Aισθήσεις και αντίληψη του Χώρου

Page 1

ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ

ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ


αισθήσεις και αντίληψη του χώρου εισαγωγή στην αρχιτεκτονική έρευνα / διάλεξη φοιτήτρια : Κωνσταντίνα Θεοδώρου υπεύθυνοι καθηγητές : Πολυξένη Μάντζου Γιώργος Πατρίκιος Μαρία Αναστασίου ακαδημαΪκό έτος 2015-2016 ιούλιος 2016 δημοκρίτειο πανεπιστήμιο θράκης τμήμα αρχιτεκτόνων μηχανικών


στους γονείς μου και στην αδελφή μου Μελίνα για την πολύτιμη βοήθεια


περιεχόμενα


εισαγωγή

7

κεφάλαιο 1 : Γνωριμία με τις αισθήσεις 1.1 Οι πέντε ανθρώπινες αισθήσεις 1.2 Η θεωρία των proxemics 1.3 Παράγοντες που επηρεάζουν τις αισθήσεις του ανθρώπου 1.4 Είναι πραγματικά μόνο πέντε οι αισθήσεις;

11 21 27 30

κεφάλαιο 2 : Οι αισθήσεις ως αντιληπτικά συστήματα 2.1 Η απόκτηση του ερεθίσματος και τα χαρακτηριστικά του 2.2 Τα αντιληπτικά συστήματα σύμφωνα με τον James J. Gibson 2.3 Η παραλαβή πληροφοριών από τα αντιληπτικά συστήματα 2.4 Η θεωρία της λήψης πληροφοριών

34 37 50 54

κεφάλαιο 3 : Ανοχές στην αρχιτεκτονική 3.1 Η προέλευση της έννοιας των ανοχών (“affordances”) / μια πρόσφατη ιστορία 3.2 Η έννοια των “affordances”/η εισαγωγή του όρου από τον James J. Gibson 3.3 Η οικολογική ψυχολογία του Gibson 3.4 Ta “affordances” στον Σχεδιασμό

62 65 71 76

κεφάλαιο 4 : Η έννοια της περιπλάνησης 4.1 Ξεκινώντας από το Παρίσι του 19ου αιώνα/ η εμφάνιση της φιγούρας του flâneur 4.2 Ψυχογεωγραφικές προσεγγίσεις 4.3 O Guy Debord και η περιπλάνηση /Οι ψυχογεωγραφικοί Χάρτες 4.4 Τa affordances στην εμπειρία της πόλης

84 90 99 107

επίλογος βιβλιογραφία

109 110

5


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

εισαγωγή

6


H σχέση του χώρου με τον άνθρωπο - υποκείμενο είναι δυναμική και σύνθετη. Ο χώρος αποτελεί μια αφηρημένη συμβατική συνθήκη που βιώνεται αυθόρμητα και με τον καιρό, πληρώνεται μέσω των ανθρώπων που έρχονται σε επαφή μαζί του, μέσα από τις δραστηριότητες τους, τα όνειρα, τις προσδοκίες και τα συναισθήματα που εκείνοι αποκτούν. Ο αρχικός προβληματισμός της έρευνας, αφορά στη σχέση μεταξύ του χρήστη και του χώρου γύρω του, θεωρώντας εξαρχής πως η σχέση αυτή δεν ορίζεται μόνο με τα μάτια καθώς ο άνθρωπος είναι μια οντότητα που αντιλαμβάνεται το χώρο και τα συμβάντα γύρω του με όλες του τις αισθήσεις. Προβληματισμοί όπως τι κάνει ένα χώρο να αφήνει ευχάριστες ή δυσάρεστες εντυπώσεις, ή γιατί ένας χώρος εκπέμπει γαλήνη, ξεκούραση ή αντίστοιχα δυσφορία, φόβο, αποστροφή ήταν η αφορμή της διάλεξης. Στη συνέχεια θα αναλυθεί ο όρος “affordance” του περιβάλλοντος που είναι ό,τι προσφέρει το περιβάλλον στα ζώα και τον άνθρωπο, αυτό που παρέχει το περιβάλλον ή που χορηγεί, είτε για καλό ή για κακό. Με αυτό τον όρο εννοούμε κάτι που αναφέρεται ταυτόχρονα στο περιβάλλον και στον άνθρωπο με ένα τρόπο που κανένας υπάρχον όρος δεν μπορεί. Υπονοεί την αλληλοσυμπλήρωση του ανθρώπου και του περιβάλλοντος. Η επαφή του ανθρώπου με το περιβάλλον γύρω του, φυσικό και δομημένο, αλλά και με τους ανθρώπους που το κατοικούν, γίνεται μέσω των αισθήσεων του και επηρεάζεται από παράγοντες όπως τα ερεθίσματα, αλλά και τις προσωπικές μνήμες και τα βιώματα. Στόχος μέσα από αυτή τη διάλεξη είναι να αναδειχθεί η συμβολή όλων των αισθήσεων στη διαδικασία της αντίληψης του χώρου. Επιπλέον, η έρευνα εστιάζεται σε μεθόδους απομόνωσης των αισθήσεων και χαρτογράφησης των συναισθημάτων στο επίπεδο της πόλης. Ενδιαφέρον έχει ο τρόπος ανάγνωσης της πόλης, ο τρόπος που αυτή βιώνεται, η ερμηνεία και τελικά η αποτύπωση της εμπειρίας του αστικού χώρου. Τέλος γίνεται μια διερεύνηση των ανοχών σε σχέση με την ίδια την πόλη και η προσπάθεια για παρότρυνση εξερεύνησης νέων διαδρομών και εμπειριών.

7


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

8


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

10


ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

ΟΡΙΣΜΟΙ1 Ερέθισμα: οτιδήποτε μπορεί να προκαλέσει διέγερση των αισθητήριων νεύρων, ενεργοποιώντας αντίστοιχη αίσθηση. Αίσθηση: καθεμιά από τις επιμέρους λειτουργίες αντιλήψεως ερεθισμάτων, που προέρχονται από το εσωτερικό ή εξωτερικό του σώματος και έχει ως αποτέλεσμα το αίσθημα. Αίσθημα: η εντύπωση που δημιουργείται από τον ερεθισμό κάποιου αισθητήριου οργάνου και την ακόλουθη μεταβολή του στο φλοιό του εγκεφάλου. Τα αισθήματα (οπτικά, ακουστικά, αφής, γεύσης) είναι ό, τι αντιλαμβανόμαστε με τη βοήθεια των αισθήσεων μας (όρασης, ακοής κλπ.) και των αισθητήριων οργάνων (αυτιών, μύτης κλπ.). Το αίσθημα δε συνδέεται με τον ψυχισμό του ανθρώπου. Συναίσθημα: είναι η ψυχική διέγερση ως αποτέλεσμα γεγονότος ή εμπειρίας, η οποία συνοδεύεται από ελαφρές μεταβολές των λειτουργιών του οργανισμού και συνιστά ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στοιχείο της ψυχικής ζωής του ανθρώπου.

1 Οι ορισμοί των παραπάνω εννοιών προέρχονται από το «Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας» (Γ. Μπαμπινιώτης, Β’ Έκδοση, Αθήνα: 2002).

11


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

1. Γνωριμία με τις ανθρώπινες αισθήσεις Το κύριο σύστημα που μεταφέρει τις πληροφορίες και τα ερεθίσματα στον εγκέφαλο, με σκοπό να γίνει κάτι αντιληπτό και να διατηρηθεί ως μνήμη και εμπειρία είναι το αισθητηριακό και αποτελείται από τις πέντε αισθήσεις : την όραση, την ακοή, την αφή, τη γεύση και την οσμή. Η αντίληψη του χώρου ωστόσο, αποτελεί μια πιο περίπλοκη διαδικασία που εμπλέκει σαφώς το σύνολο των αισθήσεων που μεσολαβούν για την επικοινωνία μεταξύ του σώματος και του χώρου που το περιβάλλει, αλλά και άλλα στοιχεία όπως η κίνηση, η συνείδηση, οι ατομικές μνήμες και η εμπειρία. Γίνεται κατανοητό πως και ο σχεδιασμός ενός χώρου είναι μια διαδικασία που αντιστοίχως συνδυάζει –ή οφείλει να συνδυάζει-αισθήσεις, γνώση και εμπειρία. Δημιουργείται έτσι κατά το σχεδιασμό αλλά και κατά την αντίληψη ένα πεδίο συνεύρεσης και αλληλεπίδρασης σώματος, χώρου, νόησης και μνήμης. Είναι λίγο ως πολύ γνωστό σε όλους πως στο πεδίο της αντιληπτικής διαδικασίας των οπτικά ικανών ατόμων, η αίσθηση της όρασης κατέχει πρωταρχικό ρόλο. Ι. Όραση Όραση ή αλλιώς οπτική αντίληψη ονομάζεται η κυρίαρχη από τις πέντε ανθρώπινες αισθήσεις και αυτό διότι, με αυτήν γίνεται άμεσα αντιληπτός ο εξωτερικός χώρος και το γενικότερο εξωτερικό περιβάλλον. Η «κυριαρχία» της όρασης έναντι των άλλων αισθήσεων, έχει προκαλέσει την αποδυνάμωση των υπόλοιπων και τελικά μια είδους ανισορροπία στην ιεραρχία τους. Η όραση ήταν η τελευταία από τις αισθήσεις που εξελίχθηκε και είναι μακράν η πιο σύνθετη. Τα περισσότερα δεδομένα δίνονται στο νευρικό σύστημα μέσα από τα μάτια και σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από ό, τι μέσω της αφής ή ακοής.2 Η όραση είναι το μέσο με το οποίο αντιλαμβανόμαστε το χώρο σαν σύνολο. Με τον ισχυρισμό αυτό δεν εννοείται ότι όλος ο χώρος γίνεται αντιληπτός ακαριαία, αλλά ότι μόνο μέσω της όρασης οι χωρικές σχέσεις των αντικειμένων εκτός του ανθρωπίνου σώματος και σε απόσταση από αυτό μπορούν να γίνουν κατανοητές με λεπτομέρεια. Όργανο αντίληψης είναι σαφώς τα μάτια.

2 Edward T. Hall, The hidden dimension ,σελ. 66

12


ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

Στον άνθρωπο τα μάτια εκτελούν πολλές λειτουργίες. Tου δίνουν τη δυνατότητα να: προσδιορίσει τα τρόφιμα, τους φίλους, και τη φυσική κατάσταση πολλών υλικών μέσα σε μια απόσταση, να μετακινηθεί σε κάθε πιθανό ανάγλυφο του εδάφους, αποφεύγοντας τα εμπόδια και τον κίνδυνο, να κατασκευάσει εργαλεία, να περιποιηθεί τον εαυτό του και τους άλλους, να αξιολογήσει οθόνες και να συγκεντρώσει πληροφορίες σχετικά με την συναισθηματική κατάσταση των άλλων.3 Τα μάτια συνήθως θεωρείται ότι είναι το κύριο μέσο με το οποίο ο άνθρωπος συγκεντρώνει πληροφορίες. Όμως, όσο σημαντική και αν είναι η λειτουργία τους ως «συλλέκτες πληροφοριών», δεν πρέπει να παραβλέψουμε τη χρησιμότητά τους στη μετάδοση πληροφοριών. Για παράδειγμα, ένα βλέμμα μπορεί να τιμωρήσει, να ενθαρρύνει, ή να δημιουργήσει κυριαρχία. Το μέγεθος των κορών μπορεί να εκδηλώσει το ενδιαφέρον ή την αποστροφή4.

δεξιά : Dziga Vertov, The eye of the camera, ταινία The Man with a Movie Camera (1929).

3 Edward T. Hall , Τhe hidden dimension, σελ. 65 4 Edward T. Hall , Τhe hidden dimension, σελ 71

13


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Ένας θεμέλιος λίθος στην αψίδα της ανθρώπινης κατανόησης είναι η αναγνώριση ότι ο άνθρωπος σε ορισμένα κρίσιμα σημεία συνθέτει εμπειρία. Ένας άλλος τρόπος που δηλώνεται αυτό είναι ότι ο άνθρωπος μαθαίνει, ενώ βλέπει και ό, τι μαθαίνει επηρεάζει ό, τι βλέπει. Αυτό δημιουργεί μεγάλη προσαρμοστικότητα στον άνθρωπο και του επιτρέπει να εκμεταλλευτεί προηγούμενη εμπειρία. Αν ο άνθρωπος δεν μάθαινε ως αποτέλεσμα της όρασης, το καμουφλάζ, για παράδειγμα, θα ήταν πάντα αποτελεσματικό και ο άνθρωπος θα ήταν ανυπεράσπιστος απέναντι σε καλά καμουφλαρισμένους οργανισμούς. Η ικανότητα να διεισδύουν στο καμουφλάζ αποδεικνύει ότι μπορεί να αλλάξει αντίληψη, ως αποτέλεσμα της μάθησης.5 Σε οποιαδήποτε συζήτηση για την όραση, είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ του ειδώλου πάνω στον αμφιβληστροειδή και του τι αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος. Η σημασία της όρασης ανάμεσα στις υπόλοιπες φαίνεται και από το γεγονός, πως το μεγαλύτερο μέρος του ανθρώπινου εγκεφάλου ασχολείται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου με την επεξεργασία και την ερμηνεία των ερεθισμάτων της όρασης. Μέσα από την κουλτούρα και την καθημερινότητα των ανθρώπων, η γλώσσα εκφράζει σωρεία οπτικών παραστάσεων. Θεωρούμε λοιπόν τα μάτια μας σοφούς παρατηρητές, αλλά το μόνο που κάνει ουσιαστικά το μάτι, είναι να συγκεντρώνει το φώς. Σε κάθε ερέθισμα, συμπεριφέρεται διαφορετικά, και αναλόγως φυσικά διαφορετικά είναι και τα μηνύματα από και προς τον εγκέφαλο, για τις ακολουθούμενες ενέργειες, σκέψεις, ή ακόμη και τα τυχόν αισθήματα. Όσο ο κόσμος αλλάζει, τόσο διαφέρει και ο τρόπος που εμείς τον αντιλαμβανόμαστε. Τα πολιτιστικά πρότυπα και η κουλτούρα διαφοροποιούνται με συνεχώς αυξανόμενη ταχύτητα. O Edward T. Hall στο βιβλίο του Hidden Dimension αναλύει τις αισθήσεις σε σχέση με την ανθρώπινη εμπειρία του εξωτερικού κόσμου. Διαχωρίζει τις αισθήσεις σε δύο κατηγορίες, τις αισθήσεις απόστασης - όρασης, ακοή , όσφρηση, και τις αισθήσεις επαφήςαφή και γεύση. Η καθεμία διαθέτει διαφορετικό βαθμό ευαισθησίας και διαφορετικό λειτουργικό εύρος. Η αίσθηση της όρασης διαθέτει το μεγαλύτερο λειτουργικό εύρος ανάμεσα στις αισθήσεις. Περίπου στα 100 μέτρα, οι αφηρημένες φιγούρες αρχίζουν να διακρίνονται ως άτομα. Το βεληνεκές 0-100 μέτρα το ονομάζει κοινωνικό πεδίο όρασης.

5

14

Edward T. Hall , Τhe hidden dimension , σελ 68


ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

Στην απόσταση των 70-100 μέτρων το ανθρώπινο μάτι μπορεί να διακρίνει το φύλο, περίπου την ηλικία ή το τι κάνει ο άλλος ή να αναγνωρίσει κάποιον κυρίως βάσει ρούχων ή του τρόπου που περπατά. Όσο μικραίνει αυτή η απόσταση, εντείνονται οι λεπτομέρειες. Στα 30 μέτρα διακρίνονται επαρκώς στοιχεία όπως τα χαρακτηριστικά του προσώπου, το χτένισμα και η ηλικία. Στα 20-25 μέτρα μπορεί κανείς να δει ξεκάθαρα σχεδόν τις εκφράσεις και να καταλάβει τη διάθεση του άλλου, ενώ σε αποστάσεις κάτω των 20 μέτρων η απόσταση γίνεται πιο ενδιαφέρουσα και αρχίζει να ενδείκνυται για ένα κοινωνικό πλαίσιο. Τα αντιληπτικά όργανα του ανθρώπου έχουν τη δυνατότητα να εξελίσσουν τις ικανότητες τους με το χρόνο εφόσον «τα μάτια και τα αυτιά δεν είναι όργανα δεδομένης-αμετάβλητης ικανότητας, όπως οι κάμερες ή τα μικρόφωνα»6 . Μπορεί να χάνουν τη νεανικότητα και την ευελιξία τους με το χρόνο αλλά γίνονται πιο ευαίσθητα στην διάκριση περισσότερων ερεθισμάτων λόγω εμπειρίας.

6 James J. Gibson, 1968, αναφορά στη διατριβή του Kamiel Van Kreij, Sensory Intensification in Architecture, (2008)

15


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΙΙ. Ακοή Η ακοή είναι η πρώτη από τις αισθήσεις που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος ήδη από έμβρυο. Λειτουργεί ως σύστημα προειδοποίησης, προσανατολισμού και ισορροπίας. Σύμφωνα με τον Edward T. Hall , η αίσθηση της ακοής έχει μικρότερο λειτουργικό εύρος από την όραση και μεγαλύτερο από την όσφρηση. Σε απόσταση έως 7 μέτρα το αυτί είναι αρκετά αποτελεσματικό. Μέχρι αυτή την απόσταση, είναι αρκετά εύκολο να γίνει μια συζήτηση. Σε απόσταση μέχρι περίπου 35 μέτρα εξακολουθεί να είναι δυνατό να ακουστεί μια διάλεξη, να υπάρξει ακόμα και ένας κανονικός διάλογος. 7 Η ακουστική μας κουλτούρα παραλλάσσεται συνεχώς στο χρόνο. Τα είδη του ηχητικού τοπίου σε διαφορετικές εποχές είναι κατασκευασμένα σύμφωνα με τον εκάστοτε πολιτισμό και διαχέονται στην ατμόσφαιρα της ζωής των ανθρώπων. Κάθε πόλη μάλιστα έχει τον ιδιαίτερο ήχο της, ο οποίος εξαρτάται από το σχεδιασμό και την υλοποίηση των δρόμων της. Ο ήχος στην οπτικά προσανατολισμένη κοινωνία μας είναι συνήθως μια παραμελημένη πτυχή για την αρχιτεκτονική. Αξίζει ωστόσο, να αναφερθεί πως η ακοή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα αίσθηση αναφορικά με την αρχιτεκτονική, επειδή ενέχει μια χωρική ποιότητα. Ο ήχος, ή αντίστοιχα η απουσία του, λειτουργεί σαν εργαλείο κατανόησης της κλίμακας και Stelarc, Ear on Arm μπορεί να εμπλουτίσει τη χωρική εμπειρία και την κατανόηση του χώρου. Ο χρόνος αντήχησης δύναται να πληροφορεί για τη μορφή και το μέγεθος του χώρου. Η ακοή μπορεί ακόμη να παρέχει πληροφορίες προσανατολισμού στο χώρο, όγκου και πυκνότητας. Μπορεί να έχει κανείς την «εικόνα» για παράδειγμα ενός άδειου ή γεμάτουχώρου χωρίς να τον δει, από την ηχώ που παράγει κάποιος ήχος.

7

16

Jan Gehl, Η ζωή ανάμεσα στα κτίρια, (2013), σελ.7


ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

ΙΙΙ. Αφή Είναι η αίσθηση που μπορεί να δώσει τα περισσότερα διαφορετικά ερεθίσματα. Διακρίνουμε την εξωτερική και την εσωτερική αφή. Με την εξωτερική αφή καταλαβαίνουμε αν ένα αντικείμενο είναι τραχύ ή λείο, σκληρό ή μαλακό, βαρύ ή ελαφρύ, ζεστό ή κρύο. Με την εσωτερική αφή αντιλαμβανόμαστε τους πόνους και την κατάσταση των εσωτερικών οργάνων μας. Το δέρμα είναι αυτό που μεσολαβεί στη μετάβαση του ερεθίσματος από την πηγή στον εγκέφαλο. Όλες οι αισθήσεις, συμπεριλαμβανομένης της όρασης, μπορούν να θεωρηθούν ως επεκτάσεις της αφής , ως ειδικεύσεις του δέρματος. Καθορίζουν τη διεπαφή (διασύνδεση) μεταξύ του δέρματος και του περιβάλλοντος, μεταξύ της αδιαφανούς εσωτερικότητας και της εξωτερικότητας του κόσμου8. Η αφή συνιστά εργαλείο για την παροχή πληροφοριών σχετικά με το υλικό, το βάρος, την ποιότητα, την πυκνότητα και τη θερμοκρασία. Τα χέρια είναι Ηerbert Βayer, Τhe Lonely Metropolitan, (1932). τα μέσα για να νιώσουμε ένα υλικό. Η αφή είναι η αίσθηση που σχετίζεται περισσότερο με τη σωματικότητα. Το σώμα, ερχόμενο σε επαφή με τα υλικά και μεταβαίνοντας από ένα χώρο σε ένα άλλο, αγγίζει τις διαφορετικές υφές των υλικών και αντιλαμβάνεται τις αλλαγές στη θερμοκρασία του χώρου.Η αφή ακόμη, μπορεί να αποκαλύψει την ιστορία και την προέλευση της ύλης. Για παράδειγμα, ένα βότσαλο γυαλισμένο από τα κύματα είναι ευχάριστο στο χέρι όχι μόνο λόγω του σχήματός του αλλά επειδή εκφράζει την αργή διαδικασία του σχηματισμού του. Το δέρμα μπορεί να ανιχνεύσει τη θερμοκρασία και τα πέλματα μπορούν να μετρήσουν τη βαρύτητα με την πυκνότητα και την υφή του εδάφους9.

8

Juhani Pallasmaa, The eyes of the skin, (2008), σελ.42

9

Juhani Pallasmaa, The eyes of the skin, (2008), σελ.56

17


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Θεωρούμε τα χέρια μας ως ένα σύνηθες και αυταπόδεικτο μέλος του σώματος, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα όργανο ακριβείας που φαίνεται να έχει την δική του κατανόηση, θέληση και επιθυμίες. Συχνά εμφανίζεται ακόμη να βρίσκεται τόσο στην προέλευση και στη έκφραση της ευχαρίστησης και του συναισθήματος. Το χέρι, οι κινήσεις του και οι χειρονομίες, είναι εκφράσεις του χαρακτήρα του ατόμου στον ίδιο βαθμό όπως η φυσιολογία του προσώπου και του σώματος. Ακόμη τα χέρια έχουν τις δικές τους μοναδικές εμφανίσεις και χαρακτηριστικά : έχουν τις δικές τους ξεχωριστές προσωπικότητες. Αποκαλύπτουν ακόμη και το επάγγελμα ή την τέχνη κάποιου.10

Juhani Pallasmaa, The Thinking Hand

10

18

Juhani Pallasmaa, The Thinking Hand, σελ. 15


ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

ΙV. Γεύση Η αισθητηριακή εμπειρία μας για τον κόσμο, προέρχεται από την εσωτερική αίσθηση του στόματος. Κατά τη βρεφική ηλικία ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή και γνωρίζει πολλά υλικά και αντικείμενα μέσω της γεύσης. Τα παιδιά γεύονται ό, τι πιάνουν στα χέρια τους. Έτσι, γνωρίζουμε τη γεύση του σίδηρου και ας μη θυμόμαστε τη στιγμή της δοκιμής. Η εμπειρία της γεύσης έχει καταγραφεί στη μνήμη και ενεργοποιείται ταυτόχρονα με την όραση στη θέα συγκεκριμένων αντικειμένων. Έτσι, η όραση και η αφή μπορούν να προκαλέσουν την αίσθηση της γεύσης. Κάθε πόλη έχει το δικό της ιδιότυπο φάσμα γεύσεων το οποίο προκύπτει από τον άνθρωπο και σχετίζεται κυρίως με την τοπική κουζίνα. Ανακαλώντας μια πόλη που έχουμε επισκεφτεί, αυτόματα ενεργοποιείται και η ανάλογη καταγεγραμμένη γευστική μνήμη. Στον τομέα της αρχιτεκτονικής ωστόσο, ο ρόλος της γεύσης δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Albert Einstein

19


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

V. Όσφρηση Είναι η αίσθηση που ευθύνεται για την πρόσληψη των οσμών του περιβάλλοντος. Είναι η μοναδική αίσθηση για την οποία μέχρι στιγμής δεν έχει βρεθεί κάποια μέθοδος απομόνωσης και αποθήκευσης με σκοπό την αναπαραγωγή των οσμών που υπάρχουν στο χώρο. Αυτό ενδεχομένως σχετίζεται με το ότι η οσμή είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τη μνήμη καθώς η μνήμη είναι το μόνο μέσο αποθήκευσης της. Ο οργανισμός με βάση την εμπειρία του μπορεί να ταυτοποιήσει τι είναι αυτό που μυρίζει. Για να περιγραφεί μια μυρωδιά, χρησιμοποιούνται λεκτικοί προσδιορισμοί οι οποίοι στη συνέχεια παραπέμπουν σε αλυσιδωτούς συνειρμούς σκέψης. Η πρόσληψη των οσμών καταλήγει σε ένα τμήμα του εγκεφάλου που ονομάζεται ρινεγκέφαλος, γεγονός που υποστηρίζει την πρωταρχική σημασία την όσφρησης για την επιβίωση και το γεγονός πως πιθανώς είναι η πρώτη αίσθηση που αναπτύχθηκε στους ζώντες οργανισμούς. Η όσφρηση είναι παρούσα στην καθημερινή ζωή ακόμη και αν δεν είναι δυνατόν να την αντιληφθούμε. Η επαφή ενός νεογέννητου με τον έξω κόσμο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την όσφρηση η οποία είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη και τα βοηθά να αναγνωρίζουν πράγματα που ακόμη δεν μπορούν να δουν καθαρά. Η αίσθηση της όσφρησης καταγράφει ποικίλες μυρωδιές μέσα σε μια πολύ περιορισμένη περιοχή. Έχει το μικρότερο λειτουργικό εύρος ανάμεσα στις αισθήσεις της απόστασης. Μόνο σε αποστάσεις μικρότερες από το ένα μέτρο είναι γενικά δυνατό να αντιληφθεί κανείς τις σχετικά αδύναμες οσμές που προέρχονται από τα μαλλιά, το δέρμα και τα ρούχα των άλλων ανθρώπων. Αρώματα και άλλες λίγο ισχυρότερες μυρωδιές μπορεί να γίνουν αντιληπτές στα δύο με τρία μέτρα.11 Μέσω της όσφρησης καθίσταται δυνατή η αναγνώριση ενός χώρου. Η όσφρηση μπορεί να συλλάβει και να διατηρήσει τη μνήμη ενός χώρου και να την ανακαλέσει όποτε χρειαστεί. Ο Juhani Pallasmaa αναφέρει πως η πιο αμετάβλητη στο χρόνο μνήμη οποιουδήποτε χώρου είναι συχνά η μυρωδιά του. Η εικόνα μπορεί με τον καιρό να ξεθωριάσει αλλά η οσμή του χώρου, η οποία σχετίζεται συνήθως με τη χρήση του, είναι η τελευταία αίσθηση που χάνεται.12

11

Jan Gehl, Η ζωή ανάμεσα στα κτίρια, (2013)

12

Juhani Pallasmaa, The eyes of the skin, (2008), σελ.54

20


ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

1.2 Η θεωρία των proxemics13 Πόσες αποστάσεις έχουν τα ανθρώπινα όντα και πώς μπορούμε να τα διακρίνουμε; Τι είναι αυτό που διαφοροποιεί μια απόσταση από την άλλη; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν ήταν εμφανής στην αρχή, όταν o Edward T. Hall άρχισε την έρευνα του για τις αποστάσεις στον άνθρωπο. Σταδιακά, ωστόσο, στοιχεία άρχισαν να συσσωρεύονται αναφέροντας ότι η κανονικότητα των αποστάσεων που παρατηρείται στον άνθρωπο είναι η συνέπεια της αισθητηριακής βάρδιας. Περαιτέρω παρατήρηση των ανθρώπων σε κοινωνικές καταστάσεις τον έπεισε ότι αυτές οι οκτώ αποστάσεις ήταν υπερβολικά περίπλοκες . Τέσσερις ήταν αρκετές. Αυτές τις ονόμασε οικεία, προσωπικά, κοινωνικά και δημόσια (το καθένα με στενή και μακρά φάση). Η επιλογή των όρων για να περιγράψει διάφορες αποστάσεις ήταν εσκεμμένη. Δεν ήταν μόνο ότι επηρεάστηκε από τη δουλειά του Hediger14 με τα ζώα υποδεικνύοντας τη συνέχεια μεταξύ υποκουλτούρας και πολιτισμού, αλλά επίσης, από την επιθυμία να παράσχει ένα στοιχείο ως προς το είδος των δραστηριοτήτων και τις σχέσεις που συνδέονται με κάθε απόσταση, συνδέοντας έτσι τους στα μυαλά των ανθρώπων με ειδικές απογραφές των σχέσεων και δραστηριότητες. Θα πρέπει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το πώς οι άνθρωποι αισθάνονται ο ένας προς τον άλλο εκείνη τη στιγμή αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα της απόστασης που χρησιμοποιείται. Έτσι, οι άνθρωποι που είναι πολύ θυμωμένοι ή εμφατικοί για την άποψή τους θα κινηθούν κοντά, που “θα δυναμώσουν την ένταση του ήχου,” όπως λέμε, φωνάζοντας. Ομοίως, όπως κάθε γυναίκα ξέρει-ένα από τα πρώτα σημάδια ότι ένας άνδρας έχει αρχίσει να αισθάνεται ερωτικά είναι κίνησή του πιο κοντά σε αυτήν. Αν η γυναίκα δεν αισθάνεται τον ίδιο τρόπο το δείχνει κινούμενη προς τα πίσω. [Η αίσθηση που έχει ο άνθρωπος αναφορικά με το χώρο και την απόσταση δεν είναι στατική]

13

Edward T. Hall, The Hidden Dimension

14 Heini Hediger (30 November 1908 – 29 August 1992) ήταν ένας Ελβετός βιολόγος γνωστός για την εργασία του για τα Proxemics στη συμπεριφορά των ζώων και είναι γνωστός ως ο «πατέρας του ζωολογικού κήπου της βιολογίας » . O Hediger ήταν πρώην διευθυντής του Tierpark Dählhölzli (1938-1943), του ζωολογικού κήπου της Βασιλείας (1944-1953) και του ζωολογικού κήπου της Ζυρίχης ( 1954-1973 )

21


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Η αντίληψη του χώρου είναι δυναμική, διότι σχετίζεται με την δράση - ό, τι μπορεί ναγίνει σε ένα δεδομένο χώρο-παρά αυτό που μπορεί κανείς να δει από παθητική θέαση. Έχουμε την αίσθηση για άλλους ανθρώπους ότι είναι κοντά ή μακριά, αλλά εμείς δεν μπορούμε να βάλουμε πάντα το δάχτυλό μας για να δούμε τι είναι αυτό που μας δίνει τη δυνατότητα να τους χαρακτηρίζουμε ως τέτοιους. Mπορούμε να βάλουμε πάντα το δάχτυλό μας για να δούμε τι είναι αυτό που μας δίνει τη δυνατότητα να τους χαρακτηρίζουμε ως τέτοιους. Τόσα πολλά διαφορετικά πράγματα συμβαίνουν ξαφνικά, που είναι δύσκολο να λύσουμε τις πηγές των πληροφοριών στις οποίες βασίζουμε τις αντιδράσεις μας. Είναι ο τόνος της φωνής η στάση ή η απόσταση; Αυτή η διαδικασία διαλογής μπορεί να επιτευχθεί μόνο με προσεκτική παρατήρηση για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια ευρεία ποικιλία καταστάσεων, σημειώνοντας κάθε μικρή αλλαγή σε πληροφορίες που συμβαίνει. Για παράδειγμα, η παρουσία ή η απουσία της αίσθησης του ζεστού από το σώμα του άλλου προσώπου που σηματοδοτεί τη γραμμή μεταξύ οικείου και μη οικείου χώρου. Η μυρωδιά των φρεσκολουσμένων μαλλιών και η σύγχυση των χαρακτηριστικών ενός άλλου ατόμου από κοντά σε συνδυασμό με την αίσθηση της ζεστασιάς για να δημιουργήσει οικειότητα. Με τη χρήση του εαυτού ως έλεγχο και καταγραφή των μεταβαλλόμενων προτύπων των αισθητηριακών πληροφοριών είναι δυνατόν να προσδιοριστούν τα σημεία δομής στο σύστημα ανίχνευσης απόστασης. Στην πραγματικότητα, τα προσδιορίζει κανείς, ένα προς ένα, οι απομονώσεις λειτουργούν μέχρι τα σύνολα που αποτελούν την οικεία, προσωπική, κοινωνική, και τη δημόσια ζώνη. Οι ακόλουθες περιγραφές των τεσσάρων ζωνών απόστασης έχουν συνταχθεί από τις παρατηρήσεις και ανέπαφες συνομιλίες με μεσαίας τάξης, υγιείς ενήλικες, κυρίως ιθαγενείς της βορειοανατολικής ακτής των Ηνωμένων Πολιτειών. Ένα υψηλό ποσοστό από τα άτομα αυτά ήταν άνδρες και γυναίκες από τις επιχειρήσεις και επαγγέλματα. Πολλοί θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως διανοούμενοι. Οι συνεντεύξεις ήταν ουσιαστικά ουδέτερες. Δηλαδή, τα άτομα δεν ήταν αισθητά ενθουσιασμένοι, δεν είχαν κατάθλιψη ή θυμό. Δεν υπήρχαν ασυνήθιστοι περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως ακραίες θερμοκρασίες ή θόρυβος. Οι περιγραφές αυτές αντιπροσωπεύουν μόνο μια πρώτη προσέγγιση. Θα φανεί αναμφίβολα αργότερα όταν περισσότερα είναι γνωστά για την κοντινή παρατήρηση και πώς οι άνθρωποι διακρίνουν την απόσταση ο ένας από τον άλλο. Θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτές οι γενικεύσεις δεν είναι αντιπροσωπευτικές της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε γενικές-ή ακόμη και συμπεριφορά των αμερικανών εν γένει-αλλά μόνο

22


ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

της ομάδας που περιλαμβάνεται στο δείγμα. Έγχρωμοι και Λατινοαμερικανοί, καθώς και τα άτομα που προέρχονται από τη νότια Ευρώπη έχουν πολύ διαφορετικά μοτίβα. Κάθε μία από τις τέσσερις ζώνες απόστασης που περιγράφονται παρακάτω έχει και μια πολύ φάση, η οποία θα συζητηθεί μετά τη σύντομη εισαγωγική παρατήρηση. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι μετρούμενες αποστάσεις διαφέρουν κάπως με τις διαφορές στην προσωπικότητα και τους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, ένα υψηλό επίπεδο θορύβου ή χαμηλός φωτισμός θα φέρει συνήθως τους ανθρώπους πιο κοντά. Ο Edward Τ. Hall στις θεωρίες του για τα proxemics, αναφέρει ότι οι άνθρωποι διατηρούν διαφορετικές αποστάσεις ανάλογα με την κοινωνική και πολιτιστική τους κατάσταση. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη θεωρία των proxemics –συμπεριφορά των αποστάσεωνκαι καθορίζει έναν αριθμό ζωνών κοινωνικών αποστάσεων, δηλαδή, τις συνηθισμένες αποστάσεις για διαφορετικές μορφές επικοινωνίας στη δυτικοευρωπαϊκή και αμερικανική πολιτισμική σφαίρα.15 _οικεία απόσταση(0-45 εκ.) : Είναι η απόσταση στην οποία εκφράζονται έντονα συναισθήματα: τρυφερότητα, άνεση, αγάπη και επίσης δυνατός θυμός. Αυτή είναι η απόσταση της αγάπης, της λήψης αποφάσεων και της πάλης. Η φυσική επαφή ή η υψηλή πιθανότητα της φυσικής συμμετοχής είναι αυξημένη στην αναγνώριση δύο ατόμων. Η χρήση των αισθητηριακών υποδοχέων τους σε απόσταση είναι πολύ μειωμένη με εξαίρεση την όσφρηση και την αίσθηση της θερμικής ακτινοβολίας. Στη μέγιστη φάση της επαφής, οι μύες και το δέρμα επικοινωνούν. Η λεκάνη, οι μηροί, και το κεφάλι μπορεί να μπουν στο παιχνίδι. Τα χέρια μπορεί να περικυκλώνουν. Εκτός από τα εξωτερικά όρια, η οξεία όραση είναι θολή. Όταν η κοντινή όραση είναι δυνατή, κατά την οικεία σειρά-όπως με τα παιδιά, η εικόνα είναι πολύ μεγενθυμένη και διεγείρεται πολύ, αν όχι όλες, από τον αμφιβληστροειδή. Η λεπτομέρεια που μπορεί να δει κανείς σε αυτή την απόσταση είναι έκτακτη. Αυτή η λεπτομέρεια συν την αλλήθωρη έλξη του οπτικού μυ παρέχουν μια οπτική εμπειρία που δεν μπορεί να συγχέεται με οποιαδήποτε άλλη απόσταση. Ακόμη και ένας ψίθυρος έχει ως αποτέλεσμα την επέκταση της απόστασης. Οι φωνές που βγαίνουν είναι σε μεγάλο βαθμό ακούσιες. Σε στενή απόσταση, η παρουσία του άλλου ατόμου είναι αλάνθαστη και μπορεί να είναι συντριπτική κατά καιρούς, λόγω της έντασης στις αισθητηριακές εισόδους. Όραση (συχνά παραμορφωμένη),όσφρηση, η θερμότητα από το άλλο πρόσωπο στο σώμα, τον

15

Edward T. Hall, The Hidden dimension, σελ.113

23


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ήχο, τη μυρωδιά, και την αίσθηση της αναπνοής, όλα συνδυάζονται για να σηματοδοτήσει την αλάνθαστη συνύπαρξη με ένα άλλο σώμα.

_προσωπική απόσταση(0,45-1,30 μ.)

“Προσωπική απόσταση» είναι ο όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Hediger για να ορίσει την απόσταση που χωρίζει με συνέπεια τα μέλη των ειδών-μη επαφής. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια μικρή προστατευτική σφαίρα ή φούσκα που ένας οργανισμός διατηρεί μεταξύ του ίδιου και των άλλων. Είναι η απόσταση συζήτησης μεταξύ κοντινών φίλων και μελών οικογένειας. Π.χ. άνθρωποι σε ένα οικογενειακό τραπέζι. Σε αυτή την απόσταση, μπορεί κανείς να κατανοήσει το άλλο πρόσωπο. Οπτική παραμόρφωση δεν είναι πλέον εμφανής. Ωστόσο, δεν υπάρχει αισθητή ανατροφοδότηση από τους μυς που ελέγχουν τα μάτια. _κοινωνικήαπόσταση(1,30-3,75μ.) Η οπτική λεπτομέρεια στο πρόσωπο εδώ δεν γίνεται αντιληπτή, και κανείς δεν αγγίζει ή αναμένει να αγγίξει ένα άλλο πρόσωπο, εκτός αν υπάρχει κάποια ειδική προσπάθεια. Είναι η απόσταση για συνηθισμένες συζητήσεις μεταξύ φίλων, γνωστών, γειτόνων, συναδέλφων και ούτω καθεξής. Η διαρρύθμιση ενός καθιστικού (καναπές με πολυθρόνες και τραπέζι μέσης) είναι μια υλική έκφραση της κοινωνικής αυτής απόστασης. _δημόσια απόσταση(μεγαλύτερη από 3,75 μ.) καθορίζεται ως η απόσταση που χρησιμοποιείται σε περισσότερο τυπικές καταστάσεις-ανάμεσα σε δημόσια πρόσωπα ή σε καταστάσεις διδασκαλίας με μονόδρομη επικοινωνία, ή όταν κάποιος θέλει να ακούσει ή να δει ένα γεγονός, αλλά δε θέλει να αναμιχθεί προσωπικά.] Όταν οι διαστάσεις είναι σωστές ο περιπατητής έχει τη δυνατότητα να επιλέξει εάν θα συναναστραφεί με τους ανθρώπους γύρω του ή όχι. Το βασικό όταν σχεδιάζουμε είναι να δημιουργούμε ένα χώρο που να δίνει επιλογές στο χρήστη, να μην αναγκάζει ούτε να περιορίζει τις αισθήσεις του.16

16

24

Edward T.Hall, The Hidden dimension, σελ.113


ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

_Γιατί “τέσσερις” αποστάσεις; Γιατί υπάρχουν τέσσερις ζώνες, δεν έξι ή οκτώ; Πώς γνωρίζουμε ότι η ταξινόμηση αυτή είναι η κατάλληλη; Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως υπάρχει βασική ανάγκη για ένα σύστημα ταξινόμησης. Πίσω από κάθε σύστημα ταξινόμησης βρίσκεται μια θεωρία ή υπόθεση σχετικά με τη φύση των δεδομένων και βασικά μοτίβα οργάνωσης τους.Η υπόθεση πίσω από τα proxemics σύστημα ταξινόμησης είναι η εξής:είναι στη φύση των ζώων, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου, να επιδεικνύουν συμπεριφορά την οποίο καλούμε εδαφικότητα. Με τον τρόπο αυτό, χρησιμοποιούν τις αισθήσεις για να διακρίνουν μεταξύ ενός χώρου ή την απόσταση και το άλλο. Η συγκεκριμένη απόσταση που επιλέγεται εξαρτάται από τη συναλλαγή? Η σχέση των αλληλεπιδρώντων ατόμων, πώς αισθάνονται, και τι κάνουν. Το σύστημα ταξινόμησης τέσσερα μέρη που χρησιμοποιείται εδώ βασίζεται σε παρατηρήσεις και των δύο ζώων και των ανδρών. Πουλιά και οι πίθηκοι εμφανίζουν στενή, προσωπική και κοινωνική αποστάσεις ακριβώς όπως κάνει ο άνθρωπος. O δυτικός άνθρωπος έχει συνδυάσει συμβουλευτικές και κοινωνικές δραστηριότητες και τις σχέσεις σε μια απόσταση που και έχει προσθέσει το κοινό Το σχήμα και το κοινό σχέση. “Δημόσια” σχέσεις και «Κοινό» τρόπους, όπως οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί ασκούν αυτές είναι διαφορετικές από εκείνες σε άλλα μέρη του κόσμου. Υπάρχουν σιωπηρή υποχρεώσεις για τη θεραπεία της συνολικής αγνώστους σε ορισμένες ταχθείσας τρόπους. Ως εκ τούτου, θα βρούμε τέσσερις κύριες κατηγορίες των σχέσεων (οικεία, προσωπική, κοινωνική και δημόσια) και οι δραστηριότητες και οι χώροι που συνδέονται με αυτά.

25


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Ζώνες κοινωνικών αποστάσεων

26


ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

1.3 Παράγοντες που επηρεάζουν τις αισθήσεις του ανθρώπου. Ι. Υλικά Η χρήση κατάλληλων υλικών επιδρά στις αισθήσεις του περιπατητή. Έχει σημασία αν το υλικό που θα χρησιμοποιηθεί είναι τραχύ ή λείο, τόσο στο επίπεδο του κτιρίου όσο και στην επίστρωση του εδάφους, επηρεάζει την αίσθηση της αφής αλλά και της όρασης. Για παράδειγμα, περπατώντας σε ένα πεζοδρόμιο κατεστραμμένο ή με ακατάλληλο υλικό επίστρωσης, ο πεζός αφενός θα δυσκολευτεί και αφετέρου θα νιώσει δυσάρεστα. Είναι η αίσθηση της αφής που του δημιουργεί μια δυσάρεστη αίσθηση. ΙΙ. Οι υψομετρικές διαφορές επιπέδου Ένα στοιχείο ακόμη που επηρεάζει τις αισθήσεις του πεζού, είναι οι διαφορές επιπέδου καθώς και οι σκάλες σαν λύση σε αυτές. Οι υψομετρικές διαφορές αποτελούν πρόβλημα για τους πεζούς. Πολλές φορές οι κινήσεις μέσω μεγάλων σκαλών είναι προβληματικές και δυσάρεστες για τον περιπατητή. ΙΙΙ. Όριο Η διαμόρφωση του ορίου αποτελεί ένα στοιχείο που επηρεάζει τις αισθήσεις τόσο κατά την κίνηση όσο και κατά την παραμονή σε ένα χώρο. Ο χώρος κατά μήκος του μετώπου των κτιρίων είναι πάντοτε ένα καλό σημείο για να σταθώ, να καθίσω ή απλώς για να περάσω περπατώντας. Οι ακραίες ζώνες, παράλληλες με το όριο των κτιρίων, είναι πιο δημοφιλείς γιατί δίνουν και τη δυνατότητα στον χρήστη να επιβλέπει καλύτερα το χώρο. Επιπλέον, πλάι στην ακανόνιστη όψη ενός κτιρίου ο άνθρωπος έχει περισσότερες επιλογές και νιώθει πιο ευχάριστα να σταθεί. Οι εσοχές, οι είσοδοι σε υποχώρηση, τα στέγαστρα παρέχουν σκίαση και είναι σημεία τα οποία είναι φιλικά προς τον χρήστη του χώρου. Σε μια εσοχή ή κάτω από ένα στέγαστρο η αφή μου ξεκουράζεται, μπορώ να εστιάσω ή να ξεκουράσω επίσης την όραση μου ή την ακοή. Ακόμη πλησιάζοντας τα κτίρια, είτε διερχόμενος πλάι σε αυτά είτε κάνοντας μια στάση κοντά στις λεπτομέρειες του, η αίσθηση της όρασής μου εντείνεται, η ακοή ή και η αφή μου. Έχω τη δυνατότητα να παρατηρήσω το κτίριο, να επεξεργαστώ να αγγίξω και να μυρίσω τα υλικά του κι όχι απλώς να το κοιτάξω από μακριά. Στο «The Hidden Dimension», o Edward T.Hall περιγράφει πώς το να στέκεται κανείς στην άκρη ενός δάσους ή κοντά στην πρόσοψη ενός κτιρίου βοηθά το άτομο ή την ομάδα να κρατήσει απόσταση από τους γύρω του.«Στην άκρη του δάσους ή κοντά στην πρόσοψη είσαι λιγότερο εκτεθειμένος από κάποιον που είναι εκεί έξω, στη μέση του χώρου. Στην άκρη δεν εμποδίζεις 27


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

κάποιον ή κάτι. Μπορείς να βλέπεις αλλά να μην είσαι και τόσο ορατός, και ο προσωπικός σου χώρος να μειώνεται σε ένα ημικύκλιο μπροστά σου». ΙV. Φως Το φως έχει μεγάλη σημασία στη βίωση ενός αρχιτεκτονικού χώρου. Το ίδιο δωμάτιο μπορεί να παρέχει πολύ διαφορετικές αισθητηριακές εντυπώσεις απλώς αλλάζοντας κανείς το μέγεθος αλλά και τη θέση των ανοιγμάτων του. Αντίστοιχα, στο επίπεδο της πόλης, μεταβάλλοντας στοιχεία όπως τα ύψη των κτιρίων, τα πλάτη των δρόμων, τη φύτευση, ο αρχιτέκτονας μπορεί να επηρεάσει το φως το οποίο με τη σειρά του επηρεάζει την όραση αλλά και την αφή του περιπατητή. Μεταβάλλοντας το φως και δημιουργώντας εναλλαγές ανάμεσα σε φωτεινά και σκοτεινά σημεία, επηρεάζεται η αίσθηση της όρασης αλλά και της αφής μέσω της θερμότητας που προσλαμβάνει ο χρήστης.

V.Κλίμακα

Ο άνθρωπος είναι ένα ον που περπατάει σε γραμμική κίνηση και με οριζόντια οπτική. Γι’ αυτό, στον σχεδιασμό των πόλεων είναι βασική η ανθρώπινη κλίμακα, αυτή που βασίζεται στο ανθρώπινο σώμα. Η κλίμακα της πόλης επηρεάζει αναμφίβολα τις αισθήσεις. O Gehl προτείνει το μοντέλο των στενομέτωπων όψεων και των συχνών εισόδων για μια ζωντανή πόλη με ευκαιρίες για επαφή. Σε μια πόλη με συχνή εναλλαγή του μετώπου των κτιρίων ο χρήστης μπορεί και παρατηρεί, βάζει σημάδια και κυρίως κρατά την όραση του σε εγρήγορση. Πέρα από την όραση, περπατώντας στη μικρή κλίμακα, εναλλάσσονται και τα ακουστικά, τα απτικά και τα οσφρητικά ερεθίσματα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει πως τα καταστήματα σε ζωντανούς εμπορικούς δρόμους σε όλο τον κόσμο έχουν συχνά πρόσοψη 5-6 μέτρων, που αντιστοιχεί σε 15-20 καταστήματα ή άλλα σημεία παρατήρησης για κάθε 100 μέτρα, ο ρυθμός των προσόψεων σε αυτούς τους δρόμους σημαίνει ότι υπάρχει κάτι καινούριο να δεις κάθε 5 δευτερόλεπτα.17

17

28

Jan Gehl, Ανθρώπινες πόλεις, σελ.162-163


ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

29


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

1.4 Είναι μόνο πέντε οι αισθήσεις; Σύμφωνα με διατυπώσεις ερευνητών και επιστημόνων, το μοντέλο των αισθήσεων που είχε διατυπώσει ο Αριστοτέλης, θεωρείται πλέον κατά κάποιο τρόπο ξεπερασμένο, καθώς υπολογίζεται ότι οι αισθήσεις ανέρχονται ουσιαστικά σε 21. Βασική αρχή τους είναι πως αίσθηση είναι κάθε σύνολο αντιδράσεων σε κάποιο γεγονός και αντιστοιχεί σε κάποιο σημείο του εγκεφάλου. Έτσι, στις βασικές αισθήσεις συμπληρώνουν μεταξύ άλλων την πίεση, τον πόνο, τη φαγούρα, την δίψα, την ικανότητα διαχωρισμού του πάνω από το κάτω, την αίσθηση του χρόνου, την ικανότητα εντοπισμού των μελών του σώματος σου κ.α. Υπάρχει βέβαια και ο αντίλογος, που ισχυρίζεται πως οι 21 αισθήσεις αποτελούν εξειδικεύσεις των βασικών 5, γνωστών σε όλους, αισθήσεων και όχι αυτόνομες κατηγορίες. Σχετικά, ο ψυχολόγος James J. Gibson στο βιβλίο του The Senses Considered as Perceptual Systems, υποστηρίζει πως οι αισθήσεις είναι μηχανισμοί που αναζητούν και συλλέγουν ερεθίσματα, και όχι παθητικοί δέκτες. Γι’ αυτό αντί για 5 αισθήσεις, ο James J. Gibson αναφέρεται σε 5 αντιληπτικά συστήματα. Ι. το οπτικό σύστημα ΙΙ. το ακουστικό σύστημα ΙΙΙ. το σύστημα όσφρησης και γεύσης ΙV. το βασικό σύστημα προσανατολισμού και V. το απτικό σύστημα

30


ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

Caravaggio, Ο άπιστος Θωμάς, (1601-1602)

31


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

32


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΟΙ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΩΣ ΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

2.1 Η απόκτηση του ερεθίσματος και τα χαρακτηριστικά του To να θεωρήσουμε τις αισθήσεις συστήματα αντίληψης όπως ο Gibson προτείνει στο βιβλίο του « Τhe senses considered as Perceptual Systems» μπορεί να φανεί αρχικά περίεργο. Αλλά είναι γεγονός πως υπάρχουν δύο διαφορετικά νοήματα του ρήματος «νιώθω» , πρώτα να ανιχνεύσω κάτι και δεύτερον «να έχω μια αίσθηση» . Όταν οι αισθήσεις θεωρούνται αντιληπτικά συστήματα τότε ισχύει η πρώτη έννοια του όρου. Με την δεύτερη έννοια του όρου υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ αισθήσεων και αντίληψης. Το 1785 ο Thomas Reid18 έγραψε : «οι εξωτερικές αισθήσεις έχουν μια διπλή δικαιοδοσία, να μας κάνουν να αισθανθούμε και να αντιληφθούμε πράγματα. Μας προσφέρουν μια ποικιλία αισθήσεων κάποιες ευχάριστες άλλες επώδυνες δυσάρεστες και κάποιες αδιάφορες, την ίδια στιγμή όμως μας προσφέρουν και μια αντίληψη και μια ανίκητη πεποίθηση παρουσίας εξωτερικών αντικείμενων. H αντίληψη αυτών των εξωτερικών αντικειμένων είναι η δουλειά της φύσης. Η πίστη πως αυτά τα αντικείμενα υπάρχουν , που οι αισθήσεις μας δίνουν είναι η δουλειά της φύσης, έτσι ομοίως, είναι η αίσθηση. Η αντίληψη και η αντίστοιχη αίσθηση παράγονται την ίδια στιγμή. Στη ζωή μας δεν τις συναντούμε ποτέ ασύνδετες. Καθοδηγούμαστε έτσι ώστε να τις θεωρούμε ένα πράγμα, τους δίνουμε ένα όνομα, και να συγχέουμε τα διαφορετικά χαρακτηριστικά τους. Γίνεται πολύ δύσκολο το να τις ξεχωρίσουμε στη σκέψη μας. Αυτή η δικαιοδοσία των αισθήσεων του να μας προικίζουν με ποικιλία αισθήσεων είναι το ίδιο με το να μας κάνουν να αντιληφθούμε . Tο μέρος του αυτό το απόσπασμα που θα μπορούσε να αντιταχθεί σε αυτή την πρόταση πως η αντίληψη των αντικειμένων πρέπει να εξαρτάται από την κατανόηση και την πίστη. Εδώ θα προταθεί πως οι αισθήσεις περιέχουν πληροφορίες για τα αντικείμενα στον κόσμο χωρίς την παρέμβαση μιας διαλλακτικής διαδικασίας, ή τουλάχιστον πως μπορούν να το κάνουν όταν λειτουργούν σαν αντιληπτικά συστήματα. Ο James J. Gibson διαχωρίζει την είσοδο στο νευρικό σύστημα που προκαλεί συνειδητή αντίληψη. Δεν αναφέρεται καν στους προστιθέμενους παλμούς στα νεύρα σαν «αισθητήριους» ,έτσι ώστε να μην υπονοήσει πως όλες οι είσοδοι διεγείρουν εντυπώσεις των

18 O Thomas Reid ( 26 April 1710 – 7 October 1796) ήταν ένας θρησκευτικά εκπαιδευμένος Σκωτσέζος φιλόσοφος

34


ΤΑ ΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

αισθήσεων. Είναι αναμφισβήτητα γεγονός πως το να εξετάσει κανείς κάτι μπορεί μερικές φορές να συμβεί χωρίς συνοδεία εντυπώσεων αίσθησης. 19 _ Η απόκτηση του ερεθίσματος20 Tα ζώα δεν ερεθίζονται μόνο από πηγές στο περιβάλλον αλλά και από μόνα τους. Τα εσωτερικά τους όργανα παρέχουν ερέθισμα, το ίδιο και οι κινήσεις των άκρων τους και των αισθητικών οργάνων, των αισθητήρων, και των κινήσεων όλου του σώματός τους μέσα στο χώρο. Τα ερεθίσματα που παράγονται από τη δράση αποκτώνται , δεν επιβάλλονται, αυτό σημαίνει ότι αποκτώνται από το άτομο και δεν επιβάλλονται σε αυτό. Είναι εσωτερικό στην κίνηση της δραστηριότητας, όχι εξωτερικό σε αυτή : εξαρτώμενο από αυτή. Αντί να εισέρχεται στο νευρικό σύστημα μέσω υποδοχέων επανέρχεται . Η αγαπημένη μοντέρνα ορολογία για αυτή την εισαγωγή που παράγεται από τη δράση είναι δανεισμένη από τα ηλεκτρονικά κυκλώματα και ονομάζεται ανατροφοδότηση. _Τα χαρακτηριστικά του φυσικού ερεθίσματος Η λατινική λέξη stimulus σήμαινε τσίμπημα ή κέντημα, δηλαδή μια ώθηση για δράση. Στα αγγλικά αυτός ο όρος έχει ακόμα αυτό το νόημα. Στη φυσιολογία σημαίνει μια εφαρμογή ενέργειας σε έναν παραλήπτη, και αυτό σημαίνει κάτι ακριβές και στιγμιαίο. Στην πειραματική ψυχολογία φαίνεται να σημαίνει οτιδήποτε μπορεί να εφαρμοστεί ή να παρουσιαστεί σε ένα άτομο, ζώο ή άνθρωπο, όχι απλά σε έναν παραλήπτη. Αλλά ο αρχικός υπαινιγμός κάποιου ακριβούς και στιγμιαίου γεγονότος παραμένει, και αυτό οδηγεί σε σύγχυση. Γιατί τα ερεθίσματα που συμβαίνουν όταν το άτομο είναι ενεργό και ζει σε ένα φυσικό περιβάλλον δεν είναι συνήθως ακριβή και στιγμιαία.21 Ένα φυσικό ερέθισμα έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά. Πρώτον, πάντα έχει κάποιο βαθμό προσκείμενης σειράς. Δεύτερον, πάντα έχει ένα βαθμό διαδοχικής σειράς. Και τρίτον, έχει πάντα κάποιο στοιχείο μη - αλλαγής και κάποιο στοιχείο αλλαγής.

19

James J. Gibson, The Senses considered as Perceptual Systems, σελ. 47

20

James J. Gibson, The Senses considered as Perceptual Systems, σελ. 32

21

James J. Gibson, The Senses considered as Perceptual Systems, σελ. 39

35


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

1. Ένα ερέθισμα έχει πάντα μια προσκείμενη σειρά. Έχει μια ταυτόχρονη δομή στον «χώρο». Ακόμη και το μυτερό ραβδί στο δέρμα ή η μικρή ηλιαχτίδα στον αμφιβληστροειδή δημιουργεί ένα όριο μετάβασης, όχι ένα μαθηματικό σημείο. Το να πούμε ότι ένα ερέθισμα έχει «δομή» ή «μορφή» είναι μια προσπάθεια να εκφράσουμε αυτό το γεγονός. 2.Ένα ερέθισμα πάντα έχει κάποια διαδοχική σειρά. Έχει κάποια δομή στο «χρόνο». Τουλάχιστον υπάρχει μια μετάβαση στην αρχή και μια άλλη στο τέλος, έτσι ώστε το ερέθισμα να μην είναι ποτέ μια μαθηματική πράξη. Έχει μια συνεχόμενη δομή τόσο αναπόφευκτη όσο και η διαρκής δομή του. 3. Συνεπώς ένα ερέθισμα πάντα έχει ένα στοιχείο μη αλλαγής και ένα στοιχείο αλλαγής. Το χωρικό σχέδιο μπορεί είτε να συνεχίζει για μεγάλο χρονικό διάστημα ή να αλλάξει γρήγορα, αλλά η αλλαγή είναι μέρος του ερεθίσματος. Αποτελεί λάθος να εννοήσουμε κάθε επίμονο σχέδιο ως ξεχωριστό ερέθισμα, όσο δελεαστικό και αν είναι αυτό. Οι μετασχηματισμοί του σχεδίου είναι ακριβώς τόσο ερεθιστικοί όσο είναι και το σχέδιο. Αυτό το γεγονός μερικές φορές εκφράζεται λέγοντας ότι η κίνηση εντοπίζεται αμέσως από τα ζώα, αλλά το γεγονός ισχύει και για άλλα είδη ερεθίσματος όπως για το οπτικό. Αυτές οι τρεις θέσεις εφαρμόζονται σε όλα τα είδη των φυσικών ερεθισμάτων, φως, ήχο, μηχανικά, ή χημικά, και σε οποιοδήποτε ευαίσθητο τμήμα του σώματος ερεθίζεται, εσωτερικό ή εξωτερικό. Ένα ερέθισμα μπορεί να είναι μεγάλο ή μικρό, από ένα δάχτυλο μέχρι ολόκληρο τον σκελετό, από ένα αστέρι ή από ολόκληρο τον ουρανό. Μπορεί να είναι σύντομο ή παρατεταμένο. Υπάρχουν ερεθίσματα σε χαμηλά και υψηλά επίπεδα της χωρικής τάξης και σε χαμηλά και υψηλά επίπεδα της χρονικής τάξης. Το μέγεθος της μονάδα του ερεθίσματος που επιλέγουμε να λάβουμε υπόψη εξαρτάται από το επίπεδο της ευαισθησίας μας.

36


ΤΑ ΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

2.2 Τα αντιληπτικά συστήματα σύμφωνα με τον James J. Gibson Θα πρέπει να συλλάβουμε τις εξωτερικές αισθήσεις εκ νέου ,ως ενεργές και όχι παθητικές, σαν συστήματα παρά σαν κανάλια, και σαν συγγενικές παρά σαν αλληλοαποκλειόμενες. Αν λειτουργούν για να συλλέξουν πληροφορία, όχι απλά για να διεγείρουν αισθήσεις, η λειτουργία τους θα πρέπει να δηλώνεται με έναν διαφορετικό όρο. Θα ονομάζονται αντιληπτικά συστήματα. 22 Για αρκετό καιρό, δύο υποθέσεις υπήρχαν σχετικά με τις αισθήσεις, αρχικά πως δεν είναι μόνο πηγή γνώσης σχετικά με τον κόσμο και δεύτερον πως είναι δίαυλοι για ειδικές ποιότητες εμπειρίας. Ο John Locke23 διαμόρφωσε την πρώτη θέση το 1690 με τη θεωρία του «tabula rasa», το «κενό δισκίο» του μυαλού στη γέννηση. Ο Johannes Muller24 αποκρυστάλλωσε την δεύτερη θέση το 1826 με την θεωρία των συγκεκριμένων ιδιοτήτων των νεύρων. Αυτές οι δύο θέσεις έχουν γίνει αποδεκτές εδώ και καιρό μαζί, αλλά δεν ταιριάζουν απαραίτητα. Η ανάγκη να τις συμβιβάσουμε -συμφιλιώσουμε ήταν ανέκαθεν δύσκολο να επιτευχθεί, γιατί είναι στην πραγματικότητα ασυνεπείς μεταξύ τους. Αν οι αισθήσεις είναι μουσικά όργανα διαμέσου των οποίων η γνώση αποκτιέται , δεν μπορούν να είναι μεταφορείς της απλής οργανοληπτικής ποιότητας, αν είναι μεταφορείς της απλής οργανοληπτικής ποιότητας, δεν μπορούν να είναι όργανα που περιέχουν γνώση. Πώς θα λύσουμε αυτή την αντίφαση; Aν διακρίνουμε μεταξύ των πληροφοριών και των ποιοτήτων της εμπειρίας, μπορούμε να διαχωρίσουμε τις δύο αυτές θέσεις. Μπορούμε να πούμε πως τα αντιληπτικά συστήματα είναι οι πηγές γνώσης και να παραδεχτούμε πως οι δίαυλοι των αισθήσεων είναι οι πηγές συνειδητών ποιοτήτων. Υπάρχει λόγος να πιστεύουμε πως η εισροή των πληροφοριών δεν συμπίπτει με την εισροή αισθήσεων, είναι τουλάχιστον ημι-ανεξάρτητες.

22

James J. Gibson, The Senses considered as Perceptual Systems, σελ. 48

23 O John Locke, (29 Αυγούστου 1632 - 28 Οκτωβρίου 1704) ήταν Άγγλος φιλόσοφος και ιατρός, ο οποίος θεωρείται ένας από τους πλέον σημαίνοντες στοχαστές του Διαφωτισμού και είναι ευρύτερα γνωστός ως ο Πατέρας του Κλασικού Φιλελευθερισμού O Johannes Peter Müller (14 Ιουλίου 1801-28 τον Απριλίου 1858) ήταν ένας Γερμανός φυσιολό24 γος , ανατόμος , ιχθυολόγος , και ερπετολόγος , γνωστός όχι μόνο για τις ανακαλύψεις του, αλλά και για την ικανότητά του να συνθέτει γνώση

37


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Tα αισθητήρια όργανα του ανθρώπου μπορούν να διεγερθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφέρουν λίγη ή καθόλου πληροφορία και οι εμπειρίες που προκύπτουν μπορούν απλά να αποκαλεστούν αισθήσεις. Η είσοδος ενός ολόκληρου συστήματος αντίληψης μπορεί θεωρητικά να αναλυθεί από μια ενδοσκόπηση ενός εκπαιδευμένου ανθρώπινου παρατηρητή σε απλές αισθητικές εντυπώσεις. Η μελέτη των αισθήσεων είναι απολύτως έγκυρο παρακλάδι της ψυχολογίας και ένα τεράστιο σώμα γνώσης προέκυψε αυτό. Αλλά η παραλαβή των πληροφοριών - ερεθισμάτων , δεν συνεπάγεται έχοντας τις αισθήσεις. H αίσθηση δεν αποτελεί προϋπόθεση της αντίληψης, και οι εντυπώσεις των αισθήσεων δεν είναι «ακατέργαστα δεδομένα» αντίληψης.

Mια ταξινόμηση των αντιληπτικών συστημάτων Όταν οι αισθήσεις θεωρούνται ως ενεργά συστήματα, χαρακτηρίζονται από τους τρόπους δράσης και όχι από τους τρόπους συνειδητής ποιότητας. Kαι σε κάθε διερευνητικό σύστημα δεν μπορεί να αναμένεται καμία εξαντλητική καταγραφή των αντιλήψεων μπορεί να αναμένεται δεδομένου ότι το πληροφοριακό δυναμικό ερέθισμα είναι απεριόριστο και η παραλαβή των πληροφοριών δεν έχει σαφή όρια. Μερικά από τα συστήματα άλλωστε θα πάρουν τις ίδιες πληροφορίες όπως και άλλοι , περιττές πληροφορίες , ενώ κάποιοι όχι, και θα συνεργαστούν σε διάφορους συνδυασμούς. Mια ταξινόμηση των αντιληπτικών συστημάτων είναι η εξής : σύστημα προσανατολισμού που είναι βασικό σε σχέση με τα άλλα ,το ακουστικό σύστημα , το απτικό σύστημα, το σύστημα γεύση - οσμή , και το οπτικό σύστημα. H σειρά είναι αυθαίρετη. H πρόταση είναι ότι τα ανώτερα ζώα έχουν πέντε κύριους τρόπους προσανατολισμού της αντιληπτικής συσκευή του σώματος, την ακοή, την αφή, την γεύση, την οσμή και την όραση. Δεν πρέπει να συγχέονται με τις ανθρώπινες ικανότητες να ακούσουν, να αισθάνονται αγγίγματα , με την εμπειρία μυρωδιάς και γεύσης, και με την όραση, αντίστοιχα. Oι τελευταίες είναι παθητικές ικανότητες.

38


ΤΑ ΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Ι. Tο Οπτικό Σύστημα: Η Εξέλιξη Οι χρήσεις των ματιών 25

Αν κάποιος ρωτήσει τους ανθρώπους σε τι χρησιμεύει η όραση , οι απαντήσεις αντανακλούν μόνο όσα γνωρίζουν καλύτερα ως ανθρώπινα όντα. Απαντούν « για διάβασμα», ή « για να βλέπουμε εικόνες», ή « για να αναγνωρίζω τους φίλους μου». Μια γυναίκα μπορεί να πει ότι η όραση είναι απαραίτητη για να περνάει μια βελόνα, και ένας άντρας μπορεί να παρατηρήσει ότι είναι απαραίτητη για να λειτουργεί έναν ατμοκίνητο εκσκαφέα . Λίγοι άνθρωποι θα αναγνωρίσουν ότι τα μάτια είναι απαραίτητα για τη επιβίωση. Οι πανεπιστημιακοί θα απαντήσουν με κάτι σαν την απάντηση που έδωσε ο Bishop Berkeley26, «για αυτό το τέλος είπε, «η αίσθηση της όρασης φαίνεται να παραχωρήθηκε στα ζώα , ότι μπορεί να είναι εφικτό να προβλέψουν τη ζημιά ή το όφελος που μπορεί να συμβεί με την εφαρμογή των σωμάτων τους σε κάποιο σώμα το οποίο βρίσκεται σε απόσταση». Ο Berkeley ήταν ο φιλόσοφος που μας έκανε να σκεφτούμε την όραση ως αίσθηση του ζώου, και συνέλαβε τη χωρική όραση ως μια «πρόβλεψη» του πως θα είναι να αγγίζει κανείς ένα αντικείμενο πριν το αγγίξει. Είναι ξεκάθαρο ότι όλες αυτές οι απαντήσεις είναι ανθρωπομορφικές. Η αντικειμενική μελέτη της συμπεριφοράς των ζώων είναι ένας καλύτερος οδηγός από ότι η ενδοσκόπηση για τη χρησιμότητα της όρασης. Όταν κανείς ερευνά όλο το φάσμα της συμπεριφοράς που ελέγχεται από το φως, από τον φωτοτροπισμό των απλούστερων πλασμάτων μέχρι την κυνηγετική συμπεριφορά του χταποδιού, της λιβελούλας και του γερακιού προκύπτει η ακόλουθη ταξινόμηση. Η όραση είναι χρήσιμη: (1) για τον εντοπισμό της διάταξης του περιβάλλοντος, (2) για τον εντοπισμό αλλαγών, (3) για τον εντοπισμό και τον έλεγχο της κίνησης. Σε καθέναν από αυτούς τους τρόπους, η όραση μπορεί να αντιμετωπίσει: α) μόνο χοντρικές διαφορές, β) μέτριες διαφορές, ή γ) όλα αυτά συν μικρές και ελάχιστες διαφορές.

25

James J. Gibson, The Senses considered as Perceptual Systems, σελ. 155

George Berkeley (12 Μαρτίου 1685 -14 Ιανουαρίου 1753) - γνωστός ως Bishop Berkeley - ήταν 26 ένας αγγλο -ιρλανδικής καταγωγής φιλόσοφος του οποίου το κύριο επίτευγμα ήταν η προώθηση μιας θεωρίας που ονομάζεται “ immaterialism “ .Αυτή η θεωρία αρνείται την ύπαρξη της ουσίας του υλικού και αντίθετα ισχυρίζεται ότι γνωστά αντικείμενα , όπως τραπέζια και καρέκλες είναι μόνο ιδέες στο μυαλό των παραληπτών, και ως εκ τούτου δεν μπορούν να υπάρξουν αν δεν γίνουν αντιληπτά.

39


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Τα οπτικά συστήματα πιθανότατα αναπτύχθηκαν ούτως ώστε να εκμεταλλευτούν τις πληροφορίες που περιβάλλονταν από φως. Τα κατώτερα ζώα αντιλαμβάνονται λιγότερες από τις διαθέσιμες πληροφορίες σε σχέση με τα ανώτερα ζώα. Η διαφορά ουρανός-γη είναι στο ένα άκρο και τα εκατομμύρια των διαφορών στην κατεύθυνση που βλέπουμε είναι στο άλλο άκρο. Καθώς αναπτυσσόταν η διαφοροποίηση των χωρικών διαφορών, το ίδιο συνέβαινε και με τη διαφοροποίηση των κινήσεων και με τον εντοπισμό της κίνησης που σχετίζεται με το έδαφος. Διαφορετικά είδη ζώων παίρνουν διαφορετικούς τύπους περιβαλλοντικών πληροφοριών και τις δειγματίζουν με διαφορετικούς τρόπους. Ο τρόπος μας δεν είναι ο μοναδικός. Κάποια έχουν πανοραμική όραση, κάποια μπροστινή. Κάποια έχουν ευρεία ευαισθησία, κάποια συγκεντρωμένη. Κάποια δεν εστιάζουν τα μάτια , κάποια ναι. Το πρωτόγονο οπτικό σύστημα με αναγκαστική σύγκλιση και των δύο ματιών στην ίδια λεπτομέρεια είναι ένας ειδικός τύπος. Έχει τις αξίες του, αλλά η δημοφιλής σκέψη ότι η συμπληρωματική ικανότητα που έχουμε για αντίληψη σε διοπτρικό βάθος είναι το μοναδικό αυθεντικό είδος αντίληψης του βάθους αποτελεί παρανόηση. Η ανάπτυξη του αμφιβληστροειδούς συνόδευσε την εξέλιξη του ματιού και του νευρικού συστήματος με το καθένα να βασίζεται στο άλλο. Κάποιοι αμφιβληστροειδείς λειτουργούν με χαμηλό φωτισμό, κάποιοι με υψηλό, και κάποιοι και με τα δύο. H ευαισθησία ωστόσο θέτει περιορισμούς στην επάρκεια κάθε αντιληπτικού μωσαϊκού, συμπεριλαμβανομένου αυτού του σύνθετου ματιού. Γενικά τα μάτια αναπτύχθηκαν σύμφωνα με τις χρήσεις στις οποίες μπορεί να υποβληθούν. _Το οπτικό σύστημα/περιβαλλοντικές πληροφορίες Κυρίως μας ενδιαφέρει το περιβάλλον που φωτίζεται, όχι τα μέρη του περιβάλλοντος που είναι φωτεινά. Επιπλέον έχουμε εξαιρέσει πολλά αντικείμενα που δομούν φως σε ένα πολιτισμένο περιβάλλον-τις εικόνες , μοντέλα, ιχνηλασίες και γραπτά ανθρώπωνκαθώς απεικονίζουν το φως με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Το περιβάλλον φως δομείται ως μια παράταξη σε ένα σημείο αναφοράς σε ακολουθία με τους νόμους της οικολογικής οπτικής. Αυτή η παράταξη αποτελείται από τις μελλοντικές προβολές αντικειμένων στον κόσμο-τις επιφάνειες, γωνίες, καμπύλες, και άκρες της μόνιμης διάταξης-και τις μεταβαλλόμενες προοπτικές των μετακινουμένων ή μεταβαλλόμενων αντικειμένων.

40


ΤΑ ΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

ΙΙ. Το ακουστικό σύστημα Το βασικό όργανο ακοής είναι το αυτί. Αλλά η αντίληψη των ήχων απαιτεί ακρόαση, όχι απλά ακοή, και το σύστημα ακρόασης περιλαμβάνει δύο αυτιά μαζί με τους μυς που τα κατευθύνουν προς μια πηγή ήχου. Η λειτουργία του ακουστικού συστήματος δεν είναι απλώς να επιτρέπει την ακοή. Η βασική του εξωτερική λειτουργία είναι να αντιλαμβάνεται την κατεύθυνση ενός γεγονότος, επιτρέποντας έτσι τον προσανατολισμό προς αυτό και τη φύση ενός γεγονότος επιτρέποντας την αναγνώρισή του.27 O εσωτερικός μηχανισμός που απαιτείται για την ακουστική αντίληψη αναπτύχθηκε μόνο επειδή οι πληροφορίες για μακρινά δονητικά γεγονότα μπορούσαν να αποκτηθούν από ζώα από τις δονήσεις του μέσου. Τα ηχητικά κύματα ανταποκρίνονταν στο γεγονός, και το μπροστινό μέρος τους προσδιόριζε την κατεύθυνσή του. H ακοή αναπτύχθηκε για να προσδιορίσει το γεγονός και να το εντοπίσει. Οι πληροφορίες δεν δημιουργούνται από τις μεταβλητές του ήχου που τονίζονται στη φυσική αλλά από τις αμετάβλητες του κυματικού τρένου και τη γεωμετρία του μετώπου κύματος. Μια ειδική περίπτωση ακουστικής αντίληψης συμβαίνει με την λεκτική - ακουστική συμπεριφορά, όταν ο εκφωνητής ερεθίζει τα ίδια τα αυτιά του. Σε αυτή την περίπτωση η πηγή είναι το ίδιο το σώμα του ατόμου, αλλά το νόημα του κυματικού τρένου, εκφραστικό ή συμβολικό, μπορεί να είναι το ίδιο όπως αυτό του ήχου από ένα άλλο άτομο. Η επικοινωνία μεταξύ μελών του ίδιου είδους μπορεί με αυτόν τον τρόπο να αναπτυχθεί. Στον άνθρωπο, αυτό έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη των γλωσσικών κοινοτήτων που έχουν στερεότυπους ήχους ομιλίας και ήδη στο φαινόμενο της συσσώρευσης γνώΗ ανατομία του ανθρώπινου αυτιού. σεων στις βιβλιοθήκες, και επίσης στις πολυπλοκότητες της ανθρώπινης κατάστασης.

27

James J. Gibson, The Senses considered as Perceptual Systems, σελ. 75

41


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΙΙΙ. Η γεύση και η όσφρηση ως αντιληπτικό σύστημα Το σύστημα γεύσης28 : Η γεύση, όπως γίνεται εδώ αντιληπτή, είναι βασικά ένα σύστημα για τον έλεγχο της λήψης τροφής. Αποτελεί μέρος του μηχανισμού σίτισης που διαθέτουν όλα τα ζώα, αλλά έχει την ειδική χρήση του να προστατεύει κατά τη διάρκεια του φαγητού, διαλέγοντας συγκεκριμένα πράγματα και απορρίπτοντας άλλα. Μαζί με την όσφρηση είναι ένα συστατικό του συστήματος λήψης τροφής. Αυτό το τελευταίο αποτελείται από μια ολόκληρη αλυσίδα δραστηριοτήτων-εύρεσης τροφής, λήψης της, δάγκωμα ή μάσημα αυτής, δοκιμή της για διάφορα χαρακτηριστικά, και μόνο στο τέλος κατάποσης της. Ως μια εναλλακτική στην κατάποση, το πνίξιμο και ο βήχας είναι πιθανά στα μεταγενέστερα στάδια της τροφής. Το σύστημα όσφρησης29 : Εάν η γεύση αποτελεί στοιχείο της διατροφής, η όσφρηση αποτελεί στοιχείο της αναπνοής. Όπως όλα τα ζώα πρέπει να λάβουν τροφή έτσι όλα τα ζώα πρέπει να λάβουν οξυγόνο. Η γεύση καταγράφει και ελέγχει τη λήψη της τροφής. Η όσφρηση, ωστόσο, δεν μπορούμε να πούμε ότι ελέγχει τη λήψη του αέρα, γιατί το ζώο πρέπει να αναπνέει ούτως η άλλως. Η βασική της λειτουργία είναι ο εντοπισμός πραγμάτων σε μια απόσταση μέσω της μυρωδιάς τους, ή πιο συγκεκριμένα τις εκκρίσεις τους .Τέτοιος αέρας , αγνός αέρας, δεν έχει οσμή . Μία «ξένη» ουσία σε αυτό το συνήθως σταθερό μίγμα είναι ένα πιθανό ερέθισμα. Το περιβάλλον έχει πολλές πηγές τέτοιων πιθανών ερεθισμάτων που το καθένα προκαλεί ένα πεδίο πτητικού υλικού. Εάν μπορεί να μυριστεί πρόκειται για οσμή. Πείνα και δίψα : Θεωρείται δεδομένο από τους ψυχολόγους και τους φυσιολόγους ότι κάθε εισαγωγή στο κεντρικό νευρικό σύστημα θα μπορούσε να καλείται «αισθητική» έτσι όπως όλες οι εισαγωγικές θα μπορούσαν να καλούνται κινητικές. Αυτή η φόρμουλα αποτελεί μια ατυχή επιλογή. Από τη μία , κουβαλά την υπόνοια ότι κάθε εισαγωγή πρέπει να συνοδεύεται από μια αίσθηση που ανταποκρίνεται στο ερέθισμα ενός παραλήπτη, όσο δύσκολο και αν είναι να ανακαλυφθεί. Επομένως , ακόμη και οι καταστάσεις ανάγκης του σώματος όπως η πείνα και η δίψα οι οποίες δημιουργούν συμπεριφορές θα έπρε-

28

James J. Gibson, The Senses considered as Perceptual Systems, σελ. 138

29

James J. Gibson, The Senses considered as Perceptual Systems, σελ. 144

42


ΤΑ ΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

πε να συνοδεύονται από αισθήσεις. Αυτή ήταν η δικαιολογία που οδήγησε τους φυσιολόγους να ψάξουν για την αισθητική βάση αυτών των καθοδηγήσεων. Ανακαλύφθηκε ότι μια αίσθηση πείνας αναφέρθηκε από έναν ανθρώπινο παρατηρητή οποτεδήποτε συστελλόταν το άδειο του στομάχι, και ότι μια αίσθηση δίψας βιωνόταν όποτε ο λαιμός ήταν στεγνός.30 Αλλά η πείνα και η δίψα δεν αποτελούνται από συσπάσεις του στομαχιού και ξηρότητα ου λαιμού. Είναι καταστάσεις του αίματος. Η αφυδάτωση, για παράδειγμα, είναι βασικά η αλμυρότητα του H ανατομία της ανθρώπινης μύτης και του στόματος. αίματος, δηλαδή η αναλογία του αλατιού προς νερό, μετά είναι μια ξηρότητα του λαιμού. Είναι τώρα γνωστό ότι αυτή η αναλογία καταχωρείται ευθέως από ένα νευρικό κέντρο στον υποθάλαμο πολλών ζώων. Η ενεργοποίηση αυτού του κέντρου υποδεικνύει μια ανάγκη για νερό είτε ο λαιμός είναι ξηρός είτε όχι. Αυτό το είδος δίψας είναι ένας δειγματισμός της πορείας του αίματος από το νευρικό σύστημα χωρίς τη διαμεσολάβηση υποδοχέων και αισθητηριακής εισαγωγής. Τα ζώα πίνουν αναγκαστικά όταν αυτό το κέντρο ερεθίζεται από ηλεκτροφςυσιολογικά μέσα. Ένα παρόμοιο αποτέλεσμα αποκτάται με την πείνα. Το συμπέρασμα μπορεί να είναι μόνο ότι η αισθητική εισαγωγή και οι αισθήσεις δεν είναι απαραίτητα για μια δοκιμή αλλά η ανάληψη πληροφοριών είναι. Οι πληροφορίες είναι αυτό που μετράει : οι αισθήσεις είναι τυχαίες.

30

(Cannon 1929, Boring 1942, pp 551-561)

43


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Το Βασικό Σύστημα Προσανατολισμού31 Ένα ζώο μπορεί να προσανατολιστεί με πολλούς τρόπους. Όλοι αυτοί είναι προσανατολισμοί στο περιβάλλον, αλλά σε διαφορετικά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος, όπως η βαρύτητα, ή ο ήλιος στον ουρανό, ή ένας ξαφνικός θόρυβος, ή ένας σύντροφος. Μπορεί να αντιλαμβανόμαστε τον προσανατολισμό σε διαφορετικά επίπεδα, με το υψηλότερο να βασίζεται στο κατώτερο. Τα ακόλουθα επίπεδα διακρίνονται: Πρώτον το γήινο ζώο διατηρεί μόνιμο προσανατολισμό προς τη γη, δηλαδή στη βαρύτητα και την επιφάνεια υποστήριξης, με αυτά να είναι οι βασικές σταθερές του περιβάλλοντος. Δεύτερον, το ζώο υιοθετεί προσωρινούς προσανατολισμούς σε γεγονότα και αντικείμενα, οποτεδήποτε είναι κοντά τους. Ο προσανατολισμός του κεφαλιού, των αυτιών, των ματιών, του στόματος, της μύτης και των χεριών εξαρτάται ωστόσο από τον προσανατολισμό του σώματος ως ολότητας ως προς τη γη ως ολότητα. Τρίτον, το ζώο παρουσιάζει από καιρό εις καιρόν προσανατολισμένη κίνηση. Αυτό μπορεί να είναι ένας απλός τροπισμός σε μια πηγή φωτός ή μπορεί να είναι ο δρόμος προς ένα στόχο. Στην τελευταία περίπτωση η διεύθυνση της κίνησης μπορεί να εξαρτάται από τον προσανατολισμό των οργάνων στο κεφάλι ως προς την πηγή του ερεθίσματος, όπως στην ακοή και στην όραση. Τέλος μπορεί να συμβεί το αξιοθαύμαστο είδος της προσανατολισμένης κίνησης που μπορούμε να δούμε στην κατοίκηση και στη μετανάστευση όπου ζώα και άνθρωποι βρίσκουν τον δρόμο τους μέσα σε μεγάλες αποστάσεις. Αυτός είναι ο λεγόμενος γεωγραφικός προσανατολισμός, τον οποίο αντιλαμβανόμαστε όταν χανόμαστε.

Το Απτικό Σύστημα και τα Συστατικά του32 Αυτό που εννοούμε με την αίσθηση της αφής στην καθομιλουμένη και αυτό που εννοεί ο ψυχολόγος με την ίδια έκφραση είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Όταν ένα άτομο φοράει τα παπούτσια του στο σκοτάδι λέει ότι το κάνει με το άγγιγμα. Ο ψυχολόγος λέει ότι το κάνει με δύο ξεχωριστές αισθήσεις, την κιναίσθηση και την πίεση του δέρματος.

31

James J. Gibson, The Senses considered as Perceptual Systems, σελ. 59

32

James J. Gibson, The Senses considered as Perceptual Systems, σελ. 97

44


ΤΑ ΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Η ευαισθησία του ατόμου στον κόσμο που γειτονεύει με το σώμα του με τη χρήση του σώματός του αποκαλείται το απτικό σύστημα. Η λέξη απτικός προέρχεται από ελληνική ορολογία που σημαίνει « ικανός να κρατήσει» . Λειτουργεί όταν ένας άνθρωπος ή ζώο νιώθει πράγματα με το σώμα του ή με τα άκρα του. Δεν είναι απλώς η αίσθηση της πίεσης του δέρματος. Δεν είναι ούτε καν η αίσθηση της πίεσης συν την αίσθηση της κιναίσθησης. Ο αναλυτικός ψυχολόγος διαχωρίζει την αφή και την κιναίσθηση με ενδοσκόπηση και με εργαστηριακό έλεγχο του ερεθίσματος. Έπειτα συμπεραίνει ότι το ζεύγος αυτών τω ν βασικών εντυπώσεων είναι όλα όσα το άτομο, ζώο ή άνθρωπος, έχει διαθέσιμα για αντίληψη. Όπως θα δούμε, εντούτοις, είναι πολύ πιθανό ότι έχει λάθος σε αυτό το συμπέρασμα, ειδικά από τη στιγμή που οι υποδοχείς διαθέσιμοι για αντίληψη μπορεί να μην είναι ίδιοι με τους υποδοχείς που είναι διαθέσιμοι για αίσθηση. Υπάρχουν υποδοχείς για αντίληψη, και ακόμη για τον έλεγχο της απόδοσης, που δεν έχουν εμφανείς αισθήσεις στις οποίες ανταποκρίνονται. Το απτικό σύστημα, είναι ένας μηχανισμός με τον οποίο το άτομο λαμβάνει πληροφορίες και για το περιβάλλον και για το σώμα του. Νιώθει ένα αντικείμενο σχετικό με το σώμα και το σώμα σχετικό με ένα αντικείμενο. Είναι το αντιληπτικό σύστημα με το οποίο ζώα και άνθρωποι είναι κυριολεκτικά σε επαφή με το περιβάλλον. (Όταν λέμε μεταφορικά ότι ένας άνθρωπος είναι σε επαφή με το περιβάλλον κοιτάζοντας ή ακούγοντας, η μεταφορά είναι κάτι που σκεφτόμαστε, αλλά μπορούμε να το αναβάλλουμε αυτό μέχρι νεοτέρας.

Χέρι που νιώθει ένα ψαλίδι.

45


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Tο δέρμα με τα προσαρτήματά του // το σώμα με τα μέλη του Το απτικό σύστημα , αντίθετα με άλλα αντιληπτικά συστήματα περιλαμβάνει ολόκληρο το σώμα, τα περισσότερα από τα σημεία του , και όλη την επιφάνειά του. Τα άκρα είναι διερευνητικά αισθητικά όργανα, αλλά ακόμη είναι και όργανα κίνησης : δηλαδή, ο εξοπλισμός για να νιώθουμε είναι ανατομικά ο ίδιος με τον εξοπλισμό για να κάνουμε. Αυτός ο συνδυασμός δεν μπορεί να βρεθεί στο οφθαλμικό ούτε στο ακουστικό σύστημα. Μπορούμε να εξερευνήσουμε τα πράγματα με τα μάτια μας αλλά όχι να αλλάξουμε το περιβάλλον : εντούτοις μπορούμε και να εξερευνήσουμε αλλά και να αλλάξουμε το περιβάλλον με τα χέρια. Παρομοίως, το στόμα είναι και αντιληπτικό και εκτελεστικό : χρησιμοποιείται για να αντιλαμβανόμαστε και για να τρώμε. Το γεγονός της αλληλοσυγκάληψης μεταξύ των οργάνων που χρησιμοποιούνται για αντίληψη και για εκτέλεση δεν είναι τόσο περίεργο εάν θυμηθούμε ότι ένας οργανισμός είναι ένα σύστημα οργάνων, και ότι υπάρχουν άλλες πλευρές στην εξέλιξη παραπάνω από μιας χρήσης για ένα συγκεκριμένο κομμάτι ανατομίας.33 Στην εξέλιξη του απτικού συστήματος μερικά ζώα έχουν αναπτύξει όργανα εξειδικευμένα για να αγγίζουν και να εξερευνούν αλλά όχι εξειδικευμένα για να δρουν . Οι αρθρωτές κεραίες των αρθροπόδων και των εντόμων είναι και απτικά και χημικοαντιδραστικά : παρόλο που είναι ευρέως γνωστά ως «αισθητήρες» , είναι χημοψηλαφητά συνδυάζοντας αυτό που αποκαλούμε γεύση και μυρωδιά και αφή σε ένα μοναδικό κομμάτι εξοπλισμού. Αλλά δεν είναι όργανα δράσης όπως είναι τα νύχια ή τα σαγόνια. Για ζώα σαν εμάς τα δυο κύρια κομμάτια του απτικού μηχανισμού είναι το δέρμα και το κινητό σώμα. Αλλά δεν είναι απλά, καθώς το δέρμα έχει διάφορα προσαρτήματα και το σώμα έχει μια ιεραρχία μελών βασισμένων σε ένα σκελετό.

33

46

James J. Gibson, The Senses considered as Perceptual Systems, σελ. 99


ΤΑ ΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

H χρήση του όρου «Κιναισθησία» Η κιναίσθηση διαπερνά τα λειτουργικά αντιληπτικά συστήματα. Η διάκριση της κίνησης του σώματος από τη μη-κίνηση είναι πολύ σημαντική για τον οργανισμό για να έχει εμπιστευθεί οποιαδήποτε ομάδα υποδοχέων. Υπάρχουν πολλά είδη κίνησης που χρειάζεται να καταχωρηθούν. Υπάρχει η αρθρική κιναίσθηση για το πλαίσιο του σώματος, η προθαλαμική κιναίσθηση για τις κινήσεις του κρανίου, η δερματική κιναίσθηση για την κίνηση του δέρματος που σχετίζεται με ότι αγγίζει, και η οπτική κιναίσθηση για αντιληπτικές αλλαγές του πεδίου όρασης. Σε όλες αυτές τις αντιλήψεις η αισθητική ποιότητα που προέρχεται από τον τύπο του δέκτη είναι δύσκολο να εντοπιστεί, αλλά οι πληροφορίες είναι απολύτως καθαρές.34 Η κιναίσθηση είναι η καταχώρηση τέτοιων πληροφοριών χωρίς να είναι αισθητικές : είναι ένα από τα καλύτερα παραδείγματα εντοπισμού χωρίς μια ειδική ρύθμιση της αίσθησης. Περισσότερο από κάθε άλλο αντιληπτικό σύστημα, ο απτικός μηχανισμός ενσωματώνει δέκτες οι οποίοι είναι διανεμημένοι σε όλο το σώμα και αυτή η ποικιλία στην ανατομία κάνει δύσκολο να καταλάβουμε την ενότητα της λειτουργίας που ούτως ή άλλως υπάρχει. Επιπλέον συμπεριλαμβάνεται τόσο εμφανώς στον έλεγχο της δράσης που έχουμε μια εσωστρεφή άγνοια της δυνατότητάς του να βοηθήσει την αντίληψη : επιτρέπουμε στο οπτικό σύστημα να κυριαρχήσει στη συνείδησή μας . Σε κάθε περίπτωση η αντίληψη των τυφλών, και αυτών που έχουν κλειστά μάτια, μπορεί μερικές φορές να είναι αντίθετη από αυτή των ατόμων που βλέπουν και αυτό το γεγονός δείχνει πόσο πολλές πληροφορίες αποκτώνται από αυτή. Από πολλές απόψεις το σύστημα παρομοιάζεται με την όραση. Τα ζώα με λίγη όραση εξαρτώνται από ένα είδος πρωτόγονης απτικής για τον προσανατολισμό τους στο γειτονικό περιβάλλον, οι μύες και το δέρμα συνεργάζονται με τον εντοπισμό της βαρύτητας για να αντιληφθούν το χώρο. Μια κατάταξη των υποσυστημάτων του απτικού συστήματος του ανθρώπου υπάρχει, και ονομάστηκαν δερματικό άγγιγμα, απτικό άγγιγμα, δυναμικό άγγιγμα, θερμοκρασία του αγγίγματος, και πόνος αγγίγματος. Μπορούν να λειτουργήσουν σε διάφορους συν-

34

James J. Gibson, The Senses considered as Perceptual Systems, σελ. 111

47


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

δυασμούς. Ο συνδυασμός των απτικών πληροφοριών με τις προθαλαμικές πληροφορίες ονομαζόταν προσανατολισμένο άγγιγμα. Ο εντοπισμός της ροής θερμότητας που σχετίζεται με το μέσο που το περιβάλλει θεωρήθηκε ότι ανήκε σε ένα διαφορετικό αντιληπτικό σύστημα από αυτό της ροής θερμότητας που σχετίζεται με ένα αντικείμενο. Η αίσθηση της αφής στο καθημερινό νόημα του όρου αποδεικνύεται ότι είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο και ισχυρό αντιληπτικό σύστημα αλλά όχι μια αίσθηση είτε σρυτο φυσιολογικό είτε στο εσωτερικό νόημα του όρου. Ούτε είναι ένα ξεκάθαρα προσδιορίσιμο γκρουπ αισθήσεων με τόσο πολλά νεύρα και αλληλεπιδρώντα χαρακτηριστικά αίσθησης. Η πεποίθηση της κοινής γνώμης ότι το άγγιγμα είναι ένας τρόπος λήψης πληροφοριών δικαιώνεται.

48


ΤΑ ΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Ένα εμφανώς λυγισμένο ξύλο. όση εμπειρία και να έχει κανείς με ίσια ξύλα στο νερό, και ανεξάρτητα με το πόση γνώση έχει για τους νόμους της αντανάκλασης, οι άκρες φαίνονται ακόμη λυγισμένες υπό γωνία

49


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

2.3 Η παραλαβή των πληροφοριών από τα αντιληπτικά συστήματα Η ερώτηση, φυσικά, είναι το πώς συλλέγονται οι διαθέσιμες πληροφορίες, εάν υποτεθεί ότι είναι παρούσες. Στα ακόλουθα κεφάλαια θα τεθεί η βάση για μια απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Η ανατομία και φυσιολογία κάθε συστήματος αρχικά θα περιγραφούν, αλλά από ένα συλλογικό και όχι μοριακό σημείο αναφοράς. Πώς οι μελλοντικές μονάδες συνδυάζονται και πώς διακυμαίνονται οι εισαγωγές τους σε συστήματα και υποσυστήματα θα τονιστεί. Οι δυνατότητες κάθε συστήματος για χρήσιμη αντίληψη και προσαρμοστική συμπεριφορά θα τονιστούν. Οι περιορισμοί του καθενός θα σημειωθούν, ωστόσο, και οι ψευδαισθήσεις στις οποίες μπορεί να υπόκειται θα αναγνωριστούν. Το βασικό σύστημα προσανατολισμού. Το σύστημα του εσωτερικού αυτιού λαμβάνει τις δυνάμεις της επιτάχυνσης. Αυτές προσδιορίζουν την κατεύθυνση της βαρύτητας, μια αδιάκοπη δύναμη, και ακόμη τις αρχές και τα σταματήματα των κινήσεων του κορμιού, οι οποίες είναι ιστορικές δυνάμεις. Η εισαγωγή της βαρύτητας συνδιακυμαίνεται με την αφή, η οποία είναι μέρος του απτικού συστήματος, έτσι μια διπλή εγγραφή του εδάφους είναι δυνατή. Αυτό το σύστημα συνεργάζεται, για την ακρίβεια, με όλα τα άλλα αντιληπτικά συστήματα αφού παρέχει ένα πλαίσιο αναφοράς για αυτά. 35 _Το σύστημα ακοής: Αυτός ο μηχανισμός προήλθε από τους πρωτόγονους, και ανταποκρίνεται στο να κουνιέται κανείς, παρόλο που το κούνημα είναι μόνο οι ελάχιστες κινήσεις του αέρα. Έτσι εξηγούνται όλα τα δονητικά γεγονότα του κόσμου και, όταν και τα δυο αυτιά χρησιμοποιούνται για εξερεύνηση, προσδιορίζεται και η κατεύθυνση του γεγονότος. Και τα δύο ανωτέρω συστήματα έχουν ένα διπλό αμφίπλευρο μηχανισμό. _Το απτικό σύστημα: Αυτός ο μηχανισμός αποτελείται από μια σύνθεση συστημάτων. Δεν έχει αισθητήρια όργανα με τη συμβατική έννοια του όρου, αλλά οι δέκτες στον ιστό είναι σχεδόν παντού και οι παραλήπτες των ενώσεων συνεργάζονται μαζί τους. Επομένως τα χέρια και άλλα μέλη του σώματος είναι, πράγματι, ενεργά όργανα αντίληψης. Η αφή και η όραση σε συνδυασμό συχνά αποδίδουν ένα διπλά εγγυημένο, ποσοστό πληροφοριών. _Το σύστημα γεύσης-όσφρησης: Η μύτη και το στόμα μπορεί δίκαια να θεωρούνται ως ξεχωριστά όργανα, αλλά δημιουργούν συνδυασμούς ώστε να δημιουργήσουν ένα

35

50

James J. Gibson, The Senses considered as Perceptual Systems, σελ. 250


ΤΑ ΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

υπερσύστημα. Το φαγητό μπορεί απλώς να μυριστεί, αλλά όταν το δοκιμάζει κανείς οι υποδοχείς του στόματος και της μύτης δουλεύουν μαζί. Το φαγητό ακόμα περιλαμβάνει το να νιώθουμε το φαγητό, έτσι ένα κομμάτι του απτικού συστήματος συνδυάζεται με τη γεύση. Μια ουσία η οποία έχει υποστεί πολλούς ελέγχους, χημικούς και φυσικούς, πριν την τελική κατάποση, όπως τη χημική σύσταση, τη φυσική σύσταση κλπ. Το πώς οι χημικοί δέκτες και οι μηχανικοί δέκτες που βρίσκονται στη μύτη και στο στόμα εργάζονται, δεν μπορούμε να το αντιληφθούμε πλήρως, αλλά οι πληροφορίες σχετικά με το φαγητό που εκτιμούν σε μια ουσία τη σύνθεσή της, το αν είναι βρώσιμη κλπ λαμβάνονται με ποικίλους τρόπους. _ το οπτικό σύστημα : αυτός ο μηχανισμός συνδυάζεται με όλους τους άλλους και τους υπερκαλύπτει στην καταγραφή αντικειμενικών στοιχείων. Οι διαθέσιμες πληροφορίες στη δομή του περιβάλλοντος φωτός είναι τεράστιες. Το έδαφος και ο ορίζοντας της γης βρίσκονται “μέσα” στο φως. Οι περιβαλλοντικές κινήσεις που συμβαίνουν βρίσκονται “μέσα” στο φως. Ακόμα και οι μετακινήσεις και οι χειραγωγήσεις του ατόμου καθορίζονται από οπτικούς μετασχηματισμούς στο φως. Το οπτικό σύστημα έχει περιορισμούς για να είμαστε σίγουροι, αλλά οι δυνατότητές του τους ξεπερνούν. Καταγράφει κάποια είδη πληροφοριών που κανένα άλλο σύστημα δεν μπορεί να το κάνει , όπως το συμπαγές χρώμα των επιφανειών. Πάνω από όλα, καθιστά δυνατό ένα είδος αντιληπτικής επαφής με πηγές ερεθισμάτων σε μια μεγάλη απόσταση, με την προϋπόθεση ότι είναι φωτισμένες. Το πρόβλημα του πως τα μάτια συλλέγουν πληροφορίες σχετικά με τα αντικείμενα είναι το παλιότερο και πιο αντιφατικό πρόβλημα στη μελέτη της αντίληψης. Το μόνο που προτείνει τώρα ο James J. Gibson είναι ότι η παραδοσιακή θεωρία της οπτικής αντίληψης βασισμένη σε μια αμφιβληστροειδή εικόνα του κάθε αντικειμένου είναι βαθιά παραπειστική. Θα συμπεριφερθεί στα μάτια των εντόμων, ζώων, και ανθρώπων όχι ως ζεύγος καμερών στο τέλος ενός ζευγαριού νευρών αλλά ως ένα μηχανισμό για τον εντοπισμό των ποικιλιών του περιγράμματος, της υφή, της φασμικής σύνθεσης και της μεταμόρφωσης στο φως.

51


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Η εκπαίδευση της προσοχής στα αντιληπτικά συστήματα Μπορούμε τώρα να υποθέσουμε πως τα αντιληπτικά συστήματα αναπτύσσουν αντιληπτικές ικανότητες, με μια αναλογία στον τρόπο με τον οποίο τα συστήματα συμπεριφοράς αναπτύσσουν performatory δεξιότητες. Η αναλογία δεν θα πρέπει να γίνεται πολύ μακριά, αφού η διευκρίνιση της αντίληψης δεν είναι η ίδια με την εκτέλεση της πρόθεσης , και οι δύο είναι τα είδη της μάθησης. Σημειώστε ότι η υποκατάσταση των αντιληπτικών συστημάτων για τις κλασσικές αισθήσεις απαιτείται για την ανωτέρα υπόθεση. Οι δίαυλοι της αίσθησης δεν υπόκεινται σε τροποποίηση από τη μάθηση. Τα δεδομένα της αίσθησης δίνονται , εξ ορισμού. Τα αντιληπτικά συστήματα ωστόσο, ξεκάθαρα επιδέχονται μάθηση. Θα περίμενε κανείς πως ένα άτομο, μετά από πρακτική θα μπορούσε να προσανατολιστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια, θα άκουγε πιο προσεκτικά, θα ακουμπούσε κάποιον-κάτι πιο εύστοχα, θα μύριζε και θα γευόταν με μεγαλύτερη ακρίβεια, και θα κοιτούσε με μεγαλύτερη οξυδέρκεια από ότι πριν εξασκηθεί. 36

Η έλλειψη σχέσης των αισθήσεων με τα αντιληπτικά συστήματα O James J. Gibson έχει υποστηρίξει πως ο νόμος του Γιοχάνες Miler για τις «συγκεκριμένες ενέργειες των νεύρων» εφαρμόζεται στα κανάλια της αίσθησης αλλά όχι στα αντιληπτικά συστήματα. Ο νόμος ισχυρίζεται ότι μοναδικά συνειδητά χαρακτηριστικά αντιστοιχούν σε διαφορετικές δέσμες αισθητικών νευρώνων, και έχει ως δεδομένο ότι τα συνειδητά αισθητικά χαρακτηριστικά αποτελούν τη βάση για τη γνώση. Όπως ισχυρίζεται ο Χελμχολτσ , μια μοναδική αίσθηση αντιστοιχεί σε κάθε μεμονωμένο νευρώνα σε μια δέσμη κι ότι αυτό είναι το απόλυτο στοιχείο της γνώσης. Μέχρι αρκετά πρόσφατα, αυτός ο νόμος φαινόταν να είναι η απρόσβλητη βάση για κάθε θεωρία της αντίληψης, διότι τα ζώα και οι άνθρωποι είναι γνώστες των δυνατοτήτων των νευρών τους, και των νευρώνων, όχι με τα στοιχεία του εξωτερικού κόσμου. Μπορούν να γίνουν εξοικειωμένοι ατελώς με τον κόσμο πιθανότατα, επειδή διαφορετικοί υποδοχείς εξειδικεύονται σε διαφορετικά εξωτερικά ερεθίσματα.

36

52

James J. Gibson, The Senses considered as Perceptual Systems, σελ. 51


ΤΑ ΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Τώρα είναι αλήθεια ότι οι ανθρώπινοι παρατηρητές εάν κάνουν ενδοσκόπηση με ένα συγκεκριμένο τρόπο ,μπορούν να αποκτήσουν έναν τρόπο γνωριμίας με το χαρακτηριστικό της νευρικής δέσμης που έχει ερεθιστεί(παρόλο που είναι αρκετά αμφίβολο το ότι μπορεί να γνωρίσουν το συγκεκριμένο νευρώνα που ερεθίστηκε), αλλά αυτό το γεγονός δεν χρειάζεται να έχει τίποτα να κάνει με τη γνώση του περιβάλλοντος, δηλαδή με την αντίληψη. Γιατί τα ενεργά αντιληπτικά συστήματα αντιβαίνουν στα κανάλια των παθητικών αντιληπτικών χαρακτηριστικών και δεν συνίστανται από ένα συγκεκριμένο σετ νευρών και νευρώνων όπως παρατηρήσαμε στο τελευταίο κεφάλαιο. Η ανατομική πλευρά ενός αντιληπτικού μηχανισμού είναι μόνο μία από μερικές : ακόμη έχει διάφορες λειτουργικές πλευρές. Η ίδια ανατομία μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικές περιπτώσεις με διαφορετικούς τρόπους. Έτσι όπως το χέρι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να πιάνουμε και να κουβαλάμε ή για να εξερευνούμε , για να δείχνουμε, και για να σχεδιάζουμε εικόνες έτσι και τα μάτια με τα οπτικά νεύρα και τις εσωτερικές συνδέσεις τους, μπορούν να χρησιμοποιηθούν με διάφορους τρόπους. Το μεμονωμένο νεύρο ή νευρώνας αλλάζει λειτουργία εντελώς όταν ενσωματώνεται σε ένα διαφορετικό σύστημα ή υποσύστημα. Και συνεπώς η ανθρώπινη αντίληψη της αίσθησης που ανταποκρίνεται στο νεύρο ή στο νευρώνα που ερεθίστηκε (όταν αυτό γίνεται αντιληπτό) είναι το πιο απλό σύμπτωμα της αντιληπτικής δραστηριότητας, όχι στοιχείο από το οποίο συνίσταται. Ακόμη, εάν αυτές οι αισθήσεις δεν είναι στοιχεία της αντίληψης, η αντιληπτική διαδικασία δεν χρειάζεται να είναι αυτή που θα τα συνθέτει με καμία διαδικασία οργάνωσης στον εγκέφαλο.

53


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

2.4 Η θεωρία της λήψης πληροφοριών Ένα άτομο που εξερευνά ένα ξένο μέρος με την κίνηση παράγει μεταλλάξεις του οπτικού φάσματος για τον απλούστατο λόγο της απομόνωσης όλων όσων παραμένουν αμετάβλητα κατά τη διάρκεια αυτών των μετατροπών. Δεν είναι ότι έχει να θυμηθεί μια σειρά τύπων αλλά ότι ο χώρος προκύπτει από αυτές τις οπτικές κινήσεις.37 Ό, τι βγήκε εκτός οπτικού πεδίου όταν έφυγε μπορεί να επανέλθει εντός του οπτικού πεδίου καθώς επιστρέφει: δεν εξαφανίζεται σαν καπνός αλλά εξαφανίζεται μένοντας κρυμμένο. Επομένως δεν χρειάζεται να το θυμηθεί όταν κρύβεται, αλλά μόνο να κατανοήσει την θέση του πίσω από ότι το καλύπτει. Η αίσθηση της μορφής του έχει εξαφανιστεί σαν καπνός, για να είμαστε σίγουροι, και αν αυτό ήταν η βάση της αντίληψής του, θα έπρεπε να το θυμηθεί, όπως κάποιος μπορεί να θυμηθεί ένα αντικείμενο που κάηκε από τη φωτιά. Αλλά η αντίληψη, πχ η αντίληψη χωρίς αισθήσεις, εντοπίζει τη μόνιμη διάταξη, και ο άνθρωπος κινείται πίσω και μπρος ούτος ώστε να απομονώσει τις πληροφορίες για μονιμότητα. Παρομοίως το άτομο που ερευνά ένα ξένο δωμάτιο παράγει ενεργά νέα δείγματα της παράταξης, ούτως ώστε να καθιερώσει τα μόνιμα χαρακτηριστικά του. Το οπτικό πεδίο πίσω από το κεφάλι του δεν χρειάζεται να τo θυμάται, γιατί επικαλύπτει τα άλλα δείγματα που έχει αποκτήσει. Η συνέχεια των εντυπώσεων είναι άσχετη. Το πρόβλημα με την κλασσική θεωρία της μνήμης όπως εφαρμόζεται στην κατανόηση μέσα στον χρόνο είναι ότι ξεκινά με παθητικές αισθήσεις σε μια υποτιθέμενη διακριτική σειρά. Προϋποθέτει ότι ο παρατηρητής λαμβάνει μόνο μία σειρά ερεθισμάτων. Αλλά στην ενεργητική αντίληψη προς όφελος των πληροφοριών έχει παραχθεί μια σειρά από μεταλλάξεις και μετακινήσεις. Η σειρά είναι ένα προϊόν της δραστηριότητας και , καθώς το αντιληπτικό σύστημα είναι μοναδικό, οι αλλαγές απλώς προσδιορίζουν επεξηγηματικές απαντήσεις. Η μνήμη με την παραδοσιακή έννοια αποθηκευμένων καρπών δεν απαιτείται. Αλλά ένα είδος μνήμης με την νέα έννοια του όρου απαιτείται οπωσδήποτε εάν θέλουμε να εξηγήσουμε όχι την κατανόηση σε βάθος χρόνου αλλά την επανειλημμένη κατανόηση σε βάθος χρόνου. Επειδή γεγονός είναι ότι ένας παρατηρητής μαθαίνει μέσω της εξάσκησης να απομονώνει τις πιο ασήμαντες αμετάβλητες κατά τη διάρκεια

37

54

James J. Gibson, The Senses considered as Perceptual Systems, σελ. 266


ΤΑ ΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

της μεταμόρφωσης και να δημιουργεί με μεγαλύτερη ακρίβεια τα μόνιμα χαρακτηριστικά μιας παράταξης. Μέχρι και σήμερα, οι θεωρίες της αντίληψης της αίσθησης έχουν λάβει ως δεδομένο ότι η αντίληψη εξαρτάται εξ ολοκλήρου σε αισθήσεις που είναι συγκεκριμένες για τους παραλήπτες. Η παρούσα θεωρία θεμελιώνει την πιθανότητα αντιληπτικής εμπειρίας χωρίς να υποτιμά αισθητικά χαρακτηριστικά που είναι συγκεκριμένα για τον αποδέκτη, και αυτό σύμφωνα με τον Γκίπσον καλείται θεωρία της αντίληψης που βασίζεται στις πληροφορίες.

Τι είναι εγγενές και τι επίκτητο στην αντίληψη Το θεωρητικό ζήτημα που χώρισε τον πρωτογονισμό και τον εμπειρικισμό ήταν το εάν η ερμηνεία των αισθητηριακών σημάτων προϋπέθετε ή όχι εγγενείς κατηγορίες κατανόησης, ή «εγγενείς ίδιες». Οι εμπειρικιστές ήθελαν να δείξουν ότι η αντίληψη μπορεί να διδαχτεί- ολόκληρη, συμπεριλαμβανομένης και της αντίληψης του βάθους . Κανένα από τα δύο στρατόπεδα δεν αμφισβήτησε ποτέ το συμπέρασμα ότι οι αισθήσεις ήταν εγγενείς, πχ ότι το ρεπερτόριο εμφανιζόταν εξ ολοκλήρου στην γέννα, όταν τα αισθητηριακά όργανα ξεκινούσαν να λειτουργούν. Αυτό το αφηρημένο ζήτημα πλέον δεν έχει σημασία, αλλά παραμένει μια πολύ συγκεκριμένη ερώτηση : σκεπτόμενοι τα μικρά ή τα μωρά ενός συγκεκριμένου είδους, ποιοί μηχανισμοί εντοπισμού εμφανίζονται στην γέννα και ποιοι εξαρτώνται από τη μάθηση. Η θεωρητική υπόθεση ότι οι αισθήσεις είναι εγγενείς μπορεί τώρα να εξεταστεί. Φαίνεται πολύ αμφίβολο. Ίσως οι άνθρωποι μαθαίνουν να βιώνουν οπτικές αισθήσεις, για παράδειγμα, να αποκτήσουν γνώση του πεδίου της όρασης, ή ακόμη κάποιες φορές να παρατηρήσουν την διέγερση των υποδοχέων.38 Η συγκεκριμένη ερώτηση των εγγενών και επίκτητων μηχανισμών στην αντίληψη δεν αποτελεί ένα αμφίδρομο ζήτημα, καθώς γνωρίζουμε ότι υπάρχουν ενδιάμεσες καταστάσεις μεταξύ αυτών που κληρονομούνται και αυτών που αποκτώνται. Είναι άλλο πράγμα η γενετική και άλλο η μάθηση : αλλά στο ενδιάμεσο υπάρχουν τύποι ανάπτυξης που καλούμε ανάπτυξη ή ωρίμανση. Η ανατομία και βασική φυσιολογία των οργάνων αντί-

38

James J. Gibson, The Senses considered as Perceptual Systems, σελ. 268

55


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ληψης εξαρτώνται κυρίως από γενετικούς παράγοντες όπως αυτοί καθορίζονται από την εξέλιξη. Η ωρίμανση των αντιληπτικών συστημάτων εξαρτάται από γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες μαζί. Η εκπαίδευση των αντιληπτικών συστημάτων εξαρτάται κυρίως από την ιστορία της έκθεσης του ατόμου στο περιβάλλον. Επομένως στην πραγματικότητα υπάρχουν 3 ερωτήσεις σε τι ποσοστό εξαρτάται η αντίληψη από τα όργανα; Πόσο εξαρτάται από την ανάπτυξη; Πόσο εξαρτάται από την εμπειρία; Η απάντηση στη πρώτη ερώτηση έχει ήδη δοθεί προηγουμένως. Η ανατομία των προθαλαμικών οργάνων, των αυτιών, του πεπτικού εξοπλισμού, των προσαρτημάτων, και των ματιών έχει περιγραφεί για τον άνθρωπο, και η εξέλιξη αυτών των δομών έχει τονιστεί μέχρι το σημείο που αυτό είναι γνωστό. Τα όργανα με τους υποδοχείς τους θέτουν όρια στα είδη των πληροφοριών του ερεθίσματος που μπορούν να καταχωρηθούν. Τα πέντε στάδια της προσοχής, όραση, όσφρηση, γεύση, αφή, και όραση, εξειδικεύονται σε ένα τομέα και είναι ανειδίκευτα σε άλλο. Ειδικεύονται στην δόνηση, στην οσμή, στην χημική επαφή, και στο περιβάλλον φως, αλλά δεν δέχονται τις πληροφορίες σε αυτές τις ενέργειες οποτεδήποτε επικαλύπτονται. Οι τρόπο τους να προσανατολίζονται, να προσαρμόζονται, και να εξερευνούν εν μέρη περιορίζονται από την ανατομία αλλά είναι και εν μέρη ελεύθεροι. Το βασικό νευρικό κύκλωμα για τη δημιουργία τέτοιων προσαρμογών είναι ενσωματωμένο μέσα στο νευρικό σύστημα από τη στιγμή της γέννησης, αλλά εξακολουθεί να αναπτύσσεται στον άνθρωπο για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την γέννα. Η απάντηση στην δεύτερη ερώτηση έχει δοθεί, αλλά μια πιο πλήρης γνώση του πως τα αντιληπτικά συστήματα αναπτύσσονται στο παιδί σε βάθος χρόνου εξαρτάται από στοιχεία που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα. Πρέπει να μάθουμε περισσότερα σχετικά με την εξωτερική προσοχή, όπως το κοίταγμα, το άκουσμα, το άγγιγμα, κλπ, και περισσότερα σχετικά με την εσωτερική, κεντρική νευρική απήχηση σε συγκεκριμένες λήψεις που λαμβάνουν χώρα.39 Η απάντηση στην τρίτη ερώτηση, ο βαθμός στον οποίο η αντίληψη εξαρτάται από την εμπειρία ή από τη μάθηση στη θεωρία της λήψης πληροφοριών, είναι η ακόλουθη : συμβαίνει σε έναν απεριόριστο βαθμό όταν ο διαθέσιμες πληροφορίες στον παραλήπτη είναι απεριόριστες. Το άτομο συνήθως περικλείεται από αυτές, είναι βυθισμένο σε αυτές. Το περιβάλλον παρέχει ένα ανεξάντλητο ντεπόζιτο πληροφοριών. Μερικοί άνθρωποι

39

56

James J. Gibson, The Senses considered as Perceptual Systems, σελ. 268


ΤΑ ΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους κοιτώντας, άλλοι ακούγοντας, και μερικοί γνώστες περνούν τον χρόνο τους μυρίζοντας γεύοντας , ή αγγίζοντας . Δεν τελειώνουν ποτέ. Τα μάτια και τα αυτιά δεν είναι όργανα με πεπερασμένη χωρητικότητα, όπως οι κάμερες και τα μικρόφωνα, με τα οποία το μυαλό μπορεί να δει και να ακούσει. Η όραση και η ακοή συνεχίζουν να βελτιώνονται με την εμπειρία. Ανώτερες ποικιλίες μπορούν ακόμη να ανακαλυφθούν, ακόμη και σε μεγάλη ηλικία. Η παροχή πληροφοριών στους αποδέκτες γίνεται προβληματική όταν ο φακός του ματιού και τα κόκκαλα του αυτιού χάνουν τη νεανική τους ευλυγισία, αλλά ανώτερες ποικιλίες στο φως και τον ήχο μπορούν ακόμη να ανακαλυφθούν από τον καλλιτέχνη και τον μουσικό. Ωστόσο, αυτό δεν είναι το είδος της μάθησης που απασχολεί την θεωρία της συσχέτισης, ή της συντήρησης, ή της απομνημόνευσης. Η αντιληπτική μάθηση γίνεται αντιληπτή ως μια διαδικασία « εμπλουτισμού», ενώ μπορεί να είναι καλύτερα να συλλαμβάνεται ως μια εκ των «διαφοροποιήσεων» .40

O πιθανός μηχανισμός της μάθησης Παρά το αρχαίο δόγμα ότι οι αισθήσεις άφηναν πίσω ιδέες στο μυαλό, ή τη μοντέρνα εκδοχή ότι θα μπορούσαν να επανασυνδεθούν με απαντήσεις στον εγκέφαλο, πάντα υπήρχαν πολλά πειραματικά στοιχεία για να υποδείξουν ένα διαφορετικό είδος μάθησης. Αυτά τα παραμελημένα στοιχεία ερευνήθηκαν και επανερμηνεύθηκαν πριν από μερικά χρόνια από την Eleanor J. Gibson (1953). Ακόμη και η υποτιθέμενη αισθητική ανταπόκριση μεταξύ των φυσικών εντάσεων και των φαινομενικών φωτεινοτήτων και ήχων φαίνεται να βελτιώνεται με πρακτική στο να κάνουμε συγκρίσεις. Παρομοίως η ψυχοφυσική ανταπόκριση μεταξύ φυσικών συχνοτήτων και φαινομενικών ποιοτικών χαρακτηριστικών αγνού χρώματος βελτιώνεται με την εξάσκηση. Ακόμη κα ο εντοπισμός φυσικών διαχωρισμών σημείων του αμφιβληστροειδούς και του δέρματος μπορεί να βελτιωθεί. Όταν σχέδια έντασης, συχνότητας, ή διαχωρισμού παρουσιάζονται σε έναν παρατηρητή, η μάθηση είναι ο κανόνας, γιατί τα σχέδια μπορεί να φέρουν πληροφορίες.Ένας μεγάλος αριθμός ψυχοφυσικών πειραμάτων έδειξαν μείωση στα λάθη όσον αφορά την διάκριση, τον υπολογισμό, τον εντοπισμό, και την αναγνώριση, ακμή και όταν ο παρατηρητής παραμένει στο σκοτάδι σχετικά με τα λάθη του. Ο κανόνας ισχύει για κάθε σημείο «αίσθησης». Ο συγγραφέας αυτής της έρευνας κατέληξε ότι ο παρατηρητής μαθαίνει να κοιτάζει

40

James J. Gibson, The Senses considered as Perceptual Systems

57


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

τα κρίσιμα σημεία , να ακούει τις βασικές διαφορές , να μυρίζει ή να γεύεται τα χαρακτηριστικά των ουσιών (αρώματα ή κρασί) και να αισθάνεται τις υφές των πραγμάτων. Η αύξηση της διάκρισης δεν αποδίδεται στον εντοπισμό όλο και πιο μικρών λεπτομερειών. Το φάσμα της προσοχής αυξάνεται με την εξάσκηση. Μπορεί (εντός ορίων) να μεγαλώσει σε μέγεθος. Μπορεί ακόμη να παραταθεί σε χρόνο. Ένας πιλότος, για παράδειγμα, μπορεί να εξασκηθεί ώστε να εντοπίζει μια ολόκληρη σειρά από όργανα αεροσκάφους, και ένας μηχανικός παραγωγής μπορεί να εκπαιδεύεται, να επιβλέπει μια μακρά σειρά μηχανικών λειτουργιών εάν κάθε επεισόδιο είναι κομμάτι μιας ολότητας. Αυτή η αύξηση του εύρους κατανόησης τόσο του χώρου όσο και του χρόνου είναι πολύ υπαινικτική. Είναι πιθανώς ένα ζήτημα εντοπισμού βαθμιαίως μεγαλύτερων μορφών που συντίθενται από μικρότερες, και προοδευτικά μακρύτερων επεισοδίων που συντίθενται από πιο σύντομα επεισόδια. Οι χωρικές σχέσεις σε μια σειρά και οι χρονικές σχέσεις σε μια σειρά, επιτρέπουν στις πληροφορίες να λαμβάνονται σε προοδευτικά μεγαλύτερα και μακρύτερα τμήματα. Κάποιος μπορεί να αντιληφθεί τη σύνθεση ενός ολόκληρου πάγκου οργάνων ή ένα πανόραμα, και να αντιληφθεί τη διαδοχική σύνθεση μιας σειράς παραγωγής ή μιας ολόκληρης συμφωνίας. 41 Η «θεωρία της διαφοροποίησης» της αντιληπτικής μαθήσεως που προτάθηκε από τους Gibson(1955) ήταν αρχικά προγραμματική, αλλά οι μηχανισμοί για αυτή τη γνώση γίνονται όλο και πιο ξεκάθαροι. Η διαδικασία είναι το να μαθαίνουμε αυτά στα οποία συμμετέχουμε τόσο κρυφά όσο και φανερά. Για ην αντίληψη των αντικειμένων, είναι ο εντοπισμός των χαρακτηριστικών στοιχείων και η αφαίρεση των γενικών χαρακτηριστικών. Αυτό σχεδόν πάντα εμπεριέχει τον εντοπισμό των αμετάβλητων κάτω από συνθήκες εναλλασσόμενων ερεθισμάτων. Οι διαστάσεις της μεταβολής είναι διαχωρισμένες, και εκείνες που αποκτώνται από τη δράση διαχωρίζονται από εκείνες που επιβάλλονται από τα γεγονότα. Τα ερευνητικά αντιληπτικά συστήματα συνήθως παράγουν μεταμορφώσεις έτσι ώστε οι αμετάβλητες να μπορούν να απομονωθούν. Και η δράση του νευρικού συστήματος γίνεται αντιληπτή ως αντίλαλος στις πληροφορίες του ερεθίσματος, όχι μια αποθήκευση εικόνων ή μια σύνδεση νευρολογικών κυττάρων.

41

58

James J. Gibson, The Senses considered as Perceptual Systems, σελ. 269


ΤΑ ΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Ένα αντιληπτικό σύστημα, δεν αποτελείται από ένα όργανο και ένα νεύρο. Το νευρικό σύστημα είναι τμήμα κάθε αντιληπτικού συστήματος, και τα κέντρα του νευρικούσυστήματος, από το κατώτερο στο ανώτερο συμμετέχουν στη δραστηριότητά του. Οι προσαρμογές των οργάνων, πιθανότατα ελέγχονται από κατώτερα κέντρα, επιλεκτική προσοχή από μεσαία κέντρα, και αντιληπτική προσοχή από τα υψηλότερα κέντρα.

59


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

60


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΑΝΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

3.1 Η προέλευση της έννοιας των ανοχών “affordances”/ μια πρόσφατη ιστορία Οι ψυχολόγοι της Gestalt αναγνώρισαν ότι το νόημα ή η αξία ενός πράγματος φαίνεται να γίνεται αντιληπτό αμέσως με το που γίνει αντιληπτό το χρώμα του. Η αξία είναι σαφής σχετικά με το πρόσωπό του, όπως λέμε , και ως εκ τούτου έχει φυσιογνωμική ποιότητα στον τρόπο που τα συναισθήματα ενός ανθρώπου εμφανίζονται στο πρόσωπό του. Όπως έχει διατυπωθεί από τις αρχές της ψυχολογίας Gestalt42 ( Koffka , 1935 ) , “ κάθε πράγμα λέει ό,τι είναι, ένα φρούτο λέει “φάε με”, το νερό λέει “πιές με” , η βροντή λέει “να με φοβάσαι” και μια γυναίκα λέει “αγάπα με”. Αυτές οι αξίες είναι ζωντανές και τα βασικά χαρακτηριστικά της ίδιας της εμπειρίας. Ο Koffka43 δεν πίστευε ότι μια έννοια αυτού του είδους θα μπορούσε να εξηγηθεί ως ένα χλωμό πλαίσιο των εικόνων μνήμης. Το ταχυδρομικό κουτί “ καλεί “ την αποστολή μιας επιστολής , η λαβή “θέλει να πιαστεί από κάποιον “ και τα πράγματα λένε “ πείτε μας τι να κάνουμε με αυτά “. Ως εκ τούτου , έχουν αυτό που ονομάζει ο Koffka “χαρακτήρα ζήτησης”. Ο Kurt Lewin44 επινόησε τον όρο “Aufforderungscharakter” που μεταφράστηκε σαν χαρακτήρα πρόσκλησης από τον J. F. Brown (1929) και σαν σθένος από τον D. K. Adams (1931). Ο τελευταίος όρος τέθηκε σε γενική χρήση . Τα σθένη “Valences” για τον Lewin είχαν

42 Οι αρχές της ψυχολογίας Γκεστάλτ (Gestalt) χαρακτηρίζουν πολλές πτυχές της ανθρώπινης αντίληψης. Επικεντρώνει τις έρευνές της κυρίως γύρω από οπτικά προβλήματα, ίσως λόγου της αμεσότητας και ευκολίας στην κατανόηση που προσφέρουν. Οι ψυχολόγοι Kurt Koffka (1886-1941), Wolfgang Kohler (1887-1968), και Max Wertheimer (1880-1943), ανέπτυξαν τη μορφολογική θεωρία για την αντίληψη των μορφών, «Gestalt approach to form perception», από το γερμανικό «Gestalt», που σημαίνει «μορφή». Ανάμεσα στις πιο δημοφιλείς είναι οι αντιληπτικοί κανόνες ομαδοποίησης, οι οποίοι ορίζουν πώς τα χαρακτηριστικά και τα διάφορα τμήματα των αντικειμένων ταιριάζουν μεταξύ τους. O Kurt Koffka (18 Mαρτίου 1886 – 22 Νοεμβρίου 1941) ήταν Γερμανός ψυχολόγος . Γεννήθηκε και 43 σπούδασε στο Βερολίνο . Μαζί με τον Max Wertheimer και των στενών συνεργατών του Wolfgang Kohler ίδρυσαν την Gestalt ψυχολογία. 44 Ο Kurt Lewin (9 Σεπτεμβρίου 1890 - 12 Φεβρουαρίου 1947 ) ήταν Γερμανός - Αμερικανός ψυχολόγος , γνωστός ως ένας από τους σύγχρονους πρωτεργάτες των κοινωνικών , οργανωτικών , και εφαρμοσμένης ψυχολογίας στις Ηνωμένες Πολιτείες Kurt Lewin , εξορίστηκε από την γη της γέννησής του , έκανε μια νέα ζωή για τον εαυτό του . Σε αυτή τη νέα ζωή , ο Lewin ορίζει τον εαυτό του και τη συνεισφορά του μέσα σε τρία επίπεδα ανάλυσης : εφαρμοσμένη έρευνα , έρευνα δράσης , και την επικοινωνία της ομάδας.

62


ΑΝΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

αντίστοιχους φορείς, οι οποίοι θα μπορούσαν να παρασταθούν ως βέλη ωθώντας τον παρατηρητή προς ή μακριά από το αντικείμενο. Τι εξήγηση θα μπορούσε όμως να δοθεί για αυτά τα σθένη , οι χαρακτήρες των αντικειμένων που καλούνται ή απαιτούν συμπεριφορά ; Κανείς , ούτε καν οι θεωρητικοί της Gestalt , δεν θα μπορούσαν να τα σκεφτούν ως φυσικά και , μάλιστα, δεν εμπίπτουν στην επαρχία της συνήθους φυσικής. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να είναι πρωτοφανής , με δεδομένη την παραδοχή του δυϊσμού. Εάν υπήρχαν δύο αντικείμενα , και αν το σθένος δεν μπορούσε να ανήκει στο φυσικό αντικείμενο , θα πρέπει να ανήκει στο φαινομενικό αντικείμενο- σε αυτό που ο Koffka ονομάζει “συμπεριφορικό” αντικείμενο αλλά όχι στο “γεωγραφικό” αντικείμενο. Το σθένος ενός αντικειμένου απονεμήθηκε σε αυτήν την εμπειρία , και απονέμεται από την ανάγκη του παρατηρητή. Έτσι ,ο Koffka υποστήριξε ότι η θυρίδα έχει ένα χαρακτήρα ζήτησης μόνο όταν ο παρατηρητής πρέπει να ταχυδρομήσει ένα γράμμα. Έλκεται από αυτό,όταν έχει μια επιστολή να δημοσιεύσει,όχι το αντίθετο. Η αξία κάποιου αντικειμένου θεωρείται πως αλλάζει όπως αλλάζουν οι ανάγκες του παρατηρητή.Η έννοια των ανοχών “affordances” προέρχεται από αυτές τις έννοιες του σθένους, της πρόσκλησης και της ζήτησης,αλλά με μια κρίσιμη διαφορά. 45 Ο παρατηρητής μπορεί ή δεν μπορεί να αντιληφθεί ή να παρακολουθήσει το affordance σύμφωνα με τις ανάγκες του, αλλά το affordance όντας αμετάβλητο, είναι πάντα εκεί περιμένοντας να γίνει αντιληπτό. Ένα affordance δεν ξοδεύεται για ένα αντικείμενο από την ανάγκη ενός παρατηρητή και τη συμπεριφορά του να το αντιληφθεί. Το αντικείμενο προσφέρει ό ,τι προσφέρει επειδή είναι αυτό που είναι. Για να είμαστε σίγουροι ορίζουμε τι είναι από την άποψη της οικολογικής φυσικής αντί της φυσικής. Αλλά αυτό είναι το νόημα και η αξία ενός νέου είδους. 46 Για τον Koffka ήταν το φαινομενικό ταχυδρομικό κουτί που καλούσε επιστολή, δεν είναι το φυσικό ταχυδρομικό κουτί. Αλλά αυτή η δυαδικότητα είναι ολέθρια . Tο πραγματικό ταχυδρομικό κουτί (το μοναδικό) παρέχει επιστολή -mail σε επιστολή - γραφής άνθρω-

45 dances

James J. Gibson, The Ecological Approach to Visual Perception, Chapter 8, The Theory of Affor-

Harold S. Jenkins Gibson’s “Affordances”:Evolution of a Pivotal Concept, University of Central Okla46 homa, σελ. 34

63


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

πο σε μια κοινότητα με ταχυδρομικό σύστημα. Αυτό το γεγονός γίνεται αντιληπτό όταν η θυρίδα έχει χαρακτηρισθεί ως τέτοια , και αυτό συλλαμβάνεται αν η θυρίδα είναι στη θέα ή έξω από τα μάτια. To να νιώσει κανείς μια έλξη προς αυτό όταν έχει ένα γράμμα να στείλει δεν είναι περίεργο, αλλά το κύριο γεγονός είναι πως γίνεται αντιληπτό σαν μέρος του περιβάλλοντος, σαν ένα στοιχείο της γειτονιάς μέσα στην οποία ζούμε. Όλοι άνω των 6 χρονών ξέρουν για ποιο σκοπό είναι και που βρίσκεται το πλησιέστερο. Η αντίληψη του affordance του, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να συγχέεται με την προσωρινή ειδική γοητεία που μπορεί να έχει. Οι ψυχολόγοι της Gestalt εξήγησαν την αμεσότητα και την αμεσότητα της εμπειρίας του σθένους (valences) υποστηρίζοντας πως το “εγώ” είναι ένα αντικείμενο στην εμπειρία και ότι μια “ ένταση “ μπορεί να εγειρθεί μεταξύ ενός φαινομενικού αντικειμένου και του φαινομενικού εγώ . Όταν το αντικείμενο είναι σε “δυναμική σχέση με το εγώ”, όπως υποστηρίζει ο Koffka έχει ένα χαρακτήρα ζήτησης. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η “ένταση” , η “σχέση” και το “διάνυσμα” πρέπει να προκύπτουν στο πεδίο , και αυτό είναι το πεδίο της φαινομενικής εμπειρίας το γεγονός ότι πολλοί ψυχολόγοι βρήκαν αυτή τη θεωρία κατανοητή , ενώ ο James J. Gibson όχι. Υπάρχει ένας ευκολότερος τρόπος για να εξηγήσουμε γιατί οι τιμές των πραγμάτων φαίνεται να γίνονται αντιληπτές αμέσως και άμεσα. Είναι επειδή τα affordances των πραγμάτων για έναν παρατηρητή επικεντρώνονται σε πληροφορία που παρέχει ερέθισμα. Φαίνεται να γίνονται αντιληπτά άμεσα επειδή είναι άμεσα αντιληπτά. Οι αποδεκτές θεωρίες της αντίληψης , στις οποίες οι θεωρητικοί της Gestalt είχαν αντιρρήσεις , υπονοούσαν πως καμία εμπειρία δεν είναι άμεση εκτός από τις αισθήσεις και πως οι αισθήσεις μεσολαβούν με άλλα είδη εμπειριών. To περιβάλλον των ζώων και των ανθρώπων είναι ότι αντιλαμβάνονται. Το περιβάλλον δεν είναι το ίδιο με τον φυσικό κόσμο, εάν κάποιος εννοεί με αυτό τον κόσμο περιγραφόμενο από την φυσική. Ο παρατηρητής και το περιβάλλον ου είναι συμπληρωματικά. Το ίδιο είναι και τα ζεύγη των παρατηρητών και το κοινό τους περιβάλλον. Τα συστατικά και τα γεγονότα του περιβάλλοντος πέφτουν μέσα σε φυσικές μονάδες. Αυτές οι μονάδες έχουν φωλιάσει. Δεν θα έπρεπε να τις συγχέουμε με τις μετρικές μονάδες ου χώρου και του χρόνου. Το περιβάλλον επιμένει σε κάποιες περιπτώσεις και αλλάζει σε άλλες περιπτώσεις. Η πιο ραγδαία αλλαγή είναι το να έρχεται και να φεύγει κάνεις από την ύπαρξη.

64


ΑΝΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

3.2 Η έννοια των «affordances»/η εισαγωγή του όρου από τον James J. Gibson Η λέξη affordances δεν υπάρχει στο λεξικό, είναι μια λέξη που την έχει εφεύρει ο James J. Gibson.47 Με τον όρο αυτό μιλάει για κάτι το οποίο αναφέρεται τόσο στο περιβάλλον όσο και στο άτομο και αποτελούν ιδιότητες του περιβάλλοντος.48 Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον ψυχολόγο James Gibson για να δηλώσει τις ιδιότητες που προσφέρει το περιβάλλον σε ένα ζώο και κατ’ επέκταση στον ίδιο τον άνθρωπο. Ο Gibson υποστηρίζει πως τα «affordances» είναι ανεξάρτητα από την εμπειρία και την κουλτούρα καθενός. Ta «affordances « του Gibson είναι μια πολύ ελκυστική ιδέα κυρίως λόγω της αμεσότητάς τους . Η θεωρία των ανοχών (affordances) προσπαθεί να εξηγήσει τις αντιληπτικές διαδικασίες και να δώσει λειτουργία στα θεμέλια της Gestalt πάνω στη συμπληρωματική σχέση «μορφής» και «φόντου».49 Το κεντρικό ζήτημα για τη θεωρία των ανοχών (affordances) δεν είναι αν υπάρχουν και είναι πραγματικά, αλλά αν η πληροφορία είναι διαθέσιμη στο περιβάλλον για να γίνεται αντιληπτή.50

47 Jerome James Gibson (1904-1979): Αμερικανός ψυχολόγος, του οποίου οι θεωρίες της οπτικής αντίληψης ήταν επιρροή μεταξύ ορισμένων σχολών ψυχολογίας και φιλοσοφίας στα τέλη του 20ου αιώνα. Εκτός από την οικολογική προσέγγιση στην οπτική αντίληψη (1979), τα πιο σημαντικά γραπτά του Gibson περιλαμβάνουν «Η αντίληψη του οπτικού κόσμου» (1950) και «Μελετώντας τις αισθήσεις ως αντιληπτικά συστήματα» (1966). Οι οπαδοί του διοργάνωσαν την Διεθνή Εταιρεία για την Οικολογική Ψυχολογία το 1981. 48 Gibson, J.J., (1986). The Theory of Affordances, The Ecological Approach to Visual Perception, New Jersey, Lawrence Erlbaum Associates, Inc., σελ. 127-128. 49 Jenkins, H.S., (2008). Gibson’s «Affordances»: Evolution of a Pivotal Concept, Journal of Scientific Phychology, σελ. 34. 50 James J. Gibson ,The Ecological Approach to Visual Perception, Chapter 8, The Theory of Affordances

65


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Σύμφωνα με τον Gibson η αντίληψη δεν αποσκοπεί σε μια εσωτερική αναπαράσταση του οπτικού κόσμου αλλά στην ανίχνευση τέτοιων σχέσεων μεταξύ του περιβάλλοντος και του ζώου. Υπάρχουν affordances στο περιβάλλον και μπορούν να συνδεθούν με τις φυσικές του ιδιότητες, αλλά πρέπει να μετριούνται σε σχέση με ένα συγκεκριμένο ζώο. Για παράδειγμα, μια περίπου οριζόντια και επίπεδη επιφάνεια, η οποία είναι αρκετά μεγάλη και άκαμπτη για ένα συγκεκριμένο ζώο παρέχει υποστήριξη στο ζώο. Παρ ‘όλα αυτά , τα affordances ενός περιβάλλοντος είναι ανεξάρτητα από την ικανότητα του κάθε ζώου να τα αντιλαμβάνεται και δεν αλλάζουν όταν οι ανάγκες και οι στόχοι του ζώου αλλάζουν. Μια διαφανής οριζόντια επιφάνεια μπορεί να παρέχει υποστήριξη σε ένα βρέφος , παρόλο που το βρέφος είναι απρόθυμο να ανιχνεύσει κάτι τέτοιο.51 O Gibson υποστηρίζει ότι τα affordances είναι ανεξάρτητα από την εμπειρία και τον πολιτισμό του ατόμου, αλλά σε πολλές περιπτώσεις η δράση και η αλληλεπίδραση αναμφισβήτητα προϋποθέτουν προηγούμενη εμπειρία σε ένα παρόμοιο περιβάλλον . Πιάνοντας ένα αντικείμενο , για παράδειγμα , μπορεί να γενικευθεί από τις πρώτες εμπειρίες στην παιδική ηλικία σε ένα μεγάλο αριθμό των περιβαλλόντων , ενώ γράφοντας σε ένα αντικείμενο πιθανώς σχετίζεται με περισσότερο συγκεκριμένες εμπειρίες με τα ίδια μέσα. Ο Gibson ονομάζει αυτό το είδος της γνώσης διαμεσολαβημένη ή έμμεση γνώση, δηλαδή η γνώση από δεύτερο χέρι με έντονη πολιτιστική διάσταση .52 Το affordance κάποιου αντικειμένου δεν αλλάζει καθώς η ανάγκη του παρατηρητή αλλάζει. Μια ώριμη οπτική των affordances μπορεί να βρεθεί στο βιβλίο The Ecological Approach to Visual Perception (Gibson, 1986): το ρήμα to afford το βρίσκουμε στο λεξικό, αλλά το ουσιαστικό affordances δεν το βρίσκουμε . Ο Gibson εννοεί με αυτό κάτι που αναφέρεται τόσο στο περιβάλλον και το ζώο με έναν τρόπο που κανείς από τους υπάρχοντες όρους δεν αναφέρεται. Εννοεί την συμπληρωματικότητα του ζώου και του περιβάλλοντος . Ένα σημαντικό στοιχείο σχετικά με τα affordances του περιβάλλοντος είναι ότι κατά κάποιο τρόπο υποκειμενικά , αληθινά, και φυσικά, αντίθετα με τις αξίες και τα νο-

51

Gibson και Walk (1960)

52

Alexander Koutamanis, Building and Affordances

66


ΑΝΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ήματα, που συχνά υποτίθεται ότι είναι υποκειμενικά φαινομενικά και νοητικά . Αλλά για την ακρίβεια, ένα affordances δεν είναι ούτε αντικειμενικό ούτε υποκειμενικό στοιχείο : ‘η είναι και τα δυο αν θέλετε. Το affordances αντιβαίνει την διχοτόμηση του αντικειμενικού υποκειμενικού και μας βοηθάει να καταλάβουμε την ανεπάρκειά της. Είναι συγχρόνως ένα στοιχείο του περιβάλλοντος και ένα στοιχείο συμπεριφοράς, είναι και φυσικό και ψυχικό, αλλά και τίποτα από τα δύο. Ένα affordances δείχνει και τους δύο τρόπους, στο περιβάλλον και στον παρατηρητή. _Η χρήση του όρου affordances από τον Gibson σε σχέση με την χρήση του όρου από το Norman53 Όπως ο Norman αναφέρει στο βιβλίο του The Design of Everyday Things τα φυσικά αντικείμενα μεταφέρουν σημαντικές πληροφορίες για το πώς μπορεί ένας άνθρωπος να αλληλεπιδράσει μαζί τους, μια ιδιότητα που ο Gibson ονόμασε ανοχές. Αποτελούν δηλαδή σχέσεις. Υπάρχουν στο φυσικό κόσμο και δε χρειάζεται να είναι ορατές, γνωστές ή επιθυμητές.54 Σε αντίθεση με τη χρήση του όρου «affordance» από τον Norman, o Gibson με τον όρο «affordance» εννοεί μια δυνατότητα διαθέσιμη στο περιβάλλον σε μια μεμονωμένη δράση , ανεξάρτητα από την ικανότητα του ατόμου να αντιληφθεί αυτή τη δυνατότητα. Ο Gibson θεωρεί πως το πως θα αντιληφθεί κανείς το «affordance» εξαρτάται από την ίδια την αντίληψη του ατόμου. Για παράδειγμα μια πόρτα μπορεί να έχει το «affordance» να ανοίξει, αλλά αυτή η δυνατότητα πιθανώς να μην είναι πάντα προφανής. Ο άνθρωπος όπως και τα ζώα είναι δέκτης ενός περιβάλλοντος αλλά ταυτόχρονα δρα και συμπεριφέρεται μέσα σε αυτό.55 To περιβάλλον των ζώων και των ανθρώπων είναι αυτό που αντιλαμβάνονται. Το περιβάλλον όμως δεν είναι το ίδιο με τον φυσικό κόσμο. Ο παρατηρητής και το περιβάλλον είναι αλληλοσυμπληρωματικοί.

53 Donald Arthur “Don” Norman ( December 25, 1935) είναι ο διευθυντής του “The Design Lab” στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, San Diego. Είναι γνωστός για το βιβλίο του “ The Design of Everyday Things”. 54

Norman, D., (2013). The Design of Everyday Things, New York: Basic Books, σελ. 10-13.

55

James J. Gibson, The Ecological Approach to Visual Perception, σελ.10

67


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Στο άρθρο του το 1954 σχετικά με την οπτική αντίληψη της κίνησης ο Gibson συζήτησε αρκετούς τρόπους με τους οποίους οι αντιλήψεις της κίνησης και της μετακίνησης θα πρέπει να καταλαβαίνονται πάντα σε σχέση. Ο Gibson υποστήριζε πως μια ψυχολογία αντίληψης σχετικά με την στατική παρατήρηση, αμελεί κάποια από τα κρίσιμα χαρακτηριστικά από αυτό που ισχυρίζεται πως είναι. ‘Aλλη μια δέσμευση από τις συνεισφορές του Gibson ήταν μια ψυχολογία αντίληψης που αποφεύγει την υπαγωγή αντιληπτικών φαινομένων ανάρμοστα σε μια προφανώς πιο περιεκτική θεωρία. ανακαλώντας μια συνάντηση στην οποία ένας ψυχολόγος ζώων ανέφερε τις παρατηρήσεις του όταν είχε παρακολουθήσει την ανάπτυξη των διαφορών φύλου στα νεαρά σκυλιά και είπε πως μια λειτουργία αυτή της ούρησης για τα αρσενικά σκυλιά ήταν για να αφήνει σημάδια. Ο Gibson είπε «αφήνουν μηνύματα;» Τι λένε; Αν και σίγουρα υπάρχει μια έννοια του να σημαδεύσει την περιοχή του , ο Gibson αντιστάθηκε στον περιστασιακό χαρακτηρισμό αυτής της διαδικασίας από την άποψη της συμβολικής επικοινωνίας. 56 Σε άλλα άρθρα ο ίδιος υποστήριξε πως η αντιληπτική μάθηση δεν θα έπρεπε να εντάσσεται στη γενική θεωρία ερεθίσματος -απόκρισης που ήταν τότε στο επίκεντρο της επιστημονικής έρευνας . Πρότεινε ότι θα έπρεπε να μαθαίνει κανείς να αντιλαμβάνεται περισσότερο από τα διαφοροποιητικά στοιχεία των ερεθισμάτων στο περιβάλλον παρά αποκτώντας τις συσχετισμένες απαντήσεις που προκαλούν μεγαλύτερη διαφοροποίηση εμπλουτίζοντας τα ερεθίσματα ως αποτέλεσμα προηγούμενης εμπειρίας. 57 O Postman (1955) από την άλλη άσκησε κριτική στην θεωρία του Gibson υποστηρίζοντας πως «η περιγραφική, αντιληπτική μάθηση είναι το προσάρτημα των νέων απαιτήσεων, ή μια αλλαγή στη συχνότητα των απαντήσεων σε συγκεκριμένες διαμορφώσεις ή αλληλουχίες των ερεθισμάτων και πως η ανάγκη να αντιπροσωπεύουν αλλαγές σε απάντηση προικίζει αναπόφευκτα το πρόβλημα της αντιληπτικής μάθησης με ένα συνειρμικό συστατικό. Οι Gibsons δεν πείστηκαν από τον Postman. Σύμφωνα με αυτούς, «η βασική δυσκολία στον τρόπο της παραδοσιακής εμπλουτισμένης θεωρίας είναι η επίπτωσή της πως η μάθηση συνεπάγεται μια μείωση ψυχοφυσικής αλληλογραφίας μεταξύ αντίληψης και διέγερσης. επανέλαβαν τον προηγούμενο ισχυρισμό τους πως η μάθηση μέσω της αντίληψης αποτελείται από ανταποκρίσεις στις μεταβλητές της φυσικής

56

James G. Greeno , Gibson’s Affordances, σελ. 336

57

James G. Greeno , Gibson’s Affordances, σελ 338

68


ΑΝΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

διέγερσης προηγουμένως δεν είχαν ανταποκριθεί. Το αξιοσημείωτο σημείο σχετικά με αυτή τη θεωρία είναι ότι η μάθηση είναι πάντα υποτίθεται ένα θέμα improvement- να έρθουν σε στενότερη επαφή με το περιβάλλον». Στις συζητήσεις τους, σχετικά με την αντίληψη και τη μάθηση μέσω της αντίληψης το 1950, οι Gibson, δεν παρουσιάζουν ένα ευρύ θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο συμπεριλαμβάνονται απόψεις τους. Στη συνέχιση των εργασιών τους κατά τη διάρκεια των ετών, ωστόσο η ισχυρή, συστηματική θεωρητικοποίηση ήταν ένα σημαντικό μέρος των συνεισφορών τους. Το 1960, ο Ε J. Gibson (1969) προχώρησε στη δημιουργία μιας γενικής θεωρίας της μάθησης και ανάπτυξης μέσω της αντίληψης και J. J. Gibson ανέπτυξε ένα γενικό θεωρητικό πλαίσιο για την αντίληψη και την αίσθηση, το οποίο παρουσίασε στο The Senses Considered as Perceptual Systems (J. J. Gibson, 1966). Η Γνωστική επιστήμη ήταν στο πρώιμο στάδιο της ανάπτυξής της γύρω από την κεντρική ιδέα των πληροφοριών και η ενσωμάτωση της γνωστικής επιστήμης ανέπτυξε μια θεωρία της επεξεργασίας των πληροφοριών. Οι Gibson διέφεραν, και επικεντρώθηκαν σχετικά με το ζήτημα του τι πληροφορίες είναι διαθέσιμες. Στο έργο τους, πολλά ερωτήματα σχετικά με το πώς οι πληροφορίες είναι κατασκευασμένες από ανθρώπους και τα ζώα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως οι καλύτερες ερωτήσεις σχετικά με το τι πηγές πληροφοριών υπάρχουν στο περιβάλλον ότι οι άνθρωποι και τα ζώα χρησιμοποιούν κατά τις δραστηριότητές τους. Τα Gibsonian affordances είναι μια ελκυστική ιδέα , κυρίως λόγω της αμεσότητας τους. Ωστόσο, ο Gibson παρέχει μερικά παραδείγματα, ως επί το πλείστον προφανή στερεότυπα που απεικονίζονται τα κύρια σημεία του. Η προκύπτουσα ασάφεια του όρου και η εφαρμογή του έκανε λίγα για να προωθήσει την έρευνα σε αυτό το θέμα μέχρι να η δημοσίευση του POET58 : The Psychology of Everyday Things (Norman 1988), republished as The Design of Everyday Things (Norman 2002). O Norman αποκλίνει από τη χρήση του όρου του Γκίμπσον των affordances λαμβάνοντας τα υπόψη σε σχέση με τις δύο πραγματικές και αντιληπτές ιδιότητες που καθορίζουν τον τρόπο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί το αντικείμενο. Στο POET η αντίληψη ενός άτομου, με όλες τις προσωπικές και πολιτισμικές προκαταλήψεις , είναι ένας καθοριστικός παράγοντας των affordances .

58

Norman D. “The Psychology of Everyday Things” (POET: also published as “The Design of ...”1988

69


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Η διαφορά μεταξύ των δύο ορισμών γίνεται εμφανής όταν λάβουμε υπόψη το παράδειγμα από μια κρυφή πόρτα σε ένα επενδυμένο δωμάτιο. Για τον Gibson η κρυφή πόρτα προσφέρει πέρασμα, ενώ στο POET θεωρείται ως μια περίπτωση λειτουργίας αναγκαζόμενης , δηλαδή μια προσπάθεια να μειωθεί η χρηστικότητα της πόρτας , προκειμένου να επιτευχθεί άλλος στόχος . Ο Gibson σχετίζει τα affordances με τις δυνατότητες δράσης του ζώου, ενώ ο Norman τονίζει τις πνευματικές και αντιληπτικές ικανότητες του δράστη( αντιληπτά affordances). Στο POET τα affordances εξαρτώνται από τον πολιτισμό και το παρελθόν εμπειρία , δηλαδή τη μάθηση μέσα από την κοινωνική αλληλεπίδραση και τον πειραματισμό . Μια άλλη απόκλιση από τον Gibson είναι ότι το POET επικεντρώνεται στα τεχνητά αντικείμενα και τις σχέσεις μεταξύ του σχεδιασμού και της χρήσης .

70


ΑΝΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

3.3 Η οικολογική ψυχολογία του Gibson Η Οικολογική θεωρία του Gibson ή θεωρία της άμεσης αντίληψης. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η αντίληψη είναι μια αυτόματη διαδικασία, μία άμεση λειτουργία, η οποία δεν περιλαμβάνει την όραση πραγμάτων σε ένα κενό, αλλά χρειάζεται πάντοτε ένα πλαίσιο αναφοράς.59 Είναι μια διαδικασία που συμβαίνει σε ένα πλούσιο περιβάλλον με ερεθίσματα. Δεν απαιτείται σκέψη, ή οποιαδήποτε «γνωστική ερμηνεία» των ερεθισμάτων. Σε αντίθεση με αυτή τη διαδεδομένη, από τους περισσότερους φιλοσόφους, αντίληψη, κατά τη δεκαετία του ΄70 ο αμερικανός ψυχολόγος James Gibson παρουσίασε μια διαφορετική θεωρία. Πρόκειται για μια φυσιοκρατική θεωρία αντίληψης ή αλλιώς, όπως ο ίδιος την αποκάλεσε, μια «οικολογική» προσέγγιση για την οπτική αντίληψη των πραγμάτων. 114 James J. Gibson, πλήρες Jerome James Gibson (1904-1979): Αμερικανός ψυχολόγος, του οποίου οι θεωρίες της οπτικής αντίληψης ήταν επιρροή μεταξύ ορισμένων σχολών ψυχολογίας και φιλοσοφίας στα τέλη του 20ου αιώνα. Εκτός από την οικολογική προσέγγιση στην οπτική αντίληψη (1979), τα πιο σημαντικά γραπτά του Gibson περιλαμβάνουν «Η αντίληψη του οπτικού κόσμου» (1950) και «Μελετώντας τις αισθήσεις ως αντιληπτικά συστήματα» (1966). Οι οπαδοί του διοργάνωσαν την Διεθνή Εταιρεία για την Οικολογική Ψυχολογία το 1981. Ο Gibson ασχολήθηκε με την αντίληψη που λαμβάνει χώρα στην καθημερινή ζωή, και όχι με την αντίληψη των εργαστηριακών διαγραμμάτων ή άλλων εκτός πλαισίου αναφοράς ερεθισμών. Εξαιτίας της έμφασης που δίνει στην αντίληψη όπως λαμβάνει χώρα σε ένα πραγματικό πλαίσιο, η θεωρία του Gibson έχει ονομαστεί οικολογική θεωρία της αντίληψης.60 Στην οικολογική οπτική, η κατανόηση των δυνατοτήτων και των περιορισμών που προσφέρονται από τον περίγυρο (affordances) απαιτεί αναγνώριση μιας δυναμικής αμοιβαιότητας μεταξύ της αντίληψης ενός οργανισμού και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος, τα οποία μαζί δημιουργούν το φόντο μιας σχέσης ανθρώπου- περιβάλλοντος.

59 Gibson, J., (1977). The perception of the visual world. Connecticut, Greenwood Press, Publishers, σελ. 12-13 60

Braud M.J. (2008) The Structures Of Perception: An Ecological Perspective. Kritike, 123-144

71


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Η θεωρία των ανοχών (affordances) προσπαθεί να εξηγήσει τις αντιληπτικές διαδικασίες και να δώσει λειτουργία στα θεμέλια Gestalt πάνω στη συμπληρωματική σχέση «μορφής» και «φόντου».61 Η θεωρία του Gibson είναι σημαντική για δύο κυρίως λόγους: πρώτον δίνει έμφαση στις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στον παρατηρητή μέσα σε πραγματικό περιβάλλον με την αντίληψη να λαμβάνει χώρα στην καθημερινή ζωή και δεν συνδέονται με τεχνητές εργαστηριακές συνθήκες ή άλλων εκτός πλαισίου αναφοράς ερεθισμών, όπου συνήθως οι συνθήκες όρασης (και συνεπώς και οι οπτικές πληροφορίες) είναι φτωχότερες. Δεύτερον, αποτελεί μία ριζοσπαστική θεωρία η οποία δεν δέχεται τη συνηθισμένη άποψη ότι η πληροφορίες, που έχει το οπτικό σύστημα από την εικόνα του αμφιβληστροειδούς είναι ανεπαρκείς για την αντίληψη και χρειάζονται περαιτέρω επεξεργασία. Η θεωρία του Gibson έθεσε το ουσιώδες ζήτημα της ανάγκης να δοθεί προσοχή στην αλληλεπίδραση μεταξύ ατόμου και περιβάλλοντος.62 H οικολογική ψυχολογία εφαρμόζει τις ιδέες της δαρβινικής θεωρίας και της θεωρίας Gestalt , αρχές για την κατανόηση των αντιληπτικών διαδικασιών. Ο James J. Gibson ανέπτυξε μια αντιληπτική θεωρία των « affordances » , ένας νεολογισμός που θεσπίστηκε για την κεντρική ιδέα σε μια ριζοσπαστική άποψη για το πώς διαδρά οργανισμός - περιβάλλον διαθέτει δείκτη του συμπεριφορές ένας οργανισμός μπορεί να εκτελεί (αντιληπτή δράση πιθανότητες) . Ο Gibson υποστήριξε « ένα περιβάλλον είναι ένα σύνολο affordances » 63 και affordances « Είναι ιδιότητες του περιβάλλοντος σε σχέση με ένα ζώο». Στην οικολογική άποψη , η κατανόηση των περιορισμών και των ευκαιριών που προσφέρονται από το γύρω περιβάλλον (affordances του) απαιτεί την αναγνώριση μιας δυναμικής αμοιβαιότητας μεταξύ της αντίληψης ενός οργανισμού και ειδικών περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών (το αίτημά τους χαρακτηριστικά , ή «αναλλοίωτα») που συνθέτουν το φόντο (κατάσταση ή πλαίσιο) ενός organismenvironment συμβάντος. Η θεωρία των affordances επιδιώκει τόσο να αντικειμενοποιήσει τις αντιληπτικές διαδι-

61 Jenkins, H.S., (2008). Gibson’s «Affordances»: Evolution of a Pivotal Concept, Journal of Scientific Phychology, σελ. 34 62 Jenkins, H.S., (2008). Gibson’s «Affordances»: Evolution of a Pivotal Concept, Journal of Scientific Phychology, σελ. 36 63 Gibson, J.J., (1986). The Theory of Affordances, The Ecological Approach to Visual Perception, New Jersey, Lawrence Erlbaum Associates, Inc., σελ. 128

72


ΑΝΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

κασίες και να καταστήσει λειτουργική τη θεμελιώδη αρχή της συμπληρωματικότητας του Gestalt μεταξύ «φιγούρας» και «εδάφους» . Λογικές για την υβριδική προσέγγιση του Gibson εξετάζονται , και ένα χρονολόγιο ανάπτυξης της θεωρίας συνοδεύεται από επισκόπηση των πρόσφατων βελτιώσεων, κριτικών, και των επιπτώσεών τους. Η οικολογική ψυχολογία , είναι από τα πιο παραγωγικά διεπιστημονικά πεδία στις κοινωνικές επιστήμες , που βρίσκουν την ίδρυσή της στα τέλη της δεκαετίας του 1940 . Εν μέρει μια απάντηση στις προκλήσεις που αναγνωρίζονται από Gestaltists πρώτης γενιάς αναμόρφωσε προβλήματα κεντρικής σημασίας για την ακριβή περιγραφή της συμπεριφοράς. Αυτή η ανάλυση ανιχνεύει ανάπτυξη μιας κεντρικής έννοιας (affordances), που σχεδιάστηκε από τον James J. Gibson και περαιτέρω επεξεργάστηκαν οι διάδοχοί του. Μια έρευνα των θεωρητικών αρχών που συμπληρώνεται με παραδείγματα έρευνας και εφαρμογής. Ισχυρίστηκε ότι η αντίληψη δεν είναι παθητικός αποδέκτης εξωτερικών ερεθισμάτων με στιγμιαία έναρξη, αλλά μια ενεργητική, άμεση διαδικασία που κάνει χρήση σταθερών μεταβλητών του περιβάλλοντος και δεν περιλαμβάνει την όραση πραγμάτων στο κενό. Δεν απαιτείται σκέψη, ή οποιαδήποτε «γνωστική ερμηνεία» των ερεθισμάτων, διότι το οπτικό περιβάλλον είναι πλούσιο σε πληροφορίες. Η προσέγγιση του Gibson για τη μελέτη της αντίληψης δίνει έμφαση στον τρόπο που ο ενεργός παρατηρητής λαμβάνει πληροφορίες από το περιβάλλον. Τα βασικά αξιώματα της θεωρίας του είναι τα εξής: 1) ο οπτικός χώρος καθορίζεται από πληροφορίες οι οποίες περιέχονται στις περιβαλλοντικές επιφάνειες, 2) οι βασικές πληροφορίες για την αντίληψη είναι πληροφορίες που παραμένουν αμετάβλητες καθώς ένας παρατηρητής κινείται μέσα στο περιβάλλον και 3) οι αμετάβλητες πληροφορίες λαμβάνονται άμεσα, έτσι ώστε καμία παρεμβαλλόμενη εγκεφαλική διεργασία δεν είναι απαραίτητη για την οπτική αντίληψη.64 Ο Gibson επομένως μίλησε, για άμεση αντίληψη των πραγμάτων. Οι αισθήσεις μας δεν είναι διαχωρισμένες με το περιβάλλον, από το οποίο περιμένουν να δεχτούν κάποια πληροφορία για να την επεξεργαστούν. Αντίθετα, αποτελούν μέρος ενός αντιληπτικού συστήματος το οποίο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον σχεδόν αυτόματα. Το αντιληπτικό αυτό σύστημα περιλαμβάνει και το νου και το σώμα μας.

64

Goldstein, E. B., (1981). The Ecology of J.J. Gibson’s Perception. Leonardo, 14, 3 , σελ. 191.

73


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Oι επιφάνειες και οι Οικολογικοί νόμοι των Επιφανειών 65 Για να περιγράφουμε το περιβάλλον, έχουμε πλέον θεμελιώσει την τριάδα του μέσου, των ουσιών, και των επιφανειών, επιτρέποντας και την επιμονή και την αλλαγή. Το μέσον είναι διαχωρισμένο από τις ουσίες του περιβάλλοντος μέσω των επιφανειών. Όσο οι ουσίες αντέχουν, αντέχουν και οι επιφάνειες. Όλες οι επιφάνειες έχουν μια συγκεκριμένη διαρρύθμιση και η διαρρύθμιση επίσης τείνει να διατηρείται. Η επιμονή της διαρρύθμισης εξαρτάται από την αντίσταση της ουσίας στην αλλαγή. Εάν μια ουσία αλλάζει σε αέρια μορφή, δεν είναι πλέον ουσιώδης και η επιφάνεια μαζί με τη διαρρύθμισή της παλεύει να υπάρξει. Αυτά τα θεωρήματα παρέχουν ένα νέο τρόπο περιγραφής του περιβάλλοντος. Σύμφωνα με την κλασσική φυσική, το σύμπαν αποτελείται από σώματα στο διάστημα. Όλοι αποπειρόμαστε να υποθέτουμε , επομένως, ότι ζούμε σε ένα φυσικό κόσμο που αποτελείται από σώματα στον χώρο και ότι όλα όσα αντιλαμβανόμαστε αποτελούνται από αντικείμενα στον χώρο. Αλλά αυτό είναι πολύ διφορούμενο. Το γήινο περιβάλλον περιγράφεται καλύτερα με όρους όπως μέσο, ουσίες, και τις επιφάνειες που τα διαχωρίζουν. Το φυσικό περιβάλλον προσφέρει πολλούς τρόπους ζωής , και διαφορετικά ζώα έχουν διαφορετικό τρόπο ζωής. Η niche υπονοεί ένα είδος ζώου και το ζώο συνεπάγεται ένα είδος niche. Σημειώστε τη συμπληρωματικότητα των δύο.

Μερικά affordances του γήινου περιβάλλοντος Ας εξετάσουμε τα affordances του μέσου, των συστατικών και των επιφανειών και τη διάταξή τους, των ζώων και των ανθρώπων, των αντικειμένων, και τελικά μια περίπτωση ιδιαίτερου ενδιαφέροντος από οικολογικής οπτικής γωνίας, την απόδοση της απόκρυψης από τα περιφραγμένα άκρα του περιβάλλοντος. Το μέσον : O αέρας παρέχει την αναπνοή. Ακόμη παρέχει απρόσκοπτη μετακίνηση, σχετιζόμενη με το έδαφος, το οποία παρέχει στήριξη. Όταν είναι φωτεινά και χωρίς ομίχλη παρέχει οπτική αντίληψη, ακόμα παρέχει αντίληψη παλλόμενων γεγονότων με ηχητικά μέσα και την αντίληψη πτητικών πηγών με μέσα πεδίων οσμής. Τα πεδία αέρα μεταξύ των εμποδίων και των αντικειμένων είναι τα μονοπάτια και τα μέρη όπου συμβαίνει η

65 James J. Gibson, The Ecological Approach to Visual Perception, Chapter 8 The Theory of Affordances

74


ΑΝΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

συμπεριφορά. Η οπτική πληροφορία για να καθορίσει τον αέρα , όταν είναι καθαρός και διαφανής δεν είναι προφανής.66 Τα συστατικά : Το νερό είναι πιο σημαντικό από τον αέρα και έχει πάντα μια επιφάνεια με τον αέρα. Δε μας παρέχει αναπνοή αλλά τη δυνατότητα να πιούμε. Όντας υγρό, παρέχει έκχυση από ένα δοχείο. Όντας ένας διαλύτης παρέχει τη δυνατότητα του να πλένουμε και να πλενόμαστε. Η επιφάνειά του δεν παρέχει υποστήριξη για μεγάλα ζώα με πυκνούς ιστούς. Η οπτική πληροφορία για το νερό καθορίζεται καλά από τα χαρακτηριστικά της επιφάνειάς του, ειδικά τις μοναδικές διακυμάνσεις που προκαλούνται από κυματισμό.67 Στερεές ουσίες, πιο ουσιώδεις από το νερό, έχουν χαρακτηριστικές επιφάνειες. Εξαρτώμενες από τα είδη των ζώων, κάποιες παρέχουν διατροφή και κάποιες όχι. Μεριές είναι τοξικές. Τα φρούτα και τα μούρα για παράδειγμα έχουν μεγαλύτερη διατροφική αξία όταν είναι ώριμα και αυτό φαίνεται από το χρώμα τους εξωτερικά. Αλλά η αξία των τροφίμων είναι συχνά παρεξηγημένη. Tα στερεά ακόμη αντέχουν διάφορα είδη κατασκευών, αναλόγως με το είδος της στερεής κατάστασης. Μερικά μπορεί να θρυμματίζονται, αλλά, άλλα όπως ο πηλός μπορεί να πλάθονται, άλλα ξαναβρίσκουν το αρχικό τους σχήμα μετά την παραμόρφωση, και μερικά αντιστέκονται ισχυρά στην παραμόρφωση. Σημειώστε ότι η χειροτεχνία όπως καταλαβαίνουμε και από τον όρο, αρχικά ήταν μια μορφή χειρονακτικής συμπεριφοράς. Τα πράγματα κατασκευάζονταν με το χέρι, το να αναγνωρίσεις την ουσία σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να αντιληφθείς τι μπορεί να γίνει με αυτήν, γιατί είναι καλή, τη χρήση της, και τα χέρια συμμετέχουν.

66

James J. Gibson, The Ecological Approach to Visual Perception ,Chapter 5, Τhe Theory of Affordances

67

James J. Gibson, The Ecological Approach to Visual Perception ,Chapter 5, Τhe Theory of Affordances

75


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

3.4 Ta «affordances» στον Σχεδιασμό Η έννοια των «affordances» έχει χρησιμοποιηθεί για να αντιπροσωπεύσει τη λειτουργικότητα και την ευχρηστία σε διάφορους τομείς του σχεδιασμού. Πραγματεύεται τη διαφορά των «ανοχών» των στοιχείων ενός κτιρίου και του χώρου και έναν αριθμό διαστάσεων για την απεικόνιση των διαφορετικών πλευρών

Μέρη του κτιρίου Είναι ενδιαφέρον και μάλλον διασκεδαστικό ότι οι πόρτες , μια βασική κατηγορία στοιχείων του κτιρίου, είναι ένα από τα αγαπημένα παραδείγματα στις απεικονίσεις των affordances . Στο POET(The psychology of everyday things) o Norman τονίζει την απλότητα των λειτουργιών της πόρτας (κάποιος είτε την ανοίγει είτε την κλείνει) και προβαίνει στο να τονίσει πως οι σχεδιαστές μπορούν να εξαλείψουν τα φυσικά σήματα που μειώνουν την ορατότητα των affordances επιτρέποντας την αισθητική να πάρει με τον τρόπο της την κατανόηση του πώς να αλληλεπιδρούν με μια πόρτα(Μη γνωρίζοντας αν πρέπει να τραβήξουν, να ωθήσουν, να σπρώξουν κλπ ). Η αξιολόγηση των affordances της πόρτα συνήθως επικεντρώνονται στις λαβές των θυρών και τις σχέσεις τους με τον τρόπο που οι χρήστες μπορούν να ανοίξουν και να κλείσει την πόρτα. 68 Η αξιολόγηση βασίζεται σε : I. Tην χαρτογράφηση της ανθρώπινης ανατομίας σχετικά με τη μορφή και τη λειτουργία του χερουλιού της πόρτας ένας μοχλός και μια μπάρα ώθησης και σπρωξίματος κρατούνται με παρόμοιο τρόπο, αλλά σε διαφορετικό προσανατολισμό, μια λαβή και ένας μοχλός κρατιούνται διαφορετικά αλλά μπορούν και να γυρίσουν για να απελευθερώσουν το σύρτη. II. Οι φυσικοί περιορισμοί που περιορίζουν την χαρτογράφηση . Το μέγεθος μιας λαβής δείχνει πόσα δάχτυλα ή τα χέρια θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να κρατήσει και να εφαρμόσει την κατάλληλη δύναμη.

68 lands

76

Alexander Koutamanis, Buildings and Affordances, Delft University of Technology, The Nether-


ΑΝΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

1. Χαρτογράφηση των χεριών σε διαφορετικές λαβές των θυρών

2. Affordances από λαβές θυρών

77


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Ο συνδυασμός των δύο θα πρέπει να καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο ο χρήστης χρησιμοποιεί την θύρα: ένας μοχλός ή μια λαβή καλεί το χρήστη να το ενεργοποιήσει και στη συνέχεια να το τραβήξει ή να το σπρώξει, μια μπάρα που τραβιέται και ώθείται υποδεικνύει ότι θα πρέπει είτε να τραβήξει ή να πιέσει, και μια μεταλλική πλάκα δίνει μόνο ώθηση (βλ. φωτογραφία 2). Άλλοι συνδυασμοί θα μπέρδευαν τον χρήστη και συνεπώς θα πρέπει να αποφεύγονται. Το παράδειγμα αυτό καθιστά σαφές ότι οι μελέτες σχετικά με τα affordance τείνουν να επικεντρώνονται στο σχεδιασμό σαν τρόπο επικοινωνίας και να προσπαθεί να προωθήσει την ενσωμάτωση των οπτικών ενδείξεων σε ένα πλαίσιο για αντίληψη και δράση. Συνειδητοποιούν πως οι πληροφορίες που προσδιορίζει ένα affordance δεν είναι το ίδιο με το affordance το ίδιο , αλλά την ίδια στιγμή μπορεί να είναι πολύ επιλεκτική και μάλλον ντετερμινιστική : στο παράδειγμα της εικόνας 2 η λαβή του μοχλού δίνει πραγματικά τέσσερις πιθανές ενέργειες (στροφή, έλξη, ώθηση , ολίσθηση). Αυτό υποδηλώνει ότι ένας κατάλληλα διαμορφωμένος μοχλός ή μια μπάρα τραβήγματος και ώθησης που απελευθερώνει επίσης το μάνδαλο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για όλους τους τύπους των θυρών. Τέτοιοι συνδυασμοί ενθαρρύνονται συχνά στην αρχιτεκτονική (και το σχεδιασμό του προϊόντος).Τα affordances των δομικών στοιχείων του κτιρίου, όπως οι πόρτες και τα παράθυρα έχουν παρόμοια κλίμακα και αλληλεπίδραση του χρήστη με την πλειονότητα των αντικειμένων που συζητήθηκαν σε μελέτες των affordances. Ωστόσο, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός περιλαμβάνει γενικά μια ευρύτερη λειτουργική εμβέλεια και μεγαλύτερες απαιτήσεις ευελιξίας. Μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε δύο επίπεδα λειτουργικού αφαίρεσης : I. Χωρικό επίπεδο: μια πόρτα παρέχει επικοινωνία μεταξύ δύο χώρων , όπως καθώς και ο διαχωρισμός μεταξύ δύο χώρων οπτικά, ακουστικά κλπ. ΙΙ. Αλληλεπίδραση με την ίδια την πόρτα , για να επιτευχθεί αυτή η επικοινωνία ή ο διαχωρισμός. Το χωρικό επίπεδο είναι σημαντικό για τη διαμόρφωση των προσδοκιών χρήσης και στόχων, καθώς επίσης και για την αναγνώριση των οπτικών ενδείξεων που σχετίζονται με τα affordances. Το πρώτο είναι αναμφισβήτητα ένα βασικό σημείο σύγκλισης για τους σχεδιαστές και τους χρήστες : ο σχεδιασμός του κτιρίου θα πρέπει επίσης να δημιουργήσει συνεπή affordances που βελτιώνουν την λειτουργικότητα και την χρηστικότητα. Χωρικές πτυχές θα πρέπει να ενημερώνουν τους χρήστες σε έναν άμεσο και μη - τετριμμένο τρόπο σχετικά με τις προθέσεις του αρχιτέκτονα και τη συμπεριφορά

78


ΑΝΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

του σχεδιασμού. H εικόνα 3 είναι μια δημοφιλής απεικόνιση ενός misaffordance : σχεδιάζοντας τόσο τα σταθερά όσο και τα ανοιγόμενα μέρη του ανοίγματος κατά τον ίδιο τρόπο, η πόρτα είναι ανεπαρκώς ενδεικνυόμενη και ο χρήστης δεν έχει καμία ιδέα πού να πάει69. Ωστόσο, εάν η προσέγγιση προς την πόρτα είναι σαφώς προσδιορισμένη από π.χ. η πλακόστρωση, οι χρήστες βιώνουν μικρή αβεβαιότητα στην μετακίνηση προς και από την πόρτα , παρά τον ασαφή σχεδιασμό της.

3. H προσέγγιση προς την πόρτα

Η Αναγνώριση των σχετικών οπτικών ενδείξεων δεν αφορά μόνο τη λαβή της πόρτας αλλά και άλλα κρίσιμα χαρακτηριστικά μιας πόρτας , π.χ. η ορατότητα των αρθρώσεων (η οποία περιέργως αγνοείται σε μελέτες των affordances). Αυτά μπορεί να υποδεικνύουν τον τύπο της πόρτα με μεγαλύτερη ακρίβεια από τη λαβή, καθώς και πρόσθετα χαρακτηριστικά όπως η ταλάντευση της πόρτας. Από χωρική άποψη η θέση της πόρτας στον τοίχο είναι ίσως πιο ενδιαφέρουσα. Από τα δύο πιο δημοφιλή

69

Evans και Mitchell McCoy 1998

79


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

είδη, ένα προς τα μέσα ανοίγματος αρθρωτή πόρτα τοποθετείται συνήθως στο ίδιο επίπεδο με την εσωτερική επιφάνεια του τοιχώματος, το Σχήμα 4, ενώ ένα προς τα έξω άνοιγμα Η Αλληλεπίδραση με την πόρτα εξακολουθεί να βασίζεται στην χαρτογράφηση των χρηστών ανατομία και δράσεις σε κρίσιμα χαρακτηριστικά , συμπεριλαμβανομένων των διεπαφών με το χρήστη (π.χ. λαβή της πόρτας ). Η χαρτογράφηση περιλαμβάνει πολλά αλληλένδετα διαστάσεις :

Φυσικοί/ μηχανικοί περιορισμοί

1. Φυσικές /μηχανικές: Η διάσταση αυτή αναφέρεται στους περιορισμούς που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο ένα αντικείμενο μπορεί να “απαντήσει” αμέσως στις δράσεις ενός χρήστη εκτιμήσεις για το μέγεθος ή την αντιστοίχιση των βαθμών ελευθερίας μεταξύ του χεριού του χρήστη και το χερούλι της πόρτας (βλέπε εικόνα 4). Αυτά περιορίζουν τη σχέση ενός αντικειμένου με άλλα αντικείμενα με συγκεκριμένους τρόπους

ΙΙ. Αντιληπτικές :αμιγώς τυπικές λειτουργίες που δείχνουν γενικές προτιμήσεις και τις δυνατότητες π.χ. ότι τα άκρα ενός αντικειμένου συνήθως παρέχουν χειρισμό. Είναι σημαντικό ότι η αναγνώριση των εν λόγω χαρακτηριστικών βασίζεται σε οικουμενικές αρχές , όπως είναι αυτές της εγκαρσιότητας ή της συγγραμμικότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι η διεπαφή του χρήστη και μιας πόρτας είναι συνήθως ένα μικρό προεξέχον τμήμα, δηλαδή κάτι που μπορεί εύκολα να αναγνωριστεί.

ΙΙΙ. Οι Σημασιολογικοί περιορισμοί αφορούν την ερμηνεία ενός αντικειμένου. Βάσει των προσδοκιών που μπορεί να έχει ένα φυσικό , αντιληπτικό ή πολιτιστικό υπόβαθρο. Οπτικά και μηχανικά μια λαβή μοχλού τύπου υποδηλώνει δύο δυνατότητες για τη χαρτογράφηση ενός χεριού, αλλά και μια σαφή σειρά προτίμησης. Αυτή η σειρά αντιστρέφεται στην περίπτωση μιας πόμολο της πόρτας. Σημασιολογικoί περιορισμοί θα αποτελέσουν επίσης τον εντοπισμό και την επισκευή του λείπουν ή ευθυγραμμισμένα τμήματα, π.χ. ένα χερούλι πόρτας που έχει πέσει . 80


ΑΝΟΧΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ΙV. Πολιτιστικός: η σχέση μεταξύ affordances και πολιτιστικών περιορισμών παραμένει προβληματική, ακόμα και όταν αντιπροσωπεύουν την επίδραση του σχεδιασμού. Υπάρχουν , ωστόσο , περιορισμοί που μπορεί να ονομάζονται μόνο πολιτιστικοί , π.χ. ότι ένα κόκκινο σημάδι από μια πόρτα δείχνει έξοδος κινδύνου , οι ισχυρές προτιμήσεις για κανονικές προβολές , η προσδοκία ότι τα σημεία του κειμένου είναι ο σωστός τρόπος και ότι τα βέλη δείχνουν την κατεύθυνση πρέπει κανείς να ακολουθήσει προκειμένου να επιτευχθεί η ενδεδειγμένο τόπο. Οι ρόλοι των πολιτιστικών περιορισμών και ιδιαίτερα των συνηθισμένων μπορεί να μην είναι πάντα εμφανείς σε μια αργή , παλιά περιοχή. Κάθε αναλυση των affordances σε στοιχεία του κτιρίου θα πρέπει να αναγνωρίζει την προσαρμοστικότητα των χρηστών και την αύξηση της ευελιξίας. Οι τρόποι που συμπεριφερόμαστε στα στοιχεία του κτιρίου μπορεί να διαφοροποιούνται από την χρήση για την οποία προορίζονταν αλλά παραμένουν μέσα στα πλαίσια της “φυσιολογικής συμπεριφοράς” . Στις πιο πολλές περιπτώσεις η λειτουργικότητα και η χρηστικότητα των στοιχείων του κιτρίου εμπεριέχουν ουσιώδεις γκρίζες ζώνες που ειναι τελείως άσχετες με τα misaffordances. Οι χρήστες εύκολα αναγνωρίζουν και εκμεταλλεύονται τα affordances που κρυβονται σε τέτοιες γκρίζες ζώνες, ακόμη και αν αυτό έρχεται σε σύγκρουση με τις προθέσεις του σχεδιαστή. Οι χώροι διαφοροποιούνται από τα κοινά παραδείγματα και θέματα των σπουδών του affordance. Προσφέρουν ελάχιστες απτές μορφές που επιτρέπουν την χαρτογράφηση των ανθρώπινων λειτουργιών. Επιπλέον γενικά λείπουν οι χρήσιμες επιφάνειες που επιτρέπουν την αλληλεπίδραση με στερεά αντικείμενα. Ακόμη χειρότερα, τέτοιες επιφάνειες τείνουν να υιοθετούν μια αθώα άποψη για τον χώρο και την αρχιτεκτονική.

81


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

82


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

4.1 Ξεκινώντας από το Παρίσι του 19ου αιώνα/ η εμφάνιση της φιγούρας του flâneur Ο όρος flâneur είναι γαλλική λέξη που μπορεί να αποδοθεί στα ελληνικά ως ο φαινομενικά άσκοπος περιπατητής. Ο flâneur ήταν αρχικά μία λογοτεχνική φιγούρα, η φιγούρα του περιπλανητή που αντίκριζε με την περιέργεια για το καινούριο ολόκληρη τη νέα πόλη του Παρισιού. Ενσαρκώνει τον άνθρωπο της πόλης του 19ου αιώνα που εξερευνούσε την εμπειρία που προσέφερε η νέα μεγαλούπολη. “Στη ματιά του εκκεντρικού πλάνητα, του flâneur του 19ου αιώνα, ξεδιπλώνεται το αποξενωτικό θέαμα του μητροπολιτικού πλήθους.” 70 Αυτή τη μορφή την εισήγαγε ο Baudelaire στα μέσα του 19ου αιώνα. Ο όρος flâneur εμφανίστηκε πρώτη φορά στο έργο του “The Painter of Modern Life” (1863). O Πλάνητας δεν περιπλανάται άσκοπα στην πόλη αλλά μέσα από το περπάτημα και την περιήγηση στο χώρο εξερευνά το αστικό τοπίο και τις παραμέτρους που το καθιστούν οικείο, ανοίκειο, θελκτικό ή απεχθές. Σύμφωνα με τον Baudelaire ο Πλάνητας δεν είναι περιθωριακός, υπανάπτυκτος μέθυσος που τριγυρίζει στην πόλη αλλά αυτός που ανήκει σε ανώτερη κοινωνική τάξη και έχοντας λύσει τις βιοποριστικές του ανάγκες, βγάζει βόλτα την χελώνα του στις εμπορικές στοές του Παρισιού. Δεν τον απασχολεί το ζήτημα του χρόνου ή ο σκοπός του περιπάτου, αλλά το βίωμα των ερεθισμάτων του αστικού περιβάλλοντος και η ενεργή συμμετοχή στην φαντασμαγορία των πολλαπλών εικόνων της πόλης. Ο Πλάνητας είναι πρόσωπο κλειδί. Απελευθερώνεται από κάθε δεδομένη χωρική σταθερά και διαμορφώνει χωρικές και διαπροσωπικές σχέσεις αλληλεπίδρασης. Το

70

84

Ο Charles Baudelaire

Σταυρίδης Σ., Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα (2009)


Η ENNOIA THΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ

γεγονός ότι είναι ακτήμονας και δεν έχει οργανική σχέση με αυτούς που αλληλεπιδρά, τον καθιστά αντικειμενικό παρατηρητή του χώρου. Με το ρολόι ο flâneur είναι αρκετά άνετος κι έχει αφθονία χρόνου, ώστε να υιοθετήσει ένα αρκετά χρονοβόρο χόμπι (που είχε επικρατήσει γύρω στο 1840) να βγάζει βόλτα κατοικίδιες χελώνες στις στοές του Παρισιού. Ο flâneur άφηνε πρόθυμα τα βραδύκαυστα προσφιλή του τετράποδα να καθορίζουν το ρυθμό της βόλτας του. Η αντικειμενικότητα πηγάζει από την αποστασιοποίηση και την παθητικότητα του και καθώς δεν υπάρχουν δεσμεύσεις , επέρχεται η ελευθερία. 71 Είναι ένας θεατής και εκπρόσωπος της μοντέρνας ζωής, ο απόλυτος κάτοικος της πόλης. Εθισμένος στην περιπλάνηση, διαβαίνει τους δρόμους ανώνυμος μέσα στο πλήθος με μοναδικό σκοπό να απολαύσει την παρατήρηση διαρκώς εναλλασσόμενων σκηνών. Είναι ένας παθητικός θεατής των αστικών δρώμενων. Βεβαίως, τα λεξικά της εποχής του 19ου έχουν την άποψη τους. Εκεί ο flâneur, παγιδευμένος αναπόδραστα στο λήμμα του, θα οριστεί ως «αρχιτεμπέλης, λουφαδόρος, άνθρωπος αθεράπευτης οκνηρίας ο οποίος δεν ξέρει πώς να υποφέρει τα προβλήματα και την ανία του». Ο flâneur όπως φαίνεται δεν ήταν ποτέ μία αξιοθαύμαστη φιγούρα ίσως λόγω της πιθανής υπεροψίας του. Και αναμφισβήτητα είναι μια προσωπικότητα που ο Baudelaire έχει επενδύσει με μια ορισμένη ευθυμία και με ισχυρή, σιωπηρή ειρωνεία. Ο flâneur δεν είναι της κλασικής παιδείας, δεν ξέρει λατινικά ή μαθηματικά, σπουδάζει μια «αστική επιστήμη» όπου γνωρίζει κάθε δρόμο της πόλης, κάθε ύποπτο ή απαστράπτον μαγαζί, κάθε διεύθυνση, κάθε σοκάκι. Σύμφωνα με τον Baudelaire, ο flâneur κινείται μέσα από τα δαιδαλώδη δρομάκια και τους κρυφούς χώρους της πόλης, υποκινούμενος από την περιέργεια του, συμμετέχοντας στα αξιοθέατα και στις φοβισμένες απολαύσεις της, αλλά παραμένει αποστασιοποιημένος. O Flâneur του Charles Baudelaire

71 Benjamin W., The Arcades Project (1927-1940), United States of America: The Belknap Press of Harvard University Press (1999), σελ. 316

85


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Ο γερμανός φιλόσοφος και κριτικός Walter Benjamin (1892-1940), στο έργο του ‘The Arcades Project’ ασχολήθηκε με το έργο του Baudelaire και κατέστησε τον flâneur αντικείμενο ενδιαφέροντος. Η περιπλάνηση του flâneur δεν είχε σκοπό. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν η άντληση ερεθισμάτων από το περιβάλλον της πόλης, η οποία μπορεί και να οδηγούσε σε κάποια καλλιτεχνική δημιουργία. Θέλει να παρατηρήσει, να μπλεχτεί με το πλήθος της πόλης, να πάρει τους θορύβους της, το χάος της, την ετερογένειά της, τον κοσμοπολιτισμό της. Το πλήθος ήταν το φυσικό περιβάλλον του flâneur, το ζητούμενό του. “Ο flâneur διαδραματίζει το ρόλο του κυνηγού (scout) στην αγορά. Έτσι, είναι ο εξερευνητής του πλήθους. Μέσα στον άνθρωπο που εγκαταλείπει τον εαυτό του σε αυτό, το πλήθος εμπνέει ένα είδος μέθης, που συνοδεύεται από συγκεκριμένες αυταπάτες. Ο άνθρωπος κολακεύει τον εαυτό του ότι, βλέποντας έναν περαστικό παρασυρόμενο από το πλήθος, τον έχει με ακρίβεια κατατάξει, καθώς βλέπει κατευθείαν μέσα στα μύχια της ψυχής του, και όλα αυτά με βάση την εξωτερική του εμφάνιση.” 72 Η περιπλάνηση του flâneur είναι μια μοναχική διαδικασία και διακρίνεται από την αγνή περιέργεια του να ανακαλύψει την μεγαλούπολη και να σκιαγραφήσει τους ανθρώπους της. Ο flâneur βόλταρε στους δρόμους του Παρισιού του 19ου αιώνα, και ιδιαίτερα στις στοές (arcades), “τις μοντέρνες, ζωντανές και πολυσύχναστες σειρές καταστημάτων που καλύπτονται από γυάλινες οροφές”.73 δεξιά :εξώφυλλο του βιβλίου « The Arcades Project»

72 Benjamin W., The Arcades Project (1927-1940), United States of America: The Belknap Press of Harvard University Press (1999) , σελ. 873 73 Benjamin W., The Arcades Project (1927-1940), United States of America: The Belknap Press of Harvard University Press (1999), σελ. 877

86


Η ENNOIA THΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ

Χρησιμοποιούμε τον όρο στοά για να αναφερθούμε στον αρχιτεκτονικό τύπο που στα γαλλικά είναι γνωστός ως ‘arcade’ στα ιταλικά ως ‘galleria’. Η πρωταρχική λειτουργία της στοάς ήταν η προστασία των περιπατητών από τις καιρικές συνθήκες, όπως η βροχή και ο ήλιος, χωρίς όμως να τους περιορίζει σε έναν κλειστό χώρο. Στη συνέχεια, εμπλουτίζονται με καταστήματα, υπηρεσίες ή άλλες δραστηριότητες. Επομένως, μπορούν να χαρακτηριστούν ως πυκνωτές χρήσεων. Είναι ένας αρχιτεκτονικός τύπος που προεκτείνει τον δημόσιο χώρο φέρνοντας τον πιο κοντά στον ιδιωτικό. Ταυτόχρονα αποτελούν μέρος της πόλης που λειτουργεί ως συνέχεια του δρόμου και χώρος κίνησης των περαστικών αλλά και στοιχεία που συμπληρώνουν τόσο το κτίριο (ιδιωτικό) όσο και τον δρόμο της πόλης (δημόσιο). Επιπλέον, οι στοές ήταν ιδιαίτερες αρχιτεκτονικές φόρμες που παρόλο που ήταν σκεπασμένες δεν συγκαταλέγονταν ούτε στον εσωτερικό ούτε στον εξωτερικό χώρο, αποτελώντας κάτι ενδιάμεσο μεταξύ δρόμου και εσωτερικού. Οι στοές ανοίγονταν στις λεωφόρους. Αποτελούσαν έναν ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στο πολύβουο χώρο των λεωφόρων και στους ήσυχους ιδιωτικούς χώρους. Αντιλαμβανόμαστε τις στοές ως μια χωρική μετάβαση που αντικατόπτριζε και τη μετάβαση της ίδιας της εποχής. Αποτελεί ένα χωρικό σύμβολο που περικλείει το νεωτερισμό, την ανερχόμενη μόδα, οικονομικές συναλλαγές ακόμη και αρνητικά στοιχεία. Ο Walter Benjamin θεωρούσε τις στοές του Παρισιού τις πιο σημαντικές αρχιτεκτονικές φόρμες του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα στην πόλη του Παρισιού είναι η Passage de l’ Opera, Passage des Princes, Passage de Panoramas, Passage Véro Dodat.

87


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Passage de l’ Opera

Passage de Panoramas

88

Passage Véro Dodat

Passage des Princes


Η ENNOIA THΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ

Οι περισσότερες στοές στο Παρίσι κτίστηκαν μεταξύ 1822 και 1837.74 Οι στοές κατασκευάστηκαν, δηλαδή, πριν τον μετασχηματισμό του Παρισιού από τον Haussmann75, αλλά διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο την περίοδο του μετασχηματισμού, καθώς φιλοξενούσαν όλες τις προαναφερθείσες δραστηριότητες. Ευνοούσαν την περιπλάνηση, και για αυτό ο Baudelaire επέλεξε να εισάγει τον flâneur σε αυτές για να περιπλανηθεί. Οι στοές αρχίζουν να φθίνουν με την εμφάνιση των πολυκαταστημάτων, τα οποία ξεκινούν να αναπτύσσονται ιδιαίτερα με το πέρας της Δεύτερης Αυτοκρατορίας του Παρισιού (1852-1870). Η πρώτη συνθήκη για την ανάπτυξή τους ήταν η έκρηξη στην παραγωγή και στο εμπόριο κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων. Τα καταστήματα καινοτομιών (magasins de nouveautés) αποτέλεσαν τους προδρόμους των πολυκαταστημάτων. “Η εξέλιξη του πολυκαταστήματος προήλθε από τα καταστήματα που στεγάζονταν στις στοές.” [Benjamin, 1927-1940] Οι στοές αποτελούσαν τα εμπορικά κέντρα εκείνης της εποχής σε είδη πολυτελείας και ταυτόχρονα θέλγητρο για τους κατοίκους της πόλης. Η δεύτερη βασική συνθήκη που συνέβαλε στην ανάδυση των στοών και στην άνθηση της ζωής σε αυτές ήταν η έναρξη της σιδηροκατασκευής. Η ανάπτυξη των κατασκευών από σίδηρο παρείχε δυνατότητα γεφύρωσης ανοιγμάτων, και για αυτό το λόγο αναπτύσσονται οι στοές που αποτελούν ενδιάμεσους χώρους ανάμεσα σε κτίρια. Το σίδερο χρησιμοποιούνταν στην κατασκευή στεγάστρων, εκθεσιακών χώρων, σταθμών τρένων, κυρίως δηλαδή σε κτίρια δημόσια και όχι τόσο στην κατασκευή σπιτιών. Είναι αντιληπτό πως οι επισκέπτες των στοών δεν ήταν μόνο πελάτες και άνθρωποι που ενδιαφέρονταν για τις επιχειρήσεις. Οι στοές προσέφεραν δυνατότητες για ‘κρυφές’ δραστηριότητες, όπως ανενόχλητο κάπνισμα σε μια εποχή που δεν ήταν ακόμη σύνηθες να καπνίζει κάποιος στο δρόμο. Πρόσφεραν ακόμη θέαμα αλλά και γωνιές για τον ύπνο άστεγων ανθρώπων. Ο flâneur έβρισκε ποικιλία ερεθισμάτων στις στοές, καθώς υπήρχε μεγάλη ποικιλία στους ανθρώπους που διαμόρφωναν το πλήθος που κινούνταν σε αυτές.

74 Benjamin W., The Arcades Project (1927-1940), United States of America: The Belknap Press of Harvard University Press (1999) Georges- Eugène Haussmann , κοινώς γνωστός ως βαρόνος Haussmann ( 27 Μαρτίου 1809 - 11 75 Ιανουαρίου του 1891) ήταν ο Νομάρχης του Τμήματος Seine στη Γαλλία , ο οποίος επιλέχθηκε από τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ ‘ να πραγματοποιήσει ένα τεράστιο πρόγραμμα, νέες λεωφόρους , πάρκα και δημόσια έργα στο Παρίσι , γνωστό και ως “ανακαίνιση Παρισιού”.

89


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

4.2 Ψυχογεωγραφικές προσεγγίσεις Ψυχογεωγραφία είναι η μελέτη συγκεκριμένων κανόνων και επιρροών του γεωγραφικού περιβάλλοντος (συνειδητά οργανωμένων ή όχι) πάνω στα συναισθήματα και τη συμπεριφορά των ατόμων. 76 Ο όρος Ψυχογεωγραφία πρωτοεμφανίστηκε το 1955 από τον Γάλλο θεωρητικό και συγγραφέα Guy Debord. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ένας άλλος ορισμός, σύμφωνα με τον οποίο η Ψυχογεωγραφία περιγράφεται ως ένα κουτί παιχνιδιών γεμάτο από ευφάνταστες και δημιουργικές στρατηγικές διερεύνησεις της πόλης, οτιδήποτε θα μπορούσε να αποσπάσει τους πεζούς από τα καθιερωμένα μονοπάτια και πορείες τους ώστε να τους εισάγει σε διαδικασία αναγνώρισης και βιωματικής εμπειρίας του χώρου. 77 Ο ορισμός που θεωρείται επικρατέστερος τελικά, θεωρείται εκείνος που διατύπωσε ο Guy Debord, ο οποίος θεωρείται και θεμελιωτής της έννοιας. Η ψυχογεωγραφία δεν αφορά μόνο τις επιπτώσεις που το γεωγραφικό περιβάλλον έχει στον ψυχισμό του ατόμου αλλά και τις επιπτώσεις που έχει ο ίδιος ο ψυχισμός στο γεωγραφικό περιβάλλον.

ψυχολογία ->(συναίσθημα, επιθυμία) γεωγραφία --> (χώρος, περιβάλλον) Σύμφωνα με τον Guy Debord , η ψυχογεωγραφία δεν αναφέρεται σε χρόνο που λειτουργεί κυκλικά ή περιοδικά . Μπορεί σαν φαινόμενο να επηρεάζεται από τις κλιματικές συνθήκες και την εναλλαγή των εποχών αλλά η περιοδικότητα ενός φαινομένου στον χρόνο δεν περιορίζει ούτε καθορίζει την περιπλάνηση. Το κύριο κριτήριο της περιπλάνησης σύμφωνα με τον Debord είναι η επιθυμία η οποία θα πρέπει να υπερτερεί των εξωτερικών συνθηκών ή των βιολογικών κοπώσεων.78

76

Debord Guy, Introduction to a Critique of Urban Geography

77

Hart Joseph, A new Way of Walking, Utne Reader, (2004)

78

Debord Guy, Theory of the Dérive, http://www.bopsecrets.org/

90


Η ENNOIA THΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ

Οι Λεττριστές 79 Η μέθοδος της Ψυχογεωγραφίας πρωτοεμφανίστηκε από την πολιτικό-καλλιτεχνική ομάδα των Λεττριστών στο Παρίσι την περίοδο 1952-1957 σαν τεχνική αστικής εξερεύνησης. Οι Λεττριτές ήταν μια ομάδα ριζοσπαστών καλλιτεχνών και θεωρητικών που έδρασαν με έδρα το Παρίσι την περίοδο 1952-1957. Kύριοι εκπρόσωποι ήταν ο Guy Debord* και ο Ivan Chtcheglov* οι οποίοι ανέπτυξαν την τεχνική της περιπλάνησης στο αστικό περιβάλλον του Παρισιού. Η ομάδα των Λεττριστών ήταν η πρώτη που ανέπτυξε την τεχνική της περιπλάνησης. Οι Λεττριστές που συσπειρώθηκαν γύρω από τον Debord θα περιπλανιούνται με τις ώρες στους δρόμους του Παρισιού, θα εξερευνούν τις δυνατότητες ελευθερίας που προσφέρει η μεγαλούπολη, θα στρέφουν με αυθάδεια τα νώτα σε κάθε προοπτική επιτυχίαςσε μια κοινωνία που περιφρονούσαν. Δεν εργάζονται, δεν σπουδάζουν, δεν έχουν μόνιμη κατοικία. Οι συζητήσεις τους θα είναι μεθυσμένες και παθιασμένες.80 Το καλοκαίρι του 1953 προτάθηκε ο όρος Ψυχογεωγραφία, ορίζοντας έτσι ένα μοτίβο συναισθηματικών πεδίων που διαπερνούν την πόλη. Με την μέθοδο της περιπλάνησης χαρτογραφήθηκαν τα πεδία αυτά και δόθηκε νέα ώθηση στην αστική θεώρηση. Οι χάρτες που διαμορφώθηκαν, ήταν αφαιρετικές αναπαραστάσεις των διαδρομών που οι περιπλανητές πραγματοποιούσαν στην πόλη, επανακαθορίζοντας ήδη υπάρχουσες περιοχές της καθώς και τις μεταξύ τους σχέσεις.81

79 Ομάδα ριζοσπαστών καλλιτεχνών και θεωρητικών που έδρασαν με βάση το Παρίσι την περίοδο 1952-1957. Εισήγαγαν την έννοια της αστικής περιπλάνησης και έκαναν μέσα από τις δράσεις τους προτάσεις για την αλλαγή του τρόπου θεώρησης της κοινωνίας και της ζωής γενικότερα. 80

Μπαμπασάκης Γιώργος-Ίκαρος, “Guy Debord [1931-1994]”, σελ. 49

81 Debord Guy, Introduction to a Critique of Urban Geography, στο περιοδικό Les Lèvres Nues Νο6, (1955) Hart Joseph, A new Way of Walking, Utne Reader, (2004)

91


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Oι Καταστασιακοί 82 Η επόμενη ομάδα που εφάρμοσε στην πράξη τις θεωρητικές αρχές της περιπλάνησης και της Ψυχογεωγραφίας ήταν οι Καταστασιακοί. Η Καταστασιακή Διεθνής (Situationist Internationa) ήταν ένα κίνημα ριζοσπαστών καλλιτεχνών και θεωρητικών που έδρασαν την περίοδο 1957-1972. Ήταν ακραίοι Μαρξιστές επαναστάτες οι οποίοι επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό το ιδεολογικό υπόβαθρο της εποχής. Ο Guy Debord υπήρξε ιδρυτικό μέλος τους. Η ομάδα των Καταστασιακών ήταν άμεσα επηρεασμένη από τους Λεττριστές. Υποστήριζαν πως η τέχνη και η πολιτική ήταν άμεσα συνδεδεμένες σε μια προηγμένη καπιταλιστικά κοινωνία όπου τα μόνα όπλα ενάντια στη μαζική κουλτούρα ήταν η δόμηση καταστάσεων. Η Καταστασιακή Διεθνής τροφοδότησε αργότερα ιδεολογικά την επανάσταση του Μάη του ‘68 στο Παρίσι. Οι Kαταστασιακοί οραματίζονταν μία ολόκληρη τέχνη που μπορούσε να τη βιώσει κανείς με την περιπλάνηση στην πόλη. Η περιπλάνηση για τους καταστασιακούς αποτελούσε εμπειρία. Σε αυτήν μπορούσε κανείς να αντιληφθεί τον εαυτό του και το περιβάλλον σε αλληλεπίδραση. Eίχαν αντιληφθεί την επικράτηση του θεάματος και της επιβολής του με υποσυνείδητο τρόπο στους ανθρώπους. Πιο συγκεκριμένα, “έδωσαν τον όρο θέαμα στην κατάρρευση της πραγματικότητας υπό την επίδραση των εικόνων, των προϊόντων και των δραστηριοτήτων που επικυρώνονται από τις επιχειρήσεις και τη γραφειοκρατία”.83 Δεν αρνήθηκαν ποτέ τη γοητεία του, αλλά υποστήριζαν πως επρόκειτο για μία κατασκευασμένη γοητεία. Για αυτό το λόγο αναζητούσαν μία νέα αισθητική, που να βασίζεται στην κατάρρευση του θεάματος.

82 Κίνημα που εμφανίστηκε την δεκαετία του 1960 στον ευρωπαϊκό χώρο. Βασική προσωπικότητα ήταν ο Guy Debord που διαμόρφωσε το ιδεολογικό υπόβαθρο της ομάδας. Η Καταστασιακή Διεθνής διαλύθηκε από τον ίδιο το 1972. 83

92

Sadler Simon, The Situationist City, United States of America: The MIT Press (1999)


Η ENNOIA THΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ

Η ομάδα αυτή, με ηγετική φυσιογνωμία των Guy Debord, εισήγαγε την έννοια του dérive, μιας μεθόδου απρογραμμάτιστης περιπλάνησης που στόχο είχε όχι μόνο την άντληση ερεθισμάτων από την πόλη αλλά και την αποτύπωση των εμπειριών της περιπλάνησης σε ένα είδος χαρτών, τους γνωστούς ως ψυχογεωγραφικούς χάρτες.

Λεττριστικές τεχνικές της γερμανικής καλλιτεχνικής ομάδας Spur

93


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Η περιπλάνηση του Kevin Lynch O Kevin Lynch84 επιχείρησε με πιο οργανωμένο τρόπο να αναπτύξει μια μεθοδολογία ερμηνείας της πληροφορίας από την εμπειρία της πόλης. Το 1960, στο «The Image of the City», αναζητά -όπως δηλώνει και ο τίτλος- την εικόνα, την εντύπωση που μια πόλη δημιουργεί. Επιχειρεί να εντοπίσει και να διερευνήσει τα στοιχεία εκείνα της πόλης που επιδρώντας έντονα στις αισθήσεις μπορούν να αναγνωριστούν και να οργανωθούν σε ένα συνεκτικό σύστημα με σαφήνεια το στοιχείο δηλαδή της αναγνωσιμότητας της πόλης (legibility)85 και ταυτόχρονα αναζητά την έννοια της εικονικότητας (imageability), τη δυνατότητα δηλαδή ενός στοιχείου να προκαλέσει τη δημιουργία μιας ισχυρής εικόνας σε οποιονδήποτε παρατηρητή. Ο Αμερικανός πολεοδόμος και συγγραφέας Kevin Lynch συνεισέφερε στον τομέα του αστικού σχεδιασμού μέσω εμπειρικής έρευνας για τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα αντιλαμβάνονται και προσανατολίζονται στο αστικό τοπίο. Η διασημότερη εργασία του Lynch “The Image of the City” που δημοσιεύθηκε το 1960, είναι το αποτέλεσμα πενταετούς έρευνας για τον τρόπο με τον οποίο οι χρήστες αντιλαμβάνονται και οργανώνουν τις χωρικές πληροφορίες καθώς προσανατολίζονται μέσα στις πόλεις. Χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος των συνεντεύξεων με δείγμα που αποτελούταν από πολίτες της Βοστώνης, του Νιου Τζέρσεϋ, και του Λος Άντζελες. Η συνέντευξη περιλάμβανε περιγραφή της πόλης, σχεδίαση ενός σκίτσου αυτής, και περιγραφή ενός φανταστικού ταξιδιού στην πόλη. Προέκυψε ότι οι χρήστες κατανοούν το περιβάλλον με τρόπους συνεπείς και προβλέψιμους, οι οποίοι δυνητικά διαμορφώνουν «νοητικούς χάρτες». Βέβαια παρότι οι νοητικοί χάρτες είναι απαραίτητοι στον καθένα για πρακτικούς λόγους, ταυτόχρονα αποτελούν και υποκειμενικές αναγνώσεις του χώρου καθώς είναι τμηματικές, απλουστευτικές και παραμορφωτικές. Κατά τον Lynch, η κάθε διαδρομή στην πόλη νοηματοδοτείται βάσει χαρακτηριστικών χωρικών ποιοτήτων όπως η κλίμακα, οι αποστάσεις, το πλάτος των

84 Ο Kevin Lynch (1918-1984) υπήρξε Αμερικανός πολεοδόμος και συγγραφέας. Με το έργο του συνεισέφερε σημαντικά στο πεδίο του αστικού σχεδιασμού μέσα από την εμπειρική έρευνα του, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται το αστικό τοπίο και περιηγούνται σε αυτό. 85

94

Lynch Kevin, “The Image of the City”, σελ.2-3


Η ENNOIA THΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ

δρόμων, το ύψος των κτιρίων, τα τοπόσημα, τα αναπτύγματα των όψεων και οι υφές στα πεζοδρόμια. Οι άνθρωποι κατανοούν την πόλη και προσανατολίζονται σε αυτήν χρησιμοποιώντας νοητικές αναπαραστάσεις όλων των στοιχείων που περιέχει η πόλη. Οι νοητικές αναπαραστάσεις των αστικών στοιχείων ομαδοποιούνται σε πέντε κατηγορίες: διαδρομές (paths) , όρια (edges), περιοχές(districts), κόμβοι(nodes) και ορόσημα(landmarks). Βασική ιδέα του βιβλίου αποτελεί η αναγνωσιμότητα (legibility) της πόλης δηλαδή ο βαθμός στον οποίο το τοπίο της πόλης μπορεί να ‘διαβαστεί’. Πιο συγκεκριμένα, ο Kevin Lynch όριζε ως αναγνωσιμότητα “την ευκολία με την οποία μπορούν να αναγνωριστούν τα μέρη της.86 Τα βασικά στοιχεία της πόλης, σύμφωνα με τον Lynch, είναι πέντε και είναι σημαντικά για τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται η πόλη αλλά και η κίνηση σε αυτήν. Πιο συγκεκριμένα, είναι οι δρόμοι- μονοπάτια, τα όρια- σύνορα, οι συνοικίες- περιφέρειες, οι κόμβοι και τα τοπόσημα. Oι κόμβοι αποτελούν τους πυρήνες της πόλης και είναι άμεσα συνδεδεμένοι με τα μονοπάτια, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν συμβάντα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού87. Είναι στρατηγικές εστίες της πόλης όπως σταυροδρόμια ή συγκεντρώσεις συγκεκριμένων χαρακτηριστικών, μεγάλης ή μικρής κλίμακας, εθνικού ή διεθνικού χαρακτήρα, οι οποίες σύμφωνα με τον Lynch είναι κυρίαρχα σημεία αποφάσεων. Σε ακραίο σημείο και η ίδια η πόλη μπορεί να θεωρηθεί από μόνη της ένας κόμβος. Η σημασία των διαδρομών εξαρτάται κυρίως από τον βαθμό εξοικείωσης των κατοίκων με την πόλη. Τις περισσότερες φορές μάλιστα οι διαδρομές είναι αυτές που ενοποιούν την πόλη και της προσδίδουν ισχυρή ταυτότητα ενώ ταυτόχρονα αποτελούν μέρος του δικτύου της.

86

Lynch Kevin, “The Image of the City”

87

Lynch Kevin, “The Image of the City”, σελ. 46-48

95


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

1. Δρόμοι-Μονοπάτια. Τα μονοπάτια είναι τα κανάλια κατά μήκος των οποίων ο παρατηρητής συνήθως, περιστασιακά, ή δυνητικά κινείται. Μπορεί να είναι δρόμοι, πεζοδρόμια, γραμμές διέλευσης, κανάλια, σιδηρόδρομοι . Για πολλούς ανθρώπους, αυτά είναι τα κυρίαρχα στοιχεία στις εικόνα τους. Οι άνθρωποι παρατηρούν την πόλη καθώς κινούνται μέσα σε αυτήν , και ανάμεσα σε αυτά τα μονοπάτια. Πρόκειται ίσως για το κύριο στοιχείο που συμβάλλει στη δημιουργία της εικόνας για την πόλη διότι η παρατήρηση γίνεται καθώς κάποιος κινείται σε αυτά.88 2. Άκρα . Είναι τα γραμμικά στοιχεία που δεν χρησιμοποιούνται ή θεωρούνται ως μονοπάτια από τον παρατηρητή. Είναι τα όρια μεταξύ δύο φάσεων, των γραμμικών διαλειμμάτων στη συνέχεια : λιμάνια ,σιδηρόδρομοι, σημεία ανάπτυξης, τοίχοι. Είναι πλευρικές αναφορές παρά συνδυασμένες αιχμές. Τέτοιας άκρα μπορεί να είναι εμπόδια περισσότερο ή λιγότερο προσβάσιμα, τα οποία αποκλείουν μια περιοχή από μια άλλη, ή μπορεί να είναι ραφές, γραμμές κατά μήκος των οποίων δύο περιοχές σχετίζονται και ενώνονται. Αυτά τα στοιχεία άκρων, παρόλο που πιθανότατα δεν είναι τόσο κυρίαρχα όσο τα μονοπάτια, είναι για πολύ κόσμο σημαντικά οργανωτικά στοιχεία, ιδίως στο ρόλο του να κρατούν μαζί γενικές περιοχές, όπως το περίγραμμα μιας πόλης από νερό ή τοίχο.89 3. Περιοχές. Οι περιοχές είναι τα μέτρια ως μεγάλα κομμάτια της πόλης τα οποία θεωρείται ότι έχουν μια δυσδιάστατη έκταση, στην οποία ο παρατηρητής εισέρχεται νοερά «εκ των έσω» , και τα οποία είναι αναγνωρίσιμα έχοντας έναν κοινό προσδιοριστικό χαρακτήρα. Πάντα αναγνωρίσιμα εκ των έσω, χρησιμοποιούντα ακόμη για εξωτερική αναφορά εάν είναι ορατά από έξω.

88

Lynch Kevin, “The Image of the City” ,σελ 47

89

Lynch Kevin, “The Image of the City” ,σελ 47

96


Η ENNOIA THΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ

Οι πιο πολλοί άνθρωποι δομούν την πόλη τους σε ένα βαθμό με αυτόν τρόπο, με μεμονωμένες διαφορές ως προς το εάν τα μονοπάτια ή οι περιοχές είναι τα κυρίαρχα στοιχεία. Φαίνεται να εξαρτάται αυτό όχι μόνο από τις διαφορές, αλλά ακόμη και από τη δεδομένη πόλη.90 4. Κόμβοι . Οι κόμβοι είναι σημεία, τα στρατηγικά σημεία σε μια πόλη μέσα στα οποία ένας παρατηρητής μπορεί να εισέλθει και τα οποία είναι οι εντατικές εστίες προς και από τις οποίες ταξιδεύει ο παρατηρητής. Μπορεί κυρίως να είναι διασταυρώσεις, μέρη μιας διακοπής στην μεταφορά, μια διάβαση ή σύγκλειση μονοπατιών, στιγμές αλλαγής από τη μια δομή στην άλλη, Ή οι κόμβοι μπορεί να είναι απλά συγκεντρώσεις, οι οποίες κερδίζουν τη σημασία τους με το να είναι η συμπύκνωση ενός είδους ή φυσικού χαρακτήρα, όπως ένα σημείο συνάντησης στο δρόμο ή μια κλειστή πλατεία.91 5.Τοπόσημα . Τα τοπόσημα είναι άλλο ένα είδος σημείου αναφοράς, αλλά σε αυτή την περίπτωση ο παρατηρητής δεν εισέρχεται σε αυτά, είναι εξωτερικά. Συνήθως αποτελούν ένα απλοϊκά προσδιορισμένο φυσικό αντικείμενο: κτίριο, σύμβολο, κατάστημα, ή βουνό. Η χρήση τους περιλαμβάνει την απομόνωση ενός στοιχείου από μια σειρά από πιθανότητες. Μερικά ορόσημα είναι απόμακρα, τυπικά ορατά από πολλές γωνίες και αποστάσεις, από τις κορυφές μικρότερων στοιχείων και χρησιμοποιούνται ως ακτινικά σημεία αναφοράς. Μπορεί να βρίσκονται εντός των ορίων της πόλης ή σε τέτοια απόσταση που για πρακτικούς λόγους συμβολίζουν μια διαρκή κατεύθυνση. Τέτοια τοπόσημα είναι απομονωμένοι πύργοι, χρυσοί καθεδρικοί ναοί, μεγάλοι λόφοι. Ακόμα και ένα κινητό σημείο, όπως ο ήλιος, του οποίου η κίνηση είναι αρκετά αργή και πε-

90

Lynch Kevin, “The Image of the City”, σελ. 47

91

Lynch Kevin, “The Image of the City”, σελ. 47

97


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ριοδική, μπορεί να συμπεριλαμβάνεται. Άλλα ορόσημα είναι πρωτίστως τοπικά, όντας ορατά μόνο σε περιορισμένες τοποθεσίες και από συγκεκριμένα σημεία προσέγγισης. Αυτά είναι οι αμέτρητες πινακίδες, βιτρίνες μαγαζιών, δέντρα, πόμολα πόρτας, και άλλες λεπτομέρειες που συμπληρώνουν την εικόνα των περισσότερων παρατηρητών. Συχνά χρησιμοποιούνται ως στοιχεία ταυτότητας, ακόμα και δομής, και φαίνεται όλο και περισσότερο να στηρίζονται οι παρατηρητές επάνω τους, καθώς η διαδρομή γίνεται όλο και πιο οικεία. 92 Η διάκριση των στοιχείων γίνεται για να μελετηθούν πιο εύκολα.Κανένας από τους τύπους στοιχείων που αναφέρθηκε παραπάνω δεν υφίσταται ξεχωριστά στην πραγματικότητα. Οι συνοικίες είναι δομημένες με κόμβους, που ορίζονται από όρια, διαπερνώνται από μονοπάτια, και εμπλουτίζονται με τοπόσημα. Τα στοιχεία δηλαδή συχνά επικαλύπτουν το ένα το άλλο93. Η πόλη επομένως αποτελεί ένα αδιάσπαστο σύνολο στοιχείων που συνυπάρχουν και αλληλοεξαρτώνται. Στην περίπτωση της πόλης του Lynch ο άνθρωπος καλείται να κατανοήσει τις χωρικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των στοιχείων της πόλης που ορίζει. Η κατανόηση της πόλης αποτελεί βασικό παράγοντα για την περιπλάνηση σε αυτήν.

92

Lynch Kevin, “The Image of the City”, σελ. 48

93

Lynch Kevin, “The Image of the City”

98


Η ENNOIA THΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ

4.3 O Guy Debord και η περιπλάνηση /Οι ψυχογεωγραφικοί Χάρτες O Guy Debord (1931-1994) ήταν Γάλλος Μαρξιστής θεωρητικός, ιδρυτικό μέλος των Λεττριστών , θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους διανοητές της σύγχρονης εποχής. Διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του ιδεολογικού υπόβαθρου του 20ου αιώνα και συνέβαλλε καθοριστικά στον καθορισμό της έννοιας της ψυχογεωγραφίας. Από τα πιο γνωστά του έργα είναι η Κοινωνία του Θεάματος( Society of Spectacle) και η Θεωρία της περιπλάνησης ( Theory of Derive). Σε αυτά τα έργα πραγματεύεται την ανάδειξη του εμπορεύματος ως φετίχ στην καπιταλιστική κοινωνία και την ανάδειξη της περιπλάνησης ως στρατηγική απεξάρτησης από αυτό αντίστοιχα.

Τα δύο μεγαλύτερα έργα του Guy Debord, H Kοινωνία του Θεάματος και η Θεωρία της Περιπλάνησης

Στην κοινωνία του Θεάματος (1967) ο Debord τάσσεται κατά του καπιταλισμού και θεωρεί πως ο καπιταλισμός με τη διαφήμιση και τη μαζική κουλτούρα επηρεάζει τη ζωή του ατόμου δημιουργώντας ανάγκες που δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα και κάνοντας την απόκτηση υλικών αγαθών αυτοσκοπό.

Τονίζει πως έτσι υποβαθμίζεται η ποιότητα ζωής, αλλάζουν οι ψυχικές διαδικασίες και υποβαθμίζεται η γνώση. Στο έργο του Θεωρία της Περιπλάνησης (1958), ο Guy Debord υποστηρίζει την έννοια της Ψυχογεωγραφίας ως μέσο απεξάρτησης από την εμπορευματοποίηση. Υποστηρίζει 99


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

πως μέσα από την εξερεύνηση της πόλης και την περιπλάνηση σε αυτή, το άτομο μπορεί να καλύψει τις βασικές βιολογικές και ψυχολογικές του ανάγκες και επιθυμίες, αντί να καταφεύγει στις επιταγές του προηγμένου καπιταλισμού της εποχής. Ακόμα αναφέρει πως στην περιπλάνηση ένα ή περισσότερα άτομα κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου αφήνουν τα συνήθη κίνητρά τους για κίνηση και δράση, τις σχέσεις τους, τη δουλειά τους και τις ασχολίες του ελεύθερου χρόνου τους καθιστώντας τον εαυτό τους ελεύθερο να βιώσει τις ποιότητες του χώρου και τις συναντήσεις που θα προκύψουν στην πορεία της διαδρομής. Η περιπλάνηση βασίζεται τόσο στη ελευθερία του ασυνείδητου όσο και στην κυριαρχία των ψυχογεωγραφικών παραλλαγών μέσω της γνώσης και της αξιολόγησης των δυνατοτήτων του ατόμου. Οι δύο βασικές μέθοδοι που χρησιμοποίησαν ο Debord και η ομάδα του ήταν η περιπλάνηση (dérive) και η μεταστροφή (détournement). Σχετικά με την πρώτη μέθοδο, πρότειναν “τη διαρκή περιπλάνηση ως κύρια δραστηριότητα των κατοίκων μιας πόλης πλασμένης για τον homo ludens, τον άνθρωπο του παιχνιδιού, τον άνθρωπο που θα υπερβεί τις οικονομικές μέριμνες και την εργασία”.94 Μία από τις βασικές καταστασιακές πρακτικές είναι το dérive ,μια τεχνική της ταχείας διέλευσης διαμέσου ποικίλων ατμοσφαιρών . Τα dérives περιλαμβάνουν την εποικοδομητική συμπεριφορά και την ευαισθητοποίηση ψυχογεωγραφικών αποτελεσμάτων, και έτσι είναι αρκετά διαφορετικά από τις κλασικές έννοιες του ταξιδιού με τα πόδια .Στο dérive ένα ή περισσότερα πρόσωπα κατά τη διάρκεια μιας ορισμένης περιόδου εγκαταλείπουν τις σχέσεις , την εργασία και τον ελεύθερο χρόνο των δραστηριοτήτων τους , και όλα τα άλλα συνήθη κίνητρά τους για κίνηση και δράση , και αφήνουν τον εαυτό τους να συναχθούν από τα αξιοθέατα του εδάφους και τις συναντήσεις που βρίσκουν εκεί 95. Η τύχη είναι λιγότερο σημαντικός παράγοντας σε αυτή τη δραστηριότητα από ό, τι θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί : από την άποψη του dirive οι πόλεις έχουν ψυχογεωγραφικές καμπύλες , με συνεχή ρεύματα , σταθερά σημεία και δίνες που αποθαρρύνουν έντονα την είσοδο ή την έξοδο από ορισμένες ζώνες 96.

94

Μπαμπασάκης Γιώργος-Ίκαρος, “Guy Debord [1931-1994]”, σελ. 53

95 http://www.bopsecrets.org/SI/2.derive.htm 96 http://www.bopsecrets.org/SI/2.derive.htm

100


Η ENNOIA THΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ

Αλλά το dérive περιλαμβάνει και μια αναγκαία αντίφαση: την κυριαρχία των ψυχογεωγραφικών παραλλαγών στη γνώση και τον υπολογισμό των δυνατοτήτων τους . Από αυτή την τελευταία άποψη, η οικολογική επιστήμη , παρά το στενό κοινωνικό χώρο στον οποίο η ίδια περιορίζει , παρέχει ψυχογεωγραφία με άφθονα δεδομένα . Σύμφωνα με το dérive οι άνθρωποι αναζητούσαν, λοιπόν, το πάθος και την περιπέτεια με στόχο να ανατρέψουν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων και να δημιουργήσουν μια νέα αληθινή ζωή. Αφετηρία όλων των δράσεων των καταστασιακών ήταν η προσπάθεια για αλλαγή του περιβάλλοντος της πόλης και της ζωής σε αυτήν, κάτι που απαιτούσε αποκοπή από τους δεσμούς του παρελθόντος και των αναμνήσεων. Βρίσκονταν στην ουσία σε αναζήτηση μίας νέας μορφής εναντίωσης στον καπιταλισμό. Οι καταστασιακοί ήταν αυτοί που πρώτοι “αντιλήφθηκαν την απελπιστική ανάγκη ανάληψης δράσης στην πόλη”.97 Το dérive αποτέλεσε την απάντησή τους σε αυτή την ανάγκη. Η θεωρία της περιπλάνησης προέκυψε μέσα από τις δράσεις και την ζωή των καταστασιακών. Οι τελευταίοι περιπλανώμενοι στους δρόμους του Παρισιού αναζητούσαν την περιπέτεια και το πάθος και έκαναν σχέδια και νοερές προτάσεις για μια εκ βάθρων αλλαγή του αστικού τοπίου και ανοικοδόμηση του με επαναστατικό τρόπο. Η περιπλάνηση εξάλλου ορίζεται ως “μία τεχνική βιαστικού περάσματος μέσα από ποικίλες ατμόσφαιρες μιας πόλης” 98. Βασικό χαρακτηριστικό των περιπλανητών αυτών ήταν η απάρνηση του συμβατικού κόσμου της πόλης και η έντονα πειραματική διάθεση τους, η επινόηση νέων τρόπων συμπεριφοράς με απώτερο στόχο να προκύψει μια καθαρά ανατρεπτική πράξη. Σε ένα dérive το άτομο ή τα άτομα επιλέγουν να εγκαταλείψουν τις δραστηριότητές τους και να αφεθούν στα θέλγητρα της πόλης. Το χωρικό πεδίο ενός dérive μπορεί να οριοθετηθεί επακριβώς ή ασαφώς, και εξαρτάται από το αν ο στόχος είναι να μελετήσει κανείς ένα έδαφος ή να αποπροσανατολίσει συναισθηματικά τον εαυτό του. Η δεύτερη μέθοδος ήταν η μεταστροφή δηλαδή “η εκτροπή από το αρχικό πλαίσιο ορισμένων καλλιτεχνικών ή άλλων στοιχείων και μορφών και, εν συνεχεία, η ενσωμάτωση τους σε νέο, ανώτερο πολιτιστικό συμφραζόμενο, σε μια νέα, ανώτερη πολιτιστική

97

Sadler S., The Situationist City, United States of America: The MIT Press (1999)

98

Μπαμπασάκης Γ.Ι., Guy Debord (1931- 1994), Αθήνα: Printa (2001) ,σελ. 53

101


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

σύνθεση.” 99Με άλλα λόγια μέσω της μεταστροφής παράγονταν νέα πολιτισμικά προϊόντα ως αποτέλεσμα της ανασύνθεσης στοιχείων που έχουν προκύψει από την διάσπαση παλαιότερων έργων τέχνης. Αυτό εφάρμοσε και ο ίδιος ο Debord στα έργα του. Για παράδειγμα, η κινηματογραφική μεταφορά της ‘Κοινωνίας του θεάματος’, ως νέου τύπου έργου τέχνης, ήταν το αποτέλεσμα σύνθεσης προϋπαρχόντων στοιχείων, όπως φράσεις από το αντίστοιχο βιβλίο.100 Ο Γ.Ι.Μπαμπασάκης αναφέρει χαρακτηριστικά στο έργο του για τη ζωή του Debord πως “τόσο η περιπλάνηση όσο και η μεταστροφή ήταν αρχικά πειραματικές δραστηριότητες, σε μεγάλο βαθμό αυθόρμητες και προερχόμενες από τον άφθονο ελεύθερο χρόνο και τον μποεμικό τρόπο ζωής των νεαρών λεττριστών.” 101Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί η άποψη των Καταστασιακών σχετικά με την τέχνη και τη σύνδεσή της με την ζωή. Ο ίδιος ο Debord ήθελε να γίνει η ζωή η 8η τέχνη. Οι καταστασιακοί υποστήριζαν ότι οι τέχνες οφείλουν να δημιουργούν νέες καταστάσεις διαφορετικά δεν πρέπει να υπάρχουν. Θα πρέπει, δηλαδή, η τέχνη να ξεπεράσει τον εαυτό της. Όπως αναφέρει συγκεκριμένα ο Debord “η κατάργηση και η πραγματοποίηση της τέχνης είναι οι αδιαχώριστες όψεις ενός και αυτού ξεπεράσματος της τέχνης” 102

99

Guy Debord, Guide Psychogéographique de Paris, 1957

Μπαμπασάκης Γιώργος-Ίκαρος, “Guy Debord [1931-1994]”, σελ. 56

100 http://www.bopsecrets.org/ 101

Μπαμπασάκης Γιώργος-Ίκαρος, “Guy Debord [1931-1994]”, σελ. 53

102

Debord G., Η κοινωνία του θεάματος (1967)

102


Η ENNOIA THΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ

Οι Ψυχογεωγραφικοί Χάρτες Αποτέλεσμα της καταγραφής των αστικών περιπλανήσεων των Λεττριστών ήταν η σύνταξη Ψυχογεωγραφικών Χαρτών . Οι χάρτες αυτοί ήταν αφαιρετικές αναπαραστάσεις των διαδρομών που οι περιπλανητές πραγματοποιούσαν στην πόλη, επανακαθορίζοντας ήδη υπάρχουσες περιοχές της καθώς και τις μεταξύ τους σχέσεις. Ο Debord προκειμένου να σχηματοποιήσει τις εμπειρίες του από την περιπλάνηση δημιούργησε δύο ψυχογεωγραφικούς χάρτες. Κάθε στοιχείο αυτών των χαρτών ήταν τοποθετημένο σκόπιμα, καθώς πρότειναν ένα νέο τρόπο αντιμετώπισης της πόλης, πλούσιο σε γεγονότα και περιπέτειες, αμφισβητώντας την οργάνωση της ζωής στην πόλη γύρω από τη μισθωτή εργασία και τους υποτιθέμενους τρόπους διασκέδασης των κατοίκων της. O πρώτος πραγματικός καταστασιακός ψυχογεωγραφικός χάρτης δημιουργήθηκε από τον Guy Debord, ο Guide psychogeographique de Paris. Σχεδιάστηκε ως πτυσσόμενος χάρτης για να διανεμηθεί σε τουρίστες, ενώ στην ουσία είναι ένας χάρτης που προσκαλεί το χρήστη να χαθεί. Ανοίγοντας τον περίεργο αυτόν οδηγό, βρίσκουμε το Παρίσι διαλυμένο σε κομμάτια, μία πόλη της οποίας η ενότητα έχει χαθεί εντελώς με θραύσματα του ιστορικού κέντρου – τμήματα επίσημων χαρτών να πλέουν στο κενό. Ο υποθετικός τουρίστας ενθαρρύνεται να ακολουθήσει τα βέλη που ενώνουν τις ομοιογενείς περιβαλλοντικές ενότητες, ως αποτέλεσμα ψυχογεωγραφικών ερευνών. Η πόλη έχει φιλτραριστεί από την υποκειμενική εμπειρία, λαμβάνοντας υπόψη τις επιδράσεις και τα πάθη κατά την επίσκεψη των περιοχών, τις εσωτερικές παρορμήσεις. Το ίδιο έτος ο Debord δημοσιεύει άλλον έναν χάρτη με το όνομα The Naked City103. Η πόλη απογυμνώνεται-αποκαλύπτεται μέσω της περιπλάνησης, μεταλλάσσεται καθώς αποδομείται ο συμβατικός χάρτης και τα κομμάτια του επανατοποθετούνται αναδεικνύοντας τα χωρικά τοπία που εμπεριέχουν τα χωροχρονικά βιώματα των πρωταγωνι-

103 Το the Naked city δανείστηκε το όνομά του από την ομώνυμη ταινία του 1948. Βλέποντας την ταινία, όπως η καθηγήτρια και πολεοδόμος M. Christine Boyer σημειώνει, κανείς έχει την εντύπωση ενός αστικού τοπίου ανα-κατασκευασμένου που διαφορετικά απειλούνταν από διαγραφή, καθώς «δεν ανήκε πια στον πεζό, έχει εγκαταλειφθεί προς χάριν των προαστίων, κατακερματίστηκε από την αστική ανανέωση και καταλείφθηκε από το αυτοκίνητο», αίσθηση που αναδίδουν και οι εν λόγω χάρτες των καταστασιακών. Sadler Simon, The Situationist City, σελ.61

103


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

στών της Ψυχογεωγραφίας. Ο χάρτης αυτός αποτελεί εξέλιξη του Guide psychogeographique de Paris, πιο συνοπτικός και μεστός, όχι ένα ραφινάρισμα απλώς των γραμμών, αλλά η αποκρυστάλλωση της ψυχογεωγραφικής κριτικής, η αποτύπωση της καθαρότητας της μορφής του καταστασιακού αστικού συστήματος.104 Τα κομμένα τμήματα του χάρτη επανατοποθετούνταν με τρόπο που δεν είχε σχέση με τον προσανατολισμό, σε παράξενες γωνίες, ώστε να απεικονίζονται οι πορείες των περιπλανητών μέσα στην πόλη ως χαλαρές ροές. Τα κομμάτια αυτά αποτελούν Naked City : Ο πιο διάσημος ψυχογεωγραφικός χάρτης ενότητες ατμοσφαιρών - ενεργά πε- του Guy Debord δία, σταθμούς ή περάσματα (unities termini – unities turntables), κόμβους της ψυχογεωγραφικής ροής του Παρισιού - plaques tournantes. Αυτό το οποίο προέκυπτε δεν ήταν ένα δίκτυο ‘θραυσμάτων’ πόλης. Τα θραύσματα αυτά στην πράξη δεν αποτελούσαν γεγονότα που εκτυλίσσονται απλά σε έναν ιστό (αστικό, πολεοδομικό), αλλά γεγονότα που αναδύονταν μέσα από το ενιαίο σώμα δράστη-terrain. Η δυναμική της περιπλάνησης αναδεικνύει τις ατμόσφαιρες αυτές ως γεγονότα και όχι η γειτνίαση και η εγγύτητα όπως υποδηλώνει ένας ιστός. Αυτό συμβαίνει διότι είναι δυνατό σε μια περιπλάνηση να μην ‘ενεργοποιηθεί’ καθόλου η δυναμική μιας περιοχής ακόμη και αν η περιπλάνηση είναι σχεδόν κυκλική. Δεν υπάρχει κάτι επειδή απλά απεικονίζεται στο χάρτη αλλά επειδή παρουσιάζει κάποια δυναμική.105

104

Sadler Simon, The Situationist City, A passion for maps, σελ.80

105 Αθανασίου Κατερίνα, Κάποιες ψυχαναλυτικές προεκτάσεις της ψυχογεωγραφίας όπως αυτή διατυπώθηκε στους κόλπου της Situationist International, στο http://artcoursescitytravellers.blogspot. gr/2012/09/situationist-international.html)

104


Η ENNOIA THΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ

Στον χάρτη Naked City μιμούμενος την τεχνική του κολλάζ συνέθεσε κομμένα τμήματα ενός συμβατικού χάρτη του Παρισιού και σχεδίασε μεταξύ αυτών κόκκινα βέλη, τα οποία αντιπροσώπευαν κινήσεις και ροές μεταξύ των διαφόρων τομέων της πόλης. Με αυτόν τον τρόπο χαρτογραφήθηκε κατ’ επέκταση και το αποτέλεσμα των περιπλανήσεων. Στον Naked City αναπαρίστανται τα χωρικά τοπία που εμπεριέχουν τα χωροχρονικά βιώματα των πρωταγωνιστών της Ψυχογεωγραφίας, με εργαλείο σχεδίασης την περιπλάνηση.106 Έτσι στους χάρτες αναδεικνύονται οι μη χαρτογραφημένες αισθησιακές και υποσυνείδητες ποιότητες. Αυτοί οι χάρτες δεν είχαν κλίμακα και έτσι μια μικρή γειτονιά μπορεί να εμφανιζόταν μεγαλύτερη από μια ολόκληρη συνοικία αν η ατμόσφαιρα αυτής ήταν πιο ισχυρή. Σκοπός, λοιπόν, αυτών των ψυχογεωγραφικών χαρτών είναι να μελετηθούν οι συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια της περιπλάνησης καθώς και οι χωρικές και μη συνθήκες (κλίμα, συναντήσεις, κόπωση) που επηρέασαν τις βιολογικές και ψυχολογικές λειτουργίες του περιπλανητή. Σύμφωνα με τον Debord στα πλαίσια αυτών των διαδρομών διαμορφώνονταν Ενότητες Ατμοσφαιρών (Ambiences), όπως ο ίδιος τις ονόμαζε. Παράλληλα θεωρούσε σκόπιμο το συνδυασμό δύο διαφορετικών ατμοσφαιρών αυτής του «μαλακού» περιβάλλοντος (μεταβλητά στοιχεία της πόλης όπως η παρουσία και η απουσία, το φως, ο ήχος, ο χρόνος, η ανθρώπινη δραστηριότητα και οι ιδέες) και αυτής του «σκληρού» περιβάλλοντος της πόλης (δομημένο περιβάλλον). Εκείνος που καθόριζε τις συνθήκες των ατμοσφαιρών αυτών ήταν ο ίδιος ο περιπλανητής. Δίνεται βαρύτητα στη σχέση μεταξύ των «ενοτήτων ατμοσφαιρών». Και στους δύο χάρτες οι διαδρομές μέσα στα κομμένα τμήματα δεν υποδεικνύονται, τα κομμάτια είναι νησιά, ενώ τα βέλη είναι θραύσματα όλων των πιθανών περιπλανήσεων, τροχιές στο κενό, πνευματική περιφορά μεταξύ αναμνήσεων και κενών. Ανάμεσα στα πλεούμενα τμήματα βρίσκεται ο κενός χώρος της αστικής αμνησίας. Η ενότητα της πόλης μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της ενότητας αποσπασματικών αναμνήσεων.Η πόλη είναι ένα νοητό τοπίο που συντίθεται μέσω των οπών. ολόκληρα κομμάτια έχουν ξεχαστεί ή σκόπιμα διαγραφεί για να κατασκευάσουν μια απειρία «πιθανών» πόλεων στο κενό. Οι κατεστραμμένες γραμμές του καννάβου του συμβατικού

106

Sadler Simon, The Situationist City, σελ.90

105


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

χάρτη, ορατές στα θραύσματα του The Naked City, υπογραμμίζουν την ασυμβατότητα της καρτεσιανής λογικής με την πραγματική εμπειρία της πόλης. Οι καταστασιακοί χάρτες περιέγραφαν ένα αστικό σύστημα πλοήγησης που λειτουργούσε ανεξάρτητα από το κυρίαρχο σύστημα κυκλοφορίας του Παρισιού. Τόσο η περιπλάνηση του Debord και του Baudelaire αντίστοιχα έχουν απρογραμμάτιστο χαρακτήρα περιπλάνησης. Ωστόσο, η περιπλάνηση του flâneur έχει περισσότερο παθητικό χαρακτήρα σε σύγκριση με το dérive, που είναι μια πράξη αντίστασης, μια κριτική ανάγνωση της πόλης με πολιτικές προεκτάσεις. Η περιπλάνηση του flâneur στην πόλη γίνεται αποκλειστικά για να ικανοποιήσει την προσωπική του περιέργεια για αυτήν. Η δημιουργία κάποιου αποτελέσματος ή έργου από την περιπλάνηση είναι επιλογή του και βασίζεται στην έμπνευσή του. Από την άλλη πλευρά, στη μέθοδο της περιπλάνησης του Debord ο περιπλανητής βρίσκει στην πόλη πεδία προβληματισμού που προσφέρουν δυνατότητες για δράση και αντίδραση στις καταστάσεις. Ακόμη, καλείται να δημιουργήσει έναν νοητικό χάρτη της πόλης, μια ψυχογεωγραφική προσέγγιση της πόλης όπου αποτυπώνει την υποκειμενική του εμπειρία. Και στις δύο προσεγγίσεις η περιπλάνηση έγκειται στην διάθεση του περιπλανητή να ‘βγει’ στους δρόμους της πόλης, να παρασυρθεί από εικόνες, καταστάσεις και γεγονότα και να την ανακαλύψει. Στη συνέχεια, το αποτέλεσμα αυτού του είδους της περιπλάνησης εξαρτάται από τον περιπλανητή.

106


Η ENNOIA THΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ

4.4 Τa affordances στην εμπειρία της πόλης Είδαμε νωρίτερα εφαρμογές των affordaces στον σχεδιασμό. Τα affordances, ωστόσο καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο κινούμαστε στη ίδια την πόλη και επηρεάζουν την σχέση μας με αυτή. Υπάρχουν affordances τα οποία τις περισσότερες φορές υποσυνείδητα μας καθορίζουν την διαδρομή και την συμπεριφορά μας μέσα στον αστικό ιστό. Τα affordances άλλοτε μας προτρέπουν και άλλοτε μας αποτρέπουν από το να ανακαλύψουμε νέες διαδρομές στην πόλη και μέσω αυτών νέες εμπειρίες. Συχνά λειτουργούμε στερεοτυπικά και δύσκολα ξεφεύγουμε από συγκεκριμένες πορείες. Για παράδειγμα , ο καθένας έχει συγκεκριμένες πορείες που ακολουθεί στην πόλη, οι οποίες μπορεί να έχουν καθοριστεί σο παρελθόν απο affordances υποσυνείδητα. Ένα υπόστεγο είναι σε θέση να καθορίσει μια διαδρομή, το ακολουθούμε για να αποφύγουμε την βροχή τους χειμερινούς μήνες αλλά υποσυνείδητα συνηθίζουμε την διαδρομή και αυτό δύσκολα ανατρέπεται. Αν καταφέρουμε να ξεφύγουμε από τα στερεότυπα θα απελευθερωθούμε, θα αναγνωρίσουμε τι υπάρχει γύρω μας ως affordance και θα επαναπροσδιορίσουμε την σχέση μας με την πόλη. Ο παρατηρητής μερικές φορές μπορεί να αντιληφθεί ή να παρακολουθήσει το affordance σύμφωνα με τις ανάγκες του,ενώ άλλες όχι. Όμως το affordance όντας αμετάβλητο, είναι πάντα εκεί περιμένοντας να γίνει αντιληπτό.

107


επίλογος

108


ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

Η παρούσα ερευνητική εργασία αποτελεί μια προσπάθεια προσέγγισης των προβληματισμών που τέθηκαν και μας απασχόλησαν σχετικά με το ρόλο των αισθήσεων στη σχέση μας με τον χώρο. Ο χώρος από μόνος του, αποκλεισμένος από τον ανθρώπινο παράγοντα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά όγκοι, υλικά και διαστάσεις. Ο άνθρωπος είναι το περιεχόμενο του· του δίνει ερμηνείες, χρήσεις και δυνατότητες τις οποίες είναι αδύνατον να παράξει από μόνος του. Η αξία του επομένως έγκειται στην ικανότητα του να παραλάβει ζωή. Ο άνθρωπος ζώντας στο χώρο, αισθάνεται, νιώθει, αλληλεπιδρά και δένεται με αυτόν. Οι αισθήσεις, προσλαμβάνοντας τη δομή του κτισμένου και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα προκαλούν συναισθήματα. Ωστόσο, τα συναισθήματα μας, το τί κάνει ένα χώρο ευχάριστο ή δυσάρεστο, δε μπορεί να ελεγχθεί απόλυτα καθώς εμπλέκονται σε αυτό στοιχεία όπως η διαίσθηση, η μνήμη, τα βιώματα, το ασυνείδητο αλλά και οι άνθρωποι που μας περιβάλλουν. Αυτά, άρρηκτα συνδεδεμένα με το χρόνο, συντελούν στην ανάπτυξη μιας βιωματικής σχέσης του χρήστη με το χώρο. Η συμβολή της αρχιτεκτονικής σε αυτή την ιδιότυπη σχέση έχει να κάνει με το σχεδιασμό χώρων που να ικανοποιούν τις αισθήσεις. Ο στόχος του σχεδιασμού του μέλλοντος και της «αναβάθμισης» των υπαρχουσών πόλεων θα έπρεπε να είναι: Μια ανθρώπινη Κοινωνική (έξυπνη, υβριδική) πόλη που θα συμβιβάζει ανθρώπους και τεχνολογία, που θα επιτρέπει στους πολίτες να εκμεταλλεύονται την ατομική, δημιουργική, κοινωνική και οικονομική δυνατότητά τους και να ζουν μια αυτοκαθοριζόμενη ζωή, να παρακινεί τους πολίτες να ασχολούνται με τα κοινά, να κατανοούν τους εαυτούς τους ως μέρος μιας κοινότητας, και να ασχολούνται ενεργά συνεισφέροντας στο κοινό καλό και την ευημερία (συλλογική συνείδηση, στοιχείο της ελληνικής «αγοράς»). Να ανταπεξέρχεται στις προκλήσεις της αστικής ζωής δίνοντας τη δυνατότητα στους ανθρώπους να γευτούν και να απολαύσουν την καθημερινή ζωή και εργασία.Ο περιπλανητής θα πρέπει να ξεφύγει από την απλή εποπτεία και να μεταβεί στο στάδιο της κατανόησης της πόλης σε βάθος. Ο σύγχρονος περιπλανητής οφείλει να ξεπεράσει τα τετριμμένα και να ανακαλύψει νέες διαδρομές και εμπειρίες.

109


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

110


Η ENNOIA THΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ

111


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.