τό ἒσχατον, τό λεγόμενον κ.α. 4. Επεξήγηση: Είναι κάτι το ειδικό και αποδίδεται σε κάτι γενικό. Μεταφράζεται με το δηλαδή. Σαν επεξήγηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο ουσιαστικό αλλά και άλλη λέξη ή και ολόκληρη πρόταση. Π.χ: Ὀ μέγας βασιλεύς, ὁ Δαρεῖος, ἐστράτευσεν εἰς Ἀθήνας. Σημείωση: Παράθεση ή επεξήγηση, εκτός από τα ουσιαστικά δέχονται και οι αντωνυμίες αλλά και άλλα μέρη του λόγου ή και μία ολόκληρη πρόταση. ΕΤΕΡΟΠΤΩΤΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ I. 1.
Η γενική Όταν εξαρτάται από ονόματα – ουσιαστικά και επίθετα είναι: Διαιρετική συνήθως σε υπερθετικό βαθμό, αριθμητικά, αντωνυμίες και κάθε λέξη. Κτητική δηλώνει κάτι που μας ανήκει σαν προσόν ή ελάττωμα –δέχονται τῆς φιλίας ἒχθρας-. Π.χ: ἡ ἀρετή τοῦ Φιλίππου= γενική κτητική Του δημιουργού, συνήθως κοντά στις λέξεις νόμος, ἒργου. Της ύλης, π.χ: τάλαντον ἂργυρίου. Του περιεχομένου κοντά σε λέξεις περιεκτικές π.χ: ἂγέλη, στρατός, πλῆθος. Της αξίας ή του τιμήματος, κοντά στο ἂξιος, ἀνάξιος. Της ιδιότητας συνήθως με επιθετικό προσδιορισμό (σε παράφραση βγαίνει κατηγορούμενο) π.χ: παῖς μεγίστης εὐφυϊας. Της αιτίας, κοντά στις λέξεις γραφή, δίκη, αἲτιος, ἀναίτιος, ὑπόλογος, ὑπόδικος, ὓποπτος, ἒνοχος, ὑπεύθυνος. Υποκειμενική π.χ: ἡ νίκη τῶν Ἑλλήνων, ἡ αὐτοκτονία τοῦ Αἲαντος. Αντικειμενική π.χ: ποίησις νεῶν, ὁ φρουρός τῆς πατρίδος. Συγκριτική, κοντά σε επίθετα (ή επιρρήματα) συγκριτικού βαθμού και σε λέξεις με συγκριτική σημασία.
8
Σημείωση: Σχετικά με την γενική υποκειμενική και την γενική αντικειμενική προσέχω την εξάρτηση. Π.χ: πέρας πολέμου= γενική αντικειμενική = γενική υποκειμενική a) Οἱ Ἀθηναῖοι ἐποίησαν πέρας τοῦ πολέμου= γενική αντικειμενική b) Ὑπό τῶν Ἀθηναίων ἐγένετο πέρας τοῦ πολέμου= γενική υποκειμενική Τα επίθετα που συντάσσονται με γενική αντικειμενική φανερώνουν: Επιμέλεια ή αμέλεια Μνήμη ή λήθη Εμπειρία ή απειρία Μετοχή ή πλησμονή Αρχή ή το αντίθετο (π.χ: κύριος ή ὑπήκοος) Χωρισμό ή απαλλαγή Στέρηση Φειδώ ή αφειδία (π.χ: φειδωλός ή ἀφειδής) Διαφορά. 2. Η γενική από συνδετικά ρήματα είναι: Γενική κατηγορηματική κτητική Γενική κατηγορηματική διαιρετική Γενική κατηγορηματική ύλης Γενική κατηγορηματική ιδιότητας Γενική κατηγορηματική αξίας. 3. Η γενική από επιρρήματα είναι: Διαιρετική, συνήθως κοντά στα τοπικά επιρρήματα. Π.χ: πού γῆς ἐσμέν; Της αφετηρίας ή της αναφοράς, κοντά στα παραθετικά επιρρήματα (εἲσω, ἒνδον, πόρρω, ἐγγύς, μεταξύ) και στο ἒχω+επίρρημα. Π.χ: εἰμί ἐγγύς τῶν πυλῶν. Βασιλεύς κακῶς ἒχει παιδείας. Αντικειμενική (από επιρρήματα που τα αντίστοιχα επίθετά τους συντάσσονται με γενική αντικειμενική). 4. Η γενική από επιφωνήματα είναι της αιτίας Π.χ: οἲμοι τῆς ἀγνοίας 5. Η γενική από ρήματα είναι: Της αιτίας, π.χ: Λεωκράτης φεύγει προδοσίας. Της αξίας, π.χ: Πρωταγόρας ἐδίδασκε πολλῶν μνῶν. Του χρόνου, π.χ: Τό πλοῖον ἣξει τῆς νυκτός. Η γενική από ρήματα είναι και αντικείμενο.
Β΄ ΟΡΟΣ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ 9
Βρίσκεται κοντά σε επίθετα ή επιρρήματα συγκριτικού βαθμού και σε λέξεις με συγκριτική σημασία (ἂλλος, διάφορος, ἐναντίος, ἓτερος). Εκφέρεται: ♦ Με γενική συγκριτική π.χ: Πλάτων ἐστί νεώτερος Σωκράτους Υ Κ β΄ όρος ♦ Με το ή και ομοιόπτωτα ή ομοιότροπα προς τον α΄ όρο σύγκρισης π.χ: Πλάτων ἐστί νεώτερος ἢ Σωκράτης. Θέλε μᾶλλον πλουτεῖν ἢ εὐ ζῆν. Σπανιότερη εκφορά Αντί ή πρό + γενική Παρά + αιτιατική Ή κατά + αιτιατική Ή ὣστε (ὡς) + απαρέμφατο
εκφράζει μεγάλη δυσαναλογία προς τον α΄ όρο >> >>
Ο β΄ όρος μπορεί παραλείπεται όταν εννοείται εύκολα.
ΕΙΔΗ ΑΙΤΙΑΤΙΚΗΣ 1. Η αιτιατική, όταν αναφέρεται σε ρηματικό τύπο και δεν είναι αντικείμενο είναι: • Του τόπου (κυρίως στους ποιητές) • Του χρόνου – φανερώνει ποσότητα ή έκταση χρόνου π.χ: οἱ στρατιῶται πέντε ἡμέρας ἐπορεύοντο. • Αιτίας ή σκοπού. Συνήθως ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας ή το τί και ὃ,τι στις ευθείες και στις πλάγιες. Π.χ: ἀλλά γάρ οὐκ οἲδα ὃ,τι δεῖ τοιαῦτα ὀλοφύρεσθαι. • Της αναφοράς. Π.χ: τό μέγεθος εἲργασται αὐτοῖς. • Του τρόπου. Σπάνια (συνήθως μόνο η αιτιατική της λέξης τρόπος – σπανιότερα άλλες όπως δωρεάν, προικα). 2. Η αιτιατική που εξαρτάται από ονόματα είναι της αναφοράς. Π.χ: ὁ ποταμός ἐστί τοσοῦτος τό βάθος. Αιτιατικές της αναφοράς (ή του κατά τι) είναι οι εξής λέξεις, συνήθως χωρίς άρθρο: Ἀριθμόν, βάθος, γένος, εὖρος, μέγεθος, μῆκος, ὂνομα, πλῆθος, ὓψος.
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
10
Το απαρέμφατο είναι έναρθρο (σύναρθρο) ή άναρθρο ανάλογα με το αν έχει άρθρο μπροστά του ή όχι. Το έναρθρο απαρέμφατο παίρνει όλες τις συντακτικές θέσεις ενός ουσιαστικού, ισοδυναμεί με ουσιαστικό (που διατηρεί τη ρηματική του φύση, δηλαδή παίρνει Υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο. Π.χ: τό προκριθῆναι ἐμέ ὑφ’ ὑμῶν ἂρχοντα οὐ. Συμφέρει ὑμῖν Τό λέγειν: ὁ λόγος Τό σιωπᾶν: ἡ σιωπή. Το άναρθρο απαρέμφατο χρησιμοποιείται σαν. 1) Υποκείμενο, σε απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις. Π.χ: Ραδίως ἒχει αὐτοῖς δακρῦσαι. 2) Κατηγορούμενο, σε συνδετικά ρήματα. Π.χ: τό λακωνίζειν ἐστί φιλοσοφεῖν. 3) Αντικείμενο. Π.χ: ἐγώ φημί Αἰγυπτίους σοφούς εἶναι. 4) Επεξήγηση, συνήθως σε δεικτικές αντωνυμίες. Π.χ: ἐγώ φημί τοῦτο, Αἰγυπτίους εἶναι σοφούς. 5) Προσδιορισμός της αναφοράς, κοντά σε κάθε επίθετο (π.χ ἂξιος, ἰκανός ἐπιτήδειος δεινός δυνατός κτλ.). Π.χ: Οἱ Ἀθηναῖοι εἰσί ἰκανοί ἂρχειν. 6) Του σκοπού ή του αποτελέσματος (συνήθως έναρθρο σε γενική) κοντά στα ρήματα: βαίνω, πέμπω, φέρω, λείπω, καταλείπω, αἱροῦμαι, και τα συνώνυμά τους. 7) Απόλυτο, όταν δεν εξαρτάται από πουθενά και βρίσκεται σε ορισμένες στερεότυπες εκφράσεις. Στερεότυπες εκφράσεις ὡς (ἒπος) εἰπεῖν για να μιλήσω (έτσι) ὡς ἀπλῶς εἰπεῖν για να μιλήσω απλά ὡς συνελόντι εἰπεῖν ὡς διά βραχέως εἰπεῖν για να μιλήσω σύντομα ὡς συντόμως εἰπεῖν τό ἐπ’ ἐμοί εἶναι όσο εξαρτιέται από μένα τό ἐπί τούτῳ εἶναι όσο εξαρτιέται από εκείνον 8) Αντί προστακτικής (Σπάνια κυρίως στους ποιητές). Π.χ: Ὦ ξεῖν, ἀγγέλειν Λακεδαιμονίοις… -Το άναρθρο απαρέμφατο μπορεί να είναι ειδικό ή τελικό ανάλογα με το ρήμα εξάρτησης. • Ειδικό (οὐ). Βρίσκεται σε κάθε χρόνο και εξαρτάται από ρήματα λεκτικά, δοξαστικά (=ὃτι, πώς) • Τελικό (μη). Βρίσκεται σε κάθε χρόνο εκτός από μέλλοντα. Εξαρτάται από ρήματα βουλητικά, κελευστικά, δυνητικά, προτρεπτικά, συμβουλευτικά, απαγορευτικά, ευχετικά κτλ. Το υποκείμενο του απαρεμφάτου μπαίνει σε ονομαστική στην περίπτωση της ταυτοπροσωπίας και σε αιτιατική, όταν πρόκειται για ετεροπροσωπία.
11
ΜΕΤΟΧΗ Η μετοχή είναι: 1) Επιθετική (ή αναφορική). Συνήθως έχει άρθρο. Λειτουργεί σαν επίθετο και ισοδυναμεί με αναφορική πρόταση. Παίρνει κάθε θέση συντακτική. Π.χ: Ὁ ἐργαζόμενος (ἂνθρωπος) εὐτυχεῖ. 2) Κατηγορηματική. Εξαρτάται από ορισμένες κατηγορίες ρημάτων (εἰμί, φαίνομαι, τυγχάνω, έναρξης, λήξης, ανοχής, καρτερίας, καμάτου, ψυχικού πάθους, αίσθησης, γνώσης, μάθησης, μνήμης, δείξης, αγγελίας, ελέγχου κ.α). Αναφέρεται στο υποκείμενο ή το αντικείμενο του ρήματος εξάρτησης και μεταφράζεται με το ότι, να, που. Π.χ: ὁρῶ ὑμᾶς διαβάζοντες. Ἐγώ ἣδομαι τιμώμενος Τα παρακάτω ρήματα + κατηγορηματική μετοχή συνήθως μεταφράζονται με επιρρήματα και η κατηγορηματική μετοχή με ρήμα. Τυγχάνω= τυχαία, συμπτωματικά Φαίνομαι= φανερά Οἲχομαι= γρήγορα Φθάνω= πρωτύτερα (όχι πάντα) Διάγω= διαρκώς + κατηγ. μτχ => α)μτχ σαν ρήμα β)ρήμα σαν επιρ Διατελῶ= διαρκώς Διαγίγνομαι= διαρκώς Λανθάνω= κρυφά Π.χ: Ἡ βουλή ἐτύγχανε καθημένη ἐν ἀκροπόλει. «τύγχανε να συνεδριάζει» «τυχαία συνεδρίαζε» 3) Επιρρηματική: Δηλώνει αιτία, σκοπό, χρόνο υπόθεση, εναντίωση, τρόπο. Μπορεί να είναι απόλυτη ή συνημμένη. Η απόλυτη μετοχή έχει δικό της υποκείμενο που δεν είναι τίποτε άλλο συντακτικά μέσα στην πρόταση. Η συνημμένη μετοχή έχει υποκείμενο που είναι και κάτι άλλο συντακτικά μέσα στην πρόταση. (Η επιθετική και η κατηγορηματική είναι πάντα συνημμένες). Η απόλυτη μετοχή μπαίνει σε γενική, όταν είναι προσωπικών ρημάτων και σε αιτιατική, όταν πρόκειται για απρόσωπα ρήματα (δηλαδή αιτιατική ουδετέρου). 4) Αιτιατική απόλυτη= ουδέτερο ενικό μετοχής, μετοχή απροσώπων ρημάτων που ακολουθεί την σύνταξη των απροσώπων ρημάτων, δηλαδή έχει υποκείμενο απαρέμφατο και δοτική προσωπική. Συνήθως είναι εναντιωματικές (75%), αιτιολογικές (25%) και σπάνια κατηγορηματικές. Σπάνια έχουμε αιτιατική απόλυτη και προσωπικού ρήματος: τότε όμως έχει μπροστά το ὡς. Η επιρρηματική μετοχή είναι: 12
1. Αιτιολογική (οὐ), κοντά σε κάθε ρήμα, ιδίως ψυχικού πάθους. Συνήθως παίρνει μπροστά της τα: ἃτε(δη), οἷα(δη), οἷον(δη) για πραγματική αιτία και ὡς για υποκειμενική αιτία, ὣσπερ για αιτία αντίθετη του πραγματικού (ψεύτικο). Π.χ: ἃτε τῆς ψυχῆς ἀθανάτου οὒσης. Ὡς >> >> >> Ὣσπερ >> >> >> 2. Τελική (μή). Πάντα σε μέλλοντα. Εξαρτάται από ρήματα κίνησης ή ενέργειας συνήθως έχει το ὡς. Αν εξαρτάται από κίνησης και έχει το ὡς, δηλώνει υποκειμενικό σκοπό. Π.χ: Κῦρος παρεσκευάζετο ὡς πολεμήσων. Φίλιππος ἒπεμψε τούς ἱππέας ὡς πολεμήσαντες. 3. Χρονική (οὐ, μή). Κάποτε συνοδεύεται από τα χρονικά επιρρήματα ἃμα, αὐτίνα, ἒτι, εὐθύς, μεταξύ. Η χρονική μετοχή του ενεστώτα φανερώνει το σύγχρονο (=ενώ, όταν), ενώ του αορίστου και παρακειμένου φανερώνει το προτερόχρονο (=αφού). Σημείωση: Άλλος τρόπος απόδοσης του προτερόχρονου. Π.χ: εἰπόντες ταῦτα ἀπῆλθον= αυτά είπαν και έφυγαν. 4. Υποθετική (μή). Βρίσκεται κοντά σε αποδόσεις υποθετικών λόγων (μέλλοντος, προστακτική, υποτακτική, δυνητική, οριστική, δυνητική ευκτική, δυνητική απαρεμφάτου. Σχηματίζει αντίστοιχους υποθετικούς λόγους. 5. Εναντιωματική ή ενδοτική ή παραχωρητική. Εκφράζει φανερή αντίθεση με την έννοια του ρήματος που προσδιορίζει. Μερικές φορές μπαίνει μπροστά της το καί, καίπερ, καί ταῦτα (καί μάλιστα) καί οὐδέ. Π.χ: Κῦρος γενναῖος (καίπερ) ὢν ἠττήθη. 6. Τροπική (οὐ). Συνήθως σε ενεστώτα, προσδιορίζει τον τρόπο ενεργείας του ρήματος. Συχνές τροπικές μετοχές: ἒχων, φέρων, ἂγων (=με). Τρόποι απόδοσης: Π.χ: Ληζόμενοι ζῶσι= ζούνε ληστεύοντας Ζουν με την ληστεία Ληστεύουν και ζουν * Ὡς+ μετοχή
Αιτιολογική (οὐ) σε κάθε χρόνο τελική (μή) πάντα σε μέλλοντα Κατηγορηματική
ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΙΤΙΟ Βρίσκεται κοντά σε ρηματικούς τύπους παθητικής διάθεσης. Εκφέρεται με: 1) Ἀπό, ὑπό, ἐκ, παρά, πρός + γενική Π.χ: οἱ κήρυκες ἐπέμφθησαν ὑπό Φιλίππου. 2) Δοτική προσωπική ενεργούντος προσώπου κοντά σε:
13
• Συντελικό χρόνο (παρακείμενο, υπερσυντέλικο, συντελεσμένο μέλλοντα). Π.χ: Ταῦτα γέγραπται Ξενοφώντι (= ὑπό Ξενοφῶντος) • Σε ρηματικά επίθετα σε –τέος, -τος. Π.χ: ταῦτα γραπτέα ἐστί Ξενοφώντι (ὑπό Ξενοφῶντος) • Σε απρόσωπα ρήματα Π.χ: Μεταμέλει μοι τοῦ πολέμου(= μετανιώνω για τον πόλεμο) Τῆ πόλει μετεμέλησεν τῶν κρίσεων τῶν μετά ὀργῆς γενομένων (= η πόλη μετάνοιωσε για τις αποφάσεις…).
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΚΡΙΣΕΩΣ (οὐ) Εκφέρονται με: Απλή οριστική- δηλώνει το πραγματικό. Δυνητική οριστική (= δυνητικό ἂν+ οριστική ιστορικού χρόνου)- δηλώνει το μη πραγματικό. Δυνητική ευκτική (= δυνητικό ἂν+ ευκτική κάθε χρόνου πλην μέλλοντος)- δηλώνει κάτι που μπορεί να γίνει στο παρόν, μέλλον. Σημείωση: Μετάφραση δυνητικών εγκλίσεων: Δυνητική οριστική=> ἂν ἒλυον= θα έλυνα (θα+ παρατατικός) ἂν ἒλυσα= θα είχα λύσει ἂν ἐλελύκειν= θα είχα λύσει (θα+ υπερσυντέλικος) Δυνητική ευκτική=> θα μπορούσα να Ή μπορώ να… π.χ: ἂν λέγοιμι
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ Εκφέρονται: Προστακτική- φανερώνει προσταγή, προτροπή, απαγόρευση, αποτροπή, παραίνεση, παράκληση. Υποτακτική- είναι έγκλιση που δηλώνει το προσδοκώμενο, το ενδεχόμενο. Ευχετική οριστική (σπάνια)- εκφράζει ευχή ανεκπλήρωτη (εἰ γάρ, εἲθε+ οριστική παρατατικού ή αορίστου, ὢφελον + απαρέμφατο) Ευχετική ευκτική (σπάνια)- (απλή ευκτική ή εἲθε+ ευκτική). Σημείωση: Μετάφραση ευχετικών εγκλίσεων. I. Ευχετική οριστική= μακάρι να +παρατατικό II. Ευχετική ευκτική= μακάρι να +υποτακτική
14
ΕΙΔΗ ΔΟΤΙΚΗΣ 2) Από ουσιαστικά και επίθετα (που προέρχονται από ρήματα που συντάσσονται με δοτική)=> δοτική αντικειμενική. Σημείωση: τα φιλίας- έχθρας συντάσσονται: Με δοτική αντικειμενική. Π.χ: σύμμαχος τῷ Φιλίππῳ Με γενική κτητική. Π.χ: ὁ σύμμαχος τοῦ Φιλίππου. 2) Από ρήματα: α) προσωπικά: 1. Αντικείμενο 2. Δοτική προσωπική (κτητική, χαριστική, αντιχαριστική, ηθική, του κρίνοντος, του ενεργούντος). 3. Δοτική επιρρηματική (χρόνο, αιτία, οργανική κτλ.) β) απρόσωπα: 1. Δοτική προσωπική. Π.χ: ὣρα ἐστί μοι φεύγειν (ἐμέ= Υ). 3) Από προθέσεις και επιρρήματα. • Προθετικά σύνολα (εμπρόθετοι προσδιορισμοί). • Επιρρηματικά σύνολα. Δοτική προσωπική: α) κτητική, συνήθως κοντά στα εἰμί, γίγνομαι, ὑπάρχω. Π.χ: εἰσί τοῖς πολεμίοις ἱππείς= έχουν οι εχθροί ιππείς. β) χαριστική ή αντιχαριστική. Φανερώνει το πρόσωπο που δέχεται την ωφέλεια (υλική) ή βλάβη. γ) ηθική. Συνήθως προσωπική αντωνυμία, α΄ ή β΄ προσώπου, που συχνά φανερώνει πρόσωπο που αισθάνεται χαρά ή λύπη, ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Σημείωση: Κοντά στις μετοχές των ρημάτων ἣδομαι, ἂχθομαι, βούλομαι και στο επίθετο ἂσμενος υπάρχει δοτική προσωπική ηθική. Η μετοχή μαζί με το ρήμα εἰμί (τύπο του ρήματος) δημιουργεί περίφραση. Η μετοχή είναι κατηγορηματική, το ἂσμενος είναι κατηγορούμενο. δ) κρίνοντος ή της αναφοράς. Κοντά σε κάθε ρήμα, κυρίως στο δοκῶ και φαίνομαι. Σημείωση: Κοντά στο δοκῶ και φαίνομαι η δοτική προσωπική είναι του κρίνοντος όταν είναι προσωπικά. Επίσης και όταν είναι απρόσωπα, αλλά από τη δοτική δεν βγαίνει το υποκείμενο του απαρεμφάτου σε πτώση αιτιατική. Π.χ: Δοκοῦσι μοι οἱ νόμοι δίκαιοι εἶναι. Υ Κ Α Δοκεῖ μοι, ὣρα εἶναι ἡμᾶς ἀπιέναι.
15
ε) του ενεργούντος προσώπου (ποιητικό αίτιο), κοντά σε συντελικό χρόνο, σε ρηματικά επίθετα –τέος, -τος και σε απρόσωπα ρήματα. Π.χ: Μεταμέλει μοι τινός, μέλει μοι τινός, μέτεστι μοι τινός. Δοτική επιρρηματική. α) του τόπου. Σπάνια στους πεζούς, συχνά στους ποιητές. Π.χ: Ἀθηναῖοι ἐνίκησαν (ἐν) Μαραθώνι. β) του χρόνου. Δηλώνει ορισμένη χρονική στιγμή. Π.χ: Ἀθηναῖοι ἀπῆλθον τῇ τρίτῃ νυχτί. γ) της αιτίας. Κοντά σε κάθε ρήμα, κυρίως σε ψυχικού πάθους ρήματα. Π.χ: Οὗτος ἣσθη τῇ νίκῃ ἐπεί ἐνίκησε- νικήσας δ) του οργάνου => συγκεκριμένο ουσιαστικό ε) του μέσου => >> >> στ) της συνοδείας=> >> >> ζ) του τρόπου => αφηρημένο ουσιαστικό Π.χ: εἷλον τήν πόλιν βίᾳ. η) της αναφοράς, κοντά σε ρήματα που φανερώνουν υπεροχή, σύγκριση, διαφορά (και κοντά σε επίθετα). Π.χ: Σωκράτης διήνεγκε ἁπάντων ἀνθρώπων τῇ σοφίᾳ ἦν ὑπέρτατος. θ) του ποσού (της διαφοράς ή του μέτρου) κοντά σε συγκριτικό ή υπερθετικό (σπάνια) βαθμό. Π.χ: Οἱ Ἓλληνες ἦσαν πολλῶ πλείονες.
ΟΡΓΑΝΙΚΗ Όργανο- κάτι που το χειριζόμαστε. Π.χ: ἐφόνευσε τόν Κῦρον τῷ ξίφει. Εἷλον τήν πόλιν τοῖς ὃπλοις. Μέσο- το μέσο που χρησιμοποιούμε για να φέρουμε σε πέρας την κίνηση, κάτι που ξεπερνάει τις μυϊκές μας δυνάμεις. Π.χ: Διέβη τόν πόντον νηί. Συνοδεία- απλά συνοδεύει την κίνηση. Π.χ: Ξέρξης ἀφίκετο πολλῷ στρατεύματι.
ΣΥΝΔΕΣΗ
Α) Παρατακτική: συνδέονται όμοια πράγματα 1) Κύρια πρόταση με άλλη κύρια. 2) Δευτερεύουσα πρόταση με άλλη δευτερεύουσα όμοια. 3) Κάθε όρος με άλλον όμοιο συντακτικά όρο στην ίδια πρόταση.
16
4) Περίοδο ή ημιπερίοδο με περίοδο, ημιπερίοδο. Οι περίοδοι και ημιπερίοδοι στα αρχαία κανονικά συνδέονται μεταξύ τους παρατακτικά. Όταν δεν συνδέονται τότε η μία είναι επεξήγηση στην άλλη. Παρατακτικά συνδέουν οι σύνδεσμοι: α) συμπλεκτικοί (τέ, καί, οὒτε, μήτε, οὐδέ, μηδέ) β) αντιθετικοί (μέν, δέ, μέντοι, ὃμως, ἀτάρ,(= όμως), ἀλλά, μην(= όμως), ἀλλά μην (= αλλά όμως), καί μην(= και όμως), καίτοι, οὐ μήν ἀλλά(= ἀλλά ὂμως) <συνδέουν παρατακτικά οι: οὐ- μή (μόνον)… ἀλλά (καί)>. γ) διαζευκτικοί ή διαχωριστικοί (ἢ, ἢτοι, εἲτε, ἐάντε, ἂντε, ἦντε). δ) συμπερασματικοί (εκτός από τους ὡς, ὣστε, οι: ἂρα, δή, δῆτα, οὖν, τοίνυν, τοιγάρτοι, τοιγαρούν, οὒκουν, οὐκοῦν). ε) ο αιτιολογικός γάρ. … καί…=> απλή σύνδεση καί … καί => σύνδεση με έμφαση τέ … καί => >> >> τέ … τέ: σπάνια. Β) Υποτακτική: Υποτάσσεται μια δευτερεύουσα πρόταση σε μια κύρια ή σε άλλη δευτερεύουσα. Υποτακτικά συνδέουν: Όλοι οι άλλοι σύνδεσμοι, οι αναφορικές και ερωτηματικές αντωνυμίες, τα ερωτηματικά και αναφορικά επιρρήματα, τα παραχωρητικά εἰ καί, ἂν καί, καί εἰ, καί ἂν, τα ενδοιαστικά μή, μή οὐ (όλα δηλαδή τα παραπάνω εισάγουν δευτερεύουσες προτάσεις). Γ) Ασύνδετο σχήμα: Παρατίθενται χωρίς –με ένα μόνο κόμμα- να συνδέονται όμοιες προτάσεις ή όμοια συντακτικά όροι που ανήκουν στην ίδια πρόταση.
ΈΛΞΗ ΤΟΥ ΑΝΑΦΟΡΙΚΟΥ Η αναφορική αντωνυμία παίρνει από τη λέξη στην οποία αποδίδεται το γένος και τον αριθμό, από την πρόταση στην οποία ανήκει παίρνει την πτώση (ανάλογα με τις απαντήσεις.) 17
Π.χ: ἐμμένω τοῖς ὃρκοις, οὗς ὢμοσα (ὂμνυμι τι) ἐμμένω τούτοις, ἃ ὢμοσα. Συχνά όμως παίρνει και την πτώση από την λέξη που προσδιορίζει (= έλξη του αναφορικού). Π.χ: ἐμμένω τοῖς ὃρκοις, οἷς ὢμοσα. Όταν η αναφορική αντωνυμία αποδίδεται σε δεικτική, η δεικτική κανονικά παραλείπεται. Π.χ: ἐμμένω τούτοις, οἷς ὢμοσα ἐμμένω οἷς ὢμοσα τούτοις ἃ. Όταν αποδίδεται η αναφορική αντωνυμία σε ουσιαστικό, τότε αυτό πηγαίνει στο τέλος της αναφορικής χωρίς άρθρο. Π.χ: ἐμμένω οἷς ὢμοσα ὃρκοις.
ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ A. Ονοματικές (ή ουσιαστικές). Λέγονται οι προτάσεις που μπαίνουν σε θέση ονόματος και έχουν θέση Υποκειμένου, Αντικειμένου, Επεξήγησης.
18
B. Επιρρηματικές. Λέγονται οι προτάσεις που μπαίνουν σαν επιρρήματα (αιτία, χρόνο, σκοπό, υπόθεση, εναντίωση) και δεν μπαίνουν σαν Υποκείμενα, Αντικείμενα, Επεξηγήσεις. όνομα: ουσιαστικό, επίθετο επίρρημα: σκοπός, τρόπος, χρόνος, αιτία, εναντίωση, υπόθεση. Ονοματικές δευτερεύουσες προτάσεις: ειδικές, ενδοιαστικές, πλάγιες εν μέρει αναφορικές. Επιρρηματικές δευτερεύουσες προτάσεις: τελικές, αιτιολογικές, συμπερασματικές, χρονικές, υποθετικές, εναντιωματικές, εν μέρει αναφορικές.
I. Ενδοιαστικές προτάσεις (ονοματικές): -Ορισμός: Εκφράζουν φόβο μήπως γίνει ή δεν γίνει κάτι. π.χ: φοβοῦμαι μή (ή μή οὐ) ἀληθές ἐστίν. -Εξαρτώνται: από ρήματα που σημαίνουν φόβο ή δισταγμό ή υποψία (φοβοῦμαι, δέδια ή δέδοικα, ὀκνῶ(= διστάζω), διστάζω, ὑποπτεύω, εὐλαβοῦμαι, ὑποψία ἒχει με, φόβος ἐστί, ὑποψία ἐστί, κίνδυνος ἐστί, δεινόν ἐστί κτλ). -Εισάγονται: α) μή (=μήπως), όταν εκφράζουν φόβο μήπως γίνει κάτι φοβερό και ανεπιθύμητο, β) μή οὐ(=μήπως δεν), όταν εκφράζουν φόβο μήπως δε γίνει κάτι, οπότε τότε θα είναι φοβερό και ανεπιθύμητο, γ) ὃπως μή (=μήπως, να μη), για να δηλώσει φόβο μήπως γίνει κάτι. -Εκφέρονται: α) με υποτακτική, ύστερα από αρκτικό χρόνο και εκφράζει φόβο ενδεχόμενο. π.χ: φοβοῦμαι μή πάθω τι. β) με υποτακτική, ύστερα από ιστορικό χρόνο και εκφράζει φόβο αναμενόμενο με βεβαιότητα. π.χ: ἐφοβήθησαν μή ἐπί σφᾶς ὁ στρατός χωρήσῃ. γ) με οριστική, όταν ο φόβος είναι πραγματικός. π.χ: φοβοῦμαι μή ἒπαθόν τι. δ) με ευκτική συνήθως του πλαγίου λόγου, ύστερα από ιστορικό χρόνο (ο φόβος ανάγεται, μεταφέρεται στο παρελθόν). π.χ: ἐφοβούμην μή πάθοιμί τι. ε) δυνητική ευκτική, ο φόβος αποτελεί υποκειμενική κρίση του υποκειμένου του ρήματος. π.χ: ἐκείνο ἐννοῶ, μή λίαν ἂν ταχύ σωφρονισθείην. στ) δυνητική οριστική, (πολύ σπάνια), όταν το φοβερό δε συνέβη. π.χ: ἐδεδοίκει μή παρεσκευασμένοι ἂν ἦσαν. -Συντακτική θέση: α) υποκείμενα σε απρόσωπα ρήματα και εκφράσεις. π.χ: φόβος ἐστί μή ἒπαθόν τι (Υ). β) αντικείμενα ρημάτων φόβου ή υποψίας σημαντικών. π.χ: φοβοῦμαι μή ἒπαθόν τι (Α). γ) επεξήγηση (κυρίως στο ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας). π.χ: φοβοῦμαι τοῦτο μή ἒπαθόν τι (Ε). -Άρνηση: είναι προτάσεις επιθυμίας, αλλά δέχονται άρνηση οὐ.
II.
Ειδικές προτάσεις (ονοματικές) 19
-Ορισμός: Ειδικεύουν, περιορίζουν, δηλαδή και αποσαφηνίζουν το γενικό και αόριστο νόημα του ρήματος απ’ όπου εξαρτώνται. π.χ: Λέγει ὁ κατήγορος ὡς ὑβριστής εἰμί -Εξαρτώνται: από λεκτικά, γνωστικά, αισθητικά, δηλωτικά ρήματα και σπάνια δοξαστικά. -Εισάγονται: α) ὃτι, για αντικειμενική γνώμη –πραγματική-, β) ως (=ὃτι τάχα, ὃτι δήθεν), για υποκειμενική γνώμη. γ)ὡς ἂρα, όταν το περιεχόμενο της ειδικής πρότασης κατά την κρίση του λέγοντος είναι ψέμα. -Εκφέρονται: α) Οριστική, για να εκφράσουν το πραγματικό. π.χ: Πλάτων λέγει ὃτι Σωκράτης ἐστί σοφός. β) δυνητική οριστική, για να εκφράσουν το μη πραγματικό. γ) δυνητική ευκτική, για να εκφράσουν το δυνατό γενέσθαι στο παρόν-μέλλον. δ) ευκτική πλαγίου λόγου, ύστερα από ιστορικό χρόνο συνήθως μετατρέπουν την απλή οριστική μόνο σε ευκτική του πλαγίου λόγου. π.χ: Πλάτων εἶπε ὃτι Σωκράτης εἲη σοφός. -Συντακτική θέση: α) υποκείμενα, σε απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις. π.χ: ἀγγέλλεται ὃτι Κῦρος τέθνηκεν (Υ). β) αντικείμενα λεκτικών, αισθητικών, γνωστικών ρημάτων. π.χ: Ξενοφών λέγει ὃτι Κῦρος τέθνηκεν (Α). γ) επεξήγηση, συνήθως σε ουδέτερα αντωνυμιών-ιδιαίτερα δεικτικών. π.χ: Ξενοφών λέγει τοῦτο, ὃτι Κῦρος τέθνηκεν (Ε). -Άρνηση: οὐ Σημειώσεις: 1) Οἶδα ὃτι =βέβαια Εὐ οἶδα ὃτι =βεβαιότατα επιρρηματικές εκφράσεις Δῆλον ὃτι =φανερά 2) ότι: πολύ σπάνια το «ὃτι» μπροστά από λέξεις ή φράσεις που αναφέρονται «αυτολεξεί» πλεονάζει και παραλείπεται στη μετάφραση. 3) φημί: συντάσσεται με ειδικό απαρέμφατο αντί για ειδική πρόταση. 4) ἳνα εἰδῇς, ἳνα εἰδῆτε: μερικές φορές μπροστά από ειδική πρόταση, από την οποία παραλείπεται το ρήμα εξάρτησης, υπονοείται από τα συμφραζόμενα η φράση «ἳνα εἰδῇς» ή «ἳνα εἰδῆτε». π.χ: Ὃτι ἀληθή λέγω, τούς νόμους αὐτούς αναγνώσεται (ἳνα εἰδῆτε ὃτι…).
III.
Τελικές προτάσεις (επιρρηματικές)
-Ορισμός: δηλώνουν το σκοπό στον οποίο αποβλέπει και κατευθύνεται η ενέργεια του υποκειμένου της πρότασης από την οποία εξαρτώνται. π.χ: κόλαζε τά πάθη, ἳνα μή ὑπό τούτων κολασθῆς. -Εξαρτώνται από ρήματα κίνησης ενέργειας (σκόπιμης) και τα παρόμοια. -Εισάγονται: ἳνα, ὃπως, ὡς (=για να) -Εκφέρονται: α) με υποτακτική, ύστερα από αρκτικό χρόνο για να εκφράσουν σκοπό προσδοκώμενο. π.χ: Φίλιππος πέμπει ἱππέα τινά, ἳνα εἲπῃ. β) με ευκτική πλαγίου
20
λόγου, ύστερα από ιστορικό χρόνο και ο σκοπός τότε ανάγεται στο παρελθόν. π.χ: Φίλιππος ἒπεμψε ἱππέα τινά, ἳνα εἲποι. γ) με υποτακτική, αν και εξαρτάται από ιστορικό χρόνο, όπου ο σκοπός ανάγεται στο παρελθόν αλλά εξακολουθεί να ισχύει στο παρόν-μέλλον. π.χ: Φίλιππος ἒπεμψε ἱππέα τινά, ἳνα εἲπῃ. ΣΠΑΝΙΟΤΕΡΑ: δ) με οριστική ιστορικών χρόνων, ε) οριστική μέλλοντα, στ) ευκτική, ζ) όπως, ὡς +ἂν αοριστολογικό+ υποτακτική (λανθάνει υποθετικός λόγος). ΠΙΟ ΣΠΑΝΙΑ: η) δυνητική οριστική ή ευκτική (λανθάνει υπόθεση). -Συντακτική θέση: επιρρηματικού προσδιορισμού τελικού αιτίου (σκοπού). -Άρνηση: μή (προτάσεις επιθυμίας) Σημείωση: ἳνα (= εκεί, όπου): πολύ σπάνια βρίσκεται με την αρχική του επιρρηματική σημασία.
IV. Αιτιολογικές προτάσεις (επιρρηματικές) -Ορισμός: αιτιολογούν το νόημα του ρήματος από το οποίο εξαρτώνται. Η αιτιολογική πρόταση και η προσδιοριζόμενη (συνήθως κύρια) βρίσκονται σε λογική σχέση αιτίας και αποτελέσματος (κύρια). π.χ: χαίρω ὃτι εὐδοκιμεῖς (εὐδοκίμησις: αιτία-χαρά: αποτέλεσμα). -Εξαρτώνται: προπάντων από ρήματα ή εκφράσεις που δηλώνουν ψυχικό πάθος. -Εισάγονται: ὃτι, ὡς, διότι, ἐπεί, ἐπειδή, (σπάνια με τους χρονικούς ὃτε ὁπότε), εἰ. -Εκφέρονται: α) με οριστική, β) σπάνια με ευκτική πλαγίου λόγου, ύστερα από ιστορικό χρόνο, γ) με δυνητική οριστική, δ) με δυνητική ευκτική. -Συντακτική θέση: επιρρηματικού προσδιορισμού αναγκαστικού αιτίου (αιτίας), σπάνια χρησιμεύουν σαν επεξήγηση. π.χ: Ἳσως δέ καί οἱ ἒρωτες τοξόται διά τοῦτο καλοῦνται, ὃτι καί πρόσωθεν οἱ καλοί τιτρώσκουσι. Άρνηση: οὐ (προτάσεις κρίσεως). Σημειώσεις: 1) Ύστερα από ρήματα ψυχικού πάθους (θαυμάζω, ἢδομαι, ἂγομαι, χαίρω, αἰσχύνομαι, κτλ.) ή εκφράσεις (φοβερόν ἐστί, αἰσχρόν ἐστί, δεινόν ἐστί, κτλ.) ακολουθεί αιτιολογική πρόταση που εισάγεται με: α) το ὃτι για πραγματική αιτία β) το εἰ (=εφόσον) για αιτία που μπορεί να αμφισβητηθεί (υποτιθέμενη αιτία). Σ’ αυτήν την περίπτωση κανονικά η άρνηση είναι μή. 2) Οι σύνδεσμοι ἐπεί και ὡς, όταν βρίσκονται στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου, συνδέουν παρατακτικά (= γαρ) με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει άλλη κύρια πρόταση. 3) Ο σύνδεσμος ἐπεί +προστακτική εισάγει κύρια πρόταση. π.χ: Ἐπεί, ὦ Σώκρατες, θέασαι ὡς μέγα σοι ἐρῶ τεκμήριον τοῦ νόμου. 4) ὃτι, ὡς: ειδική: εξάρτηση (λεκτικό, αίσθησης, γνώσης)- ονοματική (Υ,Α,Ε) : αιτιολογική: εξάρτηση (ψυχικού πάθους)- επιρρηματική (αιτία). 5) ἐπεί, ἐπειδή: +αρκτικό χρόνο- πάντα αιτιολογική
21
: +ιστορικό χρόνο- συνήθως χρονική.
V.
Συμπερασματικές ή αποτελεσματικές προτάσεις (επιρρηματικές)
-Ορισμός: δηλώνουν το συμπέρασμα (ή αποτέλεσμα ή επακολούθημα) που προκύπτει απ’ την ενέργεια του ρήματος της κύριας πρότασης απ’ την οποία εξαρτώνται. -Εξαρτώνται: από κάθε ρήμα. -Εισάγονται: ὣστε, ὠς (= ώστε, με αποτέλεσμα να), ἐφ’ ᾧ (τέ) (= με τον όρο να, με την προϋπόθεση να, με τη συμφωνία να). -Εκφέρονται: α) με τις εγκλίσεις κρίσης (άρνηση οὐ) δηλαδή: 1) με οριστική, για συμπέρασμα πραγματικό 2) με δυνητική οριστική, για συμπέρασμα με πραγματικό 3) με δυνητική ευκτική, για συμπέρασμα που μπορεί να γίνει στο παρόν- μέλλον. 4) με ευκτική πλαγίου λόγου σπανιότερα, όταν προηγείται ιστορικός χρόνος ή άλλη ευκτική. β) με απαρέμφατο (άρνηση μή), για να φανερώσουν συμπέρασμα ενδεχόμενο ή δυνατό, σκοπό, όρο ή συμφωνία. -Συντακτική θέση: επιρρηματικού προσδιορισμού του αποτελέσματος ή της ακολουθίας ή του συμπεράσματος. -Άρνηση: σαν προτάσεις κρίσης με οὐ. Όταν εκφέρονται με απαρέμφατο με μη (επιθυμίας). Σημειώσεις: 1) Ο όρος ή συμφωνία πιο συχνά εκφέρεται με το ἐφ’ ᾧ(τέ) + απαρέμφατο ή οριστική μέλλοντα. π.χ: Λακεδαιμόνιοι ἐποίησαν σπονδάς, ἐφ’ᾧ(τέ) Ἀθηναίους καθελεῖν τά τείχη ή ἐφ’ᾧ(τέ) Ἀθηναῖοι καθαιρήσουσι τα τείχη. 2) Το απαρέμφατο της συμπερασματικής πρότασης μπορεί να είναι δυνητικό (να συνοδεύεται δηλαδή από δυνητικό ἂν) δυνητικό ἂν= δυνητική οριστική ή δυνητική ευκτική. 3) Το υποκείμενο του απαρεμφάτου ακολουθεί τους κανόνες της ταυτοπροσωπία και ετεροπροσωπίας. 4) Ο συμπερασματικός ὣστε μερικές φορές στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου δεν εισάγει δευτερεύουσα πρόταση, αλλά συνδέει παρατακτικά (= επομένως, γι’ αυτό), με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει άλλη κύρια πρόταση. 5) Το ὣστε+ προστακτική ή απαγορευτική υποτακτική αποτελεί κύρια πρόταση. π.χ: Ὣστε μή ἀπορήσῃς- Ὣστε θάρρει.
22
VI.
Υποθετικές προτάσεις (επιρρηματικές) στον ευθύ λόγο
-Ορισμός: δηλώνουν τον όρο, την προϋπόθεση με την οποία μπορεί να ισχύει ή να αληθεύει αυτό που εκφράζει η πρόταση (συνήθως κύρια) απ’ την οποία εξαρτώνται. -Εισαγωγή: εἰ, ἐάν, ἂν, ἢν. -Εκφορά: εἰ+ οριστική ή ευκτική ἐάν, ἂν, ἢν+ υποτακτική -Άρνηση: μη –αν και τις περισσότερες φορές είναι προτάσεις κρίσεως-. 1ο είδος: πραγματικό: εἰ+ οριστική οπουδήποτε χρόνου –απόδοση: οποιαδήποτε έγκλιση. 2ο είδος: μη πραγματικό: εἰ+ οριστική ιστορικού χρόνου –απόδοση: δυνητική οριστική. Σημείωση 1: Από την απόδοση του μη πραγματικού μπορεί να λείπει το δυνητικό αν. α) ἒδει, ἐχρῆν, προσῆκε, ἐξῆν, εἰκόν ἦν, καλόν ἦν, ἂξιον ἦν+ απαρέμφατο. β) οριστική αορίστου με τις λέξεις ὀλίγου ή μικροῦ (= λίγο έλειψε να…). γ) ὀλίγον ή μικροῦ ἐδέησα (ας, ε)+ απαρέμφατο. δ) ἐκινδύνευσα+ απαρέμφατο. Σημείωση 2: Όταν ύστερα από υποθετικό λόγο ακολουθεί το νῦν δέ (=άλλ’ όμως), συνήθως είναι μη πραγματικό. 3ο είδος: προσδοκώμενο: ἐάν, ἂν, ἢν+ υποτακτική –απόδοση: οριστική μέλλοντα ή μελλοντική ανάλογη έκφραση (υποτακτική, προστακτική, δυνητική ευκτική, τελικό απαρέμφατο). 4ο είδος: αόριστη επανάληψη στο παρόν –μέλλον: ἐάν, ἂν, ἢν+ υποτακτική – απόδοση: οριστική ενεστώτα ή γνωμικός αόριστος (= συνήθως +ενεστώτα). 5ο είδος: απλή σκέψη του ομιλητού: εἰ+ ευκτική –απόδοση: δυνητική ευκτική ή σπάνια οριστική αρκτικού χρόνου. 6ο είδος: αόριστη επανάληψη στο παρελθόν: εἰ+ ευκτική επαναληπτική –απόδοση: οριστική παρατατικού ή αορίστου+ ἂν ή σπάνια υπερσυντελίκου.
VII.
Εναντιωματικές και παραχωρητικές (ή ενδοτικές) προτάσεις
-Εισάγονται: με τους εναντιωματικούς συνδέσμους α) εἰ καί, ἂν καί (ἢν, ἐάν καί) όταν η εναντίωση γίνεται προς κάτι το πραγματικό. β) καί εἰ, καί ἂν= κἀν ἢ, αν η
23
κύρια πρόταση είναι αρνητική, οὐδ’ εἰ, οὐδ’ ἐάν, μηδ’ ἐάν, όταν φανερώνουν κάτι που για τον ομιλητή δεν θεωρείται πραγματικό αλλά αδύνατο ή απίθανο. -Εκφέρονται: όμοια με τις υποθετικές προτάσεις και σχηματίζουν αντίστοιχους υποθετικούς λόγους, γιατί οι παραχωρητικές προτάσεις με το επιδοτικό και (οὐδέ, μηδέ) κοντά στον υποθετικό σύνδεσμο. Γι’ αυτό έχουν άρνηση μή και εκφέρονται όπως και οι υποθετικές προτάσεις. Σημείωση 1: εἰ: υποθετικές (επιρρηματικές), πλάγιες (ονοματικές), αιτιολογικές (επιρρηματικές). Σημείωση 2: Οι εναντιωματικές μετοχές έχουν άρνηση οὐ.
VIII. Χρονικές προτάσεις (επιρρηματικές) -Ορισμός: Φανερώνουν πότε γίνεται αυτό που σημαίνει το ρήμα της πρότασης απ’ την οποία εξαρτώνται. Οι χρονικές προτάσεις ανάλογα με τη χρονική τους σχέση, δηλώνουν: α) το σύγχρονο, β) το προτερόχρονο, γ) το υστερόχρονο. -Εισάγονται: ὃτε, ὁπότε, ὡς, ἡνίκα (= όταν), ὁπηνίκα (=όταν, όποια ώρα), ἐν ὧ, ἐπεί (τάχιστα), ἐπειδή (τάχιστα), ἐπεί πρῶτον, ἐπειδή πρῶτον (:εὐθύς ὡς, μόλις), ἒως, ἒστε (=μέχρι, έως), μέχρι, ἂχρι, ἐξ οὗ, ἐξ ὃτου, ἀφ’ οὗ, ἀφ’ ὃτου, πρίν, ὁσάκις, ὁποσάκις. -Εκφέρονται: α) με οριστική (οὐ), όταν φανερώνουν κάτι το πραγματικό. β) υποτακτική (μή), για να φανερώσουν μαζί με την απόδοση προσδοκώμενο ή αόριστη επανάληψη στο παρόν –μέλλον. ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Κανονικά σ’ αυτήν την περίπτωση, ακολουθεί μετά το χρονικό σύνδεσμο το αοριστολογικό ἂν, και οι σύνδεσμοι ὃτε, ὁπότε, ἐπεί, ἐπειδή, γίνονται: ὃταν ὁπόταν, ἐπάν (ἐπήν), ἐπειδάν. γ) ευκτική επαναληπτική (μή), για να φανερώσουν μαζί με την απόδοση, αόριστη επανάληψη στο παρελθόν. Σημείωση: Σύνταξη του πρίν: α) με απαρέμφατο (=προτού να, προτού), όταν το ρήμα εξάρτησης δεν έχει άρνηση. β) με οριστική (ωσότου, παρά, αφού) εκφράζει το πραγματικό, όταν το ρήμα εξάρτησης έχει άρνηση, ή με υποτακτική (= προτού να) – συνήθως έχει το αοριστολογικό ἂν, εκφράζει το προσδοκώμενο ή αόριστη επανάληψη στο παρόν -μέλλον. γ) με ευκτική (σπάνια) του πλαγίου λόγου, από ιστορικό χρόνο, ή από έλξη από άλλη ευκτική. Σημειώσεις: 1) Το υποκείμενο του απαρεμφάτου στις προτάσεις με το πριν ακολουθεί τους κανόνες της ταυτοπροσωπίας και της ετεροπροσωπίας. 2) ἐξ οὗ-ἐξ ὃτου, ἀφ’ οὗ-ἀφ’ ὃτου: (χρόνου)=> χρονική πρόταση, άλλη λέξη=> αναφορική πρόταση. ἐν ᾧ: (χρόνῳ)=> χρονική, διαφορετικά=> αναφορική. 3) Τις χρονικές μετοχές που δηλώνουν προτερόχρονο συνήθως τις αναλύουμε με το ἐπεί, ἐπειδή, ενώ αυτές που δηλώνουν σύγχρονο με το ὃτε, ὃπότε.
24
4) ἐπεί, ἐπειδή: χρονική συνήθως (+ ιστορικό χρόνο), αιτιολογική πάντοτε (+αρκτικό χρόνο).
IX.
Ευθείες ερωτήσεις
-Ορισμός: είναι κύριες προτάσεις κρίσης ή επιθυμίας που έχουν στο τέλος ερωτηματικό. π.χ: Τίς ἒστιν ὁ Φίλιππος; -Εκφέρονται: α) Οι κρίσεως με: οριστική –πραγματικό. π.χ: τίς εἶ; δυνητική οριστική –μη πραγματικό, δυνητική ευκτική –δυνατό γενέσθαι στο παρόν –μέλλον. β) οι επιθυμίας με: απορρηματική υποτακτική. π.χ: ποῖ τράπωμαι; -Είναι: α) ολικής άγνοιας: αγνοούμε όλο το περιεχόμενο και η απάντηση είναι ένα ναι ή ένα όχι, και εισάγονται με ερωτηματικά μόρια (ἂρα, ἀράγε, οὒκουν, οὐκοῦν κτλ.) ή με τίποτα. β) μερικής άγνοιας: όταν η απάντηση δεν είναι ένα ναι ή ένα όχι, και εισάγονται με ερωτηματικές αντωνυμίες ή ερωτηματικά επιρρήματα. -Διμελείς ερωτήσεις: Είναι του τύπου πότερον(α)… ἢ. π.χ: πότερον(α) Κῦρος τέθνηκεν ἢ ζῇ; Σημείωση: Ρητορικές ερωτήσεις: Χρησιμοποιούνται για έντονη άρνηση ή κατάφαση. Όταν είναι καταφατικές ισοδυναμούν με άρνηση ενώ όταν είναι αρνητικές με κατάφαση. Η απορρηματική υποτακτική: Μπορεί να αντικατασταθεί από το δεῖ (χρῆ) +απαρέμφατο στις ευθείες και τις πλάγιες. π.χ: ποῖ τράπωμαι; => ποῖ δεῖ τρέπεσθαι;
X.
Πλάγιες ερωτήσεις (ονοματικές)
-Ορισμός: Προήλθαν από ευθείες ερωτήσεις που έχασαν το ερωτηματικό τους, καθώς εξαρτήθηκαν από κάποιο ρήμα (ἐρωτῶ, ἀπορῶ, θαυμάζω, σκοπῶ-οῦμαι, λέγω, δείκνυμι, αἰσθάνομαι, γιγνώσκω, ἐπιμελοῦμαι, φυλάττομαι, οὐκ ἒχω, οὐκ οἶδα, κτλ.) -Εκφέρονται: όπως οι αντίστοιχες ευθείες, αλλά ύστερα από ιστορικό χρόνο μετατρέπουν συνήθως την απλή οριστική και απορρηματική υποτακτική σε ευκτική του πλαγίου λόγου. -Εισάγονται: α) οι ολικής άγνοιας με το εἰ =αν (σπάνια με ἐάν, ἂν, ἢν). β) οι μερικής άγνοιας με τις ερωτηματικές αντωνυμίες και επιρρήματα ή πιο συχνά με τις αντίστοιχες αναφορικές και αναφορικά επιρρήματα. γ)οι διμελείς: πότερον(α)…ἢ, εἰ… ἢ, εἲτε…εἲτε. -Συντακτική θέση: Υποκειμένου, αντικειμένου, επεξήγησης. Σημείωση:
25
• Από ρήματα οὐκ ἒχω, οὐκ οἶδα, ἀπορῶ, έχουμε συνήθως πλάγια ερώτηση επιθυμίας. • Από ρήματα φροντίδας ή επιμέλειας, η πλάγια εισάγεται με το ὃπως +οριστική μέλλοντα ή ευκτική. Π.χ: Τίς εἶ;=> ἐρωτῶ (τίς ἐστί) ὃστις ἐστί Ποῖ τράπωμαι;=> ἐρωτῶ (ποῖ τράπωμαι) ἐρωτῶ ὃποι τράπωμαι ἠρώτων τίς εἲη ἠρώτων ποῖ τραποίμην. Ἡρακλῆς ἠπόρει ποτέραν τῶν ὁδῶν τράπηται. Τοῦτο σκεπτέον, ὃπως ἐλάχιστα τραύματα λάβωμεν. Ἣρετο εἰ τίς ἐμοῦ εἲη σοφώτερος.
XI. Αναφορικές προτάσεις -Εισάγονται: ὁς, οἷος, ὃσος, ἡλίκος, ὃστις, ὁπότερος, ὁποῖος, ὁπόσος, ὁπηλίκος κτλ -οὗ, ὃπου, ὃθεν, ὁπόθεν, ὡς, ὃπως, οἷ, ὃποι, ἧ κτλ. Προσδιορίζουν κάποιον όρο μιας άλλης πρότασης ο οποίος είτε υπάρχει στην πρόταση είτε μπορεί να εννοηθεί από τα συμφραζόμενα. -Οι αναφορικές προτάσεις διακρίνονται σε: α) ονοματικές προσδιοριστικές, που εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες και χρησιμοποιούνται ως ονόματα, ουσιαστικά ή επίθετα. Έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μια ονοματική αναφορική πρόταση ως υποκείμενο, κατηγορούμενο, αντικείμενο, ονοματικός προσδιορισμός (παράθεση, επεξήγηση, επιθετικός ή κατηγορηματικός προσδιορισμός). β) επιρρηματικές, που εισάγονται κύρια με αναφορικά επιρρήματα και χρησιμοποιούνται ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί. [Επίσης και από τις ονοματικές αναφορικές πολλές περιέχουν μια επιρρηματική έννοια και έτσι φανερώνουν: 1) αιτία (αναφορικές αιτιολογικές). Άρνηση οὐ, εκφορά αιτιολογικών προτάσεων, εξάρτηση από ρήματα ψυχικού πάθους. 2) σκοπό (αναφορικές τελικές). Άρνηση μή, εκφέρονται με οριστική μέλλοντα. 3) αναφορικές συμπερασματικές (αποτελεσματικές): οὐ +έγκλιση κρίσης, μή + απαρέμφατο, προηγούνται: οὓτω, τοιοῦτος, τοσοῦτος, τηλικοῦτος. 4) αναφορικές υποθετικές. Σχηματίζουν αντιστοίχους υποθετικούς λόγους (άρνηση μή). 5) αναφορικές εναντιωματικές (πολύ σπάνιες)]. γ) Παραβολικές ή παρομοιαστικές: δηλώνουν παρομοίωση ή σύγκριση και εισάγονται: 1) ὡς, ὣσπερ, ὃπως => τρόπο* 2) ὃσος, ὁπόσος => ποσό* 3) οἷος, ὁποῖος => ποιότητα* 26
*Εκφέρονται συνήθως με εγκλίσεις κρίσης. Σημείωση: Η αναφορική αντωνυμίας ὃς, ἣ, ὃ στην αρχή περιόδου –ημιπεριόδου συνδέει παρατακτικά (δηλαδή δεν εισάγει αναφορική) με τον όρο να μην υπάρχει κύρια πρόταση. Ισοδυναμεί με δεικτική αντωνυμία και παρατακτικό σύνδεσμο. π.χ: Θαυμάζω σέ, ὃς ἐποίησας ταῦτα. (ρήμ. ψυχικού πάθους, πρ. αναφορική αιτιολογική). Φίλιππος ἒπεμψε ἱππέα, ὃς ἐρεῖ ταῦτα. (ρημ. κίνησης σημαντικό, πρ. αναφορική τελική). Οὐδείς ἒστιν οὒτω μωρός, ὃς θανεῖν ἐρᾶ. (πρ. αναφορική συμπερασματική). Ὃστις ἂν μή ἐργάζηται, μηδέ ἐσθιέτω. (προσδοκώμενο). Εἶ τίς (πραγματικό). Επίσης οι αναφορικές είναι: α) προσθετικές (μη αναγκαίο συμπλήρωμα). β) αναγκαίοι προσδιορισμοί.
XII.
Πλάγιος λόγος
Ευθύς λόγος 1. Κύριες προτάσεις κρίσης
Πλάγιος λόγος
ειδική πρόταση ειδικό απαρέμφατο κατηγορηματική μετοχή 2. Κύριες προτάσεις επιθυμίας τελικό απαρέμφατο 3. Ευθείες ερωτήσεις πλάγιες ερωτήσεις 4. Δευτερεύουσες προτάσεις παραμένουν δευτερεύουσες (πλην ειδικών και πλαγίων) -Κύριες προτάσεις κρίσης: Στον πλάγιο λόγο μετατρέπονται σε: α) ειδικό απαρέμφατο (από λεκτικά, δοξαστικά, φημί). β) ειδική πρόταση (από λεκτικά, γνωστικά, αισθητικά, δηλωτικά, σπάνια δοξαστικά). γ) κατηγορηματική μετοχή (=ότι) (από γνωστικά, αισθητικά, αγγελίας). π.χ: *Σωκράτης σοφός ἐστί –οριστική **Σωκράτης σοφός ἂν ἦν –δυνητική οριστική ***Σωκράτης σοφός ἂν εἲη –δυνητική ευκτική *Πλάτων λέγει (εἶπε) ὃτι Σωκράτης σοφός ἐστί (εἲη). **Πλάτων λέγει (εἶπε) ὃτι Σωκράτης σοφός ἂν ἦν. *** Πλάτων λέγει (εἶπε) ὃτι Σωκράτης σοφός ἂν εἲη. Οι κύριες προτάσεις κρίσης, όταν στον πλάγιο λόγο παίρνουν τη μορφή της ειδικής πρότασης, διατηρούν την έγκλιση του ευθύ λόγου, ύστερα όμως από ιστορικό χρόνο
27
μετατρέπουν συνήθως (όχι πάντοτε) μόνο την απλή οριστική σε ευκτική του πλαγίου λόγου. π.χ:Πλάτων φησί (ἒφη) Σωκράτην σοφόν εἶναι. Πλάτων φησί (ἒφη) Σωκράτην σοφόν ἂν εἶναι Οι κύριες προτάσεις κρίσης του ευθύ λόγου, στον πλάγιο λόγο όταν παίρνουν τη μορφή του ειδικού απαρεμφάτου, μετατρέπουν την απλή οριστική σε απαρέμφατο, ενώ τις δύο δυνητικές σε δυνητικό απαρέμφατο. Πλάτων γιγνώσκει (ἒγνω) Σωκράτη σοφόν ὂντα. Πλάτων γιγνώσκει (ἒγνω) Σωκράτη σοφόν ἂν ὂντα. Πλάτων γιγνώσκει (ἒγνω) Σωκράτη σοφόν ἂν ὂντα. Οι κύριες προτάσεις κρίσεως του ευθύ λόγου, όταν στον πλάγιο λόγο παίρνουν τη μορφή της κατηγορηματικής μετοχής, την απλή οριστική τη μετατρέπουν σε απλή μετοχή, ενώ τις δύο δυνητικές εγκλίσεις σε δυνητική κατηγορηματική μετοχή. Σημείωση 1η: Ποια μορφή (ειδική πρόταση), ειδικό απαρέμφατο, κατηγορηματική μετοχή) θα πάρει στον πλάγιο λόγο μια κύρια πρόταση κρίσης, εξαρτάται από ρήματα εξάρτησης. Σημείωση 2η: Δυνητικό απαρέμφατο, δυνητική μετοχή = δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική. Οι κύριες προτάσεις επιθυμίας του ευθύ λόγου, στον πλάγιο λόγο μετατρέπονται σε τελικό απαρέμφατο πλαγίου λόγου επιθυμίας. π.χ: ἲτε, ὦ πρέσβεις, εἰς Λακεδαίμονα. Ἀγησίλαος ἐκέλευσε τούς πρέσβεις ἰέναι εἰς Λακεδαίμονα. Εξαρτώνται από ρήματα κελευστικά, προτρεπτικά, συμβουλευτικά, ευχετικά, απαγορευτικά και τα παρόμοια (όχι δηλαδή από δυνητικά, βουλητικά, και τις περισσότερες από τις απρόσωπες εκφράσεις). Οι ευθείες ερωτήσεις (του ευθύ λόγου) στον πλάγιο λόγο, γίνονται πλάγιες, ύστερα όμως από εξάρτηση ιστορικού χρόνου, μετατρέπουν συνήθως την απλή οριστική και την απορρηματική υποτακτική σε ευκτική του πλαγίου λόγου. π.χ: τίς εἶ; ποῖ τράπωμαι; ἐρωτῶ ὃστις ἐστί Ἡρακλῆς ἀπορεῖ ὃποι τράπηται ἠρώτων ὃστις εἳη Ἡρακλῆς ἠπόρει ὃποι τράποιτο Οι δευτερεύουσες προτάσεις του ευθύ λόγου (πλην των ειδικών και πλαγίων), στον πλάγιο λόγο παραμένουν δευτερεύουσες` ύστερα από ιστορικό χρόνο όμως, συνήθως μετατρέπουν την απλή οριστική και την υποτακτική σε ευκτική του πλαγίου λόγου. π.χ: ἐάν τέμνω τήν γῆν, νικήσω αὐτούς. Ἀρχίδαμος λέγει, ἐάν τέμνῃ τήν γῆν, νικήσειν αὐτούς. Ἀρχίδαμος εἶπε, εἰ τέμνοι τήν γῆν, νικήσεις αὐτούς.
28
Σημειώσεις: Ο πλάγιος λόγος μπορεί να συνεχίζεται και μετά από τελεία ή άνω τελεία, συνήθως με απαρέμφατο και παρατακτικό σύνδεσμο. π.χ: Ἀγησίλαος ἐκέλευσε αὐτούς εἰς Λακεδαίμονα ἰέναι οὐ γάρ εἶναι κύριος αὐτός. Μια ευκτική πλαγίου λόγου προέρχεται πάντοτε ή από οριστική ή από υποτακτική. Όταν έχουμε υποθετικό λόγο σε πλάγιο λόγο, η απόδοση είναι πάντα ο πλάγιος λόγος.
Κανόνες μετατροπής Όταν ανάμεσα στον πλάγιο λόγο και στην εξάρτηση υπάρχει ταυτοπροσωπία, τότε στον ευθύ λόγο μπαίνει α΄ πρόσωπο. π.χ: Οἱ Ἓλληνες λέγουσι ὃτι εἰσί σοφοί=> ἐσμέν σοφοί Οἱ Ἓλληνες ἒλεγον ὃτι εἶεν σοφοί => ἐσμέν σοφοί Όταν ανάμεσα στον πλάγιο λόγο και στην εξάρτηση υπάρχει ετεροπροσωπία, τότε στον ευθύ λόγο μπαίνει: α) β΄ πρόσωπο, αν τα διαφορετικά υποκείμενα συνυπάρχουν τοπικά και χρονικά (συζητούν). π.χ: Ἀγησίλαος ἐκέλευσε τούς πρέσβεις ἰέναι εἰς Λακεδαίμονα.=> Ὦ πρέσβεις, ἲτε εἰς Λακεδαίμονα. β) γ΄ πρόσωπο, αν τα διαφορετικά υποκείμενα δεν συνυπάρχουν τοπικά και χρονικά (δεν συζητούν). π.χ: Πλάτων λέγει (εἶπε) ὃτι Σωκράτης ἐστί (εἲη) σοφός => Σωκράτης ἐστί σοφός. Σημειώσεις: 1. Κατά τις μετατροπές προσέχω τις αντωνυμίες που συχνά αλλάζουν. 2. Οι δύο δυνητικές εγκλίσεις δεν αλλάζουν είτε εξαρτώνται από αρκτικό είτε από ιστορικό χρόνο. 3. Το δυνητικό απαρέμφατο είναι πάντα ειδικό. 4. Όταν έχω υποθετικό λόγο σε πλάγιο λόγο η απόδοση είναι πάντα ο πλάγιος λόγος.
Αρχαία Περιγραφικές αναφορικές εκφράσεις ἒστιν ὃς ή ἒστιν ὃστις= κάποιος ἒστιν ᾧ ή ἒστιν ᾣτινι= σε κάποιον
ἒστιν οὗ ή ἒστιν οὓτινος= κάποιου ἒστιν ὃν ή ἒστιν ὃντινα= κάποιον 29
οὐκ ἒστιν ὃστις= κανένας οὐδείς (ἒστιν) ὃστις= κανένας οὐδείς (ἒστιν) ὃς= κανένας οὐκ(ἒστιν)ὃστις οὗ= ο καθένας, όλοι οὐδείς (ἒστιν) ὃστις οὗ= ο καθένας όλοι ἒστιν οἷ= μερικοί ἒστιν ὧν= μερικών ἒστιν οὓς= μερικούς
ἒστιν οὐ= κάπου ἒστιν ὃπου= κάπου ἒστιν ἳνα= κάπου ἒστιν ὃπη= κάπου
Επιρρηματικά
ἒστιν ἒνθα= κάπου οὐκ ἒστιν ὃπου= πουθενά ἒστιν ὃπως= κάπως οὐκ (ἒστιν) ὃπως οὐ= οπωσδήποτε, με κάθε τρόπο οὐκ ἒστιν ὃτε= ποτέ ἒστιν ὃποι= προς κάπου ὃσον ή ὃσον οὐ ή ὃσον τε= σχεδόν
ὃσον αὐτίκα= σχεδόν αμέσως ὃσον οὐκ ἢδη= «στη στιγμή» ὃσον οὒπω= αμέσως μετά από λίγο ὣσπερ τίς καί ἂλλος= όσο κανείς άλλος ὡς τίς καί ἂλλος= Όσο κανένας άλλος οὐκ ἒστιν ὃπου οὐ= παντού οὐκ ἒστιν ὃπως= με κανένα τρόπο ἒστιν ὃτε= μερικές φορές οὐκ ἒστιν ὃτε οὐ= πάντοτε ἒστιν ὃθεν= από κάπου ὃσον τάχος= όσο το δυνατόν γρηγορότερα
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Υποκείμενο……………………………………………………… σελ. 2 Κατηγορούμενο…………………………………………………. σελ. 4 Αντικείμενο………………………………………………………. σελ. 5 30
Δίπτωτα ρήματα………………………………………………… σελ. 6 Ομοιόπτωτοι ονοματικοί προσδιορισμοί…………………….. σελ. 7 Ομοιόπτωτοι προσδιορισμοί………………………………….. σελ. 8 Ετερόπτωτοι προσδιορισμοί…………………………………... σελ. 8 Β΄ όρος σύγκρισης……………………………………………… σελ. 10 Είδη αιτιατικής…………………………………………………… σελ. 10 Απαρέμφατο……………………………………………………… σελ. 11 Μετοχή……..……………………………………………………… σελ. 12 Ποιητικό αίτιο……………………………………………………... σελ. 14 Προτάσεις κρίσης………………………………………………… σελ. 14 Προτάσεις επιθυμίας…………………………………………….. σελ. 14 Είδη δοτικής………………………………………………………. σελ. 15 Οργανική…………………………………………………………... σελ. 16 Σύνδεση……………………………………………………………. σελ. 17 Έλξη του αναφορικού…………………………………………….. σελ. 18 Δευτερεύουσες προτάσεις……………………………………….. σελ. 19 Ενδοιαστικές προτάσεις…………………..……………………… σελ. 19 Ειδικές προτάσεις…………………………………………………. σελ. 20 Τελικές προτάσεις……………………………………………….… σελ. 20 Αιτιολογικές προτάσεις…………………………………………… σελ. 21 Συμπερασματικές ή αποτελεσματικές προτάσεις……………… σελ. 22 Υποθετικές προτάσεις…………………………………………….. σελ. 23 Εναντιωματικές και παραχωρητικές (ή ενδοτικές) προτάσεις… σελ.23 Χρονικές προτάσεις……………………………………………….. σελ. 24 Ευθείες ερωτήσεις…………………………………………………. σελ. 25 Πλάγιες ερωτήσεις…………………………………………………. σελ. 25 Αναφορικές προτάσεις…………………………………………….. σελ. 26 Πλάγιος Λόγος……………………………………………………… σελ. 27 Περιγραφικές αναφορικές εκφράσεις……………………………. σελ. 29 Περιεχόμενα……………………………………………………….... σελ. 31
31