Μνηµονικές διαδράσεις ως πρακτικές σύγχρονης τέχνης στην πόλη του Πάνου Κούρου, αρχιτέκτονα-εικαστικού, επίκ. καθηγητή Πανεπιστηµίου Πατρών
Η µνήµη είναι ένα είδος αντι-µουσείου: δεν εντοπίζεται στο χώρο Michel de Certeau ∆ιαπιστώνει κανείς σήµερα, στο γύρισµα του αιώνα, ένα νέο ενδιαφέρον για τα ζητήµατα της µνήµης σε κάθε πτυχή του πολιτισµού: στις καλλιτεχνικές πρακτικές και στην αρχιτεκτονική, στη λογοτεχνία και στον κινηµατογράφο, σε δηµόσιες εκδηλώσεις και καθηµερινές συµπεριφορές. Οι έννοιες της µνήµης, του αρχείου, των µνηµείων και της διατήρησης των ιχνών του πολιτισµού βρίσκονται στο επίκεντρο των θεωρητικών και καλλιτεχνικών αναζητήσεων. Η νοσταλγία της µνήµης και η υπερχρήση των αρχείων, µουσείων και µνηµείων σχετίζεται ασφαλώς µε αυτό που ο Βιρίλιο έχει χαρακτηρίσει «µόλυνση του πραγµατικού χρόνου»,1 αναφερόµενος στην αφόρητη εξάρτηση από το παρόν, στο συνεχώς οριζόντια επίκαιρο που επιφέρουν οι τηλε-τεχνολογίες και ο πολιτισµός της άµεσης επικοινωνίας. Η έννοια της «επινοηµένης νοσταλγίας» εµφανίζεται σήµερα για να χαρακτηρίσει σύγχρονα φαινόµενα πολιτικής της µαζικής κατανάλωσης σε σχέση µε τη διάρκεια και την ιστορία.2 Μορφές διαφήµισης επενδύουν το παρόν µε δόσεις φανταστικών παρελθόντων, έτσι ώστε οι άνθρωποι να δηµιουργούν εµπειρίες απώλειας, να νοσταλγούν πράγµατα που ποτέ δεν έχασαν. Στην βαραχύβιας µνήµης εποχή της πληροφορικής παραγωγής, η µνήµη µοιάζει να αναζωπυρώνει την ανάγκη για το αυθεντικό, το µοναδικό, το διατηρητέο. Σ’ αυτό στοχεύει η πολιτική της µνήµης από το κράτος-έθνος, που συνδέει την κατασκευή της τοπικότητας µε την αναπαραγωγή εθνικά αρµόζουσας νοσταλγίας, επετείων και µνηµείων. Η παγκοσµιοποίηση της οικονοµίας, τα γεγονότα στην πρόσφατη διεθνή σκηνή, όπως η επανένωση της Γερµανίας, η ιστορία του Ολοκαυτώµατος, η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, δηµιούργησαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες µια πρωτοφανή κινητικότητα για τη δηµιουργία ενός πλήθους νέων µουσείων και µνηµείων ανά τον κόσµο. Πολλά από αυτά αποτελούν επίσηµες πολιτικές µνήµης από το κράτος, υλοποιηµένες µέσω αρχιτεκτονικών αναθέσεων. Ωστόσο, οι πιο ενδιαφέρουσες προτάσεις µνηµείων προέρχονται από καλλιτέχνες που, αφοµοιώνοντας την εννοιολογική και χωρική παράδοση των µεταπολεµικών κινηµάτων τέχνης, επιχειρούν µια κριτική επανεξέταση των σχέσεων της µνήµης µε τη µίµηση, την εξουσία, την ηθική. (βλ. εδώ τα «αντιµνηµεία» του Jochen Gerz και του Hans Haacke) Φθορά και νοσταλγία της µνήµης είναι φθορά και νοσταλγία των «µεγάλων αφηγήσεων» (Lyotard) που µπορούν να κινητοποιούν αυθόρµητα τη µνήµη. Η εξασθένηση των δεσµών συλλογικής µνήµης αναφέρεται στη δηµόσια α
φ
ι
έ
ρ
ω
µ
α
83