ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ιστορία και Θεωρία 6 Οκτώβριος 2011 Φοιτήτρια: Ηρώ Καλογεροπούλου Επιβλέπων: Γιάννης Γρηγοριάδης
The Wire Αστικεσ Μεταβολεσ ως Τηλεοπτική Αφήγηση
2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Περιεχόμενα
3
Εισαγωγή
5
Αλλαγές
8
1)Οι Πύργοι
8
2)Stringer Bell
10
3)Bunny Colvin
12
Η Βαλτιμόρη την επόμενη μέρα
14
Βιβλιογραφία
16
3
“[…] To that end, The Wire was not about [the persons]. It was not about crime. Or punishment. Or the drug war. Or politics. Or race. Or education, labor relations or journalism. It was about The City. It is how we in the West live at the millennium, an urbanized species compacted together, sharing a common love, awe, and fear of what we have rendered not only in Baltimore or St. Louis or Chicago, but in Manchester or Amsterdam or Mexico City as well. At best, our metropolises are the ultimate aspiration of community, the repository for every myth and hope of people clinging to the sides of the pyramid that is capitalism. At worst, our cities – or those places in our cities where most of us fear to tread – are vessels for the darkest contradictions and most brutal competitions that underlie the way we actually live together, or fail to live together.[…]” David Simon1
1 […] υπό αυτό το πρίσμα το Wire δεν αφορούσε [τους ανθρώπους]. Δεν αφορούσε το έγκλημα. Ή την τιμωρία, ή τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών, ή την πολιτική, ή τη φυλή. Ή την εκπαίδευση, τις σχέσεις παραγωγής ή τη δημοσιογραφία. Ήταν για την Πόλη. Αφορά στον τρόπο που εμείς στη Δύση ζούμε τη χιλιετιρίδα, ένα είδος αστικοποιημένο, συμπιεσμένο, με κοινό το αίσθημα αγάπης, δέους, όσο και φόβου, για αυτό που έχουμε δημιουργήσει στη Βαλτιμόρη, το St. Louis ή το Σικάγο, αλλά και στο Manchester ή το Amsterdam ή το Mexico City. Στην καλύτερη εκδοχή, οι μητροπόλεις μας είναι η τελική επιδίωξη της κοινωνίας μας, το (ALVAREZ, 2009 σσ. 11,12)
4
ΕΙΣΑΓΩΓΗ The Wire Το Wire είναι μια τηλεοπτική αστυνομική σειρά, παραγωγής της εταιρείας HBO, σε αρχική ιδέα και σενάριο του συγγραφέα και πρώην αστυνομικού συντάκτη David Simon. Σειρά εκτυλίσσεται στη Βαλτιμόρη (Baltimore, Maryland), μια άλλοτε αναπτυσσόμενη βιομηχανική μητρόπολη σε παρακμή. Η πόλη δομείται μέσα από τον εξελισσόμενο πόλεμο κατά των ναρκωτικών και τη διαπλοκή του με τη φτώχεια, την παρακμάζουσα βιομηχανία, την ανεργία, τον εθισμό, την αποτυχία των εκπαιδευτικών φορέων, την διαφθορά της πολιτικής ηγεσίας, το ρόλο που -ή δεν- παίζουν τα μέσα ενημέρωσης. Ο τίτλος της σειράς αφορά στη διαδικασία υποκλοπής των τηλεφωνικών συνομιλιών μιας συμμορίας εμπόρων ναρκωτικών. Ωστόσο, στη διάρκεια της σειράς αποκτά πολυεπίπεδη σημασία, καθώς ο ίδιος ο θεατής εισβάλλει σταδιακά στις ζωές των πρωταγωνιστών, στους διαδρόμους της αστυνομίας, στα παιχνίδια εξουσίας, «υποκλέπτει» τις κρυφές συναντήσεις, συνομιλίες, πράξεις, τον τρόπο τελικά που το έγκλημα, η φτώχεια, η αστυνόμευση και η πολιτική είναι διασυνδεδεμένα στη σύγχρονη μεταβιομηχανική πόλη που παλεύει για την επιβίωσή της (TALBOT, 2007). Οι δύο βασικοί πυλώνες γύρω από τους οποίους θα αρθρωθεί όλη η σειρά εισάγονται στον πρώτο κύκλο επεισοδίων, που εκτυλίσσεται στα δυτικά slums των μαύρων: η αστυνομία από τη μια και οι συμμορίες ναρκωτικών από την άλλη, ή πιο γενικά, ο δικαστικός και κατασταλτικός μηχανισμός και ο εγκληματικός μηχανισμός. Ο πρώτος κύκλος εισάγει ακριβώς στην αλληλεπίδραση και τη σχέση αυτών των δύο μηχανισμών, παρακολουθώντας την επιχείρηση σύλληψης μιας συμμορίας ναρκεμπόρων από την αστυνομία. Ωστόσο, ξεπερνώντας το παρωχημένο -όσο και σύνηθες στην αντίστοιχη φιλμογραφία- δίπολο «καλού-κακού», «διεφθαρμένου-τίμιου» κτλ, η σειρά διερευνά τον κάθε μηχανισμό μέσα στο δικό του πλαίσιο, μέσα από τους ανθρώπους που τον αποτελούν, τις ζωές τους, τις γεωγραφίες τους. Κάθε κύκλος επεισοδίων προσθέτει σε αυτήν την αφήγηση της πόλης μια νέα πτυχή της, ένα νέο στρώμα, μια νέα κλίμακα, επιστρέφοντας πάντα στην κεντρική ραχοκοκαλιά που είναι το δίδυμο αστυνομία-ναρκωτικά. Ο δεύτερος κύκλος μεταφέρεται από τα δυτικά slums, στις ερειπωμένες αποβάθρες του λιμανιού, όπου οι ραγδαίες οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές της παγκόσμιας αγοράς δίνουν τη χαριστική βολή σε ό,τι έχει μείνει από τον παραγωγικό ιστό της πόλης, έμψυχο και άψυχο. Η ανέχεια και ο φτώχεια των προηγούμενων επεισοδίων παίρνει έτσι άλλες διαστάσεις, καθώς η άλλοτε πηγή πλούτου και ακμής της πόλης, η πηγή εργασίας για τον αστικό πληθυσμό, παραδίδεται σε επενδυτές και παράγοντες εκτός της πόλης. Η τάξη των λευκών εργατών παρασύρεται στη μοίρα των κατώτερων (μαύρων) στρωμάτων. Ο τρίτος κύκλος εισδύει στους διαδρόμους του δημαρχείου της πόλης και παρακολουθεί τις εξελίξεις και τα πολιτικά παιχνίδια εντός του, καθώς και τις επιπτώσεις τους στη ζωή της πόλης. Στη συνέχεια διερευνάται το εκπαιδευτικό σύστημα και η αδυναμία του να αποτελέσει ένα θεσμό ισότητας και διεξόδου για το φτωχό πληθυσμό, ενώ τέλος, στον πέμπτο κύκλο παρουσιάζεται η ανικανότητα του δημοσιογραφικού κόσμου να επιτελέσει το ρόλο του για την ενημέρωση, πληροφόρηση και έτσι έλεγχο της εξουσίας και του γίγνεσθαι της πόλης. Η πόλη Η σκηνή της δράσης είναι η πόλη της Βαλτιμόρης. Η Βαλτιμόρη αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αμερικανικής περιφερειακής πόλης, ανάμεσα σε D.C. και Philadelphia. Mια μετα-βιομηχανική πόλη, ένα άλλοτε ακμάζον λιμάνι και παραγωγική μηχανή, αναζητά την ταυτότητα και το μέλλον της στον 21ο αιώνα της υψηλής τεχνολογίας
5
και των υπηρεσιών (ALVAREZ, 2009). Τμήματά της, όπως το κέντρο της μετά την ανάπλαση ενός τμήματος του Λιμανιού –Inner Harbor, το οποίο απεικονίζεται στην εικόνα 1.- στις αρχές του 1990, έχουν αλλάξει ριζικά και προσαρμοστεί στις σύγχρονες απαιτήσεις. Η μεγάλης έκτασης ανάπλαση, σύγχρονη και ανάλογη αυτής του λιμανιού της Βαρκελώνης, ήρθε ως απάντηση στην ολοένα αυξανόμενη παρακμή και αποσύνθεση του κέντρου, την κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας με τη σταδιακή αποβιομηχάνιση που είχε ξεκινήσει ήδη από τα τέλη του 1970, δίνοντας μια νέα μορφή στην πόλη, ένα νέο πρόσωπο και συμβολίζοντας μια νέα εποχή για την πόλη στην πορεία της προς τον 21ο αιώνα.. Αυτή η όψη της πόλης αποτελεί συχνά το φόντο της δράσης, συγχρόνως τμήμα της, αλλά και άπιαστο «άλλο» για τους πρωταγωνιστές της. Είναι ο χώρος δράσης ενός άλλου κόσμου τον οποίο μόνο ο θεατής γνωρίζει αποσπασματικά μέσα από την πορεία της σειράς στους διαδρόμους των δικαστηρίων και του Δημαρχείου, αλλά παραμένει μια απόμακρη φήμη για τους κατοίκους των όχι και τόσο απομακρυσμένων γκέτο που τον περιβάλλουν και στα οποία εισβάλλει τόσο φυσικά και άμεσα με νέες εξευγενιστικές αναπλάσεις όσο και έμμεσα μέσω των θεσμών και των ελεγκτικών και κατασταλτικών μηχανισμών του. Η τηλεόραση Η σειρά χαρακτηρίστηκε από το δημιουργό της David Simon ως «οπτικό μυθιστόρημα», όπου κάθε επεισόδιο αποτελεί ένα κεφάλαιο και κάθε κύκλος μια ενότητα στην αφήγηση1. Η ιδιαιτερότητα του καναλιού παραγωγής και διάθεσης της σειράς έγκειται στο ότι, ως συνδρομητικό, επιτρέπει την ανάπτυξη μιας αδιάσπαστης αφηγηματικής πορείας ανά επεισόδιο, όσο και στο σύνολο των εξήντα επεισοδίων. Ο αυξημένος και εν δυνάμει ενιαίος χρόνος της σειράς επέτρεψε στους δημιουργούς να αναπαραστήσουν με πιστότητα και πληρότητα της καθημερινότητας των ηρώων μέσα στο εκάστοτε γενικότερο πλαίσιο που την καθορίζει και τη διαμορφώνει. Σε αυτή τη δυνατότητα προστίθεται η εξαιρετική αυθεντικότητα, στην τοπική διάλεκτο και προφορά, τις ιδιαίτερες «γλώσσες» των κοινωνικών ομάδων που παρουσιάζονται, στη χρήση της πόλης ως σκηνής, του πραγματικού χώρου ως πλαισίου για το δραματουργικό. Το αποτέλεσμα είναι ένα μίγμα φαντασίας και σκληρής πραγματικότητας, ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ. Εξάλλου, τόσο οι ιστορίες του Wire όσο και οι χαρακτήρες έχουν δομηθεί πάνω σε υπαρκτές καταστάσεις και πρόσωπα, στηριγμένες στην έρευνα και την εμπειρία των δημιουργών 2. Ταυτότητες δημιουργούνται, αναπλάθονται και τελικά ξαναδημιουργούνται, καθώς ονόματα, ρόλοι, ζωντανοί κάτοικοι της Βαλτιμόρης και οι ιστορίες τους ανακατεύονται, αποκλείοντας την ιδέα απλουστευτικών γενικεύσεων και ιδεατών χαρακτήρων. Οι πλοκές του κάθε επεισοδίου απλώνονται και εκτείνονται, όχι με στόχο τη λύση, αλλά τον εμπλουτισμό της ιστορίας της πόλης (POTTER, και συν., 2009). Η αξία τελικά αυτής της σειράς -ως ένα έργο ενός μέσου μαζικής ψυχαγωγίας- αλλά και το στοιχείο που την ξεχωρίζει και την καθιστά άξιο αντικείμενο όσο και εργαλείο έρευνας, έγκειται στο ότι ανοίγει στην κοινωνική τάξη που ζει και κατοικεί στην «άλλη» πλευρά της σύγχρονης δυτικής μητρόπολης, ένα παράθυρο στον κόσμο που «η Αμερική άφησε πίσω»3, αποκαλύπτοντας συγχρόνως τον ανθρώπινο πρόσωπο αυτού που συνήθως παραμερίζεται βίαια ως αστική παρακμή, καταστροφή, έγκλημα. Στόχος εργασίας: Στη συνέχεια θα διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο η διαπλοκή της πόλης, ως χωρικού 1 […] in a series of press interviews, I began referring to the work as a “visual novel,” explaining that the first episodes of the show had to be considered much as the first chapters of any book of even moderate length. David Simon στο (ALVAREZ, 2009 σ. 29) 2 Οι δημιουργοί David Simon και Ed Burns είναι κάτοικοι της πόλης, ενώ ο πρώτος ήταν συντάκτης και δημοσιογράφος της μητροπολιτικής εφημερίδας “The Baltimore Sun”, ενώ ο δεύτερος ήταν αστυνομικός και δάσκαλος σε δημόσιο σχολείο (Wikipedia, 2011). 3 “This is the world of The Wire, the America left behind”, (ALVAREZ, 2009 σ. 17)
6
πλαισίου αλλά και πολιτικής και διοικητικής δομής, με την κλίμακα των ηρώων και της γειτονιάς τους παρουσιάζεται και εκφράζεται μέσα από μια σειρά αλλαγών που επιχειρούνται κατά τη διάρκεια του τρίτου κύκλου. Οι προσπάθειες/ πρωτοβουλίες αλλαγών περιστρέφονται γύρω από το βασικό πυλώνα της αφήγησης, που δεν είναι άλλος από τα ναρκωτικά. Στο μηχανισμό του εμπορίου ναρκωτικών εισάγονται οι σύγχρονες καπιταλιστικές έννοιες του καρτέλ και του συνεταιρισμού, τις οποίες ενσαρκώνει ο ευφυής κακοποιός Russell “Stringer” Bell ˙ στον αντίπαλο –όσο και συμπληρωματικό-πυλώνα του σωφρονιστικού και κατασταλτικού μηχανισμού, ο Αστυνόμος Α’ της Δυτικής Βαλτιμόρης Howard “Bunny” Colvin, «νομιμοποιεί» τη διακίνηση ναρκωτικών σε σαφώς ορισμένες περιοχές της πόλης, επαναφέροντας την ειρήνη και την ομαλή καθημερινότητα στις γειτονιές ˙ στη νέα συνισταμένη που προστίθεται σε αυτόν τον κύκλο, την πολιτική σκηνή της πόλης, ο φιλόδοξος -πλην «λευκός σε μια πόλη που δεν είναι»4 - δημοτικός σύμβουλος Tommy Carcetti στοχεύει στην εκλογή του ως δημάρχου με όραμα την αλλαγή της ζοφερής κατάστασης της πόλης. Στο «παιχνίδι» 5 προστίθεται ακόμη ένα καθοριστικός παράγοντας για την εξέλιξή του και την εξέλιξη της πόλης: οι developers.
4 “Every day I wake up white in a city that ain’ t.” Tommy Carcetti, Ep. 39, HBO The Wire. 5 “All in the game…” - TRADITIONAL, WEST BALTIMORE, Ep. 13, HBO The Wire H πρώτη αναφορά στο «παιχνίδι» γίνεται στο τρίτο επεισόδιο του πρώτου κύκλου, όπου ο νεαρός – πρόσφατα υποβαθμισμένος στην ιεραρχία- συμμορίτης D’Angelo Barksdale εξηγεί στους υφιστάμενούς του στο ορμητήριο και κύριο χώρο εμπορίου της συμμορίας, τους κανόνες του σκακιού και τους ρόλους του κάθε πιονιού. Το «Παιχνίδι», όπως και το wire, εμπλουτίζεται κατά τη διάρκεια της σειράς πολλές έννοιες, σημαίνοντας τελικά την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου, της γειτονιάς του, της πόλης, του κόσμου. Οι παραλληλισμοί με τη σκακιέρα δεν παύουν να επιβεβαιώνονται κατά την εξέλιξη της πλοκής.
7
Αλλαγές 1) Οι πύργοι Ο τρίτος κύκλος ξεκινά με τη σκηνή της κατεδάφισης των πολυκατοικιών του συγκροτήματος κοινωνικής κατοικίας Franklin Terrace Towers. Της θεαματικής έκρηξης προηγείται ο ενθουσιώδης και πολλά υποσχόμενος λόγος του Δημάρχου Royce, κάνοντας λόγο για αντικατάσταση των αποτυχημένων πύργων, που «έφτασαν να αντιπροσωπεύουν ορισμένα από τα πιο εδραιωμένα προβλήματα της πόλης», με «χαμηλού ύψους και ελεγχόμενου κόστους κατοικίες» 6. Εξαγγείλει ένα νέο μέλλον, απαλλαγμένο από το έγκλημα και τη μάστιγα των ναρκωτικών, στο οποίο φυσικά θα συμμετέχουν οι κάτοικοι που έχουν συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσουν την κατεδάφιση, καθώς όλοι μαζί ξεκινούν την αντίστροφη μέτρηση. Η έκρηξη και η κατάρρευση των πύργων μέσα σε δευτερόλεπτα συνοδεύεται από ενθουσιώδεις ζητωκραυγές του πλήθους. Οι πανηγυρισμοί ωστόσο δεν κρατούν πολύ καθώς σύντομα ένα πυκνό σύννεφο σκόνης καταπίνει την περιοχή.
Poot: No I’m talkin’ about people, memories and shit. Bodie: They’re gonna tear this building down and build some new shit, but people? They don’t give a fuck about people. Mayor Royce: Are you ready for a New Baltimore?
Ο φακός παλινδρομεί σε όλη τη διάρκεια της σκηνής ανάμεσα στις εξαγγελίες του δημάρχου και τον παράλληλο διάλογο τριών μελών της συμμορίας Barksdale, που κατευθύνονται προς το συγκεντρωμένο πλήθος. Οι πύργοι αποτέλεσαν το ορμητήριο της συμμορίας μετά από έναν αιματηρό πόλεμο κυριαρχίας ανάμεσα σε αντίπαλες συμμορίες στη δεκαετία του 1990 και τελούσαν πλέον υπό την ευθύνη και διεύθυνση δύο εκ τριών νέων, Preston “Bodie” Broadus και Malik “Poot” Carr. Οι δύο νέοι συζητούν για τη σημασία των πύργων τη ζωή τους, με τον Poot να νοσταλγεί τις εμπειρίες του όσο έμενε σε ένα από τα διαμερίσματα, καθώς και τις πρώτες του ερωτικές εμπειρίες. Ο φίλος του τον προσγειώνει, επισημαίνοντας ότι του έχει εξασφαλιστεί στέγη καθώς η πολιτεία μετοίκησε την οικογένειά του σε μια άλλη περιοχή. Το κύριο πρόβλημα που συνεπάγεται η απώλεια των πύργων είναι κυρίως εδαφικό. Τα projects7, ενώ είναι άμεσα συνδεδεμένα με τη φτώχεια και τους πολίτες δεύτερης κατηγορίας, αποτελούν την κύρια περιοχή διακίνησης ναρκωτικών, κατέχοντας έτσι την πιο περιζήτητη θέση στο real estate του εμπορίου. Τώρα, «οι κουστουμαρισμένοι τύποι του Downtown πήραν την καλύτερη επικράτεια από όλους μας»8, αποστερώντας την κύρια περιοχή διακίνησης εισοδήματος. Η σκηνή αποτελεί τη φανταστική αναπαράσταση του πρόσφατου παρελθόντος της Βαλτιμόρης. Την περίοδο διακυβέρνησης του Κλίντον, η πόλη αυτή ήταν η πρώτη που κατεδάφισε όλα τα πολυώροφα κτίρια κοινωνικής κατοικίας, αντικαθιστώντας τα με προαστιακού τύπου χαμηλού ύψους κατοικίες. Ως το 2002 που ξεκίνησε η σειρά που μελετάται, δεν υπήρχε κανένα δείγμα της μεταπολεμικής κοινωνικής κατοικίας όρθιο9. Το μοντερνιστικό συγκρότημα που αναπαριστούν οι Franklin Terrace ενσάρκωνε το σχεδιασμένο όραμα μιας πόλης, όπου οι αρμονικές χαράξεις, ο ορθολογισμός και η καθαρότητα της γραμμής θα εξαφάνιζε και την ανορθολογικότητα, τον παραλογισμό και τις παθογένειες της κοινωνίας, στις ΗΠΑ όσο και αλλού. Η αποτυχία τους ωστόσο διαπιστώθηκε σύντομα, καθώς το σύμβολο της ελπίδας και της ευημερίας της μιας γενιάς 6 Mayor Royce, Ep. 3.01, JOHNSON, Clark, και συν. 2002-2008. The Wire. [παραγ.] David SIMON, και συν. HBO, 2002-2008. 7 Κατοικίες κοινωνικής κατοικίας της μεταπολεμικής περιόδου. 8 Preston “Bodie” Broadus, Ep. 3.01, JOHNSON, Clark, και συν. 2002-2008. The Wire. [παραγ.] David SIMON, και συν. HBO, 2002-2008. 9 Οι σκηνές που εκτυλίσσονται στην αυλή των πύργων (the Pit), έχουν γυριστεί σε ένα συγκρότημα κατοικιών ενός οίκου ευγηρίας, ενώ στη σκηνή της κατεδάφισης είναι ανασκευασμένοι ψηφιακά (ALVAREZ, 2009).
8
μετατράπηκε σύντομα στον εφιάλτη των επόμενων, μετατρέποντας τις κατεδαφίσεις τους σε σύγχρονο θέαμα, τόσο στην πραγματικότητα όσο και στη φαντασία της τέχνης10 (CLAMDFIELD, 2009). Οι «άνθρωποι και οι αναμνήσεις»11 αυτών των περιοχών διαγράφηκαν οριστικά από την εικόνα της πόλης και τη συλλογική της μνήμη. Οι άλλοτε κάτοικοι μετατοπίζονται στην περιφέρεια της πόλης, δίνοντας χώρο σε ένα νέο όραμα που δεν τους περιλαμβάνει (ALVAREZ, 2009). Η υπόσχεση για μια «νέα Βαλτιμόρη» από στόματος του δημάρχου στην εναρκτήρια σκηνή εκφράζει αυτό το όραμα στην αυγή του 21ου αιώνα. Αποτελεί δείγμα της διαπλοκής και αλληλεπίδρασης της μεταβολής του αστικού τοπίου, με τη ρητορική της αλλαγής, αλλά και τη διάσταση ανάμεσα στην επίσημη γλώσσα που συνοδεύει αυτές τις μεταβολές και τη γλώσσα των ανθρώπων στους οποίους τελικά αφορά και έχει το μέγιστο αντίκτυπο. Η «Νέα Βαλτιμόρη» αντιπαρατίθεται στην “Bodymore Murdaland” (εικόνα ), μετατοπίζοντας τη δεύτερη ολοένα και περισσότερο στη σκιά των ουρανοξυστών της προκυμαίας (ALFF, 2009). Η εξέλιξη αυτή αποτελεί τη δραματοποιημένη νύξη για την πραγματικότητα της πόλης από τα τέλη των 1990, όταν η Βαλτιμόρη μετρούσε περί τις 40 000 εγκαταλειμμένα σπίτια και η σκέψη αυτά να ανασκευαστούν ή να αντικατασταθούν για να στεγάσουν τον φτωχό πληθυσμό της είχε εγκαταλειφθεί οριστικά. Είχε ήδη προηγηθεί η απότομη αποβιομηχάνιση όσο και μετακίνηση μεγάλου μέρους του εύπορου και λευκού πληθυσμού των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων στα προάστια12. Τώρα, ο νέος κύκλος επένδυσης στον αστικό χώρο έρχεται με τη διαγραφή του παρελθόντος και μια εκ νέου μετατόπιση του πληθυσμού που εμποδίζει αυτή τη διαδικασία (SMITH, 1996). Η επικράτεια της παράνομης δραστηριότητας περνά έτσι στην νόμιμη εκμετάλλευσή της. Η κατάληξη της σκηνής με τον πυκνό καπνό να τυλίγει τους παρευρισκόμενους, τελεί σα συμβολικό επισφράγισμα της αποτυχίας τουλάχιστον της ρητορείας της αλλαγής. Τα παράθυρα των περιοίκων κλείνουν γρήγορα μπροστά στο απειλητικό σύννεφο, ενώ ο δήμαρχος στέκει ξαφνικά μόνος στην εξέδρα, προσπαθώντας να καλυφθεί με ένα μαντήλι. Η καταστροφή που είχε στηθεί και σκηνοθετηθεί ώστε να αποτελέσει ένα ελπιδοφόρο μήνυμα, αποκαλύπτει το απειλητικό και απρόβλεπτο πρόσωπό της. Λίγο πριν κλείσει η σκηνή για τους τίτλους της έναρξης, ο καπνός και η σκόνη καταπίνουν το κόκκινο φανάρι του δρόμου, οριστικοποιώντας την απαγόρευση προσέγγισης στον άλλοτε τόπο κατοικίας, έρωτα, ζωής και θανάτου.
10 Βλ. και τις κατεδαφίσεις των συγκροτημάτων Pruitt-Igoe στο St. Louis, αλλά και την αναπαράστασή τους στην ταινία Koyaanisqatsi του Godfrey Reggio, 1982. 11 Malik “Poot” Carr, Ep. 3.01, JOHNSON, Clark, και συν. 2002-2008. The Wire. [παραγ.] David SIMON, και συν. HBO, 2002-2008. 12 Στις δεκαετίες μετά τον πόλεμο η έντονη προαστιοποίηση των πόλεων των ΗΠΑ, εκτός του ότι της κρατικής επιχορήγησης και σχεδιασμού, ενισχύθηκε και από τη στρατηγική των κτηματομεσιτών και ιδιοκτητών ακινήτων του κέντρου που ονομάστηκε blockbusting: σε μια κατεξοχήν λευκή γειτονιά εισάγονταν μια μαύρη οικογένεια. Ο φόβος -ειδικά μετά τις εξεγέρσεις που ακολούθησαν τη δολοφονία του Martin Luther King- οδηγούσε σε γρήγορη πτώση των τιμών και φυγή των λευκών στα προάστια -white flight- ενώ τα φτηνά ακίνητα πωλούνταν πλέον υπερτιμημένα σε νέες μαύρες οικογένειες με την αιτιολογία ότι μετακόμιζαν σε μια «καλή λευκή γειτονιά» (HARVEY, 2010 σσ. 246,247).
9
2) Russell “Stringer” Bell “Naw, man. We’re done worrying about territory, man, what corner we got, what projects. Game ain’t about that no more. It’s about product.” – STRINGER BELL, επ. 3.02, The Wire, HBO Ο εγκληματικός μηχανισμός διέρχεται επίσης σημαντικών αλλαγών. Η πτώση των πύργων ανατρέπει τη γεωγραφία του ναρκεμπορίου. Ο δεύτερος στην ιεραρχία της συμμορίας Barksdale, Russell “Stringer” Bell, που υποδύεται ο ηθοποιός Idris Elba, εισάγει το εμπόριο σε μια νέα εποχή. Φοιτητής μακροοικονομικών στο τοπικό πανεπιστήμιο της πόλης, εφαρμόζει τις γνώσεις του στο «παιχνίδι». Από μια πρωτόγονη μορφή κεφαλαιακής συσσώρευσhς βασιζόμενη στην εδαφική κυριαρχία και τη φυσική υπεροχή – με τη χρήση κυρίως βίας- μετέτρεψε το εμπόριο ναρκωτικών σε ένα σύγχρονο καρτέλ. Η γεωγραφία που συνοδεύει αυτή τη μετάβαση είναι ενδεικτική της αναβάθμισης τόσο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων αλλά και της συσσώρευσης πλούτου. Οι συναντήσεις των ναρκεμπόρων και αρχηγών των συμμοριών γίνονταν αρχικά στο πίσω δωμάτιο ενός strip club, το οποίο χρησίμευε και ως μηχανισμός για το ξέπλυμα του παράνομου χρήματος. Η σύλληψη του αρχηγού της πρωταγωνίστριας συμμορίας της σειράς, φέρνει την αλλαγή ηγεσίας και την άνοδο στην κορυφή του υπαρχηγού Stringer Bell. Η διοίκηση του Bell είναι ραφιναρισμένη και εξελιγμένη, σύμφωνη με τη μόρφωση και το εξελιγμένο γούστο του. Την άνοδό του συνοδεύει η μεταφορά της «βιτρίνας» από το νυχτερινό κέντρο σε ένα άλλο ακίνητο που κατέχει η συμμορία, ένα γραφείο κηδειών. Οι συναντήσεις των μελών της Όταν η εξουσία του βήματος, ωστόσο, οργάνωσης γίνονται σύμφωνα με το Robert’s Rules of Order, ένα σύνολο κατίθεται σε αμφισβήτηση, δε διστάζει νόνων και οδηγιών που χρησιμοποιείται για το συντονισμό και τη διεξαγωγή να χρησιμοποιήσει τη βία. διαβουλευτικών συνελεύσεων 13. Η οργάνωση του χώρου κατά τη διάρκεια των συνελεύσεων είναι ενδεικτική της ιεραρχικής δομής της συμμορίας: το βήμα ανήκει στον Bell, ενώ τα μέλη ζητούν το λόγο από τις θέσεις του ακροατηρίου. Το κέντρο βάρους των αποφάσεων μεταφέρεται και διαχωρίζεται ολοένα από το επίπεδο δράσης των δρόμων. Ώσπου στο επόμενο στάδιο, της συγκρότησης του καρτέλ, οι αποφάσεις λαμβάνονται πλέον αποκλειστικά από τις κορυφές της ιεραρχίας. Οι συναντήσεις πλέον γίνονται στα πρότυπα εταιρικών διοικητικών συμβουλίων, σε αίθουσα συνεδριάσεων ενός ξενοδοχείου στην περιφέρεια της πόλης. Οι παραλληλισμοί με τις νόμιμες –εντός και εκτός εισαγωγικών- εταιρείες και τις δομές τους είναι αναπόφευκτοι. Η διοίκηση είναι απόλυτα διαχωρισμένη από την παραγωγή, τόσο χωρικά όσο και θεσμικά, ενώ την ίδια στιγμή οι αποφάσεις της επηρεάζουν πρωτίστως τη ζωή των «εργατών» στις γωνιές της πόλης14. Η κοινή διοίκηση απαλλάσσει το εμπόριο από τους καταστροφικούς πολέμους μεταξύ των συμμοριών για την εξασφάλιση της επικράτειας διακίνησης, πολέμους που με τα νεκρά θύματά τους έφερναν την προσοχή και την έρευνα της αστυνομίας (SHEEHAN, και συν., Spring 2009). Ο κύριος στόχος του Bell είναι η έξοδος από το «παιχνίδι», μέσω αυτού του ίδιου. Σταδιακά, απομακρύνεται ολοένα από την εγκληματική 13 Το βιβλίο αυτό καθορίζει τους κανόνες και τον τρόπο διεξαγωγής διαβουλευτικών συνελεύσεων. Wikipedia. 2011. Robert’s Rules of Order. Wikipedia. [Ηλεκτρονικό] 25 Οκτωβρίου 2011. [Παραπομπή: 10 Οκτωβρίου 2011.] http://en.wikipedia.org/wiki/Robert’s_ Rules_of_Order. 14 Corner boys: βαποράκια, κατά κανόνα έφηβοι, αλλά και μικρότερης ηλικίας. Ανήκουν στις κατώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας των συμμοριών και καταλαμβάνουν θέσεις στη γωνίες των δρόμων για την προώθηση του προϊόντος.
10
σκηνή, αποσυνδέοντας επίσημα εντελώς το όνομά του από τη σκηνή των ναρκωτικών και της παρανομίας και επενδύοντας σε νόμιμες επιχειρήσεις. Το ενδιαφέρον του Bell προοδευτικά επικεντρώνεται στις επενδύσεις του στην αγορά ακινήτων, και προς το τέλος του κύκλου στη δική του κατασκευή στο downtown της Βαλτιμόρης, γεγονός που του υπόσχεται την ολοκληρωτική του έξοδο από τη κύκλωμα των ναρκωτικών. Η μεταλλαγή στο σκηνικό της πόλης αυτή η αγορά επιφέρει έχει ήδη υποδηλωθεί στην πρώτη σκηνή του κύκλου που αναλύθηκε παραπάνω. Η δραστηριότητα του ίδιου του Bell σε αυτόν τον τομέα ωστόσο δεν έχει τις ίδιες εμφανείς επιπτώσεις στον κτισμένο χώρο της πόλης, όπως αυτές της κατεδάφισης των πύργων. Περισσότερο λειτουργεί ως μια εισαγωγή στην αφήγηση της διαπλοκής των παράνομων δραστηριοτήτων και της παραοικονομίας με τις νόμιμες οδούς κεφαλαιακής συσσώρευσης αλλά και την πολιτική σκηνή που τελικά διαμορφώνει με τις αποφάσεις τις και τις προγραμματικές της επιδιώξεις τον αστικό χώρο. Ο Bell προσκρούει στην πολυπλοκότητα της «νόμιμης» πραγματικότητας, το πλέγμα διαπλοκής, στο πολιτικό «παιχνίδι» εν τέλει, ένα «παιχνίδι» τους κανόνες του οποίου αδυνατεί να συλλάβει. Η πολιτική του αθωότητα δεν του επιτρέπει να δει πέραν του γκανγκστερικού παραδείγματος και να κατανοήσει τις ισορροπίες και τις δυναμικές του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου. Αυτή η αφέλεια δεν τον αφήνει να κατανοήσει και του τρόπους που λειτουργεί η πραγματική αγορά, και η προσπάθεια του να δωροδοκήσει τον πολιτικό χαμαιλέοντα και Γερουσιαστή της πολιτείας Maryland, R. Clayton “Clay” Davis, ώστε να μεσολαβήσει και να επιταχύνει τις διαδικασίες κατασκευής του ακινήτου του, απλώς οδηγεί στην υφαρπαγή αυτών των χρημάτων από τον τελευταίο.
Reform, Lamar, reform!
“Not hard enough for here, not smart enough for out there”
Ο θάνατος του Bell λαμβάνει χώρα σε αυτό ακριβώς το γιαπί, στο κατώφλι που θα τον οδηγούσε στην νομιμότητα που πάντα αποζητούσε. Τον εκτελεί το παρελθόν από το οποίο πίστευε ότι είχε διαφύγει. Η σημειολογία της τελικής του κατάληξης είναι πολύπλευρη. Ως πράξη είναι κατά βάση ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών και αποκατάσταση της τιμής δύο ηρώων που εξαπάτησε και απείλησε στο παρελθόν -τον Omar Little και τον εκτελεστή Brother Mouzone. Είναι η εκδίκηση αυτού ακριβώς του παρελθόντος από το οποίο πάσχισε τόσο να ξεφύγει. Η τραγικότητα του Stringer Bell είναι απόλυτα έκδηλη σε αύτη την ύστατη στιγμή, καθώς μετεωρίζεται ανάμεσα σε δύο κόσμους, σε κανέναν από τους οποίους δεν ανήκει. Η τραγικότητα αυτής της μετέωρης συνθήκης συνίσταται στην ίδια την κοινωνική θέση που κατέχει ο Bell, που θέτει τις δυνατότητες αλλά και τα αμετάκλητα όρια της δραστηριότητάς του. Τελικά, η ίδια αδυναμία επίδρασης στην αστική πραγματικότητα και στη μορφή της, που διαβλέπουμε στην αρχή του κύκλου αυτού, είναι έκδηλη στην κατάληξη του Bell. Το νόμιμο «παιχνίδι» είναι μια πραγματικότητα που εκτυλίσσεται παράλληλα με εκείνη του γκέτο, εισβάλλει αμετάκλητα σε αυτό, αλλά παραμένει εκτός του ελέγχου των κατοίκων και των πρωταγωνιστών του. το τελευταίο πλάνο που επικεντρώνεται στην πινακίδα με το λογότυπο της εταιρίας των δύο γκάνγκστερ, “B&B”, με τα πανιά των σκαλωσιών αν ανεμίζουν, φαντάζει εξίσου ειρωνικό με την αρχική σκηνή όπου το όραμα του μέλλοντος πνίγεται στη σκόνη του παρελθόντος.
11
3) Hamsterdam / “Bunny” Colvin Ο αστυνόμος Α’ Howard “Bunny” Colvin (Robert Wisdom) ενσαρκώνει την προσπάθεια αλλαγής στα πλαίσια του άλλου πυλώνα του δίπολου που αναλύθηκε παραπάνω. Λίγο πριν τη συνταξιοδότησή του ενορχηστρώνει ένα εξαιρετικά παράτολμο πείραμα, «νομιμοποιώντας» το ναρκεμπόριο σε μια συγκεκριμένη περιοχή εγκαταλειμμένων σπιτιών στην πόλη. Η αστική παρακμή και υποβάθμιση εδώ προσφέρει το κατάλληλο περιβάλλον για τη συγκέντρωση του βασικού της παράγοντα. Ο περιθωριακός πληθυσμός της μητρόπολης, το περίσσευμα του παραγωγικού ιστού που στελεχώνει τις ιεραρχίες των συμμοριών, το προβληματικό εν τέλει δυναμικό της πόλης συγκεντρώνεται στο περιθώριο του αστικού ιστού. Η περιοχή αυτή ανακηρύσσεται «ελεύθερη ζώνη» όπου το παράσιτο της πόλης απομονώνεται σε ένα τμήμα αυτής ώστε να καθαρίσει η υπόλοιπη. Μετά την αρχική αντίσταση τόσο των ναρκεμπόρων όσο και των αστυνομικών υπό τις διαταγές του Colvin, η περιοχή αποκτά την ονομασία “Hamsterdam” σε παράφραση της Ολλανδικής πρωτεύουσας Amsterdam, συνδεδεμένης με τη αποποινικοποίηση των ναρκωτικών. Η πρακτική αυτή της συσσώρευσης των ανεπιθύμητων στοιχείων της πόλης σε συγκεκριμένες περιοχές της δεν είναι ένα νέο φαινόμενο. Υπήρξε χαρακτηριστική στρατηγική των νεοφιλελεύθερων πολιτικών για την προώθηση της προαστιακής διασποράς και ονομάστηκε “white flight”15, με αποτέλεσμα την κατασκευή του ιδεολογήματος των κεντρικών περιοχών των πόλεων ως άσωτες κολάσεις όπου συσσωρεύονταν οι περιθωριακές πληθυσμιακές ομάδες (CLAMDFIELD, 2009). Ο David Harvey παρουσιάζει στο ‘Spaces of Hope’ την εξαιρετικά βίαιη και πολωτική μορφή που πήρε αυτή η διαδικασία στη Βαλτιμόρη (CLAMDFIELD, 2009) διαμορφώνοντας σήμερα πλέον τρεις διακριτές ζώνες στην πόλη: η περιοχή του λιμανιού που μετά την αποβιομηχάνιση και την επανεπένδυση κεφαλαίων αποτελεί ένα υπερσύγχρονο downtown, διοικητικό και υπηρεσιακό κέντρο με διεθνή εμβέλεια, περιβάλλεται από μια πεταλοειδή ζώνη στην οποία έχουν συμπιεστεί οι φτωχές μάζες του πληθυσμού και τέλος η περιφερειακή προαστιακή ζώνη των μεσοαστικών στρωμάτων. Το πείραμα του Colvin αποτελεί τη δραματοποίηση της διαπίστωσης του Harvey στο ‘Justice, Nature and the Geography of Difference’, πως η μόνη λύση της αστικής τάξης στα προβλήματα «μόλυνσης» είναι να τα μετακινεί διαρκώς (CLAMDFIELD, 2009). Το συμβάν που φαίνεται τελικά να δίνει το τελικό έρεισμα για το πείραμα του Αστυνόμου είναι ο φόνος του αστυνομικού Dozerman κατά τη διάρκεια μιας επιχείρησης ρουτίνας για τη σύλληψη βαπορακίων. Πριν από το τραγικό συμβάν ο φακός μας έχει προετοιμάσει με εικόνες των γειτονιών όπου κυριαρχούν οι συμμορίες και το εμπόριο ναρκωτικών, των συναντήσεων των κατοίκων που θυμούνται τη ζωή της γειτονιάς όταν στην φτώχεια δεν είχε προστεθεί το έγκλημα κι ο θάνατος. Το πλήγμα στο ίδιο το αστυνομικό σώμα για μια μάταιη και αδιέξοδη τακτική αντιμετώπισης του εγκλήματος δίνει στον Αστυνόμο Colvin την τελική ώθηση και αποφασιστικότητα για να προχωρήσει στην πραγματοποίηση της παράτολμης ιδέας του. Τα πλάνα των άλλοτε ταλανιζόμενων και φοβισμένων γειτονιών ενισχύουν την αίσθηση για την επιτυχία του εγχειρήματος. Μάλιστα, φαίνεται να λειτουργεί τελικά θετικά και για τους ίδιους τους απόκληρους ναρκομανείς, τις πόρνες, τα βαποράκια, καθώς οι διάφορες οργανώσεις που καλεί ο Αστυνόμος έχουν τη μοναδική ευκαιρία πρόσβασης σε αυτούς του πληθυσμούς σε ένα συγκεκριμένο σημείο και μπορούν να προσφέρουν υγειονομική περίθαλψη, συμβουλευτική, πρόληψη κτλ. Αυτές τις παραμέτρους επικαλείται και 15 ω Βλέπε υποσημείωση 13.
12
ο απερχόμενος δήμαρχος Royce όταν πια το εγχείρημα φτάνει στη δημοσιότητα. Το πείραμα του Colvin αποκαλύπτεται όταν βρίσκεται στην «ελεύθερη ζώνη» το πτώμα ενός μαύρου νεαρού, θύμα μιας ελάσσονος διαφωνίας ανάμεσα στα βαποράκια. Σύντομα γνωρίζουν για το εγχείρημα τόσο ο Τύπος όσο και η Αστυνομική Διεύθυνση και η Δημαρχεία. Η τελική σκηνή του κύκλου είναι άλλη μια κατεδάφιση. Πρόκειται για την «ελεύθερη ζώνη» του Hamsterdam, συντρίμμια στα πόδια του Colvin. Η ποινή για τον ίδιο υπήρξε η υποβάθμισή του από το αξίωμα του Αστυνόμου λίγο πριν τη συνταξιοδότηση του. Το πείραμά του κατέληξε στην ατίμωση του παρά στην υστεροφημία του, μετά από μια πολύχρονη πορεία στην υπηρεσία του Νόμου. Η εγκαταλειμμένη περιοχή του πειράματός του μένει “That’s something e? Looks like they took a big eraser and rubbed across it.” άλλο ένα κενό στον ιστό της πόλης. Bubbles 312.
13
Η Βαλτιμόρη την επόμενη μέρα Ο κύκλος ανοίγει και κλείνει με την κατεδάφιση δύο σημαντικών τμημάτων της πόλης. Η μεν έναρξη παρουσιάζει την διαγραφή από το χάρτη της εκείνων των χώρων που αποτέλεσαν μισό αιώνα πριν την απάντηση στα κοινωνικά προβλήματα των slums της πόλης και την παράδοση του κενού στην ελεύθερη αγορά. Η δε λήξη γίνεται με την κατεδάφιση των άλλοτε ειδυλλιακών κατοικιών των μικροαστικών και μεσοαστικών λευκών στρωμάτων που εξωθήθηκαν εδώ και χρόνια στην περιφέρεια των προαστίων. Τα ίχνη αυτών των συστατικών της πόλης διαγράφονται σαν να τα έσβησε μια γόμα, όπως σχολιάζει ο φτωχοδιάβολος ναρκομανής Bubbles (βλέπε εικόνα). Στο κλείσιμο αυτού του κύκλου όμως περιλαμβάνεται και η κατάδειξη ενός ακόμη παράγοντα που καθορίζει τις εξελίξεις και δεν είναι άλλος από την πολιτική σκηνή της πόλης. Το πολιτικό παιχνίδι αποτελεί την εκ των άνω καθοριστική και ρυθμιστική δύναμη που μετέχει στη διαμόρφωση της αστικής πραγματικότητας, το νόμιμο αντικαθρέφτισμα του «παιχνιδιού». Η επίσημη πολιτική ηγεσία είναι αυτή που τελικά θα καθορίσει την οικιστική πολιτική της πόλης, όπως στην έναρξη με την κατεδάφιση και τη μετατόπιση των κατοίκων των πύργων, και στη λήξη με την κατεδάφιση των χαμηλών μονοκατοικιών και την εκ νέου διάχυση των ναρκωτικών και του εγκλήματος στον ιστό της πόλης. Η τελική εικόνα της πρώτης σκηνής του κύκλου, που αναλύθηκε παραπάνω προοικονομεί τη μεταβολή στην πολιτική σκηνή. Τον πύρινο λόγο της αλλαγής θα έρθει σύντομα να ενσαρκώσει ο φιλόδοξος δημοτικός σύμβουλος Tommy Carcetti, που θα ανακοινώσει τη διεκδίκηση της θέσης του δημάρχου με τη σημαία της αναδιάρθρωσης και της οριστικής αλλαγής της πόλης. Διαπιστώνοντας τόσο την ανθρωπιστική κρίση στις γειτονιές που αργοπεθαίνουν και μια πόλη που αδειάζει χρόνο με το χρόνο, όσο όμως και την ευκαιρία, πολιτική και επαγγελματική όσο και επενδυτική καθώς προέρχεται από μια κατεξοχήν λευκή και μεσοαστική περιοχή της πόλης, αξιοποιεί τη θέση του ως επικεφαλής της επιτροπής για την ασφάλεια ώστε να κερδίσει ψήφους σε όλη την πόλη. Στο τέλος του κύκλου, ανακοινώνει την υποψηφιότητά του, αξιοποιώντας στο έπακρο την θεαματική αποκάλυψη του πειράματος του Αστυνόμου Α’ Colvin, επωφελείται εκείνος των καρπών αυτής της ριζοσπαστικής προσέγγισης για την αντιμετώπιση των δεινών της πόλης, τη στρεβλώνει και τη χρησιμοποιεί τελικά για την προώθηση των ίδιων φιλοδοξιών . Η ρητορεία της αλλαγής εκφράζεται μέσα από τον Carcetti στον επίσημο λόγο της πόλης. Η παρακμή και το έγκλημα χρησιμεύουν ως το εφαλτήριό του για την ανάληψη της δημαρχίας. Στεκόμενος μπροστά στα εγκαταλειμμένα σπίτια του Hamsterdam, αρνείται να αναγνωρίσει το πρόβλημα της πόλης ως εσωτερική συνθήκη, παρά μεταθέτει τη μάχη για την αλλαγή σε κάποια εξωτερική και αμείλικτη εχθρική δύναμη, στην οποία δεν πρέπει η πόλη να αφεθεί να παραδοθεί (ALFF, 2009). Η αντίληψη που πρεσβεύεται στα πολιτικά κλιμάκια είναι αυτή της «μηδενικής ανοχής», χωρίς να διευκρινίζεται η εναλλακτική πρακτική στην υπάρχουσα πραγματικότητα. Φαίνεται η ηγεσία τελικά να τρέφεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο από την ίδια την παρακμή την οποί καλείται να αντιμετωπίσει, είτε πρόκειται για τη Δημαρχία, είτε για την Πολιτεία, όπου ο Γερουσιαστής Clay Davis εξασφαλίζει την πολιτική όσο και οικονομική του επιβίωση εκμεταλλευόμενος τα κυκλώματα της αγοράς ακινήτων όσο και των ναρκωτικών. Η ολοκλήρωση του κύκλου αφήνει πίσω μια πόλη που εισέρχεται στον 21ο αιώνα με νέα πρόσωπα στις ηγεσίες της: ο φιλόδοξος Tommy Carcetti εισέρχεται στη μάχη διεκδίκησης της δημαρχίας, ο αδίστακτος νεαρός, Marlo Stan-
14
field (Jamie Hector) είναι ο νέος κυρίαρχος του «παιχνιδιού» στους δρόμους και τις γωνιές της πόλης. Στον αστικό ιστό εγγράφονται αυτές οι μεταβολές με τη μεταλλαγή των ανθρώπινων γεωγραφιών, με το εμπόριο να διαχέεται και πάλι στις υποβαθμισμένες γειτονιές, τις γωνιές να ανακαταλαμβάνοντα από τα βαποράκια και τις αστυνομικές εφόδους, όλα στην τόσο κοντινή αλλά και τόσο μακρινή σκιά του κοσμοπολίτικου λιμανιού.
15
Βιβλιογραφία ALFF, David M. 2009. Yesterday’s Tomorrow Today:Baltimore and the Promise of Reform. [συγγρ. βιβλίου] Tiffany POTTER και C.W.MARSHALL. The Wire:Urban Decay and American Television. New York, London : Continuum, 2009. ALVAREZ, Rafael. 2009. The Wire:Truth York,Melbourne : Canongate Books Ltd, 2009.
Be
Told.
Edinburgh,London,New
BECK, Eric. 2009. Respecting the Middle: The Wire’s Omar Little as Neoliberal Subjectivity. Rhizomes: Cultural Studies in Emerging Knowledge. [Ηλεκτρονικό] rhizomes.19 Summer 2009. [Παραπομπή: 26 Αυγούστου 2011.] http://www.rhizomes.net/issue19/ beck.html. BENNETT, Drake. 2010. This Will Be on the Midterm. You Feel Me? Slate. [Ηλεκτρονικό] 24 March 2010. [Παραπομπή: 29 Αυγούστου 2011.] http://www.slate.com/ id/2245788/?from=rss. CLAMDFIELD, Peter. 2009. “We ain’t got no yard”: Crime, Development and Urban Environment. [συγγρ. βιβλίου] Tiffany POTTER και C.W.MARSHALL. The Wier:Urban Decay and American Television. New York, London : Continuum, 2009. HARVEY, David. 2010. What is to be Done?And Who is Going to Do It? [συγγρ. βιβλίου] David Harvey. The Enigma of Capital and the Crises of Capitalism. London : Profile Books, 2010. JACOBS, Jane. 1961. The Death and Life of Great American Cities. New York : Random House Inc., 1961. JOHNSON, Clark, και συν. 2002-2008. The Wire. [παραγ.] David SIMON, και συν. HBO, 2002-2008. POTTER, Tiffany και MARSHALL, C.W. 2009. “I am the American Dream”:Modern Urban Trgedy and the Borders of Fiction. The Wire: Urban Decay and American Television. New York, London : Continuum, 2009. —. 2009. The Wire:Urban Decay and American Television. New York, London : Continuum, 2009. SHEEHAN, Helena και SWEENEY, Sheamus. Spring 2009. “The Wire” and the World:Narrative and Metanarrative. Jump Cut:A Review of Contemporary Media. [Ηλεκτρονικό] Spring 2009. [Παραπομπή: 28 Αυγούστου 2011.] JUMP CUT No. 51. http://www.ejumpcut.org/archive/jc51.2009/Wire/text.html. SMITH, Neil. 1996. The New Urban Frontier:Gentrification and the Revanchist City. New York, London : Routledge, 1996. TALBOT, Margaret. 2007. Stealing Life - The crusader behind “The Wire”. The New Yorker. [Ηλεκτρονικό] 22 October 2007. [Παραπομπή: 20 Αυγούστου 2011.] http:// www.newyorker.com/reporting/2007/10/22/071022fa_fact_talbot#ixzz1VVxkcKZd. TOSCANO, Alberto και KINKLE, Jeff. 2008. Baltimore as World and Representation: Cognitive Mapping and Capitalism in The Wire. Dossier Journal. [Ηλεκτρονικό] uplifted TM, 2008. [Παραπομπή: 29 Αυγούστου 2011.] http://dossierjournal.com/read/theory/baltimore-as-world-and-representation-cognitive-mapping-and-capitalism-in-thewire/. Wikipedia. 2011. Robert’s Rules of Order. Wikipedia. [Ηλεκτρονικό] 25 Οκτωβρίου 2011. [Παραπομπή: 10 Οκτωβρίου 2011.] http://en.wikipedia.org/wiki/Robert’s_ Rules_of_Order. —. 2011. The Wire-Crew. Wikipedia. [Ηλεκτρονικό] 29 Αυγούστου 2011. [Παραπομπή: 31 Αυγούστου 2011.] http://en.wikipedia.org/wiki/The_Wire#Crew.
16
17
18