῾Ελένη Γιαννάτου
ΚΥΡΙΟΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗ Σπονδυλωτὸ ἀφήγημα
Κίχλη
δΙΑΠΑΣ Ω Ν 13 ΕμΕΝΕ 19
33
Ο ΦΙΛΟΣ ΠΟΥ δΕΝ
LixOURiOn REVisitED
ΕΠΑΓΓΕΛμΑ ΡΙΝΟΚΕΡΟΣ 55
ΓΛΩΣΣΟδΕτΗΣ 69
ΣΚΟΣ 79
ΑΣτΕΡΙ
δΑΝΕΙΚΗ μΕΡΑ ΓΙΑ ΑΣΗ
μΟΨΑΡΑ 95
ΒΙΒΛΙΟΥ 153
Η μΗτΡΟτΗτΑ τΟΥ ΣΗμΕΙΩΣΕΙΣ 159
1 ΔΙΑΠΑΣ ΩΝ Τὸ φῶς του ! ἡ ἐγκατάλειψη ὅλων τῶν ἠχηρῶν καὶ κινούμενων μαρτυρίων μέσα στὴν πιὸ ἔντονη μουσική ! Ἀρθοῦρος Ρεμπὼ
Τ
ΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ἡ μνήμη του ἀναβοσβήνει σὰν ἐπιγραφὴ
στὸ Λὰς Βέγκας. Καθισμένος στὸ γραφεῖο του, ἀκούει μουσικὲς ποὺ κάνουν τὰ παράθυρα τῆς σκέψης του νὰ τρίζουν καὶ βαλσαμώνει λέξεις. Εἶναι ποιητής· ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ πιστεύουν ὅτι μόνο ἡ ποίηση καὶ ὁ ἔρωτας κάνουν ὑποφερτὴ μιὰ αἴθουσα ἀναμονῆς· ἀπὸ ἐκείνους ποὺ στὰ ὄνειρά τους ὑπάρχει δέντρο, office κι Εὔα χωρὶς μῆλο καὶ μιλιά· ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀποφεύγουν παλιοὺς φίλους καὶ ἐρωμένες, καθὼς καὶ ἀνθρώπους τοῦ σιναφιοῦ, ἐπειδὴ τοὺς εἶναι δυσάρεστο νὰ κοιτάζονται σὲ μεγεθυντικοὺς καθρέφτες, καὶ δὲν πιστεύουν στὴν καλλυντικὴ ἐπίδραση τῶν σάλιων. Ὅταν ὁ ποιητής μας ἦταν φοιτητής, ἀνεχόταν μόνο τὸν καφέ του μέτριο, καὶ ἔπινε τόσους λὲς καὶ τὸ μέλλον τοῦ κόσμου μποροῦσε νὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀντοχή του στὴν ἀγρύπνια. Ἂν οἱ ἐπιφάνειες ἀντανάκλασης εἶχαν στόμα, θὰ μαρτυροῦσαν ὅτι τὸ μόνο πράγμα πάνω του 13
Ε ΛΕ Νη γ Ι Α Ν ΝΑ Τ ο Υ
ποὺ ἀκολουθοῦσε ἀπαρέγκλιτα τὸν ἴσιο δρόμο ἦταν ἡ χωρίστρα του. Κατὰ τὰ ἄλλα, ἦταν ἕνα εἶδος Σταυρόγκιν. Ἀναρωτιόταν συχνὰ τί τὸν κινοῦσε ἢ τὸν καθήλωνε, καὶ δὲν ἔβρισκε καμία ἀπάντηση στὸν σταυρό. Φυτοζωοῦσε, καὶ εἶχε τὴν ἀφέλεια νὰ πιστεύει πὼς οἱ ἐρωμένες του μποροῦσαν νὰ συντηρηθοῦν μὲ τὰ ἀγαθὰ μιᾶς νεκρῆς φύσης (κατὰ προτίμηση μὲ μιὰ πιατέλα μὲ φροῦτα τοῦ Σεζάν, ποὺ κρέμονταν πάνω ἀπ’ τὸ κρεβάτι του), ἄντε καὶ μὲ καμιὰ μπίρα. Τὰ κορίτσια ποὺ τὸν ἐρωτεύονταν ὑπέμεναν τὶς γελοῖες φαντασιώσεις του: φαντασιωνόταν πὼς ὅταν θὰ γινόταν λίπασμα σὲ κάποιο διάσημο νεκροταφεῖο, θὰ τὸν ἐπισκέπτονταν κοριτσόπουλα μὲ εὔοσμα χωνάκια γραμμοφώνων στὰ χέρια, γιὰ ν’ ἀποθέσουν τὴν εὐγνωμοσύνη τους γιὰ κάποια στιχάκια του. Μετὰ τὰ τριάντα πέντε τὰ λόγια καὶ οἱ πράξεις του ἔγιναν παράταιρα σὰν τὰ παπούτσια ἑνὸς τρελοῦ. Μποροῦσε νὰ σοῦ ἀραδιάζει μὲ τὶς ὧρες φούμαρα σχετικὰ μὲ τὴν ἀδυναμία του νὰ ἐκφραστεῖ: μιλοῦσε πότε γιὰ τοῦ φόβου τὰ βόδια ποὺ τοῦ πατοῦν τὴ γλώσσα (Φύλαξ)· πότε γιὰ τὸν ἔρωτα ποὺ τὸν κάνει νὰ τρέχει μὲ τὸ κορδόνι τῆς γλώσσας λυμένο (Φυγάς)· πότε γιὰ λέξεις ποὺ χάθηκαν κάτω ἀπ’ τὸ χαλὶ τῆς γλώσσας καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ μπεῖ στὴν ποίηση ἀπ’ τὸ παράθυρο (Φώρ). Ἔπειτα ἀπὸ μιὰ δεκαετία, ἂν καὶ τὸ βλέμμα του ὅταν σοῦ μιλάει μοιάζει συχνὰ μὲ ἄδεια κορνίζα, παραμένει πολὺ γοητευτικός. Φοράει χειμώνα καλοκαίρι μιὰ καμπαρντίνα μὲ τὴν τσέπη τοῦ παροπλισμένου χεριοῦ του ξεχειλωμένη – εἶναι ἀνεξήγητο πῶς κάποια ροῦχα παίρνουν τὸ σχῆμα τοῦ σαρκασμοῦ κι ὄχι τῆς σάρκας μας... 14
ΔΙΑΠΑΣ Ω Ν
Στὴν ἴδια τσέπη, ποὺ παλιὰ περιεῖχε ἄδεια μπλοκάκια, μπορεῖς νὰ βρεῖς βοτσαλάκια σὰν αὐτὰ ποὺ πιπιλοῦσε ὁ Μολλόυ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα, τὰ ζαχαρωμένα τοῦ Χιόνη, ποὺ μᾶς σπᾶνε τὰ δόντια, καραμελίτσες οὔζου, σφυρίχτρες, πασατέμπο, μπαλόνια, μιὰ ὀμπρελίτσα γιὰ κοκτέιλ, ποὺ γράφει πάνω «“Νόστιμον Ἦμαρ Bar”, Ληξούρι», καὶ φυσικὰ τὴν κασετίνα μὲ τὰ ἀγαπημένα του πουράκια. Δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ τὸν συναντήσω καὶ νὰ μὴν καίει ἕνα τσιγάρο στὸ στόμα του εἰς μνήμην ἑνὸς στίχου, ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ σὲ ἐγκαταλείπουν χωρὶς νὰ σὲ ξυπνήσουν. Μιὰ μέρα ποὺ εἶχε κέφια μοῦ πρόσφερε ἕνα πουράκι σχολιάζοντας: «Τὸ τσιγάρο μοιάζει μὲ τὴ-ζωὴ-ὅπως-εἶναι· μετὰ τὴν πρώτη ρουφηξιὰ καίγεται χωρὶς νὰ σὲ ρωτήσει, ἐνῶ τὸ ποῦρο μοιάζει μὲ τὴ-ζωὴ-ὅπως-θὰ-ἤθελες-νὰ-εἶναι· σταματᾶς κι ἀρχίζεις νὰ ρουφᾶς, ὅποτε γουστάρεις». Ὅταν γνωριστήκαμε, ὁ Κοσμᾶς περιφερόταν ἤδη ἀναμαλλιασμένος καὶ μὲ μπανταρισμένο τὸ ἀριστερό του χέρι, ἐνῶ τὸν ἔσερνε ἀπ’ τὸ λουρὶ ἕνα κυνάριον. Ἔμοιαζε νὰ ξέρει ἀπὸ περιφρόνηση. Ὅλος αὐτὸς ὁ ἀνακυκλωμένος ἀέρας ποὺ βγαίνει ἀπ’ τὸ στόμα μας, αὐτὸ τὸ θορυβῶδες ἀνεμιστηράκι τοῦ κλιματιστικοῦ, γκροὺ-γκροὺ-γκροὺγκρού, καὶ σκάει ξανὰ πίσω στὰ μοῦτρα μας, μᾶς κάνει ἀργὰ ἢ γρήγορα κυνικούς, γκρρρ. Τέλος πάντων, ἐκτὸς ἀπ’ τὸ λουρὶ καὶ τὴν κυνάγχη –ἔτσι ὀνόμασε ὁ γιατρὸς τὶς ἐνοχλήσεις ποὺ εἶχε στὸν φάρυγγα–, τὸν ἔδενε ἡ ἴδια στάση ζωῆς μὲ τὸ τετράποδό του: ἔτρωγε (ἐνίοτε) τὰ ἴδια του τὰ σκατὰ καὶ τὰ ἔβλεπε (πάντοτε) ὅλα ἀσπρόμαυρα. Σήμερα τὸ βράδυ, τὴ στιγμὴ ποὺ βγῆκα γιὰ νὰ βγάλω 15
Ε ΛΕ Νη γ Ι Α Ν ΝΑ Τ ο Υ
τὰ σκουπίδια, τὸν βρῆκα νὰ κοιμᾶται ἔξω ἀπ’ τὴν πόρτα τοῦ διαμερίσματός μου, δίπλα σ’ ἕναν σωρὸ ἀπὸ τσόφλια κολοκυθόσπορου. Τὸν ξύπνησα καὶ τὸν βοήθησα νὰ σηκωθεῖ. Μοῦ εἶπε ντροπιασμένος: «Ξέμαθα πιὰ νὰ περπατῶ, ξέρω μονάχα νὰ σκουντουφλῶ. Δὲν ἔχω πιεῖ. Αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν μπέρδεψα τὶς πόρτες. Ἡ μουσικὴ μὲ ὁδήγησε μέχρι ἐδῶ. Ἤθελα νὰ σοῦ ζητήσω νὰ τὸ δυναμώσεις λίγο, καὶ μετά...». γιὰ νὰ τὸν βγάλω ἀπ’ τὴ δύσκολη θέση, τὸν ρώτησα γιὰ τὸ σκυλάκι του –εἶχε μιὰ ἑβδομάδα νὰ μοῦ κατουρήσει τὸ χαλάκι τῆς ἐξώπορτας– καὶ μοῦ ἀπάντησε πὼς τὸν ἐγκατέλειψε προσθέτοντας: «Εἴμαστε καταδικασμένοι νὰ εἴμαστε ἀδέσποτοι». Τοῦ ἐξέφρασα τὴ λύπη μου κι ἐκεῖνος μοῦ ἐξομολογήθηκε πὼς δὲν ἦταν τὸ σκυλάκι του, πὼς στὴν πραγματικότητα δὲν ἀγαποῦσε τὰ σκυλιά, ἀλλὰ ἕνα βράδυ εἶδε τὸ ἀφεντικό του νὰ τὸ πετάει μὲ τὸ λουρὶ σ’ ἕναν κάδο ἀπορριμμάτων σὰν νὰ ἦταν χειροβομβίδα, κι ὕστερα νὰ μπαίνει στὸ ἁμάξι του, νὰ πατάει γκάζι καὶ νὰ φεύγει. Ὅταν ὁ Κοσμᾶς ἔβγαλε τὸ σκυλὶ ἀπ’ τὸν κάδο, τὸ ζῶο ἄρχισε νὰ κυνηγάει σὰν μανιασμένο τὴν οὐρά του λὲς καὶ ἤθελε νὰ ἀπασφαλίσει τὴν περόνη. Πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ τὸ φιλοξενήσει –μέχρι αὐτὴ τὴ φορὰ νὰ βρεῖ ἐκεῖνο τὴ δύναμη νὰ τὸν ἐγκαταλείψει– μόνο καὶ μόνο γιατὶ τοῦ θύμισε κάποιους στίχους γιὰ ἕναν κυνηγάρη σκύλο: «Εἴμαστε καταδικασμένοι νὰ τελειώσουμε μέσα στὶς μασέλες μας», μοῦ εἶπε κι ἔπιασε τὸν λαιμό του γιὰ νὰ ξεσφίξει ἕνα ἀόρατο λουρί. Τὸν βοήθησα νὰ μπεῖ στὸ διαμέρισμά του καὶ τὸν καληνύχτισα. Στὰ 12 καὶ 59 κρίσιμα λεπτὰ μιᾶς μουσικῆς φράσης, ἡ βελόνα τοῦ πικὰπ γρατζούνισε τὸ βινύλιο. Ἄλλαξα δίσκο, 16
ΔΙΑΠΑΣ Ω Ν
δυνάμωσα ἐλαφρῶς τὸν ἦχο καὶ ξαναγύρισα στὰ χαρτιά μου, ποὺ ὑπέμεναν ἀδιαμαρτύρητα τὶς γρατζουνιὲς ἀπ’ τὸ μολύβι μου. Φαντάστηκα τὸν ποιητὴ τοῦ διπλανοῦ διαμερίσματος νεκρὸ ἀπὸ ὑπερβολικὴ κατανάλωση κολοκυθόσπορου, γυμνὸ σὲ μιὰ μπανιέρα γεμάτη νερό, ἕνα τσόφλι ἀνάμεσα στὰ ἄλλα τσόφλια ποὺ ἐπέπλεαν. Στὴν ξεχειλωμένη τσέπη τῆς καμπαρντίνας του ἕνα χαρτάκι ἔγραφε: «Δὲν μπόρεσα νὰ ἀποφασίσω ἂν θέλω νὰ εἶμαι ποιητὴς οὔτε ἂν μπορῶ νὰ ζῶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ μιλοῦν ἢ σωπαίνουν γιὰ τὴν καινούργια φορεσιὰ τοῦ Ποιητῆ. Σ’ ὅλη μου τὴ ζωὴ σὲ περίμενα, φτιάχνοντας βουναλάκια ἀπὸ τσόφλια. Ἐγὼ σὲ περίμενα, ὄχι ἐσύ. Ἄνοιγα τὴν πόρτα σὲ κάθε ἀπατεώνα ράφτη, τὸν ἄφηνα νὰ μοῦ παίρνει μέτρα, νὰ μοῦ μιλάει γιὰ ὑφάσματα κι ἐγὼ ἔκανα πὼς πιστεύω τὰ παραμύθια του, γιατὶ μοῦ θύμιζαν ἐσένα. Υγ. Ποιητές, μὴν ὑποτιμᾶτε τὰ τσόφλια. Ἡ ὑστεροφημία μας ἐξαρτᾶται ἀπ’ τὰ τσόφλια. Ὅλο καὶ κάποιος νέος θὰ βρεθεῖ νὰ τὰ μαζέψει καὶ μετὰ θὰ γράψει ἕνα ὡραῖο ποίημα ἢ μιὰ ὡραία διατριβὴ γιὰ τὴν ἀποκολοκύνθωση, ποὺ θὰ μᾶς ἀφιερώσει. Κ. Λ.». Πίεσα τὰ χείλη μου στὰ ἀρχικά του. Σήκωσα τὸ κεφάλι μου καὶ τὸν εἶδα πίσω ἀπ’ τὸ τζάμι τῆς βιβλιοθήκης. Πνιγόταν στὴν προσπάθειά του νὰ καταπιεῖ ἕνα αὐγὸ χάρτινο.
17