ο μ ο ι ο κ α τ α λ η ξ ί ε ς
έξι γυμνά βήματα Λ ε ω ν ί δ α ς
Π λ ω μ α ρ ί τ η ς
ΑΙΣΙΟΔΟΞΟ ΜΗΝΥΜΑ Στιγμές στο παρασκήνιο περνάνε απαρατήρητες κρυμμένες στα καμαρίνια, κρύβουν όλη την αλήθεια, για ένα πλήθος ανήμπορο να κρύψει τις δικές του. Οι στάχτες όμως υποχωρούν ακόμα και με ένα ξεψυχισμένο φύσημα, φτάνει να ακούσεις τον θόρυβο που κάνουν όταν πέφτουν.
από το 1972
ΜΑΝ ΟΝ WAR
Μα πότε πρόλαβε και βρόμισε αυτός ο τόπος γίνομαι λάσπη του γι’ αυτό σας γνέφω πρώτος ψυχορραγεί το φως και μας δαγκώνει το σκότος το βοηθάει σαφώς της σιωπής ο κρότος. Κριτές δικάζουν με μαστίγια στα χέρια αόρατες μορφές που μεταμορφώνονται σε ιέρεια χτυπούν και γδέρνουνε ομοίους τους με ευχέρεια φορτώνουν με δόξα τα τρυπημένα τους πανέρια. Όμως το χώμα μας ξεράθηκε και ράγισε γονάτισε ο δάσκαλος στον μαθητή και δάκρυσε που πάνω στο δρόμο του λυσσαλέα βιαιοπράγησε και ματωμένο πια στο χείλος τον παράτησε. Φοβάμαι φεύγοντας θα αφήσουμε σημάδια αυτά δεν κρύβονται ούτε στα πιο βαθιά πηγάδια κι εκεί που οι επόμενοι θα χαίρονται τα χάδια δε θα πιστευόυν πως υπήρξε τόση αυθάδεια.
TYΨΕΙΣ
Μου θυμώσανε οι τύψεις, μου φωνάζουν τα όσα είπα μαστιγώνουν με μανία ήρθαν ακάλεστες και ότι βρίσκουν ξεκοιλιάζουν κάνουν τους φύλακες σε ανθρώπινα σφαγεία. Με πειράζουνε οι τύψεις, με χλευάζουν, για όσα δεν έκανα, κερνούν ποτήρια γεμισμένα με δειλία, μεθούν, με σπρώχνουν με τραβούν και με διατάζουν να μπω χωρίς πνοή σε ενός βυθού τη Βασιλεία. Και ενώ ακούγονται που πίσω μου γλεντάνε βρίσκω την δύναμη και φεύγω από τον πάτο κι εκεί που γιόρταζαν, την μοίρα βλαστημάνε γιατί έτσι νόμιζαν, πως θα έμενα εκεί κάτω.
ANTIO
Από την πρώτη μου πνοή φριχτά σε σκιάζομαι σε εξορκίζω με ουρλιαχτά να με αποφύγεις και όταν ανήμπορος στο πρώτο στήθος ξεκουράζομαι βρίζεις και προς τον ουρανό τα χέρια σου τρέμοντας ανοίγεις. Μου στέλνεις διάβολους ντυμένους με λουλούδια και με τη μπότα σου με σπρώχνεις με εμπάθεια κοιτώ στα μάτια σου, σε παλεύω με τραγούδια ρουφώ το αίμα μου, σου φτύνω τα αγκάθια. Αυτούς τους γύρω μου γιατί τους γυροφέρνεις το πρώτο στήθος απ’ το στόμα μου το γδέρνεις. Φόρεσε δύναμη και έλα εδώ να την παρουσιάσεις και θα σε πάρω εγώ αφού δε θα μπορείς να με δαμάσεις.
ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
Θέλω να βρεθώ μαζί της, γιατί έχει τόσα να μου πει να με μεθύσει η σιωπή της να με τυλίξει σαν ευχή. Θέλω να βρεθώ μαζί της εκεί που ο χρόνος δε κυλά και να της πω για όσα ζω μαζί της όσο εκείνη ζει αληθινά. Έχω να βρεθώ μαζί της κανά δυο ώρες το πολύ θυμάμαι ακόμα τη φυγή της Μα είμαστε έκτοτε μαζί.
ΠΟΥ ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΩ
Περιέγραψα στο συμπαν το είπα στον Θεο πως θα ΄θελα να μοιάζει αν τύχω και τη δω. Περνάγανε τα χρόνια σαν να ΄σερναν χορό πληγές από τα χάδια αλάτι και νερό. Πως τόλμησε η μέρα και άπλωσε άσπρο φως με παίρνει στον αέρα κι εκείνη ξεναγός. Είχα ζητήσει μόνο άρωμα από θυμιατό Αλλά… ...είσαι πολλά περισσότερα από όσα κατάφερα να φανταστώ.
ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ Η ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ Για τον Άγγελο και τον Θάνο
Tην πρώτη φορά ήταν σαν να με πήραν αγγαλιά, για πρώτη φορά. Ένας στιγμιαίος αιώνας σαν να κερδίθηκε ο αγώνας. Μια φωνή κι ένα κορμί που μόλις έχουν συναντηθεί, ψάχνουν φωλιά και ένα γιατί, να βρίσκονται ακόμα στην αρχή. Σμίξαν τα αρώματα της γης, για όλα αυτά που θες να πείς, σαν με σκεπάζουν μου γελούν, μου λεν πως όσοι αγαπούν, έχουν στην πλάτη τους φτερά και ταξιδεύουν μακρυά.
Τους είπα η αγάπη έχει κλαδιά, άλλα λεπτά, άλλα χοντρά άλλα κοντά, άλλα μακρυά και κάθονται πάνω τους πουλιά. Σ’ αυτό που κάθεσαι εσύ, έχει δεμένη μια χορδή, τόσο σφιχτή, τόσο σκληρή που δε φοβάμαι να κοπεί. Έχω στην πλάτη μου φτερά και τη χορδή που με κρατά, δεμένο με ένα πια κλαδί μ’ αυτό που κάθεσαι εσύ!
ο μ ο ι ο κ α τ α λ η ξ ί ε ς Λ ε ω ν ί δ α ς Π λ ω μ α ρ ί τ η ς
έξι γυμνά βήματα έφτασαν στο τέλος