χορηγοσ εκδοσησ
ολα για την αθηνα! free press δωρεαν οδηγοσ τησ πολησ κυκλοφορει καθε πεμπτη
τευχοσ 498 — 1 δεκεμβριου 2016
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
eπιμέλεια tεύχους
Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος τ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας του βιβλίου «1915 - Ο Εθνικός Διχασμός», εκδόσεις Πατάκη ————— συντονισμός – αρχισυνταξία
Μιχάλης Μιχαήλ Γενικός Διευθυντής M. Hulot Διευθυντής Έκδοσης Γιάννης Πανταζόπουλος Δημοσιογράφος ————— συνεργάστηκαν
Μάρκος Φ. Δραγούμης Επίτιμος Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτρης Καμούζης Ιστορικός-Ερευνητής του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη Ομότιμη Καθηγήτρια ΕΜΠ Αγλαΐα Κρεμέζη Δημοσιογράφος-Συγγραφέας
ΑΘΗΝΑΊΟΙ ΕΊΝΑΙ ΌΣΟΙ ΤΗΝ ΑΘΉΝΑ ΑΓΑΠΟΎΝ
Κωστής Καρπόζηλος Ιστορικός-Διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας Έλσα Κοντογιώργη Διευθύντρια Ερευνών στο Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών Λίλα Λεοντίδου Αρχιτέκτων-Πολεοδόμος-Γεωγράφος-Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Λονδίνου (Phd, LSE) Νίκος Λιανός Αρχιτέκτων-Καθηγητής Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, ΔΠΘ Ανδρέας Μπαλτάς Υποψήφιος Διδάκτωρ Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου Μαρία Σταμπούλογλου Ιστορικός-Φιλόλογος ————— σχεδιασμός tεύχους
Γιάννης Καρλόπουλος
χορηγοσ εκδοσησ
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ
ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΑ
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
1 2 3 Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος
Έλσα Κοντογιώργη
Μάρω Καρδαμίτση Αδάμη
ΜYΘΟΙ ΚΑΙ ΑΛHΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡOΣΦΥΓΕΣ ΤΟΥ 1922 6–19
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 20–31
Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΤΟΥ 1922 ΣΗΜΕΡΑ ΠΙΟ ΕΠΙΚΑΙΡΟΣ ΑΠΟ ΠΟΤΕ 32–39
8 9 10
Δημήτρης Καμούζης
Η ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ ΤΟ 1922 ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΣΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ 66-73
Φωτογραφίες στις εσωτερικές εξωφύλλου: Πίνακας στον οποίο αναγράφoνται ο αριθμός και ο τύπος των κατοικιών που κατασκευάστηκαν στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Ιωνίας. ΙΑΜΜ Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου
Kωστής Καρπόζηλος
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ: ΑΠΟ ΘΥΜΑΤΑ, ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ 74–77
Μ. Ηulot
H EΞΟΔΟΣ, ΤΟ ΧΡΟΝΙΚO ΤΗΣ 45ΧΡΟΝΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦHΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟY ΣΤΟΙΧΕIΟΥ ΤΗΣ Μ. ΑΣIΑΣ ΜEΣΑ ΑΠO ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚEΣ ΜΑΡΤΥΡIΕΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦYΓΩΝ 78–101
lifo
2
Λiλα Λεοντiδου
Η ΣΤΕΓΑΣΤΙΚH ΑΠΟΚΑΤAΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦYΓΩΝ 40–49
ΦΤΩΧΟΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ 50–59
Ανδρέας Μπαλτάς
Μάρκος Φ. Δραγούμης
O ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΩΜΑΤΕΙΑΚΟΣ ΤΟΥ 1922 ΚΑΙ Η ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ 64–65 60–63
11 12 13 14
Αγλαΐα Κρεμέζη
ΟΙ ΠΡOΣΦΥΓΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΙΑΛΑΝΤΖI ΓΑΛΛΙΚA ΤΟΥ ΤΣΕΛΕΜΕΝΤE 102–103
Μαρία Σταμπούλογλου
Γιάννης Πανταζόπουλος
Γιάννης Πανταζόπουλος
ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥΣ 104–105
ΣΤΙΣ ΤΑΒΕΡΝΕΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΦΑΓΗΤΟ ΚΑΙ ΓΛΕΝΤΙ 106–107
Μ. ΗΛΙΟΥ: ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ 108–111
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ 112–12Ο 3
1 δεκεμβριου 2016
MΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ΣΕ 14 ΚΕΦΑΛΑΙΑ
Nικόλαος Α. Λιανός
ΑΘΗΝΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ
4 5 6 7
χορηγοσ εκδοσησ
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ
ΕDITO
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Σ
ήμερα, που συμπληρώνονται ακριβώς 11 χρόνια από την έκδοση της LiFO, αντί για το καθιερωμένο μας αφιέρωμα στους «Λόγους που αγαπάμε την Αθήνα τώρα», αποφασίσαμε να εκδώσουμε το τρίτο μέρος της σειράς «Η Ιστορία μιας Πόλης», με θέμα το προσφυγικό κύμα του 1922. Ο λόγος είναι μάλλον αυτονόητος: οι αναπόφευκτοι συνειρμοί με το σήμερα. Ωστόσο, και από μόνο του το γεγονός είναι θεμελιώδες για την πόλη που
αγαπάμε. Την ανακατένειμε, την έθρεψε με νέο, έξυπνο και δραστήριο αίμα, τη μεταστοιχείωσε και τελικά την δυνάμωσε. Απευθυνθήκαμε στον καθηγητή Γιώργο Θ. Μαυρογορδάτο, του οποίου το πρόσφατο βιβλίο 1915, Ο Εθνικός Διχασμός (εκδ. Πατάκη) απεδείχθη μία από τις μεγαλύτερες εκδοτικές επιτυχίες της εποχής. Ξέραμε πόσο αυστηρός, ακριβής και δίκαιος είναι στην επιστημονική του έρευνα και θέλαμε ένα θέμα τόσο φορτισμένο να μη χαθεί σε περαιτέρω συναισθηματικές ή άλλες στρεβλώσεις. Συνεργαστήκαμε επί μήνες και χάρη σε αυτόν το σώμα των κειμένων είναι γραμμένο, στο μεγαλύτερο μέρος του, από επιστήμονες και ερευνητές που ασχολούνται με το θέμα ολόκληρη ζωή, ωστόσο διαβάζεται σαν σκοτεινό παραμύθι. Θελήσαμε επίσης να εξαντλήσουμε τη φωτογραφική έρευνα σε ένα θέμα που θεωρείται κορεσμένο προ πολλού. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα καταφέραμε. Θέλω να ευχαριστήσω ασφαλώς τον κύριο καθηγητή αλλά και τον Γιάννη Πανταζόπουλο που υπήρξε ο μεσάζων μας, διεκπεραιώνοντας ουκ ολίγα θέματα της παραγωγής. Τον M. Hulot, που συνέδραμε τα μέγιστα, και τον Μιχάλη Μιχαήλ που είχε τη γενική διεύθυνση της έκδοσης. Ο Γιάννης Καρλόπουλος έστησε με πειθαρχία, δυναμισμό και εφευρετικότητα το εν πολλοίς ομοιογενές υλικό και οι πολλοί αφανείς συνεργάτες της LiFO έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Όλα αυτά, όμως, δεν θα γίνονταν μια πολυσέλιδη έκδοση που μοιράζεται δωρεάν στους δρόμους και τα καφέ της πόλης χωρίς την ευγενή χορηγία του Ιδρύματος Ωνάση. Το ευχαριστούμε θερμά. Κυρίως, όμως, ευχαριστούμε εσάς, τους αναγνώστες, που μας δίνετε τη χαρά να υπάρχουμε και να είμαστε ανεξάρτητοι, χαρίζοντάς μας σε αυτά τα χρυσά γενέθλια της μικρής εκδοτικής ιστορίας μας την κορυφαία αναγνωσιμότητα μεταξύ όλων των εβδομαδιαίων εφημερίδων (στοιχεία Focus Bari) και την κορυφαία θέση στις επισκεψιμότητες του site μας με πάνω από 4.000.000 μοναδικούς επισκέπτες (στοιχεία Google Analytics). Φαίνεται, τελικά, ότι δεν ήταν τόσο ουτοπικό το αρχικό μας στοίχημα να παντρέψουμε τα μεγάλα κοινά με την ποιοτική επικοινωνία. Ελπίζω να μου συγχωρήσετε την αυτοαναφορικότητα.
www.facebook.com/stathis.tsagar
www.lifo.gr ΔΥΟ ΔΕΚΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε. ΒOΥΛΗΣ 22 105 63 ΑΘΗΝΑ T 210 3254 290 F 210 3249 785 info@lifo.gr
Στο εξώφυλλο: Πρόσφυγες έχουν βρει προσωρινό κατάλυμα στα θεωρεία του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών. Αθήνα, 1923 © Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο Δεξιά: Συνοπτική καταγραφή του αριθμού των οικιών που ανεγέρθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, καθώς και του κόστους κατασκευής τους. ΙΑΜΜ Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου
εκδότης Στάθης Τσαγκαρουσιάνος γενικοσ διευθυντής Μιχάλης Μιχαήλ διευθυντής εκδοσησ M. Hulot εμπορική διεύθυνση Δήμητρα Πασομένου υπεύθυνος ψηφιακής ανάπτυξης Νίκος Ζαφείρης art director Χρήστος Τζοβάρας συμβουλοσ σχεδιασμου Γιάννης Καρλόπουλος ––– αρχισυντακτeσ lifo.gr Άρης Δημοκίδης Θανάσης Χαραμής προγραμματισμός lifo.gr Αγγελική Βαξάλη, Σπύρος Γκατζούνας, Άγγελος Παπαστεργίου –––– συντονισμός ύλης Μαρκέλλα Ανδρικάκη, συντακτική ομάδα Columnists: Νικόλας Σεβαστάκης, Θοδωρής Αντωνόπουλος, Ναταλί Χατζηαντωνίου, Δημήτρης Πολιτάκης, Δημήτρης Κυριαζής, Βιβλίο: Τίνα Μανδηλαρά, Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Κινηματογράφος: Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος, Τάσος Μελεμενίδης, Θέατρο: Ματίνα Καλτάκη, Γεύση: Νίκη Μηταρέα, StarFax: Μαριβίκυ Καλλέργη, Σύνταξη: Αλέξανδρος Διακοσάββας, Βασίλης Καψάσκης, Νινέττα Γιακιντζή, Φιλιώ Ράγκου, Χριστίνα Γαλανοπούλου, Πάνος Μιχαήλ, Γιάννης Πανταζόπουλος, Χρήστος Παρίδης, Μαρία Παππά, Λένα Φουτσιτζή, Θεόφιλος Δουμάνης φωτογράφοι Σπύρος Στάβερης, Πάρις Ταβιτιάν, Freddie F. assistant art director Rinétta Κοσκινίδου διόρθωση κειμένων Μαρία Δρουκοπούλου γραμματεία σύνταξης Βιβίκα Ανδριανάτου –––– senior direct market manager Κώστας Μαντάς direct market managers Βούλα Καραβαγγέλη, Γιώργος Λυκουργιώτης, Σπύρος Αποστολόπουλος υποδοχή διαφήμισης Ξένια Στασινοπούλου, συντονισμοσ διαφήμισης Μάγδα Τζακώστα οικονομική διεύθυνση Δημήτρης Τασιόπουλος λογιστήριο Βασίλης Κοτρωνάκης, Άλκηστις Γκούμα εξωτερικες εργασιες Άκης Ιωάννου κωδικος εντυπου 7639 lifo
4
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
γιωργος θ. μαυρογορδατος
τ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
ΜΎΘΟΙ ΚΑΙ ΑΛΉΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΠΡΌΣΦΥΓΕΣ
ΤΟΥ
1922
1
Ο ξεριζωμός και η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών. Γεγονότα τραυματικά γεννούν ποικιλία μύθων. Όσο μεγαλώνει η χρονική απόσταση, μειώνεται η εξοικείωση μ’ αυτά και η κατανόησή τους. Η στρεβλή συλλογική μνήμη τρέφεται από τη νοσταλγία των «χαμένων πατρίδων». Η αποκατάσταση και αφομοίωση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής ως το μεγαλύτερο ειρηνικό επίτευγμα του νεοελληνικού κράτους. Η εχθρότητα των γηγενών εναντίον των προσφύγων.
lifo
6
1. Ο προσφυγικός καταυλισμός στο Θησείο (Ναός του Ηφαίστου). Αθήνα, 1922 © Αρχείο Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού, Library of Congress
1
7
1 δεκεμβριου 2016
γιωργος θ. μαυρογορδατος
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Ο
ερχομός των προσφύγων στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατι-
κή Καταστροφή και η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (που συμφωνήθηκε στη Λωζάνη στις 30 Ιανουαρίου 1923) υπήρξαν γεγονότα χωρίς προηγούμενο. Γεγονότα αναπάντεχα, δραματικά, τραγικά, τραυματικά. Ήταν, λοιπόν, επόμενο να γεννήσουν ποικιλία μύθων. Αυτό ισχύει σήμερα περισσότερο παρά ποτέ. Όσο μεγαλώνει η χρονική απόσταση, τόσο μειώνεται, όπως φαίνεται, η εξοικείωση με τα γεγονότα και η κατανόησή τους. Οι μύθοι συσκοτίζουν μια μεγάλη και συνταρακτική αλήθεια που θα έπρεπε να αποτελεί έκτοτε κοινό τόπο των επετείων και των σχολικών εγχειριδίων: ότι η αποκατάσταση και αφομοίωση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής υπήρξε και παραμένει το μεγαλύτερο ειρηνικό επίτευγμα του νεοελληνικού κράτους – και, κατ’ επέκταση, του νεοελληνικού έθνους, αφού η έμπρακτη αλληλεγγύη μεταξύ ομοεθνών αποτελεί την υπέρτατη επιβεβαίωση της εθνικής υπόστασης και την πιο στοιχειώδη δικαίωση του εθνικισμού ως ιδεολογίας. Ακριβώς την εθνική αλληλεγγύη επικαλέστηκε ο Βενιζέλος κατά τη συζήτηση της Σύμβασης της Άγκυρας το 1930, για να εξάρει όλα όσα είχαν γίνει μέχρι τότε για τους πρόσφυγες: Υποστηρίζω ότι το Κράτος το Ελληνικόν υπό τας αλλεπαλλήλους κυβερνήσεις του εξετέλεσε καθ’ όλην την έκτασιν τα καθήκοντα, τα οποία επέβαλεν εις αυτό το αίσθημα της εθνικής αλληλεγγύης, και θα προσθέσω ακόμη και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Η εθνική αλληλεγγύη επέβαλεν, αφού ανοίξαμεν τας αγκάλας μας εις τους εκ Τουρκίας ομογενείς, διά να τους δεχθώμεν διωγμένους από τας εστίας των όπου είχον ζήσει επί αιώνας, η εθνική αλληλεγγύη επέβαλε να θεωρήσωμεν τους εκ Τουρκίας ομογενείς ως Έλληνας, έχοντας τα αυτά απολύτως δικαιώματα με τους παλαιούς Έλληνας του άλλου κράτους. Στο σημείο ακριβώς αυτό προβάλλει μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στο προσφυγικό πρόβλημα του Μεσοπολέμου και το σημερινό – διαφορά που αποκλείει τις εύκολες αναλογίες και ταυτίσεις. Αντίθετα με τους σημερινούς πρόσφυγες και μετανάστες κάθε προέλευσης, οι πρόσφυγες του 1922 ήσαν ή, πάντως, θεωρήθηκαν ομοεθνείς ή ομογενείς. Επιπλέον, ο ξεριζωμός τους ήταν οριστικός και αμετάκλητος (έστω και αν οι ίδιοι άργησαν να το παραδεχθούν). Αφού ήσαν ομοεθνείς οριστικά ξεριζωμένοι, επιδιώχθηκε ευθύς εξαρχής να εγκατασταθούν στη χώρα επίσης οριστικά, ως ισότιμοι πολίτες. Όλα αυτά δεν ισχύουν σήμερα, αφού δεν πρόκειται για ομογενείς, ούτε βέβαια για «συμπολίτες». Τη μεγάλη αλήθεια για το ιστορικό επίτευγμα συσκοτίζει η στρεβλή συλλογική μνήμη που τρέφεται από τη νοσταλγία των εξιδανικευμένων «χαμένων πατρίδων». Αυτή με τη σειρά της στηρίζεται στην ανεξέταστη και άκριτη αυταπάτη ότι ήταν τάχα εφικτή η παντοτινή επιβίωση του Ελληνισμού στις περιοχές αυτές. Για την οριστική διάψευση αυτής της αυταπάτης θα έπρεπε επιτέλους να αρκεί ο σταδιακός αφανισμός των ελληνικών πληθυσμών που εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή – στην Πόλη, στην Ίμβρο και στην Τένεδο.
ΆΛΛΟ ΑΝΤΑΛΛΑΓΉ ΠΛΗΘΥΣΜΏΝ, ΆΛΛΟ «ΕΘΝΟΚΆΘΑΡΣΗ»
2. Σμύρνη. Έλληνες περιμένουν να επιβιβαστούν στα πλοία που θα τους μεταφέρουν στην Ελλάδα © Topical Press Agency/ Getty Images 3. Μουσουλμάνοι πρόσφυγες καταφθάνουν στη Σμύρνη © ICRC Archives (ARR)
Με σκοπό την εύκολη καταγγελία και την εμπορική εκμετάλλευση, η ελληνοτουρκική υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών εξομοιώνεται επιπόλαια, στις μέρες μας, με μαζική απέλαση και μάλιστα με «εθνοκάθαρση» – μολονότι πρόκειται για όρο που εφευρέθηκε (και έγινε απεχθής) μόλις το 1991, στη διάρκεια της αιματηρής διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Η εξομοίωση αυτή συνδέεται με τη λανθασμένη αντίληψη ότι η «εθνοκάθαρση» αποτελεί τάχα αναγκαία απαίτηση και συνέπεια κάθε εθνικισμού. Ο εθνικισμός, όμως, έχει στη διάθεσή του πολλαπλές επιλογές, εκτός από την «εθνοκάθαρση». Υπολογισμένη να εντυπωσιάσει και να σοκάρει, η εξομοίωση είναι εντελώς παραπλανητική για τρεις τουλάχιστον βασικούς λόγους: 1. Η ανταλλαγή των πληθυσμών δεν ήταν μονομερής. Αντίθετα, υπήρξε προϊόν διαπραγμάτευσης και τελικής συμφωνίας, που στη συνέχεια εποπτεύθηκε κατά την εφαρμογή της. 2. Η ίδια η ανταλλαγή ούτε σκότωσε, ούτε βίασε, ούτε σακάτεψε. Αντίθετα, προστάτεψε τη ζωή, την τιμή και τη σωματική ακεραιότητα όσων ανταλλάχθηκαν. 3. Η ίδια η ανταλλαγή ούτε λεηλάτησε ούτε άρπαξε περιουσίες, απογυμνώνοντας τους κατόχους. Αντίθετα, αναγνώρισε και διαφύλαξε καταρχήν τα περιουσιακά δικαιώματα όσων ανταλλάχθηκαν. Με τη φράση «η ίδια η ανταλλαγή» διευκρινίζεται ότι όσα υπέστησαν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Τουρκίας δεν οφείλονται στη Σύμβαση της Ανταλλαγής αλλά στην αγριότητα της πολεμικής σύγκρουσης. Με άλλα λόγια, θα είχαν συμβεί και χωρίς την ανταλλαγή, ίσως μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερη έκταση.
ΠΟΙΟΝ ΣΥΝΈΦΕΡΕ Η ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΉ ΑΝΤΑΛΛΑΓΉ ΠΛΗΘΥΣΜΏΝ Άλλωστε, η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών συνέφερε τότε αποκλειστικά
την Ελλάδα. Ο Βενιζέλος αποδεχόταν την ιδέα της ανταλλαγής πληθυσμών, πρώτα εθελοντικής (το 1914 με την Τουρκία και το 1919 με τη Βουλγαρία) και τελικά υποχρεωτικής (το 1923 με την Τουρκία), μόνο και μόνο για να αποτρέψει μια έκβαση ακόμη πιο βλαπτική για τα ελληνικά συμφέροντα: τη μονομερή απογύμνωση και εκδίωξη ή εξόντωση ελληνικών πληθυσμών. Ειδικά το φθινόπωρο του 1922, η Ελλάδα ήταν εκείνη που είχε άμεση ανάγκη μιας συμφωνημένης υποχρεωτικής ανταλλαγής. Όχι η Τουρκία. Κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, οι ελληνικοί πληθυσμοί είχαν ήδη εγκαταλείψει το έδαφός της και η ίδια απέκλειε την επιστροφή τους. Μπορούσε να υπολογίζει ότι θα ακολουθούσαν και οι υπόλοιποι. Αντίθετα, στην Ελλάδα παρέμενε σχεδόν μισό εκατομμύριο Τούρκων. Χωρίς συμφωνία υποχρεωτικής ανταλλαγής, ήταν αδύνατο να εκδιωχθούν ώστε να χρησιμέψουν οι ακίνητες περιουσίες τους για την αποκατάσταση μεγάλου μέρους των Ελλήνων προσφύγων από την Τουρκία (όπως και έγινε τελικά). Γι’ αυτό και ο Τούρκος αντιπρόσωπος στη Λωζάνη Ισμέτ πασάς (μετέπειτα Ισμέτ Ινονού) στις 12 Δεκεμβρίου 1922 παρουσίασε την υποχρεωτική ανταλλαγή ως ασύμφορη για την Τουρκία, αφού θα κατέληγε «στην εξαθλίωση και στην εκδίωξη από τα ελληνικά εδάφη μερικών εκατοντάδων χιλιάδων Τούρκων». Για επιστροφή ή παραμονή των Ελλήνων στην Τουρκία ούτε λόγος – παρά τις επανειλημμένες σχετικές νύξεις του Βενιζέλου. O Ισμέτ τις αγνόησε εντελώς. Έτσι, τόσο ο Βενιζέλος όσο και ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών λόρδος Curzon (όπως και ο Νορβηγός Ύπατος Αρμοστής της Κοινωνίας των Εθνών για τους Πρόσφυγες Fridtjof Nansen νωρίτερα) δικαιολογημένα θεώρησαν την υποχρεωτικότητα της ανταλλαγής αναπόφευκτη συνέπεια αποκλειστικά της τουρκικής στάσης. Της άρνησης δηλαδή της νικήτριας Τουρκίας να δεχθεί την επιστροφή ή και την παραμονή των ελληνικών πληθυσμών. Χρόνια αργότερα, το 1929, ο Βενιζέλος εξηγούσε χαρακτηριστικά σε επιτροπή προσφύγων ότι η Σύμβαση της Λωζάνης δεν ήταν στην ουσία σύμβαση για την ανταλλαγή ελληνικών και μουσουλμανικών πληθυσμών και περιουσιών, αλλά σύμβαση απλώς για την αναχώρηση του μουσουλμανικού πληθυσμού από την Ελλάδα, αφού οι Έλληνες είχαν ήδη φύγει από την Τουρκία.
ΠΌΣΟΙ ΉΣΑΝ ΟΙ ΠΡΌΣΦΥΓΕΣ Επικρατεί μέχρι σήμερα μεγάλη σύγχυση σχετικά με τον συνολικό αριθμό των προσφύγων. Άλλοι επικαλούνται την απογραφή του 1928, άλλοι την αγνοούν ή τη θεωρούν υποεκτίμηση και κάνουν λόγο για ενάμισι εκατομμύριο. Η απογραφή πληθυσμού του 1928 καταμέτρησε 1.221.849 πρόσφυγες και δίνει την πιο λεπτομερή εικόνα της κατανομής τους κατά χώρα προέλευσης. Οι πρόσφυγες από την Τουρκία ήσαν 1.104.216. Από αυτούς, 1.017.794 είχαν έρθει στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Σύμφωνα με την ίδια απογραφή, ο γηγενής πληθυσμός ήταν σχεδόν πέντε εκατομμύρια (4.982.835). Με άλλα λόγια, οι πρόσφυγες συνολικά αποτελούσαν το ένα πέμπτο του πληθυσμού της Ελλάδας (και όχι 25%, όπως συχνά αναφέρεται). Ωστόσο, η απογραφή του 1928 μέτρησε ως πρόσφυγες και τα παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα από πρόσφυγα πατέρα. Ήσαν συνολικά 135.581 τα προσφυγόπουλα μέχρι και 6 ετών, δηλαδή όσα κατά τεκμήριο είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα. Από την άποψη αυτή, η απογραφή του 1928 συνιστά υπερεκτίμηση του αρχικού αριθμού των προσφύγων. Αντίστροφα, όμως, η απογραφή του 1928 δεν υπολόγισε τους αμέτρητους θανάτους προσφύγων τον πρώτο καιρό, όταν επικράτησε εξαιρετικά υψηλή θνησιμότητα λόγω των συνθηκών. Ούτε υπολόγισε όσους μετανάστευσαν σε άλλες χώρες, είτε απευθείας είτε μετά από σύντομη παραμονή στην Ελλάδα. Συμπερασματικά, είναι εντελώς αδύνατο να υπολογιστεί με ακρίβεια ο συνολικός αριθμός των προσφύγων. Το ενάμισι εκατομμύριο μπορεί να θεωρηθεί εύλογο ανώτατο όριο, αλλά μόνο αν περιληφθούν και οι πρόσφυγες προ του 1922, καθώς και οι πρόσφυγες από άλλες χώρες πλην της Τουρκίας.
«ΑΣΤΟΊ» ΚΑΙ «ΑΓΡΌΤΕΣ» Χρειάζεται επίσης να διορθωθεί η παρανόηση που επικρατεί στις σχετικές συζητήσεις και μελέτες. Η διάκριση μεταξύ «αγροτών» και «αστών» προσφύγων βασίζεται αποκλειστικά στον τόπο και τρόπο εγκατάστασής τους στην Ελλάδα – όχι στην προγενέστερη κατοικία και απασχόλησή τους, για τις οποίες δεν υπάρχουν πλήρη στοιχεία. Παρόλο που επιδίωξη των αρμοδίων ήταν να συμπέσουν τα δύο, οι συνθήκες συχνά δεν το επέτρεπαν, ιδίως τους πρώτους χαοτικούς μήνες. Έμεινε, λοιπόν, κάποια αναντιστοιχία ανάμεσα σε παλιό και νέο – αγροτικό ή αστικό – τόπο και τρόπο ζωής. Η έκτασή της δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια για το σύνολο του προσφυγικού κόσμου. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ), σχεδόν οι μισοί αγρότες πρόσφυγες ήσαν πριν κάτοικοι αστικών κέντρων. Αλλά οι περισσότεροι από αυτούς είχαν ελαιώνες, αμπέλια, περιβόλια που καλλιεργούσαν. Γι’ αυτό τους χαρακτηρίζει «αστούς καλλιεργητές» (citadins-cultivateurs). Περισσότερη ακρίβεια μπορεί να βρει κανείς μόνο σε επιμέρους τοπικές έρευνες. Για την αποφυγή παρανόησης, ο όρος «αστοί» θα έπρεπε να χρησιμοποιείται μέσα σε εισαγωγικά όποτε σημαίνει απλώς τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στις πόλεις (και όχι όσους τυχόν ανήκαν στην αστική τάξη).
lifo
8
Μύθοι και αλήθειες για τους πρόσφυγες του 1922
2
3
9
1 δεκεμβριου 2016
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
4. Έλληνες πρόσφυγες στο πλοίο για την Ελλάδα © Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο
4
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
γιωργος θ. μαυρογορδατος 5. Πρόσφυγες στην Αθήνα, 1922 © Αρχείο Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού, Library of Congress 6. Γυναίκες από τον προσφυγικό καταυλισμό που στήθηκε μπροστά στο Θησείο (Ναός του Ηφαίστου). Αθήνα, 1922 © Αρχείο Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού, Library of Congress
5
6
7
7. Πρόσφυγες μπροστά στα Παλαιά Ανάκτορα. Αθήνα, 1922 © Αρχείο Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού, Library of Congress 8
8. Πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, Αττική, 1922. Φωτογραφία: Nelly’s © Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη
lifo
12
Μύθοι και αλήθειες για τους πρόσφυγες του 1922
ΜΎΘΟΣ Η ΟΜΑΛΉ ΥΠΟΔΟΧΉ ΚΑΙ ΑΦΟΜΟΊΩΣΗ Με το πέρασμα του χρόνου, οι περισσότεροι πρόσφυγες προτίμησαν να ελαχιστοποιούν ή και να αποσιωπούν εντελώς την εχθρότητα που αντιμετώπισαν αρχικά εκ μέρους των γηγενών. Και οι γηγενείς, από την πλευρά τους, είχαν κάθε λόγο να ξεχάσουν την τότε συμπεριφορά τους. Ωστόσο, υπήρξε βαθύ και τοξικό το χάσμα μεταξύ προσφύγων και γηγενών. Η ελλαδική κοινωνία, η οριζόμενη από τα στενά σύνορα του νεοελληνικού κράτους και η ίδια κυριαρχούμενη από τον αρχικό του πυρήνα (την Παλαιά Ελλάδα), ήταν οπωσδήποτε ξένη για τους περισσότερους πρόσφυγες, παρά τους κοινούς δεσμούς θρησκείας, γλώσσας και εθνικής ταυτότητας. Μολονότι ίσχυαν σε ένα γενικό και αφηρημένο επίπεδο, οι προσφιλείς αυτές παραδοχές αντιμετώπισαν σοβαρή δοκιμασία μόλις ήρθαν σε επαφή τα συγκεκριμένα και ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία που είχαν διαμορφωθεί λίγο-πολύ ανεξάρτητα, κάτω από ριζικά διαφορετικές ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες. Όπως θα περίμενε κανείς, οι αντιλήψεις και οι μορφές που είχαν πάρει η Ορθοδοξία, η ελληνική γλώσσα και η ίδια η «ελληνικότητα» στο πλαίσιο της προσφυγικής πολιτισμικής κληρονομιάς ήσαν –ή πάντως φαίνονταν– τόσο διαφορετικές από εκείνες των γηγενών, ώστε και οι δύο πλευρές βίωσαν ένα οδυνηρό ξάφνιασμα, ένα τραυματικό πολιτισμικό σοκ. Αρκεί να επισημάνει κανείς τα χαρακτηριστικά επώνυμα των προσφύγων με την τουρκική κατάληξη -ογλου, καθώς και τη γλώσσα, που για πολλούς δεν ήταν καν η ελληνική. Σχεδόν 10% όσων ήρθαν μετά την Καταστροφή ήσαν τουρκόφωνοι, σύμφωνα με την απογραφή του 1928. Γλωσσικές ιδιομορφίες και μάλιστα παράξενα ιδιώματα, όπως η ποντιακή διάλεκτος, τρόποι, συνήθειες, όχι μόνο ξεχώριζαν τον πρόσφυγα αλλά και ενίσχυαν τη συνείδηση της ιδιαιτερότητάς του, ενώ εμπόδιζαν την επικοινωνία του με τους γηγενείς και το κράτος «τους». Είτε ήσαν κοσμοπολιτικής παιδείας (όπως η αστική τάξη της Σμύρνης) είτε όχι (όπως οι χωρικοί του εσωτερικού της Μικράς Ασίας), οι πρόσφυγες βρέθηκαν τελείως αποξενωμένοι από τον ασφυκτικό επαρχιωτισμό του ελληνικού κράτους και της κοινωνίας του. Εξάλλου, καταλυτική σημασία είχε η οικιστική και, κατά συνέπεια, γενικότερη κοινωνική απομόνωση. Οι περισσότεροι πρόσφυγες, αγρότες και «αστοί», ήσαν συγκεντρωμένοι σε κυρίως ή και αποκλειστικά προσφυγικά χωριά, συνοικισμούς και γειτονιές, όπως υπαγορεύθηκε από την πιεστική αντικειμενική ανάγκη ταχύτερης στέγασής τους Αλλά η αφομοίωση εμποδίστηκε επίσης από το σύνολο των παραστάσεων, αντιλήψεων και συμπεριφορών των γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες, που άγγιξε (ή και ξεπέρασε) τα όρια του αληθινού ρατσισμού. Στο επίπεδο των παραστάσεων, οι γηγενείς αμφισβητούσαν ή και αρνούνταν την ίδια την «ελληνικότητα» των προσφύγων, ενώ εκείνοι πίστευαν ότι ήσαν οι πιο ακραιφνείς Έλληνες. Αυτή η βασική πρόσληψη εκ μέρους των γηγενών αποτυπώνεται σε περιφρονητικές ονομασίες όπως «τουρκόσποροι», «τουρκογεννημένοι» και «γιαουρτοβαφτισμένοι», που είχαν χρησιμοποιηθεί και παλαιότερα από τους Παλαιοελλαδίτες για τους Έλληνες των Νέων Χωρών, για τους πρώτους πρόσφυγες και για τους αλύτρωτους πληθυσμούς της Τουρκίας. Όπως είναι φανερό, με τα επίθετα αυτά αμφισβητείται ευθέως η «γνησιότητα» και η «καθαρότητα» στο βιολογικό επίπεδο. Αυτήν ακριβώς την αμφισβήτηση συνόψισε αριστοτεχνικά ο κατεξοχήν ιδεολογικός εκφραστής του Αντιβενιζελισμού Γ. Α. Βλάχος, γράφοντας στην «Καθημερινή» για τους πρόσφυγες: ας είναι και αδελφοί και εξάδελφοι. Δηλαδή, τελικά δεν είναι αδελφοί! Αμφισβητείται όμως ακόμη και η αυθεντικότητα της oρθόδοξης πίστης των προσφύγων, αφού λέγεται ότι δεν βαφτίστηκαν κανονικά σε νερό αλλά… σε γιαούρτι. Επιπλέον, η κατάληξη -ογλου προσφερόταν για άπειρα ρατσιστικά ευφυολογήματα. Έτσι π.χ. το 1923 αντιβενιζελική εφημερίδα μιλούσε για «πανουγλίτιδα» επειδή στην Αθήνα είχαν τάχα ψηφίσει μόνο οι «Συμεωνόγληδες». Αλλά και ο Αντώνης Τραυλαντώνης μιλάει για «ογλοκρατία» στο μυθιστόρημά του Λεηλασία μιας ζωής. Ανάμεσα στα άλλα αρνητικά στερεότυπα των γηγενών για τους πρόσφυγες πρέπει να υπογραμμιστούν ιδιαίτερα όσα αναφέρονται στη σεξουαλικότητα και στα δήθεν «ελαφρά» ήθη των γυναικών προσφύγων. Πρόκειται για τυπικό σύνδρομο γενικά των ρατσιστικών αντιλήψεων (π.χ. του αντισημιτισμού). Στην περίπτωση των γυναικών προσφύγων, τα στερεότυπα αυτά είχαν πραγματικές αφορμές και τρέφονταν από πραγματικές καταστάσεις. Εξαιτίας των μεγάλων απωλειών μεταξύ του ανδρικού πληθυσμού, πολλές χιλιάδες ήσαν χήρες ή ορφανές. Δεν είχαν άνδρα (σύζυγο, πατέρα, αδελφό) για να προστατέψει την «τιμή» τους, σύμφωνα με τις επικρατούσες παραδοσιακές αντιλήψεις. Η έλλειψη προστάτη τις καθιστούσε ακόμη πιο ευάλωτες σε εργοδότες και άλλους εκμεταλλευτές από τη στιγμή που ήσαν αναγκασμένες να βρουν οπωσδήποτε εργασία. Από τη δική τους πλευρά, είχαν να προσφέρουν και υλικά οφέλη για να δελεάσουν τον σύζυγο-προστάτη που χρειάζονταν: αγροτικό κλήρο οι αγρότισσες, προίκα σε ομολογίες οι «αστές». Αυτό το είδος «αθέμιτου ανταγωνισμού» εξαγρίωνε ακόμη περισσότερο πολλές γηγενείς γυναίκες εναντίον των προσφύγων. Ιδωμένος ως ξένος, ο πρόσφυγας ενέπνεε αισθήματα φόβου, αηδίας, μίσους και απέχθειας. Η κατάσταση μπορεί να θεωρηθεί ανάλογη με εκείνην που δη-
13
1 δεκεμβριου 2016
μιουργήθηκε στην Κύπρο το 1974, για την οποία έγινε τότε μια εξαιρετικά διαφωτιστική και αναλυτική εμπειρική έρευνα από τον Τάκη Ευδόκα και την ομάδα του. Διαπίστωσε ότι η μεγάλη πλειονότητα των προσφύγων (σχεδόν 70%) πίστευαν ότι ήσαν ανεπιθύμητοι από τους άλλους Ελληνοκυπρίους, που τους έβλεπαν «σαν ανθρώπους που δεν υπήρξαν ποτέ άνθρωποι, ούτε έζησαν σαν άνθρωποι». Σαν γύφτους, αλήτες, τιποτένιους, ζητιάνους κ.ο.κ. Αν αναλογιστεί κανείς ότι οι πολιτισμικές διαφορές μεταξύ των προσφύγων του 1974 και των άλλων Ελληνοκυπρίων ήσαν απειροελάχιστες, συγκρινόμενες με εκείνες μεταξύ προσφύγων και γηγενών στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ο καταλύτης που πυροδοτεί τον αντιπροσφυγικό ρατσισμό μεταξύ ομοεθνών δεν είναι τόσο πολιτισμικός όσο ψυχολογικός. Είναι η απώθηση που προκαλεί η θέα της εξαθλίωσης, ο ενδόμυχος τρόμος ότι θα μπορούσες κι εσύ να βρεθείς στην ίδια θέση, ο εξορκισμός ενός τέτοιου ενδεχόμενου. Ότι αποδίδεται –εντελώς παράλογα– στους ίδιους τους πρόσφυγες η ευθύνη για την κατάστασή τους αποτελεί κατεξοχήν μορφή εξορκισμού. Στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, το χάσμα φορτίζεται εκρηκτικά από τον άγριο οικονομικό ανταγωνισμό προσφύγων και γηγενών στη διεκδίκηση της γης (αγροτικής και αστικής), στην αγορά εργασίας αλλά και στις κάθε λογής και κλίμακας επιχειρηματικές δραστηριότητες (από το μικρεμπόριο μέχρι τη βιομηχανία). Δηλητηριάζεται, τέλος, και αναπαράγεται συνεχώς από τις πολιτικές συγκρούσεις, αφού οι πρόσφυγες είναι εκείνοι που εξασφαλίζουν την εκλογική επικράτηση του Βενιζελισμού και την επιβολή της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Για μεγάλο μέρος των γηγενών –ιδίως αυτό που εκπροσωπεί ο Αντιβενιζελισμός– οι πρόσφυγες είναι με δυο λόγια οι ξένοι που ήρθαν να τους εκτοπίσουν τόσο από την οικονομική, όσο και από την πολιτική ζωή του τόπου τους. Ο Αντιβενιζελισμός αποτελεί έκφραση εκείνων των γηγενών που αρνούνται τόσο την αποκατάσταση όσο και την πολιτική ενσωμάτωση και ισοτιμία των προσφύγων.
ΜΎΘΟΣ ΌΜΩΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΜΈΛΗΣΗ
ΥΠΉΡΞΕ ΒΑΘΎ ΚΑΙ ΤΟΞΙΚΌ ΤΟ ΧΆΣΜΑ ΜΕΤΑΞΎ ΠΡΟΣΦΎΓΩΝ ΚΑΙ ΓΗΓΕΝΏΝ. Η ΕΛΛΑΔΙΚΉ ΚΟΙΝΩΝΊΑ, Η ΟΡΙΖΌΜΕΝΗ ΑΠΌ ΤΑ ΣΤΕΝΆ ΣΎΝΟΡΑ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΎ ΚΡΆΤΟΥΣ ΚΑΙ Η ΊΔΙΑ ΚΥΡΙΑΡΧΟΎΜΕΝΗ ΑΠΌ ΤΟΝ ΑΡΧΙΚΌ ΤΟΥ ΠΥΡΉΝΑ (ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΆ ΕΛΛΆΔΑ), ΉΤΑΝ ΟΠΩΣΔΉΠΟΤΕ ΞΈΝΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΟΥΣ ΠΡΌΣΦΥΓΕΣ, ΠΑΡΆ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΟΎΣ ΔΕΣΜΟΎΣ ΘΡΗΣΚΕΊΑΣ, ΓΛΏΣΣΑΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΉΣ ΤΑΥΤΌΤΗΤΑΣ.
Η προσήλωση των προσφύγων στον Βενιζέλο και στον Βενιζελισμό αποδίδεται συνήθως –και κάπως απλουστευτικά– στο γεγονός ότι ο Αντιβενιζελισμός και το Στέμμα θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για τη Μικρασιατική Καταστροφή, όταν και όπως έγινε. Παρά την αναμφίβολα κρίσιμη σημασία αυτού του παράγοντα, ο Βενιζελισμός των προσφύγων είχε τις ρίζες του και πριν και πέρα από την Καταστροφή. Ήδη από το 1914-15, οι αλύτρωτοι Έλληνες και μελλοντικοί πρόσφυγες, ιδίως στην Τουρκία, είχαν στραφεί στον Βενιζελισμό, την παράταξη που τους υποσχόταν σωτηρία, ενώ αποστρέφονταν τον Αντιβενιζελισμό, την παράταξη που έμοιαζε να αποδέχεται παθητικά τον αφανισμό τους. Η πολιτική του Βενιζέλου να συμμετάσχει η Ελλάδα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ αποτελούσε το τελευταίο και μοναδικό ρεαλιστικό σχέδιο σωτηρίας τους. Για τον Βενιζέλο, η πολιτική αυτή αποτελούσε «εκπλήρωσιν υποχρεώσεως προς τους αλυτρώτους αδελφούς», όπως έλεγε στη Βουλή στις 21 Οκτωβρίου 1915. Οι αρχικές εντυπωσιακές επιτυχίες της Βενιζελικής πολιτικής, με αποκορύφωμα τη Συνθήκη των Σεβρών, και η επακόλουθη εξανέμισή τους από το διάδοχο Αντιβενιζελικό καθεστώς δεν μπορούσαν παρά να επιβεβαιώσουν και να στερεώσουν την προγενέστερη τοποθέτηση των αλυτρώτων. Το γεγονός ότι ο Βενιζέλος δεν έμεινε στην εξουσία για να εφαρμόσει τη Συνθήκη επέτρεψε να διατηρηθεί ανέπαφη η πίστη των οπαδών του ότι εκείνος θα τα είχε καταφέρει (και μόνον εκείνος). Ακόμη και αν πιστεύει κανείς ότι ο Αντιβενιζελισμός απλώς έτυχε να βρίσκεται στην εξουσία τη στιγμή της Καταστροφής, που ήταν αναπόφευκτη, η σύμπτωση αυτή ήταν υπεραρκετή για να διαμορφώσει την τοποθέτηση των προσφύγων. Άλλωστε, αν βρισκόταν στην εξουσία ο Βενιζέλος, η αντιμετώπιση της κατάστασης θα ήταν οπωσδήποτε διαφορετική, ιδίως σχετικά με την τύχη του ελληνικού πληθυσμού, για την οποία ήταν αδύνατο να ξεπεράσει την απραξία των Αντιβενιζελικών. Αυτοί είχαν μάλιστα παρεμποδίσει όχι μόνο την
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
9. Πρόσφυγες σε δρόμο της Αθήνας, 1922 © Αρχείο Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού, Library of Congress
9
γιωργος θ. μαυρογορδατος
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
έγκαιρη αναχώρηση των Μικρασιατών Ελλήνων αλλά και τη μετάβασή τους στην Ελλάδα. Μετά την Καταστροφή, ο Βενιζελισμός έγινε από την πρώτη στιγμή ο μοναδικός φορέας της ενσωμάτωσης και αποκατάστασης των προσφύγων στο πλαίσιο της ελλαδικής κοινωνίας, όπως και ο μοναδικός προστάτης τους απέναντι στην εχθρότητα των γηγενών. Τον ιστορικό αυτόν ρόλο ο Βενιζελισμός ανέλαβε πρόθυμα και προσπάθησε στη συνέχεια να μονοπωλήσει όσο έμεινε στην εξουσία, δηλαδή ουσιαστικά μέχρι το 1933. Μόνο χάρη στον Βενιζελισμό απέκτησαν οι πρόσφυγες όσα απέκτησαν: περίθαλψη, σπίτια, χωράφια, αποζημιώσεις, αλλά και πλήρη πολιτικά δικαιώματα Ελλήνων πολιτών. Μόνο χάρη στον Βενιζελισμό κατορθώθηκε υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ) η σύναψη των προσφυγικών δανείων και η συγκρότηση της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) για την αξιοποίησή τους. Είναι λοιπόν μύθος και πελώριο ψέμα αυτά που ακούγονται συχνά σήμερα για δήθεν παραμέληση και εγκατάλειψη γενικά των προσφύγων από το ελληνικό κράτος. Αυτά ισχύουν μόνο για μια μικρή μειονότητά τους. Το μεγαλύτερο μέρος (83%) ειδικά της αγροτικής προσφυγικής αποκατάστασης πραγματοποιήθηκε σε τρία μόλις χρόνια. Η αγροτική αποκατάσταση, όπως τη συνέλαβε και τη σχεδίασε η ΕΑΠ, είχε στόχο τον εφοδιασμό κάθε προσφυγικής οικογένειας με επαρκή γη, ζώα, εργαλεία και σπίτι. Μέχρι τα μέσα του 1926, 551.936 αγρότες πρόσφυγες είχαν εγκατασταθεί οριστικά. Το 1930, ο αριθμός αυτός είχε αυξηθεί σε 578.844 άτομα (ή 145.758 οικογένειες). Το 1938, σε 668.316 άτομα (ή 167.079 οικογένειες), που μπορεί να θεωρηθεί τελική εκτίμηση. Περίπου 90% του συνόλου εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία και στη Θράκη. Αντίθετα, η αστική αποκατάσταση προχώρησε με πολύ βραδύτερο ρυθμό. Αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά τη χορήγηση κατοικιών, που κτίστηκαν κυρίως σε συμπαγείς συνοικισμούς γύρω από τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα και προπαντός γύρω από την Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη, όπου συγκεντρώθηκε το 60% των «αστών» προσφύγων. Μέχρι το 1926, μόνο 72.230 «αστοί» πρόσφυγες είχαν στεγαστεί και γίνει οικονομικά ανεξάρτητοι, σε σύγκριση με τους 551.936 αγρότες πρόσφυγες την ίδια περίοδο. Παρά την κατασκευή περίπου 52.000 κατοικιών μέχρι το 1930, περισσότερες από 30.000 προσφυγικές οικογένειες έμεναν ακόμη σε αυτοσχέδιες παράγκες. Το 1952 υπήρχαν ακόμη 35.248 προσφυγικές οικογένειες που δικαιούνταν αστική αποκατάσταση και ανάμεσά τους 14.241 που ζούσαν σε άθλιες παραγκουπόλεις. Παρόλο που οι παράγκες κατεδαφίστηκαν λίγο αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1978 φαίνεται ότι απέμεναν ακόμη (!) τουλάχιστον 3.000 προσφυγικές οικογένειες που δικαιούνταν αστική αποκατάσταση, δηλαδή στέγαση. Παρά τις καθυστερήσεις, τις ταλαιπωρίες, τις ελλείψεις και τις αδικίες, τελικά επιτεύχθηκαν οι πολλαπλοί –ανθρωπιστικοί, εθνικοί και κοινωνικοί– στόχοι που επιδιώχθηκαν, τόσο με την ανταλλαγή των πληθυσμών όσο και με την αποκατάσταση των προσφύγων. Σώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες υπάρξεις (αν και όχι το σύνολο) και τους δόθηκε η δυνατότητα ν’ αρχίσουν μια νέα ζωή. Το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνισμού συγκεντρώθηκε οριστικά μέσα στα ασφαλή σύνορα του εθνικού του κράτους – ασφαλή στο μέτρο ακριβώς που επιτεύχθηκε εθνική ομοιογένεια. Ειδικά στην ελληνική Μακεδονία και ειδικότερα στις παραμεθόριες περιοχές της, μόνο ο συστηματικός προσφυγικός εποικισμός εξασφάλισε την απόκρουση πολλαπλών απειλών στο μέλλον. Από τους κοινωνικούς στόχους της αποκατάστασης των προσφύγων, αρκεί να αναφερθεί επιγραμματικά ο σπουδαιότερος: να γίνουν το ταχύτερο ιδιοκτήτες μικροαστοί της πόλης και του χωριού, στηρίγματα του αστικού καθεστώτος, και όχι προλετάριοι ανατροπείς του. Και αυτός ο στόχος επιτεύχθηκε για την πλειονότητα των προσφύγων. Υπήρξαν βέβαια οι εξαιρέσεις, οι αδικημένοι ή και ολότελα ξεχασμένοι της προσφυγικής αποκατάστασης. Δεν ήσαν ωστόσο αρκετοί για μια επιτυχημένη κοινωνική επανάσταση – ούτε τότε, ούτε αργότερα. Άλλωστε, η κοινωνική επανάσταση που δεν έγινε τότε από τους πρόσφυγες είχε γίνει πριν από αυτούς και για χάρη τους: ήταν η απόφαση που υπέγραψε ο Πλαστήρας στις 14 Φεβρουαρίου 1923, με την οποία επιτράπηκε η κατάληψη ακινήτων και πριν από την καταβολή αποζημίωσης. Στη Νεότερη Ελλάδα, ποτέ άλλοτε δεν παραβιάστηκε σε τέτοιο βαθμό το «ιερό» δικαίωμα της ιδιοκτησίας!
ΠΑΡΆ ΤΙΣ ΚΑΘΥΣΤΕΡΉΣΕΙΣ, ΤΙΣ ΤΑΛΑΙΠΩΡΊΕΣ, ΤΙΣ ΕΛΛΕΊΨΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΔΙΚΊΕΣ, ΤΕΛΙΚΆ ΕΠΙΤΕΎΧΘΗΚΑΝ ΟΙ ΠΟΛΛΑΠΛΟΊ – ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΟΊ, ΕΘΝΙΚΟΊ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΊ– ΣΤΌΧΟΙ ΠΟΥ ΕΠΙΔΙΏΧΘΗΚΑΝ, ΣΏΘΗΚΑΝ ΕΚΑΤΟΝΤΆΔΕΣ ΧΙΛΙΆΔΕΣ ΥΠΆΡΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΌΘΗΚΕ Η ΔΥΝΑΤΌΤΗΤΑ Ν’ ΑΡΧΊΣΟΥΝ ΜΙΑ ΝΈΑ ΖΩΉ.
ΜΎΘΟΣ Η ΕΓΚΑΤΆΣΤΑΣΗ ΣΤΙΣ ΠΌΛΕΙΣ ΓΙΑ ΕΚΛΟΓΙΚΟΎΣ ΣΚΟΠΟΎΣ Ένας ιδιαίτερα ανθεκτικός μύθος βεβαιώνει ότι οι Βενιζελικοί τάχα εγκατέστησαν πολλούς πρόσφυγες γύρω από τις μεγάλες πόλεις για λόγους καθαρά εκλογικούς. Και μόνο ως σκέψη, μαρτυρεί πλήρη άγνοια ή, έστω, παραγνώριση των στόχων και των πραγματικών συνθηκών της προσφυγικής αποκατάστασης. Για την αποτροπή του κινδύνου κοινωνικής ανατροπής, επιδιώχθηκε η άμεση μετατροπή των προσφύγων σε μικροϊδιοκτήτες. Αυτή ήταν εφικτή μόνο στον αγροτικό τομέα. Εκεί, άλλωστε, υπήρχαν τα σπίτια και τα χωράφια των Τούρκων (και Βουλγάρων) που ανταλλάχθηκαν, καθώς και γενικά τα τσιφλίκια προς διανομή. Κατά συνέπεια, επιδιώχθηκε να αποκατασταθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι πρόσφυγες στην ύπαιθρο ως μικροϊδιοκτήτες αγρότες. Για τον σκοπό αυτό εξαντλήθηκαν όλα τα περιθώρια από την άποψη των διαθεσίμων εδαφών. Χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και ακατάλληλα ή άγονα εδάφη, εδάφη που ήσαν πριν ακαλλιέργητα, που ήσαν πριν βοσκές. Καταστράφηκε έτσι η νομαδική κτηνοτροφία, αλλά και γενικότερα τα καλλιεργητικά συστήματα που ήσαν συνυφασμένα με τα τσιφλίκια – χωρίς να αντικατασταθούν από άλλα. Με τις συνθήκες αυτές, η χωρητικότητα της υπαίθρου είχε πλέον εξαντληθεί και μόνο στις μεγάλες πόλεις μπορούσαν οι υπόλοιποι πρόσφυγες να έχουν προοπτικές άλλης απασχόλησης. Όσοι, λοιπόν, επιμένουν να αναπαράγουν αυτό τον αρχικά Αντιβενιζελικό αλλά ανθεκτικό μύθο, οφείλουν να εξηγήσουν επιτέλους πού αλλού μπορούσαν να εγκατασταθούν –και να επιβιώσουν– όλοι αυτοί οι πληθυσμοί. Στις βουνοκορφές; Πολλοί, άλλωστε, κατέφυγαν μόνοι τους στις πόλεις, νικημένοι από τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες της αρχικής εγκατάστασης στην ύπαιθρο.
ΜΎΘΟΣ Η ΣΥΝΟΛΙΚΉ ΣΤΡΟΦΉ ΣΤΟ ΚΚΕ Υπάρχει, τέλος, ένας ακόμη ανθεκτικός μύθος: ότι γενικά «οι πρόσφυγες» πέρασαν από τον Βενιζελισμό στην κομμουνιστική Αριστερά. Πράγματι, στη διάρκεια της Κατοχής, οι προσφυγικοί συνοικισμοί γύρω από τις μεγάλες πόλεις έγιναν προπύργια του ΕΑΜ και πέρασαν στον έλεγχο του ΚΚΕ. Η νέα αυτή κατάσταση έγινε αισθητή σε όλη της την έκταση μετά την Απελευθέρωση και ιδίως στα Δεκεμβριανά του 1944. Στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, το 1945, ο γενικός γραμματέας Νίκος Ζαχαριάδης έλεγε χαρακτηριστικά: … ο προσφυγικός κόσμος στην αποφασιστική του πλειοψηφία είνε εαμικός. Οι συνοικισμοί σε όλη την Ελλάδα είναι κάστρα της λαϊκής δημοκρατίας. Αυτό δεν το αμφισβητούν ούτε οι αντίπαλοί μας. Ωστόσο, πρόκειται για εικόνα μερική, απλουστευτική και παραπλανητική. Η στροφή στο ΚΚΕ δεν αφορούσε το σύνολο των προσφύγων, ούτε καν των «αστών» προσφύγων. Στη διάρκεια της Κατοχής, μεγάλη μερίδα των αγροτών προσφύγων στη Βόρεια Ελλάδα και προπαντός οι τουρκόφωνοι Πόντιοι μετακινήθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, σχηματίζοντας εθνικιστικές και σφοδρά αντικομμουνιστικές ομάδες ανταρτών, μερικές από τις οποίες κατέληξαν να συνεργαστούν με τους Γερμανούς. Από τη μερίδα αυτή, ένας έλεγε πρόσφατα στον Νίκο Μαραντζίδη, συγκρίνοντας τον εαυτό του με άλλους πρόσφυγες: … εμένα με κάναν με το ζόρι δεξιό και φασίστα και κείνους τους κάναν με το ζόρι κομμουνιστές και δυστυχώς ήμασταν όλοι βενιζελικοί, οι πατεράδες μας δίναν το αίμα τους ακόμη για τον Βενιζέλο… Έπαψαν έτσι οι πρόσφυγες να αποτελούν συμπαγές και μονολιθικό «μπλοκ», με ενιαία πολιτική συμπεριφορά, όπως ήσαν στον Μεσοπόλεμο. Διασπάστηκαν όπως ακριβώς οι γηγενείς και κατανεμήθηκαν στις ίδιες μ’ αυτούς παρατάξεις. Αυτή ήταν και η τελική φάση της οριστικής τους αφομοίωσης. ¶ πηγές: Ladas, Stephen P. The Exchange of Minorities: Bulgaria, Greece and Turkey, New York: Macmillan, 1932. / Mavrogordatos, George Th. Stillborn Republic: Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936. Berkeley: University of California Press, 1983. / Pentzopoulos, Dimitri. The Balkan Exchange of Minorities and Its Impact Upon Greece. Paris: Mouton, 1962. / Sandis, Eva E. Refugees and Economic Migrants in Greater Athens: A Social Survey. Athens: National Centre of Social Research, 1973. / Société des Nations. L’ établissement des réfugiés en Grèce. Genève, 1926. / Γκιζελή, Βίκα Δ. Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα 1920-1930. Αθήνα: Επικαιρότητα, 1984. / Ευδόκας, Τάκης Χ. κ.ά. Αντιπροσωπευτική Έρευνα ανάμεσα στις 200.000 πρόσφυγες της Κύπρου. Λευκωσία: Ομάδα ψυχοκοινωνικών μελετών, 1976. / Κουλίγκας, Βασίλης. Κίος 1912-1922: Αναμνήσεις ενός Μικρασιάτη. Αθήνα: Δωδώνη, 1988. / Μαραντζίδης, Νίκος. Γιασασίν Μιλλέτ - Ζήτω το Έθνος. Προσφυγιά, Κατοχή και Εμφύλιος: Εθνοτική ταυτότητα και πολιτική συμπεριφορά στους τουρκόφωνους ελληνορθόδοξους του Δυτικού Πόντου. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2001. / Μαυρογορδάτος, Γιώργος Θ. 1915: Ο Εθνικός Διχασμός. Αθήνα: Πατάκης, 2015. / Νοταράς, Μιχαήλ Ι. Η αγροτική αποκατάστασις των προσφύγων. Αθήνα, 1934. / Πρωτονοτάριος, Αθανάσιος Β. Το προσφυγικόν πρόβλημα από ιστορικής, νομικής και κρατικής απόψεως. Αθήνα, 1930.
lifo
16
Μύθοι και αλήθειες για τους πρόσφυγες του 1922
10. Εργάτριες σε βιοτεχνία κλωστοϋφαντουργίας © Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο 11. Προσφυγόπουλα στο λουτρό, Nέα Φιλαδέλφεια © Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο
10
12. (επόμενες σελίδες) Προσφυγόπουλα την ώρα του μαθήματος σε σχολείο του συνοικισμού Βύρωνα, 19231924 © Αρχείο ΕΡΤ/Συλλογή Π. Πουλίδη 11
17
1 δεκεμβριου 2016
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
lifo
18
➳
12
19
1 δεκεμβριου 2016
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
2
ΓΕΝΕΥΗ
1
Ποιος ήταν ο ρόλος της Κοινωνίας των Εθνών στη ρύθμιση του ελληνικού προσφυγικού προβλήματος.
Η ΚΟΙΝΩΝΊΑ ΤΩΝ ΕΘΝΏΝ
ΑΘΗΝΑ
2
ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΌ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΌ ΠΡΌΒΛΗΜΑ ελσα kοντογιωργη
Διευθύντρια Ερευνών, Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού, Ακαδημία Αθηνών
eλσα kοντογιώργη
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Τ
ον Σεπτέμβριο του 1922, μετά την ήττα στο μικρασιατικό
μέτωπο και την καταστροφή της Σμύρνης, άρχισε η φυγή εκατοντάδων χιλιάδων ελληνορθόδοξων προσφύγων από τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και τον παραλιακό Πόντο προς την Ελλάδα και προς την ελεγχόμενη από τους Συμμάχους Κωνσταντινούπολη. Έναν μήνα αργότερα, με την υπογραφή της Συνθήκης των Μουδανιών, ακολούθησε το μεγάλο προσφυγικό ρεύμα από την Ανατολική Θράκη προς την ελληνική επικράτεια. Μέχρι τον Νοέμβριο του 1922 είχαν αφιχθεί στην Ελλάδα τουλάχιστον 750.000 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Η Σύμβαση της Λωζάνης (30/1/1923) για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας απέκλεισε τον επαναπατρισμό των προσφύγων και νομιμοποίησε τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε από την κατάρρευση των πολυεθνικών αυτοκρατοριών στη λήξη του Μεγάλου Πολέμου. Η περίθαλψη των εξαθλιωμένων προσφύγων που είχαν φτάσει με κάθε μέσο στα νησιά, στις μεγάλες πόλεις, στην ύπαιθρο της Δυτικής Θράκης και της Μακεδονίας ήταν ηθική υποχρέωση για την ελληνική κυβέρνηση, αλλά, περισσότερο, ήταν ζήτημα πολιτικής πρόληψης. Σχετικά όμως με τους τρόπους και τα μέσα με τα οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί η ενσωμάτωσή τους στην οικονομική ζωή του τόπου υπήρχε αρχικά μεγάλη ασάφεια. Στο άρθρο αυτό θα παρουσιαστεί ο ρόλος της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ) στη ρύθμιση του ελληνικού προσφυγικού προβλήματος με την ίδρυση της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) καθώς και με τους βασικούς άξονες του προγράμματος της αποκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα. Σημαντικό ρόλο για την εξασφάλιση της ηθικής υποστήριξης της ΚτΕ προς το ελληνικό κράτος και για την εξεύρεση της απαραίτητης οικονομικής βοήθειας για μονιμότερη αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος διαδραμάτισε η προσωπικότητα του Ύπατου Αρμοστή για τους πρόσφυγες της ΚτΕ, Dr. Fridtjof Nansen, και του Αμερικανού πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη και ιδρυτή της American Committee for Relief in the Near East (αργότερα γνωστής ως Near East Relief) Henry Morgenthau, που ορίστηκε πρώτος πρόεδρος της ΕΑΠ το 1923. Η πρώτη συστηματική προσπάθεια των ευρωπαϊκών κρατών για επίλυση των σοβαρών προβλημάτων που δημιουργήθηκαν από τα εκατομμύρια των εκτοπισμένων πληθυσμών και προσφύγων εξαιτίας του Μεγάλου Πολέμου και της Οκτωβριανής Επανάστασης συντελέστηκε από τον νεοσύστατο διεθνή οργανισμό της ΚτΕ. Παρόλο που την περίθαλψη των προσφύγων της Εγγύς Ανατολής και της Μικρασιατικής Καταστροφής ανέλαβαν άλλοι φιλανθρωπικοί οργανισμοί, κυρίως η Near East Relief και ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, η ΚτΕ ανέλαβε σταδιακά έναν πολύ πιο ουσιαστικό ρόλο, παρά το γεγονός ότι στους ιδρυτικούς σκοπούς της δεν ήταν η ανθρωπιστική δράση αλλά η εγγύηση της ειρήνης ανάμεσα στα κράτη. Οι οραματιστές των διαφόρων συμβουλίων και επιτροπών του διεθνούς οργανισμού ανέλαβαν μια σειρά από πρωτοβουλίες για την επίλυση των προσφυγικών ζητημάτων και την εξασφάλιση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που θα απέτρεπαν τις πολεμικές συγκρούσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 25 του καταστατικού της, η ΚτΕ θα συνεργαζόταν με τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Τον Μάρτιο του 1920 η ΚτΕ πράγματι ανταποκρίθηκε στο αίτημα του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού να ενδιαφερθεί για την τύχη των αιχμαλώτων πολέμου και διόρισε Ύπατο Αρμοστή για τους αιχμαλώτους πολέμου τον διάσημο Νορβηγό εξερευνητή, διπλωμάτη, λόγιο και ανθρωπιστή Dr. Fridtjof Nansen που οργάνωσε τον ασφαλή επαναπατρισμό περίπου 428.000 ατόμων τα επόμενα δύο χρόνια. Στις αρχές του 1921 ο Nansen ορίστηκε από την ΚτΕ Ύπατος Αρμοστής για τους Ρώσους πρόσφυγες και του ανατέθηκε να αντιμετωπίσει τον μεγάλο ρωσικό λιμό. Τον Σεπτέμβριο του 1921 ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη γραφείο για τους Ρώσους πρόσφυγες, καθώς και στο Βερολίνο. Έναν χρόνο αργότερα, στις 18 Σεπτεμβρίου 1922, ο Nansen έστειλε επιστολή στην Τρίτη Σύνοδο της ΚτΕ και ζήτησε την άδειά της να χρησιμοποιήσει τον διοικητικό οργανισμό και τις εγκαταστάσεις που είχε δημιουργήσει με τους συνεργάτες του στην Κωνσταντινούπολη για τους Ρώσους για να βοηθήσει τους Έλληνες πρόσφυγες από τη Σμύρνη και την
Ο NANSEN ΚΑΙ Ο ΒΕΝΙΖΈΛΟΣ, ΑΠΌ ΤΗΝ ΑΡΧΉ ΤΗΣ ΕΜΠΛΟΚΉΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΠΊΛΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΉΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΉΣ ΚΡΊΣΗΣ, ΚΑΤΑΝΌΗΣΑΝ ΌΤΙ ΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΠΡΌΣΦΥΓΕΣ ΔΕΝ ΕΠΡΌΚΕΙΤΟ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΈΨΟΥΝ ΣΤΙΣ ΕΣΤΊΕΣ ΤΟΥΣ ΛΌΓΩ ΤΗΣ ΑΔΙΆΛΛΑΚΤΗΣ ΣΤΆΣΗΣ ΤΗΣ ΝΙΚΉΤΡΙΑΣ ΤΟΥΡΚΊΑΣ.
1. Η Συνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών. Γενεύη, Σεπτέμβριος 1923 © Topical Press Agency/Getty Images 2. Η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) εν ώρα εργασίας. Αθήνα, 1924 © Αρχείο ΕΡΤ/ Συλλογή Π. Πουλίδη
Προύσα που κινδύνευαν με αφανισμό. Το αίτημά του έγινε δεκτό και το Συμβούλιο του οργανισμού διέθεσε ένα ποσό από τις Απρόβλεπτες Δαπάνες του προϋπολογισμού της ΚτΕ στο γραφείο του Nansen. Εκτός από την περίθαλψη των προσφύγων, χριστιανών και μουσουλμάνων, ο Ύπατος Αρμοστής της ΚτΕ θα αναλάμβανε, σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις των εμπόλεμων χωρών, την ειρηνική διευθέτηση του προσφυγικού προβλήματος και θα τις βοηθούσε στη χάραξη μιας πολιτικής που θα συνδύαζε την εγκατάσταση των προσφύγων με την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας υποδοχής. Ο πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος, στον οποίο είχε ανατεθεί από την επαναστατική κυβέρνηση το δύσκολο έργο της εκπροσώπησης των εθνικών συμφερόντων στο εξωτερικό, ως επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Λωζάνη συνδιαμόρφωσε με τον Nansen τους όρους της διαπραγμάτευσης για την επίλυση του προσφυγικού ζητήματος. Ο Nansen κατανόησε πολύ νωρίς ότι οι αμερικανικές και βρετανικές φιλανθρωπικές οργανώσεις και ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός που ανέλαβαν άμεσα −αλλά χωρίς συντονισμό− το έργο της περίθαλψης των Μικρασιατών Ελλήνων που είχαν προσφύγει κατά χιλιάδες στην Κωνσταντινούπολη δεν θα μπορούσαν να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν ένα πρόγραμμα που δεν θα περιοριζόταν μόνο στην περίθαλψη αλλά θα απέβλεπε στην αποκατάστασή τους. Ο Nansen ήταν σε συνεχή επικοινωνία με τον Βενιζέλο και με την ορθά ιεραρχημένη, σε κατάλληλο χρόνο, παρουσίαση των θεμάτων της τεραστίων διαστάσεων ελληνικής προσφυγικής κρίσης προ των οργάνων της ΚτΕ επιδίωξε την υποστήριξη του διεθνούς οργανισμού στην επίλυσή της. Παράλληλα, φρόντιζε να παρακινεί προς τον επιδιωκόμενο στόχο και να συντονίζει τη δραστηριότητα των διαφόρων ιδιωτικών φιλανθρωπικών οργανώσεων και συνέδεσε τις προσπάθειές του με τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού. Ταυτόχρονα, συνεργαζόταν με τις ενδιαφερόμενες κυβερνήσεις για την εξεύρεση κοινώς αποδεκτής λύσης που θα εγγυόταν την ειρήνευση και την ασφάλεια στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και στην Εγγύς Ανατολή. Ο Nansen και ο Βενιζέλος, από την αρχή της εμπλοκής τους στην επίλυση της ελληνικής προσφυγικής κρίσης, κατανόησαν ότι οι Έλληνες πρόσφυγες δεν επρόκειτο να επιστρέψουν στις εστίες τους λόγω της αδιάλλακτης στάσης της νικήτριας Τουρκίας. Ο ρεαλισμός που τους χαρακτήριζε και η επιδίωξη μιας ορθολογικής διαχείρισης του κρίσιμου προσφυγικού ζητήματος τους κατηύθυναν στην υποστήριξη της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών. Είχαν επίσης επίγνωση ότι, χωρίς σημαντική διεθνή οικονομική και τεχνική υποστήριξη για την εγκατάσταση των προσφύγων, το ελληνικό κράτος, με πληθυσμό 5 εκατομμύρια κατοίκους και οικονομία κατά βάση αγροτική, θα ήταν αδύνατον να σηκώσει το δυσβάσταχτο βάρος της ενσωμάτωσης 1,2 εκατομμυρίων προσφύγων, η πλειονότητα των οποίων ήταν γυναίκες, παιδιά και γέροντες. Τα δημοσιονομικά προβλήματα και η νομισματική αστάθεια που είχε προκαλέσει η παράταση του πολέμου στη Μικρά Ασία καθιστούσαν ιδιαίτερα κρίσιμη την κατάσταση. Για την προσωρινή στέγαση των προσφύγων η επαναστατική κυβέρνηση άνοιξε τα δημόσια κτίρια, προέβη σε επίταξη κατοικιών και διέθεσε περίπου 1,7 εκατομμύρια αγγλικές στερλίνες από τον κρατικό προϋπολογισμό για την περίθαλψη των προσφύγων στο διάστημα 1922-23. Παράλληλα, διάφοροι συλλογικοί φορείς βοήθησαν να καλυφθούν οι άμεσες ανάγκες αρκετών προσφύγων. Ωστόσο, αναμφίβολα το έργο της περίθαλψης εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων ανέλαβαν κυρίως ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός (που συντήρησε πάνω από μισό εκατομμύριο πρόσφυγες για πολλούς μήνες και εμβολίασε 291.000 άτομα κατά της χολέρας και του τύφου) και άλλες διεθνείς φιλανθρωπικές οργανώσεις. Ο Nansen θεωρούσε ότι η αποκατάσταση των αγροτών προσφύγων ήταν από πρακτική άποψη απλούστερη από την αστική και μπορούσε να πραγματοποιηθεί ταχύτερα με την εγκατάστασή τους στα κτήματα και στα σπίτια των ανταλλαχθέντων μουσουλμάνων και Βουλγάρων. Ήδη από τον Νοέμβριο του 1922 ο Ύπατος Αρμοστής επισήμανε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα για την ελληνική κυβέρνηση θα ήταν η εξασφάλιση απασχόλησης στους αστούς πρόσφυγες που αποτελούσαν τουλάχιστον το 50% του προσφυγικού πληθυσμού. Στην έκθεσή του προς την ΚτΕ ανέφερε ότι η διαδικασία της αποκατάστασης θα απαιτούσε μεγάλα ποσά και ότι η εγκατάσταση των αγροτών προσφύγων στις ελεύθερες γαίες με σχετική ταχύτητα θα μπορούσε να συσσωρεύσει μακροπρόθεσμα μεγάλο πλούτο στην Ελλάδα. Επιπλέον, υπέδειξε την άμεση εγκατάσταση όσων αγροτών είχαν μεταφέρει στην Ελλάδα τα γεωργικά τους εργαλεία, τονίζοντας ότι, εάν ένα μεγάλο ποσοστό προσφύγων δεν θα μπορούσε να αυτοσυντηρηθεί από τη σοδειά μέχρι τον Αύγουστο του 1923, οι συνέπειες θα ήταν καταστροφικές. Για να πεισθούν οι Δυτικοί τραπεζίτες να χορηγήσουν δάνειο στην Ελλάδα, το γραφείο του, υπό την εποπτεία του αναπληρωτή του Βρετανού συνταγματάρχη James Proctοr και σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση, εγκατέστησε στη Δυτική Θράκη 10.000 αγρότες πρόσφυγες. Η επιτυχία αυτού του εγχειρή-
lifo
22
Η Κοινωνία των Εθνών και το ελληνικό προσφυγικό πρόβλημα
3. Εξώφυλλο της εφημερίδας «Le Petit Journal Illustré» που αναπαριστά την υποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία. Σεπτέμβριος 1922 © Leemage/UIG via Getty Images
3
23
1 δεκεμβριου 2016
ΑΘΗΝΑ
eλσα kοντογιώργη
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Ο Fridtjof Nansen υπήρξε ο πρώτος Ύπατος Αρμοστής της Κοινωνίας των Εθνών για τους Πρόσφυγες. © Getty Images
4
4. Εορταστική εκδήλωση για τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία στο αίθριο του Ζαππείου Μεγάρου. Διακρίνονται σε αναμνηστική φωτογραφία, ανάμεσα σε ορφανά προσφυγόπουλα, που βρίσκονται υπό τη φροντίδα της Near East Relief, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Απόστολος Δοξιάδης και ανάμεσά τους ο Henry Morgenthau, πρώτος πρόεδρος της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων. Αθήνα, Φεβρουάριος 1924 © Αρχείο ΕΡΤ/ Συλλογή Π. Πουλίδη 5. Γυμναστικές επιδείξεις από τα ορφανά προσφυγόπουλα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός © Library of Congress 5
lifo
24
Η Κοινωνία των Εθνών και το ελληνικό προσφυγικό πρόβλημα
ματος χρησιμοποιήθηκε από τον Nansen ως απόδειξη για την ανάληψη ενός ανάλογου προγράμματος μεγαλύτερων διαστάσεων υπό την εποπτεία της ΚτΕ. Παρόλο που η ανάγκη δανειοδότησης έγινε ολοφάνερη, κυρίως μετά την απόφαση του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού να αποδεσμευτεί, καθυστέρησε για πολιτικούς λόγους. Τα μέλη της ΚτΕ είχαν επιφυλάξεις για τη διαχείριση των χρημάτων και επιθυμούσαν να αποκλειστεί η πιθανότητα να διατεθεί έστω και μέρος τους για στρατιωτικές δαπάνες. Οι Δυτικοί τραπεζίτες δίσταζαν λόγω της αστάθειας του πολιτικού συστήματος και των επεμβάσεων του στρατού στην πολιτική ζωή.
Η ελληνική κυβέρνηση, τον Φεβρουάριο του 1923, ζήτησε την ηθική υποστήριξη και την τεχνική συνδρομή της ΚτΕ προκειμένου να μεσολαβήσει στις διεθνείς χρηματαγορές για την εξεύρεση των αναγκαίων πόρων για την αποκατάσταση των προσφύγων. Η ΚτΕ ανέθεσε σε μια τριμελή επιτροπή να επισκεφθεί την Ελλάδα και να διερευνήσει τις συνθήκες. Στην έκθεση που υπέβαλε η επιτροπή στο Συμβούλιο της ΚτΕ ανέφερε ότι η Ελλάδα, αν και ήταν αγροτική χώρα, έπρεπε να εισάγει περίπου το ένα τρίτο από τα απαραίτητα για την κάλυψη των αναγκών της τρόφιμα και ότι οι μισοί πρόσφυγες, που ήταν αγρότες, θα μπορούσαν να εγκατασταθούν στις εγκαταλειμμένες ή ανεκμετάλλευτες αραιοκατοικημένες γαίες της Μακεδονίας και της Θράκης και να συμβάλουν σε σημαντικό βαθμό στην αύξηση της παραγωγής και στην ανασυγκρότηση της οικονομίας. Αρχικά, η Τράπεζα της Αγγλίας χορήγησε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος 1.000.000 λίρες στερλίνες, υπό τον όρο να συσταθεί ένας ανεξάρτητος οργανισμός διαχείρισης του προσφυγικού δανείου και να τεθεί το πρόγραμμα υπό την εποπτεία της ΚτΕ. Με το πρωτόκολλο που υπεγράφη στη Γενεύη από την ΚτΕ και την ελληνική κυβέρνηση στις 29 Σεπτεμβρίου 1923 ιδρύθηκε η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ), ένας αυτόνομος διεθνής οργανισμός μέσω του οποίου θα διοχετευόταν η βοήθεια. Η ΕΑΠ δεν θα υποκαθιστούσε τις φιλανθρωπικές οργανώσεις και δεν θα αναλάμβανε την περίθαλψη των προσφύγων, αλλά θα υλοποιούσε ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα αποκατάστασης. Στο τετραμελές συμβούλιο της ΕΑΠ επικεφαλής θα ήταν δύο ξένοι, εκ των οποίων ο ένας θα διοριζόταν από την ΚτΕ και ο πρόεδρος θα ήταν Αμερικανός, εκπρόσωπος των φιλανθρωπικών οργανώσεων που είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην περίθαλψη των προσφύγων, ενώ τα άλλα δύο μέλη θα διορίζονταν από την ελληνική κυβέρνηση. Η ΕΑΠ θα υπέβαλλε τριμηνιαίες εκθέσεις για τη διαχείριση του δανείου και την πορεία του έργου της στην ΚτΕ και στην ελληνική κυβέρνηση, αλλά μόνο η ΚτΕ θα είχε το δικαίωμα να επεμβαίνει. Στα τέλη του 1924, μετά την επίτευξη πολιτικής σταθερότητας και χάρη στις προσπάθειες του Henry Morgenthau, πρώτου προέδρου της ΕΑΠ, εκδόθηκε το λεγόμενο πρώτο προσφυγικό δάνειο ονομαστικού ύψους 12,3 εκατομμυρίων λιρών με επιτόκιο 7%. Το 1927 η ελληνική κυβέρνηση συνήψε το λεγόμενο τριμερές δάνειο, μέρος του οποίου έθεσε στη διάθεση της ΕΑΠ για να συνεχίσει το έργο της. Η ΕΑΠ άρχισε το έργο της στις 11 Νοεμβρίου 1923 και λειτούργησε μέχρι τον Δεκέμβριο του 1930. Η βοήθεια θα διοχετευόταν αποκλειστικά σε παραγωγικά έργα, είτε στην ύπαιθρο είτε αλλού, και θα χορηγούνταν υπό μορφή δανείων στους πρόσφυγες. Σκοπός του προγράμματος της ΕΑΠ ήταν να βοηθήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων να γίνουν «αυτοσυντήρητοι» το συντομότερο και να εξασφαλίσει την αποπληρωμή των πιστώσεων που θα απορροφούσε η εγκατάσταση. Η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύτηκε να εκχωρήσει στην ΕΑΠ τουλάχιστον 5.000.000 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης και έθεσε στην υπηρεσία της το προσωπικό του υπουργείου Γεωργίας και του υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας. Η ΕΑΠ αποφάσισε να δώσει προτεραιότητα στην εγκατάσταση όσο το δυνατόν περισσότερων προσφύγων στην ύπαιθρο. Για την αγροτική αποκατάσταση διατέθηκε το 86,35%, ενώ μόλις το 13,7% δαπανήθηκε για τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν σε αστικά κέντρα, παρόλο που οι τελευταίοι αποτελούσαν το 54% του προσφυγικού πληθυσμού. Μέχρι και το 1929 η ΕΑΠ αποκατέστησε αγροτικώς 143.591 οικογένειες στις Νέες Χώρες (Μακεδονία, Δυτική Θράκη, Ήπειρο, Κρήτη και νησιά του Βορείου Αιγαίου), ενώ 2.167 οικογένειες αγροτών προσφύγων εγκαταστάθηκαν από το υπουργείο Γεωργίας στις υπόλοιπες επαρχίες. Η αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων θα καθιστούσε αυτάρκεις τους πρόσφυγες σε σύντομο διάστημα, αλλά προτιμήθηκε και για άλλους λόγους, ίσως σπουδαιότερους. Διευκόλυνε την Ελλάδα να συνάψει δάνειο, καθώς οι ξένοι δανειστές ήθελαν εγγυήσεις για την αποπληρωμή των πιστώσεων και θεωρούσαν ότι ήταν ευκολότερο να συγκεντρώσουν τα χρέη από τους αγρότες παρά από τους αστούς πρόσφυγες. Ήταν, επίσης, πιο εύκολη από πρακτική άποψη. Η πλειονότητα των προσφύγων αποκαταστάθηκε στις περιοχές όπου υπήρχε διαθέσιμη γη, στη Μακεδονία, τη Δ. Θράκη και την Κρήτη, στα κτήματα των ανταλλαχθέντων μουσουλμάνων και Βουλγάρων, αλλά και σε γαίες που απαλλοτριώθηκαν με την αγροτική μεταρρύθμιση και μεταβιβάστηκαν στην ΕΑΠ. Η θέση της Ελλάδας στον διεθνή καταμερισμό
25
1 δεκεμβριου 2016
εργασίας ως παραγωγού αγροτικών προϊόντων και η ανάγκη εξεύρεσης πόρων για την εξόφληση των δανείων καθιστούσαν αναγκαία την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα. Με την αγροτική αποκατάσταση στη Μακεδονία και στη Θράκη, όπου μεγάλες εκτάσεις καλλιεργήσιμων γαιών παρέμεναν αναξιοποίητες, επιδιώχθηκε η αύξηση της γεωργικής παραγωγής και η μείωση της ελλειμματικότητας του ισοζυγίου πληρωμών της χώρας. Τα ανώτερα στελέχη της ΕΑΠ βεβαίωναν το Συμβούλιο της ΚτΕ το 1924 ότι οι πρόσφυγες σύντομα θα συνέβαλλαν στην αύξηση της αγροτικής παραγωγής και η Ελλάδα σε λίγα χρόνια θα γινόταν αυτάρκης σε τρόφιμα και δεν θα εξαρτιόταν από τις εισαγωγές. Η αγροτική αποκατάσταση περιόριζε τον κίνδυνο κοινωνικής αναταραχής και τη διάδοση επιδημιών στις πόλεις, όπου η συγκέντρωση εκατοντάδων χιλιάδων εξαθλιωμένων δημιουργούσε εκρηκτικές καταστάσεις. Τέλος, θα εξασφάλιζε την εθνική ομοιογένεια του πληθυσμού των βόρειων επαρχιών, την ειρήνη και την κοινωνική σταθερότητα στην περιοχή. Η ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου για την υπεράσπιση και κατοχύρωση των νέων συνόρων και την εξουδετέρωση της αναθεωρητικής πολιτικής της Βουλγαρίας κυρίως, που εξακολουθούσε να έχει βλέψεις σε εδάφη της ελληνικής Μακεδονίας, ήταν εξαιρετικά σημαντική. Όπως συνέβη και στα άλλα βαλκανικά κράτη, οι πρόσφυγες αποτέλεσαν τον βασικό μοχλό για την εξυπηρέτηση της πολιτικής του έθνους-κράτους. Με την εγκατάστασή του στην ύπαιθρο της Μακεδονίας, ένας σημαντικός αριθμός σλαβόφωνων κατοίκων (53.000 άτομα) αποφάσισε να μεταναστεύσει είτε προς τη Βουλγαρία (σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης του Νεϊγύ) είτε προς τη Σερβία και την Αυστραλία. Η εγκατάσταση των προσφύγων έγινε κατά ομάδες και ενισχύθηκε η ιδέα του συνεταιρισμού. Σε κάθε προσφυγική οικογένεια χορηγήθηκαν γεωργικός κλήρος και κατοικία, σπόροι, ζώα, λιπάσματα, εργαλεία καθώς και ένα χρηματικό ποσό για τη στοιχειώδη συντήρηση της οικογένειας μέχρι την πρώτη σοδειά υπό μορφή δανείων. Για τους κλήρους έλαβαν προσωρινούς τίτλους (παραχωρητήρια). Τίτλους ιδιοκτησίας θα αποκτούσαν μετά την αποπληρωμή των χρεών τους. Οι αγρότες πρόσφυγες στεγάστηκαν σε 129.934 κατοικίες. Η ΕΑΠ κατασκεύασε περίπου 62.000 νέες κατοικίες και επισκεύασε, σε συνεργασία με την κυβέρνηση, τα εγκαταλειμμένα σπίτια των ανταλλαξίμων. Το 1930 επισήμανε την ανάγκη να κατασκευαστούν άλλες 12.000 κατοικίες για να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες στέγασης πολλών οικογενειών.
Η ΑΓΡΟΤΙΚΉ ΑΠΟΚΑΤΆΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΎΓΩΝ ΘΑ ΚΑΘΙΣΤΟΎΣΕ ΑΥΤΆΡΚΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΡΌΣΦΥΓΕΣ ΣΕ ΣΎΝΤΟΜΟ ΔΙΆΣΤΗΜΑ, ΑΛΛΆ ΠΡΟΤΙΜΉΘΗΚΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΆΛΛΟΥΣ ΛΌΓΟΥΣ, ΊΣΩΣ ΣΠΟΥΔΑΙΌΤΕΡΟΥΣ. ΔΙΕΥΚΌΛΥΝΕ ΤΗΝ ΕΛΛΆΔΑ ΝΑ ΣΥΝΆΨΕΙ ΔΆΝΕΙΟ, ΚΑΘΏΣ ΟΙ ΞΈΝΟΙ ΔΑΝΕΙΣΤΈΣ ΉΘΕΛΑΝ ΕΓΓΥΉΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΉ ΤΩΝ ΠΙΣΤΏΣΕΩΝ ΚΑΙ ΘΕΩΡΟΎΣΑΝ ΌΤΙ ΉΤΑΝ ΕΥΚΟΛΌΤΕΡΟ ΝΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΏΣΟΥΝ ΤΑ ΧΡΈΗ ΑΠΌ ΤΟΥΣ ΑΓΡΌΤΕΣ ΠΑΡΆ ΑΠΌ ΤΟΥΣ ΑΣΤΟΎΣ ΠΡΌΣΦΥΓΕΣ.
Με την προτεραιότητα που δόθηκε στην αγροτική αποκατάσταση και τους περιοριστικούς όρους που τη χαρακτήριζαν (επιβολή της αυτοπρόσωπης καλλιέργειας για μία εικοσιπενταετία και αδυναμία εκποίησης των παραχωρηθέντων κλήρων) η ελληνική κυβέρνηση και η ΕΑΠ επιδίωξαν να συγκρατήσουν ένα μεγάλο ποσοστό του προσφυγικού πληθυσμού στην ύπαιθρο, μακριά από τα αστικά κέντρα και την πρωτεύουσα, και να αποθαρρύνουν την τάση συγκέντρωσης στις πόλεις, όπου η παρουσία μιας πολυπληθούς τάξης εργατών και ανέργων ήταν πιθανό να δημιουργήσει κοινωνικές αναταραχές. Κατά τον σχεδιασμό και την εφαρμογή του προγράμματος της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων πρυτάνευσε η αρχή για την ενίσχυση της ιδεολογίας της μικροϊδιοκτησίας, ώστε να περιοριστεί ο κίνδυνος «να εγκολπωθούν οι αγρότες τον κομμουνισμόν» και να αποφευχθεί ο κίνδυνος κοινωνικής αντιπαράθεσης από τη σύμπηξη κοινού μετώπου εργατών - αγροτών. Για τον ίδιο λόγο, η ΕΑΠ και η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) επιδίωξαν την απορρόφηση των αστών προσφύγων σε μορφές μικρής ανεξάρτητης παραγωγής και μικροαστικοποίησης,
ΑΘΗΝΑ
eλσα kοντογιώργη
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
lifo
26
Η Κοινωνία των Εθνών και το ελληνικό προσφυγικό πρόβλημα
6. Τα ορφανά που βρίσκονται υπό τη φροντίδα της Near East Relief φωτογραφίζονται μπροστά στα Παλαιά Ανάκτορα © Library of Congress
6
27
1 δεκεμβριου 2016
ΑΘΗΝΑ
eλσα kοντογιώργη
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
7
7. Ο δεύτερος πρόεδρος της ΕΑΠ Charles Eddy στη Δυτική Μακεδονία. ΙΑΜΜ. Φωτογραφικό Αρχείο Λένας Σαμαρά. 8. Συνοικισμός προσφύγων κοντά στη λίμνη Λαγκαδά. ΙΑΜΜ. Φωτογραφικό Αρχείο Λένας Σαμαρά. 8
lifo
28
Η Κοινωνία των Εθνών και το ελληνικό προσφυγικό πρόβλημα
χορηγώντας τους βραχυπρόθεσμα δάνεια και ενισχύοντας το πνεύμα του συνεργατισμού. Έτσι, ενώ η παρουσία των προσφύγων στις πόλεις έδινε την ευκαιρία για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, εφόσον θεράπευε μία από τις βασικές αιτίες καθυστέρησης του δευτερογενούς τομέα μέχρι το 1922, την έλλειψη φθηνού και διαθέσιμου εργατικού δυναμικού, δεν συνοδεύτηκε από την εφαρμογή μιας πολιτικής προλεταριοποίησής τους. Όπως έχει επισημάνει ο Γ. Μαυρογορδάτος, «ο ορθολογισμός που επικράτησε ήταν ασφαλώς υπέρτερος του οικονομικού». Για τους λόγους που αναφέρθηκαν η αποκατάσταση των αστών προσφύγων καθυστέρησε. Ενώ το 1926 είχαν αποκατασταθεί σχεδόν 552.000 αγρότες πρόσφυγες, μόλις 73.000 αστοί πρόσφυγες είχαν γίνει οικονομικά ιδιοσυντήρητοι. Η ΕΑΠ περιόρισε τη δράση της στον τομέα της στέγασης, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης πόρων. Αρχικά, με νόμο της επαναστατικής κυβέρνησης επιτάχθηκαν 8.000 κενά ακίνητα και ιδιόκτητες ευρύχωρες κατοικίες. Όσοι αστοί πρόσφυγες έφεραν στην Ελλάδα χρήματα νοίκιασαν ή αγόρασαν σπίτια. Στις πόλεις των Νέων Χωρών χρησιμοποιήθηκαν κατοικίες των ανταλλαχθέντων μουσουλμάνων και Βουλγάρων. Ο πρώτος οργανισμός που ασχολήθηκε με τη στέγαση των προσφύγων ήταν το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ) που ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1922 και δημιούργησε στην Αθήνα τους συνοικισμούς του Βύρωνα, της Νέας Ιωνίας και της Καισαριανής και στον Πειραιά τον συνοικισμό της Κοκκινιάς. Το ΤΠΠ διαλύθηκε το 1925 και το έργο του συνέχισε η ΕΑΠ, που ανέλαβε τον συστηματικό σχεδιασμό και την επέκταση των υφιστάμενων προσφυγικών οικισμών. Η ΕΑΠ ασχολήθηκε με την αστική αποκατάσταση ουσιαστικά μετά το 1927 και επικέντρωσε τις προσπάθειές της στην ανάπτυξη και επέκταση των υφιστάμενων προσφυγικών οικισμών και στην υλοποίηση διαδοχικών προγραμμάτων στέγασης και έργων υποδομής. Για τον προγραμματισμό των εργασιών της διενήργησε απογραφή όλων των αστικών προσφυγικών συνοικισμών της επικράτειας. Από την απογραφή προέκυψε ότι οι αστοί πρόσφυγες στεγάζονταν σε 124.482 καταλύματα, από τα οποία μόνο 39.450 βρέθηκε ότι πληρούσαν τις προϋποθέσεις μόνιμης κατοίκησης από άποψη υγιεινής και κτιριακής δόμησης. 23.077 ήταν νοικιασμένα δωμάτια, 26.288 καταλύματα χαρακτηρίστηκαν κατάλληλα μόνο για επείγουσα προσωρινή στέγαση, ενώ 35.667 ήταν παραπήγματα, παράγκες, σκηνές, δημόσια κτίρια, τζαμιά κ.ά. και θεωρήθηκαν πρόβλημα άμεσης προτεραιότητας. Για την αστική αποκατάσταση το ελληνικό κράτος διέθεσε στην ΕΑΠ 1.000.000 λίρες στερλίνες από το δεύτερο προσφυγικό δάνειο. Στο διάστημα λειτουργίας της η ΕΑΠ κατασκεύασε 27.610 κατοικίες που τις χαρακτηρίζει ποικιλία σχεδίων και μεγεθών σε 118 συνοικισμούς σε όλη τη χώρα. Στην Αθήνα και στον Πειραιά, από τα προγράμματα της ΕΑΠ και του κράτους, στεγάστηκε μόνο το 55% των άπορων προσφύγων σε 46 προσφυγικούς συνοικισμούς που χωροθετήθηκαν δορυφορικά σε ακατοίκητες περιοχές στην περίμετρο των δύο πόλεων. Η εγκατάσταση των προσφύγων στον Πειραιά κοντά σε περιοχές στις οποίες είχαν αναπτυχθεί μεγάλες επιχειρήσεις συνέβαλε στην ανάπτυξη και επέκταση της βιομηχανικής ζώνης στο βορειοδυτικό τμήμα του λιμανιού και κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής. Την ολοκλήρωση του στεγαστικού προγράμματος, μετά τη διάλυση της ΕΑΠ, ανέλαβαν οι δημόσιες υπηρεσίες και το υπουργείο Πρόνοιας. Τα κρατικά προγράμματα για την προσφυγική στέγαση, ωστόσο, ανεστάλησαν εξαιτίας της έλλειψης πόρων αλλά και για να αναχαιτίσουν το ρεύμα της μετακίνησης προσφύγων από την ύπαιθρο προς τις πόλεις. Τη δεκαετία του 1930 η αυτοστέγαση και η εκτός σχεδίου δόμηση κάλυψαν τις άμεσες στεγαστικές ανάγκες των προσφύγων. Περισσότερες από 30.000 οικογένειες ζούσαν σε παράγκες και τρώγλες. Λίγο πριν από τη διάλυσή της, η ΕΑΠ, στην έκθεση που υπέβαλε στο Συμβούλιο της ΚτΕ, ανέφερε ότι από το ποσό των 56.291.500 δραχμών που διέθετε για τη στέγαση των αστών ήταν υποχρεωμένη να διαθέσει 30.000.000 για τη συντήρηση και συμπλήρωση των έργων στους οικισμούς. Το υπόλοιπο ποσό το Συμβούλιο είχε αποφασίσει να το χρησιμοποιήσει για την κατασκευή κατοικιών σε μικρότερες πόλεις, σε εκτάσεις που θα διέθετε η κυβέρνηση. Με τον τρόπο αυτό ήθελε να εμποδίσει την τάση των προσφύγων να μετακινούνται από τις μικρές επαρχιακές πόλεις προς τα μεγάλα αστικά κέντρα και να περιορίσει την επέκταση των οικισμών στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και στον Πειραιά. Οι φορείς που ανέλαβαν την αστική εγκατάσταση ενίσχυσαν με δάνεια τους πιο εύπορους πρόσφυγες, που μπόρεσαν να αποκτήσουν ακίνητα σε δημοπρασίες ή έχτισαν κατοικίες, ατομικά ή συλλογικά μέσω συνεταιρισμών, σε κεντρικές αστικές περιοχές, με αποτέλεσμα τη μεταφορά της κοινωνικής διαστρωμάτωσης των προσφύγων από τις παλιές πατρίδες στις νέες. Οι πιο εύποροι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη Νέα Σμύρνη και στην Καλλίπολη, σε 15.000 οικόπεδα που τους παραχώρησε το υπουργείο Πρόνοιας. Οι υπόλοιποι διαβιούσαν σε αυτοσχέδιους συνοικισμούς από κατοικίες, χαμόσπιτα και τρώγλες. Το μοντέλο που υιοθετήθηκε για την ίδρυση των προσφυγικών
29
1 δεκεμβριου 2016
συνοικισμών οδήγησε σε σαφή κοινωνικό διαχωρισμό στον χώρο για πρώτη φορά και διαμόρφωσε μια νέα κοινωνική γεωγραφία της πρωτεύουσας. Η αδιαφορία και η αδυναμία των διαφόρων κυβερνήσεων να λύσουν το πρόβλημα της στέγασης στις υποβαθμισμένες προσφυγικές συνοικίες και η έλλειψη υποδομών (αποχετευτικών και υδροδοτικών δικτύων) ανήγαγαν το στεγαστικό σε πολιτικό ζήτημα. Με τη στέγαση, ωστόσο, ενός σημαντικού ποσοστού αστών προσφύγων δεν δημιουργήθηκε στην Ελλάδα πολυπληθές άκληρο προλεταριάτο και αποφεύχθηκε η αναπαραγωγή του μοντέλου αστικής ανάπτυξης των δυτικοευρωπαϊκών πόλεων που προϋποθέτει την ύπαρξη αποπτωχευμένων κοινωνικών στρωμάτων. Η εξασφάλιση απασχόλησης για τους αστούς πρόσφυγες ήταν ένα ζήτημα πολύ πιο σύνθετο από τη στέγασή τους. Την περίοδο 1922-27, αν και επιταχύνθηκαν οι ρυθμοί ανάπτυξης στον τομέα της μεταποίησης, λόγω της αύξησης της ζήτησης καταναλωτικών ειδών πρώτης ανάγκης, της υποτίμησης του νομίσματος, του υψηλού πληθωρισμού και των προστατευτικών μέτρων, οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν δεν ήταν δυνατόν να απορροφήσουν την υπερπροσφορά προσφυγικής εργασίας. Η ανεργία αυξήθηκε και παρουσίαζε εποχικές εξάρσεις. Για την ΕΑΠ, όσον αφορά τους αστούς, υπήρχαν δύο επιλογές. Η πρώτη ήταν να μετατρέψει ορισμένους σε γεωργούς και να τους εγκαταστήσει στην ύπαιθρο. Πράγματι, έγιναν και τοποθετήσεις προσφύγων προερχόμενων από αστικά κέντρα σε αρκετούς αγροτικούς συνοικισμούς. Ωστόσο, οι πιο πολλοί δεν ήταν παραγωγικοί αγρότες, δεν ήταν εξοικειωμένοι με τις βαριές αγροτικές εργασίες και την αργόσυρτη ζωή της υπαίθρου και στην πρώτη ευκαιρία μετακινήθηκαν προς τις πόλεις. Η άλλη επιλογή ήταν να τους εξασφαλίσει δάνεια για να ασκήσουν επαγγέλματα στα οποία διέθεταν εμπειρία και δεξιότητες. Η ΕΑΠ, ως παραγγελιοδότης υλικών για τη στέγαση των προσφύγων, ώθησε σε άνοδο τον οικοδομικό τομέα στις πόλεις και διευκόλυνε την απασχόληση των προσφύγων σε αυτό τον κλάδο. Επίσης, για να περιορίσει την ανεργία ενίσχυσε οικονομικά την ίδρυση εργοστασίων και βιοτεχνιών ταπητουργίας και κεραμοποιίας, όπου εργάστηκε ένας μεγάλος αριθμός προσφύγων που κατείχαν τεχνικές άγνωστες στους γηγενείς εργάτες. Ωστόσο, τα κίνητρά της ήταν κοινωνικά και όχι αναπτυξιακά. Η κυβέρνηση Βενιζέλου προσπάθησε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ανεργίας με την εκτέλεση των μεγάλων παραγωγικών έργων.
Κατά τη δεκαετία 1922-32 η πο-
ΟΙ ΦΟΡΕΊΣ ΠΟΥ ΑΝΈΛΑΒΑΝ ΤΗΝ ΑΣΤΙΚΉ ΕΓΚΑΤΆΣΤΑΣΗ ΕΝΊΣΧΥΣΑΝ ΜΕ ΔΆΝΕΙΑ ΤΟΥΣ ΠΙΟ ΕΎΠΟΡΟΥΣ ΠΡΌΣΦΥΓΕΣ, ΠΟΥ ΜΠΌΡΕΣΑΝ ΝΑ ΑΠΟΚΤΉΣΟΥΝ ΑΚΊΝΗΤΑ ΣΕ ΔΗΜΟΠΡΑΣΊΕΣ Ή ΈΧΤΙΣΑΝ ΚΑΤΟΙΚΊΕΣ, ΑΤΟΜΙΚΆ Ή ΣΥΛΛΟΓΙΚΆ ΜΈΣΩ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΏΝ, ΣΕ ΚΕΝΤΡΙΚΈΣ ΑΣΤΙΚΈΣ ΠΕΡΙΟΧΈΣ, ΜΕ ΑΠΟΤΈΛΕΣΜΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΆ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΉΣ ΔΙΑΣΤΡΩΜΆΤΩΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΎΓΩΝ ΑΠΌ ΤΙΣ ΠΑΛΙΈΣ ΠΑΤΡΊΔΕΣ ΣΤΙΣ ΝΈΕΣ.
λιτική που ακολούθησαν οι βενιζελογενείς κυβερνήσεις και μετά το 1928 η κυβέρνηση Βενιζέλου, καθώς και η ΕΑΠ, με την οικονομική υποστήριξη των προσφύγων μέσω των δανείων της Εθνικής Τράπεζας, είχε στόχο να αποτρέψει την προλεταριοποίησή τους και συνέβαλε στην ανάπτυξη μικροεπιχειρήσεων και στη δημιουργία ανεξάρτητων μικροβιοτεχνών και μικροεπαγγελματιών. Το ποσοστό των μεγάλων και μεσαίων επιχειρήσεων μειώθηκε προς όφελος των μικρών βιομηχανικών μονάδων και της ανεξάρτητης εργασίας. Την ίδια περίοδο μεγάλη άνθηση γνώρισε και το μικρεμπόριο. Με την πολιτική αυτή η ανεργία τα πρώτα χρόνια διατηρήθηκε σε χαμηλότερο επίπεδο από το προσδοκώμενο λόγω του δημογραφικού προβλήματος. Για να περιορίσει την περαιτέρω ανάπτυξη των μικροεπιχειρήσεων, η ΕΤΕ αύξησε τα επιτόκιά της κατά 30% το 1925 και η πολιτική της έγινε ακόμα αυστηρότερη μετά το 1927. Η κάμψη του πληθωρισμού μετά το 1927 και η διεθνής οικονομική ύφεση το 1929 έπληξαν κυρίως την κατηγορία των μικροεπιχειρηματιών και πλανόδιων μικροπωλητών. Η ΕΑΠ ανέπτυξε τη δράση της κυρίως στις Νέες Χώρες και επιδίωξε να συνδυάσει την προσφυγική αποκατάσταση με την οικονομική ανασυγκρότηση, ώστε να αντιμετωπιστούν οι ριζικές αιτίες της ανθρωπιστικής κρίσης και καθυστέρησης. Ίδρυσε πρότυπους σταθμούς γεωργικών βελτιώσεων,
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
9. Σκηνές τοποθετημένες σε πλατεία στον Πειραιά για την πρόχειρη στέγαση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία. 1922 © Αρχείο ΕΡΤ/ Συλλογή Π. Πουλίδη
ενίσχυσε τη χρήση των λιπασμάτων, χρησιμοποίησε βενζινάροτρα για την εκχέρσωση χωραφιών, εφοδίασε τους πρόσφυγες με γεωργικά μηχανήματα και οργάνωσε κτηνοτροφικές μονάδες σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Ανέθεσε σε δικά της τοπογραφικά συνεργεία την καταμέτρηση και τοπογράφηση των γαιών που της χορηγήθηκαν. Επίσης, χορήγησε δάνεια σε πρόσφυγες εγκατεστημένους σε αγροτικούς οικισμούς για την ανάπτυξη βιοτεχνιών ταπητουργίας, υφαντουργίας και χειροτεχνίας. Με τη μέριμνα για την κατοικία, τη διατροφή και την εξασφάλιση νερού, την εκτέλεση μικρής κλίμακας αρδευτικών, αντιπλημμυρικών και αποστραγγιστικών έργων, και κυρίως με την ίδρυση 59 αγροτικών ιατρείων στη Μακεδονία και στη Θράκη, προσπάθησε να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα εξασφάλιζαν στους πρόσφυγες ένα ελάχιστο επίπεδο υγιεινής. Το προσωπικό που επάνδρωσε τις υπηρεσίες της, γεωπόνοι κυρίως αλλά και μηχανικοί, γιατροί και τεχνικοί, υπήρξαν οι πρωτεργάτες του βενιζελικού εκσυγχρονιστικού σχεδίου. Οι τουλάχιστον εξακόσιοι γεωπόνοι που υλοποίησαν το εποικιστικό έργο επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στη γεωργική ανάπτυξη με την τεχνική ενίσχυση και επιστημονική καθοδήγηση των αγροτών. Ο τρόπος ενσωμάτωσης των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία ήταν σημαντικό επίτευγμα και λόγω της ταχείας αποκατάστασης μέσα σε έξι χρόνια ενός εξαιρετικά μεγάλου αριθμού ατόμων και διότι πέτυχε τους πολιτικούς και κοινωνικούς στόχους που έθεσε. Παρά το γεγονός ότι πολλά δυσχερή προβλήματα της εγκατάστασης των προσφύγων παρέμειναν άλυτα, η Αθήνα κατέστη πρωτεύουσα του μοναδικού πλέον εθνικού κέντρου και απέκτησε ένα σημαντικό, νέο δυναμικό με τους πρόσφυγες. Με τα κεφάλαια που μετέφεραν ορισμένοι, την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, την τεχνογνωσία σε σημαντικούς κλάδους του τριτογενούς τομέα (ταπητουργία, κεραμοποιία, μεταξουργία) αλλά και ως καταναλωτές, έδωσαν ώθηση σε πολλούς τομείς της οικονομίας. Εξίσου σημαντικό ήταν το πολιτιστικό κεφάλαιο από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, τα κοσμοπολίτικα αστικά κέντρα της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι αισθητικές αξίες της καλλιτεχνικής δημιουργίας και έκφρασης που έφεραν μαζί τους θα εναρμονιστούν τη μεσοπολεμική περίοδο με τα πρότυπα του εθνικού κέντρου και θα συμβάλουν στην ανάπτυξη νέων θεωρητικών αναζητήσεων της ελληνικότητας στις τέχνες και τα γράμματα. ¶
πηγές C.60.M.35.1929.II, League of Nations, Twenty-first Quarterly Report of the Refugee Settlement Commission, Geneva, February 21st, 1929 / C.214.M.79.1929. II, League of Nations, Twenty-Second Quarterly Report of the Refugee Settlement Commission, Geneva, May 17th, 1929 / C.363.M.133.1929.II, League of Nations, Twenty-third Quarterly Report of the Refugee Settlement Commission, Geneva, August 22nd, 1929
βιβλιογραφια Ελληνόγλωσση Γκιζελή, Βίκα. Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930). Αθήνα, 1984. / ΚαραδήμουΓερόλυμπου, Αλέκα. «Πόλεις και ύπαιθρος. Μετασχηματισμοί και αναδιαρθρώσεις στο πλαίσιο του εθνικού χώρου». Χατζηιωσήφ Χρήστος (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, Β' τόμ., Μέρος 1ο, Αθήνα 2002, σ. 59105. / Μαυρογορδάτος, Γιώργος Θ. «Το ανεπανάληπτο επίτευγμα», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τ. 9. σ. 9-12. / Νοταράς, Μιχαήλ Ι. Η αγροτική αποκατάστασις των προσφύγων. Αθήνα, 1934. / Ρηγίνος, Μιχάλης. Παραγωγικές δομές και εργατικά ημερομίσθια στην Ελλάδα, 1909-1936. Αθήνα, 1987. Ξενόγλωσση Holborn, Louise W., “The League of Nations and the Refugee Problem”, Annals of the American Academy of Political and Social Science. Vol. 203, Refugees (May, 1939), pp. 124-135. / Housden, Martyn. “White Russians Crossing the Black Sea: Fridtjof Nansen, Constantinople and the First Modern Repatriation of Refugees Displaced by Civil Conflict, 1922-23”, The Slavonic and East European Review. Vol. 88, No.3 (July 2010), pp.495-524. / Kontogiorgi, Elisabeth. Population Exchange in Greek Macedonia. The Rural Settlement of Refugees 1922-1930. Clarendon Press-Oxford, 1996. / Ladas, Stephen P. The Exchange of Minorities. Bulgaria Greece and Turkey. New York, 1932. / League of Nations. Greek Refugee Settlement (transl.). Geneva, 1926. / Mavrogordatos, George Th. Stillborn Republic: Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936. Berkeley, 1983. / Morgenthau Henry. I was sent to Athens. New York, 1929. / Pentzopoulos, Dimitri. The Balkan Exchange of Minorities and its Impact upon Greece. Paris: Mouton and Co., The Hague, 1962. / Simpson, Sir John Hope. The Refugee Problem, Report of a Survey. London, 1939.
lifo
30
9
31
1 δεκεμβριου 2016
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ
ΞΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΠΟΛΗ
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
3
mαρω kαρδαμιτση aδαμη Ομότιμη Καθηγήτρια ΕΜΠ
Ο ΕΡΧΟΜΌΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΎΓΩΝ ΤΟΥ 1922 ΣΉΜΕΡΑ ΠΙΟ ΕΠΊΚΑΙΡΟΣ ΑΠΌ ΠΟΤΈ 1
ΑΘΗΝΑ
maρω kαρδαμίτση aδάμη
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
1. Σχέδιον Αθηνών, έργο Αθανασίου Γεωργιάδη, Αθήνα, 1923 © Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο
2
2. & 3. Εικόνες από τις πρώτες εγκαταστάσεις στους συνοικισμούς γύρω από την Αθήνα. Προσωρινές λύσεις που έμελλαν να διατηρηθούν για αρκετά χρόνια © Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών
3
lifo
34
Ο ερχομός των προσφύγων του 1922 σήμερα πιο επίκαιρος από ποτέ
Έχουν περάσει 200 σχεδόν χρόνια από όταν η Δ' Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων δεχόταν τον Ιούλιο του 1829 αίτηση του ελληνικού πληθυσμού της Σμύρνης να εγκατασταθεί στην ελεύθερη Ελλάδα και από την ίδρυση του πρώτου προσφυγικού συνοικισμού, του οικισμού της Πρόνοιας έξω από το Ναύπλιο, για Κρήτες κυρίως πρόσφυγες. 662 κτίρια (καλύβες από πλινθοδομή ή πέτρα διαστάσεων 3x6 μ.) σε μία έκταση 24.000 τ.μ. για 2.200 -2.500 περίπου πρόσφυγες, όταν ο πληθυσμός του Ναυπλίου δεν έφτανε τους 10.000 κατοίκους. Ογδόντα περίπου χρόνια αργότερα ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία εγκαθίσταται στη χώρα. Την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων άλλοι 40.000 πρόσφυγες εγκαθίστανται στη Μακεδονία, ενώ τον Μάιο του 1914 300.000 πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία ζητούν άσυλο. Μετά την τραγική ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία χιλιάδες είναι οι πρόσφυγες που φθάνουν στην Ελλάδα. Δεν γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό τους το 1922. Η ειδική απογραφή του Απριλίου του 1923 καταγράφει 850.000. Ο αριθμός τους όμως πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερος. Το 24% των νέων προσφύγων εγκαθίσταται στην Αθήνα, στον Πειραιά και στα περίχωρα. Σε λίγους μήνες ο πληθυσμός της επαρχίας Αττικής σχεδόν διπλασιάζεται. Από 501.615 κατοίκους στις αρχές της δεκαετίας του '20 φθάνει τους 866.924 στο τέλος της ίδιας δεκαετίας. Οι πρώτες πιεστικές ανάγκες προσφυγικού οικισμού (στέγαση, διατροφή, ιατρική φροντίδα) αντιμετωπίζονται από το κράτος, από ξένες και ελληνικές φιλανθρωπικές οργανώσεις και οργανώσεις περίθαλψης προσφύγων και από ιδιώτες. Χρησιμοποιείται κάθε διαθέσιμο δημόσιο κτίριο, στρατόπεδο, σχολείο, θέατρο. Ακόμη και το Βαρβάκειο, το Δημοτικό Θέατρο, τα Παλαιά Ανάκτορα. Θα περάσει αρκετός χρόνος για να συνειδητοποιήσουν οι Μικρασιάτες ότι τούτη η προσφυγιά δεν θα ’ναι προσωρινή. Η ευάλωτη διπλωματική επιτυχία δεν κράτησε για πολύ. Αυτή τη φορά η προσφυγιά ήταν μόνιμη, ήταν οριστική. Η Ελλάδα ήταν μια χώρα ηττημένη, απογοητευμένη, οικονομικά εξαντλημένη, που προσπαθούσε να συνέλθει από μία δεκαετή στρατιωτική κινητοποίηση. Η Μεγάλη Ιδέα είχε σβήσει για πάντα. Οι πρόσφυγες εγκατέλειπαν τις προπατορικές τους εστίες. Είχε τη δυνατότητα η μάνα Ελλάδα να τους υποδεχθεί όπως έπρεπε; Ίσως να το ήθελε, αλλά μπορούσε; Η Αθήνα των αρχών του 20ού αιώνα έχει ξεπεράσει τα 20.000.000 τ.μ. και ο πληθυσμός της έχει ξεπεράσει τους 200.000. Έλληνες και ξένοι πολεοδόμοι μελετούν τα σχέδια επέκτασης. Αυτό που προέχει είναι η πρόληψη της άναρχης επέκτασής της και η ανάγκη σχεδιασμού και οργάνωσης των νέων συνοικισμών, στον Κολωνό, τα Σεπόλια, την Ιερά Οδό, τον Άγιο Σάββα όπου είχαν ήδη αρχίσει να δημιουργούνται άναρχα, χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο και υποδομές. Η μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης το 1917 μεταφέρει την προτεραιότητα στη Μακεδονία. Οι περίπου 250.000 πρόσφυγες, όμως, δεν μπορούν να περιμένουν. Στις 23 Νοεμβρίου 1922 δημοσιεύεται το Ν.Δ. «Περί επιτάξεως ακινήτων δι’ εγκατάστασιν προσφύγων και απαλλοτριώσεως οικοπέδων δι’ ανέγερσιν προσφυγικών συνοικισμών». Συνολικά επιτάσσονται 8.000 ακίνητα. Δεν είναι δυνατόν να φτάσουν. Κι ενώ οι πρόσφυγες αρχίζουν να χτίζουν τα πρώτα παραπήγματά τους στην Κοκκινιά, στους Ποδαράδες, στο Παγκράτι και να δημιουργούνται οι πρώτοι αυθαίρετοι συνοικισμοί προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο χειμώνας που έρχεται, το κράτος θέτει σε ενέργεια τους ελάχιστους μηχανισμούς που διαθέτει για να αντιμετωπίσει τα άμεσα προβλήματα των προσφύγων. Η έλλειψη πολιτικής σταθερότητας δεν βοηθά. Τα σχετικά με την προσφυγική στέγη μέτρα είναι λύσεις προσωρινές και βραχυπρόθεσμες. Το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ) ιδρύεται στις 9 Νοεμβρίου '22. Ανεξάρτητος οργανισμός με μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το Ταμείο διαχειρίζεται ένα ποσό 360 εκατομμυρίων δραχμών. Μέχρι το τέλος της δραστηριότητάς του έχει παραδώσει 4.000 οικήματα, ενώ εκκρεμούν μετά το τέλος της δραστηριότητάς του το 1925, άλλα 2.500. Καθώς το Ταμείο δεν έχει τη δυνατότητα να παραχωρήσει μία κατοικία ανά οικογένεια, είναι αναγκασμένο να παραχωρεί ένα μόνο δωμάτιο. Οι κατοικίες διατάσσονται περιμετρικά γύρω από μία ορθογώνια αυλή ένα είδος αίθριου, όπου βρίσκονται οι κοινόχρηστοι χώροι υγιεινής. Το Νοέμβριο του 1922 ο αρχιτέκτονας-μηχανικός του υπουργείου Παιδείας Γεώργιος Σούλης, γνωστός για τα σχολικά του κτίρια, με αρχικό στόχο να απαλλαγούν τα διδακτήρια από τους πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί προσωρινά εκεί, προτείνει να σχεδιάσει η Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου έναν πρότυπο προσφυγικό οικισμό στην Ανάληψη. Η πρόταση γίνεται αποδεκτή από τους υπουργούς Παιδείας και Περιθάλψεως. Σε ένα γήπεδο 11 στρεμμάτων αρχίζει να χτίζεται ο πρώτος οικισμός, ο οικισμός του Βύρωνα. Σύμφωνα με το σχέδιο ο οικισμός περιλάμβανε 1.764 κατοικίες και δύο μονοκατοικίες για τους πρόσφυγες Μητροπολίτες Εφέσου και Αμασείας, δημοτικό σχολείο και νηπιαγωγείο, μαθητικά και λαϊκά λουτρά (χαμάμ), αγορά, λαϊκό ιατρείο, εργαστήρια χειροτεχνίας, ταπητουργίας και
35
1 δεκεμβριου 2016
ξυλουργείο, διοικητικό κτίριο, δύο πάρκα, δύο πέτρινες γέφυρες στην είσοδο του οικισμού, σκυρόστρωση της κεντρικής οδού, εγκατάσταση ύδρευσης με υδαταποθήκη και βρύσες και δύο μικρά πάρκα. Στο τέλος Απριλίου παραδίδονται τα τέσσερα πρώτα οικοδομικά τετράγωνα με χαμάμ και χώρους υγιεινής στο κέντρο. Συνολικά 305 δωμάτια για 305 οικογένειες. Για να επιταχυνθεί η ανέγερση χρησιμοποιήθηκαν τσιμεντόλιθοι και πέτρες από τα γύρω λατομεία. Για τη στέγαση χρησιμοποιήθηκε αρχικά Eternit και αργότερα κεραμίδια, ενώ για τα δάπεδα χρησιμοποιήθηκε σκυροκονίαμα επιχρισμένο με τσιμεντοκονίαμα. Τον συνοικισμό του Βύρωνα ακολουθούν οι συνοικισμοί Νέα Ιωνίας (Ποδαράδες), Κοκκινιάς, Φιλαδέλφειας (Ποδονίφτης), Καισαριανής και Υμηττού. Όλοι όμως οι οικισμοί που οικοδόμησε το ΤΠΠ δεν ήταν όμοιοι με αυτόν του Βύρωνα. Η ανάγκη για γρήγορη περίθαλψη οδηγούσε συχνά σε ξύλινες κατασκευές. Πολλοί από τους πρόσφυγες των αγροτικών περιοχών της Μικράς Ασίας είχαν μάθει να κατοικούν σε παρόμοια ξύλινα ή πλίνθινα σπίτια. Για τους αστούς τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Αμάθητοι σε παρόμοιες καταστάσεις, είναι φυσικό να δυσανασχετούν. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή που αναφέρει η Βίκα Γκιζελή: «Αυτά τα σπίτια είναι κρύα όταν φυσάει βοριάς; - Α, όχι πολύ. Ο αέρας μπαίνει από αυτές εδώ τις τρύπες, αλλά ξαναβγαίνει από εκείνες εκεί». Αν και το Ταμείο κατάφερε να στεγάσει έναν πολύ μεγάλο αριθμό προσφύγων, ένας ακόμη εξίσου μεγάλος παρέμενε άστεγος. Όπου υπάρχουν ελεύθεροι χώροι στην πόλη ή στην περιφέρειά της οι πρόσφυγες αναγκάζονται να χτίσουν μόνοι τους παράγκες με ό,τι υλικό βρουν, επιστρατεύοντας την ευφυΐα τους, τις γνώσεις τους, τις ικανότητές τους. Η ανάγκη τούς οπλίζει με θάρρος και δύναμη. Για πολλά χρόνια αργότερα μπορούσες να δεις παράγκες φτιαγμένες από καφάσια, τσίγκους, λαμαρίνες, πισσόχαρτο, τσουβάλια, στη Νέα Ιωνία, στην Καισαριανή, πίσω από τις φυλακές Αβέρωφ, στα Τουρκοβούνια, στο Πολύγωνο, παντού. Εν τω μεταξύ, το 1924 η Επιτροπή του Γενικού Σχεδίου Πόλεως, γνωστή ως Επιτροπή Καλλιγά από το όνομα του προέδρου της Πέτρου Καλλιγά, μηχανικού με σπουδές στη Φυσική και ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην Αρχιτεκτονική και στην Πολεοδομία, καταθέτει τις προτάσεις της για το νέο Σχέδιο Πόλεως Αθηνών και το 1925 συγκαλείται από το υπουργείο Συγκοινωνιών σχετικό συνέδριο με στόχο να παρέμβει ουσιαστικά στην ανεξέλεγκτη επέκταση της πρωτεύουσας που έχει αυξηθεί σημαντικά μετά την έλευση των προσφύγων. Για λόγους όχι πάντα καλόπιστους και αντικειμενικούς το σχέδιο Καλλιγά δεν εφαρμόζεται, με αποτέλεσμα η άναρχη επέκταση να συνεχίζεται. Συνοικισμοί ιδρύονται χωρίς καμία πρόβλεψη για τις αναγκαίες υποδομές (ύδρευση, αποχέτευση, ηλεκτροφωτισμός). Συνοικισμοί χωρίς άδεια και σχέδιο. Ταυτόχρονα, ένας αριθμός προσφύγων, οι πιο εύποροι, κυρίως οι κάτοικοι των πόλεων, καταφέρνουν με δικά τους μέσα να εγκατασταθούν και να ενταχθούν στον υπάρχοντα αστικό ιστό. Είναι αυτοί που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχαν προβλέψει να φέρουν στην Ελλάδα, πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, ένα σημαντικό κεφάλαιο και το είχαν επενδύσει εδώ, ενώ κάποιοι άλλοι, κυρίως έμποροι, τραπεζίτες, εφοπλιστές, βιομήχανοι, είχαν ήδη επαγγελματικούς δεσμούς και οικονομικές συνεργασίες με Ελλαδίτες συναδέλφους και μπόρεσαν έτσι να ενταχθούν ευκολότερα. Ξεχωριστή περίπτωση αποτελούν οι οικισμοί της Καλλίπολης, στην Πειραϊκή Χερσόνησο, και της Νέας Σμύρνης, που αγοράστηκαν από την περιουσία των ανταλλαξίμων. Σε συνεργασία με τη γαλλική εταιρεία Société Immobilière du Boulevard Haussmann προχωρούν στην οικοδόμηση ενός νέου τύπου αθηναϊκού προαστίου. H γαλλική εταιρεία προτείνει 34 τύπους σπιτιών δύο έως πέντε δωματίων, με λουτρό, μαγειρείο, κελάρι, δωμάτιο υπηρεσίας κ.λπ. Λιθόκτιστα με ξύλινη στέγη, πατώματα από αμερικανική ή σουηδική ξυλεία, υδραυλική εγκατάσταση κ.λπ. Πολλοί από τους οικοπεδούχους, όμως, δεν έχουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν στην ανέγερση κατοικίας και αναγκάζονται να πουλήσουν σε Aθηναίους, κάτι που τελικά αποδείχτηκε θετικό, καθώς με τον τρόπο αυτό οι δεσμοί μεταξύ προσφύγων και γηγενών συσφίχτηκαν. Η Société Haussmann δεν καταφέρνει να φέρει σε πέρας το έργο και το αναλαμβάνει στη συνέχεια η ελληνική ιδιωτική πρωτοβουλία, όπου συμμετέχουν και αρκετοί μικρασιατικής καταγωγής μηχανικοί. Το 1922 και μέχρι το 1928 εκδίδονται διάφοροι νόμοι που αλληλοσυμπληρώνονται προκειμένου να βοηθηθεί η στέγαση των προσφύγων. Σημαντικό-
ΌΠΟΥ ΥΠΆΡΧΟΥΝ ΕΛΕΎΘΕΡΟΙ ΧΏΡΟΙ ΣΤΗΝ ΠΌΛΗ Ή ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΈΡΕΙΑ ΤΗΣ, ΟΙ ΠΡΌΣΦΥΓΕΣ ΑΝΑΓΚΆΖΟΝΤΑΙ ΝΑ ΧΤΊΣΟΥΝ ΜΌΝΟΙ ΤΟΥΣ ΠΑΡΆΓΚΕΣ ΜΕ Ό,ΤΙ ΥΛΙΚΌ ΒΡΟΥΝ, ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΎΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΥΦΥΐΑ ΤΟΥΣ.
4
maρω kαρδαμίτση aδάμη
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
4. (προηγούμενες σελίδες) Πρόσφυγες έχουν βρει προσωρινό κατάλυμα στα θεωρεία του Δημοτικο Θεάτρου Αθηνών, 1923 © Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο 5. Σκηνές για την πρόχειρη στέγαση των προσφύγων στην περιοχή του Παγκρατίου. Αθήνα, 1924 © Αρχείο ΕΡΤ/ Συλλογή Π. Πουλίδη
τερο είναι το νομοθετικό διάταγμα «Περί της κατ' ορόφους ή διαμερίσματα ιδιοκτησίας» που συμπληρώνεται με τον νόμο 3741/1929 «Περί ιδιοκτησίας κατ' ορόφους» που ανοίγει τον δρόμο στην πολυκατοικία. Στο διάστημα από το 1924 έως το 1930 χτίστηκαν στην Αθήνα και τον Πειραιά από την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων 15.000 προσφυγικές κατοικίες. Τα περισσότερα μονώροφα ή διώροφα κτίσματα, λίγο υπερυψωμένα από το έδαφος, κτισμένα ανεξάρτητα ή ανά δύο, σύμφωνα με τα πρότυπα της ευρωπαϊκής εργατικής κατοικίας. Τοίχοι από λιθοδομή, εσωτερικά χωρίσματα από τούβλα, κάλυψη με ξύλινη δίριχτη ή τετράριχτη στέγη. Το εμβαδόν τους κλιμακώνεται από 35 ως 40 τ.μ. Για κάθε σπίτι προβλέπεται στο πίσω μέρος αυλή για πιθανή επέκτασή του στο μέλλον, από τους ίδιους τους πρόσφυγες. Αρχικά ίσως να θυμίζουν τους χαριτωμένους οικισμούς των γερμανικών παραμυθιών, γρήγορα όμως, εξαιτίας της βιαστικής κατασκευής και των πρόχειρων υλικών αλλά και των επεμβάσεων των ίδιων των προσφύγων, αποκτούν μια ελληνική γραφικότητα, κάτι ανάμεσα στην «παράγκα του Καραγκιόζη» και το παραδοσιακό λαϊκό σπίτι. Η κατάσταση αλλάζει μετά το 1930, όταν τις δημόσιες υπηρεσίες αρχίζουν να στελεχώνουν οι νεαροί απόφοιτοι της νεοσύστατης Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΕΜΠ (ιδρύθηκε το 1917 και οι πρώτοι απόφοιτοι πήραν πτυχίο το 1922) που έχουν μυηθεί στις νέες αντιλήψεις για τη λαϊκή κατοικία και τα νέα αρχιτεκτονικά ρεύματα. Ταλαντούχοι αρχιτέκτονες όπως ο Κίμων Λάσκαρης, ο Δημήτρης Κυριάκος, ο Οδυσσέας Πουσκουλούς (πρόσφυγας και ο ίδιος από την Κωνσταντινούπολη) αναλαμβάνουν τον σχεδιασμό και την επίβλεψη διώροφων και τριώροφων πολυκατοικιών. Το οπλισμένο σκυρόδεμα, το νέο υλικό που κερδίζει ολοένα έδαφος, δίνει τη δυνατότητα στέρεων οικοδομών. Οι οικισμοί στο Δουργούτι, στη Δραπετσώνα, στην Καλλιθέα, στην Καλογρέζα, στην Κοκκινιά, στο Αιγάλεω, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, στη Στέγη Πατρίδος (στον περιφερειακό του Λυκαβηττού), στο Περιστέρι και αλλού αποτελούν εξαιρετικά δείγματα του μοντέρνου κινήματος στη χώρα, αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Οι νέοι τύποι κατοικιών μελετώνται με βάση τις αρχές της αρχιτεκτονικής της λαϊκής κατοικίας του Bauhaus. Οι πολύ μικρότερες όμως διαστάσεις τους από τα γερμανικά παραδείγματα τούς δίνουν μια κλίμακα πολύ πιο ανθρώπινη και προσιτή. Καθώς οι αρχιτέκτονες σχεδιάζουν διάφορους τύπους κατοικιών με μικρότερους ή μεγαλύτερους υπαίθριους κοινόχρηστους χώρους, ανάμεσά τους δημιουργούνται ενδιαφέροντα οικιστικά παραδείγματα, καταφέρνοντας να αποφύγουν την τυποποίηση και τη μονοτονία που συναντάμε συχνά στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το εμβαδόν των διαμερισμάτων παραμένει μικρό 30, 35, 45 ή 65 τ.μ. Ίσως υπερβολικά μικρό για σήμερα, όμως σε αυτά τα τετραγωνικά κυμαίνονται όλα τα διαμερίσματα στις λαϊκές και εργατικές πολυκατοικίες της Ευρώπης. Τα τετραγωνικά π.χ. για ένα διαμέρισμα 3 δωματίων για 4-5 άτομα είναι 50 τ.μ. στο Λονδίνο, 46 τ.μ. στη Φρανκφούρτη, 50,8 τ.μ. στο Μιλάνο (αλλά για 7 άτομα), λίγο καλύτερα στην Ελβετία (64 τ.μ.), ενώ οι ρωσικοί τύποι κατεβάζουν ακόμη περισσότερο τα τετραγωνικά στα 32,5, 39,8 και 44,3 τ.μ. Ο ίδιος ο Le Corbusier σχεδιάζει κατοικίες 45 τ.μ. για 6 άτομα. Στις αρχές του 20ού αιώνα η λαϊκή κατοικία συγκέντρωνε την κοινή προσοχή πολιτικών και αρχιτεκτόνων. Eίναι το πρώτο πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί. Ιδρύονται ινστιτούτα, συνεταιρισμοί, ιδιωτικές και κρατικές εταιρείες για την αντιμετώπισή του. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος όμως σταματάει κάθε κίνηση, για να ξαναρχίσει ακόμα εντονότερη μετά τη λήξη του, καθώς οι παράγκες και οι τρώγλες έχουν αυξήσει τις ανάγκες για ανθρώπινη, υγιεινή στέγη. Η Μικρασιατική Καταστροφή όχι μόνο κάνει εντονότερο το πρόβλημα στην Ελλάδα αλλά το φορτίζει και ιδεολογικά και συναισθηματικά, με τρόπο υπαινικτικό και τραγικό. Από το 1933 και ύστερα τα προσφυγικά συγκροτήματα που χτίζονται αντικατοπτρίζουν τις νέες αρχιτεκτονικές τάσεις. Η μεγαλύτερη προσοχή τόσο στον πολεοδομικό όσο και στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό είναι προφανής. Τα υλικά κατασκευής και η χρήση του μπετόν αρμέ δίνουν τη δυνατότητα για περισσότερο δυναμικές και εμπνευσμένες λύσεις. Οι πλατείες και οι χώροι πρασίνου, η προσοχή στον ηλιασμό και στον αερισμό, η σχέση κλειστού και ημιυπαίθριου χώρου δημιουργούν συγκροτήματα που πολλοί Αθηναίοι θα ζήλευαν. Δυστυχώς, πολλοί από τους κοινόχρηστους χώρους ή δεν συμπληρώθηκαν ποτέ από το αναγκαίο πράσινο ή με τον χρόνο εγκαταλείφθηκαν. Μέχρι το 1940 που έρχεται στη χώρα ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος συνεχίζουν να χτίζονται προσφυγικές πολυκατοικίες, χωρίς όμως να καταφέρουν να καλύψουν το πρόβλημα. Οι τελευταίες χτίστηκαν στο Δουργούτι και στα Σφαγεία. Το Σεπτέμβριο του 1940 έχουμε μία ακόμη εγκύκλιο του υπουργείου Εσωτερικών για τα πολεοδομικά ζητήματα και την ανάγκη συμμετοχής της τοπικής αυτοδιοίκησης, τοπικών συλλόγων κ.λπ. Ο νέος θεσμός δεν προλαβαίνει να πραγματοποιηθεί. Από τον Οκτώβριο και ύστερα θα σταματήσει αρχικά σταδιακά και στη συνέχεια βίαια κάθε πολεοδομική και αρχιτεκτονική δραστηριότητά. Οι καταστροφές στο Λεκανο-
πέδιο Αττικής από βομβαρδισμούς, ανατινάξεις, πυρπολήσεις και λεηλασίες ήταν τρομακτικές. Σε συνδυασμό με τις εσωτερικές μετακινήσεις πληθυσμών προς την πρωτεύουσα, ανέβασαν και πάλι το ποσοστό των αστέγων. Αυτήν τη φορά πρόσφυγες, εσωτερικοί μετανάστες και γηγενείς Αθηναίοι έχουν να αντιμετωπίσουν κοινά προβλήματα. Μετά την Απελευθέρωση ξεκινά μια νέα περίοδος ανασυγκρότησης και ανοικοδόμησης. Κάποιες φορές, κάποιες στιγμές αναρωτιέται κανείς πόσα από αυτά ξεχάστηκαν, πόσα από αυτά σφράγισαν ανεξίτηλα το υποσυνείδητό μας, το DNA μας. Μέσα στη μεγάλη κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας, το προσφυγικό δεν είναι σίγουρα από τα μικρότερα προβλήματα. Η προσφυγιά, οι χαμένες πατρίδες, η λεηλασία μιας ζωής δεν είναι προνόμιο των Ελλήνων. «Τα σπίτια που είχαν τους τα πήραν. Έτυχε να 'ναι τα χρόνια δίσεκτα, πόλεμοι, χαλασμοί, ξενιτεμοί» Γ. Σεφέρης (μικρή παραλλαγή). ¶
5
lifo
38
Ο ερχομός των προσφύγων του 1922 σήμερα πιο επίκαιρος από ποτέ
39
1 δεκεμβριου 2016
4
nικολαος a. λιανος
Αρχιτέκτων, Καθηγητής Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, ΔΠΘ
Η στεγαστική αποκατά lifo
40
σταση των προσφύγων 41
1 δεκεμβριου 2016
1
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
1. Περιοχή της Αθήνας, 195051 © Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών 2. Σπίτια του συνοικισμού της Δραπετσώνας, 1931-32 © Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών 3. Προσφυγικό χωριό στη Δυτική Θράκη. Διακρίνονται ισόγειες υπερυψωμένες διπλοκατοικίες από λιθοδομή, με ενιαία τετράριχτη κεραμοσκεπή, διπλές κύριες εισόδους σε εσοχή και γενικά συμμετρική κάτοψη. Αδιαμόρφωτοι εμφανίζονται να παραμένουν οι χώροι του προκηπίου, ενώ απουσιάζει ο χώρος της πίσω αυλής, αντίθετα από τις γενικές προδιαγραφές της ΕΑΠ.
2
lifo
42
Η στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής
Μ
ετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το ηττημένο ελ-
ληνικό κράτος απέκτησε επιτελικό ρόλο προκειμένου να αποφευχθεί μια δεύτερη καταστροφή: η αποκατάσταση των προσφύγων αποτέλεσε εκείνη την περίοδο την κύρια προτεραιότητα, ταυτόχρονα με την ανάπτυξη των πολιτικών υγείας και πρόνοιας, την παρέμβαση στην οικονομία, την εκπαίδευση, τις επικοινωνίες, τις συγκοινωνίες κ.λπ. Το έργο της προσωρινής στέγασης ανέλαβε αρχικά το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ) που ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1922. Σύντομα όμως αποδείχτηκε ότι το κολοσσιαίο αυτό έργο ξεπερνούσε τις δυνατότητες των μηχανισμών του ελληνικού κράτους και η συνέργεια (δανεισμός, χορηγίες, διαχείριση) με διεθνείς οργανισμούς, όπως η Κοινωνία των Εθνών κ.ά., αποτέλεσε μονόδρομο. Η ίδρυση ανεξάρτητων φορέων διαχείρισης των δανείων, όπως η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ), ήταν προϋπόθεση για τη χορήγηση των δανείων. Η ΕΑΠ λειτουργούσε υπό την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), με την αναγκαία συμμετοχή του ελληνικού κράτους. Αμέσως μετά την ίδρυσή της (βάσει του Πρωτοκόλλου της Γενεύης της 29ης Σεπτεμβρίου 1923 με έδρα την Αθήνα), ως αυτόνομος οργανισμός ανέλαβε με τη βοήθεια του κράτους όχι μόνο το τεράστιο έργο της στέγασης αλλά και αυτό της παραγωγικής απασχόλησης των προσφύγων. Όσον αφορά το πρωτεύον κεφάλαιο της στεγαστικής αποκατάστασης των προσφύγων, είτε στην ύπαιθρο (αποκατάσταση αγροτών) είτε στις πόλεις (αστική αποκατάσταση), μια πρώτη ένδειξη των νέων δεδομένων που προκάλεσε η άφιξη των προσφύγων δίνουν οι αριθμοί αύξησης του πληθυσμού. Ενδεικτικά, στην Αθήνα αναφέρεται ότι το 1920 κατοικούσαν 317.219 άτομα, που αυξήθηκαν σε 459.211 το 1928, και αυτό λόγω της επιδίωξης του κράτους να προωθήσει τον αστικό και αγροτικό πληθυσμό στην επαρχία και στην ύπαιθρο και να αποθαρρύνει την τάση συγκέντρωσης στις τότε μεγάλες πόλεις. Κατ’ επέκταση, σε γενικές γραμμές, η στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων διακρίνεται σε δύο βασικές ενότητες: την αγροτική και την αστική.
Η ΑΓΡΟΤΙΚΉ ΑΠΟΚΑΤΆΣΤΑΣΗ Πρώτιστος σκοπός των ελληνικών κυβερνήσεων και της ΕΑΠ ήταν η ανάπτυξη της γεωργίας. Η τραπεζική χρηματοδότηση προσανατολίστηκε κυρίως προς τον γεωργικό τομέα, μια και η αύξηση της γεωργικής παραγωγής θεωρούνταν το ακλόνητο θεμέλιο ευημερίας της χώρας, σε αντίθεση με την εκβιομηχάνιση. Για την επιτυχία του σκοπού αυτού, η αγροτική επαγγελματική αποκατάσταση προέβλεπε τη διάθεση κτημάτων και τη διανομή στους πρόσφυγες κλήρων των 35 στρεμμάτων, καθώς και εργαλεία, σπόρους, ζώα, λιπάσματα κ.ά. για την καλλιέργεια των χωραφιών τους. Η ΕΑΠ ασχολήθηκε κυρίως με την αγροτική αποκατάσταση. Περιορισμένες ήταν οι παρεμβάσεις που αφορούσαν την αστική αποκατάσταση και εντοπίζονται κυρίως στην Αθήνα (Καισαριανή, Νέα Ιωνία, Βύρωνα και Κοκκινιά). Αντίθετα, φρόντισε ιδιαίτερα για τη στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων σε παραμεθόριες περιοχές της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης, με σκοπό την ενίσχυση του τοπικού ελληνικού πληθυσμού και έμμεσα την ενίσχυση των συνόρων. Η αγροτική στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων προσανατολίστηκε 1) στην ίδρυση νέων οικισμών, που κατασκευάζονταν με σύγχρονα ρυμοτομικά σχεδιαστικά πρότυπα και 2) στη διάθεση στους πρόσφυγες της ανταλλάξιμης μουσουλμανικής περιουσίας. Πρότυποι νέοι αγροτικοί οικισμοί δημιουργήθηκαν κυρίως στη Μακεδονία (1.381) και στη Θράκη (236). Στις περιοχές αυτές εγκαταστάθηκαν περίπου 552.000 πρόσφυγες. Οι νέες κατοικίες, που αποδόθηκαν στους πρόσφυγες από την ΕΑΠ (προδιαγραφές ΚτΕ), ανέρχονταν περίπου στις 50.396. Τυπολογικά, οι κατοικίες αυτές αποτελούνταν από δύο κύρια δωμάτια, στάβλο και βοηθητικούς χώρους (WC, αποθήκη, προκήπιο και αυλή). Εναλλακτικά, από ένα μόνο δωμάτιο, στάβλο και βοηθητικούς χώρους, θεωρώντας τον στάβλο και την αποθήκη βασικό λειτουργικό χώρο για την επιβίωση των αγροτών. Οι υπόλοιποι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στα σπίτια των ανταλλάξιμων μουσουλμάνων, πολλά από τα οποία χρειάζονταν επισκευές. Για την ανέγερση των αγροτικών κατοικιών η ΕΑΠ έδρασε ως εργολάβος, κατασκευάζοντας η ίδια τις κατοικίες ή χορηγώντας στους πρόσφυγες τα οικοδομικά υλικά, προκειμένου να χτίσουν με αυτεπιστασία τα σπίτια τους.
Η ΑΣΤΙΚΉ ΑΠΟΚΑΤΆΣΤΑΣΗ Ως αστική αποκατάσταση προσφύγων εννοούνται οι ενέργειες του κράτους που αφορούν μόνο τη στέγαση και όχι τη γενικότερη αποκατάστασή τους (π.χ. εξεύρεση εργασίας ή παροχή εξοπλισμού). Δηλαδή αναφέρεται κυρίως στην αστική στεγαστική αποκατάσταση, με την οποία ασχολήθηκε στις πόλεις κυρίως το ΤΠΠ, το υπουργείο Υγιεινής και Πρόνοιας και εν μέρει η ΕΑΠ. Το πρόβλημα της αστικής αποκατάστασης αντιμετωπίζεται αρχικά ως «ανθρωπιστικό» με βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η στέγαση των προσφύγων που είχαν καταλάβει σχεδόν κάθε δημόσιο χώρο.
43
1 δεκεμβριου 2016
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ακόμη και τρία χρόνια μετά το ’22, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά εξακολουθούν να διαμένουν 1.500 πρόσφυγες. Στη συνέχεια, η στέγαση αντιμετωπίζεται ως προσωρινό «μεσοπρόθεσμο» πρόβλημα και αφορά την επίταξη ακινήτων, τις κατασκευές του ΤΠΠ, τις κατασκευές του υπουργείου Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεως καθώς και την προώθηση της αυτοστέγασης. Αργότερα αποκτά τον χαρακτήρα «οριστικής» αποκατάστασης μέσω μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, ενώ προς τα τέλη του Μεσοπολέμου το κράτος διαθέτει πλέον την τεχνογνωσία και την πολιτική βούληση για έναν μακρόπνοο σχεδιασμό. Οι πρώτοι προσφυγικοί καταυλισμοί σε μορφή ξύλινων παραπηγμάτων στήνονται από το ΤΠΠ, ενώ αργότερα η ΕΑΠ εισάγει την ιδεολογία της οριστικής αποκατάστασης. Το ΤΠΠ, που έδρασε από το 1922 έως το 1925, ίδρυσε οικισμούς σε όλη τη χώρα και κατασκεύασε περίπου 6.500 οικήματα, με ένα σύνολο 15.273 δωματίων. Η οικιστική πολιτική του ΤΠΠ, λόγω του κατεπείγοντος προβλήματος εξεύρεσης στέγης και έλλειψης χρημάτων, προσανατολιζόταν κυρίως στα έργα κατασκευής καταλυμάτων ή οικιών και σχεδόν καθόλου σε έργα υποδομής ή άλλων παροχών κοινής ωφέλειας, αναγκαίων για τη λειτουργία των οικισμών. Τα βασικά κριτήρια επιλογής των περιοχών εγκατάστασης των προσφύγων στην Αθήνα και στον 3 Πειραιά ήταν η ύπαρξη ελεύθερων απαλλοτριώσιμων χώρων, που ουσιαστικά βρίσκονταν στην περιφέρεια της πρωτεύουσας, και κατ’ επέκταση η απομάκρυνση από τις υπάρχουσες περιοχές κατοίκησης, όπου η πολιτική της υποχρεωτικής επίταξης και συστέγασης είχε δη4 μιουργήσει πολλά προβλήματα μεταξύ προσφύγων και ντόπιων. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι αφενός η μεγάλη οικοδομική ανάπτυξη της πρωτεύουσας και αφετέρου η επέκταση των ορίων του σχεδίου της πόλης. Η πολεοδομική οργάνωση και στις περιπτώσεις κρατικών παραπηγμάτων ακολουθεί το ορθοκανονικό σύστη5 μα, σύμφωνα με το οποίο τα παραπήγματα διατάσσονται εν σειρά σε στίχους και καταλαμβάνουν όλο τον διαθέσιμο χώρο, αφήνοντας κάποια κενά «πλατειών» ή κοινόχρηστων λουτρών και εγκαταστάσεων υγιεινής, πλυντηρίων κ.ά. Στον τομέα του σχεδίου πόλης αρχικά εκδίδεται ο πολεοδομικός 6 νόμος της 23ης Ιουλίου 1923 και στη συνέχεια εκπονούνται σχέδια για την Αθήνα, με πρώτο αυτό της Επιτροπής Καλλιγά (1924). Στον τομέα της δόμησης εισάγεται ο ν. 3741/1929 «περί οριζοντίου ιδιοκτησίας» και νέος οικοδομικός κανονισμός, σύμφωνα με τον 7 οποίο για πρώτη φορά δίνεται η δυνατότητα κατοχής μιας οικοδομής από διάφορα φυσικά πρόσωπα, καθένα από τα οποία έχει την πλήρη κυριότητα ενός μόνο ορόφου του κτιρίου αυτού ή και ενός μόνο διαμερίσματος. Έτσι, με τον νόμο αυτό επιτρέπεται η κατάτμηση του χώρου μιας ιδιοκτησίας, ανοίγοντας τον δρόμο για την κατασκευή πολυώροφων κτιρίων, ενώ ο νέος Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός με τους ιδιαίτερα μεγάλους συντελεστές εκμετάλλευσης αυξάνει το ύψος των κτιρίων και κατά συνέπεια τη φυσιογνωμία της πόλης. Η επίδραση αυτού του νόμου γίνεται αμέσως αντιληπτή, αφού από τα τέλη της δεκαετίας του ’20 οι προσφυγικές κατοικίες χάνουν τη μορφή της μονοκατοικίας ή των διπλοκατοικιών και αποκτούν τη μορφή της πλατυμέτωπης πολυκατοικίας, με χαμηλό αριθμό ορόφων, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια.
4. Αγροτική διπλοκατοικία με τα τυπικά χαρακτηριστικά της ΕΑΠ. Διακρίνεται η τριμερής διάταξη (βάση, κορμός και στέψη) της οικοδομής, ενώ, παρ' όλη τη χρονική πίεση για την αποκατάσταση των προσφύγων και θεωρητικά της μαζικής παραγωγής κατοικιών από την ΕΑΠ, διακρίνονται διακοσμητικά στοιχεία, όπως ακρογωνιαίοι λίθοι στις ακμές της οικοδομής, καθώς και στις παραστάδες των παραθύρων. Πολύ πιθανόν να πρόκειται για διακοσμητικό σοβά, αντί για πελεκητούς λίθους. 5. Ταπεινή και εγκαταλελειμμένη κατοικία από ωμόπλινθους στην Καισαριανή που διασώζεται ακόμη. (φωτ. Ν. Λιανός) 6. Ως ελάχιστο φόρο τιμής στα παιδάκια της φωτογραφίας θα έπρεπε κάποιος επίσημος φορέας ή, έστω, οι οργανώσεις που ασχολούνται με την αρχιτεκτονική του πηλού να διασώσουν, αν όχι ένα ολόκληρο παράπηγμα (π.χ. φωτ. 5 στην Καισαριανή), τουλάχιστον έναν ωμόπλινθο. (The National Geographic Magazine, Νοέμβριος 1925) 7. Κατασκευή κατοικίας με ωμόπλινθους στο πλαίσιο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας των προσφύγων για αυτοστέγαση. (http://users. sch.gr/ipap/ Ellinikos_Politismos/ Istoria_c/c-09-44.htm)
nικολαος a. λιανος
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
8. Νέα Σμύρνη. Ο κινηματογράφος «Γκλόρια» που αργότερα μετονομάστηκε σε «Αστόρια» και εγκαινιάστηκε το 1936 © Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών 9. Νέα Σμύρνη, 1929. Η φωτογραφία έχει τραβηχτεί από το οικόπεδο του Ζαφειρέλη. Στο βάθος διακρίνεται η Ακρόπολη © Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών 10. Το πρώτο εκπαιδευτήριο του Π. Νεσλιχανίδη που ιδρύθηκε το 1930. Βρισκόταν στη συμβολή των οδών Πλαστήρα & Τράλλεων © Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών
9
8
10
13
11. Τα εγκαίνια της ύδρευσης της Νέας Σμύρνης από τον Ιωάννη Μεταξά. Η τελετή γίνεται μπροστά στα γραφεία της κοινότητας, στη γωνία Ελευθερίου Βενιζέλου & 25ης Μαρτίου. Φεβρουάριος 1937 © Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών
11
12. & 13. Εικόνες από τις πρώτες εγκαταστάσεις στους συνοικισμούς γύρω από την Αθήνα. Προσωρινές λύσεις που έμελλαν να διατηρηθούν για αρκετά χρόνια © Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών
12
14. Καισαριανή 1950-51 © Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών
lifo
44
14
45
1 δεκεμβριου 2016
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
15. Άποψη του συγκροτήματος διαμερισμάτων που οικοδομήθηκε για τη στέγαση των προσφύγων στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Αθήνα, 1936 © Αρχείο ΕΡΤ/ Συλλογή Π. Πουλίδη
lifo
46
15
47
1 δεκεμβριου 2016
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
16. Εσωτερικός χώρος προσφυγικής κατοικίας στην Καισαριανή, 1950-51 © Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών
16
lifo
48
Η στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής
Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, η αδυναμία του κράτους να αντεπεξέλθει στις ανάγκες άμεσης στέγασης των χιλιάδων προσφύγων υποχρεώνει τους τελευταίους να αναλάβουν πρωτοβουλία για την αυτοστέγασή τους με την κατασκευή πρόχειρων και αυθαίρετων καταυλισμών, οι οποίοι συνήθως ήταν κάκιστης κατασκευής και στήνονταν σε οποιονδήποτε κενό χώρο των πόλεων, καταπατώντας όχι μόνο εκτάσεις του Δημοσίου αλλά και ιδιωτικές. Αργότερα, το ίδιο το κράτος προώθησε την αυτοστέγαση, παραχωρώντας οικόπεδα με δωρεάν άδεια οικοδομής και μικρή οικονομική ενίσχυση. Τα σπίτια των αστικών συνοικισμών ήταν λιθόκτιστα ή από οπτόπλινθους, με χρήση οπλισμένου σκυροδέματος στα δάπεδα. Υπήρχαν όμως και ορισμένα ξύλινα προκατασκευασμένα που προέρχονταν από τη γερμανική εταιρεία DHTG στο πλαίσιο των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων. Μερικές οικογένειες προσφύγων, που δεν κατάφεραν να υπαχθούν στην κρατική μέριμνα παροχής στέγης, θα ζήσουν για αρκετά χρόνια σε χαμόσπιτα, δημιουργώντας ολόκληρες παραγκουπόλεις στα όρια των πόλεων ή γύρω από τους προσφυγικούς συνοικισμούς.
ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΈΣ ΚΑΤΟΙΚΊΕΣ ΤΗΣ ΑΘΉΝΑΣ Οι κατοικίες για τη στεγαστική αποκατάσταση είτε κτίζονται από το κράτος είτε από φορείς που ελέγχονται από αυτό. Το έργο της οργανωμένης δόμησης την εποχή αυτή είναι ιδιαίτερα μεγάλο, αφού υπολογίζεται ότι κατασκευάζονταν περίπου 5.000 κατοικίες τον χρόνο. Στην πρωτεύουσα, οι πρώτοι αστικοί προσφυγικοί οικισμοί δημιουργήθηκαν στην Καισαριανή, στον Βύρωνα, στη Νέα Ιωνία και στην Κοκκινιά του Πειραιά. Ακολούθησαν οι συνοικισμοί της Θεσσαλονίκης, της Καβάλας, των Σερρών, του Βόλου, του Αγρινίου κ.α. Σύμφωνα και με τα διεθνή στάνταρ ελάχιστης κατοικίας, η τυποποίηση των κατόψεων βοήθησε στη μείωση του κόστους κατασκευής αλλά και των τετραγωνικών μέτρων και κατ’ επέκταση των ανέσεων για κάθε οικογένεια. Η ανάγκη πρόσθετου χώρου διαβίωσης αντιμετωπίστηκε πολύ γρήγορα από τους πρόσφυγες, που έκλεισαν τους εξώστες, έκτισαν προσθήκες στις αυλές και γενικά στους κοινόχρηστους χώρους. Η αλλοίωση της όψης των πολυκατοικιών της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και των αντίστοιχων άλλων οφείλεται κατά πολύ στους παραπάνω λόγους. Στο Λεκανοπέδιο της Αθήνας αναφέρονται περίπου 50 περιοχές εγκατάστασης προσφύγων. Μια συγκριτική μελέτη της τυπολογίας των κατοικιών δεν μπορεί παρά να λάβει υπόψη τις φάσεις και το είδος της εγκατάστασης (προσωρινή, πρόχειρη, αυθαίρετη, μόνιμη, αυτοστέγαση), καθώς και την περιοχή. Σε γενικές γραμμές, η παρέμβαση για την αστική αποκατάσταση των προσφύγων μπορεί να ομαδοποιηθεί: 1. Στην άμεση ή προσωρινή εγκατάσταση (ξύλινα παραπήγματα, κατασκευές από ωμόπλινθους ή ακόμη και προκατασκευασμένα γερμανικά DHTG). Από αυτά ελάχιστα σώζονται σήμερα − θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να διατηρηθούν δείγματα in situ ή τουλάχιστον ανακατασκευασμένα με τα πρωτότυπα υλικά τους σ’ ένα μουσείο. Στην Καισαριανή, σήμερα, σώζονται ακόμη αρκετά σπίτια από ωμόπλινθους, που μελλοντικά προφανώς θα εξαφανιστούν. 2. Στη μόνιμη εγκατάσταση σε σπίτια μικρού όγκου (κυρίως μονώροφα ή διώροφα, μονά ή δίδυμα), που δεν διέφεραν σημαντικά από τα σπίτια της αγροτικής στεγαστικής αποκατάστασης. 3. Στη μόνιμη εγκατάσταση σε οργανωμένες πολυκατοικίες, συνήθως τριώροφες (π.χ. Λεωφόρος Αλεξάνδρας, Στέγη Πατρίδος, Δραπετσώνα, Κερατσίνι). 4. Στην οργανωμένη ή αυθαίρετη αυτοστέγαση. Στην πρώτη αναφέρονται οι περιπτώσεις παραχώρησης οικοπέδων σε Καισαριανή, Κοκκινιά, Κορυδαλλό, Κερατσίνι, Νέα Ιωνία κ.α. και στη δεύτερη η εγκατάσταση και αυτοστέγαση σε κενούς χώρους εντός (Ιλισσός, Πανόρμου κ.α.) ή εκτός (Αμφιθέα, Κορυδαλλός, Καλογρέζα, Περισσός κ.α.) της πόλης των Αθηνών.
ΣΥΜΠΕΡΆΣΜΑΤΑ Το διεθνές πρόβλημα της «στεγαστικής αποκατάστασης των πολλών» ξεκίνησε από τα μέσα του 19ου αιώνα με την αντιμετώπιση της στέγασης του τεράστιου αριθμού των εργατών που συνέρρεαν στις μεγαλουπόλεις ως εργάτες στη βιομηχανία. Στην περίπτωση της Μικρασιατικής Καταστροφής, όμως, το πρόβλημα διαφοροποιείται λόγω της υποδοχής ενός τεράστιου αριθμού προσφύγων σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και σε ένα περιβάλλον άγνωστο και εχθρικό για τους ίδιους. Το ελληνικό κράτος προσπάθησε να απαντήσει σ’ αυτή την πρόκληση, αρχικά με τη χρήση της υφιστάμενης τεχνογνωσίας των κατασκευών και τη χρήση κοινών παραδοσιακών υλικών, όπως ο πηλός, τα ξύλα, οι λίθοι, τα ασβεστοκονιάματα. Ομοίως, ως προς τις αρχιτεκτονικές μορφές εφαρμόστηκαν οι παραδοσιακοί γνώριμοι τύποι μεμονωμένων και δίδυμων, μονώροφων ή διώροφων, σύμφωνα με το τρίπτυχο: βάση, κορμός και στέψη. Αρκετά αργότερα, και κυρίως τη δεκαετία του ’30, άρχισε να υλοποιείται από το κράτος η εφαρμογή της μοντερνιστικής σκέψης [ήδη διαδεδομένη από τα μεγάλα συνέδρια αρχιτεκτονικής (CIAM)] ως μονόδρομος για την επίλυση της μαζικής στεγαστικής αποκατάστασης, αφού ακόμη και τότε οι πρώτες παράγκες του ’22 ήταν σε χρήση. Στο πλαίσιο αυτό, κύριος στόχος του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού ήταν η δημιουργία ελάχιστων και ταυτόχρονα βέλτιστων λειτουργικά χώρων κατοικίας.
49
1 δεκεμβριου 2016
Κοινός στόχος των προτάσεων αυτών ήταν η αντιμετώπιση των οικιστικών αναγκών και η απόδοση στους πρόσφυγες πρότυπων κατοικιών που θα ικανοποιούσαν την οριστική αποκατάστασή τους, στο στενό οικονομικό πλαίσιο που προκαθόριζε το κράτος βέβαια. Μορφολογικά και τυπολογικά, οι κατασκευές αυτές ακολουθούν τις αρχές του μοντέρνου κινήματος [απόλυτος φονξιοναλισμός, λιτά πλατυμέτωπα παραλληλεπίπεδα κτίρια με καθαρές μορφές, αρχές σωστού ηλιασμού τόσο μεταξύ των κτιρίων όσο και στις σχέσεις κενών και πλήρων στις όψεις, χωρίς πλαστικό διάκοσμο και με διμερή διάταξη: βάση (υπερυψωμένη) και κορμό]. Κατασκευαστικά, όμως, προτιμούν την εφαρμογή των παραδοσιακών τεχνικών, ίσως λόγω έλλειψης τεχνογνωσίας ή οικονομικών δυνατοτήτων. Γίνεται ευρεία χρήση της λιθοδομής ως φέροντος οργανισμού και η χρήση του οπλισμένου σκυροδέματος περιορίζεται μόνο στις πλάκες των ορόφων, παρόλο που το πρωτότυπο Dom-Ino House του Le Corbusier είχε ολοκληρωθεί ήδη το ’15 και οι πρώτες πολυκατοικίες από οπλισμένο σκυρόδεμα στην Αθήνα ολοκληρώθηκαν το 1920. Σήμερα, σε όλες σχεδόν τις προσφυγικές συνοικίες της χώρας διασώζονται πολλά προσφυγικά κτίρια όλων των τύπων, παρόλο που η ενιαία μορφή των οικισμών έχει αλλοιωθεί από τις σύγχρονες επεμβάσεις. Η διατήρησή τους ως ιστορικών και αρχιτεκτονικών τεκμηρίων είναι ένα σημαντικό γεγονός, αλλά ταυτόχρονα πολύ δύσκολο, κυρίως διότι οι αρχικές τους χρήσεις έχουν σήμερα εκλείψει. Προφανώς, κάθε άλλη πρότα17 ση χρήσης εκτός από την αρχική (μικρές λειτουργικές κατοικίες) δεν συμβάλλει στη διατήρηση της ιστορικής τους μνήμης αλλά ούτε και της αρχιτεκτονικής του μοντέρνου κινήματος. Ίσως η προστασία και ανάδειξη ορισμένων καλά διατηρημένων ή ελάχιστα αλλοιωμένων προσφυγικών οικιστικών συνόλων (όπως αυτό της Λεωφόρου 18 Αλεξάνδρας), με την απόδοση σε αυτά συμβατών χρήσεων κατοικίας, θα μπορούσε να αναβιώσει, εκτός από τα κτίρια, κοινωνικές δομές, γειτονιές, ήθη και έθιμα. Άλλωστε, η διατήρηση της κάτοψης αλλά και του κελύφους (που απορρέει από την κάτοψη) αποτελεί όχι 19 μόνο βασική αρχή στις αποκαταστάσεις μνημείων αλλά και βασική αρχή της αρχιτεκτονικής του μοντέρνου κινήματος. Σε κάθε περίπτωση, μια ολοκληρωμένη αποτύπωση της υπάρχουσας κατάστασης χαρακτηριστικών συνόλων προσφυγικών κατοικιών, με χρήση σύγχρονης ψηφιακής τεχνολογίας (ψηφιακή φωτογραμμετρία, 3D σάρωση με λέιζερ σκάνερ) και τη δημιουργία ολοκληρωμένων ψηφιακών μοντέλων, θα μπορούσε να βοηθήσει, αν όχι στην αποκατάσταση, τουλάχιστον στην ολοκληρωμένη τεκμηρίωσή τους και στην ιδεατή διάσωσή τους . ¶
πηγές: Αλβανός, Ρ. «Οι πρόσφυγες και η αγροτική επανάσταση του Μεσοπολέμου», στο: Ιστορία της Μικράς Ασίας. εκδ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 2011. / Βλάχος Γ., Γιαννίτσαρης Γ., Χατζηκώστας Ε. Η στέγαση των προσφύγων στην Αθήνα και τον Πειραιά στην περίοδο 1920-40. Προσφυγικές πολυκατοικίες. ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, τ.12, 1978. / Καρδαμίτση-Αδάμη, Μ. «Οι αλλαγές στον πολεοδομικό ιστό της πρωτεύουσας», στο: Η αττική γη υποδέχεται τους πρόσφυγες του ’22. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2006. / Γεωργακοπούλου, Φ. Προσφυγικοί Συνοικισμοί στην Αθήνα και τον Πειραιά, έκδοση ΙΜΕ, Αθήνα, 2002. / Γκιζελή, Β. Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-19300). Εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα. / Λεοντίδου, Λ. Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποκισμός της Αθήνας και του Πειραιά, 1907-1940. Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυµα ΕΤΒΑ, 1989. / Λιανός, Ν. «Τα “χίλια”, τα “πεντακόσια” και τα “δεκαοχτώ”. Στοιχεία μορφολογίας των προσφυγικών συνοικισμών του Μεσοπολέμου στην Καβάλα. Η αρχειακή και ψηφιακή τεκμηρίωσή τους και οι προσπάθειες προστασίας τους» , στο: Ελληνική αρχιτεκτονική στον 20ό και 21ο αιώνα. Ιστορία, θεωρία, κριτική. Επιμέλεια Α. Γιακουμακάτου, εκδ. Gutenberg, 2016. / Λιθοξόου, Δ. Η εγκατάσταση των προσφύγων στη Μακεδονία - εισαγωγή. www.lithoksou.net / Μιτζάλης, Ν. Παραγωγή κατοικίας και αστικός χώρος στον Μεσοπόλεμ. Futura, 2008. / Παλούκης, Κ. «Αστική αποκατάσταση. Οι προσφυγικοί οικισμοί. Τυπολογία της προσφυγικής κατοικίας και αρχιτεκτονικά», στο: Ιστορία της Μικράς Ασίας. Εκδ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 2011. / Παπαδοπούλου Ε., Σαρηγιάννης Γ. Η εγκατάσταση των προσφύγων του '22 Λεκανοπέδιο Αθηνών. Η σημερινή κατάσταση των προσφυγικών εγκαταστάσεων στην Αθήνα. Δυνατότητες προστασίας. www.monumenta. org / Άρθρο του Ν. Λιανού στο Τurkish-Greek Population Exchange in its 90th Year: New Perspectives, New Approaches. Istanbul, Turkey, 2013.
17. Τα προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας (λήψη Α. Νακάσης). Υπάρχουσα κατάσταση των απαξιωμένων σήμερα διατηρητέων(!) κτιρίων, που κάποτε αποτέλεσαν τα πρωτοπόρα παραδείγματα κοινωνικής κατοικίας στη χώρα μας. 18. Τα προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας (λήψη Α. Νακάσης). Διακρίνονται οι στίχοι των κτιρίων και οι ενδιάμεσα ευρύχωροι κοινόχρηστοι χώροι, που πρόσφεραν υγιεινές συνθήκες διαβίωσης και ταυτόχρονα λειτουργούσαν ως μικρές γειτονιές. 19. Ψηφιακή τεκμηρίωση των προσφυγικών κατοικιών του οικιστικού συνόλου «Τα Πεντακόσια» της Καβάλας, με χρήση 3D Terrestrial Laser Scanner, στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Τεκμηρίωση Μνημείων και Αρχαιολογικών Χώρων με χρήση της 3D ψηφιακής σάρωσης-TLS». (Εργαστήριο ΜορφολογίαςΡυθμολογίας, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, ΔΠΘ)
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
1. & 2. Προσφυγικά σπίτια στη Νίκαια. Φωτογραφίες: Σπύρος Δεληβορριάς. Από το βιβλίο Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας (Δήμος Νίκαιας), εκδόσεις Λιβάνη. 1
λiλα λεοντiδου
Αρχιτέκτων, Πολεοδόμος, Γεωγράφος, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Λονδίνου PhD, LSE
5
ΦΤΩΧΟ– ΓΕΙΤΟΝΙΈΣ
Η μετάβαση της Αθήνας του Μεσοπολέμου από τις «πόλεις της σιωπής» στην πολύβουη λαϊκή προαστιοποίηση και στην ακόλουθη αστικοποίηση και από τις «φτωχογειτονιές της απόγνωσης» στις «φτωχογειτονιές της ελπίδας». Η δημιουργία ενός νέου τύπου αυθόρμητης οικονομίας.
lifo
50
3. Προσφυγικοί συνοικισμοί, συνεταιρισμοί και κηπουπόλεις. Με κόκκινο χρώμα σημειώνονται αυτοί που ιδρύθηκαν και χτίστηκαν από την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων και το κράτος, με πορτοκαλί αυτοί που χτίστηκαν σε οικόπεδα που παραχωρήθηκαν από το κράτος, με μπλε οι
μεγαλοαστικές «κηπουπόλεις» (Ψυχικό, Φιλοθέη, Εκάλη). Με κύκλους σε πράσινο χρώμα σημειώνονται οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί 192325, κατά έκταση απαλλοτριωθείσας γης (2.000-174.000 τ.μ.). Με γκρι χρώμα σημειώνεται το σχέδιο πόλης 1940. Ο χάρτης προέρχεται από το βιβλίο της Λίλας Λεοντίδου Πόλεις της σιωπής (Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς) και βασίζεται σε χαρτογράφηση στοιχείων από διάφορες πηγές. Πρωτοδημοσιεύτηκε στην πρώτη έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος-LarousseBritannica στο λήμμα «Αθήνα» της Λ. Λεοντίδου (1982), τόμος 3, σελ. 400.
2
ΤΗΣ ΕΛΠΊΔΑΣ 3
51
1 δεκεμβριου 2016
λiλα λεοντiδου
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
4
4. Κουρείο στην Καισαριανή @ Κέντρο Μικρασιατικού Πολιτισμού Καισαριανής
5
6
5. Απόκριες σε προσφυγική κατοικία στην Καισαριανή @ Κέντρο Μικρασιατικού Πολιτισμού Καισαριανής 6. Η οικογένεια Πίσσαρη σε εκδρομή @ Κέντρο Μικρασιατικού Πολιτισμού Καισαριανής 7. Το Νοσοκομείο Συγγρού το 1922 @ Κέντρο Μικρασιατικού Πολιτισμού Καισαριανής
7
lifo
52
Φτωχογειτονιές της ελπίδας
Η
Αθήνα του Μεσοπολέμου κρύβει εκπλήξεις πέραν
και επιπλέον της βίαιης μετακίνησης πληθυσμών, της «άγριας αστικοποίησης» και ιδίως της προσφυγικής αποκατάστασης που δρομολογήθηκε τότε. Κρύβει εκπλήξεις διαρθρωτικής φύσης που αγγίζουν τον πυρήνα της αναπτυξιακής προσπάθειας και της κινητοποίησης του πληθυσμού για την επίτευξή της, που θα έπρεπε να μας προβληματίζουν σε σύγκριση με τις αποτυχίες κατά τη σημερινή κρίση. Στις προσφυγουπόλεις, που αρχικά χτίστηκαν από διεθνείς φορείς και έπειτα αναπτύχθηκαν αυθόρμητα, ανθούσε η ελπίδα, ακόμα και εκεί όπου ζούσε η φτωχολογιά. Φώλιαζε στις παραγκουπόλεις, στα εργοστάσια, στα στέκια του ρεμπέτικου. Oι πρόσφυγες ξανάστηναν τη ζωή τους και καινοτομούσαν ανανεώνοντας τον ελληνικό πολιτισμό, την οικονομία, την κοινωνία. Η Αθήνα, μαζί με τον Πειραιά, αστικοποιήθηκε ταχύτατα από το 1834 που ανακηρύχτηκε πρωτεύουσα της μικρής τότε Ελλάδας, περικυκλωμένης από ένα μεταβαλλόμενο διεθνές πολιτικο-οικονομικό γίγνεσθαι. Στο τοπίο της πόλης προβάλλει ο ευρωπαϊκός νεοκλασικισμός στην αρχιτεκτονική μαζί με αφηγήσεις για τις ελληνικές του ρίζες, που αποσκοπούν στη συμφιλίωση των Ελλήνων κατοίκων της πόλης με τη βαυαρική εξουσία. Η πολεοδομία της Αθήνας, με τους αποικιακούς της απόηχους, συμβάλλει και αυτή στην ένταξη της νέας εθνικής ταυτότητας στον μοντερνισμό της Ευρώπης, σε αντιδιαστολή με το οθωμανικό παρελθόν που εγγραφόταν στις δαιδαλώδεις συνοικίες των πόλεων. Η αστική κοινωνία αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στους ντόπιους και στους επήλυδες, τους μεταπράτες και τη διασπορά, μέχρις ότου υψώνονται τα πρώτα εργοστάσια και αναδύεται η εργατική τάξη. Κάθε ιστορική καμπή αναπλάθει την πολιτισμική ταυτότητα των πολιτών με τις διαδοχικές μεταβάσεις από τη μεταπρατική κουλτούρα τον 19ο αιώνα στην εργατική συγκρουσιακή πόλη αρχές του 20ού, κι έπειτα στην προσφυγική πλημμυρίδα, που εκπλήσσει με τους αναδυόμενους δημιουργικούς εναλλακτικούς πολιτισμούς, για τους οποίους θα μιλήσουμε εδώ. Μεγάλη έκπληξη για την ερευνήτρια της πόλης είναι η ξαφνική μετάβαση το 1922 από τις «πόλεις της σιωπής», όπως τις χαρακτήριζε ο Antonio Gramsci, στην πολύβουη λαϊκή προαστιοποίηση. Μέχρι τη δεκαετία του 1910 η Αθήνα και o Πειραιάς έκρυβαν το άκληρο προλεταριάτο, καθώς και αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα πρεκαριάτο, αποκλεισμένα σε άθλιες κεντρικές συνοικίες, κρυμμένες από τα «ευαίσθητα μάτια» των αστών, ακριβώς όπως ο Engels περιέγραφε τις εργατικές γειτονιές του Mάντσεστερ. Ενοικιαστές χωρίς υποδομές, αλλά και χωρίς προοπτικές για βελτίωση του χώρου κατοικίας τους, συνωστίζονταν σ’ αυτές τις φτωχογειτονιές της απόγνωσης, σε παράγκες και ενοικιαζόμενα δωμάτια, που δημιουργούσαν έναν διάστικτο κοινωνικό διαχωρισμό στον χώρο, με άθλιους θύλακες στο κέντρο της πόλης. Από το 1922, όμως, οι φτωχογειτονιές της απόγνωσης δίνουν τη θέση τους στις εκτεταμένες φτωχογειτονιές της ελπίδας. Παράδοξο κι αυτό, μια και η βίαιη μετακίνηση των προσφύγων, αντί για μιζέρια, εγκαινίασε μια εποχή δημιουργικότητας και αντικατέστησε τις «πόλεις της σιωπής» με πολύβουα λαϊκά προάστια. Η προσφυγική πλημμυρίδα κατέστησε μειονότητα τις σφήνες φτώχειας του άκληρου προλεταριάτου σε μια πόλη που επεκτεινόταν πλέον με τη λαϊκή αυτοστέγαση και την ιδιοκατοίκηση – έστω και σε παραπήγματα. Εδώ κάθε οικογένεια φρόντιζε τη «δική» της παράγκα, βελτιώνοντάς την σταδιακά όσο επέτρεπαν οι αποταμιεύσεις. Πρώτα τη μεταμόρφωνε σε «κουκλίστικο» σπιτάκι, έπειτα το μεγάλωνε και μετά προσέθετε «πανωσηκώματα» για τις επόμενες γενιές. Αυτή η δυνατότητα συντηρούσε την ελπίδα στις φτωχογειτονιές της περιφέρειας των πόλεων – αρχικά προσφυγικές, σύντομα όμως και γειτονιές μεταναστών από την ύπαιθρο προς την Αθήνα. Η αναδρομική έκπληξη της αντικατάστασης της απόγνωσης από την ελπίδα στις λαϊκές συνοικίες μετά το 1922 προσφέρεται για συνολικό αναστοχασμό των «πόλεων της σιωπής» και της αυθόρμητης αστικοποίησης. Αυτό που συνήθως πιστεύεται, ότι δηλαδή η λαϊκή αυτοστέγαση αποτελεί παραδοσιακή κουλτούρα ή προκαπιταλιστικό απομεινάρι, είναι λάθος. Στην Ελλάδα ανακύπτει ακριβώς με την έλευση του περιφερειακού καπιταλισμού και ενώ είχαν προηγηθεί οι άθλιες εκείνες κεντρικές εργατικές φτωχογειτονιές της απόγνωσης του καπιταλισμού της Βόρειας Ευρώπης.
Η βίαιη εκδίωξη των Ελλήνων από τα παράλια της Μικράς Ασίας άρχισε τον Σεπτέμβριο του 1922, πριν υπογραφεί η Συνθήκη της Λωζάνης (1923), που θεσμοποίησε την ανταλλαγή πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Εκείνα τα χρόνια 1.200.000 πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα κι έφυγαν μόνο 500.000 Τούρκοι. Στο Λεκανοπέδιο της Αθήνας ο πληθυσμός σχεδόν διπλασιάστηκε, από 453.042 το 1920 σε 802.000 το 1928, και συνέχισε να αυξάνεται με την αθρόα εσωτερική μετανάστευση, για να φτάσει τους 1.124.109 κατοίκους το 1940. Τους πρώτους μήνες μετά την άφιξή τους οι πρόσφυγες εγκαθίστανται όπου βρουν, καταλαμβάνοντας όχι μόνο γη αλλά και βαγόνια σιδηροδρόμων, εκκλησίες, ακόμα και τα θεωρεία του Δημοτικού Θεάτρου της Αθήνας. Η
53
1 δεκεμβριου 2016
ελληνική κυβέρνηση και οι διεθνείς οργανισμοί έδρασαν αστραπιαία, με μια αποφασιστικότητα αξιοζήλευτη σήμερα. Εσπευσμένα συστάθηκε το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ) τον Νοέμβριο του 1922 για την προσωρινή περίθαλψη. Πλημμύρισαν οι πόλεις από σκηνές και παράγκες παντού, ως και στις κοίτες των ποταμών, με εμβληματικό τον οικισμό του Ιλισού. Oι οικισμοί του ΤΠΠ περιτριγυρίστηκαν από παραπήγματα και τενεκεδουπόλεις. Μετά από έναν χρόνο, τον Νοέμβριο του 1923, συνέρχεται για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ), υπό την άμεση εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών σε συμφωνία με την ελληνική κυβέρνηση, και το ΤΠΠ διαλύεται το 1925. Η ΕΑΠ δεν ασχολείται με προσωρινή περίθαλψη αλλά με αποκατάσταση των προσφύγων σε κατοικία και παραγωγική δραστηριότητα με πλείστους τρόπους, από την αγροτική μεταρρύθμιση και τα δάνεια σε μικροεπιχειρήσεις μέχρι την οικοδόμηση συγκροτημάτων κατοικιών σε μεγάλη κλίμακα και παροχή γης και υποδομής. Ταυτόχρονα, δρούσαν και άλλοι φορείς, όπως η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και το υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, το οποίο ανέλαβε το έργο της προσφυγικής αποκατάστασης μετά το 1930, που διαλύθηκε η ΕΑΠ. Στην πρωτεύουσα η πολεοδομική πολιτική της ΕΑΠ ξεκινά με την επιλογή 4 συνοικισμών όπου δημιουργήθηκαν οι εμβληματικές προσφυγουπόλεις που τόσο σημαντικό ρόλο έπαιξαν στα χρόνια της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Στη Νέα Ιωνία, στην Καισαριανή και στον Βύρωνα, που απείχαν τουλάχιστον 4 χλμ. από το κέντρο της Αθήνας, χτίστηκαν 3.864, 1.998 και 1.764 κατοικίες αντίστοιχα, ενώ 5.584 κατοικίες προστέθηκαν στη Νέα Κοκκινιά (Νίκαια) κοντά στον Πειραιά, όπου προϋπήρχε προσφυγική εγκατάσταση. Μόνιμες προσφυγικές κατοικίες χτίστηκαν αμέσως και στο Παγκράτι και στην Καλλιθέα, ενώ σε άλλες περιοχές ανέκυψαν άλλες ρυθμίσεις, ιδιαίτερα όπου έδρασαν οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί, όπως στη Νέα Σμύρνη. Η όμορφη, μινιμαλιστική θα λέγαμε, αρχιτεκτονική αυτών των πρώτων συνοικισμών της ΕΑΠ και αργότερα του υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας ακόμα κοσμεί το τοπίο της πρωτεύουσας, αν και οι γειτονιές σιγά-σιγά υποκύπτουν στη μονότονη νεωτερικότητα της πολυκατοικίας. Πέρα από τα εν σειρά σπιτάκια που διακόπτονταν από τις πρωτοβουλίες των οικιστών, είναι πρωτότυπα και ανύπαρκτα αλλού στην πρωτεύουσα τα χιαστί κλιμακοστάσια στις μακρόστενες διώροφες κατοικίες της Νίκαιας γύρω από τα αίθρια με τα πηγάδια και τους κήπους, τα κουκλίστικα σπιτάκια της Καισαριανής με τις γλάστρες και τα κεντητά κουρτινάκια και πιο πέρα τα μεταγενέστερα πέτρινα εκεί και στα Πετράλωνα. Οι απλές φόρμες διαφοροποιούνταν με την προσωπική εργασία των προσφύγων, που ποίκιλλαν τα ομοιόμορφα σπιτάκια δημιουργώντας πολύμορφες γειτονιές. Επίσης, τα δωμάτια ήταν πολλαπλών χρήσεων λόγω στενότητας χώρου. Αλλά κι αυτός ο υποτυπώδης εσωτερικός χώρος δεν ήταν πρόβλημα, γιατί η καθημερινή ζωή επεκτεινόταν στις αυλές, που χρησίμευαν και ως πλυντήρια και εργαστήρια, στα κατώφλια και στα πεζοδρόμια της άτυπης κοινωνικότητας, στις αλάνες που ξεχείλιζαν από παιδιά και στις πλατείες. Η φροντίδα του οικιστικού χώρου, καθήκον βασικά γυναικείο, απαιτούσε συνεργασία και αλληλεγγύη για την ομαδική αντιμετώπιση των δυσκολιών της καθημερινότητας. Οι γυναίκες επωμίζονταν τεράστιο όγκο οικιακής εργασίας. Δεν ήταν μόνο τα πρακτικά ζητήματα που δημιουργούσε η έλλειψη υποδομών, όπως η ανάγκη να κουβαλούν νερό, να φροντίζουν για τη θέρμανση και την αποκομιδή των απορριμμάτων. Στην ουσία επρόκειτο για συλλογική παροχή κοινωνικής πρόνοιας, περίθαλψης, εκπαίδευσης, φροντίδας των παιδιών, αλλά και για την αισθητική αναβάθμιση του χώρου της κατοικίας. Το 2002 μια γερόντισσα στη Νίκαια μας έδειχνε τα ζωηρά χρώματα της ώχρας και του γαλάζιου στους τοίχους του σπιτιού της: «Αυτό είναι το βουνό μου, αυτή είναι η θάλασσά μου». Ξένοι ερευνητές στα Γερμανικά της Νίκαιας τη δεκαετία του 1970 δεν βρήκαν τις κοινόχρηστες κουζίνες που συνηθίζονταν στις βόρειες εργατικές κατοικίες και απορούσαν που οι Ελληνίδες επέμεναν στη δική τους κουζίνα, όσο κι αν ήταν μικρή, την οποία δεν μοιράζονταν ούτε με συγγενείς. Τα καφενεία ήταν προνομιακός χώρος των ανδρών και ο αποκλεισμός των γυναικών ήταν απόλυτος και αδιαπραγμάτευτος. Όμως οι γυναίκες, όσο κι αν ήταν περιορισμένες, ανέπτυσσαν μια πρωτόγνωρη τότε στην Ελλάδα συλλογικότητα και αλληλεγγύη, που τις έβγαζε από την απομόνωση της οικιακής εργασίας αλλά και της οικοτεχνίας. Πολλές επίσης στελέχωσαν τα εργοστάσια.
Η ΒΊΑΙΗ ΜΕΤΑΚΊΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΎΓΩΝ, ΑΝΤΊ ΓΙΑ ΜΙΖΈΡΙΑ, ΕΓΚΑΙΝΊΑΣΕ ΜΙΑ ΕΠΟΧΉ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΌΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΤΈΣΤΗΣΕ ΤΙΣ «ΠΌΛΕΙΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΉΣ» ΜΕ ΠΟΛΎΒΟΥΑ ΛΑΪΚΆ ΠΡΟΆΣΤΙΑ.
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
8. Οικογένεια Φωτεινού, παράγκες Αγίου Νικολάου Καισαριανή, 1925 @ Κέντρο Μικρασιατικού Πολιτισμού Καισαριανής
8
lifo
54
9. Στιγμές από τη ζωή μιας οικογένειας προσφύγων στον Βύρωνα. Αρχείο Μαρίας Βλαβιανού.
10. Η ταβέρνα του Μολυνδρή τη δεκαετία του ’30 @ Κέντρο Μικρασιατικού Πολιτισμού Καισαριανής
55
1 δεκεμβριου 2016
10
λiλα λεοντiδου
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Οι περιγραφές της όμορφης αυτόχθονης αρχιτεκτονικής, βέβαια, εμπεριέχουν κάποια ρομαντική υπερβολή, αν ληφθούν υπόψη η φτώχεια και οι χαώδεις ανισότητες. Ο κοινωνικός αποκλεισμός στον χώρο επέμενε, με επίκεντρο τη διάκριση γηγενών/προσφύγων – και μάλιστα στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας, που είδε τον διαχωρισμό μεταξύ πόλεων γηγενών και προσφυγουπόλεων. Στην πρωτεύουσα η ΕΑΠ κατέστη στην ουσία ο «πολεοδόμος» της αστικής επέκτασης: οι 12 κύριοι και 34 μικρότεροι προσφυγικοί συνοικισμοί που δημιούργησε απείχαν 1-4 χλμ. από τα όρια της οικοδομημένης το 1920 περιοχής. Εκτός από τη χωροθέτηση των προσφύγων στην περιφέρεια των πόλεων, στην πολιτική που εφάρμοσε η ΕΑΠ υπήρχαν και άλλες σκοπιμότητες. Πρώτα απ' όλα, στην ιδιοκατοίκηση: η δημιουργία ενός μεγάλου πληθυσμού μικροιδιοκτητών αντί για ένα άκληρο προλεταριάτο θεωρήθηκε ότι θα αποτρέψει τον κομμουνιστικό κίνδυνο! Αυτό αναφέρεται για τους πρόσφυγες της Μακεδονίας και της Θράκης το 1929, αλλά οι πιο συχνές αναφορές είναι για τα αστικά κέντρα, όπως αυτή του Πεντζόπουλου ότι «οι καλύτερα στεγασμένοι πρόσφυγες των προαστίων της Νέας Σμύρνης και της Καλλιθέας αποδείχτηκαν πολίτες περισσότερο νομοταγείς από ορισμένους ντόπιους που ασπάστηκαν τον κομμουνισμό». Για τους ίδιους λόγους αποθαρρύνθηκε η αυτοδιοίκηση στις προσφυγουπόλεις, αντίθετα με τις αγροτικές περιοχές. Οι αγρότες ενθαρρύνθηκαν να σχηματίσουν νόμιμα συγκροτημένες ομάδες και οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι παρέδιδαν τη γη σε συμβούλια εκλεγμένα από τους αρχηγούς νοικοκυριών. Στις πόλεις, αντίθετα, οι πρόσφυγες αποκαταστάθηκαν με βάση λίστες αναμονής, εκτός από ευπορότερους, που σχημάτισαν οικοδομικούς συνεταιρισμούς. Δεν αναφέρεται πουθενά καθεστώς αυτοδιοίκησης στις μεγάλες συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά. Η ΕΑΠ διατήρησε τη διοίκησή τους ως το 1930, οπότε αντικαταστάθηκε από τις τοπικές δημοτικές Αρχές. Αυτές οι πολιτικές υπονομεύτηκαν σε όλα τα επίπεδα. Αρχικά, οι μικροιδιοκτήτες αυτο-οργανώθηκαν σε «εξωραϊστικούς συλλόγους», αργότερα όμως έδρασαν ανατρεπτικά, όταν δημιούργησαν τις «κόκκινες» συνοικίες στην περιφέρεια της Αθήνας και του Πειραιά, αρχικά βενιζελικές και έπειτα κομμουνιστικές. Όσο για την αυτοστέγαση και την ιδιοκατοίκηση, αυτές αποτέλεσαν το έναυσμα για μια άνευ προηγουμένου αστική επέκταση. Στην ουσία, η ελληνική κυβέρνηση και η ΕΑΠ είχαν αποφασίσει μόνο την κατεύθυνση προς την οποία θα επεκτεινόταν η πρωτεύουσα. Ο όγκος όμως και ο βαθμός της οικιστικής εξάπλωσης και της πληθυσμιακής αύξησης των νέων συνοικισμών σχεδόν αμέσως ξέφυγαν από τον έλεγχο των φορέων αποκατάστασης. Με αυτή την έννοια, η ΕΑΠ και η κυβέρνηση απέτυχαν ως πολεοδόμοι. Η διαδικασία της λαϊκής μικροοικοδόμησης και των αυθαιρέτων είχε αρχίσει. Στην αυθόρμητη αστικοποίηση των προαστίων αυτενεργούν οι οικιστές. Η ανυπακοή σε πολεοδομικούς (και άλλους) κανόνες και η αυθόρμητη δράση που επέδειξαν οι πρόσφυγες επιφέρουν μια καλπάζουσα οικιστική επέκταση που μεταβάλλει την πολεοδομία της πρωτεύουσας ανεξέλεγκτα, γεμίζοντας αυθαίρετα μια σχεδόν ακατοίκητη περιαστική περιοχή. Εκεί όπου το 1920 κατοικούσε μόλις το 6% του πληθυσμού της πρωτεύουσας, το 1940 κατοικεί το 44%. Η πόλη σκαρφάλωσε στους πρόποδες του Υμηττού και του Αιγάλεω και έφτασε ως τη Μονή Πεντέλης. Το εγκεκριμένο σχέδιό της –δηλαδή χωρίς να λογαριάσουμε την περιοχή αυθαιρέτων–, μετά από αλλεπάλληλες «νομιμοποιήσεις» ήδη κατοικημένων περιοχών στο πλαίσιο του εκάστοτε λαϊκισμού, τετραπλασιάστηκε, από 3.264 εκτάρια το 1920 σε 11.600 το 1940. Συνεχίζοντας την πόλωση των προηγούμενων περιόδων στην κοινωνία και στον χώρο, άνοιξε το χάσμα ανάμεσα στην αναδυόμενη εργατική τάξη στις προσφυγουπόλεις από τη μια και στην αστική τάξη στις «κηπουπόλεις» του Ψυχικού, της Φιλοθέης και της Εκάλης από την άλλη. Τα «άλλα» προάστια δεν γεννήθηκαν μόνο από τον πλούτο αλλά και από την εξουσία και την επιρροή που ασκούσαν οι αστοί στην πολεοδομική νομοθεσία και στην κατεύθυνση της υποδομής της πόλης. Ο ίδιος ο οικοδομικός κανονισμός του Ψυχικού –ιδιαίτερα τα «ελάχιστα» επιτρεπόμενα (μεγάλα) μεγέθη οικοπέδων και κατοικιών, οι όροι δόμησης, τα (χαμηλά) ύψη οικοδομών και οι απαγορεύσεις σε χρήσεις γης– αποτέλεσε μηχανισμό κοινωνικού διαχωρισμού και αποκλεισμού κοινω-
ΟΙ ΠΡΌΣΦΥΓΕΣ ΈΔΕΙΞΑΝ ΤΟΝ ΔΡΌΜΟ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΈΛΛΟΝ, ΜΙΑ ΚΑΙ Η ΑΥΘΑΊΡΕΤΗ ΔΌΜΗΣΗ ΓΕΝΙΚΕΎΤΗΚΕ ΚΑΙ ΠΛΉΘΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΏΝ ΠΕΡΙΤΡΙΓΎΡΙΣΕ ΤΗΝ ΠΌΛΗ ΜΕ ΕΚΤΕΤΑΜΈΝΑ ΛΑΪΚΆ ΠΡΟΆΣΤΙΑ.
νικών ομάδων, έτσι ώστε να θωρακιστούν οι αστοί απέναντι στην πλημμυρίδα της αστικοποίησης του Μεσοπολέμου. Την ίδια εποχή εμφανίστηκε και η μεσοαστική πολυκατοικία ως ενός είδους μεσαίος χώρος στην κοινωνική και οικιστική συγκρότηση. Η «άγρια» αστικοποίηση οφειλόταν αρχικά στους πρόσφυγες, σύντομα όμως και σε γηγενείς, αρχικά μάλιστα σε όσους μετακινούνταν στην πρωτεύουσα από βόρειες προσφυγουπόλεις – αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Οι πρόσφυγες έδειξαν τον δρόμο προς το μέλλον, μια και η αυθαίρετη δόμηση γενικεύτηκε και πλήθος μεταναστών περιτριγύρισαν την πόλη με εκτεταμένα λαϊκά προάστια. Ο πληθυσμός πλέον διεκδικούσε περισσότερα δικαιώματα στην κατεύθυνση που είχαν εγκαινιάσει το κράτος και οι διεθνείς οργανισμοί – δικαιώματα οικιστικά και εργασιακά. Οι φτωχογειτονιές της ελπίδας έγιναν κανόνας για τη λαϊκή κατοικία. Ένα παραδοσιακό προνόμιο των κυρίαρχων τάξεων, το άνοιγμα νέας γης σε αστικοποίηση, επεκτάθηκε στους φτωχούς, στους πρόσφυγες, στο προλεταριάτο. Το 1940 αυτά τα λαϊκά στρώματα, που αποτελούσαν τα τρία τέταρτα του αστικού πληθυσμού, έλεγχαν το ένα τρίτο της οικοδομημένης περιοχής της πρωτεύουσας. Παρόλο που ο ποσοτικός υπολογισμός είναι πολύ δύσκολος, εκτιμούμε ότι την περίοδο 1940-70 περίπου 450.000-500.000 άνθρωποι στεγάστηκαν αυθαίρετα στα περίχωρα της Αθήνας. Πέρα από τη διάκριση γηγενών/προσφύγων υπάρχουν και άλλοι δυϊσμοί, πολώσεις και διχασμοί, που μας ακολουθούν από τον Μεσοπόλεμο μέχρι σήμερα. Σημαντικός ήταν αυτός που αφορά τον άτυπο τομέα της οικονομίας και της οικιστικής ανάπτυξης, σε αντιδιαστολή με τον τυπικό ή τον επίσημο. Πλείστες δραστηριότητες αναπτύσσονταν αυθόρμητα, εκτός τυπικών κυκλωμάτων παραγωγής και κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Στον οικιστικό χώρο το φαινόμενο προϋπήρχε, όπως επίσης και η άτυπη εργασία, αλλά σε περιορισμένη κλίμακα. Μια μεγάλη περίοδος «υποβοηθούμενης ατυποποίησης», στο πλαίσιο της πολιτικής της ΕΑΠ να ενισχύσει μικροεπιχειρήσεις, αυτοαπασχολούμενους, αλλά και αυτοστέγαση, δημιούργησε στις πόλεις ένα δυαδικό σύστημα κατανομής της γης και της κατοικίας, όπου οι πρόσφυγες ήταν σχετικά ευνοημένοι, είτε έμμεσα, με ανοχή, είτε άμεσα, με νομοθεσία που τους επέτρεπε παρεκκλίσεις, ενώ οι ντόπιοι πληθυσμοί έπεφταν θύματα των κερδοσκόπων. Στη συνέχεια, όμως, αναδύεται γύρω από τους οικισμούς της ΕΑΠ, καθώς και στη σφαίρα της παραγωγής, μια αυτοτροφοδοτούμενη άτυπη οικονομία για όλους. Νέοι τοπικοί πολιτισμοί αυθορμητισμού και αυτενέργειας ανθούν στις λαϊκές γειτονιές, όπου η κατοικία αντιμετωπίζεται ως αξία χρήσης και όχι ως ανταλλακτική αξία ή αντικείμενο εκμετάλλευσης. Χτίζεται όχι για το κέρδος αλλά για τη στέγαση της οικογένειας, και έτσι οι διάφοροι πολεοδομικοί κανόνες φαίνονται επιβαλλόμενοι και παράλογοι. Γενικεύεται η ανυπακοή και αμφισβητούνται έμπρακτα οι αξίες της «νόμιμης» δόμησης. Όμως η ιδιοκτησία γης και κατοικίας είναι σεβαστή: ελάχιστες ήταν οι καταλήψεις στη μεσοπολεμική Αθήνα, αντίθετα από άλλες πόλεις του Νότου. Η γη αγοράζεται και μόνο η δόμηση είναι αυθαίρετη. Η ανοχή της πολιτείας εξασφαλίζεται από την αδυναμία της να λύσει το στεγαστικό πρόβλημα αλλά και από σκοπιμότητες εκλογικής πελατείας. Ευρύτερα, η άτυπη οικονομία και κατοικία συγκρούονται αλλά και συνυπάρχουν με τους «τυπικούς» κανόνες των διεθνών φορέων αποκατάστασης και παροχής υποδομών. Στον τομέα της παραγωγής επίσης γεννιέται μια μεγάλη «άτυπη» οικονομία, όχι παραδοσιακή ή προκαπιταλιστική, αλλά ενταγμένη στο πλαίσιο του περιφερειακού καπιταλισμού. Στην πρωτεύουσα πολλαπλασιάζονται οι οικοτέχνες, οι πλανόδιοι, τα παζάρια, οι λαϊκές αγορές, εμφανίζονται τα περίπτερα, καθώς και αυτό που μέχρι σήμερα ακολουθεί την άτυπη οικονομία: οι μεικτές χρήσεις γης. Εργασία ανεξάρτητη, σε σχέση με τυπικές μισθωτές μορφές στα εργοστάσια, εξασκείται από πλήθος αυτοαπασχολουμένων με το κομμάτι, μικροπωλητών και συμβοηθούντων μελών της οικογένειας. Το πρεκαριάτο περιτριγυρίζει τα νέα εργοστάσια που ξεφυτρώνουν στην πρωτεύουσα, ενίοτε αναλαμβάνει υπεργολαβίες και συνυπάρχει με το αναδυόμενο προλεταριάτο. Γύρω τους αναπτύσσεται ο εργατικός συνδικαλισμός σε συνθήκες μισθωτής αλλά και άτυπης εργασίας. Ευελιξία επιβαλλόταν σε όλους τους εργάτες και οι οικογένειές τους επιβίωναν με την αυτενέργεια και τον διαμοιρασμό εισοδήματος ανάμεσα σε μέλη τους. Και στον χώρο της παραγωγής λειτουργούν πολιτικές σκοπιμότητες, όπως αυτή που σημειώνεται στον Απολογισμό της Εθνικής Τράπεζας το 1925 και ταυτίζεται με το σκεπτικό της ΕΑΠ «για την ένταξη μικροαστών προσφύγων… εις αυτονόμους μικροοικονομικούς οργανισμούς… αντί να πέσουν μοιραία και θλιβερά θύματα των διαφόρων ανατρεπτικών προπαγανδών με συνέπειαν την δημιουργίαν λυπηρών πολιτειακών και κοινωνικών διαταραχών, αν μη ανατροπών». Αν, πάντως, οι διάφοροι δημόσιοι και διεθνείς φορείς επιχειρούσαν να υποτάξουν στην τυπική αγορά εργασίας και κατοικίας αυτή την άτυπη οικονομία, αμέσως θα την έχαναν. Αν οι πρόσφυγες εμποδίζονταν να περάσουν
lifo
56
Φτωχογειτονιές της ελπίδας
από την ευελιξία του μικροπωλητή ή του κατ’ οίκον παραγωγού, δεν θα δημιουργούνταν επιχειρηματίες ούτε ανάπτυξη στην οικονομία της πόλης. Εκείνα τα δύσκολα χρόνια των συνεχών οικονομικών κρίσεων η άτυπη οικονομία αποτελούσε προϋπόθεση για την ανάπτυξη της Ελλάδας. Μαζί με αυτήν γεννιούνταν κοινωνίες αλληλεγγύης και οικονομίες διαμοιρασμού, όπως εκείνες που μόνο πρόσφατα επανεμφανίζονται με την κρίση στις ελληνικές πόλεις.
Αναπολώντας, λοιπόν, τον Μεσοπόλεμο αντιλαμβανόμαστε σε τι συνίσταται ο πυρήνας της αναπτυξιακής προσπάθειας που κάπου έχει λησμονηθεί πλέον στην Ευρωπαϊκή Ένωση του νεοφιλελευθερισμού και της κρίσης. Και τότε, όπως τώρα, η Ελλάδα ήταν υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο. Πόση, όμως, διαφορά από το σημερινό αδιέξοδο της λιτότητας… Σήμερα,
παρόλο μάλιστα που εντασσόμαστε ως ισότιμο κράτος-μέλος στην Ε.Ε., αντί για στήριξη της ανάπτυξης, της ποιότητας ζωής, της βιωσιμότητας και της καινοτομίας, προκρίνεται η καταστροφή της άτυπης οικονομίας, η υπερφορολόγηση κάθε μικρής δραστηριότητας –των μικροεπιχειρήσεων και της μικροϊδιοκτησίας– και γενικά η οικονομική και γραφειοκρατική επιβάρυνσή τους αντί για την ελάφρυνση που προκρίθηκε τον Μεσοπόλεμο. Στο πλαίσιο αυτό καταστρέφεται και η μεσοαστική τάξη, που, αντίθετα, αναπτυσσόταν ταχύτατα μετά την έλευση των προσφύγων. Το χειρότερο είναι ότι στη σύγχρονη Αθήνα της κρίσης αυτό που έχει πληγεί και είναι αμφίβολο αν ή πότε θα ζωντανέψει ξανά είναι αυτό που έφεραν οι πρόσφυγες και συμπαρέσυραν τους ντόπιους πληθυσμούς σε αγώνες για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους, κινώντας ταυτόχρονα τους ιμάντες της ανάπτυξης την περίοδο του Mεσοπολέμου: η ελπίδα. ¶
11
πηγές: Το άρθρο αντλεί ελεύθερα από το βιβλίο της Λ. Λεοντίδου (1989 / 2013-3η Έκδοση) Πόλεις της Σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά, 1909-1940. ΠΙΟΠ- Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα. Άλλες σημαντικές πηγές: Γκιζελή, Β.Δ. 1984. Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930). Επικαιρότητα, Αθήνα. / Δήμος Νίκαιας (επιμ.). Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας. Αθήνα: Λιβάνης, 2002. / Engels, F. (μτφρ.). Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία. Μπάυρον, Αθήνα, 1974. / Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (επιμ.). Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα: Οι προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα. Σχολή Μωραΐτη, Aθήνα, 1997. / Gramsci, A. Selections from the Prison
57
1 δεκεμβριου 2016
Notebooks. International Publishers, New York, 1971. / Hirschon, R. (μτφρ.) Κληρονόμοι της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η κοινωνική ζωή των Μικρασιατών προσφύγων στον Πειραιά. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2006. / Leontidou, L. The Mediterranean city in transition: Social change and urban development. Cambridge University Press, Cambridge, 1990 / 2006 (2nd edn). / Mavrogordatos, G.T. Stillborn Republic: Social coalitions and party strategies in Greece, 1922-1936. University of California Press, Berkeley, 1983. / Pentzopoulos, D. The Balkan exchange of minorities and its impact upon Greece. NCSR & CNRS, Athens & Paris, 1962. / Pooley, C. (επιμ.). Housing strategies in Europe, 18801930. European Science Foundation & Pinter Publishers, London, 1992.
11. Πρώτη Ανάσταση, 1927, Νέα Φιλαδέλφεια. Φωτογραφία: Αρχείο Δημήτρη Καμούζη.
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
12. Κηδεία παιδιού σε συνοικισμό προσφύγων. Αθήνα, 1922 © Library of Congress 12
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
6
1
O ΣΩΜΑΤΕΙΑΚΌΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΌΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΎΓΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΉΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΆ ανδρeας μπαλτaς
Υποψήφιος Διδάκτωρ Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου
Η μεταφορά των αθλητικών σωματείων των προσφύγων στην Ελλάδα, η κυριαρχία του ποδοσφαίρου, που συνέπεσε με την έναρξη της χρυσής εποχής του, και η εισαγωγή νεωτερικών αθλημάτων, όπως η πυγμαχία, άλλαξαν τον χώρο του αθλητισμού της πρωτεύουσας και συνέβαλαν στη μαζικοποίησή του.
Κ
ατά την περίοδο του Μεσοπολέμου ο ελληνικός αθλη-
τισμός διαφοροποιήθηκε και έπαψε να αποτελεί προνόμιο των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών τάξεων. Η μαζικοποίησή του εκφράστηκε κυρίως μέσα από λαϊκά σπορ, όπως το ποδόσφαιρο, όπου εμφανίστηκαν τα πρώτα δείγματα του επαγγελματισμού. Η ανάπτυξη του αθλητικού Τύπου και η εμφάνιση του ραδιοφώνου διαμόρφωσαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο τα σπορ άρχισαν να μετατρέπονται σε θέαμα και προϊόν της μαζικής κουλτούρας. Στην Αθήνα και στον Πειραιά ιδρύθηκαν εκατοντάδες αθλητικά σωματεία, τα οποία καλλιέργησαν κυρίως το ποδόσφαιρο. Ένας σημαντικός αριθμός από αυτά ιδρύθηκε από τους νέους κατοίκους της πρωτεύουσας και του επινείου της, τους πρόσφυγες της Μ. Ασίας, οι οποίοι είχαν ήδη συμβάλει με την παρουσία τους στην αναδιαμόρφωση του ιστού των δύο αστικών κέντρων. Η σωματειακή οργάνωση των προσφύγων κάλυψε ζωτικές ανάγκες του κοινωνικού τους βίου, καθώς και την ανάγκη τους για έκφραση και δημιουργία. Τα σωματεία της προσφυγικής νεολαίας έθεσαν ειδικούς στόχους, διαφορετικούς από αυτόν της αποκατάστασης, που είχαν να κάνουν κυρίως με τη «σωματική και διανοητική ανάπτυξη και ηθική ανύψωση των μελών τους», και, διακρινόμενα σε αμιγώς αθλητικά και πολιτιστικά-αθλητικά, πρόσφεραν στα μέλη τους ευκαιρίες διεξόδου από τις άθλιες συνθήκες της καθημερινότητας. Συχνά, τα ιδρυτικά μέλη των αθλητικών συλλόγων των προσφύγων πρωτοστατούσαν παράλληλα και στην ίδρυση πολιτιστικών συλλόγων, στη διδασκαλία της μουσικής και στο ανέβασμα θεατρικών παραστάσεων, ενώ από τα συμβούλια των σωματείων τους δεν έλειψαν και πολιτευτές πρόσφυγες, οι οποίοι μπορούσαν έτσι να αλιεύουν ψήφους για λογαριασμό των κομμάτων τους από μια μεγάλη δεξαμενή ψηφοφόρων.
Η ΜΕΤΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ Στην Αθήνα, από τις πρώτες κιόλας αθλητικές διοργανώσεις μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, άρχισε να γίνεται αισθητή η παρουσία των προσφυγικών
61
1 δεκεμβριου 2016
αθλητικών σωματείων. Όταν το καλοκαίρι του 1923 τελέστηκαν οι κολυμβητικοί αγώνες, ένας αρθρογράφος της εποχής εξέφρασε την ελπίδα του ότι «οι προκηρυχθέντες κολυμβητικοί αγώνες… εφέτος θα συγκεντρώσουν περισσότερο κόσμο, τόσον αθλητών όσον και θεατών, λόγω της συμμετοχής των εξ Ιωνίας κολυμβητών». Οι αρχειακές πηγές και ο Τύπος της εποχής επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι οι αθλητικές Αρχές, οι αθλητικές ενώσεις και τα αθλητικά σωματεία της Ελλάδας, από την πρώτη στιγμή, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την άφιξη των προσφύγων, υπήρξαν αρωγοί στα σωματεία που μετέφεραν την έδρα τους στην ελληνική επικράτεια, καθώς και στους αθλητές και στα μέλη αυτών, παρ’ ότι οι χώροι άθλησης ήταν περιορισμένοι και οι οικονομικές τους δυνατότητες μικρές, λόγω της ευρύτερης κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης. Τον Οκτώβριο του 1922, κι ενώ το δράμα των προσφύγων κορυφωνόταν, η Ένωση Ποδοσφαιρικών Σωματείων Αθηνών - Πειραιώς εξέφρασε προς την Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων (ΕΟΑ) την πρόθεσή της να διοργανώσει ποδοσφαιρικούς αγώνες στο Ποδηλατοδρόμιο του Νέου Φαλήρου ανάμεσα στις μεικτές ομάδες του Πειραιά και της Αθήνας υπό την προστασία του βασιλιά, προκειμένου οι εισπράξεις των αγώνων να διατεθούν «αποκλειστικώς υπέρ της οικονομικής ενισχύσεως των συναδέλφων προσφύγων αθλητών Πανιωνίου, Απόλλωνος και Αρμενικού Συλλόγου Σμύρνης». Σημειωτέον ότι το Ποδηλατοδρόμιο του Φαλήρου καθώς και άλλες αθλητικές εγκαταστάσεις είχαν καταληφθεί από οικογένειες προσφύγων, γεγονός που ανέδειξε η Ένωση μέσω επιστολής της προς την ΕΟΑ, διατυπώνοντας τη χαρακτηριστική φράση «… ώστε η θέσις των ασκουμένων αθλητών να καθίσταται αδύνατος». Κατά την ποδοσφαιρική περίοδο 1922-1923 έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση ο Πανιώνιος Γυμναστικός Σύλλογος και ο Γυμναστικός Σύλλογος Απόλλων Σμύρνης και στις 20 Μαΐου του 1923 ξεκίνησε στο Ποδηλατοδρόμιο του Φαλήρου η τέλεση των τελικών αγώνων ποδοσφαίρισης, όπου συμμετείχαν οι δύο σμυρναϊκές ομάδες. Στο γήπεδο συνέρρευσαν πλήθη κόσμου, ενώ το «παρών» έδωσε και ο Αρχηγός της «Επαναστάσεως», συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας, ηγέτης-σύμβολο για τον προσφυγικό κόσμο. Ήταν η εποχή που οι φορείς της εξουσίας, διαβλέποντας τη μαζικότητα του αθλη-
1. Ο πρωταθλητής του Πανιώνιου Γ.Σ. Σμύρνης Δημήτρης Καραμπάτης © Αρχείο Πανελλήνιου Γ.Σ.
aνδρeας mπαλτaς
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
2. Η ποδοσφαιρική ομάδα του Γ.Σ. Απόλλωνα Σμύρνης. 3. Ο σπουδαίος ποδοσφαιριστής της ΑΕΚ, Κώστας Νεγρεπόντης. 4. Άρθρο της εποχής του Μεσοπολέμου για τη δράση του σωματείου «Νέοι Βύρωνος».
τισμού, άρχισαν να δηλώνουν έντονα την παρουσία τους στα στάδια και στα ποδοσφαιρικά γήπεδα, ενώ η παρουσία γηγενών και προσφύγων στους ίδιους αθλητικούς χώρους θα συντελούσε στη συμβολική αναπαραγωγή και αναπαράσταση των αντιθέσεών τους. Ο Πανιώνιος Γ.Σ. και ο Απόλλων Γ.Σ. Σμύρνης υπήρξαν τα δύο σωματεία που εκπροσώπησαν κατεξοχήν τον σμυρναϊκό αθλητισμό στην Ελλάδα και αποτέλεσαν επί τρεις περίπου δεκαετίες τους δύο βασικούς πυλώνες του, ενώ αναφοράς χρήζει και ο Πέλοψ Μελαντίας, που αποτέλεσε το τρίτο σωματείο που συνέχισε τη δράση του στην Αθήνα κατά τα πρώτα χρόνια του Μεσοπολέμου. Ο Πανιώνιος ιδρύθηκε στη Σμύρνη και υπήρξε το τέκνο της ένωσης των συλλόγων Ορφέα (1890) και Γυμνασίου. Πρωτοστάτησε στον αθλητισμό της Σμύρνης μέσα από την καλλιέργεια όλων των τότε γνωστών αθλημάτων, στη θέσπιση των Πανιώνιων Αγώνων και στην εισαγωγή του αθλητισμού στην εκπαίδευση. Μετά την Καταστροφή του 1922 και την έλευση των μελών του στην Αθήνα, ο Πανιώνιος ανήγγειλε επίσημα, στις 8 Νοεμβρίου 1922, την εγκατάσταση της έδρας του στην Αθήνα και τη συνέχιση της δραστηριότητάς του στο Παναθηναϊκό Στάδιο, από τις 12 του ίδιου μήνα. Ηγετική μορφή του Πανιωνίου συνέχισε να είναι και στην Αθήνα ο παράγοντάς του Δημήτριος Δάλλας, άνθρωπος πρωτοπόρος και κοσμοπολίτης, που υπήρξε ο βασικός εισηγητής του γυναικείου αθλητισμού στην Ελλάδα. Δείγμα της προσπάθειας του Πανιωνίου να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη της σμυρναϊκής του δράσης υπήρξε η τέλεση των 20ών Πανιώνιων Αγώνων στο Παναθηναϊκό Στάδιο στις 27, 29 και 30 Σεπτεμβρίου, καθώς και στις 7 Οκτωβρίου του 1923. Η τέλεση των Πανιώνιων Αγώνων στην Αθήνα από τον Πανιώνιο αποτέλεσε μια χαρακτηριστική περίπτωση αναβίωσης πατρώου θεσμού και προσπάθειας αξιοποίησης της μνήμης των χαμένων πατρίδων. Tα μέλη του Πανιωνίου άντλησαν στοιχεία από το παρελθόν του συλλόγου για να υπενθυμίσουν στους Έλληνες φιλάθλους το ιστορικό του βάρος, προσπαθώντας παράλληλα να μετατρέψουν το τραύμα της προσφυγιάς σε ιερή παρακαταθήκη. Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν από την εγκατάσταση του Πανιωνίου στη Νέα Σμύρνη είχε προηγηθεί η ίδρυση του Αθλητικού Ομίλου Νέας Σμύρνης (ο σημερινός Μίλωνας) το 1928, από ομάδα προσφύγων της συνοικίας, με επικεφαλής τον Ζήνωνα Μιχαηλίδη. Ο Απόλλων ιδρύθηκε στη Σμύρνη το 1891. Ως σωματείο μουσικό, οργάνωνε συχνά συναυλίες και φιλολογικές συγκεντρώσεις, ενώ το 1894 ίδρυσε εκδρομικό τμήμα και λίγο αργότερα αθλητικό. Μετά την άφιξη των μελών και αθλητών του Απόλλωνα Σμύρνης στην Αθήνα ως προσφύγων, το Δ.Σ. του σωματείου ανακοίνωσε στις αθλητικές Αρχές της Ελλάδας την προσωρινή μεταφορά της έδρας του στην Αθήνα. Η ΕΟΑ, στην απαντητική της επιστολή, στις 20 Δεκεμβρίου 1922, εξέφρασε τη συμπάθειά της προς τον Απόλλωνα και τη βούλησή της να συνδράμει στην επίτευξη των σκοπών του συλλόγου. Τον Σεπτέμβριο του 1926 ετέθη ο θεμέλιος λίθος του νέου γυμναστηρίου του συλλόγου στο Ρουφ, στην τελετή μάλιστα προσεκλήθη και ο τότε πρωθυπουργός, στρατηγός Γ. Κονδύλης. Ο Απόλλων αποτέλεσε μεγάλη ποδοσφαιρική δύναμη του Μεσοπολέμου, διατηρώντας, θα λέγαμε, την κεκτημένη ταχύτητα που είχε αναπτύξει ως πρωταθλητής Σμύρνης, πριν από την Καταστροφή. Ο πρόεδρός του Δημήτριος Μαρσέλλος υπήρξε σημαντική προσωπικότητα της εποχής και άφησε το αποτύπωμά του όχι μόνο στον αθλητισμό αλλά και στην πολιτική, ως μέλος του κόμματος των Φιλελευθέρων. Το τρίτο σωματείο που συνέχισε τη δράση του στην Αθήνα υπήρξε ο Πέλοπας Μελαντίας, που είχε ιδρυθεί το 1905 και πρωτοστατούσε έως το 1922 στα κολυμβητικά και ναυτικά αθλήματα της Σμύρνης. Την πρώτη του εμφάνιση έκανε στην Αθήνα στους κολυμβητικούς αγώνες του Οκτωβρίου του 1923, καταλαμβάνοντας σημαντικές θέσεις τόσο σε ατομικά κολυμβητικά αγωνίσματα όσο και σε ομαδικά (water polo). Με επιστολή του προς την ΕΟΑ τον Δεκέμβριο του 1922 το Δ.Σ. του σωματείου γνωστοποίησε την πρόθεσή του να συνεχίσει την αθλητική του δραστηριότητα μέσω «των δεκαεφτά διασωθέντων αθλητών του» που διέμεναν στην Αθήνα και στον Πειραιά. Μάλιστα, ως μια πρώτη ενέργεια συμπαράστασης εκ μέρους της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής (ΕΟΕ), ζητούσε την παραχώρηση ενός δωματίου των αποδυτηρίων του Παναθηναϊκού Σταδίου, όπως συνέβη και προς άλλα προσφυγικά σωματεία, προκειμένου να στεγαστούν σε αυτό τέσσερις άστεγοι αθλητές του.
Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΑΕΚ Οι Κωνσταντινουπολίτες αθλητές που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα άρχισαν να εντάσσονται σε διάφορα σωματεία της πρωτεύουσας. Οι περισσότεροι επέλεξαν τα σωματεία του Απόλλωνα και του Πανιωνίου, ενώ κάποιοι ενεγράφησαν στις τάξεις του Παναθηναϊκού. Η ανάγκη, όμως, των Κωνσταντινουπολιτών προσφύγων να ιδρύσουν στην Αθήνα ένα σωματείο που θα αναδείκνυε τη μνήμη και την αθλητική παράδοση της Πόλης οδήγησε μια ομάδα φιλάθλων στην απόφαση της ίδρυσης της Αθλητικής Ένωσης Κωνσταντινουπόλεως
(ΑΕΚ) τον Ιούλιο του 1924. Πρώτος πρόεδρος του σωματείου αναδείχθηκε ο Κώστας Σπανούδης, ακραιφνής βενιζελικός, πολιτευτής και υπουργός των Φιλελευθέρων, ενώ συνοδοιπόρος του υπήρξε και η κόρη του Αθηνά. Ως έμβλημα του σωματείου επελέγη ο δικέφαλος βυζαντινός αετός και ως χρώμα το κίτρινο και το μαύρο. Στο κεφάλαιο Β’ του καταστατικού της ΑΕΚ οριζόταν ότι «ο σκοπός του Συλλόγου είναι η περισυλλογή και συγκέντρωσις των εκ Κωνσταντινουπόλεως εν Αθήναις και Πειραιεί Αθλητών…». Αντίστοιχα, στην πόλη του Πειραιά ιδρύθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1926 ο Αθλητικός Όμιλος Ένωσις Κωνσταντινουπόλεως Πειραιώς. Ως τακτικά μέλη του συλλόγου μπορούσαν να εγγραφούν Κωνσταντινουπολίτες και μη που διαβιούσαν στον Πειραιά, στην Αθήνα και στα περίχωρα. Το σήμα του ομίλου ήταν ο δικέφαλος αετός, ενώ στην Ένωση είχε προσαρτηθεί και το σωματείο Χαλκηδών.
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΑΚΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΙΣ ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ Οι προσφυγικοί συνοικισμοί της Αθήνας και του Πειραιά αποτέλεσαν κυψέλες ανάπτυξης του αθλητισμού, ενώ οι αλάνες υπήρξαν χώροι κοινωνικοποίησης της προσφυγικής νεολαίας, κυρίως μέσα από το άθλημα του ποδοσφαίρου. Το ποδόσφαιρο απέκτησε μαζικότητα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή μέσα από την ίδρυση πολλών σωματείων, την εμφάνιση του αθλητικού Τύπου και τη μαζική παρουσία των φιλάθλων στις κερκίδες των γηπέδων. Όπως γίνεται αντιληπτό και από την απογραφή της ΕΟΕ, το ποδόσφαιρο κυριάρχησε και στα σωματεία των προσφύγων, η έλευση των οποίων στην Ελλάδα συνέπεσε με την έναρξη της χρυσής εποχής του. Η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού, που επέφερε η έλευση των νέων κατοίκων του κράτους, η πολεοδομική ανασυγκρότηση και η συνολικότερη προώθηση του αστικού εκσυγχρονισμού αποτέλεσαν τις κατάλληλες προϋποθέσεις, προκειμένου το φαινόμενο της ίδρυσης ποδοσφαιρικών σωματείων να λάβει πανελλήνιες διαστάσεις. Στη Νέα Ιωνία, ο πρώτος αθλητικός χώρος προέκυψε τον Μάιο του 1926 με την παραχώρηση γηπέδου στον Παμμικρασιατικό Σύνδεσμο Νέων. Μεταξύ άλλων, ο Όμιλος Φιλάθλων Ιωνίας (ΟΦΙ) ιδρύθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1926 και χαρακτηρίστηκε «κοινωνικό»σωματείο, καθώς, πέρα από τις αθλητικές του δραστηριότητες, πραγματοποιούσε και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Η Αθλητική Ένωσις Ελευθερουπόλεως ιδρύθηκε την 1η Νοεμβρίου 1929, στην Ελευθερούπολη. Το 1931 συγχωνεύθηκε με τον Άρη Ν. Ιωνίας και τη Δάφνη και προέκυψε η νέα Α.Ε. Ελευθερούπολις. Στον συνοικισμό της Νέας Φιλαδέλφειας ιδρύθηκε το 1930 ο Ιωνικός Αθλητικός Σύλλογος «από μια φούχτα ενθουσιώντων νέων», ως ποδοσφαιρικό σωματείο, επικεφαλής των οποίων ετέθη ο πρώην βουλευτής Πάνος Διαμαντόπουλος. Στον συνοικισμό Βύρωνα δέσποζε ο σύλλογος Νέοι Βύρωνος, ο οποίος ιδρύθηκε το 1924 από μια ομάδα νέων, ξεκινώντας τη δραστηριότητά του
lifo
62
O σωματειακός αθλητισμός των Μικρασιατών προσφύγων στην Αθήνα και στον Πειραιά
πηγές Αρχεία: Γενικά Αρχεία του Κράτους / Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής / Καταστατικό ΑΕΚ Εφημερίδες: «Αθλητικά Χρονικά» / «Αθλητική Επιθεώρησις» Διαδικτυο: www.pfc1931. gr / fostiras-1926. blogspot.gr
bιβλιογραφια
2
3
ως αθλητικός, εκδρομικός, μουσικός και φιλολογικός. Αθλητής του συλλόγου υπήρξε ο αείμνηστος ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος. Στον συνοικισμό Δουργούτη, κατά τα χρόνια του Μεσοπολέμου, δραστηριοποιήθηκε ο Ποδοσφαιρικός Αθλητικός Όμιλος Μικρασιατική Ένωσις, ο οποίος είχε ιδρυθεί την 1η Μαρτίου του 1930, ενώ σημαντική ήταν και η παρουσία αρμενικών αθλητικών συλλόγων, όπως η Νταλβορίκ, η Νέα Πιουράκ Δουργούτη, η Καϊτζάκ Γκάιτζ και η Σαντ Δουργούτη. Το 1926 ιδρύθηκε στο Ψυχικό το ανεξάρτητο σωματείο Μικρασιατική από πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή. Το 1948 ο σύλλογος συγχωνεύθηκε με την Αθλητική Ένωση Ψυχικού και προέκυψε ο Ποδοσφαιρικός Όμιλος Ψυχικού. Ο συνοικισμός Πολυγώνου, παρ’ ότι υπήρξε ένας από τους μικρότερους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας, παρουσίασε σημαντική αθλητική δραστηριότητα. Το 1932 καταγράφονται πέντε ανεξάρτητα ποδοσφαιρικά σωματεία, καθώς και ένα επίσημο, αυτό της Ολυμπιάδας, που αγωνιζόταν στην τρίτη κατηγορία. Οι προπονήσεις των αθλητών των συλλόγων πραγματοποιούνταν στο γειτονικό Πεδίον του Άρεως, τμήματα του οποίου είχαν μετατραπεί σε γήπεδα, κατόπιν προσωπικής εργασίας των μελών τους. Στον συνοικισμό της Καισαριανής αναπτύχθηκε αξιόλογη αθλητική κίνηση από σημαντικό αριθμό σωματείων, όπως ο Εθνικός, ο Ελπιδοφόρος και η Ένωσις. Η αναφορά στον συνοικισμό, όμως, πρέπει να επικεντρωθεί στην αθλητική δράση του Αμερικανικού Ιδρύματος Περιθάλψεως της Εγγύς Ανατολής (Near East Foundation-NEF). Η ομάδα της Near East το 1932 αριθμούσε περίπου 280 μέλη που επιδίδονταν στο ποδόσφαιρο, στο βόλεϊ, στο μπάσκετ, στο χάντμπολ και στον κλασικό αθλητισμό. Το 1928 ιδρύθηκε στη Νέα Ερυθραία της Αττικής το σωματείο Ένωσις, με πρωτεργάτη τον παλιό πρωταθλητή του Πανιωνίου Σμύρνης, Ανδρέα Ανδρεαδάκη. Το 1931 ιδρύθηκε στον συνοικισμό και ο Ερμής. Με την πάροδο του χρόνου οι δυσχερείς οικονομικές και οργανωτικές συνθήκες υποχρέωσαν τις διοικήσεις τους να προχωρήσουν στη συγχώνευσή τους υπό την επωνυμία Πανερυθραϊκός. Στην περιοχή των Νέων Σφαγείων, μετέπειτα Δήμο Ταύρου, ιδρύθηκε το 1926 ο Αθλητικός Ποδοσφαιρικός Όμιλος Φωστήρ από κατοίκους, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Κοκκινιάς, στον Πειραιά, δραστηριοποιήθηκαν πολλά σωματεία, όπως η Άμυνα, η Προοδευτική Νεολαία, ο Ηρακλής, ο Θησεύς κ.ά. Ιδιαίτερα δηλωτική για την επιτέλεση της μνήμης των τόπων καταγωγής των μελών των αθλητικών σωματείων της Νέας Κοκκινιάς είναι η αναγγελία, τον Απρίλιο του 1932, της διοργάνωσης προσφυγικής σκυταλοδρομίας από τον σύλλογο Ηρακλής, με συμμετοχή όλων των συλλόγων του Πειραιά, προς τιμήν των πεσόντων προσφύγων αθλητών στο μικρασιατικό μέτωπο. Ο Απόλλων Δραπετσώνας ιδρύθηκε το 1923 από νεαρούς πρόσφυγες της συνοικίας που, παρά τα ανεπαρκή υλικά μέσα, «… επαρουσίασεν λαμπρά αποτε-
63
1 δεκεμβριου 2016
4
λέσματα…», ενώ στο Φάληρο αναγνωρίστηκε κατά το έτος 1930 το σωματείο Αθλητικός Όμιλος Τζιτζιφιών Αιολικός.
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΥΓΜΑΧΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ Οι πρόσφυγες που προέρχονταν κυρίως από αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εισήγαγαν στην Ελλάδα νεωτερικά αθλήματα, όπως η πυγμαχία. Το 1924 εμφανίστηκε στην Αθήνα ο πυγμάχος από την Κωνσταντινούπολη Κώστας Περλάτος. Το 1925 ο φίλαθλος της πυγμαχίας Λέων Νατσούλης παραχώρησε στον Περλάτο έναν όροφο οικίας στην οδό Πανεπιστημίου. Εκεί στεγάστηκε η πρώτη πυγμαχική σχολή της χώρας, η οποία σύντομα έφθασε να αριθμεί πάνω από διακόσιους πυγμάχους. Την ίδια χρονιά οι Λ. Νατσούλης, Γ. Δημητρίου, Ι. Γρηγορίου και Α. Σπανούδη πρωτοστάτησαν στην ίδρυση του πρώτου πυγμαχικού συλλόγου της χώρας, την Ένωση Πυγμάχων Αθηνών. Η πυγμαχία διαδόθηκε στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας και του Πειραιά, στην Κοκκινιά μάλιστα δραστηριοποιούνταν και ερασιτεχνικός σύλλογος πυγμάχων. Χαρακτηριστικοί είναι οι πυγμαχικοί αγώνες που πραγματοποιούνταν στο κινηματοθέατρο « Ήλιος» υπέρ της οικονομικής ενίσχυσης του ανωτέρω συλλόγου. Ένας άλλος πρωτοπόρος του αθλήματος στην Ελλάδα υπήρξε ο πρωταθλητής του Πανιωνίου Δημητρός Καραμπάτης, ο άνθρωπος που αποτέλεσε το αρχέτυπο του επαγγελματία στον χώρο του αθλητισμού. Ο πρωταθλητής του Πανιωνίου συνετέλεσε μέσα από την πολυσχιδή δράση του στη μετάβαση από το πρώιμο πρότυπο του «αθλητή-ήρωα του έθνους» στο σύγχρονο, εξατομικευμένο πρότυπο του πρωταθλητή.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Η παρουσία των προσφύγων στην Αθήνα και στον Πειραιά υπήρξε καταλυτική για τα αθλητικά πράγματα των δύο αστικών κέντρων. Η συσπείρωση της προσφυγικής νεολαίας γύρω από τα αθλητικά σωματεία των νεοφερμένων κατοίκων συνέβαλε στη μαζικοποίηση του αθλητισμού της πρωτεύουσας, με όχημα κυρίως το νέο λαϊκό άθλημα του ποδοσφαίρου. Η ταυτότητα των αθλητικών σωματείων των προσφύγων, όπως αναδεικνύεται μέσα από τις επωνυμίες, τα σύμβολα και τις καταστατικές τους διατάξεις, αποτέλεσε μέρος της συνολικότερης προσφυγικής ταυτότητας, βασικό στοιχείο της οποίας ήταν η μνήμη των τόπων καταγωγής και η προσπάθεια διαμόρφωσης μιας θετικής εικόνας των νέων κατοίκων, που θα αναδεικνυόταν μέσα από το σφρίγος και τις ικανότητές τους. Ο αθλητισμός των προσφύγων υπήρξε μέσο ανταγωνισμού καθώς και κοινωνικής καταξίωσης. Σύλλογοι όπως ο Πανιώνιος και ο Απόλλων Σμύρνης λειτούργησαν ως φορείς της αίγλης του μικρασιατικού παρελθόντος, ενώ τα συνοικιακά προσφυγικά αθλητικά σωματεία της Αθήνας και του Πειραιά αναδείχτηκαν σε χώρους κοινωνικής συνάθροισης και κοινωνικοποίησης των νέων προσφύγων. ¶
Γάσιας, Γιώργος. Η περίπτωση των ποδοσφαιρικών σωματείων στην ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου 19221936. Μεταπτυχιακή Εργασία, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο, 2005. / Ιωαννίδου, Ελένη. Τα αθλητικά σωματεία των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου (1922-1940), στο Θεσσαλονικέων Πόλις Τεύχος 15, Οκτώβριος 2004. / Κερεμίδης, Βασίλης. Πυγμαχία. Τα βασικά στοιχεία του αθλήματος. Εκδόσεις Επιστημονικών Βιβλίων Κ. Χριστοδουλίδη, Θεσσαλονίκη, 1995. / Κουλούρη, Χριστίνα. Αθλητισμός και όψεις της αστικής κοινωνικότητας, γυμναστικά και αθλητικά σωματεία 1870-1922. ΙΑΕΝ, Αθήνα, 1997. / Λινάρδος, Πέτρος. Η Σμύρνη του Πανιωνίου, Οι Φίλοι των Τεχνών. Νέα Σμύρνη, 1998. / Μακρίδης, Πάνος. Η ιστορία της ΑΕΚ. Αθλητική Βιβλιοθήκη, Έκδοσις Εφημερίδος «Αθλητική Ηχώ», Αθήνα, 1953. / Μανιτάκης, Παύλος. 100 χρόνια Νεοελληνικού Αθλητισμού 18301930. Αθήνα, 1962. / Μπαλτάς, Ανδρέας. Ο ελληνικός αθλητισμός στη Σμύρνη 1890-1922. Εκδόσεις Μπαλτά, Γλύφα Ηλείας, 2014. / Το 1922 και οι πρόσφυγες, μια νέα ματιά, Επιμέλειαεισαγωγή: Αντώνης Λιάκος, Νεφέλη, Αθήνα, 2011. / Χριστοδούλου, Λουκάς. Η ιστορία των Σωματείων της Νέας Ιωνίας 1923-1974. Εκδόσεις Μπαλτά, Γλύφα Ηλείας 2014.
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
H
δη από τα μέσα του 19ου αιώνα η μικρασιατική μουσική,
και ιδίως η σμυρναίικη, είχε αγαπηθεί στην Ελλάδα μέσω των καφέ-αμάν και του Καραγκιόζη. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι το 1889 εμφανιζόταν κάθε βράδυ στο κέντρο διασκέδασης «Το περιβολάκι του Γερανίου» στην Αθήνα το σμυρναίικο συγκρότημα του βιολιστή Γιοβανίκα με τραγουδίστρια την κιορ-Κατίνα, ενθουσιάζοντας τους θαμώνες του, ενώ δίπλα σε αυτό το κέντρο λειτουργούσαν με την ίδια επιτυχία και άλλα παρόμοια. Το έδαφος της Ελλάδας του 1922, αν και δεν ήταν έτοιμο να δεχθεί τους πρόσφυγες από την Ανατολή, ήταν έτοιμο να δεχθεί τη μουσική τους. Ο ερχομός των προσφύγων στην Ελλάδα συνέπεσε με την εμφάνιση και τη διάδοση του φωνόγραφου στα Βαλκάνια. Έτσι, όσοι πρόσφυγες ήταν μουσικοί δεν δυσκολεύτηκαν να απασχοληθούν από τις δισκογραφικές εταιρείες ως εκτελεστές ή συνθέτες, αλλά και ως καλλιτεχνικοί διευθυντές τους. Η πείρα και οι γνώσεις που είχαν ήταν πολλές φορές ανώτερες από αυτές των ντόπιων μουσικών και έτσι έγιναν περιζήτητοι. Οι κατηγορίες της μουσικής που καλλιεργούσαν ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα οι Έλληνες της Σμύρνης ήταν: 1) Το ελαφρό και επιθεωρησιακό τραγούδι, καθώς και οι καντάδες. Σε αυτά κυριαρχούσαν τα δυτικά στοιχεία, χωρίς να αποκλείονται και κάποιες επιδράσεις από την ελληνική και γενικότερα τη βαλκανική μουσική. 2) Τα «ρεμπέτικα». Έτσι ονομάζονταν στη Σμύρνη τα τραγούδια σε παραδοσιακά μοτίβα και στίχους προσαρμοσμένους στην ιδιαίτερη νοοτροπία των λαϊκών πληθυσμών των πόλεων. Οι ρυθμοί τους ήταν συχνά χορευτικοί με επικρατέστερους τους μπάλο, χασάπικο, ζεϊμπέκικο, καρσιλαμά και τσιφτετέλι. 3) Οι αμανέδες, που μουσικά ταυτίζονταν με τα τουρκικά γκαζέλ. Ο αμανές είναι μακρόσυρτο τραγούδι βασισμένο σε οθωμανικές και βυζαντινές κλίμακες. Τα δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα των αμανέδων έχουν απαισιόδοξο και λυπητερό περιεχόμενο. Μιλούν για τα βάσανα που ταλαιπωρούν τον άνθρωπο, όπως η αρρώστια, η φτώχεια, ο ξενιτεμός, ο έρωτας χωρίς ανταπόκριση και τόσα άλλα. 4) Μερικά δημοφιλή τουρκικά τραγούδια, όπως το «Μέμο» που χάλασε κόσμο στα αθηναϊκά καφέ-αμάν στα τέλη του 19ου αιώνα. Μετά το 1922 τα είδη αυτά, αυτούσια ή μεταπλασμένα, διαδίδονται σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού (και όχι μόνο του προσφυγικού) χάρη στον φωνογράφο. Πολλοί από τους στίχους των τραγουδιών των προσφύγων προσαρμόστηκαν στα δεδομένα της ζωής του Πειραιά, της Αθήνας και των μεγάλων επαρχιακών πόλεων μετά την εισροή των προσφύγων στις φτωχογειτονιές τους. Αυτό είχε ως συνέπεια να δημιουργηθούν τραγούδια σε σμυρναίικο ύφος και με αναφορές όχι πια στην παλιά πατρίδα, αλλά στη νέα. Για παράδειγμα, ο Σμυρνιός Ζαχαρίας Κασιμάτης γράφει το 1931 μια καντάδα για μια Αντελικιώτισσα, αναφέροντας στους στίχους του και την Πρέβεζα. Την ίδια εποχή ο Γιάννης Εϊτσιρίδης –γνωστότερος ως Γιοβάν Τσαούς– σε ένα τραγούδι του μιλά για τη Δραπετσώνα. Αλλά και οι δυο τους προδίδουν την ανατολίτικη καταγωγή τους, καθώς χρησιμοποιούν την ανατολίτικη προσωνυμία «σουλτάνα» για την αγαπητικιά τους. Για να γίνει καλύτερα αντιληπτός ο ρόλος που έπαιξαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στη διαμόρφωση του μεσοπολεμικού και του πρώτου μεταπολεμικού λαϊκού-ρεμπέτικου τραγουδιού αρκεί να αναφερθεί ότι από τους περίπου 70 μουσικούς πρώτης γραμμής που ασχολήθηκαν με αυτό, οι 30 (δηλαδή το 42%) ήταν Μικρασιάτες, κυρίως από τη Σμύρνη και τα περίχωρά της. Στη δεκαετία του 1922-1932 οι δίσκοι με τα τραγούδια σε σμυρναίικο ύφος κυκλοφορούν στην Ελλάδα σε μεγάλους αριθμούς. Στα όργανα που τα συνοδεύουν περιλαμβάνονται απαραιτήτως το βιολί και το σαντούρι. Βαθμιαία, όμως, χάνουν τη δημοτικότητά τους, εξαιτίας της εισβολής στη δισκογραφία των μπουζουκομπαγλαμάδων της παρέας του Μάρκου Βαμβακάρη. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι περισσότεροι πρόσφυγες μουσικοί που δρουν ιδίως στην Αθήνα και στον Πειραιά προσχωρούν στο πειραιώτικο στρατόπεδο του
7
Βαμβακάρη, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην ανάπτυξη και στην άνθηση του νέου αυτού μουσικού ύφους. Ένα άλλο είδος σμυρναίικης μουσικής που εξαφανίζεται από την ελληνική δισκογραφία στα μέσα της δεκαετίας του 1930 είναι οι αμανέδες. Η δικτατορία του Μεταξά, θέλοντας να σβήσει κάθε ίχνος ανατολικής κουλτούρας από τον ελλαδικό χώρο, μαζί με τους περιορισμούς που επιβάλλει στη χρήση του ναργιλέ, απαγορεύει την παραγωγή δίσκων με αμανέδες, στερώντας από τους πρόσφυγες τη δυνατότητα να εκφράζουν τους καημούς τους για τον ξεριζωμό τους. Γιατί, όπως ίσως δεν έχει τονιστεί αρκετά έως τώρα, μετά το 1922 ο αμανές γίνεται το κεντρικό μέσο έκφρασης του πόνου των προσφύγων για την τραγική τους μοίρα. Η έκφραση αυτού του οδυνηρού συναισθήματος φαίνεται καθαρά στα παρακάτω δίστιχα που προέρχονται από αμανέδες τραγουδισμένους από πρόσφυγες: Σαν πλησιάσει ο καιρός, τα μάτια μου να κλείσω επιθυμώ στον τόπο μου, εκεί να ξεψυχήσω Φωτιά θα βάλω μόνος μου, να κάψω το κορμί μου γιατί δε βρίσκεται γιατρός, να γιάνει την πληγή μου Αφήστε με να καίγομαι, ώσπου να γίνει στάχτη και μες στη στάχτη θα βρεθούν, τα έρημά μου πάθη Αφήστε με να κοιμηθώ, τα μάτια μου να κλείσω έχω μεγάλα βάσανα, από το νου να σβήσω Τέτοια πληγή που έχω ’γω, είναι μεγάλο ντέρτι γιατρός είναι ο θάνατος, τον καρτερώ να έρθει Η συμβολή των προσφύγων στην ανάπτυξη της λαϊκής μουσικής στη χώρα μας συνοψίζεται με τον καλύτερο τρόπο από τον Θεόδωρο Χατζηπανταζή στην τελευταία παράγραφο του βιβλίου του Της Ασιάτιδος μούσης ερασταί που κυκλοφόρησε το 1986: «Η καταστροφή του 1922 έμελλε να αλλάξει κατά πολλούς τρόπους την πορεία της ελληνικής Ιστορίας. Ανάμεσα στα άλλα, έμελλε να φέρει από τα μικρασιατικά ακρογιάλια τους χανεντέδες της Σμύρνης, για να διασταυρώσουν την τέχνη τους με τον ταμπουρά του Μίμαρου και να κάνουν δυνατό να ξεπεταχτεί, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, ένα νέο, θαλερό βλαστάρι της ανατολίτικης παράδοσης του ελληνικού λαού, το ρεμπέτικο τραγούδι». Οι Μικρασιάτες μουσικοί, πρόσφυγες και μη, διέπρεψαν και σε άλλους κλάδους της ελληνικής μουσικής δημιουργίας εκτός από το ρεμπέτικο. Αναφέρω ενδεικτικά μερικούς: τον Σουγιούλ (Μιχάλη Σουγιουτζόγλου) στον χώρο της επιθεώρησης και του «ελαφρού» τραγουδιού και τους Μανώλη Καλομοίρη, Πέτρο Πετρίδη, Γιώργο Πονηρίδη και Γιάννη Κωνσταντινίδη στον χώρο της δυτικής λόγιας μουσικής. Ο τελευταίος μάλιστα, αποτίνοντας φόρο τιμής στον τόπο καταγωγής του, έγραψε τη συμφωνική «Μικρασιατική Ραψωδία». Σημειώνω ακόμα πως χάρη στις φροντίδες της μουσικολόγου Μέλπως Λογοθέτη-Μερλιέ διασώθηκαν οι παραδοσιακές μουσικές της πρώτης γενιάς προσφύγων από τον Πόντο, την Καππαδοκία και τις περισσότερες από τις υπόλοιπες μικρασιατικές κοινότητες, όπου ανθούσε ο ελληνισμός πριν από το 1922. Όλο αυτό το υλικό αποτυπώθηκε σε δίσκους και μαγνητοταινίες, ιδίως κατά την περίοδο 1970-1930. Το ιδρυμένο από τη Μερλιέ Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο που πραγματοποίησε αυτές τις ηχογραφήσεις δεν αρκέστηκε στη φύλαξή τους αλλά προχώρησε τόσο στην καταγραφή τους σε νότες από εξέχοντες Έλληνες και ξένους ειδικούς όσο και στην έκδοσή τους σε δίσκους και CDs ευρείας κυκλοφορίας. Τώρα που και οι τελευταίοι πρόσφυγες έχουν πεθάνει, εξακολουθεί να ζει ο μουσικός τους πολιτισμός, και με τη δύναμη και την πολυμορφία του συνεχίζει να τονώνει την έμπνευση των συνθετών μας σε αρκετούς τομείς της μουσικής μας δημιουργίας. Η μουσική των προσφύγων, παρά τις απαισιόδοξες προβλέψεις του Λαίλιου Καρακάση, μπόρεσε τελικά να επιβιώσει και να μη «σβήσει για πάντα μέσα στην αφάνεια». ¶
Οι πρόσφυγες του 1922 και η μουσική τους δραστηριότητα στη νέα τους πατρίδα μaρκος φ. δραγοyμης
Επίτιμος Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
ΟΙ ΗΧΟΙ ΠΟΥ ΕΦΕΡΑΝ ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΥΝΑMΗ ΤΟΥΣ ΠΙΟ ΠΛΟΥΣΙΟ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ.
lifo
64
1. Αποκριάτικο γλέντι της οικογένειας Π. Κάτσικα. Νέα Ιωνία, 1923 © Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών
65
1 δεκεμβριου 2016
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
1. Φώτης Κόντογλου, «Η κοιλάδα του Κλαυθμώνος», περίπου 1930. Ιδιωτική Συλλογή
8
lifo
66
ΤΟ
ΤΡΑΎΜΑ ΤΟΥ ΞΕΡΙΖΩΜΟΎ Η ΜΙΚΡΆ ΑΣΊΑ ΤΟ 1922 ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΦΥΓΙΆ ΣΤΙΣ ΤΈΧΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΓΡΆΜΜΑΤΑ δημhτρης καμοyζης
Ερευνητής-Ιστορικός, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών
1
67
1 δεκεμβριου 2016
Η τραυματική ιστορική τομή του 1922 και τα επακόλουθά της αποτυπώθηκαν κυρίως στα λογοτεχνικά έργα της Γενιάς του ’30. Μικρασιάτες πρόσφυγες, Έλληνες στρατιώτες που είχαν συμμετάσχει στη Mικρασιατική Eκστρατεία αλλά και γηγενείς που δέχτηκαν τους εκπατρισμένους στη χώρα υποδοχής αποτέλεσαν τη δεξαμενή από την οποία προέκυψαν οι συγγραφείς και οι ήρωες των έργων.
δημhτρης καμοyζης
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Ο πατέρας μου ο Μπάτης (Απρόσιτη μητέρα, μορφή από χώμα και ουρανό) Ήρθε απ’ τη Σμύρνη το ’22 (θα χαθώ απ’ τα μάτια σου τα δυο) Κι έζησε πενήντα χρόνια (μες στον κόσμο) σ’ ένα κατώι μυστικό (σαν πρόσφυγας σ’ ένα κατώι μυστικό) Διονύσης Σαββόπουλος - Σωτηρία Μπέλλου, «Ζεϊμπέκικο» από το «10 Χρόνια Κομμάτια» του Διονύση Σαββόπουλου
Η κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου και η ήττα του ελληνικού στρατού το καλοκαίρι του 1922 είχαν ως τραγική συνέπεια τον ξεριζωμό των ελληνορθόδοξων πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Η Μικρασιατική Καταστροφή, η ελληνοτουρκική ανταλλαγή των πληθυσμών (1923) και η εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα επέδρασαν καταλυτικά σε όλους τους τομείς της ελληνικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένου και του πολιτισμού. Σκοπός του άρθρου είναι να φωτίσει αυτήν τη λιγότερο χειροπιαστή, αλλά εξίσου σημαντική πτυχή της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, απαντώντας στα παρακάτω βασικά ερωτήματα: πώς αποτυπώνονται η ζωή στη Μικρά Ασία, η Καταστροφή του 1922, ο βίαιος εκτοπισμός και η προσφυγιά στις τέχνες και στα γράμματα; Ποια είναι η σημασία των αναπαραστάσεων αυτών για την εγγραφή του αφηγήματος της Μικρασιατικής Καταστροφής στην εθνική συλλογική μνήμη και τη μετάδοση της εμπειρίας των προσφύγων στις επόμενες γενιές; Η τραυματική ιστορική τομή του 1922 και τα επακόλουθά της αποτυπώθηκαν κυρίως στα λογοτεχνικά έργα της γενιάς του Μεσοπολέμου ή της Γενιάς του ’30. Μικρασιάτες πρόσφυγες, Έλληνες στρατιώτες που είχαν συμμετάσχει στη Μικρασιατική Εκστρατεία αλλά και γηγενείς που δέχτηκαν τους εκπατρισμένους στη χώρα υποδοχής αποτέλεσαν τη δεξαμενή από την οποία προέκυψαν οι συγγραφείς και οι ήρωες των έργων. Οι εκπρόσωποι αυτού του λογοτεχνικού κινήματος, έχοντας μεγαλώσει με την ντροπή της ελληνικής στρατιωτικής ήττας και τις μνήμες του ξεριζωμού, προσπάθησαν να αξιολογήσουν το υπό διαμόρφωση πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της Ελλάδας του Μεσοπολέμου και να ανακατατάξουν τις βασικές ελληνικές αξίες και τα ιδανικά. Ο Κ.Θ. Δημαράς θα γράψει χαρακτηριστικά γι’ αυτά τα «παιδιά», γηγενείς και πρόσφυγες: «Τα παιδιά των δεκαπέντε και των δεκαοχτώ χρονών θα μεγαλώσουν ανήσυχα, ταραγμένα, χωρίς ιδανικά, χωρίς πίστη. […] Από τις αντικρινές ακτές του Αιγαίου ήρθαν άλλα παιδιά· μέσα στην ψυχή τους ζει το νοσταλγικό δράμα της χαμένης κοιτίδας. Και μεγαλώνουν κι αυτά μέσα στους καημούς και μέσα στην ταραχή». Αυτή η «σκιά στην ψυχή» κατά τον Δημαρά θα ωθήσει τους λογοτέχνες της Γενιάς του ’30 να προσεγγίσουν τα λογοτεχνικά πράγματα με σοβαρότητα, συναίσθηση της ευθύνης και ανάγκη για πίστη. Σύμφωνα με την οκτάτομη Μεσοπολεμική Πεζογραφία: Από τον Πρώτο ως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1939), 13 από τους 53 συγγραφείς που ανθολογούνται προέρχονται από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη: οι Αντώνης Βουσβούνης, Γιώργος Θεοτοκάς, Θράσος Καστανάκης, Μενέλαος Λουντέμης, Πέτρος Πικρός, Τατιάνα Σταύρου και Μαρία Ιορδανίδου από την Κωνσταντινούπολη, οι Κοσμάς Πολίτης και Παύλος Φλώρος από τη Σμύρνη, οι Ηλίας Βενέζης και Φώτης Κόντογλου από το Αϊβαλί (Κυδωνίες), ο Τάσος Αθανασιάδης από το Σαλιχλί (Σάρδεις) και ο Στρατής Δούκας από τα Μοσχονήσια. Από τους νεότερους πεζογράφους θα πρέπει ασφαλώς να προστεθεί και η γεννημένη στο Αϊδίνι Διδώ Σωτηρίου. Αναλογικά, οι Μικρασιάτες ποιητές είναι αρκετά λιγότεροι και η συγκομιδή έργων σαφώς φτωχότερη. Μόλις 9 από τους 88 μεσοπολεμικούς ποιητές ανήκαν στον προσφυγικό πληθυσμό. Συγκεκριμένα, οι Γιώργος Σεφέρης, Γιάννης Βουλγαρίδης και Απόστολος Μαγγανάρης από τη Σμύρνη και οι Απόστολος Μελαχρινός, Κλέαρχος Στ. Μιμίκος, Αλέξανδρος Μπάρας, Κώστας Ουράνης, Ιωσήφ Ραυτόπουλος και Γιώργος Σαραντάρης, οι οποίοι είχαν γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη και σε πόλεις της Ανατολικής Θράκης. Η Έρη Σταυροπούλου αποδίδει αυτήν τη δυσαναλογία στη φύση της εμπειρίας που οι πνευματικοί δημιουργοί κλήθηκαν να εκφράσουν, μιας εμπειρίας τραυματικής: «Είναι γεγονός ότι η ανάγκη να αποδοθούν οι τραγικές συνέπειες του Ελληνισμού σε μια ανεπτυγμένη αφήγηση μπορούσε να
ΤΟ ΖΗΤΟΎΜΕΝΟ ΉΤΑΝ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΊΝΕΙ ΖΩΝΤΑΝΉ Η ΑΝΆΜΝΗΣΗ, ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΗΘΕΊ ΜΕ ΚΆΘΕ ΛΕΠΤΟΜΈΡΕΙΑ Η ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΉ ΕΜΠΕΙΡΊΑ ΣΤΗ ΜΝΉΜΗ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΉ ΑΛΛΆ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΉ.
καλυφθεί μόνο με τον πεζό λόγο. Αντίθετα, ο συνοπτικός, υπαινικτικός και μεταφορικός ποιητικός λόγος, αν και συναισθηματικά ισχυρότερος, χάνει στη λεπτομερή απεικόνιση των γεγονότων και στην αφήγηση προσωπικών ιστοριών». Το ζητούμενο, λοιπόν, ήταν να παραμείνει ζωντανή η ανάμνηση, να διατηρηθεί με κάθε λεπτομέρεια η προσφυγική εμπειρία στη μνήμη, προσωπική αλλά και συλλογική. Αν θέλαμε να χωρίσουμε τη λογοτεχνική παραγωγή σε κατηγορίες, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρεις κύριες θεματικές ενότητες: 1. Την αναπαράσταση της ευτυχισμένης ζωής στη Μικρά Ασία 2. Την περιγραφή της Καταστροφής του 1922 και του ξεριζωμού των ελληνικών πληθυσμών 3. Την εγκατάσταση και ενσωμάτωση των προσφύγων στην Ελλάδα. Μια εκτενής αναφορά στα μυθιστορήματα κάθε ενότητας δεν είναι ασφαλώς δυνατή στο πλαίσιο αυτού του κειμένου. Ωστόσο, κάποια σημαντικά παραδείγματα αξίζει να αναφερθούν. Στην ενότητα της νοσταλγίας για τις χαμένες πατρίδες εντάσσονται η Αιολική Γη (1943) του Ηλία Βενέζη, το Στου Χατζηφράγκου (1962) του Κοσμά Πολίτη, το Αϊβαλί η πατρίδα μου (1962) του Φώτη Κόντογλου και το Σπορά δίχως θερισμό (1975) του Παύλου Φλώρου. Τα παραπάνω έργα αναφέρονται στη Μικρά Ασία, με τη Σμύρνη να πρωταγωνιστεί στα περισσότερα από αυτά. Η ζωή στην Κωνσταντινούπολη αναπαρίσταται στα μυθιστορήματα Ο Λεωνής (1940) του Γιώργου Θεοτοκά, Εκείνοι που έμειναν (1933) και Το καλοκαίρι πέρασε (1943) της Τατιάνας Σταύρου, Η φυλή των ανθρώπων (1932), Ο Χατζή Μανουήλ (1956) και Η παγίδα (1962) του Θράσου Καστανάκη και Λωξάντρα (1963) της Μαρίας Ιορδανίδου. Το τραύμα του ξεριζωμού και η απώλεια της πατρίδας έχουν ως αποτέλεσμα την απόδοση μιας εξιδανικευμένης εικόνας του τόπου προέλευσης των προσφύγων
lifo
68
Η Μικρά Ασία το 1922 και η προσφυγιά στις τέχνες και τα γράμματα
γιωργοσ σαρανταρησ
πετροσ πικροσ
κοσμασ πολιτησ
μενελαοσ λουντεμησ
2
συγγραφέων, όπου η πατρίδα, εκτός από «χαμένη», γίνεται και «αλησμόνητη». Η ζωή εκεί παρουσιάζεται ονειρική και εκ διαμέτρου αντίθετη με την καταθλιπτική και γκρίζα εικόνα της καταστροφής και της προσφυγιάς. Η τραυματική εμπειρία του πολέμου και της Μικρασιατικής Καταστροφής αποτελεί το κύριο θέμα στα μυθιστορήματα Η ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929) του Στρατή Δούκα, Το νούμερο 31328 (1931) του Ηλία Βενέζη και Ματωμένα Χώματα (1962) της Διδώς Σωτηρίου. Αν και τα τρία αυτά έργα βασίζονται σε βιωματικό υλικό και διαπνέονται από έντονο αντιπολεμικό και αντιηρωικό πνεύμα, η περιγραφή των δοκιμασιών, η αποτίμηση των γεγονότων και η απόδοση ευθυνών διαφοροποιείται από τον έναν συγγραφέα στον άλλο. Ο Βενέζης, έχοντας βιώσει ως έφηβος ακόμα την επώδυνη αιχμαλωσία στα καταναγκαστικά τάγματα εργασίας των Τούρκων, προσπαθεί να ανασυνθέσει από μνήμης τον εφιάλτη που έζησε, προσδίδοντας ουσιαστικά στο κείμενό του τη μορφή μαρτυρίας. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο έργο του Δούκα, το αφήγημα του οποίου στηρίζεται στην ιστορία του πρόσφυγα Νικόλα Καζάκογλου. Στην εμπειρία ενός άλλου πρόσφυγα, του Μανώλη Αξιώτη, βασίζεται και το πολυδιαβασμένο βιβλίο της Σωτηρίου, η οποία, σε αντίθεση με τους δύο προηγούμενους συγγραφείς, λαμβάνει σαφή ιδεολογική θέση απέναντι στα γεγονότα τα οποία περιγράφει. Τις δυσκολίες και τις προκλήσεις που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες κατά τη διαδικασία εγκατάστασης και ενσωμάτωσής τους στην Ελλάδα πραγματεύονται οι Πρώτες Ρίζες (1936) της Τατιάνας Σταύρου, η Αργώ (1936) του Γιώργου Θεοτοκά, η Γαλήνη (1939) του Ηλία Βενέζη, η Αστροφεγγιά (1945) του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, η Παναγιά η Γοργόνα (1949) του Στρατή Μυριβήλη, το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1954) και οι Αδερφοφάδες (1963) του Νίκου Καζαντζάκη και η Ξεριζωμένη γενιά. Το χρονικό της προσφυγιάς στη Θεσσαλονίκη (1977) της Ιφιγένειας Χρυσοχόου. Ήρωες των συγκεκριμένων
69
1 δεκεμβριου 2016
γιωργοσ θεοτοκασ αντωνησ βουσβουνησ
μαρία ιορδανίδου
ηλιασ βενεζησ
2. Γιώργος Σικελιώτης, «Παράγκες». Συλλογή Φωτεινής Τριανταφύλλη
δημhτρης καμοyζης
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
3
3. Εξώφυλλα για τα μυθιστορήματα Αιολική Γη και Το Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη. 4. Βάσος Καπάνταης, «Μικρασιατική Μα», 1968. Φωτογραφία: Δημήτρης Ταμβίσκος και Γιώργος Χατζημιχάλης. Από τον κατάλογο Βάσος Καπάνταης, Γλύπτης © Εκδόσεις Άγρα / Μουσείο Μπενάκη
4
70
Η Μικρά Ασία το 1922 και η προσφυγιά στις τέχνες και τα γράμματα
μυθιστορημάτων είναι κυρίως οι πρόσφυγες και οι γηγενείς. Ο ντόπιος ή «Παλαιοελλαδίτης» παρουσιάζεται μέσα από το φίλτρο της προσφυγικής ψυχολογίας και η τοπική κοινωνία συνήθως καταγγέλλεται για τον ρατσισμό, την επιφυλακτικότητα και την άρνησή της να ενσωματώσει τους πρόσφυγες. Υπάρχουν, βέβαια, και περιπτώσεις όπου αποδίδεται μια ισορροπημένη εικόνα της σχέσης προσφύγων και γηγενών και των ευθυνών που βαραίνουν και τις δύο πλευρές, όπως στο μυθιστόρημα Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια (1932) του Μυριβήλη. Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει και σε δύο έργα που καλύπτουν και τις τρεις φάσεις της Μικρασιατικής Καταστροφής, το Οι νεκροί περιμένουν (1959) της Διδώς Σωτηρίου και Τα παιδιά της Νιόβης (τ. Α’-Β’, 1988 / τ. Γ’-Δ’, 1995) του Τάσου Αθανασιάδη. Κοινός τόπος στη λογοτεχνία που αναφέρεται στην Καταστροφή και τις συνέπειές της είναι από τη μια μεριά η αναπαράσταση των προσφύγων ως ανθρώπων φοβισμένων και καταρρακωμένων από τις κακουχίες και από την άλλη η προβολή της ελληνικότητάς τους και της σύνδεσής τους με τους Ελλαδίτες «αδελφούς» τους. Η αντίθεση ανάμεσα σε αυτές τις δύο εικόνες είναι έκδηλη. Ενώ οι πρόσφυγες στερούνται στέγης, τροφής, περίθαλψης και κάποτε αξιοπρέπειας λόγω της μη αποδοχής ή ενσωμάτωσής τους στην ελλαδική κοινωνία και στο εθνικό σύνολο, εξακολουθούν να αισθάνονται και να δηλώνουν Έλληνες. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι βρισκόμαστε ακόμα στον απόηχο της μεγαλοϊδεατικής πολιτικής του ελληνικού κράτους. Συνεπώς, η απογοήτευση των προσφύγων ήταν σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη, αν αναλογιστεί κανείς την ταύτιση των Ρωμιών της Μικράς Ασίας με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τη δημόσια και έμπρακτη υποστήριξή τους
μεσοπολεμικής ζωγραφικής, αποτελούν τις πρώτες απόπειρες του Κόντογλου να αποτυπώσει την εμπειρία της προσφυγιάς. Τόπος και των τριών είναι οι Ποδαράδες, η μετέπειτα προσφυγική συνοικία της Νέας Ιωνίας. Το έργο, όμως, στο οποίο μορφοποιείται με ενάργεια ο καημός της προσφυγιάς είναι ένας πίνακας μεγάλων διαστάσεων που χρονολογείται γύρω στο 1930 και έχει πάρει κατά καιρούς διάφορους τίτλους: «Πρόσφυγες», « Έλληνες Όμηροι», «Αιχμάλωτοι» και «Κοιλάς του Κλαυθμώνος». Η σύνθεση αποτελείται από 16 άνδρες διαφόρων ηλικιών, μισόγυμνους, οι οποίοι πατούν σε χαμηλό πρασινόχρωμο λόφο, σπαρμένο με κόκαλα και νεκροκεφαλές. Η πρόθεση του Κόντογλου είναι να απεικονίσει τα μαρτύρια των προσφύγων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι σκελετωμένοι γέροντες στηρίζουν τους νέους που λιποψυχούν, τονίζοντας την επικοινωνία νέων και ηλικιωμένων, οι οποίοι στις δοκιμασίες και στις θλίψεις είναι ενωμένοι. Ο Γιώργος Σικελιώτης εγκατέλειψε τη Σμύρνη το 1922 μαζί με τη μητέρα του και τη μικρότερη αδερφή του, ενώ ο πατέρας του είχε πιαστεί αιχμάλωτος των Τούρκων. Μετά από μια περιήγηση σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, η οικογένεια κατέληξε στην Καισαριανή, όπου ο ζωγράφος πέρασε τα εφηβικά του χρόνια. Ο συνοικισμός της Καισαριανής και οι άνθρωποί του αποτέλεσαν την έμπνευση του Σικελιώτη. Οι νοσταλγίες και οι αναμνήσεις, οι προσδοκίες και οι ελπίδες στοιχειώνουν τις πολυσυζητημένες «Παράγκες» του της δεκαετίας του 1950 και του 1960. Στα πολλά έργα του με θέμα την οικογένεια και τη μητρότητα, οι μητέρες –γήινες και στιβαρές– ανάγονται σε αρχέτυπα διαχρονικά σύμβολα προστασίας των παιδιών από τα παράλογα πάθη και τα δεινά των πολέμων και των διωγμών.
Η ΜΟΥΣΙΚΉ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΎΔΙ ΜΕΤΈΔΩΣΑΝ ΣΕ ΆΛΛΕΣ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΈΣ, ΜΗ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΈΣ ΟΜΆΔΕΣ, ΚΑΘΏΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΕΠΌΜΕΝΕΣ ΓΕΝΙΈΣ, ΤΟ ΑΊΣΘΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΏΛΕΙΑΣ, ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΊΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΆΣ ΠΟΥ ΠΡΟΞΈΝΗΣΕ Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΉ ΤΟΥ 1922. 5
στο πρόγραμμα του ελληνικού αλυτρωτισμού κατά την περίοδο 1919-1922. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εικόνα των Τούρκων, όπου παρατηρείται μια σαφής διάκριση ανάμεσα στους καλούς ή σε κάποιες περιπτώσεις αφελείς Τούρκους, με τους οποίους οι ήρωες συμβίωναν αρμονικά, και στον σκληρό και απάνθρωπο «εθνικό εχθρό» που οργάνωσε και εκτέλεσε τα βασανιστήρια και τους εξευτελισμούς του μικρασιατικού Ελληνισμού. Όπως πολύ σωστά συμπεραίνει ο Μιχάλης Βαρλάς, «η λογοτεχνία παγίωσε αντιλήψεις και καθιέρωσε χαρακτήρες και αναπαραστάσεις του πρόσφυγα και του Μικρασιάτη στην ελληνική κοινωνία. [...] Διαδεδομένες μέχρι σήμερα εικόνες του “Μικρασιάτη Έλληνα”, του “πρόσφυγα” και του “Τούρκου” χρωστάνε πολλά στη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου και της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου». Σε αυτές τις εικόνες θα προσθέταμε και εκείνη του «ντόπιου» ή «Παλαιοελλαδίτη». Ανάλογο ρόλο στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης διαδραμάτισαν και οι εικαστικές τέχνες, με κύριους εκπροσώπους τον Φώτη Κόντογλου, τον Σμυρνιό ζωγράφο Γιώργο Σικελιώτη και τον γλύπτη Βάσο Καπάνταη, ο οποίος γεννήθηκε το 1924 στη Μυτιλήνη από γονείς Μικρασιάτες της Περγάμου. Ο Κόντογλου επηρεάστηκε βαθύτατα από τα γεγονότα της εποχής του. Στη ζωγραφική του όμως δεν περιγράφει σκηνές από την Καταστροφή. Εκείνο που θέλει να εκφράσει τόσο με τα γραπτά του όσο και με τους πίνακές του είναι ο καημός της προσφυγιάς που και ο ίδιος βίωσε. Ο τυφλός πρόσφυγας που ζητιανεύει (1923), η πρώτη εγκατάσταση στις παράγκες και τα προσφυγικά (1923) και η προσωπογραφία του συμπατριώτη του Νικολάου Χρυσοχόου (1924), ένα από τα πιο σημαντικά πορτρέτα της ελληνικής
71
1 δεκεμβριου 2016
6
Ο Βάσος Καπάνταης έστρεψε το δημιουργικό βλέμμα του στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, προσφέροντας σημαντικά μνημειακά γλυπτά, όπως η «Μικρασιατική Μα» (1968), η «Αναθηματική Στήλη» (1969), το «Ηρώο της Περγάμου» (1978) και η «Σμύρνα» (1985). Ο Καπάνταης θεωρούσε κέντρο της γλυπτικής του το σύμπλεγμα των μνημείων στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, με κυριότερο το «Ηρώο της Περγάμου», όπου η τραγωδία των μορφών τονίζεται από τα χαοτικά, τρύπια μάτια των προσώπων. Όσο για τη «Σμύρνα», ο Άγγελος Δεληβορριάς θα γράψει ότι «η προσωποποίηση της καμένης μικρασιατικής πόλης, όπου παίχτηκε το τελευταίο επεισόδιο της τραγωδίας του 1922, προβάλλει εδώ σαν θελκτική γυναικεία μορφή με την εύγλωττη επιγραφή “Σμύρνα” [...] Στα καθέκαστα της μορφοπλασίας διαχέεται και πάλι ως πρωτεύον εικαστικό αίτημα η ανάγκη της θύμησης». Η μουσική και το τραγούδι μετέδωσαν σε άλλες πληθυσμιακές, μη προσφυγικές ομάδες, καθώς και στις επόμενες γενιές, το αίσθημα της απώλειας, της νοσταλγίας και της προσφυγιάς που προξένησε η Καταστροφή του 1922. Το μεσοπολεμικό λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι διαμορφώθηκε σε σημαντικό βαθμό από τους πρόσφυγες και διαδόθηκε, κυρίως λόγω της εμφάνισης του φωνόγραφου στην Ελλάδα, σε ευρύτατα στρώματα της ελλαδικής κοινωνίας τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Το θέμα του ξεριζωμού, των χαμένων πατρίδων και της προσφυγιάς επανέφεραν στο τραγούδι νεότεροι δημιουργοί, όπως ο Απόστολος Καλδάρας με τη «Μικρά Ασία» (1972) σε στίχους Πυθαγόρα, ο Δήμος Μούτσης με τον δίσκο «Άγιος Φεβρουάριος» (1972) σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, ο Σταύρος Ξαρχάκος με το «Ρεμπέτικο» (1983) από την ομώνυμη ταινία του
5. Αφίσα για την ταινία Συνοικία το Όνειρο που σκηνοθέτησε ο Αλέκος Αλεξανδράκης. 6. Το εξώφυλλο του δίσκου «Βρώμικο Ψωμί» του Διονύση Σαββόπουλου.
δημhτρης καμοyζης
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Κώστα Φέρρη σε στίχους του Νίκου Γκάτσου και ο Διονύσης Σαββόπουλος με το τραγούδι «Ζεϊμπέκικο» από τον δίσκο «Βρώμικο Ψωμί» (1972), το οποίο όμως έμεινε γνωστό από τη θρυλική φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου στην περίφημη ηχογράφηση του δίσκου «10 Χρόνια Κομμάτια» (1975). Στο θέατρο η απήχηση του τραύματος του 1922 ήταν περιορισμένη, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες δεκαετίες που η εθνική θεματολογία είχε τροφοδοτήσει το πατριωτικό δράμα και την πολεμική επιθεώρηση, οι θεατρικοί συγγραφείς στέκονται αμήχανοι απέναντι στο πρόβλημα των προσφύγων. Κατά συνέπεια, «δημιουργείται μια απόσταση από τα πολιτικά πράγματα, η οποία επιτείνεται από τις συνεχείς πολιτειακές μεταβολές, τις εμβόλιμες απαγορεύσεις και την επιβολή λογοκρισίας». Αντιθέτως, η τραυματική εμπειρία της Καταστροφής και της Εξόδου των Μικρασιατών αποτυπώθηκε ευρύτατα από τον φωτογραφικό, κινηματογραφικό και εσχάτως τηλεοπτικό φακό υπό τη μορφή λευκωμάτων, ρεπορτάζ, ντοκιμαντέρ, ταινιών μυθοπλασίας και τηλεοπτικών σειρών. Οι εικόνες της φλεγόμενης προκυμαίας της Σμύρνης, των πανικόβλητων Ελλήνων, της αποχώρησης των προσφύγων και των πρόχειρων καταυλισμών τους στη χώρα υποδοχής φωτογραφήθηκαν και κινηματογραφήθηκαν αρχικά για τα Επίκαιρα της εποχής, αποκτώντας συμβολική αξία στη συλλογική μνήμη όχι μόνο των προσφύγων αλλά ολόκληρου του ελληνικού έθνους. Μάλιστα, το συγκεκριμένο αρχειακό υλικό του Γιώργου Προκοπίου χρησιμοποιήθηκε από τον Βασίλη Μάρο για την ταινία του η Τραγωδία του Αιγαίου (1961), η οποία αποτελεί έργο-σταθμό για το ελληνικό ντοκιμαντέρ. Της ταινίας του Μάρου είχε προηγηθεί η Μαγική Πόλη (1954) του Νίκου Κούνδουρου, στην οποία για πρώτη φορά μια εξαθλιωμένη προσφυγική συνοικία των Αθηνών κοντά στη Συγγρού, το Δουργούτι, έγινε σκηνικό ταινίας, επιτρέποντας στον καλλιτέχνη να προβάλει τα άλυτα προβλήματα των προσφύγων. Στο ίδιο μοτίβο νεορεαλισμού κινείται και η πολύπαθη ταινία Συνοικία το Όνειρο (1961) του σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή Αλέκου Αλεξανδράκη. Γυρισμένη στον Ασύρματο, μια παραγκούπολη στα Άνω Πετράλωνα φτιαγμένη από πρόσφυγες, η ταινία περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο τις μάταιες προσπάθειες των κεντρικών χαρακτήρων να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την ανέχεια. Όπως και στη Μαγική Πόλη, οι πρόσφυγες παραχώρησαν τα σπίτια τους για τα γυρίσματα και συμμετείχαν και οι ίδιοι ως κομπάρσοι. Το έργο, βασισμένο σε σενάριο των Τάσου Λειβαδίτη και Κώστα Κοτζιά, θεωρήθηκε προϊόν κομμουνιστικής προπαγάνδας και λογοκρίθηκε σκληρά επειδή «δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας». Τελικά, παίχτηκε στις αίθουσες –έστω και πετσοκομμένο– ύστερα από προσωπική παρέμβαση της εκδότριας Ελένης Βλάχου στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η πρώτη προβολή συνοδεύτηκε από επεισόδια, καθώς η αστυνομία αποπειράθηκε να εμποδίσει την είσοδο του κοινού στον κινηματογράφο. Κάτι ανάλογο συνέβη και στις επαρχιακές αίθουσες, ενώ στις «εθνικά ευαίσθητες περιοχές» δεν προβλήθηκε ποτέ κατόπιν αυστηρής απαγορευτικής διαταγής. Παρά τις δυσκολίες και τις διώξεις, όμως, η ταινία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1961, ενώ ανεξίτηλο παρέμεινε στη μνήμη το τραγούδι της «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» που ερμήνευσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη.
7. Η οδύνη του Γιώργου Σεφέρη για τη Μικρασιατική Καταστροφή, όπως τη διατυπώνει η Ιωάννα Τσάτσου στο βιβλίο Ο αδερφός μου Γιώργος Σεφέρης (Εκδόσεις Εστία).
Τη δεκαετία του 1960, κατά την οποία κυριαρχεί το λαϊκό μελόδραμα, η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου (1969) του Απόστολου Τεγόπουλου αποτελεί μία από τις ελάχιστες ταινίες μυθοπλασίας που ασχολούνται με τη Μικρασιατική Καταστροφή και τις συνέπειές της. Ασφαλώς, στόχος της ταινίας δεν είναι να αποδώσει με ρεαλισμό και ιστορική ακρίβεια το ζήτημα των προσφύγων αλλά να συγκινήσει τον θεατή και να τον κάνει να ταυτιστεί με τον πρωταγωνιστή, τον λαϊκό ήρωα. Στη συζήτηση για την τροφοδότηση της συλλογικής μνήμης δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι «οι λαϊκές αφηγήσεις περιέχουν κρυπτογραφημένη την αίσθηση Ιστορίας και Μοίρας». Έτσι, σε μια εποχή που στην Ελλάδα ο κινηματογράφος συνιστά το δημοφιλέστερο μέσο ψυχαγωγίας, καθώς η τηλεόραση βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο στάδιο, οι περίπου 400.000 θεατές που παρακολούθησαν την ταινία αποτέλεσαν τους δέκτες μιας μαζικής υπενθύμισης του δράματος των προσφύγων και των χαμένων πατρίδων. Σε αντίθεση με τα κινηματογραφικά μελοδράματα, ο Κούνδουρος θα γυρίσει το 1978 την ταινία 1922, η οποία βασίστηκε στο μυθιστόρημα Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη και συνιστά την πρώτη ρεαλιστική αναπαράσταση της Μικρασιατικής Εκστρατείας και Καταστροφής. Ο σκηνοθέτης καταγράφει τα τραγικά γεγονότα και συνθέτει ένα συγκλονιστικό ιστορικό δοκίμιο και μια καταγγελία για τη φρίκη του πολέμου, χωρίς να ξεφεύγει ωστόσο από τις στερεότυπες αναπαραστάσεις τόσο των Μικρασιατών όσο και των Τούρκων.
To 1983 κυκλοφορεί στις αίθουσες το Ρεμπέτικο του Κώστα Φέρρη που αναφέρεται στη ζωή μιας ρεμπέτισσας, της Μαρίκας, ο χαρακτήρας της οποίας παραπέμπει στη Μαρίκα Νίνου. Μέσα από την ιστορία της Μαρίκας η ταινία παρουσιάζει τη ζωή των ρεμπετών, των τραγουδιστών του περιθωρίου και των λαϊκών τάξεων, εξετάζοντας όμως παράλληλα και το κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής. Η καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία της ταινίας και της μουσικής που τη συνοδεύει την κατέστησαν εξαιρετικά δημοφιλή και συντέλεσε σημαντικά στην αύξηση του λαϊκού ενδιαφέροντος για το ρεμπέτικο τραγούδι και τη μικρασιατική κουλτούρα γενικότερα. Ασφαλώς, στη συγκεκριμένη θεματολογία ανήκει και μια ξένη παραγωγή, η ταινία America, America (1963) του γεννημένου στην Κωνσταντινούπολη και με καταγωγή από την Καισάρεια, Ελία Καζάν, η οποία περιγράφει την προσπάθεια του νεαρού Μικρασιάτη Σταύρου Τοπούζογλου να μεταναστεύσει στην Αμερική. Το έργο αγγίζει την ιστορία εκείνων που εγκατέλειψαν τη γενέθλια γη πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή και πραγματοποίησαν το υπερατλαντικό ταξίδι για μια καλύτερη ζωή στην Αμερική. Κλείνοντας, οφείλει να αναφερθεί κανείς συνοπτικά στις τηλεοπτικές σειρές που βασίστηκαν κυρίως στη μεταφορά λογοτεχνικών έργων στην τηλεόραση όπως το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1975), η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια (1979), η Λωξάντρα (1980), η Αστροφεγγιά (1980), το Μινόρε της αυγής (1983) και πιο πρόσφατα τα Παιδιά της Νιόβης (2004-5) και τα Ματωμένα Χώματα (2008). Οι σειρές αυτές ουσιαστικά έφεραν σε επαφή τις νεότερες γενιές με το ζήτημα της Καταστροφής και των προσφύγων, κυρίως λόγω της αμεσότητας και μαζικότητας του τηλεοπτικού μέσου. Συμπερασματικά, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η λογοτεχνία, οι εικαστικές τέχνες, η μουσική, ο κινηματογράφος και η τηλεόραση τροφοδότησαν με αναπαραστάσεις και εικόνες τη συλλογική μνήμη και διαμόρφωσαν τις προσλαμβάνουσες των επόμενων γενεών, ώστε να υποδεχθούν μια ιστορική εμπειρία και γνώση διαμεσολαβημένη σε μεγάλο βαθμό από αυτά τα εκφραστικά μέσα. Παράλληλα, όμως, το αφήγημα της Μικρασιατικής Καταστροφής αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία δομήθηκε και έγινε τελικά αποδεκτή από την ελληνική κοινωνία μια προσφυγική ταυτότητα ιδιαίτερη και διαφορετική από την «παλαιοελλαδίτικη». Κατά συνέπεια, η περιοδική ενθύμηση της Καταστροφής στην ελληνική κοινωνία και η εγγραφή του προσφυγικού αφηγήματος στο εθνικό ιστορικό αφήγημα – διαδικασίες στις οποίες οι τέχνες και τα γράμματα έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο– συνέβαλαν ουσιαστικά στη σταδιακή ενσωμάτωση των προσφύγων στο εθνικό σύνολο. ¶
πηγεσ America America, www.afi.com, τελευταία πρόσβαση 27 Σεπτεμβρίου 2016 / Βαρλάς, Μιχάλης. «Η διαμόρφωση της προσφυγικής μνήμης», στο Γιώργος Τζεδόπουλος (επιμ.). Πέρα από την καταστροφή. Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Αθήνα, 2003, σ. 148-174. / Δελβερούδη, Ελίζα-Άννα. «Θέατρο», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.). Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Ο Μεσοπόλεμος, 1922-1940. Β’ τόμος, μέρος 2ο, Αθήνα, 2003, σ. 378-399. / Δημαράς, Κωνσταντίνος Θ. Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας. Αθήνα, 2000 (9η έκδοση). / Δραγούμης, Μάρκος. «Οι πρόσφυγες του 1922 και η μουσική τους δραστηριότητα στη νέα τους πατρίδα», στο Νίκος Ανδριώτης (επιμ.). Η αττική γη υποδέχεται τους πρόσφυγες του ’22. Αθήνα, 2006, σ. 86-93. / Εξερτζόγλου, Χάρης, «Η ιστορία της προσφυγικής μνήμης», στο Αντώνης Λιάκος (επιμ.). Το 1922 και οι πρόσφυγες. Μια νέα ματιά. Αθήνα, 2011, σ. 191-201. / Hirschon, Renée. Κληρονόμοι της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η κοινωνική ζωή των Μικρασιατών προσφύγων στον Πειραιά. Αθήνα, 2004. / Ζέη, Ελευθερία. «Μικρασιατική Καταστροφή και Λογοτεχνία», Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μικρά Ασία, Αθήνα, 2002, asiaminor.ehw.gr, τελευταία πρόσβαση 27 Σεπτεμβρίου 2016. / Ζίας, Νίκος. «Η εικαστική δημιουργία των προσφύγων», στο Νίκος Ανδριώτης (επιμ.). Η αττική γη υποδέχεται τους πρόσφυγες του ’22. σ. 70-79. / Ζουμπουλάκης, Γιάννης. «Μια θρυλική συνοικία, μια καταραμένη ταινία». Το Βήμα (5 Ιουνίου 2011). / Καλούδη, Κωστούλα Σ. Η Μικρασιατική Καταστροφή στον ελληνικό κινηματογράφο. Αθήνα, 2001. / Κούρια, Αφροδίτη. «Όψεις της μητρότητας στη νεοελληνική τέχνη», στο Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα (επιμ.). Αφιέρωμα στην Ελληνίδα μάνα. Η μητρότητα στη νεοελληνική τέχνη. Αθήνα, 2009, σ. 17-19. / Λαμπράκη-Πλάκα, Μαρίνα. «Το θέμα της μάνας στην τέχνη. Μητέρα-Θεά, Μήτηρ Θεού, Μητέρα του Ανθρώπου», στο Μαρίνα ΛαμπράκηΠλάκα (επιμ.). Αφιέρωμα στην Ελληνίδα Μάνα. Η Μητρότητα στην Νεοελληνική Τέχνη. Αθήνα, 2009, σ. 11-14. / Μαυρωτάς, Τάκης. «Παλιές και νέες πατρίδες», στο Νίκος Ανδριώτης (επιμ.). Η αττική γη υποδέχεται τους πρόσφυγες του ’22. σ. 80-85. / Μήλλας, Ηρακλής. Εικόνες Ελλήνων και Τούρκων. Σχολικά βιβλία, ιστοριογραφία, λογοτεχνία και εθνικά στερεότυπα. Αθήνα, 2005. / Ξανθόπουλος, Νίκος. Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα. Αθήνα, 2005. / Σταυροπούλου, Έρη. «Πρόσφυγες και λογοτεχνία», στο Νίκος Ανδριώτης (επιμ.). Η αττική γη υποδέχεται τους πρόσφυγες του ’22. Αθήνα, 2006, σ. 56-69.
lifo
72
«… Γιατί να μην ήταν βολετό να είχα ξεκληριστεί κι εγώ, μαζί με τ’ άλλα τα παιδιά που ξεκληριστήκανε πέρα στους κάμπους της ντροπής, από βλακείες ηλιθίων εγωιστών… όλοι μας είμαστε με δάκρυα στα μάτια, μα είναι δυνατόν να ξαναπέσει η Σμύρνη στα χέρια του Τούρκου, το χωράει το κεφάλι ανθρώπου· τώρα που σου γράφω το μισοφέγγαρο ίσως στο κονάκι, και ο ήλιος βασιλεύει ήσυχος σαν και πάντα… Είμαι δυστυχισμένος, αδερφή μου…»
7
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
1. Στις 13 Απριλίου 1924 πραγματοποιήθηκε το δημοψήφισμα για την κατάργηση της μοναρχίας με ποσοστό 69,99% υπέρ και 30,01% κατά. Δικαίωμα ψήφου είχαν οι ντόπιοι, οι πρόσφυγες, οι μειονότητες και οι στρατιώτες. Οι πρόσφυγες υπολογίζονταν σε 150.000, οι μουσουλμάνοι σε 50.000 και ο στρατός σε 100-140.000. Οι πρόσφυγες και ο στρατός ψήφισαν στην πλειοψηφία τους υπέρ της δημοκρατίας.
1
Οι προσφυγικοί συνοικισμοί της Αθήνας, συνώνυμοι της περιθωριοποίησης και αδιάφοροι για τα κηρύγματα της επαναστατικής ανατροπής, «ένα αχρείαστο πρόβλημα» για τους γηγενείς, βρέθηκαν μετέωροι ανάμεσα στις πολιτικές μεταβολές που έφεραν η κρίση του Μεσοπολέμου, η Κατοχή και ο Εμφύλιος και στις μεγαλόστομες υποσχέσεις των κομμάτων. κωστhς καρπoζηλος
Iστορικός και Διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ)
9
ΑΠΌ ΘΎΜΑΤΑ, ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΈΣ lifo
74
2
75
1 δεκεμβριου 2016
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
2. (προηγούμενες σελίδες) Οικογένεια σε προσφυγικό σπίτι στη Δραπετσώνα. Φωτογραφία Δημήτρη Χαρισιάδη Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείο Μπενάκη 3. Πρωτοσέλιδο εφημερίδας «ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ» 4. Σημάδια από τα γεγονότα των Δεκεμβριανών στα κτίρια επί της οδού Βρυούλων, στην Καισαριάνη, http:// kokkinosfakelos. blogspot.gr 3
4
Πρόσφυγες: Από θύματα, πρωταγωνιστές
Σ
τη συμβολή των οδών Φώκαιας και Βρυούλων, στην είσοδο της Καισαριανής, ένα σύμπλεγμα τριώροφων κατοικιών του Μεσοπολέμου υπενθυμίζει τη μεγάλη περιπέτεια της προσφυγικής εγκατάστασης. Προορισμένα για λίγους τυχερούς ανάμεσα στους χιλιάδες που εποίκισαν την περιοχή, τα τριώροφα κτίσματα πρότειναν τη μοντερνιστική ομοιομορφία ως αντίβαρο στο χάος της άναρχης εγκατάστασης που μεταμόρφωνε τους αναδυόμενους συνοικισμούς πέριξ του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Η περίπτωση της Καισαριανής είναι ενδεικτική της ραγδαίας αλλαγής: τις παραμονές της Μικρασιατικής Καταστροφής οι κάτοικοί της δεν ξεπερνούσαν τις μερικές δεκάδες· το 1928 περισσότεροι από δεκαπέντε χιλιάδες άνθρωποι ζούσαν σε αυτοσχέδια παραπήγματα που με τη σειρά τους συγκροτούσαν ένα δαιδαλώδες οικιστικό πλέγμα. Στο εσωτερικό του, τα ομοιόμορφα διώροφα και τριώροφα κτίσματα της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων αποτελούσαν νησίδες διεξόδου από την ασφυκτική καθημερινότητα της παραγκούπολης. Σχεδόν έναν αιώνα μετά, τα κτίσματα αυτά παραμένουν νησίδες μέσα σε ένα διαφορετικό οικιστικό αρχιπέλαγος. Αποτελούν, πλέον, σπάνια τεκμήρια του προσφυγικού παρελθόντος της πόλης μέσα στη σύγχρονη εικόνα των εργατικών και λαϊκών συνοικισμών. Οι τριώροφες προσφυγικές κατοικίες προσφέρουν μια στρωματογραφία του ελληνικού εικοστού αιώνα. Οι αρχιτεκτονικές τους προδιαγραφές φανερώνουν την επιρροή του μοντερνισμού, την αναζήτηση της κεντρικής ρύθμισης του κοινωνικού ζητήματος, τις εκσυγχρονιστικές, συνήθως ημιτελείς προσπάθειες ενσωμάτωσης των προσφυγικών πληθυσμών στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Την ίδια στιγμή, οι πυκνές παρεμβάσεις των κατοίκων τους −ορατές στους κλεισμένους ημι-υπαίθριους, στα χτισμένα παράθυρα, στα εξέχοντα κλιματιστικά και στις ορθωμένες κεραίες− υπογραμμίζουν τον διαρκή μετασχηματισμό του κατοικημένου χώρου, τις νέες καταναλωτικές δυνατότητες και τις αδιάκοπες πληθυσμιακές μετακινήσεις που μεταμορφώνουν, ιδίως σήμερα, την αθηναϊκή καθημερινότητα. Τέλος, οι προσόψεις των τριώροφων κτισμάτων στην είσοδο της Καισαριανής συμπυκνώνουν μια κρίσιμη ιστορική στιγμή: τη μάχη της Αθήνας, την αναμέτρηση του Δεκεμβρίου του 1944 που οριοθέτησε τη μετάβαση από την αντιφασιστική ενότητα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην ελληνική εμφύλια σύγκρουση και τον Ψυχρό Πόλεμο. Στην περίπτωση αυτή, οι χαίνουσες τρύπες δεν οφείλονται στη φυσική φθορά αλλά σε βλήματα και σφαίρες. Είναι τα ίχνη της προσπάθειας των ντόπιων μαχητών του ΕΛΑΣ να ανακόψουν την προώθηση των βρετανικών αρμάτων μάχης στη γειτονιά τους, στην «κόκκινη» Καισαριανή. Συχνά τείνουμε να συνδέουμε γραμμικά τις συνθήκες της μεσοπολεμικής προσφυγικής εγκατάστασης με τη συμμετοχή των προσφύγων στην Εθνική Αντίσταση και την ταύτισή τους με τις μεταπολεμικές περιπέτειες της ελληνικής Αριστεράς. Σύμφωνα με μια σχηματική αντίληψη, που αναπαράγεται με ποικίλους τρόπους, οι φτωχοί κάτοικοι των προσφυγικών συνοικισμών δεν μπορούσαν παρά να ταυτιστούν με το πολιτικό και κοινωνικό κίνημα που υποσχόταν τη ριζική βελτίωση της καθημερινότητάς τους. Είναι όμως τόσο απλό; Μάλλον όχι. Η οπτική αυτή, άλλωστε, παραγνωρίζει μερικά πεισματάρικα δεδομένα. Σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, και κατεξοχήν τη δεκαετία του 1920, οι προσφυγικοί πληθυσμοί της Αθήνας ήταν, στη συντριπτική τους πλειονότητα, αδιάφοροι για τα κηρύγματα της επαναστατικής ανατροπής. Ο εκλογικός χάρτης της πόλης, για παράδειγμα, φανερώνει την απόλυτη κυριαρχία του Κόμματος των Φιλελευθέρων υπό την ηγεσία του Ελευθέριου Βενιζέλου. Στα γνώριμα σημεία της εγκατάστασης των νεοφερμένων τα ποσοστά εντυπωσιάζουν. Έτσι, στην αναμέτρηση του 1928 ο βενιζελικός συνδυασμός συγκέντρωσε 97,3% στον Βύρωνα, 98,1% στη Νέα Ιωνία, 98,5% στην Καισαριανή. Τα αποτελέσματα αυτά μαρτυρούν το αυτονόητο. Η εξαθλίωση δεν οδηγεί αυτόματα στην πολιτική ριζοσπαστικοποίηση. Συνήθως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Την ίδια στιγμή όμως, και ανεξάρτητα από την εκλογική τους συμπεριφορά, οι νέοι κάτοικοι της πόλης, οι πρόσφυγες, παρουσιάζονταν στη δημόσια συζήτηση ως μια κοινωνική απειλή. Τίποτα ίσως δεν μαρτυρεί τη διάσταση αυτή περισσότερο από την ίδια την εικόνα της Αθήνας και του Πειραιά. Οι προσφυγικοί συνοικισμοί ήταν συνώνυμοι της περιθωριοποίησης: αφενός εξαιτίας των συνθηκών ζωής στο εσωτερικό τους, αφετέρου διότι η θέση τους στον συνολικό χάρτη ήταν στα περιθώρια της πόλης, μακριά από το βλέμμα των γηγενών. Εκεί βρίσκεται, νομίζω, το κλειδί για να κατανοήσουμε όσα συνέβησαν τη δεκαετία του 1940. Η ελληνική κοινωνία αντιμετώπισε τους πρόσφυγες από την πρώτη στιγμή της άφιξής
77
1 δεκεμβριου 2016
τους στο λιμάνι του Πειραιά ως ένα πρόβλημα, ως ένα ανεπιθύμητο βάρος. Το στοιχείο αυτό καθόρισε τις μετέπειτα εξελίξεις. Ανεξάρτητα από τις πατριωτικές ρητορικές εξάρσεις και ορισμένες σημαντικές, και ειλικρινείς, προσπάθειες ενσωμάτωσης, ο ελληνικός Μεσοπόλεμος σφραγίστηκε από την ανάδυση δύο ξεχωριστών κόσμων μέσα στην ίδια πόλη: την πόλη των ντόπιων και την πόλη των προσφύγων. Ο διαχωρισμός αυτός παρήγαγε εντάσεις και αντιπαλότητες, αλλά κυρίως παρήγαγε ένα σημαντικό χάσμα στην πρόσβαση στους μηχανισμούς πρόνοιας, στις ευκαιρίες κοινωνικής ανόδου, στις σχέσεις με το κράτος και τους εκπροσώπους του. Στο έδαφος αυτό η Αριστερά, και ειδικότερα το Κομμουνιστικό Κίνημα, πρόσφερε μια εξισωτική υπόσχεση, την προοπτική της κοινωνικής ισότητας μέσα από μια ριζική πολιτική μεταβολή. Σε αντίθεση με τις στερεότυπες αντιλήψεις που στα πρόσωπα των προσφύγων έβλεπαν είτε τα αθώα θύματα της Ιστορίας είτε τους πολίτες δεύτερης διαλογής, η Αριστερά αναγνώριζε σε αυτά τους ίδιους τους δημιουργούς της ιστορικής εξέλιξης. Δεν πρόκειται προφανώς για μια αποκλειστικά ελληνική ιστορία. Τα επαναστατικά κινήματα του 19ου και του 20ού αιώνα βρίσκονταν σε διαρκή διάλογο με τις κοινότητες των εκπατρισμένων, των προσφύγων, των μεταναστών, των ανθρώπων που βρίσκονταν μετέωροι ανάμεσα σε διαφορετικούς γεωγραφικούς τόπους. Ο διάλογος αυτός δεν στηριζόταν στη ρητορική ικανότητα των επαναστατών να περιγράφουν τις σκληρές συνθήκες ζωής και εργασίας των περιθωριοποιημένων πληθυσμών των πόλεων − αυτό άλλωστε θα ήταν περιττό. Σχετίζεται πολύ περισσότερο με τη δυνατότητα των επαναστατικών ιδεών να προσφέρουν μια σταθερή βεβαιότητα σε εκείνους που είχαν χάσει κάθε βεβαιότητα στη ζωή τους: ότι οι ίδιοι αποτελούσαν τους κινητήριους μοχλούς της ιστορικής εξέλιξης. Οι ιστορικές αναλογίες είναι ένας ολισθηρός, αλλά διαδεδομένος δρόμος για να καταλάβουμε τι συμβαίνει γύρω μας. Συχνά, όμως, καταφεύγουμε σε αυτές για να κατανοήσουμε φαινόμενα και μετασχηματισμούς που φαντάζουν πρωτοφανή. Έτσι, τα τελευταία χρόνια η ελληνική δημόσια συζήτηση έχει επιστρέψει στην οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο Πόλεμο για να αντλήσει ερμηνευτικά σχήματα και κυρίως να ανιχνεύσει ομοιότητες ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν. Το ίδιο συμβαίνει σήμερα με την προσφυγική κρίση ή, όπως εύστοχα έχει γράψει ο Δημήτρης Χριστόπουλος, με την κρίση υποδοχής, δηλαδή την απροθυμία των ευρωπαϊκών κοινωνιών να αποδεχτούν τους πρόσφυγες. Στο πλαίσιο αυτό, στρεφόμαστε στο προσφυγικό παρελθόν της χώρας, προσπαθώντας να δούμε τους μηχανισμούς εγκατάστασης, τις διαδικασίες ενσωμάτωσης, τις κοινωνικές εντάσεις που αυτή παρήγαγε. Ίσως εδώ θα ήταν χρήσιμο να σκεφτούμε αντίστροφα. Δεν είναι το παρελθόν αυτό που θα μας διδάξει τι συμβαίνει σήμερα αλλά οι σύγχρονες συνθήκες της σχεδιασμένης περιθωριοποίησης των προσφύγων θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε πώς είδαν οι γηγενείς τους νεοφερμένους σχεδόν έναν αιώνα πριν: ως ένα αχρείαστο πρόβλημα. Αυτή ίσως είναι η αναγκαία παραδοχή για να απελευθερώσουμε τη φαντασία μας και να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τους νέους πρόσφυγες συμπολίτες μας όχι μόνο ως θύματα της Ιστορίας αλλά ως πρωταγωνιστές της επόμενης μέρας. ¶
Η ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΚΟΙΝΩΝΊΑ ΑΝΤΙΜΕΤΏΠΙΣΕ ΤΟΥΣ ΠΡΌΣΦΥΓΕΣ ΑΠΌ ΤΗΝ ΠΡΏΤΗ ΣΤΙΓΜΉ ΤΗΣ ΆΦΙΞΉΣ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΛΙΜΆΝΙ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΆ ΩΣ ΈΝΑ ΠΡΌΒΛΗΜΑ, ΑΝΕΞΆΡΤΗΤΑ ΑΠΌ ΤΙΣ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΈΣ ΡΗΤΟΡΙΚΈΣ ΕΞΆΡΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΈΝΕΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΈΣ, ΚΑΙ ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΊΣ, ΠΡΟΣΠΆΘΕΙΕΣ ΕΝΣΩΜΆΤΩΣΗΣ, Ο ΕΛΛΗΝΙΚΌΣ ΜΕΣΟΠΌΛΕΜΟΣ ΣΦΡΑΓΊΣΤΗΚΕ ΑΠΌ ΤΗΝ ΑΝΆΔΥΣΗ ΔΎΟ ΞΕΧΩΡΙΣΤΏΝ ΚΌΣΜΩΝ ΜΈΣΑ ΣΤΗΝ ΊΔΙΑ ΠΌΛΗ: ΤΗΝ ΠΌΛΗ ΤΩΝ ΝΤΌΠΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΌΛΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΎΓΩΝ.
1. H καταστροφή της Σμύρνης. Σεπτέμβριος 1922 © Topical Press Agency/Hulton Archive/Getty Images
10
H ΈΞΟΔΟΣ Οι πέντε τόμοι που κυκλοφόρησαν από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή προσωπικών μαρτυριών των προσφύγων της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Αυτό είναι το ιστορικό της έκδοσης του μνημειώδους αυτού έργου, μαζί με μια επιλογή από αφηγήσεις που συγκλονίζουν μέχρι σήμερα. Eπιμέλεια: m. hulot
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Π
2
εριγράφομε μια χώρα που δεν τη βλέπομε, ήθη και έθιμα που τα χωρίζει κιόλας από τον τόπο όπου γεννήθηκαν 25 χρόνων ξερίζωμα, μελετούμε ιδιώματα που λίγο-λίγο ανακατεύονται και σβήνουν, συνάζομε παροιμίες, παραδόσεις και παραμύθια που αντηχούν παράξενα μακριά απ’ τη γη όπου ανθίσανε· τέλος γράφομε την τελευταία σελίδα της ιστορίας των ελληνικών πληθυσμών της Μικρασίας, δηλαδή την Έξοδο για όσους φύγανε με την Ανταλλαγή, τη σφαγή και τη φυγή, για όσους φύγανε στα 1922 αμέσως μετά την Καταστροφή». Με αυτό τον τρόπο περιέγραφε το 1948 η μουσικολόγος Μέλπω Λογοθέτη-Μερλιέ, συνιδρύτρια, μαζί με τον σύζυγό της, ελληνιστή Οκτάβιο Μερλιέ, του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών (ΚΜΣ), το κενό που ήρθε να καλύψει το ερευνητικό ίδρυμα που ξεκίνησαν το 1930, αρχικά ως Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο, με σκοπό την καταγραφή και συλλογή τραγουδιών και μουσικής των προσφύγων της Μικράς Ασίας και της Θράκης. «Το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο που ιδρύθηκε στα 1930 δεν είχε στο πρόγραμμά του την περισυλλογή της μικρασιατικής λαογραφίας» συνέχιζε η Μερλιέ. «Είχα βάλει σκοπό μου να μαζέψω κυρίως τραγούδια των προσφύγων της Θράκης και της Μικρασίας, εφήμερα καθώς είναι, ξεριζωμένα από την πατρίδα γη. Μαζί με τα τραγούδια συνάζαμε τις πληροφορίες εκείνες και το λαογραφικό υλικό που μας χρειάζουνταν για να πλαισιώσουμε τα τραγούδια μας. Στην έρευνά μας αυτή, προπάντων όσο απομακρυνόμαστε από τα δυτικά παράλια, η Μικρασία μάς αποκαλύπτουνταν σαν χώρα εντελώς ανεξερεύνητη. Πόσα χωριά ελληνικά, που ούτε και τα ονόματά τους ήτανε γνωστά και που για πάντα θα σβήνανε στην εθνική συνείδηση. Όσο άγνωστη ήταν η προαιώνια αυτή χώρα του Ελληνισμού, τόσο μας ξάφνιαζε με την ποικιλία και τον πλούτο του υλικού που ανάβρυζε σαν από αστείρευτη πηγή». Φυσική συνέπεια αυτής της εξερεύνησης και «ανακάλυψης» της Μικράς Ασίας αποτέλεσε η σύσταση του Αρχείου Μικρασιατικής Λαογραφίας το 1933, το οποίο κατέστη τμήμα του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου. Σκοπός αυτού του τμήματος ήταν η καταγραφή και η διαφύλαξη των στοιχείων και των τεκμηρίων που συνθέτουν την ιστορία και τον πολιτισμό των ελληνικών κοινοτήτων της Μικράς Ασίας. Με τον τρόπο αυτό η Μέλπω και ο Οκτάβιος Μερλιέ τέθηκαν επικεφαλής μιας κίνησης για τη διάσωση της πρόσφατης μικρασιατικής ιστορίας και πραγματοποίησαν ό,τι δεν ανέλαβαν ή δεν αποτόλμησαν το επίσημο κράτος και οι πνευματικοί του φορείς. Μεταπολεμικά, το 1949, το ίδρυμα αποφάσισε να διευρύνει τους ορίζοντές του και να περάσει από τη Λαογραφία στην Ιστορία, μετονομάστηκε έτσι σε Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών - Ίδρυμα Μέλπως και Οκτάβιου Μερλιέ. Το επιστημονικό ενδιαφέρον του ιδρύματος στράφηκε εξαρχής στους εκπατρισμένους. Για 45 χρόνια (1930-1975) γινόταν επί τόπου έρευνα στους προσφυγικούς συνοικισμούς των μεγάλων αστικών κέντρων και της ελληνικής επαρχίας. Καταγράφηκε η προφορική ιστορία 5.000 προσφύγων απ’ όλες τις περιοχές της Μικράς Ασίας, ερευνήθηκαν 1.375 οικιστικές μονάδες και εργάστηκαν για τον σκοπό αυτό πάνω από εκατό ερευνητές. Οι μαρτυρίες συγκροτούν το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης, αρχείο που αριθμεί 300.000 χειρόγραφες σελίδες. Το πλούσιο πληροφοριακό υλικό αναφέρεται στην ειρηνική, την προ της Καταστροφής περίοδο και περιγράφει ολόκληρο τον κύκλο ζωής των μικρασιατικών πληθυσμών στη γενέτειρά τους. Έχει ταξινομηθεί κατά γεωγραφική περιοχή (Αιολίδα, Ιωνία, Καρία, Λυκία, Παμφυλία, Κιλικία, Πισιδία, Φρυγία, Γαλατία, Λυκαονία, Καππαδοκία, Παφλαγονία, Πόντος, Βιθυνία, Λυδία, Μυσία, Ανατολική Θράκη, χώρες Τίγρη και Ευφράτη ποταμού και Καύκασος). Το ταξινομικό σχήμα του αρχείου παρέχει την ευχέρεια να εξεταστούν οι μικρασιατικοί οικισμοί στο πλαίσιο ευρύτερων γεωγραφικών και κοινωνικών ενοτήτων στις
3
οποίες είναι ενταγμένοι. Παρ’ ότι η οριοθέτηση βασίστηκε σε εμπειρικά κριτήρια της δεκαετίας του 1930, κρίθηκε σκόπιμο να συσχετιστούν με τη ρωμαϊκή διαίρεση της Μικράς Ασίας και να χρησιμοποιηθεί η αρχαία ελληνική ονοματολογία. Η διερεύνηση κάθε οικισμού, λαογραφική στη βασική σύλληψή της, είναι πολύπλευρη και λεπτομερής, ενώ τα στοιχεία που συλλέχθηκαν καλύπτουν ευρύτατο θεματικό πεδίο. Εξετάζονται μεταξύ άλλων: γλώσσα, γεωγραφία, οικονομία, κοινωνική και θρησκευτική ζωή, εκπαίδευση, τοπική ιστορία.
«ΈΞΟΔΟΣ» Ή «ΑΝΤΑΛΛΑΓΉ ΤΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΏΝ»; Η Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών για την αποκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα στη μεγάλη της έκθεση με τον τίτλο «Η εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα» χρησιμοποίησε τον όρο « Έξοδος» για να προσδιορίσει το γεγονός του ξεριζωμού των Ελλήνων της Μικρασίας, ενώ η Σύμβαση της Λωζάνης, ως ψυχρό συμβατικό κείμενο, ονόμασε το ίδιο γεγονός «Ανταλλαγή των Πληθυσμών», προσθέτοντας στα τραγικά γεγονότα του 1922 μια συμβατική, ηθελημένη και από τις δύο πλευρές, χροιά, αποσιωπώντας έτσι ή και καλύπτοντας όχι μόνο τους ξεριζωμούς που έγιναν πολλά χρόνια πριν από την υπογραφή της αλλά και τους πολύ πρόσφατους, μετά την ήττα του ελληνικού στρατού, ώστε, υπό τη σκέπη του τετελεσμένου γεγονότος, να διατρανωθεί urbi et orbi η πληθυσμιακή ομοιογένεια –ακραιφνώς τουρκική– του μικρασιατικού χώρου. Το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών υιοθέτησε τον όρο « Έξοδος» στο βιβλικό του νόημα και με τον ίδιο όρο τιτλοφόρησε τα κείμενα των μαρτυριών των Ελλήνων της Μικρασίας που αναφέρονται στο γεγονός του ξεριζωμού. Λίγα χρόνια από τότε που έφυγε και ο τελευταίος Έλληνας από τη μικρασιατική γη, η Μέλπω Μερλιέ, με τη συμπαράσταση στην όλη της προσπάθεια του Δημήτρη Λουκόπουλου, άρχισε να στέλνει τους συνεργάτες του Κέντρου στα τέσσερα σημεία του ελλαδικού ορίζοντα, ηπειρωτικού ή νησιωτικού, για να βρουν τους ξεριζωμένους και να ακούσουν από το στόμα τους τα ειδικά περιστατικά που έζησαν εκείνες τις ώρες. Οι συνεργάτες κατέγραφαν όσο γίνεται πιο πιστά τα όσα άκουγαν. Η εργασία αυτή κράτησε περισσότερο από 25 χρόνια. Έτσι, συγκεντρώθηκε τεράστιο υλικό που ταξινομήθηκε σε φακέλους και αποτέλεσε ειδικό τμήμα του Αρχείου του Κέντρου. Απ’ αυτό το υλικό προέρχονται, ύστερα από επιλογή, τα κείμενα-μαρτυρίες των πέντε, μέχρι στιγμής, τόμων.
ΤΑ ΚΡΙΤΉΡΙΑ ΕΠΙΛΟΓΉΣ ΤΩΝ ΚΕΙΜΈΝΩΝ ΚΑΙ ΤΑΞΙΝΌΜΗΣΗ ΎΛΗΣ Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας το ότι οποιαδήποτε επιλογή δεν μπορεί να είναι εντελώς απαλλαγμένη από το στοιχείο της υποκειμενικότητας. Με δεδομένο πάντα ότι τα κείμενα-μαρτυρίες αποδόθηκαν απόλυτα ή σχεδόν πιστά, έγινε προσπάθεια να ξεχωρίσουν εκείνα που συγκέντρωναν τα εξής στοιχεία: 1) όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες για τις συνθήκες που οδήγησαν μοιραία στον ξεριζωμό, καθώς και τα ίδια τα περιστατικά που έζησαν οι αφηγητές τις τελευταίες ώρες πριν αφήσουν για πάντα την πατρική γη, 2) ποικίλες και διαφορετικές μορφές διωγμού που καθιστούσαν αδύνατη την περαιτέρω παραμονή στην πατρογονική γη, 3) απεικόνιση, στην πιο πλατιά κλίμακα, των εσωτερικών καταστάσεων και των διακυμάνσεών τους μπροστά στα γεγονότα που ζούσαν οι ίδιοι ή έγιναν αυτόπτες μάρτυρές τους, 4) δομή στα στοιχεία τους, μέσα στην πολλαπλότητά τους, συνοχή και αλληλουχία. Δεν ήταν εύκολο να συνυπάρχουν όλα αυτά σε μία μόνο αφήγηση ως κριτήρια επιλογής. Εντούτοις, μερικά από αυτά υπάρχουν αναμφισβήτητα σε όλες τις αφηγήσεις. Η μελέτη του υλικού πιστοποιεί, όπως ήταν φυσικό, πως το ξερίζωμα του
lifo
80
4
Ελληνισμού είχε αρχίσει πολύ πριν από το 1922, αμέσως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, ως έκφραση των πρώτων εκδηλώσεων του νεοτουρκικού εθνικισμού∙ πως συνεχίστηκε με βιαιότερες μεθόδους στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ως απόρροια της παγιωμένης πια νεοτουρκικής ιδεολογίας, παράλληλα με τις προτροπές της, υπό τον στρατηγό Liman von Sanders, γερμανικής στρατιωτικής αποστολής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που εμπνέονταν και καθοδηγούνταν από τις στυγνές ανάγκες της διεξαγωγής του πολέμου. Το ξερίζωμα του ελληνικού στοιχείου από τις προαιώνιες εστίες του κορυφώθηκε στα δυτικά και βορειοδυτικά μικρασιατικά παράλια με την κατάρρευση του μετώπου και ολοκληρώθηκε στις περιοχές όπου δεν διεξήχθησαν στρατιωτικές επιχειρήσεις με την εφαρμογή της ανταλλαγής των πληθυσμών, σε εκτέλεση των σχετικών διατάξεων της Σύμβασης της Λωζάνης. Το ίδιο αυτό υλικό δείχνει ακόμη πως η έξοδος του μικρασιατικού Ελληνισμού, όπως και η διαδικασία της αναγκαστικής της εφαρμογής, δεν υπήρξε ομοιόμορφη. Η ποικιλία των μορφών εξαρτήθηκε από πολλούς παράγοντες, κρυφούς και φανερούς. Ο πιο φανερός, για τον οποίο υπάρχει μεγαλύτερη βεβαιότητα, είναι ο γεωγραφικός, που ως έναν βαθμό επηρέασε και τους άλλους και προσδιορίζει την όλη δομή της εξόδου. Διαφορετική υπήρξε η μορφή της διαδικασίας για το ξερίζωμα του Ελληνισμού στα δυτικά και βορειοδυτικά παράλια της Μικρασίας, όπως και η μορφή του ίδιου του ξεριζώματός του, διαφορετική στην κεντρική και νοτιοδυτική Μικρασία, διαφορετική στον Πόντο. Άλλωστε, ο γεωγραφικός χώρος, ως παράγοντας που καθόρισε τις μορφές διωγμού και ξεριζώματος του ελληνισμού, συνδέεται με την πυκνότητα των ελληνικών πληθυσμών και τη σημασία που αποκτούσαν για την εξέλιξη του πολέμου. Έτσι, χρειάστηκε να δημιουργηθεί τυπολογία των μαρτυριών της εξόδου. Συγκεκριμένα, ο τύπος «εξόδου» των δυτικών και βορειοδυτικών παραλίων της Μικρασίας, ο τύπος της κεντρικής και νοτιοδυτικής Μικρασίας και ο τύπος «εξόδου» του Πόντου και όλων των παραλίων που περιβρέχει ο Εύξεινος. Οι μαρτυρίες που επιλέχθηκαν να παρατεθούν στη συνέχεια προέρχονται από τους δύο πρώτους τόμους. Ο πρώτος αναφέρεται στην έξοδο του Ελληνισμού των δυτικών παραλίων της Μικρασίας, που δέχτηκε αμέσως τον τραγικό αντίκτυπο της ήττας και της υποχώρησης του ελληνικού στρατού. Εκεί ήταν, άλλωστε, εγκατεστημένο το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού που ζούσε στην τουρκική επικράτεια. Υπήρχαν πόλεις ολόκληρες, όπως το Αϊβαλί ή τα Βουρλά, καθώς και χωριά, όπως αρκετά της Ερυθραίας, που οι κάτοικοί τους δεν ήσαν παρά μόνο Έλληνες. Η Σμύρνη, η ουσιαστική πρωτεύουσα της περιοχής, ήταν κατά τη δημογραφική της σύνθεση, κατά τον ρυθμό της ζωής και τη νοοτροπία της σχεδόν ελληνική πόλη, πράγμα που αναγνώριζαν και οι ίδιοι οι Τούρκοι, ονομάζοντάς την «άπιστη», δηλαδή ελληνική Σμύρνη, «Γκιαούρ Ιζμίρ». Εκτός τούτου, ο Ελληνισμός των δυτικών παραλίων της Μικρασίας, μαζί βέβαια με αυτόν της Πόλης, διέθετε τη σπουδαιότερη οικονομική και πολιτιστική ακτινοβολία και βρισκόταν σε καθημερινή σχεδόν επικοινωνία με τα κοντινά ελληνικά νησιά αλλά και με την απέναντι όχθη του Αιγαίου, την Ελλάδα. Ο δεύτερος τόμος αναφέρεται στην κεντρική και νοτιοδυτική Μικρασία.
ΤΟ ΕΙΔΙΚΌ ΒΆΡΟΣ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΙΏΝ Η αξία των κειμένων που περιλαμβάνουν οι πέντε τόμοι δεν είναι μονοσήμαντη. Ιδιαίτερη είναι και η γλωσσική αξία που περικλείουν τα κείμενα αυτά. Όσο και αν οι πληροφορητές, που μίλησαν χρόνια μετά την Καταστροφή, έχουν υποστεί την επίδραση της κοινής ελληνικής –εκφράζονται ενίοτε και στην καθαρεύουσα–, στη γλώσσα που χρησιμοποιούν παραμένουν ιδιωματισμοί και στοιχεία ελληνικής όπως τη μιλούσαν στις μικρασιατικές κοινότητες. Ιδιαίτερα
81
1 δεκεμβριου 2016
5
στο λεξιλόγιο παρατηρούμε στοιχεία που έσβησαν ή τείνουν να ξεχαστούν, ενώ στη σύνταξη εμφανίζονται σποραδικά μεν, αλλά αξιόλογα φαινόμενα –ιδίως στους ελληνικούς πληθυσμούς της Ανατολικής Μικρασίας– μιας εξέλιξης κάτω από την επίδραση της τουρκικής, με την οποία η ελληνική συμβίωνε επί τόσους αιώνες. Πέρα από την εξωτερική μορφή των μαρτυριών, μέσα στις αφηγήσεις, μολονότι δένονται με μια συγκεκριμένη, εξαιρετικά δύσκολη και τραγική στιγμή, δεν λείπουν ειδήσεις άλλων πλευρών της ζωής των ξεριζωμένων, που επιβεβαιώνουν ή συμπληρώνουν άλλες πηγές: το ψυχικό τους δέσιμο με τη γη των προγόνων τους, ο σπαραγμός τους όταν, μπρος στον κίνδυνο του αφανισμού, αναγκάζονται να αποσπαστούν απ’ αυτήν∙ η εμμονή μετά τον ξεριζωμό στο ομηρικό «νόστιμον ήμαρ»∙ η έντονη θρησκευτικότητα και ο απέραντος σεβασμός και η εκτίμηση στους εκπροσώπους της Εκκλησίας∙ η έμφυτη αγάπη στη μόρφωση και στη σπουδή∙ η ανυπόκριτη περηφάνια για τις πολιτιστικές αξίες που εκπροσωπούν και εκφράζουν∙ η φιλοπονία και η επίδοσή τους στην οποιαδήποτε οικονομική ή άλλη δραστηριότητα∙ η οργανωμένη κοινοτική αλληλεγγύη, όπως και η αμοιβαία συμπαράσταση στις κρίσιμες ώρες∙ ένας συγκρατημένος ηρωισμός με την πρόθεση, σε μερικές περιπτώσεις, για αντίσταση∙ ο βαθύτατος δεσμός ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας∙ η άνετη αλλά και εύστοχη λειτουργία του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης, γεγονός που έσωσε πολλούς από βέβαιο θάνατο∙ η ιερότητα της φιλίας και της προσωπικής τιμής. Αξιοσημείωτο είναι ότι παρ’ όλα τα παθήματα και τις ανείπωτες συμφορές που πέρασαν, τις βαναυσότητες που υπέστησαν από τους μανιασμένους Τσέτες και τους εξαγριωμένους Τούρκους στρατιώτες, το μίσος κατά των Τούρκων δεν είναι τυφλό. Μιλούν συχνά για τους «καλούς» Τούρκους και αναγνωρίζουν πως κάποτε όφειλαν σ’ αυτούς τη σωτηρία τους. Παράλληλα, οι αφηγήσεις μάς δίνουν εικόνες από την πρώτη επαφή τους με τον ελλαδικό χώρο∙ την αντιμετώπιση μιας σκληρής πραγματικότητας που δεν μπορούσαν να φανταστούν, τις μεγάλες δυσκολίες εγκλιματισμού και προσαρμογής στο καινούργιο περιβάλλον, την εχθρότητα ακόμη των Παλαιοελλαδιτών. Αλλά και τις υπεράνθρωπες προσπάθειες της πολιτείας κατά την πρώτη φάση της εγκατάστασης των προσφύγων και, συχνά, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας να περιθάλψουν, να εγκαταστήσουν και να διευκολύνουν τη ζωή των ξεριζωμένων, παρ’ όλες τις ανυπέρβλητες δυσχέρειες που δημιούργησε η ήττα και η Καταστροφή. ¶ πηγές: Οι πληροφορίες για το χρονικό της έκδοσης είναι από την εισαγωγή του Γεώργιου Κ. Τενεκίδη στην εισαγωγή του πρώτου τόμου της Εξόδου. / Η Έξοδος. Τόμος Α’. Μαρτυρίες από τις επαρχίες των Δυτικών Παραλίων της Μικρασίας. Πρόλογος: Γ. Τενεκίδη. Εισαγωγή, επιλογή κειμένων, επιμέλεια: Φ.Δ. Αποστολόπουλου. Αθήνα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 1980. / Η Έξοδος. Τόμος Β’. Μαρτυρίες από τις επαρχίες της Κεντρικής και Νότιας Μικρασίας. Εισαγωγή-εποπτεία: Π. Μ. Κιτρομηλίδη. Επιμέλεια: Γ. Μουρέλου. Αθήνα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 1982, 2004 (β’ ανατύπωση). / Η Έξοδος. Τόμος Γ’. Μαρτυρίες από τις επαρχίες του Μεσόγειου Πόντου. Πρόλογος-επιστημονική εποπτεία: Π.Μ. Κιτρομηλίδη. Εκδοτική ομάδα: Σ.Θ.Ανεστίδης, Μ.Α. Γαβρίλη, Β. Δαλακούρα, Μ. Κουρουπού, Ε. Κυφωνίδου, Μ. Πουτουρίδου & Μ. Τερζοπούλου. Αθήνα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 2013. / Η Έξοδος. Τόμος Δ’. Μαρτυρίες από τον Ανατολικό Παράλιο Πόντο. Πρόλογος-επιστημονική εποπτεία: Π.Μ. Κιτρομηλίδη. Εκδοτική ομάδα: Σ.Θ. Ανεστίδης, Μ. Α. Γαβρίλη, Β. Δαλακούρα, Μ. Κουρουπού, Ε. Κυφωνίδου, Μ. Πουτουρίδου & Μ. Τερζοπούλου. Αθήνα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 2015. / Υπό έκδοση: Η Έξοδος. Τόμος Ε’. Μαρτυρίες από τον Δυτικό Παράλιο Πόντο και την Παφλαγονία. Πρόλογος-επιστημονική εποπτεία: Π.Μ. Κιτρομηλίδη. Εκδοτική ομάδα: Σ.Θ. Ανεστίδης, Μ.Α. Γαβρίλη, Β. Δαλακούρα & Μ. Κουρουπού. Αθήνα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 2016. * Η έκδοση των τόμων Α’, Β’ και Γ’ της Εξόδου πραγματοποιήθηκε με την ευγενική χορηγία του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης».
2. H Mέλπω ΛογοθέτηΜερλιέ © Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών 3. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών © Πάρις Ταβιτιάν 4. Από τα αρχεία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών © Πάρις Ταβιτιάν 5. Οι τρεις τόμοι της Εξόδου.
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
σημειωση: Τα λατρευτικά και χρηστικά σκεύη της εκκλησίας που βλέπει ο αναγνώστης στις σελίδες αυτού του θέματος αποτελούν μέρος της Μεταβυζαντινής Συλλογής Εκκλησιαστικής Τέχνης του Μουσείου Μπενάκη. Πρόκειται για κειμήλια προσφύγων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης που κατατέθηκαν στο μουσείο ως διαρκής παρακαταθήκη.
6
lifo
82
6. Ασημένια επένδυση εικόνας τέμπλου με παράσταση του Αγίου Γεωργίου Δρακοντοκτόνου και χρονολογημένη επιγραφή του 1800 που μνημονεύει ως τεχνίτη της κάποιον «ευτελή Γεωργάκη» από την Kαισάρεια της Kαππαδοκίας. Ύψος 0,77 μ. © Μουσείο Μπενάκη. Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Συλλογή
7
83
1 δεκεμβριου 2016
7. Kάλυμμα Ευαγγελίου του 1710 με άνθινο επισμαλτωμένο συρματερό διάκοσμο και επίχρυσα χυτά πλακίδια που φέρουν παραστάσεις της Σταύρωσης, της Aνάστασης και του Δωδεκαόρτου. H έξοχη αυτή χρυσοχοϊκή δημιουργία κάποιου «εξάρχου ιερέως χυμευτού» προέρχεται από το χωριό Eυκάρυον των Σαράντα Eκκλησιών της Aνατολικής Θράκης. 0,33x0,23 μ. © Μουσείο Μπενάκη. Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Συλλογή
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΜΑΡΤΥΡΊΕΣ ΑΠΌ ΤΟΝ ΞΕΡΙΖΩΜΌ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΉ Το χρονικό της προσφυγιάς μέσα από 20 συγκλονιστικές αφηγήσεις.
Ο
ι διαφορετικές συνθήκες ιστορικής ύπαρξης των τμημάτων του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας καθόρισαν και τη διαφορετική μορφή που πήρε η έξοδος του ελληνικού πληθυσμού από τα δυτικά παράλια και την κεντρική Μικρασία αντίστοιχα (και, φυσικά, τον Πόντο). Η αιματηρή τραγωδία και ο βίαιος αφανισμός συνθέτουν τη μοίρα των Mικρασιατών Ελλήνων στις δυτικές περιοχές που βρέθηκαν μέσα στο θέατρο της πολεμικής αναμέτρησης της Ελλάδας με την Τουρκία και πλήρωσαν το φοβερό τίμημα, όπως εξιστορούν οι μαρτυρίες του πρώτου τόμου της Εξόδου. Στο εσωτερικό η έξοδος πήρε άλλη μορφή. Μακριά από την κλαγγή των όπλων, περιχαρακωμένοι στην απομόνωσή τους, οι Έλληνες της κεντρικής Μικρασίας έζησαν από το 1914 και μετά την πικρή εμπειρία της ψυχολογικής βίας, των διωγμών και της εξορίας, συνταράχτηκαν από τον απόηχο των μεγάλων ελπίδων και των μεγάλων φόβων που έφερε η παρουσία του ελληνικού στρατού στα μικρασιατικά χώματα και τέλος γνώρισαν τον σπαραγμό του ξεριζωμού. Από τις επαρχίες της Κεντρικής και Νότιας Μικρασίας ο κόσμος έφυγε στην αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών – των Τούρκων της Ελλάδας και των Ελλήνων της Τουρκίας. Αν το ελληνικό πεπρωμένο στις ανατολικές ακτές του Αιγαίου έσβησε μέσα στη φωτιά και στο σίδερο, ο Ελληνισμός του εσωτερικού δεν πέρασε από «στόματος ρομφαίας». Η μετατόπιση προς το εσωτερικό υποκαθιστά στη θέση της αιματηρής τραγωδίας το σιωπηλό έπος του οργανωμένου ξεριζωμού, που βιώνεται με βαθύτερο σπαραγμό γιατί η χρονική του διάρκεια επιτρέπει την πληρέστερη συνειδητοποίηση, αν και όχι αναγκαστικά και την κατανόηση της οριστικής και αμετάκλητης μοίρας. Οι μαρτυρίες του δεύτερου τόμου της Εξόδου συνθέτουν το περιεχόμενο αυτού του έπους.
Η ΣΠΑΡΑΚΤΙΚΉ ΑΠΟΔΟΧΉ ΤΗΣ ΕΠΙΒΕΒΛΗΜΈΝΗΣ ΜΟΊΡΑΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΊΑ ΤΗΣ ΦΥΓΉΣ Αλέξανδρος Λεοντόπουλος [από ακσεραϊ – aθήνα] «Η διαρροή του ελληνικού στοιχείου από το Άκσεραϊ είχε αρχίσει προτού γίνει ακόμα η Ανταλλαγή. Επί Κεμάλ, όταν το Άκσεραϊ ήταν μουτεσαριφλίκι με μουτεσαρίφη τον Απτούλσετουλλάχ μπέη, ήρθε διαταγή από την Άγκυρα ότι μπορούν να φύγουν όσοι θέλουν έξω από τα σύνορα της Τουρκίας, φτάνει να μην έχουν στρατιωτικές υποχρεώσεις και εκκρεμότητες με τη Δικαιοσύνη. Πολύς κόσμος έφυγε τότε. Ο Απτούλσετουλλάχ μπέης φρόντισε για την προστασία τους από τις επιδρομές των τσέτηδων και κακοποιών στοιχείων. Με έγγραφες οδηγίες στις κατά τόπους κρατικές αρχές, φρόντισε για τη διασφάλιση των περιουσιών και των αποσκευών τους. Έτσι έφτασαν σώοι και αβλαβείς στο Έρεγλι και επιβιβάστηκαν στο τρένο με προορισμό τη Μερσίνα. Όταν μάθαμε πως θα γίνει η Ανταλλαγή, η οικογένειά μου αισθάνθηκε χαρά και ανακούφιση, γιατί είχαμε διώξεις από την τούρκικη αστυνομία, ύστερα από συκοφαντίες εχθρών μας ότι ενισχύομε τον ελληνικό στρατό. Οι Τούρκοι, και του Άκσεραϊ και των γύρω τούρκικων χωριών που είχαμε συναλλαγές, δεν ήθελαν να φύγει ο ελληνισμός του Άκσεραϊ. Έκαναν ενέργειες, και στην Άγκυρα ακόμα, να μη φύγουμε. Είχαν την ανάγκη μας. Εμείς κρατούσαμε το εμπόριο, την οικονομική ζωή του τόπου. Αυτοί δεν είχαν ιδέα από εμπορικές επιχειρήσεις, ήταν τσιφλικάδες. Περισσότερο επιθυμούσαν να μη φύγουμε οι Τούρκοι των γύρω χωριών. Τους εξυπηρετούσαμε. Τους κάναμε ένα σωρό ευκολίες. Τους πουλούσαμε εμπορεύματα επί πιστώσει, που εξοφλούσαν με τη συγκομιδή. Τους δίναμε δάνεια. Αλλά και στις τιμές των ειδών που αγόραζαν απ’ τα μαγαζιά μας εύρισκαν διαφορές. Εμείς πουλούσαμε φτηνότερα από τους Τούρκους εμπόρους. Κατά τις παραμονές της Ανταλλαγής ήρθε στο Άκσεραϊ δύο φορές η Μικτή Επιτροπή της Ανταλλαγής, με πρόεδρο τον Δανό Hilin, τον Έλληνα αντιπρόσωπο Ξενοφώντα Μαντανάκη και τον Τούρκο Χουσνή Ζεκί μπέη. Και τις δύο φορές φιλοξενήθηκαν σπίτι μας. Την πρώτη φορά δύο μέρες, τη δεύτερη τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό τους επισκέφτηκαν Τούρκοι παράγοντες του Άκσεραϊ. Σχηματίστηκε Υποεπιτροπή Ανταλλαγής για την επίβλεψη της αναχώρησης των ανταλλάξιμων και την πληρωμή των μεταφορικών μέσων. Πρόεδρος της επιτροπής ορίστηκε ο πατέρας μου
lifo
84
8
Λεόντιος Λεοντόπουλος (Αρσλάν Αρσλάνογλου), αντιπρόεδρος ο φαρμακοποιός Ιωάννης Καπλάνογλου, γραμματεύς ο Νικόλαος Ρωμανίδης. Μέλη: ο Αλέξανδρος Μουράτογλου, ο Ιωάννης Νεβρένογλου και ο Ανανίας Λουκίδης. Κάτω από την επίβλεψη της Επιτροπής λειτούργησε κανονικά το πρόγραμμα των ομαδικών αναχωρήσεων, με συνοδεία έφιππων χωροφυλάκων, με το σύστημα της παράδοσης των μετακινούμενων από σταθμό σε σταθμό, ώστε όλος ο ελληνικός πληθυσμός να φτάσει σώος στη Μερσίνα, με όλα τα κινητά περιουσιακά του στοιχεία. Έλληνας αντιπρόσωπος στη Μερσίνα ήταν ο Οικιάδης, που φρόντιζε για την επιβίβαση του κόσμου στα πλοία της Επιτροπής. Όσοι ήθελαν έφευγαν με δικά τους έξοδα, με πλοία διαφόρων εταιρειών, που έκαναν δρομολόγιο Μερσίνα-Πειραιά ή Θεσσαλονίκη. Η προετοιμασία για την αναχώρησή μας κράτησε πέντε έξι μέρες. Ετοιμάσαμε το γιούκια μας, τα μπαούλα μας, με ό,τι μπορούσαμε να μεταφέρουμε. Κάθε μέρα είχαμε στο σπίτι συγκινήσεις. Μας επισκέπτονταν φιλικές και γνωστές μας τούρκικες οικογένειες και μας παρακαλούσαν κλαίγοντας να μη φύγουμε... Ξεκινήσαμε από το Άκσεραϊ δεκαεφτά αμάξια με πενήντα άτομα. Περάσαμε από το χωριό Αλάτζα που απέχει δύο ώρες από το Άκσεραϊ. Οι κάτοικοι του χωριού είναι Τάταροι που ήρθαν πρόσφυγες με τους ρωσοτουρκικούς πολέμους. Μας έκαναν σε όλους τραπέζι, επίσης και στους αμαξάδες, και δεν μας άφηναν να φύγουμε. Απ’ εκεί φτάσαμε στο Τας Πουρνάρ που απέχει τέσσερις ώρες από το Άκσεραϊ. Εκεί μας προϋπάντησε ένας προύχοντας του τόπου, ο Χασάν Ζαdέ Μεχμέτ. Μείναμε εκεί, όπου μας φιλοξένησαν, και την άλλη μέρα το πρωί φύγαμε μέσα σε κλάματα. Μας πρόσφεραν διάφορα τρόφιμα και μας συνόδεψαν ως το Αρίσαμε που απέχει μία ώρα απ’ το χωριό τους. Στο Αρίσαμε μας υποδέχτηκε ο πλουσιότερος του τόπου, ο Σερεφλί ογλού Χατζή Αλή, που μας έκανε το μεσημέρι το τραπέζι. Καθίσαμε εκεί τρεις ώρες, ξεκουραστήκαμε και βγήκαμε πάλι στον δρόμο. Στις 7 το βράδυ φτάσαμε στο χωριό Κουτβερέν. Εκεί φιλοξενηθήκαμε στην καλοκαιρινή έπαυλη του Τοππάς Ζαdέ Χατζή Μεχμέτ μπέη, που μαζί του είχαμε συναλλαγές. Διατηρούσε αλευρόμυλο, όπου είχαμε τοποθετήσει έξι Έλληνες σαν τεχνίτες· ως την Ανταλλαγή έμεναν εκεί. Μας φιλοξένησε θερμά ο Χατζή Μεχμέτ μπέης και μας έλεγε όλο καλά λόγια. Την άλλη μέρα αναχωρήσαμε και κατά το βράδυ φτάσαμε στο Έρεγλι. Μείναμε δυο τρεις μέρες στο ξενοδοχείο του σταθμού, ώσπου να φορτωθούν οι αποσκευές όλου του κόσμου στο τρένο. Μπήκαμε στο τρένο, χωρίς να πληρώσουμε ναύλα, γιατί στο Έρεγλι πήραμε
85
1 δεκεμβριου 2016
διαβατήριο της Ανταλλαγής. Φύγαμε από Έρεγλι στις 5 το απόγευμα. Περάσαμε από το σταθμό Πουλκουρλί που απέχει 14-15 χιλιόμετρα, από δύο τρεις σταθμούς μικρούς που δε σταματήσαμε καθόλου και ύστερα φτάσαμε στο Ουλούκισλα. Νομίζω ότι απέχει από το Έρεγλι 45-47 χιλιόμετρα. Στο μεταξύ νύχτωσε και δε διακρίναμε τίποτα. Κοιμηθήκαμε κι όταν ξυπνήσαμε το πρωί, καταλάβαμε ότι φτάνουμε στα Άδανα. Έκανε ζέστη στο τρένο και ιδρώναμε. Κατά τις 11 π.μ. φτάσαμε στο σταθμό Γένιζε, που απέχει μία ώρα από τα Άδανα. Μείναμε εκεί μια ώρα περίπου, για ν’ αλλάξουμε μηχανή. Καθώς κατηφόριζε το τρένο προς τη Μερσίνα, βλέπουμε από μακριά να πρασινίζει κάτι, σαν λίμνη. Ρωτάμε:-Τι είναι αυτό; -Η θάλασσα, λένε. Πρώτη φορά βλέπαμε θάλασσα, και μας φαινόταν περίεργο…»
Σωκράτης Λουκίδης [από γκέλβερι – n. hράκλεια] « Ένα χρόνο σχεδόν πριν, από το Σεπτέμβρη του 1923, διαδόθηκε ότι θα γίνει Ανταλλαγή και θα πάμε στην Ελλάδα. Θυμάμαι τότε οι Τούρκοι έκαναν κατάσχεση τα αμπέλια των Γκελβεριωτών που έλειπαν στην ξενιτιά, αγόρασαν μάλιστα σε δημοπρασία μια ποσότητα σταφύλια. Οι περισσότεροι χαρήκαμε γιατί θα ερχόμαστε στη “Μητέρα” Ελλάδα: Ήμασταν, βλέπεις, νέοι τότε… Μερικοί όμως από τους γεροντότερους δεν ήθελαν να φύγουν, προτιμούσαν να μείνουν. Πάντως διαδίδονταν ότι εκεί που θα πάμε θα πάρουμε αποζημίωση, και μάλιστα μεγαλύτερης αξίας από τα χρήματα που εγκαταλείπαμε. Τρεις τέσσερις μήνες –δεν θυμάμαι καλά− πριν από την Ανταλλαγή, ήρθε από την Ελλάδα μα επιτροπή και εγκαταστάθηκε στη Νίγδη. Επιτροπή από Γκελβεριώτες πήγε εκεί, για να συνεννοηθούν για τα καθέκαστα. Συστήθηκε τότε στο Γκέλβερι Εκτιμητική Επιτροπή και έκανε απογραφή των κατοίκων και της ακίνητης περιουσίας τους. Στην Εκτιμητική Επιτροπή ήταν και εσνάφηδες, άνθρωποι του λαού (αγγειοπλάστες, μπακάληδες, σιδεράδες) και προύχοντες. Στην καταγραφή των περιουσιών εκτιμήθηκαν αυτές κατά περιοχές: δηλαδή σε μία περιοχή π.χ. Γκέρdιτς μπαγλαρί (αμπέλια του Γκέρdιτς), ή σε άλλη, Γκöλλέρ ταρλαλαρί (χωράφια του Γκöλλέρ), είχαν χτήματα και φτωχοί και πλούσιοι έλεγε η Επιτροπή: «Τόσα στρέμματα έχεις, προς τόσο το στρέμμα, τόσες λίρες». Έδινε στους δικαιούχους αποδεικτικά, που με βάση αυτά θα έπαιρναν αποζημίωση. Έτσι, ούτε οι φτωχοί αδικήθηκαν, ούτε οι πλούσιοι ευνοήθηκαν. Το μεταξύ, δύο μήνες πριν από την Ανταλλαγή μάθαμε πως
8. Η προκυμαία της Σμύρνης μετά τη φωτιά. 1922 © Hulton Archive/ Getty Images
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
9
9. Πρόσφυγες αναχωρούν από τουρκικό χωριό. Τουρκία, 1922 © ICRC archives (ARR) 10. Τρένα προσφύγων καταφθάνουν στην Ελλάδα © Library of Congress 10
lifo
86
έρχονται Τούρκοι πρόσφυγες από την Ελλάδα, από τα μέρη της Κοζάνης. Συστήθηκε αμέσως μία επιτροπή και πήγε στον νομάρχη, στο Άξεραϊ, τον παρακάλεσε, προτού έρθουν οι πρόσφυγες στο Γκέλβερι, να τους ειδοποιήσει λίγες μέρες πιο μπροστά. Συνεδρίασε η Επιτροπή και αποφάσισε να αδειάσει τα σπίτια μιας ελληνικής συνοικίας του χωριού (που βρισκόταν κάπως παράμερα, της Χογιαλάρ: τους κατοίκους τούς εγκατέστησε σε ελληνικά σπίτια άλλων συνοικιών. Αυτό έγινε για να εντοπιστούν οι Τούρκοι πρόσφυγες σε μία γειτονιά, για να μην μπερδευτούν με τους Έλληνες). Η Επιτροπή οργάνωσε με δική της πρωτοβουλία, χωρίς να πεισθεί από τις τούρκικες αρχές, συσσίτιο μία φορά τη μέρα για τους Τούρκους πρόσφυγες, τους έδινε επίσης και ψωμί. Ζήλεψαν οι ντόπιοι Τούρκοι, έκαναν κι αυτοί συσσίτιο. Ήταν όμως φτωχοί και φτωχό το συσσίτιό τους, ούτε βούτυρο μπορούσαν να βάλουν στο δικό τους ούτε κρέας. Γι’ αυτό δυσαρέστησαν τους ντόπιους. Πήγαν να πνίξουν τον Μουσά εφέντη Οdαμπάσογλου, τον πρόεδρο της τούρκικης επιτροπής. Η αστυνομία φυλάκισε τους πρωταίους, εμείς μεσολαβήσαμε και τους λευτερώσαμε».
Σαρούλα Σκύφτη [από ερίκιοϊ – αθηνα] «Στο χωριό μας είχαμε ησυχία. Ήταν Αύγουστος του ’22 τότε που έγινε η Καταστροφή της Μικρασίας∙ όπου μάθαμε πως ήρθ’ ένα γράμμα στον παπά κλεισμένο σ’ ένα τενεκεδάκι κι είπανε πως θ’ ανοιχτεί σε δύο μέρες και σα θα διαβάσουν, θα δουν τι θα γίνει. Το άνοιξαν σε κρυφό χώρο μαζί με τη χωροφυλακή∙ έλεγε να πισοχωρούμε και να φύγει η χωροφυλακή από το χωριό. Τη δεύτερη μέρα είδαμε μια περίεργη κίνηση, γιατί είχαν επιτάξει το σχολείο που ήταν απέναντί μας. Μάζευαν τα πράματά τους∙ δεν ξέραμε τι συμβαίνει και τι είναι. Ένας γνωστός χωροφύλακας του θείου μου μάς είπε πολύ εμπιστευτικά –και να μη το πούμε καμιανού− πως ως το μεσημέρι θα φύγουνε. Οι χωροφύλακες πήγαν στο Τουρκομαχαλά∙ κλείσαν πόρτες και παράθυρα και δεν άφηναν κανένα Τούρκο να βγει όξω. Επίταξαν και τα ζα τους, για να φορτώσουν τα πράματά τους. Σαν έφυγε η χωροφυλακή και μαθεύτηκε, αναστατώθηκε το χωριό. Βγήκε ο νωματάρχης και φώναξε: “Δε θα φύγετε, για σας δεν έχει τίποτα”. “Τι; εσείς φεύγετε κι εμείς θα μείνουμε;”. Και πήραμε κι εμείς το δρόμο. Άλλοι με κάρα, άλλοι με ζα, άλλοι με τα πόδια. Πήγαμε στη Μαγνησιά. Όλος ο κόσμος είχε βγει στο δρόμο∙ ο δρόμος ήταν γεμάτος. Αν δεν φεύγαμε, θα μας πετσόκοβαν. Όπως περπατούσαμε, ένας γνωστός μας Τούρκος πήγαινε με το κάρο του στη Μαγνησιά και μας λέει: «Μπείτε στο κάρο!». Ήμασταν δυο ξαδερφάδες, η μάνα μου κι εγώ. Γειτόνοι ήμασταν, τ’ αμπέλια μας ήτανε κοντά. Ήταν πολύ φοβισμένος κι ήρθε κοντά μου και μού ’πε: “Να χαρείς, Σαρούλα, πες μου τι συμβαίνει; Γιατί είν’ όλος ο κόσμος στο δρόμο;”. Τότες του είπα: “Παππού-Μεμέτ, αυτό που ξέρω θα σου πω, έρχεται πολύς στρατός στο χωριό μας και γι’ αυτό φεύγουμε”. Τότες αναστέναξε κι είπε: “Βάι, τι θα γίνουμε!”. Δεν του ’πα την αλήθεια γιατί μπορούσε να το πει και σ’ άλλους. Λοιπόν εμείς κατεβήκαμε στο Χαμιντιέ∙ είχαμε συγγενείς και κουμπάρους...»
Δέσποινα Τσαλίκογλου [από σκοπή – αθηνα] «Πριν φύγομε στρώσαμε ένα μεγάλο τραπέζι το πρωί, για να φάμε όλοι μαζί οι συγγενικές οικογένειες που απομείναμε. Οι χανούμισσες μας χαιρετούσαν κλαίγοντας. Μετά πήγα με τον αδερφό μου στο αμπέλι μου κι ήπιαμε για τελευταία φορά νερό. Εγώ έκλαιγα και ο αδερφός μου μού είπε να μην στεναχωριέμαι γιατί κι εκεί που θα πάμε κάτι θα βρούμε. Ακόμη θυμάμαι το αμπέλι μου, δίπλα στα χωράφια μου και τον κήπο. Ήταν τόσο καθαρά! Σαν σκουπισμένα. Όποιος περνούσε απ’ το δρόμο στεκόταν και το καμάρωνε. Αφήσαμε το τραπέζι μας όπως ήταν μετά το φαγητό για να φύγουμε. Τι να κάνομε; Να τα παίρναμε μαζί μας; Είχαμε ένα άλογο κι ένα σκυλάκι – Καρσί Καγιά το λέγαμε. Ο αδερφός μου σκέφτηκε να τα δώσει σε έναν Τούρκο. Τι να κάνομε; Να τα πουλούσαμε; Ποιος να τ’ αγοράσει; Έτσι, όταν ήρθε η ώρα να φύγομε, δίνει τα ζώα στον Τούρκο και ξεκινάμε. Πιστεύεις, παιδί μου, πως τα μάτια του αλόγου έτρεχαν; Σαν άνθρωπος έκανε, έτρεχε πίσω από τον αδερφό μου, και το σκυλί μας. Τρεις άντρες συγκράτησαν το ζώο να μη μας ακολουθήσει».
Ευανθία Γκοβύσογλου [από ταξιάρχη – νέα ιωνία] «Αυγούστου 15 έβγαλε η Επιτροπή λόγο στην εκκλησία. Η Επιτροπή ήτανε από την Ελλάδα. Είπανε να μαζευτούμε, να μαζέψουμε τα πράγματά μας, ούτε ένας Χριστιανός δεν θα μείνει στο χωριό. Τα πράγματά μας είχαμε στείλει στην Πόλη, εκεί που είχαμε τον άντρα μας, το γιο μας. Μόνο τα πράγματα για το δρόμο είχαμε κρατήσει. Τα βιβλία που είχα στο σπίτι τα κάψαμε, γιατί είπανε: “Στο δρόμο που θα πάτε δεν ξέρετε τι θα σας συμβεί, καλύτερα να μην τα έχετε μαζί σας”. Ανάψαμε στο τανdούρι (μικρό τραπέζι που από κάτω είχε
87
1 δεκεμβριου 2016
μαγκάλι) φωτιά και τα ρίξαμε. Μια βδομάδα καίγονταν, δεν παίρναν εύκολα φωτιά, σιγά σιγά καίγονταν».
Η ΑΙΜΑΤΗΡΉ ΤΡΑΓΩΔΊΑ, Η ΣΦΑΓΉ ΚΙ Ο ΣΠΑΡΑΓΜΌΣ ΤΟΥ ΞΕΡΙΖΩΜΟΎ
Αλέξης Αλεξίου [από σμύρνη – αθηνα] « Ένα μεσημέρι έγινε μεγάλη φασαρία και κακό, μαθεύτηκε ότι οι Τούρκοι βάλαν φωτιά στη συνοικία της Αρμενίας. Είχα ένα προαίσθημα. Μια κατάθλιψη μου βάραινε την ψυχή και δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Δεν αργήσαμε να δούμε τους πρώτους καπνούς της φωτιάς. Δεν θυμούμαι αν την ίδια μέρα ή έπειτα από μερικές μέρες ο κόσμος άρχισε να φεύγει από τη Σμύρνη, γιατί η φωτιά όλο μεγάλωνε. Από κει φύγαμε∙ πήγαμε και μείναμε στο σπίτι της αδελφής της νενές μου που ήταν στην Πούντα, γιατί εκείνη ήταν παντρεμένη με έναν Ιταλό και βέβαια η οικογένειά της, σαν ιταλική που ήταν, ήταν εξασφαλισμένη. Δε θυμούμαι ούτε τους λόγους, ούτε την αιτία που ύστερα από λίγες μέρες μας πήρε ο πατέρας μου όλους, εκτός από τον παππού και τη νενέ, και ξεκινήσαμε προς την παραλία της Πούντας, όπου ήταν διάφορα κέντρα. Προχωρήσαμε ακόμη πιο πολύ∙ περάσαμε το νεκροταφείο της Σμύρνης και το γήπεδο του αθλητικού ομίλου Πανιωνίου Σμύρνης. Από κει και πέρα άρχισε να μαζεύεται χιλιάδες κόσμος σε μια πορεία στο δρόμο που ήταν κοντά στην παραλία, με κατεύθυνση προς το Μπαργιακλί. Από το δρόμο προς τη θάλασσα ήταν διάφορα παραλιακά κέντρα. Σε ένα από αυτά είδα κάτι, που όσο ζω δεν θα το ξεχάσω∙ θα έχω τη φοβερή εικόνα, που αντίκρισα μπροστά μου. Λίγο αριστερά από το δρόμο κι έξω από ένα κέντρο είδα ένα πτώμα ανάσκελα, αποκεφαλισμένο, ντυμένο μόνο μ’ ένα πουκάμισο και μαύρο πανταλόνι∙ το κεφάλι, λίγο πιο πέρα από το σώμα, το τσιμπολογούσαν οι κότες που βόσκαν αδέσποτες. Μια άλλη κότα ήταν ανεβασμένη στο στήθος του πτώματος και τσιμπολογούσε τον κομμένο λαιμό. Σε κάτι τραπέζια, που ήταν πάρα κάτω, ήταν πεταμένα δύο ή τρία πτώματα. Όλος αυτός ο κόσμος, ο χιλιάδες κόσμος, προχωρούσε προς το Κορδελιό, γιατί διαδίδονταν πως στο Κορδελιό αράζουν διάφορα βαποράκια και σώνουν τον κόσμο. Κατά το απογευματάκι φτιάξαμε στο Μπαργιακλί που κι αυτό είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους του. Οι δρόμοι και η πλατεία του χωριού με τα πλατάνια ήταν γεμάτα από κόσμο, που κάθισε να ξαποστάσει. Ο πατέρας μου βρήκε ένα ωραίο άδειο σπίτι και πήγαμε εκεί μαζί με άλλους να περάσουμε τη νύχτα. Αφού μας άφησε, βγήκε όξω να ζητιανέψει τρόφιμα∙ θυμούμαι που μας έφερε σατσόπιτες που του δώσαν άλλοι χριστιανοί. Φαίνεται πως κάπου βρήκαν λίγο αλεύρι, κάναν όπως-όπως λίγο ζυμάρι και το ψήσαν πάνω σε λαμαρίνα με κουκουνάρες που πέφταν από τα πεύκα. Νερά είχε τρεχούμενα. Όταν έπεσε η νύχτα, ήθελα να πάω κάπου, πριν να κοιμηθούμε. Όλα γύρω πίσσα, σκοτάδι, μέσα κι όξω. Ανάβαμε σπίρτα κι ο πατέρας μου έψαχνε να βρει το αποχωρητήριο∙ στο ίδιο πάτωμα που μέναμε δεν υπήρχε∙ βρήκαμε μια σκάλα. Ανάβει κι άλλο σπίρτο στο σκοτάδι, βρήκε το αποχωρητήριο και με φώναξε να πάω. Ξεκινώ να πάω εγώ εκεί που έβλεπα τη φλόγα του σπίρτου. Το σπίρτο έσβησε, αλλά συγχρόνως σκουντούφλησα σε κάτι μαλακό∙ μπάζω τις φωνές. Ο πατέρας μου άναψε κι άλλο σπίρτο και προχωρούσε προς εμένα. Στο τρεμάμενο φως του σπίρτου είδαμε με φρίκη ότι είχα σκουντουφλήσει σ’ ένα κομμένο χέρι και λίγο πάρα κάτω είδα φευγαλέα ένα πτώμα γυναικείο. Είχε γίνει μέσα εκεί μακελειό. Ο πατέρας μου είπε να μην πω τίποτα απ’ αυτά που είδαμε στη μητέρα. Όταν έφεξε η μέρα, άρχισε ο κόσμος να φεύγει από το Μπαργιακλί με κατεύθυνση προς το Κορδελιό κι έτσι τους ακολουθούσαμε κι εμείς∙ όπως πηγαίναμε όμως, στ’ αριστερά του παραλιακού δρόμου, είδαμε να έρχεται από το Κορδελιό προς τη Σμύρνη τούρκικη καβαλαρία, οπλισμένη με σπαθιά. Κρατούσαν ακόμη στο δεξί τους χέρι ένα ακόντιο μ’ ένα σημαιάκι στην κορφή. Στήριζαν το ακόντιο στον αναβατήρα. Πιο πίσω ακολουθούσαν Τσέτες. Τότε μας βρήκαν τα χειρότερα∙ οι Τσέτες πέσαν απάνω στον κόσμο και κάναν όλων των ειδών τα εγκλήματα. Χτυπούσαν τους άντρες και τους ζητούσαν παράδες, και μαλαματικά από τις
«ΣΚΟΥΝΤΟΎΦΛΗΣΑ ΣΕ ΚΆΤΙ ΜΑΛΑΚΌ· ΜΠΆΖΩ ΤΙΣ ΦΩΝΈΣ. Ο ΠΑΤΈΡΑΣ ΜΟΥ ΆΝΑΨΕ ΚΙ ΆΛΛΟ ΣΠΊΡΤΟ ΚΑΙ ΠΡΟΧΩΡΟΎΣΕ ΠΡΟΣ ΕΜΈΝΑ. ΣΤΟ ΤΡΕΜΆΜΕΝΟ ΦΩΣ ΕΊΔΑΜΕ ΜΕ ΦΡΊΚΗ ΌΤΙ ΕΊΧΑ ΣΚΟΥΝΤΟΥΦΛΉΣΕΙ Σ’ ΈΝΑ ΚΟΜΜΈΝΟ ΧΈΡΙ ΚΑΙ ΛΊΓΟ ΠΆΡΑ ΚΆΤΩ ΕΊΔΑ ΦΕΥΓΑΛΈΑ ΈΝΑ ΠΤΏΜΑ ΓΥΝΑΙΚΕΊΟ. ΕΊΧΕ ΓΊΝΕΙ ΜΈΣΑ ΕΚΕΊ ΜΑΚΕΛΕΙΌ».
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
11
γυναίκες. Αρπούσαν όποια κοπέλα τους σφαντούσε (σφαντώ=κάνω εντύπωση, φαντάζω) και την ντρόπιαζαν∙ φόβος και τρόμος μας έπιασε όλους. Οι καβαλαραίοι μόνο που μας τρόμαξαν, αλλά οι Τσέτες κάναν τα εγκλήματα. Ωστόσο, όπως πηγαίναμε, ένας από τους καβαλαραίους ξέκοψε από τη σειρά του, στάθηκε μπροστά στη μητέρα μου και της είπε σε καθαρά ελληνικά: «τσερά, δώσε μου τα δαχτυλίδια σου». Ο πατέρας κρατούσε αγκαλιά την αδερφή μου κι ένα μπόγο∙ ό,τι άρπαξε φεύγοντας από το σπίτι. Η μητέρα μου από το ένα χέρι κρατούσε τον αδερφό μου, ενώ στο δεξί της χέρι βαστούσε ένα μπόγο στηρίζοντάς τον στην πλάτη της, κι εγώ ένα μπόγο∙ πήγαινα κοντά στη μητέρα μου για να μη χαθούμε. Έτσι σφάνταζαν τα δαχτυλίδια της μητέρας. Σταθήκαμε και η μητέρα προσπαθούσε να βγάλει τα δαχτυλίδια. Από την ταραχή της όμως και το φόβο της δεν μπορούσε να βγάλει τα δαχτυλίδια. Τότε ο Τούρκος καβαλάρης, επειδή έχασε τη σειρά της, βιαζόταν κι ετοιμάστηκε να κόψει το δάχτυλο της μητέρας με την κάμα του. Ο πατέρας τότε σάλιωσε το δάχτυλο της κι έτσι έβγαλε τα δαχτυλίδια και τα δώσε στον εξαγριωμένο Τούρκο. Ήταν ο κόσμος θάλασσα, χιλιάδες κόσμος, που έκλαιε και βογκούσε. Προχωρούσαμε όπου προχωρούσαν όλοι, προς το Κορδελιό∙ από κει θα σωθούμε. Αλίμονο σ’ εμάς! Η ελπίδα να σωθούμε από κει, από τη θάλασσα του Κορδελιού, χάθηκε. -Θεέ μου, λυπήσου μας, έλεγε η μητέρα κι έκλαιγε. Ο κόσμος τα ’χασε πια, απελπίστηκε τελείως. Άλλοι κλαίγαν, άλλοι χτυπιούνταν και μοιρολογούσαν κι άλλοι σέρναν τα πόδια τους και σώπαιναν. Ο βόγγος, ο θρήνος έγιναν ένα δυνατό βουητό. Σε μια στιγμή δεν πιστεύαμε τα μάτια μας∙ γυναίκες πολλές, μια σειρά ατελείωτη από το μπουλούκι που ερχόνταν από το Κορδελιό, σπρώχνοντας η μία την άλλη και σκύφτοντας, τραβούσαν κατά τους ψηλούς βράχους, εκεί στα Πετρωτά. Ώσπου να καλοκαταλάβεις, πηδούσαν και χάνονταν μέσα στη θάλασσα. Πολλές κρατούσαν αγκαλιά και τα μωράκια τους. Πλάι τους, πάνω από τα κεφάλια τους, ήταν οι Τσέτες, έτοιμοι να τις ντροπιάσουν, και ήθελαν να γλυτώσουν από τα χέρια τους, να πέσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν στο γκρεμό, να χαθούνε».
ΉΡΘΑΝ ΝΑ ΜΕ ΠΙΆΣΟΥΝ, ΝΑ ΜΕ ΣΦΆΞΟΥΝ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΟΥ ΒΓΆΛΟΥΝ ΤΑ ΔΌΝΤΙΑ. ΕΓΏ ΤΟΥΣ ΈΛΕΓΑ: «ΓΙΑΤΊ ΝΑ ΜΕ ΣΦΆΞΕΤΕ; ΑΦΉΣΤΕ ΝΑ ΒΓΆΛΩ ΕΓΏ ΤΑ ΔΌΝΤΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΤΑ ΔΏΣΩ». ΞΑΝΑΓΚΑΖΌΜΟΥΝ ΚΑΙ ΈΠΑΙΡΝΑ ΜΌΝΟΣ ΜΟΥ ΠΈΤΡΑ ΚΑΙ ΕΒΆΡΑΓΑ ΜΈΣΑ ΣΤΟ ΣΤΌΜΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΤΑ ΒΓΆΛΩ.
Παναγιώτης Μαρσέλος
[από σμύρνη – αθηνα] «Κάποια στιγμή έσπασε η ζώνη και άφησαν τον κόσμο να βγει προς τα όξω. Μετά από δυο-τρεις ημέρες ήρθε μια διαταγή να κατεβούν στην παραλία για να φύγουνε. Διώξαμε τον πατέρα μας, τη μητέρα μας, την αδελφή μας για την παραλία και μείναμε εκεί τα δύο αδέλφια. Μετά από μια ώρα φύγαμε κι εμείς και πήγαμε προς την παραλία. Φτάνοντας στην Πούντα μας πιάσαν Τούρκοι πολίτες και μας κλείσαν μέσα σε κάτι φυλακές. Κατά τις δέκα η ώρα το βράδυ μας βγάλαν και μας πήγαν στο εστιατόριο. Η σφαγή συνέχιζε∙ γδύναν, παίρναν ρούχα, παπούτσια. Αφήναν τον κόσμο, που δεν εσκότωναν, γδυτό. Το πρωί συγκεντρωθήκαμε πέντε χιλιάδες αιχμάλωτοι. Περνούσαμε από τους τουρκομαχαλάδες. Περάσαμε και από την Οβριακή. Οι Οβραίοι μας αποδοκίμαζαν χειρότερα από τους Τούρκους. Φτάξαμε στον Άγιο Κωνσταντίνο, στα Χιώτικα, όπου άρχισε η μεγάλη σφαγή. Μέσα στις πέντε χιλιάδες ήταν και πενήντα παπάδες. Πρώτα πρώτα άρχισαν να σφάζουν τους παπάδες. Φτάσαμε στον Κουκλουτζά από κάτω, στο δημόσιο δρόμο. Πιάνει ένας Τούρκος έναν παπά∙ ο παπάς, βλέποντας το θάνατο του, κατορθώνει και παίρνει το μαχαίρι του Τούρκου και τον βάζει κάτω για να τον σφάξει. Τρέξαν τότε οι Τούρκοι αξιωματικοί και γλύτωσαν τον Τούρκο. Φέραν τον παπά πάλι μαζί μας. Δεν πρόλαβε να πάει πέντε βήματα και τον σκοτώσαν. Εκεί, στην ίδια τοποθεσία, έγινε μεγάλη πανωλεθρία. Ξαναγκάστηκε ο αδελφός μου και μού λέει: “Θα πέσω κάτω να με σκοτώσουν, γιατί δεν πρόκειται να ζήσουμε”. Του λέω να κάνει υπομονή, και αν είναι το τυχερό μας, θα μας σκοτώσουνε. Η σφαγή δε σταματάει. Προχωρούμε για το Μπουρνάρμπασι, όπου φθάσαμε το βράδυ και μας βάλανε σε συρματοπλέγματα. Άρχισαν και παίρναν πέντε πέντε και πηγαίναν και τους σφάζανε. Είχα μαζί μου ένα ψωμί και μέσα είχα μερικά λεπτά. Ήρθε κάποιος και έκοψε το ψωμί και βρήκε τα λεπτά και άρχισε και χτύπαγε τον κόσμο να μαρτυρήσουν ποιανού ήταν το ψωμί. Κανείς δεν μίλησε και δεν μπόρεσε να ανακαλύψει τίνος ήταν το ψωμί. Αφού ο Τούρκος δεν έβρισκε αυτόν που είχε το ψωμί, ήθελε να βρει κανένα ζευγάρι παπούτσια.
Έψαξε στα πόδια μου, γιατί ήμουν κοντά στο ψωμί, βλέπει τα παπούτσια μου που τα είχα κόψει, γιατί με στένευαν και με αρχινάει με το ξίφος στους ώμους. Η σφαγή εξακολουθούσε μέχρι το πρωί. Το πρωί φύγαμε από το Μπουρνάρμπασι. Άρχισαν και γδύναν όλους και τον αδελφό μου. Φτάνοντας ανάμεσα Μπουρνόβα και Μαγνησιά ήταν μια βρύση. Είχαμε τρεις μέρες να πιούμε νερό. Σταματούμε στη βρύση και διατάζουν τον κόσμο να πάει να πιει νερό. Μόλις πήγε ο κόσμος στη βρύση να πιει λίγο νερό, έβαλαν οι Τούρκοι το πολυβόλο και άρχισαν και σκότωναν γραμμή. Εγώ βλέποντας αυτό, κατεβαίνω στο ποτάμι και πάω σε μια γούβα που είχε νερό μέσα, αλλά κι ένα ελληνικό πτώμα που από την πολυκαιρία είχε πρηστεί και είχε σπάσει. Ωστόσο δεν άντεχα τη δίψα∙ ήπια και γέμισα ένα καπέλο και το πήγα στον αδελφό μου. Ήπιε κι εκείνος και τα λίπη από το σπασμένο πτώμα κολλούσαν στα χείλη μας! Μετά κινήσαμε για τη Μαγνησιά. Εφτάξαμε το βράδυ και παραμείναμε εκεί. Έναν-έναν μας γδύσαν, όπως μας γέννησε η μάνα μας, και ψάχναν όλα τα μέρη των ρούχων, μήπως βρουν χρήματα. Το πρωί μπήκαμε μέσα στη Μαγνησιά. Εμαζεύτηκαν όλοι οι Τούρκοι με σίδερα στα χέρια, με σπαθιά, και στάθηκαν από τη μια κι από την άλλη άκρια του δρόμου που θα περνούσαμε και ανεβοκατέβαζαν τα σίδερα και τα σπαθιά και όποιος πρόφταινε κι έσκυβε είχε καλώς, όποιος δεν πρόφταινε τον σκότωναν. Ύστερα μας βάλαν στις αποθήκες κάποιου εργοστασίου. Οι αποθήκες αυτές ήταν από ασβέστη. Όπως επατούσαμε μέσα, σηκωνόταν η σκόνη του ασβέστη και με την αναπνοή μας απορροφούσαμε τη σκόνη του. Είχαν κάνει εγκαύματα τα χείλη μας και το στόμα μας. Δεν άκουγες τίποτε άλλο παρά μόνο τη φράση: “Θεέ μου, νερό!”. […] Τώρα από τις πέντε χιλιάδες μείναν μόνο πεντακόσιοι. Μας δίνουν από εκατό δράμια μπομπότα και ετοιμαζόμαστε να προχωρήσουμε για το Αϊδίνι. Εδιψάγαμε πάρα πολύ. Εκεί που στεκούμαστε, έρχεται ένας Τούρκος και αρχινάει να με γδύνει. Μου τα πήρε όλα και με αφήνει με ένα σωβρακάκι, το οποίο ζήτησε να μου το πάρει κι εκείνο, αλλά τον είπα: “Δεν είναι ντροπή να με γδύσεις τελείως και να περνάω να με βλέπουν οι γυναίκες σας και τα κορίτσια σας;”. Εκείνος μου είπε: “Περίμενε να σου φέρω ένα παλιό να μου δώσεις αυτό”. Εγώ έπιασα και το έσκισα σε μερικές μεριές και το εγλύτωσα, αυτό κι ένα ζωνάρι, που το έβγαλα και το επρόσφερα σ’ ένα Τούρκο για να μου δώσει λίγο νερό. Ο Τούρκος πήρε το ζωνάρι και μου λέει: “Άνοιξε το χέρι σου”. Ανοίγω το χέρι μου με τις δύο φούχτες να μου ρίξει νερό, και μου λέει: “Όχι και τις δύο φούχτες, μόνο τη μία!”. Μου έριξε λίγο νερό και αφού ήπια τον λέω: “Δεν μου βάνεις λίγο να δώσω και στον αδερφό μου;”. Και μου λέει: “Άνοιξε τη φούχτα σου”. Μου έριξε λίγο∙ άρχισα και φώναζα τον αδερφό μου: “Τρέχα να πιεις νερό”. Ώσπου να έρθει κοντά μου, το νερό είχε φύγει από την παλάμη μου και, για να δροσιστεί, έγλυφε το χέρι μου. […] Στο στόμα μου εφόραγα χρυσά δόντια. Οι Τούρκοι, όταν δεν εύρισκαν τίποτε άλλο, για να πάρουν, ζητούσαν να βγάζουν τα δόντια των αιχμαλώτων. Ήρθαν να με πιάσουν, να με σφάξουν, για να μου βγάλουν τα δόντια. Εγώ τους έλεγα: “Γιατί να με σφάξετε; Αφήστε να βγάλω εγώ τα δόντια μου και να σας τα δώσω”. Ξαναγκαζόμουν και έπαιρνα μόνος μου πέτρα και εβάραγα μέσα στο στόμα, για να τα βγάλω. Αλλά εστάθη αδύνατο. Εφτάξαμε στο Ντεμίσι. Εκεί μας βγάλαν τη νύχτα να μας ποτίσουν. Εχώρισαν εμένα από τον αδερφό μου και έναν Οντεμίση και μας βγάλαν μια κατηγορία ότι επήγαμε στο χωριό, ερίξαμε χειροβομβίδες και εκάναμε ζημιές. Μας χώρισαν από τους άλλους αιχμαλώτους. Έβαλαν χωριστή φρουρά και μας φυλούσε. Έρχεται τη νύχτα ένας τσαούσης μ’ ένα σπαθί στα χέρια και μας λέει: “Εσείς οι δυο είσαστε αδέρφια, να σκοτώσω τον ένα, και να πάει ο άλλος στο σπίτι του, εάν γλυτώσει στο δρόμο”. Εσηκώθηκε ο αδερφός μου και του λέει: “Σφάξε εμένα”. Όταν είδε ο τσαούσης αυτό, λέει στον αδερφό μου: “Κάθισε χάμω”. Και λέει εμένα: “Σήκω απάνω, εσύ βρε!”. Εσηκώθηκα απάνω, ασφαλώς περιμένοντας τον θάνατό μου, αλλά μου λέει: “Δάγκασε το αυτί του Οντεμισλή, να του το κόψεις με τα δόντια σου”. Τι να έκανα εγώ; Εξαναγκάστηκα και του δάγκωσα λίγο το αυτί και τον έσπρωχνα με το γόνατό μου ώστε να φωνάζει. Αλλ’ αυτός δεν μιλούσε καθόλου και ο τσαούσης το κατάλαβε. Σηκώνει τότε το σπαθί και μου λέει: “Κερατά γκιαούρη, με κοροϊδεύεις”. Αλλά προτού κατεβάσει το σπαθί, ξαναγκάστηκα να δαγκώσω δυνατότερα το αυτί του και, από τους πολλούς τους πόνους, ο άνθρωπος εφώναζε από τη γη ως τον ουρανό. Μας άφησε και έφυγε ο τσαούσης. Μετά από δέκα λεπτά ήρθανε και σφάξανε τον Οδεμισλή!».
Θεοδώρα Κοντού [από κριτζαλιά – αθηνα] «Κατεβήκαμε από το χωριό στη Σμύρνη. Λέγαμε πως θα γυρίσομε πίσω. Πήγαμε να ακουμπήσουμε στην εκκλησία του Άι-Γιάννη. Ήταν εκεί πολύς κόσμος. Ένας γνωστός του πατέρα μου μας πήρε στο σπίτι του. Εκεί καθίσαμε. Αυτός πήρε τους δικούς του κι έφυγε χωρίς να μας πει τίποτε∙ έφυγε κρυφά. Μπήκαν οι Τούρκοι, σφάξαν τον πατέρα μας, τη μάνα μας, το θείο μας, τη θεία μας και τα τρία αδέλφια μου. Εγώ, με τα πιο μικρά αδερφάκια μου, το ένα ήταν δυόμισι χρονών και το άλλο τρεισήμισι, ήμασταν χωμένα κάτω από ένα παταράκι και δεν μας είδαν. Καθίσαμε εκεί δώδεκα μέρες∙ ούτε φαΐ,
lifo
88
11. & 12. Προσωπικά αντικείμενα που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες, όπως εκτίθενται στο Μουσείο «Φιλιώ Χαϊδεμένου» © Πάρις Ταβιτιάν
12
89
1 δεκεμβριου 2016
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ούτε νερό. Το σπίτι είχε κάτι σα νεροχύτη και κυλούσε μέσα ένα τρεχούμενο νερό. Τι να κάνω; Να βρέξω τα χείλη μου ήθελα. Άπλωσα τον ποδόγυρο μου απάνω, έπιανα με το χέρι μου τη μύτη μου και έπινα μια γουλιά∙ από τη βρώμα σου ’ρχονταν εμετός. Το ένα αδερφάκι μου ήτανε τραυματισμένο με σφαίρα στο πόδι του. Όσο περνούσαν οι μέρες τα πτώματα πρήζουνταν, ντουμπάνιαζαν και βρωμούσαν αφάνταστα. Μπαίναν οι Τουρκάλες για να κλέψουν και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν. Κλέβαν ό,τι μπορούσαν∙ κότες, κουτάλια, μπακίρια και φεύγαν χωρίς να μας δούνε. Κάποτε μου ’ρθε έτσι σα Θεού φώτιση και βγήκα λίγο παρά όξω. Τότες είδα πολύ κόσμο που έφευγε, έπαιρνε των ομματιών του. Έκανα το σταυρό μου, πήρα στην πλάτη μου το τραυματισμένο αδερφάκι μου και από το χέρι το άλλο και βγήκα στο δρόμο. Έτρεχα να φτάξω τους άλλους, τους πολλούς. Εκεί βλέπω μια κοπέλα που κάθονταν σ’ ένα σωρό πέτρες. Της φώναξα, ήθελα έναν άνθρωπο να με βοηθήσει, να του μιλήσω. Αυτή η κοπέλα τίποτα∙ έστεκε ακούνητη. Εγώ δεν την πρόσεξα∙ μόνο ακόμα της μιλούσα. Την έβλεπα που γούρλωνε τα μάτια της, μα δεν πήγε πουθενά το μυαλό μου∙ την προσέχω. Και τι να δω! Την είχαν χώσει ένα ξύλο από πίσω και έβγαινε από το στόμα της. Τότες ήταν που έτρεχα ακόμη πιο πολύ. Τι να κάνω με τα δύο μωρά; Μπήκα μέσα στην εκκλησία, μα επειδή βρωμούσαμε πολύ σάπιο αίμα, το πόδι του παιδιού, τα μαλλιά μας, τα ρούχα μας, μας διώξαν από την εκκλησία. Τι να κάνουμε; Ζαρώσαμε σαν τα σκυλάκια σ’ ένα παραγκώνι. Πάνε τόσα χρόνια, μα δεν τα ξεχνώ. Θαρρώ πως είναι τούτη η ώρα. Κλάψαμε, θρηνήσαμε, τα ’παμε, τα ξανάπαμε! Η μάνα μου δεν πέθανε την ίδια ώρα σαν τους άλλους. Της είχαν χύσει τα έντερα, την είχαν περιχύσει τα αίματα και κείνη με αρμήνευε και μου ’λεγε: “Παιδάκι μου, άμα δεις τα σκούρα, να πέσεις στη θάλασσα”. Έβγαλε και από την τσέπη της και μου ’δωσε το πορτοφόλι της και μια φωτογραφία περιχυμένη στα αίματα∙ την έχω ακόμη».
Σαρούλα Σκύφτη [aπό ερίκιοϊ – αθηνα] «Ως το πρωί κάηκε η Αγία Φωτεινή. Να κλαίνε τα παιδιά, να τσιρίζουνε. Η καλή μας η τύχη∙ δυο σκοποί, ο ένας ήταν πολύ πονόψυχος κι είπε στο σύντροφό του: “Δεν μπορώ ν’ ακούω τα παιδιά να τσιρίζουν και να καίγουνται. Εσύ κάτσε”. Και γύρισε σ’ εμάς. “Εγώ πάω για καλό σας. Μη κάνετε απόπειρα να φύγετε. Θα φέρω διαταγή και θα σας βγάλω”. Όπως και το ’κανε. Πήγε
κι έκανε τα παράπονα: πώς μπορείς να σταθείς; Πέφτουν φωτιές απάνου τους. Έφερε τη διαταγή και μας είπε: “Φύγετε, όσοι θέλετε”. Έπρεπε να φύγουμε μόνο από μια πόρτα, γιατί η διαταγή δεν ήταν γενική. Σπρωξιές, φωνές, αλαλαγμοί. Όλος εκείνος ο κόσμος να κοιτά να βγει από μια πόρτα. Βγήκαμε στην παραλία. Ώσπου να ξημερώσει, καθούμασταν εκεί. Στη νύχτα άκουγες τις φωνές των ανθρώπων που πήγαιναν οι Τούρκοι να ψάξουν για καμιά κοπέλα, για χρήματα. Σα ρίχναν τα βαπόρια φωτοβολίδες, σταματούσαν για λίγο, ύστερα πάλι συνέχιζαν∙ αυτή η δουλειά γίνουνταν ώσπου να ξημερώσει ο Θεός τη μέρα. Πολλές αναγκάστηκαν και πνίξαν τα παιδιά τους για να μη φωνάζουν και φανερώσουν τους κρυμμένους. Σφάζαν όπου μπαίναν. Τ’ ακούγαμε κι εμείς πως μια πατριώτισσά μας έχασε μ’ αυτό τον τρόπο ένα παιδάκι. Τρέξαμε από δω κι από κει, μπας και βρούμε το γαμπρό μου. Δε μπορέσαμε, φοβούμαστε και τους Τούρκους. Βρήκαμε τη νύφη μας και το συμπέθερό μας. Μπήκαμε σε μια μαούνα και βγήκαμε στο Καρσίακα, στη θεία μου. Σαν μας είδαν, κλαίγαν. Κοντά ήταν μια φραγκοκλησιά∙ ο φραγκόπαπας τους αγαπούσε, ήταν καλός άνθρωπος. Τους έδωσε μια γαλλική σημαία και δεν έρχουνταν μέσα οι Τούρκοι».
Η ΤΕΛΕΥΤΑΊΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΊΑ ΣΤΑ ΙΕΡΆ ΤΩΝ ΠΑΤΈΡΩΝ Αννίκα Χαριτωνίδου [aπό kέσι – nίκαια] «Πριν φύγουμε, η επιτροπή, κι ήταν επιτροπή ο κουνιάδος μου, ο δάσκαλος, κι ο παπάς, γύριζαν και έγραφαν τα χτήματά μας, αμπέλια, κήπους, σπίτια. Μετά πήγαμε στο Βέξε και κοινωνήσαμε γιατί δεν είχαμε δικό μας παπά. Ο παπάς του Βέξε, ο παπα-Ισαάκ, ερχότανε μια φορά τη βδομάδα στο χωριό μας και λειτουργούσε. Αυτή τη φορά πήγαμε εμείς στο Βέξε και κοινωνήσαμε, που θα μπαίναμε στο δρόμο. Μια μέρα φέραμε τον παπά στο νεκροταφείο και διάβασε τα μνήματά μας, γιατί να χωριστούμε ήτον. Κλάψαμε πολύ στα μνήματα. “Φεύγομε εμείς και σας αφήνομε μέσα στους Τούρκους”. Κείνη τη μέρα η ψυχή μας είχε πολύ βάρος. Η επιτροπή μάζεψε μετά τα πράματα της εκκλησίας. Έκαψε τις παλιές εικόνες κι όσα βιβλία ήταν παλιά. Τα άλλα κειμήλια τα μαζέψανε και τα φέραμε. Το σταυρό και τον επιτάφιο τα είχα βάλει στο δικό μου σεντούκι. Τα άλλα πράγματα τα φρόντισε ο κουνιάδος
13
lifo
90
μου ο δάσκαλος... Με τα πράματα της εκκλησίας είχα δώσει και μια δική μου εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα. Ήταν πολύ μεγάλη και δε χωρούσε στο δικό μου σαντούκι. Σαν ήρθαμε, έδωσα στον κουνιάδο μου το σταυρό και τον επιτάφιο. Κάποιος πήγε και τα πήρε από το σπίτι του μαζί με τα άλλα πράματα της εκκλησίας. Μαζί με αυτά πήγε και η δική μου εικόνα, που ήταν πολύ παλιά. Που φεύγαμε από το σπίτι μας στενοχωρηθήκαμε, μα ούτε το σπίτι ούτε τα πράματά μας, ούτε τους φίλους μας Τούρκους σκεφτήκαμε, όσο σκεφτήκαμε την εκκλησία μας. Την αφήσαμε σαν ορφανή μέσα στους Τούρκους. Πριν φύγω πέρασα πάλι από κει. Δεν είχε εικόνες. Δεν είχε σταυρό. Πήγα να προσκυνήσω το αγιασμένο σανίδι, τη λειτουργημένη πέτρα της».
Μαρία Πορλόγλου ή Κοσμίδου [από την kερμίρα – αθηνα] «Μάιος - Ιούνιος ήταν. Μας ήρθε ειδοποίηση από την Καισάρεια. “Να ετοιμαστείτε, γιατί φεύγομε”. Λειτουργηθήκαμε και κοινωνήσαμε όλοι. Στα 23, πριν χαλάσουν την εκκλησά του Ζιντζίdερε οι Τούρκοι, σηκωθήκαμε κάμποσες οικογένειες από το χωριό μας και πήγαμε. Πήγαμε στο μοναστήρι του Ιωάννου του Προδρόμου, για να προσκυνήσουμε τη χάρη του. Εκεί, όσοι ήσαν άρρωστοι, πιο πολύ οι τρελοί, γίνονταν καλά. Περνούσαμε από το σχολείο. Οι Τούρκοι το είχαν κάμει σχολείο δικό τους. Ακούσαμε τα Τουρκόπαιδα που τραγουδούσαν “Από κάτω μας χαλιά μεταξένια, από πάνω μας κλωνιά χουρμαδιάς και τα καλά που τρώμε είναι των γκιαούρηδων”. Μείναμε μια μέρα και γυρίσαμε. Δεν πήγε όλο το χωριό. Η επιτροπή μας άρχισε να μαζεύει τα πράγματα της εκκλησίας. Τα βάλαμε σε μεγάλες κάσες. Πολυελαίους ασημένιους, μανουάλια, όλα τα φέραμε. Καταστρέψαμε μόνο τις μικρές εικόνες. Τι ασήμι ήταν εκείνο! Μέχρι τους δίσκους που μαζεύαμε τα λεφτά τούς είχαμε ασημένιους. Τι πλούτη! Τι πλούτη! Μεγάλες περιουσίες είχαν δώσει στην εκκλησία αυτοί που ξενιτεύονταν: εφτά πολυελαίους ασημένιους, δεκατέσσερα άγια ποτήρια, όλα μας ήσαν μεγάλης αξίας. Τα φέραμε και τα παραδώσαμε στο κράτος. Στο Βυζαντινό Μουσείο βρίσκεται ένα άγιο ποτήρι δικό μας. Στο ίδιο μουσείο βρίσκεται και ένας επιτάφιός μας, μεγάλης αξίας…»
Αθηνά Γαλανοπούλου [από στέφανα – αθηνα] «Εμείς, καθένας μας, έκανε προετοιμασία. Κοινωνήσαμε. Πήραμε βαφτιστικό
χαρτί. Φέραμε το μητροπολίτη, διάβασε τους τάφους μας. Θέλαμε να πάρομε τα κόκαλα μαζί μας, μα στο τέλος δε το κάναμε. Δεν ήμασταν όλα ένα. Οι φτωχοί δεν μπορούσαν. Ύστερα είπαμε όλοι να μείνουν εδώ. Τα διαβάσαμε. Τα κλάψαμε. Μετά βγάλαμε τις εικόνες από τις εκκλησίες και τις στείλαμε στο μοναστήρι του Ζιντζίdερε. Είπαμε ό,τι θα γίνουν οι εικόνες του μοναστηριού να γίνουν κι οι δικές μας. Κάψανε και τις πιο παλιές και κατεστραμμένες. Ένα μεγάλο πολυέλαιο, ένα μαρμάρινο σκαλισμένο, που κάναμε μέσα τον αγιασμό, με το καπάκι του, σκάψαμε στη γη και τα χώσαμε. Μέσα στο μάρμαρο αυτό βάλαμε ένα χαρτί με όλα τα ονόματα των Χριστιανών του χωριού γραμμένα και με χρονολογία τη μέρα που φεύγαμε. “Σήμερα… φεύγομε όλοι μας από τα Στέφανα”. Ύστερα αδειάσαμε εκκλησία και έγινε σαν χάνι. Τότε ήρθε ένας Τούρκος μέσα. “Θέλομε να το κάμομε τζαμί, μα βλέπω δεν κάνει, γιατί κοιτάζει ανατολικά”. Η καρδιά μας μάτωσε, όταν τ’ ακούσαμε. Αχ! αχ! Οι Τούρκοι αγόρασαν ό,τι είχαμε, στασίδια, παγκάρια, τέμπλο. Σήμερα η εκκλησία μας, Παναγίας Γέννηση, είναι εργοστάσιο».
Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΌΣ ΤΩΝ ΣΥΝΟΊΚΩΝ, «ΟΙ ΦΊΛΟΙ ΜΑΣ ΟΙ ΤΟΎΡΚΟΙ» Αννίκα Χαριτωνίδου [από το κέσι – νίκαια] «Πολλά σημεία βλέπαμε και πριν και μετά τον πόλεμο που μας έδειχναν το κάθε κακό. Τότε που παίρναν τους Αρμεναίους, Τουρκάλες και Ελληνίδες μαζεύτηκαν στην αυλή της μονής της Ζωοδόχου Πηγής για να τους δουν. Άκουαν από μακριά τη βουή τους. Θέλαν να κλάψουν, μα φοβόντουσαν. “ Ήταν για κλάματα” μας είπαν, “μα δεν μπορούσαμε γιατί ήταν και Τούρκοι μπροστά”. Εκεί που περίμεναν, μια στιγμή έστρεψαν και κοίταξαν το θόλο της εκκλησίας. Είδαν πως ο σταυρός που βρισκόταν στην κορυφή του θόλου έλειπε. Η μία μετά την άλλη οι Ελληνίδες έλεγαν: “Τι είναι, τι έγινε ο σταυρός;”. Αφού πέρασαν οι Αρμεναίοι και δεν τους έβλεπαν πια, ο σταυρός πάλι σιγά σιγά σηκωνόταν, χωρίς να φαίνεται χέρι, και στάθηκε στη θέση του, όπως ήταν πριν. Το είδανε αυτό κι οι Τουρκάλες κι οι Ελληνίδες και κλάψανε όλες και είπαν αναμεταξύ τους: “Αυτά που κάνουν δεν είναι σωστά. Αυτά είναι γυναικόπαιδα. Τι σφάλμα έχουν; Κι ο Θεός με το θαύμα του μας το έδειξε πως δεν είναι σωστό να γίνονται αυτά”. Μας ήρθε κι η ακρίδα και τα έφαγε όλα: 13. Πρόσφυγες απλώνουν μπουγάδα στην ύπαιθρο. 1922 © Library of Congress 14. Ένα κορίτσι λούζει τα μαλλιά του με τη βοήθεια δύο γυναικών. 1922 © Library of Congress
14
91
1 δεκεμβριου 2016
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
lifo
92
15
93
1 δεκεμβριου 2016
15. Το λεγόμενο επίσημα στην ελληνική «βεράτιον» ή, απλούστερα, βεράτιο ή και βεράτι, εκ της τουρκοπερσικής λέξης «βεράτ», ήταν ένα επίσημο δημόσιο έγγραφο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με το οποίο αναγνωριζόταν ή επικυρωνόταν υψηλόβαθμη διοικητική θέση καθώς και τα προνόμια που αποδίδονταν για τη συγκεκριμένη θέση. Αρχικά, το βεράτιο είχε χαρακτήρα αξιόγραφου, που κατά τη χρήση του στο διάβα των αιώνων έλαβε τελικά χαρακτήρα επικύρωσης, κι ακόμη ήταν είδος σύγχρονου διαπιστευτηρίου στον χορηγούμενο ή στον κατέχοντα τούτο. Το βεράτιο εκδιδόταν κατ’ εφαρμογή ειδικού διατάγματος (φιρμάνι) με εκτελεστικό χαρακτήρα, είτε από τον Σουλτάνο είτε, συνηθέστερα, από τον Μέγα Βεζίρη, φέροντας αντίστοιχα υπογραφή στην αρχή του κειμένου ως επικεφαλίδα, όπως και το φιρμάνι. Τα βεράτια εκδίδονταν κυρίως σε πατριάρχες ως επικύρωση εκλογής και αναγνώρισης προνομίων, σε επισκόπους και επισκοπές, ομοίως σε αναγνώριση αυτών, καθώς και σε ιερές μονές, σε αναγνώριση προνομίων και των υπαγομένων σε αυτές εκτάσεων, εγκαταστάσεων, νήσων, νησίδων, λιμνών κ.λπ. Τέτοια βεράτια έφεραν οι πρόσφυγες μαζί τους είτε κατά τον διωγμό του 1922 είτε με την ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε το 1923, με την ελπίδα πως θα ξαναεπέστρεφαν στην πατρίδα τους. Τα βεράτια αφορούσαν την ενδεχόμενη ανταλλαγή δημόσιων και ημιδημόσιων περιουσιών μεταξύ ελληνορθόδοξων κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των αντίστοιχων περιουσιών οθωμανικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα. Το συγκεκριμένο ανήκει στη συλλογή των Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη. © Πάρις Ταβιτιάν
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
και τα δέντρα μας που ήσαν καρποφόρα και τα κλαδιά και τα χορτάρια, κι ο τόπος έμεινε ξερός. Είδαμε πως ο χτύπος του ντενεκέ τις έκανε να φύγουν. Πήραμε όλοι, Τούρκοι και Χριστιανοί, ντενεκέδες, τους χτυπούσαμε κι εκείνες φεύγανε. Πολύ δε στάθηκαν στο χωριό μας. Δυο μέρες, τρεις μέρες θα ήταν. Είχαμε και την πείνα και τότε ο άντρας μου είχε φύγει από το στρατό και τον έκρυβα στο σπίτι. Οι Τούρκοι το ήξεραν, μα ήσαν καλοί. Η γειτόνισσα Τουρκάλα μου είπε μια μέρα: “Γειτόνισσα, ο άντρας σου κάθεται στο σπίτι. Δεν πήγε στο στρατό· το ξέρω, αμά δεν πειράζει, είναι καλός άνθρωπος, ας κάτσει”. Και η αστυνομία η τούρκικη του είπε: “Άντε καλέ, εσένα ποιος σε θέλει, άντε να πας στο σπίτι σου”. Μου φερθήκανε πολύ καλά. Άρρωστος ο άντρας μου, κρυμμένος, τα παιδιά μου μικρά, δεν είχαμε τι να φάμε. Πεινούσαν τα παιδιά και έκλαιγαν. “Δεν αντέχω”, είπα μια μέρα. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω. Τα παιδιά φωνάζανε: “ Έλα μαμά, κάθισε κοντά μας, δεν θα κλαίμε πια”. Κείνη την ώρα με είδε ένας Τούρκος. Ήταν από άλλο χωριό αμά για παραθέρισμα ήταν εκεί πέρα. Ήξεραν όλοι πως κάθεται ο άντρας μου. Με χτύπησε ο Τούρκος ελαφρά και μ’ αρώτησε γιατί κλαίω. “Δεν ξέρεις” του είπα. “Δεν έχομε τι να φάμε, τα παιδιά κλαίνε, κι εγώ δεν αντέχω πια, έκλεισα την πόρτα από πάνω τους και έφυγα”. -“Ακούω τον άντρα σου που φτιάχνει τσόκαρα. Ας φτιάξει να μου φέρει. Και έλα στο σπίτι να σου δώσω αλεύρι να φάνε τα παιδιά”. Πήγα μαζί του, μου έδωσε ψωμί και αλεύρι. Έτρεξα, μοίρασα στα παιδιά, ζύμωσα και φάγαμε κι εμείς. Μετά πήγα στα χωριά, πούλησα το νοικοκυριό, πήρα σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη, ό,τι βρήκαμε πήραμε και ζήσαμε. Έκανε ο άντρας μου τσόκαρα και περάσαμε σ’ εκείνην την ανάγκη μας. Μετά έφυγε ο άντρας μου στην Πόλη. Μια μέρα είδα στον ουρανό άστρο. Το άστρο ήταν σαν εκείνο που φαίνεται το πρωί, αμά είχε και ουρά... Τότες λέγαμε δεν είναι καλό αυτό. Θα γίνει πόλεμος, και μερικοί “θα έρθει πείνα”, είπαν. Φάνηκε τρεις φορές από τα μέρη. Πριν πολλά χρόνια, θα ήταν στο 1890, είδαν πάλι άστρα με ουρά και έπεσεν πείνα. Κι έλεγαν: “Και πάλι πείνα θα πέσει”. Άλλοι πόλεμο έλεγαν, άλλοι πείνα. Μια μέρα ακούσαμε πως χτύπησαν οι Έλληνες τη Σμύρνη. Οι Τουρκάλες φοβηθήκανε από τον ελληνικό στρατό και η μία στην άλλη μας έλεγαν και μας παρακαλούσαν να τις κρύψουμε. Καμιά φορά μας έκαναν και παράπονα. “Εμείς σας αγαπούσαμε τόσο πολύ, κι εσείς ζητούσατε ευκαιρία να μας σφάξετε, να μας καταστρέψετε”. Αλήθεια, πριν τον πόλεμο, στο χωριό μας περνούσαμε καλά με τους Τούρκους. Σαν αδέρφια ήμαστε. Μα πάλι εμείς φοβόμαστε απ’ αυτούς, παιδί μου. Δέκα σπίτια ήμαστε κι οι Τούρκοι ήσαν τετρακόσα. Γι’ αυτό φοβούμασταν να μην πάθομε τίποτα. Αλλά οι Τουρκάλες γειτόνισσές μας μάς αγαπούσαν. Προτού να φύγουν για τη δουλειά μας φώναζαν: “ Έλα, νύφη, πάμε στο αμπέλι μαζί να μην πάθεις τίποτε”. Τη γειτόνισσά μας μόνο γνωρίζαμε. Τα άλλα δεν τα γνωρίζαμε. Εμείς ήμαστε λίγοι, εκείνοι τόσoι ήτανε!». Σαν διώξανε πάλι τους Έλληνες από τη Σμύρνη, οι Τούρκοι πήραν ζωή απάνω τους και μας έλεγαν “Γκιαβούρηδες, τέτοιοι είστε, δεν μας χωνεύετε”. Και έβαλαν ένα μίσος για μας. Άλλοι τα έλεγαν μπροστά κι άλλοι πίσω. Αλλά εκεί πέρα εμείς δεν πάθαμε τίποτε. Στεκόμασταν όμως με φόβο. Στα άλλα χωριά μας έλεγαν “Να, έτσι, σαν άγριοι μας κοιτάζουν τώρα”. Μετά άρχισαν να περνούν οι πρόσφυγες από το χωριό μας. Ήσαν πρόσφυγες από το Ναζλί, Ντενιζλί, από όλα τα μέρη της Σμύρνης. Μια μέρα στάθηκαν. Από κει έφυγαν σε άλλο μέρος. Απ’ αυτούς κράτησαν δυο τρεις οι Τούρκοι να τους δουλεύουν. Αυτοί έμεναν στο σπίτι του κουνιάδου μου. Εκείνος ήταν δάσκαλος σ’ άλλα χωριά, και γι’ αυτό το σπίτι του ήταν αδειανό. Με τη δικαιολογία πως πηγαίνω στου κουνιάδου μου το σπίτι, μάζευα από τους Χριστιανούς τροφές, ξύλα κι ό,τι άλλο και τους πήγαινα να φάνε και να ζεσταθούν. Οι Τούρκοι γειτόνοι το ήξεραν και δίναν και αυτοί κάτι για την ψυχή τους· καλοί ήσαν. Μια μέρα, θα ήταν στα 23, ήρθε η γρια-Δέσποινα, η πεθερά του κουνιάδου μου, καταχαρούμενη στο σπίτι μου και μου έλεγε σιγά, για να μην ακούνε οι Τούρκοι: “Αννίκα, Αννίκα, έμαθες; Ήρθε είδηση να πάμε στην Ελλάδα μας”. Η κερα-Δέσποινα ανακατευόταν στην πολιτική. Μιλούσε σαν άντρας. Οι Τούρκοι δεν την αγαπούσαν. Και ένα βράδυ, καθώς πήγαινε σε ένα δικό μας σπίτι, βγήκαν πάνω στο δρόμο της και τη μαχαιρώσανε. Γύρισε αμέσως
ΔΈΚΑ ΣΠΊΤΙΑ ΉΜΑΣΤΕ ΚΙ ΟΙ ΤΟΎΡΚΟΙ ΉΣΑΝ ΤΕΤΡΑΚΌΣΑ. ΓΙ’ ΑΥΤΌ ΦΟΒΟΎΜΑΣΤΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΠΆΘΟΜΕ ΤΊΠΟΤΑ. ΑΛΛΆ ΟΙ ΤΟΥΡΚΆΛΕΣ ΓΕΙΤΌΝΙΣΣΈΣ ΜΑΣ ΜΆΣ ΑΓΑΠΟΎΣΑΝ. ΠΡΟΤΟΎ ΝΑ ΦΎΓΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΆ ΜΑΣ ΦΏΝΑΖΑΝ: «ΈΛΑ, ΝΎΦΗ, ΠΆΜΕ ΣΤΟ ΑΜΠΈΛΙ ΜΑΖΊ ΝΑ ΜΗΝ ΠΆΘΕΙΣ ΤΊΠΟΤΕ». ΤΗ ΓΕΙΤΌΝΙΣΣΆ ΜΑΣ ΜΌΝΟ ΓΝΩΡΊΖΑΜΕ. ΤΑ ΆΛΛΑ ΔΕΝ ΤΑ ΓΝΩΡΊΖΑΜΕ.
στο σπίτι της και την ώρα που περνούσε από το δικό μου σπίτι φώναξε: “Αννίκα, Αννίκα, με δείρανε”. Νόμισε πως τη δείρανε, αμά σαν πήγε στο σπίτι κι είδε τα αίματα, κατάλαβε πως τη μαχαιρώσανε. Ήταν έξυπνη γυναίκα. Σε όλα έφτανε ο νους της, γι’ αυτό οι Τούρκοι θέλανε να τη βγάλουν από τη μέση. Η μαχαιριά της δεν ήταν βαθιά. Γρήγορα έγινε καλά, μα της έμεινε ο φόβος. Πέρασε δεν πέρασε ένας χρόνος και πέθανε. Πριν πεθάνει μας φώναξε και μας είπε να κρύψομε το μνήμα της με χώματα και χορτάρια να μην το αναγνωρίσουν οι Τούρκοι. Δεν ήθελε, παιδί μου, να το γνωρίσουν, γιατί στην πατρίδα μας, όταν δεν βρέχει, πηγαίνουν οι Τούρκοι, ανοίγουν ένα χριστιανικό μνήμα, κόβουν το κεφάλι του πεθαμένου Χριστιανού, το βάζουν στην κόγχη του ποταμού και –τι να σου πω παιδί μου− όταν το κάμουν αυτό, βρέχει. Πέφτει λίγη βροχή και μετά το παίρνουν πάλι και το βάζουν στη θέση του, γιατί αν το πάρει ο ποταμός, λένε οι Τούρκοι, θα γίνει κατακλυσμός. Η κεραΔέσποινα δεν ήθελε να αγγίξουν τούρκικα χέρια το κεφάλι της. Γι’ αυτό μας παρακάλεσε να σκεπάσομε καλά και να κρύψομε το μνήμα της. Οι Τούρκοι με τον πόλεμο έγιναν λιγάκι πιο άγριοι από πριν· και πάλι σ’ όλους δεν ήσαν. Σε λίγον καιρό ήρθε και από άλλους η είδηση πως θα φεύγαμε. Ο δεσπότης το έγραψε, ποιος το έγραψε, δεν ξέρω. Το μάθανε οι Τούρκοι πως θα φεύγαμε. Ήρχονταν και μας έλεγαν να ζητήσομε να μη φύγομε. “Σαν φύγετε εσείς, θα μας έρθουν από κει άλλοι, κακοί άνθρωποι. Τα παιδιά μας κοντά σ’ αυτούς θα χαλάσουν! Εσείς είστε καλοί, να μην πάτε. Κοντά σ’ αυτούς που θα μας έρθουν τα παιδιά μας θα βολιαστούν (μπολιαστούν) και η τιμή θα λείψει. Εσύ είσαι καλή” μου λέγανε. “Είσαι επάνω στα παιδιά σου, σαν άντρας, κι όσο ζω, κι όσο ζεις κι είσαι κοντά τους δε θα χαλάσουν. Μα σαν πεθάνεις, τα παιδιά των παιδιών σου που δεν θα σ’ έχουν κοντά τους θα χαλάσουν, γιατί στην Ελλάδα θα πάνε άνθρωποι από πολλά μέρη. Και θα πάνε και κακοί, κι η τιμή θα χαλαστεί”. Εμείς θέλαμε να ’ρθούμε στην Ελλάδα. Όλα τα χωριά σηκώθηκαν, όλοι οι Χριστιανοί έφευγαν. Τι να κάνομε μέσα στους Τούρκους εμείς; Να μεγαλώσουν τα παιδιά μας, τι θα γίνουν, πού θα πάνε; Μια μέρα φεύγαμε για την Καισάρεια. Οι Τούρκοι έφυγαν σε άλλα χωριά που δεν είχε Χριστιανούς. «Εμείς δεν μπορούμε να σταθούμε να δούμε που φεύγετε». Οι Τουρκάλες μείνανε. Μας αγκαλιάζανε. Κλαίγανε, κι όλες μας λέγανε: “Αν πάτε εκεί, να μας στείλετε γράμμα, κι εμείς να στείλομε σ’ εσάς”. Στο δρόμο μας προς την Καισάρεια ανταμώναμε Τούρκους που γύριζαν από κει. Στέκονταν, μας κοίταζαν που φεύγαμε και έκλαιγαν».
Σωκράτης Λουκίδης [από γκέλβερι – ν. ηράκλεια] «Ο κόσμος άρχιζε να φεύγει παρτίδες παρτίδες. Η τοπική επιτροπή έβγαλε διαταγή να φύγουν πρώτα οι άποροι του χωριού κι αυτό για να μην ακριβαίνουν τα αγώγια και γίνει κερδοσκοπία σε βάρος των φτωχών. Η Επιτροπή Ανταλλαγής ήθελε να δώσει βοήθημα για τη μεταφορά των απόρων. Η ελληνική κοινότητα του Γκέλβερι αρνήθηκε να πάρει λεφτά. Είπε ότι δε θέλει να επιβαρύνει το ελληνικό δημόσιο. Μας κατευόδωσαν οι Τούρκοι του Γκέλβερι και των γύρω χωριών, απ’ όπου περνούσαμε πηγαίνοντας για Μερσίνα∙ μερικοί πηγαίναμε μέσω Άκσεραϊ - Έρεγλι, μερικοί μέσω ΝίγδηςΟυλούκισλα. Μας έβγαζαν οι Τούρκοι αριάνι να δροσιστούμε∙ οι φίλοι μάς αγκάλιαζαν. Έκλαιγαν και έλεγαν: “Γιατί να φύγετε; Τόσον καιρό σαν αδέρφια ζούσαμε μαζί”. Ανάμεσα στο Άκσεραϊ - Έρεγλι, καθώς πηγαίναμε οικογενειακώς με τους αραμπάδες, βλέπουμε έναν καβαλάρη να τρέχει καταπάνω μας, ήταν ένας Τούρκος από τα χωριά του Γκέλβερι που χρωστούσε στο θείο μου Νίκο Λουκίδη, δήμαρχο του Γκέλβερι. Δεν του ’φτασαν όμως τα λεφτά. Λέει τότε του θείου μου: “Tα υπόλοιπα θα σ’ τα στείλω στην Ελλάδα”. Του απαντάει αυτός: “Χαλάλι σου! Δεν τα θέλω”. Ησύχασε ο Τούρκος (δίνουν μεγάλη σημασία οι Τούρκοι στο χαλάλι. Πιστεύουν πως, αν δεν πάρουν χαλάλι, στον άλλο κόσμο θα τους κυνηγούν οι δανειστές και δεν θα βρίσκουν ησυχία. Γι’ αυτό, όταν ήταν οι μέρες να φύγουμε από το Γκέλβερι, ερχόταν και πλήρωναν στους δικούς μας χρέη παλιά, των παππούδων τους ακόμα). Στο Έρεγλι μπήκαμε σε φορτηγά βαγόνια, στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, και τραβήξαμε για τη Μερσίνα. Έξω από την Ταρσό κάτι Τουρκάκια άρχισαν να πετροβολούν το τρένο. Από τη Μερσίνα ο κόσμος έφευγε τμηματικά για την Ελλάδα, άλλοι με ελληνικά καράβια της Ανταλλαγής, δωρεάν, άλλοι με ξένα καράβια, με πληρωμή. Οι περισσότεροι Γκελβεριώτες έφυγαν με το τούρκικο Ριζέ, εκεί φορτώθηκαν και τα πράγματα της εκκλησίας (φορτωτής εργολάβος ήμουνα εγώ, έφυγα όμως με άλλο βαπόρι, ιταλικό)».
Αθηνά Γαλανοπούλου [aπό στέφανα – ν. ηράκλεια] «Τη μέρα που φεύγαμε μαζεύτηκαν όλοι οι Τούρκοι. Οι μεγάλοι τους έβγαζαν λόγους, και όλοι οι άλλοι κλαίγανε. “Αχ! Δίνομε το χρυσό μας για να μας δώσουν τον μπρούντζο”. Χρυσό έλεγαν εμάς και μπρούντζο τους Τούρκους που ήρθαν από την Ελλάδα. Την ώρα που έφευγα είδα τον Τούρκο συνεταίρο μας. Για να πάει στο σπίτι του, έπρεπε να περάσει μπροστά από τη συνοι-
lifo
94
κία μας. Αντί όμως τον ίσιο δρόμο πήγαινε γύρω από την άκρη του χωριού. “Νύμφη, δεν μπορώ να περάσω μέσα από το χωριό. Η καρδιά μου έπαθε που είδα τις πόρτες και τα παράθυρά σας κλειστά”. Ο σκύλος μας, μάθαμε, σαν φύγαμε, ανέβηκε στην ταράτσα του σπιτιού μας, κοίταζε το δρόμο μας και έκλαιγε τρεις μέρες συνέχεια».
ΣΤΗ ΜΗΤΈΡΑ ΠΑΤΡΊΔΑ: ΕΛΠΊΔΑ ΚΑΙ ΑΠΟΓΟΉΤΕΥΣΗ Σωκράτης Λουκίδης [από γκέλβερι – ν. ηράκλεια] «Προτού να έρθουμε στην Ελλάδα με την Ανταλλαγή, οι φερμένοι από την Πόλη Γκελβεριώτες που βρίσκονταν στην Αθήνα έκαναν μια επιτροπή για την εγκατάστασή μας. Η επιτροπή γύρισε σε διάφορα μέρη της Ελλάδος, αυτά που ήταν προορισμένα για την εγκατάσταση των προσφύγων, και διάλεξε μια τοποθεσία 10 χλμ. ανατολικά από την Καβάλα. Ήταν άλλοτε τσιφλίκι του Σισμάνογλου (αυτουνού που έκανε το σανατόριο) και χάρισε το 1/5 στο υπουργείο Γεωργίας, τα 4/5 στους πρόσφυγες από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Η τοποθεσία αυτή, Τσινάρ ντερέ το όνομά της, ήταν εντελώς αντίθετη με το κλίμα του Γκέλβερι, που είχε υψόμετρο 1.500 μέτρα. Ο κόσμος έπεσε από το βουνό στον βάλτο. Τρία χρόνια, με βροχές και παγωνιά τα πέρασε κάτω από τα τσαντίρια. Το μέρος ήταν δύσβατο, ελώδες, για να πάει κανείς από τσαντίρι σε τσαντίρι, του σκίζονταν τα ρούχα από τους θάμνους. Όλοι έπεσαν ψάθα άρρωστοι από τις θέρμες. Μέσα σε τρία χρόνια πέθαναν χίλιοι άνθρωποι από τους χιλιάδες που εγκαταστάθηκαν σ’ εκείνη την κόλαση. Δεν υπάρχει σπίτι που να μην έχασε από έναν και δύο δικούς του. Τη νύχτα κατέβαιναν τα τσακάλια, ούρλιαζαν και ξέθαβαν τους πεθαμένους. Ο κόσμος απελπίστηκε. Μερικοί κατέβηκαν πιο χαμηλά, στην τοποθεσία Τσιρπιντί, πάνω στο δημόσιο δρόμο Καβάλας-Χρυσούπολης, πενήντα εξήντα οικογένειες έφυγαν για το χωριό Άβας της Αλεξανδρούπολης. Στα 1926 βάλαν τα θεμέλια του καινούργιου χωριού, της Νέας Καρβάλης, στην παραπάνω τοποθεσία. Σιγά σιγά τα πράγματα διορθώθηκαν. Πρασίνισε ο ξερότοπος, μεγάλωσαν τα δέντρα που φυτεύτηκαν. Πολλές οικογένειες που είχαν φύγει για αλλού ξαναγύρισαν πίσω. Έγινε ωραίο χωριό η Νέα Καρβάλη. Για μας τους Γκελβεριώτες ήταν καταστροφή η Ανταλλαγή, ήρθαμε στην Ελλάδα και δυστυχήσαμε. Στην πατρίδα μας περνούσαμε καλά με τους Τούρκους, ήταν καλοί άνθρωποι. Στα άλλα μέρη όμως της Ανατολής οι Τούρκοι τυραννούσαν τους Έλληνες∙ γι’ αυτούς ήταν καλή η Ανταλλαγή, γιατί γλίτωσαν από τα χέρια των Τούρκων».
Σαρούλα Σκύφτη [aπό ερίκιοϊ – αθηνα] « Έφυγε το βαπόρι καμιά φορά. Μας έβγαλε στη Χίο. Ψιχάλιζε∙ τι να κάνουμε, όλες οι πόρτες ήταν κλειστές. Οι Χιώτες φοβούνταν, δεν ξέρω. Κοίταγαν από πάνου. Εμείς, για να φυλαχτούμε απ’ τη βροχή, στέκαμε στα ρέχτια. Συνεννογιούμασταν πως η Χίος δεν ήταν τόπος για ν’ ακουμπήσουμε. Πήραμε από ένα ψωμί∙ ο καθένας νοιάζουνταν για τον εαυτό του. Μπήκαμε σ’ ένα μπακάλικο να ψουνίσουμε∙ πήραμε το ’να, τ’ άλλο. Βγάλαμε να πληρώσουμε∙ ο μπακάλης δεν έπαιρνε τις παγκανότες, έλεγε: “Δεν περνάν αυτά τα λεφτά, δεν τα θέλω”. Τι να κάναμε, αφήσαμε τα πράματα και φύγαμε. Όμως βγήκαμε, βρήκαμ’ έναν αξιωματικό, αστυνόμο, θα σε γελάσω, κι είπαμε τι μας σύμβαινε. Φάνηκε πρόθυμος και μας είπε: “Ελάτε δω, πάμε στο μαγαζί” κι εκεί είπε του μπακάλη: “Δεν μου λες σε παρακαλώ, γιατί δεν τα παίρνεις αυτά τα λεφτά;”. Τότε γύρισε σ’ εμάς: “Βάλτε τα στην τσέπη σας”, μας είπε, “πάρετε και τα ψούνια. Θα σ’ τα πληρώσω εγώ” είπε του μπακάλη. “Δεν ντρέπεσαι, δεν βλέπεις το κακό που πάθανε; Δεν λες πώς τα φέρανε κι αυτά ως εδώ;”. Πήραμε τα ψώνια κι άρατες (άφαντες). Έλα όμως που ψιχάλιζε και βράδιαζε. Στραφήκαμε στα περιβόλια, κάτω από τα δέντρα∙ εκεί δεν θα βραχούμε πια. Ξημερώσαμε. Σταμάτησ’ η βροχή. Κουβαριασμένες η μία κοντά στην άλλη. Το πρωί τα μάσαμε πάλι και δρόμο για μέσα στη Χίο∙ ο ένας έλεγε να πάμε στη Θεσσαλονίκη, άλλος έλεγε θα πάμε στην Κρήτη. Τι να σου πω; Και το καλό το θυμάσαι και το κακό πολύ! Πολύ καλοί άνθρωποι στη Σούδα. Μόλις μας είδαν, μαγείρεψαν σούπα με κρέας και μας μοίρασαν. Όποιος είχε τενεκεδάκι, πιάτο, κουβά, έπαιρνε και ψωμί και πήγαινε στους δικούς του∙ όποιος δεν είχε έτρωγε κει δα. Ύστερα μας πήραν όλον το κόσμο με κάρα και μας πήγαν στα Χανιά. Όλους όσους βγήκαμε από το καράβι. Εκεί έγινε μια επιτροπή από γυναίκες κι άντρες και μας μοίρασαν, μας στέγασαν, όπου υπήρχε άδειος τόπος. Εμάς τους πατριώτες και τους συγγενείς όλους μας βάλανε σ’ ένα καφενείο του μπιλιάρδου∙ ήταν μιανού που ’χε φύγει στην Αμερική και το επιτάξαν. Εκεί πια θαρρείς πως ήμαστε μικρά παιδιά και παίζαμε σπιτάκια∙ η μια έπιασε τη μια γωνιά, τη χώρισε με καρέκλες, η άλλη την άλλη, κι άλλη πήρε το τραπέζι του μπιλιάρδου και το ’κανε κρεβάτι. Μια γειτόνισσα μας έφερε σφουγγαρόπανο και κουβά να καθαρίσουμε∙ μας πήρε στο σπίτι της να λουστούμε. Ξέρεις πώς
95
1 δεκεμβριου 2016
ήμασταν; Μας έφερε πιρούνια, πιάτα, το ’να, τ’ άλλο. Μείναμε οχτώ μήνες. Η επιτροπή μάς έφερε σκεπάσματα, κουβέρτες, ρούχα που μάζευε από εράνους. Όσοι ήταν λίγοι, τους δίναν όσπρια και μαγειρεύανε, όσοι ήταν πολλοί τους πήγαιναν συσσίτιο∙ ήταν πολύ καλός κόσμος, μα δουλειά δεν είχε, τι να κάνουμε... Πλέκαμε νταντέλες, κάναμε μπουτουνιέρες∙ ψευτοδουλειές. Παίρναμε λίγα, δε μας φτάναν. Ήρθε ο καιρός να μαζευτούν οι ελιές∙ τέλος πάντων. Γύριζαν οι χωριάτες όπου ήταν μάζωξη από πρόσφυγες και τους λέγαν: “Άντε, θα μαζέψετε ελιές, θα φάτε, θα πιείτε και θα πληρωθείτε”. “Άντε, θα πάμε”. Μόνο μια έγκυος και μια που δε μπορούσε, όλες οι άλλες πήγαμε. Μπήκαμε στα κάρα και πήραμε δρόμο∙ ήταν μακριά, φτάσαμε νύχτα. Ούτε φως, ούτε τίποτα∙ ξέρεις τα χωριά. Τι να κάνουμε, αν αγαπάς. Μας χώρισαν σε δυο μερίδες∙ οι μισές σ’ ένα αφεντικό κι οι μισές σ’ ένα άλλο. Η βρωμιά τους δε λέγουνταν, οι πολιτείες τους ναι, μα τα χωριά! Μας βάλαν να φάμε, τι να το κάμεις το φαΐ∙ από πάνω περνούσαν τα γουρουνάκια και τα σκυλιά. Από λιγάκι, δε φάγαμε. Πήγαμε να κοιμηθούμε∙ εκεί ’ταν χειρότερα από κει που φάγαμε. Για κρεβάτια και στρώματα μας βάλαν σανίδια κατάχαμα και παλιές πόρτες. Βρωμούσαν και τα τουλούμια από λάδια. Κουβέρτες μάς δώσαν η επιτροπή και είχαμε δικές μας. Βγήκαμε στο δρόμο∙ τι να κάναμε; Ανάψαμε ένα δαδί και πήγαμε ως το αφεντικό∙ ήταν αδύνατο να μείνουμε σε εκείνο το δωμάτιο. Βρωμούσε τόσο πολύ, που βαστούσαμε αδιάκοπα τη μύτη μας. Πω, πω, πω! Και στ’ άλλο ήταν τα ίδια και χειρότερα∙ μας βάλαν κλαδιά από ελιές για στρώμα. Συνεννοηθήκαμε∙ οι άντρες που ήταν τρεις, θα λένε: “Ελάτε, είναι ντροπή∙ να μείνουμε”. Κι εμείς θα λέμε: “Όχι φεύγουμε”. Και θα φεύγουμε με τα μπογαλάκια μας. Το δεύτερο αφεντικό είχε έναν αδερφό στρατιώτη στη Μαγνησιά κι ήξερε απάνου-κάτου πώς ζούσαμε κει, και του είπε: “Αυτοί είναι αδύνατο να ζήσουνε δω, σ’ αυτή την κατάντια. Όσο και αν υποφέρουνε, όσο και να ’ναι φτωχοί, όσο και να ’ναι πρόσφυγες. Χωρίς άλλο το πρωί θα φύγουνε”. Έτσι κι έγινε. Φώναζε ο συμπέθερός μας: “Βρε αμάν, καθίστε, θα περάσουμε καλά”. Εμείς τίποτα. Φεύγαμε και του φωνάζαμε: “Σα θες εσύ μείνε”. Ως και την μπαστούνα του σήκωνε και φώναζε της γυναίκας του: “Θα σου σπάσω το κεφάλι”. Εμείς πήραμε δρόμο. “Τι να σου κάνω”, είπε ο γέρος, “δε γίνουνται ζάφτι”. Και ήρθε από πίσω μας. Φεύγαμε ποδαρόδρομο∙ πού τα κάρα! Τ’ απογεματάκι φτάξαμε στο καφενείο. Θαρρώ πως το χωριό αυτό το λέγαν Κίσσαμο. Πέρασε κάμποσος καιρός∙ ήρθε άλλο αφεντικό, να μας πάρει να μάσουμε τις ελιές στο Μετόχι, ήταν όξω από τα Χανιά. Πήγαμε όλες μαζί, μας δώσαν δυο κελιά της εκκλησιάς. Σκουπίσαμε, συμμαζέψαμε τα πραματάκια μας∙ είχαμε κατσαρολίτσες και μαγειρεύαμε φασόλια, μας δώσαν λάδι κι ελιές, μας κουβαλούσαν και κρασί κι ό,τι είχαν. Όλοι οι περαστικοί μας λέγαν: “Να ’ρθείτε και στο δικό μας το χωριό”. Μας δίναν αλεύρι, ζυμώναμε ψωμιά και ψήναμε. Μαζεύαμ’ ελιές∙ σ’ ένα μήνα πήραμε κάμποσο λάδι για μεροκάματο, τρώγαμε καλά. Μας καλούσαν στα χωριά∙ εκεί στρώναν αμέσως το τραπέζι για φαΐ. Δε σου βγάζαν ούτε καφέ, ούτε γλυκό. Βγάζαν τυρί, ελιές, βρεχτοκούκια στο πιάτο∙ ό,τι είχε ο καθένας, φασόλια, μπακαλιάρο. Άλλες περίμεναν στην πόρτα να μας πάρουν, να μας πάνε αλλού∙ και κει ίδια δουλειά γινότανε. Παίρναμε δυο τσιμπιές και τραβιούμασταν. Μας γέμιζαν τα μαντίλια μας με μύγδαλα και σταφίδες. Φύγαμε από τις ελιές, πήγαμε στο καφενείο του μπιλιάρδου πίσω. Καθίσαμ’ ένα διάστημα, ψευτοδουλεύαμε πάλι νταντέλες και μπουτουνιέρες. Για να μη μαζεύεται ο κόσμος χωρίς δουλειά στις πολιτείες, είχε βγει ένας νόμος να μην αλλάζουν τόπο∙ έπρεπε να σε καλέσουν. Πολλοί πήγαν στη Θεσσαλονίκη∙ τους δώσαν εκεί χωράφια και σπίτια. Δε ξέρω πώς έγινε και γράψανε στην Κρήτη, στην επιτροπή, πως το τάδε και το τάδε πρόσωπο σας καλνά. “Θέτε;”. “Θέμε”. Ερχούμαστε εδώ. Βρήκαμε άλλους σε αποθήκες, δεν ξέρω τι. Η μάνα μου η συχωρεμένη δεν ήθελε να πάμε στη Θεσσαλονίκη. “Τι θα κάνουμε κει; Χωράφια εμείς θα δουλέψουμε; Θα μείνουμε”. Αδέρφια, άντρες, όλοι ήταν αιχμάλωτοι. Πήγαμε στη Θήβα∙ εργαζόμασταν στα καπνά. Τρώγαμε, πίναμε, πληρωνούμαστε το καλοκαίρι. Σαν έπιασε ο χειμώνας −κάνει κρύο πολύ στη Θήβα− μάσαμε λεφτά∙ μπορούσαμε να νοικιάσουμε ένα σπίτι δύο οικογένειες μαζί.
ΜΠΉΚΑΜΕ ΣΤΑ ΚΆΡΑ ΚΑΙ ΠΉΡΑΜΕ ΔΡΌΜΟ∙ ΦΤΆΣΑΜΕ ΝΎΧΤΑ. ΜΑΣ ΧΏΡΙΣΑΝ ΣΕ ΔΥΟ ΜΕΡΊΔΕΣ∙ ΟΙ ΜΙΣΈΣ Σ’ ΈΝΑ ΑΦΕΝΤΙΚΌ ΚΙ ΟΙ ΜΙΣΈΣ Σ’ ΈΝΑ ΆΛΛΟ. Η ΒΡΩΜΙΆ ΤΟΥΣ ΔΕ ΛΈΓΟΥΝΤΑΝ, ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΊΕΣ ΤΟΥΣ ΝΑΙ, ΜΑ ΤΑ ΧΩΡΙΆ! ΜΑΣ ΒΆΛΑΝ ΝΑ ΦΆΜΕ, ΤΙ ΝΑ ΤΟ ΚΆΜΕΙΣ ΤΟ ΦΑΐ∙ ΑΠΌ ΠΆΝΩ ΠΕΡΝΟΎΣΑΝ ΤΑ ΓΟΥΡΟΥΝΆΚΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΚΥΛΙΆ.
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
16. Ασημένια ενεπίγραφη επισκοπική μίτρα με επιχρυσωμένες διακοσμητικές λεπτομέρειες και ημιπολύτιμες πέτρες. Kατασκευάστηκε το 1739 για να δωρηθεί στον αρχιεπίσκοπο Aμίδης, μετά την επισκευή της όμως από τον γενικό αρχιμεταλλουργό των ποντιακών μεταλλείων, στα 1791, αφιερώθηκε στον ναό του Aγίου Γεωργίου της Aργυρούπολης, απ’ όπου και προέρχεται. Ύψος 0,25 μ., διάμ. 0,20 μ. © Μουσείο Μπενάκη. Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Συλλογή
16
17. Aσημένια επίχρυση μυροδόχη από την Tραπεζούντα, με σκαλιστό άνθινο διάκοσμο και έμμετρη επιγραφή του 1670. Ύψος 0,17 μ. © Μουσείο Μπενάκη. Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Συλλογή
17
18. Ασημένιο δισκοπότηρο με επιχρυσωμένο διάκοσμο και μεταγενέστερο κάλυμμα. Tο κωνικό πόδι φέρει μεγάλο σφαιρικό κόμπο και σχηματίζει διάτρητες διακοσμητικές γλώσσες. Σύμφωνα με την επιγραφή, κατασκευάστηκε το 1729. Προέρχεται από τη Μονή Tαξιάρχη ή Μονή του Kαιόμενου Λίθου της Kαισάρειας. Ύψος 0,30 μ. © Μουσείο Μπενάκη. Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Συλλογή 19. Aσημένιο αρτοφόριο από την Aδριανούπολη με χυμώδεις καθαρές φόρμες και αφιερωματική επιγραφή του 1667. Ύψος 0,15 μ. © Μουσείο Μπενάκη. Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Συλλογή
18
19
lifo
96
Συνεννοηθήκαμε∙ είπαμε να περάσει ο χειμώνας και πάλι θα ’ρθουμε να ξαναδουλέψουμε. Ήρθαμε εδώ, εγώ κι έν’ άλλο κορίτσι. Είχαμε συγγενείς στην Αθήνα, μέναν στου Αλεπουδέλη το εργοστάσιο. Πήγα, τους βρήκα. Ψάχνουμε να νοικιάσουμε σπίτι. Που ’ναι η Ανθίππη; Φαίνεται, πέθανε κι αυτή. “Γίνεται συνοικισμός», μου ’παν, «και πριν τελειώσουν τα σπίτια, μπαίνουν”. Φύγαν οι μισοί απ’ το εργοστάσιο, με τη σκέψη ότι αν τους διώξουν από τα νεόχτιστα σπίτια να μπορέσουν να γυρίσουν πίσω στο εργοστάσιο. Πήγαμε∙ βρίσκουμε την εξαδέρφη μου, είχ’ ένα σπίτι μισοτελειωμένο. Κοντά μέναν πολλές πατριώτισσες. Ήταν ένα σπίτι πάρα πέρα, αυτό που έχω. Γράφω στη μάνα μου: “Πήραμε σπίτι στον Πειραιά κι ελάτε γρήγορα”. Η μάνα μου απάντησε: “Τρελαθήκατε; Εμείς σε στείλαμε να νοικιάσεις σπίτι∙ τ’ είν’ αυτά που μας γράφεις”. Τότες τους έγραψα πως το σπίτι είναι μισοτελειωμένο, χωρίς πόρτες και παράθυρα και μπαίνει όποιος πρόσφυγας προφτάξει, κρεμά ένα άδειο σακί στο άνοιγμα της πόρτας, μπαίνεις μέσα, κάθεσαι κι έτσι το κυριεύεις. Κοιμόμουν στη γειτόνισσα, δεν μπορούσα να μείνω μόνη μου∙ το πρωί πήγαινα, έβρισκα το τσουβάλι πεταμένο κι άλλους μέσα. “Φύγετε, είναι δικό μου” τους έλεγα. Μερικοί φεύγαν, μερικοί μέναν∙ ήρθε μια οικογένεια∙ Αντιγόνη, Κατίνα, μάνα και ξάδερφός τους, και μου είπαν: “Το πιάσαμ’ εμείς”. “Το τσουβάλι πού είναι;”. Δίπλα μου κάθουνταν μια γριά που είχ’ ένα γιο στρατιώτη του Πλαστήρα∙ τη μέρα πιάναμε κουβέντα, μίλαγε ελληνικά. Είχε ένα χιτώνιο κρεμασμένο του στρατιώτη. Την παρακάλεσα και μου το ’δωσε και το κρέμασα μέσα στο σπίτι, έκανα πως μιλώ με τη γριά και έλεγα πως έχω δύο αδέρφια στο στρατό του Πλαστήρα, το βράδυ θα ’ρθουν. “Δεν πειράζει”, τους είπα, “θα μείνετ’ εσείς στη μια γωνιά κι εγώ στην άλλη”. “Βάι, ογλούμ”, (αλίμονο, γιε μου) είπε η γριά μάνα, “πήγαινε να βρεις τον Αντρέα και πες πως αυτή έχει δύο αδέρφια στρατιώτες”. Μιλούσε τουρκικά. “Εγώ με δύο κορίτσια σε μια γωνιά, κι αυτή με δύο παλικάρια στην άλλη, δεν γίνεται”. Συμφώνησαν, φύγαν και πήγαν παρά κάτω. Έν’ άλλο πρωί ήρθαν δυο νταήδες με τα χέρια στις τσέπες∙ κοιμήθηκαν και παρουσιάστηκαν το πρωί. Αν δεν ήταν ένα παιδί, της κουμπάρας μου αδερφός, που βγήκε στη μέση κι είπε: “Δε μου λέτε, τι θέτε σεις εδώ, στρέψτε τη πλάτη σας”, θα το ’χανα το σπίτι. Από κείνο το παιδί το ξέρω το σπίτι αυτό. Κι είμαι δωναδά μέχρι τα σήμερα».
Μαρία Μπιρμπίλη [από γιατζηλάρι – αθηνα] «Το πρωί παίρνομε το δρόμο για τ’ Αλάτσατα. Εγώ είχα την κόρη κρεμασμένη στην πλάτη κι έναν μποξά στο χέρι∙ η συχωρεμένη η μαμά μου κουβάλαε μια στάμνα νερό για τα παιδιά. Το βράδυ μείναμε στ’ Αλάτσατα, σ’ ένα συγγενή μας. Όλη νύχτα κι εκεί το κανόνι δε σταμάτησε. Το πρωί περνούσανε στρατιώτες, μας είπανε πως οι Τούρκοι φθάσανε στο Πυργί. Τα μαζέψαμε κι από τ’ Αλάτσατα και πήγαμε στα Λίτζια, στου Βίτελ τα λουτρά∙ εκεί είχε καΐκια πολλά. Μπήκαμε σ’ ένα καΐκι, μαζί και λίγοι χωριανοί, και βγήκαμε στη Χίο. Στην αρχή μείναμε στο λιμάνι. Χάμω στα χώματα κοιμόμαστε. Μια μέρα ο άντρας μου μού λέει: “Μαρία, να σηκωθούμε να φύγουμε, βλέπω τους αξιωματικούς χωρίς εξαρτύσεις, φοβάμαι μη γίνει κανένα κίνημα”. Νύχτα μας εσήκωσε. Παίρνομε πάλι τα έχοντά μας στον ώμο, και τραβούμε νότια και πάμε σ’ ένα περιβόλι. Ο νοικοκύρης μάς διώχνει, φοβήθηκε μη φάμε τα μανταρίνια. Πάμε σ’ έναν ελιώνα. Μας διώχνουν κι από κει. Εμείς δε φύγαμε. “Κερατά”, του λέει ο άντρας μου, “εμείς είμαστε διωγμένοι, πού θες να πάμε;”. Κάναμε σπιτάκια με τις πέτρες, σαν τα παιδιά, και κάτσαμε. Πιάνει ένα απόγευμα βροχή, δεν είχαμε πώς να προφυλαχτούμε. Πήγαμε σ’ ένα σπίτι, κάτω από τα σκαλοπάτια. Το πρωί ανοίγει ο νοικοκύρης την πόρτα, μας βλέπει, την ξανακλείνει. Σε λιγάκι ξαναβγαίνει, κρατούσε τρεις φέτες ψωμί και τυρί για τα παιδιά. “Εμείς”, του είπαμε, “ήρθαμε για να φυλαχτούμε, δεν ήρθαμε για ελεημοσύνη”. Ένα μήνα μείναμε στη Χίο, ούτε παράθυρο, ούτε πόρτα χιώτικη είδαμε ανοιχτή. Μετά, σπάσαμε μια αποθήκη και πήγαμε και καθίσαμε. Από κει δα ξεκινήσαμε και φύγαμε. Πρώτη του Σεπτέμβρη πήγαμε στη Χίο, δύο του Οκτώβρη ήμαστε στην Κρήτη, στα Χανιά. Εκεί ήρθε ένας και μας πήρε να μαζέψουμε ελιές στην Παλιοχώρα. Ένα μερόνυχτο και μια μέρα κάναμε για να φθάσομε. Ανάμεσα στα βουνά και στα λαγκάδια πορπατούσαμε. Σαν φτάσαμε στο χωριό, ήθελε να μας βάλει σ’ ένα κουμάσι να κοιμηθούμε. “Εγώ”, του λέω, “δε μπαίνω μέσα, άμα ήθελα να μείνω αιχμάλωτη, έμενα και στη Μικρασία”. Ήρθε μετά ο πρόεδρος της κοινότητας και μας έβαλε σ’ ένα κελί. Εκεί ήτανε τα μεγάλα, ούτε στρώμα όμως, ούτε πάπλωμα είχαμε να πλαγιάσουμε. Μαζεύτηκε ο κόσμος και μας κοίταζε περίεργα, σα να είμαστε άλλη φυλή. “Ξέρετε ελληνικά;” μας ρωτούσανε. “Eίχατε εκκλησίες στον τόπο σας;”. “Ευρωπαϊκά είναι ντυμένοι” λέγανε. Μετά από έναν χρόνο σηκωθήκαμε και φύγαμε, πήγαμε στα Χανιά. Εγκατασταθήκαμε σ’ ένα μετόχι τούρκικο. Ένας Τούρκος το είχε άλλοτε αυτό και το μοιράσανε σε εξήντα οικογένειες, σκέψου τι πήραμε! Το ’50 φύγανε τα δυο παιδιά μου από την Κρήτη κι ήρθανε στην Αθήνα∙ σιγά-σιγά μαζευτήκαμε όλοι εδώ».
97
1 δεκεμβριου 2016
Μαριάνθη Καραμουσά [από μπαγάρασι – αθηνα] « Έξι μήνες μείναμε εκεί μέσα. Κακήν κακώς, μην τα ρωτάς πώς ζούσαμε. Έφτασε ο δεύτερος χρόνος της προσφυγιάς. Ήμασταν στα 1924 κι ακούσαμε πως γίνονται οι συνοικισμοί, για να κάτσουμε εμείς οι πρόσφυγες, στον Ποδονίφτη, στους Ποδαράδες, στην Κοκκινιά. Τότε ξέρεις πώς πιάνανε τα σπίτια στους συνοικισμούς; Πήγαινες εκεί, κρεμούσες ένα τσουβαλάκι ή ό,τι είχες σ’ ένα δωμάτιο και το σπίτι ήτανε δικό σου. Ατέλειωτα ήτανε ακόμη· κεραμίδια δεν είχανε, πόρτες δεν είχανε, παράθυρα δεν είχανε. Και μερικά που είχαν πόρτες και παράθυρα πηγαίνανε άλλοι τη νύχτα και τις βγάζανε και ανάβανε φωτιές να ζεσταθούνε, να μαγειρέψουνε. Δυο χρόνια ύστερα που φτάσαμε εμείς στην Ελλάδα ήρθε και μας βρήκε στην Κοκκινιά και ο άντρας μου. Αυτός ήρθε από τους τελευταίους αιχμαλώτους, γιατί, επειδή ήτανε τεχνίτης, τον κρατούσανε και τους δούλευε. Δουλέψαμε, κουραστήκαμε και κάναμε σπίτι και αναστήσαμε τα παιδιά μας και δουλέψανε κι εκείνα· κι εδώ θα τελειώσουμε τη ζωή μας. Τα βάσανά μας ποτέ δεν θα φύγουνε από μέσα μας»
Αννίκα Χαριτωνίδου [από κέσι – νίκαια] «Τη θάλασσα μόνο είχα μπροστά μου και την έβλεπα για πρώτη φορά. Κι ήρθαν οι βάρκες μια μέρα να μας πάρουν. Μ’ έπιασε φόβος και λιποθύμησα. Η συννυφάδα μου με χτυπούσε στο πρόσωπο και μου φώναζε: “Τι φοβάσαι; Τι θα πάθεις; Εμείς δεν είμαστε μαζί σου;”. Πήγαμε στο βαπόρι. Τα πράματά μας με βίντσι ανέβασαν και έβαλαν στο αμπάρι. Ανεβήκαμε κι εμείς. Πολλοί άνθρωποι απ’ όλη την Ανατολή. Ήταν γεμάτο. Να πούμε: μια οικογένεια εδώ κάθεται, άλλη εκεί κάθεται. Παρέες, παρέες, πέντε έξι κάθονται μαζί. Εμένα μ’ έπιασε η θάλασσα. Έπιασε και τα παιδιά μου. “Τα παιδιά σου, καλέ, πεθαίνουν” μου φώναζαν. Πήγαινα να σηκώσω το κεφάλι, έπεφτε. Δεν μπορούσα να τα δω. Υποφέραμε. Ούτε να φάμε ούτε να πιούμε μπορούσαμε, αμά ήρθαμε γρήγορα στον Άι-Γιώργη. Εδώ ήτανε δύσκολο. Κόψανε τα μαλλιά μας... Από το λουτρό σαν βγαίναμε, φορούσαμε καθαρά ρούχα. Τα άλλα τα βάζαμε στον κλίβανο. Εδώ μας έδιναν φαγητό πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Τσάι, μπακαλιάρο, σούπα, ελιές και ό,τι άλλο. Τρώγαμε καλά, ψωμί μπόλικο. Μετά ό,τι περίσσευε, “να ρίξομε και στα ψάρια”, λέγαμε και το πετούσαμε στη θάλασσα. Εδώ ήρθε ο άντρας μου και μετά μας έβαλαν πάλι στο βαπόρι. Μας πήγαν στο Βόλο. Κι από κει με τρένο στα Φάρσαλα. Εγώ όμως εδώ υπόφερα πολύ. Στα βαπόρι έχασα τα πράματά μου. Έμεινα και γύρευα τα πράματά μου, και τα παιδιά μου τα είχαν βάλει στο βαγόνι. Έχασα και τα παιδιά μου. Μπήκα κι εγώ στο τρένο, μα σ’ άλλο βαγόνι. Φώναζα κι έκλαιγα. Ζητούσα τα παιδιά μου, μα τίποτα. Κι όταν κατεβήκαμε απ’ το βαγόνι, βροχή, βροχή, σαν σκοινιά έπεφτε το νερό. Άνοιξαν οι ουρανοί, κατακλυσμός. Και μια ώρα έχει από το σταθμό για να πάμε στα Φάρσαλα. Έτσι, με βροχή, και τα παιδιά μου δεν τα ηύρα. Έκλαιγα, φώναζα σαν τρελή σ’ όλο το δρόμο. Τέλος φτάσαμε στα Φάρσαλα. Μας έδωσαν από μία σκηνή να τη στήσομε πού; Στα χωράφια, μέσα στη λάσπη, πάνω στο νερό. Εγώ όμως είχα μια χαρά που βρήκα τα παιδιά μου. Σαν ησύχασα απ’ αυτά κι είδα πού βρισκόμασταν, μαζί με τους άλλους αρχίσαμε τα κλάματα και τη βουή. Πού να πλαγιάσομε; Πού να κάτσομε; Πού να σταθούμε; Ξημέρωσε κι ήμαστε ακόμη στο πόδι. Πήγαμε τότε όλοι, κάμαμε παράπονα και μας άνοιξαν την εκκλησία. Από τις κακουχίες και τα βάσανα αρρώστησε το παιδί μου. Κάθισα πάνω του: “Παναγία μου, όλα τα έχασα και την κόρη μου θα τη χάσω;”. Τρεις τέσσερις μήνες καθίσαμε στην εκκλησία. Το παιδί μου στον ένα μήνα έγινε καλά. Μετά μας κάμανε παράγκες σε ένα μέρος όπου η ομίχλη δεν σηκώνεται... Οι ντόπιοι φωνάζανε: “Οι πρόσφυγες έρχονται, εδώ πέρα να μην μπαίνουν”. Και κλείνανε τις αποθήκες τους, και κλείνανε τα σχολεία τους, και κλείνανε τα καφενεία τους, και κλείνανε τα σπίτια τους. Να μην πλησιάσομε, να μην αγγίζομε πάνω τους, στην πόρτα τους, στους τοίχους των σπιτιών τους. Δεν ήμασταν άνθρωποι εμείς, ήμασταν μικρόβια». ¶
ΟΙ ΝΤΌΠΙΟΙ ΦΩΝΆΖΑΝΕ: «ΟΙ ΠΡΌΣΦΥΓΕΣ ΈΡΧΟΝΤΑΙ, ΕΔΏ ΠΈΡΑ ΝΑ ΜΗΝ ΜΠΑΊΝΟΥΝ». ΚΑΙ ΚΛΕΊΝΑΝΕ ΤΙΣ ΑΠΟΘΉΚΕΣ, ΤΑ ΣΧΟΛΕΊΑ, ΤΑ ΚΑΦΕΝΕΊΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΠΊΤΙΑ ΤΟΥΣ. ΝΑ ΜΗΝ ΠΛΗΣΙΆΣΟΜΕ, ΝΑ ΜΗΝ ΑΓΓΊΖΟΜΕ ΠΆΝΩ ΤΟΥΣ, ΣΤΗΝ ΠΌΡΤΑ ΤΟΥΣ, ΣΤΟΥΣ ΤΟΊΧΟΥΣ ΤΩΝ ΣΠΙΤΙΏΝ ΤΟΥΣ. ΔΕΝ ΉΜΑΣΤΑΝ ΆΝΘΡΩΠΟΙ ΕΜΕΊΣ, ΉΜΑΣΤΑΝ ΜΙΚΡΌΒΙΑ.
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
1
lifo
98
ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΕ ΜΙΑ ΣΚΗΝH, ΜΙΑ ΠΑΡΑΓΚΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΠΗΛΙΑ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Η ΡΟΟΥΖ ΣΑΡΤΙΝΣΚΥ, γραμματέας του Αμερικανού προέδρου της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων Henry Μorgenthau, επισκέπτεται τον καταυλισμό Κουντουριώτη δίπλα στη Σχολή Ευελπίδων και δίνει μια γλαφυρή μαρτυρία της καθημερινής του ζωής.
ΑΘΉΝΑ, 9 ΜΑΐΟΥ 1924
Α
υτοί οι καταυλισμοί βρίσκονται στο Πολύγωνο κοντά
στη σχολή Ευελπίδων, σε μια από τις καλύτερες περιοχές της Αθήνας. Υπάρχουν συνολικά 463 σπίτια όπου στεγάζονται πάνω από 5.000 πρόσωπα αλλά λόγω του ότι έφτασαν νεόφερτοι και δεν υπήρχε χώρος για να στεγαστούν, προστέθηκαν σκηνές και οι ίδιοι οι πρόσφυγες έχτισαν μερικές ξύλινες παράγκες όπου πιο μοναχικά απ’ ό,τι στα άλλα οικήματα που στεγάζουν δύο και πολλές φορές τρεις οικογένειες μαζί. Αυτός ήταν ένας από τους πρώτους καταυλισμούς που δημιουργήθηκαν και οι κάτοικοί του, μερικοί από τους οποίους διαμένουν σ’ αυτόν για πάνω από έναν χρόνο, είχαν στη διάθεσή τους αρκετό χρόνο για να βρουν κάποια εργασία και να γίνουν λίγο-πολύ αυτάρκεις. Δεν είναι ζητιάνοι και δεν ζητούν ελεημοσύνη αλλά δουλειά! Δουλειά! Δουλειά! Αυτήν τη λέξη φωνάζουν διαρκώς. Δυστυχώς, όμως, η δουλειά που μπορεί να βρεθεί είναι λίγη ή καθόλου. Δεν τους νοιάζει τι δουλειά θα κάνουν ή πόσο σκληρά θα δουλέψουν αρκεί να κερδίσουν λίγες δραχμές την ημέρα. Γυναίκες, που στην πατρίδα τους δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να φροντίζουν τα παιδιά τους, εργάζονταν τώρα στα εργοστάσια οκτώ, δέκα και δώδεκα ώρες την ημέρα. Πηγαίνουν για πλύστρες και παραδουλεύτρες, βάζουν όλα τα δυνατά τους και δεν βαρυγκομούν αλλά είναι ευχαριστημένες όταν κερδίζουν αρκετά για να πάνε λίγο φαγητό στα πεινασμένα παιδιά τους και ακόμα, όταν τα καταφέρνουν, βοηθάνε και όσους, όντας άρρωστοι ή ηλικιωμένοι, δεν μπορούν να εργαστούν. Οι δρόμοι αυτής της λιλιπούτειας πολιτείας είναι πεντακάθαροι και σε μερικούς απ’ αυτούς έχουν φυτευτεί δέντρα. Μπροστά από κάθε σπίτι σχεδόν υπάρχει ένας μικροσκοπικός κήπος με δύο-τρία λουλούδια καθώς δεν υπάρχει χώρος για περισσότερα. Το βραδάκι, μετά το μεροκάματο, οι γυναίκες και οι νέες κοπέλες βγάζουν τις καρέκλες τους και κάθονται στο ύπαιθρο, συζητώντας ενώ τα δάχτυλά τους δουλεύουν ασταμάτητα το βελόνι, οι μητέρες για να μπαλώσουν τα ρούχα της οικογένειας και οι κοπέλες για να φτιάξουν κάποια δαντέλα ή κάποιο κέντημα που θα πουλήσουν αργότερα σε μάλλον χαμηλές τιμές. Όταν εξοικονομούν λίγο ύφασμα και βρουν λίγο ελεύθερο χρόνο, φτιάχνουν μικρές κουρτίνες για τα παράθυρά τους ή τραπεζοντάντηλα για τα τραπέζια τους που είναι φτιαγμένα από ξυλοκιβώτια. Τίποτα δεν λείπει απ’ αυτό το μέρος. Έχουν δυο μεγάλα πλυσταριά με άφθονο νερό που αερίζονται και φωτίζονται καλά και όπου μπορούν να πλύνουν είκοσι γυναίκες μαζί. Έχουν το σχολείο τους, το οποίο δυστυχώς δεν μπόρεσα να επισκεφτώ, καθώς ήταν πολύ αργά και ο δάσκαλος που είχε τα κλειδιά έλειπε αλλά είδα
99
1 δεκεμβριου 2016
αρκετά μικρά κοριτσάκια να κάθονται στα σκαλιά των σπιτιών τους με τα βιβλία τους ακουμπισμένα στα γόνατά τους και να μελετούν. Λίγο παρακάτω είναι η αγορά. Μερικοί από τους άντρες, που ήταν αρκετά τυχεροί ώστε να βρουν κάποιους που να ενδιαφερθούν αρκετά γι’ αυτούς και να τους δανείσουν μερικά χρήματα, έχτισαν μικρές παράγκες που τις χρησιμοποιούν ως καταστήματα. Μερικά σακιά με ζάχαρη, πατάτες και φασόλια, μερικές κούτες τσιγάρα, όχι βέβαια της καλύτερης ποιότητας, αυτά είναι όλα κι όλα τα εμπορεύματα του παντοπώλη, που, όταν τον ρώτησα πώς πηγαίναν οι δουλειές του, μου απάντησε πως πήγαιναν καλά. Ήλπιζε ότι σύντομα θα ήταν σε θέση να ξεπληρώσει το χρέος του και να μεγαλώσει την επιχείρησή του. Δίπλα του είναι το χασάπικο και το μανάβικο. Υπάρχουν κι ένα καφενείο κι ένα ζαχαροπλαστείο που δεν έχουν πολλή κίνηση εκτός από τις Κυριακές. Ένας τσαγκάρης κι ένας μαραγκός έχουν επίσης στήσει εκεί τα εργαστήριά τους. Ωστόσο φαίνεται ότι είναι λιγότερο τυχεροί από τους άλλους αφού τα παπούτσια θεωρούνται μάλλον πολυτέλεια και φοριούνται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ενώ όσον αφορά τα έπιπλα, οι πρόσφυγες φτιάχνουν μόνοι τους τα σκαμνιά και τα τραπέζια τους από ξυλοκιβώτια. Οι τελευταίοι δεν μπορούν να βρουν δουλειά έξω από τον καταυλισμό γιατί στην Αθήνα υπάρχουν πολύ περισσότεροι τσαγκάρηδες και μαραγκοί απ’ ό,τι χρειάζονται. Εδώ δεν βλέπεις το απελπισμένο ύφος που έχουν οι πρόσφυγες που μένουν στο Εθνικό Θέατρο. Εδώ οι άνθρωποι φαίνονται έτοιμοι για μια νέα ζωή. Ίσως αυτό οφείλεται, εν μέρει, στο γεγονός ότι αυτό το μέρος είναι φωτεινό και ηλιόλουστο και όχι σκοτεινό όπως το προηγούμενο. Επισκέφτηκα μία από τις σκηνές που είναι αρκετά μεγάλη και μένουν σ’ αυτήν ο Ερανό Χουσετιάν, η σύζυγος, οι τρεις κόρες και οι δυο γιοι του. Η σκηνή είναι πεντακάθαρη και το πάτωμά της είναι στρωμένο με ψάθες. Το εσωτερικό του είναι γεμάτο με χονδροειδή ντιβάνια φτιαγμένα από στρώματα και σκεπασμένα με κουβέρτες. Έχουν επίσης μερικά σκαμνιά, ένα τραπέζι και μερικά ράφια πάνω στα οποία βλέπεις λίγα φλιτζάνια, ποτήρια και πιάτα πεντακάθαρα και τοποθετημένα με τάξη. Κάποια υφαντά και κεντήματα δίνουν στο μέρος μια σπιτίσια ατμόσφαιρα και υπάρχει ένας αέρας, αν όχι ευθυμίας, τουλάχιστον ικανοποίησης. Ο πατέρας, οι δυο γιοι και μία από τις κόρες εργάζονται κι έτσι η οικογένεια τρέφεται καλά και ντύνεται με αξιοπρέπεια. Μία από τις κόρες, μια όμορφη κοπέλα 18 ετών, έφτιαχνε ένα φόρεμα για τη μικρότερη αδερφή της. Τη ρώτησα αν ήταν ευχαριστημένη από την τωρινή ζωή της. «Ναι» μου απάντησε. «Σε σύγκριση με άλλους είμαστε αρκετά τυχεροί, καθώς κανένας από την οικογένειά μας δεν σκοτώθηκε ούτε αιχμαλωτίστηκε
1. Oικογενειακή φωτογραφία μπροστά σε αντίσκηνο. Συλλογή Μιχάλη Βαρλά.
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
κι έτσι μπορούμε να βγάζουμε το ψωμί μας αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω το σπίτι με τον μεγάλο κήπο του γύρω-γύρω. Ήταν πολύ καλά επιπλωμένο και είχαμε πολλά φορέματα. Είχα ετοιμάσει τα προικιά μου. Δούλευα χρόνια ολόκληρα για να τ’ αποτελειώσω αλλά τώρα κάηκαν όλα». Ενώ πρόφερε τα τελευταία λόγια τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Η πατρίδα τους βρισκόταν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και λίγο πριν από την καταστροφή είχαν πάρει όσα από τα υπάρχοντά τους μπορούσαν και είχαν μεταφερθεί στη Σμύρνη. Δεν είχαν προλάβει καλά-καλά να φτάσουν όταν ήρθαν οι Τούρκοι κι έτσι υποχρεώθηκαν να τραπούν σε φυγή αφήνοντάς τα πίσω τους. Στην πατρίδα τους είχαν στην ιδιοκτησία τους πολλά καταστήματα που τα νοίκιαζαν. Ο πατέρας τους εργαζόταν στη σιδηροδρομική εταιρεία και έπαιρνε ψηλό μισθό. Γενικά ήταν από τις πιο πλούσιες οικογένειες στην πατρίδα τους. Η κοπέλα με ρώτησε αν πίστευα ότι υπήρχε καμία ελπίδα να επιστρέψουν στη Μικρά Ασία. «Αγαπάμε την Ελλάδα» –λένε όλοι τους– «αλλά δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τα μέρη όπου γεννηθήκαμε, τα σπίτια, τα χωράφια μας όπου ήμασταν ευτυχισμένοι τόσα χρόνια. Ο κόσμος εδώ έχει κάνει πολλά για μας αλλά εξαρτιούμαστε λίγο-πολύ από άλλους ενώ εκεί ήμασταν ανεξάρτητοι». Κοντά σ’ εκείνη τη σκηνή υπάρχει μια άλλη όπου οι συνθήκες δεν είναι τόσο καλές. Δεν έχει καθόλου έπιπλα και σ’ αυτήν ζει μια ηλικιωμένη γυναίκα 65 περίπου χρονών, η Αικατερίνη Ασλάνογλου, με ένα μικρό, τυφλό αγόρι. Με την πρώτη ματιά βλέπεις το απελπισμένο ύφος της γυναίκας και καταλαβαίνεις πόσο σκληρή είναι η ζωή γι’ αυτήν. Έχει και μια κόρη 30 χρονών, που, αντί να τη βοηθάει, της είναι βάρος, καθώς είναι άρρωστη και είναι τον περισσότερο καιρό στο νοσοκομείο. Έλειπε όταν πήγα εκεί και η μητέρα δεν μπόρεσε να μου δώσει να καταλάβω από τι ακριβώς έπασχε. Όταν πήγα στη σκηνή της, η γυναίκα ήταν απασχολημένη φτιάχνοντας πλίνθους από λάσπη που τις έβαζε στον ήλιο για να ξεραθούν. Κάνει αυτήν τη δουλειά όποτε έχει χρόνο και ελπίζει ότι, πριν έρθει ο χειμώνας, θα μπορέσει να χτίσει μια καλύβα όπου αυτή και τα παιδιά της θα προστατεύονται καλύτερα από το κρύο και τη βροχή απ’ ό,τι στη σκηνή. Είναι το μόνο μέλος της οικογένειας που εργάζεται. Ξενοπλένει και κερδίζει περίπου 20 δραχμές την ημέρα αλλά το δυστύχημα είναι ότι δεν μπορεί να βρει δουλειά κάθε μέρα και μερικές φορές περνάει μια ολόκληρη εβδομάδα χωρίς να κερδίσει ούτε μια δεκάρα. Από τους τρόπους και την ομιλία της βλέπεις ότι ήταν συνηθισμένη σε μια διαφορετική ζωή. Κατάγονταν από το Νενί Χισάρ (κοντά στην Καισάρεια) όπου είχαν ένα μεγάλο σπίτι κι εκτός απ’ αυτό κι ένα άλλο στην Κωνσταντινούπολη, που το νοίκιαζαν. Και τώρα αυτή η γυναίκα που είχε δυο σπίτια δικά της προσπαθεί να χτίσει μια καλύβα με πλίνθους και προσβλέπει σ’ αυτήν σαν να ήταν η καλύτερη κατοικία. Λίγο πιο πέρα από τη σκηνή υπήρχε ένα είδος τρύπας μέσα στα βράχια και προς μεγάλη μου έκπληξη είδα μια γυναίκα να στέκεται στο άνοιγμά της. Με χαιρέτησε μ’ ένα χαμόγελο και με ρώτησε αν ήθελα να καθίσω για λίγο στο σπίτι της για να πάρω μια ανάσα. Έδειχνε περήφανη για το σπίτι της και πραγματικά όταν μπήκα μέσα διαπίστωσα ότι η υπερηφάνεια της ήταν δικαιολογημένη. Όταν είχαν έρθει στον καταυλισμό μαζί με τον άντρα της ο χειμώνας είχε προχωρήσει, όλα τα σπίτια ήταν πιασμένα, οι λιγοστές σκηνές ήταν κατάμεστες και δεν υπήρχε πουθενά χώρος γι’ αυτούς. Τελικά βρήκαν καταφύγιο σε μια μικρή σπηλιά. Όταν λίγο αργότερα κατάλαβαν ότι δεν υπήρχε τρόπος να βρουν κάποιο σπίτι ή εν πάση περιπτώσει κάτι καλύτερο από τη σπηλιά τους, αποφάσισαν να κάνουν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να την ομορφύνουν και να την κάνουν πιο άνετη. Άρχισαν να σκάβουν τον βράχο και με πολύ κόπο και δουλειά πολλών ημερών αυτό που ήταν προηγουμένως μια τρύπα μεταβλήθηκε σε μια μάλλον ευρύχωρη κατοικία. Το δωμάτιό τους ήταν έτοιμο αλλά γυμνό και έτσι έπρεπε να στρωθούν στη δουλειά για να το επιπλώσουν. Αμ έπος, αμ έργο! Βρήκαν μερικά κιβώτια από τα οποία έφτιαξαν ένα κρεβάτι, μερικά σκαμνιά κι ένα τραπέζι και τα
ΕΠΙΣΚΈΦΤΗΚΑ ΜΊΑ ΑΠΌ ΤΙΣ ΣΚΗΝΈΣ ΠΟΥ ΕΊΝΑΙ ΑΡΚΕΤΆ ΜΕΓΆΛΗ ΚΑΙ ΜΈΝΟΥΝ Σ’ ΑΥΤΉΝ Ο ΕΡΑΝΌ ΧΟΥΣΕΤΙΆΝ, Η ΣΎΖΥΓΟΣ, ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΚΌΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΓΙΟΙ ΤΟΥ. Η ΣΚΗΝΉ ΕΊΝΑΙ ΠΕΝΤΑΚΆΘΑΡΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΆΤΩΜΆ ΤΗΣ ΕΊΝΑΙ ΣΤΡΩΜΈΝΟ ΜΕ ΨΆΘΕΣ. ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΌ ΤΟΥ ΕΊΝΑΙ ΓΕΜΆΤΟ ΜΕ ΧΟΝΔΡΟΕΙΔΉ ΝΤΙΒΆΝΙΑ ΦΤΙΑΓΜΈΝΑ ΑΠΌ ΣΤΡΏΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΚΕΠΑΣΜΈΝΑ ΜΕ ΚΟΥΒΈΡΤΕΣ. ΈΧΟΥΝ ΕΠΊΣΗΣ ΜΕΡΙΚΆ ΣΚΑΜΝΙΆ.
απαραίτητα για τα φλιτζάνια και τα ποτήρια τους ράφια. Ο σύζυγος έκανε ό,τι μπορούσε για να βρει δουλειά. Η μοναδική δουλειά που του προσφέρθηκε ήταν να σπάζει πέτρες. Έπρεπε να εργάζεται οχτώ και μερικές φορές δέκα ώρες την ημέρα κάτω από τον καυτό ήλιο και μέσα στο τσουχτερό κρύο αλλά, αν και είναι πάνω από εξήντα χρονών και φυσικά όχι πολύ δυνατός, δεν δίστασε ούτε στιγμή να τη δεχτεί γιατί έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σ’ αυτήν και στην πείνα. Η σύζυγός του μου είπε ότι αυτή η εργασία είναι μεγάλη δοκιμασία γι’ αυτόν. Τα βράδια γυρίζει πεθαμένος από την κούραση και φοβάται ότι δεν θα αντέξει επί πολύ αυτήν τη δοκιμασία. Το μεροκάματό του είναι όλο κι όλο 3 δραχμές και μ’ αυτά τα χρήματα καταφέρνουν να τρέφονται, να ντύνονται και ν’ αγοράζουν πού και πού κάποιο πράγμα για το μικρό σπίτι τους. Αγόρασαν μερικές κουβέρτες με τις οποίες σκέπασαν τους τοίχους και το πάτωμα. Έχουν ένα καλό κλινοσκέπασμα στο κρεβάτι τους και όμορφα καλύμματα στα ράφια και το τραπέζι τους. Η γυναίκα θα ήθελε να εργαστεί και να βοηθήσει τον άντρα της αλλά έχει ρευματισμούς και δεν μπορεί. Δεν νομίζω ότι η υγρασία της σπηλιάς θα της κάνει καλό αν και η ίδια είναι ευχαριστημένη και λέει ότι εφέτος είναι προφυλαγμένη από τη βροχή και το κρύο. Ωστόσο το μέρος δεν φαίνεται να είναι πολύ κατάλληλο για τον χειμώνα γιατί είναι αδύνατο να ανοιχτεί κάποιο παράθυρο και υπάρχει μόνο ένα άνοιγμα που χρησιμεύει ως πόρτα. Ένας από τους αδερφούς αυτής της γυναίκας, ένα όμορφο παλικάρι, σκοτώθηκε από τους Τούρκους. Είναι από τα Βουρλά, όπου είχαν ένα σπίτι και πολλά αμπέλια. Ο άντρας της επέβλεπε τις δουλειές και εξήγαν κρασί και σταφίδες. Υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους μέσα στη νύχτα. Δεν μπορεί να ξεχάσει τις τρομερές σκηνές που αντίκρισε στους δρόμους. Ανάμεσα στα άλλα που διηγείται λέει ότι το μέρος ήταν γεμάτο με κεφάλια νέων γυναικών που οι στρατιώτες τις είχαν σκοτώσει αφού τις είχαν κακοποιήσει. Τα είχαν τοποθετήσει στους δρόμους με τη σειρά σαν διακοσμητικά στοιχεία. Της ζήτησα να μου πει περισσότερα για τα όσα είχε δει αλλά στάθηκε αδύνατο γιατί έβαλε τα κλάματα και μια γειτόνισσά της μου είπε να μην την πιέσω άλλο γιατί παθαίνει κρίσεις υστερίας όταν θυμάται αυτές τις φρικτές σκηνές. Μια άλλη γυναίκα μου επιβεβαίωσε τη δήλωση για τα κεφάλια των νέων γυναικών. Μερικές απ’ αυτές, όσες από εκείνες που δεν μπορούσαν να δραπετεύσουν, ρίχτηκαν στη θάλασσα προτιμώντας να πνιγούν παρά να πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Καμιά τους από 10 ως 30 ή και 40 χρονών δεν γλίτωσε. Οι γυναίκες των Βουρλών ήταν οι πιο όμορφες της Μικράς Ασίας. Οι ντόπιοι ήταν περήφανοι γι’ αυτό αλλά ήρθε ο καιρός που η περηφάνια αυτή πληρώθηκε με τον θάνατο. Οι Τούρκοι έπεσαν πάνω τους όπως οι μύγες στο μέλι κι άρχισαν να σκοτώνουν ασταμάτητα, βρίσκοντας μια άγρια ευχαρίστηση στο να εξοντώνουν αυτές τις άπιστες, οι οποίες, παρ’ όλες τις προσπάθειες των Μωαμεθανών, συνέχιζαν να επαναστατούν εναντίον τους και ακόμα και όσες μπορούσαν να γλιτώσουν τον θάνατο προτιμούσαν να πνιγούν παρά ν’ αρνηθούν την πίστη τους, να οδηγηθούν στα χαρέμια και να γίνουν γυναίκες των δολοφόνων των πατεράδων και των αδερφών τους. Λοιπόν, τόσο το χειρότερο γι’ αυτές. Όσες πιάνονταν υποχρεώνονταν να πληρώσουν για όλες. Μετά από τη σπηλιά πήγα σε ένα από τα μεγάλα σπίτια που τα αποτελούσαν έξι δωμάτια όπου ζούσαν δύο οικογένειες (συνολικά 6 άτομα που ήταν συγγενείς). Το ένα από τα δωμάτια χρησιμεύει ως υπνοδωμάτιο και σαλόνι και το άλλο ως υπνοδωμάτιο και κουζίνα. Αυτοί οι άνθρωποι είναι από τους πιο τυχερούς πρόσφυγες. Οι άντρες δούλευαν στη σιδηροδρομική εταιρεία της Σμύρνης ως μηχανικοί όταν η πόλη καταλήφθηκε από τους Τούρκους. Επί πέντε μήνες μετά την καταστροφή οι Τούρκοι τους κράτησαν χωρίς να τους κάνουν κακό, γιατί χρειάζονταν μηχανικούς για να διορθώσουν τις ατμομηχανές κ.λπ. που είχαν διαλυθεί. Μόλις οι σιδηρόδρομοι βρέθηκαν ξανά σε καλή κατάσταση, τους άφησαν ελεύθερους κι αφού πλήρωσαν τεράστια ποσά πήραν άδεια να εγκαταλείψουν τη Σμύρνη, κουβαλώντας σ’ ένα-δυο μπόγους τα ρούχα, τα στρώματα και τις κουβέρτες τους. Παράλληλα μπόρεσαν να διασώσουν μερικά από τα χρήματά τους. Τα δωμάτιά τους είναι επιπλωμένα με τρόπο που μπορεί να θεωρηθεί πολυτέλεια σε σύγκριση μ’ εκείνα των υπολοίπων. Έχουν πραγματικά κρεβάτια και καρέκλες, ένα τραπέζι και μια θερμάστρα πετρελαίου. Επίσης έχουν ένα-δυο τούρκικα χαλιά στον τοίχο. Πριν τρεις ημέρες ο πατέρας της μιας και ο αδερφός της άλλης οικογένειας βρήκαν μια καλή δουλειά και είναι ευγνώμονες κι αισιόδοξοι. Μέχρι τώρα οι γυναίκες πουλούσαν τα κοσμήματά τους, το ένα μετά το άλλο, για να ζήσουν και αν κρίνουμε από τα λιγοστά δαχτυλίδια και τις καρφίτσες που τους έμειναν, πρέπει να ήταν μάλλον πολύτιμα αντικείμενα. Δυο από τα σπίτια τους στα περίχωρα της Σμύρνης δεν κάηκαν και ελπίζουν ότι κάποια μέρα θα τους επιτραπεί να επιστρέψουν και να ξαναρχίσουν την παλιά τους ζωή. Σε μια από τις γωνιές, μπροστά από το εικονοστάσι, είναι αναμμένο ένα καντήλι. Το καντήλι καίει μέρα-νύχτα. «Πρέπει να προσευχόμαστε στον Θεό για την επιστροφή του μεγάλου γιου μας που τον κρατάνε οι Τούρκοι» μου είπαν. Κάθε οικογένεια, ακόμα και η πιο φτωχή, έχει την εικόνα της. Όσοι μπορούν, έχουν περισσότερες από μία και το καντήλι είναι αδιάκοπα αναμμένο. Όσοι
lifo
100
έχουν σωθεί χωρίς απώλειες ευχαριστούν τον Θεό γι’ αυτό και εναποθέτουν κάποιες ελπίδες στο μέλλον. Όσοι έχουν ακόμα κάποια μέλη της οικογένειάς τους στα χέρια των Τούρκων προσεύχονται να γυρίσουν σώα. Και όσοι –οι περισσότεροι– έχουν χάσει για πάντα μερικούς από τους αγαπημένους τους, που σκοτώθηκαν, προσεύχονται για την ανάπαυση των ψυχών τους. Η πίστη τους δεν τους εγκαταλείπει ποτέ. Γνώρισα μια γυναίκα που ο άντρας και οι δυο γιοι της σκοτώθηκαν και η ίδια ζούσε ολομόναχη σε μια παράγκα, χωρίς όμως να έχει ούτε μια καρέκλα για να καθίσει. Όμως ποτέ δεν ξεχνάει ν’ ανάψει το καντήλι μπροστά στην εικόνα και δεν διαμαρτύρεται καθόλου. «Ο Θεός μου πήρε ό,τι είχα, άντρα, παιδιά και σπίτι. Αυτό ήταν το θέλημά του. Τώρα το μόνο που ελπίζω είναι ότι θα με καλέσει σύντομα να πάω να τους συναντήσω». Το τελευταίο σπίτι που επισκέφτηκα δεν ανέδιδε τέτοια απελπισία. Αντίθετα, επρόκειτο για μια από τις περιπτώσεις όπου φαίνεται να υπάρχει κάποια ελπίδα και ανακούφιση κι αυτό γιατί αυτοί οι άνθρωποι είχαν βοηθηθεί στην αρχή και μπόρεσαν ν’ αγοράσουν λίγο νήμα και ν’ αρχίσουν να κάνουν χαλιά. Η μητέρα, η Ουρανία Αρμογά, είναι πολύ ηλικιωμένη για να δουλέψει αλλά ο γιος και η κόρη της δουλεύουν σκληρά. Η κόρη φτιάχνει χαλιά και ο γιος τα πουλάει. Φαίνεται να είναι ευχαριστημένοι με τα κέρδη τους. Μου έδειξε μερικά όμορφα μικρά χαλιά για καθένα από τα οποία ζητάει 700-600 δραχμές. Της χρειάζονται 20-15 μέρες για να τελειώσει καθένα απ’ αυτά. Στο ίδιο δωμάτιο έχουν κι ένα μικρό παντοπωλείο που πουλάνε ζάχαρη, καφέ, ρύζι, τσιγάρα και καραμέλες. Είναι από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Το δωμάτιό τους είναι καθαρό και τακτοποιημένο και κάνουν ό,τι περνάει απ’ το χέρι τους για να το κάνουν να φαίνεται άνετο. Στη συνέχεια με οδήγησαν στην παράγκα όπου μένει ο Π. Παλασάκης και η σύζυγός του. Είναι μεγάλη όσο περίπου ένα μεγάλο δωμάτιο. Δυο αδερφοί του πήγαν πρόσφατα στις Ηνωμένες Πολιτείες και μόλις βρήκαν δουλειά δεν
101
1 δεκεμβριου 2016
ξέχασαν τον αδερφό τους εδώ. Του έστειλαν χρήματα με τα οποία μπόρεσε να αγοράσει καδρόνια για να χτίσει την παράγκα του και να την επιπλώσει μ’ ένα κρεβάτι, δυο καρέκλες, ένα τραπέζι κι ένα μικρό ερμάρι. Η γυναίκα του έραψε τις κουρτίνες και τα καλύμματα και το δωμάτιο φαίνεται πολύ κομψό. Στη Μενεμένη, απ’ όπου κατάγονται, είχαν αρκετά σπίτια, το ένα από τα οποία δεν κάηκε κι ελπίζουν κι αυτοί ότι κάποια ημέρα θα επιστρέψουν και θα ξαναρχίσουν την παλιά τους ζωή. Συγκέντρωσα όλες αυτές τις πληροφορίες σε διάφορα σημεία του καταυλισμού, μπαίνοντας στα μικρά σπίτια και μιλώντας στις γυναίκες στη δική τους γλώσσα. Τους έδειξα ότι κατανοούσα τη δυστυχία τους και τη συμμεριζόμουν. Μερικές από τις γυναίκες πίστευαν ότι είχα πάει εκεί για να τους φέρω ειδήσεις από τους αιχμαλώτους. Στεναχωρήθηκαν όταν τους είπα ότι δεν ήμουν σε θέση να τους δώσω κάποια πληροφορία. Μου ζητούν, αν μπορώ, να τις βοηθήσω να βρουν τι απέγιναν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Δύστυχες ψυχές! Πριν από έναν μήνα έφτασαν οι τελευταίοι αιχμάλωτοι και ανακοινώθηκε ότι δεν έχουν μείνει άλλοι. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι εξακολουθούν να ελπίζουν και να προσμένουν τους συζύγους, γιους, αδελφούς ή αρραβωνιαστικούς τους μέχρι που μια μέρα φτάνει ένας φίλος, ο οποίος φέρνει το σκληρό νέο ότι αυτοί που περιμένουν τόσο ανυπόμονα δεν πρόκειται να γυρίσουν ποτέ, ότι σκοτώθηκαν ή πέθαναν από την πείνα ή την κακομεταχείριση. Βλέποντας αυτά τα μικρά σπίτια και τις σπηλιές, θυμάται κανείς την ιστορία του Ροβινσώνα Κρούσου με τη διαφορά ότι αντί να εκτυλίσσεται στην ερημιά αυτή η ιστορία διαδραματίζεται στη μέση του πολύβουου και πολιτισμένου κόσμου μας του 20ού αιώνα. Άφησα τον καταυλισμό γεμάτη θαυμασμό γι’ αυτούς τους γενναίους αγωνιστές της ζωής, οι οποίοι, με ελάχιστη βοήθεια, είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν θαύματα. ¶
2. Τα πρώτα καταφύγια των προσφύγων. ΙΑΜΜ. Φωτογραφικό Αρχείο Λένας Σαμαρά.
INFO Henry Morgenthau Η αποστολή μου στην Αθήνα, 1922 – Το έπος της εγκατάστασης Μτφρ.: Σήφης Κασεσιάν Εκδόσεις Τροχαλία, 1994
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
aγλαΐα kρεμέζη Δημοσιογράφος
ΟΙ ΠΡΌΣΦΥΓΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΙΑΛΑΝΤΖΊ ΓΑΛΛΙΚΆ ΤΟΥ ΤΣΕΛΕΜΕΝΤΈ
Σ
Σκόρπιες σκέψεις για την πολύμορφη μικρασιατική μαγειρική και την αστική κουζίνα στις αρχές του περασμένου αιώνα.
11
1
ουτζουκάκια λεμονάτα στον φούρνο ήταν το βασικό φαγητό
που ετοίμαζε η μητέρα μου κάθε φορά που είχαμε καλεσμένους, συνήθως ένα τσούρμο θείες και ξαδέρφια, πρώτα και δεύτερα. Ήμασταν μεγάλη οικογένεια και η μητέρα μου, που ήταν μια εξαιρετικά οργανωμένη νοικοκυρά, είχε επινοήσει τρόπο να ετοιμάζει και να ψήνει από την προηγουμένη ένα σωρό σουτζουκάκια, τα οποία ζέσταινε την επομένη, αφού πρώτα τα περιέχυνε με ένα μείγμα από νερό, κρασί και χυμό λεμόνι για να μην ξεραθούν. Το σπίτι μας γέμιζε από την έντονη μυρωδιά καθώς ψήνονταν τα πολύ ιδιαίτερα σουτζουκάκια του σπιτιού μας: αντί για κύμινο –το κλασικό καρύκευμα που όλος ο κόσμος χρησιμοποιούσε− η μητέρα μου έβαζε μπόλικη ξερή ρίγανη και έξτρα σκόρδο. Κύμινο δεν υπήρχε στην κουζίνα μας και για πρώτη φορά το χρησιμοποίησα όταν έκανα το δικό μου σπιτικό και άρχισα να πειραματίζομαι. Ο πατέρας μου, που επέβαλλε τις κάθε λογής επιλογές του, αν και δεν ήξερε ούτε νερό να βράσει, είχε τη θεωρία πως το κύμινο ήταν καρύκευμα τουρκικό, βαρύ και ιδιαίτερα ανθυγιεινό για το εκλεπτυσμένο στομάχι των Αθηναίων αστών (!). Από την εποχή που η «βίβλος» του Τσελεμεντέ επέβαλε όχι μόνο τι και πώς έπρεπε να μαγειρεύουν οι «καθωσπρέπει» νοικοκυρές αλλά, κατ’ επέκταση, και πώς θα στρώναν το τραπέζι, και πώς θα ντύναν το υπηρετικό προσωπικό, ο καλός σεφ είχε βάλει σκοπό της ζωής του να οδηγήσει, τραβώντας και σπρώχνοντας, τα ελληνικά νοικοκυριά του 20ού αιώνα στον θαυμαστό, μοντέρνο κόσμο της γαλλικής κουζίνας. Αλλά πάνω που οι Ελληνίδες μαγείρισσες είχαν σχεδόν καταφέρει να εξοβελίσουν από την κουζίνα τους κάθε καρύκευμα, εκτός από το αλάτι και το πιπέρι, ακολουθώντας τις επιταγές του Τσελεμεντέ, μας ξανάρθαν, από την πίσω πόρτα, το κύμινο, το μπαχάρι και άλλα θαυμαστά μυρωδικά, όταν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην πόλη. Η ιδέα της γαστρονομικής «καθαρότητας» και της ανωτερότητας της κουζίνας των Ελλήνων και των Δυτικοευρωπαίων σε σχέση με τους εξ Ανατολών γείτονές μας εκφράστηκε πανηγυρικά από τον Τσελεμεντέ, ο οποίος υποστήριξε πως η κλασική γαλλική κουζίνα ήταν η απευθείας συνέχιση της αρχαίας ελληνικής (!). Τούτος ο απόλυτα εξωφρενικός συλλογισμός δεν έχει, βέβαια, καμία σχέση με την πραγματικότητα. Αν ο καλός σεφ είχε διαβάσει στον Αθήναιο περιγραφές των υπερ-καρυκευμένων αρχαίων φαγητών, θα έβλεπε πόσο εσφαλμένη ήταν η εικόνα που είχε πλάσει στο μυαλό του. Στην πραγματικότητα, η κουζίνα της Ανατολικής Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής είναι πολύ πιο κοντά στην αρχαία ελληνική και στη ρωμαϊκή, αλλά αυτά δεν ταίριαζαν με τις κοσμοθεωρίες της ανερχόμενης αστικής τάξης που ήθελε να εδραιώσει την ανωτερότητά της σε σχέση με τους Οθωμανούς. Οι γονείς και οι θειάδες μου, όπως και πάρα πολλοί Αθηναίοι μέχρι τουλάχιστον τα μέσα του περασμένου αιώνα, ακολουθούσαν πιστά τον Τσελεμεντέ, περίπου όπως και την Καινή Διαθήκη − αν όχι περισσότερο. Σε συνδυασμό και με τον έμφυτο ρατσισμό που, δυστυχώς, μας κατατρέχει ως λαό, θυμάμαι να χαρακτηρίζουν «τουρκόσπορους» και «γιαουρτοβαφτισμένους» τους πρόσφυγες, ειρωνευόμενοι τα βαριά, «ανθυγιεινά» και ανατολίτικα φαγητά τους. Η δυσπιστία έως απέχθεια των γυναικών απέναντι στις «κωλοπετσωμένες» Σμυρνιές, που ήταν μεν καλές μαγείρισσες, αλλά, όπως έλεγε η γιαγιά μου, «άλλο δεν είχαν στο μυαλό τους παρά να ξεμυαλίσουν τους άντρες μας, οι παστρικές…». Σημειώστε πως «παστρικές», δηλαδή «καθαρές», ήταν η λέξη που εκείνα τα χρόνια χρησιμοποιούσαν για τις πόρνες, κατ’ επέκταση και για τις Σμυρνιές,
lifo
102
προφανώς επειδή ήταν πιο προχωρημένες και πλενόντουσαν συχνότερα από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στα σουτζουκάκια. Λάβετε υπόψη πως το κύμινο, φυτό που καλλιεργείται στην περιοχή μας από την αυγή της Ιστορίας, οι αρχαίοι το χρησιμοποιούσαν κατά κόρον στα φαγητά, μάλιστα διάβασα πως το παρουσίαζαν στο τραπέζι σε χωριστό κουπάκι, όπως κάνουν σήμερα στο Μαρόκο, για να πασπαλίζει κανείς το πιάτο του, σαν το αλάτι και το πιπέρι. Τα δε σουτζουκάκια είναι λουκανικάκια − sucuk στα τουρκικά είναι το πικάντικο, μοσχαρίσιο προφανώς, λουκάνικο και η λέξη «σουτζούκ» χρησιμοποιείται σε όλα τα Βαλκάνια αλλά και στη Ρωσία. Στην εκδοχή του Τσελεμεντέ τα σουτζουκάκια αρωματίζονται με ξερό δυόσμο και ο συγγραφέας χρησιμοποιεί κι αυτός τον ξενόφερτο τίτλο, αν και στην εισαγωγή του βιβλίου του επιμένει πως πρέπει να πετάξουμε τα τουρκικά και να βάλουμε ελληνικά ή και γαλλικά ονόματα στα φαγητά. Η διαστρεβλωμένη αστική μαγειρική που προτείνει απαιτεί «… μίαν επεξεργασίαν παρά μαγείρων ανωτέρας μορφώσεως διά ν’ απαλλαγούν τα φαγητά της επιδράσεως και φθοράς που έχουν υποστή από τα γούστα ή προτιμήσεις των ανατολικών λαών και ίνα μη παρουσιάζωνται υπέρ το δέον λιπαρά, κατά κόρον καρυκευμένα και υπό ακαλαίσθητον εμφάνισιν» (από τη 10η έκδοση του 1951, με την παλιά ορθογραφία). Τα γλυκερά, άνοστα πιάτα που κολυμπούσαν στην μπεσαμέλ –αφού κρέμα γάλακτος δεν υπήρχε− έγιναν κανόνας στα δήθεν καλά αθηναϊκά εστιατόρια και πολλά αστικά σπιτικά, ανάμεσά τους και το δικό μας, ακολουθούσαν τις εντολές του Τσελεμεντέ και προσπαθούσαν να εξευρωπαΐσουν τα φαγητά που σερβίριζαν, τουλάχιστον στα επίσημα τραπέζια. Ξεφυλλίζοντας το Τετράδιο της Ερατώς της Λίζας Μιχελή, παρατήρησα πως η σμυρναίικη κουζίνα που περιγράφει, αν εξαιρέσεις λέξεις όπως το «χαρανί» (ταψί), στην ουσία δεν απέχει πολύ από του Τσελεμεντέ, μια και στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη οι μεγαλοαστές, που κρατούσαν τετράδια με συνταγές, μάλλον ήταν επηρεασμένες από τους Γάλλους, τους Ιταλούς και τους άλλους Ευρωπαίους που αποτελούσαν τον πληθυσμό της υπέροχης εκείνης μεγαλούπολης. Όμως τα προφανώς ανατολίτικα σουτζουκάκια με ελιές που βρήκα στο Τετράδιο της Ερατώς έχουν κύμινο αλλά και πιπεριά (προφανώς καυτερή), καθώς και πράσινες ελιές. Στη λίστα με τις μικρασιατικές συνταγές στο site «Συνταγές της παρέας» −που το θεωρώ από τα πιο ενδιαφέροντα ελληνικά− με εντυπωσίασαν τα «μακαρόνια νηστίσιμα,
με κανελοζάχαρη και καρύδια», δυστυχώς χωρίς καμία άλλη πληροφορία. Είναι προφανώς παραλλαγή του κούγκελ (kugel), του κλασικού γλυκοπιπεράτου πιάτου −είδος παστίτσιου− που παραδοσιακά σερβίρεται στο εβραϊκό Νέο Έτος (Rosh Hashanah). Η εβραϊκή κοινότητα της Σμύρνης ήταν σημαντική και στα ενδιαφέροντα φαγητά της αναφέρεται συχνά και η Claudia Roden. Πάντως, σήμερα, όταν μιλάμε για τη μαγειρική των προσφύγων, εννοούμε τα απαράμιλλης γεύσης, μυρωδάτα μαγειρευτά των Μικρασιατών, όχι μόνο τα αστικά σμυρναίικα: τα μαντί, τα γιαουρτλού, το μοσχάρι σιγοψημένο με μπόλικο μπαχάρι, κανέλα και βέβαια κύμινο, τα πιλάφια που κριτσανίζουν με τον καψαλισμένο φιδέ και, βέβαια, τα σερμπετιασμένα σεκέρ παρέ, τα ροξάκια και τα περίφημα γλυκά του ταψιού. Λέξεις όπως «μπουρεκάκια», δηλαδή «πιτάκια» −börek είναι στα τουρκικά οι κάθε λογής πίτες με φύλλο−, χρησιμοποιούνται πια ακόμα και για τα γεμιστά ψωμάκια, όχι μονάχα για μεζεδάκια με φύλλο. Η ελληνική καπατσοσύνη μετάτρεψε το kebab σε σουβλάκι, ενώ το κλασικό τούρκικο döner kebab το βάφτισε εύστοχα «γύρο» και ως gyro το έκανε διάσημο και περιζήτητο ανά τον κόσμο, κυρίως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Τα τελευταία χρόνια βρισκόμαστε ακριβώς στο άλλο άκρο και έχουν μεγάλη πέραση οι παστουρμαδόπιτες και άλλα δήθεν ανατολίτικης έμπνευσης πιάτα, καθώς «δημιουργικές» μαγείρισσες, αλλά κυρίως κάποιοι σεφ, χρησιμοποιούν τα καρυκεύματα με τη σέσουλα, συχνά ανακατώνοντας πολλά και διάφορα ετερόκλητα υλικά, σαν να αγωνίζονται να κερδίσουν τον χαμένο χρόνο. Υστερόγραφο: Ο απάνθρωπος ξεριζωμός, το αποτέλεσμα της συμφωνίας για την ανταλλαγή των πληθυσμών, δεν έκανε πρόσφυγες μόνο τους Έλληνες Μικρασιάτες αλλά και τους μουσουλμάνους της Μακεδονίας και της Κρήτης που ζούσαν αιώνες ειρηνικά μαζί με τους ντόπιους πληθυσμούς. Τα εγγόνια και τα δισέγγονά τους θυμούνται ακόμα την απελπισία τους, καθώς γενιές μετά αναπολούν τη ζωή στην Ελλάδα, όπως τους την έχουν διηγηθεί οι πρόγονοί τους, και περηφανεύονται πως διατηρούν πολλές ελληνικές γαστρονομικές συνήθειες. Ένας φίλος, γνωστός δημοσιογράφος από την Πόλη με προγόνους Τουρκοκρητικούς, μου είπε ότι κέρδιζε σημαντικά στοιχήματα από τους γνωστούς του, καθώς διέσχιζε με το αυτοκίνητο την ύπαιθρο της Ανατολίας, ισχυριζόμενος ότι μπορούσε από μακριά να μαντέψει την καταγωγή των ανθρώπων. « Ήταν προφανές πως αν κρατούσαν μαχαίρι και καλάθι ή σακούλα και μάζευαν χόρτα, θα κατάγονταν από την Κρήτη» μου είπε. ¶
1. Σφραγίδα για το ψωμί ή το χριστόψωμο, Αϊβαλί (δωρεά της Ντίνας Καλλιοντζή). Σύλλογος Μικρασιατών Αιγάλεω «Νέες Κυδωνίες».
2
103
1 δεκεμβριου 2016
2. Μπρούντζινη κατσαρόλα, Σαμψούντα (δωρεά της Αθηνάς Βελισσαρίου). Σύλλογος Μικρασιατών Αιγάλεω «Νέες Κυδωνίες».
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ
mαρία σταμπούλογλου
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Ιστορικός-Φιλόλογος
MΕ ΜΠΆΛΟ, ΧΑΣΆΠΙΚΟ, ΖΕΪΜΠΈΚΙΚΟ, ΤΣΙΦΤΕΤΈΛΙ KAI ΚΑΡΣΙΛΑΜΆ ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥΣ.
Η Πώς η συγχώνευση του μικρασιατικού τραγουδιού με το τραγούδι του περιθωρίου –που προϋπήρχε από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα– δημιούργησε το ρεμπέτικο, έναν νέο κώδικα επικοινωνίας που εξέφρασε τους πόθους και τους καημούς των προλεταριακών στρωμάτων των πόλεων.
12
Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 και το άμεσο επακόλουθό της, ο ξεριζωμός των χιλιάδων Μικρασιατών Eλλήνων από τις εστίες τους και η εγκόλπωσή τους στην ελληνική κοινωνία, υπήρξε μια εποποιία μοναδική για την ελληνική Iστορία. Οι πρόσφυγες, ερχόμενοι στην Ελλάδα, βιώνουν τη διαδικασία μιας μοναδικής σε διαστάσεις οικονομικής, κοινωνικής και ηθικής κατολίσθησης. Από αφέντες έχουν γίνει δούλοι, από πλούσιοι, φτωχοί, από νοικοκυραίοι, περιπλανώμενοι, από «ηνίοχοι» της οικονομικής και κοινωνικής ζωής στα παράλια της Μικράς Ασίας, κοινωνικά «παράσιτα» μιας κοινωνίας που δεν είχε τη δύναμη να τους απορροφήσει. Μαζί όμως με τα 1,5 εκατομμύρια πρόσφυγες ήρθαν και 1,5 εκατομμύρια αγωνίες, ελπίδες, ματιές που διψούσαν για ζωή. Με την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα θα γίνουν το προζύμι της προόδου, καθώς θα εξελιχθούν σε βασικούς μοχλούς ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας με την εργατικότητα, το επιχειρηματικό και φιλελεύθερο πνεύμα τους. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 γίνεται μια ώσμωση σε κοινωνικό και κατ’ επέκταση σε πολιτιστικό επίπεδο. Και όπως οι πρόσφυγες αποτέλεσαν ένα αξιόλογο και δημιουργικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, έτσι και τα τραγούδια τους μπόλιασαν τη μουσική κουλτούρα της χώρας και διαμόρφωσαν νέα ήθη και τρόπους χορού, ζωής και διασκέδασης. Έτσι, τη δεκαετία του 1920 επικρατεί η Σμυρναίικη και Πολίτικη Σχολή του τραγουδιού, με μαζικές ηχογραφήσεις μετά το 1924-25. Πρόκειται για λαϊκά, ανάλαφρα τραγούδια, με καταβολές κυρίως από τη δημοτική μουσική παράδοση. Τα θέματά τους είναι χαρούμενα, σχετικά με τη διασκέδαση και τον έρωτα, ενώ απουσιάζει από αυτά η αίσθηση της αδικίας και της περιθωριοποίησης που χαρακτηρίζει τα τραγούδια του περιθωρίου και του υποκόσμου, εκτός από τους αμανέδες. Τα όργανα που κυριαρχούν είναι το βιολί, το σαντούρι και το ούτι, τα οποία συχνά συνοδεύονται με κιθάρα, μαντολίνο, κλαρίνο, σάζι, φλάουτο, τουμπερλέκι, ντέφι με κυμβαλάκια και την κόψα ή κόξα (απόγονος της βυζαντινής πανδουρίδας). Το μπουζούκι ήταν περισσότερο γνωστό στην Ελλάδα και λιγότερο στη Μικρά Ασία. Το όργανο που διέδωσαν οι Μικρασιάτες ήταν το σαντούρι. Οι ρυθμοί των μικρασιάτικων τραγουδιών είναι ποικίλοι: καλαματιανός, μπάλος, χασάπικος, ζεϊμπέκικος, τσιφτετέλι, καρσιλαμάς. Οι εκατοντάδες Μικρασιάτες μουσικοί, οργανοπαίκτες και τραγουδιστές έδωσαν μια νέα κατεύθυνση στη λαϊκή ψυχαγωγία. Κύριοι εκπρόσωποι της Σμυρναίικης Σχολής ήταν οι Β. Παπάζογλου, Π. Τούντας, Σ. Παντελίδης, Γ. Δραγάτσης, Δ. Σεμσής, Σ. Περιστέρης και Α. Δελιάς, ενώ αντίστοιχα της Πολίτικης οι Κ. Σκαρβέλης, Α. Διαμαντίδης, Γρ. Ασίκης, Κ. Καρίπης, Λ. Σαβαΐδης, Μ. Φρατζεσκοπούλου. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι πρώτοι καλλιτεχνικοί διευθυντές των δύο μεγαλύτερων δισκογραφικών εταιρειών στην Ελλάδα του Μεσοπολέ-
lifo
104
1
μου ήταν Μικρασιάτες. Ο Κ. Σκαρβέλης από την Πόλη ήταν διευθυντής της Columbia και ο Σ. Περιστέρης από τη Σμύρνη της Odeon. Τη δεκαετία του 1920 τα τραγούδια των προσφύγων εμπλουτίζουν το ρεπερτόριο των καφέ αμάν που ήταν πολύ διαδεδομένα στην Ελλάδα από το τέλος του 19ου αιώνα. Πρόκειται για ένα είδος λαϊκού καφενείου στο οποίο παιζόταν συνήθως πλήθος ελληνικών δημοτικών τραγουδιών και λαϊκών τραγουδιών των αστικών κέντρων της Ανατολής (Σμύρνη, Πόλη). Τα σμυρναίικα τα τραγουδούσε στα καφέ αμάν μια γυναίκα ή ένας άνδρας με τη συνοδεία λύρας, λαγούτου, βιολιού, σαντουριού ή και με ντέφι, ούτι ή τουμπερλέκι. Συχνά υπήρχαν και δύο αρτίστες, η μία για να τραγουδά και η άλλη για να χορεύει. Οι μουσικοί των καφέ αμάν ήταν στην πλειονότητά τους Έλληνες της Μικράς Ασίας και Αρμένηδες. Τελικά, τα καφέ αμάν έπαψαν να υφίστανται μετά από ειδική απαγορευτική διάταξη του καθεστώτος του Μεταξά το 1937, με την οποία απαγορεύτηκαν οι αμανέδες. Οι πρόσφυγες, όταν έρχονται στην Ελλάδα, φέρνουν μια άλλη αντίληψη για τη ζωή, καθώς έχουν συνηθίσει σε έναν άλλο τρόπο ζωής, κοσμοπολίτικο. Ήταν πιο ανοιχτοί, πιο κοινωνικοί, και η διασκέδασή τους περιλάμβανε όλα τα μέλη της οικογένειας. Με τον ερχομό των προσφύγων εισάγεται και καθιερώνεται η γυναίκα τραγουδίστρια στο πάλκο. Θα λέγαμε ότι οι πρόσφυγες είχαν μια παιδεία στη διασκέδαση. Στους προσφυγικούς συνοικισμούς στήνεται ένα νέο σκηνικό ζωής, στο οποίο κυριαρχούν οι ανατολίτικες μελωδίες, τα αγαπημένα μουσικά όργανα των προσφύγων, οι γλωσσικοί ιδιωματισμοί, οι λέξεις με σμυρναίικο ή πολίτικο χρώμα. Όλα αυτά αποτελούν έναν νέο κώδικα επικοινωνίας που φέρνει τους πρόσφυγες πιο κοντά μεταξύ τους, καθώς τους θυμίζουν τις χαμένες πατρίδες αλλά και τη νέα, κοινή τους μοίρα. Παραγκωνισμένοι σε μια ξένη γη, έχουν ακόμη τη δυνατότητα να χαίρονται τις ομορφιές της ζωής, να τραγουδούν, να ερωτεύονται κι έτσι να προεκτείνουν την ύπαρξή τους μέσα στον χρόνο. Εδώ ακριβώς είναι το σημείο όπου οι πρόσφυγες, χωρίς να τραγουδούν το περιθώριο, το βιώνουν στην πιο σκληρή του διάσταση. Η άμυνα και η περιχαράκωση τους κάνουν ένα με τους απόκληρους της κοινωνίας που, οδεύοντας προς έναν γρήγορο, αστικό εκσυγχρονισμό, αποκλείει ζωτικά στοιχεία του πληθυσμού της. Τότε γίνεται η συγχώνευση μικρασιάτικου τραγουδιού και τραγουδιού του περιθωρίου που προϋπήρχε από τα τέλη του 19ου αι. μέχρι τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού στην αυθεντική του μορφή. Από τη συγχώνευση αυτή γεννιέται το ρεμπέτικο τραγούδι. Τη δεκαετία του 1930 μικρασιάτικο και ρεμπέτικο γίνονται ταυτόσημες μουσικές έννοιες που συμπορεύονται για να εκφράσουν τους πόθους και τους καημούς των προλεταριακών στρωμάτων των πόλεων στην ασταθή και εύθραστη κοινωνία του Μεσοπολέμου.
105
1 δεκεμβριου 2016
Επομένως, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι η μεταπήδηση του ρεμπέτικου από την κλειστή ατμόσφαιρα της φυλακής, της παρανομίας και του περιθωρίου στον ανοιχτό ορίζοντα των κέντρων διασκέδασης των προσφυγικών συνοικιών αποτελεί το μεγάλο ποιοτικό του άλμα. Από τραγούδι του υποκόσμου τείνει να κατακτήσει τις ευρύτερες προλεταριακές μάζες των συνοικισμών. Σε μια πρώτη φάση η αλληλεπίδραση ανάμεσα στα δύο είδη τραγουδιού, στα μικρασιάτικα που παίζονταν στα καφέ αμάν και στα ρεμπέτικα που παίζονταν στις ταβέρνες, είχε δύο συνέπειες: α) τη συμμετοχή των γυναικών στη ρεμπέτικη κομπανία και β) το κοινωνικό άνοιγμα των τραγουδιών. Τα τραγούδια γίνονται πιο χαρούμενα, σε ανατολίτικο στυλ. Σε μια δεύτερη φάση, και σε σχέση με την κοινωνική παράμετρο, υποχωρεί το μικρασιάτικο ύφος για να δώσει τη θέση του στο βαρύ πειραιώτικο ρεμπέτικο. Στη λαϊκή ορχήστρα υποχωρούν τα σαντουροβιόλια και κυριαρχούν τα μπουζούκια και ο μπαγλαμάς. Το 1934 δημιουργείται η πρώτη ρεμπέτικη κομπανία με τη θρυλική τετράδα: M. Βαμβακάρης, Στρ. Παγιουμτζής, Γ. Μπάτης, Α. Δελιάς. Άλλοι μουσικοί και οργανοπαίχτες και ερμηνευτές που μεσουρανούν τη δεκαετία του ’30 είναι οι Μ. Γενίτσαρης, Δ. Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας, Α. Χατζηχρήστος, Γ. Παπαϊωάννου, Σ. Κερομύτης, Κ. Ρούκουνας, Ι. Εϊτζιρίδης ή Γιοβάν Τσαούς, Σ. Περπινιάδης, Π. Τούντας, Γ. Κάβουρας, Γ. Ροβερτάκης, Σ. Περιστέρης, Κ. Καρίπης, Ρ. Αμπατζή, Σ. Καρίβαλη, Μ. Παπαγκίκα, Ρ. Εσκενάζυ κ.ά. Ιδιαίτερα ο Μάρκος Βαμβακάρης, τόσο μουσικά όσο και κοινωνιολογικά, με τη ζωή και το έργο του θα αναδειχθεί στον κατεξοχήν εκπρόσωπο του ρεμπέτικου τραγουδιού. Μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’30 το ρεμπέτικο θα έχει μεγάλη απήχηση στα φτωχά, περιθωριοποιημένα στρώματα των πόλεων, καθώς ζυμώνεται με τους καημούς και τα βάσανά τους, με τη διάψευση των ονείρων τους. Ως αντιστάθμισμα και μέσα από το τραγούδι τα λαϊκά στρώματα θα διαμορφώσουν μια άλλη κοσμοθεωρία, έναν κόσμο αντισυμβατικό και ελεύθερο, που αρνείται να καλουπωθεί, να ενσωματωθεί στους καπιταλιστικούς μηχανισμούς μιας κοινωνίας που οδεύει προς την εκβιομηχάνιση. Το ρεμπέτικο τραγούδι, κυνηγημένο και απαγορευμένο για μεγάλο διάστημα, ήρθε αντιμέτωπο με την ηθική της εποχής. Έπρεπε να περάσει ο «οδοστρωτήρας» της Κατοχής, να ισοπεδωθούν οι κοινωνικές τάξεις, να «αλεστούν» οι κοινωνικές προλήψεις, να «καβουρντιστεί» η σοβαροφάνεια και έτσι, μαζί με την απελευθέρωση της χώρας, να έρθει και η απελευθέρωση του τραγουδιού. Μετά το 1940 το ρεμπέτικο σταδιακά μετατρέπεται σε λαϊκό τραγούδι ευρείας αποδοχής, καθώς η κοινωνική βάση των φτωχών και των απόκληρων διευρύνεται και διαμορφώνεται μια καλά οργανωμένη εργατική τάξη. Μεταβατικό στάδιο σε αυτή την αλλαγή, ένα υπέροχο μουσικό πέρασμα που θα μας ταξιδεύει σε κόσμους μαγικούς και ονειρεμένους, το τραγούδι του Β. Τσιτσάνη... ¶
1. Η τετράς του Πειραιά: Μάρκος Βαμβακάρης, Στράτος Παγιουμτζής, Ανέστης Δελιάς, Γιώργος Μπάτης.
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
γιάννησ πανταζόπουλοσ Δημοσιογράφος
ΣΤΙΣ ΤΑΒΕΡΝΕΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
ΦΑΓΗΤΟ ΚΑΙ ΓΛΕΝΤΙ
Ο κοινωνικός τρόπος ζωής και ο πολιτισμός της ανοιχτοσύνης που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες βρήκαν διέξοδο μέσα στον χώρο της ταβέρνας, όπου άντρες και γυναίκες μπορούσαν να συναναστραφούν, να αποδράσουν, να αφηγηθούν τους πόνους, τους καημούς και τους χαμένους έρωτες και να νοσταλγήσουν τις χαμένες πατρίδες.
Π
ώς να σας το χαρακτηρίσω αυτό το πράγμα; Καταστρο-
φή. Δεν ήσαστε από μια μεριά να βλέπατε τι είχε γίνει. Έμενε ο κόσμος στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Το τι τραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δεν λέγεται. Άσε που ήταν ατιμασμένοι από εκεί με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε. Και κατόπιν εδώ που ήρθανε, τα ίδια, προσπαθήσανε, γαμιόντουσαν, κάνανε χίλια δύο να βρίσκουν το ψωμί τους, μέχρι που να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε… Και οι ντόπιοι δεν τους βλέπανε με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε, χίλια δύο. Φύγετε από δω, ρε… Αυτοί οι άνθρωποι ήταν μαθημένοι να δουλεύουνε και να γλεντάνε. Όλοι οι πρόσφυγες, μηδενός εξαιρουμένου. Μπορεί να δούλευε όλη την εβδομάδα σα σκύλος, αλλά το Σαββατοκύριακο πήγαινε να γλεντήσει. Να βγει, να πιει, να δείξει, να κάνει. Όχι μονάχος του. Να πάρει και το κορίτσι του και τη γυναίκα του και την οικογένειά του και να πάει να κάτσει σ’ ένα κέντρο. Όπως μέχρι τώρα από τους πρόσφυγες, και κοντά στους πρόσφυγες μάθανε και οι δικοί μας. Πρώτα είχαμε δω πέρα, οι δικοί μας μουσικοί έπαιζαν σχεδόν μόνο τα δημοτικά. Πότε κανένα μανεδάκι. Ενώ αυτοί εδώ ήλθαν, αρχινίσανε τσιφτετέλια, συρτά, μανέδες, τζιβαέρια, αϊβαλιώτικα...» γράφει στα απομνημονεύματά του ο μεγάλος του ρεμπέτικου τραγουδιού Μάρκος Βαμβακάρης. Κακουχίες, αβέβαιο μέλλον, νέες συνθήκες, εχθρικό περιβάλλον, αποτελούν για τους Μικρασιάτες τα βασικά εμπόδια που καλούνται να ξεπεράσουν στη νέα τους ζωή μετά τον διωγμό του 1922. Όμως το ισχυρό ταμπεραμέντο τους και οι συνήθειες στον τρόπο διασκέδασης και ψυχαγωγίας λειτούργησαν λυτρωτικά στη διαμόρφωση της καθημερινότητάς τους. Έφεραν μαζί τους τα ήθη και τα έθιμα της κοινωνικής τους ζωής, τη μουσική τους παιδεία, κι έτσι κατάφεραν να επιδράσουν καταλυτικά σε όλο 1
13
το φάσμα της μαζικής διασκέδασης, π.χ. στις ταβέρνες. « Έως το 1922 οι ταβέρνες ήταν μαγέρικα με περιστασιακή μουσική, ενώ ο ερχομός των προσφύγων μετατρέπει την ταβέρνα σε τόπο φαγητού και διασκέδασης. Επίσης, οι άνθρωποι αυτοί είχαν μάθει στη Σμύρνη να τρώνε καλό φαγητό, να είναι όλες τις ώρες ανοιχτές οι ταβέρνες τους και να διασκεδάζουν. Θεωρείται απολύτως φυσιολογικό, αφού μιλάμε για μια πόλη όπως ήταν η Σμύρνη, που αποτελούσε ένα σημαντικό κέντρο εμπορίου με ισχυρή οικονομία και ευημερία, ώστε οι κάτοικοί της να γλεντούν και να αναπτύσσουν συνεχώς τα πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά» λέει ο Γιώργος Πίττας, συγγραφέας του βιβλίου Η αθηναϊκή ταβέρνα. «Τι αλλαγές έφερε η έλευση των προσφύγων στην αθηναϊκή ταβέρνα;» «Η ταβέρνα περνά από διάφορες φάσεις. Πριν από τον ερχομό των Μικρασιατών η ταβέρνα δεν ήταν μαζικός χώρος διασκέδασης. Άρα, το πρώτο στοιχείο επιρροής είναι η “έξοδος”. Οι πρόσφυγες έφεραν στις ταβέρνες το γλέντι, επειδή δεν μπορούσαν να διασκεδάσουν στα σπίτια τους. Σε παράγκες ή κατοικίες ελάχιστων τετραγωνικών δεν ήταν δυνατόν να χωρέσουν πολλά άτομα, πέραν αυτών της οικογένειας. Ήταν άνθρωποι που είχαν μάθει να γλεντούν, να προσκαλούν κόσμο στα σπίτια τους, να κάνουν γιορτές και να είναι όλοι μαζί. Είχαν μάθει σε έναν κοινωνικό τρόπο ζωής και σε έναν πολιτισμό ανοιχτοσύνης. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι για πρώτη φορά συναντάμε στις ταβέρνες γυναίκες. Η είσοδος των γυναικών σε χώρους όπως οι ταβέρνες που θεωρούνταν ανδροκρατούμενοι ήταν κάτι που σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως από τους γηγενείς. Όταν ήρθαν στην Ελλάδα, μετά τον διωγμό, αποφάσισαν να δουλέψουν από ανάγκη, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν δικαιώματα. Γι’ αυτόν το λόγο πολλές φορές τις χαρακτήριζαν “παστρικές” και “ελευθέρων
ηθών”. Εκείνη την εποχή για τους παλαιοελλαδίτες ήταν αδιανόητο οι γυναίκες των τουρκόσπορων, όπως τους έλεγαν, να έχουν κοινωνική ζωή. Όμως οι προσφυγοπούλες όχι μόνο διασκέδαζαν ισότιμα με τους άνδρες αλλά βοηθούσαν σημαντικά και στη στήριξη του νοικοκυριού. Τέλος, οι πρόσφυγες δημιούργησαν τα στέκια της γειτονιάς. Αναφερόμαστε σε μια εποχή κατά την οποία τα μέσα μεταφοράς σταματούσαν στις δέκα το βράδυ. Επομένως, ήταν λογικό να μαζεύονται στα κατά τόπους ταβερνεία, τα οποία αποτέλεσαν τους κατεξοχήν χώρους συναναστροφής και ψυχαγωγίας, και εκεί κατάφερναν να ακουμπούν τα ίχνη τους. Ήταν το δικό τους κέλυφος που διατηρούσε τη μνήμη και ένα νοσταλγικό περιεχόμενο» σημειώνει ο κ. Πίττας. «Τι αξία είχε για εκείνους ο χώρος της ταβέρνας;» «Για τους πρόσφυγες αυτός είναι ο χώρος επικοινωνίας, έκφρασης, ονειροπόλησης και χαλάρωσης. Μέσα στην ταβέρνα αφηγούνταν τους πόνους, τους καημούς, τους χαμένους έρωτες, εκεί νοσταλγούσαν τις χαμένες πατρίδες. Ταυτόχρονα, μέσα στους χώρους αυτούς μπορούσαν να συναναστραφούν, να αποδράσουν, να ξεφύγουν και να διαφυλάξουν τα πολιτισμικά τους αγαθά. Να συντηρήσουν μνήμες, να θυμηθούν και να ξεχάσουν, να συζητήσουν, να διαμορφώσουν κοινωνική συνείδηση. Γεύσεις, μουσικές, τρόπος συμπεριφοράς, γλέντια, κοινωνικότητα και κεράσματα, όλα γίνονται πραγματικότητα στις ταβέρνες. Η βασική διαφορά με το καφενείο είναι ότι αποτελούσε οχυρό για τους άνδρες και εκεί κυριαρχούσε η λογική. Τα καφενεία έχουν τζαμαρία, σε βλέπουν και τους βλέπεις όλους. Η ταβέρνα, την εποχή εκείνη, είναι υπόγεια. Κυριαρχεί το ασυνείδητο, βγαίνει το συναίσθημα και ελευθερώνεσαι από τη λογική». «Ο ερχομός των προσφύγων πώς μετασχημάτισε πολιτισμικά συγκεκριμένες συνοικίες και περιοχές;» «Αυτά που χαρακτήριζαν έντονα τους πρόσφυγες ήταν το γλέντι και το τραγούδι. Ύστερα από τις δυσκολίες και τις κακουχίες που πέρασαν, προσπαθούσαν με τα τραγούδια να ξεπεράσουν τις στενοχώριες τους. Θυμηθείτε το τραγούδι “Όλες οι όμορφες” του Περπινιάδη που έλεγε: “Η Αθήνα έχει όμορφες, ο Πειραιάς γεμάτες, η Κοκκινιά ξανθές και μαυρομάτες, τα Ταμπούρια Πολίτισσες με χάρη, η Δραπετσώνα Σμυρνιές που λάμπουν σαν φεγγάρι, ο Βύρωνας γλυκές κοπέλες σαν το μέλι, το Παγκράτι πλάσματα που γλιστράνε σαν το χέλι, οι Ποδαράδες έχουν χηρίτσες όλο γλύκα, στον Υμηττό παντρεύεσαι δίχως πεντάρα προίκα, μα, αν θέλεις, μάγκα μου, να πάρεις προίκα, τράβα στον Ποδονίφτη, θα βρεις αριστοκράτισσα με χρήματα και σπίτι”. Αυτό το τραγούδι αποτυπώνει πώς συνοικίες όπως η Καισαριανή, το Κερατσίνι, ο Πειραιάς, η Δραπετσώνα και ο Βύρωνας υποδέχθηκαν τους άπορους πρόσφυγες, ενώ οι πιο εύποροι εγκαταστάθηκαν σε Καλλιθέα, Νέα Σμύρνη και Νέα Φιλαδέλφεια. Παράλληλα, το 1922 είναι και μια χρονιά που ο Πειραιάς αλλάζει ραγδαία, καθώς κατακλύζεται από χιλιάδες πρόσφυγες. Οι συνθήκες εγκατάστασης ήταν άθλιες, είτε ζούσαν σε παραγκουπόλεις του πισσόχαρτου είτε στριμώχνονταν ολόκληρες οικογένειες σε σκηνές. Τότε είναι που δημιουργήθηκαν οι “συνοικίες της ελπίδας”, Δραπετσώνα, Κοκκινιά, Πέραμα, Καμίνια, Ταμπούρια, και οι πρόσφυγες, αφού προσπάθησαν, έστω και υποτυπωδώς, να λύσουν το πρόβλημα της στέγασης και να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες της επιβίωσης, προσπάθησαν να μεταφέρουν τον τρόπο διασκέδασής τους στις μικρές ταβέρνες της γειτονιάς. Να θυμίσουμε ότι η εγκατάσταση των προσφύγων στην περιοχή των Βούρλων −έτσι ονομαζόταν η περιοχή στη Δραπετσώνα από το γεμάτο βούρλα έλος που υπήρχε εκεί− ανάγκασε την
κυβέρνηση, ύστερα από έντονες διαμαρτυρίες, να μεταφέρει τα μπουρδέλα, τα καταγώγια και τα καμπαρέ που λειτουργούσαν εκεί στην περιοχή της Τρούμπας. Επίσης, στην Καισαριανή, που αποτελεί και την πιο δοξασμένη προσφυγική συνοικία της Αθήνας, συναντάμε ιστορικές ταβέρνες, όπως ο Μαρινάκης, του Τσακίρη ή του Κιτσίνη. Εκεί μαζευόταν όλη η προσφυγιά που ήδη είχε ξεκινήσει μια νέα ζωή, και διασκέδαζε». Σε μία από τις αφηγήσεις της η Ελληνίδα τραγουδίστρια του ρεμπέτικου Αγγέλα Παπάζογλου είχε πει: «Αυτά όλα τα μαγαζιά −κέντρα τα λέγανε, μπίρες τα λέγανε− είχανε κάγκελα, τραπέζια, μεζέδες, όργανα. Την Κυριακή αρχινάγαμε νωρίς. Μόλις βασίλευε ο ήλιος, ανεβαίναμε στο πάλκο. Σιγά-σιγά γλένταγε την πίκρα του ο κόσμος. Κι εμείς βοηθάγαμε με το τραγούδι μας να ξεχνάει λίγο τα βάσανά του». «Μετά το 1925 η Σμυρναίικη Σχολή έχει ήδη κυριαρχήσει σε ταβέρνες, κέντρα και μπιραρίες», αναφέρει ο κ. Πίττας και συμπληρώνει: «Σε όλους τους προσφυγικούς συνοικισμούς ξεδιπλώνεται σταδιακά μια πλούσια μουσική παράδοση. Η Ρόζα Εσκενάζυ, ο Βαγγέλης Παπάζογλου, ο Παναγιώτης Τούντας, ο Βαγγέλης Σωφρονίου, η Ρίτα Αμπατζή, η Μαρίκα ή Πολίτισσα, ο Σταύρος Παντελίδης, ο Γιάννης ∆ραγάτσης (ή Ογδοντάκης), ο ∆ηµήτρης Σεµσής (ή Σαλονικιός) και ο Περιστέρης διαδίδουν τα σμυρναίικα και τραγουδούν σε ταβέρνες και καφενεία σαν του Θεόφραστου στις Τζιτζιφιές, τη Μικρά Ασία στην Ομόνοια ή το Αραράτ στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Τα τραγούδια γνωρίζουν τεράστια επιτυχία και γράφουν ιστορία λόγω του πλούτου των ήχων τους, των επιρροών από τη βυζαντινή και την ανατολίτικη μουσική, καθώς και λόγω των ρυθμών και των στίχων. Μέχρι τότε στα συνοικιακά ταβερνάκια ο κόσμος άκουγε καμιά λατέρνα ή κανέναν κιθαρωδό. Κάπως έτσι η ταβέρνα εξελίχθηκε σε κέντρο διασκέδασης, όπου στη συνέχεια έχουμε την ανάδειξη του ρεμπέτικου τραγουδιού. Το τραγούδι που περιγράφει καλύτερα απ’ οποιοδήποτε άλλο την τοπογραφία και τις φυσιογνωμίες της ταβέρνας είναι του Σμυρναίου Τούντα, το “Στου Λινάρδου την ταβέρνα”: Στου Λινάρδου την ταβέρνα βλέπεις πρόσωπα μοντέρνα. Πάνε όλοι, ένας κι ένας, οι αστέρες της ταβέρνας. Εκεί πάει ο Παπαρούνας, ο Βαρέλας κι ο Μουρούνας. Πάει ο Σκόρδος ο τεμπέλης και ο Θρούμπας κι ο Τσιγγέλης. Πάει κι η κυρά Αγγέλω με το μαύρο της το βέλο. Και η μερακλού η Φώτω που μεθάει με το πρώτο. Εκεί πάει κι η Σταμάτα, που μεθά και σπάει πιάτα. Πάει κι η κυρά Πιπίνα, για να πιει καμιά ρετσίνα. Εκεί πάει ο Νταμιτζάνας, Μαϊντανός κι ο Μελιτζάνας. Πάει ο Ρέγγας κι ο Μπαρδάκος, Νεροχύτης και Ταμπάκος. Εκεί πάει ο Χατζημπάμιας, ο Γαρδούμπας και ο Λάμιας. Πάει κι ο Χατζηραπάνης, Παστουρμάς κι ο Μπεχλιβάνης. Σ’ ένα τέτοιο ραβαΐσι ποιος μπορεί να μη μεθύσει. Άλλος τραγουδά χορεύει κι άλλος έρωτα γυρεύει Άλλος πίνει και πληρώνει κι άλλος ζούλα την καρφώνει. Βρε Λινάρδο, ταβερνιάρη, γράφ' τα κάτω απ’ το σφουγγάρι. ¶ 2
1. Παρέα γλεντά σε ταβέρνα της οδού Φειδιππίδου στο Γουδί. Φωτογραφικό αρχείο Ηλία Πετρόπουλου, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. 2. Ο Γιοβάν Τσαούς παίζει σάζι σε μια παρέα από ψαράδες στην Ψαραγορά του Πειραιά, 1937. Φωτογραφικό αρχείο Ηλία Πετρόπουλου, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. Οι φωτογραφίες αντλήθηκαν από το βιβλίο Η αθηναϊκή ταβέρνα του Γιώργου Πίττα, εκδόσεις Ίνδικτος.
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
γιάννησ πανταζόπουλοσ Δημοσιογράφος
ΜΑΡΙΑ ΗΛΙΟΥ
“ΑΠΌ ΤΙΣ ΜΙΚΡΈΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΈΣ ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΒΓΑΊΝΟΥΝ ΟΙ ΜΕΓΆΛΕΣ ΑΛΉΘΕΙΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΊΑΣ” Η δημιουργός των δύο σημαντικών ντοκιμαντέρ για την κοσμοπολίτικη Σμύρνη και για τις δύο πλευρές του Αιγαίου μιλάει για την αποδοχή του διαφορετικού, τα τραύματα και τη νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες.
14
1
lifo
108
Η
2
Μαρία Ηλιού είναι σεναριογράφος, σκηνοθέτις και παραγωγός. Tα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται μεταξύ Νέας Υόρκης και Αθήνας. Είναι η δημιουργός των ντοκιμαντέρ Σμύρνη: H Καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922 και Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου: Διωγμός και ανταλλαγή πληθυσμών, Τουρκία- Ελλάδα, 1922-1924.
— Ποια ήταν τα βασικά κίνητρα για να ασχοληθείτε με την ιστορία της Σμύρνης και να κάνετε το ντοκιμαντέρ Σμύρνη: Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922; Ο πατέρας μου, ο Ανδρέας Ηλιού, γεννήθηκε στη Σμύρνη. Έμαθε επτά γλώσσες και από μικρός ανακάλυψε τη χαρά της ζωής σ’ αυτό το λιμάνι, όπου η Ανατολή και η Δύση διασταυρώνονταν με κάθε τρόπο. Το ’22, μετά την Καταστροφή, παιδί ακόμη, ο Ανδρέας ήρθε στην Αθήνα. Από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου η Σμύρνη με στοίχειωνε. Υπήρχε παντού στη ζωή μας, στο διαμέρισμα της οδού Σόλωνος όπου μεγάλωνα. Υπήρχε στις κουβέντες μας, στα όνειρα και στους εφιάλτες μας. Η αποδοχή του διαφορετικού, οι καινούργιες ιδέες, η μουσική, τα γέλια αλλά και η νοσταλγία για τον μαγικό τόπο που περιέγραφε ο πατέρας μου υπήρχαν με κάθε τρόπο στην καθημερινότητά μας. Καμιά άλλη πόλη στη γη δεν ήταν τόσο μοναδική. Η φράση «τα δαχτυλίδια πέφτουν, τα δάχτυλα μένουν» επέστρεφε συχνά, όπως και η ιδέα ότι η πραγματική φιλία είναι πάνω απ’ όλα, οι ανθρώπινες σχέσεις, η δημιουργικότητα και όχι τα υλικά αγαθά που μπορούν να εξαφανιστούν σε ένα λεπτό. Στους εφιάλτες μου η Σμύρνη καιγόταν και η θάλασσα γέμιζε πτώματα, γινόταν κατακόκκινη κι εγώ προσπαθούσα να σωθώ στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι μου. Ήδη από τότε προσπαθούσα να φανταστώ τη ζωή της πόλης πριν από την Καταστροφή, αλλά
109
1 δεκεμβριου 2016
οι φωτογραφίες είχαν χαθεί στην πυρκαγιά. Μέσα από μια κλειδαρότρυπα ή με έναν μαγικό φανό ή με τη χρονομηχανή του Μαγιακόφσκι ήθελα να δω την καθημερινή ζωή αλλά και τι ακριβώς συνέβη και φτάσαμε στην Καταστροφή. Στις ελπίδες μας η Σμύρνη ήταν πάντα εκεί, θυμίζοντάς μας πως οι κοσμοπολίτικες πόλεις δεν θα σταματούσαν ποτέ να υπάρχουν, και ας μετακόμιζαν αλλού. Όταν έφυγα για σπουδές στο εξωτερικό και όταν έζησα αργότερα σε διαφορετικές χώρες, έμεινα έκπληκτη, ανακαλύπτοντας πως η δική μας Σμύρνη, του κοσμοπολιτισμού και της χαράς της ζωής, αλλά και η Σμύρνη της Καταστροφής, ήταν άγνωστη στην Ευρώπη και στην Αμερική. Και τότε διάβασα τη φράση του Mίλερ «Η Σμύρνη έχει σβηστεί από τη μνήμη της ανθρωπότητας». Η ιδέα να κάνω μια ταινία για τη Σμύρνη είχε αρχίσει να γίνεται εμμονή. Η ευκαιρία ήρθε πριν από λίγα χρόνια, όταν στην Αμερική, την ίδια περίοδο που δουλεύαμε για το ντοκιμαντέρ Το Ταξίδι. Το ελληνικό όνειρο στην Αμερική, που παρουσιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη το 2007, ανακάλυψα άγνωστα φιλμάκια και φωτογραφίες από τη Σμύρνη. Ένιωσα τότε ότι είχε φτάσει η στιγμή να δω επιτέλους μέσα από πραγματικές εικόνες την πόλη της Σμύρνης. Συγχρόνως, ήδη από το Ταξίδι είχε ξεκινήσει μια ευτυχής συνεργασία με τον ιστορικό Αλέξανδρο Κιτροέφ. Ξαναρχίσαμε να συνεργαζόμαστε μαζί για τη Σμύρνη και τα επόμενα τέσσερα χρόνια ήταν σαν να σκάβαμε το ίδιο τούνελ από δύο διαφορετικές πλευρές. Εγώ από τη μεριά του κινηματογραφιστή, που οι εικόνες γίνονται μέσα του αφηγηματικό υλικό, ο Αλέξανδρος από τη μεριά του Ιστορικού. Κι έτσι έφτασε η στιγμή να μιλήσουμε τόσο για την κοσμοπολίτικη Σμύρνη όσο και για την Καταστροφή, τιμώντας τις οικογένειές μας, τον κόσμο που χάθηκε αλλά και την επιστήμη της Ιστορίας. Το ντοκιμαντέρ Σμύρνη: Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922 που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη το 2012
1. Σμύρνη, αρχές του 1900. Ευγενική παραχώρηση Library of Congress για το ντοκιμαντέρ Σμύρνη: Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1922. 2. Μικρασιάτες πρόσφυγες στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, 1922.
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
3
είχε μεγάλη επιτυχία. Ακόμη και σήμερα το κοινό μπορεί να αγοράσει το DVD αποκλειστικά από τα πωλητήρια του Μουσείου Μπενάκη, στην οδό Κουμπάρη ή στην οδό Πειραιώς. — Τι καινούργιο έφερε το ντοκιμαντέρ σας Σμύρνη: Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922; Από τη μια έφερε πίσω τις ξεχασμένες σε κλειστά ντουλάπια ευρωπαϊκών και αμερικανικών αρχείων εικόνες, που θα καταστρέφονταν αν δεν τις συντηρούσαμε, και από την άλλη έδειξε την ιστορία της Σμύρνης από μια άλλη πλευρά. Μια ματιά που κρατά αποστάσεις τόσο από μια υπέρμετρα εθνικιστική αφήγηση όσο και από νεότερες απόπειρες που αποσιωπούν τα τραγικά γεγονότα της Καταστροφής, παραμορφώνοντας την αλήθεια. — Πώς ήταν η ζωή στη Σμύρνη και πώς συμβίωναν οι Έλληνες με τις άλλες εθνότητες; Αυτό που χαρακτήριζε τη Σμύρνη, και βγαίνει πολύ καθαρά από το άγνωστο φιλμικό και φωτογραφικό υλικό της ταινίας, ήταν ο κοσμοπολιτισμός της. Η ελληνική κοινότητα ήταν πολύ σημαντική, αλλά αυτό που της έδινε δυναμισμό ήταν ότι είχε αναπτυχθεί σε ένα κοσμοπολίτικο, γόνιμο περιβάλλον. Υπήρχαν διαφορετικές γειτονιές στην πόλη. Η μουσουλμανική πάνω στον λόφο, η εβραϊκή λίγο πιο κει και η ελληνική κοντά στo Quai, ενώ οι Λεβαντίνοι έμεναν κυρίως στα προάστια. Ο κόσμος που προερχόταν από διαφορετικές θρησκείες, παραδόσεις και γλώσσες συνεχώς διασταυρωνόταν. Μουσουλμάνοι και εβραίοι δούλευαν για τους Ρωμιούς και τους Λεβαντίνους και τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολλές έρευνες που δείχνουν ότι συχνά στις γιορτές υπήρχαν ανταλλαγές δώρων και πολύ φιλικές σχέσεις. Όχι σπάνια, Σμυρνιοί από διαφορετικές κοινότητες ήταν συνεταίροι σε επιχειρήσεις. Ακόμη και στις σκοτεινές στιγμές της Ιστορίας πριν από την Καταστροφή, για παράδειγμα το δύσκολο 1914, όταν οι ορθόδοξοι Μικρασιάτες και Έλληνες της Μικράς Ασίας έζησαν φριχτούς διωγμούς σε άλλες πόλεις της περιοχής, για παράδειγμα στη Φώκαια, απ’ όπου εκδιώχτηκαν βίαια, ο ελληνικός πληθυσμός της Σμύρνης σώθηκε χάρη στον κοσμοπολίτη Οθωμανό διοικητή της πόλης, τον Ραχμή μπέη. Επίσης, σε γενικές γραμμές οι Σμυρνιοί δεν στάλθηκαν στα τάγματα εργασίας εκείνη την περίοδο. Όταν ο ελληνικός στρατός έφτασε στη Σμύρνη το 1919 και έγιναν επεισόδια, η κοσμοπολίτικη και ελληνική κοινότητα προστάτεψε πολλούς μουσουλμάνους. Μία από τις μαρτυρίες στο ντοκιμαντέρ μας για τη Σμύρνη, της ιστορικού Leyla Neyzi, έχει να κάνει με το πώς σώθηκε ο πατέρας της Γιολφέμ Ιρέν το 1919 από τους Έλληνες φίλους του που τον έκρυψαν στη λέσχη του Κορδελιού και όταν γύρισε στο σπίτι του, του έδωσαν να φορέσει ένα ψαθάκι αντί για το τουρκικό φέσι, για να προστατευτεί από τον ελληνικό στρατό. Το 1922, αντίστοιχα, έχουμε μαρτυρίες πως μουσουλμάνοι της Σμύρνης προστάτεψαν Έλληνες. Μία από τις μαρτυρίες στην
ΟΙ ΣΜΥΡΝΙΟΊ ΉΤΑΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΊ ΓΙΑΤΊ ΉΤΑΝ ΚΟΣΜΟΠΟΛΊΤΕΣ, ΜΙΛΟΎΣΑΝ ΠΟΛΛΈΣ ΓΛΏΣΣΕΣ, ΟΙ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΣΥΧΝΆ ΉΤΑΝ ΜΟΡΦΩΜΈΝΕΣ ΚΑΙ ΠΙΟ ΕΝΕΡΓΈΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΆ. ΆΛΛΟΙ ΠΡΌΣΦΥΓΕΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΊΣΤΗΚΑΝ ΜΕ ΔΥΣΠΙΣΤΊΑ ΓΙΑ ΆΛΛΟΥΣ ΛΌΓΟΥΣ.
4
ταινία μας είναι της Ελένης Μπαστέα, που οι γονείς της σώθηκαν χάρη στον Τούρκο γείτονα. Στην Καταστροφή οι σφαγές σε γενικές γραμμές δεν έγιναν από τους μουσουλμάνους της κοσμοπολίτικης κοινότητας της Σμύρνης αλλά από τους Τσέτες και τον κεμαλικό στρατό, δηλαδή από στοιχεία που δεν είχαν σχέση με την παράδοση της πόλης, αλλά προέρχονταν από έναν άλλο τρόπο σκέψης, εθνικιστικό, σύμφωνα με τον οποίο οι μειονότητες δεν θα είχαν πια θέση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που εκείνα τα χρόνια μεταμορφωνόταν σε τουρκικό κράτος, ένα κράτος για τους Τούρκους μόνο. Το σύνθημα ήταν «η Τουρκία στους Τούρκους». Ενώ οι σχέσεις στην κοινότητα ήταν καλές, όλα κατέρρευσαν ξαφνικά γιατί η Σμύρνη ζούσε τις τελευταίες κοσμοπολίτικες μέρες της σε έναν κόσμο που άλλαζε δραματικά. Θα έλεγα πως στο τέλος το ρεύμα της Ιστορίας παρέσυρε τις ανθρώπινες σχέσεις. Στη Σμύρνη ζούσαν ακόμη την πολυπολιτισμικότητα, την ίδια ώρα που στην υπόλοιπη Τουρκία ζούσαν τον εθνικισμό. — Ποιοι ήταν οι λόγοι που συντέλεσαν στη δημιουργία του δεύτερου ντοκιμαντέρ σας Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, Διωγμός και ανταλλαγή πληθυσμών; Υπήρχε και σε αυτό κάτι προσωπικό; Είχαμε βρει πολύ ενδιαφέρον υλικό και για τον Διωγμό και για την Ανταλλαγή και σκεφτόμασταν να το ενσωματώσουμε στο ντοκιμαντέρ της Σμύρνης. Αλλά σε μια συνάντηση που κάναμε με τον Αλέξανδρο Κιτροέφ και τον Άγγελο Δεληβορριά την άνοιξη του 2010 στο Πρίνστον, ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη μάς ζήτησε δύο ντοκιμαντέρ αντί για ένα. Στην αρχή αντέδρασα, ήταν πολύ επικίνδυνο οικονομικά, αλλά ευτυχώς χορηγικοί οργανισμοί από την Αμερική και την Ελλάδα συμφώνησαν. Ωστόσο, υπήρξε και ένας πολύ προσωπικός λόγος που συμφώνησα με ενθουσιασμό να μπούμε σε αυτήν τη δεύτερη περιπέτεια. Εδώ υπεισέρχεται και πάλι ένα προσωπικό στοιχείο. Μεγάλωσα με δύο πατεράδες. Μετά τον θάνατο του πατέρα μου, του Σμυρνιού Ανδρέα, η μητέρα μου παντρεύτηκε έναν επίσης καταπληκτικό άνθρωπο, τον γιατρό Τάκη Νασούφη από την Κερασούντα, από τον Πόντο, που στάθηκε καλός δεύτερος πατέρας για μένα. Όταν ήμουν επτά περίπου χρονών και τον ρωτούσα πώς μεγάλωσε στον Πόντο, μου διηγήθηκε πως, στην ηλικία των επτά ετών, είδε ξαφνικά τον δικό του πατέρα, Έλληνα προύχοντα του Πόντου, νεκρό, να αιωρείται κρεμασμένος από ένα δέντρο στην αυλή του Διοικητηρίου της Κερασούντας. Ακόμα θυμάμαι ότι η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από τη φρίκη. Και ύστερα ερχόταν η διήγηση του πώς ο μικρός τότε Τάκης κατάφερε να σωθεί και να φύγει κρυφά από τον Πόντο με τη βοήθεια ενός Τούρκου γείτονα. Για πολλά χρόνια, για τη δική μας οικογένεια υπήρχε μόνο η Καταστροφή και ο πόνος του διωγμού των δικών μας ανθρώπων. Η υπόσχεση στον Τάκη, όταν έφευγα για σπουδές κινηματογράφου στην Ιταλία, να κάνω κάποτε μια ταινία για τον Διωγμό, έμεινε για τρεις δεκαετίες ανεκπλήρωτη. Λίγα χρόνια μετά τη γέννηση της κόρης μου, σε ένα ταξίδι στη Σμύρνη με αφορμή ένα φεστιβάλ κινηματογράφου, άκουσα με έκπληξη τον οικονομολόγο Muffit Bodur να μου μιλάει για το πώς αναγκάστηκε η μουσουλμανική οικογένεια της γυναίκας του να φύγει από τη Θεσσαλονίκη με την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923. Όταν άρχισα να ζω και να εργάζομαι πιο πολύ στο εξωτερικό παρά στην Ελλάδα, μετά από έρευνα σε διάφορα αρχεία, όπως το αρχείο του Ερυθρού Σταυρού στη Γενεύη, πολλές από τις βεβαιότητες που είχα από παλιά κατέρρευσαν. Σίγουρα οι διαδοχικοί διωγμοί των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία ήταν τρομακτικά τραγικοί και βίαιοι, με αποκορύφωμα τον μεγάλο διωγμό του 1922, που μόνο τότε οι πρόσφυγες ξεπέρασαν το εκατομμύριο. Αλλά και η αναχώρηση των μουσουλμάνων από την Ελλάδα και τα Βαλκάνια, τόσο κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων όσο και κατά τη διάρκεια της Ανταλλαγής –κάτι που συνήθως δεν σκεφτόμαστε σε αυτή την πλευρά του Αιγαίου–, ήταν επίσης μια ιστορία ξεριζωμού. Η παλιά
lifo
110
3. Σμύρνη Sporting Club, Μάιος 1919. Η κοσμοπολίτικη Σμύρνη παρακολουθεί την άφιξη του ελληνικού στρατού. Ευγενική παραχώρηση Imperial War Museum για το ντοκιμαντέρ Σμύρνη: H καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922.
5
μου επιθυμία και υπόσχεση να κάνω μια ταινία για τον διωγμό των δικών μας ανθρώπων άρχισε να ολοκληρώνεται μέσα μου. Ναι, θα ήταν μια ταινία για τον Διωγμό, αλλά θα ήταν συγχρόνως και μια ταινία για την αναχώρηση των μουσουλμάνων από την Ελλάδα. Κι έτσι, με το ντοκιμαντέρ Aπό τις δύο πλευρές του Αιγαίου έφτασε η στιγμή να μιλήσουμε τόσο για τον Διωγμό όσο και για την Ανταλλαγή, τιμώντας τον κόσμο που χάθηκε, τον κόσμο που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις εστίες του, αλλά και την επιστήμη της Ιστορίας. Το ντοκιμαντέρ αυτό έχει να κάνει με την εκπλήρωση μιας υπόσχεσης, αλλά έγινε και με την πεποίθηση πως δεν υπάρχει προνόμιο στον πόνο. — Πώς σχολιάζετε το γεγονός πως όταν ήρθαν οι πρόσφυγες στην Ελλάδα δεν αντιμετωπίστηκαν φιλικά; Η Αθήνα σε σχέση με τη Σμύρνη ήταν μια πόλη όπου σε γενικές γραμμές ζούσαν μόνο Έλληνες, δεν είχε την πολυπολιτισμικότητα της Σμύρνης. Οι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία γιατί ήταν διαφορετικοί. Πρόσφυγες ερχόντουσαν από διαφορετικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Σμυρνιοί ήταν διαφορετικοί γιατί ήταν κοσμοπολίτες, μιλούσαν πολλές γλώσσες, οι γυναίκες συχνά ήταν μορφωμένες και πιο ενεργές κοινωνικά. Άλλοι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία για άλλους λόγους. Πολλοί από τους Καππαδόκες μιλούσαν τουρκικά ή καραμανλίδικα και αυτό τους έκανε επίσης να φαίνονται ξένοι. Αλλά ένα από τα μεγάλα προβλήματα ήταν ο μεγάλος αριθμός προσφύγων και ήρθαν όλοι μαζί σε λίγους μήνες. Η μικρή Ελλάδα τότε πλημμύρισε γιατί δέχτηκε περίπου 1.000.000 πρόσφυγες. Είναι πολύ γνωστό πως οι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν άσχημα και σε πολλές περιπτώσεις με τρομακτική αδιαφορία ή και εχθρότητα. Αυτό που δεν είναι γνωστό στην Ελλάδα, όμως, είναι ότι με αντίστοιχη εχθρότητα αντιμετωπίστηκαν οι μουσουλμάνοι που έφυγαν με την Ανταλλαγή από την Ελλάδα. Όταν οι μουσουλμάνοι που είχαν φύγει από τη Μακεδονία έφτασαν στην Τουρκία, στην Καππαδοκία, στο Μουσταφά Πασά, οι Τούρκοι εκεί στην αρχή τούς πρόσφεραν φαγητό για να τους καλωσορίσουν, αλλά μόλις κατάλαβαν πως οι πρόσφυγες δεν μιλούσαν τουρκικά, τους πήραν πίσω το φαγητό, γιατί τους θεώρησαν γκιαούρηδες! Αυτή είναι η μαρτυρία της Sureyya Aytas από τη Δυτική Μακεδονία στο ντοκιμαντέρ μας. Στην Τουρκία εκείνα τα χρόνια κυριαρχούσε η ιδέα «Τούρκοι μιλάτε τουρκικά» και στην πραγματικότητα απαγορευόταν στους μουσουλμάνους που είχαν έρθει από την Ελλάδα στην Τουρκία να μιλούν ελληνικά και στους χριστιανούς ορθόδοξους που είχαν έρθει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Ελλάδα αντίστοιχα απαγορευόταν να μιλούν τουρκικά. Και οι μεν και οι δε έπρεπε να ξεχάσουν τις χαμένες πατρίδες, οι μουσουλμάνοι της Ελλάδας έπρεπε να γίνουν γρήγορα μόνο Τούρκοι και οι χριστιανοί της Μικράς Ασίας να ξεχάσουν αυτά που τους έδεναν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα μέρη που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν και να γίνουν στην Ελλάδα αμέσως μόνο Έλληνες. Πολύ αργότερα άρχισαν οι Μικρασιάτες Έλληνες να έχουν το δικαίωμα να νιώθουν ανοιχτά περήφανοι για τη διαφορετικότητά τους. — Επίσης, μιλάμε για ανθρώπους που με τον ερχομό τους άλλαξαν πολλά στις τέχνες, το εμπόριο, τη μουσική και τον πολιτισμό. Πιστεύω ότι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που τόσο άσχημα αντιμετωπίστηκαν από τους Έλληνες της Ελλάδας έφεραν πολύ σημαντικά δώρα στην καινούργια τους πατρίδα, παρόλο που οι περισσότεροι ήρθαν, έχοντας χάσει όλη τους την περιουσία. Όμως κανείς δεν μπορεί να σου πάρει τον τρόπο σκέψης, τον τρόπο να ζεις, κατά κάποιο τρόπο την ταυτότητά σου. Σε γενικές γραμμές, όντες κοσμοπολίτες, μορφωμένοι, άνθρωποι του εμπορίου και της ανάπτυξης, οι πρόσφυγες έφεραν μια νέα πραγματικότητα στην Ελλάδα, που τα επόμενα χρόνια άνθησε. Άλλοι άνοιξαν επιχειρήσεις, άλλοι έγιναν εργάτες σε εργοστάσια, άλλοι έγιναν από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες και ποιητές μας. Ας
111
1 δεκεμβριου 2016
6
θυμηθούμε τον Γιώργο Σεφεριάδη, τον Σεφέρη, τον μεγάλο μας ποιητή που έζησε στη Σμύρνη τα παιδικά του χρόνια και που στην ποίησή του κουβαλάει τη νοσταλγία για τη χαμένη του πατρίδα. Αυτός ο κοσμοπολίτης ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της γενιάς του ’30 αλλά και το πρώτο Νόμπελ για την Ελλάδα. Κάτι που συνήθως δεν σκεφτόμαστε από αυτή την πλευρά του Αιγαίου είναι πως ενώ για την Ελλάδα το σημαντικό στοιχείο της Ανταλλαγής ήταν ο κόσμος που ήρθε εδώ από τη Μικρά Ασία, για την Τουρκία, όπως λέει συχνά και ο Τούρκος ιστορικός Caglar Keyder, το σημαντικό στοιχείο της Ανταλλαγής δεν είναι τόσο οι μουσουλμάνοι που έφτασαν όσο οι Χριστιανοί ορθόδοξοι που έφυγαν. Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας είχαν το εμπόριο στα χέρια τους, ήταν σε γενικές γραμμές οι αστοί τον τελευταίο αιώνα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όταν εκδιώχθηκαν από την Τουρκία δημιουργήθηκε ένα κενό και τις δεκαετίες που ακολούθησαν το 1922 άρχισε να δημιουργείται μια νέα αστική τάξη στην Τουρκία από Τούρκους που είχαν πιο πολύ να κάνουν με την Άγκυρα και το νέο τουρκικό κεμαλικό κράτος. — Στο ντοκιμαντέρ Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, οι διηγήσεις των ιστοριών γίνονται και από τις δύο πλευρές. Πιστεύετε ότι την εποχή μας μπορούν να ειπωθούν ολόκληρες αλήθειες; Ναι, μπορούν να ειπωθούν ολόκληρες αλήθειες, όταν έχουμε να κάνουμε με προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που δεν έχουν πολιτικές σκοπιμότητες. Η κρατική Ιστορία είναι πολύ διαφορετική από τις προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων. Οι προσωπικές, μικρές ιστορίες είναι αυτές που μας δείχνουν πόσο σύνθετα είναι τα πράγματα. Όπως έχει πει ο Bruce Clark, ένας από τους βασικούς ομιλητές στην ταινία μας και συγγραφέας του υπέροχου βιβλίου Δυο φορές ξένος, «το διαβατήριο που κρατάμε συχνά δεν λέει πολλά για την προσωπική μας ιστορία, που μπορεί να είναι πολύ πιο περίπλοκη». Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να μιλήσουν για τις ιστορίες τους πραγματικά, όπως τις έζησαν. Και πάλι ο Caglar Keyder λέει στην ταινία μας πως για πολλές δεκαετίες στην τουρκική επίσημη Ιστορία ήταν σαν να μην υπήρχαν επί αιώνες Έλληνες και Αρμένιοι στη Μικρά Ασία και αυτό δημιουργούσε ένα τραύμα στους κατοίκους της Τουρκίας που είχαν συνυπάρξει παλιότερα με Έλληνες και Αρμένιους και σε πολλές περιπτώσεις ζούσαν μέσα στα σπίτια που έχτισαν και άφησαν πίσω τους οι Έλληνες. Επρόκειτο για τραύμα που γινόταν αντιληπτό σαν ψέμα. Εμείς πήραμε συνέντευξη από μουσουλμάνους δεύτερης και τρίτης γενιάς που με μεγάλη ειλικρίνεια μίλησαν και για τη δική τους ιστορία αλλά και για τους Έλληνες που εκδιώχθηκαν. Έχουν περάσει σχεδόν 100 χρόνια και αν κανείς πλησιάσει τον κόσμο που έζησε τον Διωγμό και την Ανταλλαγή και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, θα μείνει κατάπληκτος διαπιστώνοντας πως όλοι θέλουν να μιλήσουν με μεγάλη ειλικρίνεια για το τι συνέβη. Από τις μικρές αυτές καθημερινές ιστορίες βγαίνουν οι μεγάλες αλήθειες της Ιστορίας. — Υπάρχει κάποια εικόνα που να σας ακολουθεί και να έχει σχέση με την απέναντι πλευρά του Αιγαίου; Βράδυ, στο Τσεσμέ, στον κεντρικό δρόμο, στο ρολογάδικο του Husnu Karaman, μια ανοιξιάτικη νύχτα του 2010. Ενώ μιλάμε για την προεργασία του ντοκιμαντέρ Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου και λέμε ότι τα γυρίσματα θα γίνουν μετά από έναν χρόνο στη Χάλκη, ο Husnu μας μιλάει για το Ηράκλειο της Κρήτης, τη χαμένη του πατρίδα, και ξαφνικά τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα. Μια βδομάδα αργότερα, στη Βόρεια Ελλάδα, συναντώ την Καλλιόπη Γεωργιάδη με καταγωγή από την Καππαδοκία, που μόλις μας μιλάει για το Eski Memleket, την παλιά χαμένη πατρίδα της, τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα. Πραγματικά, δεν υπάρχουν προνόμια στον πόνο της προσφυγιάς. Είναι ίδιος σε χριστιανούς και μουσουλμάνους. Οι μικρές διηγήσεις, οι μικρές ιστορίες είναι αυτές που δείχνουν τις αντιφάσεις και τις αλήθειες, αλήθειες περίπλοκες της Ιστορίας. ¶
4. Η οικογένεια Μαυρίδου από τον Πόντο. Αρχές του 20ού αιώνα. Ευγενική παραχώρηση της Αθηνάς Μαυρίδου για το ντοκιμαντέρ Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου. 5. Πρόσφυγες από τη Σαμψούντα ταξιδεύουν προς την Πάτρα. Ευγενική παραχώρηση της Near East Relief για το ντοκιμαντέρ Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου. 6. Μια Αθηναία και ένας Σμυρνιός τη δεκαετία του ’50: Λήδα Κροντηρά και Ανδρέας Ηλιού. Από το αρχείο της Μαρίας Ηλιού.
ινφο: Η Μαρία Ηλιού και οι συνεργάτες της παρουσιάζουν το νέο τους ντοκιμαντέρ και τη φωτογραφική έκθεση με τίτλο Αγαπημένη θεία Λένα, Η ζωή και το έργο της Αντιγόνης Μεταξά, στο Μουσείο Μπενάκη. Πρεμιέρα: 16 Ιανουαρίου, 20:00, στο αμφιθέατρο του Μουσείου Μπενάκη, στην Πειραιώς. Εγκαίνια έκθεσης και προβολών του ντοκιμαντέρ για το κοινό από τις 19 Ιανουαρίου, 20:00. Έως τα μέσα Μαρτίου 2017, καθημερινά στο Μουσείο Μπενάκη, στην οδό Κουμπάρη 1. Έχει αρχίσει η προπώληση των εισιτηρίων στα εκδοτήρια του Μουσείου Μπενάκη, στον οδό Κουμπάρη 1, σε ώρες λειτουργίας του μουσείου.
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΜΙΚΡΆ ΑΣΊΑ
1922
ΑΘΗΝΑ
2016
Η διαφύλαξη της μνήμης μέσα από τους συλλόγους και τα σωματεία και ο απόηχός της στην καθημερινή ζωή και στον πολιτισμό των Ελλήνων.
1
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ γιάννησ πανταζόπουλοσ Δημοσιογράφος
13 ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ 1922 «Η Σμύρνη κυριολεκτικά αφανίστηκε από μια γιγαντιαία φωτιά, χωρίς υπερβολή το σημερινό ολοκαύτωμα είναι μία από τις μεγαλύτερες πυρκαγιές στην ιστορία του κόσμου. Η καταστροφή είναι ανυπολόγιστη και υπάρχουν μεγάλες απώλειες ανθρώπινων ζωών ανάμεσα στον αυτόχθονα πληθυσμό, πολλές χιλιάδες πρόσφυγες είναι συγκεντρωμένοι στη στενή προκυμαία, εγκλωβισμένοι ανάμεσα στην προέλαση της πύρινης λαίλαπας πίσω τους και τα βαθιά νερά μπροστά τους, ενώ ακούγονται διαρκώς τέτοια έξαλλα ουρλιαχτά ανείπωτου τρόμου, που μπορεί κανείς να τα αντιληφθεί από χιλιόμετρα (Γκάιλς Μίλτον, Χαμένος Παράδεισος, Σμύρνη 1922 - Η καταστροφή της μητρόπολης του μικρασιατικού Ελληνισμού)». Ένας τραγικός Σεπτέμβρης, ο ελληνικός στρατός που υποχώρησε, οι γυναίκες που θρηνούσαν, ο αποχαιρετισμός των νεκρών, σπαρακτικές αφηγήσεις, η περισυλλογή των πιο σημαντικών αντικειμένων, η Μεγάλη Ιδέα που είχε γίνει στάχτη στα ερείπια της Σμύρνης και η αβεβαιότητα για το μέλλον. Η Αττική δέχτηκε τον μεγαλύτερο όγκο από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Οι πρώτες μέρες στην Ελλάδα, σκληρές και μαρτυρικές. Αυτοσχέδιοι καταυλισμοί, δημόσια κτίρια και σχολεία που μετατράπηκαν σε νοσοκομεία, άνθρωποι και ευκατάστατες οικογένειες που βρέθηκαν, από τη μια μέρα στην άλλη, να φορούν παπούτσια από λάστιχα αυτοκινήτων.
ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΣ ΣΥΓΓΡΟΥ-ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ Ο Παναγιώτης Σταμπούλος, που ήρθε ως πρόσφυγας από τα Βουρλά της Σμύρνης, έγραψε στο ημερολόγιό του: « Έχουν περάσει εννιά μήνες από την καταστροφή της Μικράς Ασίας το 1922. Από την Πούντα της Σμύρνης ταξίδεψα σκαστός για την Αθήνα με το βαπόρι (Ερμούπολη) με ψευδώνυμο Δημήτριος Λεφάκης, ράφτης το επάγγελμα, από την Άνδρο. Τριάντα τριών ετών. Όταν φτάσαμε εις τον Σαρωνικό, έξω από το Σούνιο, ο καπετάνιος έκαμε κατάσταση των επιβατών του, γιατί εις τη δική μου κατηγορία υπήρχαν κι άλλοι, εκτός των επισήμων αιχμαλώτων που παρέλαβε. Τότε δήλωσα το πραγματικό μου όνομα, Παναγιώτης Σταμπούλος του Σωτηρίου, στρατιώτης του 56ου Συντάγματος, καταγωγή Βουρλά Σμύρνης. Η ημέρα είχε προχωρήσει. Φθάσαμε εις το Λοιμοκαθαρτήριο Άγιος Γεώργιος πρωί 25ης Μαΐου 1923 και εις τον Πειραιά το μεσημέρι. Πρώτη φορά έρχομαι εις την Ελλάδα. Πρωτοπάτησα εις την προβλήτα της Τρούμπας του Πειραιώς. Ήταν ημέρα απογνώσεως και απελπισίας για εμένα. Λίγο αργότερα βρέθηκα σε έναν στάβλο του Μοσχάτου. Βρήκα σκελετωμένη τη γιαγιά μου, Δεσποινιώ (μητέρα της μητέρας μου), ανάμεσα σε ράκη και βόδια. Αυτή με κόπο με συνόδεψε μέχρι τον Ηλεκτρικό Σταθμό του Μοσχάτου, από εκεί μέχρι το Μοναστηράκι, και συνέχεια ρωτώντας βρεθήκαμε εις την πλατεία των Παλιών Ανακτόρων, με τον πελώριο γυμνό χώρο και ακατάστατο. Μόνον με πέντε έως έξι πιπεριές προς την πλευρά του Βασιλικού Κήπου. Εκεί, κάτω από τη μεσημεριανή, μαγιάτικη λάβα και τις πιπεριές, λίγα άτομα ξαπλωμένα, μικρά παιδιά, κορίτσια και δυο-τρεις μητέρες, ανάμεσα σε μπαγκάζια από παλιοκούρελα, περίμεναν άστεγοι και πεινασμένοι την τύχη τους από κάποιον. Τους πλησίασα κι εγώ, ως όμοιός τους. Ρώτησα μήπως είναι κι αυτοί πρόσφυγες, μου απάντησαν καταφατικά “ναι”. Και πως περιμένουν από την Περίθαλψη που στεγάζεται μέσα στα Παλιά Ανάκτορα να τους τακτοποιήσει. Πλησίασα την πύλη των Ανακτόρων· εκεί, ένας-δυο στρατιώτες έπαιρναν οδηγίες από έναν υπολοχαγό. Με κατάπληξη αναγνώρισα εις το πρόσωπό του τον συμπατριώτη μου και συμμαθητή του αδελφού μου Ευτύχιου, Νικόλαο Βαρκάτζα. Κι αυτός με γνώρισε, μου είπε πως πριν από λίγη ώρα έδωσε εις τον πατέρα μου δύο σκηνές κωνικές, μαζί και δύο στρατιώτες για να τις στήσουν εις την περιοχή του Νοσοκομείου Συγγρού, για να στεγαστεί αυτός και η χήρα Πηνελόπη Ψυχαλία με τον πατέρα της, Ν. Μπαμπούλη, με τα εγγόνια του. Και πάλι μου έδωσε έναν στρατιώτη
Ο ΠΛΗΘΥΣΜΌΣ ΤΗΣ ΑΘΉΝΑΣ ΔΙΠΛΑΣΙΆΣΤΗΚΕ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΉ ΟΙ ΞΕΡΙΖΩΜΈΝΟΙ ΑΝΑΖΉΤΗΣΑΝ ΠΡΌΧΕΙΡΗ ΣΤΈΓΗ ΣΕ ΑΠΟΘΉΚΕΣ, ΕΚΚΛΗΣΊΕΣ, ΣΧΟΛΕΊΑ KAI ΘΈΑΤΡΑ. ΕΊΝΑΙ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΌ ΤΟ ΌΤΙ, ΣΉΜΕΡΑ, ΠΟΛΛΟΊ ΠΟΥ ΑΝΤΙΤΊΘΕΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΡΌΣΦΥΓΕΣ ΤΗΣ ΣΥΡΊΑΣ ΕΊΝΑΙ ΆΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΟΙ ΓΟΝΕΊΣ ΤΟΥΣ ΉΤΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΊΔΙΟΙ ΠΡΌΣΦΥΓΕΣ.
για να φθάσω εις τον ερημότοπο του πρόχειρου καταυλισμού. Προχωρήσαμε τη Λεωφόρο Κηφισίας, μπήκαμε εις την οδό Ριζαρίου (σ.σ. Ριζάρη), περάσαμε τη γέφυρα του πυροβολικού, περάσαμε από άγονα χωράφια, ανεβήκαμε το Βρυσάκι, φθάσαμε εις τη μοναδική οικοδομή του Μαυρομμάτη (προέδρου, τότε, του Σκοπευτηρίου) και από εκεί εις απόσταση 500 μέτρων, στα όπισθεν του νοσοκομείου, ήταν ένα καλύβι, πλάι εις το οποίον υπήρχαν δύο κωνικές, του στρατού, σκηνές. Εκεί, τραβώντας τη γιαγιά μου, μαζί με τον στρατιώτη, φθάσαμε αναπάντεχα. Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται. Κλάματα, χαρές, απογοήτευση. Η ημέρα 25 Μαΐου 1923 είχε πια γείρει. Οι πρώτοι κάτοικοι του καταυλισμού είναι οι σκηνίτες, Σταμπούλος και Μπαμπούλης. Από δω αρχίζει και η ιστορία του Δήμου Καισαριανής. Ο ανθυπολοχαγός Νίκος Βαρκάτζας από τότε όλο και μάζευε Βουρλιώτες από τους δρόμους της Αθήνας και τους κουβαλούσε πρόχειρα μέσα σε σκηνές. Έτσι δημιουργήθηκε ο πρώτος εις την Αθήνα προσφυγικός συνοικισμός (Συγγρού-Καισαριανής). Σε συνέχεια και μέχρι το τέλος, γέμισε σκηνές η περιοχή από πρόσφυγες πάσης προέλευσης».
ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΣ ΝΑΥΑΡΧΟΥ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗ Κάπως έτσι κυλούσαν οι μέρες μετά τον ιστορικό ξεριζωμό. Ανάμεσα στα χαλάσματα, τη δύσκολη καθημερινότητα και το χαμένο σπιτικό τους οι πρόσφυγες καλούνταν να ξεπεράσουν τα εμπόδια της προσαρμογής, τις εντάσεις με τους γηγενείς και να χτίσουν μια νέα ζωή. Στις περιοχές που δέχτηκαν τον μεγαλύτερο όγκο προσφύγων ανήκουν και οι Αμπελόκηποι. «Το 1922, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, οι Αμπελόκηποι υποδέχτηκαν τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων» λέει ο κ. Νίκος Παραδείσης, ιστοριοδίφης και συγγραφέας των δύο τόμων με τίτλο Αμπελόκηποι, ενώ περπατάμε στην ομώνυμη περιοχή. Στη διαδρομή μας θυμάται οδούς, καφενεία που έκλεισαν, ταπητουργεία που έγιναν ακριβά εστιατόρια, το χθες και το σήμερα. «Πολλές φορές, δυστυχώς, το περιβάλλον, εκ μέρους των γηγενών, ήταν εχθρικό. Η οικονομική κατάσταση του κράτους ήταν άθλια και η πολιτική ατμόσφαιρα θολή. Η έλευση των προσφύγων άλλαξε διά παντός τη γεωγραφία του ελλαδικού κράτους. Ο πληθυσμός της Αθήνας διπλασιάστηκε και στην αρχή οι ξεριζωμένοι αναζήτησαν πρόχειρη στέγη σε αποθήκες, εκκλησίες, σχολεία, θέατρα και εργοστάσια. Είναι εντυπωσιακό το ότι, σήμερα, πολλοί που αντιτίθενται στους πρόσφυγες της Συρίας είναι άνθρωποι που οι γονείς τους ήταν και οι ίδιοι πρόσφυγες» λέει. «Ο χώρος πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, γνωστός ως “Συνοικισμός Κουντουριώτη”, καταλήφθηκε από πρόσφυγες οι οποίοι στεγάστηκαν σε άθλιες συνθήκες, φτιάχνοντας μόνοι τους πρόχειρες παράγκες από ξύλα και λαμαρίνες. Ταυτόχρονα, εκείνη την περίοδο κατασκευαζόταν και το γήπεδο του Παναθηναϊκού, έτσι για πολύ καιρό δημιουργούνταν προστριβές με τους πρόσφυγες, οι οποίοι, στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν υλικά, αφαιρούσαν τα βράδια ξύλα, καδρόνια, πισσόχαρτα και άλλα υλικά για τις παράγκες τους. Κάθε πρωί είχαμε εντάσεις και αντιπαραθέσεις, με συνεχείς επεμβάσεις της αστυνομίας. Σταδιακά, το πρόβλημα τακτοποιήθηκε και ξεκίνησαν να κτίζονται τα πρώτα σπιτάκια. Έτσι δημιουργήθηκε ο επονομαζόμενος και “Συνοικισμός Ναυάρχου Κουντουριώτη”. Επίσης, για αρκετά χρόνια υπήρχαν οικογένειες που ζούσαν χωρίς νερό και φωτισμό και εξυπηρετούσαν σε ελάχιστους χώρους τις στοιχειώδεις σωματικές ανάγκες τους. Για τους πρόσφυγες οι μέρες ήταν μαρτυρικές. Το νερό δινόταν με το σταγονόμετρο από την ΟΥΛΕΝ, το ηλεκτρικό ρεύμα ήταν άγνωστο, τα σπίτια είχαν λάμπες πετρελαίου και για τη μαγειρική τους χρησιμοποιούσαν “φουφούδες” που έκαιγαν κάρβουνο. Τα βράδια, σύμφωνα με μαρτυρίες που απέσπασα από τους πρωταγωνιστές και τους απογόνους τους, άκουγες νοσταλγικά αμανεδάκια από κυράδες ή παραπονιάρικα τραγούδια από ελάχιστους φωνόγραφους. Αργότερα, έχουμε την κατασκευή των προσφυγικών πολυκατοικιών στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, που είναι και από τις ελάχιστες κατοικίες που έχουν απομείνει να θυμίζουν την εποχή εκείνη. Μπορεί να ήταν χρόνια φτώχειας, αλλά η αγάπη και τα όνειρα τους ένωναν και περνώντας τα χρόνια η διαβίωση ανάμεσα στις οικογένειες είχε γίνει άψογη. Κάθε Κυριακή έπαιζαν στους εξωτερικούς χώρους, τις Απόκριες διοργανώνονταν γλέντια και το Πάσχα, στους ακάλυπτους χώρους, ψηνόταν ο παραδοσιακός οβελίας. Επιπρόσθετα, ένα από τα “καταφύγια” που δημιούργησαν οι πρόσφυγες ήταν ο Συνοικισμός Νέα Ανατολή, που περιλαμβάνει το τετράγωνο που ορίζουν οι Λ. Αλεξάνδρας - Πανόρμου - Αμπελακίων - Δημητσάνας, και τέλος ο Συνοικισμός Πανόρμου, που βρισκόταν στο τέλος της οδού Πανόρμου, αρχίζοντας από τη Λακωνίας και φτάνοντας έως το Γηροκομείο. Είναι γεγονός ότι οι ξύλινες παράγκες που χτίστηκαν εκεί καταστράφηκαν δύο φορές από πυρκαγιά: η πρώτη ήταν το 1927 από γκαζιέρα και η δεύτερη από καμινέτο. Με τον καιρό φτιάχτηκαν σε όλους τους προσφυγικούς συνοικισμούς ταβέρνες, φούρνοι, μπακάλικα, μανάβικα, παλιατζίδικα, ραφεία, κουρεία, καφενεία και τσαγκαράδικα. Ξεκινώντας, δειλά-δειλά, από δουλειές του ποδαριού, κατάφεραν να αποκτήσουν τις δικές τους επιχειρήσεις και να προκόψουν σε όλους τους τομείς. Ύστερα από μερικά χρόνια, με την κατασκευή αρκετών πολυκατοικιών, κατόπιν κληρώσεως πολλοί πρόσφυγες είτε έμειναν στην ίδια περιοχή είτε μετεγκαταστάθηκαν σε άλλες. Γι’ αυτό σήμερα
lifo
114
1. Στα προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας σήμερα. Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν 2. Αναμνήσεις από περασμένες εποχές της προσφυγικής ζωής. Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν
2
115
1 δεκεμβριου 2016
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
4
3
5
3. Στα προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας σήμερα. Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν 4. Το 1ο Δημοτικό Σχολείο («Βενιζέλου») Καισαριανής όπως είναι σήμερα. Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν 5. Το κτίριο του Near East Foundation σήμερα. Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν 6. Μανάβικο στην Καισαριανή © Κέντρο Μικρασιατικού Πολιτισμού Καισαριανής
6
lifo
116
ελάχιστες είναι οι εικόνες που θυμίζουν την εγκατάσταση των προσφύγων στην περιοχή των Αμπελοκήπων» καταλήγει ο κ. Παραδείσης. Όταν οι πρόσφυγες συνειδητοποίησαν πως το όνειρο της επιστροφής είχε σβήσει οριστικά, ξεκίνησαν να δραστηριοποιούνται, ιδρύοντας συλλόγους και σωματεία που θα ενίσχυαν τη διατήρηση της μνήμης. «Οι προσφυγικοί σύλλογοι που ιδρύθηκαν στην Ελλάδα λίγους μήνες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την έλευση των προσφύγων αποτελούν μια τυπική μορφή εθελοντικής συσσωμάτωσης. Οι σύλλογοι είναι μια μορφή οργάνωσης και συλλογικής οργανωμένης δράσης των πολιτών για την υλοποίηση καθορισμένων στόχων που θέτουν μέσα σε συγκεκριμένες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου αφορούσαν άμεσα την αποκατάσταση και την ενσωμάτωση των προσφύγων στη νέα τους πατρίδα. Βέβαια, η εγγραφή των μελών στους συλλόγους και η συμμετοχή στη σωματειακή ζωή δεν είναι απλώς ένας τρόπος για τη διευθέτηση σοβαρών πρακτικών ζητημάτων ή την αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, αλλά αποτελεί ένδειξη της εμπρόθετης δράσης του υποκειμένου. Μέσα στους συλλόγους δημιουργούνται κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των μελών, συγκροτούνται ταυτότητες και αναπτύσσονται ισχυρά αισθήματα αλληλοβοήθειας και αλληλεγγύης. Η συμμετοχή σε έναν σύλλογο σχετίζεται άμεσα με την κοινωνικότητα, τις μορφές δηλαδή των κοινωνικών σχέσεων που διαμορφώνονται στον δημόσιο χώρο, και επικεντρώνεται σε όψεις της κοινωνικότητας στην καθημερινή ζωή. Με την έννοια του δημόσιου αναφέρεται το πεδίο ανάμεσα στον οίκο (ιδιωτική σφαίρα) και την πόλη, στον κατεξοχήν χώρο διάδρασης των υποκειμένων. Η συμμετοχή, λοιπόν, σε έναν σύλλογο θα μπορούσε να παρομοιαστεί ως ένα “σχολείο κοινωνικότητας”. Τα μέλη ενός συλλόγου μοιράζονται κοινές εμπειρίες παρά τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις, αποκτούν σταδιακά την αίσθηση του “συνανήκειν” στη συλλογικότητα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται το συλλογικό υποκείμενο, το “εμείς”» υποστηρίζει η Κυριακή Παπαθανασοπούλου, υποψήφια διδάκτωρ Νεότερης Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, η οποία έχει ασχοληθεί ενεργά με τη δυναμική των προσφυγικών συλλόγων του Μεσοπολέμου (1923-1936), κυρίως στην περιοχή της Κοκκινιάς.
ΟΙ ΣΥΛΛΟΓΟΙ ΩΣ ΦΟΡΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΜΗΝΥΜΑΤΟΣ «Το βασικό στοιχείο που ωθεί τα υποκείμενα να οργανωθούν και να ιδρύσουν έναν σύλλογο είναι η πολιτισμική συνάφεια, δηλαδή η συλλογική πολιτισμική ταυτότητα, η οποία αποτελεί το συνεκτικό στοιχείο μεταξύ των μελών των εθελοντικών συσσωματώσεων. Οι σχέσεις που αναπτύσσουν τα υποκείμενα μέσα στις συλλογικότητες, όπως τα σωματεία, δομούνται πάνω σε ένα κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο. Στους προσφυγικούς συλλόγους η πολιτισμική συνάφεια εντοπίστηκε στο τραύμα του εκτοπισμού από την πατρογονική εστία, στην κοινή εμπειρία της προσφυγιάς και των δυσεπίλυτων προβλημάτων που αυτή επέφερε, καθώς φυσικά και στη μνήμη των “χαμένων πατρίδων” και του πρότερου βίου στις ελληνορθόδοξες κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παρά τις προσωπικές διαφοροποιήσεις στην εμπειρία του εκτοπισμού, η Μικρασιατική Καταστροφή και ο ξεριζωμός αποτελούν ένα δραματικό γεγονός, το οποίο έλαβε ευρύτερες νοηματικές διαστάσεις με διαγενεακή αναφορά, η οποία εξελίχθηκε σε συλλογική εμπειρία και απέκτησε το νόημα του πολιτισμικού τραύματος. Το τραύμα επηρέασε και άλλαξε την ταυτότητα των ανθρώπων, δημιουργώντας μια νέα προσφυγική ταυτότητα, η οποία απέκτησε συλλογική διάσταση παρά την ποικιλομορφία της και ήταν αυτή που αποτελούσε το συνεκτικό στοιχείο για την ίδρυση τόσο πολλών προσφυγικών συλλόγων στους διάφορους συνοικισμούς που ιδρύθηκαν στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Από τα πρώτιστα μελήματα των προσφύγων, όταν έφτασαν στην Ελλάδα, ήταν η ίδρυση συλλόγων, ώστε να μπορέσουν να διευθετήσουν τις ανάγκες της αποκατάστασης και να διευκολύνουν τις επαφές τους με τους κρατικούς φορείς, με τους οποίους έρχονταν σε επαφή για πρώτη φορά. Ο Πειραιάς, ως λιμάνι, είχε δεχτεί έναν μεγάλο αριθμό προσφύγων που κατέφθαναν με τα πλοία και εκεί έμελλε να ιδρυθούν ακτινωτά, σε εύλογη απόσταση από το κέντρο του, οι διάφοροι προσφυγικοί συνοικισμοί, για να εγκαταστήσουν μόνιμα τους πρόσφυγες. Στον Πειραιά, λοιπόν, ιδρύθηκαν και οι πρώτοι προσφυγικοί σύλλογοι, ενώ το σωματειακό φαινόμενο των προσφύγων εξαπλωνόταν και στους νεοσύστατους προσφυγικούς συνοικισμούς γύρω από την πόλη του λιμανιού. Στους συλλόγους η συνάφεια εντοπίστηκε στην τοπικότητα των χαμένων πατρίδων. Η αδυναμία εγκατάστασης σε κοινοτική βάση ώθησε τους πρόσφυγες να δημιουργήσουν συλλόγους με βάση την καταγωγή και να αναπτύξουν δίκτυα επικοινωνίας, ώστε να καλλιεργήσουν την αίσθηση του “συνανήκειν” στη φαντασιακή εθνοπολιτισμική τους κοινότητα. Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά σε Έλληνες, η οποία γίνεται για να τονώσει την ελληνικότητα των προσφύγων που αμφισβητούσαν οι γηγενείς, μια και αρκετοί πρόσφυγες μπορεί να μη μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Φυσικά, οι διακριτές εθνοπολιτισμικές ταυτότητες μπορεί να κατασκευάστηκαν στην ιδιωτική σφαίρα της προσφυγικής κοινότητας, όμως
117
1 δεκεμβριου 2016
δεν βρίσκονταν σε αντιδιαστολή με την επίσημη συλλογική προσφυγική ταυτότητα. Παρά την πολυμορφία τους, οι εθνοπολιτισμικές ταυτότητες των προσφύγων ήταν και αυτές κομμάτι της μικρασιατικής ταυτότητας και του ψηφιδωτού του μικρασιατικού Ελληνισμού και ως τέτοιο εντάσσονταν στην εθνική ταυτότητα. Ένας βασικός σκοπός των συλλόγων ήταν η διαμόρφωση της προσφυγικής ταυτότητας και η διατήρηση της μνήμης των χαμένων πατρίδων, επιτελώντας το έργο της ομαλότερης ένταξης των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία. Οι σύλλογοι επιδόθηκαν στη συγκέντρωση κειμηλίων από τις χαμένες πατρίδες, τα οποία φανέρωναν την ελληνικότητα και την έντονη θρησκευτικότητά τους, ώστε να αρθεί οποιαδήποτε αμφισβήτηση της ελληνικότητας των προσφύγων, καθώς και τα αρνητικά στερεότυπα περί της ηθικής τους. Οι πρόσφυγες έγιναν οι φορείς της Μικρασιατικής Καταστροφής, της εθνικής τραγωδίας, και η ζωντανή απόδειξη της προαιώνιας ύπαρξης του μικρασιατικού Eλληνισμού. Από την πλευρά τους, οι πρόσφυγες πρόβαλλαν την ελληνικότητά τους, την οποία αντλούσαν από τη διαχρονική ελληνικότητα των “χαμένων πατρίδων”. Κατά κύριο λόγο οι προσφυγικοί σύλλογοι λειτούργησαν ως αρχιτέκτονες και φορείς της συλλογικής προσφυγικής ταυτότητας. Μέσα στους συλλόγους κατασκευαζόταν η προσφυγική ταυτότητα, η οποία στηριζόταν στη μνήμη, στο τραύμα του εκτοπισμού και της απώλειας της γενέτειρας πατρίδας και μετουσιωνόταν σε χαμένη και νοσταλγικά ανακλημένη πατρίδα. Οι σύλλογοι επιδόθηκαν στη χρήση των μνημονικών πρακτικών μέσω των επετείων της Καταστροφής, των συμβόλων και των κειμηλίων από τις αλλοτινές πατρίδες. Επίσης, οι σύλλογοι, εκτός από θεματοφύλακες της μικρασιατικής και προσφυγικής μνήμης, αναδείχτηκαν σε φορείς του πολιτισμικού τραύματος. Το κληροδότημα της μνήμης και του τραύματος στις επόμενες γενιές διατηρούσε ζωντανή την προσφυγική μικρασιατική ταυτότητα, επιτελώντας το έργο της ενσωμάτωσης, ενώ παράλληλα λειτουργούσε θεραπευτικά σε ψυχολογικό επίπεδο, επουλώνοντας το τραύμα της απώλειας της χαμένης πατρίδας. Τέλος, μέσα στους συλλόγους οι πρόσφυγες ισοσκέλιζαν το αίσθημα που βίωναν στη νέα τους πατρίδα από τις συχνά περιφρονητικές και εχθρικές συμπεριφορές των γηγενών. Μέσα στους συλλόγους, που μετατρέπονταν σε πολιτισμικές εστίες, ένιωθαν μέλη της συλλογικότητας, μοιράζονταν ένα κοινό, μικρασιατικό παρελθόν, κοινές πολιτισμικές αξίες, και ένιωθαν ασφάλεια και προστασία, καθώς ταυτόχρονα αντιμετωπίζονταν τα αισθήματα κατωτερότητας και ανακτούσαν σταδιακά την αυτοπεποίθηση και τον δυναμισμό τους για τη διεκδίκηση ισότιμης ένταξης στην ελληνική κοινωνία» τονίζει η κ. Παπαθανασοπούλου. «Η ύπαρξη ενός αρκετά σημαντικού αριθμού προσφυγικών σωματείων στη Νέα Κοκκινιά μπορεί να συνδυαστεί με το μέγεθος και τα προβλήματα που αντιμετώπισε ο συγκεκριμένος συνοικισμός, καθώς και με την έλλειψη επαρκούς κρατικού ενδιαφέροντος για τους φτωχούς και περιθωριοποιημένους προσφυγικούς συνοικισμούς των αστικών κέντρων. Εντούτοις, η ύπαρξη πολλών συλλόγων δεν σήμαινε πάντα και την καλύτερη αντιμετώπιση των προσφυγικών ζητημάτων, γιατί, αρκετές φορές, μέσω της συσσωμάτωσης προωθούνταν και έμμεσοι ιδιοτελείς σκοποί, όπως η ανάμειξη στην πολιτική. Δεν είναι λίγα τα άρθρα του προσφυγικού Τύπου που μιλούν για κατακερματισμό των προσφυγικών διεκδικήσεων και κάνουν έκκληση για συνένωση των προσφυγικών σωματείων. Τέλος, η πρωτοβουλία για την ίδρυση συλλόγων ήταν από άτομα των μεσαίων και μικρομεσαίων κοινωνικών στρωμάτων. Αξιοσημείωτη ήταν η απουσία της γυναικείας συμμετοχής τουλάχιστον όσον αφορά την πρωτοβουλία για την ίδρυση σωματείων. Η γυναικεία απουσία, σε αντίθεση με τη συσσωμάτωση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι δούλευαν την περίοδο του Μεσοπολέμου. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, αν και περιορισμένοι στους συνοικισμούς τους, εκδήλωσαν μια έντονη εξωστρέφεια και κοινωνικότητα. Επεδείκνυαν πυκνή και δραστήρια συλλογικότητα, όπως δηλώνει καταρχάς ο ίδιος ο αριθμός των προσφυγικών συλλόγων. Η καθημερινή τους ζωή ήταν εξωστρεφής και εκδηλωνόταν στις πλατείες, στις γειτονιές και στα γραφεία των συλλόγων, στα καφενεία και στις ταβέρνες. Οι προσφυγικοί συνοικισμοί έγιναν φορείς μιας μικρασιατικής κουλτούρας η οποία ενσωματώθηκε στον εθνικό κορμό και διάνθισε τον ελληνικό πολιτισμό».
ΜΈΣΑ ΣΤΟΥΣ ΣΥΛΛΌΓΟΥΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΌΤΑΝ Η ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΉ ΤΑΥΤΌΤΗΤΑ, Η ΟΠΟΊΑ ΣΤΗΡΙΖΌΤΑΝ ΣΤΗ ΜΝΉΜΗ, ΣΤΟ ΤΡΑΎΜΑ ΤΟΥ ΕΚΤΟΠΙΣΜΟΎ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΏΛΕΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΝΈΤΕΙΡΑΣ ΠΑΤΡΊΔΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΟΥΣΙΩΝΌΤΑΝ ΣΕ ΧΑΜΈΝΗ ΚΑΙ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΆ ΑΝΑΚΛΗΜΕΝΗ ΠΑΤΡΊΔΑ.
ΣΤΗΝ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ Σήμερα στην Αθήνα υπάρχουν πολλές εστίες που διατηρούν έντονο το στοιχείο του μικρασιατικού Ελληνισμού, την Ιστορία και τον πολιτισμό του, και
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
κρατούν ζωντανές τις μνήμες μέσα από προσωπικά αντικείμενα, κειμήλια και αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν την τραγωδία του ξεριζωμού. Από τις πιο σημαντικές είναι το Κέντρο Μικρασιατικού Πολιτισμού του Δήμου Καισαριανής και ο Μικρασιατικός Σύλλογος Καισαριανής. «Οι συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι πρόσφυγες ήταν άθλιες» λέει ο κ. Κώστας Γαβριλάκης, πρόεδρος του Κέντρου Μικρασιατικού Πολιτισμού Καισαριανής. «Την άθλια εικόνα που παρουσίαζε η ζωή στους συνοικισμούς των προσφύγων συμπλήρωναν οι μόνιμα υπερχειλισμένες κοινές τουαλέτες αλλά και τα βρόμικα νερά, που ήταν αναμεμειγμένα με τις ακαθαρσίες των ζώων. Οι πολυάριθμοι πλανόδιοι επαγγελματίες της συνοικίας είχαν άλογα και γαϊδούρια που τα χρησιμοποιούσαν για να περιφέρουν τα εμπορεύματά τους, ενώ παράλληλα πολλές οικογένειες συντηρούσαν κατσίκες, κότες και γουρούνια προς ιδίαν κατανάλωση. Ένα ακόμη μεγάλο πρόβλημα ήταν η εργασία και το μεροκάματο. Οι πρόσφυγες αποτελούσαν ένα πολυάριθμο και χαμηλά αμειβόμενο εργατικό δυναμικό, το οποίο πολλές φορές λειτουργούσε ανταγωνιστικά προς τους ντόπιους εργάτες. Οι πρόσφυγες –σε μεγάλο βαθμό γυναίκες και ανήλικα παιδιά– προτιμώνταν από τους εργοδότες κυρίως ως ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, διότι ήταν διατεθειμένοι να εργαστούν με μικρότερες απολαβές. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι οι πρόσφυγες δεν είχαν συνδικαλιστική εμπειρία, καθώς στα χωριά και στις μικρές πόλεις της Μ. Ασίας δεν είχε αναπτυχθεί συνδικαλιστικό κίνημα, τους καθιστούσε πολύτιμη δεξαμενή απεργοσπαστών στα χέρια των εργοδοτών» υποστηρίζει ο κ. Γαβριλάκης. Παράλληλα, στη Νέα Φιλαδέλφεια έχει δημιουργηθεί το Μουσείο Μικρασιατικού Ελληνισμού «Φιλιώ Χαϊδεμένου». Στους χώρους του περιλαμβάνονται κειμήλια από τη Μικρά Ασία, όπως λάβαρα, στολές, λευκά είδη, βιβλία, έγγραφα και χρηστικά αντικείμενα που δώρισαν Μικρασιάτες. «Η περισυλλογή των κειμηλίων άρχισε το 1991 με τη φροντίδα της Μικρασιάτισσας Φιλιώς Χαϊδεμένου που, παρ’ ότι ξεκίνησε την προσπάθεια σε προχωρημένη ηλικία, αφού είχε ξεπεράσει τα 90 της χρόνια, δούλεψε ακούραστα για να δει την ιδέα της να πραγματοποιείται. Έφτασε, μάλιστα, στο σημείο να ταξιδέψει στα Βουρλά της Μικράς Ασίας, τη γενέτειρά της, για να φέρει χώμα και σκόνη από την Αναξαγόρειο Σχολή, με σκοπό να τα εκθέσει στο μουσείο. Εκτός από αυτό το ταξίδι, η γιαγιά Φιλιώ όργωσε την Ελλάδα για να ενημερώσει τους απανταχού Μικρασιάτες για το μουσείο. Η ανταπόκριση υπήρξε συγκλονιστική, αφού Έλληνες από κάθε γωνιά της γης επικοινώνησαν μαζί της και πρόσφεραν προσωπικά αντικείμενα για να εκτεθούν στο μουσείο» λέει η υπεύθυνη του μουσείου, Κατερίνα Καραγιώργου. «Όσο ζω κι αναπνέω, δεν θα σταματήσω ποτέ να μιλώ για όσα ζήσαμε οι Έλληνες της Σμύρνης, της Μικράς Ασίας, με τη φωτιά, τον Διωγμό και τον ξεριζωμό μας από τα άγια χώματα, την καταδίκη σε προσφυγιά. Αυτά τα μάτια, ώσπου να κλείσουν, θα βλέπουν μπροστά τους όσα έγιναν, και δεν συμφέρουν, και το στόμα μου θα μιλά για το άδικο του Ελληνισμού και θα ζητά την επιστροφή εκεί όπου είδαμε το φως, όπου μεγαλώσαμε, προκόψαμε, για να χαθούν όλα μέσα στον καπνό και στη φωτιά» είχε πει σε μια αφήγησή της η Φιλιώ Χαϊδεμένου. Είχε γεννηθεί στις 28 Οκτωβρίου του 1899 στα Βουρλά της Μικράς Ασίας, κοντά στη Σμύρνη. Βίωσε τη Μικρασιατική Καταστροφή και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Όμως δεν ξέχασε τον τόπο της και ορκίστηκε να κάνει κάτι για να μην ξεχαστεί ποτέ η Μικρά Ασία, ο Ελληνισμός και ο ιδιαίτερος πολιτισμός της. Ιστορικό πρόσωπο που συμμετείχε ενεργά σε προσφυγικά σωματεία, ενώ παράλληλα, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, άρχισε να συλλέγει, με προσωπικό κόπο, κειμήλια με σκοπό την ίδρυση Μουσείου Μικρασιατικού Ελληνισμού. Το Μουσείο Μικρασιατικού Ελληνισμού «Φιλιώ Χαϊδεμένου», με τη νέα του μορφή, έγινε πράξη στις 2 Απριλίου του 2007. «Στο μουσείο προσπαθούμε, πέρα από την Ιστορία της Μικράς Ασίας, να καταγράψουμε και τις μνήμες των ανθρώπων και των οικογενειών τους» προσθέτει η κ. Καραγιώργου. Τι πιστεύετε ότι αξίζει να θυμόμαστε ως Έλληνες από τη Μικρασιατική Καταστροφή, καθώς και από την άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα; «Ότι κανένας λαός και κανένας άνθρωπος δεν θέλει τον πόλεμο. Απ’ όποια πλευρά και να βρίσκονται, στο τέλος οι συνέπειες και για τις δύο πλευρές αφορούν τους λαούς και όχι τις εθνικές δυνάμεις που αντιπαρατέθηκαν πολεμικά. Σήμερα στην Ελλάδα μας απασχολεί ιστορικά το αν τα γεγονότα αυτά συνιστούν γενοκτονία ή εθνοκάθαρση, λες και ο όρος “καταστροφή” με τον οποίο χαρακτηρίζονταν τόσα χρόνια είναι λίγος, μικρός ή ανεπαρκής για να αποδώσει το νόημα και το συναίσθημα των γεγονότων. Παρακάμπτουμε,
ΟΙ ΠΡΌΣΦΥΓΕΣ ΑΠΟΤΕΛΟΎΣΑΝ ΈΝΑ ΠΟΛΥΆΡΙΘΜΟ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΆ ΑΜΕΙΒΌΜΕΝΟ ΕΡΓΑΤΙΚΌ ΔΥΝΑΜΙΚΌ, ΤΟ ΟΠΟΊΟ ΠΟΛΛΈΣ ΦΟΡΈΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΎΣΕ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΆ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΝΤΌΠΙΟΥΣ ΕΡΓΆΤΕΣ.
7. Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν
δηλαδή, με προφανή ασέβεια τη μνήμη αυτών, των κυρίως αθώων θυμάτων, βάζοντάς τους σε μια ζυγαριά με αντίβαρο τις ιδεοληψίες και τους νομικούς όρους. Το 1922 στην Ελλάδα τους απασχολούσε ο χαρακτηρισμός των προσφύγων, προκειμένου να αποποιηθούν την ευθύνη της συμφοράς τους. Δεν έπρεπε να είναι ομοεθνείς αυτοί οι απρόσκλητοι και ανεπιθύμητοι, παρά μόνο ένα μεγάλο και απεχθές βάρος της “μικρής, πλην όμως εντίμου Ελλάδος”, που επιπλέον θα έφερνε τα πάνω-κάτω στα δικά τους στερεότυπα. Από τα φθηνά εργατικά προσφυγικά χέρια, όμως, μέχρι τη στελέχωση πνευματικών ιδρυμάτων και την εφαρμογή νέων προηγμένων μορφών καλλιέργειας και τεχνογνωσίας στη βιομηχανία, η προσφυγιά του 1922-1924 απέδειξε ιστορικά ότι μπόλιασε γόνιμα μια κατεστραμμένη από τον 10ετή πόλεμο Ελλάδα». Γιατί έχει αξία στην εποχή μας να διατηρείται η μνήμη; «Καταρχάς, με δεδομένο ότι στην Ελλάδα των 5.000.000 του 1922 προστέθηκαν 1.500.000 πρόσφυγες, είναι λογικό οι σημερινοί απόγονοι αυτών να αποτελούν ένα σεβαστό πληθυσμιακό της ποσοστό, που σαφώς ξεπερνά το 50%. Η διατήρηση της ιστορικής μνήμης αυτών των γεγονότων μέσα από εκδηλώσεις και κάθε μορφή διάδοσής της έχει έναν αγωνιστικό χαρακτήρα από την πλευρά των πολιτών προς την ίδια την πολιτεία. Γι’ αυτή την περίοδο, που χαρακτηρίζεται ως η “μελανότερη σελίδα” της ελληνικής Ιστορίας, ευθύνη φέρει και ο ελληνικός λαός με τις αποφάσεις που πήρε διά της ψήφου του. Για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, που ξεκινάει από τον ερχομό των προσφύγων και φτάνει μέχρι και τη μεταπολεμική περίοδο, η ιστορία του 1922 παρέμενε αποσιωπημένη, επίσημα απαγορευμένη από το ελληνικό κράτος, όπως και ο όρος “πρόσφυγας”, που αντικαταστάθηκε με το “μετανάστης”. Κι όλα αυτά, ενώ οι πρόσφυγες, για να επιβιώσουν στην Ελλάδα, χρειάστηκε να ανακατασκευάσουν την κοινωνική τους οντότητα, να επανεκκινήσουν από μηδενική βάση και, για να απαλλαχθούν από τον κοινωνικό στιγματισμό, συχνά να απαρνηθούν στοιχεία της προσωπικής τους ταυτότητας, όπως η κατάληξη -ίδης και -ογλού στο επώνυμό τους. Η ιδιαίτερη πατρίδα τους, σταδιακά, εξαφανίστηκε από τα δημόσια έγγραφα και τα βιβλία των δήμων και αντικαταστάθηκε με το “Μικρά Ασία” και αργότερα με το “Τουρκία”».
ΒΥΡΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΛΕΩ Ο σύλλογός σας πώς φροντίζει να συντηρεί μνήμες, ήθη και έθιμα του παρελθόντος και πού αποσκοπεί η λειτουργία του; «Καταρχάς, οι προσφυγικοί σύλλογοι ξεκίνησαν να ιδρύονται αμέσως μετά τον ερχομό των προσφύγων. Ο σκοπός της ίδρυσης ήταν αναγκαίος και επιβεβλημένος, ιδίως για τις προσφυγικές ομάδες που ήρθαν διωγμένες από τα δυτικά παράλια. Οι συνθήκες φυγής και επιβίβασης στα πλοία ήταν τέτοιες, που το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτούς δεν είχε έγγραφα ταυτοπροσωπίας. Ο σύλλογος καταγωγής τους ήταν το επίσημο νομικό όργανο που με κάποιες διαδικασίες ενώπιον μαρτύρων εξέδιδε αυτά τα έγγραφα. Στη συνέχεια, οι σύλλογοι αυτοί όχι μόνο δεν έκλεισαν αλλά έγιναν για τους πρόσφυγες τα εργαλεία κατασκευής φαντασιακών τοπικών κοινοτήτων “απάντων των καταγόμενων από…”, που έφεραν το όνομα των χαμένων πατρίδων τους, δημιουργώντας έτσι την πρώτη τους προσφυγική τοπικότητα. Ο τόπος, ο τρόπος εγκατάλειψής του, η ταξική ή τοπική κουλτούρα και η γλώσσα δημιουργούσαν ομοιότητες και διαφορές μεταξύ τους αλλά και την ποικιλία των εκδοχών της κοινής μικρασιατικής ταυτότητας στην ελληνική κοινωνία, που τροφοδότησαν εμάς, τους απογόνους τους, στην προσπάθεια για διατήρηση και διάδοση του πολιτισμού του μικρασιατικού Ελληνισμού. Η πόλη των Αλατσάτων, με την πλούσια πολιτιστική, λαογραφική και ιστορική παράδοση, αποτελεί ένα μέρος του παραπάνω αναφερόμενου συνόλου» υποστηρίζει η Μαριάννα Μαστροσταμάτη, πρόεδρος του Συλλόγου Αλατσατιανών. Πείτε μου λίγα λόγια για τον Βύρωνα, όπου μένετε. «Στον Βύρωνα στήθηκε ο πρώτος αστικός προσφυγικός συνοικισμός της Ελλάδας με την ονομασία “Προσφυγικός Συνοικισμός Παγκρατίου”. Σχεδιάστηκε ρυμοτομικά σαν μια μικρογραφία πόλης των 5.000 περίπου αστών προσφύγων που προέρχονταν από την ίδια την πόλη αλλά και την ευρεία διοικητική περιφέρεια της Σμύρνης. Στην ανάπτυξη και προέκταση αυτού του συνοικισμού προστέθηκαν με τον χρόνο μικροί συνοικισμοί με πρόσφυγες, οι οποίοι επίσης προέρχονταν από την ίδια περιφέρεια και λιγότεροι από άλλες περιοχές της Μ. Ασίας. Με αυτή την πρωτιά, λογικό θα ήταν να είναι το προσφυγικό οικιστικό σύνολο που θα έφερε την ονομασία “Νέα Σμύρνη” ή “Νέα Ιωνία”, αν οι ίδιοι oι πρόσφυγες μπορούσαν να αποφασίσουν γι’ αυτό. Εντούτοις, ο προσφυγικός συνοικισμός ονομάστηκε το 1924 έτσι ερήμην τους, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της εκατονταετηρίδας από τον θάνατο του λόρδου Βύρωνα, για τις οποίες είχαν καταφθάσει στην Αθήνα Άγγλοι επίσημοι, κυρίως τραπεζίτες. Το αναγκαστικό προσφυγικό δάνειο που είχε πάρει η Ελλάδα από την Αγγλία για την αποκατάσταση των προσφύγων ήταν η αιτία αυτής της έκφρασης αβροφροσύνης της ελληνικής πολιτείας προς τους Άγγλους επισήμους, να ονομάσει τον πρώτο αστικό προσφυγικό συνοικισμό με το όνομα του Άγγλου φιλέλληνα. Πάλι καλά που δεν τον ονόμασαν και “Μπάιρον”. Ο συνοικισμός του Βύρωνα γυναικοκρατούνταν, και από Σμυρνιές. Οι άντρες των οικογενειών, νεκροί
lifo
118
ή αιχμάλωτοι που ποτέ δεν επέστρεψαν, ήταν απόντες. Ό,τι έχει ακουστεί για τη γυναίκα Σμυρνιά, στον Βύρωνα ήταν αυτονόητο και χωρίς κριτική, δεδομένου ότι για πολλά χρόνια δεν υπήρχαν εκεί γηγενείς Ελλαδίτες. Μόνο ο αθηναϊκός Τύπος ασχολιόταν με τα καμώματά τους. Τρανό θέμα αποτέλεσε το Νηπιοτροφείο Μοrgenthau, που ήταν κάτι σαν σκάνδαλο στην ελληνική κοινωνία. Αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως “παιδικός σταθμός” ξεκίνησε από τον Βύρωνα, προκειμένου να εργαστούν οι μητέρες παιδιών προνηπιακής ηλικίας. Οι Σμυρνιές, λοιπόν, άφηναν ή παρατούσαν τα μωρά τους, φορούσαν κομψά ρούχα με καπέλα και δούλευαν μαζί με άντρες. Σημαντικά στοιχεία που ζήτησαν κατά την ίδρυση του συνοικισμού αυτές οι γυναίκες από την Επιτροπή Αποκαταστάσεως ήταν ένα Κέντρο Υγείας με στοιχειώδη ιατρική στελέχωση, η Στεγασμένη Αγορά, το Νηπιοτροφείο και η Αίθουσα Θεάτρου στα δύο σχολεία». Λίγο πριν την αποχαιρετίσω, η κ. Μαστροσταμάτη μου υπενθυμίζει ότι η εγκατάσταση των προσφύγων ήταν η αιτία της δημιουργίας της Β’ Εκλογικής Περιφέρειας Αθηνών, που έπαιζε, και ακόμη παίζει, βασικό ρόλο στην εκλογή των κυβερνήσεων. Στην ίδια λογική κινείται και ο Σύλλογος Μικρασιατών Αιγάλεω «Νέες Κυδωνίες». «Οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας έδωσαν πνοή στην Ελλάδα. Έτσι, στην περιοχή γύρω από το γνωστό τότε εργοστάσιο παραγωγής πυρίτιδας, το μπαρουτάδικο, εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τα μικρασιατικά παράλια, όπου αργότερα ίδρυσαν τις Νέες Κυδωνίες σε ανάμνηση των Κυδωνιών (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας που άφησαν πίσω τους. Σταδιακά συγκεντρώθηκαν στην περιοχή Πόντιοι και Καππαδόκες, οι περισσότεροι από άλλες γειτονιές της Αθήνας που ανασυγκροτούνταν. Τα χρόνια πέρασαν, με την εργατικότητα, την ευρηματικότητά τους και μαζί με νέους κατοίκους από άλλες περιοχές της Ελλάδας, που έρχονταν ως εσωτερικοί μετανάστες, δημιούργησαν το Αιγάλεω, ένα όμορφο προάστιο της δυτικής Αθήνας και ταυτόχρονα μια πολυπολιτισμική πόλη» λέει ο κ. Γιάννης Κουτούλιας, μέλος του συλλόγου και υπεύθυνος του Μουσείου Μικρασιατικού Πολιτισμού Αιγάλεω. «Ως σύλλογος στοχεύουμε στη διατήρηση της ιστορίας και της μνήμης των αλησμόνητων πατρίδων όλης της Μικράς Ασίας, από τις οποίες κατάγονται οι πρώτοι κάτοικοι του Αιγάλεω. Προσπαθούμε να αλλάξουμε την επικρατούσα άποψη που λέει ότι οι νέοι ξεχνούν και οι παλαιοί, όταν μιλούν για τέτοια θέματα, γίνονται γραφικοί. Γι’ αυτό διοργανώνουμε ημερίδες, βιβλιοπαρουσιάσεις, σεμινάρια Ιστορίας, έχουμε τμήμα εκμάθησης τουρκικής γλώσσας, χορωδία και χορευτικό σύλλογο, τμήμα παραδοσιακού τραγουδιού, κάνουμε σεμινάρια υφαντικής, ενώ υπάρχουν ακόμη γιαγιάδες που φτιάχνουν μόνες τους τα καλλυντικά, όπως έκαναν τότε» λέει ο κ. Κουτούλιας.
ΕΝΩΣΗ ΣΜΥΡΝΑΙΩΝ Τελευταίος σταθμός είναι η Ένωση Σμυρναίων. Συναντώ τον πρόεδρο και τα μέλη στην εορταστική τους αγορά. Χαίρονται να σε ξεναγούν, να αφηγούνται ιστορίες και να δείχνουν την ιστορική τους βιβλιοθήκη. «Η Ένωση Σμυρναίων ιδρύθηκε τους πρώτους μήνες του 1936. Στην ίδρυσή της συνέπραξαν 35 εκλεκτοί Μικρασιάτες, οι περισσότεροι από τους οποίους κατείχαν διακεκριμένη θέση στη σμυρναϊκή κοινωνία πριν από το 1922. Ήταν άνθρωποι που μόλις στάθηκαν στα πόδια τους αποφάσισαν να ζωντανέψουν τη Σμύρνη στην Αθήνα» λέει ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Σμυρναίων, Γεώργιος Αρχοντάκης, φιλόλογος-ιστορικός. «Σκοπός της Ένωσης Σμυρναίων είναι η ανάδειξη, διάσωση και διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς των ελληνικών πατρίδων της Μ. Ασίας, καθώς και η έρευνα, η μελέτη και η προβολή όλων των στοιχείων που συγκροτούν την ιστορία και τον πολιτισμό του μικρασιατικού Ελληνισμού πριν και μετά το 1922. Εμείς τα κάνουμε πράξη με την έκδοση του επιστημονικού περιοδικού συγγράμματος “Μικρασιατικά Χρονικά” , της εφημερίδας “Μικρασιατική Ηχώ”, αυτοτελών εκδόσεων και ιστοσελίδας στο Διαδίκτυο με θέματα συναφή προς τους σκοπούς της Ένωσης Σμυρναίων. Επίσης, με την οργάνωση διαλέξεων, επιστημονικών συνεδρίων, σεμιναρίων, εκθέσεων, εκδρομών και άλλων πολιτιστικών εκδηλώσεων, καθώς και με την προκήρυξη διαγωνισμών, την απονομή επάθλων, υποτροφιών ή άλλων ηθικών αμοιβών. Τέλος, με τη διατήρηση ειδικής μικρασιατικής βιβλιοθήκης, ιστορικού και φωτογραφικού αρχείου, καθώς και μουσειακής συλλογής κειμηλίων. Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι πριν από δύο μήνες συμμετείχαμε ενεργά στην ενθρόνιση του μητροπολίτη Σμύρνης Βαρθολομαίου, όταν για πρώτη φορά ακούστηκε ο ήχος της καμπάνας ύστερα από 94 χρόνια. Η Σμύρνη είναι μια ευρωπαϊκή πόλη και αν πάτε σήμερα εκεί, θα αντικρίσετε μια διαφορετική προκυμαία από εκείνη του 1922. Έχει επιχωματωθεί, φτιάχτηκαν διάδρομοι για τζόκινγκ, υπάρχει αρκετό γκαζόν και κάπως έτσι η απόσταση από τα σπίτια έχει μακρύνει αρκετά, για να μη θυμίζει σε τίποτα το κλίμα και την ιστορία μιας προκυμαίας που δεν θα σβήσει ποτέ από τη μνήμη μας. Το μόνο που μας δημιουργεί πίκρα είναι ότι οι νέοι σήμερα δεν έχουν μεγαλώσει με τα ήθη και τα έθιμα που εμείς διατηρήσαμε εδώ και αρκετά χρόνια. Οι αναμνήσεις στρογγυλεύουν, ακούμε για συνωστισμούς, αναθεώρηση της Λωζάνης και όλα αυτά μαζί δημιουργούν έντονες ανησυχίες για το μέλλον». ¶
119
1 δεκεμβριου 2016
7
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΊΕΣ Η LifO θα ήθελε να ευχαριστήσει το Κοινωφελές Ίδρυμα Ωνάση και τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση για την ευγενική χορηγία και τη στήριξη στη δημιουργία αυτού του τεύχους. Η έκδοσή του έγινε δυνατή χάρη στην εξαιρετική συνεργασία μας με τα πιο κάτω μουσεία, αρχεία και προσφυγικούς συλλόγους: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Μουσείο Μπενάκη, Ιστορικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη, Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη, Συλλογή Μεταβυζαντινής Εκκλησιαστικής Τέχνης, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Κέντρο Μικρασιατικού Πολιτισμού Καισαριανής, Κέντρο Μικρασιατικού Ελληνισμού - «Φιλιώ Χαϊδεμένου», Μουσείο Μικρασιατικού Πολιτισμού Αιγάλεω, Δήμος Καισαριανής, Δήμος Νέας Φιλαδέλφειας, Ένωση Σμυρναίων, Σύλλογος «Νέες Κυδωνίες», Σύλλογος Αλατσατιανών «Τα Εισόδια της Θεοτόκου» - Ένωση Μικρασιατών Βύρωνα, Βιβλιοθήκη του Αμερικανικού Κογκρέσου, Ερυθρός Σταυρός, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Εκδόσεις Άγρα, Εκδόσεις Ίκαρος, Εκδόσεις Εστία, Εκδόσεις ΜΙΕΤ, Εκδόσεις Τροχαλία. Ευχαριστούμε, επίσης, τη σκηνοθέτιδα Μαρία Ηλιού, τον συγγραφέα Γιώργο Πίττα, τον συγγραφέα και ιστοριοδίφη των Αμπελοκήπων, Νίκο Παραδείση, τον ιστορικό Μιχάλη Βαρλά και την Κυριακή Παπαθανασοπούλου. Ευγνωμοσύνη για άλλη μια χρονιά στην ομάδα της LifO που στήριξε και δούλεψε ακούραστα για τη δημιουργία αυτού του τεύχους.
χορηγοσ εκδοσησ
ΑΘΗΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
χορηγοσ εκδοσησ