Η πολεοδομική εξέλιξη του Ο.Τ. στην Ευρώπη από τα μέσα του 19ου αιώνα έως σήμερα
Η πολεοδομική εξέλιξη του Ο.Τ. στην Ευρώπη από τα μέσα του 19ου αιώνα έως σήμερα
ερευνητική εργασία Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Φεβρουάριος 2017
Βέργος Κωνσταντίνος Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Τροβά Βασιλεία
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή ........................................................................................................................... 7 Το οικοδομικό τετράγωνο στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα 1.1 Η πόλη μετά το 1848, οι πρώτες μεγάλες πολεοδομικές παρεμβάσεις ....................... 11 1.2 Ο επανασχεδιασμός του Παρισιού από τον Haussmann ............................................. 13 1.3 Η επέκταση της Βαρκελώνης από τον Cerda .............................................................. 25 Η μετάβαση στη μοντέρνα πόλη και η σταδιακή αποσύνθεση του οικοδομικού τετραγώνου 2.1 Οι δύο εναλλακτικές πολεοδομικές προτάσεις ........................................................... 35 2.2 Η «Νέα Φρανκφούρτη» του Ernst May ...................................................................... 38 2.3 Τα Gemeinde-hof της Κόκκινης Βιέννης .................................................................... 47 Η διάλυση του «παραδοσιακού» οικοδομικού τετραγώνου 3.1 Η πολεοδομική αρχή του Le Corbusier κυριαρχεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο ................. 59 3.2 Οι μοντέρνες πολεοδομικές παρεμβάσεις της «χρυσής» εικοσαετίας 1950-1970 και η εξαφάνιση του ο.τ. ...................................................... 69 Οι σύγχρονες πολεοδομικές αναπλάσεις μετά το 1970
............................................... 75
Συμπέρασμα ..................................................................................................................... 85 Πηγές Εικόνων ................................................................................................................ 89 Βιβλιογραφία ................................................................................................................... 93
Εισαγωγή
Η πόλη θεωρείται ως ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο σύστημα. Η οργάνωση του χώρου της πόλης αντικατοπτρίζει τις οικονομικές και κοινωνικές δομές και ως ένα βαθμό αποτελεί όργανο ελέγχου της εξέλιξης του κοινωνικού σχηματισμού, έχει δηλαδή μια πολιτική λειτουργία. Η σύγχρονη δυτική κοινωνία επιτελεί τη δική της οργάνωση του χώρου και είναι κοινωνία βιομηχανική που αναπτύχθηκε μέσα από τις γενικότερες οικονομικο-κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές ανακατατάξεις που συνθέτουν την έννοια της «Βιομηχανικής Επανάστασης». Αυτή ήταν που αποτέλεσε και την χρονολογική αφετηρία της ερευνητικής εργασίας, μιας και άφησε έντονα το αποτύπωμά της στον αστικό ιστό των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων. Σύμφωνα με τον Carlo Aymonino θα μπορούσε κανείς να διακρίνει τρεις φάσεις στην ανάπτυξη της βιομηχανικής πόλης που αντιστοιχούν σε περιόδους ανάμεσα σε διαδοχικές κρίσεις της βιομηχανικής κοινωνίας: τη φιλελεύθερη πόλη, η οποία διαδέχεται μετά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα την προβιομηχανική πόλη, τη νεοσυντηρητική πόλη (1848-1925) και τέλος τη μοντέρνα πόλη.1 Με τον ίδιο τρόπο που εξελίσσονται ιστορικά οι πόλεις, μεταμορφώνεται αντίστοιχα και ο αστικός ιστός, με τα επιμέρους στοιχεία του. Το οικοδομικό τετράγωνο (urban block), ως δομικό συστατικό της οργάνωσης του χώρου της πόλης, διαμορφώνεται αλλά και υφίσταται τροποποιήσεις παράλληλα με τις εκάστοτε ιστορικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες των πόλεων. Η ερευνητική εργασία επικεντρώνεται στην εξελικτική διαδικασία του ο.τ., θέλοντας να αναδείξει τον ιδιαίτερο ρόλο που αυτό, διαχρονικά, διαδραμάτισε, ως βασικό κύτταρο του αστικού ιστού και ως μια ενδιάμεση κλίμακα αστικού σχεδιασμού. Σε αυτή την κλίμακα μπορεί να μελετηθεί διεξοδικά η μορφολογία του κτιστού όγκου, ο οποίος άλλοτε εμφανίζεται ενιαίος και άλλοτε υποδιαιρεμένος σε επιμέρους κτίρια, άλλοτε συμπαγής και άλλοτε κατακερματισμένος. Επιπλέον, καθίσταται εμφανής η διαλεκτική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο κτισμένο περιβάλλον, στο δρόμο και στον ελεύθερο χώρο (δημόσιο, κοινόχρηστο ή ιδιωτικό), καθώς και η κυριαρχία, κάθε φορά, του ενός έναντι των άλλων. Επίσης, εξετάζοντας το προγραμματικό πλαίσιο των ο.τ., γίνεται φανερή είτε η κυριαρχία της μονολειτουργικότητας, είτε η προσπάθεια για μίξη των λειτουργιών. Τέλος, τονίζεται η ουσιαστική συμβολή τόσο της κρατικής όσο και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στον καθορισμό όλων των ανωτέρω. Το ερευνητικό αυτό βασίζεται σε βιβλιογραφική και αρχειακή έρευνα καθώς και έρευνα στο διαδίκτυο. Μέσα από μια ανάλυση χαρακτηριστικών πολεοδομικών παρεμβάσεων, που συντελέστηκαν από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και ύστερα, επιχειρείται μια προσπάθεια ιστορικής αφήγησης όλων εκείνων των παραγόντων (κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών) που μετέβαλλαν διαρκώς τη μορφή των σύγχρονων ευρωπαϊκών μητροπόλεων. Οι μεταβολές 1
Carlo Aymonino, Κυριαρχία και Υποτέλεια, η εξέλιξη της μοντέρνας πόλης, σελ.11-13 7
αυτές στην μορφή των πόλεων συμπυκνώνονται στο αστικό τους κύτταρο, το ο.τ. Η ρευστή σχέση μεταξύ δομημένου και αδόμητου χώρου, μεταξύ κτιστού και άκτιστου, συνιστά το καταλληλότερο εργαλείο παρατήρησης των μορφολογικών μεταβολών που υφίσταται το ο.τ. στο πέρασμα το χρόνου. Η εξελικτική διαδικασία των ο.τ. ξεκινά παράλληλα με την πρώτη, έντονη ανάπτυξη των πόλεων, τα χρόνια της βιομηχανικής επανάστασης. Στην Ευρώπη, σε χώρες όπως η Αγγλία, η Γαλλία και η Γερμανία, το ο.τ. αντιμετωπίστηκε ως αστική μονάδα ανάπτυξης. Η διανομή των φέουδων, η ανεξέλεγκτη και ταχεία κατάληψη των αγροτικών προαστίων από αστικές χρήσεις και οι εκάστοτε πολιτικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες, οδήγησαν στη διαμόρφωση ο.τ. με υψηλή πυκνότητα. Αυτά τα ο.τ. αποτελούνταν από πυκνά πολυόροφα κτίρια, με όσο το δυνατόν μικρότερους ακάλυπτους και με έντονη κοινωνική διαστρωμάτωση και διαχωρισμό στο εσωτερικό τους. Στην πορεία, οι κοινωνικές εξεγέρσεις και οι κρατικές πρωτοβουλίες θα ωθήσουν στον ανασχεδιασμό των ο.τ., με τη διάνοιξη ενός μεγαλύτερου και, συνήθως ενιαίου, κεντρικού δημόσιου χώρου. Μεσοπολεμικά αλλά και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το μοντέρνο κίνημα, με χαρακτηριστικό στοιχείο τον ορθολογισμό και την τυποποίηση, ανέτρεψε τη διάρθρωση πλήρους – κενού εντός του ο.τ. με την κατασκευή πολυώροφων γραμμικών κτιρίων γύρω από τον ελεύθερο χώρο.2 Τέλος, τη δεκαετία του ‘70 έγινε μια προσπάθεια να επαναδιατυπωθεί η σχέση και η αναλογία ανάμεσα στον δομημένο και στον αδόμητο χώρο, ούτως ώστε να επέλθει ξανά συνοχή στον αστικό ιστό των πόλεων. Η έρευνα χωρίζεται ουσιαστικά σε τέσσερις βασικές θεματικές ενότητες. Ανάλογα με τις εκάστοτε ιστορικές περιόδους, επιλέγονται και αναλύονται τα κομβικά εκείνα case studies που φανερώνουν τη μεταμόρφωση του αστικού ο.τ. Αρχικά, αναλύονται τα παραδείγματα του επανασχεδιασμού του Παρισιού από τον βαρόνο Haussmann και της επέκτασης της Βαρκελώνης από τον Ildefons Cerda. Αυτά τα δυο παραδείγματα, που υλοποιήθηκαν περίπου την ίδια χρονική περίοδο, εμφανίζουν ομοιότητες αλλά και ουσιαστικές διαφορές τόσο σε επίπεδο συνολικού αστικού σχεδιασμού, όσο και στην μορφή που καλείτο να πάρει το ο.τ. Το μόνο σίγουρο είναι πως και οι δύο περιπτώσεις εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο πολεοδομικών παρεμβάσεων που προσπαθούν, η καθεμιά με τον τρόπο της, να απαντήσουν στην κρίση στην οποία είχε περιέλθει η πόλη στα μέσα του 19ου αιώνα, λόγω της βιομηχανικής επανάστασης. Ο ρόλος του κράτους και η καταλυτική επίδραση της ιδιωτικής κερδοσκοπίας πάνω στη γη θα αποτελέσουν παράγοντες που εν μέρει θα καθορίσουν το πολεοδομικό πρότυπο που πρόκειται να επιλεγεί και στις δυο παρεμβάσεις. Η επόμενη ενότητα αφορά τις πρώτες ουσιαστικές απαντήσεις που επιχειρήθηκαν να δοθούν από το Μοντέρνο Κίνημα. Οι πολεοδομικές απόπειρες από το 1848 και έπειτα δεν έλυσαν την κρίση των πόλεων, της συνεχούς αστικοποίησης και της εξαθλίωσης στην οποία είχε περιέλθει το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού τους. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης και της τρίτης δεκαετίας του 20ου αιώνα αναδείχθηκαν οι πρώτες σχεδιαστικές 2 8
Νίκη-Χριστίνα Φίλη, Η ανάπλαση των ακαλύπτων των οικοδομικών τετραγώνων ως εργαλείο βελτίωσης του ιστού της πόλης, σελ.21-22
προσεγγίσεις νέων πολεοδομικών προτύπων, που, προσπαθώντας να αποκοπούν από το παλιό πολεοδομικό κατεστημένο, ιεράρχησαν την επίλυση του ζητήματος της κατοικίας, ως πρώτιστη ανάγκη για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η μετάβαση στην μοντέρνα πόλη γίνεται με την παρουσίαση πολεοδομικών παρεμβάσεων του μεσοπολέμου και συγκεκριμένα με την επέκταση της Φρανκφούρτης, έργο του Ernst May και με την κατασκευή των εμβληματικών hof στην Βιέννη. Για την υλοποίηση αυτών των κτιριακών συγκροτημάτων κρίθηκε αναγκαία η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποκοπή της γης από ιδιωτικά συμφέροντα με την ταυτόχρονη ενίσχυση του κρατικού παρεμβατισμού. Η τρίτη ενότητα αναφέρεται αρχικά στην τεράστια συμβολή του Le Corbusier στον καθορισμό ενός νέου γενικευμένου προτύπου που επεμβαίνει στη συνολική δομή και οργάνωση των πόλεων. Οι αμφιλεγόμενες πολεοδομικές απόπειρες του εμβληματικού αυτού αρχιτέκτονα θα αποτελέσουν τη σχεδιαστική αρχή για έναν έντονο κατασκευαστικό οργασμό που θα ακολουθήσει μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και θα διαρκέσει σχεδόν τριάντα χρόνια. Οι τεράστιες καταστροφές που άφησαν πίσω τους οι βομβαρδισμοί των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων θα οδηγήσουν στην αναζήτηση ενός συνολικού σχεδιασμού που να επιλύει άμεσα το φλέγων ζήτημα της κατοικίας και η λύση αυτή βρέθηκε στις πολεοδομικές προσεγγίσεις του Le Corbusier. Η αναφορά, σε αυτή την ενότητα, στο πολεοδομικό του έργο, έχει στόχο να καταδείξει την καθοριστική συμβολή του στην οριστική αποσύνθεση του παραδοσιακού ο.τ. Όλα τα στοιχεία που το συγκροτούσαν παύουν πλέον να υφίστανται, μιας και συμπυκνώνονται μέσα στα τεράστια κτιριακά συγκροτήματα που σχεδιάζει. Η ανασύνθεση του ο.τ. θα ερχόταν τη δεκαετία του ‘70, όταν και εμφανίστηκε το πρώτο ομαδικό κύμα κριτικής, το οποίο αντιδρούσε στην διάλυση του αστικού ιστού και έβαζε ξανά στο επίκεντρο του σχεδιασμού το ο.τ. Οι διανοούμενοι αρχιτέκτονες Aldo Rossi και Leon Krier αποτέλεσαν κύριους εκφραστές αυτής της κριτικής. Πλέον, θα κυριαρχούσαν στον αστικό ιστό των ευρωπαϊκών πόλεων οι σημειακές επεμβάσεις και οι μικρές αστικές επεκτάσεις με βασικό σχεδιαστικό εργαλείο το ο.τ. σε διάφορες τυπολογικές διατάξεις.
9
1. Το οικοδομικό τετράγωνο στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα
1.1 Η πόλη μετά το 1848, οι πρώτες μεγάλες πολεοδομικές παρεμβάσεις Στην πρώτη φάση ανάπτυξής της, η φιλελεύθερη πόλη ξεπερνά τα όρια που είχε κληρονομήσει από την «παλιά» πόλη, όπως τα τείχη, και αναπτύσσεται πλέον ανεξέλεγκτα. Οι κοινωνικές τάξεις διαφοροποιούνται πλέον ολοφάνερα ως προς το ρόλο τους στην παραγωγική διαδικασία, με την κατοχή ή μη των μέσων παραγωγής, αλλά και ως προς την εγκατάστασή τους στο χώρο. Η αστική τάξη που κατέχει πια το κεφάλαιο και τα μέσα παραγωγής, παίρνει την εξουσία από τους αριστοκράτες και επιβάλλει την κυριαρχία της, εγκαθιδρύοντας το δικό της τρόπο παραγωγής, τον κεφαλαιοκρατικό. Ως κυρίαρχη τάξη, εγκαθίσταται στο κέντρο και τα προάστια, ενώ οι εργατικές τάξεις συνωστίζονται στα σπίτια που έχει εγκαταλείψει η αστική τάξη, σε τρώγλες γύρω από τα εργοστάσια ή δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές, μέσα σε αφόρητες και από άποψη υγιεινής συνθήκες. Η εξαθλίωση των συνθηκών κατοικίας και εργασίας , οι επιδημίες, οι τεράστιες για την εποχή συγκεντρώσεις του πληθυσμού, οι μετακινήσεις πληθυσμών στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, οδηγούν τη φιλελεύθερη πόλη σε κρίση. Αποτέλεσμα αυτής της κρίσης ήταν οι κοινωνικές αναταραχές στα αστικά κέντρα, με αποκορύφωμα τα γεγονότα της Παρισινής Κομμούνας το 1848 που αποτελούν και το κατώφλι της νέας φάσης στην εξέλιξη της βιομηχανικής πόλης.3 Η επανάσταση του 1848 δεν ήταν μόνο μια αποφασιστική στιγμή στην ιστορία της κουλτούρας και της πολιτικής ζωής του 19ου αιώνα. Ήταν επίσης καίριο σημείο και για την ιστορία της μοντέρνας πολεοδομίας. Στη Γαλλία η μεγάλη περίοδος των κοινών αγώνων ενάντια στο καθεστώς της Ορλεάνης, είχε ήδη πλησιάσει τα εργατικά κινήματα με τα αστικά κινήματα, που αντιπολιτεύονταν και αυτά το καθεστώς εκείνο. Η αποτυχία ωστόσο της προσωρινής τους κυβέρνησης (που προέκυψε από τις αναταραχές του Φλεβάρη του 1848) να εγγυηθεί σ’ όλους τους πολίτες το δικαίωμα για δουλειά, σε συνδυασμό με την διατήρηση των ανθυγιεινών συνθηκών διαβίωσης οδήγησε σε εργατική εξέγερση, μόλις λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούνιο του 1848. Το εργατικό κίνημα βγήκε σαστισμένο και διαιρεμένο μέσα απ’ αυτή την εξέγερση, έχοντας όμως πια συνείδηση της ανάγκης να αντιμετωπίσει την αντίθεση των συμφερόντων σε ένα διαφορετικό κριτικό και οργανωτικό επίπεδο. Το προγραμματικό κείμενο που επικράτησε σε αυτόν τον νέο αγώνα, δεν είναι άλλο από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο που είχε γραφτεί από τους Μαρξ και Ένγκελς μόλις έναν μήνα πριν τα γεγονότα του Ιούνη. Η έμφαση δίνεται πλέον αποκλειστικά στο κεντρικό πολιτικό πρόβλημα, αυτό της ιδιοκτησίας και της εξουσίας, το οποίο θεωρείται εμπόδιο για κάθε ουσιαστική μεταβολή στην κατάσταση της εργατικής τάξης. Κάθε μερική μεταρρύθμιση που πραγματοποιείται μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος θεωρείται εντελώς αναποτελεσματική.4 3 4
Carlo Aymonino, Κυριαρχία και Υποτέλεια, η εξέλιξη της μοντέρνας πόλης, σελ.13-14 Leonardo Benevolo - Παντελής Λαζαρίδης, Βιομηχανική Επανάσταση - Βιομηχανική Πόλη, σελ.287-290 11
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το χάσμα ανάμεσα στην πολεοδομική έρευνα και την ευρωπαική πολιτική αριστερά βαθαίνει. Και αυτό διότι οι λύσεις που μέχρι εκείνο το διάστημα προτείνονται από τους ουτοπιστές σοσιαλιστές για το πρόβλημα της πόλης ήταν αφηρημένες και σχηματικές, γιατί δεν αντιλαμβάνονταν τους δεσμούς που υπήρχαν ανάμεσα στα πολεοδομικά προγράμματα και τη γενική ανάπτυξη των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων. Κυριαρχούσε η αυταπάτη πως η οικοδόμηση μιας πολεοδομικής τάξης θα συντελούσε και στη διαμόρφωση μιας ενιαίας κοινωνικής τάξης. Από τη άλλη πλευρά οι Μαρξ και Ένγκελς αντέστρεφαν τους δύο αυτούς όρους και τόνιζαν πως οι μεταβολές στις κοινωνικές σχέσεις είναι αυτές που θα οδηγήσουν σε μεταβολές στην πολεοδομία. Η ασάφεια και η αοριστία που έχουν, ωστόσο, οι προτάσεις τους για τα πολεοδομικά προβλήματα είναι χαρακτηριστική σε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Ένγκελς, Για το ζήτημα της κατοικίας.5 Για την πολεοδομία το άμεσο αποτέλεσμα αυτού του χάσματος ήταν η ενίσχυση των καθαρά τεχνοκρατικών τάσεων. Γεννιέται, λοιπόν, μια νέα πολεοδομική και κατασκευαστική πρακτική από τα αυταρχικά καθεστώτα που εγκαθιδρύθηκαν ύστερα από την αποτυχία των προηγούμενων επαναστατικών αγώνων. «Η δεξιά, η οποία βγήκε θριαμβεύτρια από τις εξεγέρσεις του 1848 (το καθεστώς του Ναπολέοντα III στη Γαλλία, του Βίσμαρκ στη Γερμανία, οι νεο-συντηρητικοί του Disraeli στην Αγγλία) αποδέχτηκε τον τεχνολογικό εξοπλισμό που είχε ήδη αναπτυχθεί στο πρώτο μισό του αιώνα και την αναδιάρθρωση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, που αυτό συνεπάγεται, υιοθέτησε μερικώς κάποιες προτάσεις και μεθόδους που είχαν επεξεργαστεί οι ουτοπιστές σοσιαλιστές και τα χρησιμοποίησε όλα αυτά για τον εξορθολογισμό και τον έλεγχο της ανάπτυξης των ευρωπαϊκών πόλεων, σταθεροποιώντας και οξύνοντας τις παλιές οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις.»6 Αυτή η πρακτική, που ουσιαστικά οδήγησε στην εμφάνιση των πρώτων μεγάλων επεκτάσεων στις ευρωπαϊκές βιομηχανικές πόλεις, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τις ανάγκες του καπιταλιστικού-κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Η ανάγκη του πλεονάζοντος κεφαλαίου, που προκύπτει από το πλεόνασμα προϊόντων, να επανεπενδυθεί εξηγείται από τον David Harvey: «(οι καπιταλιστές) Ξεκινούν τη μέρα τους με ένα συγκεκριμένο ποσό χρημάτων και, όταν η μέρα τελειώσει, το ποσό αυτό έχει αυξηθεί με τη μορφή κέρδους. Την επόμενη μέρα πρέπει να αποφασίσουν τι θα κάνουν το πλεόνασμα χρημάτων που κέρδισαν την προηγούμενη... Οι καταναγκαστικοί νόμοι του ανταγωνισμού τους αναγκάζουν να επανεπενδύσουν, γιατί, αν δεν το κάνουν αυτοί, τότε σίγουρα θα το κάνει κάποιος άλλος. Για να μπορέσει ένας καπιταλιστής να παραμείνει καπιταλιστής, κάποιο μέρος του πλεονάσματος πρέπει να επανεπενδυθεί ώστε 5
6 12
Φρ. Ένγκελς, Για το ζήτημα της κατοικίας, σελ.55 «...δεν είναι η λύση του ζητήματος της κατοικίας που λύνει ταυτόχρονα και το κοινωνικό ζήτημα, αλλά αντίθετα η λύση πρώτα του κοινωνικού ζητήματος, η κατάργηση δηλαδή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, κάνει σύγχρονα δυνατή τη λύση του ζητήματος της κατοικίας. Είναι ανοησία να θέλουμε να λύσουμε το πρόβλημα της κατοικίας διατηρώντας τις σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Οι σύγχρονες μεγαλουπόλεις θα παραμεριστούν όμως τότε, όταν θα έχει προηγούμενα καταργηθεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής. Και όταν θα αρχίσει αυτή η κατάργηση, τότε θα πρόκειται για εντελώς διαφορετικά ζητήματα, από το πώς θα δώσουμε στον κάθε εργάτη το δικό του ιδιόχτητο σπιτάκι.» Carlo Aymonino, Κυριαρχία και Υποτέλεια, η εξέλιξη της μοντέρνας πόλης, σελ.17
να δώσει ακόμα μεγαλύτερο πλεόνασμα... Η συνεχής επανεπένδυση όμως οδηγεί σε αύξηση της παραγωγής πλεονάσματος.»7 Προκύπτει επομένως η ανάγκη εντοπισμού κερδοφόρων πεδίων για παραγωγή και απορρόφηση του πλεονάζοντος κεφαλαίου. Έτσι, στις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν την επανάσταση του 1848, πραγματοποιήθηκαν στις ευρωπαϊκές πόλεις οι πρώτες μεγάλες πολεοδομικές παρεμβάσεις: ο επανασχεδιασμός του Παρισιού από τον βαρόνο Haussmann (1853-69), η δημιουργία της Ringstrasse στη Βιέννη (από το 1857) και της λεωφόρου Anspach στις Βρυξέλλες (από το 1857), η επέκταση της Βαρκελώνης από τον Cerda (1859-1910), της Φλωρεντίας από τον Poggi (1864-1877) και το σχέδιο διεύρυνσης του Βερολίνου στους Οικοδομικούς Κανονισμούς της αστυνομίας (1867).
1.2 Ο επανασχεδιασμός του Παρισιού από τον Haussmann Ο αστικός μετασχηματισμός του Παρισιού από τον Haussmann παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον όχι μόνο επειδή έδωσε στην πόλη την μορφή που έχει ακόμα και σήμερα, αλλά και επειδή συνέβαλλε στο να αποτελέσει την ιδανική πόλη της αστικής τάξης. Οι παρεμβάσεις του Haussmann δημιούργησαν έναν συγκεκριμένο τύπο πόλης, έναν χώρο επινοημένο από τη λογική της μπουρζουαζίας, της κυρίαρχης τάξης και επέβαλλαν ένα ειδικό χωρικό μοντέλο, το οποίο παρέμεινε και μετά τον Haussmann και την πτώση της Β’ Γαλλικής Αυτοκρατορίας (1852-1870) και καθόρισε τον πολεοδομικό σχεδιασμό της Γ’ Γαλλικής Δημοκρατίας. Ο Haussmann πήρε το χρίσμα του Νομάρχη του Παρισιού στις 29 Ιουνίου 1853. Ο διορισμός του σε αυτή τη θέση από τον Ναπολέοντα Γ’ είχε ως ρητή απαίτηση τον σχεδιασμό και την υλοποίηση μεγάλων πολεοδομικών σχεδίων. Μια από τις πρώτες προκλήσεις που είχε να αντιμετωπίσει ως Νομάρχης ήταν να αλλάξει αμέσως τη στάση του Δημοτικού Συμβουλίου που θεωρείτο απείθαρχο, παρότι είχε οριστεί από την Κυβέρνηση, διότι είχε θεσπίσει μια ανεπίσημη επιτροπή, σκοπός της οποίας ήταν να ελέγχει τα μεγάλα πολεοδομικά σχέδια και να λειτουργεί σαν ένα ιδιότυπο δημοτικό συμβούλιο. Μολονότι αυτή η επιτροπή συνεδρίασε τελικά μόνο μια φορά, η παρουσία της αξίζει να τονιστεί για να καταδείξει ένα ιδιαίτερο είδος σχέσεων που άρχισε να αναπτύσσεται δειλά ανάμεσα στις διάφορες αρχές: κυβέρνηση, δημοτικό συμβούλιο και διοικητικές αρχές, το οποίο βέβαια δεν μπορούσε να γίνει εύκολα αντιληπτό υπό το απολυταρχικό καθεστώς του Βοναπαρτισμού.8 Ο Haussmann γνώριζε καλά πως δεν πρόκειται να δημιουργήσει μια νέα πόλη από το μηδέν, αλλά να επέμβει καθοριστικά σε έναν ήδη δομημένο αστικό ιστό. Γι΄αυτό και η όποια παρέμβασή του έπρεπε αρχικά να γίνει μέσα σε ένα καθολικό πλαίσιο. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η διάνοιξη ενός δικτύου λεωφόρων, το οποίο ταυτόχρονα διαχώριζε (pierce) 7 8
David Harvey, Εξεγερμένες πόλεις, από το δικαίωμα στην πόλη, στην επανάσταση της πόλης, σελ.40-41 Philippe Panerai, Jean Castex, Jean-Charles Depaule, Ivor Samuels, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.1 13
την πόλη και ένωνε τις, ακτινικής διάταξης, πλατείες με σιδηροδρομικούς σταθμούς και με σημαντικά δημόσια κτίρια. Η μέθοδος που εφάρμοσε ο Haussmann δεν προσπαθούσε σε καμία περίπτωση να σχηματίσει αυτόνομα κομμάτια μέσα στην πόλη του Παρισιού. Ο στόχος του ήταν να επιβάλλει, μέσα από ένα γενικό δίκτυο λεωφόρων, μια δομική αναπροσαρμογή του αστικού ιστού, γεγονός που ερχόταν ενάντια στη λογική μιας πόλης που δημιουργείται από επιμέρους κομμάτια. Η πόλη του Haussmann μέσα από αυτό το κυκλοφοριακό δίκτυο κατάφερνε να επαναδιαιρεί ιεραρχικά το χώρο.9 Ένας άλλος βασικός παράγοντας για την διάνοιξη λεωφόρων ήταν η διευκόλυνση που αυτές θα παρείχαν στις κινήσεις των στρατευμάτων στους παρισινούς δρόμους για την αντιμετώπιση των εξεγέρσεων. Τα οδοφράγματα που είχαν στηθεί στους στενούς και δαιδαλώδεις δρόμους στις εξεγέρσεις του 1830 και 1848 είχαν κάνει ατελέσφορη την επέμβαση του στρατού και της αστυνομίας για την καταστολή των κινητοποιήσεων. Αυτή η επιτυχία των παρεμβάσεων του Haussmann φάνηκε διαχρονικά στις διάφορες μάχες και συγκρούσεις που έλαβαν μέρος στο ευρύτερο κέντρο της γαλλικής πρωτεύουσας. Αρχικά φάνηκε το 1871, όπου οι επαναστατικές θέσεις της Κομμούνας αναπτύχθηκαν σε εκείνα ακριβώς τα σημεία που δεν είχε παρέμβει ο βαρόνος.10 Σε αυτά τα σημεία έγιναν αργότερα και οι μάχες των οδοφραγμάτων κατά των Γερμανών το 1944 και στα ίδια σημεία έστησαν οδοφράγματα οι φοιτητές τον Μάη του 1968.11 Η διάνοιξη λεωφόρων ως βασική πολεοδομική αρχή του Haussmann βασίζεται πλήρως πάνω στο πρότυπο της νεοσυντηρητικής πόλης που προκύπτει ως εξέλιξη της βιομηχανικής πόλης μετά τις αποτυχημένες κοινωνικές εξεγέρσεις του 1848. Ο ιστός της πόλης διαμορφώνεται από μέτωπα όπου γίνεται η συνάντηση των ιδιωτικών με τους δημόσιους χώρους. Το δημόσιο διαχειρίζεται τον ελάχιστο χώρο που είναι αναγκαίος για τη συνολική λειτουργία της πόλης, δηλαδή τον χώρο που απαιτείται για το δίκτυο των διαδρομών (οδοί, λεωφόροι, ακτινικές πλατείες, σιδηρόδρομοι) και για το δίκτυο των υποδομών (ύδρευση, αποχέτευση και αργότερα γκάζι, ηλεκτρικό, τηλέφωνο).12 Η ιδιωτική ιδιοκτησία από την άλλη διαχειρίζεται όλον τον υπόλοιπο χώρο, που για να τον εμπορευματοποιήσει τον κατανέμει σε οικόπεδα τα οποία εξυπηρετούνται βέβαια από τα δημόσια δίκτυα διαδρομών και υποδομών. Το αστικό σχέδιο διαμορφώνεται από τα οδικά μέτωπα. Αναδεικνύεται έτσι η σημασία της οδού – διαδρόμου, ως αγωγός κυκλοφορίας και ταυτόχρονα ως χώρος όπου παραθέτονται 9
Philippe Panerai, Jean Castex, Jean-Charles Depaule, Ivor Samuels, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.7-11 10 Δημήτρης Καρύδης, Τα επτά βιβλία της πολεοδομίας, σελ. 93-95 11 Ντίνα Βαίου – Κωστής Χατζημιχάλης, Ο χώρος στην αριστερή σκέψη, σελ.36 12 Η κατασκευή υποδομών όπως το δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης αξίζει να τονιστεί ως η μoναδική θετική συμβολή των έργων του Haussmann. Με ένα πολύπλοκο σύστημα αντλιών και καναλιών πέτυχε την ασφαλή υδροδότηση της πόλης από μακριά, καταργώντας την παροχή νερού από τον μολυσμένο Σηκουάνα. Επίσης, στον τομέα της αποχέτευσης πρόσθεσε 500 χιλιόμετρα από υπόγειους σωλήνες που συμπλήρωσαν το μικρό δίκτυο των υφιστάμενων 107 χιλιομέτρων. Η επίκληση των λόγων υγιεινής διευκόλυνε την υλοποίηση των πολεοδομικών παρεμβάσεων του Haussmann, εξομάλυνε τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν από τις κατεδαφίσεις κτιρίων για τη διάνοιξη λεωφόρων και χρησιμοποιήθηκε ως μανδύας ώστε να αποκρυφτούν οι βαθύτερες πολιτικές στοχεύσεις του Ναπολέοντα III. 14
τα εμπορικά μέτωπα, δηλαδή οι εμπορικές προσόψεις. Αυτή η ιεράρχηση του δρόμου ως βασικού και κυρίαρχου στοιχείου της πόλης του Παρισιού φανερώνει της πρωτοκαθεδρία που είχε αποκτήσει στην οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα ο τριτογενής τομέας παραγωγής, στη λειτουργία του οποίου υποτάχθηκαν όλες οι άλλες λειτουργείς με πρώτη την κατοικία. Η εμπορική συναλλαγή, που εκτυλίσσεται στη συνοριακή γραμμή της οδού με το κτιριακό μέτωπο, πρέπει να εξυπηρετηθεί πρώτιστα. Από αυτό το πλαίσιο προκύπτει και η χαρακτηριστική προτίμηση του Haussmann σε πιο πυκνά οδικά δίκτυα και σε τριγωνικές χαράξεις, που στόχο είχαν τη μεγιστοποίηση, τόσο του μήκους των προσόψεων σε σχέση με τις επιφάνειες των οικοπέδων, όσο και του αριθμού των προνομιακών γωνιακών θέσεων [εικ.1.1-1.4]. Η υποταγή της κατοικίας στον τριτογενή τομέα είχε ως άμεσο σχεδόν αποτέλεσμα την σύνθλιψή της. Στον κεντρικό πυρήνα της πόλης συναντούσε πλέον κανείς διάφορα διοικητικά κτίρια, κατοικίες, γραφεία, μεγάλα καταστήματα, θέατρα, σχολεία, σταθμούς πυροσβεστικής, ταχυδρομεία κλπ., τα οποία αναμιγνύονται όλα μαζί στο κτιριακό παραπέτασμα της οδού, το οικοδομικό τετράγωνο. Ο συνωστισμός, η έλλειψη φωτισμού και ηλιασμού, οι θόρυβοι και η στενότητα χώρων ήταν μερικές από τις συνέπειες που προκαλούσε η κυρίαρχη πρόθεση να εξυπηρετηθεί το εμπόριο και η κυκλοφορία. Η κατοικία απαιτούσε επομένως οπισθοχώρηση σε σχέση με τα οδικά μέτωπα και επειδή κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο να εξυπηρετηθεί από τις συγκεκριμένες πολιτικές-πολεοδομικές στοχεύσεις του Haussmann, γινόταν κατασκευαστικά δυνατή μόνο στα προάστια του Παρισιού. Εκεί δεσπόζουν πλέον δύο τύποι κατοικίας: οι ακριβές κατοικίες με χαμηλή πυκνότητα για τις πιο εύπορες τάξεις (μεμονωμένες κατοικίες με κήπο) και οι οικονομικές κατοικίες με υψηλή πυκνότητα για τις φτωχότερες τάξεις (ψηλά κτίρια στα πρότυπα της πολυκατοικίας ή τρώγλες). Η εμφάνιση των δύο αυτών προτύπων κατοικίας πιστοποιεί με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τις ταξικές αντιθέσεις που άρχισαν να διαφαίνονται έντονα και ως προς την εγκατάσταση στο χώρο.13 Η πολεοδομική στρατηγική του Haussmann, που οδήγησε στη δημιουργία προαστιακών ζωνών, αποτελούσε στοχευμένη ταξική πολιτική και αυτό εξηγείται γλαφυρά απο τον Henri Lefebvre στο βιβλίο του Το δικαίωμα στην πόλη: «Το 1848, η γαλλική αστική τάξη, εδραιωμένη σταθερά πάνω στην πόλη του Παρισιού, κατέχει τους τόπους διαμονής και τις τράπεζες. Βρίσκεται όμως περικυκλωμένη από την εργατική τάξη. Οι χωρικοί εισρέουν και εγκαθίστανται γύρω από τα σύνορα, τις πύλες του Παρισιού, στην πρώτη περιφέρεια. Παλιοί εργάτες και νέοι προλετάριοι διεισδύουν ως την καρδιά της πόλης, κατοικούν σε τρώγλες, αλλά και σε σπίτια, όπου στα κάτω πατώματα μένουν οι εύποροι και στα πάνω οι εργάτες. Μέσα σε αυτό το «χάος», οι εργάτες απειλούν τους νεόπλουτους και ο κίνδυνος αυτός φανερώθηκε στις κοινωνικές εξεγέρσεις τον Ιούνιο του 1848. Το προλεταριάτο έπρεπε να εξοβελιστεί από το αστικό κέντρο και από την ίδια την πόλη.»14 Η επιτυχία του Βαρόνου σε αυτή την απαίτηση της αστικής τάξης, αποτέλεσε λίγα χρόνια αργότερα έναν βασικό λόγο της εξέγερσης της 13 Carlo Aymonino, Κυριαρχία και Υποτέλεια, η εξέλιξη της μοντέρνας πόλης, σελ.17-20 14 Henri Lefebvre, Το δικαίωμα στην πόλη, σελ.28-29 15
0
1
2km
1.1 Σχέδιο με τις λεωφόρους του Haussmann. Με λευκό: οι υφιστάμενοι δρόμοι, με μαύρο: οι διανοίξεις κατά τη διάρκεια της Β’ Γαλλικής Αυτοκρατορίας, με κάνναβο: τα νέα προάστια, με διαγράμμιση: οι ζώνες πρασίνου.
0
100
250km
1.2 Η κατεδάφιση μεγάλου τμήματος του αστικού ιστού για τη διάνοιξη της avenue de l’ Opera.
16
0 10
50
100m
0 10
50
100m
1.3 α. Η διασταύρωση της rue Perdonnet και της rue Louis-Blanc στο 10ο διαμέρισμα του Παρισιού. Το 1866 τέσσερα όμοια ο.τ. προέκυψαν από τη χάραξη των διαγωνίων ενός παλαιότερου ορθογώνιου ο.τ. β. Η διάνοιξη της λεωφόρου Voltaire που φτάνει μέχρι την place de la Republique.
17
1.4 Οι νέες διανοίξεις στις συνοικίες Wagram και Chaillot.
18
Παρισινής Κομμούνας, το 1871, όπου η κοινωνικά εξαθλιωμένη εργατική τάξη διεκδίκησε εκ νέου το «δικαίωμα στην πόλη» που είχε χάσει [εικ.1.5]. Αυτή η εξοβέλιση στα προάστια ευνοούσε και συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα. Η ανάγκη του κεφαλαιακού αποθέματος να απορροφηθεί, όπως εξηγήθηκε παραπάνω, παράλληλα με την αυξανόμενη ανεργία έγιναν αντιληπτά από τον Haussmann. Η ανοικοδόμηση του Παρισιού με τις κατεδαφίσεις, τις ανεγέρσεις και τις επεκτάσεις, απορρόφησε τεράστιες ποσότητες εργασίας και κεφαλαίου. Ο στοχευμένος εξοστρακισμος μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων βασιζόταν στο όραμα του Νομάρχη και του Ναπολέοντα III, σε μια ευρύτερη κλίμακα, που αφορούσε τη δημιουργία προαστίων και για να επιτευχθεί αυτό απευθύνθηκε σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (τράπεζες Credit Mobilier και Immobiliere).15 Έτσι εμφανίζονται και οι πρώτες πρωτοβουλίες για ανοικοδόμηση λαϊκών κατοικιών στα προάστια, χρηματοδοτούμενες μερικές φορές από το κράτος και κυρίως από ιδιώτες. Ο Ναπολέων III την εποχή του καθεστώτος της Β’ γαλλικής Αυτοκρατορίας έδωσε μεγάλη ώθηση σε τέτοιου είδους προγράμματα διαθέτοντας επιχορηγήσεις πολλών εκατομμυρίων φράγκων. Στο Παρίσι έχτισε δύο μεγάλα συγκροτήματα. Το ένα, με 311 κατοικίες στο Μπατινιόλ (1856-57) και το άλλο στο Νεϊγύ για 120 κατοικίες (1867). Επιπλέον, η ιδιωτική βιομηχανία συνέχισε να κατασκευάζει γύρω από το Παρίσι άθλιες τρώγλες που χρησίμευαν σαν στέγη για τους μετανάστες και τον φτωχό και εξαθλιωμένο πληθυσμό που εκδιώχθηκε από τις κατεδαφίσεις του Haussmann για τη διάνοιξη των νέων λεωφόρων.16 Το οικοδομικό τετράγωνο που προέκυπτε από τη χάραξη του ακτινωτού καννάβου πάνω στον αστικό ιστό, ήταν αναπόφευκτα ένα τρίγωνο κομμάτι, διαγώνια στο παραδοσιακό Παριζιάνικο οικοδομικό τετράγωνο, που συνήθως ήταν ορθογώνιο. Βέβαια, ορισμένα ορθογώνια τετράγωνα παρέμειναν και μετά τις τελικές χαράξεις του Haussmann. Οι διαστάσεις του τριγωνικού οικοδομικού τετραγώνου, που ήταν πλέον συμπαγές λόγω του σχήματος του, ποικίλλαν αρκετά ανάλογα με τις χαράξεις στις οποίες υποβάλλονταν τα αρχικά οικοδομικά τετράγωνα. Έτσι το μέγιστο βάθος τετραγώνου κυμαίνεται από 60 με 65 έως και 90 μέτρα, καλύπτοντας αντίστοιχα μια έκταση 3.400 με 6.300 έως και 20.000 τ.μ. Το ορθογώνιο ο.τ. ήταν συνήθως το υπόλειμμα τετραγώνου που προέκυπτε από τη χάραξη μιας λεωφόρου που δεν συνέπεπτε με τον αρχικό κάνναβο του οδικού δικτύου. Ήταν επομένως αρκετά μακρύ σε σχέση με το πλάτος του, με αναλογία 1:7 κατά μήκος της λεωφόρου Sebastopol και 1:4 κατά μήκος της λεωφόρου Pereire και με πλάτη 16 και 36 μέτρων αντίστοιχα. Αυτά τα εξαιρετικά συμπαγή ορθογώνια ο.τ. δεν απείχαν πολύ από το να αποτελέσουν ένα ενιαίο κτίρο-τετράγωνο περικυκλωμένο από τους δρόμους. Η υποδιαίρεση των τετραγώνων σε οικόπεδα ακολουθούσε κάποιους κανόνες που επιτάσσονταν από το τριγωνικό σχήμα του ο.τ.: 15 David Harvey, Εξεγερμένες πόλεις, από το δικαίωμα στην πόλη, στην επανάσταση της πόλης, σελ.44 16 Leonardo Benevolo - Παντελής Λαζαρίδης, Βιομηχανική Επανάσταση - Βιομηχανική Πόλη, σελ.300-301 19
1.5 Παρίσι, 1845. Τομή ενός κτιρίου πέντε ορόφων, όπως δημοσιεύτηκε από το Hetzel, Le diable a Paris, φανερώνει την κοινωνική διαστρωμάτωση καθ’ ύψος του κτιρίου.
20
• Κάθε οικόπεδο σχεδιάζεται προσεκτικά, ώστε να είναι κάθετο στην οδό. • Η κεντρική διαχωριστική γραμμή στο εσωτερικό του ο.τ. είναι η διχοτόμος της οξείας γωνίας που σχηματίζουν οι οδοί και βάζει μια γεωμετρική τάξη στην τριγωνική διάταξη του ο.τ. • Με εξαίρεση ορισμένα γωνιακά οικόπεδα, όλα τα υπόλοιπα έχουν περίπου τις ίδιες αναλογίες. Φαίνεται επομένως πως το ο.τ. του Haussmann προέρχεται από μια γενικευμένη οργάνωση, έναν σαφέστατο εξορθολογισμό και μια ορισμένη κανονικότητα. Ακόμα και όταν η επίβλεψη ενός ολόκληρου ο.τ. ανατίθετο σε έναν εργολάβο, η υλοποίησή του, που βασιζόταν σε ιδιώτες και σε μικρές επιχειρήσεις, σπάνια συνέβαινε μονομιάς. Το ο.τ. κτιζόταν σε οικόπεδα, ένα προς ένα, αν και μερικές φορές ενώνονταν ώστε να προκύψουν λιγότερες μονάδες. Έτσι το ο.τ. ανάμεσα στις οδούς Rue de Berne και Rue de Moscou έχει 19 κτίρια, ολόιδια μεταξύ τους, με βάση τη διχοτόμο αυτών των οδών [εικ.1.6].17 Ο εξορθολογισμός και η κανονικότητα του σχεδιασμού δεν στερούσαν, παρόλα αυτά, την ποικιλομορφία. Το τριγωνικό σχήμα των ο.τ. από μόνο του παρήγαγε, πολλές φορές, κάποιες αναγκαστικές διαφοροποιήσεις. Υπήρχαν, για παράδειγμα πολλές οξείες γωνίες που δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν σχεδιαστικά έτσι όπως όριζαν οι κανόνες του Haussmann. Επιπλέον, αναλόγως με το τί αποφάσιζε ο κάθε ιδιώτης επενδυτής, η μορφή των οικοπέδων αυτομάτως άλλαζε. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις, προέκυπταν μεγάλα οικόπεδα στις γωνίες αλλά και στο κέντρο του ο.τ. Επίσης ενώ κάποια οικόπεδα ήταν κάθετα προς τις οδούς, μετά από ένα βάθος 30μ. ένα, μονού προσανατολισμού, οικόπεδο προστεθόταν. Με αυτό τον τρόπο προέκυπτε μια μεγάλη ποικιλία σε σχήματα οικοπέδων, από τρίγωνα με υπερβολικά οξείες γωνείες έως σχήματα τύπου V, τραπέζια ακόμη και πολύπλοκα πολύγωνα. Εκτός από τη μορφή ποικιλία παρουσιάζεται και στο μέγεθος των οικοπέδων. Στο ο.τ. Moscou-Clapeyron κυμαίνονται από 200τ.μ. έως 1.100τ.μ., ενώ στο ο.τ. Moscou-Berne από 135τ.μ. έως 360.τ.μ. Η ίδια ποικιλομορφία παρατηρείται και σε επίπεδο όψεων, καθώς στο ο.τ. Moscou-Berne υπάρχουν προσόψεις πλάτους 9, 12, 19, 28, και 40 μέτρων [εικ.1.7]. Ένα άλλο στοιχείο που αξίζει να αναλυθεί είναι η διάταξη του κτιριακού όγκου στο ο.τ. και τα επιμέρους οικόπεδα. Εξετάζοντας το ορθογώνιο ο.τ. της λεωφόρου Pereire παρατηρούμε πως για τα δεκαεφτά οικόπεδα στα οποία υποδιαιρείται, υπάρχουν έξι αυλές όμοιου μεγέθους και τετράγωνου σχήματος [εικ.1.8]. Αυτές οι αυλές ήταν κοινές για τρία ή τέσσερα οικόπεδα. Φωταγωγοί χρησιμοποιούνταν είτε στο εσωτερικό των κτιρίων, είτε σε ορισμένες περιπτώσεις ενώνονταν με φωταγωγούς διπλανών κτιρίων, στην μια πλευρά του οικοπέδου. Η σχεδιαστική μονάδα πάνω στην οποία βασίστηκε η δόμηση ενός ο.τ. ήταν 17 Πρόκειται για το βόρειο τμήμα της συνοικίας Europe, το οποίο αναδιαρθρώθηκε από τον Haussmann (18671881). Η διάνοιξη της οδού Rue de Berne έγινε το 1881 από τον Monsieur Monnier, ακριβώς πίσω από τον σταθμό της σιδηροδρομικής εταιρίας Chemins de fer de l’Ouest. Το ο.τ. ανάμεσα στις οδούς Rue de Berne και Rue de Moscou δεν αντιμετωπίστηκε όλο με μια ενιαία επέμβαση διότι δύο κτίρια επί της οδού Rue de Leningrad δεν κατεδαφίστηκαν. 21
0 10
50
100m
1.6 Οι τυπολογίες ο.τ. που προέκυψαν από τον σχεδιασμό του Haussmann.
22
0
10
50
0
100m
10
30m
1.7 Κτιριακές τυπολογίες στο τριγωνικό ο.τ. του Haussmann.
23
το κτίριο σχήματος L. Αυτό, άλλοτε μόνο του και άλλοτε διπλασιασμένο, σχηματίζοντας U ή T, αποτέλεσε το ιδανικό σχήμα για κάθε είδους ο.τ. Στις γωνίες του ο.τ. το κτίριο L έβρισκε άμεση εφαρμογή. Από εκεί και έπειτα, κτίρια L, U, T τοποθετούνταν ανάλογα με το μέγεθος του οικοπέδου και με τέτοιο τρόπο ώστε οι αυλές που προέκυπταν, να ενώνονται ανά τρείς ή τέσσερις. Η υποταγή του οικοπέδου στον κτιριακό όγκο, που προκλήθηκε από αυτή τη σχεδιαστική αρχή, ήταν στοχευμένη ώστε να προκαλέσει έντονη πύκνωση και να μεγιστοποιήσει την αποδοτικότητα του εδάφους. Ο συλλογικός χώρος της εσωτερικής αυλής είχε πια κατακερματιστεί και είχε χάσει την ταυτότητά του τόσο σε κλίμακα ο.τ. όσο και στα επιμέρους κτίρια. Και αυτό διότι στην αυλή του ισογείου ένας τοίχος συνέχιζε να διαχωρίζει τα κτίρια, τα οποία θεωρητικά και μόνο «επικοινωνούσαν» μέσω του κοινού όγκου που δημιουργούσε η αυλή στους ορόφους, χώρις βέβαια να έχουν άμεση επαφή. Έτσι από την εποχή του Haussmann αποκόπηκαν βίαια οι όποιες κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ενοίκων καθώς και οι όποιες δραστηριότητες αναπτύσσονταν στο χώρο αυτό. Η μορφολογία του δομημένου χώρου φανέρωνε επίσης μια κοινωνική ιεράρχηση κρυμμένη πίσω από την επιβαλλόμενη ομοιομορφία του όλου. Η συνεχής περίμετρος σταθερού πάχους στο εξωτερικό μέρος του ο.τ. ερχόταν σε αντίθεση με το λιγότερο κανονικοποιημένο εσωτερικό του. Η αυστηρότητα και η τελειότητα ανήκαν στην περίμετρο του ο.τ., με τα σχεδιασμένα σε τάξη διαμερίσματα που έβλεπαν στο δρόμο και ήταν άμεσα προσβάσιμα από την είσοδο του κτιρίου, χωρίς να χρειάζεται να διασχίσουν την αυλή. Η εσωτερική πλευρά των κτιρίων θυσιαζόταν στη γεωμετρία των τριγωνικών και των τραπεζοειδών ο.τ. και επέτρεπε σαφώς πιο ακανόνιστα σχεδιασμένα διαμερίσματα, σπάνια διαμπερή και επομένως με πολύ μικρότερη πρόσβαση σε φως και αερισμό. Έτσι, στον βαθμό που η κατοικία εξακολουθούσε να αποτελεί λειτουργία στο αστικό κέντρο, άρχισε να παρατηρείται
0
10
50m
1.8 Κτιριακές τυπολογίες στο ορθογωνικό ο.τ. του Haussmann.
24
μια κοινωνική διαστρωμάτωση σε κλίμακα ο.τ., με τα πιο εύπορα στρώματα να κατοικούν στην περίμετρο και τα πιο εξαθλιωμένα, στο εσωτερικό. Αξίζει να τονιστεί πως και πριν τον Haussmann μπορούσε κανείς να διακρίνει έναν κοινωνικό διαχωρισμό τόσο σε οριζόντιο επίπεδο (συνοικίες), όσο και σε κάθετο επίπεδο (όροφοι). Απλώς, μετά τις επεμβάσεις του, παρατηρήθηκε μια συστηματική ανάπτυξη αυτού του ταξικού διαχωρισμού σε ένα πιο καθολικό πλαίσιο. Πλέον, σε επίπεδο πόλης, δημιουργούνται ολόκληρα προάστια κοινωνικά ομογενοποιημένα, ενώ σε επίπεδο ο.τ., η ταξική διαστρωμάτωση φανερώνεται με μια φθίνουσα κατεύθυνση από τις εξωτερικές όψεις του .οτ., προς τις εσωτερικές του αυλές. Ακόμα και στις περιπτώσεις που υπήρχε μίξη κοινωνικών τάξεων σε οριζόντιο επίπεδο, ο διαχωρισμός των κύριων κλιμακοστασίων με τις σκάλες υπηρεσίας διασφάλιζε την ξεχωριστή παρουσία τους στον χώρο. Η δυνατότητα του ο.τ. πριν τον Haussmann να φιλοξενεί ένα μεγάλο φάσμα λειτουργιών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον άκτιστο χώρο στο εσωτερικό του. Σε γενικές γραμμές, το ο.τ. αποτελούνταν από μια πυκνή περίμετρο και ένα εσωτερικό. Η περίμετρος ενωνόταν άμεσα με την οδό και ήταν το μέρος όπου συντελούνταν το εμπόριο και οι ανταλλαγές. Από την άλλη πλευρά, το εσωτερικό του τετραγώνου αποτελούσε μια ζώνη σε απόσταση από το δρόμο, έναν χώρο εύπλαστο, ευμετάβλητο, απαλλαγμένο από τους αυστηρούς κανόνες της οδού και επομένως κατάλληλο για ιδιωτική εκμετάλλευση. Η αντίθεση ανάμεσα στην περίμετρο και το εσωτερικό πρέπει να γίνει αντιληπτή ως ένα σύστημα διαφορετικοτήτων, που επέτρεπε την οργάνωση της πολυπλοκότητας του αστικού ιστού. Πρόκειται για ένα μοντέλο που έδινε τη δυνατότητα να κατανεμηθούν διάφορες λειτουργίες μέσα στα ο.τ. Έτσι, πριν τον Haussmann, στο εσωτερικό των ο.τ. συναντά κανείς εργαστήρια, βιοτεχνίες, γκαράζ, αποθήκες, κήπους, πάρκα ιδιωτικών ξενοδοχείων. Επομένως στο ίδιο ο.τ. υπήρχε ανάμειξη των λειτουργιών: κατοίκηση, ανταλλαγή προϊόντων, εργασία. Μετά τις πολεοδομικές επεμβάσεις του, απέμεινε μια μειωμένη πολυλειτουργικότητα. Εξαιτίας της αυξημένης πυκνότητας του δομημένου χώρου και συνεπώς της οριακής εξάλειψης του κενού χώρου, η σύνθλιψη της κατοικίας στο βωμό των άλλων λειτουργιών ήταν αναπόφευκτη.18
1.3 Η επέκταση της Βαρκελώνης από τον Cerda «Το πρότυπο του Παρισιού προσέφερε ικανοποιητικές λύσεις για το σχεδιασμό μιας σύγχρονης καπιταλιστικής μητρόπολης, αναγκαίες για όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις που αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην υποδοχή των αλλαγών της βιομηχανικής επανάστασης. Το βασικό πρόβλημα που καλούνταν να απαντήσουν ήταν η επέκταση των ιστορικών πόλεων πέρα από τα όρια του ιστορικού κέντρου. Η αυτοκρατορική μεγαλοπρέπεια και ο πλούτος που 18 Philippe Panerai, Jean Castex, Jean Charles Depaule, Ivor Samuels, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.18-27 25
επιδεικνύει η γαλλική πρωτεύουσα προκαλεί το θαυμασμό των ανερχόμενων ευρωπαϊκών αστικών τάξεων και οι ταξικές προεκτάσεις των χωροταξικών μεταβολών φαίνονται σύμφωνες με τις καθεστωτικές βουλήσεις.»19 Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η επέκταση της Βαρκελώνης από τον Ildefons Cerda, η οποία ξεκίνησε το 1859 και συνιστά μέχρι και σήμερα ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της πόλης. Η Βαρκελώνη του 19ου αιώνα ήταν μια βιομηχανική πόλη, έντονα ενεργή στον τομέα του εμπορίου χάρη στο λιμάνι της, που αποτελούσε βασικό κόμβο μεταφοράς αγαθών με τα υπόλοιπα μεγάλα λιμάνια της Μεσογείου. Η βιομηχανική επανάσταση συνεπαγόταν μια τεράστια πύκνωση του αστικού ιστού, στην οποία η μπουρζουαζία, η εργατική τάξη και τα εργοστάσια βρισκόντουσαν συνωστισμένα μέσα στα μεσαιωνικά τείχη της πόλης. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πλέον ανυπόφορες, με υψηλή πυκνότητα στέγασης για την εργατική τάξη (αντιστοιχούσαν περίπου 10μ2 ανά άτομο) και χαλασμένα δίκτυα υδροδότησης και αποχέτευσης.20 Μόλις η είδηση πως η κυβέρνηση έδωσε άδεια κατεδάφισης των τειχών της Βαρκελώνης έγινε γνωστή, οι κάτοικοι της πόλης ξεχύθηκαν στους δρόμους είτε εμψυχώνοντας, είτε συμμετέχοντας πρακτικά στην κατεδάφισή. Τα τείχη της Βαρκελώνης ήταν μέχρι τότε η πιο μισητή κατασκευή για τους κατοίκους της, μιας και ένιωθαν πως τους απέκλειε πλήρως από τον υπόλοιπο κόσμο.21 Η πληθυσμιακή επέκταση και οι βιομηχανίες επρόκειτο να εγκατασταθούν σε μια περιοχή που μέχρι τότε είχε αποκλειστικά αγροτική χρήση [εικ.1.9]. Ο σχεδιασμός της Eixample22 ανατέθηκε από το Υπουργείο Ανάπτυξης σε ένα πολιτικό μηχανικό, τον Ildefons Cerda. Οι υψηλοί δείκτες θνησιμότητας του πληθυσμού της εργατικής τάξης και οι άσχημες συνθήκες εκπαίδευσης και υγιεινής οδήγησαν τον Cerda να εντάξει στο σχεδιασμό του την τοποθέτηση υπηρεσιών όπως διοικητικά κτίρια, αγορές, πάρκα και κυρίως σχολεία και νοσοκομεία. Η σχεδιαστική πρόταση της επέκτασης περιελάμβανε κατά προσέγγιση 1.000 τυποποιημένα ο.τ., στη βάση ενός τετραγώνου πλάτους 113μ., στο οποίο μια απότμηση των γωνιών του, μήκους 20μ. στην κάθε πλευρά, το μετέτρεπε σε οκτάγωνο. Αυτό το χαρακτηριστικό στοιχείο των αποτμήσεων παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο Cerda, που είχε εμπλακεί ενεργά στην κατασκευή σημαντικών σιδηροδρομικών δικτύων στην Ισπανία, είχε μαγευτεί από την τεχνολογία των μηχανών και περιέγραφε το τραίνο ως μια κινούμενη πόλη. Οραματιζόταν ένα μέλλον όπου οι πόλεις θα διασχίζονται από αυτές τις μεγάλες ατμομηχανές σαν βασικό μέσο μεταφοράς. Σαν αποτέλεσμα αυτού του οράματος σχεδίασε αποτμήσεις, σε καθεμιά από τις τέσσερις γωνίες του κάθε ο.τ., ώστε αυτά τα μεγάλα οχήματα να στρίβουν με ευκολία. Εκτός από τις αποτμήσεις και το αυστηρό ιπποδάμειο σύστημα των οδών (20 με 30μ. 19 Θάνος Ανδρίτσος, Η κρίση στην πόλη και η πόλη στην κρίση, σελ.51 20 Montserrat Pallares-Barbera, Cerda and Barcelona: The need for a new city and service provision, σελ.124 21 Πρόκειται για μεγάλα και συμπαγή τείχη, τα οποία περικύκλωναν ολόκληρη την πόλη και χρειάστηκαν δώδεκα ολόκληρα χρόνια για την πλήρη κατεδάφισή τους. 22 Η επέκταση της Βαρκελώνης αφορούσε μια τεράστια γεωγραφική περιοχή στην οποία θα επεκτεινόταν η πόλη. Σύμφωνα με τον Cerda, η έκτασή της ήταν δέκα φορές μεγαλύτερη από την έκταση της παλιάς πόλης. Ο όρος Eixample αποτελεί την καταλανική λέξη για την επέκταση αυτή. 26
πλάτος), το σχέδιο του Cerda περιελάμβανε μεγάλες λεωφόρους (50 με 70μ. πλάτος) για να διευκολυνθεί η επικοινωνία ανάμεσα στο λιμάνι και τις εισόδους της Βαρκελώνης [εικ.1.10]. Η πιο χαρακτηριστική ήταν η μεγάλη διαγώνια λεωφόρος Diagonal, μήκους 10 χιλιομέτρων. Εδώ, όπως και στην περίπτωση του Haussmann νωρίτερα, διαφαίνεται η κυριαρχία της οδούλεωφόρου έναντι όλων των υπόλοιπων λειτουργιών. Το πρώτο πράγμα που έπρεπε σχεδιαστικά να ικανοποιηθεί ήταν η όσο το δυνατόν γρηγορότερη κυκλοφορία και το εμπόριο. Γι’ αυτό το λόγο, οι αποτμήσεις ερμηνεύονται περισσότερο σαν μια διαπλάτυνση της διασταύρωσης των δρόμων, παρά ως μια σχεδιαστική παρέμβαση στον κτιριακό όγκο του ο.τ. Ο σχεδιασμός τους στόχευε στην μεγιστοποίηση του μήκους των όψεων που βλέπουν στο δρόμο, γεγονός που ευνοούσε τις συναλλαγές και το εμπόριο. Στον αρχικό σχεδιασμό του Cerda υπήρχαν δύο βασικές τυπολογικές διατάξεις του κτιστού όγκου στην επιφάνεια του ο.τ. [εικ.1.11]. Στην μια περίπτωση οι κτιριακοί όγκοι τοποθετούνταν παράλληλα στις αντικριστές πλευρές του ο.τ., αφήνοντας στο εσωτερικό του έναν μεγάλο παραλληλόγραμμο χώρο για κήπο. Στην άλλη περίπτωση, τα κτίρια ενωνόντουσαν στις δυο πλευρές του ο.τ., σχηματίζοντας σχήμα L και αφήνοντας πάλι έναν μεγάλο τετράγωνο χώρο για κήπο. Η σύνδεση ο.τ. της πρώτης τυπολογίας δημιουργούσε ακόμη μεγαλύτερες λωρίδες πρασίνου κατά μήκος των κτιρίων, ενώ η σύνδεση της δεύτερης, όταν γινόταν ανά τέσσερα ο.τ., οδηγούσε στη δημιουργία ενός μεγαλύτερου τετράγωνου κήπου που διατρεχόταν από δύο δρόμους, κάθετους μεταξύ τους.23 Στο αρχικό του σχέδιο προβλεπόταν πως το κτιστό κομμάτι δεν θα υπερέβαινε το 50% του οικοδομικού τετραγώνου και στο υπόλοιπο θα γινόντουσαν κήποι. Επίσης, το ύψος των κτιρίων δεν επιτρεπόταν να υπερβαίνει τα 20μ. και το μέγιστο βάθος κυμαινόταν από 15 έως 20μ. Το μέγιστο ύψος 20μ. εξυπηρετούσε άλλη μια σχεδιαστική αρχή που αφορούσε τον φωτισμό, καθώς σε συνδυασμό με το πλάτος των οδών, που σε καμία περίπτωση δεν προβλεπόταν μικρότερο από 20μ., δημιουργούσε μια αναλογία 1:1, ευνοώντας τον επαρκή και άμεσο φωτισμό των κτιρίων, καθώς κανένα ο.τ. δεν θα επισκίαζε τα διπλανά του [εικ.1.12]. Ωστόσο, η τελική πρόταση του Cerda, που αρχικά παρουσιάστηκε το 1855, επρόκειτο να υποστεί αρκετές τροποποιήσεις και να αποτελέσει πεδίο πολιτικών και κοινωνικών αντιπαραθέσεων για πολλές δεκαετίες μετά. Αρχικά, το δημοτικό συμβούλιο της Βαρκελώνης διεκδίκησε το έργο αυτό ως αρμοδιότητα του δήμου και για το λόγο αυτό προκήρυξε ανοιχτό διαγωνισμό με προτάσεις. Τον Ιούνιο του 1859, λίγες μέρες πριν την καταληκτική ημερομηνία του διαγωνισμού, το Υπουργείο Ανάπτυξης ενέκρινε το σχέδιο του Cerda, γεγονός που εξόργισε τις αρχές της Βαρκελώνης, οι οποίες ερμήνευσαν την απόφαση αυτή ως μια συγκεντρωτική πολιτική επιβολή της νέας συντηρητικής κυβέρνησης της Ισπανίας εις βάρος του δήμου. Αντιδρούσαν επίσης στη διαπλάτυνση δρόμων που θα περνούσαν μέσα στην παλιά πόλη και θα έφταναν σε πλάτος 35μ. Αυτό απαιτούσε πολλές απαλλοτριώσεις και συνεπώς μεγάλα ποσά αποζημιώσεων σύμφωνα με το νόμο.24 Ο Cerda πρότεινε τη 23 Nicholas Socrates, The enlargement of Barcelona, σελ.4 24 Η παλία πόλη περιελάμβανε 200 δρόμους με λιγότερο από 3μ. πλάτος και 400 με λιγότερο από 6μ. 27
1.9 Πάνω: Οι αγροτικές εκτάσεις έξω από τα τείχη της Βαρκελώνης. 1.10 Κάτω: Ο χάρτης της επέκτασης της Βαρκελώνης όπως δημοσιεύτηκε από τον Cerda, το 1859.
28
1.11 Πάνω αριστερά: Οι δυο βασικές τυπολογικές διατάξεις του δομημένου χώρου στα ο.τ. 1.12 Πάνω δεξιά: Η δυνατότητα άμεσου φωτισμού διατηρήθηκε και μετά την αύξηση του κτιστού όγκου του ο.τ. 1.13 Κάτω: Η αρχική στόχευση του Cerda για την επέκταση τριών λεωφόρων μέσα στο ιστορικό κέντρο.
29
δημιουργία μιας μεγάλης ιδιωτικής επιχείρησης ιδιοκτητών γης, οι οποίοι θα αναλάμβαναν όλη την κατασκευαστική διαδικασία. Αυτό, φυσικά, για το δημοτικό συμβούλιο σήμαινε ακόμη μεγαλύτερη απώλεια ελέγχου στο έργο. Οι αρχές της Βαρκελώνης προκειμένου να αποφύγουν τις αντιπαραθέσεις με τους ιδιοκτήτες ακινήτων στην παλιά πόλη προωθούσαν το πολεοδομικό σχέδιο του Rovira, το οποίο και κέρδισε στο διαγωνισμό. Το σχέδιο αυτό πρότεινε πολύ μικρότερη διαπλάτυνση ώστε οι δρόμοι να φτάνουν από 10 έως 15μ. πλάτος και επομένως οι απαλλοτριώσεις θα μειωνόντουσαν. Ήταν μια πιο συντηρητική προσέγγιση κατά την οποία η όποια επέκταση της πόλης θα ερχόταν να συνεχίσει την αστική ανάπτυξη της παλιάς, που παρέμεινε ακόμη στο κέντρο. Αντίθετα ο Cerda δεν χρησιμοποιούσε καν τη λέξη επέκταση, αλλά προτιμούσε τη λέξη ίδρυση μιας νέας πόλης. Αυτό φαίνεται και στο σχέδιό του, όπου η παλιά πόλη δεν βρίσκεται σε κεντρική πλέον θέση και ένα νέο αστικό κέντρο έχει δημιουργηθεί στην Eixample.25 Ένα άλλο εμπόδιο στα σχέδια του Cerda, προήλθε από την εργατική τάξη της Βαρκελώνης, που συχνά επαινούσαν οι θεωρητικοί μαρξιστές και αναρχικοί, όπως ο Ένγκελς και ο Μπακούνιν, ως ένα παράδειγμα επιτυχημένης οργάνωσης του προλεταριάτου και μαχητικού πνεύματος. Σε γενικές γραμμές, η εργατική τάξη ερμήνευσε την επέκταση, όχι μόνο σαν μια προσπάθεια να κατασκευαστεί μια περιοχή κατοικίας αποκλειστικά για τις ανώτερες τάξεις, αλλά και ως μια ξεκάθαρη επίθεση της αστικής τάξης στην προλεταριακή πόλη της παλιάς Βαρκελώνης. Η πολεοδομική επέμβαση του Cerda περιελάμβανε την επιμήκυνση των λεωφόρων της Eixample μέσα στον ιστό της παλιάς πόλης και αυτό εκλαμβανόταν από την εργατική τάξη ως επίθεση [εικ.1.13]. Παρά τις αντιδράσεις του δημοτικού συμβουλίου και της εργατικής τάξης, οι καθοριστικές τροποποιήσεις στο σχέδιο του Cerda έγιναν σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Το εγκεκριμένο σχέδιο του 1859, φανέρωσε έντονες αλλαγές σε σχέση με το αρχικό. Προφανώς, ο Cerda τις εισήγαγε για να κάμψει τις αντιδράσεις των ιδιοκτητών γης. Αυτή η στροφή του Cerda καταδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο ένα βασικό χαρακτηριστικό της «νεο-συντηρητικής» πόλης. Οι παρεμβάσεις των διοικητικών αρχών πρέπει πλέον να εξυπηρετούν όχι μόνο το βιομηχανικό κεφάλαιο, αλλά και το κεφάλαιο ακινήτων που ενισχύεται έντονα μέσα στους ταχύτατους ρυθμούς μετασχηματισμού των πόλεων. Έτσι, το μέσο πλάτος των οδών μειώθηκε από 35μ. που είχε αρχικά προταθεί, σε 20 με 30μ., ενώ το έντονο ενδιαφέρον για ειδικές εργατικές κατοικίες, ως μέσο επίτευξης μιας κάποιας ισότητας στον αστικό ιστό, εγκαταλείφθηκε παντελώς. Επιπλέον, το μέγιστο βάθος επεκτάθηκε στα 20μ. σε όλες τις περιπτώσεις και η αρχική κατανομή πάρκων και δημόσιων εγκαταστάσεων σταμάτησε να θεωρείται υποχρεωτική. Η γη εκτός των τειχών της Βαρκελώνης, κάποτε φθηνή και άχρηστη, είχε μετατραπεί λόγω του σχεδίου επέκτασης, σε μια τεράστια δυνητική πηγή κέρδους. Οι ιδιοκτήτες γης ήθελαν να ελέγχουν όσο περισσότερο μπορούσαν την σχεδιαστική εξέλιξη της επέκτασης, ώστε να διασφαλίζουν οικονομικά οφέλη. Μάλιστα, ο Cerda για να συνεχίσει 25 Eduardo Aibar – Wiebe E. Bijker, Constructing a City: The Cerda Plan for the Extension of Barcelona, σελ.7-11 30
την διαδικασία κατασκευής της Eixample, η οποία σκοπίμως σταμάτησε από τους ιδιοκτήτες γης με μια ανταπεργία, αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να δεχθεί και άλλες καθοριστικές τροποποιήσεις στο σχέδιό του. Τα ο.τ. άρχισαν πλέον να κτίζονται και στις τέσσερις πλευρές τους, στενά δρομάκια χώριζαν στα δύο ορισμένα ο.τ., ενώ το βάθος των κτιρίων αυξήθηκε στα 24μ., μειώνοντας ακόμη περισσότερο τον εσωτερικό ελεύθερο χώρο [εικ.1.14-1.18]. Μια τελευταία τροποποίηση συνέβη μέσα στις πρώτες δεκαετίες εφαρμογής της Eixample. Η περιοχή γύρω από την λεωφόρο Passeig de Gracia θεωρείτο ως μια περιοχή αριστοκρατικής κατοικίας. Οι τιμές της γης και των ακινήτων ορίστηκαν σε συνάρτηση με τη γειτνίαση στην λεωφόρο Passeig de Gracia, με αποτέλεσμα την δεκαετία του 1890 να έχει γίνει εμφανής μια καλύτερη ποιότητα σε αυτή την περιοχή. Η προσπάθεια επιβολής των σχεδιαστικών αρχών της Eixample στον παλιό ιστό της πόλης, με την διαπλάτυνση οδών ώστε να αποτελέσουν προέκταση των λεωφόρων της Eixample, βρήκε την απόλυτη στήριξη από την αστική τάξη και την ξεκάθαρη εναντίωση της εργατικής. Και αυτό διότι, οι λεωφόροι ερμηνεύτηκαν ως μια δραστική προσπάθεια να σπάσει η ηγεμονία της εργατικής τάξης στο κέντρο της Βαρκελώνης. Αυτή η ηγεμονία, που είχε προέλθει από τη σταδιακή μετακίνηση της αστικής τάξης στην Eixample, δεν μπορούσε να γίνει ανεκτή επειδή απειλούσε διαρκώς τη νέα καπιταλιστική τάξη στην πόλη-εργοστάσιο. Έτσι, όταν τον Ιούλιο του 1909 οι ανώτερες τάξεις πανηγύριζαν την κατεδάφιση των κτιρίων που απαιτούνταν για την διάνοιξη της λεωφόρου Via Laietana στον παλιό ιστό, η εργατική τάξη κινητοποιήθηκε άμεσα.26 Όλοι οι δρόμοι καταλήφθηκαν από τους εργάτες και η πόλη παρέλυσε για μια εβδομάδα, την οποία η αστική τάξη αποκάλεσε «Τραγική Εβδομάδα» (Setmana Tragica).27 Έτσι από τις τρεις μεγάλες λεωφόρους που αρχικά είχε οραματιστεί ο Cerda για το παλιό κέντρο της πόλης, μόνο μία, η Via Laietana, ήταν αυτή που τελικά υλοποιήθηκε [εικ.1.17]. Συμπερασματικά, οι πιο σημαντικές τροποποιήσεις στο αρχικό σχέδιο του Cerda ήταν εκείνες που αφορούσαν τη μορφολογία του ο.τ. Η περίπτωση της επέκτασης της Βαρκελώνης καταρρίπτει τις απόψεις εκείνες που υποστήριζαν πως είναι δυνατή μια καθαρά πολεοδομική λύση των κοινωνικών αντιφάσεων. Φάνηκε με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο πως οι όποιες πολεοδομικές επιλύσεις δεν νοούνται χωρίς να υπάρξουν ταυτόχρονα θεμελιώδεις δομικές αλλαγές, δηλαδή χωρίς κοινωνικό μετασχηματισμό. Πράγματι, οι ιδιοκτήτες γης είχαν γίνει τόσο ισχυροί που παρέβλεπαν, όχι μόνο τους προτεινόμενους κανονισμούς του Cerda, αλλά και τους οποιουσδήποτε ισχύοντες κανονισμούς, χωρίς κάποια ουσιαστική εναντίωση από το δημοτικό συμβούλιο. Ήδη το 1890 ο δομημένος χώρος καταλάμβανε κατά μέσο όρο το 70% της επιφάνειας του ο.τ., από το αρχικό 50% που προβλεπόταν ως μέγιστο. Η κατάσταση χειροτέρευε ολοένα και περισσότερο με διαδοχικούς κτιριακούς κανονισμούς και το 1958 ο κτιριακός όγκος του ο.τ., ο οποίος σύμφωνα με τους αρχικούς κανονισμούς του Cerda δεν θα ξεπερνούσε τα 67.200μ3, έφτασε τελικά τα 294.700μ3. 26 Υπολογίζεται ότι χρησιμοποιήθηκαν 7.000μ2 πέτρες από τους πεζόδρομους, για να στηθούν οδοφράγματα, ενώ πολλές εκκλησίες, μοναστήρια και διοικητικά κτίρια κάηκαν ολοσχερώς. 27 Eduardo Aibar – Wiebe E. Bijker, Constructing a City: The Cerda Plan for the Extension of Barcelona, σελ.15-19 31
0 20
32
100m
1.14 Πάνω: Η διαδοχική αύξηση της πυκνότητας των ο.τ. 1.15 Κάτω αριστερά: Η συνολική αύξηση του κτιριακού όγκου οδήγησε σε μια τελείως διαφορετική εικόνα του ο.τ. σε σύγκριση με τα αρχικά σχέδια του Cerda. 1.16 Κάτω δεξιά: Μερικά ο.τ. στους κτηματολογικούς χάρτες του 1969.
1.17 Η διείσδυση της Via Laietana στον αστικό ιστό του ιστορικού κέντρου της Βαρκελώνης.
1.18 Τμήμα της Eixample το 2005 και το αντίστοιχο τμήμα της κατά τη διάρκεια των κατασκευών, το 1865.
33
Ο Ildefons Cerda αποτέλεσε αναμφισβήτητα έναν προοδευτικό αρχιτέκτονα, που παρά τις αντίξοες συνθήκες ενός κεφαλαίου που πίεζε για πυκνότερη δόμηση και εκμετάλλευση της γης, κατάφερε να θέσει τις πρώτες στοχεύσεις του αρχιτεκτονικού-πολεοδομικού σχεδιασμού στην καλυτέρευση της ποιότητας ζωής των πολλών. Οι αρχικές του προτάσεις, πριν αλλοιωθούν, συνιστούν την πρώτη ουσιαστική απόπειρα ανοίγματος του ο.τ., όπου ο δομημένος και ο αδόμητος χώρος συνδιαλέγονται χωρίς να υπερισχύει ο ένας έναντι του άλλου. Σύμφωνα με τον Ramoneda, αποτελεί έναν από τους θεμελιωτές του μοντέρνου αστικού σχεδιασμού. Η πολεοδομική του αντίληψη έχει μια διάσταση μοντέρνου ορθολογισμού, που φανερώνεται από τα πλατιά ανοίγματα που σχεδίασε μέχρι και την πληθώρα εσωτερικών κοινόχρηστων χώρων.28
28 Joan Busquets – Miquel Corominas, Cerda and the Barcelona of the future: reality versus project, σελ.10-11 34
2. Η μετάβαση στη μοντέρνα πόλη και η σταδιακή αποσύνθεση του οικοδομικού τεραγώνου
2.1 Οι δύο εναλλακτικές πολεοδομικές προτάσεις Τη δεκαετία του 1920, κάτω από την πίεση των καταστροφών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, της βιομηχανικής ανάπτυξης και των αναγκών της βιομηχανικής κοινωνίας, αναπτυσσόταν στην Ευρώπη ένα ριζοσπαστικό κίνημα που αγωνιούσε για μια νέα αρχιτεκτονική. Το Bauhaus στη Γερμανία, το Esprit Nouveau στη Γαλλία, το Destijl στην Ολλανδία και το Modernismo στην Καταλονία είναι εκφράσεις αυτών ακριβώς των νέων ιδεών που στην αρχιτεκτονική αλλά και στις πλαστικές τέχνες αμφισβητούσαν όλη την κληρονομιά του παρελθόντος. Οι αντιδράσεις που αντιμετώπιζαν τα κινήματα αυτά στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ήταν εχθρικές, τόσο από την πλευρά των συντηρητικών, ως επί το πλείστον, αρχών, όσο κι από την πλειοψηφία των αρχιτεκτόνων, των ακαδημιών και των σχολών αρχιτεκτονικής. Μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, διάσημοι αρχιτέκτονες όπως ο Le Corbusier, ο Gropius, ο Mies van der Rohe και ο Hannes Meyer παρέμεναν οι αντιπολιτευόμενοι που αγωνίζονταν για μια νέα αρχιτεκτονική μέσα σε ένα κλίμα στενοκέφαλου συντηρητισμού.29 Ωστόσο, ορισμένες σοσιαλιστικές διοικήσεις που αναδύθηκαν στην εξουσία το διάστημα του Μεσοπολέμου επρόκειτο να δώσουν την ευκαιρία στο Μοντέρνο Κίνημα να κάνει πράξη τις πρώτες θεωρητικές του θέσεις. Η πρώτη απόπειρα για μια διαφορετική προσέγγιση της πολεοδομικής θεωρίας και πρακτικής άρχισε να διαφαίνεται στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα. Σε αυτό το διάστημα του Μεσοπολέμου, το Μοντέρνο Κίνημα ασκεί έντονη κριτική στην υφιστάμενη δομή των πόλεων. Οι μοντέρνοι αρχιτέκτονες αμφισβητούν έντονα την κυριαρχία του τριτογενούς τομέα παραγωγής στην οποία βρίσκονταν, μέχρι τότε, υποταγμένες όλες οι άλλες λειτουργίες του αστικού χώρου, ενώ αντίθετα, δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την «εν εκτάσει» κατοικία, η οποία αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια δημιουργίας ενός πολεοδομικού ιστού που να ανταποκρίνεται κατά κύριο λόγο στις επιταγές της κατοικίας και όχι του τριτογενούς τομέα. Αυτή η πρωτοκαθεδρία που δίνεται στην κατοικία σε σχέση με τις υπόλοιπες λειτουργίες αποτέλεσε την βασική αρχή του μανιφέστου του μοντερνισμού και αιτιολογεί τη μεγάλη σημασία που έδωσε το Μοντέρνο Κίνημα σε έργα και προτάσεις των αρχών του 20ου αιώνα, όπως οι «Κηπουπόλεις» του Ebenezer Howard (1902) και του Raymond Unwin (1904) και η «Βιομηχανική πόλη» του Tony Garnier (1904), έργα βαθύτατα επηρεασμένα από τους ουτοπιστές σοσιαλιστές του 19ου αιώνα [εικ.2.1]. Χαρακτηριστικά, υλοποιημένα παραδείγματα των «εν εκτάσει» συγκροτημάτων κατοίκησης ήταν οι οικισμοί της Φρανκφούρτης από τον Ernst May και του Βερολίνου, κυρίως, από τους Bruno Taut και 29 Anatole Kopp, Παντελής Λαζαρίδης, Πόλη και Επανάσταση, Η Πτώχευση της Αρχιτεκτονικής, σελ.37 35
Martin Wagner. Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, το γερμανικό κράτος είχε βγει ηττημένο και οικονομικά εξαθλιωμένο και χρειάστηκε μια σειρά δανείων από ξένες χώρες και κυρίως τις ΗΠΑ, ώστε να αρχίζει να ανακάμπτει. Η ανάγκη για κοινωνική κατοίκηση το 1925 είχε γίνει πιο αναγκαία από ποτέ, καθώς εξαιτίας του πολέμου και της οικονομικής κρίσης, τίποτα δεν είχε κτιστεί για μια ολόκληρη δεκαετία, ενώ οι συνθήκες διαβίωσης στην παραδοσιακή πόλη για τα κατώτερα στρώματα συνέχιζαν να είναι αφόρητες και από πλευρά πυκνότητας και από πλευρά υγιεινής. Η Φρανκφούρτη, για παράδειγμα, ως μια σημαντική βιομηχανική πόλη, αυξανόταν διαρκώς σε πληθυσμό από τον 19ο αιώνα και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την κατασκευή νέων περιοχών κατοίκησης στις περιφέρειες, κατά τα πρότυπα του Παρισιού του Haussmann. Υπήρχαν δηλαδή συνοικίες ευάρες και ευήλιες για την αστική τάξη και μικρές κατοικίες-τρώγλες για την εργατική τάξη. Έτσι, δεν είναι παρά στις πόλεις της Γερμανίας που διαπιστώθηκε η μεγάλη εμβέλεια που είχε η μαζική παραγωγή κατοικίας για τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Η δεύτερη απόπειρα εναλλακτικής λύσης στο πρόβλημα της κατοικίας ήρθε από τη σοσιαλιστική διοίκηση της Βιέννης (1919-1934) η οποία υιοθέτησε ένα ριζοσπαστικό για την εποχή πρόγραμμα μαζικής παραγωγής κατοικιών στα πρότυπα του περιμετρικού ο.τ. με περίκλειστη αυλή. Η Βιέννη έχοντας καταστραφεί οικονομικά και οικιστικά μετά από τη συμμετοχή της και την ήττα της στον Α’ Π.Π., συνιστούσε πεδίο έντονων προβληματισμών στους κύκλους των πολιτικών, των πολεοδόμων και των αρχιτεκτόνων. Σε αντίθεση με την κυρίαρχη αφήγηση των γερμανών μοντερνιστών, οι δημοτικές αρχές της Βιέννης αντιπρότειναν την κατασκευή επιβλητικών κτιριακών συγκροτημάτων μέσα στον ιστό της πόλης και με σαφή διατήρηση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Τα κτίρια αυτά εξασφάλιζαν υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα σε όσο το δυνατόν μικρότερη έκταση γης, σε αντίθεση με την χαμηλή συγκριτικά πυκνότητα των εν εκτάσει γερμανικών κατοικιών. Η δε ύπαρξη συλλογικών εξυπηρετήσεων και δημόσιων εγκαταστάσεων ήταν πιο έντονη από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή πόλη. Αυτή η σχεδιαστική προσέγγιση στη Βιέννη δεν ήταν φυσικά η μόνη. Πολλοί μελετητές και θεωρητικοί σε χώρες όπως η Ολλανδία, η Γερμανία και η Αυστρία ασχολούνταν με την ανάπτυξη ενός τύπου ο.τ. με πολυκατοικίες στην περίμετρο που θα διατηρούσε την πλαστική συνέχεια του δρόμου, ενώ ταυτόχρονα θα έκανε, την εσωτερική αυλή που σχηματίζεται, χρήσιμη ως έναν περίκλειστο ημικοινόχρηστο χώρο. Έτσι, εκτός της Βιέννης, τόσο ο Hendrik Petrus Berlage στο Άμστερνταμ, όσο και ο J.J.P. Oud στο Ρότερνταμ κατασκευάζουν συγκροτήματα κατοικιών, που εκτείνονται σε ένα ή και περισσότερα ο.τ., με ποικιλία διατάξεων, περίκλειστες αυλές, συγκροτήματα σχήματος Π, που παραχωρούσαν τον ελεύθερο χώρο για κοινόχρηστες χρήσεις [εικ.2.2].30 30 Νίκη-Χριστίνα Φίλη, Η ανάπλαση των ακαλύπτων των οικοδομικών τετραγώνων ως εργαλείο βελτίωσης του ιστού της πόλης, σελ.24 36
2.1 Αριστερά: Σχέδιο κάτοψης ο.τ. της κηπούπολης Letchworth από τον αρχιτέκτονα Ebenezer Howard, 1903. Δεξιά: Τοπογραφικό της Friedrich Ebert Siedlung από τους αρχιτέκτονες Paul Emmerich, Paul Mebes και Bruno Taut, Βερολίνο, 1929-31.
2.2 Διάφορες τυπολογίες ο.τ. του Hendrik Petrus Berlage στο Άμστερνταμ.
37
2.2 Η «Νέα Φρανκφούρτη» του Ernst May Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο κριτικής της δομής των πόλεων, η «Νέα Φρανκφούρτη» του Ernst May (1925-1930) ήταν ένα από τα πρώτα υλοποιημένα σχέδια μαζικής κατοίκησης του Μοντέρνου Κινήματος και αποτελούσε μια έκφραση του Διεθνούς Στυλ, έτσι όπως αυτό είχε αρχικά οριστεί από τον Walter Gropius στη σχολή του Bauhaus, σύμβολο της πρωτοποριακής αναζήτησης την εποχή εκείνη. Πρόκειται για μια αυστηρή και κυβική αρχιτεκτονική που χαρακτηριζόταν από μια ισορροπημένη ασυμμετρία, από τα μακρόστενα ανοίγματα στις κτιριακές όψεις και από τη χρήση του οπλισμένου σκυροδέματος. Το γεγονός ότι ο May υπήρξε ο οργανωτής του 2ου CIAM31 που διεξήχθη στη Φρανκφούρτη υπό τον τίτλο ‘Αναζήτηση των ελάχιστων διαστάσεων στην κατοικία’, φανερώνει και την ευρύτητα της αποδοχής των οικισμών του από τους μοντέρνους αρχιτέκτονες της εποχής.32 Η περίοδος της αρχιτεκτονικής δραστηριότητας του May στη Φρανκφούρτη αντιστοιχούσε ακριβώς πάνω στην καλύτερη περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, μια περίοδο οικονομικής ευημερίας. Υπολογίζεται πως χτίστηκαν συνολικά 24.000 κοινωνικές κατοικίες μέχρι το 1930 και αυτή η οργιώδης οικοδομική δραστηριότητα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην παρέμβαση κρατικών φορέων [εικ.2.3]. Η παρέμβαση του κράτους θα αποβεί καθοριστική για την οργανωμένη εμφάνιση των μοντέρνων αρχιτεκτόνων και την προώθηση των ιδεών τους σε παγκόσμια κλίμακα μέσα από τα CIAM. «Οι αρχιτέκτονες του Μοντερνισμού εξάλλου φώναζαν, από τα πρώτα χρόνια της θεωρητικής τους δράσης, για την ανάγκη δημοσίου ελέγχου του εδάφους και είχαν εξ αρχής συνειδητοποιήσει πως οι σχεδιαστικές τους προτάσεις ήταν ασυμβίβαστες με τον ιδιωτικό έλεγχο της τεμαχισμένης γης.»33 Μοχλό πίεσης για την ανάγκη κρατικής παρέμβασης, αποτέλεσε επίσης το εργατικό κίνημα και τα συνδικάτα, που παρά τα γεγονότα των πρώτων χρόνων της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης34, παρέμεναν ισχυρά. Το ενοικιοστάσιο, και άλλα, φορολογικά και μη, μέτρα, εναντίον της ιδιωτικής κερδοσκοπίας πάνω στη γη, οι χρηματοδοτικές διευκολύνσεις κυρίως μέσω δανείων και η δημιουργία διοικητικών οργάνων με αρμοδιότητες στα θέματα κατοικίας, αποτελούσαν τα βασικότερα μέτρα της επίσημης παρέμβασης του κράτους και αποσκοπούσαν στην άμβλυνση της αστικής κρίσης που είχε φτάσει σε μεγάλη οξύτητα από τις καταστροφές του πολέμου και τις κοινωνικές διεκδικήσεις.35 31 Πρόκειται για τα διεθνή συνέδρια της μοντέρνας αρχιτεκτονικής (CIAM: Congrès International d’Architecture Moderne). Το πρώτο, ιδρυτικό συνέδριο έγινε στην Ελβετία το 1928, ενώ το δεύτερο μόλις ένα χρόνο αργότερα. 32 Δημήτρης Καρύδης, Τα επτά βιβλία της πολεοδομίας, σελ. 216 33 Carlo Aymonino, Κυριαρχία και Υποτέλεια, η εξέλιξη της μοντέρνας πόλης, σελ.29 34 Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, υπήρξε κυβερνητική συμμαχία της σοσιαλδημοκρατίας και της δεξιάς, με χαρακτηριστικό στοιχείο την καταστολή, με τη βοήθεια του στρατού και της αστυνομίας, των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών που αγωνιούσαν για την εγκαθίδρυση μιας σοσιαλιστικής δημοκρατίας στα πρότυπα της πρόσφατης ΕΣΣΔ. 35 Anatole Kopp, Παντελής Λαζαρίδης, Πόλη και Επανάσταση, Η Πτώχευση της Αρχιτεκτονικής, σελ.392 38
0
250
500
1000m
2.3 Σχέδιο ανάπτυξης της πόλης στην κοιλάδα του ποταμού Νίδδα («Η νέα Φρανκφούρτη» 1930). Με μαύρο χρώμα: η παλιά οικιστική περιοχή και οι ήδη υλοποιημένες siedlung. Με κάνναβο οι μελλοντικές επεκτάσεις. 1: η περιοχή της Romerstadt siedlung, 2: η περιοχή της Westhausen siedlung.
39
Στην περίπτωση της Φρανκφούρτης, οι σοσιαλδημοκρατικές δημοτικές αρχές όρισαν τον Ernst May διευθυντή του γραφείου πολεοδομικού σχεδιασμού, δίνοντάς του την ελευθερία να επιλέξει αυτός την πολεοδομική πολιτική που θα ακολουθηθεί. Οι παρεμβάσεις στου Ernst May δεν υπέστησαν κανενός είδους αλλοίωση ανάμεσα στις αρχικές σχεδιαστικές αποφάσεις και τη τελική υλοποίησή τους, σε εμφανή αντίθεση με την περίπτωση της επέκτασης της Βαρκελώνης που μελετήθηκε προηγουμένως. Βέβαια, το 10ετές πρόγραμμα κατασκευής νέων κατοικιών, του οποίου ο May ήταν επικεφαλής θα διακοπεί απότομα με την άνοδο του Ναζισμού στη εξουσία το 1933,36 όποτε και ο May θα αναχωρήσει για τη Σοβιετική Ένωση. Ο Ernst May ήταν ο σχεδιαστής των περίφημων Siedlung37 της Φρανκφούρτης. Το οικιστικό αυτό πρόγραμμα ερχόταν ως τμήμα ενός γενικότερου σχεδιασμού ζωνών όπου: η συγκέντρωση των βιομηχανιών γινόταν κατά μήκος του ποταμού Main, ανατολικά και δυτικά της παλιάς πόλης, οι διοικητικές υπηρεσίες και το εμπόριο βρισκόταν στον κεντρικό πυρήνα της πόλης και τέλος η κατοικία τοποθετούνταν στην περιφέρεια. Οι Siedlung ερμηνεύονται ως συνοικίες αποκλειστικά για κατοίκηση μέσα σε μια μεγάλη βιομηχανική πόλη. Ένα δημόσιο δίκτυο μεταφορών ένωνε τις περιοχές αυτές με το κέντρο και με τις ζώνες εργασίας και μόνο οι λειτουργίες που κάλυπταν τις πλέον βασικές ανάγκες παρέχονταν στις Siedlung. Οι ζώνες πρασίνου που αποτελούνταν από ιδιωτικές αυλές και δημόσια πάρκα, ήταν για τον May το καταλληλότερο μέσο για να αποκόψει την συνεχιζόμενη αστική συσσώρευση. Οι πρακτικές του περίφημου zoning του Μοντερνισμού, με τη διάκριση των τέσσερων λειτουργιών (εργασία, κατοικία, αναψυχή, κυκλοφορία) έβρισκαν πια την εφαρμογή τους. Ανάμεσα στις κοινωνικές κατοικίες που σχεδίασε πιο γνωστές ήταν η Romerstadt Siedlung και η Westhausen Siedlung. Η Romerstadt Siedlung κατασκευάστηκε μεταξύ 1927 και 1928 και περιελάμβανε 1.220 κατοικίες, άλλες σε διαμερίσματα και άλλες σε μονοκατοικίες. Η γενική σχεδιαστική αρχή ήταν απλή. Κάθετα στον κεντρικό δρόμο der Romerstadt, στο κέντρο του συγκροτήματος, υπήρχε ένας δρόμος με διπλή καμπυλότητα, που συγκέντρωνε τις κοινόχρηστες λειτουργίες όπως το εμπόριο και τα σχολεία. Και στις δύο πλευρές αυτού του δρόμου, υπήρχαν οδοί που ενωνόντουσαν κάθετα με αυτόν και οι οποίες ήταν ελαφρώς υπερυψωμένες. Οι οδοί διακόπτονταν από μονοπάτια που οδηγούσαν σε δεντροφυτεμένους πεζόδρομους, οι οποίοι αποτελούσαν μπαλκόνια με θέα στις όχθες του ποταμού Νίδδα. Ο καμπυλωτός δρόμος, Hadrianstrasse, σχημάτιζε δύο διαδοχικές στροφές, οι εσωτερικές πλευρές των οποίων, καταλαμβάνονταν από συνεχή κτίρια [εικ.2.4]. Στις εξωτερικές πλευρές, η τοποθέτηση αντικριστά των στροφών και των απότομων γωνιών, έδινε έμφαση στον ιδιωτικό χαρακτήρα των δευτερευόντων δρόμων. Τα δύο τμήματα που προέκυπταν από την 36 Η εξάρτηση της Γερμανικής οικονομίας από το Αμερικάνικο κεφάλαιο, με το δάνειο του 1924, έκανε την Γερμανία την πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που επηρεάστηκε από το οικονομικό κραχ του 1929. Μέχρι το 1933 είχε επέλθει τεράστια ύφεση και μαζί της η άνοδος του Ναζισμού, βάζοντας τέλος στους πολεοδομικούς πειραματισμούς της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. 37 Πρόκειται για τον γερμανικό όρο, ο οποίος στα ελληνικά μεταφράζεται ως περιοχή κατοικίας. 40
Hadrianstrasse αποτελούσαν δύο διαφορετικές γεωμετρίες: οι συνεχής καμπυλωτοί δρόμοι στο βορειοανατολικό κομμάτι (Im Heidenfeld, An der Ringmauer) και η κατακερματισμένη ευθύγραμμη γεωμετρία στο νοτιοδυτικό (Mithrasstrasse, Im Burgfeld). Στο εσωτερικό των δύο συνοικιών υπήρχαν δύο βασικοί τύποι κατοικίας: τα συγκροτήματα μονοκατοικιών σε σειρά (terraces) και τα εμφανώς ψηλότερα κτίρια διαμερισμάτων. Αυτές οι δυο τυπολογίες, συνδέονταν με κήπους και χωρίζονταν από μονοπάτια που οδηγούσαν σε πεζόδρομουςμπαλκόνια. Οι σειρές των χαμηλών διώροφων μονοκατοικιών τοποθετούνταν σε άμεση σχέση με τους δρόμους, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα να γεννηθεί ένας πλατύς εσωτερικός χώρος. Στην τελευταία σειρά κατοικιών προς τις όχθες του ποταμού, μπροστά από τους κήπους υπήρχε ένας πεζόδρομος, ελαφρώς υπερυψωμένος από τα τοιχία του ποταμού. Επιπλέον στο τέλος κάθε σειράς υπήρχε, μια διαφορεική μονάδα, ένα ψηλό κτίριο διαμερισμάτων που έστριβε προς την πλευρά του ποταμού [εικ.2.5-2.6]. Ο εσωτερικός κήπος μεταξύ των κτισμάτων διέπεται από μια σειρά κανονισμών. Υπάρχει ένα τμήμα του κήπου που συνδέεται με νευραλγικές δραστηριότητες (είσοδοι για τα υπόγεια, κάδοι απορριμμάτων, λάδια από βέσπες) και το οποίο για το λόγο αυτό κρύβεται με αναχώματα και πέργκολες. Έπειτα, υπάρχει μια ζώνη, με γρασίδι και μονοπάτια, που προορίζεται για παιχνίδι και περιπάτους και τέλος ένα σύνολο από περιφραγμένους ιδιωτικούς κήπους.38 Η Westhausen Siedlung κατασκευάστηκε μεταξύ 1929 και 1931 και περιελάμβανε 1.532 κατοικίες. Η υλοποίησή του προσφέρει μια επιτυχημένη απόδειξη των ρασιοναλιστικών αρχών που κυριαρχούσαν στο Μοντέρνο Κίνημα. Η συνοικία είναι τοποθετημένη στη μια πλευρά, ενός κεντρικού δρόμου με τραμ που οδηγεί στο κέντρο της πόλης (Ludwig Landmannstrasse). Παράλληλα στο δρόμο αυτό, υπάρχουν δύο κεντρικοί δρόμοι πρόσβασης στη Siedlung (Zillestrasse, Kollwitzstrasse) και κάθετα σε όλους αυτούς υπάρχουν άλλοι τέσσερις δρόμοι κυκλοφορίας των οχημάτων (Egestrasse, Schollstrasse, Kirchnerstrasse, Heisestrasse) [εικ.2.7]. Στην ανατολική πλευρά του συγκροτήματος, κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, ήταν τοποθετημένα κάθετα σε αυτόν, ψηλά κτίρια τεσσάρων ορόφων, τα οποία ισαπείχαν μεταξύ τους [εικ.2.8]. Ο τρόπος διάταξης του χώρου ανάμεσα στα κτίρια, εξαρτιόταν από τους κανονισμούς πρόσβασης στις κατοικίες. Ο χώρος υποδιαιρούνταν σε τρία μέρη: στις ιδιωτικές αυλές-κήπους των ισόγειων κατοικιών του κτιρίου, στις ιδιωτικές αυλές-κήπους των ενοίκων των επάνω ορόφων, και σε μια καθαρή ζώνη, μπροστά ακριβώς από τη ζώνη πρόσβασης στο διπλανό κτίριο. Ψηλοί φράχτες εμπόδιζαν την επικοινωνία ανάμεσα σε αυτές τις ζώνες. Το υπόλοιπο τμήμα της Siedlung συγκροτούνταν από σειρές όμοιων διώροφων κτιρίων (terraces), κάθετων στους δρόμους [εικ.2.9]. Σε καθένα από αυτά κατοικούσαν δύο οικογένειες. Δίπλα ακριβώς από τον διάδρομο υπηρεσίας υπήρχαν δύο γειτνιάζοντες κήποι. Ο ένας αποτελούσε προέκταση των ισόγειων κατοικιών και ο άλλος αντιστοιχούσε στους 38 Philippe Panerai, Jean Castex, Jean Charles Depaule, Ivor Samuels, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.98-101 41
α α
β
β
2.4 Αριστερά: σχέδιο κάτοψης με τα περιγράμματα των οικοπέδων και το οδικό δίκτυο που παρεμβαίνει. Δεξιά: σχέδιο που φανερώνει την τοποθέτηση των κτιρίων σε σχέση με τους ελέυθερους δημόσιους χώρους. Παρόλο που τα κτίρια είναι αποκομμένα μεταξύ τους, λαμβάνοντας υπόψη την παρουσία πολλών συλλογικών δραστηριοτήτων στον δημόσιο χώρο, δημιουργείται ένας αρκετά συνεκτικός αστικός ιστός. α
Im Heidenfeld 0
10
An der Ringmauer
πεζόδρομος
όχθες Νίδδα
πεζόδρομος
όχθες Νίδδα
20m
β
Romerstadt 0
ανάχωμα 10
20m
γρασίδι
πεζόδρομος περιφραγμένος κήπος
Im Burgfeld
2.5 Πάνω: Σκίτσο εγκάρσιας τομής στις σειρές των terraces στο βορειοανατολικό τμήμα της Romerstadt Siedlung. 2.6 Κάτω: Σκίτσο εγκάρσιας τομής στο νοτιοδυτικό τμήμα της Romerstadt Siedlung, όπου συνδυάζονται τα ψηλά κτιριακά συγκροτήματα με τις χαμηλές μονοκατοικίες.
42
α
β
2.7 Κάτοψη κτηματολογικού χάρτη της Westhausen Siedlung. Η πιο ρευστή κτιριακή διάταξη της Romerstadt έχει αντικατασταθεί από μια τελείως συστηματική οργάνωση και τυποποίηση των κτιριακών όγκων. α
β
είσοδος 0
0
ιδιωτικός κήπος ιδιωτικός κήπος ισογείου ορόφων
10
10
50m
50m
0
0
10
10
20m
20m
2.8 Αριστερά: Σκίτσο εγκάρσιας τομής και της αντίστοιχης κάτοψης των ψηλών τετραόροφων κτιρίων στο ανατολικό τμήμα της Westhausen Siedlung. 2.9 Δεξιά: Σκίτσα εγκάρσιων τομών και κατόψεων των terraces στο δυτικό τμήμα της Westhausen Siedlung, δείχνουν τις τροποποιήσεις που έγιναν στην οργάνωση του ελεύθερου χώρου μέσα στο πέρασμα 50 χρόνων.
43
πάνω ορόφους.39 Ανάμεσα στα κτίρια και κάθετα στη διάταξή τους, όπου δεν υπήρχε δρόμος, υπήρχαν πλατιές ζώνες, φυτεμένες με δέντρα και ιδανικές για το παιχνίδι των παιδιών, μακριά από την κίνηση των αυτοκινήτων. Στα σχέδια του May υπήρχε αυτός ο διάδρομος υπηρεσιών ανάμεσα στις ισόγειες κατοικίες και στους κήπους τους. Ωστόσο, οι κάτοικοι του ισογείου άμεσα αποφάσισαν να εμποδίσουν την ελεύθερη πρόσβαση ακριβώς μπροστά από τα παράθυρά τους και για το λόγο αυτό, συνέδεσαν τις κατοικίες τους απευθείας με τον κήπο. Ιδιοποιήθηκαν, δηλαδή, τον διάδρομο υπηρεσιών, τον ενσωμάτωσαν στην ιδιωτική τους κατοικία και σταδιακά κατασκεύασαν προεκτάσεις πάνω στην υπάρχουσα κατασκευή. Όσον αφορά τους κήπους των κατοικιών του 1ου ορόφου, η συνθήκη ήταν σαφώς διαφορετική, αφού δεν ήταν δυνατή η άμεση επέκταση. Σε αρκετές περιπτώσεις ο χώρος παραμελείτο, εγκαταλειπόταν ή γινόταν τμήμα του κήπου της ισόγειας κατοικίας. Εναλλακτικά, τον χρησιμοποιούσαν για καλλιέργεια λαχανικών και γι’ αυτό συχνά κατασκευαζόταν και μια μικρή αποθήκη εργαλείων. Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις που οι ένοικοι τον χρησιμοποιούσαν, τοποθετώντας φράκτες και πέργκολες. Σε αντίθεση με τη Romerstadt Siedlung, εδώ ο May δεν παρείχε μια διαφορετική μονάδα στο τέλος των σειρών κατοικιών. Ως αποτέλεσμα αυτής της απόφασης, οι κήποι των τελευταίων κατοικιών ήταν άμεσα ορατοί από τον δρόμο. Οι ένοικοι αντιμετώπισαν αυτό το πρόβλημα έλλειψης ιδιωτικότητας φυτεύοντας θάμνους που χρησίμευαν ως ψηλοί φράκτες που έκρυβαν την ορατότητα. Τέλος, αξίζει να τονιστεί πως στα σχέδια του May δεν προβλεπόντουσαν κατστήματα, μιας και τα συγκροτήματα προσφέρονταν αμιγώς για κατοικία. Παρόλα αυτά έξι καταστήματα άνοιξαν, πέντε σε οδικούς κόμβους και ένα επί της Zillestrasse, σημεία δηλαδή που λόγω της έλλειψης ιδιωτικότητας δεν αποτελούσαν την πιο ευχάριστη επιλογή για κατοικία.40 Στην περίπτωση της Romerstadt Siedlung, ο May χρησιμοποιεί ένα αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο που κυμαίνεται ανάμεσα σε αυτό των «Κηπουπόλεων» και αυτό της μοντέρνας αρχιτεκτονικής [εικ.2.10].41 Ο σχεδιασμός τυποποιημένων συγκροτημάτων συνδυάστηκε με την τοποθέτηση ενός κεντρικού καμπυλωτού δρόμου και με το σχεδιασμό μεγάλων ζωνών πρασίνου στο εσωτερικό των ο.τ. Αυτές οι επιλογές φανερώνουν πως η προσπάθεια για τη διατήρηση μιας κάποιας ποικιλίας και ευελιξίας στις λειτουργίες δεν καταπνίγεται από έναν άκρατο ορθολογισμό. Δύο σχεδόν χρόνια αργότερα, στη Westhausen Siedlung, η διαφορά στην αντίληψη για τη συγκρότηση του χώρου είναι χαρακτηριστική: αυστηρή τυποποίηση και στυγνές εν σειρά διατάξεις, σύμφωνα με τους όρους της βιομηχανικής παραγωγής. Ακόμα και οι μερικές μορφολογικές διαφοροποιήσεις στις γωνιακές και στις ακριανές 39 Μετά το τέλος της στεγαστικής κρίσης, τα διώροφα αυτά κτίρια μετατράπηκαν στις περισσότερες περιπτώσεις σε ενιαίες μονοκατοικίες, προορισμένες για μια μόνο οικογένεια, ενώ οι δυο ξεχωριστοί κήποι ενοποιήθηκαν. 40 Philippe Panerai, Jean Castex, Jean Charles Depaule, Ivor Samuels, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.102-107 41 Η σχεδιαστική ομοιότητα με τις «Κηπουπόλεις» των Howard και Unwin είναι εμφανής. Εξάλλου ο May είχε συμμετάσχει για δύο χρόνια στο σχεδιασμό του Hampstead Garden Suburb, ενός από τα πρώτα υλοποιημένα εγχειρήματα των κηπουπόλεων, το οποίο άρχισε να κατασκευάζεται το 1905 με αρχιτέκτονα τον Raymond Unwin. 44
2.10 Η ομοιότητα μεταξύ των σχεδίων είναι εμφανής. Αριστερά: θεωρητικά σχέδια του Raymond Unwin για την διάταξη των terraces το 1909. Δεξιά: τοποθέτηση των terraces από τον Ernst May στην Westhausen Siedlung το 1929.
μονάδες της Romerstadt θεωρούνται στο εξής περιττές. Πλέον το αυξανόμενο ορθολογικό πνεύμα του Γερμανικού μοντέρνου κινήματος έχει κυριαρχήσει απόλυτα και αποθεώνει την εκβιομηχάνιση των διαδικασιών παραγωγής κατοικίας και την εκτεταμένη τυποποίηση μορφών και κατόψεων.42 Κάτω από αυτές τις συνθήκες, εξαφανίζεται κάθε στοιχείο που συγκροτούσε το ο.τ. Το σχέδιο του Ernst May με τις τέσσερις κατηγορίες τις μορφολογικής εξέλιξής του, έρχεται να επιβεβαιώσει τη διαπίστωση της σταδιακής αποσύνθεσης του παραδοσιακού ο.τ. [εικ.2.11]. Η πρώτη τυπολογία αφορά τις πυκνές μορφές του 19ου αιώνα, έτσι όπως μελετήθηκαν στην περίπτωση του Παρισιού του Haussmann. Η πρώτη τροποποίηση ήρθε με την εμφάνιση μιας ζώνης, μέχρι τότε ιδιωτικής και στριμωγμένης ανάμεσα στα κτίρια, του κοινόχρηστου χώρου. Αυτός ο χώρος ήταν είτε κήπος, είτε, σε άλλες παραλλαγές, πεζόδρομος. Τα κτίρια τοποθετούνταν πλέον περιμετρικά στο ο.τ. και σε στενή σύνδεση με τον δρόμο. Ενδεικτικά παραδείγματα αυτής της τυπολογίας αποτελούν τα βιεννέζικα hof που θα μελετηθούν στην επόμενη ενότητα. Έπειτα, ο περιμετρικός κτιστός όγκος του ο.τ. έσπασε και προέκυψαν αυτόνομα κτιριακά συγκροτήματα, όχι κατά κανόνα όμοια σε διεύθυνση και μορφή, και πεζόδρομοι στις ενδιάμεσες αποστάσεις. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η Westhausen Siedlung, ενώ η Romerstadt ερμηνεύεται περισσότερο σαν ένας μεταβατικός σχεδιασμός από τη δεύτερη 42 Δημήτρης Καρύδης, Τα επτά βιβλία της πολεοδομίας, σελ. 215-216 45
2.11 Η εξέλιξη του ο.τ. σε σκίτσο του Ernst May το 1930.
2.12 Το συνολικό σχέδιο της εξελικτικής διαδικασίας των ο.τ., όπως δημοσιεύτηκε σε άρθρο του το 1930. Οι απλές γραμμές στο τέλος του σχεδίου δεν ανήκουν στον Ernst May και αποτελούν πιθανότατα προσθήκη των συντακτών του περιοδικού.
46
τυπολογία στην τρίτη. Τέλος, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός θα κατέληγε, σύμφωνα με τον May, σε μια απόλυτη τυποποίηση των συγκροτημάτων, διατεταγμένων σε σειρά, σχεδιασμένων σε τέτοια απόσταση ώστε να έχουν επαρκή φωτισμό και διακοπτόμενων από πεζοδρομήσεις. Tο άλλοτε κυρίαρχο σύστημα κυκλοφορίας θα έχανε ολοκληρωτικά τη δυναμική του και θα αποτελούσε απλά ένα τυπικό δίκτυο δρόμων στην υπηρεσία της κατοικίας. Αξίζει να τονιστεί πως οι απλές οριζόντιες γραμμές στο κάτω μέρος του συνολικού σχεδίου δεν προέρχονται από τον May, αλλά αποτελούν πιθανότατα προϊόν της δημοσίευσης σε περιοδικό.43 Παρόλα αυτά, προοικονομούν με το καλύτερο τρόπο την μεταγενέστερη ελεύθερη διάταξη των συγκροτημάτων στο χώρο και, κατά συνέπεια, την οριστική εξαφάνιση του ο.τ., ως αστικού στοιχείου της πόλης [εικ.2.12]. Η σταδιακή διάλυση του ο.τ. ερμηνεύεται, επίσης, από την ταυτόχρονα σταδιακή εξαφάνιση του διαχωρισμού του δημόσιου χώρου από τον κοινόχρηστο. Ο περιμετρικός όγκος, πυκνός στην περίπτωση του Cerda και ακόμη πυκνότερος στο Παρίσι του Haussmann, είχε πλέον σπάσει, αφήνοντας εκτεθειμένο τον άλλοτε ιδιωτικό ή κοινόχρηστο χώρο σε δημόσια θέα και πρόσβαση. Στο ο.τ. του Ernst May, το μόνο διαχωριστικό στοιχείο ανάμεσά τους ήταν το στοιχείο του φράκτη ή εναλλακτικά μια πυκνή φύτευση θάμνων.
2.3 Τα Gemeinde-hof της Κόκκινης Βιέννης Εκτός της Γερμανίας, η μαζική παραγωγή και ο βιομηχανικός σχεδιασμός σε συνδυασμό με τον κρατικό παρεμβατισμό θα ωθήσει προς την υλοποίηση μια πληθώρα προτάσεων για συγκροτήματα εργατικών κατοικιών, σε πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. Μια τέτοια παρέμβαση θα υλοποιηθεί, τα χρόνια του μεσοπολέμου, στην Βιέννη, όπου το Σοσιαλιστικό Κόμμα Αυστρίας είχε τον έλεγχο του δήμου. Τα κατασκευαστικά έργα εκείνης της περιόδου, έμελε να σφραγίσουν τον χαρακτήρα της πόλης μέχρι και τις μέρες μας. Η παράδοση κοινωνικής κατοικίας στη Βιέννη παραμένει ισχυρή, παρά τις ιδιωτικοποιήσεις. Υπολογίζεται πως το 48% των κατοικιών της πόλης είναι κοινωνικές κατοικίες είτε με τη μορφή δημοτικών διαμερισμάτων, είτε με τη μορφή επιδοτούμενων κατοικιών.44 Τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η σοσιαλιστική δημοτική κυβέρνηση της Βιέννης, τα πρώτα χρόνια μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν τρομακτικά. Οι συνθήκες δημόσιας υγιεινής είχαν επιδεινωθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, με αποτέλεσμα την εμφάνιση μακροχρόνιων ασθενειών, η ανάγκη ενός προγράμματος κοινωνικής πρόνοιας για τους 43 Το σχέδιο του Ernst May δημοσιεύθηκε σε άρθρο του το 1930 για τη «Νέα Φρανκφούρτη». 44 Ντίνα Βαίου – Κωστής Χατζημιχάλης, Ο χώρος στην αριστερή σκέψη, σελ.28 47
δεκάδες χιλιάδες άστεγους και εξαθλιωμένους ήταν επιτακτική και το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα είχε διαλυθεί. Μέσα σε όλα αυτά, μια εξαιρετικά έντονη έλλειψη επαρκούς στέγασης ήρθε να επισκιάσει όλα τα υπόλοιπα προβλήματα. Αυτό, αρχικά, συνέβη διότι οι μετανάστες που εγκαταστάθηκαν στη Βιέννη, προερχόμενοι από άλλα ομόσπονδα κρατίδια της Αυστρίας, αποτελούνταν από ολόκληρες οικογένειες, ενώ οι μετανάστες προς τα κρατίδια αυτά ήταν μεμονωμένα άτομα που έψαχναν την τύχη τους εκτός Βιέννης, αφήνοντας όμως πίσω όλη την υπόλοιπη οικογένεια. Επιπλέον, μια απότομη αύξηση της τάξεως του 50%90% στους γάμους, αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, αύξησε τη ζήτηση για στέγαση. Ένας προωθητικός νόμος της δημοτικής αρχής που απαγόρευε τις υπενοικιάσεις, οδήγησε σε εκδίωξη πολλούς από τους αναρίθμητους, εκείνη την περίοδο, υπενοικιαστές διαμερισμάτων, ακόμη και μικρών δωματίων, αφήνοντάς τους άστεγους. Η επείγουσα ανάγκη στέγασης επιδεινώθηκε περαιτέρω από τους σαφώς υποβαθμισμένους χώρους διαμονής, όπως κελάρια, στρατώνες, καλύβες και βαγόνια, τους οποίους επέλεξαν ως κατοικία σχεδόν 10.000 Βιεννέζοι. Επιπρόσθετα, οι μονάδες κατοικίας στις πυκνοκατοικημένες συνοικίες της εργατικής τάξης αποτελούνταν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, από δύο μικρά δωμάτια, εκ των οποίων, το ένα περιελάμβανε την κουζίνα μαζί με το καθιστικό και το άλλο ήταν ένα μικρό υπνοδωμάτιο. Η πληρότητα, που έφτανε σχεδόν το 100%, σε συνδυασμό με την έντονη ζήτηση για στέγαση αλλά και για πιο ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης, αύξησε τους αναζητούντες κατοικία, από 42.000 το 1922, σε 68.000 μόλις δύο χρόνια αργότερα. Στην προσπάθειά τους να βρουν κάποιο, οποιοδήποτε καταφύγιο, χιλίαδες εργάτες έγιναν καταληψίες σε δημόσια γη στην περιφέρεια της Βιέννης, χτίζοντας εκεί καλύβες [εικ.2.13]. Οι σοσιαλιστές κυβερνώντες αντιλήφθηκαν πως ο παράγοντας στέγαση θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην προσπάθειά τους να αναδειχθεί η Βιέννη ως μια πόλη-αντιπαράδειγμα του σοσιαλισμού. Για να το επιτύχουν αυτό, στόχευαν πέρα και πάνω από τις διάφορες δημοτικές μεταρρυθμίσεις, προς μια νέα, σφαιρική παιδεία του προλεταριάτου, κατά την οποία ο σχεδιασμός και η υλοποίηση μιας συγκεκριμένης τυπολογίας κατοίκησης, θα διαδραμάτιζε κεντρικό οργανωτικό ρόλο. Έτσι, κατά την διάρκεια της κυβέρνησης τους (1919-1934), χτίστηκαν 63.924 νέες μονάδες κατοικίας, εκ των οποίων 58.667 ήταν διαμερίσματα και 5.257 ήταν μονοκατοικίες. Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος του κατασκευαστικού οργασμού στην Κόκκινη Βιέννη, αρκεί να αναλογιστεί πως το 1934 ένα στα δέκα κτίρια ήταν προϊόν ανοικοδόμησης και πως 200.000 Βιεννέζοι κατοικούσαν μέσα στα καινούργια αυτά κτίρια [εικ.2.14].45 Η ποσοτική διαφορά, πάντως, ανάμεσα στην κατασκευή διαμερισμάτων και μονοκατοικιών είναι εμφανής. Οι αρχικές προθέσεις για κατασκευή ολόκληρων συνοικιών με μονοκατοικίες στα πρότυπα των Siedlung, που αποτελούσαν την κυρίαρχη σχεδιαστική και κατασκευαστική μέθοδο στις μεγάλες γερμανικές πόλεις, εγκαταλείφτηκαν σχετικά νωρίς. Βασικός λόγος για την προτίμηση μεγάλων κτιριακών συγκροτημάτων, που καταλάμβαναν συνήθως περισσότερα από ένα ο.τ., ήταν το χαμηλό τους κόστος, συγκριτικά με τις Siedlung, καθώς και η δυνατότητα συγκέντρωσης μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων και ποικίλων κοινόχρηστων εγκαταστάσεων, σε μικρότερη έκταση γης. 45 Helmut Gruber, Red Vienna, Experiment in Working-Class Culture 1919-1934, σελ. 45-48 48
2.13 Η πληθυσμιακή συγκέντρωση των εργατών στη Βιέννη το 1921.
2.14 Η καταγραφή των Gemeinde-hof (H) σε διάφορες περιοχές της Βιέννης το 1929.
49
Για να φτάσουν όμως μέχρι την ανοικοδόμηση των περίφημων βιεννέζικων Gemeinde-hof, οι σοσιαλιστικές δημοτικές αρχές έπρεπε να λάβουν ορισμένα καθοριστικά μέτρα ενάντια στην ιδιωτική κερδοσκοπία. Το πιο σημαντικό μέσο που διέθεταν για να αντιμετωπιστεί η κρίση στην κατοικία, ήταν μια σειρά από κατεπείγοντα διατάγματα που τους επέτρεπαν να παρέμβουν ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ακινήτων και τους ενοικιαστές. Βασισμένος στο δικαίωμα της κατάσχεσης άδειων ή και αχρησιμοποίητων κατοικιών, ο στεγαστικός νόμος κατάσχεσης που ψηφίστηκε σε εθνικό επίπεδο, παρέδωσε τον έλεγχο της αγοράς ακινήτων στις εκάστοτε δημοτικές αρχές. Στη Βιέννη, μέχρι το τέλος του 1923, περίπου 30.000 μονάδες κατοικίας είχαν διανεμηθεί σε ενοίκους, ενώ μέχρι το τέλος του προγράμματος το 1925, ο αριθμός είχε φτάσει στις 44.000 κατοικίες. Με αυτό το καθοριστικό μέτρο, η στεγαστική κρίση στην πόλη εξομαλύνθηκε προσωρινά. Γρήγορα διαπιστώθηκε πως η κατάσχεση των κατοικιών από τον δήμο και η διανομή τους σε κατοίκους που τις είχαν ανάγκη, εκτός της αποδέσμευσης από την καταβολή ενοικίου, δεν έλυνε ιδιαίτερα το φλέγων ζήτημα της στέγασης, μιας και στον αντίποδα, η απαγόρευση των υπενοικιάσεων, αν και προωθητικό μέτρο, δεν έπαυε να δημιουργεί πρόσθετους αστέγους. Συνεπώς, κατά απόλυτους αριθμούς τίποτα δεν είχε αλλάξει, ως προς τους αιτούντες στέγη. Οι σοσιαλιστικές αρχές της Βιέννης όφειλαν να λάβουν πολύ δραστικότερα μέτρα που να περιλαμβάνουν την κατασκευή νέων κατοικιών και την βελτίωση των υφιστάμενων.46 Ήδη από το 1919, είχαν αρχίσει να αγοράζουν τμήματα γης σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές, καθώς ο πληθωρισμός, σε συνδυασμό με τον στεγαστικό νόμο της κατάσχεσης, καθιστούσε αδύνατη οποιαδήποτε κερδοφορία του ιδιωτικού κεφαλαίου στην ακίνητη περιουσία. Στις αρχές του 1924, ο δήμος αποτελούσε, πλέον, τον μεγαλύτερο ιδιοκτήτη γης, εξασφαλίζοντας έτσι το χαμηλό της κόστος για την υλοποίηση του προγράμματος ανοικοδόμησης και επιτρέποντας την κατασκευή των κτιριακών συγκροτημάτων σε τοποθεσίες μέσα στον αστικό ιστό της πόλης. Ως ο μοναδικός κατασκευαστής στην Βιέννη από το 1919 έως το 1933, ο δήμος είχε την ευχέρεια να αναδιαρθρώσει τη βιομηχανία της κατασκευής, μακριά από την κυριαρχία της αγοράς, προς μια κοινωνικοποιημένη μορφή. Τα συνολικά 370 συγκροτήματα που κατασκευάστηκαν εκείνη την περίοδο ήταν αποτέλεσμα αναλυτικού αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, με έμφαση στην ύπαρξη βασικών κοινόχρηστων εξυπηρετήσεων. Την περίοδο του Μεσοπολέμου, μια ομάδα αρχιτεκτόνων, όλοι τους προερχόμενοι από τη σχολή του Otto Wagner, έμελλε να συμβάλλει καθοριστικά στην διεθνή αναγνώριση της αρχιτεκτονικής της Κόκκινης Βιέννης. Η αρχή έγινε από τον Hubert Gessner, καθώς το Metzleinstaler-hof (1922-1923) αποτέλεσε το πρώτο χαρακτηριστικό παράδειγμα μετάβασης από το τυπικό περιμετρικό βιεννέζικο ο.τ. στο Gemeinde-hof. Το κτίριο του Gessner ήταν ουσιαστικά μια προσθήκη σε υπάρχων κτιριακό όγκο, η οποία τον επέκτεινε και στις τρεις εναπομείναντες πλευρές του ο.τ., δημιουργώντας έτσι ένα περιμετρικό ο.τ. με μια μεγάλη, περίκλειστη αυλή στο κέντρο του (hof) [εικ.2.15]. Ένα αξιοσημείωτο σχεδιαστικό στοιχείο που εισήγαγε στο Metzleinstaler-hof ήταν η κατασκευή εγκάρσιων στοών που συνέδεαν την Johannagasse με την εσωτερική αυλή. Μέχρι τότε, οι ένοικοι είχαν τη δυνατότητα να 46 Helmut Gruber, Red Vienna, Experiment in Working-Class Culture 1919-1934, σελ. 48 50
μεταβαίνουν απευθείας από την οδό στο διαμέρισμα τους, μέσω του κλιμακοστασίου, που ήταν προσβάσιμο από την πλευρά των δρόμων. Στην περίπτωση του Metzleinstaler-hof, οι τοξωτές στοές οδηγούσαν στην εσωτερική αυλή, στις πλευρές της οποίας ο Gessner τοποθέτησε τα κλιμακοστάσια. Ο νέος κτιριακός όγκος περιελάμβανε καθαριστήριο, ντουζιέρες, δημόσια βιβλιοθήκη και παιδικό σταθμό, τα οποία ήρθαν να προστεθούν στις εγκαταστάσεις παιδικής φροντίδας που προϋπήρχαν στο αρχικό κτίριο [εικ.2.16]. Αυτές οι καινούργιες εγκαταστάσεις ήταν προσβάσιμες από την αυλή και τοποθετήθηκαν στο υπόγειο, στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο της νέας κατασκευής. Η προσθήκη του Gessner μεταμόρφωσε με δύο τρόπους το ο.τ. Αρχικά η νέα είσοδος επί της Johannagasse επαναπροσανατόλισε το αρχικό κτίριο, όχι προς τον δρόμο, όπως συνέβαινε αρχικά, αλλά προς το εσωτερικό αίθριο [εικ.2.17]. Ταυτόχρονα, οι στοές έκαναν προσβάσιμο το εσωτερικό του ο.τ. από τον δρόμο, δημιουργώντας μια νέα μορφή ημιδημόσιου χώρου στην περίκλειστη αυλή. Με αυτό τον τρόπο συγκροτήθηκε ένα νέο μοτίβο κινήσεων, καθώς οι ένοικοι και οι επισκέπτες μετακινούνταν από το δημόσιο χώρο του δρόμου, διαμέσου του ημιδημόσιου χώρου της αυλής, στον ιδιωτικό χώρο των διαμερισμάτων [εικ.2.18-2.19]. Τυπολογικά, αυτό το ο.τ. έμοιαζε με τα παραδοσιακά περιμετρικά βιεννέζικα hof. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι με τη σύνδεση του εσωτερικού αίθριου χώρου του ο.τ. με τον δρόμο, αυτό που πρότερα αποτελούσε ιδιωτικό χώρο των ιδιοκτητών μετατράπηκε σε δημόσιο χώρο όλων των πολιτών. Παρότι αυτός ο χώρος υπέκειτο σε καθημερινή παρακολούθηση από τους ενοίκους, είναι μέχρι και σήμερα προσβάσιμος σε όλους. Ο Gessner άλλαξε τη σχέση και τη δυναμική του εσωτερικού ελεύθερου χώρου και του δρόμου, καθιστώντας δυσδιάκριτη τη διάκριση όχι μόνο του μέσα-έξω αλλά και του μπρος-πίσω. Η αυλή είναι και ελεύθερα προσβάσιμη από την οδό και περίκλειστη ανάμεσα στον ιδιωτικό χώρο του κτιρίου. Είναι, επομένως, ταυτόχρονα κομμάτι του δημοσίου χώρου της πόλης και κομμάτι του ημι-ιδιωτικού χώρου του κτιριακού όγκου. Εκτός της χωρικής οργάνωσης, το Metzleinstaler-hof είχε σαφώς μικρότερη πυκνότητα σε σύγκριση με τα παραδοσιακά hof. Επιπλέον, παρείχε απευθείας φωτισμό και εξαερισμό σε όλα τα δωμάτια και υποδομές νερού, αερίου και υγιεινής σε όλα τα διαμερίσματα. Και σε προγραμματικό πλαίσιο, όμως, οι διαφορές από την παραδοσιακή βιεννέζικη αρχιτεκτονική είναι εμφανείς. Οι χώροι του Metzleinstaler-hof εμφανίζουν μίξη διάφορων λειτουργιών. Η αυλή είναι πάρκο, χώρος κυκλοφορίας, χώρος συνελεύσεων, περιοχή παιχνιδιού και κήπος. Το κτίριο, εκτός των κατοικιών, περιλαμβάνει χώρους εμπορικούς και χώρους που διατίθενται για διάφορες, πολιτιστικές και κοινωνικές δραστηριότητες. Η νέα «κόκκινη» Gemeinde-hof (δημοτική αυλή) ενώνει και συνυφαίνει μια μεγάλη ποικιλία λειτουργιών, δημιουργώντας έναν χωρικό ιστό δίχως προκαθορισμένη ταυτότητα και χρήση.47 Όλα αυτά οδήγησαν στη διεθνή αναγνώριση του Metzleinstaler-hof ως μια ξεχωριστή τυπολογία ο.τ. που διέφερε και από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά παραδείγματα, όπως η επέκταση του Amsterdam από τον Berlage, όπου ο εσωτερικός περίκλειστος χώρος του 47 Eve Blau, The architecture of Red Vienna 1919-1934, σελ.218-228 51
0
10
20m
2.15 Τοπογραφικό του αρχικού κτιρίου, 1919.
2.16 Αριστερά: Κοινόχρηστο πλυσταριό στο Metzleinstaler-hof. 2.17 Δεξιά: Άποψη τις εσωτερικής περίκλειστης αυλής (hof) και της στοάς που την ενώνει με τον δημόσιο χαραακτήρα του δρόμου.
52
0
10
20m
2.18 Σχεδιο κάτοψης του πρώτου ορόφου, 1922. Το Metzleinstaler-hof έρχεται να προστεθεί στον προϋπάρχοντα κτιριακό όγκο, δημιουρώντας ένα περιμετρικό ο.τ.
2.19 Εξωτερική όψη του Metzleinstaler-hof, 1924.
53
ο.τ. προσφερόταν αποκλειστικά για ιδιωτική ή κοινόχρηστη χρήση. Το Metzleinstaler-hof αναγνωρίστηκε, όπως ήταν φυσικό, και από την Σοσιαλδημοκρατική διοίκηση της Βιέννης, ως η πρώτη υλοποίηση μιας νέας ριζοσπαστικής μορφής κατοικίας για την εργατική τάξη. Για τις δημοτικές αρχές, συνιστούσε το βασικό τυπολογικό μοντέλο που έβαζε τις βάσεις για μαζική παραγωγή αντίστοιχων συγκροτημάτων, χάρη στο πενταετές πρόγραμμα κατασκευής κτιρίων που έθεταν εκείνο το διάστημα σε εφαρμογή (1924-1929). Για αυτό το λόγο, προσλήφθηκαν περισσότεροι από πενήντα αρχιτέκτονες και ήδη από το 1924 οι κατασκευές ξεκίνησαν ταυτόχρονα σε περισσότερες από σαράντα περιοχές στον αστικό ιστό της Βιέννης. Οι περιοχές που επιλέγονταν για την κατασκευή των hof ήταν κατά βάση πυκνές αστικές περιοχές και τα ο.τ. προβλεπόταν να είναι μεγαλύτερα σε σύγκριση με τα υφιστάμενα, δημιουργώντας μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα. Αυτά, όπως όριζε το πενταετές πρόγραμμα, θα κατασκευάζονταν περιμετρικά στο ο.τ., με ταυτόχρονη διασφάλιση της ενσωμάτωσης του στον υπόλοιπο αστικό ιστό. Οι αρχιτέκτονες είχαν την ελευθερία να πειραματιστούν με διάφορες τυπολογίες, αρκεί να εξασφαλίσουν την κατασκευή όσο το δυνατόν περισσότερων μονάδων κατοικίας στο οικόπεδο, διατηρώντας παράλληλα χαμηλή πυκνότητα και πρόσβαση στις εσωτερικές αυλές. Με αυτά τα δεδομένα και λόγω του μεγάλου αριθμού αρχιτεκτόνων που συμμετείχαν στο πρόγραμμα, προέκυψε μια τεράστια ποικιλία σχεδιαστικών επιλύσεων [εικ.2.20-2.25]. Το μεγάλο σχεδιαστικό εύρος ενισχύθηκε από το γεγονός ότι η πολεοδομική παρέμβαση άλλοτε αφορούσε τμήμα ο.τ. και άλλοτε γινόταν σε ένα ή και περισσότερα ο.τ. Επιπλέον η ποικιλομορφία των ο.τ. ήταν τέτοια (ορθογώνια, τραπεζοειδή, τριγωνικά) που οδηγούσε αναπόφευκτα σε διαφορετικές σχεδιαστικές προσεγγίσεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα Gemeinde-hof ήταν: το Reumannhof (1924-1925) του Hubert Gessner, το Hanuschhof (1924) του Robert Oerley, το Schuttauhof (1924) των Alfred Rodler και Alfred Stutterheim και το Bebelhof (1925-1926) του Karl Ehn.
0
20
100m
2.20 Τοπογραφικό του Reumannhof (Hubert Gessner), 1925.
54
0
20
100m
2.21 Τοπογραφικό του Lindenhof (Karl Ehn) και του Pfannenstielhof (Erich Leischner), 1924-1925.
0
20
100m
2.22 Τοπογραφικό του Hanuschhof (Robert Oerley), 1923.
0
20
100m
2.24 Τοπογραφικό του Fuchsenfeldhof (Heinrich Schmid και Hermann Aichinger), 1924-1925.
0
20
100m
2.23 Τοπογραφικό του Schuttauhof (Alfred Rodler και Alfred Stutterheim), 1924.
0
20
100m
2.25 Τοπογραφικό των Lassallehof και Heizmannhof (Hubert Gessner), 1923 και 1925 αντίστοιχα.
55
Το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα hof της Κόκκινης Βιέννης και μνημείο αρχιτεκτονικής μέχρι και σήμερα είναι το Karl-Marx-hof (1926-1930). Το κτιριακό αυτό συγκρότημα, σχεδιασμένο από τον Karl Ehn, κάλυπτε μια έκταση 156.000μ2, είχε συνολικό μήκος μεγαλύτερο του ενός χιλιομέτρου και στέγαζε έναν πληθυσμό 5.000 ατόμων σε 1.400 διαμερίσματα [εικ.2.26-2.27]. Το εξωφρενικά μεγάλο μέγεθός του, το καθιστούσε, εκείνη τη χρονική περίοδο, το μεγαλύτερο κτίριο της Βιέννης. Ο Ehn αντιμετώπισε το Karl-Marxhof σαν μια ενιαία συνεχή κατασκευή που διαπερνάται από πεζόδρομους και από οδούς οι οποίοι τρυπάνε τον κτιριακό όγκο με πλατιά τοξωτά ανοίγματα [εικ.2.28]. Στο κέντρο του συγκροτήματος υπήρχε μια μεγάλη δημόσια πλατεία που κάλυπτε έκταση 10.500μ2 και εκατέρωθέν της, βρίσκονταν δύο περίκλειστες αυλές με έκταση 127.000μ2. Αυτό το superblock περιελάμβανε δύο κεντρικά καθαριστήρια, δύο μεγάλες εγκαταστάσεις μπάνιου με μπανιέρες και ντους, οδοντιατρική κλινική, μαιευτήριο, γραφείο ιατρικής ασφάλισης, βιβλιοθήκη, youth hostel, ταχυδρομείο, φαρμακείο και άλλες εικοσιπέντε εμπορικές εγκαταστάσεις συμπεριλαμβανομένου και ενός εστιατορίου. Το Karl-Marx-hof είναι προσεκτικά προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες της τοποθεσίας, ακριβώς έτσι όπως είχαν απαιτήσει οι αρχές της Κόκκινης Βιέννης στο πενταετές πρόγραμμα. Ο Ehn έπρεπε να λάβει υπόψη του τον σιδηροδρομικό σταθμό του Otto Wagner, τον κεντρικό δρόμο Heiligenstadterstrasse και το αθλητικό στάδιο που βρισκόταν στον διπλανό λόφο. Διατήρησε την κεντρική πλατεία που υπήρχε ήδη στα σχέδια του Wagner, αλλά την πλαισίωσε με κτιριακούς όγκους μετατρέποντάς την σε κεντρικό προαύλιο χώρο του συγκροτήματος. Τα έξι ημικυκλικά τόξα αποτελούσαν τις πύλες που μεσολαβούσαν για την μετακίνηση ανάμεσα στον σιδηροδρομικό σταθμό, την πλατεία και το γήπεδο. Οι δύο μεγαλύτερες περίκλειστες αυλές, αν και βρίσκονταν εκατέρωθεν της κεντρικής πλατείας, δεν ήταν προσβάσιμες από αυτήν. Η πρόσβαση γινόταν από τους δρόμους που διέτρεχαν το συγκρότημα. Τέλος, αρκετές από τις δημόσιες εγκαταστάσεις που προαναφέρθηκαν, συγκεντρώνονταν στα σημεία εκείνα όπου οι κύριοι δρόμοι, οι κάθετοί τους, τα κτίρια και τα hof, διασταυρώνονται, δημιουργώντας κοινόχρηστους-δημόσιους κόμβους εξυπηρέτησης τόσο για τους ενοίκους του συγκροτήματος όσο και για τους πολίτες όλης της πόλης. Η χωρική διάταξη του KarlMarx-hof φανερώνει μια ήπια αλληλοδιείσδυση ανάμεσα στο δημόσιο, τον ιδιωτικό και τον κοινόχρηστο χώρο, η οποία όχι μόνο επιτρέπει το ρευστό πέρασμα ανάμεσα στην πόλη και το superblock, αλλά δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα σημεία εκείνα που η πόλη και το superblock συναντώνται. Το Karl-Marx-hof κατάφερε, μόνο και μόνο με την κλίμακά του, να προβάλει μια άλλη αντίληψη σχετικά με το περιμετρικό ο.τ. και τις εσωτερικές του αυλές. Οι επιβλητικές του διαστάσεις προκαλούσαν τον θαυμασμό και το καθιστούσαν το απόλυτο μνημείο της εργατικής τάξης σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η μετάβαση όμως, από τα hof που καταλάμβαναν έκταση έως και τρία ο.τ., στις τεράστιες οικοδομικές νησίδες, βρίσκει την εξήγηση της στις αντιδράσεις που άρχισαν να εμφανίζονται ως προς τις μέχρι τότε κατασκευές. Το 1926, τη χρονιά που ο Ehn προετοίμαζε τα αρχικά του σχέδια, διεξήχθη στη Βιέννη το 10ο διεθνές συνέδριο για την κατοικία και τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Οι περισσότεροι από τους 56
2.26 Γενικό τοπογραφικό της ευρύτερης περιοχής, όπου αργότερα θα γινόταν η ανέγερση του Karl-Marx-hof, 1909.
0
200
500m
2.27 Τοπογραφικό του Karl-Marx-hof (Karl Ehn), 1926-1930.
2.28 Άποψη της μεγάλης κεντρικής πλατείας του Karl-Marx-hof, 1931.
57
αντιπροσώπους του συνεδρίου εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους για τους πολλούς ορόφους των Gemeinde-hof, για το μικρό μέγεθος των διαμερισμάτων και για τις περίκλειστες αυλές, τις οποίες θεωρούσαν στενές σε αναλογία με την κτιριακή πυκνότητα που τις περιστοίχιζε.48 Στο ίδιο μήκος κύματος και οι διοικητικές αρχές υποστήριζαν πως τα συγκροτήματα έπρεπε να κινηθούν μεταξύ του προτύπου της Κηπούπολης και της Siedlung, δηλαδή ανάμεσα στα δύο σχεδιαστικά ιδανικά της εποχής εκείνης. Ο Karl Ehn όφειλε να λάβει υπόψη του στο σχεδιασμό του Karl-Marx-hof όλες αυτές τις δυσαρέσκειες. Το τελικό αποτέλεσμα, ο ίδιος ο αρχιτέκτονας, θα το χαρακτηρίσει ως «μια μορφή κλειστών, περιμετρικών πολυκατοικιών με μεγάλες αυλές κήπους»49, η οποία βέβαια εξακολουθούσε να στοιβάζει τους ενοίκους σε όσο το δυνατόν μικρότερες κατοικίες.
48 Ο σχεδιασμός των μονάδων κατοικίας βασιζόταν στη λογική της μικρότερης δυνατής έκτασης. Έτσι από τις πρώτες 25.000 μονάδες που κατασκευάστηκαν, οι 19.000 είχαν έκταση περίπου 38τ.μ. και οι υπόλοιπες 6.000 έφταναν έως και 48 τ.μ. 49 Eve Blau, The architecture of Red Vienna 1919-1934, σελ.320-327 58
3. Η διάλυση του «παραδοσιακού» οικοδομικού τετραγώνου
3.1 Η πολεοδομική αρχή του Le Corbusier κυριαρχεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο Το εκτεταμένο και κυρίαρχο ενδιαφέρον του Μοντέρνου Κινήματος για την κατοικία θέτει ως νέους στόχους την ανάγκη για ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση της πυκνότητας και για ύπαρξη συλλογικών εξυπηρετήσεων. Τα αρχιτεκτονικά πρότυπα που αποτελούσαν προϊόν του Κινήματος μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήταν επαρκή. Τόσο το πρότυπο της πολυκατοικίας στην περίμετρο μεγάλων ο.τ., όπως τα περίφημα hof κυρίως σε Αυστρία και Γερμανία, όσο και το πρότυπο της εν εκτάσει δόμησης, είτε με τη μορφή ανεξάρτητων μονοκατοικιών, είτε με τη μορφή εν σειρά κτιρίων, έγιναν αντικείμενο έντονης κριτικής. Η Βιομηχανική Πόλη του Tony Garnier καθώς και οι τυποποιημένες εν σειρά διατάξεις κατοικιών του Ernst May, που αναλύθηκαν προηγουμένως, αποτελούσαν τέτοιου είδους πρότυπα. Οι συνοικίες του May, αν και χαρακτηριστικό παράδειγμα του Διεθνούς Στυλ, αντιμετωπίστηκαν ως μια ανεπαρκής σχεδιαστική αρχή, διότι θεωρήθηκε αδύνατον να μπορέσει ένα τέτοιο μοντέλο να γενικευτεί , εξαιτίας του μεγάλου κόστους που απαιτούσαν οι εξυπηρετήσεις και της σπατάλης χρόνου στη διακίνηση του πληθυσμού. Αυτό που θεωρούνταν πλέον επιτακτικό ήταν ένα αρθρωμένο σύστημα κοινόχρηστων εξυπηρετήσεων και ένα σύστημα ελέγχου της συνολικής ανάπτυξης της πόλης. Η προσοχή στρέφεται στο σχεδιασμό ενός μοναδιαίου κτιρίου-οικήματος, παραμερίζοντας τις, μέχρι τότε, απόπειρες για ομαδική συγκρότηση σε κτιριακές μονάδες. Καταλυτικό ρόλο στον νέο χαρακτήρα που οφείλει να έχει η αρχιτεκτονική της μοντέρνας πόλης διαδραμάτισε ο Le Corbusier. Ήδη από τη δεκαετία του 1920 αντιλαμβάνεται και αρχίζει να υλοποιεί τις ιδέες που εκφράζουν για αυτόν την νέα αρχιτεκτονική πρακτική, απέναντι στο τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει η αρχιτεκτονική της εποχής του. Σε αυτή τη βάση εκδίδει το 1923 το βιβλίο Για μια Αρχιτεκτονική, ένα βιβλίο με δομή μανιφέστου, που χαρακτηρίζεται από αίσθηση επείγουσας αναγκαιότητας να τερματιστούν οι ψευδαισθήσεις τις περιόδου και να οριστούν νέα πρότυπα.50 Στο μανιφέστο αυτό του Μοντερνισμού γεννιέται η ιδέα της ευήλιας, ευάερης και ακτινοβολούσας πόλης η οποία στόχευε να λύσει τα προβλήματα της πληθυσμιακής αύξησης και της έντονης αστικοποίησης εξαιτίας της συνεχούς εκβιομηχάνισης. Σε αυτή την πρότυπη πόλη, το ρυμοτομικό σχέδιο δεν συγκροτείται πλέον από τα παραδοσιακά ο.τ., τα οποία θεωρούνται δυσλειτουργικά και αντικαθίστανται από εκτεταμένους ελεύθερους χώρους, άλλοτε δημόσιους και άλλοτε κοινόχρηστους. Σε αυτές τις εκτάσεις ανεγείρονται, χωρίς τις παραδοσιακές οικοδομικές γραμμές, επιβλητικοί κτιριακοί όγκοι, οι οποίοι τοποθετούνται στο χώρο με τέτοιο τρόπο, ώστε να πληρούνται οι 50 Τα περισσότερα κεφάλαια του βιβλίου είχαν δημοσιευτεί προηγουμένως με την μορφή άρθρων στο περιοδικό l’ Esprit Nouveau (το Νέο Πνεύμα). 59
απαιτήσεις φωτισμού και αερισμού.51 Οι πόλεις-πύργοι του Le Corbusier, σχεδιασμένοι το 1920, αποτέλεσαν το πρώτο χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολεοδομικής διάστασης της αρχιτεκτονικής του. Οι πύργοι πλάτους 150 έως 200μ. θα τοποθετούνταν σε απόσταση 250 με 300μ. μεταξύ τους, καθώς κήποι, πάρκα και αθλητικές εγκαταστάσεις καταλάμβαναν όλη την υπόλοιπη έκταση. Οι αποστάσεις μεταξύ των κτιρίων υπολογίζονται πλέον σε συνάρτηση με το ύψος τους και ανεξάρτητα από «το αποτύπωμα της κερδοσκοπίας, την οικοδομική γραμμή του συνεχούς συστήματος δόμησης».52 Ο Le Corbusier αναφέρει χαρακτηριστικά: «...θα αρκούσε να συγκεντρώσουμε σε λίγα σημεία αυτή την υψηλή πυκνότητα πληθυσμού και να ορθώσουμε εκεί, σε 60 ορόφους, πελώριες κατασκευές. Το οπλισμένο σκυρόδεμα και ο χάλυβας επιτρέπουν αυτό το τολμηρό εγχείρημα και, κυρίως, προσφέρονται για μια συγκεκριμένη ανάπτυξη των όψεων, χάρη στην οποία όλα τα παράθυρα θα βλέπουν σε ελεύθερο ουρανό. Με αυτό τον τρόπο καταργούνται οι αυλές. Πάνω από τον δέκατο όροφο, επικρατεί απόλυτη ηρεμία, πνέει καθαρός αέρας. Σε αυτούς τους πύργους που θα στεγάσουν την εργατική τάξη, η οποία ως τώρα ασφυκτιούσε σε πυκνοκατοικημένες γειτονιές και υπερφορτωμένους δρόμους, όλες οι υπηρεσίες θα βρεθούν συγκεντρωμένες... φέρνοντας αποτελεσματικότητα, οικονομία χρόνου και προσπάθειας και διαμέσου αυτών, την απαραίτητη ηρεμία. Οι πύργοι, στημένοι σε μεγάλη απόσταση ο ένας από τον άλλο, αναπτύσσουν σε ύψος ό,τι μέχρι τώρα απλωνόταν στο έδαφος. Αφήνουν τεράστιο χώρο, απομακρυσμένοι από θορυβώδεις οδικούς άξονες ταχείας κυκλοφορίας. Στη βάση των πύργων ξεδιπλώνονται πάρκα, το πράσινο εκτείνεται σε όλη την πόλη. Οι πύργοι ευθυγραμμίζονται σε επιβλητικές λεωφόρους. Πράγματι, πρόκειται για αρχιτεκτονική αντάξια της εποχής της».53 Μέσα σε αυτό το πνεύμα, ο Le Corbusier παρουσιάζει, το 1922, ένα σχέδιο για την σύγχρονη πόλη των 3 εκατομμυρίων κατοίκων, την περίφημη Ville Contemporaine [εικ.3.1]. Στο κέντρο τοποθετήθηκαν 24 πύργοι γραφείων, ύψους 60 ορόφων, με τη χαρακτηριστική σταυροειδή κάτοψη και το οδοντωτό προφίλ [εικ.3.3]. Καθένας από τους αυτούς μπορούσε να εξυπηρετήσει μέχρι και 50.000 εργαζομένους και γύρω τους, απλώνονταν μεγάλες εκτάσεις με πάρκα, ακριβώς έτσι όπως τα είχε περιγράψει δύο χρόνια νωρίτερα, στις πόλεις-πύργους.54 Στα δυτικά βρίσκονταν διάφορες δημόσιες εγκαταστάσεις που περιελάμβαναν το μουσείο, το δημαρχείο και τις δημόσιες υπηρεσίες και ακριβώς δίπλα τους εκτεινόταν ένα μεγάλο πάρκο στα πρότυπα των αγγλικών κηπουπόλεων. Στα ανατολικά, ένας μεγάλος οδικός άξονας ταχείας κυκλοφορίας, οδηγούσε στις αποβάθρες και στη βιομηχανική ζώνη με τις αποθήκες εμπορευμάτων. Γύρω από το εμπορικό κέντρο με τους πύργους, τοποθετήθηκαν σε ακτινωτή διάταξη και με σαφώς πιο χαμηλές διαστάσεις, δύο πρότυπες τυπολογίες συγκροτημάτων κατοίκησης. Πιο κοντά στον εμπορικό πυρήνα, βρίσκονταν τα κτιριακά συγκροτήματα με τη 51 Νίκη-Χριστίνα Φίλη, Η ανάπλαση των ακαλύπτων των οικοδομικών τετραγώνων ως εργαλείο βελτίωσης του ιστού της πόλης, σελ.16 52 Carlo Aymonino, Κυριαρχία και Υποτέλεια, η εξέλιξη της μοντέρνας πόλης, σελ.34 53 Le Corbusier, Για μια αρχιτεκτονική, σελ.43-44 54 Δημήτρης Καρύδης, Τα επτά βιβλία της πολεοδομίας, σελ.224 60
3.1 Η Ville Contemporaine, Le Corbusier, 1922.
συνεχή, οδοντωτή διάταξη, γνωστά ως redents [εικ.3.4].55 Σε αυτά τα κτίρια σχεδιάστηκαν πολυτελείς κατοικίες που επρόκειτο να στεγάσουν τις πιο εύπορες κοινωνικές ομάδες, ενώ στα ενδιάμεσα κενά τους αναπτύσσονταν χώροι πρασίνου και άθλησης. Η διάταξή τους στο χώρο επέτρεπε μια πυκνότητα 300 κατοίκων ανά 10 στρέμματα. Περιφερειακά αυτών των κατοικιών σχεδιάστηκαν ενιαίοι κτιριακοί όγκοι, στην περίμετρο ο.τ., με παρόμοια πυκνότητα κατοίκησης. Αυτά τα κυψελοειδή περιμετρικά συγκροτήματα προέκυπταν από μονάδες κατοικίας Immeuble-Villa [εικ.3.2]. Πρόκειται για κατοικίες, ύψους δύο ορόψων, με βεράντα, που είχαν κατακόρυφη επικοινωνία με το ισόγειο. Ένα σύνολο 275 τέτοιων μονάδων κατοικίας διαμόρφωνε το τελικό, δωδεκαώροφο κτιριακό συγκρότημα, το οποίο με τη σειρά του οριοθετούσε ένα χώρο πρασίνου που κάλυπτε κοινές εγκαταστάσεις αναψυχής.56 Στον πολεοδομικό σχεδιασμό του Le Corbusier εμφανίζεται πλέον ξεκάθαρα ο διαχωρισμός των λειτουργιών σε ξεχωριστές ζώνες. «Ο Le Corbusier σχεδίασε τη Ville Contemporaine σαν μια επίλεκτη καπιταλιστική πόλη διοίκησης και ελέγχου, με κηπουπόλεις για τους εργάτες, χωροθετημένες, όπως και οι βιομηχανίες, πέρα από την ‘περιοχή ασφαλείας’ της ζώνης του πρασίνου που περιέβαλλε την πόλη.»57 Πρόκειται για έναν σχεδιασμό με σαφέστατη ταξική διάκριση ανάμεσα στο προλεταριάτο των προαστίων και στους «επίλεκτους» της πόλης. Ο 55 Aldo Rossi, Η αρχιτεκτονική της πόλης, σελ.113 56 βλ. Ville contemporaine de trois millions d’habitants στο http://www.fondationlecorbusier.fr 57 Kenneth Frampton, Μοντέρνα αρχιτεκτονική: ιστορία και κριτική, σελ.144 61
3.2 Το κυψελοειδές περιμετρικό συγκρότημα που προκύπτει από τις μονάδες κατοικίας Immeuble-Villa.
3.3 Τμήμα μακέτας της Ville Contemporaine με τον ουρανοξύστη στο κέντρο της πόλης, τους χώρους πρασίνου και το οδικό δίκτυο που τον περιβάλλει.
62
3.4 Η οδοντωτή διάταξη των redents έμελλε να επιλεχθεί από τον Le Corbusier τόσο στο Plan Voisin, όσο και στη Ville Radieuse.
3.5 Η πολεοδομική πρόταση του Le Corusier για το Παρίσι, Plan Voisin, 1925.
63
χώρος στο κέντρο της πόλης, στον οποίο εκτείνονταν οι δύο τυπολογίες κατοίκησης, θα φιλοξενούσε συνολικά 600.000 κατοίκους, ενώ άλλα δύο εκατομμύρια, που αποτελούσαν κυρίως την μεγάλη πληθυσμιακά ομάδα των εργατών, θα στεγάζονταν στις περιφερειακές κηπουπόλεις.58 Στο Plan Voisin, το 1925, ο Le Corbusier χρησιμοποίησε τις τυπολογίες των ουρανοξυστών και των redents και πρότεινε την πλήρη κατεδάφιση ολόκληρων συνοικιών του Παρισιού, η οποία θα άνοιγε τον δρόμο για την ανέγερση των πελώριων αυτών κτισμάτων [εικ.3.5]. Η Ville Contemporaine αποτέλεσε επίσης πρόδρομο των αρχιτεκτονικών σχεδίων που δημοσίευσε λίγα χρόνια αργότερα, το 1930, και αφορούσαν την περίφημη Ville Radieuse, έργο που και αυτό δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Αυτό το πρότυπο πόλης θα προέκυπτε από μια λογική tabula rasa, καθώς η κατασκευή του βασιζόταν στην κατεδάφιση των παραδοσιακών ευρωπαϊκών πόλεων. Στο κενό, πλέον, έδαφος θα υψωνόταν μια αυστηρά γραμμική πόλη, απόλυτα συμμετρική και τυποποιημένη. Από τις κτιριακές τυπολογίες που χρησιμοποιήθηκαν στην Ville Contemporaine, διατήρησε τους ψηλούς ουρανοξύστες για τις εμπορικές χρήσεις και τις υπηρεσίες και τις μονάδες κατοίκησης redents [εικ.3.6-3.7]. Οι περιμετρικοί κτιριακοί όγκοι με τις μεγάλες εσωτερικές αυλές είχαν και εδώ αφαιρεθεί από τον σχεδιασμό του, όπως και στο Plan Voisin νωρίτερα. Καθεμιά από τις δυο εκδοχές κατοίκησης εξέφραζε και μια διαφορετική αντίληψη για την πόλη. Τα redents συμβόλιζαν τη λήξη της κυριαρχίας του δρόμου, ως βασικού στοιχείου του αστικού ιστού, καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο δυνατή μια πιο ελεύθερη διάταξη των κτιριακών συγκροτημάτων. Η οδοντωτή τους διάταξη άλλοτε υποχωρούσε και άλλοτε ευθυγραμμιζόταν με τα εξωτερικά όρια του δρόμου. Αντίθετα, τα περιμετρικά ο.τ. εξέφραζαν την ιδέα μιας πόλης, την οποία δημιουργούν και οριοθετούν αποκλειστικά οι δρόμοι. Η μόνιμη πλέον απουσία αυτής της τυπολογίας από τα σχέδια του Le Corbusier, καταδεικνύει την κατηγορηματική εναντίωσή του στην κυριαρχία της οδού-διαδρόμου της παραδοσιακής πόλης. Εκτός της εξωτερικής τους μορφής, μια δεύτερη βασική διαφορά αφορούσε τον τρόπο οργάνωσης των μονάδων κατοικίας στους δυο αυτούς τύπους. Στο περιμετρικό συγκρότημα κατοικιών, η μονάδα Immeuble-Villa είχε προδιαγραφές ποιοτικής κατοικίας με εσωτερικό ύψος δύο ορόφων και ευρύχωρες βεράντες, ενώ αντίθετα οι μονάδες κατοικίας των redents της Ville Radieuse χαρακτηρίζονταν από τη μεγαλύτερη δυνατή οικονομία χώρου. Τα redents αποτελούνταν από μονώροφα διαμερίσματα με τις ελάχιστες δυνατές διαστάσεις ιδιαίτερα στους βοηθητικούς χώρους, στις κουζίνες και τα μπάνια. Καθένα από αυτά τα κτίρια έφτανε σε ύψος τα 50μ. και μπορούσε να στεγάσει έως και 2.700 ενοίκους, λειτουργώντας σαν μια πόλη που αναπτύσσεται καθ’ ύψος.59 Έτσι, η πυκνότητα της πόλης θα συγκεντρωνόταν σε λίγα σημεία, αφήνοντας ελεύθερα όλα τα υπόλοιπα για την αναψυχή και την κυκλοφορία. Από το σύνολο της περιοχής σχεδιασμού, μόνο το 12% θα αποτελούσε την οικοδομήσιμη
58 βλ. Ville contemporaine de trois millions d’habitants στο http://www.fondationlecorbusier.fr 59 βλ. http://www.archdaily.com/411878/ad-classics-ville-radieuse-le-corbusier 64
3.6 Η Ville Radieuse, Le Corbusier, 1930.
0
1
3km
3.7 Κάτοψη των redents της Ville Radieuse.
65
3.8 Σχέδιο του Le Corbusier που θέτει σε αντιπαράθεση, στην ίδια κλίμακα, ο.τ. του Παρισιού, του Buenos Aires και της Νέας Υόρκης, με τα redents της Ville Radieuse, που επιτρέπουν μια πυκνότητα 1.000 κατοίκων ανά εκτάριο.
3.9 Σκίτσο του Le Corbusier, στο οποίο προτείνει την εξυγίανση ενός τμήματος του Παρισιού, χρησιμοποιώντας τη διάταξη των redents, 1936.
66
έκταση.60 Ένα σχέδιο του Le Corbusier, εκείνη την περίοδο, φανερώνει την τεράστια διαφορά πυκνότητας ανάμεσα στην πρότασή του και στις υφιστάμενες μητροπόλεις [εικ.3.8]. Ο απόλυτος ορθολογισμός και ο φονξιοναλισμός που διακατέχουν τη Ville Radieuse, οδηγούν στη διαπίστωση πως αυτό το ίδιο ακριβώς πρότυπο μπορει να ακολουθηθεί παντού, ανεξαρτήτως μορφής [εικ.3.9]. Η τελευταία οφείλει, σύμφωνα με τις «κορμπυζιανές» αρχές, να ακολουθεί πιστά τη λειτουργία. Μπορεί η πολεοδομική γλώσσα του Le Corbusier να ήταν εξαιρετικά κοφτερή και έτσι να βοήθησε στη συστράτευση πολλών αρχιτεκτόνων υπό τη σημαία ενός ακραία ορθολογικού αρχιτεκτονικού προτύπου, αλλά οι απόψεις του δεν γνώριζαν καθολική αποδοχή. Ο Bruno Taut, ένας πρωτοπόρος της εργατικής κατοικίας στη δημοκρατία της Βαϊμάρης, ερμήνευε τις πολεοδομικές θεωρήσεις του Le Corbusier ως μια προσπάθεια επιβολής αντιλήψεων που δεν αντιστοιχούσαν στις ανάγκες των ανθρώπων για αξιοπρεπή κατοίκηση. Σύμφωνα με τον Taut, η μοντέρνα αρχιτεκτονική δεν θα έπρεπε να έχει ως κύριο μέλημά της την συντριβή των προτύπων κατοίκησης που έχουν στο μυαλό τους οι ένοικοι.61 Αυτός, μαζί με μια σειρά μεγάλων Γερμανών αρχιτεκτόνων θα μεταβούν στην ΕΣΣΔ, λίγα χρόνια πριν την άνοδο του Ναζισμού στη Γερμανία το 1933, με την ελπίδα να συνεχίσουν την πολεοδομική τους πρακτική. Η κυριαρχία των σχεδιαστικών απόψεων του Le Corbusier, ανάμεσα στο μοντέρνο κίνημα, αποτυπώθηκε στο τέταρτο συνέδριο του CIAM το 1933. Σύμφωνα με τον Frampton, τα τρία πρώτα συνέδρια αποτελούν και το πρώτο στάδιο των CIAM (1928-1930), με περισσότερο θεωρητικό χαρακτήρα και κυρίαρχες απόψεις αυτές των γερμανόφωνων σοσιαλιστών αρχιτεκτόνων. Στη δεύτερη φάση των CIAM (1933-1947) κυριάρχησε η προσωπικότητα του Le Corbusier, ο οποίος και έστρεψε το περιεχόμενο των συνεδρίων στην πολεοδομία.62 Το τελικό προϊόν του τέταρτου συνεδρίου ήταν η «Χάρτα της Αθήνας», ένα κείμενο που εκδόθηκε το 1943 στο Παρίσι και συνιστούσε την εδραίωση των σχεδιαστικών αρχών του Le Corbusier. Προσυνεδριακά είχε αποφασιστεί να παρουσιαστούν, από τις εθνικές ομάδες του CIAM, χάρτες που να δίνουν πληροφορίες για τις πιο σημαντικές πόλεις της Ευρώπης. Για κάθε πόλη σχεδιάστηκαν τρεις χάρτες. Ο πρώτος, σε κλίμακα 1:10.000, αφορούσε την κατοικία, την εργασία και την αναψυχή και απεικόνιζε τις χρήσεις γης και την κτιριακή πυκνότητα. Ο δεύτερος, πάλι σε 1:10.000, απεικόνιζε το κυκλοφοριακό δίκτυο και ο τρίτος, σε 1:50.000, φανέρωνε τη σχέση της πόλης με τις περιφερειακές περιοχές, εμπεριέχοντας πληροφορίες και για τις τέσσερις λειτουργίες τις μοντέρνας πόλης. Ο Arthur Kohn, ως εκπρόσωπος των Γερμανών αριστερών αρχιτεκτόνων, αμφισβήτησε το πρότυπο της λειτουργικής πόλης, τονίζοντας πως εκείνο που προείχε ήταν μια ανάλυση των πόλεων, βασισμένη στις σχέσεις παραγωγής και στην ταξική δομή της κοινωνίας. Έτσι, από τις προσυνεδριακές ήδη συζητήσεις φανερώθηκε μια έντονη διάσταση απόψεων, η οποία όμως δεν θα εμφανιζόταν 60 βλ. Ville Radieuse στο http://www.fondationlecorbusier.fr 61 Παύλος Λέφας, Αρχιτεκτονική και κατοίκηση, από τον Heidegger στον Koolhaas, σελ.87 62 Kenneth Frampton, Μοντέρνα αρχιτεκτονική: ιστορία και κριτική, σελ.241-242 67
3.10 Αεροφωτογραφία και τοπογραφικό σχέδιο της πολιτείας Sarcelles-Lochères στα προάστια του Παρισιού.
3.11 Αεροφωτογραφία και τοπογραφικό σχέδιο των συγκροτημάτων κατοικίας στο Bijlmermeer του Άμστερνταμ.
68
στο επικείμενο συνέδριο. Η άνοδος του Ναζισμού στη Γερμανία είχε ως συνέπεια το κλείσιμο της σχολής του Bauhaus και την εκδίωξη των σοσιαλιστών αρχιτεκτόνων από επικεφαλείς των δημοτικών κτιριακών υπηρεσιών. Αυτοί μεταβαίνουν στη Σοβιετική Ένωση και από εκεί ζητούν τη διεξαγωγή του IV CIAM στη Μόσχα. Κάτι τέτοιο τελικά δεν πραγματοποιείται, κάνοντας σίγουρη την απουσία όλων των γερμανών αρχιτεκτόνων που δούλευαν στην ΕΣΣΔ, αφού λόγω των οξυμένων καταστάσεων ήταν αδύνατο να βγουν από τη χώρα. Αυτή ήταν μια συνειδητή επιλογή της ομάδας του Le Corbusier ώστε να αποδυναμωθεί η αριστερή πτέρυγα και επομένως, κάτω από αυτούς τους συσχετισμούς, οι πολεοδομικές προτάσεις του επιβλήθηκαν πλήρως.63
3.2 Οι μοντέρνες πολεοδομικές παρεμβάσεις της «χρυσής» εικοσαετίας 1950-1970 και η εξαφάνιση του ο.τ. Tα μεταπολεμικά χρόνια, η Ville Radieuse εφαρμόστηκε, ως σχεδιαστική αρχή, σε αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις, ένδειξη της σαφέστατης υπεροχής των απόψεων του Le Corbusier. Οι σαρωτικές και μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις που ακολούθησαν, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, και συγκεκριμένα από το 1950 έως το 1980, με στόχο την ανασυγκρότηση του κατεστραμμένου οικιστικού ιστού, ήταν ξεκάθαρα εμπνευσμένες από τις προτάσεις του [εικ.3.10-3.11]. Τέτοια παραδείγματα εκτεταμένης παρέμβασης αποτελούν: η πολιτεία Sarcelles στα προάστια του Παρισιού και η περιοχή κατοικίας Pimlico στο κεντρικό Λονδίνο τη δεκαετία του ‘50, η πολιτεία Anton στο Roehampton, νοτιοδυτικά του Λονδίνου το 1958, τα κτιριακά συγκροτήματα στο Bijlmermeer του Άμστερνταμ (1966-1975) και οι εργατικές κατοικίες στη συνοικία Marzahn στο ανατολικό Βερολίνο το 1977. Μετά από τις καταστροφές του πολέμου, οι δυτικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είχαν βρεθεί αντιμέτωπες με δυο βασικά ζητήματα που έχρηζαν άμεσης απάντησης. «Αναζητούσαν το μοντέλο εκείνο που θα κατάφερνε από τη μια να περιορίσει τους κοινωνικούς αγώνες και να αποσπάσει κοινωνική συναίνεση, αποφεύγοντας τις εικόνες εργατικής εξαθλίωσης που υπήρχαν τη δεκαετία του ‘30, και από την άλλη να επιφέρει την απαραίτητη ανάπτυξη της παραγωγής με ταυτόχρονη αύξηση των κερδών του κεφαλαίου.»64 Το πρότυπο της ΕΣΣΔ, στο οποίο βασίζονταν οι περισσότερες από τις κοινωνικές διεκδικήσεις της εποχής, φόβιζε την άρχουσα τάξη. Για αυτό και ένα νέο οικονομικό πρότυπο, αυτό του κεϋνσιανού κράτους πρόνοιας, έκανε την έντονη εμφάνιση του στις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί η σοσιαλιστική «απειλή». Η πλήρης απασχόληση, το 8ωρο, το ελάχιστο εισόδημα, η ασφάλιση και οι συλλογικές συμβάσεις ήταν τα βασικά μέτρα των δυτικο-ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, οι οποίες αντιλαμβάνονταν πως για να παραμείνουν 63 Ευδοκία Σελιανίτη, Η Χάρτα των Αθηνών, ερευνητική εργασία στα πλαίσια του μαθήματος: «Μεταλλαγές των ιδεών για την πόλη στον 20ο αιώνα», σελ.8-12 64 Θάνος Ανδρίτσος, Η κρίση στην πόλη και η πόλη στην κρίση, σελ.91 69
δημοκρατικές και καπιταλιστικές έπρεπε να υιοθετήσουν μια πολιτική ατζέντα που θα στόχευε στην εργασιακή απασχόληση και την κοινωνική πρόνοια. Σε αυτή την κατεύθυνση, διαπιστώθηκε πως ο ρόλος της αξιοπρεπούς κατοίκησης θα ήταν καταλυτικός στην επίλυση και τον δύο ζητημάτων που απασχολούσαν τα δυτικά κράτη. Από τη μια πλευρά, τα προγράμματα μαζικής κατοίκησης συνέβαλαν στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού και σε συνδυασμό με τα κοινωνικά μέτρα που αναφέρθηκαν προηγουμένως, οδήγησαν στη δημιουργία μιας μεσαίας εισοδηματικής διαστρωμάτωσης που εφησυχάζει τα κατώτερα στρώματα, περιορίζοντας τις κοινωνικές διεκδικήσεις. Από την άλλη πλευρά, αυτός ο οικοδομικός πυρετός έδινε τη δυνατότητα στο πλεόνασμα κεφαλαίου, που είχε βρεθεί σε αδιέξοδο τα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης, να επανεπενδυθεί μέσω της κατασκευαστικής βιομηχανίας. Η θεωρητική πολεοδομία του Le Corbusier έμελλε, επομένως, να γίνει πράξη μετά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, χάρη στον έντονο κρατικό παρεμβατισμό που καλούνταν να συνδράμει καθοριστικά, τόσο στην επιτακτική ανάγκη στέγασης, όσο και στην προσπάθεια στήριξης και ανάπτυξης της βιομηχανίας και του κεφαλαίου. Η μονάδα-οίκημα Unite d’Habitation της Μασσαλίας, που θα σχεδιάσει το 1947, ήταν εμπνευσμένη εμφανώς από τις redents της Ville Radieuse και αποτέλεσε τη σχεδιαστική αρχή για την κατασκευή μιας σειράς παρόμοιων συγκροτημάτων κατοικιών σε όλη την Ευρώπη [εικ.3.12]. Αυτές οι «ενότητες κατοικίας» δεν θα αρχίσουν να κατασκευάζονται παρά μόνο μετά την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (Nantes 1955, Briey-en-Foret 1957, Βερολίνο 1958, Rhones-Alpes 1968). Ο Le Corbusier κατάφερε να συγκεντρώσει, μέσα σε ένα επιβλητικό συγκρότημα κατοικιών, όλες τις ιδέες, τις έρευνες και τους προβληματισμούς του για την κρίση των πόλεων. Η πολεοδομική του πρόταση ερχόταν σε πλήρη αντίθεση όχι μόνο με την παραδοσιακή πόλη της εποχής, αλλά και με κάθε άλλη μοντέρνα απόπειρα εκείνης της περιόδου, με εξαίρεση βέβαια τα σπίτιακοινότητες που είχαν, ήδη, αρχίσει να κατασκευάζονται στη Σοβιετική Ένωση από τους «πολεοδομιστές» και από όπου ο Le Corbusier άντλησε αναμφισβήτητα επιρροές.65 Η Unite της Μασσαλίας (1947-1952) είναι μια 18όροφη πολυκατοικία (137μ. μήκος, 24,5μ. πλάτος και 56μ. ύψος), κατασκευασμένη σε οικόπεδο 36 στρεμμάτων. Το κτίσμα 65 Στη Σοβιετική Ένωση, η σχολή των ‘Πολεοδομιστών’ είχε ήδη προχωρήσει στην κατασκευή μεγάλων, κοινοβιακών μονάδων κατοικίας, των περίφημων Dom-Kommuna. Το θεωρητικό τους πλαίσιο, αφενός μεν εμπνεόταν από τα θεωρητικά σχέδια του Le Corbusier, στις αρχές τις δεκαετίας του ‘20, αλλά αφετέρου έθετε ως βασικό στόχο την ξαναοργάνωση της πόλης σύμφωνα με την εικόνα της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας, τις νέες αρχές της και την εξαφάνιση του ανταγωνισμού των τάξεων. Όλα αυτά μεταφράζονταν πολεοδομικά, με την εξαφάνιση των αντιθέσεων ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια, ανάμεσα στα καλά τετράγωνα και τις εργατικές συνοικίες κι ακόμα, κυρίως, ανάμεσα στην ίδια την πόλη και την ύπαιθρο. Στις Dom-Kommuna, ο ιδιωτικός χώρος περιοριζόταν στον ελάχιστο απαραίτητο και οι εξοπλισμοί για κοινωνική, συλλογική εξυπηρέτηση, υποκαθιστούσαν πολλές από τις ‘οικογενειακές’ λειτουργίες. Η νέα πόλη, στο σύνολό της, θα συγκροτούταν από τα τεράστια αυτά σπίτια-κοινότητες που θα κατασκευάζονταν κοντά στα εργοστάσια και δεν θα είχαν ούτε κέντρο, ούτε περιφέρεια, ούτε διαφοροποιημένες συνοικίες. Για αναλυτικότερη περιγραφή τις πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής πρακτικής της ΕΣΣΔ, στις δύο πρώτες δεκαετίες μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, βλ. Anatole Kopp, Πόλη και Επανάσταση 70
3.12 Η μονάδα Unite d’habitation της Μασσαλίας, ένα κατοκόρυφο ο.τ., Le Corbusier, 1952. 3.13 Αριστερά: Σχέδιο κάτοψης των πέντε μονάδων κατοικίας. Δεξιά: Μακέτα με τον σχεδιασμό της ευρύτερης περιοχής στο Meaux.
περιλαμβάνει 337 αυτοτελείς μονάδες 23 διαφορετικών τύπων, από μονάδες του ενός ατόμου μέχρι μονάδες για οικογένειες έως και οκτώ ατόμων. Η όλη λογική σχεδιασμού στόχευε στη δημιουργία ευέλικτων-πρότυπων μονάδων κατοίκησης που να μπορούν μηχανικά να αναπαραχθούν και να συντεθούν σε σύνολα. Η Unite είχε προβλεφθεί για 1600 έως και 2000 κατοίκους. Μέσα στην πολυκατοικία βρίσκονται συγκεντρωμένες και όλες οι υπηρεσίες που χρειάζονται οι ένοικοι για την κάλυψη των καθημερινών τους αναγκών. Στον όγδοο όροφο υπάρχει εσωτερικός δημόσιος διάδρομος με καταστήματα, εστιατόριο και ξενοδοχείο και στο δώμα υπάρχει παιδική χαρά, νηπιαγωγείο και χώροι άθλησης.66 Η τοποθέτηση τέτοιων μονάδων στον ευρύτερο αστικό χώρο γίνεται καλύτερα κατανοητή σε ένα project που σχεδίασε το 1957 για το Meaux, έναν περιφερειακό οικισμό του Παρισιού, το οποίο όμως δεν κατασκευάστηκε ποτέ [εικ.3.13]. Η προτεινόμενη πολεοδομική παρέμβαση καταλαμβάνει έκταση 300 στρεμμάτων στην οποία κατασκευάζονται πέντε 66 Φοίβη Γιαννίση, Ίρις Λυκουριώτη, Ρένα Φατσέα, Vers L.C. Contre, 16+9 θέσεις για την επικαιρότητα του Le Corbusier, σελ.88-89 71
μονάδες κατοίκησης. Τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά των μονάδων και το πρόγραμμά τους συμβαδίζουν απόλυτα με το πρότυπο της Unite της Μασσαλίας. Ο ευρύτερος αστικός σχεδιασμός διαμορφώνεται με βάση την εξυπηρέτηση των τεσσάρων θεμελιωδών λειτουργιών που διακρίνουν τη ζωή των πολιτών. Η κατοικία αποτελεί τη βασική λειτουργία που πρέπει να εξυπηρετηθεί προσφέροντας επαρκή αερισμό και φωτισμό. Οι πέντε μονάδες τοποθετούνται για αυτό τον λόγο σε απόσταση μεγαλύτερη των 200μ. μεταξύ τους.67 Όλες οι άλλες λειτουργίες αποτελούν σύμφωνα με τον Le Corbusier προεκτάσεις της κατοικίας. Η εργασία, δηλαδή όλες οι παραγωγικές δραστηριότητες που θεωρούνται ισότιμες (γεωργία, βιομηχανία, εμπόριο) απαιτούν αντίστοιχα και τρεις τύπους εγκαταστάσεων: την αγροτική εγκατάσταση, τη γραμμική βιομηχανική πόλη και την ακτινοκεντρική πόλη των συναλλαγών. Η αναψυχή εξυπηρετείται με τον σχεδιασμό ελεύθερων χώρων σε διάφορες κλίμακες. Αρχικά προτείνονται πράσινες ζώνες για παιχνίδια και αθλητισμό σε άμεση επαφή με τις μονάδες κατοίκησης. Έπειτα τοποθετούνται πάρκα σε επίπεδο συνοικιών και πράσινες ζώνες που χωρίζουν την ζώνη κατοικίας από τις ζώνες εργασίας. Η κυκλοφορία τέλος σχεδιάζεται με αποκλειστική στόχευση την κατάργηση της οδού-διαδρόμου, με το παραδοσιακό πεζοδρόμιο και το οδόστρωμα. Στη θέση της αντιπροτείνεται ένα πολύμορφο δίκτυο από ξεχωριστούς διαδρόμους για πεζούς, για ποδήλατα, για οχήματα μικρής ταχύτητας και για οχήματα μεγάλων ταχυτήτων. Όλοι αυτοί είναι χαραγμένοι, ανεξάρτητα από κάθε προηγούμενη δέσμευση, στο συνεχή χώρο της Ville Radieuse στο Meaux. Το ο.τ., του οποίου τα όρια και η μορφή είχαν ήδη αρχισει να γίνονται δυσδιάκριτα στον σχεδιασμό της Νέας Φρανκφούρτης, είχε πλέον χαθεί οριστικά ως μονάδα, εξαιτίας ενός σχεδιασμού, επεξεργασμένου σε μεγάλη κλίμακα σύμφωνα με τις αρχές του zoning, ο οποίος προκαθόριζε τη μορφή όλων των επιμέρους στοιχείων του αστικού ιστού. Μια νέα σχέση ανάμεσα στην πολεοδομία και την αρχιτεκτονική γεννιόταν. Η αντίθεση της πόλης-υπαίθρου, έτσι όπως φανερώθηκε στις πόλεις του 19ου αιώνα, φάνηκε ότι μπορούσε, κάτω από τα νέα δεδομένα, να χαρακτηριστεί από μια ρευστότητα αντιπαράθεσης. Ο Bruno Zevi αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όχι πια οικοδομικά τετράγωνα γεμάτα κτίσματα που εναλλάσσονται με κενά σχηματίζοντας δρόμους και πλατείες [...] Ξεπερνώντας την παραδοσιακή διχοτόμηση πόλης-υπαίθρου, η πολεοαρχιτεκτονική διαχέεται στο ύπαιθρο, ενώ φυσικά κομμάτια της υπαίθρου εισβάλλουν στον μητροπολιτικό ιστό. Πόλη-γη, όχι από τη μια μεριά υπερσυνωστισμένα, μολυσμένα, χαώδη, ανθρωποκτόνα συγκροτήματα και, από την άλλη, χωριά έρημα και εγκαταλειμμένα.»68 Συμπερασματικά, αν το πολεοδομικό πρότυπο της Ville Radieuse συνιστούσε άρνηση της παραδοσιακής πόλης, τότε, κατά αντιστοιχία κλίμακας, η Unite αποτελούσε άρνηση του δομικού στοιχείου που την συγκροτεί, του ο.τ. Η Unite είναι αποκομμένη από το έδαφος με τη χρήση pilotis και εμπεριέχει μέσα της όλες τις δραστηριότητες που παλιότερα 67 Philippe Panerai, Jean Castex, Jean Charles Depaule, Ivor Samuels, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.116 68 Bruno Zevi, Η μοντέρνα γλώσσα της αρχιτεκτονικής, σελ.76-77 72
3.14 Σχέδιο του οδικού δικτύου της περιοχής κατοικίας Lansbury, τμήμα της ευρύτερης ανάπλασης της κατεστραμμένης από τους βομαρδισμούς έκτασης Stepney and Poplar, στα τέλη της δεκαετίας του ‘50. Με έντονη ένδειξη αποδίδεται το δίκτυο των προτεινόμενων δρόμων και με ατονή ένδειξη το δίκτυο των υφιστάμενων πριν την καταστροφή οδικών αξόνων.
απλώνονταν σε κλίμακα αρκετών ο.τ. Η προσπάθεια συγκέντρωσης της αστικής πύκνωσης σε έναν επιβλητικό κτιριακό όγκο, ανασηκωμένο από τη γη, οδήγησε στην πλήρη διάλυση όλων των στοιχείων που συγκροτούν το ο.τ. Η είσοδος στην κατοικία δεν σχεδιάζεται πια στην πρόσοψη του κτιρίου αλλά στο κέντρο του. Τα εμπορικά καταστήματα και όλες οι άλλες εγκαταστάσεις δεν βρίσκονται πλέον σκορπισμένες στο ισόγειο διάφορων ο.τ., αλλά αντιθέτως συγκεντρώνονται στους μεσαίους ορόφους των τεράστιων Unite ή στα δώματά τους. Ο ελεύθερος χώρος, προηγουμένως εσωτερικός και αποκομμένος από την οδό, βρίσκεται πλέον εκτεθειμένος στο σύνολο του πληθυσμού. Τέλος, η οδός παύει να οριοθετεί το ο.τ. και υφίσταται μια σειρά αναδιατάξεων και ιεραρχήσεων, από τον ποδηλατόδρομο μέχρι τη λεωφόρο ταχείας κυκλοφορίας. Το ο.τ. έχει πια αποσυντεθεί, έχει χάσει την παραδοσιακή αστική μορφή του καθώς και τα ιδιαίτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά του. Η ποικιλομορφία του, που προέκυπτε από τη σύνθεση πολλών διαφορετικών στοιχείων παύει πλέον να υφίσταται. Όλα τα χωρικά και κοινωνικά στοιχεία του ο.τ. συμπυκνώνονται μέσα στο μοναδιαίο-οίκημα της Unite, καθιστώντας το, σύμφωνα με τον Panerai, ένα κατακόρυφο ο.τ.69 69 Philippe Panerai, Jean Castex, Jean Charles Depaule, Ivor Samuels, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.117-118 73
Η πολεοδομική προσέγγιση του Le Corbusier συντέλεσε σε μια ολοκληρωτική μετάλλαξη του τρόπου ζωής των κατοίκων. Αυτή η μετάλλαξη επιβλήθηκε από ένα συγκεντρωτικό και τυποποιημένο πολεοδομικό σχεδιασμό που δεν άφηνε το παραμικρό περιθώριο για αίσθηση της παραδοσιακής γειτονιάς. Όπως στο Meaux, έτσι και σε όλα τα υπόλοιπα προγράμματα σαρωτικών αναπλάσεων εκείνης της τριακονταετίας, επελέγησαν χαμηλές πυκνότητες κατοίκησης σε συνδυασμό με ψηλά κτίρια. Το γεγονός αυτό διαμόρφωνε έναν αστικό ιστό που έδινε περισσότερο την εικόνα μιας πολεοδομικής διασποράς παρά ενός συνεκτικού ιστού. Η οδός-διάδρομος έπρεπε να πεθάνει70, το οδικό δίκτυο έπρεπε να επανασχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να ελευθερώνονται μεγάλες εκτάσεις στο έδαφος και, τέλος, το παραδοσιακό ο.τ. έπρεπε να αντικατασταθεί από σαφώς μεγαλύτερες επιφάνειες, με σκοπό τη δόμηση και τη δημιουργία χώρων πρασίνου [εικ.3.14]. Όλα αυτά δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για την επιθυμητή, ελεύθερη διάταξη των πελώριων κτιριακών συγκροτημάτων στο χώρο και την επαρκή μεταξύ τους απόσταση. Έτσι, όλες εκείνες οι λέξεις που ήταν ενταγμένες στο καθημερινό λεξιλόγιο των ενοίκων δε γινόταν παρά να εξαφανιστούν, παράλληλα με τη διάλυση του ο.τ. Δεν υπάρχουν πια «γωνίες ο.τ.», «απέναντι κτίρια» και «διπλανές πόρτες». Τα άχρωμα και άψυχα συγκροτήματα κατοικιών που δόθηκαν για λαϊκή κατοικία, διαμόρφωσαν ένα εχθρικό οικιστικό περιβάλλον, ενώ η αχαλίνωτη απαίτηση του κτηματικού κεφαλαίου για κερδοσκοπία στη γη, έκανε τα ενοίκια δυσβάστακτα για τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Μια κάτοικος ενός μπλοκ κατοικιών στο Δυτικό Βερολίνο αναφέρει χαρακτηριστικά: «Φτιαγμένες όσο γίνεται πιο φτηνά, στοιβαγμένες όσο γίνεται πιο πηχτά και με νοίκια όσο γίνεται πιο ακριβά... κανείς δεν βγάζει τσιμουδιά για τις ανάγκες μας, γιατί η υπόθεση είναι φτιαγμένη για το κέρδος, για το συμφέρον. Ρίξανε τα πάρκινγκ όλα μπροστά απ΄τα σπίτια, αδιάφορο αν μένεις απ΄τη μπρος ή απ΄την πίσω μεριά... Μένουμε όλοι σε ποντικότρυπες, δεν ξέρουμε τους γείτονές μας... Χτίσανε μικρά δωμάτια με πόρτες και τα νοικιάζουν και εισπράττουν 300 μάρκα το μήνα... Θα ‘θελα καμιά φορά να περιλάβω τους αρχιτέκτονες, να τους φέρω να μείνουν εδώ... Οι αρχιτέκτονες που φτιάξανε αυτές τις αηδίες, δεν θα ξέρανε από πού να φύγουν.»71 Η αναφορά σε αυτούς τους σχολιασμούς δεν αναιρεί την τεράστια συνεισφορά των μοντέρνων αρχιτεκτόνων στην αναγκαία ανοικοδόμηση των, ισοπεδωμένων από τον πόλεμο, πόλεων, η οποία μάλιστα συνδυάστηκε με το απαιτούμενο χαμηλό κόστος και τον σύντομο χρόνο υλοποίησης. Φανέρωσε, όμως, για μια ακόμη φορά πως: «για να αλλάξει ο τρόπος που ζει ένας άνθρωπος, δεν αρκεί να καλυτερέψει ο χώρος που ζει μέσα από τα σχέδια ενός αρχιτέκτονα... αλλά να ανατραπεί όλο το πλέγμα σχέσεων εκμετάλλευσης που τον κρατούν δέσμιο. Όταν λοιπόν τα σχέδια της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, είτε πρόθυμα, είτε μετά από αντίσταση, υποτάχτηκαν στη δύναμη του χρήματος, της κερδοσκοπίας και της κρατικής εξουσίας, είχαν ήδη ξεφύγει από το στόχο τους.»72
70 Δημήτρης Καρύδης, Τα επτά βιβλία της πολεοδομίας, σελ.226 71 Θάνος Ανδρίτσος, Η κρίση στην πόλη και η πόλη στην κρίση, σελ.101-102 72 Θάνος Ανδρίτσος, Η κρίση στην πόλη και η πόλη στην κρίση, σελ.103 74
4. Οι σύγχρονες πολεοδομικές αναπλάσεις μετά το 1970
Όπως προαναφέρθηκε, οι μεγάλες πολεοδομικές επεμβάσεις, στα πρότυπα του απόλυτου ορθολογισμού και φονξιοναλισμού που εισήγαγε ο μοντερνισμός, κυριάρχησαν κατασκευαστικά σε όλη την Ευρώπη κατά την εικοσαετία (‘50-’70) που ακολούθησε μετά τον Β’ Π.Π. Αυτό, βέβαια, δεν επρόκειτο να συνεχιστεί σε τέτοια κλίμακα. Η κριτική που είχε ήδη αρχίσει να ασκείται, από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, στην αρχιτεκτονική και πολεοδομική πρακτική του μοντέρνου κινήματος, ήταν έντονη. «Η κριτική αυτή αποκαθήλωνε από το πάνθεον των πολεοδομικών αντιλήψεων κάθε σκέψη για μεγακατασκευές τύπου Ville Radieuse ή επεμβάσεων στην πόλη τύπου Plan Voisin και επαναδιατύπωνε τις αρετές του ‘παραδοσιακού’ δρόμου και του ‘συμβατικού’ οικοδομικού τετραγώνου, εκείνων τα οποία τόσο γρήγορα βιάστηκαν να απορρίψουν οι αρχιτέκτονες των Συνεδρίων Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής».73 Σε αντιπαραβολή με τις προσεγγίσεις των μοντερνιστών, πολλοί αρχιτέκτονες, πολεοδόμοι και θεωρητικοί προσπαθούσαν να ορίσουν το ιδανικό μέγεθος και σχήμα των ο.τ., σε μια εμφανώς μικρότερη κλίμακα. Έτσι «στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα η επανεκτίμηση της ευρωπαϊκής πόλης και οι μελέτες γύρω από αυτήν, θα οδηγήσουν την αρχιτεκτονική σκέψη και πράξη σε επεμβάσεις που σέβονται τη δομή της και εμπνέονται από αυτήν. Αντί της δημιουργίας μεγάλων επεκτάσεων ή νέων πόλεων, η ανάπλαση των πόλεων μέσω σημειακών επεμβάσεων αναγνωρίζεται ως ο πιο δόκιμος τρόπος, ικανός να δημιουργήσει χώρους με ταυτότητα.»74 Η αντιπαράθεσή τους με το μοντερνισμό δεν αφορούσε μόνο στην εναντίωσή τους στην μεγάλη κλίμακα των παρεμβάσεων, αλλά και στη σαφή διάκριση των λειτουργιών. Το λειτουργικό zoning καταδικάστηκε ως η πρακτική εκείνη του μοντερνισμού που οδήγησε στην κατάτμηση οποιουδήποτε χώρου σε ξεχωριστές μονολειτουργικές λειτουργίες, συνιστώντας εργαλείο διαχωρισμού και απομόνωσης. Ως προς την βασικότερη από τις λειτουργίες αυτές, την κατοικία, η συσσώρευση μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων σε επιβλητικούς κτιριακούς όγκους δεν κατόρθωσε να μειώσει την εικόνα των εξαθλιωμένων ανέργων και των αστέγων, παρά μόνο κατάφερε να τους συγκεντρώσει σε περιοχές-γκέτο μαζί με τις μόνιμα μη προνομιούχες ομάδες των μαύρων και των μεταναστών. Οι πρώτες θεωρητικές προσεγγίσεις ενός διαφορετικού πολεοδομικού σχεδιασμού έγιναν τη δεκαετία του 1960. Οι αρχιτέκτονες και οι πολεοδόμοι, εκείνης της περιόδου, συνειδητοποίησαν πως οι σύγχρονες πόλεις πιθανότατα απαιτούν ένα ευρύ φάσμα από διαφορετικά μεγέθη ο.τ., τοποθετημένα με τέτοια διάταξη ώστε να αλληλοσυσχετίζονται. Μια δεκαετία αργότερα, πολλοί ήταν εκείνοι που έθεταν ως πρόταγμα το σχεδιασμό μικρών
73 Δημήτρης Καρύδης, Τα επτά βιβλία της πολεοδομίας, σελ.231 74 Μπούκη Μπαμπάλου-Νουκάκη, Για τη συλλογική κατοικία στην πόλη, σελ.67 75
ο.τ., χάρη στα οποία θα προέκυπταν και πυκνά οδικά δίκτυα.75 Η γενικότερη κριτική που παρατηρήθηκε τις δεκαετίες του ‘60 και ‘70, αφορούσε την εξαφάνιση του ο.τ. από τον πολεοδομικό σχεδιασμό του μοντερνισμού. Ενάντια, λοιπόν, στη λογική των superblocks με τα πελώρια κτίρια, ελεύθερα διατεταγμένα στο δημόσιο χώρο, ο διανοούμενος αρχιτέκτονας Aldo Rossi έδωσε έμφαση στα πλεονεκτήματα της παραδοσιακής πόλης. Ο Rossi έφερε στο προσκήνιο τη σημασία μιας οργάνωσης του χώρου, που βασίζεται στους δρόμους, τις πλατείες και τα ο.τ., η περίμετρος των οποίων ορίζεται από πυκνές κατασκευές [εικ.4.1]. Στο κείμενο, που δημοσιεύει το 1966 μαζί με τον αρχιτέκτονα Giorgio Grassi για το διαγωνισμό της Monza, γίνεται επισήμως η παραδοχή πως το ο.τ. είναι καθοριστικό στοιχείο της αστικότητας: «Το ο.τ. δεν θα πρέπει να αναφέρεται στις μακρινές οικιστικές εμπειρίες, όπως του Παρισιού, ως προς τον όγκο ή τις διαστάσεις... Το ο.τ. βασίζεται στην επανεκτίμηση της αξίας της συλλογικής ζωής... σε μορφολογικό επίπεδο (και σε σχέση με την ιστορία) σημαίνει ένα “ευκρινές” γεγονός της πόλης, που αποτελεί και το καθοριστικό δομικό στοιχείο της. Κατά το σχεδιασμό της οικιστικής ενότητας San Rocco βρεθήκαμε μπροστά στην έννοια του ο.τ., όπως αυτό παρουσιάζεται μέσα από τις εμπειρίες των ευρωπαϊκών πόλεων... Στην πρότασή μας το ο.τ. δομείται ως μια διακεκριμένη ενότητα κλειστή στο εξωτερικό. Αυτή η εκλογή εκφράζει τη θέληση να προταθεί μια στιβαρή παρουσία στη γύρω εξαθλίωση. Εκφράζει την ελπίδα ότι αυτό μπορεί να κατασκευάσει ένα είδος μοντέλου. Μας φαίνεται σημαντική η ύπαρξη στο σχέδιο ενός καθαρά αναγνώσιμου κανόνα. Ο νόμος είναι απλός και συνεκτικός στο βαθμό που η πρόταση πραγματώνεται λαμβάνοντας μέρος στην πόλη, όπως επίσης και η ισορροπία του με όλες τις άλλες πιθανές επιλύσεις, με όλους τους πιθανούς νόμους.» Και συνεχίζει αναφερόμενος στην τυπολογία ο.τ. που υιοθέτησαν: «...ο τύπος με αυλή είναι εκείνος που καθορίζει καλύτερα την πρότασή μας, καθώς αυτός αναφέρεται σε μια ολόκληρη ανθρώπινη εμπειρία... μπορεί να θεωρηθεί ως ο τύπος που έχει συμμετάσχει στο μεγαλύτερο βαθμό στο σχηματισμό των πόλεων, και ειδικότερα στη δημιουργία της όψης της πόλης... Κατά δεύτερο λόγο πάνω στο επίπεδο της μορφής της πόλης, η κατοικία με αυλή εισάγει στην αστική προβληματική ένα είδος ενοποίησης του δημοσίου με τον ιδιωτικό χώρο. Η αυλή είναι ένα είδος δημόσιου χώρου που πραγματώνεται ως μια νησίδα σιωπής και ανάπαυσης, μια παύση.»76 Στην αναλογική πόλη (La citta analoga, 1976) παρουσιάζεται η δομή της πόλης στο συνεχές χρόνο, με τα διάφορα στρώματα της ιστορίας να διαμορφώνουν τον, συνεχώς μεταβαλλόμενο, αστικό ιστό [εικ.4.2]. Σύμφωνα με τον Rossi, η αστική συνέχεια της πόλης πρέπει να ενισχυθεί από την αποτύπωση της εξέλιξής της στο πέρασμα του χρόνου. Τα διάφορα κτιριακά στρώματα μπορούν να αποτελέσουν δομικό στοιχείο που θα οικοδομηθεί μέσα στον υφιστάμενο αστικό ιστό των πόλεων, γεγονός που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη λογική tabula rasa του μοντερνισμού. Ο Rossi αναζητούσε τη δομή εκείνη της πόλης, που θα της δίνει τη δυνατότητα να εξελίσσεται και να προσαρμόζεται σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες και χρήσεις. Η πόλη μεταφράζεται έτσι σαν μια αποθήκη της συλλογικής μνήμης, όπου η δομική εξέλιξη του αστικού ιστού επιτυγχάνεται μέσα από το collage διαφορετικών 75 Alice Vialard, A typology of blok-faces, σελ.11-12 76 Μπούκη Μπαμπάλου-Νουκάκη, Για τη συλλογική κατοικία στην πόλη, σελ.38-41 76
4.1 Διαγράμματα και κατόψεις της αρχιτεκτονικής πρότασης των Aldo Rossi και Giorgio Grassi, για τον οικισμό San Rocco στο διαγωνισμό της Monza, 1966.
4.2 Αριστερά: Η αναλογική πόλη, πίνακας που παρουσίασε ο Aldo Rossi στη Μπιενάλε της Βενετίας, 1976. 4.3 Δεξιά: Σε αυτά τα δύο σχέδια τίθονται σε αντιπαράθεση η πρόταση του Le Cobusier για το Saint-Die, με τον υπάρχοντα αστικό ιστό της πόλης Parma, στην Ιταλία, Rowe and Koetter, Collage City, 1978.
77
4.4 Αριστερά: Σκίτσο του Robert Krier στο οποίο παρουσιάζεται η σχέση κτιστού και κενού χώρου, σαν μια χωρική συνέχεια διαρθρωμένη μέσα σε ο.τ., 1979. Δεξιά: Σκίτσο του Léon Krier στο οποίο απορρίπτει τις μέχρι τότε πιθανές διατάξεις του κτιστού όγκου και προτείνει δύο νέες με μεγαλύτερη ισορροπία ανάμεσα σε δημόσιο και ιδιωτικό χώρο, 1976.
4.5 Σκίτσο του Léon Krier στο οποίο προτείνει την ιδανική αναλογία ανάμεσα στον δομημένο και τον αδόμητο χώρο, 1978.
78
ιστορικών layers. Στον περίφημο πίνακά του, ένας άγγελος δείχνει με το χέρι του την πορεία της αρχιτεκτονικής: ένα collage αναμνήσεων, ερευνών, σχεδίων και πραγματοποιημένων κτιρίων που συγκροτεί το ανάλογο της πόλης.77 Στην ίδια λογική, μια αναπαράσταση από την Collage City των Rowe και Koetter το 1978 περιγράφει την πόλη και τη διαλεκτική σχέση που πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στη κτιστή μορφή και το έδαφος. Ο αστικός ιστός που είχε διαλυθεί από τον Le Corusier έπρεπε να ανασυγκροτηθεί [εικ.4.3].78 Για όλους αυτούς τους αρχιτέκτονες, ο καταλυτικός ρόλος του ο.τ. στον καθορισμό της τοποθέτησης των κτιρίων στο χώρο φανερώνεται από την αποτυχία των μοντερνιστών να υποδείξουν κατάλληλες θέσεις για τα κτιριακά συγκροτήματα στα superblocks. Όταν τα ο.τ. αδυνατούν να καθορίσουν την ακριβή θέση των κτιρίων, τότε τα τελευταία αποσυνδέονται από τον δρόμο. Έτσι, προς τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και ύστερα, εκτός από έναν έντονο, δημόσιο θεωρητικό διάλογο, προέκυψαν και οι αντίστοιχες αρχιτεκτονικές απόπειρες που επικεντρώνονταν, εκ νέου, στο σχεδιασμό του ο.τ., σαν ένα βασικό εργαλείο επανασύνδεσης του κτιρίου με το δρόμο. Αυτές οι σχεδιαστικές προτάσεις εγκαινιάζουν μια νέα περίοδο, κατά την οποία η πολιτική που ακολουθείται είναι αυτή των «μικρών βημάτων». Οι πολεοδομικές παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας δεν συνεχίζονται από εδώ και πέρα. Πλέον γίνεται λόγος για πολεοδομικές αναπλάσεις, οι οποίες εφαρμόζονται σε μεμονωμένα κτίρια, σε ο.τ. και γειτονιές, λαμβάνοντας υπόψη την υπάρχουσα πολεοδομική και κτιριακή δομή. Στην Ευρώπη, εκτός από τον Aldo Rossi, κυρίαρχες φιγούρες αυτών των νέων αρχιτεκτονικών προτάσεων ήταν τα αδέλφια Robert και Leon Krier. Για τον Robert Krier η δομική εξέλιξη της πόλης μπορεί να εξασφαλιστεί μέσω του ταυτόχρονου σχεδιασμού του κενού και του κτιστού χώρου. Η χωρική αναπαράσταση στα σχέδιά του διακρίνεται από τους πολλούς διαύλους για την μετακίνηση των πεζών και από τον όμοιο προσανατολισμό και την ποικιλομορφία των ο.τ. [εικ.4.4]. Τέλος, ο Leon Krier άσκησε δριμεία κριτική στην έντονη πυκνότητα του αστικού ιστού των πόλεων και πρότεινε την κατασκευή ο.τ. με την οποία θα επιτευχθεί ισορροπία ανάμεσα στον ελεύθερο χώρο και την κτιριακή πυκνότητα. Στα σχέδιά του, το 1976, παρουσιάζονται οι τυπολογίες εκείνες των ο.τ. που αποκλείονται, αφού δεν έχουν την επιθυμητή διάταξη και ποσότητα ελεύθερου χώρου. Αντίθετα, προτείνονται δύο άλλες τυπολογίες, οι οποίες επιτρέπουν στα περισσότερα κτίρια να ‘βλέπουν’ στον δρόμο και όπου υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στο δημόσιο και τον ιδιωτικό χώρο.79 Τα ο.τ. που σχεδιάζει, δύο χρόνια αργότερα, αποτελούνται από ένα ενιαίο οικοδόμημα [εικ.4.5]. Αυτά τα κτίρια – ο.τ. έχουν, σύμφωνα με τον Krier, το ελάχιστο και παράλληλα επαρκές μέγεθος των 22 x 22μ. και έρχονται σε αντιδιαστολή με όλες τις μέχρι τότε πολεοδομικές απόπειρες.80 Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πραγματοποιείται, από το 1979 μέχρι το 1987, στο Βερολίνο η Διεθνής Οικιστική Έκθεση IBA (Internationale Bauausstellung). Σε αυτή λαμβάνουν μέρος τόσο ο Aldo Rossi όσο και ο Leon Krier, παρουσιάζοντας πλέον υλοποιήσιμες προτάσεις και 77 78 79 80
Παναγιώτης Τουρνικιώτης, Η αρχιτεκτονική στη σύγχρονη εποχή, σελ.157 Colin Rowe, Fred Koetter, Collage City, σελ.62-63 Δημήτρης Καρύδης, Τα επτά βιβλία της πολεοδομίας, σελ.416 Alice Vialard, A typology of block-faces, σελ.13-17 79
4.6 Αριστερά: Η υπάρχουσα κατάσταση τμήματος της περιοχής του Luisenstadt στο Kreuzber, 1977. Δεξιά: Το τελικό στάδιο της πρότασης, 1979.
4.7 Η πρόταση του Léon Krier για την ανάπλαση της περιοχής Tegel στο βορειοδυτικό Βερολίνο στα πλαίσια σχετικού διαγωνισμού της IBA, 1980-1983.
80
όχι σκίτσα. Η IBA έθετε ως σχεδιαστική αρχή την προσεκτική ανάπλαση και την κριτική ανοικοδόμηση και έστρεφε την προσοχή της σε περιοχές του Βερολίνου που θα μπορούσαν να επιδιορθωθούν στα κατεστραμμένα τους τμήματα ή να συμπληρωθούν στα υφιστάμενα κενά τους. Τέτοιες περιοχές ήταν το Kreuzberg και το Tegel, και οι δυο περιοχές του τότε δυτικού Βερολίνου. Στη συνοικία Luisenstadt του Kreuzberg είχε προταθεί προσεκτική αστική ανανέωση, που βασίζεται κυρίως στην δημιουργία κενού χώρου με εργαλείο την αποδόμηση [εικ.4.6]. Στην σχεδιαστική αυτή πρόταση διατηρείται ανέπαφο το μεγαλύτερο ποσοστό των κτιρίων στην περίμετρο των ο.τ. Αντιθέτως, κατεδαφίζεται το μεγαλύτερο τμήμα των κτισμάτων που βρίσκονται στις εσωτερικές αυλές. Επιπλέον ένα πυκνότερο οδικό δίκτυο δημιουργείται, υποδιαιρώντας πολλά από τα υφιστάμενα ο.τ. Το αποτέλεσμα με τη διατήρηση του κλειστού και ενιαίου μετώπου προς τον δρόμο είναι να διατηρείται η ιστορική δομή των ο.τ. και η αισθητική του χώρου. Επίσης, με την κατεδάφιση των εσωτερικών κτισμάτων του ο.τ., δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη χώρων πρασίνου και γενικότερα χώρων που εξασφαλίζουν έναν δημόσιο χαρακτήρα στο σύνολο της περιοχής.81 Από εκείνα τα χρόνια και ύστερα, η ενοποίηση ακαλύπτων και η παραγωγή ελεύθερου, κοινόχρηστου ή δημόσιου χώρου, μέσω κατεδαφίσεων, έγινε βασική θεματική στους κύκλους αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων, σε μια προσπάθεια ανασημασιοδότησης του ο.τ. και του αστικού ιστού γενικότερα. Στην περιοχή Tegel επρόκειτο να γίνει επέκταση του υπάρχοντος αστικού ιστού. Η πρόταση του Leon Krier κερδίζει ειδικό βραβείο και δεν υλοποιείται. Αξίζει, όμως, ιδιαίτερης προσοχής μιας και ακολουθεί μια νέα προσέγγιση ως προς την αστική σύνθεση σε έναν κενό χώρο [εικ.4.7]. Η ανάδειξη του δημόσιου χώρου και η ύπαρξη χώρων αναφοράς στο εσωτερικό των επιμέρους περιοχών είναι δύο βασικά στοιχεία που εισάγει στο σχεδιασμό του. Ο Krier επιλέγει να χρησιμοποιήσει σχεδιαστικά μια πληθώρα σχημάτων και μεγεθών ο.τ. που εξασφαλίζουν τη διάχυση των λειτουργιών σε πολλές θέσεις στον ιστό της πόλης αλλά και στα επιμέρους ο.τ. Ταυτόχρονα θεωρεί επιτακτική τη συγκρότηση ενός συνεκτικού ιστού ανάμεσα στην υπάρχουσα πόλη και στη περιοχή ανάπλασης. Έτσι ο υπάρχων γειτονικός αστικός ιστός δανείζει τα στοιχεία που τον συγκροτούν στην νέα έκταση. Οι δρόμοι του επεκτείνονται και διεισδύουν στην προς ανάπλαση περιοχή, ενώ τα μεγέθη των υφιστάμενων ο.τ. γίνονται και αυτά οδηγοί για τη συγκρότηση των νέων ο.τ. Με αυτές τις σχεδιαστικές αρχές η περιοχή Tegel εντάσσεται στον ευρύτερο αστικό ιστό και διασφαλίζεται η αστική συνέχεια στη συγκεκριμένη θέση της πόλης. Αυτή η νέα πολεοδομική πρακτική που αφορά είτε μικρές αναπλάσεις στον υπάρχοντα αστικό ιστό, είτε αστικές επεκτάσεις επικεντρώθηκε στη τεράστια συμβολή του ο.τ., ως πυρήνα του πολεοδομικού σχεδιασμού. «Στο Βερολίνο στα πλαίσια της IBA το 1979 και στη Βαρκελώνη στα πλαίσια των Ολυμπιακών Αγώνων το 1992, επιχειρήθηκε η συμπλήρωση 81 Νίκη-Χριστίνα Φίλη, Η ανάπλαση των ακαλύπτων των οικοδομικών τετραγώνων ως εργαλείο βελτίωσης του ιστού της πόλης, σελ.31-32 81
του αστικού ιστού και η επανερμηνεία του. Το ο.τ. και όχι το αποκομμένο κτίριο κρίθηκε και στις δύο περιπτώσεις κατάλληλο να συγκροτήσει την πόλη, να διασφαλίσει τη συνοχή και την πυκνότητά της. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο ιδιωτικός υπαίθριος χώρος αυτονομείται από τον δημόσιο, διασφαλίζει τα όρια του και αποκτά την αρμόζουσα κλίμακα. Γίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο, τόπος ζωής και συνεύρεσης της μικρής κοινότητας των συγκατοίκων. Παίζει το ρόλο του ενδιάμεσου ανάμεσα στην ιδιωτική και τη δημόσια επικράτεια».82 Η προτίμηση σε σαφώς μικρότερης κλίμακας ο.τ. σε σχέση με τα πρότυπα του μοντερνισμού φαίνεται από ένα απόσπασμα του Leon Krier, όπου συγκρίνει το Karl-Marxhof με ένα τμήμα ίδιας κλίμακας στο ιστορικό κέντρο της Βιέννης: «αυτή η σύγκριση στην ίδια κλίμακα δείχνει πως μέσα από το zoning η πόλη αποσυντίθεται, όχι μόνο ως προς τα φυσικά και λειτουργικά της χαρακτηριστικά αλλά κυρίως κοινωνικά. Η κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική πολυπλοκότητα και πυκνότητα της προ-βιομηχανικής Βιέννης δεν θα μπορούσε να βρεθεί σε πιο ισχυρή αντίθεση από ότι με την κοινωνική και πολιτιστική κενότητα του Hof. Η πόλη υποβιβάζεται σε μια απλή καλλιτεχνική χειρονομία».83 Η κριτική, βέβαια, του Krier είναι ιδιαίτερα σκληρή, αν ληφθούν υπόψη και οι συγκυρίες στις οποίες κλήθηκε να απαντήσει η Κόκκινη Βιέννη την περίοδο του Μεσοπολέμου και οι οποίες απαιτούσαν άμεση στέγαση μεγάλου τμήματος του πληθυσμού. Αυτό που συμπεραίνεται, όμως, από τον συνοπτικό σχολιασμό του, είναι η αδιαμφισβήτητη διάλυση του αστικού ιστού από το Karl-Marx-hof, στην οποία θα μπορούσε κάλλιστα να αντιπαρατεθεί η ύπαρξη σχεδόν τριάντα μικρών ο.τ. στην ίδια έκταση και η οποία θα εξασφάλιζε έναν πλούσιο σε εκδοχές αστικό ιστό. Από το 1970 μέχρι και σήμερα μια σειρά πολεοδομικών αναπλάσεων, παρόμοιας κλίμακας και αρχιτεκτονικού λεξιλογίου με αυτών της IBA, θα λάβει χώρα σε πάρα πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν: η ανάπλαση της συνοικίας Jordan στο Άμστερνταμ στις αρχές του 1970, η περιοχή Hafencity στο Αμβούργο στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 και το οικιστικό κομμάτι στο νότιο και βόρειο τμήμα της expo της Λισαβόνας το 1998 [εικ.4.8-4.9]. Η εξαφάνιση του ο.τ., ως δομικό στοιχείο του αστικού ιστού, που συντελείται στις αστικές παρεμβάσεις των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, δεν μπορούσε να έχει συνέχεια. Ήταν φανερό πως τα μεγάλα ο.τ. του 19ου αιώνα αναπτύχθηκαν στη βάση μιας έντονης κερδοσκοπίας της αστικής γης και για το λόγο αυτό ο αδόμητος χώρος θυσιάστηκε στο βωμό του κέρδους και κτίστηκε όσο το δυνατόν περισσότερο. Οι ακάλυπτοι χώροι συρρικνώθηκαν και τα ογκώδη και ανθυγιεινά ο.τ. αποτέλεσαν αίτιο κοινωνικών εξεγέρσεων. Τίποτα όμως από αυτά δεν σήμαινε πως στις προσπάθειες του Μοντέρνου Κινήματος να απαντήσει στην κρίση της πόλης, το ο.τ. όφειλε σταδιακά να αποσυντεθεί και να οδηγηθεί μέχρι και στην διάλυση από τον Le Corbusier. Η εντελώς διαφορετική αντίληψη για την φύση και το περιεχόμενο της πολεοδομικής παρέμβασης που ήρθε γύρω στο 1970, κατόρθωσε να ‘αναστήσει’ το ο.τ. Οι καίριες θέσεις που διατυπώνονται σε αυτή τη χρονική τομή, εναντιώνονται στην άκριτη 82 Μπούκη Μπαμπάλου-Νουκάκη, Για τη συλλογική κατοικία στην πόλη, σελ.67 83 Δημήτρης Καρύδης, Τα επτά βιβλία της πολεοδομίας, σελ.415 82
4.8 Πάνω: Χάρτης της περιοχής Jordan στο Άμστερνταμ πριν την επέμβαση. Κάτω: Χάρτης της προτεινόμενης ανάπλασης με απεικόνιση του δικτύου πεζοδρόμων, από το αρχιτεκτονικό γραφείο του Aldo van Eyck και Theo Bosch. Οι παρεμβάσεις των δύο αρχιτεκτόνων θα γίνουν παράδειγμα για τις μετέπειτα επεμβάσεις στο ιστορικό κέντρο του Άμστερνταμ, πλουτίζοντας και αναζωογονώντας το υποβαθμισμένο, έως τότε, κέντρο.
4.9 Αριστερά: Το βόρειο και το νότιο τμήμα της expo της Λισαβόνας, σχεδιασμένα κυρίως για κατοικίες, 1998.
83
απόρριψη του ο.τ. και στη διάλυση του αστικού ιστού.
84
Συμπέρασμα
Η ιστορική διαδρομή του αστικού ο.τ. στην Ευρώπη από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τις διάφορες διακυμάνσεις του, όσον αφορά το μέγεθος, τον όγκο, τον προσανατολισμό, την τυπολογία και την πολυπλοκότητά του. Αυτή η εξελικτική διαδικασία, που φτάνει μέχρι και τις μετα-μοντέρνες προσεγγίσεις των τριών τελευταίων δεκαετιών, καθιστά αντιληπτή τη διαρκή παρουσία του ο.τ. στην πολεοδομική, κοινωνική και πολιτική σφαίρα. Η ιστορική εξέλιξη του αστικού ιστού και κατά επέκταση του ο.τ., πηγάζει από τη διαλεκτική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο δομημένο περιβάλλον και τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Από τη μια πλευρά, η αστική μορφή επηρεάζει τα κοινωνικά δίκτυα που δημιουργούνται στην πόλη και από την άλλη, οι κοινωνικές αλλαγές μπορούν να προκαλέσουν μετασχηματισμούς στο κτισμένο περιβάλλον. Στον αστικό ιστό των περισσότερων μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων, όπως στο Βερολίνο, στη Βιέννη, στο Άμστερνταμ και στο Παρίσι συνυπάρχουν όλες αυτές οι τυπολογίες ο.τ. που μελετήθηκαν. Το ιστορικό τους αποτύπωμα χαράσσεται βαθιά στον πολεοδομικό ιστό, φανερώνοντας την διαρκώς μεταβαλλόμενη στο χρόνο εικόνα της πόλης. Οι διάφοροι τύποι ο.τ. γίνονται, συνεπώς, τοπόσημα μνήμης, παράγοντας με αυτό τον τρόπο το δικό τους χώρο [εικ.5.1]. «Η πόλη (το οικιστικό περιβάλλον) είναι μια μορφή puzzle. Καθένας προσθέτει ένα μικρό κομμάτι που αλλάζει και ταυτόχρονα συμπληρώνει μια διαρκώς εξελισσόμενη εικόνα. Αλλά το puzzle αυτό δεν αποβλέπει στην αποκατάσταση μιας προδιαγεγραμμένης εικόνας. Η εικόνα του είναι συνέπεια μιας συμπαράταξης θραυσμάτων που ορίζουν κάθε στιγμή και άλλον οικισμό, χωρίς τέλος και χωρίς τελειωμένη μορφή. Η πόλη (το οικιστικό περιβάλλον) δεν μπορεί να ολοκληρωθεί. Οι αδιάκοπες μεταμορφώσεις του αποτελούν την πραγματική του εικόνα, που είναι σύνθετη και αντιφατική.»84 Το ο.τ., αστικό στοιχείο αυτής της σταθερά εφήμερης εικόνας της πόλης, πρέπει να ιεραρχείται ως πρώτιστο εργαλείο του αρχιτεκτονικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Το ο.τ., λόγω της ευελιξίας του και της ικανότητάς του να προσαρμόζεται σε διαφορετικά μορφολογικά χαρακτηριστικά καθώς και σε διαφορετικά κοινωνικο-πολιτισμικά περιβάλλοντα, αποτελεί βασική μορφή ανάπτυξης του αστικού ιστού και βασικό εργαλείο για την οργάνωση του χώρου των πόλεων.85 Η ιστορία και η εικόνα της πόλης αντικατοπτρίζεται στην ιστορία της πολεοδομίας και του αστικού σχεδιασμού. Οι μεγάλες τομές στον αστικό σχεδιασμό, οι πιο αξιοσημείωτες πολεοδομικές παρεμβάσεις και αναπλάσεις μπορούν να αναλυθούν και σε επίπεδο ο.τ., καθώς το «όλον» βρίσκεται σε μια συνεχή διαλεκτική με το «μερικώς». Και, εν τέλει, το «μερικώς» οφείλει να αποτελεί ένα νέο «όλον», εν δυνάμει ευέλικτο, ώστε να μπορεί να ανεξαρτητοποιηθεί και να αποδράσει από τα επιβαλλόμενα όρια-χαράξεις ενός ευρύτερου και συγκεντρωτικού σχεδιασμού. 84 Παναγιώτης Τουρνικιώτης, Η αρχιτεκτονική στη σύγχρονη εποχή, σελ.65 85 Πάνος Σταθακόπουλος, Μαρία Οικονόμου, Ο ρόλος του οικοδομικού τετραγώνου στην πόλη, σελ.5 85
5.1 Τοπογραφικό σχέδιο της Βιέννης φανερώνει τον μορφολογικό πλουραλισμό του αστικού ιστού.
Συνεπώς, ο σημαντικότερος παράγοντας που οφείλει να καθοριστεί είναι αυτός της κλίμακας του αστικού σχεδιασμού. Η σχεδιασμός των πόλεων πρέπει να είναι τέτοιος ώστε η μορφή της γειτονιάς και του ο.τ. να ανταποκρίνεται στις αρχές των μικρών αποστάσεων, της μίξης των λειτουργιών και της ευελιξίας. Αυτές οι αρχές απαιτούν αντίστοιχα την ύπαρξη δημόσιων χώρων, προσβάσιμων σε όλους, την παρουσία ποικίλων δραστηριοτήτων και έναν κτιστό όγκο προσαρμόσιμο και ευμετάβλητο στο πέρασμα του χρόνου. Απορρίπτεται, επομένως, ένας γενικός, συγκεντρωτικός σχεδιασμός, ο οποίος επικεντρώνεται στη δημιουργία superblocks, όμοιων με αυτά του μοντερνισμού, και οδηγεί στην αστική αποσύνθεση. Απορρίπτεται, επίσης, ένας αστικός σχεδιασμός που στοχεύει πρωτίστως στη χάραξη μεγάλης κλίμακας οδικών δικτύων, οι οποίοι επιβάλλονται και προκαθορίζουν όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που συγκροτούν τον αστικό ιστό. Αντίθετα με αυτά τα μεγέθη κλίμακας, ο αρχιτέκτονας οφείλει να εστιάσει στο εσωτερικό της αστικής δομής, εκεί όπου υπάρχουν μερικά στοιχεία με ιδιάζουσα φύση που έχουν τη δυνατότητα να καθυστερούν ή και να επιταχύνουν την αστική εξέλιξη. Το ο.τ. είναι ένα τέτοιο στοιχείο. Και σε αυτή, όμως, την κλίμακα έχει τεράστια σημασία η σχεδιαστική προσέγγιση. Το ο.τ. μπορεί να αναδειχθεί σε ζωτικό πυρήνα των πόλεων, σε έναν μικρόκοσμο, όπου δραστηριοποιείται 86
η κοινωνική ζωή των κατοίκων, μόνο εφόσον ο αρχιτέκτονας αντιληφθεί τα επιμέρους στοιχεία που το συγκροτούν και πάψει να το αντιμετωπίζει σαν μια ενιαία κτιριακή ολότητα ή σαν το αρνητικό αποτύπωμα του οδικού δικτύου. Τότε είναι που η σχεδιαστική κλίμακα του ο.τ. συνιστά συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην παράδοση και την καινοτομία, ανάμεσα σε παλιά και νέα κτίρια, ανάμεσα στο ειδικό και στο γενικό, ανάμεσα στον από τα πάνω αστικό σχεδιασμό και στις από τα κάτω πρωτοβουλίες των κατοίκων και τέλος, ανάμεσα στην πολυπολιτισμικότητα και τον πλουραλισμό του τρόπου ζωής των κατοίκων και στην συνολική ταυτότητα της πόλης.86 Η στάση μας απέναντι στις πολεοδομικές παρεμβάσεις, είτε όταν αυτές αφορούν ένα μεμονωμένο ο.τ., είτε όταν αφορούν ολόκληρες συνοικίες, οφείλει να είναι κριτική. Ασφαλώς και ο πολεοδομικός σχεδιασμός καταλήγει πολλές φορές να υπηρετεί πιστά το κεφάλαιο, στη λογική της ‘εξυγίανσης’ υποβαθμισμένων περιοχών και ενός γενικότερου εξευγενισμού του χώρου (gentrification). Επιπλέον, οι διάφορες αναπλάσεις και οι χωρικές παρεμβάσεις με την παρουσία πολλές φορές συλλογικών εξυπηρετήσεων, αποκρύπτουν πίσω από έναν «φιλάνθρωπο» πολεοδομικό προγραμματισμό, τα πραγματικά αίτια της κρίσης στην πόλη, που αφορούν κυρίως την αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως ο αστικός σχεδιασμός δεν μπορεί να συνδράμει προς μια άλλη κατεύθυνση. Τόσο οι θεσμικές παρεμβάσεις σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο, όσο και οι συνεχείς κοινωνικές διεκδικήσεις συνιστούν καθοριστικούς παράγοντες για τη δυνατότητα αστικών μετασχηματισμών προς όφελος κοινωνικών τάξεων και ομάδων που αντιμετωπίζουν ανισότητες.87 Οι κοινωνικές εξεγέρσεις ενάντια στην ασφυκτική πυκνότητα του Παρισιού στα τέλη του 19ου αιώνα, η αντίδραση της εργατικής τάξης στη Βαρκελώνη ενάντια στη διάνοιξη των λεωφόρων του Cerda και τα προγράμματα εργατικής κατοικίας των σοσιαλιστικών αρχών, σε Φρανκφούρτη και Βιέννη, αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα, τα οποία αναλύθηκαν σε αυτό το ερευνητικό και αποδεικνύουν τη δυναμική αλλαγής της δομής των πόλεων προς το συμφέρον των καταπιεσμένων κοινωνικών στρωμάτων. Η μάχη για το δικαίωμα στην πόλη δεν σταματά. Ο αρχιτέκτονας, προκειμένου να διαδραματίσει ενεργό ρόλο σε αυτή τη μάχη, οφείλει να συνειδητοποιήσει πως εκτός του σχεδιασμού αυτού καθαυτού, είναι αναγκαίο να συναντάται με τα αστικά κοινωνικά κινήματα και ταυτόχρονα να πιέζει για προωθητικές θεσμικές παρεμβάσεις. Ως σχεδιαστής, βασικό του εργαλείο μπορεί να αποτελέσει ένας αστικός σχεδιασμός επικεντρωμένος σε μια ανθρώπινη κλίμακα, όπως αυτή του οικοδομικού τετραγώνου. Από εκεί κα έπειτα: «...Ο αρχιτέκτονας είναι μόνο ένας από τους παράγοντες που πρέπει να συμβάλουν στον κοινό σκοπό. Μόνο εισάγοντας τη συμβολή του σ’ αυτό το πλήθος των αρμοδιοτήτων ξαναβρίσκει μια αληθινή αυτονομία, ενώ εάν απαιτεί απόλυτη ανεξαρτησία στο δικό του τομέα -δηλαδή στην επινόηση των μορφών- την πετυχαίνει με αντάλλαγμα μια απόλυτη υποταγή και αναφορικά με τις προκαταρκτικές επιλογές 86 Susanne Komosa, The transformation of the Dutch Urban Block in relation to the Public Realm: Model, Rule and Ideal, σελ.3 87 Ντίνα Βαίου – Κωστής Χατζημιχάλης, Ο χώρος στην αριστερή σκέψη, σελ.104 87
και, στη συνέχεια, αναφορικά με τον προορισμό των παραγόμενων αντικειμένων[...] Αυτό λοιπόν που απαιτείται από τον αρχιτέκτονα είναι κυρίως μια ιεραρχημένη αξιολόγηση. Δεν πρέπει να δώσει στην αρχιτεκτονική την πιο σημαντική θέση, αλλά τη σωστή θέση ανάμεσα στις συνιστώσες της κοινωνικής ζωής.»88
88 Leonardo Benevolo, Η ιστορικότητα του αρχιτεκτονικού έργου, σελ.389-390 88
Πηγές Εικόνων
1.
Το οικοδομικό τετράγωνο στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα
1.1 Benevolo, Leonardo, The History of the City, The MIT Press, 1980, σελ.592 1.2 Benevolo, Leonardo, Η πόλη στην Ευρώπη, σελ.276 1.3 Panerai, Philippe, Castex, Jean, Depaule, Jean-Charles, Samuels, Ivor, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.15 1.4 Panerai, Philippe, Castex, Jean, Depaule, Jean-Charles, Samuels, Ivor, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.13 1.5 Benevolo, Leonardo, Η πόλη στην Ευρώπη, σελ.281 1.6 Panerai, Philippe, Castex, Jean, Depaule, Jean-Charles, Samuels, Ivor, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.23 1.7 Panerai, Philippe, Castex, Jean, Depaule, Jean-Charles, Samuels, Ivor, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.20 1.8 Panerai, Philippe, Castex, Jean, Depaule, Jean-Charles, Samuels, Ivor, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.21 1.9 Busquets, Joan, Corominas, Miquel, Cerdà and the Barcelona of the future: reality versus project, σελ.37 1.10 Pallares-Barbera, Montserrat, Badia, Anna, Duch, Jordi, Cerdà and Barcelona: The need for a new city and service provision, σελ.125 1.11 https://terraincritical.wordpress.com/2012/04/11/ross-adams-circulation-and-sovereignty-presentation at-riba/ 1.12 Busquets, Joan, Corominas, Miquel, Cerdà and the Barcelona of the future: reality versus project σελ.56-57 1.13 http://www.artehistoria.com/v2/obras/23285.htm 1.14 Rossi, Aldo, Η αρχιτεκτονική της πόλης, σελ.219 1.15 Panerai, Philippe, Castex, Jean, Depaule, Jean-Charles, Samuels, Ivor, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.163 1.16 Rossi, Aldo, Η αρχιτεκτονική της πόλης, σελ.219 1.17 Busquets, Joan, Corominas, Miquel, Cerdà and the Barcelona of the future: reality versus project, σελ.33 1.18 Busquets, Joan, Corominas, Miquel, Cerdà and the Barcelona of the future: reality versus project, σελ.21
2.
Η μετάβαση στη μοντέρνα πόλη και η σταδιακή αποσύνθεση του οικοδομικού τετραγώνου
2.1 Αριστερά: https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Letchworth_stadsplan_1903.jpg Δεξιά: Rossi, Aldo, Η αρχιτεκτονική της πόλης, σελ.105 2.2 Panerai, Philippe, Castex, Jean, Depaule, Jean-Charles, Samuels, Ivor, Urban Forms, the Death and Life 89
of the Urban Block, σελ.83 2.3 Panerai, Philippe, Castex, Jean, Depaule, Jean-Charles, Samuels, Ivor, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.97 2.4 Panerai, Philippe, Castex, Jean, Depaule, Jean-Charles, Samuels, Ivor, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.99 2.5 Panerai, Philippe, Castex, Jean, Depaule, Jean-Charles, Samuels, Ivor, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.100 2.6 Panerai, Philippe, Castex, Jean, Depaule, Jean-Charles, Samuels, Ivor, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.101 2.7 Panerai, Philippe, Castex, Jean, Depaule, Jean-Charles, Samuels, Ivor, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.103 2.8 Panerai, Philippe, Castex, Jean, Depaule, Jean-Charles, Samuels, Ivor, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.104 2.9 Panerai, Philippe, Castex, Jean, Depaule, Jean-Charles, Samuels, Ivor, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.105 2.10 Panerai, Philippe, Castex, Jean, Depaule, Jean-Charles, Samuels, Ivor, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.150 2.11 Panerai, Philippe, Castex, Jean, Depaule, Jean-Charles, Samuels, Ivor, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.92 2.12 Panerai, Philippe, Castex, Jean, Depaule, Jean-Charles, Samuels, Ivor, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, σελ.165 2.13 Gruber, Helmut, Red Vienna, Experiment in Working-Class Culture 1919-1934, σελ.17 2.14 Gruber, Helmut, Red Vienna, Experiment in Working-Class Culture 1919-1934, σελ.59 2.15 Blau, Eve, The Architecture of Red Vienna 1919-1934, σελ.219 2.16 Gruber, Helmut, Red Vienna, Experiment in Working-Class Culture 1919-1934, σελ.62 2.17 Blau, Eve, The Architecture of Red Vienna 1919-1934, σελ.226 2.18 Blau, Eve, The Architecture of Red Vienna 1919-1934, σελ.224 2.19 Blau, Eve, The Architecture of Red Vienna 1919-1934, σελ.224 2.20 Blau, Eve, The Architecture of Red Vienna 1919-1934, σελ.260 2.21 Blau, Eve, The Architecture of Red Vienna 1919-1934, σελ.271 2.22 Blau, Eve, The Architecture of Red Vienna 1919-1934, σελ.274 2.23 Blau, Eve, The Architecture of Red Vienna 1919-1934, σελ.278 2.24 Blau, Eve, The Architecture of Red Vienna 1919-1934, σελ.291 2.25 Blau, Eve, The Architecture of Red Vienna 1919-1934, σελ.284 2.26 Blau, Eve, The Architecture of Red Vienna 1919-1934, σελ.321 2.27 Blau, Eve, The Architecture of Red Vienna 1919-1934, σελ.323 2.28 Blau, Eve, The Architecture of Red Vienna 1919-1934, σελ.325 90
3.
Η «νεκρανάσταση» του οικοδομικού τετραγώνου
3.1 http://www.mediaarchitecture.at/architekturtheorie/le_corbusier/content/jss_042402_corbusier_010_ contemporary_city_1922.jpg 3.2 http://www.mediaarchitecture.at/architekturtheorie/le_corbusier/2011_corbusier_links_en.shtml 3.3 http://archimodels.info/post/30371162113/le-corbusier-tower-of-plan-voisin-paris 3.4 http://slideplayer.es/slide/2758300/ 3.5 προσωπική επεξεργασία της εικόνας από Koetter, Fred, Rowe, Colin, Collage City, σελ.74-75 3.6 προσωπική επεξεργασία της εικόνας από http://www.fondationlecorbusier.fr 3.7 https://lecorbusierinpar.wordpress.com/2013/02/25/daniel-siret-soleil-lumiere-et-chaleur-danslarchitecture-moderne-excursions-dans-loeuvre-de-le-corbusier/ 3.8 Rossi, Aldo, Η αρχιτεκτονική της πόλης, σελ.113 3.9 Benevolo, Leonardo, Η ιστορικότητα του αρχιτεκτονικού έργου, σελ.368 3.10 http://images.delcampe.com/img_large/auction/000/140/356/235_001.jpg και http://geoconfluences. ens-lyon.fr/informations-scientifiques/dossiers-thematiques/fait-religieux-et-construction-de-l-espace/ articles-scientifiques/les-religions-dans-les-banlieues-territoires-et-societes-en-mutation 3.11 http://picrepo.com/tag/amsterdam/ και Bijlmermeer Renovation Planning Office, The Renovation of the Bijlmermeer, Άμστερνταμ 2014, σελ.9 3.12 http://de2d2g2qlnqhe.cloudfront.net/content/ucpjsah/74/1/13/F12.large.jpg 3.13 http://www.fondationlecorbusier.fr/corbuweb/morpheus.aspx?sysId=13&IrisObjectId=6313&sysLang uage=fr-fr&itemPos=183&itemSort=fr-fr_sort_string1&itemCount=216&sysParentName=&sysParen tId=65 3.14 Καρύδης, Δημήτρης, Τα επτά βιβλία της πολεοδομίας, σελ.395
4. Οι σύγχρονες πολεοδομικές αναπλάσεις μετά το 1970 4.1 Μπαμπάλου-Νουκάκη, Μπούκη, Για τη συλλογική κατοικία στην πόλη, σελ.40-42 4.2 https://pt.pinterest.com/pin/410249847281555063/ 4.3 Koetter, Fred, Rowe, Colin, Collage City, σελ.62-63 4.4 Αριστερά: Vialard, Alice, A typology of block-faces, σελ.16 Δεξιά: Καρύδης, Δημήτρης, Τα επτά βιβλία της πολεοδομίας, σελ.416 4.5 Αριστερά: Vialard, Alice, A typology of block-faces, σελ.16 4.6 Φίλη, Νίκη-Χριστίνα, Η ανάπλαση των ακάλυπτων των οικοδομικών τετραγώνων ως εργαλείο βελτίωσης του ιστού της πόλης, σελ.32 4.7 Καρύδης, Δημήτρης, Τα επτά βιβλία της πολεοδομίας, σελ.413 4.8 Φίλη, Νίκη-Χριστίνα, Η ανάπλαση των ακάλυπτων των οικοδομικών τετραγώνων ως εργαλείο βελτίωσης του ιστού της πόλης, σελ.35 4.9 προσωπική επεξεργασία της εικόνας από http://planejamentourbanobfauubc.blogspot.gr/ 91
5. Συμπέρασμα 5.1 Koetter, Fred, Rowe, Colin, Collage City, σελ.169
92
Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση Aymonino, Carlo, Κυριαρχία και υποτέλεια, η εξέλιξη της μοντέρνας πόλης, μτφρ. Π. Λαζαρίδης, Νέα Σύνορα | Λιβάνης, Αθήνα 1979 Benevolo, Leonardo, Η ιστορικότητα του αρχιτεκτονικού έργου, μτφρ. Π. Λαζαρίδης, Νέα Σύνορα | Λιβάνης, Αθήνα 1980 Benevolo, Leonardo, Η πόλη στην Ευρώπη, μτφρ. Α. Παπασταύρου, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997 Benevolo, Leonardo, Λαζαρίδης, Παντελής, Βιομηχανική Επανάσταση, Βιομηχανική Πόλη, μτφρ. Π. Λαζαρίδης, Νέα Σύνορα | Λιβάνης, Αθήνα 1980 Engels, Friedrich, Για το ζήτημα της κατοικίας, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2012 Frampton, Kenneth, Μοντέρνα Αρχιτεκτονική: ιστορία και κριτική, μτφρ. Θ. Ανδρουλάκης, Μ. Πάγκαλου, Θεμέλιο, Αθήνα 1999 Harvey David, Εξεγερμένες πόλεις, από το δικαίωμα στην πόλη, στην επανάσταση της πόλης, μτφρ. Κ. Χαλμούκου, Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα 2013 Kopp, Anatole, Λαζαρίδης, Παντελής, Πόλη και Επανάσταση, Η Πτώχευση της Αρχιτεκτονικής, μτφρ. Π. Λαζαρίδης, Νέα Σύνορα | Λιβάνης, Αθήνα 1976 Le Corbusier, Για μια αρχιτεκτονική, μτφρ. Π. Τουρνικιώτης, Εκκρεμές, Αθήνα 2005 Lefebvre, Henry, Το δικαίωμα στην πόλη, μτφρ. Π. Τουρνικιώτης, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1977 Rossi, Aldo, Η αρχιτεκτονική της πόλης, μτφρ. Β. Πετρίδου, Σύγχρονα Θέματα, Θεσσαλονίκη 1987 Zevi, Bruno, Η μοντέρνα γλώσσα της αρχιτεκτονικής, μτφρ. Λ. Κοτάνωφ, Νεφέλη, Αθήνα 1986 Ανδρίτσος, Θάνος, «Η κρίση στην πόλη και η πόλη στην κρίση», ερευνητική εργασία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Βόλος Σεπτέμβριος 2009 Βαΐου, Ντίνα, Χατζημιχάλης, Κωστής, Ο χώρος στην αριστερή σκέψη, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς | Νήσος, Αθήνα 2012 Γιαννίσης, Δημήτρης, «Unité d’ habitation: ένα αρχιτεκτονικό Tetris», στο Vers L.C. Contre, 16+9 θέσεις για την επικαιρότητα του Le Corbusier, επιμέλεια Φοίβη Γιαννίση, Ίρις Λυκουριώτη, Ρένα Φατσέα, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, εκδόσεις futura, 2010 Καρύδης, Δημήτρης, Τα επτά βιβλία της πολεοδομίας, Παπασωτηρίου, Αθήνα 2008 Λέφας, Παύλος, Αρχιτεκτονική και κατοίκηση από τον Heidegger στον Koolhass, Πλέθρον, Αθήνα 2008 Μπαμπάλου-Νουκάκη, Μπούκη, Για τη συλλογική κατοικία στην πόλη, Αθήνα Νοέμβριος 2003 Σελιανίτη, Ευδοκία, «Η Χάρτα των Αθηνών», ερευνητική εργασία στα πλαίσια του μαθήματος «Μεταλλαγές 93
των ιδεών για την πόλη στον 20ο αιώνα», καθηγήτριες: Ντ. Βαΐου, Μ. Μαντούβαλου, Μ. Μαυρίδου, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών: Αρχιτεκτονική και Σχεδιασμός του Χώρου, Αθήνα 2006 Σταθακόπουλος, Πάνος, Οικονόμου, Μαρία, «Ο ρόλος του οικοδομικού τετργώνου στην πόλη» στο Αφιέρωμα στον Θαλή Αργυρόπουλο, επιμέλεια Μ. Καμχής, Δ. Οικονόμου, Σύλλογος Ελλήνων Πολεοδόμων Χωροτακτών, Αθήνα 2014 Τουρνικιώτης, Παναγιώτης, Η αρχιτεκτονική στη σύγχρονη εποχή, εκδόσεις futura, Αθήνα 2006 Φίλη, Νίκη-Χριστίνα, «Η ανάπλαση των ακάλυπτων των οικοδομικών τετραγώνων ως εργαλείο βελτίωσης του ιστού της πόλης», ερευνητική εργασία, επιβλ. καθηγήτρια Δ. Διμέλλη, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Χανιά Ιούλιος 2015
Ξενόγλωσση Aibar, Eduardo, E.Bijker, Wiebe, «Constructing a City: The Cerdà Plan for the Extension of Barcelona», Ιανουάριος 1997, στο http://journals.sagepub.com/doi/abs/10.1177/016224399702200101 Blau, Eve, The Architecture of Red Vienna 1919-1934, The MIT Press, Μάρτιος 1999 Busquets, Joan, Corominas, Miquel, Cerdà and the Barcelona of the future: reality versus project, Centre de Cultura Contemporània de Barcelona, Βαρκελώνη 2009 Gili, Merin, «AD Classics: Ville Radieuse / Le Corbusier», Αύγουστος 2013, στο http://www.archdaily. com/411878/ad-classics-ville-radieuse-le-corbusier Gruber, Helmut, Red Vienna, Experiment in Working-Class Culture 1919-1934, Oxford University Press, New York | Oxford 1991 Koetter, Fred, Rowe, Colin, Collage City, The MIT Press, Cambridge, Massachussets and London 1978 Komosa, Susanne, The transformation of the Dutch Urban Block in relation to the Public Realm: Model, Rule and Ideal, Delft University of Technology, Faculty of Architecture, Rotterdam 2009 Pallares-Barbera, Montserrat, Badia, Anna, Duch, Jordi, «Cerdà and Barcelona: The need for a new city and service provision», στο Urbani izziv, volume 22, no.2, Urban Planning Institute of the Republic of Slovenia, Ljubljana 2011, σελ. 122-136 Panerai, Philippe, Castex, Jean, Depaule, Jean-Charles, Samuels, Ivor, Urban Forms, the Death and Life of the Urban Block, Architectural Press, Oxford 2004 Socrates, Nicholas, «The enlargement of Barcelona», Οκτώβριος 2009, στο https://nicholassocrates.wordpress. com/2010/01/06/el-ensanche-the-enlargement-of-barcelona-2/ Vialard, Alice, A typology of block-faces, Georgia Institute of Technology, Αύγουστος 2013
94