Theo Angelopoulos

Page 1

Θόδωρος Αγγελόπουλος

Ιστορία και Θεωρία 8: Μεταπολεµική Τέχνη στην Ελλάδα Διδάσκουσα: Μαρία-Μελίτα Εµµανουήλ Φοιτήτριες: Κορρέ Φωτεινή ar09407 Χαµατζόγλου Κωνσταντίνα

ar12080





Βιογραφικά στοιχεία



1935 | 27 Απριλίου | Γεννιέται στην Αθληνα.∆ηµοτικό και Γυµνάσιο στην Αχαρνών 1953 | Εισαγωγή στη νοµική σχολή Αθηνών,την οποία εγκαταλείπει στο πτυχίο 1961 | Μετακοµίζει στην Γαλλία και παρακολουθεί µαθήµατα γαλλικής φιλολογίας και φιλµολογίας στη Σορβόννη µε καθηγητές τον Ζορζ Σαντούλ και τον Μιτρί.Παράλληλα παρακολουθεί µαθήµατα εθνολογίας µε το Λέβι Στρος 1962-1963 | Γίνεται δεκτός µετά από εξετάσεις,στην περίφηµη σχολή κινηµατογράφου IDHEC.Λήγει πρόωρα τις σπουδές του µετά απο σύγκρουση µε καθηγητή της σκηνοθεσίας 1963-1964 | Φοιτά στο Museé de l'homme κοντά στον εθνολόγο-σκηνοθέτη Ζαν Ρους,όπου διδάσκεται το σινεµά-ντιρέκτ 1964 | Επιστροφή στην Ελλάδα.Εργάζεται ως κριτικός,µετά απο την πρόταση της Τώνιας Μαρκετάκη,στην εφηµερίδα '∆ηµοκρατική Αλλαγή' 1965 | Οι Φόρµινξ(ο Βαγγέλης Παπαθανασίου και ο αδελφός του και ο µάνατζερ του συγκροτήµατος),του προτείνουν να γυρίσει µια ταινία που θα προωθούσε την περιοδεία τους στην Αµερική.Στη συνέχεια,η περιοδεία µαταιώθηκε και οι 'Φορµινξ" δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ 1968 | Κυκλοφορεί η µικρού µήκους 'Εκποµπή',µε την οποία συµµετέχει πρώτη φορά στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και αποσπά βραβείο κριτικών 1969 | 1 Σεπτεµβρίου | Κυκλοφορεί το πρωτο τεύχος του ιστορικού περιοδικού 'Σύγχρονος κινηµατογράφος',συνιδρυτές ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και ο Βασίλης Ραφαηλίδης.Οι δυό τους συνέλαβαν την ιδέα οργάνωσης και εκτέλεσης ενός θεωρητικού περιοδικού για τον κινηµατογράφο που θα παρακολουθούσε και θα σχολίαζε την σύγχρονη πρωτοπορία 1979 | 'Αναπαράσταση'- πρώτη µεγάλου µήκους ταινία 1998 | Αποσπά το βραβείο 'Χρυσός Φοίνικας' στο Φεστιβάλ Καννών για την ταινία 'Μία αιωνιότητα και µία µέρα 2012 | 24 Ιανουαρίου | Απεβίωσε,καθως παρασύρθηκε από µοτοσικλέτα,κατά τα γυρίσµατα της ταινίας 'Η άλλη θάλασσα'


Βιώµατα - Χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του ως “παιδί πολέµου”,γεννήθηκε κατά την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά,µέσα σε µία οικογένεια µεσοαστών εµπόρων. - Οι ήχοι των σειρήνων από τις αεροπορικές επιδροµές και η θέαση των Γερµανών να µπαίνουν στην Αθήνα,ακολουθώντας την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα του 1940, συνθέτουν ανεξίτηλες εικόνες στο µυαλό του σκηνοθέτη, που θα αναπαράγει αργότερα µέσω των ταινιών του. - Τα χρόνια του πολέµου, ο πατέρας του Σπύρος και η αυστηρή µητέρα του Κατερίνα, δυσκολεύτηκαν για να εξασφαλίσουν µία καλή ζωή για τον νέο Θόδωρο και τα αδέλφια του, Νίκο, Χαρούλα, Βούλα, καθώς, όπως όλες οι ελληνικές οικογένειες της εποχής, αντιµετώπιζαν κακουχίες, οικονοµική λιτότητα και πείνα. Τότε,ο σκηνοθέτης στιγµατίστηκε καθοριστικά από 2 γεγονότα: την σύλληψη του πατέρα του από τον ξάδελφο του, τον 'Κόκκινο ∆εκέµβρη' του 1944, αφού κατηγορήθηκε για εναντίωση στο κοµµουνιστικό κόµµα, όταν ξέσπασε ο εµφύλιος πόλεµος. Το δεύτερο συµβάν ήταν ο θάνατος της αδελφής του, Βούλας, από αρρώστια σε ηλικία 11 ετών. - Στην πρώτη, αρχική φάση του κινηµατογραφικού έργου του Θόδωρου Αγγελόπουλου, κεντρική θέση στην προβληµατική του καταλαµβάνουν η αριστερά και η πολιτική ιστορία. Ο σηµαντικότατος Έλληνας σκηνοθέτης δηµιουργεί ένα επικό έργο γύρω από την ιστορία της Ελλάδας και την Ελλάδα µέσα στην ιστορία.Μπορούµε να πούµε πως ο Αγγελόπουλος, στην πρώτη περίοδο της φιλµογραφίας του, υπήρξε ο σκηνοθέτης της αριστεράς. Η επάνοδος στην πατρίδα συνοδεύεται απο αναίτιο ξυλοδαρµό του απο την αστυνοµία καθώς βάδιζε ανύποπτος, επεισόδιο που τον επηρέασε και άλλαξε τη διάθεση και τα σχέδιά του.


- Αναφερόµενος στις Μέρες του ‘36, ταινία γυρισµένη στην ακµή της δικτατορίας κάτω από στενή παρακολούθηση της αστυνοµίας: «Καθετί σηµαντικό σ’ αυτή την ταινία, προσπάθησα να το βάλω πίσω από κλειστές πόρτες, ή να λέγεται πίσω από κλειστές πόρτες, ή στο τηλέφωνο, ή να µη λέγεται καθόλου, ή να ψιθυρίζεται. Η δικτατορία είναι καταγραµµένη στη δοµή της ίδιας της ταινίας. Ήταν οι συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες εργαζόµουν: δεν µπορούσα να µιλήσω. Είναι µια δουλειά βασισµένη πάνω σ’ αυτά που δεν λέγονται, πάνω σ’ αυτά που δεν µπορούν να ειπωθούν. Αυτή είναι η βάση της ταινίας». «Φυσικά, δεν µπορούσα να εκφράσω ξεκάθαρα τη σκέψη µου. Γι’ αυτό και άφησα να περάσει µέσα στην αισθητική της ταινίας η λογοκρισία: συχνά ακούγονται άτοµα να µιλάνε ψιθυριστά, αλλά κανείς δεν µπορεί να καταλάβει τι λένε. Αν είχα εκφραστεί ελεύθερα, θα µου είχαν σίγουρα επιβάλει λογοκρισία· τη γύρισα λοιπόν µε τέτοιο τρόπο, ώστε ο θεατής να καταλάβει πως ήταν θέµα λογοκρισίας». -Το 1990, τον αφορίζει -µαζί µε το υπόλοιπο συνεργείο και τους ηθοποιούς- ο µητροπολίτης Φλωρίνης στη διάρκεια των γυρισµάτων του Μετώρου Βήµατος του Πελαργού,



Φιλµογραφία



Το έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου 1965 - Forminx Story (ανολοκλήρωτη) 1968 - Η Εκποµπή 1970- Αναπαράσταση 1972 - Μέρες του ’36 1974-1975 - Ο Θίασος 1977 - Οι κυνηγοί 1980 - Ο Μεγαλέξαντρος 1983 - Αθήνα, επιστροφή στην Ακρόπολη 1984 - Ταξίδι στα Κύθηρα 1986 - Ο Μελισσοκόµος 1988 - Τοπίο στην οµίχλη 1991 - Το µετέωρο βήµα του πελαργού 1995 - Το βλέµµα του Οδυσσέα 1998 - Μια αιωνιότητα και µια µέρα 2004 - Το λιβάδι που δακρύζει 2008 - Η Σκόνη του Χρόνου 2012 - Η Άλλη Θάλασσα (ανολοκλήρωτη, εικάζεται πως θα την κυκλοφορήσει η κόρη του, Ελένη)


Η Εκποµπή (1968) ∆ιάρκεια: 23 λεπτά Χρώµα: Ασπρόµαυρη Χώρα: Ελλάδα Μια οµάδα δηµοσιογράφων ζητά στο δρόµο από τους περαστικούς να τους ορίσουν τα χαρακτηριστικά που, κατά τη γνώµη τους, συνθέτουν τον «ιδανικό άνδρα», ενώ, βάσει των απαντήσεων, ένας σχεδιαστής φτιάχνει ένα είδος identikit. Στη συνέχεια, οι ίδιοι δηµοσιογράφοι ψάχνουν ανάµεσα στον κόσµο τον άντρα που ανταποκρίνεται σ’ αυτή την περιγραφή. Ανακαλύπτουν έναν µικροαστό, ο οποίος πετάει απ’ τη χαρά του όταν του ανακοινώνουν ότι έχει επιλεγεί ως ο «ιδανικός άνδρας» κι έχει κερδίσει ως βραβείο να περάσει µια νύχτα µε µια ντίβα του κινηµατογράφου. O µικροαστός ετοιµάζεται µε µεγάλη ανυποµονησία για το ραντεβού, αποκρύπτοντας το γεγονός από τη σύζυγο, αλλά, όταν φτάνει στο χώρο που του υπέδειξαν, κι αφού περιµένει για ώρες, αντί για την ντίβα, εµφανίζονται οι δηµοσιογράφοι της έρευνας. Τον οδηγούν στο στούντιο και του δίνουν ένα δακτυλογραφηµένο κείµενο που πρέπει να διαβάσει: είναι η ενθουσιώδης έκθεση πεπραγµένων µιας εκπληκτικής συνάντησης µε µια ντίβα. Η Εκποµπή: Η καινοτοµία Η ταινία είχε στόχο να παρουσιάσει την προπαγάνδα των Μέσων Μαζικής Ενηµέρωσης.Μέσα από τα ψέµατα και την 'ωραιοποιηµένη' καθηµερινότητα,καταλήγει στην πίκρα της αλήθειας και της αποκάλυψης.


η εκποµπή (1968)


Αναπαράσταση (1970) ∆ιάρκεια: 110 λεπτά Χρώµα: Ασπρόµαυρη Χώρα: Ελλάδα ∆ιακρίσεις: 1970. Βραβείο καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, φωτογραφίας, Α’ γυναικείου ρόλου (Τούλα Σταθοπούλου) και βραβείο κριτικών στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. 1971. Βραβείο Georges Sadoul (καλύτερη ταινία της χρονιάς στη Γαλλία)· Βραβείο καλύτερης ξένης ταινίας στο Φεστιβάλ της Ιέρ· «Ειδική µνεία» της ∆ιεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηµατογράφου (Fipresci) στο Φόρουµ του Βερολίνου Μετά από χρόνια δουλειά στη Γερµανία, ένας άντρας επιστρέφει στο χωριό του,την Τυµφαία της Ηπείρου: µια χούφτα πέτρινα σπίτια σε µια έρηµη, τραχιά και αποδεκατισµένη περιοχή από τα τόσα χρόνια µετανάστευσης, όπου µετράνε τις µέρες τους οι λιγοστοί εναποµείναντες κάτοικοι – γέροι, γυναίκες και µικρά παιδιά. Κανένας δεν τον περιµένει, ενώ η κόρη του, στο κατώφλι του σπιτιού, δεν τον αναγνωρίζει. Λίγες µέρες αργότερα, η σύζυγος, µε τη βοήθεια του εραστή της, τον σκοτώνει και τον θάβει στον κήπο, φυτεύοντας κρεµµυδάκια πάνω στον τάφο του. Καίει τα ρούχα και τα λιγοστά υπάρχοντά του, και διαδίδει στο χωριό ότι ο άντρας της ξανάφυγε για τη Γερµανία.Στο χωριό, όµως, η ξαφνική αναχώρηση του µετανάστη δηµιουργεί υποψίες, και γρήγορα θα φτάσει η αστυνοµία. Αυτός είναι ο πυρήνας του θέµατος που θα αναπτυχθεί µέσα από διαφορετικές έρευνες: τη γραφειοκρατική (της ανάκρισης) που αναζητά έναν ένοχο για να κλείσει την υπόθεση, κι εκείνην µιας οµάδας δηµοσιογράφων, η οποία, καταγράφοντας τις µαρτυρίες των κατοίκων, αναδεικνύει το κοινωνιολογικό πλαίσιο που υπέθαλψε αυτή την ιστορία. Το χρονικό του φόνου ολοκληρώνεται µε τη σύλληψη της γυναίκας, αλλά η δραµατική κοινωνική πραγµατικότητα του χωριού παραµένει ανοιχτή πληγή. Η ταινία τελειώνει µε την επανάληψη της σκηνής του φόνου. Η αµετάβλητη πραγµατικότητα πάνω στην οποία ωρίµασε ο φόνος, παραµένει. Αναπαράσταση: Μια µορφολογική νεωτερικότητα Η Αναπαράσταση κατέπληξε τους πάντες µε τη ριζοσπαστική µορφολογική και ιδεολογική νεωτερικότητά της, περιγράφοντας, µε ρεαλισµό και ταυτόχρονα µε αποστασιοποίηση, από πολλές οπτικές γωνίες, τη δολοφονία ενός συζύγου από δύο παράνοµους εραστές, στη µίζερη επαρχία. Συναποτελείται από διαφορετικές προσεγγίσεις που συντίθενται αρµονικά: Καταρχήν,είναι ένα κοινωνικό αστυνοµικό φιλµ που περιγράφει ένα «έγκληµα πάθους» σε ένα αποµακρυσµένο χωριό της Ηπείρου. Είναι δηλαδή ένα οικογενειακό δράµα. Είναι όµως και ένα ντοκουµέντο για τη µετανάστευση, που είχε ρηµάξει, τότε, τον τόπο. Ο Αγγελόπουλος, προτάσσοντας το µοτίβο της αναπαράστασης του εγκλήµατος από τις ανακριτικές και σωφρονιστικές αρχές, δηµιουργεί µια κριτική αποστασιοποίηση από τα γεγονότα, που τα κρίνει µέσα από µια διακριτική κοινωνιολογική (αν όχι και ιδεολογικοπολιτική) µατιά… Στην αποστασιοποίηση συνεισφέρει και η παρουσία κι επέµβαση ενός τηλεοπτικού συνεργείου δηµοσιογράφων από την Αθήνα. Η αναπαράσταση του εγκλήµατος συγχέεται µε το έγκληµα αυτό καθαυτό. ∆ίνονται, έτσι, πολλές εκδοχές της πραγµατικότητας. Π.χ. βλέπουµε τη δύσκολη θέση της γυναίκας, και βλέπουµε κι ακούµε (στην ηχητική µπάντα) για τη φτωχική, σκληρή ζωή των αγροτών και κτηνοτρόφων. ∆εσπόζουσα, πίσω από τις διάφορες εκδοχές, είναι η κοινωνιολογική ερµηνεί. Η σκηνοθεσία περιγράφει µε σκληρές, αδρές, ασπρόµαυρες ρεαλιστικές εικόνες αυτή τη µίζερη επαρχιώτικη πραγµατικότητα, τα χρόνια της δικτατορίας και της εγκατάλειψης. Χωρίς τον όµορφο ελληνικό ήλιο, αλλά µεσ’τη συννεφιά, τη βροχή και τη λάσπη. Ο σκηνοθέτης υιοθετεί µια µη γραµµική χρονική, αφηγηµατική εξέλιξη, προχωρώντας µια µπρος και µια πίσω στο χρόνο, και από το έγκληµα στην αναπαράστασή του. Με όλες αυτές τις αισθητικές επιλογές, για πρώτη φορά, ο Νέος Ελληνικός Κινηµατογράφος συνδέεται, το 1970, µε τον ευρωπαϊκό κινηµατογραφικό µοντερνισµό.


αναπαράσταση (1970)


Θίασος (1974-1975) ∆ιάρκεια: 230 λεπτά Χρώµα: Έγχρωµη Χώρα: Ελλάδα ∆ιακρίσεις: 1975. Βραβείο ∆ιεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηµατογράφου (Fipresci) στο Φεστιβάλ των Καννών· Βραβείο καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, Α' ανδρικού ρόλου (Βαγγέλης Καζάν), Α' γυναικείου ρόλου (Εύα Κοταµανίδου), Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηµατογράφου (ΠΕΚΚ) στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης· «Ειδικό βραβείο» στο Φεστιβάλ της Ταορµίνα· Βραβείο Interfilm στο Φόρουµ του Βερολίνου· Βραβείο εge d'Or (καλύτερη ταινία της χρονιάς), Βρυξέλλες. 1976. Βραβείο Figueira das Foss, Πορτογαλία. 1979. Βραβείο Β.F.I. καλύτερης ταινίας της χρονιάς, Λονδίνο· Μέγα Βραβείο των Τεχνών, Ιαπωνία· Βραβείο καλύτερης ταινίας της χρονιάς, Ιαπωνία. «Καλύτερη ταινία της δεκαετίας 1971-1980», από την Ένωση Κριτικών Κινηµατογράφου της Ιταλίας. «44η καλύτερη ταινία στην Ιστορία του Παγκόσµιου Κινηµατογράφου», από τη ∆ιεθνή Ένωση Κριτικών Κινηµατογράφου. Η ταινία ακολουθεί τις περιπέτειες ενός περιοδεύοντος θιάσου στην Ελλάδα από το 1939 µέχρι το 1952, ο οποίος προσπαθεί να παρουσιάσει µια θεατρική παράσταση του βουκολικού δράµατος του Περεσιάδη Γκόλφω, η βοσκοπούλα. Η πολιτική ιστορία της Ελλάδας και η ιδιωτική των µελών του θιάσου (που είναι ταυτόχρονα και µέλη της ίδιας οικογένειας) πλέκονται αξεδιάλυτα. Από τη µια παρακολουθούµε τις τελευταίες µέρες της δικτατορίας του Μεταξά, την έναρξη του πολέµου, την ιταλική εισβολή, τη γερµανική κατοχή, την Απελευθέρωση, την άφιξη των συµµάχων (Άγγλων αρχικά και Αµερικανών στη συνέχεια), την καταπίεση των «αριστερών» αγωνιστών και τον αιµατηρό εµφύλιο πόλεµο, µέχρι τις εκλογές του 1952 όπου κυριαρχούν οι δυνάµεις της ∆εξιάς. Από την άλλη, οι περιπέτειες της οικογένειας του Oρέστη, της αδελφής του, του πατέρα του, της µητέρας του και του εραστή της, παραπέµπουν στον κεντρικό πυρήνα του µύθου των Ατρειδών. O πατέρας εκτελείται από τους Γερµανούς, µετά την προδοτική καταγγελία του εραστή της µητέρας, κι ο Oρέστης, αντάρτης της Αριστεράς, µε τη συνεργασία της αδελφής, θα σκοτώσει επί σκηνής τη µητέρα του και τον εραστή της, για να έρθει και η δική του εκτέλεση κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων που ακολούθησαν τη γενική καταστολή του αντάρτικου κατά τον Εµφύλιο. Το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας είναι η µεγάλη αδελφή (εκείνη που, κατά το σχήµα του µύθου, θα ήταν η Ηλέκτρα), η µόνη της οικογένειας που, µετά τα δεκατρία χρόνια Ιστορίας τα οποία πραγµατεύεται η ταινία, µένει ώς το τέλος και φροντίζει τον µικρό Oρέστη, το γιο της µικρής αδελφής που έχει παντρευτεί έναν αµερικανό αξιωµατικό. Η χρονολογική κατασκευή της ταινίας, περίπλοκη και πολύπλοκη, κτίζεται µε διαρκείς χρονικούς ελιγµούς και συνεχείς εναλλαγές εποχών. Η ταινία αρχίζει το 1952 και τελειώνει το 1939 µ' ένα πανοµοιότυπο πλάνο.


ο θίασος (1974-1975)


Αθήνα, επιστροφή στην Ακρόπολη (1983) ∆ιάρκεια: 43 λεπτά Χρώµα: Έγχρωµη Ο αρχικός τίτλος της ταινίας ήταν «Αθήνα ή τρεις επισκέψεις στην Ακρόπολη», ωστόσο έγινε γνωστή και κυκλοφόρησε µε τον τίτλο «Αθήνα, επιστροφή στην Ακρόπολη». Γυρίστηκε µε αφορµή την ανακήρυξη της Αθήνας ως πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης (1985) και αποτελεί µια βαθιά προσωπική µατιά του σκηνοθέτη για την πόλη που γεννήθηκε και µεγάλωσε, καθώς και για την ιστορική της σηµασία στο παρελθόν και σήµερα.


αθήνα, επιστροφή στην ακρόπολη (1983)


Ο Μελισσοκόµος (1986) ∆ιάρκεια: 120 λεπτά Χρώµα: Έγχρωµη Χώρα: Ελλάδα ∆ιακρίσεις: Χρυσό Λιοντάρι στο ∆ιεθνές Φεστιβάλ Κινηµατογράφου Βενετίας

O Σπύρος, δάσκαλος σε µια µικρή επαρχιακή πόλη όπου πέρασε όλη του τη ζωή, µετά το γάµο της κόρης του και την αναχώρηση του γιου του που θα συνεχίσει τις σπουδές του στην Αθήνα, ξαναρχίζει κι αυτός το ταξίδι του, εγκαταλείποντας τη διδασκαλία, το σπίτι, τη γυναίκα του, διασχίζοντας τη χώρα µε τις κυψέλες, όπως έκαναν ανέκαθεν ο πατέρας του κι ο πατέρας τού πατέρα του, ακολουθώντας το δρόµο της Άνοιξης, το δρόµο των µελισσών. Η συνάντησή του µε µια κοπέλα θα του ξαναζωντανέψει παλιά συναισθήµατα κι αναµνήσεις. Για κείνον, το παρελθόν είναι όλα· για κείνην, δεν είναι τίποτα. O Σπύρος, όµως, παλιός «αριστερός» και αγωνιστής, είναι µόνος του µε το παρελθόν του και πολύ κουρασµένος πια για να επιµείνει στον αγώνα της ζωής: θα πεθάνει αφηµένος στην επίθεση των ίδιων του των µελισσών.

Ο µελισσοκόµος: Πέρασµα από τη Ζωή στο Θάνατο µέσα από τον έρωτα Όταν ο Σπύρος άφησε πίσω του το σπίτι µε τους πολυκαιρισµένους τοίχους, δεν φανταζόταν ότι η ζωή στην επόµενη διασταύρωση θα του έστελνε κάποιον πιο µόνο από ’κείνον, κάποιον που δεν θα είχε παρελθόν να τον συντροφεύει. Κοντά στη δύση της ζωής του, κοίταξε πίσω και είδε ξανά τους φίλους του και µια φουρτουνιασµένη θάλασσα που σε λίγο θα ξεχείλιζε. Έσκυψε µέσα από το παράθυρο που έβλεπε τον κόσµο όταν ήταν παιδί. Βρήκε και την Άνοιξη, αλλά όταν προσπάθησε να την κρατήσει κατάλαβε ότι δεν ήταν δική του, κι έτσι την άφησε ελεύθερη για να µπορεί εκείνη να επιστρέφει όποτε το θελήσει. Όπου κι αν πήγαινε κουβαλούσε µαζί τα µελίσσια του, σαν αποσκευή και σαν µνήµη, σαν διάφανο κοµµάτι από το σώµα του. Η ψυχή του όλη ήταν συνεχώς απλωµένη µπροστά του, κλεισµένη σε µικρά άσπρα κουτιά, περιµένοντας τη µέρα που εκείνος θα απασφαλίσει το σκέπαστρο.


ο µελισσοκόµος (1986)


Το µετέωρο βήµα του πελαργού (1991) ∆ιάρκεια: 138 λεπτά Χρώµα: Έγχρωµη Χώρα: Ελλάδα

Ένας πολιτικός, µετά από µια συνεδρίαση στη βουλή όπου εκφωνεί µάλλον µια ποιητική ανακοίνωση παρά έναν πολιτικό λόγο, εγκαταλείπει το κοινοβούλιο και το σπίτι του, κι εξαφανίζεται χωρίς ν' αφήσει κανένα ίχνος. Ένας δηµοσιογράφος που κάνει ρεπορτάζ στην παραµεθόριο Βόρεια Ελλάδα για τους εγκλωβισµένους στα σύνορα µετανάστες και πρόσφυγες διαφόρων φυλών, συναντά έναν άντρα που η εξωτερική του εµφάνιση ταιριάζει µε τα χαρακτηριστικά του αγνοούµενου πολιτικού. Παρά τις έρευνές του και µια συνάντηση που καταφέρνει να οργανώσει ανάµεσα στον άγνωστο και τη γαλλίδα γυναίκα του πολιτικού, η ταυτότητα του αγνώστου παραµένει ανεξακρίβωτη. Η γυναίκα δεν τον αναγνωρίζει, κι εκείνος δε φαίνεται διατεθειµένος ούτε για µια στιγµή να µας δώσει ένα σηµάδι ότι δεν πρόκειται για τον πολιτικό που αγνοείται. Σ’ αυτόν τον κατακερµατισµένο κόσµο όπου έχει καταφύγει, στην αποµόνωση ενός κόσµου µε δικό του θεό και νόµο, συµπιεσµένο ανάµεσα σε εµπόδια, σύνορα και όρια, όλα µετεωρίζονται σε µιαν αβέβαιη πραγµατικότητα.

Το µετέωρο βήµα του πελαργού: no man's land Για άλλη µία φορά, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος εµπιστεύεται σε ηθοποιούς άλλων εθνικοτήτων ένα θέµα που παραµένει ατόφια ελληνικό. Αυτή η συνειδητή 'απόκλιση' επίφασης και ουσίας, γλώσσας και εθνικότητας, βρίσκεται στον πυρήνα της δηµιουργικής του ταυτότητας. Ο ίδιος είχε κάποτε πει: 'Αναζητώ ακόµη τις ρίζες, την προέλευσή µου'.


µια αιωνιότητα και µια µέρα (1998)


Μια αιωνιότητα και µια µέρα (1998) ∆ιάρκεια: 130 λεπτά Χρώµα: Έγχρωµη Χώρα: Ελλάδα ∆ιακρίσεις: 1998. Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ Καννών· Oικουµενικό Βραβείο της Καθολικής Εκκλησίας

O Αλέξανδρος, ένας µεσόκοπος συγγραφέας, ασχολείται µε το ηµιτελές έργο του Σολωµού Ελεύθεροι πολιορκηµένοι. Από το ποίηµα λείπουν λέξεις, κι ο Αλέξανδρος αποπειράται να τις συγκεντρώσει, να τις αγοράσει, όπως έκανε για τις δικές του λέξεις κι ο Σολωµός. Τούτες οι λέξεις µπαίνουν στο παζλ της συµπλήρωσης του ηµιτελούς αριστουργήµατος, για να στοιχειώσουν και τη ζωή τού Αλέξανδρου. Όµως οι δυνάµεις του έχουν εξαντληθεί, κι ο ίδιος βαδίζει προς το θάνατο. O χρόνος που του αποµένει, ανήκει στις αναµνήσεις, στον απολογισµό µιας ζωής, γεµάτης χαµένες ευκαιρίες και λάθος κινήσεις. Μόνο µία κίνηση υπάρχει ακόµα: µια τυχαία συνάντηση µ’ ένα άστεγο αγόρι, παιδί των φαναριών. Προσκολλάται σ’ αυτό το παιδί, αναβάλλει την «αναχώρηση» και παρατείνει την αιωνιότητα κατά µία µέρα, για να µεταφέρει στον µικρό του φίλο κάτι από τη γνώση του, ν’ αφήσει τα ίχνη του πάνω σε κάποιον, µέσα από το βλέµµα του οποίου θα σωθεί εκείνος που φεύγει.

Μια αιωνιότητα και µια µέρα: Πόσο κρατάει το αύριο; Πρόκειται για ένα υπαρξιακοκοινωνικό ποιητικό φιλµ του καλλιτεχνικού κινηµατογράφου του δηµιουργού, φτιαγµένο γύρω από τις ανησυχίες, τα κοινωνικά και οικογενειακά βιώµατα και τις αναζητήσεις ενός ανήσυχου, νάρκισσου συγγραφέα (Μπρούνο Γκανζ) που αργοπεθαίνει. Ο ναρκισσισµός του νοσταλγού καλλιτέχνη εκφράζεται µέσα από το πώς τον βλέπει (σαν µεγαλοφυή, απόµακρο Θεό) η σύζυγός του,'Αννα, καθώς και η αστική οικογένειά του. Στο τέλος της ζωής του, ο καλλιτέχνης αναρωτιέται «γιατί δεν ξέραµε να αγαπήσουµε;». Η κοινωνική πλευρά της ταινίας είναι σκληρή και πολύ πετυχηµένη, και εξίσου ολοκληρωµένο είναι, επίσης, το υπαρξιακό θέµα που αφορά τον επερχόµενο µοιραίο θάνατο. εικόνες, όµορφες εικαστικά και λειτουργικές δραµατουργικά Για πρώτη φορά ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας σε µια ταινία του δεν είναι απλώς ένας φορέας ιδεών και κοινωνικο-πολιτικής κριτικής (επέκταση της προσωπικής οπτικής γωνιάς του σκηνοθέτη) αλλά απλώς, ένας άνθρωπος που βλέπει το τέλος να πλησιάζει. Η ταινία δεν προσφέρει εύκολες λύσεις ή κάποιο «µάθηµα» για το «πόσο ωραία είναι η ζωή». Η αεικίνητη κάµερα απλώς παρατηρεί, καταγράφει, αναπολεί. Οι διάλογοι και οι µονόλογοι του Αλέξανδρου δεν συνθέτουν κάποια προφανή αλήθεια από την οποία θα πρέπει να µάθουµε κάτι µε την λήξη της ταινίας. Η µνήµη του τον κυριεύει και του προκαλεί θλίψη, µέρος της οποίας καταφέρνει και αποσπά ο µικρός πρόσφυγας. Μέσα από την συντροφιά του ο Αγγελόπουλος παίρνει την ευκαιρία να ασκήσει κοινωνικο-πολιτική κριτική και να επιστρέψει προσωρινά σε ένα από τα αγαπηµένα του θέµατα – εκείνο των συνόρων. Ωστόσο, η καρδιά της ταινίας είναι αλλού και εκεί θα επιστρέψει γρήγορα – στην φιλοσόφηση του θανάτου, του αναπόφευκτου τέλους και στην σχέση του µε την Άννα. Τα µοτιφ της ταινίας είναι πολλά και ο Αγγελόπουλος εµφατικά τα φέρνει στο προσκήνιο. Ο ήχος της θάλασσας και η εικόνα της την οποία βλέπουµε σε κάθε ευκαιρία –στο νησί, στο λιµάνι, στην Ζάκυνθο. Ο χρόνος που τελειώνει για τον Αλέξανδρο, που διασπάται κινηµατογραφικά, φέρνοντας το σήµερα στο παρελθόν. Η ποίηση, είτε µε την µορφή του Σολωµού είτε µε τον διάλογο. Η φυγή, το αίσθηµα της αποξένωσης, είτε του µικρού πρόσφυγα είτε του Αλέξανδρου, που είναι ερηµίτης. Ο Αλέξανδρος είναι πιο ολοκληρωµένος από τους παλαιότερους χαρακτήρες του σκηνοθέτη και αντιµετωπίζει αυτό που λίγο ή πολύ όλη η ανθρώπινη γενιά θα αντιµετωπίσει κάποια στιγµή: το αναπόφευκτο τέλος. Το αν θα διαρκέσει µια αιωνιότητα δεν είναι βέβαιο. Το µόνο σίγουρο είναι ότι θα είναι κάποιο µέρος µιας ηµέρας.


µια αιωνιότητα και µια µέρα (1998)


Το λιβάδι που δακρύζει ∆ιάρκεια: 200 λεπτά Χρώµα: Έγχρωµη Χώρα: Ελλάδα Μια οµάδα ξεριζωµένων Ελλήνων της Οδησσού φτάνει σε ένα βαλτότοπο της Ελλάδας που ορίζεται ένα ποτάµι που τον διασχίζει. Οι πρόσφυγες στεριώνουν εκεί έναν οικισµό προσπαθώντας να ξανακτίσουν τη ζωή τους. Μια οικογένεια κυριαρχεί. Ο πατέρας αυστηρός και πείσµων, µετά το θάνατο της γυναίκας του θα θελήσει να παντρευτεί την Ελένη, ένα κοριτσάκι που µεγάλωσε στο σπίτι του αφού το είχαν περιµαζέψει στο φευγιό τους µέσα στο χαµό του διωγµού. Ο γάµος δεν θα γίνει ποτέ και η Ελένη το σκάει µε το γιο του που αγαπιούνται από παιδιά Η περιπλάνηση των δύο νέων στην Ελλάδα, µε την προστασία µιας οµάδας µουσικών, µετατρέπεται σε µια τραγική ιστορία. Η ταραγµένη πολιτική σκηνή οδηγεί τους νέους να αντιµετωπίσουν µια σειρά από γεγονότα που σηµαδεύουν οριστικά τη ζωή τους. Μη µπορώντας να στεριώσουν πουθενά, κουβαλώντας την κατάρα του πατέρα για την προδοσία, ο νέος θα αναγκαστεί να φύγει στην Αµερική σε αναζήτηση µιας καλύτερης µοίρα. Η Ελένη, µόνη της πλέον θα βιώσει τη φρίκη του πολέµου και του εµφύλιου, χάνοντας και τα δυο της παιδιά. Μετά από διαδοχικές φυλακίσεις για αντιστασιακή δράση θα εξοριστεί από την πατρίδα που νόµισε ότι είχε βρει φτάνοντας µια µέρα µικρό παιδάκι στην Ελλάδα.

Το λιβάδι που δακρύζει: Μία αρχή και ένα τέλος Ο σκηνοθέτης έχτισε ένα χωριό στον πυθµένα µιας άδειας λίµνης και στη συνέχεια, µετά από αναµονή µηνών, αποτύπωσε το σταδιακό βούλιαγµα µέσα στο νερό.Εκτός από το ρόλο της στην ταινία, η εικόνα αυτή εντάσσεται πια στην έννοια µιας ελληνικότητας πέρα από το ηλιόλουστο και το πρόσχαρο. Αυτό είναι η απόλυτη κατάκτηση του Αγγελόπουλου: αποκαλύπτει την ύπαρξη και της «άλλης Ελλάδας», ως µιας χώρας, η οποία, µέσα από την οµιχλώδη σύγχρονη ιστορία της, την σκουριά, την σήψη και την κακοδαιµονία, συνθέτει ένα ιδιάζον τοπίο, το οποίο στην πραγµατικότητα απέχει πάρα πολύ από την εικόνα του φυσικού παραδείσου, του «κλασσικού κάλλους» και της φωτεινότητας που θεωρούνται στερεοτυπικά συνδεδεµένα µε την έννοια της ελληνικότητας. Σε αυτήν την ταινία ο Αγγελόπουλος ξαφνιάζει, γιατί οι αναζητήσεις του είναι, σε µεγάλο βαθµό, διαφορετικές, από ότι σε όλο το προηγούµενο έργο του. Η µυθοπλασία, η αφήγηση µιας ιστορίας δύο ανθρώπων έρχεται σε πρώτο επίπεδο. Για πρώτη φορά οι ήρωες του Αγγελόπουλου δεν είναι σύµβολα και φορείς ιδεολογιών, αλλά χαρακτήρες, άνθρωποι που µπορεί να υπήρξαν. Επίσης, παρατηρείται, ότι ο ρυθµός της ταινίας είναι άψογα επεξεργασµένος, χωρίς τη χρονική διαστολή των προηγούµενων ταινιών. Εκτός από την εικόνα του βυθισµένου χωριού, η σκηνή της κηδείας –η εναρκτήρια σκηνή της οµάδας των προσφύγων, πάνω σε ένα κοµµάτι γης ανάµεσα σε δύο ρυάκια, σαν να είναι ξεκοµµένοι από την ενδοχώρα, το σφαγµένο κοπάδι κρεµασµένο από το κεντρικό δέντρο του χωριού, η σκηνή του κόκκινου νήµατος στην προκυµαία και η τελική σκηνή του θρήνου είναι εικόνες οι οποίες µπορούν να «δουλεύουν» στο µυαλό του θεατή αρκετό χρόνο µετά τη θέαση της ταινίας. Ο Αγγελόπουλος στήνει πάλι µια τελετουργία από δυνατές και εµβληµατικές εικόνες που αφήνουν ανεξίτηλο το ίχνος


το λιβάδι που δακρύζει (2004)


Αγγελόπουλος και ελληνικό τοπίο



∆εν θα µπορούσαµε να µιλήσουµε για την προβολή και εξύµνηση των γεγονότων της νεότερης ελληνικής ιστορίας µέσα από τα έργα του Θόδωρου Αγγελόπουλου,αν δεν αναφερόµασταν στο ελληνικό τοπίο. Στις ταινίες του, οι χαρακτήρες δεν θα µπορούσαν να βρίσκονται αλλού, παρά στο συγκεκριµένο χωριό ή πόλη. Τα δέντρα, ο ουρανός, το έδαφος, το νερό αποτελούν σηµεία αναφοράς.


Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που συνέχουν σ' ένα σύνολο τόσο ανόµοιες εκ πρώτης όψεως δοµές και µορφές του χώρου, οροθετώντας ταυτόχρονα τη γραφική ή ηθογραφική τους προσέγγιση που χαρακτηρίζει έντονα παρόµοια εγχειρήµατα του ελληνικού κινηµατογράφου;

Κατ' αρχάς, η έντονη αστικότητά τους. Ακόµα κι όταν η πόλη είναι παντελώς απούσα (Αναπαράσταση), ένας ευρύτερος αστικός χώρος συναλλαγής είναι συνεχώς παρών: ο αληθινός πρωταγωνιστής. Είναι αυτός που διαβρώνει την ύπαιθρο, διαβρώνοντας πρώτα απ' όλα τις δοµές, τον ανθρώπινο περίγυρο, τα πρόσωπα. Oι µορφές µπορεί και να αδρανούν, κι έτσι, οι σταθερές του τοπίου, οι παραδοσιακοί οικισµοί –η Τυµφαία της Ηπείρου (Αναπαράσταση) ή η ∆εσκάτη των Γρεβενών (O Μεγαλέξαντρος)– µπορεί να επιβιώνουν, αλλά σαν ένα κλειστό σύστηµα, σαν τα «λείψανα» ενός ιστορικά παρελθόντος τόπου για το σύγχρονο ελληνικό τοπίο.


Οι χώροι δέχονται κάποιες µόνιµες, σχεδόν διαχρονικές ανθρώπινες δραστηριότητες, ώστε, ακόµα κι όταν αλλάζουν µορφή, να διατηρούν το ζητούµενο ιστορικό βάθος. Κινούµενο µέσα σ’ ένα τέτοιο οριακό διάστηµα, ακροβατώντας στο µεταίχµιο, το έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου καθίσταται ένα ενδιαφέρον δοκίµιο γύρω από τη µνήµη του χώρου. Υπερβαίνοντας ένα πρωτόλειο επίπεδο νοσταλγίας, επεξεργάζεται µια ποιητική µνήµη του ελληνικού τοπίου, εκµεταλλευόµενος ό,τι απέµεινε, βυθοµετρώντας το παλίµψηστο του κάθε χώρου ξεχωριστά, γεφυρώνοντας τα χάσµατα, επινοώντας ή ανακαλύπτοντας την ιδιόρρυθµη οµορφιά του «άσχηµου».


Οι µέθοδοι, αλλά και τα αισθητικά εργαλεία και οι προθέσεις, του κινηµατογράφου απέχουν πολύ από αυτά της αρχιτεκτονικής. Μήπως όµως αυτό δεν είναι και το ζητούµενο στην ελληνική αρχιτεκτονική σήµερα· το πώς, δηλαδή, µε αφετηρία µια πρόσοψη του χώρου εκ πρώτης όψεως εντελώς αµνήµονα, θα παράγει νέο υλικό, δοµές και µορφές που δεν θα είναι ούτε ανιστόρητες ούτε συνονθύλευµα ρυθµών µίµησης και άψυχης αναπαράστασης του παρελθόντος; Τα απέραντά του τοπία, τα παροιµιώδη µονοπλάνα και η ελληνικότητα -όπως ο ίδιος την όρισε επανεφευρίσκοντάς τη- αυτα τοπία που θαυµάστηκαν όσο και «παρεξηγήθηκαν», στην οµίχλη που κάλυπτε πάντα το σκηνικό των ταινιών του,





Αγγελόπουλος και ελληνικός πολιτισµός



Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, διακρίνεται για την: εµπνευσµένη ποίησή του, για την αισθητική ολοκλήρωση των ταινιών του, την εικαστικότητα των πλάνων του, την αρµονία φόρµας και περιεχοµένου/νοηµάτων, το υπαρξιακό βάθος των ταινιών του τον συνδυασµό του κινηµατογράφου του µε το θέατρο (αρχαίο και µπρεχτικό θέατρο) και τις άλλες µορφές τέχνης (ποίηση, ζωγραφική, µουσική) τη σύνδεση της σκηνοθετικής µατιάς του µε µια προβληµατική ιστορική, ιδεολογικοπολιτική, ή αργότερα, υπαρξιακή

Ο Αγγελόπουλος ξεχώριζε από τους άλλους Έλληνες σκηνοθέτες γιατί ήταν κινηµατογραφικός ποιητής, πολύ µορφωµένος, µε υψηλή διανοητική συγκρότηση και φοβερό εικαστικό µάτι που έστηνε υπέροχες εικόνες. Υπηρξε ο σκηνοθέτης που προσέγγισε την κανονική, καθηµερινή πλευρά των ανθρώπων, ρίχνοντας µια γέφυρα ανάµεσα στην ιστορική και τη σύγχρονη κοινωνική πραγµατικότητα. Ανακατασκευάζει µια πτυχή της Ιστορίας, αναπαριστώντας τα “εξόριστα” κοµµάτια της, εκείνα που έµειναν έξω από τα επίσηµα εγχειρίδια. Αφού όµως η Ιστορία είναι το σύνολο των ανθρώπινων ενεργειών και πράξεων , το εργο του Αγγελοπουλου µετατρέπεται σε ένα είδος χαραµάδας απ'όπου µπορεί κανείς να κατασκοπεύσει αυτές τις πράξεις που συνιστούν την ιστορική πολιτιστική κουλτούρα και κληρονοµιά ενός λαού. Τα απέραντά του του τοπία, ο συννεφιασµένος ουρανός, τα παροιµιώδη µονοπλάνα και η ελληνικότητα -όπως ο ίδιος την όρισε επανεφευρίσκοντάς τη- θα είναι πάντα σήµατα κατατεθέντα του σινεµά του. Η αναζήτηση των µονοπατιών της Ιστορίας και του τόπου της Ουτοπίας στο έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου εµφανίζει δύο τάσεις: -την ιστορικη και πολιτική : το όνειρο,η αναβίωση και η διάψευση,η αναπτερωµένη ελπίδα και η ήττα στον αγλωνα για µια άλλη ανθρώπινη κοινωνία. -υπαρξιακή και φιλοσοφική:το όραµα,η ασίγαστη ανησυχία,η αναχώρηση από έναν ερηµωµένο τόπο και το ταξίδι.Η αναζήτηση µιας ευτυχίας και η φυγλη προς ένα άλλο τοπίο. Ωστόσο,ο ίδιος σε µία συνέντευξη του δηλώνει: ''Ανήκω σε µία γενιά που ήλπιζε πολύ,ήλπιζε πολύ στην αλλαγή του κόσµου.Παρά την κατάρρευση όλων των ιδεολογιών ,διατηρώ αυτήν την ελπίδα.Παραµένω παρά ταύτα,ένας άνθρωπος που προσπαθεί να ελπίζει ότι είναι δυνατόν να αλλάξουµε τον κόσµο'' (Torell J.,2001) ∆εν έχει σηµασία να επαναλάβεις µια αυταπόδεικτη αλήθεια: πως το ελληνικό σινεµά δεν θα κατάφερνε ποτέ να περάσει τα σύνορα της Ελλάδας χωρίς τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και το αντίκτυπο που είχε το έργο του όχι µόνο στη διεθνή κριτική, αλλά και στην ευρωπαϊκή διανόηση των τελευταίων δεκαετιών.Για τον Αγγελόπουλο, το Σινεµά, η Ελλάδα, η Ευρώπη, η Ιστορία υπήρξαν πάντοτε µια άδεια σκηνή, σαν αυτή που κινηµατογράφησε µε κίνηση 360 µοιρών της κάµερας στο αριστούργηµα του, τον «Θίασο» του 1974. Στο κέντρο της ο άνθρωπος, για τον Αγγελόπουλο, δεν µπορούσε παρά να µοιάζει µικρός, όσο µεγαλύτερα είναι τα όνειρα του και οι χαµένες ελπίδες µιας ολόκληρης γενιάς, αυτής που ο ίδιος εκπροσώπησε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Και καπου εκεί, στα γυµνά τοπία µιας χώρας σε εγκατάλειψη, έβρισκαν πάντοτε χώρο για να βασιλέψουν η µοναξιά, η µελαγχολία, η αποξένωση, όλα όσα ο Αγγελόπουλος πίστευε πως µόνο το σινεµά µπορεί να καταδείξει και γιατί όχι να νικήσει.O κινηµατογράφος του Αγγελόπουλου είναι τόσο στενά αυτοβιογραφικός και πολιτισµικά αλληγορικός και διασχίζει ένα µεταφυσικό επίπεδο όπου το πραγµατικό και το µυθικό µεταφορικά τέµνονται για να χαρτογραφήσουν το οργανικό και χωρίς σύνορα τοπίο της ελληνικής ψυχής.







Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.