ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ ΑΝΕ Λ ΛΟΠΟΥΛΟ Σ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ Α ΣΤΡΙΤΗ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕ Σ
Κίχλη
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΣΤΡΙΤΗ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Κίχλη
ΠΕ Ρ Ι Ε Χ Ο μ Ε ΝΑ
῾Ο θάνατος τοῦ ἀστρίτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
11
Τὸ ἄλογο
................................................
19
῾Ο Τάσης Βασκαντήρας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
27
terra australis incognita
..............................
39
.............................................
51
................................................
63
῾Η μισάντρα ῾Η δωρεὰ
«῎Ασε με νὰ τὸν πάρω, μάνα» ῾Η Ροϊδούλα
..........................
79
.............................................
87
῞Ενα σπίτι, μιὰ ἱστορία
.................................
῾Η μάνα δὲν ἤξερε γράμματα
...........................
103 121
ΓΛ ω Σ ΣΑΡΙ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 135
Ἡ μισάντρα Στὸν Βαγγέλη Ἀποστολόπουλο
Ο
ΑΓΑμΕμΝωΝ ΑΠΑΛΟΧΕΡΗΣ πέθανε τὸ καλοκαί-
ρι τοῦ 1984. Ἔζησε μιὰ ἥσυχη καὶ ἁπλὴ ζωή. Ἦταν γεννημένος τὸ 1900, κλάση τοῦ ’20. Πῆγε στὴ μικρὰ Ἀσία, πιάστηκε αἰχμάλωτος μετὰ τὴν Καταστροφή, κατάφερε καὶ γλίτωσε, κάποια στιγμὴ γύρισε πίσω. Παντρεύτηκε ἀργότερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους συνομηλίκους του, ἔκανε ἕνα γιὸ καὶ μιὰ κόρη. Δὲν ἦταν πρωταγωνιστὴς μήτε ἀρχηγὸς στὴ ζωή. Κοίταζε τὴ δουλειά του καὶ πρόκοψε σὲ δύσκολες περιστάσεις. Γιὰ τὴν προκοπή του ἀκούγονταν ψίθυροι στὸ χωριό, τίποτα ὅμως ἀνοιχτὰ καὶ ξεκάθαρα. Νά, λέγανε ὅτι εἶχε βάλει κάτι λεφτὰ στὸ χέρι. Τάχα μου βρῆκε λίρες ἀπ’ τ’ ἀντάρτικο σ’ ἕνα χωράφι. Ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο δὲν ἄκουσε κανεὶς κουβέντα. Δὲν εἶχε καὶ πολλὰ πολλά, στὸ καφενεῖο ἔβγαινε σπάνια, στενοὺς φίλους δὲν εἶχε. Ἡ γυναίκα του, ἡ Τριαδούλα, ἦταν καλότροπη. Δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ χωριό. Τὴν εἶχε δεῖ τὸ ’35 στοῦ Κουμουθέκρα, ὅταν ἐμπορευότανε γουρνοποῦλες. Ὁ πατέρας της εἶχε ἕνα χάνι· κοιμόταν ἐκεῖ σὰν πήγαινε νὰ πουλήσει γουρουνάκια 51
Ο Θ Α ΝΑ Τ Ο Σ Τ Ο Υ Α Σ Τ Ρ Ι ΤΗ Κ Α Ι Α Λ Λ Ε Σ Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Ε Σ
στὰ χωριὰ τῆς Ὀλυμπίας. Εἶχε πιάσει φιλία μὲ τὸν πατέρα της, τοῦ ἔκανε καὶ θελήματα. Τὴν εἶδε, τοῦ ἄρεσε καὶ τοῦ τὴ ζήτησε. Ἐκεῖνος δέχτηκε. Ἤθελε νὰ τὴ διώξει ἀπὸ κοντά του, γιατὶ εἶχε ἀκουστεῖ στὸ χωριό. Τὸν συνέφερε κιόλας – δὲ θά ’δινε δεκάρα γιὰ προίκα. Τὰ στέφανα ἔγιναν στὸ χωριό της, μετὰ τὴν πῆρε καὶ τὴν ἔφερε στὴ Νεμούτα. Λέγανε ὅτι αὐτὴ ἀγαποῦσε ἄλλον, ἀλλὰ δὲν ἀντέδρασε στὴ θέληση τοῦ πατέρα της. Ὁ ἀδερφός της ἀντέδρασε – ὁ ἀγαπητικός της ἦταν ὁ καλύτερός του φίλος. Πιάστηκε στὰ χέρια μὲ τὸν πατέρα του, ἔγινε σούσουρο καὶ χάθηκε ἀπὸ τὸ χωριό. Οὔτε γιὰ τὴν κηδεία τοῦ γέρου δὲ γύρισε. Ὁ Ἁπαλοχέρης ἔμαθε ὅσα ἔκανε ὁ κουνιάδος του καὶ μὲ τρόπο ἔδωσε στὴ γυναίκα του νὰ καταλάβει ὅτι δὲν ἤθελε παρτίδες μαζί του. Ἄλλωστε, ἐκεῖνα τὰ χρόνια συγκοινωνίες δὲν ὑπῆρχαν, κι ἂν τ’ ἀποφάσιζε κανεὶς νὰ ἔρθει στὸ χωριὸ ἀπὸ τοῦ Κουμουθέκρα, ἤθελε μιὰ μέρα δρόμο μὲ τ’ ἄλογο. Ἄσε ποὺ ὁ ἀδερφός της σπούδαζε δικηγόρος στὴν Ἀθήνα. Ἡ Τριαδούλα ξέχασε σιγὰ σιγὰ τὴν οἰκογένειά της κι ἔζησε μαζί του μιὰ ζωὴ βουβή. Κι αὐτὸς ἀμίλητος, καλὸς μαζί της. Ἐργατικός, ἁπλόχερος, ἥσυχος. Ποτὲ δὲν τῆς ἔβαλε τὶς φωνές, ποτὲ δὲν τὴν κακομεταχειρίστηκε, ποτὲ δὲν ἅπλωσε χέρι στὰ παιδιά. Κι αὐτὴ συνήθισε μὲ τὰ χρόνια. Δὲν τὸν ἀγάπησε, ἀλλὰ ἔζησε μιὰ καλὴ ζωή. Τὸν ἀδερφό της, τὸν «ἄτυχο», τὸν εἶδε ξανὰ μετὰ ἀπὸ ἑφτὰ ὀχτὼ χρόνια – στὴν Κατοχή, ὅταν ἦρθε στὸ χωριὸ ἀντάρτης, καπετάνιος, πάνω σ’ ἕνα ἄσπρο ἄλογο. Ἦρθε καὶ στάθηκε ἔξω ἀπ’ τὴν πόρτα καβαλάρης. Ἡ Τριαδούλα δὲν τὸν γνώρισε, ἔτσι πού ’χε τὰ γένια του μακριὰ καὶ τὰ μαλλιά του κότσο σὰν παπάς. Ἔβαλε τὸ χέρι πάνω ἀπ’ τὰ 52
Η μ Ι ΣΑΝΤΡΑ
μάτια καὶ τὸν κοίταγε. Τὰ παιδιά, ἀπὸ δίπλα, κόλλησαν πάνω της. Ἐκεῖνος χαμογελοῦσε. Κάποια στιγμὴ τῆς εἶπε: – Δὲ μὲ γνωρίζεις, ἀδερφή; Ὁ Λάμπης εἶμαι, καὶ ξεκαβαλίκεψε. Τότε ἡ Τριαδούλα λύθηκε στὸ κλάμα: – Ἄ, κακὸ πό ’παθα ἡ μαύρη, σύ ’σαι, ἀδερφούλη μου ; Τὸν ἀγκάλιασε, τὸν ἔβαλε στὸ σπίτι καὶ τοῦ ’στρωσε τραπέζι. Ἔκλαιγε ὅλη τὴν ὥρα καὶ τὸν χάιδευε. Ὁ Ἁπαλοχέρης ἐκεῖνες τὶς μέρες ἔλειπε στὰ χωράφια. Στοῦ Ἀρὰς μιχάλη, μακριά, πίσω ἀπ’τὸ Κλούγκουθι. Εἴχανε καὶ τὰ γαλάρια ἐκεῖ, σ’ ἕναν τόπο ἐρημικό, γιὰ τὸν κίνδυνο τῶν Γερμανῶν. Ὁ Λάμπης ρώτησε: – Πῶς περνᾶς, ἀδερφή; – Καλὰ περνάω. Ὕστερα, ἔπαιξε λίγο τὰ παιδιὰ κι ἔπιασε κουβέντα γιὰ τὸν ἀγώνα. Πράματα ποὺ δὲν καταλάβαινε ἡ Τριαδούλα. μόνο τοῦ ’λεγε: – Νά ’χεις τὸ νοῦ σου, ἀδερφέ. Ἔμεινε μιὰ νύχτα στὸ σπίτι, μετὰ δὲν τὸν ξανάδε. Χάθηκε. Ἀκούστηκαν πολλά, ὅτι σκοτώθηκε στὴ μάχη τῆς Ζαχάρως, ὅτι τὸν φάγανε στὸν Πάρνωνα, ὅτι ἔφυγε στὴν Τασκένδη... Κανεὶς ὅμως δὲν τὸν εἶδε πεθαμένο. Ὁ Ἁπαλοχέρης πάντρεψε τὰ παιδιά του τὴ δεκαετία τοῦ ’50. Τὸ κορίτσι τό ’δωσε σ’ ἕναν στρατιωτικό, μόνιμο ἀνθυπασπιστή, ἀπὸ τοῦ Κοσκινᾶ. Στὸ γιό του πῆρε μὲ προξενιὸ τὴν πρώτη ἀπὸ τὶς πέντε κόρες τοῦ Τσισμάρη. Ἡ νύφη εἶχε προίκα κάτι χωράφια ποτιστικά, στὸν Κάμπο, κι ἦρθε νὰ μείνει στὸ παλιὸ σπίτι, μαζὶ μὲ τὰ πεθερικά της. 53
Ο Θ Α ΝΑ Τ Ο Σ Τ Ο Υ Α Σ Τ Ρ Ι ΤΗ Κ Α Ι Α Λ Λ Ε Σ Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Ε Σ
Ἐκεῖνα τὰ χρόνια ἡ φτώχεια ἦταν μεγάλη. Δὲν μποροῦσες νὰ σηκώσεις κεφάλι στὸ χωριό. Ὅμως ὁ Ἁπαλοχέρης ἔδειχνε νὰ στέκει καλὰ στὰ πόδια του. Εἶχε γερὸ κομπόδεμα – κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ ἐξηγήσει ποῦ τὰ βρῆκε. Δάνειζε κιόλας, μὲ μικρότερο τόκο ἀπὸ τοὺς Σακέλλιους. Ἔκανε κι εὐκολίες σ’ ὅσους δάνειζε, ὅταν δὲν εἶχαν νὰ γυρίσουν τὰ χρήματα στὴν ὥρα τους. Τὸ 1960 ὁ γιός του ἔφερε στὸ χωριὸ τὸ πρῶτο τρακτέρ. μαζεύτηκε ὁ κόσμος ὅλος καὶ τὸ χάζευε. Ἤτανε γερμανικό, μεγάλο, χρῶμα μπλέ. μ’ αὐτὸ ὄργωνε καὶ τὰ δικά του χωράφια καὶ τῶν ἀλλωνῶν. Τὸ παιδὶ πρόκοψε. Κι ὁ Ἁπαλοχέρης ἀπὸ κοντά, ἀμίλητος. Λίγο μετά, ἄρχισαν ν’ ἀγοράζουν μηχανήματα τὸ ἕνα πίσω ἀπ’ τ’ ἄλλο: θεριζοαλωνιστικὲς μηχανές, ἕνα μπουλντοζάκι, ὕστερα κι ἄλλο τρακτὲρ κι ἕνα μεγάλο φορτηγό. Οἱ δουλειὲς ἀνοίξανε, πήρανε κι ἄλλους ἐργάτες στὴ δούλεψή τους. Σὲ λίγο καιρό, ὁ γιός του ἀγόρασε μιὰ μεγάλη ἔκταση στὸν Κάμπο, κοντὰ στὴ Σκαφιδιά, κι ἔφτιαξε ἀποθῆκες, μεγάλα σιλὸ γιὰ τὰ στάρια, τ’ ἀραποσίτια, τὴ βρώμη. Ἄρχισαν νὰ ἐμπορεύονται καὶ λιπάσματα, καὶ ὅ,τι ἄλλο εἶχε σχέση μὲ τὰ χωράφια καὶ τὰ γεννήματα. Ἦρθε καὶ ἡ δεκαετία τοῦ ’70 μὲ τὰ μεγάλα δάνεια καὶ οἱ δουλειὲς ἀπογειώθηκαν. Ὁ γιὸς τοῦ Ἁπαλοχέρη ἐγκαταστάθηκε στὴ Σκαφιδιά, στὸ χτῆμα, ὁ ἴδιος ὅμως δὲν ἔφυγε ἀπ’ τὸ χωριό. Ἔμεινε ἐκεῖ, πεισματικὰ ἀμίλητος. Κάπου κάπου κατέβαινε γιὰ λίγο στὸν Κάμπο – μιὰ δυὸ μέρες τὸ πολὺ καὶ μετὰ γύριζε πίσω. Ὁ Ἁπαλοχέρης ἦταν τακτικὸς στὴν ἐκκλησιά. Κοινωνοῦ54
Η μ Ι ΣΑΝΤΡΑ
σε δυὸ φορὲς τὸ χρόνο, Χριστούγεννα καὶ Πάσχα, ποτὲ ὅμως δὲν εἶχε πάει νὰ ξομολογηθεῖ. μιὰ φορά, θά ’χε πατήσει τὰ ἑβδομήντα, ἀποφάσισε νὰ κοινωνήσει. Ἦταν τῆς Παναγίας. Σὰν ἔφτασε μπροστὰ στὸν παπά, προσκύνησε, ἔπιασε τὸ πετραχήλι, κι ἀφοῦ ἔκανε τὸ σταυρό του ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ στάθηκε ἀκίνητος, κοιτάζοντάς τον στὰ μάτια. Ὁ παπὰς τὸν ἀντικοίταξε γιὰ λίγο καὶ κατόπιν εἶπε αὐστηρά: – Δὲν ξομολογήθηκες, μένιο, δὲν ἔχει σήμερα μεταλαβιά. Ὁ ἑπόμενος. Τά ’χασε. Κοίταξε γύρω του ἔκπληκτος, μὰ δὲν ἔβγαλε ἄχνα. Ἔκανε ἕνα βῆμα πίσω καὶ βγῆκε ἀπὸ τὴ μεσαία πόρτα. Ἀπὸ τότε δὲν ξαναπάτησε στὴν ἐκκλησιά, μήτε ξαναμίλησε τοῦ παπᾶ. μάταια ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νὰ τὸν φέρει μὲ τὰ νερά του. Τίποτα. Ὁ Ἁπαλοχέρης μόλις τὸν ἔβλεπε ἔφευγε. Τότε ἦταν ποὺ ὀργίασαν οἱ φῆμες στὸ χωριό. – Κάτι ξέρει ὁ παπὰς γιὰ νὰ μὴν τὸν μεταλάβει. Καὶ ποῦ τὰ βρῆκε ἄραγες τὰ λεφτά; λέγανε. Οἱ γέροι στὸ καφενεῖο ρωτοῦσαν τὸν παπά, ἀλλὰ αὐτὸς ἀπαντοῦσε πὼς δὲν ἤξερε τίποτα εἰς βάρος του. μεταλαβιὰ ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει. Ὅλοι ἁμαρτωλοὶ εἴμαστε· ἔπρεπε κι αὐτὸς νὰ ξομολογηθεῖ, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι. Στὰ μέσα τοῦ 1980 ὁ Ἁπαλοχέρης ἀρρώστησε. Ἔτρεμαν τὰ χέρια του – στὴν ἀρχὴ λίγο, ἀργότερα δὲν μποροῦσε νὰ πιάσει οὔτε τὰ κουταλοπίρουνα. Τὸν ἔβγανε ἡ γυναίκα του στὴν αὐλὴ καὶ τὸν ἄφηνε σὲ μιὰ πολυθρόνα. Κοίταγε κατὰ τὴν πλατεία ὧρες ἀτελείωτες, σὰν νὰ περίμενε κάποιον. Κάποτε ἔχασε τὴ φωνή του, κι ἀργότερα τὸν κατάπιε τὸ σπίτι. Ἕνα βράδυ, χειμώνας καιρός, ὁ Ἁπαλοχέρης, ποὺ κα55
Ο Θ Α ΝΑ Τ Ο Σ Τ Ο Υ Α Σ Τ Ρ Ι ΤΗ Κ Α Ι Α Λ Λ Ε Σ Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Ε Σ
νεὶς τὰ τελευταῖα χρόνια δὲν εἶχε ἀκούσει τὴ μιλιά του, ἔβγαλε ἕνα στεναγμὸ καὶ εἶπε στὴ γυναίκα του: – Σύρε νὰ φέρεις τὸν παπά, ἀπόψε θὰ φύγω. Ἡ Τριαδούλα ξαφνιάστηκε. Ἔκπληκτη παρατήρησε ὅτι ὁ ἄντρας της ξαναβρῆκε τὴ φωνή του καὶ δὲν ἔτρεμε καθόλου. – Τί λές, χριστιανέ μου, τοῦ εἶπε, ποῦ πονεῖς ; Νὰ φωνάξω τὸ παιδί; – Νὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω καὶ ν’ ἀφήκεις τὸ παιδὶ ἥσυχο. Ἡ γυναίκα βγῆκε ἀπὸ τὸ σπίτι καί, τρέχοντας ὅσο μποροῦσε, τράβηξε γιὰ τοῦ παπᾶ. Ἀπὸ τὴν Κάπελη κατέβαινε ἕνα διαολεμένο μπογάζι ποὺ σφύριζε, καὶ κάνα δυὸ φορὲς ἔκανε νὰ τὴ σηκώσει. Χτύπησε τὴν πόρτα. Ὁ παπὰς ἄνοιξε κρατώντας μιὰ λάμπα στὸ χέρι. – Ἐγὼ εἶμαι, παπά, ἡ Τριαδούλα, τοῦ μένιου. Ἔλα γλήγορα καὶ σβήνει, ἔλα νὰ τόνε ξομολογήσεις καὶ νὰ τὸν μεταλάβεις. – Σύρε κι ἔρχομαι, εὐλογημένη. – μόνο κάνε γλήγορα, παπά μου, εἶπε λαχανιασμένη ἡ γυναίκα κι ἔτρεξε πίσω. Ὁ παπὰς πῆρε τὰ σύνεργά του καὶ πῆγε στοῦ Ἁπαλοχέρη. μπῆκε στὸ σπίτι καὶ ἡ Τριαδούλα τὸν ὁδήγησε στὴν κάμαρη ποὺ βρισκόταν ξαπλωμένος ὁ γέρος. Ἡ ἀνάσα του ἦταν βαριά. Ἔκανε νόημα τοῦ παπᾶ νὰ κάτσει κι ἄρχισε νὰ τοῦ μιλάει μὲ δυσκολία: – Ἄκου πρῶτα, παπά, γιὰ δὲν προφταίνω, καὶ μετὰ οἱ εὐκές σου. Κλεῖσε τὴν πόρτα καὶ μὴν ἀφήκεις νὰ μπεῖ ἡ γυναίκα. Ἐγὼ φέγω, ἀγγελοφοριέμαι. 56
Η μ Ι ΣΑΝΤΡΑ
Σιωπή. Ἔμεινε γιὰ λίγο μὲ τὰ μάτια κλειστά. – Ἐγὼ φέγω κι ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ σοῦ ξομολογηθῶ τὴν ἁμαρτία μου. Νὰ μάθεις κι ἐσὺ γιατί δὲν ξαναπάτησα στὴν ἐκκλησιά. Ἔχω μεγάλο κρίμα, παπά, μὰ δὲν μπόρηγα νὰ σοῦ τὸ εἰπῶ. Τώρα ἦρθε τὸ τέλος καὶ θὰ σταθῶ μπροστά Του. Ἄκου το κι ἐσὺ θὰ κρίνεις. Ποτὲς δὲν ἐπείραξα ἄνθρωπο, μέχρι τὸ ’49. Ἀλλὰ ὁ διάολος μὲ τράβηξε μὲ τὸ μέρος του. Ἤμουνα φτωχός, μὰ ἴσαμε τότες ποτὲ δὲν πάτησα τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. μονάχα μιά. Σκότωσα ἄνθρωπο, παπά. Ὁ παπὰς τά ’χασε. Εἶπε μὲ γουρλωμένα μάτια : – Θεὸς φυλάξοι, μένιο! Τί λές; Σὰν ἀστραπὴ τὸ μυαλό του ἔφερε μπροστὰ τὰ γεγονότα· πενήντα χρόνια παπὰς στὸ χωριὸ δὲ θυμόταν νὰ σκοτώθηκε κανεὶς καὶ νὰ μὴν πιάστηκε ὁ φονιάς. Ὁ Ἁπαλοχέρης μόλις ποὺ ἀνάσαινε. – Τὸ ’49, παπά, ἔκανα τὴν ἁμαρτία. Εἶχε φύγει ἡ Ἐνάτη μεραρχία, εἴχανε τελειώσει. Ἐγὼ δουλειὰ δὲν εἶχα μ’ αὐτὰ τὰ πράματα, νὰ βγάλω τὸ ψωμάκι τῆς φαμελιᾶς μου ἀγκομαχοῦσα. Οὕλη μέρα στοῦ Ἀρὰς μιχάλη ἤμουνα, εἶχα τότες τὰ γαλάρια, τὸ θυμᾶσαι. Ἐκειὰ ξημεροβραδιαζόμουνα. Ἕνα σούρουπο, σὰ νὰ εἶδα ἕναν ἴσκιο στὴν ἄκρια στὸ χωράφι, κατὰ τὸ μεγάλο Ὄχτο. Ποῦ ’ναι τ’ ἄβατο κι ἀπὸ κάτου ὁ μεγάλος γκρεμός, στὴ Σουβάλα – ἄνθρωπος δὲν κατέβηκε ποτὲς ἐκεῖ. Ὁ ἴσκιος χάθηκε. Σκιάχτηκα, πῆρα τὸ ντουφέκι καὶ περίμενα. Τίποτα. Ἔκανα τὸ σταυρό μου κι εἶπα μέσα μου: Παναγιά μου βόηθα με, μονάχος ἄνθρωπος στὴν ἐρημιά... Δὲν ἤξερα ἀπὸ τὸν πατέρα μου καὶ τὸν παππούλη μου νά ’ναι στοιχειωμένο τὸ μέρος. Κλειδώθηκα στὴ χαμοκέλα κι οὕλη νύχτα δὲν ἔκλεισα μάτι. 57
Ο Θ Α ΝΑ Τ Ο Σ Τ Ο Υ Α Σ Τ Ρ Ι ΤΗ Κ Α Ι Α Λ Λ Ε Σ Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Ε Σ
Σὰν ξημέρωσε, πῆρα τὸ ντουφέκι κι ἀνέβηκα στὴν κορφή. Σιγὰ σιγὰ ἔφτασα στὴν ἄκρια. Τὸ δάσος φουντώνει ἐκεῖ, δὲν τὸ τρουπάει φίδι. Κι ἀπὸ κάτου ὁ μεγάλος γκρεμός. Ἄκουγα τὴ βουὴ τῆς Ντοάνας, κανεὶς δὲν κατέβηκε ἀπὸ κεῖ στὸ ποτάμι ποτές. Δέν εἶδα τίποτα, μοναχὰ κάτι πατημασιὲς στὸ χῶμα. Ἔκανα τὸ σταυρό μου. μὴν ἔπεσε κανεὶς στὸν γκρεμό; Γύρισα στὸ χαμοκέλι, μάζεψα τὰ μαρτίνια στὸ γαλάρι, ἄρμεξα τὶς προβατίνες κι ἔφυγα. Ἦρθα στὸ χωριό. Ἡ φωνή του γινόταν βαριά. Στὸ μισοσκότεινο δωμάτιο ἀκουγόταν τώρα μονάχα ἡ ἀνάσα του. μετὰ ἀπὸ κάμποσο συνέχισε: – Ἀπὲ ἦρθα στὸ χωριό, δὲν εἶπα τίποτα στὴ γυναίκα μήτε στὰ παιδιά, νὰ μὴν τοὺς σκιάξω. Ἐπῆρα κάτι πραματάκια στοῦ μπάμπη, ἔφαγα μιὰ στάλα φαῒ καὶ τὸ βράδυ ἔγειρα στὸ παραγώνι νὰ κοιμηθῶ. Ὕπνος δὲ μ’ ἔπιανε. Οὕλη νύχτα σκεφτόμουνα κεῖνο τὸν ἴσκιο. Ποιός νά ’τανε καὶ τί νὰ γύρευε; Χωράφια ἄλλος δὲν ἔχει ἐκεῖ. Κι ἐκεῖ ποὺ χάθηκε ὁ ἴσκιος, εἶναι ὁ μεγάλος Ὄχτος, πάνω ἀπὸ διακόσια μέτρα ἄγριος γκρεμός. μ’ ἔφαγε ἡ ἔγνοια. Τὸ πρωὶ σηκώθηκα, πῆρα καὶ τ’ ἄλλο τὸ ντουφέκι καὶ κίνησα γιὰ τὸ χτῆμα. Ἔφτασα, ξεπέζεψα, τί νὰ ἰδῶ ; Πατημασιὲς γύρω ἀπὸ τὴ χαμοκέλα! Ἀνοίγω τὸ πορτούλι, μπαίνω μέσα. Ἀλαφιάστηκα, κάποιος εἶχε μπεῖ. Ὅπλισα χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω. Βγῆκα ὄξω, κοιτάω γύρω, τίποτες. Οἱ πατημασιὲς πήγαιναν πλάι, στὴ στάνη. μπῆκα νὰ ἰδῶ, κανείς. Τὰ σκυλιὰ γαβγίζανε, κι ἐγὼ μὲ τὸ ντουφέκι ἀπόκοντα· κρεμασμένο στὸν ὦμο, δὲν τὸ ἔντωνα μπίτι. Πῆγα πάλι στὸν γκρεμό, ἔστησα αὐτί, τίποτα. Ἔπιασα τὶς δουλειές μου, ἀλλὰ μ’ ἔτρωγε. Κατὰ τὸ γιόμα, ἔκατσα νὰ φάω. μπῆκα στὴ 58
Η μ Ι ΣΑΝΤΡΑ
χαμοκέλα κι εἶδα πλάι στὸ πόδι τοῦ τραπεζιοῦ αἷμα ξερό. Τινάχτηκα.Πῆρα μιὰ μπουκιά, καὶ τὸ ντουφέκι στὰ χέρια. Ξαναπῆγα στὸν γκρεμό. μέριασα τὰ σκίντα καὶ τ’ ἀλίσβατα, κοίταξα κατὰ τὴν ἄκρια, μ’ ἔπιασε ζάλη. Ἔκανα πίσω καὶ τότες, μέσα στ’ ἄγρια βάτα, στὴ ρίζα μιᾶς πεύκας εἶδα νὰ κρέμεται ἕνα σκοινί. Ἤτανε διπλὸ κι ἔπεφτε κάτου στὸν γκρεμό. Ἡ καρδιά μου βάραγε δυνατά. Ὁ τόπος εἶναι πολὺ βλαστερός, γιομάτος μούσκλια καὶ νερά. Ποιός νὰ κατέβηκε μὲ τὸ σκοινί ; Ἐκεῖ μόνο ἄγρια πουλιὰ πετοῦν. Καὶ ποῦ νὰ πάει; Ἄχ, μανούλα μου... Ὁ γερο-μένιος ἀναστέναξε καὶ συνέχισε: – Τὸ πῆρα ἀπόφαση νὰ κατέβω νὰ ἰδῶ. Γύρισα στὸ χαμοκέλι, πῆρα μιὰ μεγάλη τριχιά, γιόμισα τὸ ντουφέκι, τὸ πέρασα σταυρωτὰ καὶ κίνησα. Ἔφτασα στὴν πεύκα, τὸ σκοινὶ ἐκεῖ. Ἔδεσα κι ἐγὼ τὴ δικιά μου τριχιὰ κι ἄρχισα νὰ κατεβαίνω. Ζόρικα, γλίστραγε πολὺ ὁ διάολος. Στὰ πέντε μέτρα ἔγινα μούσκεμα ἀπ’ τὰ νερά. Φυλαγόμουνα μὴ μοῦ βραχεῖ τὸ ντουφέκι. Τὰ πόδια μου πιάστηκαν σὲ κάτι μούσκλια, σκιάχτηκα μὴν γκρεμοτσακιστῶ. Πάτησα γερὰ σ’ ἕνα τούμπι, νὰ πάρω ἀνάσα. Παραμέρισα τὰ χαμόκλαδα κι εἶδα μιὰ μεγάλη τρύπα σκοτεινή, μιὰ σπηλιά. Ξαφνιάστηκα, δὲν τό ’χα ξανακούσει. Ὅπλισα καὶ μπῆκα μέσα δυὸ μέτρα μπουσουλώντας. μετὰ ἄνοιγε, στάθηκα ὄρθιος. Ἐκεῖ τὸν εἶδα, γυαλίζανε τὰ μάτια του. Τοῦ φώναξα νὰ μὴν κουνηθεῖ. Τότες μοῦ εἶπε: «μένιο, ἄσε τὸ ντουφέκι. Ἐγὼ εἶμαι, ὁ Λάμπης, ὁ κουνιάδος σου. Ἄσε τὸ ντουφέκι». «Ποιός εἶσαι ;» τ’ ἀποκρίθηκα. «Ὁ κουνιάδος σου, ὁ Λάμπης, εἶμαι χτυπημένος». 59
Ο Θ Α ΝΑ Τ Ο Σ Τ Ο Υ Α Σ Τ Ρ Ι ΤΗ Κ Α Ι Α Λ Λ Ε Σ Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Ε Σ
Τά ’χασα. μεμιᾶς μοῦ περάσαν ἀπὸ τὸ νοῦ κεῖνα τὰ λόγια πού ’χε εἰπεῖ στὸν πεθερό μου προτοῦ νὰ παντρευτῶ τὴν Τριαδούλα. Θόλωσα καὶ τοῦ ’ριξα. μὲ κούφανε ἡ ντουφεκιὰ μέσα στὴ σπηλιά. Γιόμισα καὶ ξανάριξα. Ξαναγιόμισα, καὶ πάλι καὶ πάλι... Ὁ Θεὸς νὰ μὲ συχωρέσει, δὲν κατάλαβα πῶς ἐγίνηκε. Τότε, μέσα στὴ σιγαλιὰ τῆς νύχτας, ἀκούστηκε μιὰ διαπεραστικὴ κραυγή: – Φονιάαα!... Κι ὕστερα ἕνας βρόντος δυνατὸς ἀπ’ τὴν ἐξώπορτα. Ἦταν ἡ Τριαδούλα, ποὺ τόση ὥρα ἄκουγε πίσω ἀπὸ τὴ μισάντρα ποὺ χώριζε τὸ καθιστικὸ ἀπ’ τὸ ὑπνοδωμάτιο. – Θεὸς φυλάξοι, εἶπε ὁ παπάς. Ὁ Ἁπαλοχέρης βογκοῦσε. – Ἐκεῖ τὰ βρῆκα τὰ ρημάδια τὰ λεφτά, παπά. μιὰ λάτα λίρες χρυσές. Τὰ καταραμένα... Συχώρεση γυρεύω, παπά, συχώρεση γυρεύω. Καὶ βγάζοντας ἕνα δυνατὸ ρόγχο ἔγειρε τὸ κεφάλι του ἀπότομα στὸ πλάι, πρὶν προλάβει νὰ πάρει συγχώρεση. Ὁ παπὰς σὲ λίγο σηκώθηκε καὶ βγῆκε ἔξω τρέχοντας. Γύρευε τὴν Τριαδούλα, ξύπνησε τὸν κόσμο μὲ τὶς φωνές του. – Ψάχτε γιὰ τὴν Τριαδούλα, ἔφυγε ἀπ’ τὸ σπίτι, ἔλεγε. Φωνάχτε τὸ παιδί του, ἔσβησε ὁ ἄνθρωπος... Κάποιος πῆρε τὸ γιό του τηλέφωνο καὶ κάποιος ἄλλος κάλεσε τὴν ἀστυνομία, νὰ στείλουνε γιατρό. Τὸ παιδί του ἔφτασε τὴν ἴδια ὥρα μὲ τὸ νοσοκομειακό. Ἔξω χάραζε. Παρὰ τὴ διαβεβαίωση τοῦ παπᾶ ὅτι ἔσβησε, ὁ μένιος ζοῦσε ἀκόμα, ἀλλὰ δὲ σάλευε. Εἶχε στραβώσει τὸ στόμα του, 60
Η μ Ι ΣΑΝΤΡΑ
μιλιὰ δὲν ἔβγαζε. Τὸν πήγανε στὸ νοσοκομεῖο στὸν Πύργο. – Ἐγκεφαλικό, εἴπανε οἱ γιατροί, ἀλλὰ θὰ ζήσει. Στὸ χωριὸ ὅλοι ψάχνανε τὴν Τριαδούλα. Δὲν ξέρανε τί ἔγινε, ποῦ πῆγε. μονάχα ὁ Παπάγος εἶπε: – μὴν πῆγε στοῦ Ἀρὰς μιχάλη ; Κανεὶς δὲν τοῦ ’δωσε σημασία. Τὴν ἄλλη μέρα, ἕνας τσοπάνης ποὺ ἔβοσκε τὰ πρόβατά του ἀπέναντι, στὸ Χωραΐτικο, εἶδε πὼς στὸν μεγάλο Ὄχτο κρεμόταν ἕνας ἄνθρωπος. Πῆγε στὴ Χώρα, τὸ ἀνέφερε στὸν ἀστυνόμο, κι αὐτὸς τηλεφώνησε στὸ μοίραρχο στοῦ Λάλα. Ἕνα ἀπόσπασμα χωροφυλάκων ἔφτασε μὲ ἄλογα στοῦ Ἀρὰς μιχάλη, στὰ χτήματα τοῦ Ἁπαλοχέρη. Ἀνέβηκαν τὴν πλαγιά, κι ἀφοῦ μέριασαν τὴν ἄγρια βλάστηση, πλησίασαν μὲ δυσκολία στὴ μεγάλη πεύκα. Ἐκεῖ εἶδαν τὸ τεντωμένο σκοινί. Ἄρχισαν νὰ τὸ τραβοῦν καὶ σὲ λίγο ἀνέβασαν τὴ φουρκισμένη Τριαδούλα. Ἦταν μελανιασμένη. Τὴν ἀπίθωσαν στὸ χῶμα, κατόπιν φέραν τ’ ἄλογο καὶ τὴν ἔβαλαν ἀπάνω. μετά, τὴν ἔφεραν στὸ χωριό.
61
Η
ΠΡΩΤΗ ΣΥΛ ΛΟΓΗ διηγημάτων μου, μὲ τίτλο Ὁ θάνατος τοῦ ἀστρί-
τη καὶ ἄλλες ἱστορίες, ἀποτελεῖ προϊὸν ἀφύπνισης τῆς μνήμης γιὰ τὸν γενέθλιο τόπο. Σὲ αὐτὴ τὴν ἀνάκληση τοῦ κόσμου τοῦ χθὲς μὲ ὤθησε ἡ φθορὰ τῶν ἤχων, τῶν λέξεων, τῶν εἰκόνων, καθὼς καὶ ἡ ἀπώλεια ἀνθρώπων, πραγμάτων καὶ καταστάσεων στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου. Ὁδηγός μου στὸ ταξίδι αὐτὸ δὲν ἦταν ἡ νοσταλγία. Θέλησα ἁπλῶς νὰ διασώσω ἀπὸ τὴ λήθη ἐκεῖνες τὶς σκοτεινὲς καὶ θλιβερὲς ὄψεις τῆς ζωῆς ποὺ ἀφήνει στὴ σκιὰ ὁ ἐξωραϊσμὸς τῆς μνήμης. Ἀνασύροντας ἱστορίες ἀπὸ τὸ παρελθόν, ἐπιδίωξα νὰ περιγράψω ἕναν κόσμο πραγματικό, ποὺ πολὺ ἀπέχει ἀπὸ τὴν εἰκόνα ποὺ δημιουργεῖ ἡ νοσταλγικὴ ἀναπόληση· ἕναν κόσμο σκληρό, ποὺ διακατεχόταν ἀπὸ πάθη καὶ ἔνστικτα σκοτεινά, ἀλλὰ συνάμα διέθετε ἁπλότητα καὶ ὀμορφιὰ ποὺ ἔχουν ἐκλείψει στὶς μέρες μας. Προσπάθησα νὰ δώσω πνοὴ στὸ βλέμμα καὶ στὴ φωνὴ τῶν ἀνθρώπων μιᾶς ἐποχῆς ἀλλοτινῆς. Γιατὶ στὸ βλέμμα καὶ στὴ φωνή τους καθρεφτίζεται ἡ ψυχή τους. Καὶ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ψυχὴ θέλησα νὰ ἀναστήσω. ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ ΑΝΕΛ ΛΟΠΟΥΛΟΣ
ISBN: 978-618-5004-72-9