Ζαν Κλοντ Μισεά
Τρόπος χρήσης του Κρίστοφερ Λας∗ μετάφραση Ν. Μάλλιαρης
Ι «Κάποτε θεωρούνταν ότι ίσα ίσα η “εξέγερση των μαζών” απειλούσε την κοινωνική τάξη πραγμάτων και τις πολιτιστικές παραδόσεις της Δυτικής κουλτούρας. Σήμερα, ωστόσο, η κύρια απειλή φαίνεται πως έρχεται από εκείνους που βρίσκονται στην κορυφή της ιεραρχίας κι όχι από τις μάζες»1. Βαθιά ριζωμένες στην πλανητική οικονομία και τις πολύπλοκες τεχνολογίες της, πολιτιστικά φιλελεύθερες, δηλαδή «μοντέρνες», «ανοιχτές», ακόμα
και
«αριστερές»,
οι
καινούργιες
ελίτ
του
ανεπτυγμένου
καπιταλισμού –«αυτοί που ελέγχουν τη διεθνή ροή του χρήματος και των πληροφοριών»2-
εκδηλώνουν,
πράγματι,
όσο
επεκτείνεται
και
παγκοσμιοποιείται η εξουσία τους, μια αυξανόμενη περιφρόνηση για τις αξίες και τις αρετές που θεμελίωναν σε προηγούμενες περιόδους το δημοκρατικό ιδεώδες. Μπλεγμένες στα πολλαπλά «δίκτυα», μέσα στους κόλπους των οποίων «νομαδίζουν» διαρκώς, βιώνουν τον εγκλεισμό τους μέσα στον ανθρώπινα περιορισμένο κόσμο της Οικονομίας ως μια αριστοκρατική κοσμοπολίτικη «περιπέτεια», την ώρα που καθίσταται, μέρα με τη μέρα, όλο και πιο εμφανής η δραματική τους ανικανότητά να κατανοήσουν αυτούς που δεν είναι όμοιοί τους: και πρώτα από όλα τους καθημερινούς ανθρώπους της ίδιας τους της χώρας3.
Jean-Claude Michéa, « Lasch, mode d’emploi ». Πρόκειται για τον πρόλογο του Μισεά στη γαλλική μετάφραση της Εξέγερσης των ελίτ του Κρίστοφερ Λας: Ch. Lasch, La révolte des élites et la trahison de la démocratie, Paris, Flammarion, coll. « Champs », 2007, σσ. 9-12 Στα ελληνικά το συγκεκριμένο έργο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Νησίδες». 1 Κρ. Λας, Η εξέγερση των ελίτ και η προδοσία της δημοκρατίας, μτφρ. Β. Τομανάς, Θεσ/νίκη, Νησίδες, χ. χ, σ. 24. 2 Ό. π. 3 Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι μέσα στον κόσμο της ελίτ, ο οποίος βρίσκεται «πάντοτε αλλού», ο καθημερινός άνθρωπος εμφανίζεται αναγκαστικά υπό την κοροϊδευτική μορφή των Deschiens (Σ.τ.μ.: γαλλική τηλεοπτική σειρά που σατιρίζει τα λαϊκά ήθη).
Σε αυτό το βιβλίο-διαθήκη4, ο Κρίστοφερ Λας θέλησε να θέσει την κριτική του στις νέες ελίτ του καπιταλισμού κάτω από τη σημαία του «ποπουλισμού» [populisme]. Θέλησε, με άλλα λόγια, και σε συμφωνία με το νόημα που πήρε αυτή η λέξη μέσα στην ιστορία, να εντάξει την κριτική του στα πλαίσια ενός ριζοσπαστικού αγώνα για την ελευθερία και την ισότητα ο οποίος διεξάγεται στο όνομα των λαϊκών αρετών 1. Γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό, εδώ και ορισμένα χρόνια, τα επίσημα ΜΜΕ εργάζονται μεθοδικά για να εξαλείψουν το αρχικό νόημα της λέξης, με σκοπό να καταγγείλουν ως «φασιστικές» ή «ηθικιστικές» (το υπέρτατο έγκλημα της σκέψης για την εποχή μας) όλες τις προσπάθειες των απλών ανθρώπων να διατηρήσουν μια στοιχειώδη δημοκρατική φιλοφροσύνη [civilité] και να αντιταχθούν στην αυξανόμενη κυριαρχία των «ειδικών» πάνω στην οργάνωση της ζωής τους. Πολλοί από αυτούς που έχουν τοποθετηθεί από το σύστημα στο ρόλο της μιντιακής υπεράσπισης των βλαβερών του συνεπειών θα σπεύσουν να διαδώσουν τη φήμη –προσποιούμενοι μάλιστα ότι χαίρονται ή ότι λυπούνται για το- ότι αυτό το βιβλίο είναι «αντιδραστικό». Δε μας απαγορεύει κανείς, ωστόσο, να ελπίζουμε ότι ο έξυπνος αναγνώστης θα είναι ικανός να διαμορφώσει μόνος του την άποψή του επί του θέματος. ΙΙ
Είναι γνωστό ότι στα αμερικανικά αγγλικά η λέξη «φιλελεύθερος» (liberal)
είναι
υποστηρικτές
αμφίσημη, της
εφόσον
οικονομίας
της
μπορεί
να
ελεύθερης
αποδοθεί αγοράς
τόσο
(τους
στους οποίους
κατατάσσουμε γενικά «στη Δεξιά») όσο και στους υποστηρικτές των «νέων Ο Λας, που ήξερε ότι ήταν καταδικασμένος, πέθανε από μια ξαφνική λευχαιμία δέκα μέρες αφότου ολοκλήρωσε αυτή τη δουλειά. Αυτό είναι το νόημα της αναφοράς που κάνει (στις «Ευχαριστίες» του βιβλίου) στις «δύσκολες συνθήκες» (trying circumstances) υπό τις οποίες γράφτηκε αυτό το έργο. 1 Σ.τ.μ.: Στα αγγλικά η λέξη populism σημαίνει πλέον «λαϊκισμός». Προέρχεται από το popular που σημαίνει «λαϊκός». 4
ιδεών» και της «απελευθέρωσης των ηθών» (οι οποίοι υποτίθεται πως ενσαρκώνουν «την Αριστερά»). Είναι προφανές ότι αυτή η αμφισημία πλήττει κυρίως αυτούς που, αρνούμενοι να παραδεχτούν «τον ξεπερασμένο χαρακτήρα του διαχωρισμού Δεξιάς-Αριστεράς»1, επιμένουν να πιστεύουν ότι το πνεύμα του σημερινού καπιταλισμού ταυτίζεται ακόμη με την προτεσταντική ηθική και στην υπεράσπιση της «ηθικής τάξης». Παρ’ όλα αυτά, από τη στιγμή που το κυρίαρχο φαντασιακό μιας κοινωνίας είναι αυτό
του
«κυβερνο-κόσμου»
[«cybermonde»]
και
του
γενικευμένου
υπερκαταναλωτισμού, είναι πραγματικά δύσκολο να μην παρατηρήσει κανείς ότι το είδος ευαισθησίας που απαιτείται από την κατεστημένη τάξη είναι,
από
εδώ
και
στο
εξής,
αυτός
ο
φιλελεύθερος-ελευθεριακός
«ηδονισμός», τον οποίο είναι υποχρεωμένοι διαρκώς να εξυμνούν οι πιο απατηλοί τομείς του σύγχρονου θεάματος: η διαφήμιση, η σόου μπιζ και η υποτιθέμενη «πληροφόρηση». Όπως είναι φυσικό, ο «ηδονισμός», που ενθαρρύνεται με αυτόν τον τρόπο, είναι ένα εμπόρευμα δίχως ιδιαίτερο περιεχόμενο, όπως συμβαίνει και με ένα αυξανόμενο μέρος των προϊόντων της σύγχρονης βιομηχανίας. Ελάχιστη σχέση έχει με ό,τι εννοούσαμε παλαιότερα με αυτόν τον όρο. Εξάλλου, όπως το υπογραμμίζει και ο Λας, το θεμελιώδες λάθος του Ντάνιελ Μπελ (Daniel Bell), ενός κατά τα άλλα τόσο οξυδερκή συγγραφέα, «έγκειται
στο
ότι
πραγματικότητα
εξισώνει
όμως,
«η
καταναλωτισμό νοητική
με
κατάσταση
ηδονισμό» 2. που
Στην
προάγει
ο
καταναλωτισμός μπορεί να περιγραφεί καλύτερα ως κατάσταση δυσφορίας και
χρόνιας
ανησυχίας
[...]
Το
άτομο
βρίσκεται
πάντοτε
υπό
παρακολούθηση, αν όχι από επιστάτες και επόπτες, τότε από ερευνητές αγοράς και δημοσκόπους, που του λένε τι προτιμούν οι άλλοι και άρα τι πρέπει να προτιμά και αυτός, ή από γιατρούς και ψυχιάτρους που τον εξετάζουν για συμπτώματα αρρώστιας που μπορεί να διαφεύγουν από τα
Ch. Lasch, The True and Only Heaven. Progress and Its Critics [Ο αληθινός και μοναδικός παράδεισος. Η πρόοδος και οι επικριτές της], Νέα Υόρκη, Norton, 1991. 2 Κρ. Λας, Ο ελάχιστος εαυτός, μτφρ. Β. Τομανάς, Σκόπελος, Νησίδες, χ. χ., σ. 21, υπ. 1. 1
μη ασκημένα μάτια»1. Αυτή είναι, σε τελική ανάλυση, η ιδιαίτερη μορφή αλλοτρίωσης με την οποία παλεύει σήμερα το φιλελεύθερο-ελευθεριακό άτομο, ένα ανθρώπινο πρότυπο που από εδώ και στο εξής παράγεται μαζικά. Το μονοπώλιό του δεν ανήκει στην αριστερά, παρ’ όλο που, κατά τα φαινόμενα, αυτή αποτελεί το αγαπημένο του καταφύγιο. Αυτού του είδους το άτομο οφείλει να φαντάζεται ότι είναι διαρκώς στο περιθώριο, προκειμένου να μπορεί να συνεχίζει να ακολουθεί τη νόρμα 2. Του χρειάζεται να πιστεύει, σε κάθε στιγμή, ότι ζει μέσα στην παράβαση, την ελευθεριότητα και την επικούρεια ηδονή –ένας τρόπος ζωής που είναι, προφανώς, πάνω από τις λιγοστές του δυνατότητες-, για να παραμένει μια παθητική μαριονέττα που κουνιέται δίχως ελπίδα μέσα στο βαρετό, τυραννικό και πουριτανικό σύμπαν της υποχρεωτικής κατανάλωσης και των αδιάκοπων αλλαγών της3. Χρησιμοποιώντας τη γλώσσα μιας άλλης εποχής, θα μπορούσαμε σχεδόν να πούμε, ότι πρέπει σήμερα κανείς να είναι με όλες του τις δυνάμεις «στα αριστερά» ούτως ώστε ο κόσμος να συνεχίζει να βαδίζει προς «τα δεξιά». Ό. π. Πολλοί αγωνιστές της αριστεράς «εξακολουθούν να στρέφουν την αγανάκτησή τους εναντίον της εξουσιαστικής οικογένειας, της καταπιεστικής σεξουαλικής ηθικής, της λογοκρισίας στη λογοτεχνία, της εργασιακής ηθικής και άλλων θεμελίων της αστικής τάξης πραγμάτων που τα έχει εξασθενήσει ή καταστρέψει ο ίδιος ο αναπτυγμένος καπιταλισμός. Οι ριζοσπάστες αυτοί δεν βλέπουν ότι η “εξουσιαστική προσωπικότητα” δεν αντιπροσωπεύει πια το πρότυπο του οικονομικού ανθρώπου. Ο οικονομικός άνθρωπος έχει παραχωρήσει τη θέση του στον ψυχολογικό άνθρωπο της εποχής μας –στο τελικό προϊόν του αστικού ατομικισμού» (Κρ. Λας, Η κουλτούρα του ναρκισσισμού, μτφρ. Β. Τομανάς, Σκόπελος, Νησίδες, χ.χ., σσ. 13-14). Αυτή η μορφή αλλοτρίωσης είχε ήδη περιγραφεί με εντυπωσιακό τρόπο από τον Ζακ Ελίλ (Jacques Ellul), έναν από τους πνευματικούς πατέρες του Λας, στο έργο του L’Exégèse des nouveaux lieux communs [Η ερμηνευτική των νέων κοινών τόπων], Παρίσι, Calman-Levy, 1966. 3 Αν αφήσει κανείς κατά μέρος τον δίχως όμοιό του κόσμο της Μόδας, τα πιο γελοιογραφικά και τα πιο εύκολα χειραγωγήσιμα αποτελέσματα αυτής της ανάγκης να βιώνουμε την υποταγή μας στην εμπορευματική τάξη ως μια δίχως παραχωρήσεις εξέγερση μπορούμε να τα βρούμε στον κόσμο της «Ροκ κουλτούρας» και στο φτηνό ρομαντισμό της (βλ. το θεμέλιο μύθο του Τζέιμς Ντιν). Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, από τη Liberation ως το Skyrock και το Fun Radio, στρατιές εκπαιδευτών αναλαμβάνουν, με μια αστείρευτη υπομονή, να μετατρέψουν την αντιπαραγωγική οργή του οιδιπόδειου εφήβου σε ενέργεια που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την πολιτιστική βιομηχανία. (Σ.τ.μ.: εκτός της γνωστής γαλλικής εφημερίδας Λιμπερασιόν, ο Μισεά αναφέρεται εδώ σε έναν ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης με βάση τα μουσικά γούστα και σε έναν ποπ μουσικό σταθμό, αντίστοιχο του δικού μας Mad Radio. Αυτό που τον κάνει να συνδέει τη Λιμπερασιόν με τις άλλες δύο προφανείς, ως προς τον χαρακτήρα τους, εκδηλώσεις της σύγχρονης πολιτιστικής βιομηχανίας, είναι το πολιτιστικά «ριζοσπαστικό» ή «εναλλακτικό» στυλ που υιοθετεί η εφημερίδα.) 1 2