Τεύχος 764

Page 1

ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ

764

ΜΕΡΟΣ EKTO: Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ Μ Ε ΤΑ Ν Α Σ Τ Ε Υ Σ Η



LiFO 764 FREE PRESS

30.3.2023

ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ! ΔΩΡΕΑΝ ΟΔΗΓΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΠΕΜΠΤΗ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ Μ Ε Ρ Ο Σ

Ε Κ Τ Ο

Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ Μ Ε ΤΑ Ν Α Σ Τ Ε Υ Σ Η Α Θ Η Ν Α

2 0 2 3


LiFO764

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑΣ

ΠΟΛΗΣ

ΑΘΉΝΑ: ΠΌΛΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΏΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΏΝ Η Αθήνα είναι μια πόλη μεταναστών και μεταναστριών. Όχι μόνο σήμερα αλλά από την πρώτη μέρα που εγγράφηκε στον παγκόσμιο χάρτη ως πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η ανάπτυξη και η μεταμόρφωσή της, η κοινωνική και η οικονομική της ιστορία, οι πολλαπλές ταυτότητες και η χαοτική της δομή συνδέονται άρρηκτα με ιστορίες ανθρώπινης κινητικότητας. Τα ίχνη τους συχνά χάνονται στην πάροδο του χρόνου. Και άλλες φορές διαποτίζουν την πόλη σε τέτοιο βαθμό που μετατρέπονται σε οικεία τοπόσημα της καθημερινότητάς μας. Τα Αναφιώτικα, οι προσφυγικές πολυκατοικίες, οι εθνοτοπικοί σύλλογοι, το συνοικιακό σουβλατζίδικο «Τα Άγραφα», ο στίχος εκείνος για τον «επαρχιώτη στην Ομόνοια» μάς θυμίζουν, ακόμα και όταν δεν τους δίνουμε καμία σημασία, ότι η πόλη αυτή φτιάχτηκε από ανθρώπους και από την εργασία ανθρώπων που αποφάσισαν να εγκατασταθούν σε αυτήν. Η ιστορία της πόλης είναι η ιστορία των μετακινήσεών της. Στο τεύχος αυτό επιλέξαμε να εστιάσουμε στη σύγχρονη μεταναστευτική εμπειρία της πόλης όχι ως μια παρένθεση στον ιστορικό χρόνο που ξεκινά και τελειώνει κάποια στιγμή αλλά, αντίθετα, ως μια δυναμική διαδικασία που μεταβάλλει την αθηναϊκή μας ζωή και συμβάλλει στην ανάδυση νέων υβριδικών ταυτοτήτων. Τα τελευταία τριάντα χρόνια η πόλη υποδέχθηκε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους από διαφορετικά σημεία του ορίζοντα. «Ξένους». Ξένοι που ήταν την ίδια στιγμή ορατοί ως απειλή και αόρατοι ως άνθρωποι. Ο μετανάστης και η μετανάστρια δεν είχαν όνομα. Το όνομά τους ήταν η καταγωγή τους. Ο μετανάστης και η μετανάστρια δεν είχαν νομιμοποιητικά έγγραφα. Η νομιμοποίησή τους ήταν η σκληρή και φτηνή εργασία τους. Ο μετανάστης και η μετανάστρια δεν ήταν κάτοικοι αυτής της πόλης. Όφειλαν να είναι αόρατοι και διακριτικοί, να μην ενοχλούν, να μην ακούμε τη φωνή τους και τη γλώσσα τους, να μην κάθονται στα παγκάκια και στις πλατείες μας. Γιατί τότε γίνονταν ορατοί. Ως απειλή. Κάθε δημόσια συζήτηση γύρω από τη μετανάστευση οφείλει να αναμετρηθεί με το πολλαπλό καθεστώς των διακρίσεων: από τον θεσμικό ρατσισμό και την εργασιακή εκμετάλλευση μέχρι το καθημερινό βλέμμα της περιφρόνησης που στόχο έχει να βάλει στη θέση του τον «ξένο». Δεν μπορεί όμως να εξαντλείται σε αυτό. Γιατί η μονοσήμαντη καταγγελία των διακρίσεων –ακόμα και όταν εκκινεί από τις καλύτερες προθέσεις– συχνά καταλήγει σε μια ιδιόμορφη απλούστευση από την οποία απουσιάζουν οι φωνές, οι επιθυμίες και κυρίως οι επιλογές των μεταναστών και των μεταναστριών. Των υποκειμένων δηλαδή που είναι οι πρωταγωνιστές και οι πρωταγωνίστριες της Ιστορίας. Οι μετανάστες και οι μετανάστριες που μιλούν στο τεύχος αυτό έχουν τη δική τους ιστορία, που σε καμία περίπτωση δεν είναι από μόνη της αντιπροσωπευτική και γενικευτική. Είναι όμως όλες ιστορίες ανθρώπων που συγκλίνουν σε ένα σημείο: δεν υπάρχουν ξένοι. Υπάρχουν Αθηναίοι και Αθηναίες. Αυτό είναι το νήμα που διατρέχει το τεύχος. Να σκεφτούμε την Αθήνα ως μια μεταναστευτική πόλη που αναδιαμορφώνεται μέσα από την αδιάκοπη κίνηση και εγκατάσταση των ανθρώπων. Η μετανάστευση δεν σταματά εκείνη τη στιγμή στον ιστορικό χρόνο που κάποιος διαβαίνει ένα εσωτερικό ή εξωτερικό σύνορο. Είναι μια διαρκής διαδικασία ώσμωσης και μετασχηματισμών. Σήμερα η Αθήνα είναι μια πολυφωνική και πολυεθνοτική μητρόπολη, όχι με όρους φολκλόρ αλλά με αυτούς μιας δυναμικής κοινωνικής εμπειρίας που συνδέεται με την ανάδυση νέων, απρόβλεπτων και αχαρτογράφητων, υβριδικών ταυτοτήτων. Στις γειτονιές, στα σχολεία, στα κοινωνικά κινήματα, στα μικρά και μεγάλα καταστήματα, στους χώρους εργασίας, στα γήπεδα, στις συναυλίες –όχι όμως ακόμα στην επίσημη πολιτική και θεσμική ζωή– η μεταναστευτική εμπειρία έχει αναδιατάξει την πάλαι ποτέ αρραγή ελληνική ταυτότητα. Αυτή η μεταβολή παράγει νέες εντάσεις γύρω από τα ερωτήματα της συμπερίληψης και του αποκλεισμού. Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Υπάρχει όμως ένα δεδομένο: το ρολόι του χρόνου δεν γυρίζει πίσω. Και αυτό μας υπενθυμίζει ότι εν τέλει είναι η κίνηση των ανθρώπων μέσα στον χώρο και στον χρόνο αυτή που αναστατώνει τις παγιωμένες ισορροπίες και δημιουργεί τις συναρπαστικές δυνατότητες του μέλλοντος.

ΚΩΣΤΗΣ ΚΑΡΠΟΖΗΛΟΣ


Σ

30.3.2023

Η

Σ/

Η ΣΥΓΧΡ

ΝΗ

Μ Ι Α Σ Π ΟΛ

6

Νο

Α

Μ Ε ΤΑ Ν Α

Υ Σ Η I Σ ΤΟ ΡΙ

ΤΕ

Ο

ΕΚΔΟΤΗΣ Στάθης Τσαγκαρουσιάνος ————— EΠΙΜΈΛΕΙΑ TΕΎΧΟΥΣ Κωστής Καρπόζηλος Ιστορικός και διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) ————— CONCEPT ΣΕΙΡΆΣ Μιχάλης Μιχαήλ Chief executive officer ————— ΣΧΕΔΙΑΣΜΌΣ TΕΎΧΟΥΣ Γιάννης Καρλόπουλος ————— ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΌΣ – ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΞΊΑ M. Hulot (διευθυντής έντυπης έκδοσης) Αλέξανδρος Διακοσάββας (διευθυντής σύνταξης) Νίκος Ευσταθίου (βοηθός αρχισυντάκτη) Γιάννης Πανταζόπουλος (δημοσιογράφος) ————— ΣΥΝΕΡΓΆΣΤΗΚΑΝ

3

Σεμπένε Ισέτε (πολιτική επιστήμονας, δημιουργός της πλατφόρμας Our Stories) Ελένη Κυραμαργιού (εντεταλμένη ερευνήτρια, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών) Όλγα Λαφαζάνη (ιστορικός και δρ. Κοινωνικής Γεωγραφίας, μεταδιδακτορική ερευνήτρια, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών) Δημήτρης Μπαλαμπανίδης (δρ. πολεοδόμος – γεωγράφος, ερευνητής σε θέματα μετανάστευσης και στέγασης) Λάμπρος Μπαλτσιώτης (επίκουρος καθηγητής Ιστορίας των Μειονοτήτων, Πάντειο Πανεπιστήμιο) Ερβίν Σέχου (υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου) Γεωργία Σπυροπούλου (νομικός, υποψήφια διδάκτωρ τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο) ————— Α Π Ο ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΉ ΟΜΆΔΑ ΤΗΣ LIFO Θοδωρής Αντωνόπουλος, Αργυρώ Μποζώνη, Ζωή Παρασίδη, Χρήστος Παρίδης, Χαρίλαος Τρουβάς ΦΩΤΟΓΡΆΦΟΙ Γιώργος Αδάμος, Αggelos Barai, Τάσος Βρεττός, Χριστίνα Γεωργιάδου, Γεράσιμος Δομένικος, Νίκος Κατσαρός, Φίλιππος Λεμονής, Σπύρος Στάβερης, Πάρις Ταβιτιάν, Freddie F. και φωτογραφικό Αρχείο Αδελφών Φλώρου

ΕΚΤΟ

—————

ΕΠΙΜΈΛΕΙΑ ΚΕΙΜΈΝΩΝ – ΔΙΌΡΘΩΣΗ Μαρία Δρουκοπούλου, Μυρτώ Αθανασοπούλου ————— ΑΤΕΛΙΈ Βανέσσα Φερλέ, Μαργαρίτα Καμαριώτη, Μπιάνκα Σαμαρά

ΜΕΡΟΣ

—————


ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑΣ

ΠΟΛΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΩΝΤΑΣ ΤΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΣΠΥΡΟΣ ΣΤΑΒΕΡΗΣ ΚΩΣΤΉΣ Κ ΑΡΠΌΖΗΛΟΣ

ΜΕΤΑΝΆΣΤΕΣ: ΘΎΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΊΑΣ; 12 Η μετανάστευση ως διάβημα στην επικράτεια της ελπίδας. ΣΕΜΠΈΝΕ ΙΣΈΤΕ

Η ΦΩΝΗ Κ ΑΙ Η ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤ(ΡΙ)ΩΝ 14 Ιστορίες συνύπαρξης στην Αθήνα (1960-2000). ΕΛΕΝΗ ΚΥΡΑΜΑΡΓΙΟΥ / ΌΛΓΑ Λ ΑΦΑΖΆΝΗ

ΈΝΑ ΣΠΊΤΙ: ΔΙΑ ΔΟΧΙΚΈΣ ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗΣ 20 Πώς ένα προσφυγικό σπίτι του 1922 συνδέεται με ιστορίες μετακίνησης του 20ού και 21ου αιώνα. ΔΗΜΉΤΡΗΣ ΜΠΑ Λ ΑΜΠΑΝΊΔΗΣ

ΜΕΤΑΝΆΣΤΕΣ Κ ΑΙ ΣΤΕΓΑΣΗ 24 Στεγαστικές διαδρομές των μεταναστών και των μεταναστριών, από την αστεγία μέχρι και την ιδιοκατοίκηση. ΕΡΒΊΝ ΣΈΧΟΥ

Ο ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ ΣΤΗΝ ΠΛ ΑΤΕΙΑ 32 Δημόσιοι χώροι και μετανάστευση. ΓΕΩΡΓΊΑ ΣΠΥΡΟΠΟΎΛΟΥ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ: ΟΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΙ «Α Λ ΛΟΙ» 36 Η αστυνομική διαχείριση ενός κοινωνικού ζητήματος. ΕΡΒΊΝ ΣΈΧΟΥ

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΊΟ: ΜΙΑ «ΑΟΡΑΤΗ» ΓΕΙΤΟΝΙΑ 42 Εθνογραφικές περιπλανήσεις και πολιτισμικές συναντήσεις. Λ ΆΜΠΡΟΣ ΜΠΑ ΛΤΣΙΏΤΗΣ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ Κ ΑΙ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ 46 Αποκαθιστώντας την πραγματικότητα: Ποσοτικά δεδομένα και πολιτικές επιλογές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

ΜΕΤΑΝΆΣΤΕΣ Κ ΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΕΊΝ: ΈΝΑ ΟΡΑΤΌ ΦΑΙΝΌΜΕΝΟ ΚΕΡΔΊΖΕΙ ΣΥΝΕΧΏΣ ΧΏΡΟ 56 Από τον Νίκο Ευσταθίου.

Ο ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥ ΤΙΚΌΣ T ΎΠΟΣ ΣΤΗΝ ΑΘΉΝΑ 60 LiFO764

Από τον Γιάννη Πανταζόπουλο

ΣΑΒΒΑΤΌΒΡΑΔΟ ΣΤΗΝ ΠΌΛΗ ΤΩΝ Ά Λ ΛΩΝ 66 Από τον Χαρίλαο Τρουβά

ΟΙ ΝΈΟΙ ΣΟΎΠΕΡ ΣΤΑΡ ΤΗΣ ΕΛ ΛΗΝΙΚΉΣ ΜΟΥΣΙΚΉΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΌΤΗΤΑΣ ΕΊΝΑΙ ΌΛΟΙ ΞΈΝΟΙ 70 Από τον M. Hulot


ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

5

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΔΟΜΕΝΙΚΟΣ

30.3.2023


LiFO764 ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΔΟΜΕΝΙΚΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑΣ

ΠΟΛΗΣ


Από τον Χρήστο Παρίδη

ΠΏΣ ΒΛΈΠΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΆ ΔΕΎ ΤΕΡΗΣ ΓΕΝΙΆΣ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΌΝ, ΤΟ ΠΑΡΌΝ Κ ΑΙ ΤΟ ΜΈΛ ΛΟΝ ΤΟΥΣ ΣΕ ΑΥΤΉΝ ΤΗ ΧΏΡΑ; 80

30.3.2023

ΚΡΊΚΕΤ, ΜΠΆΣΚΕΤ, ΠΟΔΌΣΦΑΙΡΟ: ΑΘΛΉΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΎΝ ΟΙ ΜΕΤΑΝΆΣΤΕΣ 76

Από τον Θοδωρή Αντωνόπουλο

ΜΑΓΕΙΡΕΎΟΝΤΑΣ ΧΩΡΊΣ ΜΠΑ Χ ΑΡΙΚ Ά, ΨΆ ΧΝΟΝΤΑΣ ΝΌΣΤΙΜΟ ΜΆΝΓΚΟ, ΒΆΖΟΝΤΑΣ ΣΤΙΣ ΒΑ ΛΊΤΣΕΣ ΠΟΤΑΜΊΣΙΑ ΨΆΡΙΑ 86 Από τη Ζωή Παρασίδη

ΠΑΙΔΙΆ Κ ΑΤΏΤΕΡΩΝ ΘΕΏΝ 94 Από τον Θοδωρή Αντωνόπουλο

Κ ΑΘΑΡΉ ΠΌΛΗ: ΌΤΑΝ ΠΈΝΤΕ ΜΕΤΑΝΆΣΤΡΙΕΣ ΒΡΈΘΗΚ ΑΝ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΉ ΣΚΗΝΉ ΤΗΣ ΣΤΈΓΗΣ ΤΟΥ ΙΔΡΎΜΑΤΟΣ ΩΝΆΣΗ 98 Από την Αργυρώ Μποζώνη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΙ I ΟΚΤΏ ΚΆΤΟΙΚΟΙ ΤΗΣ ΑΘΉΝΑΣ, ΜΕ ΚΑΤΑΓΩΓΉ ΑΠΌ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΆ ΣΗΜΕΊΑ ΤΟΥ ΠΛΑΝΉΤΗ, ΜΙΛΟΎΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΊΑ ΤΗΣ ΔΙΚΉΣ ΤΟΥΣ ΜΕΤΑΝΆΣΤΕΥΣΗΣ. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: FREDDIE F.

7

ΣΑΚΊΜΠ Α ΛΊ 104 Εργαζόμενος σε λαϊκές. Γεννήθηκε στο Πακιστάν, ζει στο Μπουρνάζι.

ΝΟΣΙ ΜΑΡΕΚ ΝΑΒΕΛΙΝΟ 106 Κομμώτρια. Γεννήθηκε στις Φιλιππίνες, ζει στους Αμπελόκηπους.

ΜΙΧ Α ΛΗΣ Χ Α ΛΙΛ ΑΪ 110 Περιπτεράς. Γεννήθηκε στην Αλβανία, ζει στο Κουκάκι.

ΜΌΝΙΚ Α Χ ΑΝΤΊΝΤ 112 Τρανς γυναίκα σε αναζήτηση εργασίας. Γεννήθηκε στην Τυνησία, ζει στου Γκύζη.

ΛΈΣΙΑ ΣΛΟΜΠΟΝΤΙΆΝ 116 Iδιοκτήτρια του Café Bar 67. Γεννήθηκε στην Ουκρανία, ζει στη Νεάπολη Εξαρχείων.

ΜΑΝΛΙ ΣΑΝ 122 Ξεναγός, διερμηνέας. Γεννήθηκε στην Κίνα, ζει στο Μοσχάτο.

ΝΙΚΌΔΗΜΟΣ ΜΆΙΝΑ ΚΊΝΥΟΥΑ 124 Αναπληρωτής πρόεδρος του Ελληνικού Φόρουμ Προσφύγων, ιδρυτής της ΜΚΟ Asante. Γεννήθηκε στην Κένυα, ζει στου Ζωγράφου.

ΜΕΡΟΣ

Φροντίστρια ηλικιωμένων. Γεννήθηκε στη Γεωργία, ζει στα Εξάρχεια.

ΕΚΤΟ

ΡΑΝΙΑ (ΡΑΪΑ) Χ ΑΡΛ ΑΜΠΙΔΗ 118


LiFO764 AGGELOS BARAI

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑΣ

ΠΟΛΗΣ


30.3.2023 Γάμος Νιγηριανών στην Κυψέλη το 2018. Στη φωτογραφία η Μπλέσινγκ με τις φίλες της, τα παιδιά της και τις παρανύμφους στο άλσος Βεΐκου.

ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

9


ΠΟΛΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑΣ

Χ Α Ρ ΤΟ Γ ΡΑΦ Ω Ν ΤΑ Σ Τ Η Μ Ε ΤΑ Ν Α Σ Τ Ε Υ Τ Ι Κ Η Ε Μ Π Ε Ι Ρ Ι Α Φ ΩΤΟ Γ ΡΑΦ Ι Ε Σ : Σ Π Υ Ρ ΟΣ Σ ΤΑ Β Ε Ρ Η Σ

LiFO764

Α΄ ΚΈΦΑ Λ ΑΙΟ 10–53


ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

11

30.3.2023


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ LiFO764

ΜΕΤΑΝΆΣΤΕΣ: ΘΎΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΊΑΣ;

Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΩΣ ΔΙΑΒΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ ΚΩΣΤΗΣ ΚΑΡΠΟΖΗΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΌΣ, ΔΙΕΥΘΥΝΤΉΣ ΤΩΝ ΑΡΧΕΊΩΝ ΣΎΓΧΡΟΝΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΉΣ ΙΣΤΟΡΊΑΣ (ΑΣΚΙ)


30.3.2023

13

ΕΚΤΟ

Ε

χει συμβεί τόσες φορές, που πλέον το περιμένω. Σε κάθε περίσταση που διατυπώνω τη σκέψη ότι οι μετανάστες είναι οι πρωταγωνιστές της ιστορικής εξέλιξης, κάποιος διατυπώνει μια έλλογη ένσταση. «Οι μετανάστες είναι τα θύματα της ιστορίας». Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Πρόκειται για ανθρώπους που ξεριζώνονται από τον τόπο τους και φτάνουν μέσα σε δύσκολες συνθήκες σε άγνωστες επικράτειες όπου τους περιμένουν δυσκολίες και εμπόδια. Επαναλαμβάνω: είναι μια έλλογη ένσταση, η οποία μας δίνει τη δυνατότητα να σκεφτούμε εκ νέου τον τρόπο που βλέπουμε τη μετανάστευση αλλά και ευρύτερα τον τρόπο που βλέπουμε το παρελθόν και το παρόν. Τι είναι, λοιπόν, οι μετανάστες; Πρωταγωνιστές ή θύματα; Προφανώς, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η μετανάστευση είναι μια σύνθετη και δυναμική διαδικασία η οποία μας υποδεικνύει τα όρια όλων εκείνων των θεωρήσεων που προσπαθούν να ταξινομήσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά με βάση κάποια απόλυτα προκαθορισμένα σχήματα. Για δεκαετίες –και στην ιστοριογραφία αλλά και στη δημόσια συζήτηση– επικρατούσε η αντίληψη ότι η μετανάστευση υπόκειται σε σταθερές τυπολογίες: υπήρχαν ξεκάθαρα «αίτια» και αντίστοιχα «αντικειμενικές» προϋποθέσεις που οδηγούσαν τους ανθρώπους στην απόφαση ότι ήρθε η ώρα να μεταναστεύσουν. Η οπτική αυτή συχνά επέμενε στην ανάγνωση της μετανάστευσης ως μιας τραυματικής εμπειρίας που με τη σειρά της ενεργοποιούσε μια γραμμική πορεία στον χρόνο. Ο μετανάστης φεύγει από τον τόπο του, φτάνει σε μια άγνωστη χώρα, αντιμετωπίζει δυσκολίες και τελικά ενσωματώνεται συνήθως μέσα από τη σκληρή του εργασία. Από την τελεολογία αυτή απουσίαζε μια σημαντική παράμετρος: οι επιλογές των ίδιων των ιστορικών υποκειμένων, δηλαδή των μεταναστών. Οι άνθρωποι δεν είναι πιόνια που κινούνται πάνω σε μια ορισμένη σκακιέρα με προκαθορισμένες δυνατότητες για το πώς μπορούν να κινηθούν πάνω σε αυτήν. Το πιο σταθερό –και δύσκολο να αναμετρηθεί κανείς με αυτό ερευνητικά– γνώρισμα της μεταναστευτικής ιστορίας είναι η χαοτική διαδρομή των ανθρώπων πάνω στον χάρτη. Πολύ σπάνια είναι απλώς η μετακίνηση από το σημείο Α στο σημείο Β. Συνήθως οι άνθρωποι περιπλανώνται από το ένα διαμέρισμα στο επόμενο, από τον έναν εργοδότη στον άλλον, από πόλη σε πόλη, από την πρώτη χώρα στην οποία βρίσκονται σε μία άλλη, τελείως διαφορετική. Η μετακίνηση και η περιπλάνηση είναι εκφράσεις ανυπακοής. Άλλωστε αυτός είναι ο σπινθήρας της μεταναστευτικής εμπειρίας. Η ίδια η απόφαση της φυγής εκπροσωπεί μια ρήξη στον ιστορικό χρόνο που συνδέεται με την ελπίδα ότι το μέλλον μπορεί να είναι καλύτερο από το ασφυκτικό παρόν. Ας το σκεφτούμε πιο συγκεκριμένα. Ξέρουμε ότι από τα τέλη του 19ου αιώνα εκατομμύρια άνθρωποι εγκατέλειψαν την Ευρώπη και την Ασία, επιδιώκοντας να φτάσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Μπορεί κανείς να παραθέσει μια μακρά λίστα μεταβολών και εξελίξεων σε διαφορετικά σημεία του ορίζοντα που συνέθεσαν αυτό το φαινόμενο – από τον λιμό της πατάτας στην Ιρλανδία και τα αντισημιτικά πογκρόμ στην Πολωνία μέχρι τη σταφιδική κρίση στην Ελλάδα και τις περιφερειακές συγκρούσεις στην Κίνα. Περισσότερο όμως από τις όποιες κρίσεις, στην απόφαση εν τέλει των ανθρώπων να αναχωρήσουν βαραίνει το ελκτικό όραμα που εκπροσωπούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες ως ένα ανοιχτό πεδίο δυνατοτήτων ώστε οι χτεσινοί κολασμένοι της γης να γίνουν οι κύριοι του εαυτού τους. Η μετανάστευση, εκτός από ένα διάβημα απελπισίας, είναι ταυτόχρονα και ένα διάβημα στην επικράτεια της ελπίδας.

Δείτε τις φωτογραφίες του Σπύρου Στάβερη από τη στιγμή που νέοι και νέες από την Αλβανία διαβαίνουν τα σύνορα στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ανάμεσά τους διακρίνεται ένα χαμόγελο. Πρόκειται για μια στιγμή χειραφέτησης. Αυτή η λεπτομέρεια έχει σημασία. Αν την προσπεράσουμε, δύσκολα θα κατανοήσουμε την αποφασιστικότητα των μεταναστών που με κάθε τρόπο διασχίζουν τα σύνορα, τόσο τα ρητά, που χωρίζουν τον χάρτη, όσο και τα νοητά, που συνδέονται με τη μετάβαση σε μια νέα πραγματικότητα. Προφανώς, το αναιδές χαμόγελο της στιγμής εκείνης πολύ σύντομα θα αναμετριόταν με τη διαρκή πραγματικότητα της εκμετάλλευσης και των διακρίσεων. Γιατί αυτό είναι το ενοποιητικό νήμα των διαφορετικών ιστορικών περιστάσεων: η συστηματικά φτηνή, πάντα εντατική και συχνά ανασφάλιστη εργασία που με τη σειρά της τροφοδοτεί τα αναπτυξιακά άλματα και τους θριάμβους των εθνικών οικονομιών. Η καταπίεση όμως εκτείνεται πέραν του ωραρίου εργασίας. Η λίστα είναι μακρά. Η συμπύκνωσή της είναι η ρητή αναμονή ότι οι μετανάστες και οι μετανάστριες οφείλουν να είναι ευχαριστημένοι με αυτό το λίγο που τους αναλογεί. Οφείλουν να είναι και να δείχνουν ευγνώμονες για την καταπίεση που υφίστανται. Αλλιώς «να φύγουν». Οι μετανάστες πολλές φορές όντως φεύγουν. Συνήθως όμως μένουν. Μένουν και προσπαθούν να φτιάξουν τη ζωή τους. Δεν υπάρχουν εδώ άγγελοι, όπως πολλές φορές εμφανίζονται στον κόσμο της αλληλεγγύης, ή δαίμονες, όπως επιμένει ο ξενοφοβικός λόγος. Υπάρχουν άνθρωποι που καθημερινά βρίσκονται σε συνδιαλλαγή με τις υλικές και πολιτισμικές πραγματικότητες που τους περιβάλλουν. Στο σημείο αυτό εντοπίζεται η μεγάλη μεταβολή που φέρνει η μετανάστευση. Οι μετανάστες και οι μετανάστριες δεν «ενσωματώνονται» σε ένα πλαίσιο που υπάρχει και τους περιμένει. Αντίθετα, το αναδιαμορφώνουν. Αυτή είναι η ιστορία του κόσμου της μισθωτής εργασίας μετά το 1990. Οι μετανάστες και οι μετανάστριες μετέβαλαν την εθνοτική σύνθεση της «ελληνικής εργατικής τάξης». Όσο και αν τα συνδικάτα –και αυτό είναι ένα στίγμα στην ιστορία τους– αδιαφόρησαν ή είδαν εχθρικά την εξέλιξη αυτή, η πραγματικότητα στις οικοδομές, στα χωράφια, στις μικρές και στις μεγάλες βιοτεχνίες άλλαζε ριζικά. Άλλαζε εξαιτίας της επιλογής ανθρώπων από διαφορετικά σημεία του ορίζοντα να πουλούν την εργατική τους δύναμη σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Και αυτή την επιλογή δεν μπορούμε να την αφαιρέσουμε από την εξίσωση. Θα πρέπει να την προσθέσουμε προκειμένου να κατανοήσουμε και το μέγεθος της εκμετάλλευσης αλλά και τους τρόπους –τις ατομικές στρατηγικές, αλλά και τις συλλογικές μορφές οργάνωσης– μέσα από τους οποίους οι άνθρωποι καθημερινά αντιστέκονται και διαπραγματεύονται με αυτήν. Αλλά αυτό προϋποθέτει κάτι απλό και δύσκολο: να ακούσουμε τις φωνές των μεταναστών και των μεταναστριών. Θυμάμαι, με θλίψη πια, μια εκδήλωση αλληλεγγύης στην αλβανική εξέγερση του 1997. Στον εθνικιστικό παροξυσμό της ελληνικής δεκαετίας του 1990 ήταν μια γενναία πράξη. Την ώρα όμως που ξεκίνησε να μιλάει ένας μετανάστης από την Αλβανία και να διεκτραγωδεί τις πραγματικότητες στη «σοσιαλιστική» του πατρίδα, ορισμένοι στο ακροατήριο άρχισαν να δυσανασχετούν και στο τέλος τον διέκοψαν. Η αφήγησή του αποσταθεροποιούσε τις δικές τους βεβαιότητες. Αυτό είναι σίγουρα ένα μεμονωμένο περιστατικό. Αλλά είναι χαρακτηριστικό του τρόπου που η ελληνική κοινωνία –και εδώ στην εκδοχή της πιο αλληλέγγυας πλευράς της– ένιωθε κάτι μεταξύ αμηχανίας και ενόχλησης όταν οι μετανάστες μιλούσαν με βάση τα δικά τους βιώματα και εμπειρίες. Το ελληνικό τζουκ μποξ μπορούσε να στενάζει για τον «σταθμό του Μονάχου», αλλά την ίδια στιγμή παρέμενε σιωπηλό για τις μικρές και μεγάλες μεταναστευτικές ιστορίες γύρω από τον σταθμό Λαρίσης. Δεν είμαστε πια εκεί. Και ο λόγος είναι πολύ απλός: οι μετανάστες και οι μετανάστριες διεκδίκησαν με τις επιλογές και τις αποφάσεις τους ένα διαφορετικό μέλλον για όλους και όλες μας.

ΜΕΡΟΣ

Υποδοχή νεαρών Αλβανών στην πρώτη μαζική τους έξοδο από τη χώρα τους (Ιανουάριος 1991)


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ LiFO764

Η ΦΩΝΗ ΚΑΙ Η ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑ ΣΤ(ΡΙ)ΩΝ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ (1960-2000) ΣΕΜΠΈΝΕ ΙΣΈΤΕ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ,ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ OUR STORIES


ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΑΔΕΛΦΩΝ ΦΛΩΡΟΥ

15

Διαδήλωση μεταναστών. Δεκαετία 1980

30.3.2023


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ο Peyo, νεαρός Βούλγαρος μετανάστης, στο ζαχαροπλαστείο Fontana, στην Ομόνοια (1998)

Οικογένεια Κούρδων στο ξενοδοχείο Cairo City

«

LiFO764

Α

πό τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ελλάδα, από χώρα “εξαγωγής” Ελλήνων μεταναστών, μετατράπηκε σε χώρα υποδοχής μεταναστών». Αυτή η φράση (ή παραλλαγή της) είναι μία από τις πρώτες με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπο όποιο άτομο επιχειρήσει να ενημερωθεί για το φαινόμενο της μετανάστευσης στην Ελλάδα. Φυσικά, η πρόταση αυτή είναι εν μέρει αληθής, καθώς ο απόδημος ελληνισμός έχει για πάνω από έναν αιώνα παρουσία σε μεγάλο μέρος του πλανήτη, ενώ ισχύει και το ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των ανθρώπων που μετανάστευσαν στην Ελλάδα. Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο να μη συζητούμε ιδιαίτερα τι συνέβαινε πριν από το 1990. Είναι σημαντικό, ωστόσο, να γνωρίζουμε πως, αν και φυσικά σε μικρότερο βαθμό, στην Ελλάδα υπήρχαν μετανάστες και μετανάστριες και αρκετά πριν από το 1990. Άνθρωποι που έχτισαν τις ζωές τους στην Αθήνα, δίπλα στους υπόλοιπους Αθηναίους, συνεισφέροντας στην κοινωνική και οικονομική ζωή της πόλης. Παράλληλα, έθεσαν τα θεμέλια των μεταναστευτικών κοινοτήτων που γνωρίζουμε σήμερα. Τι αξία έχει η διερεύνηση αυτού του κομματιού της ιστορίας της πόλης; Υπάρχουν πολλές απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα. Αφενός, προσφέρει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο ερμηνεύεται η πρόοδος της Ελλάδας σε ζητήματα διαχείρισης και ένταξης του πληθυσμού αυτού. Αφετέρου, καθίσταται σαφές το πόσοι δεσμοί έχουν αναπτυχθεί αυτές τις δεκαετίες παρουσίας των μεταναστευτικών κοινοτήτων στη χώρα, γεγονός που μας προσφέρει ένα σημαντικό εργαλείο ενάντια στις φωνές που επιμένουν να τις αντιμετωπίζουν ακόμα ως «ξένο στοιχείο». Το άρθρο αυτό αφιερώνει λίγες γραμμές σε αυτήν τη λιγότερο γνωστή πλευρά της μετανάστευσης προς την Ελλάδα με όχημα τις αφηγήσεις Αθηναίων με μεταναστευτική καταγωγή, που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα από τα τέλη του 1960 κι έπειτα. Οι αφηγήσεις αυτές μπορούν να εντοπιστούν στην ιστοσελίδα www.ourstories.gr. Η αρχική αφορμή για την καταγραφή των μαρτυριών αυτών ήταν το γεγονός πως η εμπειρία, η φωνή και η μνήμη των πρώτων μεταναστών και μεταναστριών στη χώρα ήταν απούσα και η διαπίστωση πως η απουσία αυτή αντικατοπτρίζεται στο πώς η κοινωνία βλέπει αυτόν τον πληθυσμό. Αυτά που είναι γνωστά σήμερα, κυρίως από αποσπασματικές αναφορές σε άρθρα, είναι τα εξής: -Τις δεκαετίες 1960-1970 είχαν εγκατασταθεί ήδη στην Ελλάδα φοιτητές από χώρες της Αφρικής, όπως το Σουδάν και η Αιθιοπία, για σπουδές σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Διαβιούσαν κυρίως σε αστικά κέντρα με άδεια διαμονής για λόγους σπουδών. Κάποιοι από αυτούς προχώρησαν μετά σε άλλες χώρες, άλλοι επέστρεψαν στις χώρες καταγωγής τους και άλλοι παρέμειναν στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών τους δημιούργησαν μια ένωση Αφρικανών φοιτητών, η οποία δραστηριοποιούνταν σε αίθουσες των φοιτητικών εστιών του ΕΚΠΑ. -Την ίδια χρονική περίοδο, μετά από αίτημα του ΣΕΒ, η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε σε διακρατική συμφωνία με το Πακιστάν για την αντιμετώπιση του ελλείμματος σε εργατικά χέρια σε εργοστάσια αλλά και στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά. Αν και η συμφωνία αναφέρεται σε διάφορες πηγές, σαφή στοιχεία για τον ακριβή αριθμό και τη ζωή της κοινότητας αυτής στην Αθήνα δεν υπάρχουν, πέρα από προσωπικές μαρτυρίες. Ο Μπατ, που ήρθε από το Πακιστάν στην

Ελλάδα το 1975, αναφέρει: «Όχι, είχαν έρθει και αρκετοί άλλοι Πακιστανοί το ’74-’75, μετά τη χούντα. Δουλεύανε οι περισσότεροι εδώ, στον Σκαραμαγκά. Πολλοί έφευγαν ναυτικοί στα καράβια. Ήταν και λίγο δύσκολα τα χρόνια, κυνήγαγε η αστυνομία τους παράνομους». Αυτή η παρουσία έχει καταγραφεί και σε μία από τις πρώτες απεργίες της Μεταπολίτευσης στο εργοστάσιο National Can, όπου περίπου 100 Πακιστανοί εργαζόμενοι συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις. -Τη δεκαετία του 1980 φθάνουν στην Αθήνα Φιλιππινέζοι (κυρίως Φιλιππινέζες), για να εργαστούν ως οικιακοί βοηθοί σε σπίτια μεσοαστών Αθηναίων στο Κολωνάκι και στα βόρεια προάστια, και σταδιακά εγκαθίστανται στις περιοχές των Αμπελοκήπων και των Ιλισίων. Αναφέρεται μάλιστα η ύπαρξη γραφείων που αναλάμβαναν τη συλλογή εγγράφων αλλά και την εκπαίδευση των μελλοντικών οικιακών βοηθών. Η Μαίρη από τις Φιλιππίνες αφηγείται σχετικά: «Φύγαμε από κει στις 16 Μαρτίου του 1987. Και ήρθαμε εδώ μαζί αεροπορικώς. Εδώ όλοι βρήκαν κάπου δουλειά, αλλά μετά από μερικά χρόνια αποφάσισαν να πάνε σε άλλη χώρα. Εμείς παραμείναμε στο γραφείο εύρεσης εργασίας και μας είπαν ότι έπρεπε να μας εκπαιδεύσουν πώς να δουλεύουμε στα σπίτια που θα μας έστελναν. Μας έδειξαν πώς να καθαρίζουμε ένα σπίτι, πώς να φροντίζουμε ένα μωρό. (…) Νομίζω ότι αυτοί που είχαν γραφείο ήταν ένα ζευγάρι, μια Φιλιππινέζα και ο Έλληνας άνδρας της. Γι’ αυτό εκεί βρεθήκαμε πολλοί από το Μπατάνγκας».

ΜΑΡΤΥΡΊΕΣ Οι μαρτυρίες των ανθρώπων αυτών στο Our Stories δεν μας δίνουν ποσοτικά δεδομένα αλλά ποιοτικά στοιχεία για τον χαρακτήρα και την εξέλιξη της παρουσίας τους στην πόλη της Αθήνας, και όχι μόνο. Είναι ενδεικτικές, αν και, φυσικά, δεν θεωρούνται αντιπροσωπευτικές με τη στενή έννοια του όρου. Επίσης, μας δίνουν μια πιο ευκρινή εικόνα της κατάστασης, δηλαδή πληροφορίες για το προφίλ των ανθρώπων που ήρθαν στην Ελλάδα καθώς και τους λόγους που τους οδήγησαν στη συγκεκριμένη χώρα. Τέλος, φανερώνουν την οπτική τους, τη ζωή που είχαν προτού τη στήσουν από την αρχή στην Ελλάδα, τις προσδοκίες τους από τη νέα χώρα καθώς και τον απολογισμό που οι ίδιοι κάνουν για τη ζωή που έκαναν εδώ.

ΚΟΙΝΌΤΗΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΔΟΧΉ Σε αυτό το πλαίσιο, έχει ενδιαφέρον να δούμε πόσο άλλαξε η ελληνική κοινωνία στο κομμάτι της αποδοχής του ξένου. Σε σχέση με την κοινωνία υποδοχής, ενδιαφέροντα ντοκουμέντα αποτελούν κάποια άρθρα στον Τύπο της εποχής: Σημειώνεται εδώ, πάντως, πως είναι χαρακτηριστικό το ότι συνήθως οι άνθρωποι αναφέρουν πως η ελληνική κοινωνία ήταν πιο δεκτική υπό την έννοια ότι τους έβλεπαν ως «εξωτικά φρούτα» και νιώθουν ότι δεν υπήρχε η ξενοφοβία με τον τρόπο που τη βίωσαν τα πιο πρόσφατα χρόνια. Αντίθετα, η Λίνα, που ήρθε στην Αθήνα από το Κονγκό το 1982, όταν ήταν 20 ετών, θυμάται ότι «τότε τα χρόνια ήταν λίγο δύσκολα. Δεν ήταν πολλοί οι ξένοι εδώ στην Ελλάδα και η κατάσταση ήταν καμιά φορά... Ε, βλέπεις, οι άνθρωποι σε κοιτούσαν σαν... Δεν είχαν δει μαύρη και κοιτούσαν με τρόπο που σε έκανε να νιώθεις άσχημα. Έλεγες “γιατί με κοιτάνε έτσι;”». Ο Μπατ συνεχίζει λέγοντας: «... Τότε, το ’75, ήταν πολύ λίγοι οι μετανάστες, η κατάσταση δεν ήταν όπως σήμερα. Αυτήν τη στιγμή οι περισσότεροι μετανάστες είναι από Αλβανία, τότε δεν υπήρχε ούτε ένας Αλβανός. Αυτοί όλοι ήρθαν μετά τη συμφωνία που έγινε. Πριν δεν είχαν καλές σχέσεις και δεν ερχόταν κανένας Αλβανός εδώ για να δουλέψει. Πακιστανοί, Ινδοί, Αιθίοπες ήταν εδώ πάρα πολλά χρόνια – από Αφρική περισσότερο. Από Φιλιππίνες ήρθαν μετά και στη συνέχεια από Μπα-


30.3.2023

Η ΦΩΝΗ ΚΑΙ Η ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑ ΣΤ(ΡΙ)ΩΝ

Τρεις γάμοι στην πολωνική καθολική εκκλησία της Αθήνας (1989)

Από τις μαρτυρίες προκύπτει μια εικόνα για τις απαρχές της άφιξης και οργάνωσης των μεταναστευτικών κοινοτήτων στην Αθήνα, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας 1960. Ειδικότερα, ο Μανσούρ με καταγωγή από το Σουδάν αναφέρει πως ήρθε στην Ελλάδα για σπουδές το 1969, όπως και άλλοι Σουδανοί, και πως εκείνη την εποχή διαμορφώθηκε μια ένωση Σουδανών φοιτητών η οποία έκανε συναντήσεις στο κτίριο της Χριστιανικής Ένωσης Νέων. Όσον αφορά τη λειτουργία μιας τέτοιας ένωσης την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας, αναφέρει: «… Θυμάμαι, φώναξαν τον πρόεδρο της ένωσης αυτής από την Ασφάλεια. Και του είπαν: “Εμείς καταλαβαίνουμε ότι εσείς, οι Σουδανέζοι, όπου πάτε, πρέπει να οργανώνεστε, να ασχολείστε με την πολιτική. Το πιο σημαντικό, που μας ενδιαφέρει, είναι να μην ανακατεύεστε με τα εσωτερικά της χώρας που σας φιλοξενεί…”». Και φαίνεται ότι όντως τέτοιες ενώσεις είχαν επίκεντρο τη διασύνδεση ομοεθνών φοιτητών και την οργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων. Ο Μανσούρ συνεχίζει: «Οι περισσότεροι είχαν υποτροφίες. Η κατάσταση στο Σουδάν δεν ήταν αυτή που είναι τώρα, δηλαδή μια σουδανική λίρα ίσον τριάντα δολάρια. Τώρα το ένα δολάριο είναι χίλιες σουδανικές λίρες. Τότε σου έστελναν από το Σουδάν δέκα ή είκοσι λίρες και έφταναν για να ζήσεις. Η ζωή στην Ελλάδα ήταν πάρα πολύ φθηνή. Οι Σουδανοί δεν είχαν πρόβλημα οικονομικό, είχαν υποτροφίες και η κυβέρνησή τους τούς έδινε βοήθεια». Πέρα από εθνικές ενώσεις φοιτητών, διαμορφώθηκε αργότερα και η Ένωση Αφρικανών Φοιτητών (αναφέρεται στις συνεντεύξεις ως «Πανάφρικαν»), η οποία δραστηριοποιούνταν σε χώρους των πανεπιστημίων όπως οι φοιτητικές εστίες στα Πατήσια και στα Ιλίσια. Η Λίνα αναφέρει: «Οι άντρες είχαν ομάδα ποδοσφαίρου και ομάδα μουσικής. Πήγαιναν να παίξουν μπάλα με διάφορες άλλες κοινότητες, π.χ. από το Καμερούν, έκαναν κάτι σαν τουρνουά ή έπαιζαν μουσική στη φοιτητική εστία στα Ιλίσια. Αυτή ήταν η διασκέδασή μας. Καμιά φορά πηγαίναμε και κανένα σινεμά, αυτά. Αυτά κάναμε ως νεολαία τότε, το ’80, μάλλον από το ’83 και μετά». Βέβαια, εκτός από τους φοιτητές, υπήρχαν άνθρωποι που είχαν έρθει στην Ελλάδα για να εργαστούν, πολλές φορές σε σπίτια Ελλήνων της διασποράς που είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα, όπως αναφέρουν σε μαρτυρίες τους άνθρωποι με καταγωγή από το Σουδάν, τη Σιέρα Λεόνε και την Αιθιοπία. Αυτές οι εμπειρίες διαφέρουν από αφηγητή σε αφηγητή. Υπάρχει το παράδειγμα της Μαίρης από τις Φιλιππίνες, που αναφέρει περήφανα πως είχε τρεις δουλειές ταυτόχρονα, αλλά και το παράδειγμα της Λορέτας από τη Σιέρα Λεόνε, που αντιμετώπιζε την απειλή της αστυνομίας όταν διεκδικούσε την πληρωμή της.

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΌΣ Στο τέλος κάθε αφήγησης μεταφερόμαστε στο σήμερα, όπου οι αφηγητές κάνουν τον απολογισμό τους. Είναι σαφές πως οι αντικειμενικές συνθήκες έχουν αλλάξει και η αίσθηση προσωρινότητας έχει μετατραπεί σε μια συνθήκη μονιμότητας. Αν μη τι άλλο, η δυνατότητα νομιμοποίησης και μονιμοποίησης της διαμονής όπως και η πρόσβαση (με περιορισμούς) στην ιθαγένεια εκ των πραγμάτων έχουν επιτρέψει και συνδιαμορφώσει το «ρίζωμα» που αναφέρουν και οι ίδιοι. Σχεδόν όλοι αναφέρουν πόσο σημαντική είναι η νομιμοποίηση και η πολιτογράφηση ώστε να έχουν την αίσθηση του ανήκειν και να ελπίζουν πως η δεύτερη γενιά μεταναστών δεν θα περάσει τα ίδια με αυτούς.

17

ΛΊΓΑ ΛΌΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΓΧΕΊΡΗΜΑ To Our Stories αποτελεί ένα πρότζεκτ προφορικής ιστορίας μετανάστευσης προς την Ελλάδα τις δεκαετίες 1970 και 1980. Μέσω προφορικών μαρτυριών και φωτογραφικού υλικού επιχειρείται η γνωστοποίηση της μακρόχρονης παρουσίας μεταναστευτικών κοινοτήτων στη χώρα, και ειδικότερα στην Αθήνα. Πρόκειται για ένα ανεξάρτητο εγχείρημα της Σεμπένε Ισέτε, το οποίο υλοποιήθηκε με την υποστήριξη της υποτροφίας Landecker Democracy του ιδρύματος Humanity In Action. Η εύρεση ανθρώπων και ιστοριών έγινε με τη συμβολή του Ελληνικού Φόρουμ Μεταναστών.

ΕΠΙΠΛΈΟΝ ΣΤΟΙΧΕΊΑ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΈΣ Από τα λίγα διαθέσιμα στοιχεία που υπάρχουν, καλό οδηγό αποτελεί το βιβλίο του Δημήτρη Κατσορίδα με τίτλο Ξένοι(;) εργάτες στην Ελλάδα (εκδόσεις Ίαμος, 1993). Σε αυτό αναφέρεται η υπόδειξη του ΣΕΒ στην κυβέρνηση Παπαδόπουλου το 1970 για την άφιξη εργατικού δυναμικού από τις ηπείρους της Αφρικής και της Ασίας για την κάλυψη αναγκών στην αγορά εργασίας. Συγκεντρώνονται επίσης τα μέχρι τότε διαθέσιμα στοιχεία για την παρουσία αλλοδαπών εργαζομένων στην Ελλάδα, όπως τα έχουν καταγράψει τα 3 σχετικά υπουργεία, το Εσωτερικών, το Δημοσίας Τάξης και το Ναυτιλίας. Τα στοιχεία αυτά κατά κύριο λόγο αναφέρονται σε ανθρώπους που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα ως εργάτες στη ναυτιλία και σε εργοστάσια. Το υπουργείο Εργασίας είχε καταγράψει το 1980, 28.628 νόμιμα απασχολούμενους αλλοδαπούς, αριθμός ο οποίος αυξήθηκε στους 33.891 το 1992. Ενδιαφέρον θα είχε να βρεθούν τα αριθμητικά στοιχεία για τους ανθρώπους που έφτασαν στην Ελλάδα τις δεκαετίες 1960-70, έτσι ώστε να ποσοτικοποιηθεί η εξέλιξη του φαινομένου στη χώρα.

ΕΚΤΟ

ΑΛΛΗΛΕΓΓΎΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΊΗΣΗ: ΤΑ ΘΕΜΈΛΙΑ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΜΈΝΩΝ ΚΟΙΝΟΤΉΤΩΝ ΠΟΥ ΓΝΩΡΊΖΟΥΜΕ ΣΉΜΕΡΑ

ΙΩΣΗΦ: «Κοιτάξτε, τουλάχιστον οι μετανάστες τώρα έχουν χαρτιά, δηλαδή τακτοποιήθηκε το θέμα της διαμονής, που ήταν μεγάλο πρόβλημα. Βέβαια, τώρα υπάρχει το πρόβλημα της εργασίας, οι περισσότεροι μετανάστες εργάζονται σε άθλιες δουλειές, δεν τους δίνουν καλές θέσεις». Είναι φανερό το αποτύπωμα των αλλαγών στη μεταναστευτική νομοθεσία όπως και ο τρόπος που επηρεάζει τον μελλοντικό σχεδιασμό των ανθρώπων που έχουν ζήσει και εργαστεί τουλάχιστον 30 χρόνια στην Ελλάδα». Α Ν Ν Α : «Όχι, θέλουμε απλώς να αλλάξει ο νόμος εδώ προς το καλύτερο για μας, για τους μετανάστες. Αυτό δεν είναι ανάγκη να γίνεται πάντα. Για παράδειγμα, γιατί πρέπει να αλλάξει η indefinite permit; Γιατί έπρεπε να την πάρουν και να την κάνουν δέκα χρόνια; Μετά την κατάργησαν ξανά και έγινε για πέντε χρόνια. Τώρα, αν τα ένσημα δεν φτάνουν, δεν μπορείς να την ανανεώσεις για πέντε χρόνια, θα σου τη δώσουν μόνο ένα, δύο, τρία χρόνια. Τι θα συμβεί σε κάποιον σαν εμένα όταν φτάσω εβδομήντα και δεν θα έχω άδεια;» Αυτό που είναι σίγουρα κοινό σε όλες τις αφηγήσεις είναι το ότι όλες και όλοι βλέπουν πως το μέλλον τους είναι στην Ελλάδα. ΛΙΝΑ: «Τώρα είναι διαφορετικά, γιατί έχουν μάθει οι Έλληνες να ζουν με ξένους. Δηλαδή, όταν περπατάς στον δρόμο, δεν σε κοιτάνε όπως παλιά, τότε που βγαίναν στο μπαλκόνι και ένιωθες ότι ­ δεν σε βλέπουν σαν άνθρωπο. Έχει αλλάξει αυτό, οι Έλληνες πάντα είναι οι άνθρωποι που βοηθάνε, αγαπάνε…» ΙΩΣΗΦ: «Εγώ θα μείνω μέχρι να πάρω σύνταξη. Και υπάρχει περίπτωση μετά να πάω στην Αίγυπτο για λίγο, να κάτσω εκεί και να γυρίσω εδώ. Αλλά εμείς εδώ ριζώσαμε, δεν μπορούμε τώρα, μετά από τόσα χρόνια, να αλλάξουμε». ΕΛΕΝΗ: «Αυτά που λες η Ελλαδίτσα μας. Τώρα εγώ είμαι Ελληνίδα, τελείωσε. Να σκεφτείς, όταν πάω στην Αιθιοπία, ­ που ­­ παλιότερα πήγαινα το καλοκαίρι κάθε χρόνο, αν δεν έβλεπα τον αδελφό μου και τα παιδιά, δεν χαμογέλαγα. Δεν μου φαινόταν ότι είναι η χώρα μου. Όταν όμως γύριζα εδώ, στην Ελλάδα, μόλις έβλεπα τη θάλασσα, δεν μπορείς να φανταστείς τι αισθανόμουν, πόση χαρά, είναι τρομερό πράγμα. Μια ασφάλεια, λέω “μπήκα σπίτι μου, στη χώρα μου”. Δεν είναι περίεργο αυτό τώρα; Να μισείς τη χώρα που γεννήθηκες, που μεγάλωσες;» ΜΠΑΤ: «Κοιτάξτε, εγώ ειλικρινά σας λέω ότι για τους μετανάστες πάντα ήταν και πάντα θα είναι δύσκολη η ζωή. Εκατό χρόνια να μένω εδώ, θα είμαι πάντα Πακιστανός, ποτέ Έλληνας. Όποιος μετανάστης έρχεται εδώ, ακόμα κι αν ζήσει πολλά χρόνια στη χώρα, πάντα θα αναγνωρίζεται σαν ξένος».

ΜΕΡΟΣ

γκλαντές. Αυτές ήταν, νομίζω, οι εθνικότητες που πρωτοήρθαν στην Ελλάδα. —Και από την ελληνική κοινωνία ποια ήταν η πρώτη σας εικόνα; Ήταν καλή. Οι Έλληνες τότε αγαπούσαν πάρα πολύ τους μετανάστες. Δεν είχαν αυτό το μίσος για τους ξένους. Ήμασταν γείτονες και η συμπεριφορά τους ήταν πάντα πάρα πολύ καλή προς τους μετανάστες. Όχι μόνο προς τους Πακιστανούς, γενικά προς όλους. Ήταν πολύ καλές οι εποχές που έχουμε περάσει στην Ελλάδα, πάρα πολύ καλές…»


LiFO764

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑΣ

ΠΟΛΗΣ


30.3.2023 Το κατάλυμα ενός Πακιστανού εργάτη γης στην Αυλώνα (1993)

ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

19


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ LiFO764

ΈΝΑ ΣΠΊΤΙ: ΔΙΑΔΟΧΙΚΈΣ ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΜΕΤΑ ΚΙΝΗΣΗΣ

ΠΩΣ ΈΝΑ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΌ ΣΠΊΤΙ ΤΟΥ 1922 ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ ΜΕ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Μ Ε Τ Α Κ Ι Ν Η Σ Η Σ Τ Ο Υ 2 0 ΟΥ Κ Α Ι 2 1 ΟΥ Α Ι Ω Ν Α ΕΛΈΝΗ ΚΥΡΑΜΑΡΓΙΟΎ ΕΝΤΕΤΑΛΜΕΝΗ ΕΡΕΥΝΗΤΡΙΑ, ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ

ΌΛΓΑ ΛΑΦΑΖΆΝΗ

ΙΣΤΟΡΙΚΌΣ ΚΑΙ ΔΡ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ, ΜΕΤΑΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΗΤΡΙΑ, ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ


30.3.2023

21

ΕΚΤΟ ΜΕΡΟΣ

Ένα κορίτσι από το Κουρδιστάν στο ξενοδοχείο Cairo City (Αθήνα, 1990).

Τι προσέχεις και τι προσπερνάς όταν διασχίζεις την πόλη; Πόσα βήματα έχουν διασταυρωθεί με τα δικά σου; Πόσοι άνθρωποι έφυγαν και έφτασαν στις γειτονιές της Αθήνας στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα;


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ LiFO764

O

ταν σκεφτόμαστε τη μετακίνηση των ανθρώπων και τις μαζικές μεταναστεύσεις, συνήθως εστιάζουμε στους λόγους της μετακίνησης, στα πρόσωπα, στις οικογενειακές ιστορίες ή στα ταξίδια των μεταναστών και των μεταναστριών. Τι θα συμβεί, όμως, αν επιχειρήσουμε να αφηγηθούμε τη μετακίνηση μέσα από το πρίσμα του αστικού χώρου; Του αστικού χώρου όχι μόνο ως υλικού χώρου, όπως σημείωνε ο Γάλλος φιλόσοφος Henri Lefebvre, αλλά ως χώρου κατοικίας, εργασίας, ελεύθερου χρόνου, ως τον χώρο όπου συγκροτούνται κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές σχέσεις σε πολλαπλές κλίμακες. Κι αν την ίδια στιγμή επιλέξουμε να δούμε την ιστορία των πόλεων μέσα από την πιο μικρή, την πιο ταπεινή κλίμακα του αστικού χώρου; Να μη σκεφτούμε την ιστορία της πόλης σε σχέση με μνημεία, δημόσια κτίρια, συμβολικούς τόπους ή αγάλματα αλλά μέσα από ένα σπίτι στην Καισαριανή, ένα παγκάκι στο Θησείο ή ένα κουρείο στα Πετράλωνα. Εκκινώντας από την προσφυγική μετακίνηση του 1922-24 και φτάνοντας ως το σήμερα, ο 20ός αιώνας αναδεικνύεται στην έρευνά μας1 ως ένα συνεχές αφίξεων και αναχωρήσεων. Τα τελευταία εκατό χρόνια άνθρωποι έρχονται και φεύγουν συνεχώς. Άνθρωποι που ίσως δεν θα συναντηθούν ποτέ, αλλά κατοικούν στα ίδια σπίτια, περπατούν στους ίδιους δρόμους, εργάζονται σε παρόμοια επαγγέλματα, έχουν κοινές ιστορίες, ανησυχίες και όνειρα. Αν δούμε τις ιστορίες της μετανάστευσης κατακερματισμένα, η καθεμία αποτελεί μια διαφορετική συνθήκη και αντικατοπτρίζει μια διαφορετική περίοδο. Αν τις δούμε, όμως, μέσα από το πρίσμα του αστικού χώρου, οι ιστορίες αυτές υφαίνουν ένα συνεχές πολλαπλών μετακινήσεων και μετασχηματισμών. Ένα συνεχές που σπάνια το αντιλαμβανόμαστε ως τέτοιο, ακόμα και όταν είμαστε κι εμείς ένα μικρό μέρος του. Ας σκεφτούμε, λοιπόν, την Αθήνα ως μια πόλη που υφαίνεται διαρκώς μέσα από τις διαδρομές, τις ιστορίες και τις εμπειρίες των κατοίκων της, μέσα από συναντήσεις και συγκρούσεις, αποχωρισμούς και αφίξεις που πάντα αφήνουν ίχνη περισσότερο ή λιγότερο ορατά στον αστικό χώρο. Ξετυλίγοντας αλλά και μπλέκοντας αυτά τα νήματα μετακίνησης και εργασίας, υφαίνουμε εδώ τη νοερή «βιογραφία» ενός σπιτιού στην Καισαριανή. Τον Σεπτέμβρη του 1924 ο Γ., που είχε έρθει πρόσφυγας από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας, λείπει ένα ολόκληρο βράδυ από το αντίσκηνο δίπλα στο Λοιμωδών του Συγγρού, όπου είχαν προσωρινά εγκατασταθεί με τη γυναίκα και τους δυο γιους του. Όταν το πρωί επιστρέφει τούς λέει να μαζέψουν τα λιγοστά τους πράγματα για να μετακομίσουν. Άκουσε χθες στην εκκλησία ότι τα πρώτα σπίτια ήταν έτοιμα, αλλά το Ταμείο Περιθάλψεως δεν προχωρούσε στη διανομή τους και ότι ήδη καταλαμβάνονταν από πρόσφυγες. Έτσι και ο ίδιος κατέλαβε ένα από αυτά, ένα μονόχωρο ξύλινο δωμάτιο στον υπό κατασκευή ακόμα προσφυγικό συνοικισμό της Καισαριανής – ένα από τα περίπου 6.500 οικήματα που κατασκεύασε το Ταμείο από το 1923 έως το 1925 σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας. Στο μονόχωρο δωμάτιο, χωρίς ρεύμα, τρεχούμενο νερό, χωρίς αποχέτευση και με κοινά μπάνια στην αυλή του τετραγώνου, ζει η οικογένεια τα επόμενα χρόνια, ενώ εκεί γεννιούνται και τα τρία ακόμα παιδιά τους. Ο Γ. εργάζεται ως πλανόδιος λούστρος στις γύρω γειτονιές, ενώ μετά από χρόνια καταφέρνει να ανοίξει το δικό του τσαγκάρικο στην Καισαριανή. Η γυναίκα του ράβει και επιδιορθώνει από το σπίτι ρούχα για τη γειτονιά. Το υπαίθριο κουζινάκι στο πλάι της ξύλινης κατοικίας τους γίνεται σιγά σιγά ένα πλινθόκτιστο δωμάτιο, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του ’30 άλλο ένα δωμάτιο προστίθεται κολλητά στο σπίτι για να ζήσει ο Ν., ο πρωτότοκος γιος, με τη σύζυγό του. Στις 7 Αυγούστου του 1944, ο άλλος του γιος, ο Δ., τότε 23 χρονών, συλλαμβάνεται ως μέλος του ΕΑΜ στη γειτονική προσφυγική γειτονιά του Βύρωνα

και τον στέλνουν σε στρατόπεδο εργασίας στη Γερμανία. Από τη Γερμανία δεν επιστρέφει ποτέ. Την άνοιξη του 1963, στη μεταπολεμική περίοδο, οι δύο κόρες της οικογένειας επιβιβάζονται στο Ακρόπολις Εξπρές και φτάνουν στο Μόναχο, έχοντας ήδη συμβόλαιο εργασίας με τη Siemens. Στα δεκατρία χρόνια από το 1960 έως και το 1973, που η Γερμανία αναστέλλει τις διμερείς συμβάσεις εργασίας λόγω της πετρελαϊκής κρίσης, έχουν φτάσει εκεί συνολικά 615.000 άντρες και γυναίκες από την Ελλάδα για να χτίσουν, μαζί με περίπου ενάμισι εκατομμύριο Ιταλούς, Ισπανούς, Πορτογάλους και Τούρκους, το οικονομικό «θαύμα» της μεταπολεμικής Γερμανίας. Το τραύμα του πολέμου διαδέχεται το θαύμα της βιομηχανικής ανάπτυξης για την προσφυγική οικογένεια από την Καισαριανή αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη. Με τα χρήματα από τα εμβάσματα η οικογένειά τους καταφέρνει, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, να αγοράσει ένα διαμέρισμα στις νέες πολυκατοικίες της αντιπαροχής που χτίζονται ανατολικά του συνοικισμού της Καισαριανής, εγκαταλείποντας για πάντα το προσφυγικό τους σπίτι. Το σπίτι τους, καθώς είναι πιο καλοδιατηρημένο, το νοικιάζουν δυο γειτόνισσες που είχαν μετακομίσει το ’48 στο ίδιο προσφυγικό τετράγωνο. Είχαν έρθει από την Κοζάνη λόγω της φτώχειας και των διωγμών του Εμφυλίου αλλά και του συντηρητικού περιβάλλοντος στο χωριό. Η μία εργάζεται ως ράφτρα φασόν στο σπίτι και συνεργάζεται με μικρές βιοτεχνίες, ενώ η δεύτερη προσέχει τα παιδιά μια πλούσιας οικογένειας γουναράδων από την Κοζάνη, που έχει έρθει επίσης στην Αθήνα. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, με τα χρήματα που έχουν μαζέψει και με ένα δάνειο αγοράζουν ένα τριάρι στο Χαλάνδρι και φεύγουν από την Καισαριανή, ακολουθώντας και ταυτόχρονα χαράσσοντας την προαστιοποίηση της περιόδου. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 φτάνει στην Αθήνα ο Ε. από την Αλβανία. Χωρίς χαρτιά, δουλεύει άτυπα στην οικοδομή και τον φιλοξενεί η οικογένεια του θείου, που νοικιάζει το σπίτι της Καισαριανής. Στο σπίτι αυτό ζει περίπου έναν χρόνο με την οικογένεια του θείου του και όταν αυτοί μετακομίζουν σε ένα μικρό ισόγειο διαμέρισμα στον Βύρωνα, το σπίτι μένει σε αυτόν. Το συντηρεί και το φροντίζει όσο μπορεί με προσωπική δουλειά και με υλικά που περισσεύουν από τις οικοδομές στις οποίες εργάζεται. Όταν το 2004 καταφέρνει, με την τελευταία μαζική νομιμοποίηση, να βγάλει χαρτιά και να γίνει «νόμιμος», έρχεται και η σύζυγός του από το Περμέτι της Αλβανίας, η οποία εργάζεται ως καθαρίστρια σε σπίτια στη γειτονιά. Η οικονομική κρίση μετά το 2010 στην Ελλάδα τούς αναγκάζει να επιστρέψουν στην Αλβανία το 2013, έχοντας καταφέρει εν τω μεταξύ να χτίσουν εκεί το δικό τους σπίτι.


30.3.2023

ΈΝΑ ΣΠΊΤΙ: ΔΙΑΔΟΧΙΚΈΣ ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΜΕΤΑ ΚΙΝΗΣΗΣ

23

γυναικών που (από τη φύση τους) φροντίζουν το σπίτι, τα παιδιά, τους ηλικιωμένους. Μια εργασία που δεν διακρίνει τα όρια μεταξύ οικιακού και εργασιακού χώρου, μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, μεταξύ εργασίας και βοήθειας/ φροντίδας. Αυτά τα όρια, άλλωστε, θολώνουν συχνά στη γυναικεία εργασία: όταν η γυναίκα «βοηθάει» τον σύζυγό της στο μαγαζί, όταν η ραπτομηχανή για το φασόν είναι στην κουζίνα του σπιτιού, όταν τα «οικιακά» συνεχίζουν να θεωρούνται κοινωνικός ρόλος και «φύση» της γυναίκας και όχι εργασία. Τα πρόσωπα των ιστοριών που αφηγηθήκαμε συναντιούνται νοερά στο προσφυγικό σπίτι της Καισαριανής. Οι ιστορίες τους είναι τόσο κοινές, τόσο καθημερινές, που τις προσπερνάμε σε μια βόλτα στην πόλη, που μοιάζουν μάλλον ασήμαντες για τις μεγάλες αφηγήσεις της αστικής ιστορίας. Είναι όμως αυτές οι «μικρές» και «ασήμαντες» ιστορίες που χάραξαν την ιστορία της μετακίνησης του 20ού αιώνα αλλά και την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Είναι, ταυτόχρονα, ακριβώς αυτές οι ιστορίες που έχουν διαμορφώσει την Αθήνα που κατοικούμε. Μια πόλη που, σε αντίθεση με τις εικόνες των γκέτο και του αποκλεισμού που συχνά κυριαρχούν, έχει υποδεχτεί, μέσα από πολλαπλές αντιθέσεις και συγκρούσεις, πολλές γενιές νεοφερμένων. Μια πόλη που αποτελεί ένα μωσαϊκό αφίξεων και αναχωρήσεων, συγκρούσεων και συναντήσεων μέσα στον τελευταίο αιώνα, όπως καθρεφτίζεται στα σπίτια και στα παγκάκια, στους δρόμους και στις πλατείες, στα βήματα και στον μόχθο των ανθρώπων της. 1

Μέσα από αυτή την οπτική δουλεύουμε τα τελευταία δύο χρόνια στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου «100memories» στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Πραγματοποιούμε μια παράλληλη έρευνα σε τέσσερις ελληνικές πόλεις, εξετάζοντας τη διαλεκτική σχέση μεταξύ μετανάστευσης και αστικού χώρου. Εκκινώντας από την προσφυγική μετακίνηση του 1922-1924 μετά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο και την Υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, εξετάζοντας ενδιάμεσες μαζικές μετακινήσεις και φτάνοντας έως την άφιξη των προσφύγων στην Ευρώπη το 2015, ο 20ός αιώνας αναδεικνύεται ως ένα συνεχές αφίξεων και αναχωρήσεων. Περισσότερα στα https://100memories.gr και https://100sources.eie.gr.

ΜΕΡΟΣ

Το σπίτι της Καισαριανής νοικιάζεται σε δυο αδέλφια από τη Λαχώρη που είχαν φτάσει στην Ελλάδα από τις αρχές του 2000. Μέχρι σήμερα κατοικούν εκεί, με έναν ξάδελφο και έναν ακόμα συντοπίτη τους που ήρθαν με τη μεγάλη προσφυγική μετακίνηση του 2015, για να μοιράζονται το έτσι κι αλλιώς χαμηλό ενοίκιο. Για χρόνια τα δύο αδέλφια εργάζονταν ως πλανόδιοι μικροπωλητές στις γύρω περιοχές, επάγγελμα που δίδαξαν στους δυο νεοφερμένους φίλους τους, καθώς το 2016 κατάφεραν να ανοίξουν ένα μικρό κουρείο στον Βύρωνα. Εκκινώντας από την ιστορία ενός προσφυγικού σπιτιού δεν σημαίνει ότι μένουμε στις μικρές ιστορίες των κατοίκων του ή στην κλίμακα του τοπικού. Αντίθετα, η ιστορία ενός σπιτιού μπορεί να αποτελεί την είσοδο στις«μεγάλες» ιστορίες ενός αιώνα: τις πληθυσμιακές μετακινήσεις, τους διωγμούς, τους πολέμους, τις γεωπολιτικές αλλαγές, τις κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις, τις περιόδους άνθησης και κρίσης της οικονομίας. Ταυτόχρονα, όμως, και σε αντίθεση με την ιστορία που επικεντρώνεται μόνο στα «μεγάλα» ιστορικά γεγονότα, εκκινώντας από την κλίμακα του καθημερινού, μπορούμε να δούμε πώς τα μεγάλα γεγονότα παράγουν τις μικρές, καθημερινές ιστορίες των ανθρώπων αλλά και παράγονται μέσα σε αυτές. Μπορούμε να δούμε πώς η ταξική θέση, η εθνικότητα, το φύλο και ο σεξουαλικός προσανατολισμός διαμορφώνουν το πεδίο επιλογών των ανθρώπων αλλά και το πεδίο της αμφισβήτησης, τις απόπειρες αντίστασης στα κατώφλια, το ξαναστήσιμο της ζωής. Στις γειτονιές της Αθήνας, τα βήματα ενός λούστρου του ’30 διασταυρώνονται με αυτά των πλανόδιων πωλητών των δεκαετιών μετά το ’90. Το πλανόδιο εμπόριο, ένα είδος εργασίας τόσο ορατό και παράλληλα τόσο αόρατο στον αστικό χώρο, αποτελεί μια διέξοδο για τους νεοφερμένους κάθε εποχής. Δεν χρειάζεται κεφάλαιο, άδεια, εξειδίκευση, αλλά για να βγει ένα έστω μικρό μεροκάματο απαιτεί πάρα πολλές ώρες δουλειάς. Και ενώ τα βήματά τους διασταυρώνονται, η πραμάτεια τους μας λέει άλλες ιστορίες: η βούρτσα και το βερνίκι γίνονται CD τη δεκαετία του ’90 και γκατζετάκια από την Κίνα μετά το 2000, μαρτυρώντας τις τεράστιες τεχνολογικές αλλαγές κατά τη διάρκεια του αιώνα αλλά και την παγκοσμιοποίηση του εμπορίου. Οι χώρες καταγωγής τους μαρτυρούν, αντίστοιχα, τις νέες γεωγραφίες της παγκόσμιας ανισότητας και τις αλλαγές στην κινητικότητα και τον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας. Και εάν το πλανόδιο εμπόριο είναι μια, έστω και φευγαλέα, ορατή μορφή εργασίας στον αστικό χώρο, η οικιακή εργασία είναι πολύ πιο αόρατη, αν και τμήμα της βιωμένης αστικής εμπειρίας. Μια εργασία γένους θηλυκού, όπως άλλωστε και όλη η εργασία της κοινωνικής αναπαραγωγής. Συνδέεται με την ανυπέρβλητη εδώ και πολλούς αιώνες κυρίαρχη κοινωνική αναπαράσταση των

ΕΚΤΟ

Οικογένειες Κούρδων στο ξενοδοχείο Cairo City


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ LiFO764

ΜΕΤΑ ΝΆΣΤΕΣ ΚΑΙ ΣΤΕΓΑΣΗ

ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΈΣ ΔΙΑΔΡΟΜΈΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΏΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΏΝ, ΑΠΌ ΤΗΝ ΑΣΤΕΓΊΑ ΜΈΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΔΙΟΚΑΤΟΊΚΗΣΗ ΔΗΜΉΤΡΗΣ ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΊΔΗΣ

ΔΡ. ΠΟΛΕΟΔΌΜΟΣ - ΓΕΩΓΡΆΦΟΣ, ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΓΑΣΗΣ


30.3.2023

25

ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

Ο Σιντάχμετ, Σουδανός δημοσιογράφος και πολιτικός πρόσφυγας, στην ταράτσα του σπιτιού του στην Αθήνα (1989)


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ένας Σουδανός φίλος του Σιντάχμετ

LiFO764

Σ

το πλαίσιο της λεγόμενης «νέας μετανάστευσης» προς την Ελλάδα, που ξεκινά να κλιμακώνεται μετά το 1990, η μεγάλη πλειοψηφία του μεταναστευτικού πληθυσμού συγκεντρώνεται στις αστικές περιοχές της χώρας, ως επί το πλείστον στην περιφέρεια Αττικής και ειδικά στον δήμο Αθηναίων. Οι πρώτοι μετανάστες και οι πρώτες μετανάστριες φτάνουν πρωτίστως από την Αλβανία και άλλες χώρες των Βαλκανίων και του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, ενώ μετά το 2000 προστίθεται ένας σημαντικός αριθμός από την Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Πρόκειται για έναν πληθυσμό έντονα διαφοροποιημένο στο εσωτερικό του, όχι μόνο ως προς τις εθνοτικές καταγωγές αλλά και ως προς τα κοινωνικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του, τους λόγους, τους χρόνους και τους τρόπους άφιξης στη χώρα, τις εμπειρίες εγκατάστασης και ένταξης στον τόπο υποδοχής. Η στέγαση των μεταναστών, βασική διάσταση της εγκατάστασης και της ένταξής τους στον χώρο και την κοινωνία, δεν αποτελεί βέβαια κοινή και ενιαία εμπειρία. Χάριν συντομίας, η στεγαστική τους εμπειρία παρουσιάζεται στη συνέχεια με τρόπο σχηματικό αλλά ενδεικτικό, με την απαραίτητη στο σημείο αυτό επισήμανση πως στην πραγματικότητα είναι αρκετά πιο σύνθετη και μπορεί να διαφοροποιείται κατά περίπτωση. Πεδίο αναφοράς αποτελεί, και πάλι με τρόπο ενδεικτικό, η πόλη της Αθήνας. Σημειώνεται εξαρχής ότι στην περίπτωση της Ελλάδας η στέγαση των μεταναστών δεν αποτέλεσε αντικείμενο συγκροτημένων και αποφασιστικών δημόσιων πολιτικών, όπως συνέβη στην περίπτωση άλλων χωρών της κεντροδυτικής και βόρειας Ευρώπης, για παράδειγμα μέσα από τη διάθεση στέγης σε συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, οι μετανάστες στην Ελλάδα και ειδικά στην Αθήνα ακολούθησαν «ανοδικές στεγαστικές διαδρομές», από την αστεγία μέχρι και την ιδιοκατοίκηση χάρη σε ατομικές στεγαστικές στρατηγικές που κατέστρωσαν οι ίδιοι, στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς ενοικίων και ακινήτων. Μοιάζει παράδοξο, αλλά κατέστη δυνατό κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές, οικονομικές, κοινωνικές και άλλες συνθήκες, οι οποίες ίσχυαν πριν από το ξέσπασμα της κρίσης και έχουν ανατραπεί σήμερα, θέτοντας με νέο τρόπο ερωτήματα και ανησυχίες για τη στέγαση όχι μόνο των μεταναστών περασμένων δεκαετιών αλλά και των προσφάτως αφιχθέντων προσφύγων και άλλων «ευάλωτων» πληθυσμιακών ομάδων.

ΗΧΗΡΈΣ ΑΠΟΥΣΊΕΣ ΔΗΜΌΣΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΉΣ Πηγαίνοντας πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τη στιγμή που η «νέα μετανάστευση» προς την Ελλάδα αρχίζει να κλιμακώνεται, η ελληνική πολιτεία στέκεται όχι μόνο απροετοίμαστη αλλά και απρόθυμη να υποδεχτεί τον (νέο) μεταναστευτικό πληθυσμό. Για να σταθούμε στις πιο ηχηρές απουσίες δημόσιας πολιτικής που έχουν εδώ ιδιαίτερη σημασία, απουσιάζει καταρχάς μια συνεκτική, ολοκληρωμένη και αποτελεσματική δημόσια πολιτική που να διευθετεί τους όρους εισόδου και παραμονής των μεταναστών στη χώρα, οι οποίοι ουσιαστικά ωθούνται να εισέλθουν και να παραμείνουν επί μακρόν σε αυτήν χωρίς τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα. Απουσιάζει επίσης μια συνεκτική, ολοκληρωμένη και αποτελεσματική δημόσια πολιτική για την ένταξη των μεταναστών στην αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα –σε συνδυασμό με την προηγούμενη απουσία– να υφίστανται συνθήκες σκληρής εργασιακής εκμετάλλευσης, πολύ συχνά στο πλαίσιο της «άτυπης» οικονομίας. Τέλος, απουσιάζει μια δημόσια πολιτική για την πρόσβαση των μεταναστών στην κατοικία, με αποτέλεσμα να αναζητούν στέγη αποκλειστικά στην ελεύθερη αγορά ενοικίων, βασισμένοι στις δικές τους οικονομικές δυνάμεις και μόνο. Σαν όλα αυτά να μην ήταν αρκετά, στην αρένα του δημόσιου λόγου οι μετανάστες αντιμετωπίζονται σταθερά ως a priori εξαθλιωμένα, εγκληματικά και περιθωριακά υποκείμενα και κατηγορούνται ως συλλογικά υπεύθυνοι για την υποβάθμιση και την γκετοποίηση των περιοχών στις οποίες συγκεντρώνονται.


30.3.2023 Παρά τις ηχηρές απουσίες δημόσιας πολιτικής, οι οποίες προδιαγράφουν μια μάλλον δύσκολη ένταξη των μεταναστών στον χώρο και την κοινωνία, και αντίθετα με την περιρρέουσα ρητορική περί γκετοποίησής τους, οι μετανάστες καταφέρνουν να δραπετεύσουν γρήγορα από τις άθλιες συνθήκες στις οποίες βρίσκονται τον πρώτο καιρό μετά την άφιξή τους στην Αθήνα –και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας– και να ακολουθήσουν «ανοδικές στεγαστικές διαδρομές», αναβαθμίζοντας σταδιακά τόσο τις στεγαστικές συνθήκες όσο και το καθεστώς ενοίκησης ορισμένες φορές. Χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα και χωρίς εργασία, αρχικά βρίσκονται άστεγοι στον δρόμο, σε κεντρικές πλατείες και σταθμούς ή συνωστισμένοι σε εγκαταλελειμμένα κτίρια, φτηνά ξενοδοχεία και υπενοικιασμένα διαμερίσματα του κέντρου, όπως αναλυτικά περιγράφεται στις πρώτες σχετικές ερευνητικές εργασίες. Αρκετά γρήγορα όμως, βρίσκοντας την πρώτη τους δουλειά, οι μετανάστες αποκτούν πρόσβαση στην κατοικία, αναγκαστικά στην ελεύθερη αγορά ενοικίων, βασισμένοι αποκλειστικά στις δικές τους οικονομικές δυνάμεις. Τα πρώτα διαμερίσματα ενοικιάζονται στα εγκαταλελειμμένα από τους «ντόπιους» υπόγεια και ισόγεια των αθηναϊκών πολυκατοικιών, συχνά χωρίς τη δυνατότητα ηλιασμού και αερισμού, χωρίς θέρμανση και χωρίς επαρκείς εγκαταστάσεις υγιεινής. Με τα χρόνια, οι στεγαστικές συνθήκες των μεταναστών αναβαθμίζονται, καθώς ανακαινίζουν τα διαμερίσματα με ίδια οικονομικά μέσα και προσωπική (υπερ)εργασία ή μετακομίζουν σε πιο κατάλληλους χώρους, σε ψηλότερους ορόφους, σε συνθήκες χαμηλότερου συνωστισμού, λειτουργικών οικιακών εγκαταστάσεων και επαρκούς υγιεινής. Τέλος, μετά από ένα ικανό διάστημα παραμονής και εργασίας στη χώρα, κυρίως από το 2000 και έπειτα, ένας μικρότερος αλλά σημαντικός αριθμός μεταναστών αποκτά πρόσβαση ακόμα και σε ιδιόκτητη κατοικία. Επενδύει σε αυτήν οικογενειακές αποταμιεύσεις ή/και δανεικά χρήματα, προσβλέποντας σε ένα ασφαλές στεγαστικό μέλλον. Ειδικά ως προς την πρόσβαση των μεταναστών σε ιδιόκτητη κατοικία, η σχετική επιστημονική έρευνα έχει οδηγηθεί σε λεπτομερή ευρήματα1. Ενδεικτικά, καταγράφεται ότι, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 2000-2010 και ειδικά

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΊ ΠΑΡΆΓΟΝΤΕΣ ΤΩΝ ΑΝΟΔΙΚΏΝ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΏΝ ΔΙΑΔΡΟΜΏΝ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΏΝ Εάν ανακαλέσουμε τις ηχηρές απουσίες δημόσιας πολιτικής για την υποδοχή και την ένταξη των μεταναστών που επισημάνθηκαν παραπάνω, τότε οι ανοδικές στεγαστικές διαδρομές που οι μετανάστες κατά πλειοψηφία ακολούθησαν, από την αστεγία μέχρι και την πρόσβαση σε ιδιόκτητη κατοικία, μοιάζουν με ένα μεγάλο παράδοξο. Όμως οι ανοδικές στεγαστικές διαδρομές τους μπορούν να ερμηνευτούν μέσα από συγκεκριμένους μηχανισμούς που περιγράφονται στη συνέχεια και, σημειωτέον, ανήκουν σχεδόν αποκλειστικά στη σφαίρα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, δηλαδή των στεγαστικών στρατηγικών που οι ίδιοι κατέστρωσαν, στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς ενοικίων και ακινήτων.

27

ΕΚΤΟ

ΑΝΟΔΙΚΈΣ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΈΣ ΔΙΑΔΡΟΜΈΣ, ΑΠΌ ΤΗΝ ΑΣΤΕΓΊΑ ΜΈΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΔΙΟΚΑΤΟΊΚΗΣΗ

στον δήμο Αθηναίων, οι μετανάστες συμμετέχουν στην αγορά ακινήτων κατά 7%, ποσοστό σημαντικό δεδομένου ότι το δημογραφικό τους βάρος στο σύνολο του πληθυσμού του δήμου άγγιξε το 17,5% το 2001 και το 16% το 2011. Σε μεγάλη απόσταση από τους υπόλοιπους, τη μεγαλύτερη συμμετοχή στην αγορά οικιστικών ακινήτων εμφανίζουν οι Αλβανοί (που είναι ούτως ή άλλως μακράν οι περισσότεροι μεταξύ των μεταναστών), στη συνέχεια οι Ρουμάνοι, οι Βούλγαροι και όσοι προέρχονται από το πρώην Ανατολικό Μπλοκ, ενώ μικρότερη συμμετοχή εμφανίζουν όσοι προέρχονται από χώρες της Ασίας και της Εγγύς Ανατολής και ελάχιστη όσοι προέρχονται από την Αφρική (Γράφημα 1). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μετανάστες ιδιοκτήτες στην Αθήνα δεν αγοράζουν τα πιο στενόχωρα διαμερίσματα ούτε αυτά που βρίσκονται στους χαμηλότερους ορόφους των πολυκατοικιών. Περίπου οι μισοί (40%) αγοράζουν διαμερίσματα μεταξύ 60 και 80 τετραγωνικών μέτρων, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (20%) μεταξύ 80 και 100. Όσο για τον όροφο στον οποίο βρίσκονται τα αγορασμένα διαμερίσματα, περισσότεροι από τους μισούς κατοικούν μεταξύ του ισογείου και του δεύτερου ορόφου, ένα σημαντικό ποσοστό (19%) στον τρίτο και στον τέταρτο, ενώ λίγοι παραμένουν στα υπόγεια και στα ημι-υπόγεια των πολυκατοικιών ή αποκτούν πρόσβαση σε ψηλότερους ορόφους (Γράφημα 2). Είναι κρίσιμο να επισημανθεί ότι, είτε ως ενοικιαστές είτε ως ιδιοκτήτες, οι μετανάστες δεν περιχαρακώνονται σε γειτονιές αμιγούς μεταναστευτικής παρουσίας αλλά συγκατοικούν με τους «ντόπιους» σε κοινωνικά και εθνοτικά μεικτές περιοχές, δηλαδή χωρίς να διαμορφώνονται μεταξύ τους ακραίοι στεγαστικοί διαχωρισμοί. Διαχρονικά, αυξημένες συγκεντρώσεις μεταναστών εντοπίζονται μεν πέριξ, βόρεια και δυτικά της Ομόνοιας (στις γειτονιές με το μεγαλύτερο κενό κτιριακό απόθεμα, εγκαταλελειμμένο σε μεγάλο βαθμό από τον «ντόπιο» πληθυσμό, παλαιωμένο και φτηνό), όμως, παράλληλα, η μεταναστευτική εγκατάσταση διαχέεται σε όλη την έκταση του δήμου (ακόμα και σε ακριβότερες γειτονιές στα ανατολικά και νότια) (Χάρτης 1). Μετανάστες και «ντόπιοι» συγκατοικούν όχι μόνο στις ίδιες γειτονιές αλλά και στις ίδιες πολυκατοικίες υπό το σχήμα του καθιερωμένου και γνωστού στο ελληνικό πλαίσιο κατακόρυφου (κοινωνικού και εθνοτικού) στεγαστικού διαχωρισμού: φτωχότερα νοικοκυριά, κυρίως μεταναστών και ενοικιαστών, περιορίζονται στα διαμερίσματα των χαμηλότερων ορόφων, ενώ πιο ευκατάστατα νοικοκυριά, κυρίως Ελλήνων και ιδιοκτητών, απολαμβάνουν τα πιο προνομιακά διαμερίσματα στους υψηλούς ορόφους και στα ρετιρέ. Βέβαια, η χωρική εγγύτητα μεταξύ «ντόπιων» και μεταναστών δεν συνεπάγεται απαραίτητα και (αρμονική) κοινωνική επαφή. Οι κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ «ντόπιων» και μεταναστών δεν είναι μονοσήμαντες αλλά κυμαίνονται από την ειρηνική διεθνοτική συνύπαρξη, φιλία και αλληλεγγύη –στην ευτυχή περίπτωση– μέχρι την απουσία αλληλεπίδρασης ή, ακόμα χειρότερα, τη μισαλλοδοξία, τη ρατσιστική απόρριψη και σύγκρουση.

ΜΕΡΟΣ

ΜΕΤΑ ΝΆΣΤΕΣ ΚΑΙ ΣΤΕΓΑΣΗ


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΕΤΑ ΝΆΣΤΕΣ ΚΑΙ ΣΤΕΓΑΣΗ

Τα μικρά παιδιά μιας οικογένειας Κούρδων σε δωμάτιο του ξενοδοχείου Cairo City που επιστρατεύτηκε για την προσωρινή διαμονή τους (Αθήνα, 1990)

Καταρχάς, φτάνοντας και παραμένοντας στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 αλλά και αργότερα, μέχρι και την περίοδο προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, οι μετανάστες πετυχαίνουν μια ιδιαιτέρως ευνοϊκή συγκυρία αυξημένης ζήτησης για φτηνή και ευέλικτη εργασία: οι άντρες πρωτίστως στον τομέα των κατασκευών και οι γυναίκες πρωτίστως στις υπηρεσίες καθαριότητας και προσωπικής φροντίδας. Η αυξημένη αυτή ζήτηση εργασίας επέτρεψε την πολυαπασχόληση και σταθερή υπερεργασία όλων των μελών των μεταναστευτικών νοικοκυριών, με αποτέλεσμα τα συνολικά τους εισοδήματα να μην είναι πάντα μικρά, παρότι οι θέσεις εργασίας στις οποίες απασχολήθηκαν ήταν χαμηλού κύρους και χαμηλά αμειβόμενες. Εν τω μεταξύ, κατά τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια παραμονής τους στη χώρα και εργασίας τους στα εν λόγω επαγγέλματα, τα εισοδήματά τους διέφευγαν τη φορολογία, δεδομένης της –πολύ συχνά και επί μακρόν– «άτυπης» απασχόλησής τους. Με το πέρασμα των χρόνων, αποκτώντας τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα, οι μετανάστες μπόρεσαν να εργαστούν και νόμιμα πια, αναβαθμίζοντας σταδιακά την επαγγελματική και μισθολογική τους κατάσταση. Μάλιστα, φροντίζοντας για την (αυτο)ασφάλισή τους (παρά την εμπεδωμένη πεποίθηση ότι εισφοροδιαφεύγουν), εισέπραξαν κοινωνικά επιδόματα που δικαιούνταν και τους ανακούφισαν οικονομικά, όπως το επίδομα ενοικίου από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ), το επίδομα ανεργίας και το επίδομα τέκνων από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ). Τέλος, ορισμένοι συμπλήρωσαν τα μηνιαία εισοδήματά τους εισπράττοντας παράλληλα χρήματα από τη χώρα προέλευσης, όπως η σύνταξη ενός εκλιπόντα συγγενή, το ενοίκιο από τη μίσθωση κάποιου ιδιόκτητου σπιτιού εκεί ή τα χρήματα που κέρδισαν από την πώλησή του. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με μια μακροχρόνια στρατηγική ελάχιστης κατανάλωσης, επέτρεψαν στους μετανάστες την αποταμίευση σημαντικών χρηματικών ποσών, καθιστώντας την πρόσβασή τους ακόμα και σε ιδιόκτητη κατοικία όχι μόνο ευκταία αλλά και εφικτή. Η δυνατότητα ορισμένων να αποκτήσουν ιδιόκτητη κατοικία ενισχύθηκε σημαντικά και από τον τραπεζικό δανεισμό, με τη συμβολή στο σημείο αυτό και ενός δημόσιου οργανισμού, του ΟΕΚ, που επιδότησε τα περισσότερα από τα στεγαστικά δάνεια που συνάφθηκαν.

LiFO764

Η ΣΤΈΓΑΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΏΝ ΜΕΤΆ ΤΟ ΞΈΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΊΣΗΣ Μετά το ξέσπασμα της κρίσης, που διαρκεί και βαθαίνει εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία πλέον, οι ανοδικές στεγαστικές διαδρομές των μεταναστών ανακόπτονται βιαίως. Οι ευνοϊκές συγκυρίες, που ίσχυαν σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και στο πρώτο μισό του 2000, έχουν ανατραπεί έκτοτε, με σημαντικότερη ίσως την (τότε) υψηλή ζήτηση εργασίας τόσο για άντρες όσο και για γυναίκες μετανάστριες. Σε συνθήκες γενικευμένης λιτότητας και φτωχοποίησης, η στεγαστική κατάσταση των μεταναστών, όπως και πολλών ακόμα πληθυσμιακών ομάδων, διακυβεύεται συνολικά, με επιπτώσεις που κυμαίνονται από την επιδείνωση των στεγαστικών συνθηκών μέχρι τον κίνδυνο έξωσης ή πλειστηριασμού και τη διαμονή (ξανά) στον δρόμο. Παράλληλα,

χαρτησ 1 Χωρική κατανομή ιδιόκτητων κατοικιών μεταναστών (δήμος Αθηναίων, 2000-2010, τυχαίο δείγμα 277 ιδιοκτησιών. Πηγή στοιχείων: Αρχείο Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, επεξεργασία του συγγραφέα)

η ηχηρή απουσία δημόσιων πολιτικών για τη στέγαση των μεταναστών, που διαπιστώθηκε για όλες τις προηγούμενες δεκαετίες της «νέας μετανάστευσης» προς την Ελλάδα, έχει γίνει σήμερα εκκωφαντική. Η υπόθεση της στέγασης των μεταναστών, που ελάχιστα είχε απασχολήσει τη δημόσια συζήτηση και δράση, έχει λίγο-πολύ ξεχαστεί, ενώ από το 2015 και μετά προστέθηκε μία ακόμα, επίσης κρίσιμη υπόθεση, αυτή της στέγασης των προσφύγων. Αν η πρόσβαση των μεταναστών σε αξιοπρεπή και επαρκή κατοικία αποτελεί μέλημα, τότε η αυτορρύθμιση στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς ενοικίων και ακινήτων, στην οποία λίγο-πολύ αφέθηκε η υπόθεση στο παρελθόν, δεν αποτελεί πειστική πρόταση. Ούτε η αυτενέργεια των μεταναστών ως ενεργών δρώντων και όχι θυμάτων των περιστάσεων μπορεί να προκρίνεται ως λύση εκ μέρους μιας συντεταγμένης πολιτείας. Στις τρέχουσες συνθήκες παρατεταμένων, πολλαπλών και σύνθετων κρίσεων υπάρχει απόλυτη ανάγκη για άσκηση συγκροτημένων, αποφασιστικών και εμπνευσμένων δημόσιων πολιτικών (πέρα από αυτές της επιδότησης των ενοικίων και των στεγαστικών δανείων), σε συνδυασμό με την ανάληψη δυναμικών πρωτοβουλιών εκ μέρους της ευρύτερης κοινωνίας των πολιτών (πέρα από μεμονωμένες δράσεις και προγράμματα αλληλεγγύης). Η (ανα)δημιουργία ενός ευνοϊκού πλαισίου υποδοχής των μεταναστών, πρόσβασης στην κατοικία, ένταξης στον χώρο και στην κοινωνία, ανάσχεσης του ρατσισμού και της ξενοφοβίας κρίνεται επιβεβλημένη. Ένα τέτοιο ευνοϊκό πλαίσιο θα περιλάμβανε τη δημιουργία όχι μόνο σημαντικών ευκαιριών επαγγελματικής και οικονομικής αποκατάστασης, οι οποίες συνέβαλαν σημαντικά στη θετική στεγαστική εμπειρία των μεταναστών κατά το παρελθόν, αλλά και όλων των απαραίτητων συνθηκών για πρόσβαση στην αγορά εργασίας, στην κοινωνική ασφάλιση, στην εκπαίδευση, στην υγεία, στη θρησκευτική λατρεία και –μέσα από αυτά και μαζί με αυτά– στην κατοικία.


30.3.2023 Εγγύς Αφρική Ανατολή Λοιπή Ασία

6 %

6

21%

4 Ρουμανία

%

4

2 1% 7ος

%

%

Υπόλοιπο Πρώην Ανατολικό Μπλοκ

29

1 0% 8ος

2

57% Αλβανία

γράφημα 1 Ποσοστιαία συμμετοχή των μεταναστών στις αγορές κατοικίας κατά περιοχή προέλευσης (δήμος Αθηναίων, 2000-2010, τυχαίο δείγμα 3.089 μεταναστών ιδιοκτητών. Πηγή στοιχείων: Αρχείο Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, επεξεργασία του συγγραφέα)

7 3% 6ος 16 6% 5ος 27 10% 4ος 24 9% 3ος 64 25% 2ος 58 22% 1ος 39 15%

ισόγειο

11 4% ημιυπόγειο

%

12 5%

Βουλγαρία

γράφημα 2 Κάθετη κατανομή των μεταναστών ιδιοκτητών κατά όροφο (δήμος Αθηναίων, 2000-2010, τυχαίο δείγμα 262 ιδιοκτησιών. Πηγή στοιχείων: Αρχείο Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, επεξεργασία του συγγραφέα)

υπόγειο

Τα ποσοτικά ευρήματα για την πρόσβαση των μεταναστών σε ιδιόκτητη κατοικία που παρουσιάζονται εδώ προέκυψαν από ποσοτική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο αρχείο του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2010-2011 και 2013-2014, στο πλαίσιο εκπόνησης της διδακτορικής διατριβής του συγγραφέα. Για τις ανάγκες της ποσοτικής έρευνας στο αρχείο του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, αντλήθηκε τυχαίο δείγμα 45.000 μεταβιβάσεων ακινήτων που πραγματοποιήθηκαν στον δήμο Αθηναίων κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 2000-2010.

ΟΠΤΙΚΌ ΥΛΙΚΌ Πηγή οπτικού υλικού: Μπαλαμπανίδης, Δ. (2016). «Γεωγραφίες της εγκατάστασης των μεταναστών στην Αθήνα, 2000-2010: Στεγαστικές διαδρομές, πρόσβαση στην ιδιοκτησία και εθνοφυλετικοί χωροκοινωνικοί διαχωρισμοί», Αθήνα: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών, https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/38035

ΜΕΡΟΣ

1

ΕΚΤΟ

ΠΗΓΈΣ Αράπογλου, Β., Καβουλάκος, Κ. Ι., Κανδύλης, Γ. και Μαλούτας, Θ. (2009). «Η νέα κοινωνική γεωγραφία της Αθήνας: Μετανάστευση, ποικιλότητα και σύγκρουση», Σύγχρονα Θέματα, 107: 57-66 Βαΐου, Ντ. (επιστ. υπεύθυνη) κ.ά. (2007). Διαπλεκόμενες καθημερινότητες και χωροκοινωνικές μεταβολές στην πόλη. Μετανάστριες και ντόπιες στις γειτονιές της Αθήνας, Αθήνα: L-Press και ΕΜΠ Balampanidis, D. (2020). “Housing pathways of immigrants in the city of Athens: From homelessness to homeownership. Considering contextual factors and human agency”, Housing, Theory & Society, 37 (2): 230-250 Balampanidis, D. and Bourlessas, P. (2019). “Ambiguities of vertical multi-ethnic coexistence in the city of Athens: Living together but unequally between conflicts and encounters”, in Van Kempen, R., Oosterlynck, S. and Verschraegen, G. (ed.), Divercities. Understanding super-diversity in deprived and mixed neighbourhoods, Bristol: Policy Press: 165-186 Καβουλάκος, Κ. Ι. και Κανδύλης, Γ. (2010). «Τοπική αντιμεταναστευτική δράση και αστική σύγκρουση στην Αθήνα», Γεωγραφίες, 17: 105-109


LiFO764 AGGELOS BARAI

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑΣ

ΠΟΛΗΣ


30.3.2023 Γάμος Νιγηριανών. Ο Ντάνιελ (ο γαμπρός) και οι φίλοι του λίγη ώρα πριν από την τέλεση του μυστηρίου στην υπόγεια εκκλησία στην περιοχή της Κυψέλης.

ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

31


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ LiFO764

Ο ΜΕΤΑ ΝΑΣΤΗΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ

ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΧΩΡΟΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΕΡΒΊΝ ΣΈΧΟΥ

ΥΠΟΨΉΦΙΟΣ ΔΙΔΆΚΤΟΡΑΣ ΣΤΟ ΤΜΉΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΉΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΊΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΊΟΥ ΑΙΓΑΊΟΥ


30.3.2023 Νεαροί Αλβανοί απολαμβάνουν τη θαλπωρή της Ομόνοιας (1992)

ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

33


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Νεαροί Αλβανοί απολαμβάνουν τη θαλπωρή της Ομόνοιας (1992)

Η

εικόνα ενός νεαρού αγοριού, άστεγου, που μόλις έχει πατήσει το πόδι του στη μητρόπολη, αφού διέσχισε δεκάδες χιλιόμετρα περνώντας τα σύνορα, καθισμένου σε μιαν άκρη της πλατείας Ομονοίας, εξακολουθεί να είναι χαραγμένη στη μνήμη μου ύστερα από σχεδόν τριάντα χρόνια. Ενστικτωδώς, και βασισμένο στις ελάχιστες πληροφορίες που είχε από τη χώρα του, τοποθετεί τον εαυτό του σε μία από τις κεντρικότερες πλατείες της Αθήνας. Ενίοτε το αντικρίζω διπλωμένο από την απελπισία και ενίοτε αναπτερωμένο από την αισιοδοξία. Οι περαστικοί δεν του δίνουν σημασία, ωστόσο εκείνο επιθυμεί κάποιος από τους διερχομένους να το προσέξει, να του πει δυο κουβέντες, έστω να το παρατηρήσει, με δυο λόγια να καταστεί ορατό – να γίνει αντιληπτή η ύπαρξή του· θέλει να νιώσει ότι ανήκει και εκείνο, ακόμη και προσωρινά, σε αυτή την πλατεία. Από την πρώτη στιγμή νιώθει αυτόν τον χώρο «δικό του». Είναι η πρώτη του επαφή με τον αστικό ιστό. Τι το ιδιαίτερο έχει μια πλατεία, όπως η Βικτώρια ή η Ομόνοια, για μετανάστες και μετανάστριες; Γιατί η πρώτη επαφή με τη χώρα εγκατάστασης διαμεσολαβείται από αυτούς τους δημόσιους χώρους; Γιατί και με ποιον τρόπο τούς οικειοποιούνται; Μια προφανής απάντηση θα τόνιζε τη σημασία του δημόσιου χώρου, μιας κεντρικής πλατείας εν προκειμένω, ως σημείου συνάντησης – διόλου αμελητέα. Ωστόσο, αν αναζητήσουμε τις βαθύτερες αιτίες, θα καταλήξουμε στην κοινωνικοπολιτική και πολιτισμική σημασία του δημόσιου χώρου. Η συγκέντρωσή τους σε μια κεντρική πλατεία από τις πρώτες στιγμές της άφιξής τους είναι μια κίνηση αυθόρμητη μεν –έκδηλο το στοιχείο της αυτενέργειας και της προσωπικής επιλογής– αλλά και προμελετημένη, δηλαδή ενταγμένη σε έναν σχεδιασμό προετοιμασμένο ήδη προτού ξεκινήσουν το ταξίδι.

LiFO764

ΟΙ ΔΗΜΌΣΙΟΙ ΧΏΡΟΙ ΩΣ ΠΕΔΊΟ ΕΠΙΒΊΩΣΗΣ Η παρουσία των μεταναστών/μεταναστριών στους δημόσιους χώρους αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της επιβίωσής τους εντός του αστικού ιστού. Ο δημόσιος χαρακτήρας μιας πλατείας, που κατεξοχήν της αποδίδεται από τους ίδιους, και η σημασία του καθιστούν την πλατεία έναν βασικό τόπο που λειτουργεί πρώτα ως καταφύγιο επιβίωσης και χώρος αυτοπροστασίας – ειδικά σε συνθήκες αστεγίας. Η μεταβολική δυναμική του χώρου καθιερώνει τον δημόσιο χώρο ως κατεξοχήν σημείο αναφοράς: διαμέσου αυτού οι άστεγοι μεταναστευτικοί πληθυσμοί αναπτύσσουν τις δικές τους άμυνες, οργανώνουν τη δική τους προστασία, μαθαίνουν να αποφεύγουν τους κινδύνους και διαχειρίζονται τις προκλήσεις της καθημερινότητας. Σε περίοδο μαζικής εγκατάστασης η διαμονή τους σε μια κεντρική πλατεία κινητοποιεί και ενεργοποιεί πρωτοβουλίες και ως προς τη σίτιση, κι αυτό τη νοηματαδοτεί ως καταφύγιο που διασφαλίζει την αυτοσυντήρηση: φαγητό, επικοινωνία, νέες γνωριμίες, σύνδεση με την τοπική κοινωνία. Υπό αυτή την έννοια βρίσκονται σε μια διεργασία αλληλεπίδρασης με τον χώρο, δημιουργούν πολυεπίπεδες γέφυρες επικοινωνίας και αναπτύσσουν στρατηγικές επιβίωσης. Εντός της κατά καιρούς παρατηρούμε άστεγες οικογένειες να κοιμούνται πάνω σε χάρτινες κούτες και στρατιωτικές κουβέρτες. Οι μεγάλες μαύρες σακούλες με τα υπάρχοντά τους σχηματίζουν ένα στοιχειώδες τετράγωνο που ορίζει τον δικό τους χώρο, το «νοικοκυριό» κάθε οικογένειας εντός της πλατείας· νιώθουν ότι αυτό το σημείο τούς ανήκει – όπως πολύ εύστοχα μου ανάφερε ένας άστεγος μετανάστης «το σπίτι του ανθρώπου είναι εκεί που

τον παίρνει ο ύπνος». Οι μετανάστες θέτουν τον εαυτό τους σε δημόσιο χώρο ακριβώς επειδή η ορατότητά τους υπό συγκεκριμένες συνθήκες γίνεται εφικτή μόνο σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Έχουν ανάγκη αυτήν τη μορφή ορατότητας, καθώς σχετίζεται άμεσα με τη δική τους επιβίωση σε μια νέα χώρα και ειδικότερα εντός αστικού ιστού.

ΟΙ ΔΗΜΌΣΙΟΙ ΧΏΡΟΙ ΩΣ ΠΕΔΊΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΏΝ ΔΙΚΤΥΏΣΕΩΝ ΚΑΙ ΣΧΈΣΕΩΝ Μια πλατεία διαμορφώνεται, αλλάζει, συνεχώς κινείται και δεν αποτελεί ένα στατικό στοιχείο. Η συγκέντρωση εδώ δίνει τη δυνατότητα να δικτυωθούν με ομοεθνείς τους στους γύρω δρόμους, να συνδεθούν με οργανώσεις και φορείς, εθελοντές, κοινωνικά δρώντα υποκείμενα για να διαχειριστούν και εν τέλει να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της καθημερινότητας. Η αλληλεπίδραση με τους ομοεθνείς αποτελεί ενέργεια που επηρεάζει βαθιά τις μορφές κοινωνικής δικτύωσης των μεταναστών/μεταναστριών. Μέσω αυτών εκδηλώνονται ευκαιρίες στη βάση της αίσθησης του ανήκειν των ατόμων στο πλαίσιο της εθνικότητάς τους. Η αίσθηση αυτή εδαφικοποιείται, ενσαρκώνεται μέσα στον χώρο και καθορίζει την καθημερινότητα, προσφέροντας ευκαιρίες ανάπτυξης-διατήρησης κοινωνικών σχέσεων και αναγνωρισιμότητας των ίδιων των υποκειμένων. Σε κάθε περίπτωση, η διεκδίκηση του χώρου και η οικειοποίησή του συνδέεται άμεσα με την ανάγκη επιβίωσης σε ένα νέο περιβάλλον, γεγονός που τον καθιστά δημιουργό νέων κοινωνικών δυναμικών. Υπό αυτή την οπτική, ο δημόσιος χώρος λειτουργεί ως ο κατεξοχήν μεσολαβητικός παράγοντας ώστε οι αιτούντες/-ούσες άσυλο, πρόσφυγες και μετανάστες/μετανάστριες να δικτυωθούν στον αστικό ιστό, να αναλάβουν δράση και να δημιουργήσουν συμμαχίες και σχέσεις, να αποκτήσουν πρόσβαση σε υπηρεσίες –θεσμικές και μη– που θα κάνουν εφικτή τη σταδιακή προσαρμογή τους στις απαιτήσεις της καθημερινής ζωής. Παράλληλα, διατηρούν επαφές με τους ομοεθνείς τους ή/και χτίζουν νέους κοινοτικούς δεσμούς.

ΟΙ ΔΗΜΌΣΙΟΙ ΧΏΡΟΙ ΩΣ ΠΕΔΊΟ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΉΣ ΣΥΜΠΕΡΊΛΗΨΗΣ Η παρουσία στις πλατείες είναι μια κίνηση που ενθαρρύνει τα ίδια τα υποκείμενα να προσαρμοστούν και να ενταχθούν στη ζωή της πόλης. Εξοικειώνονται με τα δρομολόγια των ΜΜΜ, τους δίνεται η ευκαιρία να βρουν ένα μεροκάματο, ενημερώνονται και αποκτούν πρόσβαση σε απαραίτητες πληροφορίες, λαμβάνουν και μεταφέρουν χρήματα. Εύλογα οι μετανάστες/μετανάστριες διεκδικούν τον δικό τους χώρο, ορισμένο γεωγραφικά, πολιτισμικά και κοινωνικοπολιτικά, κι αυτό σημαίνει επιπλέον ότι δημιουργούν πεδίο αντίστασης απέναντι σε θεσμικές πολιτικές που τείνουν να τους/τις περιθωριοποιούν ή να τους/τις κρατούν σε


30.3.2023 συνθήκες μη ορατότητας. Ο δημόσιος χώρος είναι κατεξοχήν πολιτισμικός και κοινωνικοπολιτικός χώρος· η δράση των αιτούντων/-ουσών άσυλο μέσα σε αυτόν και η συνακόλουθη εδραίωση της παρουσίας τους δεν εκδηλώνονται στο κενό αλλά εδαφικοποιούνται όπου προϋπάρχουν οι συνθήκες και οι σχετικές πολιτισμικές δομές, προφανώς σε αλληλεπίδραση τόσο με τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται όσο και με τις εντάσεις που προκαλούνται.

ΟΙ ΔΗΜΌΣΙΟΙ ΧΏΡΟΙ ΩΣ ΠΕΔΊΟ ΑΝΤΊΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΣΎΓΚΡΟΥΣΗΣ Κατά καιρούς παρατηρούμε αλληλουχία εξελίξεων εντός μιας πλατείας μέσα σε συνθήκες ρευστότητας, στις οποίες πληθώρα παραγόντων αλληλεπιδρούν μεταξύ τους: μετάβαση των νεοεισερχόμενων από τα νησιά στην Αθήνα, εξώσεις αναγνωρισμένων διεθνούς προστασίας προσφύγων από τα διαμερίσματα και τις ανοιχτές δομές των Κέντρων Υποδοχής, εγκατάσταση και στέγαση των παραπάνω πληθυσμών στην πλατεία μαζί με ταξιδιώτες που θέλουν να ξαποστάσουν για ελάχιστο διάστημα προτού συνεχίσουν το ταξίδι τους, κινήσεις αλληλεγγύης και υποστήριξης. Όλα τα προηγούμενα μάς δίνουν τη δυνατότητα να κατανοήσουμε την πολυδιάστατη κινητικότητα πολλαπλά δρώντων υποκειμένων εντός μιας πλατείας. Καθώς αυτή προσφέρεται και προσφέρει, εξελίσσεται σε πεδίο μάχης, διαμάχης και έντασης τη στιγμή που μεταναστευτικοί πληθυσμοί, και κυρίως οικογένειες, φιλοξενούνται και καταφεύγουν εντός της. Ενδεχομένως αυτό που ενοχλεί κυρίως είναι η εικόνα της μαζικής συγκέντρωσης και διαμονής σε μια πλατεία – αυτή η εικόνα εξελίσσεται σε «δημόσιο» πρόβλημα, αναδεικνύοντάς την ως πεδίο αναστάτωσης, αντιπαράθεσης, έντασης, καταστολής και βίας αλλά και υποστήριξης, αλληλεγγύης και ανθρωπισμού. Με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις ο ίδιος ο τόπος που γεννά τον φόβο, το συναίσθημα του επικείμενου κινδύνου, γεννά και το θάρρος και την τόλμη· εδώ κυοφορούνται ταυτόχρονα η απόγνωση και η ελπίδα, η πληγή και η θεραπεία. Πώς αλλιώς θα επιτευχθεί κάτι τέτοιο, αν τα υποκείμενα δεν θέτουν τον εαυτό τους σε δημόσιο, ορατό σημείο; Όλα τούτα τα στοιχεία και η μεταξύ τους διαπάλη συναντιούνται εντός αυτού του πεδίου.

Ο ΜΕΤΑ ΝΑΣΤΗΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ

35 Κόκα-κόλες και τσιγάρα από το περίπτερο ενός χωριού κοντά στα σύνορα, για τους πρώτους Αλβανούς μετανάστες (1991)

1 Για τους μετανάστες/μετανάστριες από την Αλβανία, σύμφωνα με τα γλωσσικά πολιτισμικά συμφραζόμενα στην Αλβανία, οι όροι «cepi» ή «qoshe» παραπέμπουν σε σημεία συνάντησης, συναρθρώσεων και ομοκοινωνικότητας. Εξίσου για τους μετανάστες από το Ιράν και Αφγανιστάν ένας αντίστοιχος όρος είναι το «patogh» (πατόγκ).

ΜΕΡΟΣ

Μια πλατεία αποκτά τη σημασία της, όταν φτάνει στο σημείο να αναδύεται από τους ίδιους τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς, καθώς της αποδίδουν την πολιτισμική αξία που έχει στον δικό τους τόπο. Συνήθως μια πλατεία όπου συγκεντρώνονται συγκεκριμένες μεταναστευτικές ομάδες γίνεται γνωστή στις αντίστοιχες ομάδες της διασποράς ανά τον κόσμο: αναβιώνει η σημασία του χώρου έτσι όπως έχει καθιερωθεί στα δικά τους βιώματα στη χώρα καταγωγής. Τέτοιοι χώροι, γνωστοί με ονομασίες που χρησιμοποιούνται στις χώρες τους1, δεν εμπίπτουν στα όρια του ιδιωτικού αλλά αποτελούν σημεία που ορίζονται ως τόποι συνάντησης και συνάθροισης, εκεί όπου κάποιος συχνάζει. Είναι τόποι επικοινωνίας, ψυχαγωγίας, ανταλλαγής γνώσεων και πληροφοριών, δικτύωσης με άλλους ομοεθνείς, συνιστούν σημεία ομο-κοινωνικότητας μεταξύ συνεργατών και συναδέλφων (γυναικών ή ανδρών). Πρόκειται για μέρη όπου οι άνθρωποι συζητούν τις καθημερινές υποθέσεις τους, περνάνε τον ελεύθερο χρόνο τους, καλύπτουν υλικές και πνευματικές ανάγκες: είναι το έδαφος πάνω στο οποίο διαμορφώνεται η ανθρώπινη κοινωνικότητα. Η κοινωνική και πολιτισμική εννοιολόγηση της εμπειρίας στη χώρα τους με όρους χωρικότητας προεκτείνεται και έχει βασικό αντίκτυπο σε συνθήκες μετανάστευσης. Έτσι η ορατότητα δεν απορρέει μόνο από την ανάγκη επιβίωσης αλλά και από την ανταπόκριση των υποκειμένων στο κάλεσμα της παράδοσης και του τρόπου ζωής που κουβαλούν στις αποσκευές τους. Εν κατακλείδι, οι δημόσιοι χώροι μεταβάλλονται, αλλάζουν και εξελίσσονται από τη δράση και την παρουσία των μεταναστευτικών ομάδων, αλλά συγχρόνως και από τη δυναμική που πηγάζει από τη σχέση τους με ακτιβιστές, εθελοντές, αλληλέγγυους και την τοπική κοινωνία. Η συνήθης πρακτική θέτει αυτούς τους χώρους υπό τον έλεγχο των αστυνομικών δυνάμεων και των τοπικών αρχών, γίνονται όμως πεδία βιοπολιτικής παρέμβασης και διαχείρισης από οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών. Από την άλλη, οι πλατείες αποτελούν πεδίο αντιπαράθεσης και αντίστασης των υποκειμένων με βασικό αίτημα την οικειοποίησή τους. Εφόσον αφορά την επιβίωση, οι πρόσφυγες εξισορροπούν τους κινδύνους και το κόστος της περιθωριοποίησης, παρά την έλλειψη ή/και την απαγόρευση πρόσβασης σε δικαιώματα και αγαθά. Καθορίζουν τους όρους συμπερίληψης στον αστικό ιστό και στη ζωή της πόλης και υπό αυτή την οπτική διαθέτουν αυτενέργεια και αυτόνομη βούληση.

ΕΚΤΟ

ΟΙ ΔΗΜΌΣΙΟΙ ΧΏΡΟΙ ΩΣ ΠΕΔΊΟ ΔΙΑΣΠΟΡΙΚΌ


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ LiFO764

ΜΕΤΑ ΝΑΣΤΕΣ: ΟΙ ΕΠΙΚΙΝ ΔΥΝΟΙ « ΑΛΛΟΙ ΑΛΛΟΙ»» Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΉ ΔΙΑΧΕΊΡΙΣΗ ΕΝΌΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΎ ΖΗΤΉΜΑΤΟΣ ΓΕΩΡΓΊΑ ΣΠΥΡΟΠΟΎΛΟΥ

ΝΟΜΙΚΌΣ, ΥΠΟΨΉΦΙΑ ΔΙΔΆΚΤΩΡ, ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ


30.3.2023 Σύλληψη νεαρού Αλβανού μετανάστη στην Ομόνοια (1992)

37

ΜΕΡΟΣ

Ο νέος μεταναστευτικός πληθυσμός από τις γειτονικές βαλκανικές χώρες, και κυρίως από την Αλβανία, χωρίς υποστηρικτικά δίκτυα στη χώρα, είχε από την άφιξή του έντονη παρουσία στον αστικό χώρο και αποτέλεσε εξαρχής θέμα συζήτησης στον δημόσιο λόγο. Η κυρίαρχη αναπαράσταση των μεταναστών στα μέσα μαζικής ενημέρωσης αφορούσε την παραβατικότητά τους και την εργασιακή ανασφάλεια που επέφερε η παρουσία τους στη χώρα. Σύντομα ο αλλοδαπός ταυτίστηκε με τον επικίνδυνο εγκληματία και στη συνέχεια με αυτόν συσχετίστηκε ευθέως ο Αλβανός μετανάστης (Καρύδης, 1996). Αυτή ήταν η «αλβανοφοβία». Η αναπαραγωγή του επίσημου λόγου μέσα από τα δελτία του αστυνομικού ρεπορτάζ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ταύτιση των μεταναστών με την εγκληματικότητα και στη δημιουργία του αρνητικού στερεοτύπου. Το αποτέλεσμα ήταν ο εθισμός της κοινής γνώμης στη λογική αυτή και στη νομιμοποίηση της κατασταλτικής μεταναστευτικής πολιτικής. Οι μαζικής κλίμακας επιχειρήσεις για τον εντοπισμό και τη σύλληψη αλλοδαπών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, οι περιβόητες «επιχειρήσεις σκούπα» γίνονταν σε δημόσιους χώρους όπου σύχναζαν ή εργάζονταν Αλβανοί. Στην Αθήνα, όπως και στα άλλα αστικά κέντρα, αυτό συνέβαινε κυρίως σε κεντρικές πλατείες και δρόμους της πόλης. Οι συλληφθέντες επιβιβάζονταν σε λεωφορεία και απελαύνονταν στην Αλβανία, συχνά χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση των συνοριακών αλβανικών αρχών (ΕΛΙΑΜΕΠ, 2013). Η πολιτική αυτή αποδείχτηκε

ΕΚΤΟ

Μ

ια χαρακτηριστική εικόνα που μεταφέρεται από τις εφημερίδες της εποχής και αποτυπώνει την πραγματικότητα της μετανάστευσης τη δεκαετία του ’90 είναι η παρακάτω: «Η Ελληνική Αστυνομία προχώρησε σε μαζικούς ελέγχους στο κέντρο της Αθήνας με στόχο τη σύλληψη αλλοδαπών που δεν βρίσκονται νόμιμα στη χώρα. Όσοι από τους προσαχθέντες διαθέτουν τα απαραίτητα έγγραφα παραμονής θα αφεθούν ελεύθεροι και οι υπόλοιποι θα απελαθούν». Ήταν, όπως έγραψαν, μία ακόμα «επιχείρηση σκούπα». Οι λέξεις δεν είναι τυχαίες. Η «σκούπα» καθαρίζει την πόλη από αυτούς και αυτές που δεν πρέπει να βρίσκονται εκεί. Η ξενοφοβία των ΜΜΕ τη δεκαετία του 1990 στην Ελλάδα ήταν απροσχημάτιστη. Με λιγοστές εξαιρέσεις, η οπτική τους για τη μετανάστευση από την πλευρά της συνύπαρξης στην πόλη ήταν ολικά αρνητική, ενώ την ίδια στιγμή απουσίαζαν αναφορές για παραβιάσεις των δικαιωμάτων των εργαζόμενων μεταναστών. Στις ειδήσεις κυριαρχούσε η συζήτηση γύρω από την έλλειψη ασφάλειας και η απαίτηση για επιπλέον αστυνόμευση. Σε αυτή την πρακτική συνοψίζεται η δομική αντίφαση της ελληνικής διαχείρισης του μεταναστευτικού ζητήματος: μια πολιτεία που δεν επιτρέπει στους μετανάστες να αποκτήσουν χαρτιά και αναθέτει στην αστυνομία τη διαχείρισή τους. Από πολύ νωρίς, το ελληνικό κράτος είχε αποφασίσει ότι το χαρτοφυλάκιο της μετανάστευσης θα παραχωρούνταν στην αρμοδιότητα του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, και ειδικότερα της Αστυνομίας. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι σχεδόν όλες οι διοικητικές αρμοδιότητες που αφορούσαν τους αλλοδαπούς βρίσκονταν στην ευθύνη των αστυνομικών αρχών. Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής από το υπουργείο αυτό συμβόλιζε ρητά και υπόρρητα την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού και του προσφυγικού φαινομένου ως ένα θέμα ασφάλειας και δημόσιας τάξης. Η συνέχεια; Ένα κοινωνικό ζήτημα με πολλαπλές διαστάσεις περιορίστηκε στα στενά όρια της αστυνομικής διαχείρισης. Οι συνέπειες αυτής της επιλογής έγιναν πολύ σύντομα ορατές στη δημόσια σφαίρα.


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Αλβανοί μετανάστες οδηγούνται στο Κέντρο Μεταγωγών του Πειραιά (1993)

Η «ΕΠΙΧΕΊΡΗΣΗ ΣΚΟΎΠΑ» ΩΣ ΜΌΝΙΜΟ ΜΈΤΡΟ

αναποτελεσματική, καθώς οι απελαθέντες διέσχιζαν εκ νέου τα ελληνοαλβανικά σύνορα και επέστρεφαν ακόμα και την επόμενη ημέρα. Παράλληλα, οι διαδικασίες κράτησης και απέλασης είχαν σοβαρό οικονομικό κόστος, ενώ ο μεγάλος αριθμός απελάσεων και οι σκληρές συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτές πραγματοποιούνταν προκαλούσαν διεθνή κριτική. Η συστηματική και μαζική προσαγωγή αλλοδαπών στο πλαίσιο των επιχειρήσεων αυτών είχε τον χαρακτήρα ενός γενικευμένου μέτρου καταστολής που ενίσχυσε τον κοινωνικό αποκλεισμό στον αντίποδα κάθε έννοιας κοινωνικής ένταξης. Μέχρι το 1997 η βασική πολιτική βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στη σύλληψη στο πλαίσιο μαζικών ελέγχων για την εξακρίβωση στοιχείων και στην επακόλουθη απέλαση των αλλοδαπών χωρίς χαρτιά. Στις αρχές του 21ου αιώνα οι μέχρι πολύ πρόσφατα «εγκληματίες» Αλβανοί αρχίζουν να γίνονται πιο αποδεκτοί από την ελληνική κοινωνία. Καθοριστικοί παράγοντες γι’ αυτό υπήρξαν η πολιτική των πρώτων νομιμοποιήσεων το 1998 και το 2001 και η άμβλυνση του αντι-αλβανικού τόνου στα μέσα ενημέρωσης, που πλέον προβάλλουν τις θετικές όψεις της μετανάστευσης. Έτσι η κοινή γνώμη εξοικειώνεται με το γεγονός της μόνιμης εγκατάστασής τους στη χώρα.

LiFO764

ΑΝΆΜΕΣΑ ΣΤΗΝ «ΚΑΤΆΛΗΨΗ» «ΑΝΑΚΑΤΆΛΗΨΗ» ΤΗΣ ΠΌΛΗΣ

ΚΑΙ

ΣΤΗΝ

Λίγα χρόνια μετά το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων όμως, και παρά τα θεσμικά βήματα που είχαν γίνει έως τότε, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει και πάλι. Το αφήγημα της μετανάστευσης ως απειλής επανέρχεται με πεδίο αναφοράς το ιστορικό κέντρο της Αθήνας, αλλά αυτήν τη φορά με νέους πρωταγωνιστές. Πλέον, η εστίαση φεύγει από τους Αλβανούς και μετατοπίζεται στους νεοεισελθόντες από χώρες της Ασίας (κυρίως από το Ιράκ, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές, το Αφγανιστάν) και της Αφρικής (κυρίως από τη Σομαλία, το Σουδάν και τη Νιγηρία). Η μετανάστευση γίνεται κεντρικό θέμα στη δημόσια ατζέντα. Ταυτίζεται ξανά με την παράνομη δραστηριότητα, συνδέεται με την απειλή για τη δημόσια υγεία και την αύξηση της ανεργίας στο πλαίσιο του γνώριμου μοτίβου της καλλιέργειας φοβικών ανακλαστικών. Εφεξής αρχίζει αυτοτελώς να απασχολεί το θέμα του Ισλάμ και οι νέοι μετανάστες αντιμετωπίζονται με καχυποψία. Αν μεγεθύνουμε λίγο την εικόνα, θα δούμε ότι το πρόβλημα ήταν πολύ μεγαλύτερο και οι ρίζες του πολύ βαθύτερες από την απλουστευτική «κατάληψη του κέντρου της Αθήνας από μετανάστες». Ήδη από το 2006 ο αριθμός των ανθρώπων που εισέρχονταν στη χώρα αυξανόταν1. Η πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου ήταν προβληματική και η εξέταση των αιτημάτων χαρακτηριζόταν από χρόνιες καθυστερήσεις και λειτουργικές αδυναμίες, ενώ, στο πεδίο της νόμιμης μετανάστευσης, τα προγράμματα είχαν ολοκληρωθεί. Από τα πρώτα χρόνια της κρίσης πολλοί κάτοχοι αδειών διαμονής αδυνατούν να τις ανανεώσουν και μένουν χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα (Χριστόπουλος, 2020). Τα παραπάνω ενίσχυσαν τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού χωρίς χαρτιά. Οι άνθρωποι αυτοί, μην έχοντας καμία εγγύηση ασφάλειας, βρέθηκαν έκθετοι ενώπιον μιας πολιτικής που τους οδηγούσε σε ολική επισφάλεια και κοινωνική απομόνωση. Τα χρόνια της κρίσης και ειδικότερα την περίοδο μετά το 2012 το κέντρο της Αθήνας αναγορεύεται σε επιτομή του «μεταναστευτικού προβλήματος» της χώρας. Από την προεκλογική δέσμευση της «ανακατάληψης των πόλεων»2 έως τη διακήρυξη «θα τους κάνουμε τον βίο αβίωτο»3, η συνεχής αναπαράσταση του κέντρου με πολεμικούς όρους, η υποτιθέμενη αλλοίωσή του από τους ξένους εισβολείς και οι ρατσιστικές επιθέσεις από τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής συνθέτουν λίγες εικόνες από το πρόσφατο ακόμα παρελθόν της πόλης (Κανδύλης, 2013).

Στις αρχές Αυγούστου του 2012 τέθηκε σε εφαρμογή η μαζικότερη και σφοδρότερη «επιχείρηση σκούπα». Η οργανωμένη αυτή επιχείρηση διαρκείας έφερε το όνομα «Ξένιος Δίας» ως ένδειξη νοσηρής αλληγορίας από την πλευρά της ΕΛ.ΑΣ. Στόχος της ήταν η σύλληψη παράτυπων αλλοδαπών στην Αθήνα και άλλα αστικά κέντρα, καθώς και στις συνοριακές περιοχές του Έβρου. Μόνο για τις επιχειρήσεις στο κέντρο της Αθήνας διατέθηκαν 2.000 αστυνομικοί. Ακολούθησαν μαζικές και χωρίς την τήρηση των νόμιμων εγγυήσεων συλλήψεις. Χιλιάδες άνθρωποι υπέστησαν τρομερή ταλαιπωρία και ένας κρίσιμος αριθμός παρέμεινε σε πολύμηνη κράτηση4. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι εκείνες τις ημέρες στους δρόμους της Αθήνας εξελίχθηκε ένα πραγματικό κυνήγι μεταναστών. Η ένταση της επιχείρησης ήταν τέτοια ώστε να καταγράφονται πολλά περιστατικά αυθαίρετης σύλληψης και κράτησης, όπως η σύλληψη προσώπων με νομιμοποιητικά έγγραφα που τέθηκαν υπό κράτηση χωρίς να τους δοθεί η ευκαιρία να τα προσκομίσουν5. Η κατάσταση αυτή αποτυπώθηκε και στα στατιστικά της ΕΛ.ΑΣ. όσον αφορά τους αστυνομικούς ελέγχους στο κέντρο της Αθήνας κατά τους πρώτους έξι μήνες υλοποίησης του Ξένιου Δία. Στο σύνολο 65.766 προσαγωγών έγιναν 4.145 συλλήψεις αλλοδαπών, οι οποίοι δεν πληρούσαν τις νόμιμες προϋποθέσεις παραμονής στη χώρα (Ευρωπαϊκό Δίκτυο Μετανάστευσης, 2012). Ο Ξένιος Δίας συνοδεύτηκε από μια προσεχτικά σχεδιασμένη επικοινωνιακή καμπάνια με τη δημοσιοποίηση από την ΕΛ.ΑΣ. οπτικοακουστικού υλικού στα ΜΜΕ ήδη από τις πρώτες ημέρες υλοποίησής του6. Ελάχιστες ημέρες μετά την έναρξη της επιχείρησης, ο Τύπος κατακλύστηκε από άρθρα που μιλούσαν για την επιτυχία των αστυνομικών ελέγχων και την αλλαγή που επέφεραν στο κέντρο της πόλης. Ενδεικτικοί τίτλοι εκείνης της περιόδου: «Επιστρέφει η ασφάλεια. Μια εντελώς διαφορετική εικόνα εμφάνιζε σήμερα το κέντρο», «Οι Αθηναίοι πηγαίνουν πάλι στα πάρκα», «Συνεχίζεται με επιτυχία η επιχείρηση “Ξένιος Ζευς”». Η εντατική εφαρμογή των επιχειρήσεων του Ξένιου Δία στο κέντρο της Αθήνας επηρέασε αρνητικά τη λειτουργία πολλών επιχειρήσεων μεταναστών, αφενός λόγω των ίδιων των ελέγχων, αφετέρου επειδή, λόγω της έντονης αστυνομικής παρουσίας, οι μετανάστες απέφευγαν να κινούνται στις περιοχές του κέντρου (Χατζηπροκοπίου, & Φραγκόπουλος, 2015). Παράλληλα, την ίδια περίοδο (2011-2013) οι ρατσιστικές επιθέσεις στην Αθήνα βρίσκονταν σε έξαρση. Η Χρυσή Αυγή βρισκόταν ακόμα τότε στο θεσμικό απυρόβλητο και απολάμβανε υψηλά ποσοστά δημοτικότητας. Μεγάλης κλίμακας πογκρόμ, όπως αυτό που σημειώθηκε τον Μάιο του 20117, βίαιες επιθέσεις και καταστροφές μαγαζιών, αποτελούσαν καθημερινά φαινόμενα, με την αστυνομία και τη Δικαιοσύνη να λάμπουν διά της απουσίας τους. Είναι αδιαμφισβήτητο πια ότι οι Αρχές επέδειξαν τότε ασυγχώρητη ανοχή και αδράνεια, καθώς δεν έπραξαν αυτά που έπρεπε προκειμένου να αποτραπεί η κλιμάκωση της ρατσιστικής βίας. Αυτό είχε ως άμεση συνέπεια ο αριθμός των περιστατικών ρατσιστικής βίας που καταγράφηκε να είναι πολύ μικρότερος από τον πραγματικό. Τα θύματα που δεν διέθεταν νομιμοποιητικά έγγραφα δεν επιθυμούσαν να προβούν σε επίσημη καταγγελία εξαιτίας του φόβου ότι θα τεθούν υπό κράτηση και θα απελαθούν. Ακόμη όμως και εκείνοι που είχαν νόμιμη διαμονή δεν κατήγγελλαν τις επιθέσεις στις Αρχές, λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης (Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, 2013).

ΑΠΌ ΤΟΝ «ΕΓΚΛΗΜΑΤΊΑ» ΜΕΤΑΝΆΣΤΗ ΣΤΟΝ «ΕΠΙΚΊΝΔΥΝΟ» ΠΡΌΣΦΥΓΑ Η εντατικοποιημένη αστυνόμευση του μεταναστευτικού πληθυσμού στην πόλη μειώθηκε αισθητά τα επόμενα χρόνια, αλλά παρέμεινε ισχυρή. Ο λόγος ήταν η μαζικότητα των προσφυγικών αφίξεων του 2015. Η πολιτεία αναγκάστηκε, λόγω των συνθηκών, να εστιάσει στη διαχείριση του προσφυγικού πληθυσμού κυρίως στα νησιά. Ο περιορισμός των αιτούντων άσυλο στα νησιά για μεγάλο διάστημα και οι πολιτικές αποτροπής που εφαρμόζονται με τρομερή ένταση και βαναυσότητα τα τελευταία χρόνια στα θαλάσσια και στα χερσαία σύνορα περιόρισαν σημαντικά την παρουσία τους στα αστικά κέντρα. Οι αιτούντες άσυλο οδηγήθηκαν ως επί το πλείστον σε δομές εκτός του αστικού ιστού και οι στεγαστικές λύσεις που προσφέρθηκαν στην πόλη αφορούσαν


30.3.2023 1

Ο αριθμός των συλληφθέντων για παράτυπη είσοδο και παραμονή (Λιμενικό – Αστυνομία), από 95.239 το 2006, αυξάνεται σε 112.364 το 2007 και σε 146.337 το 2008. Πηγή: Ελληνική Αστυνομία, υπουργείο Προστασίας του Πολίτη

2

Απόσπασμα από ομιλία του πρώην προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, Αντώνη Σαμάρα, τον Μάρτιο του 2012.

3

Η φράση «πρέπει να τους κάνουμε τον βίο αβίωτο, δηλαδή να ξέρει ο άλλος ότι όταν θα έρθει στη χώρα αυτή θα καθίσει μέσα, αλλιώς δεν κάνουμε τίποτα, αποτελούμε τον καλύτερο τόπο προσέλκυσης μεταναστών», ανήκει στον πρώην αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ. Νίκο Παπαγιαννόπουλο.

4

Την ίδια περίοδο δημιουργήθηκαν πέντε νέα κέντρα κράτησης σε όλη την Ελλάδα, σε χώρους παλαιών στρατιωτικών και αστυνομικών εγκαταστάσεων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν αρχικά ως χώροι κράτησης των ανθρώπων που συνελήφθησαν στις επιχειρήσεις αυτές.

5

Σε αυτοψία που πραγματοποίησε ο Συνήγορος του Πολίτη στη Διεύθυνση Αλλοδαπών τον Οκτώβριο του 2012 βρέθηκαν αρκετά άτομα που κατείχαν νομιμοποιητικά έγγραφα, αλλά παρέμειναν κρατούμενα επί αρκετές ώρες. Ανάμεσα στους προσαχθέντες υπήρχαν αλλοδαποί κάτοχοι βεβαίωσης ότι είχαν καταθέσει δικαιολογητικά για ανανέωση άδειας διαμονής, κάτοχοι δελτίο αιτούντος άσυλο καθώς και αλλοδαποί που είχαν προσαχθεί επανειλημμένως στο πλαίσιο της επιχείρησης.

6

Αστυνομικοί έλεγχοι στον Σταθμό Λαρίσης, διαθέσιμο σε: https://www.youtube. com/watch?v=S_ucx7UHEDc

7

Jail Golden Dawn, Το χρυσαυγίτικο πογκρόμ τον Μάη του 2011 μετά τη δολοφονία του Μανώλη Καντάρη, διαθέσιμο σε: shorturl.at/GQSV1

ΠΗΓΈΣ Gemi, E. (2013). «Αλβανική παράτυπη μετανάστευση στην Ελλάδα: Η νέα τυπολογία της κρίσης», EΛΙΑΜΕΠ Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας (2013), Ετήσια Έκθεση για το έτος 2012 Κουντούρη, Φ. (2008). «Ο μετανάστης στον Ελληνικό Τύπο: 1950-2005. Η περίπτωση της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ», Κείμενα Εργασίας 2008/15, Εθνικό Ίδρυμα Κοινωνικών Ερευνών Κανδύλης, Γ. (2013). Ο χώρος και ο χρόνος της απόρριψης των μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας, Το κέντρο της Αθήνας ως πολιτικό διακύβευμα, ΕΚΚΕ Καρύδης, Β. Χ. (1996). Η Εγκληματικότητα των μεταναστών στην Ελλάδα, Αθήνα: Παπαζήσης Καρύδης, Β. Χ. (2015). (Νέα) Μετανάστευση και κοινωνικοί πανικοί - Η ελληνική εμπειρία, ηθικοί πανικοί, εξουσία και δικαιώματα - Σύγχρονες προσεγγίσεις, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη Χατζηπροκοπίου, & Φραγκόπουλος (2015). «Αντιμέτωποι με την κρίση: Προκλήσεις για τη μεταναστευτική επιχειρηματικότητα στην Αθήνα σε μια εποχή ύφεσης και λιτότητας». Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 145 Χριστόπουλος, Δ. (2020). Αν το προσφυγικό ήταν πρόβλημα, θα είχε λύση, Εκδόσεις Πόλις

ΕΚΤΟ

κυρίως τον ευάλωτο πληθυσμό. Η βραχυπρόθεσμη λύση που πρόσφεραν οι καταλήψεις στέγης στο κέντρο της Αθήνας έληξε με εφόδους των αστυνομικών δυνάμεων στα κτίρια και μαζικές προσαγωγές ακόμη και βρεφών. Η διαχείριση αυτή αντανακλά τόσο το ζήτημα της έλλειψης επαρκών στεγαστικών λύσεων όσο και την κουλτούρα που ενδημεί στην ελληνική διοίκηση σχετικά με την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού πληθυσμού. Με την άφιξη του νέου μεταναστευτικού πληθυσμού στις αρχές του ’90 ο κρατικός μηχανισμός εφάρμοσε πολιτικές καταστολής την ώρα που απουσίαζε πλήρως από άλλα πεδία παρέμβασης, και κυρίως αυτά της υλοποίησης ενταξιακών πολιτικών. Η μετανάστευση αντιμετωπίστηκε εξαρχής ως πρόβλημα και υπεύθυνη για τη διαχείρισή του ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα η ΕΛ.ΑΣ. Την ίδια στιγμή όμως που το κράτος επένδυσε στην καταστολή, η κοινωνία ανέπτυξε τους δικούς της μηχανισμούς κι έτσι η ένταξη πραγματοποιήθηκε από κάτω προς τα πάνω μέσα από την καθημερινή συνύπαρξη στις γειτονιές, την εκπαίδευση και την εργασία και κυρίως χάρη στη θέληση και τις θυσίες των ίδιων των μεταναστών. Το κρίσιμο είναι ότι η αστυνόμευση δεν αντανακλά απλώς ήδη διαμορφωμένες αντιλήψεις, σε πολλές περιπτώσεις τις κατασκευάζει. Η πολιτική της αστυνομικής εποπτείας του μεταναστευτικού πληθυσμού δημιούργησε για μεγάλη περίοδο την πεποίθηση στη διοίκηση και στην κοινή γνώμη ότι τα θέματα που αφορούν τους «ξένους» ανήκουν στην επικράτεια και στη λογική της αστυνομικής διαχείρισης.

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ: ΟΙ 39 ΕΠΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ « ΑΛΛΟΙ ΑΛΛΟΙ»»

ΜΕΡΟΣ

Αλβανοί μετανάστες κρατούμενοι στο πρώην αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας (1992)


LiFO764

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑΣ

ΠΟΛΗΣ


30.3.2023 Ινδός εργάτης σε ορνιθοτροφείο της Αυλώνας (1993)

ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

41


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ LiFO764

ΜΕΤΑ ΞΟΥΡΓΕΊΟ: ΜΙΑ « ΑΟΡΑΤΗ ΑΟΡΑΤΗ»» ΓΕΙΤΟΝΙΑ

ΕΘΝΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΡΒΊΝ ΣΈΧΟΥ

ΥΠΟΨΉΦΙΟΣ ΔΙΔΆΚΤΟΡΑΣ ΣΤΟ ΤΜΉΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΉΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΊΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΊΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΊΟΥ ΑΙΓΑΊΟΥ


30.3.2023

43

ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

Μπαρ με καραόκε και Φιλιππινέζες σερβιτόρες (1996)


ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑΣ

ΠΟΛΗΣ

ΜΕΤΑ ΞΟΥΡΓΕΊΟ: ΜΙΑ « ΑΟΡΑΤΗ ΑΟΡΑΤΗ»» ΓΕΙΤΟΝΙΑ

Μπαρ με καραόκε και Φιλιππινέζες σερβιτόρες (1996)

Υ

πάρχουν ορισμένες γειτονιές που αιχμαλωτίζουν με την πρώτη ματιά το βλέμμα ενός αρχάριου εθνογράφου. Είναι αλήθεια ότι δεν ξέρω πότε μπορείς να αυτοπροσδιοριστείς ως έμπειρος∙ εγώ σίγουρα αισθάνομαι αρχάριος, τουλάχιστον με τα ακαδημαϊκά κριτήρια. Αναφέρομαι, λοιπόν, στις περιοχές εκείνες που προσκαλούν τον εθνογράφο να βρει τη θέση του στον χώρο, να εισχωρήσει και να διαπεράσει τις καθημερινές σχέσεις των ανθρώπων που εξελίσσονται εντός αυτών των πεδίων, να «μπει στα παπούτσια» του άλλου, να ξεδιπλώσει τις εκφάνσεις της κοινωνικής του ζωής, να κατανοήσει τη δική του αυτενέργεια, επιλογές και κίνητρα, με σκοπό όλα αυτά τα στοιχεία να γίνουν ορατά. Επομένως είναι χώροι που τον κρατάνε δεμένο για αρκετό διάστημα, με την έννοια ότι έχει την ανάγκη να επιστρέφει κάθε φορά εκεί, να τους οικειοποιείται, να βρίσκει τον εαυτό του μέσα σε αυτούς ή να ανακαλεί αναμνήσεις από το δικό του παρελθόν, κάποτε και ως άστεγος περιπλανώμενος μετανάστης, επιστρέφοντας μετά από πολλά χρόνια για να ανακαλύψει εκ νέου τις «αόρατες» εκφάνσεις αυτών, ενδεχομένως στις περιπτώσεις που οι συγκεκριμένες γεωγραφίες τού είναι οικείες. Ο ίδιος επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στο σημείο «μηδέν», σε εκείνα τα σταυροδρόμια της πόλης όπου κάποτε είχε ξεκινήσει το ταξίδι της ξενιτιάς. Αποφεύγει να πέσει σε «αμνησία του παρελθόντος» ή εκούσια να μη γυρίσει το κεφάλι πίσω και να δει την πορεία της ζωής του, με την προσδοκία ότι όλα έχουν ξεπεραστεί.

LiFO764

ΟΙ «ΑΌΡΑΤΟΙ» ΔΡΌΜΟΙ Περιπλανώμενος γύρω από την πλατεία Ομονοίας, διαπιστώνω με μια πρώτη ματιά την πολυπληθή παρουσία μεταναστών από διαφορετικές εθνικότητες, τις ξεχωριστές και ποικιλόμορφες οικονομικές και εμπορικές τους δραστηριότητες, τους άτυπους θρησκευτικούς χώρους, την ψυχαγωγία και τη διασκέδαση. Οι κοινότητες από τη Νότια Ασία και κυρίως από το Πακιστάν αναδύονται στο κέντρο της Αθήνας. Εντός του εξελίσσεται μια ποικιλομορφία δραστηριοτήτων: έμποροι, εργάτες, πλανόδιοι πωλητές, ιδιοκτήτες εστιατορίων. Κατηφορίζοντας προς την οδό Ζήνωνος, εντοπίζω μια μικρή γειτονιά που βρίσκεται στο πάνω μέρος της οδού Κολωνού∙ ξεκινάει από τη διασταύρωση των οδών Αγίου Κωνσταντίνου και Ακομινάτου, συνεχίζει στην οδό Ακομινάτου που στην πορεία μετονομάζεται σε Λεωνίδου και διασταυρώνεται έτσι με την οδό Κολωνού. Επί της οδού Ακομινάτου, στα δεξιά, λειτουργεί ένα μεγάλο εστιατόριο με την ονομασία Παντζάμπ. Το κόκκινο και πράσινο χρώμα που κυριαρχούν στον χώρο, οι πίνακες ζωγραφικής που απεικονίζουν τη ζωή της γυναίκας στο Πακιστάν, οι ποικιλίες παραδοσιακών τροφίμων και φαγητών που διαφημίζονται σε φωτογραφίες γύρω από τη βιτρίνα του εστιατορίου, η καθημερινή διέλευση του κόσμου από εκεί –κυρίως Πακιστανών και Μπαγκλαντεσιανών μεταναστών– δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκεται κανείς κυριολεκτικά στο «Μικρό Παντζάμπ». Την εικόνα αυτή συμπληρώνει η ύπαρξη και λειτουργία ενός «φαγάδικου» στην αριστερή πλευρά της οδού, που στη συνέχεια διασταυρώνεται με το τέρμα της οδού Ζήνωνος· εδώ βρίσκεται ένα φωτοτυπείο, ο ιδιοκτήτης του οποίου είναι Πακιστανός, ενώ την κολόνα του καταστήματος κοσμούν φωτοαντίγραφα πακιστανικών διαβατηρίων σε πράσινο χρώμα (όπως η πακιστανική σημαία) και οι επιγραφές είναι στη γλώσσα ουρντού (επίσημη γλώσσα του Πακιστάν). Στα αριστερά υπάρχουν εγκαταλελειμμένα μαγαζιά, ωστόσο ανάμεσα σε αυτά οι Πακιστανοί μετανάστες έχουν ανοίξει τις δικές τους επιχειρήσεις, όπως μικρά παντοπωλεία, κουρεία και κρεοπωλεία. Αν κρίνει κανείς από την κατάσταση των μαγαζιών που παραμένουν ξενοίκιαστα και εγκαταλελειμμένα, γρήγορα μπορεί να καταλάβει πώς αυτά που σήμερα λειτουργούν μετατράπηκαν σταδιακά από σιωπηλά και σκοτεινά ερείπια σε χώρους ζωντανούς και φωτεινούς.

Την ίδια εικόνα αντικρίζω και στα δεξιά του δρόμου, εκεί όπου Πακιστανοί από παλιότερα μεταναστευτικά ρεύματα, εδώ και χρόνια εγκαταστημένοι στην Αθήνα, έχουν ανοίξει ζαχαροπλαστείο, φαγάδικο και ένα μαγαζί με εξαρτήματα κινητής τηλεφωνίας. Στη συνέχεια της Λεωνίδου, στα δεξιά και στα αριστερά και μέχρι τη διασταύρωσή της με την οδό Κολωνού, παλιές πολυκατοικίες στεγάζουν κυρίως Πακιστανούς, Μπαγκλαντεσιανούς και λίγους Ινδούς μετανάστες, ελάχιστους Έλληνες και κάποιους μετανάστες από βαλκανικές χώρες. Τα σεντόνια και τα ρούχα, έτσι κρεμασμένα στις προσόψεις των πολυκατοικιών, μετά βίας επιτρέπουν στον περαστικό να διακρίνει την πρόσοψη κάθε οικήματος. Ένα βασικό χαρακτηριστικό των οδών Κολωνού και Ιάσονος (ένας παράλληλος δρόμος) και των γύρω στενών είναι ότι φιλοξενούν δεκάδες οίκους ανοχής. Τα κόκκινα φώτα από λάμπες νέον αναδεικνύουν τα παλιά οικήματα, ωστόσο, παρά τον φωτισμό, κατά μήκος αυτών των οδών σχηματίζονται σκιές όπου μοιάζουν να χάνονται τα όρια μεταξύ της ορατότητας και μη ορατότητας. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι αμέσως μετά την οδό Ιάσονος έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια μια «άλλη» γειτονιά, αυτή του Μεταξουργείου, που κουβαλάει τις δικές τις αντιφάσεις και εκφράζει εν πολλοίς τα δικά της πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Εκ πρώτης όψεως, τα όρια μεταξύ των «δύο γειτονιών» φαίνεται να είναι διακριτά, να βρίσκονται σε αντιπαράθεση και σε συνεχή σύγκρουση, ωστόσο σε κάποια άλλα σημεία μοιάζουν να συναντιούνται και να αλληλεπικαλύπτονται. Αυτή η ορατή πλευρά της περιοχής που σημαδεύεται και συνοδεύεται από τις τοιχογραφίες-street art δημιουργίες, τις πινακοθήκες, τα μεζεδοπωλεία και τα τσιπουράδικα, τα «lifestyle» μαγαζιά και εστιατόρια, τους χώρους ψυχαγωγίας και εκθέσεων, τα θέατρα και τις «εναλλακτικές» καφετέριες και τα μπαράκια με το ιδιόμορφο στυλ αποτελεί σημείο αναφοράς για τους κατοίκους της, κυρίως όμως για όσους συχνάζουν σε αυτή την πλευρά της πόλης. Η αντιπαράθεση και η αντίστιξη μεταξύ περιποιημένου και απεριποίητου, καθαρού και βρόμικου, του καλλιτεχνικού/αισθητικά αναβαθμισμένου αστικού διάκοσμου και των συνδηλώσεων των οίκων ανοχής, του αποδεκτού και μη αποδεκτού, του κομψού, φινετσάτου και εκλεπτυσμένου και του χοντροκομμένου, αποκρουστικού και άσεμνου, αποτελούν μέρος της καθημερινότητας των κατοίκων, στην οποία αποτυπώνονται οι αντιφάσεις της ίδιας της ζωής: από τη μια ο πόνος και η βία και από την άλλη η ελπίδα και η ομορφιά. Δεν είναι τυχαίο ότι οι συνομιλητές μου σπάνια περνούσαν αυτήν τη διαχωριστική γραμμή – κι εκείνες τις ελάχιστες φορές μόνο για να καθίσουν στην πλατεία Αυδή, πίνοντας καφέ στο χέρι, ειδικά τους μήνες του lockdown. Πολλές φορές, όταν κάποιος είχε περάσει τη γραμμή, έλεγαν «έχει πάει από την άλλη πλευρά», θεωρώντας πως ό,τι γίνεται μετά την οδό Ιάσονος δεν τους αφορούσε∙ τίποτα δεν τους έδενε με αυτή.


30.3.2023 ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΊΟ ΩΣ ΠΈΡΑΣΜΑ Συνεχίζοντας την περιπλάνηση για αρκετό διάστημα, εντοπίζω το σημείο αναφοράς όπου συσπειρώνονται οι νεοεισερχόμενοι Πακιστανοί μετανάστες στη γειτονιά: μια καφετέρια επί της οδού Κολωνού και Λεωνίδου. Εδώ ικανοποιούνται μια σειρά από ανάγκες: παίρνουν από τους γνωστούς τους ή τους θαμώνες χρήσιμες πληροφορίες, ενημερώνονται για θέματα που τους απασχολούν, για παράδειγμα το νομικό καθεστώς που διέπει τη μεταναστευτική συνθήκη στην Ελλάδα, αναζητούν χώρους στέγασης, ή εργασία, ή απλώς ξαποσταίνουν, αφήνοντας για λίγο στην άκρη του δρόμου το καρότσι στο οποίο έχουν μαζέψει αντικείμενα με προορισμό τα παλιατζίδικα ή την ανακύκλωση. Εδώ έρχονται ακόμη και από άλλες περιοχές της Αθήνας για να συναντήσουν τους γνωστούς τους. Αλλά και οι γυναίκες που δουλεύουν στους κοντινούς οίκους ανοχής και οι υπάλληλοι στην υποδοχή αυτών σταματούν εδώ για να πάρουν σε ένα πλαστικό ποτήρι το τσάι ή τον καφέ τους και ύστερα σπεύδουν να «πιάσουν βάρδια». Από το μπροστινό σημείο της καφετέριας, που βλέπει στην Κολωνού, παρατηρεί κανείς εύκολα τους οίκους ανοχής. Η σχέση των θαμώνων και περαστικών από το καφενείο με τις/τους εκεί εργαζόμενες/-ους είναι μια φυσική σχέση καθημερινότητας με στοιχεία οικειότητας, π.χ. ξέρουν ο ένας το όνομα του άλλου.

ΤΟ «ΣΠΊΤΙ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΏΤΗ» Η εξοικείωση με τον χώρο και η ενδυνάμωση των σχέσεων με τους συνομιλητές μού δίνουν τη δυνατότητα συμπερίληψης στη δική τους καθημερινότητα, στον χώρο όπου διαμένουν, κι έτσι να θεωρούμαι «δικός τους». Εισχωρώ για να ανακαλύψω όχι τόσο τον πόνο όσο τη δική τους αυτενέργεια, το πάθος και τη διάθεση για ζωή που συνήθως χαρακτηρίζει τους νεοεισερχόμενους μετανάστες, οι οποίοι καταφέρνουν να πετύχουν τον πρωταρχικό τους στόχο: να φτάσουν σε μια χώρα της Δύσης. Το διαμέρισμα στο οποίο μένουν είναι μικρό, ένα κανονικό δυάρι. Η οργάνωσή του, η τακτοποίηση των πραγμάτων, οι τσάντες σε διάφορα σημεία και η εικόνα μιας συνολικής παραμέλησης του διαμερίσματος δημιουργούν την εντύπωση ότι οι ένοικοι είναι περαστικοί από τον χώρο αυτό. Μονάχα η ανάγκη μιας προσωρινής εγκατάστασης καλύπτεται. Σύμφωνα με τα λεγόμενα των ενοίκων, ο χώρος αυτός επί χρόνια φιλοξενεί πολλούς μετανάστες, όλοι τους πακιστανικής καταγωγής. Υπήρχαν περίοδοι που έμεναν στο σπίτι ακόμη και οκτώ άτομα. Με τον ιδιοκτήτη δεν είχαν ποτέ επαφή και τα χρήματα τα δίνουν

ΓΕΥΜΑΤΊΖΟΝΤΑΣ ΌΛΟΙ ΜΑΖΊ Μεσημέρι, γύρω στις τρεις. Με τον Χουσεΐν κατευθυνόμαστε προς το διαμέρισμα. Εκεί βρίσκουμε τον Αλί, τον Σαΐντ, τον Αμίρ και τον Μοχσέν μαζί με τη Δήμητρα, τη φίλη του. Μόλις μαζευόμαστε, ο Αμίρ σπεύδει στην κουζίνα, θέλει να φτιάξει paratha στον tawa. Ο Σαΐντ ετοιμάζει το κρέας για κεμπάπ με ρύζι, κοτόπουλο και πικάντικες σάλτσες. Ο Μοχσέν, εξειδικευμένος γνώστης στην προετοιμασία της shisha, ανάβει τα κάρβουνα, τα τοποθετεί στο δοχείο γεύσης και τα τυλίγει με αλουμινόχαρτο. Ρυθμίζει τη βαλβίδα του εξαερισμού, ανάβει τον καπνό και φέρνει τον ναργιλέ στο κέντρο του δωματίου, όπου εμείς, οι υπόλοιποι, καθόμαστε ήδη οκλαδόν και συζητάμε. Στον διαμέρισμα έχει έρθει με κάποιες μπίρες και ο Χαμίντ. Μετά την ολοκλήρωση των μαγειρεμάτων καθόμαστε όλοι πάνω στο χαλί, σχηματίζοντας κύκλο, περνάμε τον σωλήνα από χέρι σε χέρι, αφού ο καθένας μας τραβήξει πέντε-έξι απολαυστικές φορές τον καπνό με τη δική του πλαστική πίπα – πανδημία βλέπετε… Στρώνουν ένα τραπεζομάντιλο πάνω στο χαλί και τοποθετούν τα σκεύη με το φαγητό, μερικά πιάτα, τα ποτά και απομακρύνουν τον ναργιλέ. Την πρώτη κίνηση την κάνει ο Σαΐντ: κόβει τελετουργικά με τα χέρια του το paratha στη μέση και μου προσφέρει το μισό. Ύστερα όλοι οι υπόλοιποι τοποθετούν σάλτσες και κεμπάπ στην πίτα τους. Πιρούνια δεν υπάρχουν, όμως όλοι με μια ιδιαίτερη μαεστρία τεμαχίζουν τα κρέατα με το χέρι, τοποθετώντας τα πάνω σε κομματάκια πίτας. Στη διάρκεια του γεύματος έρχεται ο Γιονούς, μας χαιρετάει όλους και τιμά το γεύμα: κάθεται για λίγο και βάζει μερικές μπουκιές στο στόμα του. Ύστερα απομακρύνεται, μαζί με κάποιες κούτες με τσιγάρα. Χτυπάει η πόρτα – συνήθως οι φίλοι έχουν δικά τους κλειδιά για το διαμέρισμα. Ο Αμίρ ανοίγει και στον χώρο εμφανίζεται η κυρία Μαρία, μια ηλικιωμένη γυναίκα, από τις ελάχιστες Ελληνίδες που έχουν παραμείνει στη γειτονιά, και ίσως η μοναδική που επισκέπτεται το σπίτι συχνά. Την υποδέχονται με σεβασμό. Ζητάει φωτιά να ανάψει τον καπνό της και κάθεται λίγο μαζί μας να πει δυο κουβέντες, συζητώντας κυρίως με τους παλιότερους, που γνωρίζουν ελληνικά. Δεν μένει πολύ, μόλις τελειώνει το τσιγάρο της φεύγει. Η συμπεριφορά όλων ελεύθερη, μια ζωντάνια επικρατεί στις σχέσεις, στην επαφή και στις κουβέντες που ανταλλάσσονται. Όταν ρωτώ κάτι, σπεύδουν να μου το εξηγήσουν με λεπτομέρειες. Είναι ολοφάνερη η διάθεση να πουν πράγματα για την πατρίδα τους, να ιστορήσουν το πώς έφυγαν, να μιλήσουν για τον πολιτισμό τους, για τις σχέσεις τους με τους άλλους Πακιστανούς στην Ελλάδα, για τη ζωή εκεί, αλλά και να μιλήσουν για τη γειτονιά, τους οίκους ανοχής και τις γυναίκες που έχουν συντροφέψει τη ανδρική τους μοναξιά. Ο Αλί μου λέει: «Στην Αθήνα, η καρδιά μαζεύει πολλή σκόνη. Μένει ξεσκέπαστη για πολλές μέρες και σε πολλά πράγματα, στο αλκοόλ, στο σεξ, στο να μη βοηθάς τους άλλους. Με το να πιστεύεις στον Θεό, να προσεύχεσαι, να ακολουθείς το Ισλάμ, η καρδιά καθαρίζεται». Ύστερα ο Αλί και ο Σαΐντ, ντυμένοι φροντισμένα –είναι φανερό ότι προσέχουν πολύ τον εαυτό τους–, σηκώνονται. Λένε να κάνουν μια βόλτα στην οδό Κολωνού. «Αυτή η γειτονιά έχει μέλι», συμπληρώνουν.

45

ΕΚΤΟ

Από τις πρώτες στιγμές της διαμονής τους στη γειτονιά, οι νεοεισερχόμενοι στην Αθήνα Πακιστανοί εξοικειώνονται εύκολα και αυθόρμητα με αυτή. Αμέσως αρχίζουν να συχνάζουν στα κουρεία με τους άλλους νεαρούς ομοεθνείς τους, τριγυρνώντας ανάμεσα στα μαγαζιά και, περιδιαβαίνοντας την περιοχή, χαιρετούν σχεδόν όλους τους ομοεθνείς τους. Η γειτονιά γι’ αυτούς είναι ένας οικείος χώρος, παρόλο που για τους «ντόπιους» η περιοχή θεωρείται επικίνδυνη και άβατη. Οι ίδιοι έχουν συνηθίσει να αντικρίζουν σε καθημερινή βάση στις εισόδους των πολυκατοικιών, στις οποίες διαμένουν, χρήστες ναρκωτικών καθώς και σύριγγες πεταμένες στα διπλανά εγκαταλελειμμένα μαγαζιά. Γρήγορα οι νεοεισελθόντες έμαθαν να ζουν με τον κίνδυνο, τους περαστικούς εξαρτημένους από τα ναρκωτικά, τους μικροπαραβάτες που πουλάνε τσιγάρα, τα σκουπίδια και τη βρόμα δίπλα στο καφενείο όπου συχνάζουν, την παρουσία και τις «επιχειρήσεις σκούπα» των αστυνομικών περίπολων στην περιοχή. Η παρουσία των αστυνομικών μετατρέπει την περιοχή σε «άβατο» για τους ίδιους. Συνήθως δεν βγαίνουν από τα σπίτια και αλλάζουν δρόμο κάθε φορά που αντικρίζουν τις αστυνομικές δυνάμεις. Η απουσία της αστυνομίας τούς επαναφέρει στην κανονικότητα και στην επανοικειοποίηση του χώρου.

ΜΕΡΟΣ

ΟΙΚΕΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ

στον ομοεθνή τους που έχει νοικιάσει το σπίτι στο όνομά του. Συμβόλαιο στο δικό τους δεν έχουν και ο καθένας τους πληρώνει από τρία ως πέντε ευρώ την ημέρα. Κατά καιρούς έρχονται κι άλλοι και μένουν, πληρώνοντας «με τη μέρα». Αν η διαμονή τους είναι σύντομη, τότε το ημερήσιο αντίτιμο είναι δέκα ευρώ την ημέρα. Όσοι μένουν αρκετό καιρό πληρώνουν πιο λίγα χρήματα και, παράλληλα, ο λόγος τους ως «παλαιότερων στο πλαίσιο της καθημερινής συμβίωσης» έχει μεγαλύτερη βαρύτητα. Για τους ίδιους ο χώρος αυτός είναι πέρασμα, ώσπου με την πρώτη ευκαιρία να βρουν μια σταθερή δουλειά και ένα καλύτερο μέρος να στεγαστούν. Ωστόσο ο χώρος αυτός παραμένει σημείο αναφοράς και συνεύρεσης με πολλούς άλλους ομοεθνείς τους που έρχονται από την επαρχία, επιστρέφουν από τα νησιά ή από άλλες περιοχές, αφού έχουν απασχοληθεί σε αγροτικές εργασίες. Κατά τη διάρκεια της ημέρας άνθρωποι μπαινοβγαίνουν, κάνουν σύντομη επίσκεψη ή τρώνε μαζί. Ακόμη και σε μια κανονική, καθημερινή μέρα μπορεί να βρεθούν μέχρι και δέκα άτομα στο σπίτι. Επίσης, κάποιοι μένουν για μία, δύο ή πιο πολλές μέρες. Υπό αυτές τις συνθήκες, το σπίτι, ως τόπος ακόμη και προσωρινής εγκατάστασης, είναι ένας συλλογικοποιημένος χώρος. Για τους ίδιους το σπίτι ήταν ένα «μοσαφέρ χανέ», δηλαδή ένα «σπίτι του ταξιδιώτη».


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ LiFO764

ΜΕΤΑΝΑ ΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ

ΑΠΟΚΑΘΙΣΤΏΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΌΤΗΤΑ: ΠΟΣΟΤΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΛΆΜΠΡΟΣ ΜΠΑΛΤΣΙΏΤΗΣ

ΕΠΊΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΉΣ ΙΣΤΟΡΊΑΣ ΤΩΝ ΜΕΙΟΝΟΤΉΤΩΝ ΣΤΑ ΒΑΛΚΆΝΙΑ, ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΠΌ ΤΟΝ ΣΕΠΤΈΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2017 ΈΩΣ ΤΟΝ ΙΟΎΛΙΟ ΤΟΥ 2019 ΔΙΕΤΈΛΕΣΕ ΕΙΔΙΚΌΣ ΓΡΑΜΜΑΤΈΑΣ ΙΘΑΓΈΝΕΙΑΣ, ΕΝΏ ΕΠΊ ΣΕΙΡΆ ΕΤΏΝ ΕΡΓΆΣΤΗΚΕ ΩΣ ΕΙΔΙΚΌΣ ΕΠΙΣΤΉΜΟΝΑΣ ΣΤΟΝ ΣΥΝΉΓΟΡΟ ΤΟΥ ΠΟΛΊΤΗ


30.3.2023 ΕΚΤΟ

47

ΜΕΡΟΣ

Πολώνοι μετανάστες στο παζάρι του Πειραιά (1989)


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Πολωνοί μετανάστες στο παζάρι του Πειραιά (1989)

LiFO764

Π

αρακολουθώντας κανείς τον έντυπο και ηλεκτρονικό Tύπο αλλά και τον δημόσιο λόγο γενικά, έχει την εντύπωση ότι η μετανάστευση και η ιθαγένεια στην Ελλάδα είναι ζητήματα νομικά αρρύθμιστα, ότι κυριαρχούν όσοι παράνομα ζουν στη χώρα, ότι «κυκλώματα» καθορίζουν με παράνομο τρόπο τα μεταναστευτικά ζητήματα ή ότι οι μετανάστες ψηφίζουν και ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις. Ας υποθέσουμε ότι όλες οι αστοχίες των δημοσιευμάτων προέρχονται από την ασχετοσύνη όσων τα γράφουν και δεν υφέρπει κάποια πολιτική πρόθεση. Ακόμα όμως κι έτσι, δεν παύουν να δημιουργούν ψευδείς πεποιθήσεις στους πολίτες. Για παράδειγμα, το τάδε κύκλωμα που εξάρθρωσε η Ελληνική Αστυνομία δεν έδινε «ταυτότητες», όπως συνήθως αναφέρεται, δηλαδή αστυνομικές ταυτότητες που κατέχουν οι Έλληνες πολίτες, αλλά μεσολαβούσε ώστε να εκδίδονται άδειες παραμονής, και οι αστυνομικοί που συνελήφθησαν πρόσφατα στην Κρυσταλλοπηγή δεν εμπλέκονταν σε έκδοση αδειών παραμονής αλλά εποχικών θεωρήσεων εισόδου ή παρατάσεων. Είναι αμφίβολο αν ο μέσος Έλληνας γνωρίζει το προφανές, ότι οι «αλλοδαποί» δεν ψηφίζουν, όποια άδεια παραμονής και να κατέχουν, όσα χρόνια και να είναι στη χώρα. Στο κείμενο που ακολουθεί προσπαθούμε να ξετυλίξουμε εν συντομία την ιστορία του μεταναστευτικού φαινομένου στην Ελλάδα και να δούμε σημαντικές πτυχές του από τη δεκαετία του 1990. Ιδίως εστιάζουμε σε εκείνα τα πραγματολογικά και θεσμικά ζητήματα που συνήθως δημιουργούν συγχύσεις και παρανοήσεις ή και από πρόθεση παραποιούνται στον δημόσιο λόγο. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η μετανάστευση προς τις περιοχές της Ρούμελης και του Μοριά δεν είχε σταματήσει ούτε κατά τη διάρκεια των ένοπλων συγκρούσεων που οδήγησαν στη δημιουργία του ελληνικού κράτους. «Βούλγαροι» εργάτες συνέχιζαν να μαζεύουν τη σοδειά στην Κωπαΐδα, ενώ στη δεκαετία του 1840 εντοπίζονται και οι πρώτες καταγγελίες μουσουλμάνων «Αλβανών» για τη μη πληρωμή τους. Καθ’ όλο τον 19ο αιώνα, πολλοί, κυρίως ελληνορθόδοξοι με διαφορετικές μητρικές γλώσσες, μεταναστεύουν προς την Ελλάδα, όχι μόνο ευκαιριακά ή για να εργαστούν σε μεγάλα έργα, αλλά και για να εγκατασταθούν μόνιμα. Ακόμη πιο παράξενο ακούγεται ότι από τη δεκαετία του 1830 χιλιάδες

μεταναστεύουν από το μικρό βασίλειο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μια πληθυσμιακή μετακίνηση που επίσης θα συνεχιστεί όλο τον 19ο αιώνα. Σε αντίθεση, λοιπόν, με αυτό που πιστεύουμε, η πρώτη έξοδος των Ελλήνων δεν είναι προς τις ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αιώνα, ούτε οι πρώτες μαζικές μεταναστεύσεις προς την Ελλάδα ξεκινούν μετά το 1990. Αντιστοίχως, σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση ότι η μετανάστευση σχετίζεται μόνο με μετακινήσεις από τις πολύ φτωχές χώρες προς τις πλούσιες, οι μεταναστευτικές ροές είναι πολύ πιο σύνθετες. Πράγματι, ένα σημαντικό μέρος τους αφορά τη μετακίνηση από φτωχότερες προς πλούσιες χώρες. Όμως, όχι μικρά ποσοστά κατέχουν οι μεταναστεύσεις μεταξύ φτωχότερων χωρών, από σχετικά φτωχές σε λίγο πλουσιότερες, αλλά και από πλουσιότερες σε φτωχότερες χώρες. Ακόμα μία μορφή μετανάστευσης που τείνουμε να μην τη θεωρούμε ως τέτοια αφορά πληθυσμιακές ομάδες που επικαλούνται κάποια «συγγένεια» με ένα κράτος και μεταναστεύουν προς αυτό, συχνά δε αντιμετωπίζονται με προνομιακό τρόπο. Στην Ελλάδα αυτοί αναφέρονται συνήθως ως ομογενείς. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μετανάστευση προς την Ελλάδα όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα ξεκινά κατά την περίοδο της δικτατορίας (19671974) και σχετίζεται με την έλλειψη εργατικού δυναμικού που είχε δημιουργήσει η μετανάστευση των Ελλήνων σε μια συνεχώς αναπτυσσόμενη οικονομία. Βασίζεται ιδίως σε διακρατικές συμφωνίες. Έτσι, Πακιστανοί θα μετακινηθούν στην Ελλάδα για να εργαστούν στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη. Στη συνέχεια, τα καΐκια όλης της χώρας θα πλημμυρίσουν με Αιγύπτιους αλιεργάτες. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, η ΕΛ.ΑΣ. το 1989 είχε χορηγήσει περίπου 180.000 άδειες παραμονής, αν και δεν είναι ξεκάθαρο ποιους ακριβώς περιλαμβάνει αυτός ο αριθμός. Συχνά γίνεται λόγος για την αντιμετώπιση των μεταναστών εκείνη την περίοδο με νομοθεσία της δεκαετίας του 1920. Στην πραγματικότητα, με εκατοντάδες ρυθμίσεις, αρκετές εκ των οποίων απόρρητες, το ελληνικό κράτος «μπάλωνε» τα κενά και τις νεοεμφανιζόμενες κάθε φορά κανονιστικές ανάγκες. Η πτώση του Ανατολικού Μπλοκ φέρνει τη χώρα αντιμέτωπη με εξαιρετικά αυξημένες ροές μεταναστών, στις οποίες θα πρέπει να συμπεριληφθούν αυτές των αποκαλούμενων ομογενών από την Αλβανία και την πρώην Σοβιετική Ένωση, παρόλο που κάποιοι εκ των δεύτερων είχαν σαφώς προσφυγικό προφίλ. Η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες της Ευρώπης, ειδικά του Νότου, που ήρθαν αντιμέτωπες με αυτά τα πρωτοφανή κύματα, βρέθηκαν σε αμηχανία. Η ελληνική απάντηση του 1991 ήταν ένας νόμος ανεδαφικός για την ελληνική πραγματικότητα, ένα «copy-paste» από παλαιότερες βορειοευρωπαϊκές ρυθμίσεις, ο οποίος έθετε εξαιρετικά δύσκολες προϋποθέσεις για να λάβει και να διατηρήσει κάποιος την άδεια παραμονής. Μέχρι το 1997-1998, οπότε και επιχειρήθηκε σοβαρά η νομιμοποίηση έως και 400.000 μεταναστών, η τεράστια πλειοψηφία τους διαβιούσε παρανόμως στη χώρα και εργαζόταν στη μαύρη αγορά εργασίας. Για αρκετά ακόμα έτη η λογική των «σκληρών προϋποθέσεων» θα κυριαρχήσει, ενώ ταυτόχρονα η πραγματικότητα επέβαλε τις συνεχείς μαζικές νομιμοποιήσεις δεκάδων χιλιάδων παράνομων μεταναστών κατά περιόδους, ώστε να αντιμετω-


30.3.2023

49

ΕΚΤΟ

πιστεί με ρεαλιστικούς όρους η υφιστάμενη κατάσταση. Αναμφισβήτητα δεν επρόκειτο για μια ελληνική ιδιαιτερότητα. Όλες οι χώρες του Νότου εγκλωβίστηκαν στα ίδια περίπου αδιέξοδα και προέκριναν τις μαζικές νομιμοποιήσεις ως διέξοδο, αν και οι περισσότερες άλλαξαν πολιτικές πριν από την Ελλάδα. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 2000 η Ε.Ε. θα νομοθετήσει σχετικά με μια κοινή μεταναστευτική πολιτική, που ναι μεν θα απαγορεύσει –αν και όχι με απόλυτο τρόπο– τις μαζικές νομιμοποιήσεις, αλλά θα επιβάλει ταυτόχρονα στα κράτη-μέλη να υιοθετήσουν συμπεριληπτικές πολιτικές απέναντι στους μετανάστες, όπως, και ιδίως, το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση και την «άδεια επί μακρόν διαμένοντος», ουσιαστικά δηλαδή το δικαίωμα της μόνιμης παραμονής στη χώρα του μετανάστη και της οικογένειάς του. Η μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας τη δεκαετία του 2000 βρίσκει τη χώρα το 2009 με περίπου 650.000 νομίμως διαμένοντες «υπηκόους τρίτων χωρών», περίπου 350.000 ομογενείς από την Αλβανία και την πρώην Σοβιετική Ένωση και έως 150.000 υπηκόους Ε.Ε. Μέσα σε λιγότερο από μία εικοσαετία ένα εκατομμύριο άνθρωποι είχαν συνδέσει οργανικά τη ζωή τους με την Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, έως και 400.000 μετανάστες «τρίτων χωρών» διαβιούσαν στη χώρα παρανόμως, πιθανώς ο μεγαλύτερος αναλογικά αριθμός σε χώρα της Ε.Ε. Η οικονομική κρίση στη συνέχεια και η δυνατότητα των Αλβανών πολιτών να εισέρχονται χωρίς βίζα ένα εξάμηνο ανά έτος θα μειώσει δραματικά τον αριθμό των παρανόμως διαβιούντων στη χώρα. Σταδιακά, πολλοί μετανάστες θα ξεφύγουν από τη μαύρη οικονομία, αν και, είτε λόγω της κρατικής βούλησης είτε ακόμη και της δικής τους, μερικοί τομείς της οικονομίας που απασχολούν κυρίως μετανάστες θα παραμείνουν στη σφαίρα της μαύρης οικονομίας. Παρά την κυρίαρχη αφήγηση περί του αντιθέτου, ένα σχετικά μικρό μέρος των νομίμως διαμενόντων μεταναστών εγκατέλειψε τη χώρα λόγω της οικονομικής κρίσης. Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 2010 θα εξορθολογιστεί με όχι συντηρητικό τρόπο η μεταναστευτική νομοθεσία και ήδη από το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας είχε αρχίσει η διοικητική αναδιάρθρωση των υπηρεσιών που θα φέρει τέλος σε μια ντροπή της χώρας που αφορούσε τις διαδικασίες χορήγησης και ανανέωσης της άδειας παραμονής.

Αν θελήσουμε να μείνουμε μόνο στις μεταναστευτικές ροές, και παρά τη μερική ρευστότητα μεταξύ των αιτούντων άσυλο και των μεταναστών, η Ελλάδα μετά την «κρίση» του 2015, από το δεύτερο εξάμηνο του 2016 έως και σήμερα, θα αντιμετωπίσει από τις μικρότερες εισροές παράνομων μεταναστών όλης της τριακονταετίας. Πάντως, οι εισροές μεταναστών θα συνεχιστούν, όπως θα εξηγηθεί και στη συνέχεια: σήμερα διαβιούν νομίμως περίπου 700.000 υπήκοοι τρίτων χωρών –αν και το υπάρχον νομικό πλαίσιο επιτρέπει κάποιοι εξ αυτών να μη ζουν πραγματικά στην Ελλάδα– και περίπου 200.000 υπήκοοι Ε.Ε., εκ των οποίων οι μισοί περίπου είναι υπήκοοι Βουλγαρίας και Ρουμανίας. Καμία αξιόπιστη μελέτη για τον αριθμό των παρανόμως διαμενόντων δεν έχει πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά όλες οι ενδείξεις παραπέμπουν σε ιδιαιτέρως μικρά μεγέθη. Κάποιοι υπολογίζουν, με βάση ορισμένες ενδείξεις, ότι όσοι διαμένουν παρανόμως στη χώρα, και δεν εισέρχονται για εποχική απασχόληση, μάλλον δεν ξεπερνούν τους 100.000. Πέραν τούτου όμως, ας μας επιτραπεί να κάνουμε μία αναφορά και στο μέγεθος των πρόσφατων εισροών από την Τουρκία: σε αντίθεση με το τι φημολογείται, αυτοί που υποθετικά παραμένουν στη χώρα τον Νοέμβριο του 2022 δεν ξεπερνούσαν τους 35.000. Η μετανάστευση συνδέεται, βέβαια, με την απόδοση ιθαγένειας στον μεταναστευτικό πληθυσμό. Παρά τις θεμελιώδεις θεωρητικές διαφορές μεταξύ του δικαίου του εδάφους και του δικαίου του αίματος, εν πολλοίς τα εθνικά κράτη, στη μεγάλη τους πλειοψηφία –έστω και με καθυστέρηση δεκαετιών–, προχωρούν στην «αποκατάσταση» της πολιτικής κοινότητας, συμπεριλαμβάνοντας τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς –ή μεγάλο τους τμήμα– στους πολίτες τους. Η Ελλάδα, ένα τυπικό κράτος δικαίου του αίματος, όχι εξαρχής αλλά από το 1856, θα ακολουθήσει ανοικτές πολιτικές ιθαγένειας μέχρι και το τέλος της Μεγάλης Ιδέας. Η αντιστροφή αυτή θα ενταθεί στο μετεμφυλιακό κράτος της εθνικοφροσύνης, όταν η συμπερίληψη στην πολιτική και αντιστοίχως εθνική κοινότητα θα νοηματοδοτηθεί εξαιρετικά στενά. Παρά τα σταδιακά ανοίγματα από τη Μεταπολίτευση και μετά που πραγματοποιήθηκαν σχεδόν απ’ όλες τις κυβερνήσεις, αν και τα περισσότερα δεν αφορούσαν μετανάστες γενικά αλλά όσους κατηγοριοποιούνται ως ομογενείς, η Ελλάδα παρέμεινε μέχρι το 2010 μια εξαίρεση στην πρώην δυτική Ευρώπη, καθώς η ιθαγένεια αποτελούσε μια μαύρη τρύπα στο κράτος δικαίου. Χαρακτηριστικό είναι ότι το υπουργείο Εσωτερικών είχε τη δυνατότητα να μην απαντήσει ποτέ στην αίτηση πολιτογράφησης ή να την απορρίψει χωρίς καμία αιτιολογία. Χώρες με εμβληματική αντίθεση στο δίκαιο του εδάφους, όπως η Γερμανία, είχαν μεταρρυθμίσει το δίκαιό τους, ενώ άλλες, όπως η Αυστρία, χωρίς να αλλάξουν τον κανόνα του δικαίου του αίματος, προχώρησαν σε δεκάδες χιλιάδες πολιτογραφήσεις. Αναμφίβολα η μεταρρύθμιση του νομικού πλαισίου της ιθαγένειας του 2010, και εν συνεχεία του 2015, αποτελεί τομή όχι μόνο γιατί επέτρεψε σε όσους γεννιούνται ή/και μεγαλώνουν στην Ελλάδα να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια αλλά και επειδή τοποθέτησε την ιθαγένεια –και ειδικά την πολιτογράφηση– στο κράτος δικαίου. Παράλληλα, οι κτήσεις ιθαγένειας συνέβαλαν στο να αμβλυνθούν αντιθέσεις και χάσματα και να προωθηθεί η ένταξη των μεταναστών, με την οποία άλλωστε το ελληνικό κράτος δεν είχε ούτε προσχηματικά ασχοληθεί. Παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις, η απόδοση ιθαγένειας στους μεταναστευτικούς πληθυσμούς είναι ο κανόνας στα ανεπτυγμένα οικονομικά κράτη, με προσωρινή, θα τολμούσα να πω, εξαίρεση τα κράτη της πρώην Ανατολικής Ευρώπης. Είτε διαφημίζοντας τα οικονομικά οφέλη τέτοιων πολιτικών, όπως στις ΗΠΑ, είτε αποκρύπτοντάς τα και δίνοντας έμφαση στις «αξίες», όπως στην Ευρώπη, όλοι συμφωνούν ότι η συμπερίληψη των μεταναστών στις πολιτικές και εθνικές κοινότητες είναι «ορθή πολιτική». Βέβαια, η ιστορία των περισσότερων εθνικών κρατών, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, μας δείχνει ότι, παρά την αντίθετη ρητορική κάποιων εξ αυτών, πάντα έτσι έπρατταν, ίσως με μικρότερα ή μεγαλύτερα χρονικά διαλείμματα. Αξίζει να αναφερθεί ότι στην Ελλάδα, όπως και σε μερικά ακόμη κράτη, οι «εθνικές πολιτικές» εμπλέκονται με αυτές της μετανάστευσης και της ιθαγένειας: η Ελλάδα θα δώσει με συνοπτικές διαδικασίες την ιθαγένεια σε πάνω από 150.00 πρώην Σοβιετικούς πολίτες που χαρακτήρισε ομογενείς μετά το 1990, ενώ, αντίθετα, μέχρι το 2007 δεν θα αποδώσει την ιθαγένεια σε κανέναν από τους πάνω από 200.000 Αλβανούς πολίτες που κατηγοριοποίησε ως ομογενείς, οπότε και θα ακολουθήσει μια εκ διαμέτρου αντίθετη πολιτική. Μάλιστα, θα ακολουθήσει από το 2012 μέχρι και σήμερα, αδιαλείπτως, μια επιθετική πολιτική, στα χνάρια της Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας, αποδίδοντας την ιθαγένεια

ΜΕΡΟΣ

ΜΕΤΑΝΑ ΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ


LiFO764

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑΣ

ΠΟΛΗΣ


30.3.2023

ΜΕΤΑΝΑ ΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ

Πολωνοί μετανάστες στο παζάρι του Πειραιά (1989)

Αν κάτι πρέπει να κρατήσουμε από τις πρόσφατες πολιτικές που σχετίζονται με το μεταναστευτικό, αυτό αφορά την ιθαγένεια. Το 2015, αλλά και το 2019, με την αλλαγή κυβέρνησης, επιβεβαιώθηκε ότι το πολιτικό σύστημα, σε ένα από τα λίγα που συμφωνεί, είναι η απόδοση ιθαγένειας σε όσους γεννιούνται και μεγαλώνουν στη χώρα. Έτσι, από την ακροδεξιά αντιμεταναστευτική ρητορική και πολιτική αντίθεση στην απόδοση ιθαγένειας του τότε πρωθυπουργού Σαμαρά περάσαμε σε μια εν πολλοίς συμφωνία όλων εκτός της λαϊκιστικής και άκρας δεξιάς σχετικά με την ιθαγένεια. Οι διατάξεις του 2015 για όσους γεννιούνται και μεγαλώνουν στην Ελλάδα παραμένουν σε ισχύ και εφαρμόζονται. Κάνοντας έναν απολογισμό, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το μοντέλο που έχουμε δει σε αρκετά κράτη της Ευρώπης, η Σοσιαλδημοκρατία να κάνει τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις και η Χριστιανοδημοκρατία να αντιδρά, αλλά να τις διατηρεί όταν έρχεται στην εξουσία, λίγο πολύ ίσχυσε και στην Ελλάδα. Ευτυχώς, θεωρούμε, είναι πλέον κατανοητό ότι ο αποκλεισμός από την πολιτική κοινότητα μέρους του πληθυσμού μιας χώρας και ειδικά των νέων συνιστά καταστρεπτική πολιτική σε πολλά επίπεδα ή, όπως κάποιοι θα έλεγαν, «αντεθνική» πολιτική.

ΜΕΡΟΣ

και σε όσους θεωρεί ομογενείς που διαμένουν εκτός Ελλάδας, στην Αλβανία. Πάντως, αποδίδοντας ιθαγένεια σε όσους είχε κατηγοριοποιήσει ως ομογενείς εξ Αλβανίας που ζούσαν στην Ελλάδα, κατάφερε, στην αποτυχημένη προσπάθειά της να παρουσιάσει μια τεράστια ελληνική μειονότητα, να εντάξει επιτυχημένα δεκάδες χιλιάδες Αλβανούς πολίτες στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Αναφορικά με όσους στερεοτυπικά θεωρούμε μετανάστες, αυτούς που η ελληνική διοίκηση ονομάζει αλλογενείς, και παρά τα προβλήματα που παρουσιάζονται ιδίως με τις καθυστερήσεις στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη, η μεγάλη πλειοψηφία των παιδιών που γεννήθηκαν ή/και μεγαλώνουν στην Ελλάδα έχουν αποκτήσει ή σε κάθε περίπτωση αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια. Από το 2015 μέχρι σήμερα περί τα 95.000 παιδιά (ή πρώην παιδιά) έχουν λάβει την ελληνική ιθαγένεια (και λίγες χιλιάδες ακόμη την περίοδο 2011-2012), αλλά μόνο περί τα 25.000 έχουν πολιτογραφηθεί Έλληνες. Οι Αλβανοί πολίτες που σταθερά αποτελούν γύρω στο 65% του μεταναστευτικού πληθυσμού παρουσιάζουν ανάλογα ποσοστά πολιτογράφησης, αλλά συνιστούν γύρω στο 90% των «παιδιών» που λαμβάνουν την ιθαγένεια. Σε αντίθεση με όσα αναφέρονται, ο σημερινός μεταναστευτικός πληθυσμός της Ελλάδας έχει χαρακτηριστικά που θα «ζήλευαν» άλλες χώρες. Πολλά χρόνια συνεχούς νόμιμης παραμονής, οικογενειακό μοντέλο διαβίωσης στη χώρα και σχετική κοινωνική κινητικότητα. Τον Ιανουάριο του 2022 κατείχαν άδεια παραμονής σε ισχύ 686.000 πολίτες τρίτων χωρών. Από αυτές μόνο οι 107.000 ήταν για απασχόληση, ενώ οι άδειες οικογενειακής επανένωσης ανέρχονταν σε 249.000 και οι «λοιπές», που περιλαμβάνουν ανεξάρτητη επαγγελματική απασχόληση, ανέρχονταν σε 326.000. Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι όσοι πολιτογραφούνται, έχουν διαμονή στη χώρα που υπερβαίνει τα είκοσι έτη, πρόκειται δηλαδή για πρόσωπα εξαιρετικά ενταγμένα. Σε αντίθεση πάλι με την τρέχουσα ρητορική, τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει ένας ελκυστικός μεταναστευτικός προορισμός για αρκετούς: όσοι κατέχουν άδειες παραμονής είναι σε απόλυτους αριθμούς περισσότεροι απ’ όσους κατείχαν το 2009, προ κρίσης, παρά την απόδοση ιθαγένειας.

ΕΚΤΟ

51


LiFO764

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑΣ

ΠΟΛΗΣ


30.3.2023 Ζευγάρι Πολωνών σε γάμο φίλων τους στην πολωνική καθολική εκκλησία της οδού Μιχαήλ Βόδα, στην Αθήνα (1989)

ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

53


ΠΟΛΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑΣ

Η Ζ Ω Η Σ Τ Η Ν ΑΘ Η Ν Α

LiFO764

Β΄ ΚΕΦΑ Λ ΑΙΟ 54–101


ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

55

30.3.2023


ΜΙΑΣ

ΠΟΛΗΣ

ΑΠΌ ΤΗΝ ΈΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΊΡΙΔΑΣ ΠΟΛΎΖΟΥ ΚΑΙ ΤΗ ΧΑΡΤΟΓΡΆΦΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΆΤΩΝ ΑΠΌ ΤΟΝ ΣΤΑΎΡΟ ΣΠΥΡΈΛΛΗ ΜΈΧΡΙ ΤΗΝ ΠΡΌΣΦΑΤΗ ΈΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΤΈΓΗΣ ΤΟΥ ΙΔΡΎΜΑΤΟΣ ΩΝΆΣΗ ΜΕ ΤΊΤΛΟ «ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΞΙΑΔΗΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ: Η ΜΗΧΑΝΗ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», Η ΠΑΡΟΥΣΊΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΏΝ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΌ ΙΣΤΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ Ε Π Ι Χ ΕΙ Ρ Η Μ Α Τ Ι Κ Ό Κ Ο Σ Μ Ό Τ Η Σ Χ Ώ Ρ Α Σ Γ Ί Ν Ε Τ Α Ι Ο Λ Ο Έ Ν Α Κ Α Ι Π Ε Ρ Ι Σ Σ Ό Τ Ε Ρ Ο Ε Μ Φ Α Ν Ή Σ Κ Α Ι Σ Τ Ο Ν Δ Η Μ Ό Σ ΙΟ Δ ΙΆ Λ Ο Γ Ο . Α Π Ο Τ Ο Ν Ν Ι Κ Ο Ε Υ Σ Τ Α Θ ΙΟ Υ

MARGARITA YOKO NIKITAKI / ONASSIS STEGI

LiFO764

ΙΣΤΟΡΙΑ

Μετανάστες και επιχειρείν: Ένα ορατό φαινόμενο κερδίζει συνεχώς χώρο


30.3.2023

• ΕΛΛΆΔΑ • AΣΙΑ • ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ • ΑΦΡΙΚΗ • ΠΡΩΗΝ ΕΣΣΔ ΚΑΙ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

631 141 34 22 77

ΜΕΡΟΣ

Κατανομή επιχειρήσεων ανά χώρα ή ομάδα χωρών

ΕΚΤΟ

57


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ

και ιδιοκτήτες των εν λόγω επιχειρήσεων. «Στην ουσία, η έρευνα έγινε στο πλαίσιο ενός μεταδιδακτορικού μου στη Γαλλική Σχολή Αθηνών», εξηγεί η Πολύζου. «Είχα ήδη καταπιαστεί με τους Κινέζους εμπόρους στην περιοχή του Μεταξουργείου, έχοντας συλλέξει κάποιες πρώτες παρατηρήσεις, αλλά ήθελα να ανοίξω τη μελέτη και να εξετάσω κι άλλες μεταναστευτικές κοινότητες, καθώς και ζητήματα της μεταξύ τους συνύπαρξης. Πολύ συχνά λέμε πως οι μετανάστες έρχονται στη χώρα μας και επωφελούνται. Ήθελα, λοιπόν, να αντιστρέψω το ερώτημα, να εξετάσω και να αναδείξω το γεγονός πως συχνά επωφελούμαστε εμείς οι ίδιοι ως κάτοικοι μιας περιοχής, ως χώρα και ως πόλη από τη μετανάστευση». «Η επιχειρηματικότητα ενδείκνυται για να εξετάσει κανείς τη συμβολή της μετανάστευσης στον αστικό ιστό», συνεχίζει η ερευνήτρια, «ειδικά αν λάβουμε υπ’ όψιν μας πως πολλά τμήματα της πόλης αδειάζουν, πως πολλά αθηναϊκά καταστήματα λιανικής κλείνουν και πως παράλληλα πολλά καταστήματα νοικιάζονται από μεταναστευτικές ομάδες, και μάλιστα με αξιοσημείωτα υψηλά ενοίκια, συμβάλλοντας ουσιαστικά στη διατήρηση της εμπορικής ζωτικότητας των υπό μελέτη κεντρικών περιοχών», συμπληρώνει.

FARZIN LOFTI-JAM & MARK WASIUTA

ΙΣΤΟΡΙΑ

ε

ίναι οκτώ το πρωί και ο Σατζίντ ξεκλειδώνει την πόρτα του καταστήματός του στη λεωφόρο Αχαρνών. Το μανάβικο, ψιλικατζίδικο και κατάστημα προϊόντων και τροφίμων ασιατικής προέλευσης που διαχειρίζεται λειτουργεί εδώ και οκτώ χρόνια στην περιοχή, κι έτσι ο χώρος του δεν αργεί να γεμίσει με τους πρωινούς πελάτες, κατοίκους της γειτονιάς, Έλληνες αλλά και μετανάστες, που τον χαιρετούν και ανταλλάσσουν χαλαρές κουβέντες καθώς κάνουν τα πρωινά τους ψώνια. «Δεν είναι εύκολη διαδικασία να στήσεις ένα μαγαζί, ούτε ήταν εύκολες οι περίοδοι της πανδημίας και της σημερινής ακρίβειας», μου εξηγεί χαμογελώντας, κάνοντας ένα μικρό διάλειμμα στην εξυπηρέτηση των πελατών. «Αλλά με αυτό εδώ το μαγαζί πώς να μη νιώθω κομμάτι της πόλης και της γειτονιάς μου;» συμπληρώνει. Δεν χωρά αμφιβολία πως τα καταστήματα και οι υπηρεσίες επιχειρηματιών μεταναστευτικής προέλευσης αποτελούν ένα ζωντανό και αναπόσπαστο κομμάτι του εμπορικού ιστού της Αθήνας, καθώς και μία από τις πιο ορατές πτυχές της εθνοτικής ποικιλομορφίας που χαρακτηρίζει σήμερα την πόλη. Οι μετανάστες επιχειρηματίες και καταστηματάρχες βρίσκονται παντού ανάμεσά μας, εξυπηρετώντας δεκάδες χιλιάδες Αθηναίους, εμπλουτίζοντας συνεχώς τα προϊόντα και το εμπόριο της πόλης, συμβάλλοντας με τις επιγραφές, τις πινακίδες και την παρουσία τους στη διαμόρφωση μιας σύγχρονης και πολυπολιτισμικής Αθήνας. Υπάρχει, ταυτόχρονα, και το εξής παράδοξο στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται η πόλη τη μεταναστευτική επιχειρηματικότητα: μπορεί να αλληλεπιδρούμε με αυτήν, ωστόσο σπάνια την αφήνουμε να επαναπροσδιορίσει την αντίληψη που έχουμε για την ίδια τη μετανάστευση. Μία από τις φωτεινές εξαιρέσεις αυτής της έλλειψης στον δημόσιο διάλογο αποτελεί το ερευνητικό έργο της Ίριδας Πολύζου, ερευνήτριας, συγγραφέως και αστικής κοινωνιολόγου. Μεταξύ άλλων διαύλων, το έργο της βρίσκεται δημοσιευμένο στην πλατφόρμα του Κοινωνικού Άτλαντα της Αθήνας, με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ωνάση, πλαισιωμένο από τους όμορφα επιμελημένους και χρήσιμους χάρτες του ερευνητή στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Σταύρου Σπυρέλλη. Η προσπάθειά της να μελετήσει και να χαρτογραφήσει τη μεταναστευτική επιχειρηματικότητα της Αθήνας αποτελεί μια σπάνια απεικόνιση του φαινομένου στη σύγχρονη έκφανσή του, που κινείται σε δύο ερευνητικούς άξονες: τη χαρτογράφηση των καταγεγραμμένων επιχειρήσεων μέσω του μητρώου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών αλλά και της επιτόπιας καταγραφής επιχειρήσεων στην κλίμακα του δρόμου, και τη διεξαγωγή έρευνας πεδίου σε επιλεγμένους δρόμους του κέντρου της Αθήνας, με δομημένες αλλά και αυθόρμητες συνεντεύξεις με εργαζομένους

LiFO764

Κατανομή επιχειρήσεων αλλοδαπών στον Δήμο Αθήνας: Ομαδοποιήσεις χωρών προέλευσης Πηγή: Επεξεργασία Μητρώου ΕΒΕΑ, 2015, Έρευνα Πεδίου, Ερευνητικό Πρόγραμμα «Γεωγραφίες Εθνοτικού Εμπορίου», Ι. Πολύζου, Επιμέλεια: Σ. Σπυρέλλης, Κοινωνικός Άτλαντας της Αθήνας


Σύμφωνα με τα στοιχεία του μητρώου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών για το 2015, στην πόλη λειτουργούν 2.057 επιχειρήσεις μεταναστών, εκ των οποίων το 55% αφορά επιχειρηματική δραστηριότητα υπηκόων Ε.Ε. και Β. Αμερικής, ενώ το 40% επιχειρήσεις που ανήκουν σε εμπόρους τρίτων χωρών. Από τη μελέτη της Πολύζου προέκυψε η αναμενόμενη πτυχή της κοινωνικής αστικής γεωγραφίας, της χωροθέτησης και του γεωγραφικού διαχωρισμού. Για παράδειγμα, οι επιχειρήσεις των υπηκόων βαλκανικών χωρών και χωρών της πρώην ΕΣΔΔ συγκεντρώνονται γύρω από την περιοχή της Ομόνοιας, οι επιχειρήσεις των μεταναστών από χώρες της Μέσης Ανατολής εντοπίζονται στο κέντρο της πόλης και δυτικά της Πατησίων, ενώ οι επιχειρηματίες από αφρικανικές χώρες εμφανίζουν μεγαλύτερη συγκέντρωση στην περιοχή της Κυψέλης και της πλατείας Αμερικής. Ωστόσο, πέρα από τον γνωστό και αναμενόμενο χωροκοινωνικό διαχωρισμό μεταξύ ανατολικού και δυτικού κέντρου της πόλης, η έρευνα της αστικής κοινωνιολόγου ανέδειξε τη συνύπαρξη επιχειρήσεων διαφορετικών εθνικοτήτων στη μικρο-κλίμακα του δρόμου, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους βοηθούν την εμπορική και αστική ζωτικότητα των υπό μελέτη κεντρικών περιοχών. «Από μια άποψη, οι μετανάστες είναι και οι ίδιοι κύριοι του ίδιου τους του μεταναστευτικού ταξιδιού και μπορούν να διαμορφώσουν τον τρόπο ζωής τους», εξηγεί χαρακτηριστικά η κ. Πολύζου. «Και έχει νόημα να στρέψουμε το βλέμμα και να εξετάσουμε την εμπειρία τους όχι μόνο ως θυμάτων των συνθηκών αλλά και ως τα βιώματα ανθρώπων που μεταβάλλουν και οι ίδιοι τις συνθήκες γύρω τους. Για να ανοίξεις ένα κατάστημα χρειάζονται επαφές, οικονομικό και κοινωνικό κεφάλαιο, στρατηγική και δίκτυο. Συχνά έχουμε την ψευδαίσθηση πως η μεταναστευτική επιχειρηματικότητα είναι κάτι κλειστό, όμως στην έρευνά μας φάνηκε πως στην πράξη αυτό δεν ισχύει. Είδαμε πόσο συχνά οι επιχειρήσεις αυτές προσλαμβάνουν άτομα από άλλες εθνικότητες ή πως έχουν πολλούς Έλληνες πελάτες από την περιοχή. Είναι πολύ πιο ανοιχτές απ’ ό,τι συχνά νομίζουν όσοι δεν κατοικούν γύρω τους και δεν αλληλεπιδρούν μαζί τους». «Το ίδιο παρατηρήσαμε και αναφορικά με τη συνύπαρξη», προσθέτει. «Σε ένα πλαίσιο συνεχώς μεταβαλλόμενων αστικών μεταλλαγών, έρχονται μετανάστες που εισχωρούν στα κενά του αστικού ιστού και τα συμπληρώνουν, όντες και οι ίδιοι φορείς μεταλλαγών. Το βλέπουμε στην Αχαρνών, στο Γεράνι, στην Ομόνοια. Υπάρχει και το επιπλέον σκέλος που αφορά την ορατότητα, την επαφή της πόλης με το διαφορετικό και το πολυπολιτισμικό στοιχείο. Θα σας δώσω το παράδειγμα ενός κομμωτηρίου που ανήκε σε Πακιστανό ιδιοκτήτη, είχε προσλάβει έναν εργαζόμενο από το Μπαγκλαντές καθώς και μια γυναίκα από τα Βαλκάνια, και αυτό ήταν εμφανές σε επίπεδο πινακίδων και επιγραφών του μαγαζιού. Η κοπέλα, δηλαδή, είχε αναρτήσει αφίσες και επιγραφές στα βουλγάρικα, κάτι που λειτουργεί μεν σε πλαίσιο επιχειρηματικότητας και προσέλκυσης πελατών αλλά συμβάλλει και ως οπτικό στοιχείο σε επίπεδο πολυπολιτισμικού πλούτου και ορατότητας», καταλήγει.

ΑΣΤΙΚΌΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΌΣ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΈΝΑ Μια αντίστοιχη, εξίσου εξαιρετική πρωτοβουλία, τόσο στο επίπεδο καταγραφής και χαρτογράφησης όσο και ορατότητας αναφορικά με τη μεταναστευτική εμπειρία, παρουσίασε πρόσφατα και η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση στο πλαίσιο της πολυεπίπεδης έκθεσης «Κωνσταντίνος Δοξιάδης και πληροφοριακός μοντερνισμός: Η μηχανή στην καρδιά του ανθρώπου» σε επιμέλεια Farzin Lotfi-Jam και Mark Wasiuta και εκτελεστική διεύθυνση της Αφροδίτης Παναγιωτάκου και του Πρόδρομου Τσιαβού. Η έκθεση, που εξέτασε διαχρονικά τον ρόλο των δεδομένων και των πληροφοριών στην αστική διαχείριση και διοίκηση, παρουσίασε την ενότητα «Νέα Ανθρώπινη Κοινότητα», μια αντιπαραβολή των τεχνικών εισαγωγής και συγκέντρωσης δεδομένων που εφάρμοζε ο διεθνώς φημισμένος αρχιτέκτονας και πολεοδόμος με στόχο τη βελτίωση του αστικού περιβάλλοντος και της καθημερινότητας των πολιτών, με τα συστήματα ελέγχου και παρακολούθησης που ενισχύουν τον αποκλεισμό ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και μειονοτήτων. Η έρευνα του Δοξιάδη, ο οποίος χρησιμοποίησε έναν υπολογιστή IBM 1401 και επεξεργάστηκε τα δεδομένα 3.500 ερωτηματολόγιων που διανεμήθηκαν σε είκοσι αθηναϊκές γειτονιές, συμπληρώθηκε από μια πιο σύγχρονη έρευνα, που ολοκληρώθηκε με τη συνδρομή του Ελληνικού Συμβούλιου για τους Πρόσφυγες και του δικτύου Μέλισσα, και αποτελείται, εκτός από βιντεοσκοπημένες συνεντεύξεις, από χάρτες που αποτυπώνουν τις μετακινήσεις των εν λόγω ανθρώπων. Πρόκειται για μια ακόμα πρωτοβουλία που με πρωτότυπες τεχνικές παρουσιάζει αυτό που αποδεικνύεται περίτρανα αλλά και διαχρονικά από την αθηναϊκή πραγματικότητα: πως οι μετανάστες ζουν ανάμεσά μας, συμβάλλοντας διαρκώς στην εμπορική και αστική ζωτικότητα και συνθέτοντας μια πολυπολιτισμική και συνεχώς μεταβαλλόμενη πόλη. «Η Αθήνα είναι διαχρονικά ένα μωσαϊκό μικροκαταστάσεων», σχολιάζει η κ. Πολύζου. «Μονίμως εναλλάσσονται πολλές διαφορετικές πλευρές, για να το πω απλά, σε επίπεδο χώρου υπάρχει πάντοτε μια μικροκατάσταση που εξ ορισμού οδηγεί στην αλληλεπίδραση και στη συνύπαρξη», καταλήγει.

30.3.2023

ΣΥΝΎΠΑΡΞΗ, ΕΞΩΣΤΡΈΦΕΙΑ ΚΑΙ ΟΡΑΤΌΤΗΤΑ

59

• Χώρες Μέσης Ανατολής

• Χώρες Αφρικής

ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

Κατανομή επιχειρήσεων αλλοδαπών στον Δήμο Αθήνας: Υπήκοοι τρίτων χωρών και υπήκοοι Ε.Ε. και Β. Αμερικής


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ

Ο μεταναστευτικός Tύπος στην Αθήνα

ΙΣΤΟΡΙΑ

O ΕΠΊ ΔΕΚΑΠΈΝΤΕ ΧΡΌΝΙΑ ΕΚΔΌΤΗΣ ΈΞΙ ΞΕΝΌΓΛΩΣΣΩΝ ΕΦΗΜΕΡΊΔΩΝ ΣΤΗΝ Π Ρ Ω Τ ΕΎΟ Υ Σ Α , Θ Ε Ό Δ Ω Ρ Ο Σ Μ Π Ε Ν Ά Κ Η Σ , Μ ΟΙ Ρ Ά Ζ Ε Τ Α Ι Μ Ε Τ Η L I F O Τ Η Ν Ε Μ Π ΕΙ Ρ Ί Α ΤΩΝ ΠΡΏΤΩΝ ΕΝΤΎΠΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΤΈΛΕΣΑΝ ΤΙΣ ΦΩΝΈΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΏΝ ΚΥΜΆΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΌΛΗ ΚΑΙ ΑΝΑΦΈΡΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΌ ΡΌΛΟ ΠΟΥ ΈΠΑΙΞΑΝ Σ Τ Η Ν Ε Ν Σ Ω Μ Ά Τ Ω Σ Ή Τ Ο Υ Σ Σ Τ Η Ν Κ ΟΙ Ν Ω Ν Ί Α . Α Π Ο Τ Ο Ν Γ ΙΆ Ν Ν Η Π Α Ν Τ Α Ζ Ό Π Ο Υ Λ Ο

MUIJA

BECTИ

OMOHИA

Ομόνοια

ΑΠΌ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥ ROBERT GORO

LiFO764

GAZETA e Athinës


ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

61

30.3.2023


Υπήρχαν, όμως, και πρακτικά ζητήματα. Το πρώτο ήταν ότι δεν υπήρχε νόμος που να προβλέπει τη νομιμοποίησή τους. Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε το 1997, με πρωτοβουλία του τότε υπουργού Εργασίας Μιλτιάδη Παπαϊωάννου. Χρόνια αργότερα μεγάλη ευαισθησία στο ζήτημα έδειξε ο υπουργός Εσωτερικών –και αργότερα Πρόεδρος της Δημοκρατίας– Προκόπης Παυλόπουλος. Ένα άλλο θέμα που αρχίσαμε να αντιμετωπίζουμε, όταν πλέον μέρος των μεταναστών μπήκε σε διαδικασία νομιμοποίησης, ήταν το ασφαλιστικό. Επίσης, συχνά συγκρουόμαστε με συμφέροντα, με αποτέλεσμα να δεχόμαστε απειλές. Όταν μια κοινότητα ζει στην παρανομία, δημιουργείται έδαφος για τη δραστηριοποίηση μικρών ή μεγάλων άνομων δραστηριοτήτων». Άραγε τι άλλαξε στη διάρκεια των ετών στη θεματολογία; «Στον βαθμό που προχωρούσε η ένταξη των μεταναστών στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, η ύλη των εφημερίδων περιλάμβανε περισσότερο ρεπορτάζ, πολιτιστικά θέματα και lifestyle. Όταν, για παράδειγμα, στο “Big Brother” πήρε μέρος μια κοπέλα από την Αλβανία, η εφημερίδα το κάλυψε γιατί ήταν ένα γεγονός για την κοινότητα των Αλβανών, που έδειχνε ότι η ένταξή τους βρισκόταν σε καλό σημείο. Τότε, και για αρκετό διάστημα, η εφημερίδα πουλούσε τουλάχιστον 12.000 φύλλα. Επίσης, οι συνεντεύξεις με καλλιτέχνες από τις κοινότητες αυτές ανέβαζαν τον αριθμό των πωλήσεων. Από το 2004 και μέχρι και το 2007, ύστερα από συμφωνία με τη δήμαρχο Αθηναίων, Ντόρα Μπακογιάννη, αναλάβαμε τη δημιουργία καθημερινών εκπομπών διάρκειας μιας ώρας στις έξι γλώσσες των εφημερίδων μας στον ξενόγλωσσο ραδιοφωνικό σταθμό που είχε δημιουργήσει τότε ο 9,84», απαντά. Την ίδια στιγμή αναρωτιέμαι για τη διανομή των εφημερίδων, τον αριθμό των δημοσιογράφων που απασχολούνταν αλλά και το σημαντικότερο, αν αρκούσαν οι πωλήσεις για να καλύπτουν τα έξοδα. Ο ίδιος εξηγεί: «Όταν ξεκινήσαμε το 1996, δέχτηκε να αναλάβει τη διανομή το Ελληνικό Πρακτορείο Διανομής Ξένου Τύπου. Έτσι, οι εφημερίδες μας έφταναν σε όλη την Ελλάδα στοχευμένα. Περισσότερες ρωσικές στον Πειραιά ή τη Θεσσαλονίκη, πολωνικές στη Μεσσηνία και στην Κρήτη. Η αλβανική εφημερίδα πήγαινε σε όλη την Ελλάδα και για μερικά χρόνια και στα Τίρανα. Επίσης η πολωνική, η ρωσική και η βουλγαρική διανέμονταν σε αρκετά σημεία στην Κύπρο. Συνολικά η εταιρεία απασχολούσε είκοσι άτομα –δημοσιογράφους και διοικητικό προσωπικό– που ήταν όλοι στο μισθολόγιο. Όταν το 2006 αποκτήσαμε πιεστήριο –στο οποίο τυπώνονταν ως πελάτες περί τις δέκα ημερήσιες εφημερίδες– το σύνολο των εργαζομένων έφτασε τους 40. Οι πωλήσεις της ρωσικής εφημερίδας, της πολωνικής και της αλβανικής κάλυπταν τα έξοδα και άφηναν ένα μικρό κέρδος. Υπήρχε όμως σημαντική διαφήμιση από ελληνικές τράπεζες, εταιρείες μεταφοράς χρημάτων, ανταλλακτήρια, κινητή τηλεφωνία και τηλεκάρτες, καθώς και από τις αγορές που απευθύνονταν σε συγκεκριμένες γλωσσικές ομάδες που περιλάμβαναν πρακτορεία ταξιδιών, καταστήματα τροφίμων, βιβλιοπωλεία κ.λπ.» Λίγο πριν τον αποχαιρετήσω του ζητώ να επιστρέψει σε εκείνη την εποχή και να μας πει τι είναι αυτό που διατηρεί στη μνήμη του αλλά και ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή. «Όλοι μας ζήσαμε έντονες στιγμές αυτά τα δεκαπέντε χρόνια. Ο συνδυασμός μιας δουλειάς που με ευχαριστούσε και από την οποία ζούσα και της αίσθησης της κοινωνικής προσφοράς ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσα να φανταστώ. Ασφαλώς η πιο δύσκολη στιγμή ήταν όταν έγινε σαφές ότι όλη αυτή η προσπάθεια έκλεινε τον κύκλο της και γινόταν ορατή η ημερομηνία λήξης, η οποία και ήταν επώδυνη. Συνέπεσε με την οικονομική κρίση, αλλά δεν οφειλόταν αποκλειστικά σε αυτή. Όσο οι ομάδες στις οποίες απευθυνόμαστε εντάσσονταν περισσότερο στην ελληνική κοινωνία και άλλαζαν ενδιαφέροντα και συνήθειες, τόσο συρρικνωνόταν η αγορά και κατά συνέπεια η διαφήμιση. Αυτό έγινε ορατό το 2009. Θυμάμαι, τότε, ένα απόγευμα στα Εξάρχεια, είδα τέσσερις Πολωνούς εργάτες που είχαν μόλις τελειώσει τη δουλειά, να είναι σκυμμένοι επάνω από μια εφημερίδα και να σχολιάζουν αυτά που έγραφε με ζωηρό ενδιαφέρον. Τάχυνα το βήμα για να τους μιλήσω, βέβαιος ότι διάβαζαν την εφημερίδα μας. Όταν πλησίασα, είδα ότι η εφημερίδα που είχε τραβήξει το ενδιαφέρον τους ήταν ένα ελληνικό σκανδαλοθηρικό ταμπλόιντ. Η “αγορά” μας άλλαζε πιο γρήγορα απ’ ό,τι είχαμε φανταστεί. Ακόμα, η δεύτερη γενιά των μεταναστών είχε την ίδια ακριβώς συμπεριφορά με τους Έλληνες συνομηλίκους της και καταλαβαίναμε ότι δεν θα γινόταν ποτέ πελάτης μας», καταλήγει.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΜΠΕΝΑΚΗΣ / ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΑΡΙΣ ΤΑΒΙΤΙΑΝ

ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ LiFO764

π

λατεία Ομονοίας. Τόπος συνάντησης και υποδοχής. Για πολλά χρόνια κυριαρχούσε μια γνώριμη εικόνα στην «καρδιά» της Αθήνας: μια ομάδα μεταναστών διάβαζαν προσηλωμένοι τα πρωτοσέλιδα των πολύχρωμων εφημερίδων που κρέμονταν γύρω από το περίπτερο, το οποίο βρίσκεται στη γωνία της οδού Αθηνάς. Σταθερά, ήταν ένα καθημερινό πρωινό ραντεβού. Το περίπτερο θα αποτελούσε το βασικό μέσο επικοινωνίας με τη μακρινή πατρίδα τους, ειδικά στα πρώτα δύσκολα χρόνια της εγκατάστασής τους στην Ελλάδα. Ο μεταναστευτικός Τύπος ήταν η δική τους «φωνή», μια πηγή ειδησεογραφίας και ψυχαγωγίας αλλά και ο συνδετικός κρίκος με τη γλώσσα της κοινότητάς τους. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 η Ελλάδα δέχτηκε σημαντικές μεταναστευτικές ροές. Αρχικά, ήρθαν οι Αλβανοί και οι Ανατολικοευρωπαίοι από την πρώην ΕΣΣΔ, ενώ ακολούθησαν τα ρεύματα από την Ασία και την Αφρική. Πολυάριθμα ξενόγλωσσα έντυπα κυκλοφορούσαν σε κεντρικά σημεία διανομής προορισμένα να καλύψουν τις ανάγκες της εποχής καθώς και της ενημέρωσης των μεταναστευτικών τάσεων. Έτσι, άνθρωποι που είχαν έρθει στην Ελλάδα από κάθε γωνιά του πλανήτη έσπευδαν να αγοράσουν τις εφημερίδες της εθνικότητάς τους, είτε αυτές κυκλοφορούσαν στα αλβανικά, είτε στα βουλγαρικά, στα ρωσικά, στα πακιστανικά ή στα ρουμάνικα. Ο κ. Θεόδωρος Μπενάκης παρέμεινε για αρκετά χρόνια ο πιο γνωστός εκδότης ξενόγλωσσων εφημερίδων. Το σπίτι του στη Νέα Φιλοθέη σε προϊδεάζει για την επαγγελματική του ενασχόληση, αφού είναι γεμάτο με βιβλία, έντυπα και σπάνιες εκδόσεις. Από την αρχή της συζήτησής μας κρίνει ότι ο μεταναστευτικός Τύπος ήταν «ένα πολύ σημαντικό εργαλείο στη διαδικασία ένταξης των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία». Και μου θυμίζει ότι ο ίδιος ξεκίνησε αγοράζοντας την πολωνική «Kurier Atenski» το 1996, ενώ έκτοτε ακολούθησαν η αλβανική «Gazeta e Athinës», η ρωσική «ΟΜΟΝOΙΑ», η φιλιππινέζικη «Balita», μια ρουμάνικη, μια βουλγαρική αλλά και ένα lifestyle περιοδικό. Ο κ. Μπενάκης επισημαίνει ότι οι εφημερίδες αυτές διέθεταν ξεχωριστή σύνταξη με επαγγελματίες δημοσιογράφους που έγραφαν στη μητρική τους γλώσσα και φρόντιζαν να παρέχουν ανεξάρτητη ύλη, ανάλογα με την κοινότητα των μεταναστών και τις ανάγκες τους. Ωστόσο, δεν ήταν πάντα εύκολη η διαδικασία διανομής. Τα πρώτα χρόνια, όπως τονίζει, υπήρχε καχυποψία και επιφυλακτικότητα από τους ιδιοκτήτες των περιπτέρων. Γι’ αυτό χρειάστηκε πολλές φορές να τα επισκεφθεί ο ίδιος, ακόμη και να μοιράζει ο ίδιος τις εφημερίδες σε διάφορα σημεία συγκέντρωσης των μεταναστών. «Θυμάμαι ότι πολλοί εφημεριδοπώλες μου έλεγαν “εμείς δεν θέλουμε Αλβανούς στο περίπτερό μας”. Ήταν η εποχή της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Αλλά μόλις είδαν ότι αυτό τους έφερνε πελατεία και έσοδα, ξεπεράστηκε ευτυχώς πολύ γρήγορα», υποστηρίζει. Στο σημείο αυτό του ζητώ να μας περιγράψει την εμπειρία του, αφού για δεκαπέντε χρόνια ήταν ο εκδότης εβδομαδιαίων εφημερίδων που απευθύνονταν στους μετανάστες. Και εκείνος θυμάται: « Ήταν μια περιπέτεια η οποία ξεκίνησε το 1996 και τελείωσε στο τέλος του 2010. Η αρχή έγινε όταν αποφασίσαμε, όσοι πήραμε τότε την πρωτοβουλία, να βοηθήσουμε την εβδομαδιαία πολωνική εφημερίδα “Kurier Atenski”, η οποία εκδιδόταν από το 1988, αλλά παράνομα. Η κοινότητα των Πολωνών μεταναστών άρχισε να δημιουργείται από το 1986 και δέκα χρόνια μετά υπήρχαν δεκάδες χιλιάδες Πολωνοί με δικό τους σχολείο, λειτουργίες στα πολωνικά, καταστήματα, εστιατόρια κ.λπ. Το μεγάλο μέγεθος της κοινότητας έδειχνε ότι υπήρχε μια αγορά που αργά ή γρήγορα θα τραβούσε το ενδιαφέρον των ελληνικών επιχειρήσεων. Ξεκινήσαμε μια φιλόδοξη επιχειρηματική προσπάθεια και σταδιακά αποκτήσαμε έξι τίτλους. Ήταν εβδομαδιαίες εφημερίδες που γράφονταν από δημοσιογράφους που είχαν μητρική τη γλώσσα της εφημερίδας. Η ύλη της καθεμιάς ήταν διαφορετική και μόνο οι συνεντεύξεις που αφορούσαν γενικά τους μετανάστες, π.χ. με υπουργούς Εργασίας, Δημόσιας Τάξης ή Εσωτερικών δημοσιεύονταν σε όλες. Το 1997 αποκτήσαμε την “Gazeta e Athinës” που εκδιδόταν στα αλβανικά και έφτασε να πουλά στις αρχές του 20ού αιώνα 10.000-12.000 φύλλα. Το 2000, μετά τον τραγικό θάνατο του δημοσιογράφου και εκδότη Άρη Παπάνθιμου, αγοράσαμε την εφημερίδα “ΟΜΟΝΟΙΑ” που εκδιδόταν στα ρωσικά και πουλούσε ήδη περί τα 8.000-10.000 φύλλα. Ύστερα φτιάξαμε τις “Atinski Becti” (στα βουλγαρικά), “Curierul Atenei” (στα ρουμανικά) και “Balita”, η οποία απευθυνόταν στους Φιλιππινέζους. Η καθημερινή επαφή με διαφορετικές ομάδες μεταναστών, τα άλλοτε κοινά και άλλοτε εντελώς διαφορετικά προβλήματα που εντοπίζαμε και η προσπάθεια να συνεισφέρουμε στη νομιμοποίηση και ένταξή τους, όλα αυτά έκαναν την επιχειρηματική αυτή προσπάθεια, που είχε ταυτόχρονα μια σημαντική κοινωνική διάσταση, ιδιαίτερα γοητευτική». Στη συνέχεια αναφέρει ότι κατά την πρώτη περίοδο ο ξενόγλωσσος Τύπος κυριαρχούνταν κυρίως από θέματα που αφορούσαν τη διαδικασία νομιμοποίησης των μεταναστών, ενώ προσθέτει ότι τα έσοδα προέρχονταν όχι μόνο από τις πωλήσεις αλλά και από διαφημίσεις τραπεζών ή εταιρειών κινητής τηλεφωνίας. Και συμπληρώνει: «Κάθε ομάδα είχε διαφορετικά ζητήματα να λύσει. Επίσης, είχε διαφορετικό τρόπο οργάνωσης. Οι περισσότερο οργανωμένοι ήταν οι Φιλιππινέζοι, με δικό τους σωματείο, το Kasapi Hellas, και σχολείο. Οι Πολωνοί είχαν επίσης ισχυρή οργάνωση και τη βοήθεια του Τάγματος των Ιησουιτών, το οποίο διέθετε τους χώρους του για τις εκδηλώσεις τους και είχε αναλάβει τη νομική κάλυψη του σχολείου τους. Ας σημειωθεί ότι το πολωνικό σχολείο είχε για πολλά χρόνια 1.500-1.800 παιδιά. Οι Αλβανοί ήταν διασπασμένοι σε πολλούς συλλόγους, αλλά είχαν την πιο πλούσια πολιτιστική δραστηριότητα. Στην Ελλάδα εκδίδονταν κατά μέσο όρο 80 λογοτεχνικά έργα Αλβανών μεταναστών κάθε χρόνο. Επίσης, εδώ είχαν καταφύγει ηθοποιοί, σκηνοθέτες, λογοτέχνες, και μουσικοί. Όταν ξέσπασε το σκάνδαλο με τις πυραμίδες, η αλβανική εφημερίδα αφιέρωνε σε αυτό πολλές εβδομάδες μεγάλο μέρος της ύλης της.


ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

63

30.3.2023


LiFO764 ΝΙΚΟΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑΣ

ΠΟΛΗΣ


30.3.2023 Ro-ma-nia Club, πλατεία Αττικής, Αδμήτου 10

ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

65


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ

Σαββατόβραδο στην πόλη των άλλων

SENTRO OTSO, ΦΙΛΙΠΠΙΝΕΖΙΚΟ ΜΠΑΡ, ΚΛΕΙΤΟΥ 8

LiFO764

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑ ΑΘΗΝΑΪΚΉ ΈΞΟΔΟΣ ΣΕ ΚΑΦΈ, ΜΠΑΡ ΚΑΙ ΚΛΑΜΠ ΣΤΗ ΜΈΣΗ, ΣΤΗΝ ΆΠΩ ΑΝΑΤΟΛΉ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΡΏΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΌ ΜΠΛΟΚ. ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΑΡΊΛΑΟ ΤΡΟΥΒΑ Φ Ω Τ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΕ Σ : Ν Ι Κ Ο Σ Κ Α Τ Σ Α Ρ Ο Σ


30.3.2023

67

ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

ΕΛ ΜΠΑΣΑ, ΝΑΡΓΙΛΕΤΖΊΔΙΚΟ, ΑΧΑΡΝΩΝ 52

μη νιώθουν πια την ανάγκη να βγαίνουν στο «δικό» τους μαγαζί. Η Αθήνα μπορεί να μην είναι Παρίσι ή Βερολίνο, όπου υπάρχουν πολλές επιλογές για έθνικ διασκέδαση, αλλά αυτήν τη στιγμή υπάρχουν αρκετοί χώροι όπου μπορείς να γνωρίσεις τον τρόπο που διασκεδάζουν οι άνθρωποι που ήρθαν από διάφορα μέρη του κόσμου και σήμερα αποτελούν τους νέους κατοίκους της: το ασιατικό μπιλιάρδο της Λαγουμιτζή στον Νέο Κόσμο, το κινέζικο καραόκε στην πλατεία Ελευθερίας, το Red Sea, το ρέγκε κλαμπ στην οδό Ποταμιανού στα Ιλίσια, το συριακό καφενείο στην πλατεία Βάθη, όπου γίνονται συχνά γλέντια τα μεσημέρια της Κυριακής, τα αφρικανικά γλέντια στα μαγαζιά της Κυψέλης, ακόμα και στα φαγάδικα, τα RnB πάρτι με πιτσιρικαρία Αφροελλήνων σε διάφορα μέρη, τα οποία δεν τα πετυχαίνεις όμως σταθερά – και αρκετά δεν έχουν πάντα κόσμο. Η αλήθεια είναι πως στα περισσότερα στέκια μεταναστών λιγόστεψε η πελατεία μετά τις καραντίνες κι αυτό μάλλον δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της ενσωμάτωσής τους στην αθηναϊκή κοινωνία. Σίγουρα το οικονομικό πλήγμα που δέχτηκαν ήταν πολύ μεγάλο. Οι δουλειές τους είναι τέτοιες που δεν μπορούν να τις κάνουν «απ’ το σπίτι». Και με τόσο μεγάλα διαστήματα που η καφεστίαση ήταν κλειστή ή υπολειτουργούσε, πολλοί μετανάστες εργαζόμενοι σ’ αυτόν τον τομέα είδαν το εισόδημά τους να κατακρημνίζεται, αν ληφθεί υπόψη ότι και λόγω της ανασφάλιστης εργασίας που σε αρκετές περιπτώσεις παρέχουν δεν μπορούσαν να λάβουν τα προσφερόμενα επιδόματα. Πριν ενσκήψει ο ιός, τα μαγαζιά ήταν περισσότερα και με πολύ μεγαλύτερη πελατεία. Όσοι περνούσαν Κυριακές από τη Μάρνη και την Καρόλου, θα θυμούνται τα αυτοσχέδια βαλκανικά γλέντια που στήνονταν σε κάθε μαγαζί, ακόμα και σε σουβλατζίδικα. Κόσμος, κέφι, μουσική, χορός, πανηγύρι. Και φυσικά άφησαν εποχή τα κυριακάτικα γλέντια με ζωντανή ορχήστρα στο Χαλκιάς Παλλάς της πλατείας Καραϊσκάκη, όπου οι Βουλγάρες οικιακές βοηθοί, στο μοναδικό ρεπό της εβδομάδας, συναντιούνταν εκεί και ξέδιναν, μπουχτισμένες απ’ την κλεισούρα έξι ημερών. Βέβαια η κλεισούρα και το ξόδεμα στις οθόνες ίσως έγινε πια τρόπος ζωής στη μετά-Covid εποχή. «Η επιδημία και η τεχνολογία συμπλέκονται αδιαχώριστα», είχε παρατηρήσει έγκαιρα και εύστοχα ο Αγκάμπεν. Δεν θα ξεχάσω μία απ’ τις πρώτες μου εξόδους σε ναργιλετζίδικο μετά την πρώτη, σκληρή καραντίνα του ’20. Οι πελάτες ρουφάνε αμίλητοι το ναργιλέ τους, χαζεύοντας τα smartphones τους, ώσπου ακούγεται μια φωνή, σαν κορυφαίου Χορού: «Δυο μήνες γκρινιάζαμε που μας είχαν κλεισμένους, και τώρα που βγήκαμε δεν λέμε κουβέντα». Μα έχει ο καιρός και ο χορός γυρίσματα.

SENTRO OTSO, ΦΙΛΙΠΠΙΝΕΖΙΚΟ ΜΠΑΡ, ΚΛΕΙΤΟΥ 8

λ

ένε πως του Γκάτσου του άρεσε πολύ να συχνάζει στο GB Corner του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία» για να βρίσκεται σε κοσμοπολίτικο περιβάλλον, ν’ ακούει ξένες γλώσσες, να νιώθει εκτός Αθήνας, εκτός Ελλάδας. Τότε η Αθήνα υποδεχόταν ακόμα σωρηδόν εσωτερικούς μετανάστες από τα ελληνικά χωριά. Σήμερα, όμως, που η πόλη μεγαλώνει ήδη τη δεύτερη γενιά μεταναστών από τα Βαλκάνια, τη Μέση και την Άπω Ανατολή, και από τις χώρες της Αφρικής, κάθε Αθηναίος έχει πολύ περισσότερες επιλογές αν θέλει να βρεθεί σε κάποιο ανάλογο εξωτικό περιβάλλον. Πολλά μαγαζιά μεταναστών με φαγητό, καφέ και ποτό υπάρχουν στις γειτονιές και το κέντρο. Τα περισσότερα ανοίγονται σιγά σιγά σε ευρύτερη πελατεία. Κι αν η κουζίνα των ξένων μπορεί εύκολα να γίνει αποδεκτή ως έθνικ, στη διασκέδαση τα πράγματα είναι διαφορετικά. Πιο εύκολα πας σ’ ένα κινέζικο εστιατόριο παρά σ’ ένα κινέζικο μπαρ, που ίσως και να μην υπάρχει καν. Η βόλτα μας ξεκινάει από την Αχαρνών, για απογευματινό καφέ και ναργιλέ. Ο δρόμος αυτός είναι ένας από τους πιο ζωντανούς της Αθήνας. Ναργιλετζίδικα, κουρεία, ψιλικατζίδικα και πάρα πολλά μανάβικα, μια διαρκής λαϊκή αγορά. Η λεωφόρος με τα πλατιά πεζοδρόμια και τα εγκαταλελειμμένα αρχοντικά ζει νέες δόξες. Τα μαγαζιά είναι συνέχεια ανοιχτά, δεν φαίνεται να λογαριάζουν ούτε ωράρια ούτε αργίες. Στο νούμερο 52 βρίσκεται το Ελ Μπάσα που θα πει «το αφεντικό» στα αιγυπτιακά. Εδώ και οκτώ μήνες το έχει ο Ιμάντ με τον ξάδελφό του. Ο Ιμάντ είναι 37 χρονών και ήρθε από την Αίγυπτο πριν από δεκαεννιά χρόνια. Το μαγαζί όμως έχει ιστορία σαράντα χρόνων και ίσως είναι το πρώτο ή από τα πρώτα ναργιλετζίδικα που άνοιξαν στην Αθήνα. Σε μια γωνιά, μάλιστα, υπάρχουν κορνιζαρισμένες φωτογραφίες διασήμων που το έχουν επισκεφθεί: του Αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου, του Γιώργου Παπανδρέου, του Γιώργου Καμίνη. Σφίγγες και καμήλες διακοσμούν τους τοίχους και ακούγεται συνήθως αραβική μουσική. Το Ελ Μπάσα ανοίγει στις οκτώ το πρωί και κλείνει στη μία μετά τα μεσάνυχτα. Ρωτάω τον Ιμάντ αν ξενυχτάει, ιδίως τα Παρασκευοσάββατα, και μου λέει: «Όχι, ο κόσμος δεν έχει να φάει. Αχαρνών λέμε, δεν λέμε Γλυφάδα». Πάντως, εκτός από ναργιλέ με ποικιλία γεύσεων, προσφέρει και αραβικό καφέ, αραβικό τσάι, εξωτικούς χυμούς, ενώ διαθέτει και πλούσια κάβα με αλκοόλ, κάτι που δεν συνηθίζεται στα ναργιλετζίδικα. Η βόλτα μας συνεχίζεται σε ένα καινούργιο φιλιππινέζικο μαγαζί που άνοιξε πριν από τρεις μήνες στο κέντρο, το Sentro Otso. Είναι ένα cocktail bar που βρίσκεται στην Κλειτίου 8, στο Σύνταγμα. Μόλις είκοσι πέντε τετραγωνικά, διαθέτει μπάρα με ψηλά σκαμπό, τραπεζάκια έξω στον πεζόδρομο και λειτουργεί καθημερινά έξι με δύο. Το άνοιξαν πέντε νέα παιδιά: ο Αλτζόν, ο Τζέι, ο Χούλιο, ο Λευτέρης και η Αθηνά. «Made and born in Greece», λένε χαριτολογώντας. «Γεννηθήκαμε Ελλάδα, γνωριζόμαστε από πολύ μικρή ηλικία και τώρα που μεγαλώσαμε θέλαμε να εντάξουμε την κουλτούρα, το χαμόγελο, τη συμπεριφορά και τον χαβαλέ μας στην Αθήνα. Μεγαλώσαμε σε Αμπελόκηπους, Ψυχικό, Φιλοθέη, γιατί εκεί ήταν οι δουλειές των γονιών μας. Είναι σαράντα χρόνια εδώ». Τους ρωτάω πώς και δεν άνοιξαν το μαγαζί κάπου στην Πανόρμου, όπου θα είχαν και έτοιμη πελατεία. «Αν το ανοίγαμε Αμπελοκήπους, θα ’χαμε πολλή δουλειά. Αλλά θέλαμε να βγούμε out of the box, να μας γνωρίσουν και οι άλλοι. Αυτό το μαγαζί το φτιάξαμε για να κάνουμε lift up στους Φιλιππινέζους, όχι μόνο για να βγάλουμε λεφτά». Υπερηφανεύονται ότι το Sentro Otso είναι το πρώτο φιλιππινέζικο μπαρ όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη και το χαρακτηρίζουν «καθαρά influence bar». Το design το επιμελήθηκαν μαζί με τους γονείς τους και τους φίλους τους, παίζουν φιλιππινέζικη μουσική, ενώ σύντομα θα ξεκινήσουν και βραδιές καραόκε. Δουλεύουν οι ίδιοι, χωρίς υπαλλήλους και οι στολές τους είναι εμπνευσμένες από παραδοσιακές φορεσιές των Φιλιππίνων. « Έχουμε πάρει προϊόντα που χρησιμοποιούμε σε φαγητά και γλυκά και τα ’χουμε παντρέψει στα κοκτέιλ μας. Ας πούμε το ούμπε, που είναι σαν μοβ γλυκοπατάτα και το χρησιμοποιούμε σε γλυκά, εμείς το εντάξαμε και σε ένα κοκτέιλ». Το Sentro Otso το έχει αγκαλιάσει ήδη η φιλιππινέζικη κοινότητα, αλλά λόγω και της θέσης του προσελκύει ένα ετερόκλητο κοινό, μεταξύ άλλων και τουρίστες. Τους ρωτάω τι σημαίνει το όνομα του μαγαζιού. «Όταν ήμασταν μικρότεροι λέγαμε “πάμε κέντρο”, δηλαδή “sentro”. Και “otso” είναι στα φιλιππινέζικα το οκτώ, το νούμερο του δρόμου στον οποίο βρισκόμαστε». Η ώρα πέρασε και είναι ευκαιρία να πεταχτούμε για after στο Ro-mania Club, στην Αδμήτου 10, στην πλατεία Αττικής. Το μαγαζί μετράει σχεδόν είκοσι χρόνια, προσελκύοντας Ρουμάνους και λοιπούς Βαλκάνιους. Δεν είναι απλώς το μόνο ρουμανικό κλαμπ της Αθήνας, είναι ίσως και το μόνο κλαμπ μεταναστών – παλιά υπήρχε και το βουλγαρικό Varvari Club, στην πλατεία Βάθη. Όλα εδώ θυμίζουν ελληνικά eighties: η ταπετσαρία στους τοίχους, η μουσική, η διάθεση και η συμπεριφορά των πελατών. Οι γυναίκες, πιο εκδηλωτικές, λικνίζονται και χορεύουν με τις επιλογές του DJ, ενώ οι άντρες, πιο βαρείς, με το τσιγάρο στο χέρι, φέρνουν σε παλιούς Έλληνες. Το κλαμπ ανοίγει Παρασκευοσάββατα στις έντεκα το βράδυ και κλείνει στις επτά τα ξημερώματα. Ρουμάνοι και Ρουμάνες που δουλεύουν σε άλλα μαγαζιά καταλήγουν εδώ όταν σχολάνε. Ο ταξιτζής που μας έφερε όχι μόνο ήξερε το μαγαζί αλλά μας έδωσε κι αυτές τις πληροφορίες. Πάντως, εγώ το θυμάμαι πριν από χρόνια με περισσότερο κόσμο. Ίσως με τον καιρό οι Ρουμάνοι να ενσωματώθηκαν και να


LiFO764 SIN BOY / ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: FREDDIE F.

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑΣ

ΠΟΛΗΣ


ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

69

30.3.2023


ΠΟΛΗΣ

ΤΑ ΨΗΦΙΑΚΆ ΜΈΣΑ ΚΑΤΆΦΕΡΑΝ ΝΑ ΑΛΛΆΞΟΥΝ ΤΟΝ ΤΡΌΠΟ ΠΟΥ Ο ΈΛΛΗΝΑΣ Β Λ Έ Π ΕΙ Τ Ο Δ Ι Α Φ Ο Ρ Ε Τ Ι Κ Ό , Ν Α Δ Ώ Σ Ο Υ Ν Φ Ω Ν Ή Σ Τ Ο Υ Σ Ν Έ Ο Υ Σ Έ Λ Λ Η Ν Ε Σ Κ Α Ι Ν Α Δ Η Μ ΙΟ Υ Ρ Γ Ή Σ Ο Υ Ν Έ Ν Α Ν Κ Α Ι Ν ΟΎ Ρ Γ ΙΟ Κ Ό Σ Μ Ο Π Ο Υ Κ Α Ν Ε Ί Σ Δ Ε Ν Μ Π Ο Ρ ΟΎ Σ Ε Ν Α Φ Α Ν Τ Α Σ Τ Ε Ί Π Ρ Ι Ν Α Π Ό Τ Ρ ΙΆ Ν Τ Α Χ Ρ Ό Ν Ι Α . Α Π Ο Τ Ο Ν M . H U L O T

«Είναι αστείο πως πληρώνομαι από sponsors και streams, αλλά είμαι ακόμη ένας μαύρος που πουλάει CD», Light, «MVP Freestyle» (εμπνευσμένο από τη ζωή του Γιάννη Αντετοκούνμπο).

LIGHT / ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: FREDDIE F.

LiFO764

KAREEM KALOKOH / ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΑΡΙΣ ΤΑΒΙΤΙΑΝ

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑΣ

Οι νέοι σούπερ σταρ της ελληνικής μουσικής πραγματικότητας είναι όλοι ξένοι


30.3.2023

Ωστόσο, η μετάβαση από μια εντελώς κλειστή, ξενοφοβική κοινωνία στην πολυπολιτισμική που αρχίζει να γίνεται η Αθήνα σήμερα δεν έγινε απότομα και δεν ήταν καθόλου εύκολη. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2010 ήταν ελάχιστοι οι άνθρωποι που είχαν έρθει από άλλες χώρες και ήταν ευρέως αποδεκτοί στην Ελλάδα. Αν εξαιρέσεις το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ και τα αθλήματα που μας έκαναν περήφανους ως λαό στους Ολυμπιακούς Αγώνες, κυρίως την άρση βαρών, δεν είχαν υπάρξει άλλες διασημότητες που είχαν γεννηθεί εκτός Ελλάδας – ο Πύρρος Δήμας και ο Κάχι Καχιασβίλι δεν ήταν ακριβώς ξένοι (ή εντελώς ξένοι), γιατί είχαν ελληνικές ρίζες. Οι άνθρωποι που γεννήθηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 κι έπειτα μεγάλωσαν σε μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα από αυτήν των προηγούμενων γενεών: έζησαν από μικροί σε γειτονιές με μετανάστες που τα παιδιά τους ήταν οι συμμαθητές τους στο σχολείο, οι φίλοι τους, οι άνθρωποι που μεγάλωναν μαζί, που δημιουργούσαν μαζί, που διασκέδαζαν μαζί, που ερωτεύονταν. Ήρθε και ο ψηφιακός κόσμος και έφερε τα πάνω κάτω. Τα social media κατάφεραν να αλλάξουν τον τρόπο που ο Έλληνας έβλεπε το διαφορετικό, να δώσουν φωνή στους νέους Έλληνες και να δημιουργήσουν έναν καινούργιο κόσμο που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πριν από τρι-

ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

71

ΕΛΕΝΗ ΦΟΥΡΕΪΡΑ / ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΠΟΣ

α

πό τη δεκαετία του ’70, όταν η μαύρη φυλή ήταν τόσο εξωτική και άγνωστη για την ελληνική κοινωνία, που στις ταινίες έβαφαν με φούμο τους λευκούς ηθοποιούς που υποδύονταν μαύρους ανθρώπους (δες Ο άνθρωπος που γύρισε από τη ζέστη του 1972, με πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, το εντελώς incorrect σήμερα και από κάθε άποψη Τον αράπη κι αν τον πλένεις του 1973 με τον Κώστα Βουτσά και το Αγάπη μου Ουά-Ουά του 1974 των Κώστα Ρηγόπουλου - Κάκιας Αναλυτή), μέχρι το 2023, που η Αθήνα έχει μετατραπεί σε μητρόπολη, θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχουν αλλάξει τα πάντα. Στα πενήντα αυτά χρόνια που έχουν μεσολαβήσει η Ελλάδα υποδέχτηκε ανθρώπους κάθε φυλής και χρώματος, οι οποίοι έζησαν εδώ, πάλεψαν να προσαρμοστούν και να επιβάλουν την παρουσία τους, δούλεψαν, πρόκοψαν, παντρεύτηκαν ομοεθνείς τους ή ντόπιους, έκαναν παιδιά, έγιναν οι «νέοι Έλληνες».


Η Α Λ Λ Α Γ Ή Σ Τ Η Ν Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Ή Κ ΟΙ Ν Ω Ν Ί Α Ε Ί Ν Α Ι ΑΝΑΜΦΙΣΒΉΤΗΤΗ, ΙΣΧΎΕΙ ΌΜΩΣ ΣΤ’ ΑΛΉΘΕΙΑ ΑΥΤΉ Η ΑΠΟΔΟΧΉ ΓΙΑ ΤΟ ΣΎΝΟΛΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΎ Π Λ Η Θ Υ Σ Μ ΟΎ ; Ε Ί Ν Α Ι Ό Ν Τ Ω Σ Α Ν Τ Ι Ρ Α Τ Σ Ι Σ Τ Ι Κ Ό ΡΕΎΜΑ ' Ή ΠΡΌΚΕΙΤΑΙ ΑΠΛΏΣ ΓΙΑ ΈΝΑ ΝΕΑΝΙΚΌ ΡΕΎΜΑ, ΣΤΟ ΠΛΑΊΣΙΟ ΤΟΥ ΟΠΟΊΟΥ ΤΟ ΕΊΔΟΣ ΕΊΝΑΙ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΌ ΑΠ’ ΤΟΝ ΚΑΛΛΙΤΈΧΝΗ ΠΟΥ ΤΟ ΕΚΠΡΟΣΩΠΕΊ; «Στο σχολείο ήμουν εξωτική λόγω χρώματος – ακόμα και σήμερα δεν αποδέχονται το ότι είμαι Ελληνίδα», λέει η Idra Kayne. «Για δώδεκα χρόνια ήμουν το μόνο μαύρο παιδί στο σχολείο και δεν πέρναγα ωραία. Ακούω πολύ συχνά ότι έχουν αλλάξει τα πράγματα στην Ελλάδα και δεν είναι το ίδιο πια με τους ανθρώπους άλλου χρώματος, αλλά επειδή δεν το βιώνεις, είσαι από την άλλη πλευρά, σου λέω ότι είναι ακόμα τα ίδια. Απλώς έχουν πληθύνει οι μαύροι και οι άλλες φυλές, δεν έχει αλλάξει κάτι στη συμπεριφορά των ανθρώπων. Εξαρτάται από το περιβάλλον στο οποίο κινείσαι, αλλά και είκοσι και εκατό παιδιά άλλου χρώματος να έχει το σχολείο, όταν θα γίνει μια μαλακία δεν υπάρχει περίπτωση να μην ακουστεί από κάποιον “φύγε απ’ τη χώρα” ή “εσένα δεν σου μιλάμε επειδή είσαι μαύρη”. Είναι η πρώτη κουβέντα που θα πεις στον μαύρο. Η μητέρα μου είναι Ελληνίδα και λευκή και δεν μπορεί να αποδεχτεί ότι αυτό ισχύει, γιατί δεν το έχει βιώσει. Δεν μπορεί να το χειριστεί. Ξέρω ότι τη στενοχωρεί, ότι μπορεί να το βλέπει πιο ιδανικά, πιο ρομαντικά, αλλά αυτό δεν αλλάζει: αν είσαι μαύρος, θα υποστείς τον ρατσισμό. Είμαστε πενήντα χρόνια πίσω. Υπάρχει πολύ έντονος ο διαχωρισμός ακόμα. Ας μην ξεχνάμε ότι η Χρυσή Αυγή μπήκε στη Βουλή, και όχι τυχαία. Υπάρχει κόσμος που το στηρίζει όλο αυτό και το πιστεύει. Και, οk, μπορεί να σου πει κάποιος “εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα με τους μαύρους», αλλά, για να σου φέρει η κόρη σου μαύρο άντρα! Για να σου πει ο γιος σου “η γυναίκα μου είναι μαύρη, ή Αλβανίδα, ή Κινέζα, ή από το Πακιστάν...”».

LiFO764

«ΜΊΑ ΑΠΌ ΤΙΣ ΑΓΑΠΗΜΈΝΕΣ ΜΟΥ ΣΚΗΝΈΣ ΣΤΗΝ ΤΑΙΝΊΑ DO THE RIGHT THING ΕΊΝΑΙ ΌΤΑΝ Ο MOOKIE, Ο ΜΑΎΡΟΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉΣ (ΤΟΝ ΟΠΟΊΟ ΥΠΟΔΎΕΤΑΙ Ο ΣΚΗΝΟΘΈΤΗΣ SPIKE LEE), ΚΆΝΕΙ ΜΙΑ ΚΟΥΒΈΝΤΑ ΓΎΡΩ ΑΠΌ ΤΟΝ ΡΑΤΣΙΣΜΌ ΚΑΙ ΤΗΝ ΈΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΦΥΛΉΣ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΟ ΤΟΥ ΑΦΕΝΤΙΚΟΎ ΤΟΥ, PINO, ΣΤΗΝ ΠΙΤΣΑΡΊΑ ΌΠΟΥ ΔΟΥΛΕΎΕΙ (ΤΟΝ ΟΠΟΊΟ ΥΠΟΔΎΕΤΑΙ Ο JOHN TURTURRO)», Λ Έ ΕΙ Ο Κ Ώ Σ Τ Α Σ Σ Α Β Β Ό Π Ο Υ Λ Ο Σ , Σ Υ Γ Γ Ρ Α Φ Έ Α Σ Κ Α Ι Μ Ε Λ Ε Τ Η Τ Ή Σ Τ Η Σ Ρ Α Π Κ Ο Υ Λ Τ ΟΎ Ρ Α Σ . « Ο MOOKIE ΑΝΑΡΩΤΙΈΤΑΙ ΓΙΑΤΊ Ο PINO ΕΊΝΑΙ ΤΌΣΟ ΡΑΤΣΙΣΤΉΣ ΚΑΙ ΑΝΑΦΈΡΕΤΑΙ ΣΥΝΕΧΏΣ ΥΠΟΤΙΜΗΤΙΚΆ ΣΤΟΥΣ ΜΑΎΡΟΥΣ ΠΕΛΆΤΕΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΏΣ ΣΤΟΥΣ ΜΑΎΡΟΥΣ ΚΑΤΟΊΚΟΥΣ ΤΗΣ Γ ΕΙ Τ Ο Ν ΙΆ Σ , Τ Η Ν Ί Δ Ι Α Σ Τ Ι Γ Μ Ή Π Ο Υ Ό Λ Α Τ Α ΑΓΑΠΗΜΈΝΑ ΤΟΥ ΕΊΔΩΛΑ, ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΉ, ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΆΦΟ, ΣΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΌ, ΕΊΝΑΙ ΜΑΎΡΟΙ. ΤΙ ΤΟΝ ΩΘΕΊ ΣΤΟ ΑΝΑΠΤΎΞΕΙ ΑΥΤΆ ΤΑ ΔΎΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΆ ΣΤΑΘΜΆ ΣΤΟ ΠΏΣ ΠΡΟΣΕΓΓΊΖΕΙ ΤΟ ΖΉΤΗΜΑ ΤΗΣ ΦΥΛΉΣ; Για να το φέρουμε λίγο και στο δικό μας πλαίσιο, υπάρχει φυσικά και η πολυσυζητημένη περίπτωση του Γιάννη Αντετοκούνμπο, ενός παιδιού που αν δεν είχε φανεί το ταλέντο του στο μπάσκετ, θα θεωρούνταν ακόμη “ξένος”. Γιατί, παρά το γεγονός πως η Ελλάδα μπορεί να μην έχει το βεβαρημένο αποικιοκρατικό παρελθόν άλλων δυτικών χωρών, παραμένει μια χώρα αρκετά δηλητηριασμένη από τον ρατσισμό. Και είναι ένας ρατσισμός ο οποίος εκκινεί από την κορυφή της πυραμίδας και καταλήγει στη βάση της, δηλητηριάζοντας όλο το οικοδόμημα στην πορεία. Και αυτή η ιδέα των double standards που τόσο προβλημάτιζε τον Mookie αλλά και εμάς είναι προϊόν αυτού του συστημικού ρατσισμού. Δηλαδή η ιδέα πως ένας “αλλοδαπός” μόνο όταν καταφέρνει να σπάσει τα δεσμά που του επιβάλλονται και αναρριχάται στην κοινωνική ιεραρχία είναι σαν κι εμάς, έχει καταφέρει να αποτινάξει το αρνητικό στίγμα που του δίνει η διαφορετική εθνικότητά του. Ο Light, η Μαρίνα Σάττι και η Idra Kayne (που είναι μισοί “ξένοι”), η Φουρέιρα, η Τάμτα, o Moose, ο Kareem από τους ATH Kids (και τα πιο πολλά από τα παιδιά της ομάδας), o Yinka, ο Νέγρος του Μοριά, ο Thug Slime, o Jerome, ο Toquel, o Sin Boy, άνθρωποι που μετά από δεκαετίες στην Ελλάδα και παρά το γεγονός πως βρίσκονται στα ακουστικά χιλιάδων ή και εκατομμυρίων ανθρώπων, αναγνωρίζονται δηλαδή ως κομμάτι της ελληνικής πραγματικότητας και καθημερινότητας, ακόμη παλεύουν να

σπάσουν τα φυλετικά στερεότυπα ή να πάρουν την “ιθαγένεια” – στην καλύτερη την πήραν πρόσφατα. Και αυτό φυσικά δεν είναι τυχαίο, είναι η διαδικασία με την οποία εγκαθιδρύεται ο συστημικός ρατσισμός, που δίνει στον ρατσισμό σάρκα και οστά. Είναι εκείνος ο εντελώς ωμός τρόπος που λέει στον άλλο ότι η μόνη πιθανότητα να σε δεχτεί η κοινωνία είναι να ξεπεράσεις τον εαυτό σου και να μας αποδείξεις πως είσαι κάτι παραπάνω από αυτό που φαίνεσαι. Έχεις μια διαφορετική εθνικότητα από την κυρίαρχη, ναι. Και αν, φυσικά, θέλεις να θεωρείσαι “κανονικός” ή “κανονική” από το σύνολο, πρέπει να αποδείξεις πως είσαι καλύτερος από τους υπόλοιπους “ξένους”. Γιατί ούτως ή άλλως γεννιέσαι Έλληνας, δεν γίνεσαι. Γιατί αυτή η υπερβολική αγάπη, που δικαίως απολαμβάνουν οι παραπάνω καλλιτέχνες διότι το αξίζουν και διαπρέπουν στους τομείς τους, λειτουργεί ταυτόχρονα και ως δίκοπο μαχαίρι, καθώς δημιουργεί ένα γυάλινο ταβάνι για τους υπόλοιπους και τις υπόλοιπες, όσο η ελληνική κοινωνία παραμένει θεσμικά ρατσιστική. Και αυτό το γυάλινο ταβάνι είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό. Γιατί αυτή η αγάπη και η προβολή, που φιλτράρεται σε μεγάλο βαθμό και από συστημικά μέσα, εταιρείες προώθησης, δισκογραφικές κ.λπ. κρύβει και ένα μήνυμα από πίσω, ηθελημένα ή μη. Και το μήνυμα είναι πως οι άλλοι, οι “ξένοι”, θα πρέπει να διαπρέψουν σε κάτι για να τους δεχτεί η κοινωνία. Δεν μπορεί να τους δεχτεί “απλώς”. Θα πρέπει να έχουν “κάτι” να προσφέρουν. Κάποιου είδους συγκίνηση, κάποιου είδους ιδιαίτερο ταλέντο. Σαν να πρόκειται για εκθέματα, για “εξωτικά” προϊόντα. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα βάναυσο τρόπο ζωής, όταν οι επιλογές σου βρίσκονται μεταξύ της τελειότητας ενός σούπερ σταρ ή ενός ανθρώπου χωρίς χαρτιά, χωρίς AMKA, χωρίς ΑΦΜ, που στην καλύτερη παλεύει για να ζήσει και στη χειρότερη φυλακίζεται σε κρατητήρια αστυνομικών τμημάτων όπου βασανίζεται ( Α.Τ. Ομόνοιας), κλειστά κέντρα κράτησης ή ακόμα χειρότερα στον πάτο του Αιγαίου. Φαίνεται αντιφατικό εκ πρώτης όψεως, σίγουρα, όμως πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, για δύο συνθήκες που η μία συμπληρώνει την άλλη». «Επειδή έκανα πάντα παρέα με ανθρώπους του καλλιτεχνικού χώρου, πίστευα ότι έτσι είναι ο κόσμος», λέει ο MC Yinka. «Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι αυτοί είναι η μειονότητα. Ότι στον κόσμο υπάρχει κακό μάτι, μιζέρια, γκρίνια, υπάρχουν “καρφιά” που πετάγονται με την πρώτη ευκαιρία και χωρίς λόγο, υποτιμητικά σχόλια και βλέμματα, ρατσισμός και διάκριση. Είναι απίστευτη η συμπεριφορά των ανθρώπων. Ακούς δηλητηριώδη σχόλια από κάποιον απλώς επειδή ζορίζεται. Ήμουν μέσα στο τρένο, που ήταν γεμάτο κόσμο, πάσχιζε κάποια να περάσει και επειδή δεν μπορούσε, πέταξε το καρφί της. Έχω ακούσει αμέτρητες φορές σχόλια για το χρώμα μου. Με έχουν πει και αράπη. Τις προάλλες, έτρεχα σε έναν αγώνα δρόμου που ήταν για τις γυναίκες με καρκίνο του μαστού, όλοι χειροκροτούσαν και πετάγεται ένας παππούς και λέει “α, τρέχει κι ο αράπης!”. Την άλλη φορά έπαιζα live στον γάμο μιας φίλης στην Πλάκα και κουβάλαγα τα μηχανήματα για το soundcheck, όταν πετάγεται μια τύπισσα από το catering και λέει “μαύρη μαυρίλα πλάκωσε”. Νόμιζε ότι δεν καταλαβαίνω ελληνικά. Απίστευτο!». «Επειδή ως παιδί ήμουν εύγλωττος και κοινωνικός και είχα πάντα φίλους, ήμουν αρχηγός στις παρέες και καλός στα αθλήματα, δηλαδή αυτά που μετράνε στις παιδικές παρέες, δεν είχα πρόβλημα ως nero greco», λέει ο Light. «Υπήρχαν άτομα που μου έλεγαν “άντε ρε, κωλόμαυρε”, αλλά ήξερα να τους βάλω στη θέση τους, γελούσαν όλοι, στενοχωριόταν αυτός που με πείραζε και τελείωνε εκεί πέρα. Μου το λέγανε, αλλά στα παιδάκια έχει σημασία να μην κάνεις πίσω, αν υποχωρήσεις, θα σε διαλύσουν. Βίωσα ρατσισμό, αλλά όχι σε σημείο που να μου δημιούργησε πρόβλημα, το έπιασα από τη ρίζα και το ξερίζωσα. Τώρα είναι το πολύ ενδιαφέρον: βλέπω σε διάφορες σελίδες ότι δεν έχουν κάτι να μου προσάψουν για τη μουσική μου, το κλασικό που θα πει κάποιος που θα μπει να με κράξει είναι ότι είμαι “γύφτος”, ότι είμαι “Πακιστανός”, ότι είμαι “κωλόμαυρος”. “ Έλα, ρε αράπη, τι μιλάς για την Ελλάδα που σε ταΐζει!”. Τώρα, στα 26 μου, με όλο αυτό το success, ξεφυτρώνουν όλοι αυτοί. Το ανησυχητικό είναι ότι τα πιο πολλά μηνύματα είναι από παιδιά 12-13 χρονών, που λένε πράγματα που σε σοκάρουν. Ακούνε τους μπαμπάδες τους που λένε “πάλι έφεραν εδώ πέρα αυτούς τους κωλοαραπάδες;”».

TOQUEL / ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: FREDDIE F.

ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

άντα χρόνια. Το YouTube, το Instagram και το Spotify δημιούργησαν μια νέα ελληνική κοινωνία, ενώ η μουσική και ο αθλητισμός ένα αντιρατσιστικό ρεύμα που ήρθε απρόβλεπτα, αβίαστα και χωρίς να το οργανώσει κανείς. Ήρεμα και σιωπηλά, απρογραμμάτιστα και χωρίς να το πάρουν είδηση τα μέσα, ήρθε η στιγμή που οι μεγαλύτεροι σταρ της Ελλάδας είναι παιδιά μεταναστών. Και είναι πραγματικοί σούπερ σταρ, τόσο μεγάλα μεγέθη δεν είχαμε ποτέ πριν στην Ελλάδα. Δεν είναι μόνο τα 195 εκατ. streams –μόνο στο Spotify– που έκανε το 2022 ο Light ή ότι ο Αντετοκούνμπο είναι πλέον όνομα-μύθος του NBA, η επιτυχία της Φουρέιρα, η τεράστια δημοτικότητα του Sin Boy και του Toquel σε μια χώρα όπου το ξένο και το διαφορετικό θεωρούνταν μέχρι πριν από μερικά χρόνια απειλή· το πρωτόγνωρο είναι ότι μία τουλάχιστον γενιά ακροατών και θαυμαστών τους δεν τους αντιλαμβάνεται καν ως ξένους.


30.3.2023

73

ΕΚΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΝΕΓΡΟΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ / ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: THEODOROS MANOLOPOULOS

ΜΑΡΙΝΑ ΣΑΤΤΙ / ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: FREDDIE F.

«Εδώ είναι που, με βάση τα παραπάνω, έρχεται να κουμπώσει και η μουσική, η ραπ συγκεκριμένα», λέει ο Κώστας Σαββόπουλος. «Το μόνο μουσικό είδος που, από τις ρίζες του, είχε ως στόχο ακριβώς να δίνει φωνή και ορατότητα σε εκείνους που τους την έχουν αφαιρέσει με βίαιο τρόπο. Γιατί εκείνοι και εκείνες που έχουν ορατότητα, έχουν ταυτόχρονα και το καθήκον να τη διαμοιράζουν σε εκείνους και εκείνες που δεν την έχουν. Γιατί πρόκειται για ένα είδος, του οποίου πυρήνας είναι ο αντιρατσισμός. Είναι ένα είδος που γιορτάζει και αγαπάει τη διαφορετικότητα και δεν την αποκρύπτει. Οι γειτονιές της Αθήνας, όπως η Κυψέλη, και οι γειτονιές της Θεσσαλονίκης, στο κέντρο και τα δυτικά, δεν θα μπορούσαν να έχουν άλλο soundtrack πέρα από τη ραπ γιατί ακριβώς είναι χτισμένες, στον πυρήνα τους, όπως και η ραπ, πάνω στη διαφορετικότητα. Η

«Οι δικοί μου 1.000 κόσμοι, μεγάλη σαλάτa…» (Dani Gambino)

TAMTA / ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΕΥΑ ΒΕΣΛΕΜΕ

ΓΙΑΤΊ ΌΜΩΣ ΣΥΝΔΈΕΤΑΙ ΌΛΟ ΑΥΤΌ ΚΥΡΊΩΣ ΜΕ ΤΟ ΡΑΠ;

μουσική, και η ραπ εν προκειμένω, έρχεται αργά και σταθερά να δημιουργήσει εκείνες τις πολύχρωμες κηλίδες πάνω στο ασφυκτικά κυρίαρχο λευκό και μπλε και να χαλάσει την επιβεβλημένη αρμονία. Γιατί στην τελική είναι κι αυτός ένας από τους στόχους της ραπ: να δημιουργεί δυσαρμονία σε ένα πλαίσιο όπου όλα φαίνονται και αποτυπώνονται ως δεδομένα. Μπερδεύει, αναδιανέμει και αναδιατυπώνει. Εισβάλλει και αφήνει με ανεξίτηλο τρόπο το σημάδι της, στα ακουστικά, στις ψηφιακές λίστες, στον τρόπο που ντυνόμαστε και στον τρόπο που μιλάμε». Ο urban ήχος έχει ταυτιστεί πλέον με τη ραπ, την καλή πλευρά της πόλης, τη δημιουργική, την underground και την πειραματική, αλλά και την κακή, την επικίνδυνη, την περιθωριακή, την παραβατική. Αυτό που κάνει τη ραπ ακαταμάχητη και δημοφιλή είναι ότι πάντα χάνονταν τα όρια ανάμεσα σε όλα αυτά και σήμερα τα στεγανά κάθε είδους καταρρέουν. Κάπου εκεί μέσα πρέπει να αναζητήσεις και γιατί (σχεδόν) όλοι όσοι ασχολούνται με τη μουσική θέλουν να σχετιστούν με κάποιον τρόπο με τη ραπ και γιατί δεν έχει καμία σημασία το χρώμα, η φυλή και ο τόπος καταγωγής όταν μιλάμε για ένα τόσο μαζικό είδος. Δεν μιλάμε απλώς για μουσική, μιλάμε συγκεκριμένα για τη ραπ μουσική και όσα συνδέονται με αυτή, και όλοι οι παραπάνω καλλιτέχνες (ανεξαιρέτως) τη χρησιμοποιούν ως όχημα, ξεκάθαρα ή καλυμμένα.

IDRA KAYNE / ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΑΡΙΣ ΤΑΒΤΙΑΝ

«Είμαι είκοσι τρία χρόνια στην Ελλάδα, μέχρι πριν από δύο χρόνια δεν ήξερα τι σημαίνει Αλβανία και δεν έχω ελληνική ταυτότητα», έλεγε το 2019 στη LiFO o Toquel. «Από τη στιγμή που μορφώνεσαι σύμφωνα με το ελληνικό σύστημα, δεν μπορούν να αμφισβητούν ότι έχεις μεγαλώσει ακριβώς όπως ένας Έλληνας. Κι αν η ζωή για έναν Έλληνα δεν είναι εύκολη, φαντάσου πόσο δύσκολη γίνεται για κάποιον που δεν έχει ελληνική ταυτότητα. Έμεινα εφτά μέρες στο κρατητήριο μόνο και μόνο γιατί δεν είχα άδεια διαμονής. Με σταμάτησε η αστυνομία, ήμουν με την κοπέλα μου και τον αδελφό μου, και όταν είδαν ότι είναι Αμερικάνα της είπαν “φύγε εσύ” και σ’ εμάς “εσείς οι δύο Αλβανοί ελάτε μέσα για εξακρίβωση”. Ως προστατευόμενο μέλος του πατέρα μου η άδειά μου έληξε μόλις έγινα 18 και είχα μείνει χωρίς χαρτιά, ξεκρέμαστος, χωρίς βιβλιάριο υγείας. Ήμουν ένας άνθρωπος που δεν είχε τίποτα σε αυτήν τη χώρα. Προσπάθησα να τους πω “ρε παιδιά, δεν ακούτε πώς μιλάω τα ελληνικά;”, αλλά δεν τους ενδιέφερε. Με κράτησαν επτά μέρες εκεί μέσα και έδωσαν εντολή απέλασης. Έβαλα δικηγόρο να τη “σπάσω” και ξεκίνησα να φτιάχνω τα χαρτιά από την αρχή. Ευτυχώς, έχουν ψηφιστεί πια κάποιοι νόμοι που έχουν βοηθήσει την κατάσταση». «Περισσός, Πευκάκια, Νέα Ιωνία και Καλογρέζα, αυτά τα μέρη είναι η γειτονιά μου, ξέρω όλα τα στενά απ’ έξω και όλα τα “τσακάλια” εκεί», λέει ο Sin Boy. «Κάθε φορά που περνάω από αυτές τις περιοχές μού έρχονται αναμνήσεις και αυτό με βοηθάει να μην ξεχνάω ποιος πραγματικά είμαι. Αυτό είναι πολύ δύσκολο όταν βρίσκεσαι στον χώρο της μουσικής, γιατί περιβάλλεσαι από ανθρώπους που έχουν ξεχάσει από καιρό ποιοι είναι. Τον ρατσισμό για την αλβανική μου καταγωγή τον έχω βιώσει πάρα πολύ έντονα από μικρή ηλικία κι αυτός ήταν ο λόγος που ήθελα να αποδείξω στον κόσμο πως κάνει λάθος που με κρίνει. Αυτό με βοήθησε σε όλη μου τη μουσική καριέρα, γιατί βρήκα τον τρόπο να δείξω σε όλους ότι με βάζουν σε καλούπια για τους λάθος λόγους».


LiFO764 ΠΑΡΙΣ ΤΑΒΙΤΙΑΝ

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑΣ

ΠΟΛΗΣ


30.3.2023 Κάτω Πατήσια, πρόγραμμα balapatisia για παιδιά και εφήβους

ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

75


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Σ Τ Ο Π Ε Δ Ί Ο Ν Τ Ο Υ Α Ρ Ε Ω Σ , Σ Τ Α Π Ε Ρ Ι Ξ Τ Ο Υ Ο Λ Υ Μ Π Ι Α Κ ΟΎ Σ Τ Α Δ Ί Ο Υ , Σ Τ Α Γ Ή Π Ε Δ Α Τ Ο Υ Ν Έ Ο Υ Κ Ό Σ Μ Ο Υ , Σ Ε Π Ά Ρ Κ Α Κ Α Ι Α Λ Ά Ν Ε Σ ΟΙ Ν Ε Α Ρ ΟΙ Μ Ε Τ Α Ν Α Σ Τ Ε Σ Α Θ Λ Ο Υ Ν Τ Α Ι , Ε Κ Τ Ο Ν Ώ Ν Ο Ν Τ Α Ι Κ Α Ι Κ ΟΙ Ν Ω Ν Ι Κ Ο Π ΟΙΟ Υ Ν Τ Α Ι Μ Ε Γ Ν Ω Σ Τ Α 'Η ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΣΠΟΡ.ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΉΣΤΟ ΠΑΡΊΔΗ

Κρίκετ, μπάσκετ, ποδόσφαιρο: Αθλήματα που αγαπούν οι μετανάστες

EUROHOOPS, KONSTANTINOS DIMITRIOU

LiFO764

Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο στο γήπεδο Ελληνορώσων της AntetokounΒros Academy


σκορπισμένοι σε όλες τις συνοικίες, έχουν δημιουργήσει περί τις είκοσι ομάδες οι οποίες κατά καιρούς παίζουν αγώνες, ενώ, κάθε Αύγουστο που τα αφεντικά τους λείπουν διακοπές, αυτοί οργανώνουν κι από ένα εσωτερικό πρωτάθλημα στο στάδιο του Αιγάλεω. Μόλις πέρσι διεξήχθη ένα πρωτάθλημα στο οποίο συμμετείχαν ομάδες και από το εξωτερικό, όπου η Ιταλία στέφθηκε νικήτρια. Αλλά το πιο δημοφιλές σπορ διεθνώς, εκείνο που σταματάει ακόμα και συρράξεις και συγκεντρώνει εκατομμύρια ανθρώπους μπροστά στην τηλεόραση, το μόνο που κατά κάποιον τρόπο «ενώνει» τον κόσμο στις μεγάλες διεθνείς διοργανώσεις παραμένει το ποδόσφαιρο. Δεν θα μπορούσε, λοιπόν, να μην αποτελεί, και στην Αθήνα, το άθλημα για το οποίο εκδηλώνεται το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στους ανοιχτούς χώρους της πόλης από τους μετανάστες και κυρίως από τα παιδιά τους. Άλλωστε, εδώ και δεκαετίες είναι κοινή πρακτική η συμμετοχή ξένων αθλητών από χώρες εκτός Ευρώπης στις ομάδες όλων των βαθμίδων του ελληνικού πρωταθλήματος. Αναζητήσαμε τις πιο οργανωμένες ποδοσφαιρικές παρέες και ανακαλύψαμε ότι όχι μόνο υπάρχουν αλλά κάνουν και σπουδαία δουλειά. Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση, και αυτή που αποτελεί πρότυπο για άλλες, να είναι η GFR F.C., δηλαδή το Greek Forum of Refugees Football Club, το οποίο βρίσκεται, όπως είναι αναμενόμενο, στην Αλεπότρυπα της Κυψέλης, πολύ κοντά στη γειτονιά όπου xτυπά η καρδιά της αφρικανικής κοινότητας της Αθήνας. Η ομάδα αποτελείται κυρίως από Αφρικανούς προερχόμενους από χώρες όπως το Κονγκό, η Νιγηρία, η Ακτή Ελεφαντοστού, η Σιέρα Λεόνε, η Ερυθραία, το Μάλι. Τα τεσσεράμισι χρόνια που υφίσταται ο σύλλογος έχουν περάσει και πολλοί με προέλευση κάποια χώρα της Μέσης Ανατολής, αλλά συχνά είναι περιπτώσεις που επιλέγουν να φύγουν για πιο εύρωστες οικονομικά χώρες της Ευρώπης. Σήμερα η GFR F.C. αποτελεί τη μοναδική ακμάζουσα ομάδα προσφύγων και μεταναστών, της οποίας το μοντέλο λειτουργίας μιμούνται αρκετοί οργανισμοί και οι ομάδες τους. Βρήκαμε τον διευθυντή της Χρήστο Λαζαρίδη, ο οποίος υπήρξε εμπνευστής της. Στην κουβέντα μας μίλησε με υπερηφάνεια για τη δουλειά που γίνεται και βοηθάει, μεταξύ άλλων, στην ένταξη των νέων αντρών στην ελληνική πραγματικότητα – παράλληλα, πολλοί βρίσκουν έναν στόχο, πραγματοποιούν ίσως ένα όνειρο ζωής. Λέει λοιπόν: «Όταν το 2018 απευθυνθήκαμε στις μεταναστατευτικές κοινότητες, το βασικό αίτημα ήταν το ποδόσφαιρο. Με βάση αυτό συγκροτήθηκε μια ομάδα που στην αρχή είχε μια πολύ διαφορετική μορφή. Μία από τις πρώτες φορές που πήγα στο στάδιο βρήκα οκτώ παίκτες να αλλάζουν πάσες. Μιλώντας μαζί τους συνειδητοποίησα ότι αυτό μπορούσε να αποκτήσει μεγάλη δυναμική. Τότε η ομάδα προπονούνταν δύο φορές την εβδομάδα και μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι αυτά τα παιδιά πλήρωναν από την τσέπη τους το εισιτήριο για να έρθουν και να προπονηθούν στην Αλεπότρυπα της Κυψέλης, χωρίς η ομάδα να έχει συγκεκριμένο στόχο. Θυμάμαι συγκεκριμένα δύο παιδιά, το ένα ερχόταν από τη δομή της Μαλακάσας, που, όπως μου είπε, η προπόνηση ήταν ο μοναδικός λόγος για να βγει από τη δομή και η κοινωνική αλληλεπίδραση ένα ισχυρό κίνητρο, το άλλο από τη δομή της Ριτσώνας, για το οποίο αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να πλησιάσει κάπως το όνειρό του να παίξει μια μέρα ποδόσφαιρο επαγγελματικά. Συμπέρανα ότι υπήρχε πολύ μεγάλη ανάγκη έκφρασης στην κοινότητα και αν αυτή την ανάγκη μπορούσαμε να την καλύψουμε μέσα από αυτό εμείς θα πετυχαίναμε τον σκοπό μας που είναι η διευκόλυνση της αποδοχής και της συμπερίληψης των προσφύγων και των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία. Μέχρι το τέλος του 2018 είχαμε φτιάξει μια ομάδα η οποία λειτουργούσε σε αγωνιστικά πρότυπα με πρώτο προπονητή, βοηθό, γυμναστές, παίκτες, όλοι προσφυγικής και μεταναστευτικής καταγωγής. Η ειδοποιός διαφορά ήμουν εγώ, που ήμουν γηγενής, και προσπαθούσα να αναλάβω όλο το οργανωτικό και το συντονιστικό κομμάτι, όπως και αυτό που αφορά το management. Η ομάδα κατέβηκε σε ερασιτεχνικό πρωτάθλημα, το πρώτο παιχνίδι ήταν τον Φεβρουάριο του 2019 και από τότε συμμετείχε στο anexartito πρωτάθλημα, το οποίο μας έδωσε μεγάλη ορατότητα και πάρα πολλές ευκαιρίες να έρθουμε πιο κοντά στην κοινωνία. Η ομάδα έμαθε να κερδίζει παιχνίδια και παράλληλα με τις νίκες μέσα στο γήπεδο κέρδισε και την αποδοχή

30.3.2023

δ

εν υπάρχει πάρκο, γήπεδο, αλάνα, κοινόχρηστος χώρος, ακόμα και χωματερή που να μην πέσεις πάνω σε παρέες παιδιών που παίζουν κάτι, ασχολούνται με ένα άθλημα, παθιάζονται και τσακώνονται γι’ αυτό. Και όσο πιο λαϊκή η γειτονιά, όσο πιο κοντά σε πολυπολιτισμική συνοικία τόσο περισσότεροι νέοι και παιδιά με εμφανή χαρακτηριστικά ξένης προέλευσης που τρέχουν πέρα-δώθε συμμετέχοντας σε ομαδικά αθλήματα, συχνά ανάκατα με ελληνόπουλα, αφού σε ελληνικά σχολεία πηγαίνουν και οι συμμαθητές τους είναι Έλληνες· ακόμα και η επικοινωνία με τους συνομήλικους ομοεθνείς τους στα ελληνικά γίνεται, εφόσον δεν γνωρίζουν επαρκώς τη γλώσσα της πατρίδας των γονιών τους. Κάποιες φορές δεν ισχύει αυτό, καθώς πρόκειται για μετανάστες και πρόσφυγες που έφτασαν εδώ ενήλικοι και το παιχνίδι είναι η δική τους ευκαιρία να συναντηθούν με συμπατριώτες τους, να νιώσουν έστω την ψευδαίσθηση της μακρινής πατρίδας τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι νεαροί Πακιστανοί που συναντιούνται τακτικά για να επιδοθούν στο εθνικό τους σπορ, το κρίκετ, το οποίο παίζεται φανατικά και με τόση αφοσίωση όση εμείς δείχνουμε στο ποδόσφαιρο. Ένα απόγευμα στα βόρεια του Πεδίου του Άρεως ή στα πέριξ του Ολυμπιακού Σταδίου πείθει για την αγάπη και το πάθος που έχουν γι’ αυτό. Μπορεί το γήπεδο να είναι ταπεινό, αυτοσχέδιο –κάτι πέτρες και σκουπιδοτενεκέδες αποτελούν τα δοκάρια–, αλλά όταν τα αίματα ανάβουν δεν τους συγκρατεί τίποτα. Η αδρεναλίνη χτυπάει κόκκινο, οι τσακωμοί θυμίζουν συνοικιακό ελληνικό γήπεδο σε κυριακάτικο ματς ή παλιότερες εποχές σε αλάνες που τα αγόρια πιάνονταν στα χέρια για ένα φάουλ. Βρέθηκα μπροστά σε έναν τέτοιο καβγά σε μια ακατάληπτη για μένα γλώσσα – μετά από δέκα λεπτά τα βρήκαν, ηρέμησαν και χαμογελαστοί συνέχισαν το παιχνίδι. Ανάμεσά τους και ένας ντόπιος εικοσιεννιάχρονος, ο Γιώργος, που αγάπησε το άθλημα χάρη στον φίλο του από τη δουλειά, τον Χουσεΐν. Ρωτάω αν τον δέχτηκαν εύκολα και μου ομολογεί ότι αρχικά τον αντιμετώπισαν με κάποια επιφύλαξη, όμως τώρα πια παίζει μαζί τους και σιγά-σιγά μαθαίνει το εντελώς άγνωστο σ’ εμάς παιχνίδι. Το ενδιαφέρον όμως δεν είναι ότι δέχτηκαν έναν Έλληνα αλλά ότι η αγάπη τους για το κρίκετ έκανε τους Πακιστανούς της Αθήνας να συνδεθούν και με μετανάστες άλλων εθνικοτήτων, από το Μπαγκλαντές, το Αφγανιστάν, ακόμα και από την «εχθρική» προς αυτούς Ινδία, δηλαδή χώρες όπου το κρίκετ είναι επίσης δημοφιλές σπορ. Κι αυτό, ως γνωστόν, οφείλεται στην αποικιοκρατία και στην επέκταση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας σε ολόκληρο τον κόσμο κατά τον 19ο αιώνα, η οποία και εισήγαγε το άλλοτε αριστοκρατικό παιχνίδι από την Ινδία μέχρι τη Νότια Αφρική. Εννοείται ότι το κρίκετ παίζεται παντού την Ελλάδα όπου ζουν και εργάζονται Πακιστανοί, οι οποίοι κατά κανόνα είναι νέοι ηλικιακά ώστε να έχουν την ενέργεια και το μεράκι να συμμετέχουν σε αυτό. Στην Αθήνα, όπου είναι δια-

77

ΜΕΡΟΣ

ΠΑΡΙΣ ΤΑΒΙΤΙΑΝ

ΕΚΤΟ

Τζόγκινγκ στο Πεδίον του Άρεως


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

και την αναγνώριση που είναι πολύ μεγάλο ζητούμενο για ανθρώπους που στην καθημερινότητά τους δυσκολεύονται και υποφέρουν. Το anexartito πρωτάθλημα έχει ιστορία 46 χρόνων, αποτελείται κυρίως από ερασιτεχνικές ομάδες αντίστοιχες των επαγγελματικών πρωταθλημάτων, ωστόσο έχει πολύ υψηλό επίπεδο ανταγωνιστικότητας. Εμείς όχι μόνο συμμετείχαμε αλλά αναπτύξαμε πολύ μεγάλη ανταγωνιστικότητα, η οποία επέτρεψε στην ομάδα να διεκδικήσει τίτλους με αξιώσεις, καθώς η διοργάνωση έχει και πρωτάθλημα και κύπελλο. Δυστυχώς, φέτος, λόγω οικονομικής δυσχέρειας, δεν καταφέραμε να συμμετάσχουμε. Έχει σταθεί αδύνατο να βρούμε σταθερή χρηματοδότηση για να υπηρετήσουμε το πλάνο που έχουμε φτιάξει. Είναι μια ομάδα που συνεχίζει να υπάρχει επειδή οι ίδιοι οι άνθρωποι τη χρειάζονται. Κι έχουμε βοηθήσει παιδιά να βρούνε ομάδες στην Ελλάδα, έχουμε στείλει παίκτες στη Γ’ Εθνική αλλά και στο εξωτερικό, αν και το μεγάλο πρόβλημα παραμένει η απόκτηση νόμιμων εγγράφων, κάτι για το οποίο δεν γίνεται καμία διευκόλυνση. Πολλά οφείλουμε στον προπονητή μας Kennedy Ehiozee, πρώην επαγγελματία ποδοσφαιριστή, που έχει παίξει στον Άρη και στην Καβάλα. Ζει είκοσι χρόνια στην Ελλάδα και είναι ο πάτερ φαμίλιας για όλους. Χαρισματικός, το σπίτι του είναι ανοιχτό, ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της τοπικής κοινωνίας και όσων έρχονται». Μια άλλη εξαιρετική περίπτωση είναι η κίνηση πολιτών SCI - Service Civil International και το πρόγραμμα balapatisia για παιδιά και εφήβους. Πρόκειται για μια άτυπη ακαδημία ποδοσφαίρου που ίδρυσαν μετανάστες και πρόσφυγες γονείς της περιοχής των Κάτω Πατησίων με τη βοήθεια της SCI. Έχει έδρα το πάρκο Σαμαρά & Καμπούρογλου, ένα εγκαταλελειμμένο γήπεδο μπάσκετ που διαμορφώθηκε σε γήπεδο ποδοσφαίρου 5x5 με τη συμβολή ενός προγράμματος του δήμου Αθηναίων που λέγεται «Curing the Limbo» και κάλεσε την Κοινωνία των Πολιτών να προτείνει προγράμματα για την ένταξη μεταναστών και προσφύγων στην κοινότητα. Βρεθήκαμε στο γήπεδο κατά τη διάρκεια προπόνησης, είδαμε πάμπολλες φατσούλες παιδιών σχολικής ηλικίας να παίζουν υπό την καθοδήγηση των προπονητών και ο πρόεδρος της κίνησης Αντώνης Σηφάκης μας εξήγησε: «Αρχικά σκεφτήκαμε να κάνουμε ένα τουρνουά και βρήκαμε αυτό το εγκαταλειμμένο γήπεδο στο οποίο βάλαμε χλοοτάπητα,

γκολπόστ και περίφραξη, έτσι έγινε ένα αξιοπρεπές γηπεδάκι ποδοσφαίρου. Ηγηθήκαμε της πρωτοβουλίας και συνεργαστήκαμε με ανθρώπους που ήθελαν τα παιδιά τους να παίζουν μπάλα. Το πάρκο ανήκει στον ΟΠΑΝΔΑ, αλλά μας έχει γίνει επίσημη παραχώρηση με ένα συγκεκριμένο ωράριο για δύο γκρουπ ηλικίας από 8 έως 15 χρονών. Κατά βάση είναι αφρικανικής καταγωγής, αλλά έρχονται και Αλβανοί, Ουκρανοί, Ρομά, ακόμα και Έλληνες, καθώς δεν είναι αμιγώς ακαδημία μεταναστών. Η πλειονότητα είναι παιδιά οικογενειών από τις γύρω περιοχές, ενώ οι προπονητές μας είναι ο ένας από την Τανζανία, ο οποίος μιλάει και καλά ελληνικά, και ο άλλος πρόσφυγας από τη Λιβερία. Ακόμα είναι νωρίς να μιλάμε για εξέλιξη σε αθλητικό επίπεδο, εφόσον ξεκίνησε σχετικά πρόσφατα τη λειτουργία της η ακαδημία, μόλις πριν από δύο χρόνια, αλλά τα παιδιά συχνά συμμετέχουν σε φιλικούς αγώνες με άλλες ερασιτεχνικές ομάδες, π.χ. του Γαλατσίου, της Λαμπρινής, της Ακαδημίας του Μπατίστα του Μενιδίου, του Κορυδαλλού και της Αλεπότρυπας της Κυψέλης. Οι προπονητές έχουν το δικό τους δίκτυο επαφών και κανονίζουν κάθε δυο-τρεις εβδομάδες αγώνες. Πάντως, ωφελήθηκε και η γειτονιά, καθώς βελτιώθηκε η κατάσταση του πάρκου, όπου πριν σημειώνονταν περιστατικά παραβατικότητας, ενώ τώρα είναι ένα υγιές παρκάκι». Μετά το ποδόσφαιρο, υψηλά ποσοστά δημοτικότητας παρουσιάζει και το μπάσκετ. Πλέον, ένα παιδί μεταναστών από τη Νιγηρία, που ξεκίνησε από τις ταπεινές γειτονιές της Αθήνας, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, είναι ένας από τους διασημότερους μπασκετμπολίστες της εποχής μας, και συμμετέχει στο δυναμικότερο πρωτάθλημα του κόσμου, το ΝΒΑ. Ο Σπύρος Βελλινιάτης, ο άνθρωπος που τον ανακάλυψε και αφιέρωσε έξι χρόνια από τη ζωή του για να τον πείσει ότι άξιζε να πειθαρχήσει και να αφοσιωθεί στο άθλημα, είναι ένας προπονητής που έχει ηγηθεί πολλών πρωτοβουλιών στον χώρο του μπάσκετ με ομάδες μεταναστών με σκοπό την ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία. Μάλιστα ίδρυσε το 1998, μαζί με τον Ιωάννη Θωμόπουλο, την ομάδα Ανταίος με σκοπό να προσελκύσει νέους μετανάστες και νέες μετανάστριες που ενδιαφέρονται για το άθλημα. Με χώρο προπόνησης τα υπαίθρια γήπεδα στα όρια Κυψέλης και Κάτω Πατησίων στον Άγιο Νικόλαο και το κλειστό της Γκράβας, ο κ. Θωμόπουλος, πρόεδρος σήμερα του συλλόγου, μας είπε: «Είχα μια ευαισθησία στο θέμα μπάσκετ αλλά και στους μετανάστες, έτσι ξεκινήσαμε με τον Σπύρο τον Ανταίο και μέχρι σήμερα κυριαρχούμε στον τομέα αυτό. Ο Γιάννης ξεκίνησε πράγματι με τον Σπύρο και με το που υπέγραψε το συμβόλαιο στην Αμερική εξαφανίστηκε. Εμείς συνεχίσαμε με τα υπόλοιπα παιδιά, τα οποία κοπιάσαμε να τα κάνουμε να πειθαρχήσουν στους κανόνες του αθλήματος, κάτι που εν τέλει το πετύχαμε. Από το 2014-15 ξεκινήσαμε να έχουμε επίσημη παρουσία στον αθλητικό χώρο και σήμερα φτάσαμε στο σημείο να είμαστε με δύο ομάδες, τις Κορασίδες και Νεάνιδες Α’ ΕΣΚΑ και τις Γυναίκες Β’ ΕΣΚΑ, που φέτος υπάρχουν πολλές ελπίδες ότι θα ανέβουν κατηγορία. Οι αθλήτριές μας προέρχονται κυρίως από Αφρική, Κονγκό, Γκάνα αλλά και από Ινδία, Αλβανία. Όλες είναι γεννημένες εδώ, πηγαίνουν σε ελληνικά σχολεία. Είχαμε τέσσερις ομάδες με εφήβους και άντρες μέχρι το 2021-22, αλλά αυτήν τη στιγμή δεν έχουμε πρόσβαση σε γήπεδα, οπότε για την ώρα διακόψαμε τις ανδρικές ομάδες, κρατήσαμε μόνο τις γυναικείες. Οι παίκτες διοχετεύτηκαν σε διάφορες ομάδες και κάποιοι παίζουν πια σε επαγγελματικό επίπεδο. Όλοι τους είχαν πάντα μεγάλες οικονομικές δυσκολίες και θέματα διατροφής, τους σταθήκαμε και προχώρησαν στο άθλημα. Όλα αυτά τα παιδιά τα γαλουχήσαμε έτσι ώστε η ζωή τους στην Ελλάδα να είναι σε ικανοποιητικό επίπεδο. Παρόλο που όλα τους νιώθουν ελληνόπουλα, καθώς έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει εδώ, επειδή δεν

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΛΕΜΟΝΗΣ

LiFO764

Κρίκετ στο ΟΑΚΑ


Στο πάρκο της οδού Βελεστίνου δραστηριοποιείται και η Αθλητική Ένωση Αμπελοκήπων που συνδέεται με το βόλεϊ, ένα άθλημα το οποίο προτιμούν περισσότερο οι νεαροί/-ές Φιλιππινέζοι/-ες. Αλλά, όπως μας πληροφορεί ο γραμματέας Γιώργος Ζωγράφος, ενώ η ομάδα αποτελείται από ταλαντούχους αθλητές και αθλήτριες, έχει προκύψει ένα πρόβλημα που περιπλέκει τα πράγματα τόσο όσον αφορά την ενσωμάτωσή τους στην ελληνική αθλητική οικογένεια όσο και την πρόοδο του αθλήματος. Συγκεκριμένα, η Ελληνική Ομοσπονδία Πετοσφαίρισης απαιτεί από τους δεκατέσσερις αθλητές που θα γράφονται στο φύλλο αγώνος οι πέντε να είναι Έλληνες. Αν δεν ισχύει αυτό, ο αγώνας δεν μπορεί να γίνει. Καθώς αυτή η προϋπόθεση σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, παιδιά που στα 18 τους μπορούν να πάρουν την ελληνική υπηκοότητα, στερούνται τη δυνατότητα να παίξουν σε αγώνες και να σημειώσουν πρόοδο στο άθλημα. Πρόκειται για μια αντιαναπτυξιακή διάταξη που έχει το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδιώκει η ομοσπονδία, την προώθηση των εθνικών ομάδων, καθώς σταδιακά οι αθλητές απογοητεύονται και εγκαταλείπουν.

79

ΜΕΡΟΣ

ΠΑΡΙΣ ΤΑΒΙΤΙΑΝ

ΕΚΤΟ

Ποδόσφαιρο στο Πεδίον του Άρεως

30.3.2023

έχουν χαρτιά, δεν μπορούν να παίξουν στην Εθνική Ελλάδος. Αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα. Πέρσι, στο τουρνουά 3x3 που έκανε η ομοσπονδία βγήκαμε πρώτοι και τρεις δικές μας παίκτριες πήραν την πρώτη θέση στην Ελλάδα. Επομένως οι προϋποθέσεις υπάρχουν, αλλά κανένας από τους επίσημους θεσμούς δεν έχει ενδιαφερθεί. Η πολυπολιτισμικότητα της Ευρώπης δεν έχει φτάσει στην Ελλάδα. Είμαστε σε μεταβατικό στάδιο, ακόμα δεν έχουμε προσαρμοστεί. Αυτό θα το κάνει η νέα γενιά». Μπάσκετ όμως παίζουν και τα παιδιά των Φιλιππινέζων στα γήπεδα των Αμπελοκήπων στην αρχή της Πανόρμου, στο γήπεδο της στάσης του μετρό, όπου συχνά μαζεύονται παρέες Φιλιππινέζων και παίζουν ερασιτεχνικά, και στις μπασκέτες του πάρκου της οδού Αργολίδος, όπου έχει τα γραφεία του ο Αθλητικός Όμιλος Αμπελοκήπων. Αρκετοί νέοι Φιλιππινέζοι συμμετέχουν ως έφηβοι στην ομάδα, αλλά με το που ενηλικιώνονται παύουν να ενδιαφέρονται, καθώς πρέπει να εργαστούν και δεν έχουν χρόνο για προπονήσεις. Ένας από αυτούς, ο εικοσιοκτάχρονος Άχμεντ, Φιππινεζο-αιγύπτιος, μεγαλωμένος στους Αμπελόκηπους, αναγκάστηκε να σταματήσει για βιοποριστικούς λόγους, αν και κατά καιρούς, όπως μας είπε, παίζει με ομοεθνείς φίλους του σε αγώνες που διοργανώνουν οι ίδιοι μεταξύ τους και κυρίως η οργάνωση FOG - Filipino Organization in Greece. Οι ομάδες εκπροσωπούν περιοχές και το όνομά τους αντιστοιχεί είτε στην περιοχή, π.χ. Πανόρμου, Παγκράτι, Ταύρος, είτε σε πιο αφηρημένες έννοιες, π.χ. «Mahal Angels» («μαχάλ» στα φιλιππινέζικα σημαίνει «αγάπη»).


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Τ Α Β ΙΏ Μ Α Τ Α Κ Α Ι ΟΙ Π Ρ Ο Σ Λ Α Μ Β Ά Ν Ο Υ Σ Ε Σ , Η Π Ο Λ Ι Τ Ι Κ Ή Σ Υ Ν ΕΙ Δ Η Τ Ο Π Ο Ί Η Σ Η ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΌΡΦΩΣΗ ΜΙΑΣ ΔΎΣΚΟΛΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΉΣ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΉΣ ΤΑΥΤΌΤΗΤΑΣ, Ο ΤΡΌΠΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΊΟ ΑΝΤΙΛΑΜΒΆΝΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΡΆΦΟΥΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΊΑ ΤΟΥΣ ΜΈΣΑ ΑΠΌ ΤΗΝ ΤΈΧΝΗ ΚΑΙ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΊΑ ΌΣΑ ΆΤΟΜΑ ΓΕΝΝΉΘΗΚΑΝ 'Ή ΉΡΘΑΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΆΔΑ ΣΕ ΜΙΚΡΉ ΗΛΙΚΊΑ. ΑΠΌ ΤΟΝ ΘΟΔΩΡΉ ΑΝΤΩΝΌΠΟΥΛΟ

Πώς βλέπουν τα παιδιά δεύτερης γενιάς το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους σε αυτήν τη χώρα; ΘΕΩΡΗΘΗ 2023

LiFO764

A S I V

CANCELLED


30.3.2023

δορυφορική τηλεόραση και οι αλβανικές εφημερίδες από τις αρχές του 2000, παράγοντες που έκαναν εφικτή την επαναφορά της χρήσης της γλώσσας στην ιδιωτική και στη δημόσια σφαίρα – αλλά και νωρίτερα είχαν αρχίσει από εθελοντές Αλβανούς μετανάστες/εκπαιδευτές μαθήματα εκμάθησης και διαφύλαξης της μητρικής γλώσσας. Οι Αλβανοί, πολυάριθμοι και διαχυμένοι σε όλη την ελληνική επικράτεια, αδυνατούσαν να συγκροτήσουν μια μεγάλη και ενιαία κοινότητα με μια βασική εκπροσώπηση ή, για την ακρίβεια, απέφευγαν μια τέτοια προσπάθεια επειδή κάτι τέτοιο θα τους επανάφερε στην πρότερη κατάσταση ζωής, δηλαδή στην πριν από την “πτώση” Αλβανία, όταν το υποκείμενο εγκαλούνταν και υποτασσόταν στην τότε κομματική ιδεολογία, στο κεντρικό υποκείμενο – με αλτουσεριανούς όρους. Έτσι, επιδίωκαν να έρθουν σε ρήξη με τη λογική της ομοιογένειας του συλλογικού υποκειμένου, του συλλογικού εκπροσώπου όλων των Αλβανών στην Ελλάδα… Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις συνεργάστηκαν μεταξύ τους: στη δολοφονία του S. Shelniku τον Δεκέμβριο του 2001, όπου σημειώθηκε μαζική συμμετοχή, και το 2003 με το Σωματείο Αλβανών Οικοδόμων για τη διαδικασία της νομιμοποίησης, οπότε και συσπειρώθηκαν χιλιάδες μετανάστες/μετανάστριες… Δεν θα πρέπει όμως να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι στο εσωτερικό του αναδεικνύονται “παράγοντες” και “επαγγελματίες πρόεδροι”», έγραφε πρόσφατα στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ο Έρβιν Σέχου, υποψήφιος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αιγαίου και συγγραφέας του βιβλίου Οι απρόσκλητοι φιλοξενούμενοι: Αυτοεθνογραφικές-ιστορικές σημειώσεις για τα τριάντα χρόνια της αλβανικής μετανάστευσης στην Ελλάδα (εκδόσεις Ισνάφι 2021).

ΙΔΟΎ, ΌΜΩΣ, Η ΔΙΚΉ ΤΟΥΣ ΣΚΟΠΙΆ ΜΈΣΑ ΑΠΌ ΤΑ ΛΌΓΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΓΡΑΠΤΆ ΚΆΠΟΙΩΝ ΕΞ ΑΥΤΏΝ: Γκαζμέντ Καπλάνι

«Μετανάστης σημαίνει πολλά πράγματα. Αλλά προπαντός δουλειά. Στην ξενιτιά δεν πας για να κάνεις τον μάγκα αλλά για να μαζέψεις φράγκα. Θα κάνεις τα πάντα για να το πετύχεις. Θα κάνεις δυο και τρεις δουλειές τη μέρα, ανασφάλιστος, θα ρίξεις το μεροκάματο των ντόπιων, θα γίνεις απεργοσπάστης, αν χρειαστεί θα πουλάς κακομοιριά για να αγγίξεις την καρδιά των εργοδοτών, μέχρι να καταλάβεις ότι πολλοί λίγοι τη διαθέτουν, θα στήνεσαι από τα χαράματα στην πλατεία Ομονοίας, σαν βρόμικο άγαλμα που ξέχασαν να το πλύνουν τα συνεργεία του δήμου. Θα κατοικείς σε τρώγλες, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι άτομα μαζί, καταργώντας τη διαφορά ανάμεσα στην κατοικία και το γουρουνοστάσιο. Θα τρως ψωμί και αλάτι, θα τρως σκέτο ψωμί. Θα σε πιάνει ο ύπνος πάντα στο λεωφορείο από την εξάντληση και την αϋπνία. Θα μυρίζεις ιδρώτα σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου, γιατί δεν θα έχεις χρόνο να πλυθείς αλλά και γιατί δεν θα θέλεις να κάνεις το ντους για να μην πληρώνεις ρεύμα. Ο πιο διάσημος τσιγκούνης, σε σύγκριση με σένα, θα μοιάζει κουβαρντάς. Θα μετράς τα χρήματά σου όπως μετρά ο αναιμικός τις σταγόνες αίματος. Δεν θα ξοδεύεις τίποτα, δεν θα αγοράζεις τίποτα, θα ζεις με τα ελάχιστα των ελαχίστων, θα χορταίνεις μόνο μετρώντας τα χρήματα και ακούγοντας πως για σένα υπάρχει και άλλη δουλειά, και άλλη, και άλλη. Και ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβεις, θα νιώσεις πως οι δυνάμεις σου λιγοστεύουν, θα νιώσεις να σε χτυπά η αρθρίτιδα, θα αισθανθείς ύποπτους πόνους στα νεφρά, στην πλάτη, στην καρδιά. Θα είσαι τυχερός εάν προλάβεις την εγχείρηση. Πολλοί άλλοι δεν πρόλαβαν. Έφυγαν πάνω στη δουλειά, τους πλάκωσε κάποιος τοίχος, γιατί οι εργοδότες δεν πληρώνουν για μέτρα ασφαλείας. Γιατί, καθώς είναι γνωστό, ο μετανάστης πεθαίνει αθόρυβα, σαν τη μύγα…» (απόσπασμα από το Μικρό ημερολόγιο συνόρων, το πρώτο βιβλίο που αποτύπωσε λογοτεχνικά τη σύγχρονη μεταναστευτική εμπειρία στην Ελλάδα – τελευταία έκδοση από το Επίκεντρο, το 2018).

81

ΕΚΤΟ

ΣΥΓΓΡΑΦΈΑΣ, ΔΙΔΆΚΤΟΡΑΣ ΙΣΤΟΡΊΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΉΣ ΕΠΙΣΤΉΜΗΣ: «ΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΒΑΝΟΊ ΕΊΝΑΙ ΠΡΏΤΑ ΞΑΔΈΛΦΙΑ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΈΜΑΘΑΝ ΝΑ ΜΗ ΧΩΝΕΎΟΝΤΑΙ ΜΕΤΑΞΎ ΤΟΥΣ»

ΜΕΡΟΣ

π

όσο «ξένοι» μπορεί να λογίζονται, αλήθεια, άνθρωποι οι οποίοι γεννήθηκαν, έκλαψαν, ερωτεύτηκαν, σπούδασαν, αλήτεψαν και πρόκοψαν σε μια χώρα διαφορετική από αυτή των γονιών τους; Που τα ελληνικά τους είναι εξίσου καλά ή και καλύτερα από εκείνα των «βέρων» Ελλήνων, που η χώρα της μακρινής τους καταγωγής τούς είναι πιθανόν ακόμα πιο ξένη απ’ ό,τι ήταν αυτή εδώ για τους δικούς τους όταν πρωτοήρθαν ως πρόσφυγες ή οικονομικοί μετανάστες; Κι όμως, αφενός η πολιτεία έχει προσπαθήσει αρκετά «φιλότιμα» σχεδόν όλα αυτά τα χρόνια να τους δυσκολέψει όσο γίνεται τη ζωή –ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι ο νέος μεταναστευτικός κώδικας, ο οποίος, σύμφωνα με καταγγελία δεκαέξι οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στο πεδίο, αφήνει «ξεκρέμαστους» τόσο τους μετανάστες β’ γενιάς όσο και τους ασυνόδευτους ανήλικους, με την κυβέρνηση να λέει τώρα ότι θα επανεξετάσει κάποιες διατάξεις–, αφετέρου μια όχι αμελητέα κατηγορία συμπατριωτών μας θεωρεί τους ανθρώπους αυτούς από λιγότερο έως καθόλου Έλληνες, ανάλογα βέβαια και με την καταγωγή, τη θρησκεία, την κοινωνική θέση, το χρώμα του δέρματός τους και τις εκάστοτε ιστορικές συγκυρίες. Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, για παράδειγμα, οι Αλβανοί, οι οποίοι αποτελούσαν –κι ακόμα αποτελούν– τη μεγαλύτερη μεταναστευτική κοινότητα της χώρας και το κατεξοχήν εργατικό της δυναμικό, ήταν ταυτόχρονα εκείνοι που βίωναν τον πιο ακραίο ρατσισμό: από δαιμονοποιήσεις, λογής διακρίσεις και εγκληματικές επιθέσεις, μέχρι που θεωρούνταν και υπεύθυνοι για όλες μας σχεδόν τις κακοδαιμονίες, από την εγκληματικότητα μέχρι τις... αποτυχίες της εθνικής μας ομάδας ποδοσφαίρου. Κόντρα, όμως, σε όλα τα εμπόδια και τις αντιξοότητες, οι Αλβανοί εντάχθηκαν στην κοινωνία και αφομοιώθηκαν σε εντυπωσιακό βαθμό, ακόμα και σε βάρος της εθνικής τους κουλτούρας και ταυτότητας – πλέον το «απόλυτο κακό» είναι οι μουσουλμάνοι μετανάστες, οι φτωχοί και οι κυνηγημένοι φυσικά, όχι τίποτα Σαουδάραβες πρίγκιπες, ενώ οι Πακιστανοί και οι Αφγανοί είναι από τους πλέον στοχοποιημένους. Στο πλαίσιο οργανώσεων όπως το Ελληνικό Φόρουμ Μεταναστών και η Generation 2.0, άνθρωποι διαφορετικής καταγωγής που είτε γεννήθηκαν είτε μεγάλωσαν στην Ελλάδα συνεργάζονται για να προωθήσουν την ισότιμη συμμετοχή σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία μέσω της ενδυνάμωσης των κοινοτήτων, υπερασπιζόμενοι τα ανθρώπινα δικαιώματα και καταπολεμώντας τον ρατσισμό, την ξενοφοβία και τις διακρίσεις. Παράλληλα, νέα παιδιά που ανήκουν στη δεύτερη γενιά προσπαθούν να αρθρώσουν έναν λόγο που να περιλαμβάνει τόσο τη μεταναστευτική εμπειρία των οικείων τους όσο και τη δική τους αναφορικά με μια πατρίδα που συχνά συμπεριφέρεται περισσότερο ως «κακιά μητριά» παρά ως στοργική μητέρα. Έναν λόγο βιωματικό, υπαρξιακό, πολιτικό, όπως εκφράζεται στα αντιρατσιστικά φεστιβάλ και σε άλλες ανάλογες εκδηλώσεις ή σε πρωτοβουλίες όπως το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης των ΑΣΚΙ· άλλοτε πάλι εκφράζεται με πρόζα, λέξεις, στίχους, νότες. Στη μουσική –αν οι ποπ διασημότητες της πρώτης γενιάς, Ελένη Φουρέιρα και Τάμτα, «έκρυβαν» λίγο-πολύ τη μεταναστευτική τους καταγωγή, οι νεότεροι καλλιτέχνες της ποπ (όπως η «διγενής» Μαρίνα Σάττι) και ιδίως της χιπ-χοπ και της τραπ σκηνής, όπως οι Sin Boy, Light, Kareem, Toquel, Yinka, Νέγρος του Μοριά κ.ά., δεν έχουν κανένα θέμα να τη διατρανώνουν–, στη σκηνοθεσία ( Ένκε Φεζολάρι στο θέατρο, Σιαμάκ Ετεμάντι, Νεριτάν Ζιντζιρία στο σινεμά), στην υποκριτική (Νίκος Γκέλια, Κώστας Νίκουλι, Κρις Ραντάνοφ, Ρομάνα Λόμπατς) κι ακόμη περισσότερο στη λογοτεχνία και στην ποίηση οι μετανάστες τόσο της πρώτης (όπως οι αλβανικής καταγωγής Γκαζμέντ Καπλάνι, Έρβιν Σέχου, Φατός Ρόζα, ο Κούρδος Τζεμίλ Τουράν και η Κουρδοϊρανή Χίβα Παναχί, με τους δύο τελευταίους να έχουν λάβει πολιτικό άσυλο) όσο και της δεύτερης γενιάς, καθώς και του «δεύτερου κύματος» –οι αλβανικής καταγωγής Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, Ελσόν Ζγκούρη και Νικόλας Σάπο, ο Αφγανός Ρεζά Γκολαμί και άλλοι– κάνουν πια αισθητή την παρουσία τους στις τέχνες και τα γράμματα, είτε γράφοντας στα ελληνικά είτε εμπνεόμενοι από την ελληνική τους εμπειρία, όπως ο Σύρος Νούρι Αλ Τζαράχ και η νεαρή Αφγανή Παρβάνα Αμίρι, αμφότεροι μετανάστες «εξ ανάγκης», καθότι πρόσφυγες. Ενδιαφέρον εξάλλου παρουσιάζει η «αφύπνιση» μεταναστευτικών κοινοτήτων, όπως η αλβανική, που, παρότι πολυδιασπασμένη, επιχειρεί τα τελευταία χρόνια να ξαναβρεί την ιδιαίτερη ταυτότητα και την αυτοσυνείδησή της σε πείσμα της σιωπής, της λήθης και της ενοχικής απαξίωσης που και η ίδια καλλιέργησε σε μεγάλο βαθμό ως αυτοάμυνα τα δύσκολα χρόνια: «Οι σύγχρονοι πρόσφυγες βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με αυτή που βρεθήκαμε κι εμείς όταν για πρώτη φορά περάσαμε τα σύνορα... Σήμερα τα κράτη της Ευρώπης, μαζί και η Ελλάδα, δαπανούν υπέρογκα ποσά για να εμποδίσουν τους ανθρώπους που προσπαθούν να γλιτώσουν από σφαγές και πολέμους να διασχίσουν τα σύνορα. Χτίζουν τείχη και στρατόπεδα συγκέντρωσης για να στερήσουν από τους πρόσφυγες τα δικαιώματα τα οποία υποτίθεται ότι τους έχουν εγγυηθεί οι παγκόσμιοι οργανισμοί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υποβάλλοντάς τους σε απάνθρωπες συνθήκες που συνιστούν προσβολή της ανθρώπινης υπόστασης. Εμείς, οι Αλβανοί μετανάστες, δηλώνουμε ότι θα σταθούμε με αποφασιστικότητα στο πλευρό των προσφύγων και θα αγωνιστούμε μαζί τους για τα δικαιώματά τους, για τα δικαιώματα που είναι κοινά γι’ αυτούς και για εμάς. Ταυτόχρονα, αγωνιζόμαστε ενάντια σε κάθε είδους διάκριση και καταπίεση που υφίστανται άνθρωποι στη βάση της εθνότητας και της εθνικής τους καταγωγής, της θρησκείας τους, του χρώματός τους, του φύλου τους και του σεξουαλικού τους προσανατολισμού», διαβάζουμε σε ανακοίνωση της Πρωτοβουλίας Αλβανών Μεταναστών και Αλληλέγγυων. «Σε ό,τι αφορά τη γλώσσα, τα πρώτα δέκα χρόνια οι Αλβανοί είχαν πέσει σε γλωσσική “αμνησία”. Στη συνέχεια μπαίνει στη ζωή μας το διαδίκτυο, η


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Χρήστος Αρμάντο Γκέζος

ΚΡΑΤΙΚΌ ΒΡΑΒΕΊΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΊΑΣ ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΌΜΕΝΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΈΑ 2021: «ΜΕ ΑΠΑΣΧΟΛΕΊ ΤΟ ΠΏΣ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΌΝ ΣΤΟΙΧΕΙΏΝΕΙ ΤΟΝ ΆΝΘΡΩΠΟ» «Η Αλβανία για μισό αιώνα βρισκόταν σε άλλη διάσταση... Σαράντα χρόνια την κυβερνούσε ο Ενβέρ Χότζα, ένας μορφωμένος μα και σκληρός κομμουνιστής ηγέτης… Περίπου 170.000 τσιμεντένια πολυβολεία χτίστηκαν σε όλη τη χώρα, που δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ. Περίπου 15.000 άνθρωποι εκτελέστηκαν για πολιτικούς λόγους... Λόγω του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα, η οικογένειά μου είχε ζήσει σε μια τελείως διαφορετική εποχή από ό,τι εγώ. Το πολιτιστικό χάσμα που μας χώριζε κατέληγε σε ψυχολογικό και επικοινωνιακό σοκ...» (από το μυθιστόρημα Χάθηκε βελόνι, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2021). «Η Ελλάδα έχει κάποια βαθιά ριζωμένα προβλήματα που θέλουν γενιές για να αλλάξουν, δεν αλλάζουν ούτε σε μια τετραετία, ούτε σε δύο, ούτε με ένα ή δύο κόμματα, είναι συνυφασμένα και με τον κόσμο και με τους πολιτικούς, τους θεσμούς, τις δομές, όλα τα συστήματα που λειτουργούν και συνέχουν την κοινωνία. Είναι αποκαρδιωτικό, ειδικά για έναν νέο άνθρωπο, να ξέρει ότι σκοτώνεται να σπουδάσει εδώ, να ζήσει, ίσως να κάνει παιδιά κάποια μέρα, αν το θέλει, για να ζήσουν κι αυτά σε μια τέτοια χώρα. Είναι βαθιά πολιτικό, για μένα, το πρόβλημα της Ελλάδας, υπάρχει μεγάλη διαφθορά, μεγάλη διαπλοκή, και από κει ξεπηδούν, σαν τη Λερναία Ύδρα, δεκάδες προβλήματα. Από κει και πέρα, ό,τι μπορεί να κάνει ο καθένας καλύτερο ας το κάνει. Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούμε να κάνουμε και να απολαμβάνουμε και στον κόσμο υπάρχει γενικά μια τάση προόδου. Λόγω της αθρόας γνώσης που υπάρχει, ο κόσμος ενημερώνεται για το καθετί πλέον, ξέρει πάρα πολλά πράγματα, ξέρει για την οικολογία, τι συνέπειες έχει κάθε του πράξη. Λόγω της τεχνολογίας θα υπάρχει δυνατότητα πολύ μεγάλη τα επόμενα χρόνια, αλλά υπάρχει πάντα ο κίνδυνος κάποιας “στραβής”, μιας κρίσης μεγάλης, είτε οικονομικής είτε κλιματικής. Σε έναν βαθμό, όμως, είμαι αισιόδοξος για τη μεγάλη εικόνα του αιώνα που έρχεται. Η κλιματική αλλαγή και η εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης είναι οι δυο μεγάλες προκλήσεις του αιώνα μας. Θα ζήσουμε τεράστια διλήμματα ως ανθρώπινο είδος» (απόσπασμα από συνέντευξή του στη LiFO).

LiFO764

Α

Ο Ρ Υ Κ

Ελσόν Ζγκούρη

ΜΗΧΑΝΙΚΌΣ ΔΙΑΣΦΆΛΙΣΗΣ ΠΟΙΌΤΗΤΑΣ, ΣΥΓΓΡΑΦΈΑΣ: «ΔΕΝ ΘΈΛΩ ΠΙΑ ΝΑ ΑΠΟΛΟΓΟΎΜΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΝΙΚΌ ΜΟΥ ΌΝΟΜΑ» «Πολλά παιδιά μεταναστών, από την Αλβανία κυρίως, χρησιμοποιώντας το ελληνικό τους όνομα έκρυβαν την καταγωγή τους, όλα αυτά στην Ελλάδα των δεκαετιών του 1990 και του 2000. Η αποκάλυψη της καταγωγής είχε συνήθως συνέπειες. Από τα μικρότερα παιδιά που δεν θα γίνονταν αποδεκτά σε μια παρέα έως τους εφήβους που θα δέχονταν την απόρριψη χωρίς δεύτερη σκέψη σε περιπτώσεις φλερτ. Κίνδυνος απόρριψης, επίσης, σε δουλειές που “δεν ταίριαζαν σε αλβανάκια”» (απόσπασμα από το βιβλίο Όλες οι γάτες είναι όμορφες, εκδόσεις Παράξενες Μέρες 2020). «Ως παιδί, θυμάμαι ότι αυτό που με πλήγωνε περισσότερο ήταν που όταν τσακωνόμουν με κάποιο άλλο παιδί πολύ συχνά στο τέλος της “μάχης” μού πετούσαν ένα “άντε ρε, Αλβανέ”. Με εξόργιζε αυτό διότι συνειδητοποιούσα πόσο μεγάλη βρισιά θεωρούσαν οι συνομήλικοί μου την καταγωγή μου. Αυτό που με έφτιαξε είναι που πολλές φορές δεν χρειάστηκε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, το έκαναν για μένα τα φιλαράκια μου. Εκεί είναι που σκέφτεσαι ότι δεν είσαι μόνος, ότι έχεις συμμάχους κι έτσι προχωράς με περισσότερη αισιοδοξία. Από πολύ μικρός αναρωτιόμουν τι θα ήμουν στην Ελλάδα χωρίς την ταμπέλα, τη ρετσινιά, αν θέλεις, του Αλβανού. Κουβαλάς μια συλλογική ενοχή που σε τσακίζει λίγο-λίγο και κάπου λες “φτάνει, ρε, τώρα θα ακούσετε κι εμένα, ακούστε κι εμάς, τη γενιά μου, που της φορτώσατε τόσα και συνεχίζετε να της φορτώνετε”. Δεν θέλω πια να “απολογούμαι” κάθε φορά που συστήνομαι κάπου για το ξενικό μου όνομα. Είμαι ένας από εσάς, με τη διαφορετικότητά μου και τις ομοιότητές μου. Όσον αφορά το μεταναστευτικό, έχουν βελτιωθεί αρκετά τα πράγματα, γίνονται αργά αλλά σταθερά βήματα για την ένταξη και την αποδοχή των μεταναστών. Το τοπίο αλλάζει, “με χαιρετάν σε γλώσσες που δεν ξέρω και μ’ αρέσει”, όπως λέει ο ΛΕΞ! Ο κόσμος στην Ελλάδα έχει, νομίζω, συνειδητοποιήσει ότι ο μετανάστης δεν είναι απέναντί του αλλά δίπλα του στον καθημερινό αγώνα για μια καλύτερη ζωή. Σε θεσμικό επίπεδο, ωστόσο, τα πράγματα διαφέρουν. Μια απόδειξη είναι η τοποθέτηση του ξενοφοβικού Μάκη Βορίδη στο υπουργείο Εσωτερικών. Η απόκτηση άδειας διαμονής, η ανανέωσή της, η πολιτογράφηση, δυσκόλεψαν πολύ για νέους και παλιούς μετανάστες. Είναι ξεκάθαρο το μήνυμα: “Θα σας κάνουμε τη ζωή δύσκολη”» (από συνέντευξή του στη LiFO).

Φατός Ρόζα

ΣΥΓΓΡΑΦΈΑΣ, ΜΆΣΤΟΡΑΣ: «Η ΛΈΞΗ “ΑΛΒΑΝΌΣ” ΉΤΑΝ ΒΡΙΣΙΆ ΜΈΧΡΙ ΚΑΙ ΤΟ 2000» « Έχουμε ζήσει τον ρατσισμό όσο καμία άλλη κοινότητα μεταναστών. Παρ’ όλα αυτά, ξεχαστήκαμε γρήγορα λόγω των πολιτικών εξελίξεων στη Μέση Ανατολή... κανένας τώρα δεν ασχολείται με τον Αλβανό. Τώρα ο Αλβανός θεωρείται ντόπιος. Ακόμα και οι φασίστες τον έχουν δεχτεί... Πάση θυσία, μη μας φάνε οι μαύροι... Μου το έλεγε παλιά η κυρία Τασία που της χρωστάω τη ζωή μου: “Αγόρι μου, μη στενοχωριέσαι. Πριν να έρθετε εσείς, τα έβαζαν με τους Φιλιππινέζους. Ήρθατε εσείς, τους ξεχάσαν αυτούς. Θα έρθουν άλλοι, θα σας ξεχάσουν κι εσάς... Όταν πρωτοήρθαμε, απ’ τη μια ήταν καλό γιατί εμείς κάναμε τις δουλειές που δεν έκαναν οι Έλληνες, και απ’ την άλλη ήταν κι αυτοί που παραπονιόντουσαν πως ρίχναμε τα μεροκάματα... Ο Έλληνας προτιμούσε τον Αλβανό γιατί έπαιρνε μικρότερο μεροκάματο. Όταν όμως τον έβλεπε να του παίρνει τη δουλειά, έβριζε… Εκείνο όμως που μου κάνει πάνω απ’ όλα εντύπωση είναι που βλέπω μετανάστες να μιλάνε ενάντια σε άλλους μετανάστες... Ο Αλβανός μετανάστης θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τον Πακιστανό, τον Αφρικανό, τον Μπαγκλαντεσιανό... είναι τρομακτικό να ακούς τον Αλβανό να λέει “δεν θέλουμε ξένους στην Ελλάδα”... Τα μέσα ενημέρωσης και η πολιτική που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις τόσα χρόνια βοήθησαν (επίσης) πολύ ώστε να μη συνυπάρξουν οι μετανάστες» (αποσπάσματα από το πρώτο του βιβλίο Εγώ, ο «λαθρομετανάστης», εκδ. Ελεύθερος Τύπος, 2017).


ΣΥΓΓΡΑΦΈΑΣ, ΠΡΏΗΝ ΠΡΌΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΑΦΓΑΝΙΚΉΣ ΚΟΙΝΌΤΗΤΑΣ: «ΑΥΤΌΣ Ο ΟΥΡΑΝΌΣ ΔΕΝ ΜΑΣ ΔΊΝΕΙ ΟΞΥΓΌΝΟ, ΑΝΤΙΘΈΤΩΣ, ΜΑΣ ΤΟ ΠΑΊΡΝΕΙ» «Βρίσκομαι καταδικασμένος κάτω από έναν ουρανό όπου αντί για τον ήλιο να λάμπει, τη βροχή να κάνει τα λουλούδια να ανθίζουν, τη μυρωδιά τους να μας δίνει ζωή και οξυγόνο, το άρωμά τους να μας ταξιδεύει, για κάποιο λόγο δεν είναι ο συνηθισμένος ουρανός. Αυτός ο ουρανός δεν μας δίνει οξυγόνο, αντιθέτως, μας τον παίρνει. Στα τέλη του 1992 η δική μας ιστορία γύρισε σελίδα και ο τίτλος αυτής είναι “Πόλεμος”: γνωστός ως εμφύλιος πόλεμος», γράφει κάπου στις Χαμένες Ταυτότητες (εκδόσεις Τόπος, 2021). «Ναι, υπήρξε μια περίοδος που είχα φοβηθεί. Το 2010 και το ’11, με την άνοδο της Χρυσής Αυγής, οι επιθέσεις ήταν καθημερινές. Στον Άγιο Παντελεήμονα, όπου ήταν κυρίως οι Αφγανοί, γινόντουσαν καθημερινά μαχαιρώματα. Όλο αυτό το βίωνα, το έβλεπα μπροστά μου. Ως Αφγανοί είχαμε βγάλει έναν χάρτη με τις περιοχές όπου δεν έπρεπε να κυκλοφορούμε μετά τις οκτώ το βράδυ, υπήρχε τεράστιος κίνδυνος, αλλά ο φόβος δεν με εμπόδισε να κάνω πράγματα. Σήμερα δεν έχει αλλάξει τίποτα σχεδόν όσον αφορά την ταυτότητα. Είτε πρόσφυγας είτε Έλληνας, η αντιμετώπιση είναι η ίδια, παρόλο που στα χαρτιά έχω περισσότερα δικαιώματα. Στον δημόσιο χώρο υπάρχει αυτό το κενό: ότι δεν είσαι Έλληνας, έγινες Έλληνας. Αυτό το έζησα πρόσφατα πηγαίνοντας στον δήμο Αθηναίων, όπου ρώτησε ένας υπάλληλος “είσαι Έλληνας;” και του απάντησαν οι άλλοι “όχι, δεν είναι Έλληνας, έγινε Έλληνας”. Πέρα από όλα αυτά, όμως, είμαι αισιόδοξος και αισθάνομαι και υποχρέωση απέναντι στους ανθρώπους που δεν έχουν φωνή, που αντιστέκονται στην αδικία, στον διωγμό, σε όλο αυτό που συμβαίνει, στους ανθρώπους που αναγκάζονται να φύγουν απ’ τη χώρα τους, να συνεχίσω να προσπαθώ να αλλάξει έστω και λίγο η κατάσταση. Και το λίγο είναι κέρδος», έχει πει σε συνέντευξή του στη LiFO.

CANC

30.3.2023

Ρεζά Γκολαμί

ELLE

D

Χίβα Παναχί

Υ Π Ο Ψ Ή Φ Ι Α Δ Ι Δ Ά Κ Τ Ω Ρ Κ ΟΙ Ν Ω Ν ΙΟ Λ Ο Γ Ί Α Σ , ΠΟΙΉΤΡΙΑ: «Ο ΠΡΌΣΦΥΓΑΣ, Ο ΜΕΤΑΝΆΣΤΗΣ, ΜΟΙΆΖΕΙ ΚΆΠΩΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΜΗΘΈΑ ΔΕΣΜΏΤΗ. Η ΆΔΕΙΑ ΠΑΡΑΜΟΝΉΣ ΕΊΝΑΙ Ο ΑΕΤΌΣ ΠΟΥ ΤΟΥ ΤΡΏΕΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΆ ΤΟ ΣΥΚΏΤΙ...» «Φωλιά», από την ενότητα της Τριλογίας «Κόκκινη Πέτρα» «Σ’ αυτήν τη φωλιά που εγκαταλείπω Που στον άνεμό της έγραφα βροχή Στο βουνό της νόηση και υπομονή Σ’ αυτήν τη φωλιά ζούσε μαζί μου ο Προμηθέας Ακέραιος άλλα παν ευαίσθητος Πόσες νύχτες περάσαμε μαζί στη βροχή; Πόσες ψύχρες που ήρθαν από θερμά πρόσωπα; Όμως ως Δεσμώτες κανένα παράπονο Σ’ αυτήν τη φωλιά που εγκαταλείπω Σφιχτοδεμένη σάρκα των ονείρων μου Και βλέπω να με ακολουθούν».

83

Νούρι αλ Τζαράχ

ΠΟΙΗΤΉΣ-ΣΥΓΓΡΑΦΈΑΣ: «ΤΟ ΧΏΜΑ ΔΕΝ ΈΧΕΙ ΜΝΉΜΗ, ΠΑΡΆ ΜΌΝΟ ΤΗ ΣΙΩΠΉ»

ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

«Σύροι εξαντλημένοι, εσείς που τρέμετε από το κρύο στις ακτές. Εσείς που περιπλανιέστε, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης. Μη γεμίζετε τις τσέπες σας με το χώμα των νεκρών. Εγκαταλείψτε ετούτη τη γη, για να ζήσετε. Πεθάνετε μεταφορικά, όχι αληθινά... Αφήστε τη γλώσσα να σας θάψει στις περιγραφές και τα επίθετα. Μην ξεψυχάτε και μη θάβεστε στο χώμα. Το χώμα δεν έχει μνήμη, παρά μόνο τη σιωπή. Ταξιδέψτε με τις βάρκες προς κάθε κατεύθυνση και κερδίστε τον ορυμαγδό, την οχλαγωγία της ψυχής σας. Μετά την καταιγίδα και τη συντριβή, σηκωθείτε επάνω. Εγερθείτε, σε κάθε γλώσσα, σε κάθε βιβλίο, σε κάθε εποχή, και σε κάθε φαντασία. Εξυψωθείτε παντού και λάμψετε, όπως η αστραπή ανάμεσα στα δέντρα» («Η προειδοποίηση / Το κάλεσμα της Σαπφούς» από το βιβλίο Μια βάρκα για τη Λέσβο και άλλα ποιήματα, εκδ. ΑΩ 2019, μτφρ. Πέρσας Κουμούτση).


LiFO764 ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΔΑΜΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑΣ

ΠΟΛΗΣ


Naan Stop

ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

85

30.3.2023


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Μ Ι Λ Ά Μ Ε Σ Υ Χ Ν Ά Γ Ι Α Τ Η Σ Χ Έ Σ Η Γ ΕΎ Σ Η Σ Κ Α Ι Α Ν Α Μ Ν Ή Σ Ε Ω Ν . Τ Ο Ν Α Μ Ε Τ Α Ν Α Σ Τ ΕΎΕΙ Κ Α Ν Ε Ί Σ Κ Ά Π Ο Τ Ε Σ Ή Μ Α Ι Ν Ε Π Ω Σ Ί Σ Ω Σ Δ Ε Ν Θ Α Α Π Ο Λ Ά Μ Β Α Ν Ε Ξ Α Ν Ά ΕΎ Κ Ο Λ Α Α Γ Α Π Η Μ Έ Ν Α Τ Ο Υ Π ΙΆ Τ Α , Φ Ρ ΟΎ Τ Α , Υ Λ Ι Κ Ά . Π Α Ρ Ά Λ Λ Η Λ Α , Τ Ο Φ Α Γ Η Τ Ό Ε Ν Ώ Ν ΕΙ , Μ Α Σ Φ Έ Ρ Ν ΕΙ Σ Ε Ε Π Α Φ Ή Μ Ε Κ Ο Υ Λ Τ ΟΎ Ρ Ε Σ Κ Α Ι Τ Ι Σ Β Ο Η Θ Ά Ν Α Μ Π Λ Ε Χ Τ ΟΎ Ν . Α Υ Τ Ό Α Π Ο Δ ΕΙ Κ Ν ΎΟ Υ Ν ΟΙ Ι Σ Τ Ο Ρ Ί Ε Σ Έ Ξ Ι Α Ν Θ Ρ Ώ Π Ω Ν Π Ο Υ Μ Α Γ ΕΙ Ρ ΕΎΟ Υ Ν Α Υ Τ Ή Ν ΤΗ ΣΤΙΓΜΉ ΣΤΗΝ ΑΘΉΝΑ, ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΣΤΙΣ ΟΠΟΊΕΣ Ο ΜΟΥΣΑΚΆΣ ΣΥΝΑΝΤΙΈΤΑΙ ΜΕ ΤΗ FEIJOADA ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΝΓΚΟΛΈΖΙΚΟ ΦΑΓΗΤΌ.ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ. Φ Ω Τ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΕ Σ : Π Α Ρ Ι Σ Τ Α Β Ι Τ Ι Α Ν

Μαγειρεύοντας χωρίς μπαχαρικά, ψάχνοντας νόστιμο μάνγκο, βάζοντας στις βαλίτσες ποταμίσια ψάρια

ΠΆΡΙΣ ΤΑΒΙΤΙΆΝ

LiFO764

Kaleng Mwangal / CHRI BRI RESTAURANT


30.3.2023

πεθερά μου έβγαλε μπιφτέκια, σαλάτα και πατάτες τηγανητές. Εκείνη την ώρα αναρωτήθηκα πού είναι τα υπόλοιπα και σκέφτηκα ότι θα πεινάσω εδώ. Έπειτα συνήθισα και μου άρεσε». Την τελευταία φορά που βρέθηκα στο Tuk Tuk ο Μπάμπης Ασκερίδης είχε μόλις επιστρέψει από ένα ακόμα ταξίδι στην Ταϊλάνδη. Πήρε, λοιπόν, την παραγγελία πάνω του, μια και είχε ετοιμάσει πράγματα εκτός μενού, έχοντας φέρει μερικά προϊόντα μαζί του που δεν βρίσκει στην εγχώρια αγορά. Μας έβγαλε όμως και ένα massaman curry που το προσφέρει έτσι κι αλλιώς στο μαγαζί, με μοσχάρι, πατάτες, γάλα καρύδας και χυμό tamarind, συνοδευόμενο από ρύζι Jasmine, λέγοντάς μας με ενθουσιασμό «τώρα θα το δοκιμάσετε πιο αυθεντικό από ποτέ, πείτε μου πώς είναι». Είχε κουβαλήσει μαζί του ένα καλούδι από το Nittaya House όπου φτιάχνουν τα δικά τους φρέσκα curry και αυτό ήταν που έκανε τη διαφορά στο πιάτο, που ήταν πολύ πιο αρωματικό απ’ ό,τι τις προηγούμενες φορές. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, βέβαια, δηλαδή όταν έφτασαν στην Ελλάδα η Pen Woranuch και η Pao Sirihirah που μαγειρεύουν σήμερα μαζί του στην κουζίνα του δημοφιλούς ταϊλανδέζικου του Κουκακίου, δεν μπορούσαν να βρουν πολλά από τα υλικά που χρειαζόντουσαν για να γευτούν τις γεύσεις της πατρίδας τους στο σπίτι. Σε όποιον ήξεραν πως θα ταξίδευε στην Ταϊλάνδη του ζητούσαν να φέρει πίσω kapi –γαρίδες σε ζύμωση δηλαδή, ένα προϊόν που το προσθέτουν στα curry–, λαχανικά, καθώς και τις μικρές, στρογγυλές, πικρές και πράσινες μελιτζάνες Ταϊλάνδης. Όταν δεν είχαν από αυτές, τις αντικαθιστούσαν στα φαγητά τους με τις εγχώριες μοβ μελιτζάνες και τα κολοκυθάκια. Κάποια στιγμή, μια παλιά μαγείρισσα από τον τόπο τους, η Χουκάι, είχε ανοίξει ένα μαγαζί στη Νοταρά, στον Πειραιά, στο οποίο μπορούσαν να βρουν γάλα καρύδας, πάστες curry, fish sauce και τα «Mama», τα έτοιμα noodles που καταναλώνουν πολύ στην Ταϊλάνδη. Αλλά μέχρι εκεί. Ένα καλά ισορροπημένο γεύμα στην Ταϊλάνδη πρέπει να αποτελείται τουλάχιστον από τρία πιάτα και από τα εξής στοιχεία: κάτι υγρό, μια σούπα ή ένα curry· κάτι στεγνό, noodles, ένα stir fry πιάτο, τηγανητό ή στη σχάρα· κάτι δροσερό, μια σαλάτα ή τραγανά λαχανικά με ένα ντιπ· κάτι καυτερό – όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να είναι καυτερά. Και ρύζι, Jasmine ή κολλώδες. Κάθε πιάτο θα πρέπει να έχει πρώτη ύλη από διαφορετική πρωτεΐνη και υλικά. Ο βασικός τρόπος σερβιρίσματος του thai είναι λοιπόν το «family style», μια ποικιλία πιάτων στη μέση του τραπεζιού. Το μόνο πράγμα που σερβίρεται σε κάθε πιάτο είναι το ρύζι. Όλοι παίρνουν μια μικρή ποσότητα φαγητού από το κέντρο κάθε φορά και επιστρέφουν για περισσότερο, όταν τελειώσει. Η ιδέα πίσω από αυτή την εθιμοτυπία είναι ότι, παίρνοντας λίγο φαγητό κάθε φορά, θα υπάρχει πάντοτε αρκετό για όλους, εκτός του ότι όλοι δοκιμάζουν απ’ όλα. Πίσω στην Αθήνα, στην Pen και στην Pao, όταν τραβούσε η όρεξή τους μια Tom Yum, τη δική τους comfort και πικάντικη σούπα με τις γαρίδες και τα μανιτάρια, δεν είχαν ούτε λεμονόχορτο, ούτε φύλλα καφίρ, ούτε κάλαγκαν, ούτε καν κόλιανδρο –που τώρα κάποιοι τον απορρίπτουν αν τον διαβάσουν σε συνταγή– να της βάλουν. Και τι έκαναν; Ουσιαστικά δεν την απολάμβαναν ποτέ σπιτική παρά την έβγαζαν από κονσέρβα που την έβραζαν σε νερό. Έτσι βέβαια έτρωγαν Tom Yum και οι πελάτες των ταϊλανδέζικων που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται τότε στην Αθήνα και στα οποία εκείνες εργάζονταν. «Όταν αρχίσαμε να βρίσκουμε λεμονόχορτο στην Αθήνα, το ένα κιλό κόστιζε δεκαπέντε και είκοσι ευρώ. Όταν πηγαίναμε στην Ταϊλάνδη, με αυτά τα χρήματα αγοράζαμε δέκα κιλά λεμονόχορτο, πέντε κιλά κάλαγκαν και άλλα δέκα κιλά καφίρ και τα βάζαμε στην κατάψυξη». Όσο για τα εστιατόρια, «αν κάποιος πελάτης είχε ταξιδέψει, μπορεί να μας ρωτούσε “γιατί δεν έχει λεμονόχορτο η σούπα;” κι εγώ απαντούσα “ε, δεν έχουμε στην Ελλάδα, τι να κάνουμε;» θα μου πει η Pen. «Όταν είχα πρωτοέρθει στην Ελλάδα και πρόσεχα έναν ηλικιωμένο κύριο, του είχα πει “σήμερα θα φας κουνούπι”, αντί για κουνουπίδι, ενώ μια φορά που ήθελα να ζητήσω εισιτήριο για το λεωφορείο, είπα “θέλω μια τυρόπιτα”», αφηγείται η Pao και γελάει – και αυτές με κάποιο τρόπο ιστορίες φαγητού είναι. Οι δυο τους είναι αδελφές και όταν ξεκίνησαν να εργάζονται σε κουζίνες, μαγείρευαν σε κινέζικα. Έχουν περάσει από διάφορα μαγαζιά, έχουν δει και ιδιοκτήτες που χωρίς να έχουν ιδιαίτερη επαφή με τη χώρα τους και τη γαστρονομική τους κουλτούρα τούς ζητούσαν να εκτελούν με μη αυθεντικό τρόπο τις συνταγές, να μη χρησιμοποιούν tofu γιατί ήταν ακριβό, ούτε τσίλι γιατί πίστευαν πως δεν θα το αντέξουν οι επισκέπτες, να αποφεύγουν τη fish sauce με τη χαρακτηριστική και έντονη μυρωδιά. Όταν τα προϊόντα αυτά άρχισαν να

87

ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

Από αριστερά: Ο Santosh Acharya & η ομάδα του / NAAN STOP

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΔΑΜΟΣ

σ

τα μέσα της δεκαετίας του ’90 ένα εστιατόριο με πολυεθνική πρόταση, που πάντρευε γεύσεις από την ινδική, τη μεξικάνικη, την αραβική και την ασιατική κουζίνα στο μενού του, εμφανίζεται στο Μαρούσι. Περίπου τριάντα χρόνια μετά η Διονυσία Καλαφάτη θυμάται ότι, όταν προσπάθησαν να μαγειρέψουν τα πρώτα μεξικάνικα πιάτα στο Altamira, ανακάλυψαν ότι τους έλειπαν πολλά βασικά υλικά, ας πούμε, για να φτιάξουν τη mole rojo και κάποιες άλλες πικάντικες σος, χρειάζονταν πιπεριές anchos και pasillas. Ο μόνος τρόπος για να τις έχουν ήταν να τις φέρουν στις αποσκευές τους μετά τα ταξίδια τους στη Λατινική Αμερική, κι αυτό έκαναν – τους έφερναν και οι κοντινοί τους άνθρωποι, όχι μόνο από τη Λατινική Αμερική αλλά και από τη Γερμανία και την Ολλανδία. Μια φίλη τούς προμήθευε με chapulines, δηλαδή αποξηραμένες ακρίδες με πάπρικα και αλάτι, για να τις βγάζουν σαν σνακ με τη μαργαρίτα και την τεκίλα. Κάτι που εγώ θεωρώ δεδομένο, τα nachos chips, δεν τα έβρισκαν για χρόνια στην Αθήνα, τα έφτιαχναν μόνοι τους από τις τορτίγιες – χωρίς αυτό βέβαια να είναι κακό, τα νέα μεξικάνικα αυτής της πόλης διατείνονται πλέον ότι τα κάνουν χειροποίητα. Δέκα χρόνια προτού ανοίξει το Altamira, η Raquel de Maragos φτάνει στην Ελλάδα, δεκατεσσάρων χρόνων, παντρεμένη με Έλληνα ναυτικό. Δεν πήγε σχολείο εδώ, είναι αυτοδίδακτη στα ελληνικά, «έπρεπε να τα μάθω, για να επιβιώσω». Ενώ η Αθήνα και τα άπειρα πλέον καφέ του τρίτου κύματος έχουν γεμίσει με specialty blends και μονοποικιλιακούς καφέδες με νότες ξηρών καρπών και σοκολάτας από τη χώρα της, εκείνη επιλέγει να πιει φραπέ στο ραντεβού μας, «τον ζητάω στα μαγαζιά και δεν τον βρίσκω πλέον, και λέω “μα γιατί είστε ξενομανείς;” Κοίτα, εγώ μπορεί να είμαι ξένη, μπορεί η πεθερά μου να κόντεψε να πεθάνει μόλις με είδε, αλλά αισθάνομαι Ελληνίδα από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου εδώ, και ας μην υπήρχαν άλλοι μαύροι σαν εμένα στη γειτονιά. Έμενα σε ένα ισόγειο, καθάριζα το σπίτι με την πόρτα ανοιχτή, περνούσαν απ’ έξω οι γιαγιάδες, με έβλεπαν και γυρνούσαν πίσω για να με ξαναδούν, είχε πλάκα». Πολύπειρη μαγείρισσα, η Raquel πρωτομπήκε σε κουζίνα στην ηλικία των δώδεκα, στο μαγαζί του πατέρα της στη Βραζιλία. Στην Ελλάδα ασχολήθηκε επαγγελματικά με αυτές όταν έκλεισε τα είκοσι τέσσερα. Έχει περάσει από πολλά μαγαζιά με ελληνικό φαγητό, έχει κάνει πολλές σεζόν σε ξενοδοχεία, είχε ανοίξει και τη δική της ταβέρνα στην Ιεράπετρα. Στην Κρήτη βρήκε καλύτερο το φαγητό απ’ ό,τι στην Αθήνα, «δεν τρώω ποτέ σαλάτα παρά μόνο στο νησί, οι ντομάτες τους έχουν άλλη γεύση, είναι πολύ νόστιμες, όπως και το λάδι τους, ακόμα από κει μου στέλνουν, δεν αγοράζω από αλλού». Πλέον μαγειρεύει γεύσεις από τον τόπο της στο Hopper’s, το νέο βραζιλιάνικο στριτφουντάδικο της Διονυσίας που λειτουργεί στην οδό Βύσσης, στο Μοναστηράκι. Μεγάλο της σουξέ εκεί είναι η Μoqueca de Camarao, η μπουγιαμπέσα της Βραζιλίας. Συνήθως την κάνουν με ψάρι του Αμαζονίου, εδώ όμως η Raquel τη μαγειρεύει με γαρίδες ή γλαύκο σε γάλα καρύδας και ψιλοκομμένα λαχανικά, χρωματιστές πιπεριές και ντομάτα. Συνοδεύει με άσπρο βουτυράτο ρύζι και πατάτες τηγανητές. Tο πιο διάσημο πιάτο της Βραζιλίας ίσως είναι η feijoada, το φαγητό που έτρωγαν οι σκλάβοι και καταναλώνεται παντού στη χώρα, μια και θεωρείται ένα από τα εθνικά της. «Χωρίς μαύρα φασόλια, όμως, feijoada δεν γίνεται» θα μου πει η Raquel, που μέχρι να βρει τα μαύρα φασόλια Αργεντινής στην Κεντρική Αγορά δεν έφτιαχνε το συγκεκριμένο φαγητό που πλέον βρίσκουμε στο Hopper’s. Η feijoada γίνεται με καπνιστά κρέατα, παραδοσιακά αξιοποιούνται σε αυτήν απομεινάρια του χοιρινού, αυτιά και ποδαράκια, «εδώ όμως δεν το κάνουμε έτσι γιατί δεν θα το αγγίξετε», χρησιμοποιεί μοσχάρι, χοιρινό μπούτι, παϊδάκια και μοσχαρίσια λουκάνικα. Τη συνοδεύει με ρύζι, τσιγαρίζει ελαφρώς παραπούλια, αντί για κάποια βραζιλιάνικα φύλλα που δεν κυκλοφορούν στους πάγκους της Αθήνας, και της προσθέτει και farofa από αλεύρι μανιόκας, που επίσης ήταν αδύνατο να βρεθεί μερικά χρόνια πριν. Έχει συμβιβαστεί με τη μανιόκα που εισάγεται κυρίως από Αφρική και Ταϊλάνδη, μια και τη χρειάζεται καθημερινά για πολλά εδέσματα, γλυκά ή αλμυρά. Και ενώ έχει αυτή την αμυλούχα ρίζα δίπλα της στο τραπέζι και μου εξηγεί ότι η βραζιλιάνικη είναι πιο κόκκινη απ’ έξω, πιο κίτρινη από μέσα, πως δεν είναι τόσο στεγνή και μπορεί να καταναλωθεί είτε βραστή είτε τηγανητή, δοκιμάζω τα Coxinha, τις βραζιλιάνικες κοτομπουκιές που χρειάζονται εμπειρία και δεξιοτεχνία για αποκτήσουν το κωνικό τους σχήμα. Πάντως, όταν η Raquel τελειώνει τη βάρδια της, στο σπίτι της δεν μαγειρεύει φαγητά από τον τόπο καταγωγής της. «Το λέω και στη Διονυσία, “τι με θέλεις εδώ; Είμαι πια μαγείρισσα που ξέρει καλύτερα τα ελληνικά φαγητά”», θα μου πει, αλλά ό,τι δοκίμασα εγώ από τα χέρια της ήταν πολύ νόστιμο. Έφηβη ακόμα, τον πρώτο μήνα που ήταν εδώ, έκανε τραπέζι στα ξαδέλφια του τότε συζύγου της. Τους έβγαλε γεμιστό ρολό με κιμά και μουσακά, που υποστηρίζει ότι είναι και η σπεσιαλιτέ της, «σπιτική την έκανα την μπεσαμέλ και αναρωτιόντουσαν πώς την πέτυχα, δεν παίρνω τίποτα έτοιμο, ούτε φύλλο για πίτα, όλα μόνη μου τα κάνω». Της αρέσει η γαριδομακαρονάδα, τα γιουβαρλάκια και τα σουτζουκάκια, τα καλτσούνια, δεν αντέχει τη γλώσσα και το ροκφόρ. Κάποτε πήγαινε κάθε χρόνο στη Βραζιλία, «αλλά, απ’ όταν ήρθε το ευρώ, δουλεύεις για να πληρώνεις, δεν μαζεύεις λεφτά, έχω είκοσι χρόνια να πάω». Όσο ακόμα την επισκεπτόταν, όταν έφτανε εκεί, το πρώτο πράγμα που έψαχνε να φάει ήταν μάνγκο. «Εδώ φέρνουν μόνο ένα είδος που δεν μου αρέσει, εκεί έχουμε έξι διαφορετικά και αλλά πέντε είδη μπανάνας, στα μωρά δίνουμε μία συγκεκριμένη. Αυτό που χάρηκα στην Ελλάδα είναι ότι δεν χρειαζόταν να κάνω τέσσερις κατσαρόλες φαγητό μόνο για το μεσημεριανό, ενώ στην πατρίδα μου πρέπει να έχει οπωσδήποτε ρύζι, φασόλια, κρέας και σαλάτα στο τραπέζι, ακόμα και μακαρόνια με κιμά να έχεις για κυρίως. Την πρώτη φορά που έφαγα στην


Raquel de Maragos / Hopper’s

και τους ρεβιθοκεφτέδες, σκέφτεται να παντρέψει μερικές τέτοιες συνταγές με ινδικά μπαχαρικά και να παρουσιάσει ένα fusion concept, η ράιτα ας πούμε φέρνει στο δικό μας τζατζίκι. Εκείνο που δεν κατανοεί πώς το τρώμε είναι το κοκορέτσι, «και στην Ινδία έχουν κάτι παρόμοιο, αλλά εκεί το τηγανίζουν, του ρίχνουν και πολλά μπαχαρικά και δεν έχει έντονη μυρωδιά». Απ’ όταν σπούδαζε μέχρι σήμερα ζητούσε πάντα να του βάλουν στο σουβλάκι με γύρο καπνιστή πάπρικα. Κάποτε έκανε στάση στον Σάββα στο Μοναστηράκι, τώρα προτιμά τις Γυναίκες στο Κουκάκι, «κάνουν φοβερό σουβλάκι και όταν με βλέπουν, καταλαβαίνουν αμέσως τι θέλω, δεν χρειάζεται πια να ζητήσω το σουβλάκι μου καυτερό, το φτιάχνουν από μόνες τους». Με καταγωγή από το Χαλόνγκ Μπέι, η οικογένεια της Νικολέτας Νγκουγιέν ασχολείται με την εστίαση στην Αθήνα τα τελευταία είκοσι έξι χρόνια, τρέχοντας ένα κινέζικο εστιατόριο με μπουφέ στο Χαλάνδρι. «Δεν είχαμε ανοίξει μέχρι σήμερα εστιατόριο με την κουζίνα που ξέρουμε καλύτερα απ’ όλες, γιατί νιώθαμε ότι οι Αθηναίοι δεν ήταν εξοικειωμένοι με το βιετναμέζικο φαγητό, αλλά κυρίως γιατί δυσκολευόμασταν να βρούμε τα υλικά που χρειαζόμασταν. Πλέον μπορούμε να δουλέψουμε ευκολότερα, αλλά και πάλι αναγκαζόμαστε να παραγγείλουμε πολλά πράγματα απ’ εξω, από την Τσεχία και τη Γαλλία. Ευτυχώς, μας βοηθάει το ότι στην Ελλάδα τα φρέσκα λαχανικά υπάρχουν σε αφθονία», μου είχε εξηγήσει η ίδια στα τέλη του 2021 για το Hanoi Athens που σαρώνει αυτήν τη στιγμή λειτουργώντας στο Σύνταγμα. «Βέβαια, υπάρχουν περίοδοι που κάποια υλικά είναι σε έλλειψη και τότε δυσκολευόμαστε, και αν τελειώσει κάτι στον εισαγωγέα μπορεί η επόμενη παραγγελία να έρθει μετά από τρεις μήνες, ενώ είναι ιδιαίτερα τσιμπημένες και οι τιμές». Έχει μεγαλώσει στην Ελλάδα και από τη δεκαετία του ’90 δεν έχει αναμνήσεις από αυθεντικό βιετναμέζικο φαγητό στο σπίτι. Γύρω στο 1997-98 άρχισαν να φτάνουν κάποια ασιατικά προϊόντα στη Γαλλία, στη Γερμανία και στην Τσεχία, σίγουρα όχι αμιγώς βιετναμέζικα. Jasmine rice δεν υπήρχε στην αγορά, οπότε το αντικαθιστούσαν με ό,τι έβρισκαν στο σούπερ μάρκετ, τα rice noodles τα είχαν βγάλει από τη διατροφή τους, εκτός και αν τους τα έφερνε κάποιος γνωστός από το εξωτερικό, για σάλτσες σαν τη satay και τη sichuan ούτε λόγος, ούτε στη σος σόγιας, που πλέον τη συναντάμε παντού, δεν είχαν εύκολη πρόσβαση. Αν οι γονείς της ήθελαν να της δώσουν βιετναμέζικο φαγητό, μαγειρεμένο έστω και με λειψά υλικά στο σπίτι, για το σχολείο, εκείνη δεν μπορούσε να το πάρει, οπότε επέλεγε κάτι από το κυλικείο. «Το δικό μας φαγητό καταναλώνεται επί τόπου, όταν βγαίνει από την κατσαρόλα, όσο πιο ζεστό, τόσο πιο ωραίο, δεν είναι να το μεταφέρεις. Γι’ αυτό, όταν οι πελάτες μας λένε ότι θα παραγγείλουν πακέτο την επόμενη φορά, επειδή δεν έχουμε πολλά τραπέζια και υπάρχει αναμονή, τους προτείνω να ξαναέρθουν εδώ, κι ας περιμένουν λίγο, από το να μη φάνε το πιάτο στην ώρα του». Έτρωγαν οικογενειακά σε ταβέρνες, αλλά η Νικολέτα δεν θυμάται να τους παραξενεύει ποτέ κάτι από τα ντόπια φαγητά, «δεν είναι πολύ περίεργη η ελληνική κουζίνα». Όπως έκανε και η Raquel όταν ταξίδευε μέχρι τη Βραζιλία, έτσι κι εκείνη λαχταρά να γευτεί ντόπια φρούτα όταν επισκέπτεται το Βιετνάμ κάθε δύο-τρία χρόνια, λίτσι και λονγκάν, τσεριμόγια, ντούριαν και τζάκφρουτ. Και όποτε προσγειώνεται η θεία της εδώ, περιμένει πώς και πώς να της φέρει τους κόκκους ενός φυτού που δεν θυμάται το όνομά του, αλλά δίνει ένα χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα στα κρέατα. «Φυσικά και τρώω ελληνική κουζίνα, δεν θα πεινάσουμε επειδή δεν βρήκαμε κάτι από το σπίτι μας», θα μου πει ο Kaleng Mwangal, ο γεωπόνος που βρίσκεται στην Ελλάδα από το 1998 και άνοιξε το πρώτο του εστιατόριο και το μοναδικό κονγκολέζικο της Αθήνας, το Chri Bri Restaurant, είκοσι χρόνια αργότερα. «Όποιο αφρικανικό πιάτο και να φας στην Αθήνα τα μισά του υλικά εισάγονται από την Ευρώπη, γι’ αυτό φαίνονται σε κάποιους ακριβά αυτά τα εστιατόρια. Αν είναι ακριβά τα εγχώρια υλικά, φανταστείτε πόσο κοστίζουν όσα έρχονται απ’ έξω». Πριν ανοίξει το δικό του μαγαζί, επισκεπτόταν εστιατόρια με αιθιοπικό προσανατολισμό στην κουζίνα, δυτικοαφρικάνικα με γεύσεις από τη Σενεγάλη, τη Νιγηρία, την Γκάνα. Σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες, η κονγκολέζικη κουζίνα είναι λιτή, δεν έχει πολλά μπαχαρικά, κυρίως σκόρδο και κρεμμύδι χρησιμοποιεί και αυτό είναι στα υπέρ της. Αλλά plantain ή makemba, όπως το λένε, που το κάνουν τηγανητό, δεν βρίσκει σε αφθονία. Είναι ο τρίτος που θα μου πει ότι του αρέσει πολύ ο μουσακάς, θα τον χαρακτηρίσει μάλιστα ως «ελαφρύ» πιάτο, πράγμα που μου κάνει εντύπωση. «Ε, σε σχέση με το κονγκολέζικο φαγητό, είναι πολύ ελαφρύς». Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΔΑΜΟΣ

ΠΑΡΙΣ ΑΒΙΤΙΑΝ

LiFO764

Νικολέτα Νγκουγιέν / ΗΑΝΟΙ

ΜΠΆΜΠΗΣ ΑΣΚΕΡΊΔΗΣ

ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

φτάνουν στην πόλη μας, εκείνες τα έτρωγαν σίγουρα κατά τον εορτασμό των γενεθλίων του βασιλιά στην πρεσβεία. Και όταν μαζευόντουσαν οι Ταϊλανδές σε σπίτια για χαρτιά, τσιμπούσαν πάπια και λουκάνικο sai oua. Σήμερα αυτό που τους λείπει από την Ταϊλάνδη και το φέρνουν μαζί τους όποτε την επισκέπτονται είναι τα ψάρια του γλυκού νερού. Τηγανίζουν εκεί καμιά τριανταριά, τα βάζουν σε μια βαλίτσα και τα φέρνουν μέχρι εδώ. Οι ίδιες ισχυρίζονται ότι τα πακετάρουν και τα τυλίγουν τόσο καλά που δεν μυρίζουν κατά τη μεταφορά, ο Μπάμπης, που είχε κάνει το ίδιο δρομολόγιο μαζί τους, έχει διαφορετική άποψη. Όταν βγαίνουν να φάνε όλοι μαζί σε κάποια ταβέρνα, εκείνες κουβαλάνε πάντα μαζί τους ένα μπολ με prik nam pla, μια σάλτσα από fish sauce, τσίλι και λάιμ, για να βουτάνε μέσα τις τηγανητές πατάτες και τα παϊδάκια, διαφορετικά τα βρίσκουν άγευστα. «Ο Μπάμπης πάντως κάνει ωραίο παστίτσιο, να του πεις να σου φτιάξει», λένε και τον παινεύουν, ενώ εκείνος τις πειράζει για το ότι δεν τους αρέσει κανένα φαγητό έξω, ούτε καν τα μπέργκερ. Τι μας βλέπουν να τρώμε και δεν καταλαβαίνουν γιατί μας αρέσει; Φέτα, παρμεζάνα και ροκφόρ. Πολλοί έχουν περάσει τα φοιτητικά τους χρόνια χιλιόμετρα μακριά από τα σπίτια τους και ο Santosh Acharya είναι ένας από αυτούς. Έφτασε εδώ το 2005 για να σπουδάσει Πληροφορική, εδώ έκανε και το μεταπτυχιακό του πάνω στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, «είχα επισκεφθεί την Ελλάδα τρία χρόνια πριν, μου άρεσε πολύ και ήθελα επιστρέψω σε αυτήν, όλοι μου οι φίλοι πήγαν στην Αμερική και στην Αυστραλία, αλλά εγώ αποφάσισα να μείνω εδώ». Όταν μετακόμισε στην Αθήνα, θυμάται να υπάρχει ένα ινδικό στο Μαρούσι, «έκανε εισαγωγή απευθείας από την Ινδία τα μπαχαρικά, αλλά το φαγητό ήταν πανάκριβο». Είχε φέρει κι εκείνος κάποια μπαχαρικά μαζί του για να μαγειρεύει στο σπίτι, όπως το garam masala, που είναι το Α και το Ω για την ινδική κουζίνα, ενώ, όποτε ερχόντουσαν δικοί του άνθρωποι από εκεί, του έφερναν κι άλλα. Για καιρό, όμως, δεν είχε εκείνα που χρειάζονται για να φτιάξει ένα rogan josh. Τον κόλιανδρο, που τώρα τον προμηθευόμαστε από το σούπερ μάρκετ, δεν τον έβρισκε με τίποτα. «Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο μαϊντανός είναι κοντά, αλλά έχει άλλη γεύση, πολύ διαφορετική, και αυτοί που έχουν συνηθίσει τον κόλιανδρο δεν τον μπορούν καθόλου τον μαϊντανό. Ούτε εμένα μου άρεσε στην αρχή». Έπειτα, κάθε φορά που ήθελε να φάει αρνί, επέλεγε Νέας Ζηλανδίας, «γιατί δεν μου μύριζε, όπως δεν μυρίζει καθόλου και το δικό μας, σε αντίθεση με το ελληνικό». Ως φοιτητής έκανε γρήγορα φαγητά στο σπίτι, ρύζι με λαχανικά, έτοιμα noodles που τα έφερνε από την Ινδία και ήταν έτοιμα σε τρία λεπτά. Όταν επισκέπτεται το μέρος όπου μεγάλωσε, αναζητά γλυκό γιαούρτι από βουβαλίσιο γάλα και αρνίσιο κρέας φυσικά. «Τώρα πια βρίσκω τα πάντα στην Αθήνα, όταν θέλω κάτι το ζητάω από τον προμηθευτή και μου το φέρνει σε είκοσι μέρες το πολύ, κάτι που άλλαξε γύρω στο 2010». Aυτό που στην Αθήνα ονομάζουμε καταχρηστικά «ινδική κουζίνα» είναι το φαγητό μιας συγκεκριμένης περιοχής. Από την έβδομη σε έκταση μεγαλύτερη χώρα του κόσμου έχουμε δοκιμάσει κυρίως τη γευστική παράδοση από τα βόρεια, το Δελχί και την περιοχή του Παντζάμπ, της εύφορης κοιλάδας που όταν μοιράστηκε το 1947 μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν προκλήθηκε ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης, τόσο εσωτερικά όσο και προς το εξωτερικό, που κατευθύνθηκε αρχικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, έπειτα σε βρετανικές αποικίες, όπως ο Καναδάς και το Χονγκ Κονγκ, και μετά σε όλο τον κόσμο. «Παντού, όταν λένε ινδικό φαγητό, αυτό εννοούν πρώτα. Δεν είναι όμως και τόσο εντυπωσιακά τα φαγητά από τις άλλες περιοχές, μπορεί να μη σας άρεσαν», υποστηρίζει ο Santosh. Εκείνος άνοιξε το πρώτο του μαγαζί το 2016, το Namaste στην Ακρόπολη, μετά ήρθε το Indian Gate στο Μαρούσι, ενώ το 2019 εμφανίστηκε το Naan Stop στους Αμπελόκηπους. « Έβαλα μόνο αυθεντικές ινδικές συνταγές, αλλά στην αρχή είχα ένα θέμα, πολλοί παραπονιόντουσαν ότι το φαγητό είναι καυτερό, ότι έχει πολλά μπαχαρικά και θα τους πειράξει στο στομάχι. Το Namaste, λοιπόν, ήταν το πρώτο μαγαζί που προσέφερε το φαγητό σε τέσσερις διαβαθμίσεις: ήπιο, μέτριο, καυτερό και πολύ καυτερό, δηλαδή το ινδικό καυτερό με μπόλικο κόκκινο τσίλι – για εμάς δεν είναι νόστιμο το φαγητό όταν δεν μπαίνει αυτό». Από πιάτα της ελληνικής κουζίνας προτιμά τον μουσακά, τα κεφτεδάκια


30.3.2023 Pen Woranuch & Pao Sirihirah / TUK TUK

ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

89


LiFO764 ΤΑΣΟΣ ΒΡΕΤΤΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑΣ

ΠΟΛΗΣ


30.3.2023 Πολιτιστικό Κέντρο Σρι Λάνκα, Νέο Ψυχικό

ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

91


LiFO764 ΤΑΣΟΣ ΒΡΕΤΤΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑΣ

ΠΟΛΗΣ


30.3.2023 Ashura Day από το αυτομαστίγωμα των σιιτών μουσουλμάνων στον Πειραιά

ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

93


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Π Ό Σ Ο ΕΎ Κ Ο Λ Ο Ε Ί Ν Α Ι Γ Ι Α Μ Ε Τ Α Ν Ά Σ Τ Ε Σ Κ Α Ι Π Ρ Ό Σ Φ Υ Γ Ε Σ Ν Α ΑΣΚΉΣΟΥΝ ΤΑ ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΆ ΤΟΥΣ ΚΑΘΉΚΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΉΝΑ, ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΉΣΟΥΝ ΤΟΥΣ ΤΎΠΟΥΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΊΑΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΌΤΗΤΆ ΤΟΥΣ KAI ΝΑ ΚΗΔΈΨΟΥΝ ΤΟΥΣ ΕΚΛΙΠΌΝΤΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΊΣ ΚΑΙ ΦΊΛΟΥΣ ΣΎΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΈΘΙΜΆ ΤΟΥΣ; ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΟΔΩΡΉ ΑΝΤΩΝΌΠΟΥΛΟ Φ Ω Τ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΕ Σ : Τ Α Σ Ο Σ Β Ρ Ε Τ Τ Ο Σ

Παιδιά κατώτερων θεών

Αιθιοπική ορθόδοξη εκκλησία Kidare Miheret, Πολύγωνο

LiFO764

Dahiraa Mouhabina Fillahi, Σενεγαλέζοι στην πλατεία Κολιάτσου


30.3.2023

95

ΕΚΤΟ

Πακιστανικό τζαμί στον Ελαιώνα

Κοιμητήριο του Σχιστού, έχοντας και τη σύμφωνη γνώμη της Εκκλησίας που τον είχε παραχωρήσει από το 2005, δεν έχει αρχίσει ακόμα να λειτουργεί κανονικά, λόγω της γραφειοκρατίας αφενός, της έλλειψης πολιτικής βούλησης αφετέρου. Οι οικείοι των εκλιπόντων μουσουλμάνων θα πρέπει να τους στείλουν είτε στη δυτική Θράκη είτε στις χώρες προέλευσής τους με τη διόλου αμελητέα οικονομική επιβάρυνση που συνεπάγεται αυτό – υπολογίζεται από 1.500 έως και πάνω από 3.000 ευρώ, ανάλογα με την περίπτωση. Κάποιες μεταναστευτικές κοινότητες και ορισμένες πρεσβείες, όπως αυτή του Πακιστάν, συμβάλλουν οικονομικά όταν χρειάζεται, όμως δεν έχουν όλοι τις ίδιες δυνατότητες ούτε τις ίδιες υποστηρικτικές δομές. Το Γ’ Νεκροταφείο Αθηνών είναι σήμερα ο μόνος χώρος όπου μπορούν να ταφούν αλλόθρησκοι, άποροι ή αγνώστων στοιχείων νεκροί. Μάλιστα έχει συμβεί να ταφούν παράτυπα σε χριστιανικά νεκροταφεία μουσουλμάνοι, π.χ. στην περίπτωση του άτυχου παιδιού της οικογένειας Φαγκίρι που είχε λάβει διαστάσεις και έγινε θέμα και στη LiFO. Υπόψη ότι το Ισλάμ, σε αντίθεση με τον χριστιανισμό, δεν επιτρέπει την εκταφή των νεκρών με την πάροδο του χρόνου. Τέλος, για όσους επιθυμούν καύση, είτε επειδή είναι άθεοι είτε για λόγους ανεξάρτητους από το θρήσκευμά τους, λειτουργεί από τον Σεπτέμβριο του ’19, επίσης μετά από αρκετές καθυστερήσεις και αναβολές, το αποτεφρωτήριο της Ριτσώνας. Πριν οι ενδιαφερόμενοι έπρεπε να απευθυνθούν σε χώρες όπου αυτή ήταν εφικτή, όπως η γειτονική Βουλγαρία. Γενικώς ειπείν, παρά τις προόδους που συντελέστηκαν τα τελευταία χρόνια, η Αθήνα εμφανίζεται ως μία από τις λιγότερο ανεκτικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες στη θρησκευτική διαφορετικότητα – και όχι μόνο, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα. Πόσους μη χριστιανικών δογμάτων και ομολογιών ναούς διαθέτει, αλήθεια, αυτή η πόλη; Καμία έκπληξη για τους γνωρίζοντες την ελληνική πραγματικότητα, βεβαίως. Διότι μπορεί σήμερα να γελάμε με το χουντικό σλόγκαν «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», ωστόσο οι Έλληνες (και κατ’ επέκταση οι Αθηναίοι) εμφανιζόμαστε αφενός να έχουμε αρκετά υψηλότερα ποσοστά πίστης και θρησκευτικής συνείδησης από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με πάνω από οκτώ στους δέκα να αυτοπροσδιορίζονται ως χριστιανοί ορθόδοξοι σύμφωνα και με τις πιο πρόσφατες έρευνες των Pew και Κάπα Research, αφετέρου τρεις στους τέσσερις εξακολουθούμε να θεωρούμε την ορθοδοξία αδιαχώριστο συστατικό της εθνικής μας ταυτότητας. Δυσκολευόμαστε, κατά συνέπεια, είτε να εκλάβουμε κάποιον μη ορθόδοξο και πολύ περισσότερο κάποιον αλλόθρησκο ως ισότιμο συμπολίτη μας, ακόμα και αν έχει λάβει ή σκοπεύει να λάβει την ελληνική ιθαγένεια, είτε να ανεχτούμε τη δημόσια έκφραση άλλων θρησκευτικών πιστεύω, εκδηλώσεων και πρακτικών. Αυτό βέβαια σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό και με την «ελληνική ιδιαιτερότητα» των στενών έως... ασφυκτικών σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, που είναι πολύ στενότερες απ’ ό,τι στις ελάχιστες άλλες ευρωπαϊκές χώρες που διατηρούν ένα ανάλογο θεσμικό καθεστώς, εκτός ίσως από το Βατικανό. Αποτελεί, εντούτοις, αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι πλέον εκατοντάδες χιλιάδες Αθηναίοι, αλλοδαποί αλλά και ομοεθνείς, είτε πιστεύουν σε άλλους θεούς είτε σε κανέναν, κάτι που αυτόματα τους καθιστά πολίτες «β’ διαλογής» για το επίσημο αφήγημα. Μία ακόμα μεταναστευτική κοινότητα που διαθέτει αναγνωρισμένους επίσημα λατρευτικούς χώρους είναι εκείνη των Σιχ. Σημείο αναφοράς της μικρής –αριθμεί περί τα 10.000-12.000 άτομα πανελλαδικά–, αλλά δυναμικής αυτής κοινότητας είναι από το 2005 ο ναός (gurundwara) τους στον Ταύρο. Εκεί κάθε 25η Δεκεμβρίου γιορτάζουν δημόσια τον δέκατο και πλέον εμβληματικό τους γκουρού με τον πολύ ιδιαίτερο τρόπο τους και τις φανταχτερές τους στολές. Το σύνολο σχεδόν των Ινδών μεταναστών στην Ελλάδα, περί το 95%, είναι Σιχ με καταγωγή από το Πουντζάμπ, την Πενταποταμία των αρχαίων. Επιπλέον, δημόσιος είναι ήδη εδώ και αρκετά χρόνια, παρά τις κατά καιρούς αντιδράσεις, ο ετήσιος εορτασμός της Ασούρα που διοργανώνουν σιίτες μουσουλμάνοι, κυρίως Πακιστανοί, στον Πειραιά (στην οδό Δήμητρος, όπου διατηρούν και αυτοσχέδιο λατρευτικό χώρο, αλλά πλέον και στο Περιστέρι), με τους πιστούς να αυτομαστιγώνονται και να θρηνούν ημίγυμνοι, μιμούμενοι έτσι τα πάθη του Χουσεΐν, εγγονού του προφήτη Μωάμεθ, ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη της Καρμπάλα το 680 μ.Χ. και έκτοτε αποτελεί κεντρικό πρόσωπο της ομολογίας τους. Άλλοι σιίτες προκρίνουν ένα πιο διακριτικό πένθος, γεγονός είναι πάντως ότι και η «ακραία» αυτή πρακτική έχει γίνει πια αποδεκτή, δείγμα ότι τελικά η πόλη αυτή μπορεί και πρέπει να μας χωράει όλους.

Οι φωτογραφίες του Τάσου Βρεττού είναι από την έκθεση «Τ(ρ)όποι Λατρείας» που έγινε στο Μουσείο Μπενάκη τον Νοέμβριο του 2015

ΜΕΡΟΣ

η

γενική απάντηση είναι από λίγο έως πολύ δύσκολα αν δεν ανήκουν σε κάποιο χριστιανικό δόγμα. Οι καθολικοί, οι προτεστάντες, οι χριστιανοί άλλων ομολογιών όπως η Αιθιοπική ή η Αρμενική Εκκλησία είναι σίγουρα πιο «ευνοημένοι», δεν είναι όμως πολλοί αριθμητικά. Υπάρχουν επίσης στην πρωτεύουσα δύο συναγωγές, αλλά προφανώς αφορούν τους γηγενείς Ελληνοεβραίους και τους Εβραίους το θρήσκευμα επισκέπτες. Η συντριπτική πλειονότητα των προσφύγων και των μεταναστών των τελευταίων χρόνων είναι βέβαια μουσουλμάνοι –περισσότερο ή λιγότερο θρησκευόμενοι, δεν έχει σημασία εδώ– από τη Μέση και την Εγγύς Ανατολή ή την Αφρική. Παρότι, δε, πρόκειται για τη μεγαλύτερη μη χριστιανική κοινότητα της Αττικής με διαφορά, με τον αριθμό των μελών της να υπολογίζεται σε πάνω από 300.000 ψυχές, εξυπηρετείται σήμερα από ένα(!) μόνο «κανονικό» τέμενος. Ο λόγος για το τζαμί του Βοτανικού, το οποίο για να καταφέρει να οικοδομηθεί και να λειτουργήσει πέρασε από χίλια κύματα –γραφειοκρατικά κωλύματα, νομοθετικές ρυθμίσεις επί ρυθμίσεων, δικαστικές προσφυγές, κατάληψη του οικοπέδου από «αγανακτισμένους πολίτες» κ.λπ.– και τελικά αποπερατώθηκε τον Νοέμβριο του ’20, χωρίς όμως τον χαρακτηριστικό μιναρέ. Ξένες κυβερνήσεις με προεξάρχουσα της Σαουδικής Αραβίας είχαν προθυμοποιηθεί να χρηματοδοτήσουν την ανέγερση μουσουλμανικών λατρευτικών χώρων, π.χ. ο πρώτος σχεδιαζόταν να ανεγερθεί στην Παιανία από το 2000, αλλά «σκόνταψε» στις αντιδράσεις τόσο της Εκκλησίας όσο και των περιοίκων. Η ελληνική πολιτεία δεν αποδέχθηκε μεν (μάλλον καλώς) την προσφορά, ούτε όμως ανέλαβε η ίδια κάποια περαιτέρω σχετική πρωτοβουλία πέρα από την αδειοδότηση τριών ακόμα από τα δεκάδες αυτοσχέδια τζαμιά που υπάρχουν στο κέντρο και την ευρύτερη περιφέρεια της πρωτεύουσας. Ορισμένα από αυτά, μάλιστα, έχουν υποστεί εμπρηστικές και άλλες επιθέσεις από ακροδεξιά στοιχεία στο παρελθόν (Άγιος Παντελεήμονας 2009, Αττική 2010), χωρίς ευτυχώς να υπάρξουν θύματα πέρα από ζημιές και μικροτραυματισμούς. Το πρώτο σύγχρονο αθηναϊκό τέμενος έχει έκταση 1.000 τ.μ. και περιλαμβάνει δύο λατρευτικούς χώρους, έναν μεγάλο για άνδρες κι έναν αρκετά μικρότερο για γυναίκες – μπορεί να χωρέσει έως 350 άτομα τη φορά, που δεν τα λες και πολλά. Το συγκρότημα περιλαμβάνει γραφεία, βοηθητικούς χώρους και μια παραδοσιακή κρήνη. Το Δ.Σ. του διορίζεται από το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων ύστερα από προτάσεις που υποβάλλουν όλες οι μουσουλμανικές κοινότητες. Περιλαμβάνει δύο τακτικά και δύο αναπληρωματικά μέλη αραβικής καταγωγής και άλλα τέσσερα αντίστοιχα πακιστανικής, εκπρόσωπο του υπουργείου Παιδείας, του δήμου Αθηναίων και του υπουργείου Οικονομικών. Ο ιμάμης έχει ελληνική ιθαγένεια, διετή θητεία και πληρώνεται από το ελληνικό Δημόσιο όπως και οι λοιποί υπάλληλοι του χώρου. Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα είναι αυτό των ταφών, εφόσον μουσουλμανικό κοιμητήριο δεν υπάρχει στην Αττική – ο ειδικός χώρος που ήταν να δημιουργηθεί στο Δημοτικό


LiFO764 ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑΣ

ΠΟΛΗΣ


ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

97

30.3.2023


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ

Καθαρή Πόλη: Όταν πέντε μετανάστριες βρέθηκαν στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση

LiFO764

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΤΟ 2016 Ο ΑΝΕΣΤΗΣ ΑΖΑΣ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΤΣΙΝΙΚΟΡΗΣ ΕΔΩΣΑΝ ΦΩΝΗ ΣΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΚΑΘΑΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ, ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ Ε Μ Ε Λ Λ Ε Ν Α Γ Ι Ν ΕΙ Μ Ι Α Α Π Ο Τ Ι Σ Μ Ε Γ Α Λ Υ Τ Ε Ρ Ε Σ Δ ΙΕ Θ Ν ΕΙ Σ Ε Π Ι Τ Υ Χ ΙΕ Σ Τ Ο Υ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΓΥΡΏ ΜΠΟΖΏΝΗ Φ Ω Τ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΕ Σ : Χ Ρ Ι Σ Τ Ι Ν Α Γ Ε Ω Ρ Γ Ι Α Δ Ο Υ


30.3.2023

99

ΕΚΤΟ

Το 2015, το μεταναστευτικό ζήτημα είναι στο κέντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Η χώρα είναι διχασμένη μετά το δημοψήφισμα, η Χρυσή Αυγή στη Βουλή με δεκαοκτώ βουλευτές, ζούμε το αποκορύφωμα μιας αντιμεταναστευτικής ρητορικής που είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα, με τις επιθέσεις κατά των μεταναστών και πογκρόμ εναντίον τους στο κέντρο της Αθήνας. Έχουν δολοφονηθεί ο Παύλος Φύσσας και ο Σαχζάτ Λουκμάν. Σύμφωνα με έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, η ραγδαία αύξηση των περιστατικών ρατσιστικής βίας ήταν φαινόμενο συνδεδεμένο με την είσοδο στο Κοινοβούλιο της Χρυσής Αυγής, που εξέφερε «πρωτοφανή σε οξύτητα ρατσιστικό, ξενοφοβικό και μισαλλόδοξο πολιτικό λόγο» και ενθάρρυνε την απενοχοποίηση της ρατσιστικής έκφρασης. «Μπροστά στην απροκάλυπτη αυτή επιστροφή του ρατσιστικού λόγου, θελήσαμε να διερευνήσουμε πώς χρησιμοποιούσε την έννοια του “καθαρού” η ακροδεξιά ρητορική και, παίρνοντας την κυριολεκτική της διάσταση, να θέσουμε από σκηνής το ερώτημα “ποιος καθαρίζει στην πράξη αυτήν τη χώρα;”», λέει ο Ανέστης Αζάς. « Ήταν ένα πορτρέτο της Ελλάδας από την οπτική γωνία των ξένων της, μια παράσταση για τη χώρα από την οπτική γωνία των μεταναστριών της, μια παράσταση για τον θεσμικό ρατσισμό και τα στερεότυπα που δυστυχώς δεν έχουν αλλάξει και πολύ, είναι ενεργά μέχρι σήμερα. Αυτό το συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο και εκείνη η ιστορία που ακούσαμε το 2013 μας οδήγησαν στην Καθαρή Πόλη». Σε αυτό το περιβάλλον η Στέγη αποφασίζει και κάνει μια καμπάνια, μπαίνοντας στο στόχαστρο των ακροδεξιών: «Αθηναίες και Αθηναίοι! Πόσο “καθαροί” είστε; Ας καταργήσουμε τα στερεότυπα. Οι μετανάστριες καθαρίστριες της Αθήνας γίνονται οι ιδανικές πρωταγωνίστριες αυτής της διεθνούς συμπαραγωγής θεάτρου-ντοκιμαντέρ με την υπογραφή του φοβερού νεανικού διδύμου των Αζά και Τσινικόρη». Η καμπάνια λειτουργεί ως υπενθύμιση, ένα καμπανάκι που χτυπάει την πιο ευαίσθητη χορδή μας: «Πόσο ρατσιστές είμαστε;».

ΜΕΡΟΣ

τ

ον Ιανουάριο του 2016 οι στάσεις των λεωφορείων στην Αθήνα γεμίζουν με αφίσες και μπάνερ που δείχνουν πέντε σούπερ ηρωίδες σε ένα κατάλευκο φόντο. Κανένας δεν αναγνωρίζει τις πέντε περφόρμερ που πρωταγωνιστούν στην παράσταση των Ανέστη Αζά και Πρόδρομου Τσινικόρη, Καθαρή Πόλη, μια παραγωγή της Στέγης. Ο Πρόδρομος με τον Ανέστη δούλευαν μαζί κυρίως στο Βερολίνο και το 2011 έκαναν την πρώτη τους κοινή παράσταση, το Ταξίδι με τρένο, στην ταράτσα του Μεγάρου ΟΣΕ, όπου πρωταγωνιστούσαν οι μηχανοδηγοί και άλλοι εργαζόμενοι στον ΟΣΕ που ως αυτόπτες μάρτυρες αλλά και «θύματα» χαρτογραφούσαν με τις ιστορίες τους την υποβάθμιση των ελληνικών σιδηροδρόμων. Είχαν παρουσιάσει ήδη στη Στέγη την παράσταση Τηλέμαχος – Should I stay or should I go? που διερευνούσε τα ζητήματα της μετανάστευσης της γενιάς του ’60 και του ’70 αλλά και το brain drain της δικής τους γενιάς που μετά το 2010 αποφάσισε να αφήσει την Ελλάδα λόγω της οικονομικής κρίσης. Περίπου εκείνη την περίοδο ξεκινά και η ιστορία της Καθαρής πόλης, το 2013, στα σεμινάρια που έκαναν στη Στέγη με ανθρώπους που δεν είχαν σχέση με το θέατρο αλλά είχαν μεταναστευτικό παρελθόν. «Σε ένα από αυτά τα σεμινάρια μια γυναίκα που μας είπε ότι ήταν καθαρίστρια αφηγήθηκε ένα ρατσιστικό περιστατικό που συνέβη σε λεωφορείο. Κοιταχτήκαμε με τον Ανέστη και είπαμε σχεδόν αυτόματα ότι αυτή θα ήταν η επόμενή μας παράσταση, μέσα από αυτήν θα δίναμε φωνή σε αυτές τις γυναίκες», λέει ο Πρόδρομος Τσινικόρης. «Είχαμε φύγει από το 2012 και όταν επιστρέψαμε το 2014 πάθαμε σοκ, βλέποντας ότι ο δημόσιος λόγος έχει γίνει ακροδεξιός, με τους βουλευτές της Χρυσής Αυγής αλλά και ακραίους βουλευτές του κυβερνώντος τότε κόμματος να μιλούν εναντίον των ξένων και των μεταναστών. “Θα καθαρίσουμε τον δρόμο, θα ξεβρoμίσουμε τις πόλεις” έλεγαν σε ένα ακροδεξιό παραλήρημα που είχε γίνει μέρος του κυρίαρχου αφηγήματος. Αυτές οι εκφράσεις είχαν σχεδόν κανονικοποιηθεί».


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ LiFO764

Έχοντας υπάρξει και οι ίδιοι Έλληνες του εξωτερικού, οι σκηνοθέτες καλούν στην παράσταση πέντε καθαρίστριες από πέντε διαφορετικές χώρες του κόσμου, που έχουν έρθει την τελευταία δεκαετία ή ζουν εδώ και δεκαετίες στην Ελλάδα, για να αφηγηθούν τις προσωπικές τους ιστορίες. Αυτά που αφηγούνται είναι προσωπικά βιώματα, μιλούν για τη χώρα τους, τη διαβίωση εκεί και τους λόγους μετανάστευσης, το ταξίδι τους, την καθημερινότητά τους εδώ, την εμπειρία τους από τον εργασιακό χώρο και τις δημόσιες υπηρεσίες, τη δυσκολία να βγάλουν χαρτιά, άδεια παραμονής. Οι ιστορίες τους συνδέονται με αυτές της μητρότητας και της γυναικείας χειραφέτησης. «Όταν βρίσκομαι πάνω στη σκηνή δεν μιλάω μόνο για τον εαυτό μου, μιλάω ως μητέρα, μιλάω ως γυναίκα που δεν ζει με τον άντρα της και μεγαλώνει το παιδί μόνη της, μιλάω ως μέλος μια κοινότητας Φιλιππινέζων που είναι εδώ, ως μέλος της εργατικής τάξης, μιλάω για πολύ περισσότερα άτομα, όχι μόνο για μένα», λέει η Φρέντα που σπούδασε Αρχιτεκτονική στις Φιλιππίνες και βρέθηκε στην Ελλάδα να καθαρίζει σπίτια. Οι σκηνοθέτες είχαν αναζητήσει τις ηρωίδες τους στους συλλόγους και τις κοινότητες των μεταναστών, έτσι συνάντησαν και τη Μέιμπελ στον Σύλλογο Γυναικών Αφρικής και τη Βαλεντίνα, που ήταν τραγουδίστρια από τη Μολδαβία. Οι άλλες δυο που συγκρότησαν τον θίασο ήταν η Ροσίτσα από τη Βουλγαρία, που δούλευε ως καθαρίστρια στη Στέγη, και η μητέρα του σκηνοθέτη Ένκε Φεζολάρι, η Ντρίτα, που ήταν καθηγήτρια πανεπιστημίου στα Τίρανα και εδώ δούλευε ως καθαρίστρια στο Εθνικό Θέατρο. «Κυρίες και κύριοι, όταν τελειώσει η παράσταση δεν θέλω να δω τσίχλες κάτω από τα καθίσματα. Και μην πετάτε τα μπουκάλια με το νερό. Το πήρες μέσα; Πάρ’ το και έξω μαζί σου. Δεν λυπάσαι εμάς τις καθαρίστριες; Δεν λυπάσαι τη μέση μας; Σκύβουμε, ψάχνουμε, κάνουμε...». Έτσι άρχιζε η παράσταση, με τη Ροσίτσα να μας δίνει αυτή την οδηγία, έτσι ξεκινούσαν την ορμητική, γεμάτη χιούμορ αφήγησή τους οι γυναίκες αυτές που με καθηλωτική ειλικρίνεια, αξιοπρέπεια και τρυφερότητα, με ευθύτητα, ανακαλούσαν το χρονικό της παραμονής τους εδώ και σε έκαναν να καταλάβεις ότι η χώρα ήταν λίγο περισσότερο βρόμικη και αφιλόξενη απ’ όσο ήθελες να πιστεύεις. Ξαφνικά, επί σκηνής μεταμορφώνονταν σε σύμβολα εκπροσωπώντας κάθε γυναίκα που την έχουν κοροϊδέψει, χλευάσει, εξαπατήσει. Αφηγούνταν τρομερά περιστατικά φόβου και απαξίωσης, χωρίς η μαρτυρία τους να μοιάζει με τις τότε εκπομπές της Στεφανίδου ή του Μικρούτσικου – εκείνες δεν στάθηκαν μπροστά μας ούτε για μια στιγμή ως θύματα της Ιστορίας. Οι δέκα παραστάσεις παίζονται σε ένα κατάμεστο θέατρο, ο κόσμος τις αποθέωνε – ο Ένκε Φεζολάρι καθόταν δίπλα μου στην πρεμιέρα και έκλαιγε συγκινημένος και η Κωνσταντίνα Κούνεβα χειροκροτούσε όρθια. Την πρεμιέρα παρακολουθεί και ένας curator που αποφασίζει να τις καλέσει στο Παρίσι. Είχαν κλείσει ήδη δύο παραστάσεις στο Μόναχο, στο Kammerspiele, που ήταν συμπαραγωγός της παράστασης. «Η επιτυχία είχε να κάνει με τον τρόπο που αυτές οι γυναίκες εμφανίστηκαν στη σκηνή. Με χιούμορ και αυτοπεποίθηση κέρδισαν αυτό τον αγώνα με το κοινό, τολμηρά, ειλικρινά. Οι άνθρωποι, όταν αφηγούνται την ιστορία τους, αποκτούν αυτοπεποίθηση, νιώθουν ότι αναγνωρίζονται, δεν είναι μόνο εγωιστικά τα κίνητρά τους», λέει ο Πρόδρομος Τσινικόρης. Το μεγάλο ταξίδι της Καθαρής Πόλης στα θέατρα του κόσμου είχε ξεκινήσει. Από το θέατρο Thalia του Αμβούργου στη Μαδρίτη και στη Βαρκελώνη, στις Βρυξέλλες και στο Άμστερνταμ, στο Μιλάνο, στη Λισαβόνα, στη Λιόν και στη Βασιλεία, στο Σεράγεβο, στη Λευκωσία, στην Κωνσταντινούπολη, στην Τιμισοάρα και στα Σκόπια, στο Μονπελιέ και στη Δρέσδη, από τη μία έως την άλλη άκρη της Ευρώπης, παντού όπου φτάνουν μετανάστριες που εργάζονται στα σπίτια μας. «Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν το πόσο γελούσε ο κόσμος αναγνωρίζοντας και τον εαυτό του μέσα από τα λόγια τους, ένιωθε την άλλη πλευρά, δεν άκουγε ιστορίες μιζέριας. Το μήνυμα της παράστασης ήταν τελικά αισιόδοξο, ιστορίες ανθρώπων που, παρά τις δυσκολίες, τα είχαν καταφέρει, οπότε, όλως παραδόξως, υπήρχε μεγάλη ταύτιση και μια κάθαρση. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η πρόσληψη της παράστασης στο εξωτερικό, δεν περιμέναμε ότι θα είχε τέτοια απήχηση. Προφανώς έχει να κάνει με το ποιες ήταν οι περφόρμερ. Πρώτη φορά ανέβαιναν στη σκηνή, αλλά λειτούργησαν πολύ καλά στον ρόλο του εαυτού τους», λέει ο Ανέστης Αζάς. «Ανάλογες με τη μεταναστευτική ιστορία που είχε μια πόλη ή μια χώρα ήταν και οι αντιδράσεις του κόσμου. Από τα αγαπημένα μου σημεία αυτού του ταξιδιού ήταν τα Βαλκάνια, όπου το κοινό είχε αντίστοιχα βιώματα, ανάμεσά τους ήταν μετανάστες ή κάποιοι που είχαν αποχαιρετήσει δικούς τους ανθρώπους», λέει ο Πρόδρομος Τσινικόρης. «Στη Λουμπλιάνα, όταν παίζαμε, ο κόσμος δεν γέλασε ούτε λεπτό σε όλη την παράσταση, είπα “καταστροφή”», θυμάται. «Τελειώνει η παράσταση και σηκώνονται όλοι όρθιοι, χειροκροτώντας ασταμάτητα. Ανεβήκαμε όλοι στη σκηνή, θυμάμαι ανέβηκε και το παιδί της Φρέντας, ο Αντόνιο, ο σύζυγος της Βαλεντίνας – πάντα στα ταξίδια είχαμε κι αυτές τις ενισχύσεις από μέλη των οικογενειών τους. Στη Ζυρίχη το κοινό ήταν διαφορετικό, οι άνθρωποι είχαν σχέση περισσότερο με το υπηρετικό προσωπικό παρά με τη μετανάστευση, ήταν σαν να έπεφτε στην αίθουσα ένας σπόρος προβληματισμού και αμφισβήτησης. Το Βερολίνο ήταν η πιο “εύκολη” μετάκληση, παίζαμε στο θέατρο Γκόρκι που ασχολείται με αυτήν τη θεματολογία και τις εναλλακτικές αφηγήσεις, μπροστά σε ένα κοινό που σε έχει αγαπήσει από το τρέιλερ, που το απασχολεί ποια είναι η πόλη και ποιοι την αποτελούν».

Σήμερα, η Ντρίτα είναι στην Αλβανία, η Ροσίτσα έχει επιστρέψει στη Βουλγαρία για να προσέχει τη μητέρα της, η Μέιμπελ –που όταν παιζόταν η παράσταση στην Ευρώπη δούλευε σε ένα ζευγάρι εκατομμυριούχων στο Λος Άντζελες, αλλά πάντα κατάφερνε να βρίσκεται στις παραστάσεις– εργάζεται στο Άμστερνταμ, η Βαλεντίνα ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Η Φρέντα, όταν η παράσταση πήγε στη Βρέμη, γνώρισε έναν άντρα, ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν και λίγο πριν τελειώσουν οι παραστάσεις, το 2019, έμεινε έγκυος στο δεύτερο παιδί της. Σήμερα ζει στη Βρέμη με την οικογένειά της. «Περάσαμε καταπληκτικά, ήμασταν μια ομάδα τόσο καλά κουρδισμένη, σαν να είχαμε άστρο, τίποτα δεν πήγε στραβά. Με άλλους ανθρώπους ίσως δεν θα τα είχαμε καταφέρει», λέει ο Ανέστης. «Αυτή η δουλειά έχει σημαδέψει και τους δυο, λειτούργησε και ως υποκατάστατο της οικογένειας –η δική μου οικογένεια είναι στο Βούπερταλ και του Ανέστη στη Θεσσαλονίκη– η συναναστροφή και η ζύμωση όχι μόνο με τα “κορίτσια” αλλά και με όλη την ομάδα. “Κορίτσια” τις λέμε κι αυτές μας λένε “αγόρια”. Μαζί τους έχουμε ταξιδέψει περισσότερο απ’ ό,τι με τους γονείς μας, αυτή η τριβή, δύο φορές τον μήνα να συναντιόμαστε σε ένα αεροδρόμιο, να ξαναπιάνουμε το νήμα και να ανακαλύπτουμε πόλεις και συμπεριφορές, μας επέτρεψε να χειραφετηθούμε, μας έκανε να αναλογιστούμε το δικό μας βίωμα, τη θέση μας. Και η δική μου η γιαγιά δούλευε ως καθαρίστρια στην Τζόνσον στο Βούπερταλ, κι εγώ ένιωθα κάπως ξένος όταν έφτασα εδώ από τη Γερμανία», λέει ο Πρόδρομος. Μητέρες, αγωνίστριες, γυναίκες που θυσιάζονται για να προσφέρουν τα πάντα στις οικογένειές τους που έχουν μείνει πίσω, σούπερ ηρωίδες της καθημερινότητας, σε αυτή την παράσταση οι μετανάστριες καθαρίστριες, έστω και για λίγο, έπαψαν να είναι σιωπηλά πρόσωπα με ελάχιστη –αν όχι ανύπαρκτη– αντιπροσώπευση στη δημόσια σφαίρα. Η Καθαρή Πόλη παρουσιάστηκε σε σαράντα πόλεις από τον Μάρτιο του 2016 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2019 και είναι η πιο πολυταξιδεμένη θεατρική παράσταση του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Την είδαν περισσότεροι από 25.000 θεατές και στην Αθήνα παίχτηκε ξανά στα τέλη του 2016, στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, της οποίας ο Τσινικόρης και ο Αζάς ήταν καλλιτεχνικοί υπεύθυνοι, με χορηγία του Γκαίτε, για δύο εβδομάδες. «Για εμάς είναι ένα ταξίδι που δεν έχει τελειώσει, ανυπομονούμε να ξαναβρεθούμε, έχουμε καημό να κάνουμε μια “σωστή” τελευταία παράσταση, να κλείσει θριαμβευτικά αυτός ο κύκλος, αυτή η εμπειρία που έφερε κοντά ανθρώπους που δεν γνωρίζονταν, γέννησε φιλίες και σχέσεις δυνατές μέσα στον χρόνο, μας χάρισε μια ανεκτίμητη εμπειρία», λένε ο Ανέστης Αζάς και ο Πρόδρομος Τσινικόρης. «Εγώ δούλεψα σε σπίτια που η μητέρα δεν ήξερε το όνομά μου. Μάθαινα στο παιδί της να μιλάει, να περπατάει κι αυτή δεν είχε πέντε λεπτά να συζητήσει μαζί μου. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να τους κάνεις να σε φωνάζουν με το όνομά σου», έλεγε η Μέιμπελ στο τέλος της παράστασης, μιλώντας στο Skype στην κόρη της Βαλεντίνας, που ήταν μετανάστρια στο Μπέρμιγχαμ, και η Ντρίτα συμπλήρωνε: «Εγώ σου λέω να μη φοβάσαι να παίρνεις ρίσκα στη ζωή σου. Εγώ στην αρχή φοβόμουν να βγω στο θέατρο και τώρα είμαι πάνω στη σκηνή με τέσσερις κυρίες από διαφορετικές χώρες που έχουν γίνει φίλες μου».

Σκηνοθεσία & δραματουργία: Ανέστης Αζάς, Πρόδρομος Τσινικόρης Δραματουργική συνεργασία & έρευνα: Μαργαρίτα Τσώμου Σκηνογραφία & Ενδυματολογία: Ελένη Στρούλια Βοηθός Σκηνογράφου & Ενδυματολόγου: Ζαΐρα Φαληρέα Φωτισμοί: Ελίζα Αλεξανδροπούλου Μουσική: Παναγιώτης Μανουηλίδης Βίντεο: Νίκος Πάστρας Βοηθοί σκηνοθέτη: Ιωάννα Βαλσαμίδου και Λιάνα Ταουσιάνη Διεύθυνση Παραγωγής: Βασίλης Χρυσανθόπουλος Ηθοποιοί: Mabel Mosana, Rositsa Pandalieva, Fredalyn Resurreccion, Drita Shehi, Valentina Ursache Παραγωγή: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση Συμπαραγωγή: Goethe-Institut, στο πλαίσιο του project EUROPOLY Η παράσταση έγινε αφορμή για μια σπονδυλωτή ταινία στα όρια του ντοκιμαντέρ και της μυθοπλασίας, τις «Καθαρές Πόλεις» (2021), όπου τέσσερις διαφορετικοί σκηνοθέτες του κινηματογράφου ακολούθησαν την περιοδεία της παράστασης σε ισάριθμες πόλεις (Σκόπια από τη Μαρίνα Δανέζη, Σαράγεβο από τον Κώστα Μάνδυλα, Μονπελιέ από τον Κωνσταντίνο Χατζηνικολάου, Κωνσταντινούπολη από τον Χρήστο Σαρρή) και κατέγραψαν την καθημερινότητα των πέντε πρωταγωνιστριών και των συντελεστών.


ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

101

30.3.2023


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ο Κ ΤΏ Κ ΆΤΟ Ι ΚΟ Ι Τ Η Σ ΑΘ Ή Ν Α Σ , Μ Ε Κ ΑΤΑ Γ Ω Γ Ή Α Π Ό Δ Ι ΑΦ Ο Ρ Ε Τ Ι Κ Ά Σ Η Μ Ε ΊΑ ΤΟΥ Π Λ Α Ν Ή Τ Η , Μ Ι ΛΟΎ Ν Γ Ι Α Τ Η Ν Ι Σ ΤΟ Ρ ΊΑ Τ Η Σ Δ Ι Κ Ή Σ ΤΟΥ Σ Μ Ε ΤΑ Ν Ά Σ Τ Ε Υ Σ Η Σ . Φ ΩΤΟ Γ ΡΑΦ Ι Ε Σ : F R E D D I E F .

LiFO764

Γ΄ KEΦΑ Λ ΑΙΟ 102–127


ΜΕΡΟΣ

ΕΚΤΟ

103

30.3.2023


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΣΑΚΊΜΠ

LiFO764

Εργαζόμενος σε λαϊκές. Γεννήθηκε στο Πακιστάν, ζει στο Μπουρνάζι.

ΑΛΊ


Είχα μόλις κλείσει τα 11 όταν ακολούθησα μια ομάδα νέων ανδρών από το χωριό που ετοιμάζονταν να μεταναστεύσουν και ανέλαβαν να με πάρουν υπό την προστασία τους. Δεν πηγαίναμε στην τύχη, είχαμε εξαρχής σκοπό να φτάσουμε στην Αθήνα, όπου βρίσκονταν ήδη άλλοι συγγενείς και φίλοι και μας είχαν διαβεβαιώσει ότι υπάρχουν δουλειές για μας εκεί – το 2005 ήταν ακόμα καλά τα πράγματα. Κάναμε όλη τη διαδρομή ως τα ελληνοτουρκικά σύνορα, ενάμιση μήνα μάς πήρε σύνολο. Στην ηλικία που ήμουν είχα ενθουσιαστεί που έβλεπα τόσα καινούργια μέρη, μου φαινόταν σαν μαγικό ταξίδι!

30.3.2023

Γεννήθηκα σε ένα μικρό χωριό κοντά στη Λαχόρη. Προέρχομαι από μια φτωχή οικογένεια με τρία παιδιά, ένα κορίτσι και δύο αγόρια. Ο πατέρας μου δούλευε εργάτης γης –ακόμα δουλεύει–, το ίδιο και η μάνα μου, όταν μπορεί. Έχουμε κι ένα κτηματάκι, αλλά το εισόδημά μας ήταν πολύ χαμηλό, δεν βγαίναμε. Πολλοί συγχωριανοί μας είχαν ξενιτευτεί, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον, και όταν ο μεγαλύτερος αδελφός μου κατάφερε να περάσει στην Ευρώπη και να φτάσει στην Ισπανία, όπου ζει μέχρι σήμερα, αποφάσισα ότι είχε έρθει και η δική μου ώρα, κι ας είχα μόλις τελειώσει το δημοτικό – όταν ζεις στην ανέχεια, ωριμάζεις γρηγορότερα. Οι δικοί μου, η μάνα μου ειδικά, στενοχωρήθηκαν, τι να έκαναν όμως, ήξεραν πως εκεί θα δυστυχούσα, δεν είχαν καν τα χρήματα να με σπουδάσουν.

Περάσαμε στην Ελλάδα από τον Έβρο, με λεωφορείο αυτήν τη φορά. Κάποιοι από μας είχαν χαρτιά, ότι θα πήγαιναν να εργαστούν και τέτοια, κάποιοι άλλοι όχι, πάντως εγώ και ένα-δυο ακόμα ανήλικοι περάσαμε ως συνοδευόμενοι. Κάπως έτσι φτάσαμε στην Αθήνα και καταλήξαμε στο Μπουρνάζι, όπου ζουν πολλοί δικοί μας. Οι μεγαλύτεροι νοίκιασαν ένα μικρό διαμέρισμα και μείναμε εκεί τέσσερις-πέντε νοματαίοι, όσο για δουλειά πήγα και ζήτησα στη λαϊκή της γειτονιάς ως βοηθός.

Θοδωρής Αντωνόπουλος

ΕΚΤΟ

Δεν έχω κάποια συναρπαστική ζωή να αφηγηθώ. Σηκώνομαι καθημερινά, εκτός Κυριακής, πριν ξημερώσει, να πάω με το μηχανάκι μου στην Kεντρική Λαχαναγορά στου Ρέντη, όπου απασχολούνται πολλοί συμπατριώτες μου. Φορτώνουμε κλούβες και κασόνια με φρούτα και λαχανικά, ύστερα μεταφερόμαστε κάθε μέρα σε άλλη λαϊκή, και όταν σχολάει, επιστρέφουμε στη λαχαναγορά να παραδώσουμε ό,τι έμεινε. Το ξέρω καλά αυτό το επάγγελμα, μου αρέσει και δεν θέλω να το αλλάξω, αν αποκτήσω κάποια στιγμή επαγγελματική άδεια και δικό μου πάγκο θα είμαι ικανοποιημένος. Δεν πολυβγαίνω αν δεν είναι για δουλειά, αν είχα εδώ την οικογένεια θα κάναμε τις βόλτες μας ένα γύρο και θα διασκεδάζαμε, έτσι, τώρα, σαν τον μαγκούφη ή με παρέες από δω κι από κει, βαριέμαι. Ευτυχώς έχω καλό αφεντικό, κανονικό μισθό, ασφάλιση, άδεια παραμονής, απ’ όλα αυτά είμαι εντάξει. Εγώ, έτσι κι αλλιώς, δεν χρειάζομαι πολλά για να ζήσω, ό,τι οικονομίες μαζεύω τις στέλνω στους δικούς μου. Ναι, στην Αθήνα βλέπω το μέλλον μου, πού αλλού, ειδικά αν καταφέρω να φέρω και την οικογένειά μου εδώ. Στη Λαχόρη και στο Πακιστάν δεν θέλω να επιστρέψω μόνιμα – καλά είναι κι εκεί, αλλά βασανισμένη χώρα. Έπειτα εγώ μεγάλωσα στην Αθήνα κι έχω μάθει αλλιώς. Μου αρέσουν πολύ και η ζωή και ο τόπος και οι άνθρωποι εδώ, κι αν με πικραίνουν καμιά φορά, χαλάλι, κακία δεν κρατάω σε κανέναν. Πέρασε κι εκείνο το κακό με τις επιθέσεις των χρυσαυγιτών που είχε αναστατώσει πολλούς από μας. Θυμάμαι που το ’13 είχαν φάει στην ψύχρα κι εκείνο το παλικάρι, τον Σαχζάτ Λουκμάν που απλώς πήγαινε με το ποδήλατο στη δουλειά του, μεγάλο κρίμα. Προσωπικά, πάντως, δεν φοβήθηκα ποτέ. Έντεκα χρονών ξεκίνησα να διασχίσω με τα πόδια τη μισή Ασία, αυτοί θα με τρόμαζαν; Ναι, θα ήθελα να κάνω περισσότερες φιλίες με Έλληνες και βέβαια να αιτηθώ την υπηκοότητα, ξέρω όμως ότι σου ζητάνε πολλά, ότι και σπουδαγμένοι άνθρωποι δυσκολεύονται. Ας είναι, εγώ αισθάνομαι ήδη πολίτης αυτού του τόπου κι αυτό δεν αλλάζει!

105

ΜΕΡΟΣ

Στην αρχή έκανα διάφορα θελήματα, όμως μόλις μεγάλωσα λίγο έπιασα δουλειά κανονικά. Τότε ήταν που έκανα «Σάκης» το Σακίμπ για να ακούγεται πιο ελληνικό, να μην ξενίζει. Γλώσσα άλλη από τη δική μου, τα πουντζάμπι, δεν ήξερα, έπρεπε λοιπόν να μάθω οπωσδήποτε ελληνικά, πώς όμως; Δούλευα από το πρωί μέχρι το βράδυ έξι μέρες την εβδομάδα, όπως εξακολουθώ να κάνω και σήμερα. Ούτε για να παρακολουθήσω δωρεάν μαθήματα δεν περίσσευε χρόνος, οπότε γυρνώντας κάθε βράδυ από τη δουλειά στρωνόμουνα μόνος μου στο διάβασμα. Έβλεπα ταυτόχρονα εκπομπές, σίριαλ και ταινίες στην τηλεόραση και άκουγα ελληνική μουσική ώστε να εξοικειώνομαι περισσότερο με τη γλώσσα, επιδίωκα επίσης να κάνω παρέα με Έλληνες, κάτι που δεν ήταν πάντα εύκολο βέβαια – ακόμα και στη λαϊκή καταλαβαίνω πως κάποιος κόσμος με στραβοκοιτάει και αποφεύγει να ψωνίσει από μένα επειδή είμαι σκουρόχρωμος. Στην προσαρμογή μου βοήθησε αρκετά και η σχέση που έκανα με μια κοπέλα από την Αλβανία, ήμασταν μαζί κάπου δυο χρόνια και συνεννοούμασταν βέβαια στα ελληνικά. Μείναμε μαζί στην Κυψέλη, όταν χωρίσαμε επέστρεψα στο Μπουρνάζι, όπου ζω και σήμερα, με τη διαφορά ότι νοικιάζω πλέον μόνος μου σπίτι. Είναι ωραία περιοχή και μας χωράει όλους. Παντρεύτηκα κιόλας στο μεταξύ, όχι εδώ –πολύ δύσκολα Ελληνίδα θα έπαιρνε Πακιστανό– αλλά πίσω στην πατρίδα, μάλιστα έχουμε τώρα ένα κοριτσάκι ενάμισι έτους. Με προξενιό μάς γνώρισαν, αλλά ταιριάξαμε και τα πάμε καλά. Μιλάμε καθημερινά, όμως μου λείπουν πολύ η γυναίκα και η κόρη μου. Θέλω όσο τίποτα να τις φέρω στην Ελλάδα, να είμαστε όλοι μαζί, όμως τα εμπόδια είναι πολλά για μας, μπορεί και περισσότερα απ’ ό,τι για άλλες εθνότητες. Μακάρι να ξεπεραστούν κάποια στιγμή.


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Γεννήθηκα στις Φιλιππίνες, είμαι από μια αγροτική οικογένεια, πολύ φτωχή. Ήμασταν πολλά αδέλφια και ο πατέρας μου δεν μπορούσε να μας βοηθήσει, έτσι κάθε παιδί, μόλις μεγάλωνε λίγο, έπρεπε να δουλέψει για να πληρώνει τα έξοδα του σχολείου μόνο του. Ονειρευόμουν να γίνω αεροσυνοδός, αλλά ήταν πολύ δύσκολο, έτσι πήγα να γίνω κομμώτρια. Τελείωσα σχολή κομμωτικής.

LiFO764

Το 1983, στα δεκαοκτώ μου, ήρθα στην Ελλάδα. Είχε έρθει πρώτη μια ξαδέλφη μου, δούλευε εδώ και ήρθα να τη βρω. Εδώ γράφτηκα στον ΟΑΕΔ για να μάθω ελληνικά. Είναι πολύ δύσκολη γλώσσα, αλλά ήθελα να τη μάθω. Συμπλήρωσα 110 ώρες και στη συνέχεια έμαθα μέσα από τη δουλειά μου και την επαφή μου με τον κόσμο. Τα ελληνικά ακόμα μπερδεύουν τη γλώσσα μου. Ενώ τα καταλαβαίνω όλα και ξέρω και τι να πω, πάντα δυσκολεύομαι να φτιάξω τις λέξεις όπως τις θέλω. Μερικές φορές μπερδεύομαι και λέω λέξεις αγγλικές ή φιλιππινέζικες. Γενικά, όταν ήρθα τα πράγματα ήταν πολύ ήσυχα, η Ελλάδα δεν είχε καμία σχέση με τώρα. Δεν είχε πολλούς ξένους η Αθήνα και δεν δυσκολευόσουν πολύ να βρεις δουλειά. Επειδή ήμουν ήδη κομμώτρια, είχα ένα πλεονέκτημα, έτσι έπιασα δουλειά σε κομμωτήριο. Δούλευα πολύ σκληρά, αλλά μου έκανε εντύπωση η μεγάλη αγάπη που μου έδειξαν οι Ελληνίδες και πόσο με στήριζαν, παρότι είχα και άσχημα σχόλια από κάποιες κυρίες.


Ο

Σ

Ι

ΜΑΡΕΚ

30.3.2023

Ν

107

ΜΕΡΟΣ

ΝΑΒΕΛΙΝΟ

ΕΚΤΟ

Κομμώτρια. Γεννήθηκε στις Φιλιππίνες, ζει στους Αμπελόκηπους.


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ LiFO764

Έχω υποστεί πολύ ρατσισμό, ειδικά όταν πρωτοάνοιξα το κομμωτήριό μου στη Νίκαια. Έρχονταν και μου έλεγαν «τι θέλεις στην Ελλάδα, γιατί δεν κάθισες στην πατρίδα σου; Να φύγεις, να πας στο μέρος σου να δουλέψεις».

Ν ΟΣ Ι Μ Α Ρ Ε Κ Ν Α Β Ε Λ Ι Ν Ο


30.3.2023

Το 1986 άνοιξα δική μου επιχείρηση, ένα κομμωτήριο στη Νίκαια. Ήμουν η πρώτη Φιλιππινέζα που άνοιξε μαγαζί στην Αθήνα. Μετά μετακόμισα στη Νεάπολη –στην Αγία Βαρβάρα–, στη συνέχεια στο Παγκράτι. Το μαγαζί στους Αμπελόκηπους το άνοιξα το 2007. Κάποια στιγμή είχα τρία δικά μου κομμωτήρια, αλλά με την κρίση αντιμετώπισα πολλά προβλήματα, έτσι έκλεισα τα δύο και κράτησα αυτό που έχω τώρα. Αυτό το «άνω κάτω» που ήρθε με την κρίση ήταν η πιο μεγάλη δυσκολία που αντιμετώπισα στα σαράντα χρόνια που είμαι στην Ελλάδα. Δεν μπόρεσα να κουμαντάρω την κατάσταση γιατί είχα προβλήματα με την εφορία, αυξήθηκαν πολύ τα έξοδα και αναγκάστηκα να κλείσω τα μαγαζιά μου. Το 1998, επειδή είχα δική μου δουλειά, έφερα και την αδελφή μου στην Ελλάδα. Και οι δύο παντρευτήκαμε Έλληνες. Οι πελάτες μου ήταν πάντα, και συνεχίζουν να είναι, Έλληνες και ξένοι, όλος ο κόσμος, διαφορετικοί άνθρωποι που δεν είχαν ποτέ τίποτα να χωρίσουν. Έχω πολλούς φίλους Έλληνες. Πιο πολλές φίλες έχω Ελληνίδες παρά Φιλιππινέζες. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχω και τόσο εμπιστοσύνη στη φιλία. Στην αρχή όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί και μετά απομακρύνονται σιγά σιγά. Ελάχιστοι φίλοι με έχουν βοηθήσει όταν έχω προβλήματα. Όταν είσαι καλά, όλοι είναι καλοί μαζί σου, όταν τους χρειάζεσαι, εξαφανίζονται. Έχω, πάντως, φίλες που μπορώ να βασιστώ πάνω τους όταν τις χρειαστώ, που τις παίρνω τηλέφωνο και τρέχουν. Έχω υποστεί πολύ ρατσισμό, ειδικά όταν πρωτοάνοιξα το κομμωτήριό μου στη Νίκαια. Έρχονταν και μου έλεγαν «τι θέλεις στην Ελλάδα, γιατί δεν κάθισες στην πατρίδα σου; Να φύγεις, να πας στο μέρος σου να δουλέψεις». Δεν έδινα όμως σημασία, συνέχιζα, μέχρι που σταμάτησαν να το λένε. Η Αθήνα μού αρέσει πάρα πολύ, γι’ αυτό έμεινα εδώ. Μεγάλωσα εδώ, έζησα εδώ πιο πολλά χρόνια απ’ όσα στις Φιλιππίνες, δούλεψα, έκανα προκοπή, παντρεύτηκα και έκανα τον γιο μου, που είναι Έλληνας. Όλη μου τη ζωή είμαι εδώ, στην Ελλάδα. Μου αρέσει η Ελλάδα, ο τόπος, οι άνθρωποι, τα καλά τους και τα κακά τους, τα χωριά, η επαρχία. Το μόνο που δεν μ’ αρέσει είναι μετά από τόσα χρόνια να με βλέπουν σαν ξένη και να μου φέρονται άσχημα γι’ αυτόν τον λόγο. Πέρασα μια περιπέτεια με τον καρκίνο, τον πάλεψα και είμαι καλά, αλλά έχω ζήσει πολύ δύσκολες καταστάσεις τα τελευταία χρόνια. Ο λογιστής που είχα και εμπιστευόμουν για χρόνια με εξαπάτησε, του έδινα τα λεφτά να πληρώνει τους φόρους, την εφορία, το ΙΚΑ και για χρόνια δεν τα πλήρωνε, έτσι μου ήρθε ένα τεράστιο πρόστιμο. Δεν μου έδινε ποτέ απόδειξη και δεν είχα τίποτα που να πιστοποιεί ότι τον πλήρωνα, έτσι μια μέρα βρέθηκα να χρωστάω ποσά που δεν μπορούσα να πληρώσω. Μπήκα στο πρόγραμμα των 120 δόσεων και θα δίνω 500 ευρώ τον μήνα μέχρι να γίνω 67 ετών. Αν χάσεις μια δόση καταστρέφεσαι γιατί χάνεις τη συμφωνία που έχεις κάνει. Πάντα πλήρωνα στη ζωή μου λάθη άλλων. Από κει έπαθα την αρρώστια, από το στρες. Μετά την περιπέτεια που είχα με την υγεία μου ξαναγύρισα στο μαγαζί, συνέχισα τη ζωή μου, παρ’ όλες τις δυσκολίες και τις ατυχίες, και μια μέρα, ενώ δεν με είχε ενοχλήσει κανείς ποτέ, εμφανίστηκε ένας κύριος με φόρμα και μηχανή. Ενώ φορούσε πολιτικά, λοιπόν, μου είπε ότι είναι αστυνομικός και ζήτησε να του δείξω το αυτοκόλλητο «απαγορεύεται το κάπνισμα». Δεν είχα τέτοιο αυτοκόλλητο, του εξήγησα ότι ήμουν άρρωστη και ότι κανείς δεν κάπνιζε μέσα στο κομμωτήριο – είναι και μικρός ο χώρος έτσι κι αλλιώς. Αλλά δεν του έφτανε μια απλή σύσταση, μου έκοψε πρόστιμο 1.000 ευρώ. Μετά από τέσσερα μαγαζιά και τέσσερις δεκαετίες στην Ελλάδα, μου έβαλαν πρόστιμο για μια παρανομία που δεν είχα κάνει. Αυτό με κατέβαλε.

109

Όταν πήγα στην εφορία να πληρώσω το πρόστιμο, ήταν αδύνατο να βγάλω άκρη, ο ένας με έστελνε στον άλλον στην υπηρεσία και κανείς δεν δήλωνε υπεύθυνος, έπρεπε να πάρω μια φίλη μου Ελληνίδα για να έρθει να με βοηθήσει. Πήγε και φώναξε και βρήκαν λύση σε δέκα λεπτά, μάλιστα έριξαν και το πρόστιμο από τα 1.000 στα 200 ευρώ, επειδή ασχολήθηκε μια Ελληνίδα. Αν είσαι ξένος, κανείς δεν σου δίνει σημασία. Μένω στους Αμπελόκηπους όπου ο κόσμος είναι εντάξει, υπάρχουν άνθρωποι κάθε εθνικότητας στην περιοχή και μου αρέσει εδώ, αλλά με ενοχλεί που οι Έλληνες με βλέπουν, και θα με βλέπουν πάντα, ως ξένη. Έχει πολλούς Φιλιππινέζους στους Αμπελόκηπους και αρκετά ασιατικά μαγαζιά. Φιλιππινέζοι ζουν επίσης στην Πατησίων, στη Γλυφάδα και στα βόρεια προάστια, επειδή δουλεύουν ως οικιακοί βοηθοί σε σπίτια Ελλήνων. Έχει Φιλιππινέζους και στα χωριά, δεν είναι μόνο στην Αθήνα. Οι Αμπελόκηποι, όμως, έχουν τους πιο πολλούς, γι’ αυτό την περιοχή τη λέμε και «Μανίλα». Έχουμε δική μας κοινότητα στην Αθήνα και κάνουμε γιορτές. Είμαι πολύ περήφανη για τον γιο μου, είναι ό,τι καλύτερο έχω κάνει στη ζωή μου. Είναι pastry chef και έχει κάνει δική του οικογένεια – μόλις με έκανε γιαγιά και είμαι πολύ χαρούμενη. Έχει ανοίξει και δικό του μαγαζί με πολύ ωραία γλυκά. Τα φιλιππινέζικα δεν τα ξέχασα ποτέ, τα μιλάω με την αδελφή μου, αλλά καμιά φορά μιλάμε και ελληνικά, όταν είμαστε με το παιδί. Όποτε μπορώ πάω να δω τους δικούς μου στις Φιλιππίνες. Επειδή είμαι πολλά χρόνια στην Ελλάδα μαγειρεύω κυρίως ελληνικά, μου αρέσει πολύ το ελληνικό φαΐ, αν όμως έχει κάποιος φίλος γιορτή, φτιάχνω φιλιππινέζικα πιάτα. Στη γειτονιά μου, αν θέλεις να βρεις φιλιππινέζικο φαγητό, έχει το Bulacan Halo-Halo. Υπάρχει και το Viet Au, που έχει και φιλιππινέζικα πιάτα. Δεν είχα φοβηθεί ποτέ στην Ελλάδα, ούτε όταν μου έλεγαν «φύγε», ούτε όταν έλεγαν «ξένη, δεν έχεις καμία δουλειά εδώ», ούτε καν όταν η Χρυσή Αυγή μάς απειλούσε. Τώρα άρχισα να φοβάμαι την αστυνομία, για πρώτη φορά έχω αυτόν τον φόβο. Τον φοβάμαι τον τσαμπουκά.

Αισθάνομαι Ελληνίδα, πάρα πολύ, περισσότερο από Φιλιππινέζα, ψηφίζω εδώ, εδώ είναι η περιουσία μου, το σπίτι μου, η δουλειά μου, η οικογένειά μου, εδώ θα πεθάνω. Μπορεί στην όψη να είμαι Φιλιππινέζα, αλλά η καρδιά μου είναι ελληνική. Την αγαπάω πολύ την Ελλάδα κι ας μου κάνουν bullying, δεν έχει σημασία.

M. Hulot

ΜΕΡΟΣ

Δεν είχα καμία βοήθεια από πουθενά, όλα τα έκανα μόνη μου. Η ζωή με έχει μάθει να μην έχω εμπιστοσύνη σε κανέναν, ούτε στον εαυτό μου. Εμπιστευόμουν πολύ τους ανθρώπους κι αυτό δεν μου βγήκε σε καλό. Η πιο μεγάλη δυσκολία που είχα ήταν το διαζύγιό μου. Χωρίσαμε με τον άντρα μου πριν από έντεκα χρόνια, επειδή δεν πήγαινε άλλο. Δούλευα όλη την ημέρα, πρόσεχα και τη συχωρεμένη την πεθερά μου –την είχαμε δεκαέξι χρόνια μαζί, στο ίδιο σπίτι– και μόλις αυτή πέθανε, μου είπε «και τι έκανες; Δεν έκανες τίποτα». Αρρώστησα και προτίμησα να φύγω, να είμαι μόνη μου. Μπορεί να το μετάνιωσε αργότερα, αλλά ήταν πλέον αργά.

ΕΚΤΟ

Μου αρέσει πολύ να ταξιδεύω, θα ήθελα να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο, μου αρέσει να πίνω τον καφέ μου στο σπίτι και να ακούω μουσική, ερωτικά κομμάτια κυρίως. Δύναμη μου δίνει το εγγονάκι μου, με ζωντάνεψε αυτό το μωρό. Μου αρέσει να πηγαίνω στο Μοναστηράκι και να βλέπω κόσμο, να περπατάω, να χαζεύω πράγματα, μου αρέσει πολύ και η φασαρία. Όταν θέλω να πάω βόλτα, πάω συνήθως στο βουνό ή σε κάποιο χωριό για περπάτημα και φαγητό.


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΧΑΛΗΣ

LiFO764

Περιπτεράς. Γεννήθηκε στην Αλβανία, ζει στο Κουκάκι.

ΧΑΛΙΛΑΪ


30.3.2023

Γεννήθηκα στη Χειμάρρα της Αλβανίας τον Αύγουστο του 1963. Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός του στρατού και η μητέρα εργαζόταν ως καθαρίστρια σε σπίτια. Θυμάμαι ότι εκείνη την περίοδο όλα ήταν υπό περιορισμό. Ήταν η περίοδος που διαφέντευε η δικτατορία του Ενβέρ Χότζα με το Κόμμα Εργασίας της Αλβανίας. Ζούσαμε στη σκιά ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, στο οποίο δεν είχες τη δυνατότητα να εκφραστείς ελεύθερα. Αποκλεισμός, προπαγάνδα, φόβος, σιωπή, διώξεις, φυλακίσεις, λογοκρισία, βία και καταπίεση. Δύσκολα και σκληρά χρόνια. Δεν έπρεπε να μιλάς, να ακούς και να βλέπεις. Ήμασταν άνθρωποι-κορνίζες σ’ ένα κράτος-φυλακή. Γι’ αυτό η λέξη που μου έχει αποτυπωθεί πολύ έντονα είναι εκείνη της τιμωρίας. Μια εσφαλμένη επιλογή και θα βίωνες τις συνέπειες. Δεν ξεχνώ ότι αν κάποιος κατάφερνε να διαφύγει από τη χώρα, οι συγγενείς του θα καταδικάζονταν σε ένα διά βίου εκδικητικό και ταπεινωτικό καθεστώς. Οφείλω, όμως, να πω ότι η Χειμάρρα τουλάχιστον ήταν και παραμένει μια πολύ όμορφη πόλη. Μεγάλωσα στους κόλπους μιας εξαμελούς οικογένειας. Όταν τελείωσα το σχολείο, αποφάσισα να σπουδάσω στα Τίρανα και ακολούθησα κι εγώ την επαγγελματική πορεία του πατέρα μου, μπαίνοντας στον αλβανικό στρατό. Ήμασταν χριστιανοί ορθόδοξοι και επειδή κυριαρχούσε ο αθεϊσμός, όλα τα ήθη και τα έθιμα έπρεπε να τα τηρούμε κρυφά. Πολλές εκκλησίες μετατράπηκαν σε κινηματογράφους, ενώ άλλες έγιναν αποθήκες. Από τον Δεκέμβριο του 1990 η χώρα κλονίστηκε από μεγάλες φοιτητικές διαδηλώσεις, απεργίες και την έξοδο χιλιάδων Αλβανών προς την Ιταλία και την Ελλάδα. Έτσι, οι περισσότεροι άρχισαν να εγκαταλείπουν τη χώρα. Εμείς δεν θέλαμε να φύγουμε. Προτιμήσαμε με τη γυναίκα μου να συνεχίσουμε να δουλεύουμε εκεί. Ήδη είχαμε αποκτήσει το 1990 το πρώτο μας παιδί, τον Ανδρέα, ενώ το 1993 ακολούθησε η γέννηση της κόρης μας, Χριστίνας. Για μας όλα άλλαξαν το 1997, όταν ξέσπασε το «σκάνδαλο των πυραμίδων» με τα ημιπαράνομα τραπεζικά συστήματα τύπου «πυραμίδα» που υπήρχαν στη χώρα. Ακολούθησε λαϊκή εξέγερση που οδήγησε τη χώρα στα πρόθυρα εμφυλίου με ανυπολόγιστες καταστροφές και νεκρούς. Χιλιάδες Αλβανοί έχασαν τότε τις αποταμιεύσεις τους. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα οι οικονομίες μιας ζωής είχαν χαθεί. Στη χώρα επικρατούσε χάος και αναρχία. Τότε ήταν πρόεδρος ο Σαλί Μπερίσα και διάφοροι ένοπλοι διαδηλωτές έκαναν πλιάτσικο σε αποθήκες του αλβανικού στρατού. Από αστυνομικούς σταθμούς και στρατιωτικές βάσεις κλάπηκαν καλάσνικοφ και άλλα όπλα. Εκείνη την περίοδο κινδύνευσε και η ζωή μου, αφού κάποιοι παρακρατικοί, επειδή ήμουν στον στρατό, μου έβαλαν ένα περίστροφο στον κρόταφο, ζητώντας να τους πω πού είναι τα όπλα. Με έσωσε ένας παλιός μου φαντάρος, ο οποίος με αναγνώρισε και τους είπε: «Αφήστε τον». Το μέλλον μας φάνταζε, λοιπόν, διαφορετικό. Για την Ελλάδα πρώτα έφυγε η γυναίκα μου, Ελεωνόρα, και μετά από έξι μήνες αποφάσισα να ακολουθήσω κι εγώ. Είχαμε ήδη κάποιους συγγενείς μας εκεί κι αυτό μας βοήθησε. Αρχικά, σκέφτηκα ότι θα ήταν κάτι προσωρινό. Δηλαδή μια έκτακτη λύση ανάγκης για να μαζέψουμε κάποια χρήματα. Ωστόσο, η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα και η άνοδος της εγκληματικότητας στην Αλβανία ήταν οι αιτίες που πολλοί Αλβανοί ξεχάσαμε οριστικά την επιστροφή στη χώρα μας. Πήρα τα παιδιά μου και ταξιδέψαμε για μια ολόκληρη μέρα προς την Αθήνα. Εγκατασταθήκαμε σ’ ένα διαμέρισμα στον Νέο Κόσμο. Στις δύο πρώτες μέρες, και καθώς καθόμουν στην πλατεία του Αγίου Ιωάννη, μου πρότειναν δουλειά. Ξεκίνησα σε μια καφετέρια ως delivery και έμεινα για περίπου δύο χρόνια. Φυσικά, όλες τις παραγγελίες τις πήγαινα με τον δίσκο, αφού δεν συνηθιζόταν τότε να χρησιμοποιείς μηχανάκι. Λίγο καιρό μετά αγόρασα ένα ποδήλατο και έφτιαξα ένα αυτοσχέδιο κουτί διανομής καφέδων και προϊόντων. Θυμάμαι κάποιες από τις παραγγελίες που τις πήγαινα στα παλιά γραφεία της «Ελευθεροτυπίας». Η γυναίκα μου δούλευε σε συνεργείο καθαρισμού. Ήμασταν τυχεροί γιατί πήγαινε να καθαρίσει το σπίτι ενός παπά στο Καλαμάκι. Πολλοί άνθρωποι στάθηκαν αρωγοί στην προσαρμογή μας στη χώρα.

111

Είχαμε πολλή όρεξη για δουλειά και δεν νιώθαμε κούραση. Τα παιδιά μας πήγαν από την αρχή σε ελληνικό σχολείο. Δεν είχαν να αντιμετωπίσουν εκφοβισμό ή διακρίσεις, εκτός από μια φορά που ο γιος μου, ως αριστούχος, θα σήκωνε την ελληνική σημαία. Μάλιστα, επειδή υπήρχαν αντιδράσεις και ένα αρνητικό κλίμα από κάποιους, ο ίδιος, σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τα πνεύματα, τους είπε ότι θα την άφηνε. Τελικά, εξαιτίας του πείσματος μιας εξαιρετικής καθηγήτριας, ο Ανδρέας δέχθηκε να παρελάσει με την ελληνική σημαία. Για ένα μεγάλο διάστημα εργαζόμασταν από το πρωί μέχρι το βράδυ προκειμένου να αποκτήσουμε ένα κομπόδεμα και να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα μας. Ατελείωτα μεροκάματα, κούραση αλλά και ένα συναίσθημα ανασφάλειας. Σκεφτόμασταν το μέλλον των παιδιών μας και αναζητούσαμε καλύτερες συνθήκες ζωής. Ένας συγχωριανός μας διατηρούσε περίπτερο στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα στην οδό Καλλιρόης. Κάποια Σαββατοκύριακα τον επισκεπτόμουν και καθόμασταν παρέα. Τον έβλεπα ότι ήταν χαρούμενος και αρκετά ικανοποιημένος με τα έσοδα του περιπτέρου. Αγόρασα μια «Χρυσή Ευκαιρία» και έψαξα τις αγγελίες για να δω αν παραχωρείται κάποιο σε γειτονική περιοχή. Ξέρετε, όλοι οι άνθρωποι ζουν και πορεύονται με το όνειρο να ανοίξουν μια δική τους επιχείρηση. Και κάπως έτσι, το 2001, βρήκα το περίπτερο στην παιδική χαρά του Κουκακίου. Μετά φύγαμε για ένα διάστημα και διαχειριζόμασταν το περίπτερο κοντά στην είσοδο του νεκροταφείου στην οδό Αναπαύσεως, όμως δεν πήγαινε τόσο καλά όσο εκείνο του Κουκακίου. Και την περίοδο που στην Ελλάδα είχε ξεσπάσει η οικονομική κρίση, επιστρέψαμε εδώ, στο τέρμα της οδού Δημητρακοπούλου.

Πάντοτε θα συναντήσεις και ανθρώπους που βρίσκονται σε υπεύθυνες θέσεις και συμπεριφέρονται άκρως ρατσιστικά, οι οποίοι ασπάζονται μια βαθιά ριζωμένη αντιπάθεια προς τους Αλβανούς μετανάστες. Μια μέρα είχε πάει η γυναίκα μου για την ανανέωση της άδειας παραμονής και μια άλλη κυρία χρειάστηκε τη βοήθειά της, επειδή δεν μιλούσε ελληνικά. Όταν άκουσε τη γυναίκα μου να μιλά αλβανικά, ο υπάλληλος αντέδρασε φωνάζοντάς της: «Εδώ μέσα δεν μιλάμε αλβανικά. Να μιλάς μόνο ελληνικά. Σήκω και φύγε». Τελικά, την έδιωξε και πήγε ξανά την επόμενη μέρα. Οι Αλβανοί δεν πήραν τις δουλειές των Ελλήνων αλλά κάλυψαν κενές θέσεις εργασίας και συνέβαλαν καθοριστικά στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Στο ρατσιστικό σύνθημα «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ - Αλβανέ» απαντώ ότι αισθάνομαι Έλληνας. Άλλωστε, είμαι πλέον πολίτης αυτής της χώρας. Και στον ποδοσφαιρικό αγώνα των εθνικών μας ομάδων, Ελλάδας - Αλβανίας, υποστηρίζω προφανώς την Ελλάδα, γιατί δεν γνωρίζω ούτε έναν παίκτη της αλβανικής ομάδας. Όταν ζεις τόσα χρόνια σε μια χώρα, υιοθετείς όλα τα χαρακτηριστικά και τις συνήθειές της. Τα παιδιά μας μεγάλωσαν και ζουν στην Ελλάδα. Όταν κάποιες φορές χρειάζεται να ταξιδέψω στην Αλβανία, νιώθω ξένος.

Γιάννης Πανταζόπουλος

ΜΕΡΟΣ

Η ενσωμάτωσή μας έγινε ομαλά κι έτσι τα χαρτιά μας ανανεώνονταν. Στην αρχή η άδεια παραμονής ήταν εξάμηνη, μετά έγινε ετήσια και ύστερα πενταετής. Πληρούσαμε όλα τα κριτήρια και τα δικαιολογητικά ως πολίτες άλλης χώρας που διαμένουν στην Ελλάδα. Εδώ και επτά-οκτώ χρόνια έχουμε αποκτήσει και την ελληνική ιθαγένεια. Τα πράγματα ξεκίνησαν να αλλάζουν σταδιακά προς το καλύτερο μετά το 2001, μετά τη δεύτερη διαδικασία της νομιμοποίησης.

ΕΚΤΟ

Το περίπτερο απαιτεί αφοσίωση και επιμονή. Δεν μπορείς να δουλεύεις αν δεν είσαι εκεί ανά πάσα στιγμή. Η αποδοχή από την ελληνική κοινωνία σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ήταν πολύ καλή. Ζούμε σε μια περιοχή όπου οι περισσότεροι άνθρωποι είναι πολύ καλοί και η γειτονιά ήσυχη. Πολλοί κάτοικοι μας έδειξαν από την αρχή την εμπιστοσύνη τους, εκτός από ελάχιστους που λένε την ατάκα «στον Αλβανό ψωνίζεις;». Αυτό που με ενοχλεί είναι όταν διάφοροι συμπολίτες μας δεν δέχονται την προκοπή και την εξέλιξη ενός Αλβανού. Παραξενεύονται και σε κοιτούν καχύποπτα, ενώ, όταν είσαι χωρίς χρήματα και έχεις ανάγκη, σε κοιτούν με συμπάθεια. Μου κάνει εντύπωση όταν από τους περισσότερους Έλληνες ακούς να λένε ότι όσοι Αλβανοί γνωρίζουν προσωπικά είναι καλοί άνθρωποι και παιδιά-μάλαμα και όλοι οι άλλοι είναι επικίνδυνοι, εγκληματίες και κακοποιοί.


LiFO764

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑΣ

ΠΟΛΗΣ

Μ Ό Ν Ι Κ Α

ΧΑΝΤΊΝΤ


30.3.2023

Γεννήθηκα σε ένα προάστιο της Τύνιδας. Έχασα τη μητέρα μου νωρίς κι έτσι ζούσα με τον πατέρα μου που ξαναπαντρεύτηκε, όμως δεν έκανε άλλα παιδιά. Έχω ωστόσο μεγάλο σόι –θείους, ξαδέλφια και τα λοιπά– με τους οποίους μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά. Από μικρή ήξερα πως διέφερα, πως όχι μόνο μου άρεσαν οι άντρες αλλά ένιωθα περισσότερο κορίτσι παρά αγόρι, κι ας μην το έδειχνα καθόλου. Διότι εννοείται πως όλα αυτά έπρεπε να τα κρύβω καλά –έχω κάνει ντοκτορά σε αυτό!– από συγγενείς, φίλους, συμμαθητές, από όλους. Η Τυνησία είναι μεν πιο προχωρημένη συγκριτικά με άλλα αραβικά κράτη, όμως η κοινωνία παραμένει συντηρητική στη βάση της. Υπάρχει πολλή καταπίεση, πολλή υποκρισία, η ομοφυλοφιλία είναι παράνομη, σε κράζουν στον δρόμο, μπορεί και να σου επιτεθούν, η αστυνομία κυνηγάει... Δύσκολα επιβιώνει εκεί ένα ανοικτά ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο, ειδικά αν είναι τρανς. Και όχι, η κατάσταση, για μας τουλάχιστον, δεν βελτιώθηκε μετά την Αραβική Άνοιξη, μάλλον χειροτέρεψε. Οι συλλήψεις είναι συνηθισμένες και συνοδεύονται συχνά από εξευτελισμούς, βρισιές ή και ξύλο. Οι περισσότεροι γκέι φίλοι μου έχουν κάνει μέχρι και τρεις μήνες φυλακή –τόσο ορίζει ο νόμος 240–, αφού πρώτα υποβλήθηκαν σε πρωκτοσκόπηση, και όλα αυτά όχι μία φορά. Στις δε τρανς όχι μόνο συμπεριφέρονται χειρότερα αλλά, αν έχουν βάλει σιλικόνη στο στήθος, τις πάνε σε γιατρό να τους την αφαιρέσει. Σε μια γνωστή μου, που τώρα ζει στη Γαλλία, το έχουν κάνει επανειλημμένα, μιλάμε για σωστό βασανιστήριο. Όσο μεγάλωνα, που λες, τόσο αντιλαμβανόμουν ότι δεν γινόταν να συνεχίσω να ζω στην Τυνησία. Όχι από οικονομικής πλευράς – ο πατέρας μου έχει μηχανουργείο και κάπως τα φέρνουμε βόλτα, έκανα κι εγώ διάφορα μεροκάματα, αυτά όμως που ήθελα και ένιωθα ήταν αδύνατο να τα πραγματοποιήσω εκεί. Προσπάθησα φιλότιμα μερικά χρόνια, αλλά δεν, ταυτόχρονα η θηλυκή μου πλευρά δεν άντεχε άλλο να κρύβεται. Όταν τελείωσα το λύκειο άρχισα να βγαίνω κρυφά κάποιες φορές τα βράδια ντυμένη γυναικεία μαζί με τρανς φίλες, αλλά οι κίνδυνοι ήταν πολλοί, κι έπειτα ήθελα να γίνω γυναίκα, όχι drag queen. Αποφάσισα λοιπόν στα 26 μου, μαζί με μια τρανς κολλητή μου, να αναζητήσουμε την τύχη μας στην Ευρώπη. Πήγαμε αρχικά το 2015 αεροπορικώς στην Κωνσταντινούπολη, όπου κάτσαμε μερικούς μήνες να δούμε τι θα κάνουμε, όμως κι εκεί τα πράγματα είναι σκληρά για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. Όταν μια τρανς γυναίκα που γνωρίσαμε εκεί

ΜΕΡΟΣ

Τρανς γυναίκα σε αναζήτηση εργασίας. Γεννήθηκε στην Τυνησία, ζει στου Γκύζη.

ΕΚΤΟ

113


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

δολοφονήθηκε, καταλάβαμε ότι δεν έπρεπε να καθυστερήσουμε άλλο. Φύγαμε για Σμύρνη, όπου, αφού υποβάλαμε αίτημα ασύλου στο Αμερικανικό Προξενείο –ακόμα περιμένουμε απάντηση–, συνεχίσαμε για Αϊβαλί. Δώσαμε από 350 ευρώ σε έναν διακινητή, μπήκαμε νύχτα σε ένα φουσκωτό με κατεύθυνση τη Λέσβο τέσσερις τρανς γυναίκες με αντρικά ρούχα, ο φίλος της μιας, εγώ ως αγόρι και άλλα τέσσερα άτομα. Ευτυχώς η θάλασσα ήταν λάδι – λίγο πριν φτάσουμε στην ακτή κι ενώ ακόμα ήμασταν σε διεθνή ύδατα, όπως μάθαμε, μας προλαβαίνει ένα βρετανικό πολεμικό σκάφος. Μας ειδοποιούν ότι κινδυνεύουμε να «πέσουμε» πάνω σε κάτι ιχθυοτροφεία, μας περιμαζεύουν, μας περιποιούνται και μας οδηγούν στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Αιτούμαστε αμέσως άσυλο και υπαγωγή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας ως ΛΟΑΤΚΙ+ πρόσφυγες. Μας πήγαν καταρχάς στη Μόρια, όταν όμως μας πήραν είδηση κάτι άλλοι Άραβες πρόσφυγες από το Μαγκρέμπ άρχισαν να μας παρενοχλούν επίμονα και να μας ειρωνεύονται, αντί να κοιτάνε τη δική τους κατάσταση. Διαμαρτυρηθήκαμε έντονα και οι άνθρωποι του UNHCR μάς νοίκιασαν την επομένη διαμέρισμα στην πόλη. Όμως θέλαμε να συνεχίσουμε το ταξίδι μας – δυο βδομάδες μετά φτάσαμε με πλοίο στον Πειραιά. Βλέποντας για πρώτη φορά από τη θάλασσα το λεκανοπέδιο της Αττικής, κάτι σκίρτησε μέσα μου και είπα στην παρέα, «εσείς πηγαίνετε όπου θέλετε, εγώ εδώ θα μείνω!». Με τη συνδρομή της Solidarity Now, που μας περίμενε, αποκτήσαμε προσωρινή άδεια διαμονής, ΑΜΚΑ και όλα τα σχετικά, μας εξασφάλισαν κάποιο επίδομα, μας στέγασαν επίσης σε διαμέρισμα στο κέντρο, στην Αχαρνών. Δεν ήταν όλα εύκολα, τράβηξα και ζόρια, όμως αγάπησα εξαρχής αυτή την πόλη και τους ανθρώπους της. Μοιάζουμε, ξέρεις, αρκετά και στο κλίμα, και στον τρόπο ζωής, και στην αισθητική, και στη νοοτροπία και στις συμπεριφορές, οπότε ήταν σαν να βρισκόμουν στην Τύνιδα, μόνο που στην Αθήνα τα πράγματα είναι πολύ πιο ελεύθερα και οι άνθρωποι πιο φιλικοί, πιο εξωστρεφείς, πιο κοσμοπολίτες. Οι περισσότεροι μετανάστες και πρόσφυγες βλέπουν την Ελλάδα ως πέρασμα – είχα κι εγώ ευκαιρίες να συνεχίσω για Γαλλία ή Ολλανδία, όμως συνειδητοποίησα ότι εδώ ταιριάζω καλύτερα. Δυο χρόνια μετά μετακόμισα για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, μου άρεσε πολύ κι εκεί, όμως η Αθήνα σού προσφέρει περισσότερα. Εδώ επέστρεψα και όταν αποφάσισα πρόπερσι να γυρίσω στην πατρίδα μου μέσω Τουρκίας –ως αγόρι ξανά, εννοείται, ευτυχώς δεν είχα ξεκινήσει τις ορμόνες– για να φροντίσω τον άρρωστο πατέρα μου, παρότι το ρίσκο να μην μπορέσω ποτέ, να ξαναέρθω ήταν μεγάλο – το ότι όταν εκείνος ανέρρωσε το κατάφερα ευκολότερα απ’ ό,τι θα φανταζόμουν ποτέ, περνώντας τον Έβρο με λεωφορείο αυτήν τη φορά, ίσως σημαίνει κάτι! Αγαπώ να κάνω μεγάλους περιπάτους στο ιστορικό κέντρο, στην Ακρόπολη, στου Μακρυγιάννη, στα Αναφιώτικα, στην Πλάκα, στο Θησείο, στου Φιλοπάππου, στον Κεραμεικό, στο Γκάζι, όπου συνήθως βγαίνω για να διασκεδάσω, στην παραλιακή επίσης. Λατρεύω τα πολλά μικρά μαγαζάκια, τον πολυπολιτισμικό της χαρακτήρα, τα τόσα πράγματα που συμβαίνουν σε αυτή την πόλη καθημερινά, τη ζωντάνια, το χάος της ακόμα – μοιάζουμε και σ’ αυτό! Μου αρέσουν, επίσης, πολύ οι μουσικές και οι γεύσεις σας. Εδώ και λίγο καιρό μένω στου Γκύζη, δεν είναι ακριβώς το σπίτι των ονείρων μου, αλλά η γειτονιά είναι όμορφη, ανθρώπινη, «πράσινη» –παραδίπλα είναι το Πεδίο του Άρεως– και, το κυριότερο, είναι εντάξει. Μπορώ να πω ότι μέχρι τώρα ουδέποτε αντιμετώπισα πρόβλημα στην Αθήνα όπως κι αν κυκλοφορούσα· βλέμματα φιλικά ή επιδοκιμασίας, ναι, ιδίως από νέους ανθρώπους, επιθετικά, ειρωνικά ή σεξιστικά, όχι, ποτέ, κι αυτό με έχει απελευθερώσει, νιώθω πιο αποδεκτή γι’ αυτό που είμαι. Μπορεί απλώς να έχω σταθεί τυχερή, πάντως δεν αισθάνθηκα ποτέ απειλή.

LiFO764

Προσπαθώ πια να φτιάξω τη ζωή μου εδώ, να ολοκληρώσω τη φυλομετάβαση μέχρι το σημείο που επιθυμώ, να βρω μια σταθερή δουλειά –έχω κάνει ήδη διάφορες επαγγελματικές αιτήσεις–, ένα καλύτερο σπίτι, να υποβάλω αίτηση για ιθαγένεια, να ανοίξω αργότερα, αν τα καταφέρω, κάποια δική μου επιχείρηση – σκέφτομαι ένα παραδοσιακό τυνησιακό καφέ-ρεστοράν. Μιλώ πολύ καλά γαλλικά και αγγλικά, τα ξεκίνησα στο σχολείο, αλλά τα τελειοποίησα μόνη μου διαβάζοντας, ακούγοντας ξένη μουσική και παρακολουθώντας ταινίες, σειρές και βιντεοκλίπ. Ελληνικά καταλαβαίνω πια σχεδόν τα πάντα, αλλά δυσκολεύομαι ακόμα να τα μιλήσω. Φταίει και που συνεννοούμαι άνετα με τις άλλες δύο γλώσσες, οπότε μέχρι τώρα δεν ήταν ανάγκη να τα μιλάω, πρέπει όμως και γι’ αυτό ξεκινώ σύντομα μαθήματα. Θα μπορούσα να κάνω τη μεταφράστρια σε προσφυγικές υπηρεσίες και δομές, όμως αφενός τα χρήματα είναι λίγα, αφετέρου είναι μια ψυχοφθόρα απασχόληση. Η επικοινωνία, οι δημόσιες σχέσεις ή οι πωλήσεις μού πηγαίνουν περισσότερο. Σημασία έχει ότι η Αθήνα είναι πια το σπίτι μου κι εδώ θέλω να ζήσω. Κι ας μην είναι ακριβώς Ευρώπη η Ελλάδα, όπως με πικάρει ένας θείος μου μετανάστης από χρόνια στη Γαλλία – ή ίσως ακριβώς γι΄ αυτό.

Θοδωρής Αντωνόπουλος


30.3.2023

Προσπαθώ πια να φτιάξω τη ζωή μου εδώ, να ολοκληρώσω τη φυλομετάβαση μέχρι το σημείο που επιθυμώ, να βρω μια σταθερή δουλειά, ένα καλύτερο σπίτι, να υποβάλω αίτηση για ιθαγένεια, να ανοίξω αργότερα κάποια δική μου επιχείρηση – σκέφτομαι ένα παραδοσιακό τυνησιακό καφέρεστοράν.

ΜΕΡΟΣ

ΜΌΝΙΚΑ ΧΑΝΤΊΝΤ

ΕΚΤΟ

115


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Λ Έ Σ Ι Α

Γεννήθηκα στις 29 Μαΐου του 1965 στην πόλη Ζαλίστσικι της βορειοδυτικής Ουκρανίας, κοντά στα σύνορα με τη Μολδαβία. Ο πατέρας μου ασχολούνταν με το εμπόριο, αλλά δυστυχώς τον έχασα σε μικρή ηλικία. Η μητέρα μου εργαζόταν ως διευθύντρια σε ένα εμπορικό κέντρο και είχε υπό την ευθύνη της έναν μεγάλο αριθμό καταστημάτων, χώρους εστίασης και αναψυχής. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν όμορφα αλλά και μετρημένα. Από τη μια η οικογενειακή θαλπωρή και η παιδική αθωότητα και απ’ την άλλη οι συνεχείς διώξεις, η καθημερινή υποταγή και η έλλειψη προσδοκιών, μια πορεία γεμάτη δοκιμασίες. Το όνειρό μου ήταν να σπουδάσω νομικά και να γίνω δικηγόρος. Αλλά, τελικά, λόγω της πολιτικής κατάστασης, αφού δεν πέρασα τους υποχρεωτικούς «ελέγχους» του κράτους, παρά την υψηλή μου βαθμολογία, σπούδασα οικονομικά. Ζούσαμε σε μια κοινωνία αποκλεισμού και απομόνωσης τα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης. Όλα τότε ήταν περιορισμένα. Ένα μικρό λάθος μπορεί να σε έβαζε κατευθείαν στη «μαύρη λίστα». Δυο λέξεις παραπάνω είχε πει ο πατέρας μου για την ανεξαρτησία και θεωρήθηκε αντικαθεστωτικός. Από εκείνη την περίοδο θυμάμαι τους ανθρώπους του Κόμματος, την πιστή εφαρμογή των κανόνων, τις ψευδεπίγραφες υποσχέσεις, την καχυποψία, την ηθική διάβρωση και το αβέβαιο μέλλον.

LiFO764

Όλα άλλαξαν μονομιάς τον Απρίλιο του 1986, μια ημερομηνία-σταθμό για μένα. Η έκρηξη στο Τσερνόμπιλ στοίχειωσε τον τόπο όπου μέναμε και επηρέασε καταλυτικά τη ζωή μας. Τεράστιες ποσότητες ραδιενεργού υλικού σκορπίστηκαν στον αέρα και μεταφέρθηκαν στις γύρω περιοχές με ταχύτατους ρυθμούς. Ο κόσμος τότε δεν ήξερε τι είναι η ραδιενέργεια. Το δηλητηριώδες νέφος απλώθηκε σε μια έκταση χιλιάδων χιλιομέτρων. Μια βροχή στη δική μου πόλη ήταν αρκετή για να μεταφέρει τη ραδιενεργή σκόνη σε ανθρώπους, φυτά και ζώα. Παντρεύτηκα σε μικρή ηλικία, μόλις στα 23 μου. Η κόρη μου, Ολένα, γεννήθηκε έναν χρόνο μετά την έκρηξη του Τσερνόμπιλ, ενώ ο γιος μου, Μπογκντάν, ύστερα από επτά χρόνια.

Iδιοκτήτρια του Café Bar 67. Γεννήθηκε στην Ουκρανία, ζει στη Νεάπολη Εξαρχείων.

Σ


30.3.2023

Μόλις συνειδητοποίησα την έκταση όλων όσα είχαν συμβεί, αναρωτήθηκα τι έπρεπε να κάνω. Θυμάμαι πολύ έντονα τη μεγάλη αγάπη του πατέρα μου για τον ελληνικό πολιτισμό. Από πολύ νωρίς φρόντισε να μας μάθει την ιστορία της Ελλάδας. Αλλά σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωσή μου έπαιξε ένας καθηγητής μου στο πανεπιστήμιο του Κιέβου και μεταφραστής της Ιλιάδας, μιας βερσιόν για μικρά παιδιά. Αυτό το βιβλίο παραμένει ανεξίτηλο στη μνήμη μου. Την ίδια στιγμή ο πατέρας μου μας εμφύσησε τις αρχές, τις αξίες και το πνεύμα της αρχαίας Σπάρτης. Μας έμαθε, με τον αδελφό μου, τη λιτότητα, το λακωνίζειν, την αυτάρκεια, την επιμονή, τη συνέπεια και την ανεξαρτησία. Στα 33 μου αποφάσισα να φύγω από την Ουκρανία. Τα ραδιενεργά σωματίδια στον αέρα είχαν προκαλέσει μεγάλη τοξική μόλυνση στην περιοχή. Τα παιδιά μου αρρώσταιναν συνεχώς, ανησυχούσα. Οι γιατροί μάς είχαν πει ότι έπρεπε να αλλάξουμε άμεσα περιβάλλον. Το 1999, δεκατρία χρόνια μετά το καταστροφικό δυστύχημα στο εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας, ήταν η δεύτερη ημερομηνία-σταθμός. Μάζεψα κάποια πράγματα και ξεκίνησα το ταξίδι μου για την Ελλάδα. Δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα από το να αποφασίζεις να αφήσεις τη χώρα σου και μαζί τα παιδιά σου. Ωστόσο, το έκανα γιατί ήθελα να αναζητήσω ένα καλύτερο μέλλον για μένα και γι’ αυτά. Μόνο ένας μπορούσε να φύγει, έτσι έφυγα εγώ γιατί ήξερα καλύτερα αγγλικά, με τα παιδιά έμεινε ο πατέρα τους. Δεν τους είπα τον λόγο για τον οποίο έφυγα, ντρεπόμουν. Τι να τους έλεγα; Ότι χρειαζόμασταν χρήματα; Ότι έπρεπε να πάω να δουλέψω σε μια άλλη χώρα; Από το μυαλό μου δεν θα σβήσει ποτέ η ανάμνηση του ταξιδιού προς την Ελλάδα. Θυμάμαι ότι μπήκα στο λεωφορείο μαζί με κάποιες άλλες γυναίκες και η διαδρομή διήρκεσε τρεισήμισι μέρες. Συνεχόμενοι έλεγχοι σε κάθε συνοριακό σταθμό και εμένα να με έχει κυριεύσει ο φόβος ότι θα με γυρίσουν πίσω. Τελικός μας προορισμός, η πλατεία Μεταξουργείου. Μόλις φτάσαμε παρατήρησα ότι όλοι οι υπόλοιποι επιβάτες ήταν πολύ χαρούμενοι. Αντιθέτως, εμένα με είχε πλημμυρίσει μια τεράστια στενοχώρια. Ξαφνικά, ήμουν άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Ήταν Δεκέμβριος, παραμονές του millennium. Μια νέα χιλιετία θα ανέτειλε σε λίγες μέρες κι εγώ έπρεπε να κάνω μια νέα αρχή. Για δύο ολόκληρες εβδομάδες πήγαινα για πολλές ώρες και καθόμουν σε ένα γραφείο εύρεσης εργασίας. Κάθε μέρα η ίδια αγωνία. Ώρες ατελείωτες με σκυμμένο βλέμμα να περιμένω κάποιος να ενδιαφερθεί για μένα. Έπρεπε να πιάσω δουλειά επειγόντως. Τελικά, η πρώτη μου δουλειά ήταν ως babysitter σε μια καταπληκτική οικογένεια που έμενε στον Διόνυσο. Πόσο τυχερή ήμουν! Είχαν κι εκείνοι δυο παιδιά και από την αρχή φρόντισα να ανταποδώσω την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν. Στους ανθρώπους αυτούς οφείλω πολλά και κυρίως το γεγονός ότι μπόρεσα να φέρω τα παιδιά μου στην Ελλάδα. Όταν πέρασαν κάποιοι μήνες, έβλεπαν ότι ήμουν λυπημένη κι έκλαιγα συνεχώς, επειδή είχα μάθει ότι τα παιδιά μου είχαν αρρωστήσει – είχαν υψηλό πυρετό και σημαντική πτώση του αιματοκρίτη. Όσα λεφτά μπορούσα να μαζέψω τα έστελνα στους δικούς μου, μαζί με ασφαλή τρόφιμα και φάρμακα, καθώς η ραδιενέργεια τούς είχε διαλύσει. Τότε η οικογένεια στην οποία δούλευα με ρώτησε πόσα παιδιά έχω και όταν τους απάντησα δύο μου είπαν χωρίς δισταγμό: «Και τέσσερα να είχες, το ίδιο θα κάναμε». Μου βγάλανε εισιτήριο, ώστε να μπορέσω να τα φέρω. Για έξι μήνες μέναμε όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι. Αργότερα, για να μη λείψει τίποτα στα παιδιά μου, δούλευα έως και σε τρεις δουλειές παράλληλα, για πολλά χρόνια. Εργάστηκα στη λάντζα, σε καφέ αλλά και ως μαγείρισσα. Στις κουζίνες γνώρισα τον μεγαλύτερο ρατσισμό και σεξισμό. Γίνονται πολλές διακρίσεις, που μάλλον οφείλονται στην ανασφάλεια των άλλων ανθρώπων. Υπήρχε ένα χάσμα ανάμεσά μας, εξάλλου εγώ δούλευα με λίγα χρήματα. Μέσα σε λίγα χρόνια, όμως, κατάφερα να αλλάξω πόστο. Έτσι, πέτυχα σιγά σιγά να εισχωρήσω σε επαγγελματικές κουζίνες και να διαπρέψω ως σεφ.

117

Προφανώς, η ζωή δεν ήταν εύκολη στην Ελλάδα. Πολλές στερήσεις, άγχος και αβεβαιότητα. Για ένα μεγάλο διάστημα ήμουν παράνομη. Δεν μπορείτε να φανταστείτε την ταλαιπωρία που τράβηξα προκειμένου να πάρω την πολυπόθητη άδεια παραμονής. Ήρθα στην Ελλάδα με την ανάμνηση της Ιλιάδας και, τελικά, βρέθηκα αντιμέτωπη με σκηνές απ’ την Οδύσσεια. Στα 47 μου χρόνια, το 2012, αποφάσισα να κάνω το επόμενο βήμα και να ανοίξω το Cafe Bistro 67. Παρότι ήταν η περίοδος της οικονομικής κρίσης, η ανταπόκριση του κόσμου ήταν συγκινητική. Ήθελα να θυμίζει λίγο το σπίτι της γιαγιάς μου με τις ουκρανικές παραδόσεις. Αυτός είναι και ο λόγος που το έχω διακοσμήσει με πολλά αντικείμενα απ’ την πατρίδα και τη γιαγιά μου, χάρη στην οποία λάτρεψα την τέχνη της μαγειρικής. Φυσικά, οι περιπέτειές μου δεν σταμάτησαν. Οι υποχρεώσεις και οι παραλογισμοί που έζησα προκειμένου να καταφέρω να διατηρήσω ανοιχτό το μαγαζί είχαν ως αποτέλεσμα να πάθω ισχαιμικό επεισόδιο. Το στρες με είχε καταβάλει. Ένιωθα για μήνες σαν να χτυπούσα το κεφάλι μου στον τοίχο. Αλλά δεν είχα το περιθώριο να αποτύχω, παρά τα αμέτρητα εμπόδια. Επέλεξα να μείνω στα Εξάρχεια γιατί τον πρώτο καιρό ήθελα να στέλνω τα παιδιά μου στο ουκρανικό σχολείο Αθήνας. Είναι μια περιοχή ελεύθερη, χωρίς στερεότυπα, προκαταλήψεις και ρατσιστικές αντιλήψεις. Εδώ δεν χρειάζεται να προσποιείσαι ότι είσαι κάτι άλλο. Δεν φοβάσαι τα υποτιμητικά βλέμματα του κόσμου και την περιφρόνηση. Οι άνθρωποι είναι χαμογελαστοί, φιλότιμοι και ανοιχτόκαρδοι. Χαίρομαι γιατί κατοικώ και διατηρώ μαγαζί στην πιο ζωντανή και ανήσυχη περιοχή της Αθήνας. Κάτι που εκτιμώ πολύ στους Έλληνες είναι ότι πολλές φορές μια συγγνώμη αρκεί για να ξεχαστούν έχθρες και αντιπαλότητες. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έχουν χρυσή καρδιά, αλλά συναντάς στον δρόμο σου και κάποιους άλλους που σε κάνουν να νιώθεις ότι δεν σε βλέπουν, ότι δεν υπάρχεις γι’ αυτούς. Θυμάμαι, όταν τελικά άλλαξαν σχολείο τα παιδιά μου και πήγαν στο ελληνικό, πήγαινα να τα πάρω στο σχόλασμα και πολλές φορές τα έβλεπα να κάθονται μόνα τους πίσω από μια κολόνα. Για τους υπόλοιπους μαθητές τα παιδιά μου ανήκαν στην κατηγορία των μεταναστών. Ο χρόνος τα γιάτρεψε, όμως, όλα.

ΛΟΜΠΟΝΤΙΆΝ Γιάννης Πανταζόπουλος

ΜΕΡΟΣ

Οι μετανάστες δεν είναι κατώτεροι άνθρωποι. Αναμφίβολα, οι δυσκολίες που συνάντησα με έκαναν καλύτερη, με δυνάμωσαν. Υπήρχαν στιγμές, όμως, που αισθάνθηκα πράγματι ότι έχασα τον εαυτό μου. Ξέρετε, στην Ελλάδα ήμουν η Αλεξάνδρα για λόγους διευκόλυνσης. Μού το πρότειναν ως ένα όνομα οικείο, εύκολο και δυναμικό. Πράγματι, με βοήθησε ως προς την προσαρμογή μου. Πάλεψα, όμως, με όλες μου τις δυνάμεις να ξαναβρώ την ταυτότητά μου. Και τα κατάφερα. Το όνομά μου, λοιπόν, είναι Λέσια.

ΕΚΤΟ

Η πιο ευχάριστη στιγμή της ζωής μου ήταν όταν πήγα στην Ουκρανία για να φέρω τα παιδιά μου στην Ελλάδα. Η στιγμή που κατέβηκα από το αεροπλάνο, κρατώντας τα σφιχτά από το χέρι. Ήταν η στιγμή που κι εκείνα μου έδειξαν ότι με εμπιστεύονταν. Σφίγγοντας το χέρι μου με ακολούθησαν πιστά σε μια ξένη χώρα, σε έναν νέο προορισμό, σε ένα ταξίδι χωρίς γυρισμό. Συγκινούμαι και μόνο στη σκέψη.


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Γεννήθηκα στη Γεωργία, στην περιοχή Πορτζόμι, ένα μεγάλο και χιονισμένο βουνό του Καυκάσου, που σήμερα είναι πολύ τουριστικό μέρος. Τα πρώτα μου χρόνια, ομολογώ, δεν θυμάμαι να είχαμε τόσο μεγάλες δυσκολίες, ευτυχώς υπήρχαν ακόμα δουλειές και διάφορα εργοστάσια στην περιοχή, που έβγαζαν από αυτοκίνητα μέχρι έπιπλα, κρύσταλλα, ρούχα και παπούτσια. Όταν όμως κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, δυστυχώς αυτά διαλύθηκαν, μείναμε χωρίς δουλειά, μπήκαμε στην παγκόσμια αγορά με κακό σχεδιασμό και πουλούσαμε τα προϊόντα σε τιμές-χάρισμα. Εγώ είχα σπουδάσει νοσηλεύτρια στο Κουτάισι, μια παραθαλάσσια πανέμορφη πόλη στην Κολχίδα, όπου έμεναν πολλοί μας συγγενείς. Δεν έβρισκα τρόπο να αξιοποιήσω τις σπουδές μου όμως. Η ιστορία της μετανάστευσής μου ξεκινά με δυσκολίες. Το 1990, ο άνδρας μου έφυγε ξαφνικά από τη ζωή από ένα αυτοκινητικό δυστύχημα. Ήταν ακριβώς 44 χρονών. Έμεινα μόνη μου με δυο παιδιά ορφανά και έναν πατέρα ηλικιωμένο. Στη Γεωργία τότε η κατάσταση ήταν αφόρητη. Δεν έβρισκα να δουλέψω, δεν μπορούσα να προσφέρω στα παιδιά μου τίποτα, ούτε είχα ξεκάθαρο σκοπό στη ζωή μου. Τα παιδιά μου ήταν ακόμα πολύ μικρά, ο Μιχάλης μου ήταν 14 χρονών, η Νάζη μόλις 10. Ήταν πολύ αγαπητός ο άντρας μου και η οικογένειά του, αλλά φαντάζεστε πόσο δύσκολη είναι η ζωή όταν είσαι μια μόνη μητέρα με δύο παιδιά, σε μια χώρα που δεν μπορεί να σου προσφέρει τίποτα. Εκείνα τα χρόνια, σιγά σιγά, ο κόσμος άρχιζε να φεύγει και κατά κύριο λόγο να πηγαίνει στην Τουρκία για να βρει δουλειά. Εγώ, βέβαια, δεν ήθελα να πάω με τίποτα, μου φαινόταν πολύ δύσκολο. Ωστόσο, όταν ξεκίνησαν πολλοί Έλληνες ποντιακής καταγωγής να κατεβαίνουν στην Ελλάδα, έμαθα πως τους δέχονταν λόγω της καταγωγής τους και τους έδιναν βίζα, όπως και σ’ εμάς, που ήμασταν Πόντιοι. Βέβαια επαφές δεν είχαμε, ούτε τηλέφωνα, αλλά, ευτυχώς, όποιος επέστρεφε στα μέρη μας, μας μετέφερε τα νέα. Έτσι λοιπόν, μια μέρα γύρω στο 1992 επέστρεψε στη Γεωργία ο ξάδελφος του άντρα μου, που εδώ και χρόνια μένει πλέον στην Κατερίνη. Ήρθε κατευθείαν στο σπίτι μου ο άνθρωπος, γιατί ήθελε να μάθει πώς τα βγάζουμε πέρα, και μου εξήγησε τη διαδικασία. «Μπορείς να έρθεις και συ, Ράνια, ευχαρίστως θα σε φιλοξενήσουμε εμείς για μερικούς μήνες, να μαζέψεις μερικές δεκάδες χιλιάδες δραχμές, δουλεύοντας κάποιους μήνες, ώστε να βοηθήσεις τα παιδιά σου». Έτσι, λοιπόν, αποφάσισα κι εγώ να κατέβω στην Ελλάδα. Έφτασα στην Κατερίνη τον Δεκέμβρη του 1996, αφού άφησα πρώτα τα παιδιά μου στην αδελφή μου για να τα κρατήσει. Αμέσως άρχισα να αναζητώ ευκαιρίες και δουλειές, η Κατερίνη όμως ήταν μικρή πόλη και δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ευτυχώς, κάποιος γνωστός μας είπε πως στην Αθήνα υπήρχαν γραφεία εύρεσης εργασίας, έτσι, μετά από λίγο, κατέβηκα στην πρωτεύουσα. Αμέσως βρέθηκε μια ηλικιωμένη κυρία στην Ηλιούπολη που αναζητούσε μια κοπέλα στην ηλικία μου. Όταν, μάλιστα, της είπαν πως είμαι Πόντια από τη Γεωργία, χάρηκε αφάνταστα. Χάρηκα κι εγώ που μια οικογένεια με καλοδέχτηκε στο σπίτι της, για να προσέξω μια κυρία μεγάλης ηλικίας, που ήταν μόνη της στο σπίτι. Ήταν χρυσός άνθρωπος η κυρία Στέλλα και κοντά της, μετά από μερικούς μήνες, ξεκίνησα δειλά δειλά να καταλαβαίνω και να μιλάω τα ελληνικά. Εκείνη τριγυρνούσε στο σπίτι και μου έδειχνε τα αντικείμενα κι εγώ είχα το τετράδιό μου και έγραφα τις λέξεις. Τις πρώτες μέρες δεν αντιμετώπισα δυσκολίες με τους ανθρώπους αλλά τον πόνο τού να είμαι μακριά από τα παιδιά μου. Είχαμε τις τηλεκάρτες τότε και επικοινωνούσαμε, και ευτυχώς με άφηνε η κυρία Στέλλα να τηλεφωνώ και από το σταθερό για να μαθαίνω τα νέα τους. Ήταν αφάνταστα δύσκολο, παρότι ήμουν κοντά σε μια υπέροχη οικογένεια, να βρίσκομαι τόσο μακριά από τη δική μου. Τα βράδια δεν με έπαιρνε ο ύπνος, δεν μπορούσα να ησυχάσω μακριά τους. Τι να κάνουν, πώς διαβάζουν, πώς ντύνονται, νιώθουν αγάπη; Αυτές είναι οι ανησυχίες της μάνας. Έκλαιγα ασταμάτητα και στριφογυρνούσα στο κρεβάτι μου ξανά και ξανά, και κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες. Το 1999 κατόρθωσα επιτέλους να πάρω την πράσινη κάρτα και μπορούσα πια να επιστρέψω στα παιδιά μου. Δηλώθηκα πως είμαι εδώ και έβαλα όλη αυτήν τη γραφειοκρατία σε μια σειρά. Ήταν δαιδαλώδης διαδικασία όταν την ξεκίνησα, έπρεπε να πηγαίνω συνεχώς στο Γραφείο Αλλοδαπών, χωρίς να ξέρω τη γλώσσα, τους ανθρώπους. Ευτυχώς, οι οικογένειες στις οποίες δούλευα πάντοτε με διευκόλυναν. Η κυρία Στέλλα ήταν πολύ μεγάλη σε ηλικία, δεν μπορούσε φυσικά να με συνοδεύσει, αλλά πάντοτε μου έγραφε ένα σημείωμα με τη διεύθυνση του σπιτιού μας, τις οδηγίες για τα χαρτιά και μου έδινε μαζί και χρήματα για πληρώνω το ταξί να με πηγαίνει στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Σιγά σιγά τα κατάφερα.

LiFO764

Στη συνέχεια επέστρεψα μαζί με τα παιδιά μου από τη Γεωργία και αφού άλλαξα διάφορες δουλειές, βρέθηκα για ένα διάστημα να προσέχω τα παιδιά μιας οικογένειας. Τα μεγάλωσα ως babysitter τους, τα φρόντιζα και τους μαγείρευα, παίζαμε μαζί και πηγαίναμε βόλτες στο πάρκο. Ήταν πολύ χαριτωμένα πλάσματα, και μέχρι σήμερα τα έχω στην καρδιά μου σαν δική μου οικογένεια. Ύστερα, γύρω στο 2001, πήγα στο «Ερρίκος Ντυνάν» όπου εργάστηκα ως νοσηλεύτρια και έμεινα στο νοσοκομείο περίπου τεσσεράμισι χρόνια.


30.3.2023

ΡΑΝΙΑ (ΡΑΪΑ)

ΧΑΡΛΑΜΠΙΔΗ

ΜΕΡΟΣ

Φροντίστρια ηλικιωμένων. Γεννήθηκε στη Γεωργία, ζει στα Εξάρχεια.

ΕΚΤΟ

119


ΠΟΛΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΙΑΣ

ΡΑΝΙΑ (ΡΑΪΑ) ΧΑΡΛΑΜΠΙΔΗ

LiFO764

Η καταγωγή της οικογένειάς μου είναι από τον Πόντο, και ποτέ στη Γεωργία δεν μας θεώρησαν δεύτερης κατηγορίας. Οι παππούδες μου και τα πεθερικά μου έφτασαν στην περιοχή ως πρόσφυγες το 1920 από τη Μικρά Ασία, διέσχισαν με καράβι τη Μαύρη Θάλασσα και εγκαταστάθηκαν στη Γεωργία.


30.3.2023

Μια μέρα, το 2006, αφού πλέον είχα αρχίσει να έχω προβλήματα με τη μέση μου και κουραζόμουν πολύ στο νοσοκομείο, από μια γνωστή μου οικογένεια έμαθα πως μια ηλικιωμένη κυρία αναζητούσε μια κοπέλα για παρέα. Πήγα μήνα Μάρτιο, λοιπόν, να συναντήσω την κυρία Μαρία, την εποχή που η Νάζη μου ήταν έγκυος με τον Νικόλα, το πρώτο της παιδί. Τα θυμάμαι ως τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου – και η κυρία Μαρία ήταν τότε ακόμα πολύ καλά στην υγεία της. Θυμάμαι, όταν τη συνάντησα αρχικά, στο πρώτο μας ραντεβού, αφού πρώτα συζητήσαμε, τη ρώτησα: «Κυρία Μαρία, να σας ρωτήσω κάτι, πού είναι η γιαγιά που θα προσέχω;». «Εγώ είμαι!» μου απάντησε χαμογελώντας πονηρά. «Μα τι λέτε, εσείς είστε η γιαγιά; Αφού είστε σαν και μένα, τι έχετε να σας φροντίζω;» της είχα αποκριθεί. «Ακόμα καλά είμαι, δεν έχω κάτι για να με φροντίσεις», είχε πει. «Θέλω απλώς να έχω μια παρέα, να μην είμαι μόνη μου». Περάσαμε υπέροχα χρόνια με την κυρία Μαρία. Παντού πηγαίναμε παρέα – τι εστιατόρια και καφέδες, βαφτίσια και γάμους, επισκέψεις και υποδοχές στο σπίτι. Μόνο γλυκιές αναμνήσεις έχω και μέχρι σήμερα αγαπώ όλη της την οικογένεια σαν να είναι αδέλφια μου. Αυτό είναι το υπέροχο για μένα, αισθάνομαι σαν να έχω μία ακόμα δική μου οικογένεια στην Ελλάδα. Δεν έχω τα λόγια να τα περιγράψω πιο όμορφα. Είναι, βέβαια, δύσκολο να χάνεις τους ανθρώπους που προσέχεις. Μέχρι και σήμερα μου είναι αδύνατο να ξεχάσω την κυρία Μαρία, τόσο δέθηκα μαζί της. Ήταν ο πιο γλυκός άνθρωπος, ποτέ δεν μου έκανε ούτε το παραμικρό παράπονο. Μια μέρα τη χτύπησε αυτοκίνητο την καημένη, μετά το ατύχημα αρρώστησε και δυστυχώς πήρε την κάτω βόλτα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν με κοίταξε με δάκρυα στα μάτια και μου είπε: «Ράνια, μη με αφήσεις ποτέ. Κάτσε μαζί μου, και ας φύγω στα χέρια σου». Κι εγώ δεν ήθελα με τίποτα να την αφήσω σε ξένα χέρια. Ακόμα θυμάμαι πώς με χάιδευε, ακόμα κι όταν ήταν δύσκολα – είχε πλέον χάσει τη μνήμη της και δεν μπορούσε να μιλήσει πολύ. Κάθε βράδυ, όμως, μου ζητούσε να κάθομαι δίπλα της. «Φοβάμαι τον θάνατο, Ράνια μου, μα όταν σε έχω δίπλα μου δεν τον φοβάμαι», μου έλεγε. Κι εγώ καθόμουν για ώρες δίπλα της, στο κρεβάτι της. Αν δεν είχα ζήσει τον τραγικό θάνατο του γιου μου, του Μιχάλη, ίσως σήμερα να ήμουν ευτυχισμένη. Τώρα είμαι μονάχα μια πικραμένη μάνα, επειδή πριν από κάποια χρόνια έχασα ξαφνικά το ίδιο το παιδί μου. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυσκολία και βαρύτερος πόνος στη ζωή. Όταν ήρθε η κόρη μου μαζί μου, και ξεκινούσε τη ζωή της στην Ελλάδα, ήθελε πάση θυσία να σπουδάσει. Δεν ήθελε να μιλάει ελληνικά έτσι χύμα και λάθος, όπως τα έμαθα εγώ. Πήγε, λοιπόν, στου Ζωγράφου, στο Πανεπιστήμιο, και γράφτηκε για να μάθει να διαβάζει τη γλώσσα σωστά και όμορφα. Για μένα είναι τεράστια η χαρά που κατάφερε να μάθει ελληνικά, και από εκεί να πάρει το δίπλωμά της και να προκόψει. Στην αρχή έβρισκε δουλειές, έκανε babysitting σε μια γνωστή μας οικογένεια, στη συνέχεια δούλεψε σε αλυσίδες σούπερ-μάρκετ και καφέ. Πήρε τα μαθήματά της από όλα αυτά και το 2019 έφτασε να κυνηγήσει τον στόχο και όνειρό της και άνοιξε το Tone House, έναν φούρνο που φτιάχνει παραδοσιακές γεωργιανές πίτες και ψωμί και γλυκά. «Tone» είναι ο πήλινος φούρνος όπου φτιάχνουμε ψωμί, πάντοτε με υγιεινό προζύμι, πέρα ως πέρα σπιτικό, όλα ζυμωμένα με το χέρι. Αισθάνομαι τόσο περήφανη για την κόρη μου, που τα κατάφερε, και για μένα, που άρπαξα τις ευκαιρίες που μου δόθηκαν στην Ελλάδα. Νιώθω επίσης απεριόριστη ευγνωμοσύνη που οι οικογένειες για τις οποίες δούλεψα με έκαναν να αισθάνομαι καλά, να μην έχω πίκρες από κανέναν, βοήθησαν να ανοίξει ο δρόμος εδώ για την οικογένειά μου, δείχνοντάς μας εμπιστοσύνη. Έχει μεγάλη σημασία το να περιτριγυρίζεσαι από καλούς ανθρώπους. Καταλήγεις να αγαπάς και την οικογένεια που σε εμπιστεύεται αλλά και την ίδια την χώρα.

121

Οι Έλληνες και οι Γεωργιανοί έχουμε πολλά κοινά, από τη θρησκεία μέχρι την πίστη μας στην αξία της οικογένειας. Οι συνήθειές μας μοιάζουν πολύ, και ιστορικά είμαστε δυο λαοί πολύ αγαπημένοι. Η καταγωγή της οικογένειάς μου είναι από τον Πόντο, και ποτέ στη Γεωργία δεν μας θεώρησαν δεύτερης κατηγορίας. Οι παππούδες μου και τα πεθερικά μου έφτασαν στην περιοχή ως πρόσφυγες το 1920 από τη Μικρά Ασία, διέσχισαν με καράβι τη Μαύρη Θάλασσα και εγκαταστάθηκαν στη Γεωργία. Πριν από κάποια χρόνια, μετά τις αφάνταστα οδυνηρές απώλειες που βίωσα, η Νάζη μου έφερε στη ζωή το δεύτερο εγγονάκι μου. Αυτό ήταν για μένα χάρισμα Θεού, κλειδί της καρδιάς μου που την άνοιξε και πάλι διάπλατα. Κάτι σου δίνει η ζωή και κάτι σου παίρνει, και αν πήρε από μένα πολλά, μου χάρισε αυτό το γλυκό πλάσμα. Βλέπω τα εγγονάκια μου και παρότι είναι πολύ δύσκολο για όλους μας που χάσαμε τον Μιχάλη μας, η ζωή συνεχίζεται και ας μη φεύγει ποτέ το βάρος της απώλειας για τη μάνα. Ο μεγάλος μου εγγονός, ο Νικόλας, έχει πλέον μεγαλώσει, έχει κλείσει τα 15 και έχει κλίση στα μαθηματικά. Τα εγγόνια μας είναι δυο φορές παιδιά μας, που λένε και οι Έλληνες. Τον μεγάλωσα στο σπίτι της κυρίας Μαρίας και ακόμα και τα χρόνια που ήταν βυθισμένη στην άνοια και δεν ξεστόμιζε κουβέντα, είχε πάντα την προσοχή της στο εγγονάκι μου. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

Νίκος Ευσταθίου

ΜΕΡΟΣ

Επιστρέφω καμιά φορά στη Γεωργία. Τώρα που μεγάλωσα αισθάνομαι ακόμα περισσότερο πως είναι η πατρίδα μου. Στην Ελλάδα, βλέπεις, δεν μπόρεσα να αποκτήσω δικό μου διαμέρισμα. Και δεν θα μπορέσω ποτέ να πληρώσω ενοίκιο με τη σύνταξη που περιμένω να πάρω, κι ας έχω συγκεντρώσει όλα τα ένσημα. Έχω, λοιπόν, στην πατρίδα μου το σπίτι μου και θα γυρίσω εκεί να περάσω τα γεράματά μου. Δυστυχώς, δεν είχα τη δυνατότητα να μαζέψω τα χρήματα για να πάρω δικό μου διαμέρισμα, επειδή ήμουν μια χήρα με δυο ορφανά παιδιά και έναν ηλικιωμένο πατέρα που έπρεπε να βοηθήσω. Ελπίζω η επόμενη γενιά να τα καταφέρει.

ΕΚΤΟ

Όταν πρωτοήρθα, συνάντησα μια άλλη Ελλάδα από αυτήν που βιώνουμε σήμερα. Έχουν αλλάξει πολλά, δεν αισθάνομαι βέβαια τον ρατσισμό, αλλά υπάρχει ανασφάλεια και έλλειψη εμπιστοσύνης στους ανθρώπους. Τότε θυμάμαι καθαριότητα, ομορφιές, ο κόσμος μού απαντούσε πρόθυμα όταν ζητούσα βοήθεια με τα σπασμένα ελληνικά μου. Ήταν όλα πιο ανθρώπινα. Σήμερα όλοι φοβούνται μην τυχόν σου αρπάξει κανείς την τσάντα. Τη δεκαετία της κρίσης ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα και για μένα, όπως και για όλους τους Έλληνες. Το ίδιο αισθανόμασταν όλοι, όπως και σήμερα, που οι μισθοί και οι συντάξεις δεν φτάνουν. Πολύς κόσμος δεν αντέχει, και αξίζει να λέμε την αλήθεια.


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Γεννήθηκα στο Τσιεντάν της Κίνας, έναν αρκετά μεγάλο νομό, σε μια πόλη που λέγεται Γουοντζό. Το 1991, όταν ήμουν πολύ μικρή, οι γονείς μου μετανάστευσαν στην Ιταλία και μεγάλωσα στη Ρώμη – οι αναμνήσεις μου από τη Ρώμη είναι πολύ θολές. Μετά από πέντε χρόνια, όταν ήμουν εννιά χρονών, ξαναγυρίσαμε στην Κίνα και έκανα εκεί τη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Η χώρα είχε αλλάξει πάρα πολύ, είχε υποστεί συγκλονιστικές αλλαγές λόγω της κατεδάφισης των κτιρίων σε πολλές περιοχές και της ανοικοδόμησης των πολυκατοικιών. Τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Μετά πήγαμε πάλι στην Ιταλία, στην αρχή στο Μιλάνο, όπου ήταν οι συγγενείς μας –είχε μεταναστεύσει όλη η οικογένεια– και μετά στη Ρώμη. Έπρεπε να μάθω ξανά μια νέα γλώσσα και να προσαρμοστώ στο νέο περιβάλλον. Ευτυχώς, δεν ξέχασα τα κινέζικα, γιατί πήγα σε ένα σχολείο που στην τάξη μου οι μισοί μου συμμαθητές ήταν Κινέζοι. Ζούσαμε σε μια περιοχή που ήταν πολυπολιτισμική, ήμουν σε ένα σχολείο με παιδιά απ’ όλο τον κόσμο, Κινέζους, Αφρικανούς. Το 1/3 των παιδιών ήταν απ’ την Κίνα, το 1/3 απ’ την Αφρική και το 1/3 ήταν οι Ιταλοί. Στην Ελλάδα ήρθαμε το 2000. Οι γονείς μου είχαν μια μικρή επιχείρηση και κάποια στιγμή άνοιξαν ένα εστιατόριο στον Πειραιά. Το 2003, επειδή έγινε το SARS, το μαγαζί έκλεισε. Οι γονείς μου χώρισαν και η μαμά μου γύρισε στην Ιταλία. Το 2006 έφυγα από τον Πειραιά και εγκαταστάθηκα στην Αθήνα. Σπούδασα στο Τμήμα Τουριστικών Επιχειρήσεων οικονομία-διοίκηση. Το 2000, που ήρθαμε στην Ελλάδα, δεν υπήρχαν πολλοί Κινέζοι και επειδή ο πατέρας μου είχε εστιατόριο και βοηθούσα στο μαγαζί, έπρεπε να μάθω ελληνικά, για να μπορώ να συνεννοηθώ. Ο μπαμπάς μου προσέλαβε μια δασκάλα η οποία μου έκανε ελληνικά κάθε μέρα, πρωινές ώρες, για πάνω από έναν χρόνο. Μετά γράφτηκα σε ένα σχολείο, στο λύκειο, και συνέχισα τις σπουδές μου. Η αρχή ήταν πολύ δύσκολη, αλλά μετά από ένα-δυο χρόνια ήταν καλά. Μου άρεσε που μάθαινα τη γλώσσα, στον ελεύθερο χρόνο μου άκουγα ραδιόφωνο – μου άρεσε να ακούω διαλόγους, κι επειδή ήμουν μικρή, ήταν πιο εύκολο να μάθω. Το όνειρο που είχα μικρή ήταν πολύ κοντά σε αυτό που κάνω τώρα. Δηλαδή να πηγαίνω ταξίδια, να γνωρίζω κόσμο, να πειραματίζομαι, να καταλαβαίνω διάφορες κουλτούρες. Ένα διάστημα ήμουν συνοδός σε ομάδες τουριστών – μου αρέσει αυτή η επαφή. Μιλάω κινέζικα, μάνταριν, μια γλώσσα που δεν τη μιλάνε πολλοί στην Αθήνα. Είναι πολύ δύσκολη και πρέπει να την ξέρεις πολύ καλά για να τη μιλήσεις. Το άλλο μου όνειρο μου ήταν να κάνω οικογένεια – και αυτό το πραγματοποίησα, έχω έναν γιο και μια κόρη. Πριν από τον κορωνοϊό συνεργαζόμουν με γραφεία που φέρνουν Κινέζους τουρίστες στην Ελλάδα και τους συνόδευα σε ταξίδια. Μετά τον κορωνοϊό σταμάτησε όλο αυτό γιατί δεν έρχονται πια, σιγά σιγά όμως θα ξεκινήσει κι αυτό. Ήδη με παίρνουν για να συνοδεύσω οργανωμένα γκρουπ που έρχονται για μπίζνες ή για επίσκεψη σε κρατικούς φορείς. Κάνω τη διερμηνέα, πλέον, όχι την ξεναγό, γιατί έχω οικογένεια και δεν θέλω να λείπω πολλές μέρες απ’ το σπίτι. Κάποια στιγμή δούλευα και σε μια εταιρεία που ασχολείται με το real estate. Υπάρχει μεγάλη ζήτηση γενικά για ακίνητα στην Αθήνα και στην Ελλάδα από Κινέζους επενδυτές. Αυτοί είναι το μεγαλύτερο ποσοστό στο πρόγραμμα Golden Visa, που ισχύει μέχρι το τέλος Απριλίου. Αν αγοράσεις σπίτι ή σπίτια αξίας 250.000 ευρώ μπορείς να κάνεις αίτηση για διαμονή για τρεις γενιές μιας οικογένειας. Ισχύει για πέντε χρόνια. Μόλις τα παιδιά γίνουν 18 χάνουν την άδεια, πρέπει να πληρώσουν ένα παράβολο, αλλά μπορούν να ξαναγοράσουν βίζα. Τα ακίνητα που αγοράζουν οι Κινέζοι είναι για επένδυση, αυτοί που έρχονται για να μείνουν εδώ είναι πάρα πολύ λίγοι. Ο βασικός λόγος που πληρώνουν τόσα λεφτά είναι για να αποκτήσουν τη βίζα, κι αυτό είναι πολύ βασικό, γιατί τους δίνει ένα διαβατήριο για να έρχονται στην Ευρώπη. Επίσης, αγοράζοντας ένα σπίτι, έχουν μια περιουσία που τους επιτρέπει να έχουν κάποιο εισόδημα, γιατί στην Ελλάδα πληρώνουν φόρους, ασφάλειες – έχουν έξοδα τα σπίτια. Αυτήν τη στιγμή αγοράζουν παντού στην Αθήνα, αρκετά στα Εξάρχεια, στα νότια προάστια – εκεί γίνεται χαμός. Ξέρω πάρα πολλές οικογένειες που δεν είναι πάμπλουτοι, είναι απλοί άνθρωποι, που έχουν δύο σπίτια, το ένα το νοικιάζουν και παίρνουν τα ενοίκια και στο άλλο μένουν. Υπάρχει και ένα ποσοστό Κινέζων που έρχονται εδώ για να πάνε τα παιδιά τους σε αγγλικά ή αμερικάνικα σχολεία της Αθήνας, γιατί στην Κίνα τα αντίστοιχα κοστίζουν τριπλάσια και είναι πολύ δύσκολο για κάποιον Κινέζο να σπουδάσει σε αυτά. Έρχονται εδώ, σπουδάζουν, και μετά πάνε στην Αμερική. Στην Ελλάδα είχα πολύ καλούς δασκάλους που με βοήθησαν και με επηρέασαν πολύ. Στην αρχή, όταν προσπαθούσα να μάθω ελληνικά, μου έδιναν κουράγιο, μου έλεγαν «τα πας πολύ καλά». Και η μητέρα μου, η οποία ζει τώρα στη Ρώμη, με έχει στηρίξει πολύ, σε κάθε μου βήμα. Με έχει μάθει πολλά πράγματα, είναι πολύ δυνατή γυναίκα. Είχα φίλους Έλληνες ως παιδί και έχω και τώρα, πιο πολύ τους γνώρισα μέσα από τη δουλειά μου. Με έχουν στηρίξει, και ακόμα με στηρίζουν, με έχουν μάθει πολλά πράγματα για τη δουλειά μου, πώς να είμαι επαγγελματίας. Στην Ελλάδα ζουν σήμερα περίπου 20.000 Κινέζοι, οι περισσότεροι στην Αθήνα. Ο μέγιστος αριθμός τους ήταν 35.000 το 2010, κάποια στιγμή είχαν μείνει πολύ λιγότεροι. Έφυγαν πάρα πολλοί, αλλά ξαναγύρισαν. Υπάρχει μια κοινότητα που κάνει εμπόριο, αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που άλλαξαν επάγγελμα και ασχολούνται με άλλα πράγματα, π.χ. με τον τουρισμό. Όταν ήρθαμε με τους γονείς μου υπήρχε νόμος που σου επέτρεπε να πας στην Ευρώπη, έπαιρνες άδεια. Τώρα μπορείς να έρθεις μόνο με τη Golden Visa, ή αν σε προσλάβει μια εταιρεία μεγάλη που θα σου εξασφαλίσει την άδεια παραμονής, δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Υπάρχουν διάφορες κινέζικες κοινότητες στην Ελλάδα, αναλόγως της περιοχής. Υπάρχει κοινότητα στη Θεσσαλονίκη και μεμονωμένα κάποιες, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, έχουν ανοίξει μαγαζάκια λιανεμπορίου. Οι Κινέζοι που είναι στην Ελλάδα δεν συγκρίνονται με τους Κινέζους στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ισπανία, γιατί αυτές είναι πιο μεγάλες χώρες και έχουν άλλη παράδοση, πήγαν πιο νωρίς και οργανώθηκαν. Στην Αθήνα η Τσάινα Τάουν είναι μόνο κατ’ όνομα, ένα κτίριο, ενώ σε άλλες πόλεις είναι ολόκληρη περιοχή, υπάρχουν πολλά μαγαζιά, κάνουν μπίζνες, έχουν πολλές δουλειές. Τους περισσότερους Κινέζους της Αθήνας θα τους βρεις στο κέντρο, εκεί όπου κάνουν εμπόριο, στον Κεραμεικό, στο Μεταξουργείο. Βέβαια, μεταφέρθηκαν και σε άλλες περιοχές για να έχουν καλύτερη ποιότητα ζωής και τώρα είναι διάσπαρτοι, ζουν όπου αγοράζουν σπίτι. Είμαι πολύ περήφανη που δημιούργησα οικογένεια γιατί δεν είχα καμία βοήθεια. Ο σύζυγός μου δούλευε παλιά στην εστίαση και τώρα θέλουμε να κάνουμε κάτι σχετικό με τον τουρισμό μαζί. Οι Κινέζοι ονομάζουν την Ελλάδα «ο άλλος μεγάλος πολιτισμός», είναι μια χώρα που σέβονται πολύ και την αγαπούν. Όταν σκέφτονται την «Ελλάδα» οι Κινέζοι σκέφτονται κάτι πάρα πολύ καλό, τους αρέσει ο πολιτισμός, η Ιστορία, είναι πάρα πολύ ελκυστικά αυτά από μόνα τους, ικανά να κάνουν κάποιον να έρθει στην Ελλάδα. Όταν έρχονται στην Ευρώπη την επιλέγουν πάντα ως πρώτη στάση, επειδή έχει τον πιο παλιό πολιτισμό, και τον πιο καλό. Το πρώτο πράγμα που θέλει να δει ο Κινέζος που θα έρθει στην Ελλάδα είναι η Ακρόπολη, μετά η Σαντορίνη. Η Ακρόπολη είναι το σήμα κατατεθέν της Ελλάδας, είναι προτεραιότητα όσων έρχονται στην Αθήνα. Για τη Σαντορίνη λένε ότι έχει το πιο ωραίο ηλιοβασίλεμα του Αιγαίου, γιατί όταν πέφτει ο ήλιος φαίνεται η αρχιτεκτονική της, που είναι κάτι μοναδικό: λευκά και μπλε σπίτια πάνω στον γκρεμό, χτισμένα πάνω στη λάβα. Αυτή η θέα για κάποιον Κινέζο είναι όνειρο ζωής.

LiFO764

Μου αρέσει πάρα πολύ να ζω στην Ελλάδα, η Αθήνα έχει πάρα πολλές επιλογές, υπάρχουν μέρη για να ψωνίσεις στο κέντρο, να πας για καφέ, να βγεις, έχει ωραίο κλίμα, είναι βολική πόλη, ασφαλής. Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα δεν είχαμε ρολά να κλείνουμε το μαγαζί μας, ενώ στη Ρώμη, όπου ήμασταν πριν, είχαμε ρολά ασφαλείας. Στην Ελλάδα το 2000 δεν υπήρχε φόβος, οι κλοπές ήταν κάτι σπάνιο. Τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα, έχει αλλάξει και η νοοτροπία των ανθρώπων. Η Αθήνα είναι μια ευρωπαϊκή πόλη που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, αυτό την κάνει μοναδική. Επειδή είναι νότια, έχει πολύ ωραίο κλίμα. Δεν μου αρέσει που στο κέντρο είναι όλα στριμωγμένα, που οι δρόμοι έχουν πάντα κίνηση, τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα είναι παντού, τα ίδια προβλήματα αντιμετωπίζει όμως κάθε ευρωπαϊκή πόλη. Μένω στο Μοσχάτο, που είναι μια μικρή συνοικία κοντά στη θάλασσα, με μεγάλους δρόμους, εύκολο πάρκινγκ, χωρίς ψηλά κτίρια, έχει και τον Ηλεκτρικό – είναι μια ωραία γειτονιά. Μου αρέσει να κάνω ταξίδια, και μαζί με τα παιδιά μου, σε όλο τον κόσμο. Μου αρέσουν πολύ τα σουβλάκια, τα θαλασσινά. Με εκνευρίζουν οι άνθρωποι που μιλάνε άσχημα, οι άξεστοι, αυτοί που χαλάνε τη δημόσια περιουσία ή την περιουσία των άλλων. Η ζωή με έχει μάθει να τα καταφέρνω μόνη μου, να προσπαθώ να κάνω ό,τι μπορώ χωρίς να ζητάω βοήθεια από κάποιον άλλο. Έμαθα έτσι ότι έχω πολλές δυνατότητες που δεν ήξερα ότι είχα, ότι μερικές φορές πρέπει να ρισκάρω για να έχω καλύτερο μέλλον.

M. Hulot


30.3.2023

Μ Α Ν Λ Ι

123

Α

Ν

ΜΕΡΟΣ

Σ

ΕΚΤΟ

Ξεναγός, διερμηνέας. Γεννήθηκε στην Κίνα, ζει στο Μοσχάτο.


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ LiFO764

Γεννήθηκα πριν από σαράντα πέντε χρόνια στην τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Κένυας, το Νιέρι, με το πλούσιο και προστατευόμενο φυσικό τοπίο και την άγρια φύση. Στις 11 Σεπτέμβρη του 1985, στα οκτώ μου χρόνια, έφυγα από εκεί για να βρεθώ στην Κάλυμνο. Νιώθω, λοιπόν, ότι έχω τρεις πατρίδες, την Κένυα, την Κάλυμνο και την Ελλάδα. Έφτασα μαζί με τον αδελφό μου στην Ελλάδα, αρχικά στην Κάλυμνο, μέσω ενός ευρωπαϊκού προγράμματος της ιεραποστολικής εκκλησίας. Ο πατέρας μας ήταν ιερέας και, όπως πολλοί γονείς, έτσι κι εκείνος θεωρούσε ότι θα πρόσφερε το καλύτερο στα παιδιά του με το να τα μετακινήσει σε ένα περιβάλλον οικονομικά και κοινωνικά πιο προηγμένο. Ανάμεσα στα εννιά τους παιδιά οι δικοί μου έπρεπε να επιλέξουν το ένα που θα ταξίδευε­­ .­Τελικά ήρθαμε δύο, μια και ήμασταν δίδυμοι και δεν μπορούσαν να μας χωρίσουν.


30.3.2023

Ν Ι ΚΌΔ Η Μ ΟΣ ΜΆΙΝΑ

125

ΜΕΡΟΣ

Κ Ί Ν ΥΟΥΑ

ΕΚΤΟ

Αναπληρωτής πρόεδρος του Ελληνικού Φόρουμ Προσφύγων, ιδρυτής της ΜΚΟ Asante. Γεννήθηκε στην Κένυα, ζει στου Ζωγράφου.


ΠΟΛΗΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Τα τηλεφωνήματα και τα γράμματα με τους δικούς μας ήταν μέρος της καθημερινότητά μας, τα ταξίδια όμως ήταν εξαιρετικά δύσκολα – τα εισιτήρια ήταν πανάκριβα και οι αεροπορικές εταιρείες ελάχιστες. Ζούσαμε σε έναν χώρο υπό την εποπτεία της Μητρόπολης, στον οποίον φιλοξενούνταν επίσης παιδιά από διάφορες πόλεις της Ελλάδας, από οικογένειες που δεν μπορούσαν εύκολα να τα βγάλουν πέρα. Ο χώρος αυτός δεν ήταν κλειστός· μπορεί να τρώγαμε και να κοιμόμασταν εκεί, αλλά συναναστρεφόμασταν την τοπική κοινωνία. Πηγαίναμε στο δημόσιο σχολείο, είχαμε αθλητική δραστηριότητα έξω, κάναμε δενδροφυτεύσεις – η επαρχία σού δίνει καμιά φορά την ευκαιρία να ασχοληθείς με πράγματα που μπορεί να ωφελήσουν την κοινωνία και πρωτίστως εσένα. Είχαμε δασκάλους που έρχονταν για ένα-δύο χρόνια στο νησί και κρατούσαν τη φλόγα αναμμένη. Θυμάμαι εκείνον που μας έδειξε τον τρόπο να φτιάχνουμε μικρές ομάδες με συγκεκριμένο στόχο, εγώ ήμουν σε εκείνη που είχε αναλάβει να καθαρίζει το σπίτι δύο οικογενειών. Δεν είχαμε τότε την αίσθηση της προσφοράς, το να χάσουμε δύο ώρες μάθημα μάς φαινόταν τέλειο, αλλά τώρα, μετά από χρόνια, σκέφτομαι ότι αυτό που κάναμε για πλάκα κάλυπτε μια υπαρκτή ανάγκη της κοινωνίας. Όταν είναι πεπερασμένος ο χρόνος σου στην επαρχία ζεις ωραία, επωφελείται και η τοπική κοινωνία από την παρουσία σου. Το ότι στην Κάλυμνο υπήρχε παρουσία Αφρικανών από το πουθενά άνοιξε τα μάτια πολλών. Κάτοικοι του νησιού που δεν ταξίδευαν είχαν μπροστά τους μαύρους ανθρώπους οι οποίοι δεν ήταν ο Τζόρνταν που τον έβλεπαν στην τηλεόραση και έλεγαν «τι καταπληκτικός μπασκετμπολίστας», είχαν χαρακτηριστικά που αναγνώριζαν και στα δικά τους παιδιά, τα οποία μας συναναστρέφονταν, ενώ ταυτόχρονα έβλεπαν την πορεία μας, την εξέλιξή μας. Βέβαια, στο πίσω μέρος του μυαλού τους παρέμεναν σκέψεις όπως: «Εντάξει, αυτός τώρα είναι παιδί, αλλά, αν μεγαλώσει και ερωτευτεί την κόρη μου, τι θα γίνει; Πώς θα το διαχειριστώ;». Σίγουρα υπάρχει ρατσισμός στις μικρές κοινωνίες. Αλλά αυτές οι σκέψεις γίνονται και για τους γηγενείς, σχολιάζεται δηλαδή ακόμα το αν κάποιος θα αγαπήσει άντρα ή γυναίκα, υπάρχουν εκείνοι που θα πουν «γιατί ο γιος μου να είναι με αυτήν;» ή «το δικό μου το παιδί θα γίνει ομοφυλόφιλος;». Κατά τα πρώτα μου χρόνια στην Ελλάδα έχει ανανεώσει την άδεια παραμονής μου άνθρωπος που δεν μπορούσε να συντάξει το κείμενο επίδοσής της, ούτε να τη διαβάσει στ’ αλήθεια μπορούσε. Μαθητής ακόμα, ερχόμουν με το καράβι στην Αθήνα για να ανανεώσω τα χαρτιά μου με την προοπτική να τελειώσω κατά τη διάρκεια της ημέρας και το απόγευμα να πάρω το καράβι ώστε το επόμενο πρωί, πολύ νωρίς, να είμαι πίσω. Όμως, εκείνος, με το που με έβλεπε έλεγε «εσύ εδώ;», λες και με περίμενε. Με έβαζε να του συντάσσω τις άδειες άλλων και προκειμένου να πάρω και τη δική μου, καθόμουν και τις έγραφα. Μετά μου έλεγε να πάω και την επόμενη μέρα από κει, ενώ έπρεπε να επιστρέψω στο νησί, και δεν είχα τελειώσει καν με τη δική μου δουλειά. Ακόμα και σήμερα, όταν με ρωτάνε μετανάστες που φτάνουν στην Ελλάδα προς τα πού να κατευθυνθούν, τους προτείνω να μην πάνε αρχικά στις μεγάλες πόλεις, γιατί δεν είναι φιλόξενες. Όσο πιο μικρή η κοινωνία τόσο περισσότερο σε γνωρίζει, σου μιλάνε σε πιο προσωπικό τόνο, νιώθεις μεγαλύτερη ασφάλεια γι’ αυτό που συμβαίνει γύρω σου. Το αρνητικό είναι ότι στις μικρές ελληνικές πόλεις δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν διοικητικά αυτοί οι άνθρωποι και αυτό είναι που τελικά τους οδηγεί στις μεγάλες, όχι η ασφάλεια, όχι η ησυχία που χρειάζεται προκειμένου να ανασυνταχθεί κανείς προκειμένου να πάρει αποφάσεις για εκείνον και για την οικογένειά του. Λέμε ότι η Αθήνα έχει το καλό πως χάνεσαι μέσα σε αυτήν, αλλά δεν είναι ωραίο πράγμα να χάνεσαι, πρέπει να βρίσκεσαι με τον κόσμο. Πέρασαν δέκα χρόνια και έφυγα από το νησί για να σπουδάσω στο τμήμα Εμπορίας και Διαφήμισης του ΤΕΙ Αθήνας˙ την εποχή εκείνη θεωρούσαμε το μάρκετινγκ τη δουλειά του μέλλοντος. Η πορεία της ζωής μου μού έδειξε ότι θα έπρεπε να έχω κάνει εντελώς διαφορετικές σπουδές, να ακολουθήσω τις κοινωνικές επιστήμες ή τη Νομική, αφού από το 2003 ασχολούμαι αποκλειστικά με την ένταξη, την ενδυνάμωση και τη συμπερίληψη ανθρώπων που φτάνουν από άλλες χώρες στην Ελλάδα. Προσωπικά, μου είναι εντελώς αδιάφορος ο όρος «μετανάστης» έτσι όπως χρησιμοποιείται εντός της ελληνικής κοινωνίας – είμαστε πολίτες αυτής της χώρας, κάτοικοι αυτής της πόλης. Όπως λέει ένας φίλος μου, υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: αυτοί που νοιάζονται για τη χώρα και την πόλη τους κι αυτοί που νομίζουν ότι τους ανήκουν. Ερχόμενοι στην Αθήνα από την Κάλυμνο βρεθήκαμε σε μια μονοκατοικία στο Χαϊδάρι, είχαμε την αυλή μας και τον σκύλο μας, ήμασταν εντελώς «γιούχου». Μέχρι που σύντομα διαπιστώσαμε με πολύ μεγάλη έκπληξη ότι δεν ήμασταν μόνοι μας, ότι υπάρχουν κι άλλοι, πολλοί Αφρικανοί στην πόλη, με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά. Πολλά παιδιά που γνωρίζαμε δεν μιλούσαν ελληνικά τόσο καλά όσο εμείς, ενώ, όσα σπούδαζαν, όπως εμείς, ήταν κάπως μαγκωμένα. Συζητώντας μαζί τους, αρχίσαμε να διαπιστώνουμε ότι τα εμπόδια της πόλης είναι ανυπέρβλητα, αυτά τα παιδιά αντιμετώπιζαν προβλήματα κοινωνικοποίησης και για εμάς ήταν σαν να ξυπνάμε από τον λήθαργο. Παράλληλα, ήταν η εποχή λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, επικρατούσε ευφορία και μια αίσθηση ότι η χώρα θα τα πάει καλά, οι δουλειές πήγαιναν καλά και τα θέματα που είναι σκληρά για την κοινωνία, όπως αυτό του ρατσισμού, ρίχνονταν κάτω από το χαλί. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να φτιάξουμε μια οργάνωση, την Asante, για τους αφρικανικής καταγωγής μετανάστες δεύτερης γενιάς στην Ελλάδα. Βασικό διακύβευμα της οργάνωσης ακόμα και σήμερα είναι το αφρικανικό στοιχείο και πώς το αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι στην Ελλάδα – η Αφρική στο φαντασιακό πολλών ανθρώπων είναι κάτι άλλο, που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Δεν είναι το σαφάρι, δεν είναι τα κοτσιδάκια, είναι πάρα πολλά άλλα πράγματα. Και εμείς οι ίδιοι μέσα από την οργάνωση ανακαλύπταμε πολλά πράγματα που δεν γνωρίζαμε για την Αφρική. Θέλαμε να ξαναβρούμε μία από τις ταυτότητές μας και να αναδείξουμε τη θετική της συμβολή στον ίδιο τον άνθρωπο αλλά και στην κοινωνία, γιατί σίγουρα δεν είμαστε μονοδιάστατοι. Μπορεί μια ταυτότητα να σε κρατάει πίσω, αλλά όλες οι άλλες να σε πηγαίνουν μπροστά.

LiFO764

Μετά το τέλος των Ολυμπιακών ζήσαμε την άνοδο της άκρας δεξιάς στην Ελλάδα, μας στοχοποίησαν, μας κυνήγησαν πάρα πολύ, μας τρομοκρατούσαν και μας χτυπούσαν, ενώ βλέπαμε τον κρατικό μηχανισμό, την αστυνομία, να δείχνει ανοχή απέναντι σε όλα αυτά. Όπως τους έζησα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, το να συμμετέχεις στον δημόσιο διάλογο είναι η μεγαλύτερη ασπίδα απέναντι τους ακροδεξιούς, γιατί είναι θρασύδειλοι. Το 2008, όταν είχαν αρχίσει να σπάνε μαγαζιά Αφρικανών στην Κυψέλη, είδα τον Παναγιώταρο να με δείχνει και να λέει «αυτόν δεν θα τον ακουμπήσετε», χρησιμοποιώντας την πιο γνωστή και ακατάλληλη ελληνική λέξη για να με χαρακτηρίσει. Κι αυτό γιατί αν με χτυπούσαν, αυτό θα έβγαινε στη δημοσιότητα, θα γινόταν θέμα, προτιμούσαν να έχουν προς τα έξω την εικόνα εκείνων που βοηθούν μια γιαγιά να περάσει τον δρόμο. Παράλληλα, μπορούσαν να μαχαιρώσουν τον Λουκμάν ξημερώματα, γιατί «ποιος είναι; Κανείς δεν τον ξέρει». Στις πυρκαγιές της Ηλείας οργανώσαμε ομάδες μεταναστών που βρέθηκαν εκεί για βοηθήσουν εθελοντικά. Δεν ήταν μόνο ότι το θέμα μάς άγγιζε, θέλαμε να δείξουμε στην τοπική κοινωνία ότι είμαστε κομμάτι της. Εκείνο το καλοκαίρι επλήγησαν πολλοί άνθρωποι από την Αλβανία κι αυτό δεν μπορεί κανείς να πει ότι δεν έγινε, όπως ούτε και ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι μέρος αυτής της κοινωνίας. Η φωτιά δεν έκανε εξαίρεση, η κοινωνία πώς μπορεί να εξαιρεί;


Κ Ί Ν ΥΟΥΑ

Αυτήν τη στιγμή, το αν μένει κάποιος νόμιμα στην Ελλάδα είναι εντελώς τυχαίο. Η δική μας εμπειρία και τα στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχει ένας πληθυσμός που ζει τριάντα χρόνια εδώ και κάποια στιγμή έχασε τη νομιμοποίηση η οποία είναι συνδεδεμένη με την εργασία. Αυτό το θέμα από μόνο του φέρνει μαζί του και πολλά άλλα σοβαρά θέματα. Αν εσύ ήσουν ζευγάρι με κάποιον ο οποίος είναι μεταναστευτικής καταγωγής, σκέψου πώς θα αντιδρούσε το περιβάλλον σου ή εσύ η ίδια στην περίπτωση που αυτόν τον άνθρωπο τον σταματούσε η αστυνομία και τον οδηγούσε στο κρατητήριο. Όπως και να αισθάνεσαι, αυτό πώς θα βοηθήσει τη σχέση σας; Θα τη βάλει σε μια δοκιμασία. Σκέψου να έχετε οικογένεια και το ένα μέλος της να μην μπορεί να συμμετέχει σε αυτήν, γιατί βρίσκεται σε περιορισμό. Υπάρχουν θεσμικές διαδικασίες που βάζουν τους ανθρώπους σε έναν κυκεώνα μη νόμιμης συμμετοχής στην κοινωνία. Κάποιοι δουλεύουν σε περίπτερα χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα και με τον διαρκή φόβο ότι μπορεί να εκβιαστούν από τον εργοδότη τους – ξέρεις σε πόσους συμβαίνει αυτό; Έπειτα, μόνο την Κυριακή μπορείς να δεις δεκάδες Φιλιππινέζους στην πόλη. Πού πάνε όλοι αυτοί κατά τη διάρκεια της εβδομάδας; Δουλεύουν εσώκλειστοι στα σπίτια και ένα μεγάλο ποσοστό ζει σε καθεστώς απόλυτης σκλαβιάς, ακριβώς γιατί απειλείται. Ή, μιλάμε για την τουριστική βιομηχανία, αλλά πώς λειτουργεί αυτή; Αν εκμεταλλεύεται στο έπακρο τον γηγενή, πίσω από αυτόν υπάρχουν άλλοι, που δεν φαίνονται πουθενά.

30.3.2023

ΜΆΙΝΑ

Ν Ι ΚΌΔ Η Μ ΟΣ

127

Έχουμε μια εσφαλμένη εικόνα για την Ελλάδα, πιστεύουμε ότι δεν αλλάζει, ενώ είμαστε μόλις δέκα εκατομμύρια, μια οικογένεια. Ακόμα και το παραγωγικό μοντέλο οικονομίας να πούμε ότι θέλουμε να αλλάξουμε, μπορούμε να το κάνουμε πολύ εύκολα. Η χώρα έχει πολύ μεγάλο πρόβλημα στον πρωτογενή τομέα, δεν έχουμε εργάτες στα χωράφια και αυτήν τη στιγμή υπάρχουν 60.000 άνθρωποι που αιτούνται άσυλο. Τι κάνουμε με αυτούς τους ανθρώπους; Αντί να ξεφύγουμε από την ιδεοληψία μας, τους αφήνουμε, τους βασανίζουμε, με τη σκέψη ότι κάποια στιγμή θα σηκωθούν και θα φύγουν, ότι δεν θα υπάρχουν. Δεν μπορούμε να θεωρούμε ότι το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας, όχι μόνο στο οικονομικό αλλά και στο κοινωνικό πεδίο, είναι σωστό, πόσο μάλλον από τη στιγμή που υπάρχουν πόλεις στο εξωτερικό οι οποίες έχουν μεγαλύτερο πληθυσμό απ’ ό,τι η χώρα και λειτουργούν με πολύ καλύτερο τρόπο από εμάς.

Ζωή Παρασίδη

ΜΕΡΟΣ

Δυστυχώς, η κρίση χτύπησε πολύ την Αθήνα, ενώ ο ακροδεξιός εξτρεμισμός εμπόδισε ό,τι δημιουργικό να αναπτυχθεί σε αυτήν. Περνάω καθημερινά περίπου δέκα με δώδεκα ώρες στο κέντρο της Αθήνας. Βλέπω μια πόλη που δεν βοηθάει στο να εξαφανιστούν τέτοιου είδους στοιχεία, βρίσκουν και τα κάνουν. Δεν είναι καθαρή, δεν είναι καν φωτεινή, και δεν μπορείς να περιμένεις από τα μαγαζιά να την κάνουν. Έπειτα, είναι δυνατό μία από τις πιο ιστορικές πρωτεύουσες να έχει αστέγους και να μη νοιάζεται, ή να μεταφέρει τους τοξικομανείς από δρόμο σε δρόμο δέρνοντάς τους; Και αναρωτιέμαι πόσο κοστίζει στον δήμο να λύσει αυτά τα προβλήματα και όχι να τα κρύψει κάτω από το χαλί. Όταν τους λέμε ότι μπορούμε να βοηθήσουμε εθελοντικά ούτε καν ευχολόγια δεν ακούμε. «Θα το δούμε» λένε. Δεν μπορούμε, όμως, να αντιμετωπίζουμε έτσι τις πόλεις.

ΕΚΤΟ

Η Χρυσή Αυγή μπορεί να μην είναι πια στη Βουλή, αλλά υπάρχουν ακόμα εκείνοι που εκφράζουν την ακροδεξιά ρητορική με έναν πιο ακαδημαϊκό τρόπο μέσα σε αυτήν. Υπάρχει θεσμικός ρατσισμός, και οτιδήποτε έχει πιο σκούρο δέρμα από το σύστημα είναι κακό. Αυτό που πρέπει να καταλάβει ο πολίτης είναι πως όσο ρατσιστής είναι εκείνος απέναντι σε κάποιον τόσο είναι και το κράτος απέναντί του από τη στιγμή που δεν είναι «κάποιος» ώστε να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες του. Η Ελλάδα θα αλλάξει όταν όλες οι κοινωνικές ομάδες που δεν αρέσουν στην κυρίαρχη τάξη αρχίσουν να παίρνουν θέσεις εξουσίας. Στην αστυνομία θέλω να δω ομοφυλόφιλους και μετανάστες. Γιατί έτσι αλλάζουν τα πράγματα, από μέσα.


ΠΟΛΗΣ

www.lifo.gr

ΜΙΑΣ

ΔΥΟ ΔΕΚΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε. ΒOΥΛΗΣ 22, 105 63 ΑΘΗΝΑ T 210 3254 290 F 210 3249 785 info@lifo.gr

εκδοτης

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

ΙΣΤΟΡΙΑ

chief executive officer Μιχάλης Μιχαήλ εμπορικη διευθυνση Ρένα Κροκίδα σύμβουλος σχεδιασμού Γιάννης Καρλόπουλος διευθυντής lifo.gr Θανάσης Χαραμής διευθυντησ συνταξης Αλέξανδρος Διακοσάββας διευθυντής mikropragmata.lifo.gr Άρης Δημοκίδης διευθυντής εντυπης εκδοσης Τάσος Μπρεκουλάκης υπευθυνη πολιτικου ρεπορταζ - ερευνασ Βασιλική Σιούτη βοηθος αρχισυντακτη Νίκος Ευσταθίου αρχισυνταξία podcasts Μερόπη Κοκκίνη διευθυντρια ampa.lifo.gr Χριστίνα Γαλανοπούλου –––––– ε μ π ο ρ ι κ ο τμ η μ α advertising director Ξένια Στασινοπούλου direct sales director Κώστας Μαντάς senior advertising manager Άννα Λαπαρδάγια direct sales Γιώργος Λυκουργιώτης, Ευθύμης Παχής advertising manager Δημήτρης Βουκελάτος (dvoukelatos@lifo.gr) advertising coordinator Κατερίνα Κουρμούζη (kkourmouzi@lifo.gr) head of creative Βασίλης Καψάσκης digital campaign manager Γιώργος Γιαννή –––––– ψηφιακή ανάπτυξη/προγραμματισμός lifo.gr Άγγελος Παπαστεργίου –––––– σ υ ν τα ξ η Θοδωρής Αντωνόπουλος, Λουίζα Αρκουμανέα, Γιάννης Βασιλείου, Ματίνα Καλτάκη, Ματούλα Κουστένη, Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος, Δημήτρης Λαμπράκης, Τίνα Μανδηλαρά, Νίκος Μπακουνάκης, Γλυκερία Μπασδέκη, Αργυρώ Μποζώνη, Γιάννης Πανταζόπουλος, Σταυρούλα Παπασπύρου, Μαρία Παππά, Ζωή Παρασίδη, Χρήστος Παρίδης, Δημήτρης Πολιτάκης, Νικόλας Σεβαστάκης, Φώτης Σεργουλόπουλος, Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Δέσποινα Τριβόλη, Κορίνα Φαρμακόρη, Γιώργος Ψωμιάδης n e ws r o om αρχισυνταξια Ρούλα Βλασσοπούλου, Φιλιώ Ράγκου, Σόφη Ζιώγου συντακτικη ομαδα Δημήτρης Μακκός, Ευτυχία Μιλέτση, Θωμάς Μιχαλόπουλος, Μάνος Χατζηγιάννης social media Ιωάννα Ζέρβα, Γιάννης Δημητρέλλος –––––– ατελιέ αrt director Βανέσσα Φερλέ, Μαργαρίτα Καμαριώτη αssistant art director Μπιάνκα Σαμαρά φωτογράφοι Σπύρος Στάβερης, Πάρις Ταβιτιάν, Freddie F., Γιώργος Αδάμος, Γιώργος Ξανθινάκης, Νίκος Κατσαρός διαμόρφωση ψηφιακής εκδοσης Νινέττα Γιακιντζή, Μαρούσα Θωμά, Ελπισία Σπαθάρη

LiFO764

επιμελεια κειμένων Μαρία Δρουκοπούλου, Μυρτώ Αθανασοπούλου ––––––

Οι ασπρόμαυρες εικόνες σε αυτήν τη σελίδα και στο άνοιγμα κάθε κεφαλαίου είναι έκτυπα από πεζοδρόμια της ευρύτερης περιοχής της Βικτώριας και της πλατείας Αμερικής από τη χαράκτρια Ήρα Σπαγαδώρου.

Στο εξώφυλλο: Hotel Cairo City, Αθήνα, 1990. Νεαρή μητέρα κουρδικής καταγωγής σε δωμάτιο ξενοδοχείου που παραχωρήθηκε σε οικογένειες για προσωρινή διαμονή. Φωτογραφία: Σπύρος Στάβερης

λογιστηριο οικονομική διεύθυνση Δημήτρης Τασιόπουλος λογιστήριο Βασίλης Κοτρωνάκης, Άκης Ιωάννου, Έφη Ηλιοπούλου γραμματεία Βιβίκα Ανδριανάτου –––––– κωδικος εντυπου 7639

παρακαλουμε

ανακυκλωστε



ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ

ΜΕΡΟΣ EKTO: Η Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Μ Ε ΤΑ Ν Α Σ Τ Ε Υ Σ Η

764

FREE PRESS

30.3.2023

ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ! ΔΩΡΕΑΝ ΟΔΗΓΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΠΕΜΠΤΗ

Νο ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΑ

ΑΝΑΓΝΩΣΙΜΌΤΗΤΕΣ ΕΝΤΎΠΩΝ ΗΛΙΚΊΕΣ 13-34 FOCUSBARI 2022


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.