Δράκων Βιβλίο Ι: Γέννηση - Απόσπασμα

Page 1

ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΚΑΣΚΑΒΕΛΗΣ Δ Ρ ΆΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟ Ι: ΓΕΝΝΗΣΗ

ΒΙΒΛΙΟ Ι: ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ


Επισκεφθείτε το site του βιβλίου:

www.drakonbook.gr www.δρακων.gr Επικοινωνήστε με τον συγγραφέα στα κοινωνικά δίκτυα και στο blog του:

/CAKaskavelis @CAKaskavelis

Το βιβλίο αυτό είναι διαδραστικό με το κινητό σας! • Κατεβάστε δωρεάν το app CLIC2C® στο smartphone σας από το App Store ή το Google Play, σκανάρετε το εξώφυλλο, τη φωτογραφία του συγγραφέα και τα QRcodes για να μάθετε περισσότερα. • Τα QRcodes θα σας οδηγήσουν σε αποκλειστικά άρθρα του συγγραφέα και στα μυστικά του βιβλίου.

Mπείτε στο www.mamaya.gr/newsletter ή σκανάρετε και είστε ένα «κλικ» από: • Τα βιβλία μας • Την επικοινωνία με τους συγγραφείς μας • Τα δώρα μας • Τις εκδηλώσεις μας • Τα νέα για τον χώρο του βιβλίου


ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΚΑΣΚΑΒΕΛΗΣ

ΔΡΑΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟ Ι: ΓΕΝΝΗΣΗ Μυθιστόρημα


Χρήστος Α. Κασκαβέλης Δράκων (Βιβλίο 1: Γέννηση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Δημοσθένης Κερασίδης ΣΥΝΘΕΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Χρήστος Κουτρουλός ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Γιώργος Κ. Μόσχος ΕΚΤΥΠΩΣΗ: Σταμάτιος Κοτσάτος & ΣΙΑ Ο.Ε. ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ: Κωνσταντίνα Παναγιώτου & ΣΙΑ Ο.Ε.

Copyright © Χρήστος Α. Κασκαβέλης, 2015 Copyright © Mamaya Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε., 2015 Έτος 1ης έκδοσης: 2015 ISBN SET: 978-618-81789-2-2 ISBN T1: 978-618-81789-3-9

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής αδείας του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, διανομή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση, παρουσίαση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρος του έργου.

Mamaya Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε. Κόδρου 19, 152 32 Χαλάνδρι Τηλ.: +30 210 68 96 875 Fax: +30 210 68 96 875 www.mamaya.gr e-mail: info@mamaya.gr

Facebook: www.facebook/mamayabooks Twitter: www.twitter.com/Mamayabooks Printerest: ww.pinterest.com/mamayabooks/ Instagram: instagram.com/mamaya_books/


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ι Πιθάρι με μέλι

................................

11

Μ ΕΡΟΣ Π ΡΩΤΟ

ΚΛΉΡΟΣ

ΙΙ Τη δικιά σου την καρδιά ..

ΙΙΙ Πρόβατα στη σφαγή . . IV Ψητό κρέας . . V Μισή

.....................

.........................

.................................

.........................................

VI Εννιάστερος

VII Καμία μάνα

.................................. ..................................

VIII Ακόμα κι αν τ’ αστέρια

.......................

IX Ούτε πυρά για τα φαντάσματα

................

X Με το κόκκινο να στολίζει το λευκό

XI Πολύ χειρότερα

...............................

XII Η εικοστή πρώτη μέρα

XIII Μπαγκ. Μπαγκουσάι .. XIV Ο θρύλος του τίποτα XV Τρελόχορτο

............

........................ ........................

..........................

...................................

XVI Ένας θα οδηγήσει, όλοι θα πέσουν 7

.............

21 29 44 53 58 73 81 92 98 103 111 120 133 143 155


Μ ΕΡΟΣ Δ ΕΥΤΕΡΟ

ΑΧΑΡΑΚΤΟΣ

XVII Ψάχνω μόνο έναν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XVIII Τοξότες ψάχνουμε χιλιάδες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XIX Τώρα είμαι έτοιμος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XX Γεννημένοι μόνο για να πεθάνουν . . . . . . . . . . . . . . XXI Μια γυναίκα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XXII Γαλάζια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ΧΧΙΙΙ Κοκκινολαίμης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ΧΧΙV Σκελετός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ΧΧV Η τελική μάχη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XXVI Το κάλεσμα .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XXVII Ο θρύλος του Ερ-Ρεν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XXVIII Παιδιά πιασμένα χέρι χέρι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XXIX Καρ-τιόο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XXX Ρίνα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XXXI Γυναίκα-γουρούνι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XXXII Παλούκι και λαρδί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XXXIII Μάλιστα, αρχηγέ μου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XXXIV Τη μόνη λέξη που άκουσα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XXXV Εις θάνατον . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XXXVI Και στις δύο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XXXVII Βροχή χωρίς έλεος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XXXVIΙΙ Ακολουθήστε εμένα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XXXIΧ Τα φίδια και ο ήλιος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XL Πανοπλία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XLI Σουρβιά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XLII Καφετί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XLIII Πόδια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XLIV Οι τιμωροί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . XLV Πείνα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 8

181 196 205 217 228 239 250 266 275 293 303 319 333 351 362 372 379 385 391 404 408 427 433 442 454 471 475 494 507


Για την ΑΛΕΑ



Ι

ΠΙΘΑΡΙ ΜΕ ΜΕΛΙ

«Είμαι εδώ... για να εξαργυρώσω τη ζωή της γυναίκας μου και της κόρης μου... Έφερα την προσφορά». Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια του πολεμοντυμένου άντρα που γονάτισε μπρος μου και πρόταξε προς το μέρος μου ένα μικρό πήλινο πιθάρι. Τα κοκκινισμένα μάτια του καρφώθηκαν πάνω στα ράσα μου σαν δύο λεπίδες ματοβαμμένες. Μόλις είχε σμπαραλιάσει μες στο καταμεσήμερο την ξύλινη πόρτα του Μοναστηριού μας, αφού τη χτύπησε με τη μανία του σώματός του φορές αμέτρητες. Τα λυτά μαλλιά του, τα δέρματα που έραβαν το πανωφόρι και το κατωφόρι του, και οι καστανότριχες μπότες του, παλιοκαιρίσιες και αλλόφυλες, πρόδωσαν ήδη από την πρώτη ματιά τη βάρβαρη καταγωγή του. Είχε το σκουρόχρωμο πρόσωπο που δεν είχα ξαναδεί, μα είχα φανταστεί από τις διηγήσεις, αυτό των άγριων της στέπας της Βόρειας Ανατολής. Σαν και τούτον εδώ κανένας δεν είχε πατήσει ποτέ στο απόμακρο Αγιονήσι μας, στη μέση του πελάγους. Απογοητευμένες ψυχές σκαρφάλωναν πολύ συχνά τα χίλια τριάντα οκτώ σκαλιά για να ανέβουν στο Καστρομοναστήρι μας. Καθένας από δαύτους ξεπήδαγε πάντα 11


μέσα από ένα πλεούμενο, από σαϊταξίδευτες τριήρεις με τριπλοσειρές τα δίχρωμα κουπιά έως και κάτι θαλασσοδαρμένες ψαρόβαρκες. Όλοι έδεναν κάτω στο κρυφό ανατολικό λιμανάκι και έσερναν μέχρι απάνω τα πόδια τους για να τύχουν έλεος ή να ικετέψουν κάποιο θαύμα. Σχεδόν όλοι έφευγαν μια δυο μέρες μετά, κατεβαίνοντας τα ίδια σκαλιά, γοργά με τα φτερά της ελπίδας στα πόδια, ή αργά με την αποδοχή του μοιραίου στα μάτια. Ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάχτυλα, όμως έμεναν στο Μοναστήρι πολύ καιρό. Είχαν βρει όλη τη δύναμη ν’ ανέβουν, αλλά είχαν απολέσει πια τη λιγοστή δύναμη της ψυχής για να ξανακατέβουν. Εκείνο το μεσημέρι, ως νεότερος ασκούμενος μοναχός, αέριζα το δώμα του Πρωτόγερου απ’ τη μούχλα και την μπόχα που άφηνε το λιναροσπορόλαδο όταν έκαιγε στα καντήλια. Τότε είδα το πλοίο να ξεπροβάλλει. Μέσα από τον γαλάζιο ορίζοντα και τον ιστό της αράχνης που κουρτίνιαζε το ξύλινο παντζούρι και γάντζωνε τις ασβεστόπετρες. Ένα σκαρί πεντηκόντορο, που δεν είχε ξαναφανεί στα μέρη μας ποτέ, πλησίαζε σταθερά την εμπατή στο λιμανάκι και σαν ερπετό φοβερό έσκιζε στη μέση τα γαλάζια ακύμαντα νερά. Ήταν πολύ μικρό και αργό για να είναι πλοίο πειρατών. Ο ξυλοσκαλιστός κύκνος στην πρύμνη του δήλωνε πλοίο εμπορικό. Μα όταν είδα τον θηριόμορφο άντρα να πηδάει με τις μπότες του μες στη θάλασσα πριν ακόμα δέσει το πλοίο, έσφιξα με όση δύναμη είχαν τα δάχτυλά μου τον ξύλινο σταυρό στον λαιμό μου. Και με τα δυο του χέρια να κρατάνε το πιθάρι πάνω απ’ το νερό, βγήκε στη στεριά ακροπατώντας πάνω στις ξυραφένιες κοτρόνες της μικρής παραλίας. Δάγκωσα τα χείλη μου και περίμενα να δω πόσοι ακόμη άντρες θα ξεπηδούσαν πίσω του. Όμως δεύτερος δεν 12


φάνηκε. Δρασκέλιζε ήδη δυο δυο μαζί τα πέτρινα αλατοφαγωμένα σκαλιά και μήτε ξανακοίταξε πίσω του. Είχα μετρήσει πολλές φορές, στη μέση μιας ήσυχης μέρας, πόσο γρήγορα θα μπορούσε κανείς ν’ ανέβει τα χίλια τριάντα οκτώ στενά σκαλιά που οδηγούσαν στο Μοναστήρι μας. Ήθελα να ήμουν εγώ ο πιο γρήγορος, αλλά δεν το είχα καταφέρει. Δεν είχα μαρτυρήσει αυτό το συνήθειό μου σε κανέναν, ούτε και στον Πρωτόγερο. Μ’ έτρωγε η ντροπή της αμαρτίας να σπαταλάω χρόνο από τις προσευχές μου, ένας δόκιμος μοναχός, για τέτοιες ανόητες ασχολίες, που φανέρωναν ότι βαριόμουν. Μου είχαν δώσει το αγιασμένο όνομα Ευσέβιους όταν με έφεραν εδώ μικρό παιδί, μα μόνο σεβασμό δεν μαρτυρούσαν ακόμα οι σκέψεις μου. Ο νεαρός ψαράς που μας έφερνε σαφρόψαρα κάθε Σάββατο πρωί είχε καταφέρει μια φορά ν’ ανέβει ξυπόλυτος τα γλιστερά σκαλιά μέχρι να μετρήσω περίπου ως τις πέντε εκατοντάδες. Αυτός ο άντρας που μόλις είχε ξεμπαρκάρει ήταν στη νοτιοδυτική στροφή πάνω από τη μέση της ανάβασης, ενώ ακόμα δεν είχα φτάσει το μέτρημα στις δύο εκατοντάδες. Η σταυρολαβή από το σπαθί, δεμένο στην πλάτη του, ξεχώριζε δίπλα και πίσω από τον λαιμό του. Ήταν άνθρωπος του μαχαιριού χωρίς αμφιβολία. Ένας βάρβαρος μόνος του ήταν ικανός να αφανίσει τους λιγοστούς γέροντες μοναχούς του κοινοβίου μας. Όπως ο ζεστός άνεμος είχε σιγοβράσει, μέρες τώρα, και είχε αφανίσει μόνος του τα κιτρινολούλουδα. Ξεγελάει αυτή η γλυκιά εποχή, η αρχή του καλοκαιριού. Εποχή αφανισμού είναι, αυτή που διαλέγουν οι πειρατές για να σκίσουν τις θάλασσες και τις παρθένες. Μόνο ένα πράγμα πάνω στον βάρβαρο μου έδωσε ελπίδα: ένα μικρό σκουρόχρωμο πιθάρι που είχε αγκαλιά 13


στο αριστερό του χέρι και σαν μωρό παιδί το κουβαλούσε. Κατέβηκα τις πέτρινες φιδόσκαλες από τον δεύτερο όροφο του Μοναστηριού, με τα μακριά μάλλινα ράσα να με εμποδίζουν στο τρέξιμο μέχρι να φτάσω στο προαύλιο φωνάζοντας δυνατά: «Την πύλη, κλείστε την πύλη!» Οι αδελφοί μου έπαιρναν το πρωινό τους στην τράπεζα μετά τη λειτουργία και μόνο ο κουφός γέροντας Μάρκους που ξεχορτάριαζε τον λαχανόκηπο ήταν στο προαύ­ λιο. Ίσα που πρόλαβα να βάλω το μάνταλο στην ξυλόπορτα καθώς το κεφάλι του άγνωστου άντρα ξεπρόβαλε. Λίγα σκαλιά τον χώριζαν από την πύλη και μόλις που πρόλαβα να κλειδώσω. Έπιασα με τα χέρια να σηκώσω μόνος μου το βαρύ ξύλινο δοκάρι και να διπλασφαλίσω, όταν ο άντρας έπεσε με δύναμη πάνω στην πόρτα. Ξανά και ξανά και ξανά, σαν ν’ άνοιγε η γη να βγάλει από τα σπλάχνα της το Κτήνος, έσκαγαν οι γδούποι εμπρός μου, μέχρι που το μάνταλο ξεκόλλησε και η πόρτα, μισοσπασμένη, υποχώρησε προς τα μέσα πετώντας με κάτω. Σήκωσα τα μάτια μου πάνω του, πρόλαβα να κάνω μόνο τα δύο σημεία του σταυρού και ευθύς αμέσως, στα γόνατα, ικέτευσα»: «Έλεος, στο όνομα του Θεού!». Είχε την κορμοστασιά και τα μακριά καστανά κυματιστά μαλλιά του Αρχάγγελου, μα ήταν ντυμένος με τα δέρματα και τα τομάρια των άπιστων επιδρομέων. Το πρόσωπό του ήταν ένας σφυρηλατημένος γλυκός τρόμος από δυνατές γωνίες, σαν να ’χε τεντώσει ο Διάβολος σταρένιο δέρμα πάνω από σιδερένια κόκαλα. Ήταν το πρόσωπο αυτών των αιμοβόρων σκυλιών που είχε στείλει ο Σατανάς και σταματήσει ο Θεός, πάνω από το Μεγάλο Ποτάμι, αυτό που όριζε αιώνες τώρα το βόρειο σύνορο της Αγίας Ανατολικής Αυτοκρατορίας. 14


Όμως εκεί στον οικισμό των χωρικών του νησιού, πέρα από το Καστρομοναστήρι, κάθε γυναίκα που τον αντίκριζε, μετά από πολλά χρόνια, ασυναίσθητα έβγαζε ψιθύρους θαυμασμού για την ομορφιά του. Ο άντρας έπεσε κι αυτός στα γόνατα εμπρός μου, παρότι, έστω κι έτσι, με περνούσε μισό κεφάλι, γονατισμένοι καθώς ήμασταν ο ένας απέναντι στον άλλο. Σήκωσε το πιθάρι προς εμένα και με τα μάτια και το στόμα μου ορθάνοιχτα τον άκουσα να βγάζει πάλι τις λέξεις μία μία στη γλώσσα τη δική μου, αυτήν του Παντοκράτορος Θεού και των Αυτοκρατόρων υπηρετών του: «Έλεος... στο όνομα... Θεού. Είμαι εδώ... για να εξαργυρώσω τη ζωή της γυναίκας μου και της κόρης μου...» Η λαλιά του ήταν βαριά, και κάθε «ρ» κυλούσε σαν κοτρόνα σε απόκρημνη αετοράχη. Τα φωνήεντά του ξεπήδησαν σαν φοβισμένα ψαράκια που σπαρταρούσαν στη στεριά. Το ένα του χέρι άφησε το πιθάρι και άρπαξε τρέμοντας μες στην αγωνία το δικό μου. Πιτσίλες καυτού ιδρώτα δρόσισαν το πρόσωπό μου. «Νέε σταυρομάγε, σώσε μας!» Τα δάχτυλά του γράπωσαν το χέρι μου και ο πόνος έσβησε το μυαλό μου. Έψαξα με το βλέμμα μου τους αλαλαγμούς των υπόλοιπων μοναχών που έφταναν επιτέλους πίσω μου. Ο άντρας δεν άφησε στιγμή το χέρι μου, μόνο μετρίασε λίγο τη δύναμή του. Παρά τη δύναμη των χεριών και των ποδιών του, ήταν απ’ αυτούς τους ελάχιστους που είχαν απολέσει τη δύναμη της ψυχής και έμελλε να μείνει μαζί μας για πάρα πολύ καιρό. Για πάντα, είναι κάτι που δεν μπορώ να πω, γιατί είμαι άνθρωπος του Θεού και σημαίνει άλλα πράγματα για μένα. Και δεν μπορώ ούτε να το ψελλίσω, επειδή αυτό θα σήμαινε τελεσίδικα ότι δεν πέτυχε ποτέ στην αποστολή του. 15


Αυτός ο άνθρωπος του λεπιδιού έμεινε τελευταίος στο Αγιονήσι, ακόμα και χρόνια μετά, εκείνο το στερνό καλοκαιριάτικο πρωινό, όταν εγώ κι όλοι οι υπόλοιποι μοναχοί και χωρικοί το εγκαταλείψαμε για να σώσουμε τη ζωή μας και τα ασημόχρυσα κειμήλια από τους πειρατές. Τον αποχαιρέτησα από τη θάλασσα όταν οχυρώθηκε μόνος του με συντροφιά τους ατάξιδους γέρους και τους σακάτηδες εκεί ψηλά στο Καστρομοναστήρι για να αντιμετωπίσει τους επιδρομείς πειρατές. Οι πυρσοί που είχε ανάψει στις πολεμίστρες, και η λάμψη του ήλιου στις λεπίδες των δύο ξεθηκάρωτων σπαθιών του ήταν το τελευταίο φως που είδα πάνω σ’ εκείνον τον ανεμοδαρμένο άγιο τόπο. Ίσως το πιο αληθινό φως. Εκείνη την πρώτη μέρα που έφτασε κοντά μας, τον καλοδεχτήκαμε, ακούσαμε τις κακόηχες ικεσίες του κι αφού σιγουρευτήκαμε ότι ήταν άνθρωπος του Διαβόλου, τον ποτίσαμε κρυφά ναρκωτικό πιοτό και τον αλυσοδέσαμε στο υπόγειο μπουντρούμι. Το ίδιο βράδυ, μετά την Απόδειπνη Προσευχή, άνοιξα το πιθάρι της προσφοράς του στο θεοσκότεινο δώμα μου. Με συριχτή φωτιά κεριού έκαψα το σκοινί και το καραβόπανο που σφράγιζε γύρω γύρω, κάπως πρόχειρα, το φαρδύ στόμιο του πρασινόμαυρου αζώγραφου αγγείου. Δειλά, σαν κάμπια που έρπει οδεύοντας στη μεταμόρφωσή της, έβαλα το δάχτυλό μου λίγο μέσα στο έγχυμά του, όσο μου επιτρεπόταν πριν αμαρτήσω. Με έπνιξε μια υπόξινη, αλλόκοσμη γλυκιά γεύση. Ήταν μέλι. Γλυκό, απέθαντο ποτό των Σατανάδων, από τα αρχαία χρόνια. Στο άγγιγμα της γλώσσας το βλέμμα μου σηκώθηκε ξανά ξύπνιο κι έπιασε μαύρες σκιές –από νυχτοπούλια ή δαιμόνισσες άραγε;– να κινούνται γύρω μου. Εκεί φά16


νηκαν μα και χάθηκαν αστραπογρήγορα μες στο λιγοστό φεγγαρόφως του παραθύρου μου. Μακρόσυρτες κραυγές θρήνου σηκώθηκαν μέσα απ’ το πιθάρι ή από την παραίσθηση της πεντεκαιδεκαήμερης νηστείας μου. Ένα παγωμένο ρεύμα κατέβηκε απ’ τα στήθια μου, όχι απ’ το παράθυρο, και τύλιξε χαμηλά τη ραχοκοκαλιά μου. Παράτησα όσο πιο μακριά μπορούσα το πιθάρι, μα δεν ξανάκλεισα μάτι μέχρι το χάραμα, όταν και το πήραν από το δώμα μου για πάντα. Το όνομα του άντρα ήταν... είναι Ντα-Ρεν. Αυτή είναι η ιστορία του όπως την κατέγραψα με το καλαμόκλαδό μου βουτηγμένο στο μελάνι, το μαύρο και το κόκκινο. Την έθαψα σ’ ένα σεντούκι στο μπουντρούμι στο επόμενο Μοναστήρι όπου δραπέτευσα, στο Σιδερονήσι. Το πιθάρι δεν το ξαναείδα. Αλλά το ονειρεύτηκα. Προχτές μόλις.

17



Μ ΕΡΟΣ Π ΡΩΤΟ

ΚΛΗΡΟΣ «Είμαι ο Ντα-Ρεν, Υπαρχηγός του Διαβόλου»



ΙΙ

ΤΗ ΔΙΚΙΑ ΣΟΥ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ

Είμαι ο Ντα-Ρεν, Υπαρχηγός του Διαβόλου. Γεννήθηκα μια νύχτα, στον δέκατο τρίτο χειμώνα της ζωής μου, στο Σιρόλ, το μεγάλο στρατόπεδο της Φυλής. Για την αλλόφυλη μάνα μου δεν θα πω τίποτα, ούτε και ξέρω. Ευτυχώς για μένα και γι’ αυτήν, είχε πεθάνει στη γέννα. Στο δεύτερο λάλημα του κόκορα, ένα παιδικό ουρλιαχτό έσκισε τον ύπνο μου, και ένα φως, σαν μάτι στρογγυλό, τεράστιο, γλίστρησε μέσα από τα αλογοδέρματα που σκέπαζαν την είσοδο της σκηνής. Πριν συνηθίσουν τα μάτια μου, μια τεράστια σκιά ξεπρόβαλε μέσα απ’ το πυρσόφως. Τέσσερα χέρια και τέσσερα κεφάλια ξεχώρισα να κουνιούνται, να γρυλίζουν, να ψάχνουν. Πριν δω καλά καλά τι τέρας είχε έρθει να με πάρει, ένα από τα χέρια άρχισε να με τραβάει απ’ τα μαλλιά έξω από τη ζεστασιά της σκηνής και τον τελευταίο παιδικό ύπνο. Η αριστερή γάμπα μου κόλλησε πάνω στα ξερά καυτά αλογόσκατα που τάιζαν τη φωτιά της σκηνής και ούρλιαξα από τον πόνο. Ένα μικρό σημάδι έχει μείνει ακόμα εκεί πίσω, να μου θυμίζει ότι κάποτε ζούσα στις σκηνές των Ορφανών. Με σύραν απ’ τα μαλλιά έξω από τη σκηνή και μες στην καταιγίδα. 21


Ο πρώτος Δαίμονας του κόσμου, ο τρομερός Δαρκούλ, ξέρναγε μαύρες πυκνές ανάσες από τα εννιά κεφάλια του και είχε κρύψει όλα τ’ αστέρια. Η Ενάκα, η Μόνη Θεά του Ουρανού, έριχνε ποτάμια δάκρυα από ψηλά που έλιωναν τη γη. Θρηνούσε για τους έξι γιους της, τους έξι Ήλιους που είχε χάσει στην αρχή του κόσμου, τότε στην αρχαία μάχη με τον Δαίμονα. Η καρδιά της, η Σελήνη, ήταν σπασμένη στη μέση εκείνη τη νύχτα και είχε χαθεί κι αυτή μέσα σε σκοτεινόπεπλα σύννεφα τυλιγμένη. Η Θεά είχε κρύψει, μέρες τώρα, τον έβδομο Ήλιο, τον τελευταίο της, τον μονάκριβο, και τη νύχτα πολεμούσε με κεραυνούς να γεννήσει φως, να βυθίσει τον Δαίμονα πάλι στη φωλιά του. Με αυτούς τους θρύλους μάς πότιζαν το μυαλό οι γριές της Φυλής όποτε έβρεχε απελπισμένο χειμώνα. Ήταν μια τέτοια νύχτα, από τους θρύλους βγαλμένη, απ’ αυτές που οι δειλοί παρακαλάνε να πεθάνουν και οι γενναίοι γεννιούνται ξανά. «Οι πρωτογέννητοι υπηρέτες του Δαρκούλ, τα τέρατα του Δάσους, οι κοφτερόδοντοι Ρυκάαλ, κλέβουν τα αδύναμα παιδιά απ’ τις σκηνές και τα πνίγουν στις νύχτες της βροχής». Άλλος ένας θρύλος που άρεσε στις γριές να επαναλαμβάνουν. Μπουσούλησα να σηκωθώ, βρήκα βήμα, το ξανάχασα. Η βροχή είχε αρχίσει να πέφτει από το σούρουπο, πηχτή σαν τα σάλια του Δαρκούλ, και είχε ζυμώσει λάσπη όλο το χώμα. Προσπάθησα να γλιστρήσω μακριά από το σκοτεινό τέρας που με τραβούσε, αλλά είχε γραπώσει τα μακριά μαλλιά μου με δάχτυλα δυνατά. Πριν πεταχτεί η καρδιά μου έξω από το λαρύγγι, άκουσα τη βροντερή φωνή του: «Σκάσε! Όρθιος». Ήταν άνθρωπος. Της Φυλής. Βρήκα ελπίδα. Δύο άν22


θρωποι. Ο ένας που με κρατούσε. Ο άλλος κρατούσε πυρσό στο ένα χέρι, ένα τομάρι να τον καλύπτει στο άλλο. «Ακολούθα αυτόν μπροστά με τον πυρσό, αλλιώς σε τραβάω εγώ», είπε ο πρώτος. Βρομούσε γεράματα. Δεν είχε δύο κεφάλια, ούτε τέσσερα χέρια. Φορούσε ένα γούνινο καπέλο από λυκοκεφαλή κι έδειχνε σαν να έχει τέσσερα μάτια και δύο στόματα. Όπως με τράβαγε για ανάσες πολλές, το κρανίο μου κόντευε να ξεκολλήσει απ’ το δέρμα. Άφησε τα μαλλιά μου κι έπεσα με τον κώλο κάτω. Ένιωσα τους βολβούς των ματιών μου να γυρίζουν στη θέση τους. Σηκώθηκα. Υπάκουσα. Ακολουθούσα τον άντρα με τον πυρσό. Άρχισα ν’ ακούω κάτι άλλο απ’ τη δική μου κραυγή. Ήταν άλλες, παρόμοιες κραυγές. Τις έπνιγαν οι βροντές και η βροχή συχνά, μα ήταν όλο και περισσότερες. Δεν μου απαντούσαν. Κοντινές τσιριχτές φωνές που απομακρύνονταν, μακρινές τσιριχτές φωνές που πλησίαζαν. Τα μάτια μου άρχισαν να ξεχωρίζουν σκιές. Τρέχαμε. Ακολουθούσα τον άντρα που έτρεχε μπρος κι έμοιαζε λύκος όρθιος στα δυο του πόδια. Ξυπόλυτος στη λάσπη έτρεχα και πίσω μου μαζεύτηκαν άλλες δύο τρεις μικρές σκιές. Άλλα παιδιά. Πιο πίσω τους ο γέρος άντρας, γαλαζόμαυρη νυχτοσκιά. Ο πυρσός μπροστά αργοπέθαινε μες στη βροχή. Μετά από λίγο ακολουθούσα μόνο φωνές και τα βήματα μπροστά μου. Οι σκηνές μας ήταν κάπου πίσω μου, στο δεξί μου χέρι. Έκανα μια στροφή απότομα δεξιά κι άνοιξα το βήμα μου στο τρέξιμο, να τους ξεφύγω. Να χαθώ στο σκοτάδι. Ούτε τρία βήματα δεν πρόλαβα και η σκιά πίσω μου με άρπαξε με ένα χέρι. Δυνατό. Γυμνό. Το δάγκωσα. Μια κλοτσιά σήκωσε τα πόδια μου στον αέρα κι έσκασα με την πλάτη μες στη λάσπη. Ήταν μαλακιά και κρύα σαν την ήττα. Ο γέρος έπιασε όλο το κεφάλι μου σαν μικρό μήλο και 23


το ’στριψε να τον δω. Δεν έβλεπα ούτε το λευκάδι, κι ας ήταν κολλημένα πάνω μου τα μάτια του. «Εκεί μπρος, στο φως!» μου έδειξε με το δάχτυλο. Εκεί μπροστά αχνόφεγγε κάτι. Σαν να είχαν κατέβει πολλά μικρά αστέρια λαμπερά να μας βοηθήσουν. Άρχισα να τρέχω προς τα πάνω τους για χρόνο πολύ, μα δεν τα φτάναμε ποτέ, έμεναν μακριά σαν άπιαστα όνειρα. Έτρεχα ασταμάτητα μέχρι που μικρές δαγκωματιές έπιασαν τη σπλήνα μου και σταμάτησα να πάρω ανάσα. Ένα χτύπημα με πέταξε μπρούμυτα και ξανάφαγα λάσπη. Ήταν μαλακιά και πηχτή. Σαν φρέσκα σκατά. Σηκώθηκα. Δεν ήταν αστέρια λαμπερά αυτά αλλά πυρσοί μες στη βροχή, και όσο πλησιάζαμε, είδα τα υπόστεγα που κύκλωναν τη μεγάλη αλάνα, το Λυκουρλιαχτό. Την αλάνα των Ούνα-Μας. Εκεί μας πήγαιναν. Στο Λυκουρλιαχτό του Σιρόλ. Εκεί που γίνονταν οι τελετές της πανσελήνου. Οι μονομαχίες. Οι ανθρωποθυσίες. Των αλλόφυλων. Δεν ήμουν αλλόφυλος. Δεν είχε πανσέληνο. Όταν μετά από χρόνο πολύ πλησιάσαμε τους πυρσούς πια, η Θεά Ενάκα μάς λυπήθηκε και πρόσταξε τους νεκρούς πολεμιστές που αναπαύονταν δίπλα της στον Ουρανό να σταματήσουν να μας κατουράνε. Η βροχή έπαψε. Δεν τρέχαμε πια, είχαμε μπει ήδη στο κέντρο της αλάνας. Κι εγώ και τα άλλα τρία παιδιά πίσω μου. Σκιές ήταν ακόμα. Ένα το ξεχώρισα, ήταν από τις σκηνές των Ορφανών. Με πλησίασε ο γέρος αυτός που με το λυκοτόμαρο τον έβλεπα θηρίο. Κρατούσε έναν πυρσό που φώτιζε γέρικες ρυτίδες και κακοραμμένες ουλές στο πρόσωπό του. Η ζωή είχε στερέψει μακριά από το δέρμα του, είχαν περάσει από πάνω του αμέτρητοι χειμώνες. «Εκεί, με τους άλλους!» μας πρόσταξε να πάμε στη μέση της αλάνας. Εκεί στη μέση της αλάνας του Λυκουρλιαχτού ήταν άλ24


λα, πολλά, αμέτρητα στα δάχτυλά μου, παιδιά. Άργησα να τον υπακούσω και το χέρι του έσκασε στο κεφάλι μου. Ξανασηκώθηκα. Ήταν η πιο γλυκιά καταχεριά. Το μυαλό μου πήρε φωτιά. Το μυαλό μου έτρεξε στις ιστορίες που μας έλεγαν συνέχεια, σχεδόν τυραννικά, τον τελευταίο καιρό: «Στους δώδεκα χειμώνες θα σας πάρουν στον Κλήρο να γίνετε πολεμιστές. Όσοι αντέξετε». Ήμουν στον Κλήρο. Των δωδεκαχείμωνων. Ήμουν στον Κλήρο. Δεν θα μας σκότωναν. Όχι αμέσως. Όχι όλους. Θηριώδεις σκιές, καλυμμένες με γούνινα καπέλα και τομάρια, έφερναν κι άλλα παιδιά στο Λυκουρλιαχτό. Διέκρινα τις μικρές, αδύνατες κορμοστασιές τους μα όχι χαρακτηριστικά επάνω τους. Το σκοτάδι επέμενε. Κάποτε θα χάραζε. Όχι γρήγορα. Όποτε σκεφτόμουν να φωνάξω, να ρωτήσω, άκουγα τους μεγάλους άντρες να προστάζουν τα νιόφερτα παιδιά: «Βγάλε το παντελόνι σου, μη βγάλεις λέξη». Παιδιά και άντρες τρέχαμε μες στην αλάνα σαν σφήκες τρελαμένες που οι κυνηγοί έχωσαν πυρσό στη φωλιά τους. Οι άντρες ξεχώριζαν τα παιδιά. Πώς και τι, δεν ήξερα. Με έσπρωχναν συνέχεια άντρες προς τ’ αριστερά μου. Μετά με άφησαν. Ένας άντρας μού έδωσε δυο κλοτσιές να πάω δεξιά. Άλλες παιδικές σκιές πήγαιναν δεξιά, άλλες αριστερά. Ο γέρος που με είχε σταματήσει όταν πήγα να ξεφύγω φάνηκε μπροστά μου. Ίδια με πριν, τα μαύρα λυκοαυτιά του ξεφύτρωναν από το γκρίζο του καπέλο. Με έπιασε από τον σβέρκο και με πήγε όσο πιο αριστερά μπορούσε. Ήταν το μεγαλύτερο δώρο που μου έκανε ποτέ κανείς στη ζωή μου. Και το πιο ακριβοπληρωμένο. Σε λίγο σταμάτησαν να μας πηγαινοφέρνουν αριστερά δεξιά και βουβή παγωμάρα έπεσε γύρω μου. Άναψαν κι άλλοι πυρσοί. Όταν πήγαν ν’ αρχίσουν κάποια κλάμα25


τα, να πηδήσουν σαν κελαηδήματα πουλιών από τον έναν παιδικό λαιμό στον άλλο, μια φωνή γυναικεία, και απειλητική σαν βέλος, έσκισε το Λυκουρλιαχτό για ανάσες πολλές απ’ άκρη σ’ άκρη. «Κλήηηηηηηροοοοοοοος». Δεκαέξι φορές αλλά πάντα διαφορετική ξανακούστηκε η λέξη «Κλήρος» από αντρικές βαριές φωνές. Ήμουν όσο πιο αριστερά μπορούσαν να με πάνε, σε μια ομάδα μαζί με άλλα παιδιά, τρεις τέσσερις φορές τα δάχτυλα των χεριών μου πολλά. «Κλήρος... Επιτέλους», ψιθύρισε ένα αγόρι δίπλα μου. Ήταν κι αυτός λασπωμένος, γυμνός, με τα αχαμνά του μόνο κρυμμένα από ένα πανί. Τα παιδιά δίπλα μου, εκεί στο τέλος αριστερά που μας είχαν ξεχωρίσει, ήταν από γενναίες σκηνές Πολεμιστών, όχι Ορφανών. Είχα ξαναδεί τα μούτρα μερικών στις δοκιμασίες του τόξου και του αλόγου. Εκεί που οι Ορφανοί έβγαιναν πάντα τελευταίοι. Οι δύο άντρες που με είχαν βουτήξει και μια άλλη, πιο κοντή, θηλυκιά, αδύνατη σκιά με μαύρη κουκούλα πλησία­ σαν. Με βήμα γρήγορο οι άντρες, και λίγο πίσω τους σταθερά και αργά η μαυροφορεμένη σκιά. Οι άντρες μάς έβαλαν σε μια σειρά ίσια, σαν δέντρα παραταγμένα στην άκρη του ποταμού. Ο πυρσός φώτισε πάνω στη γυναίκα. Ένα κάτασπρο, εφιαλτικά χλωμό για τη Φυλή μας, ρυτιδιασμένο και λιπόσαρκο γυναικείο πρόσωπο εμφανίστηκε κάτω από την κουκούλα. «Η Σαχ-Ούνα...» ψιθύρισε μια άγνωστη κοριτσίστικη φωνή δίπλα μου. Γλυκός σαν να βγήκε από κρυστάλλινο περιστέρι, ο ήχος της φωνής της στη στιγμή άλλαξε τον θανατερό τρόμο σε μυθική περιπέτεια μέσα μου. «Σαχ-Ούνα, η Πρώτη Μάγισσα Ούνα-Μα», είπε το αγόρι, που ξαναμίλησε. Δεν είχα ξαναδεί τη Μάγισσα ποτέ, όμως το όνομα της 26


πιο τρομερής γυναίκας της Φυλής το είχα ακούσει πολλές φορές. Η Σαχ-Ούνα σήκωσε αργά τον δείκτη του χεριού κάθετα στα χείλη της κι έκανε νόημα στο αγόρι να μην ξαναψιθυρίσει. Πάνω στο λευκό της δέρμα τα φρύδια της κατάμαυρα σύρθηκαν σαν φιδάκια ζωντανά μόλις με είδε. Πλησίασε, πρώτον απ’ όλους, εμένα. Πίεσε τα νύχια της μες στα μάγουλά μου και έσπρωξε το κεφάλι μου δεξιά σαν να ήθελε να δει τον σβέρκο μου. Τα δάχτυλα απ’ το άλλο χέρι της σαν παγωμένα σκουλήκια γλίστρησαν μες στα μαλλιά μου κι έψαχναν. Ύστερα μ’ άφησε κι έμεινε να με κοιτάζει στα μάτια. Με γνώρισε. Πώς και γιατί, δεν θ’ αργούσα να το μάθω. Τα μάτια της με κοιτούσαν επί ανάσες πολλές, σαν μαύροι, ανελέητοι κεραυνοί. Αυτή ήταν ο μόνος Δαίμονας που με σημάδεψε στη ζωή μου. Ο νεότερος από τους δύο άντρες που με είχαν πάρει από τη σκηνή γύρισε το κεφάλι να δει κι αυτός τον σβέρκο μου κι έμεινε μετά να με κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Το σάπιο στόμα του κοιτούσα. Τα μάτια του δεν έδειχναν τίποτα. Ήταν θολομάτης, γκριζόλευκα στρογγυλά πετράδια γυάλιζαν στις δύο κόχες κάτω από τα φρύδια του. «Αυτόν τον κοίταξε Ρυκάαλ μες στα μάτια...» ακούστηκε ένας αγορίστικος ψίθυρος δίπλα μου. Ο θολομάτης σήκωσε το χέρι του κι έριξε μια ανάποδη στο φλύαρο αγόρι. Η Φυλή είχε πολλούς θρύλους γιατί είχε και πολλούς Δαίμονες να πολεμήσει. Οι πιο φοβεροί ήταν οι Ρυκάαλ, οι αιμοφάγοι ανθρωποκυνηγοί του Δάσους. Κανένας δεν μπορούσε να τους περιγράψει. Όποιος τους είδε είχε χάσει για πάντα το χρώμα απ’ τα μάτια του, είχαν θολώσει άχρωμα, μαζί και το μυαλό του. Σαν τον άντρα μπροστά μου. Ο ίδιος θρύλος έλεγε πως ο μόνος τρόπος να σκοτώσεις έναν Ρυκάαλ ήταν να του χαρίσεις την καρδιά σου. 27


Κανένας δεν τολμούσε να πει ψέμα ότι σκότωσε Ρυκάαλ. Θολά ήταν όλα αυτά στο μυαλό μου μες στη νύχτα εκείνη, θολά σαν τα μάτια του άντρα απέναντί μου. Όμως η γριά που μας μεγάλωνε στα Ορφανά έλεγε πάντα τα ίδια λόγια. Χαραγμένα μού έμειναν και τα είπα μέσα μου βουβά κοιτώντας τη Σαχ-Ούνα: «Οι δαίμονες σε κοιτούν πάντα στα μάτια. Και μαθαίνουν ό,τι θέλουν. Ποτέ στην καρδιά. Δεν αντέχουν. Αν θες να νικήσεις τον Δαίμονα, πρέπει να ξεριζώσεις τη δικιά σου την καρδιά και να του τη χαρίσεις. Τότε θα πέσει στα γόνατα και θα τραγουδήσει μαζί σου θλιμμένος. Και θα σβήσετε εκεί μαζί την ίδια στιγμή αγκαλιασμένοι». Μα ποιος μπορεί να ξεριζώσει τη δικιά του την καρδιά; Αυτό μου πήρε μια ζωή να το μάθω.

28


III

ΠΡΟΒΑΤΑ ΣΤΗ ΣΦΑΓΗ

Χειμώνας 13ος. Κλήρος. Νύχτα 1η.

Η Σαχ-Ούνα έφυγε μπρος από τα μάτια μου, αφού πρώτα με έφτυσε κατάμουτρα. Μετά πέρασε από το κάθε παιδί χωριστά κι έκανε το ίδιο. Δύο μικρόσωμα αγόρια παραδίπλα δεν τα έφτυσε· αντίθετα, γύρισε κι έφτυσε πίσω απ’ την πλάτη της κι όταν έγινε αυτό, έτρεξαν άντρες και τα πήραν. Χάθηκαν σ’ ένα υπόστεγο κι ύστερα στο σκοτάδι. «Πάνε αυτοί», ακούστηκε δίπλα μου το αγόρι που είχε μιλήσει και πριν. «Ποιος είσαι;» ρώτησα. «Ράτε, Τοξότες». Η αριστερή παλάμη του χτύπησε στο γυμνό του στήθος. «Ντα-Ρεν, Ορφα...» «Δεν μιλάτε, δεν κουνιέστε, αρούρια!» βγήκε δυνατή η φωνή του πιο μεγαλόσωμου άντρα εμπρός μου. Μόλις γύρισε να φύγει, ξαναρχίσαμε να μιλάμε. «Αυτοί που μας έφεραν εδώ είναι Οδηγοί, παγωμένη οργή...» ψιθύρισε ξανά ο Ράτε δίπλα μου. Πριν τελειώσει τη φράση του, ένα μακρόσυρτο σφύριγμα έκοψε τη βροχή κι ένα βέλος καρφώθηκε ανάμεσα στα δυο του πόδια και 29


πιτσίλησε κι εμένα με λάσπη. Ο Ράτε κοκάλωσε στη θέση του. Ο διπλανός μου ζέστανε τη λάσπη καθώς το κάτουρο έτρεξε κάτω στα πόδια του. Ελάχιστο φως της πρώτης θολής χαραυγής φανέρωσε καλύτερα τα πρόσωπα γύρω μου αλλά όχι χρώματα. Ήμασταν μια ομάδα παιδιών, τρεις φορές και παραπάνω τα δάχτυλά μου. Δεξιά μας είχαν μαζέψει μια άλλη ομάδα. Περίπου τόσοι κι εκεί. Πιο δεξιά ακόμα μία. Και άλλη κι άλλη ακόμα πιο πέρα. Μέχρι που τέλειωνε το Λυκουρλιαχτό, μας είχαν χωρίσει σε ομάδες πολλές. Σχεδόν όλοι ήμασταν αγόρια στην ομάδα μου, παρόλο που υπήρχε και μια χεριά κορίτσια. Το βλέμμα μου έκανε μια γύρα μήπως βρει ένα ξύλο, μια πέτρα, κάτι να κρατήσω, να επιτεθώ, αλλά μόνο λάσπη τύλιγε ως τους αστραγάλους τα ξυπόλυτα πόδια μου. Δεν θα πέθαινα από το κρύο, δεν είχε πάγο, ούτε αέρα μανιασμένο. Η βροχή τα είχε γλυκάνει όλα και τώρα είχε σταματήσει σαν να την είχε διατάξει η Σαχ-Ούνα. Δύο σκιές ξεκόλλησαν μέσ’ απ’ το σκοτάδι και αργά αργά ίππευσαν προς εμάς. Η μία ήταν λεπτόκορμη, θηλυκή μάλλον. Η σκούρα ρόμπα της σκιζόταν στα δύο στη μέση και τα πόδια της καβαλούσαν τυλιχτά το ζώο αριστερά δεξιά. Η δεύτερη σκιά ήταν ένας μικροκαμωμένος άντρας, ίππευε κι αυτός άλογο κοντό. Ο άντρας ήταν κουκουλοφορεμένος, δεν έμοιαζε πολεμιστής, αλλά είχε φωνή δυνατή για δέκα πολεμιστές. Άρχισε να μιλάει. Ένας άλλος, ίδιος, μιλούσε στην ομάδα πιο δεξιά. Ένας ακόμα παραπέρα. Έλεγαν όλοι τα ίδια λόγια, λέξη προς λέξη. Η μοίρα μου όλη ξεπήδησε μέσα απ’ τα δόντια τους: Η Αλήθεια του Κλήρου Παιδιά των Τοξοτών, των Ράβδων και των Λεπίδων, των Κυνηγών και των Τεχνιτών, των Ανιχνευτών, των Δερμα30


τάδων και των Ορφανών: Ορθώστε τ’ αυτιά σας σαν τον Λύκο, στυλώστε τα πόδια σας σαν τα άλογα και βουτήξτε τις ψυχές σας στην Αλήθεια που θ’ ακούσετε. Ο δωδέκατος χειμώνας έφτασε και ο Κλήρος θα ορίσει πού θα σας βρει ο επόμενος. Αυτή την πρώτη νύχτα οι Άνθρωποι-Λύκοι, οι προστάτες και Οδηγοί της Φυλής, ήρθαν να σας μαζέψουν από τις σκηνές που ποτέ δεν θα ξαναδείτε. Στη δοκιμασία του Κλήρου θα μπείτε για ένα φεγγάρι και άλλο μισό, και η Ενάκα, η Μόνη Θεά του Ουρανού, τα μάτια της θα ρίξει επάνω σας. Μόνο οι δυνατοί θα βγείτε από τον Κλήρο πολεμιστές. Πείνα και πάγος θα γίνουν αδερφή και αδερφός σας. Κοπριά και σάπια ψάρια να θάψουν τους αδύνατους, οι Λύκοι-Άνθρωποι, οι Οδηγοί σας δεν θα αφήσουν κανέναν προβατόψυχο να πιάσει τόξο πολεμιστή. Οδηγούς θα τους πείτε τους γέρους πολεμιστές, που τον χειμώνα αυτό θα σας βάλουν στο μονοπάτι το αληθινό του Χρυσού Ήλιου και της Ασημένιας Σελήνης. Η Ενάκα κοιτάζει από ψηλά και από τα στήθια της χύνεται άνεμος της νίκης επάνω σας. Να γίνετε Πολεμιστές. Να σταθείτε δίπλα της στην Τελική Μάχη. Να μην καταλήξετε στα εννιά σαγόνια του Δαίμονα Δαρκούλ. Πρόβατα στη σφαγή θα πάτε στον Κλήρο, Λύκοι της στέπας θα βγείτε.

Έτσι ορίζουν οι Ούνα-Μας, οι Φωνές του Ουρανού. Αμέτρητες νύχτες, ανάσα και λέξη, ίδια κι απαράλλαχτη, είχα ακούσει την Αλήθεια του Κλήρου. Από τις γριές. «Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε ένα κορίτσι δίπλα μου. «Ρέγκεν, ένας απ’ τους Εκατό. Φέρνει τις Αλήθειες». 31


Ο Ρέγκεν είχε φέρει την Αλήθεια του Κλήρου. Δεν ήξερα πότε θα ’ρθει ακριβώς η στιγμή που θα με έπαιρναν, και είχα μπερδευτεί ακόμα πιο πολύ. Ήμουν σίγουρος ότι είχα περάσει τους δώδεκα χειμώνες κι αυτός ήταν ο δέκατος τρίτος μου. Με είχαν ξεχάσει τον προηγούμενο χειμώνα. Ποιος μετρούσε πότε είχε γεννηθεί ο κάθε ορφανός; Ήμουν ψηλότερος απ’ όλα τα άλλα παιδιά και ήμουν σίγουρος ότι με είχαν ξεχάσει. Μου το είχε πει ένας μονόχειρας γέροντας που αργοπέθαινε δίπλα στις σκηνές των Ορφανών. Από τότε που ήμουν πολύ μικρός αργοπέθαινε κι όμως ακόμα ζούσε. «Κανένας δεν θυμάται πότε γεννήθηκες ούτε και από ποια». Η γριά Ξεδοντιάρα, που με έστελνε στις αγγαρείες κάθε χάραμα, μου είχε πει να μην ελπίζω και να μην ονειρεύομαι. Ήμουν άχρηστος και θα πέθαινα στον Κλήρο από την πρώτη νύχτα, όπως έλεγε. Αν ήμουν τυχερός, θα με πετσόκοβαν με χαρακιές και θα με ξανάστελναν σ’ αυτήν βοηθό. Την ευγνωμονώ αιώνια. Βρισκόμουν στον Κλήρο, εκεί που η Φυλή ξεβρόμιζε από τα αδύνατα παιδιά και χάραζε τη μοίρα των επόμενων πολεμιστών. Ακόμα και των Αρχηγών. «Μας ξεχώρισαν σε καλή Αγέλη», ξανάκουσα την κοριτσίστικη φωνή κοντά μου. Τώρα μπορούσα να τη δω καλύτερα. Αναγνώρισα στα μάτια και στα χείλη που ψιθύρισαν, την Έλμπια, ένα κορίτσι που είχα ξαναδεί πριν από ένα καλοκαίρι. Στις ασκήσεις που έκαναν τα παιδιά των Τοξοτών. Είχε μείνει χαραγμένη στο μυαλό μου από εκείνη τη μέρα. Την είχα δει την πρώτη φορά να καβαλάει πουλαράκι καφετί, τα μαλλιά της, η ουρά του αλόγου να ανεμίζουν μαζί κι ολόιδια. Την είχα ξαναδεί και πριν από τρία φεγγάρια, στη δοκιμασία του τόξου των εντεκαχείμωνων. Ήταν πιο γρήγορη κι απ’ τον άνεμο. Πιο όμορφη 32


από την πρώτη φορά. Ήταν σαν κόρη αληθινή της Μόνης Θεάς της Ενάκα. Φως ουρανόσταλτο ανάμεσά μας. Είχα πάρει κι εγώ μέρος στη δοκιμασία του τόξου. Δεν είχα νικήσει. Ούτε είχα ξεχωρίσει. Δεν περίσσευε χρόνος για ασκήσεις με τόξα στη σκηνή μου. Από τότε την είχα δει την Έλμπια κι άλλες φορές, πολλές. Όταν έκλεινα τα μάτια μου. Με είχαν ξεχωρίσει στην ίδια Αγέλη με την Έλμπια. Ήταν από τις σκηνές των παιδιών των Τοξοτών, των καλύτερων πολεμιστών της Φυλής. Εγώ ήμουν από τις σκηνές των Ορφανών, εξίσου σημαντικών με τα σκουλήκια του ψαρέματος, αλλά πολύ πιο ασήμαντων από τα γουρούνια. Αν και μικρός, τα ήξερα αυτά τα λίγα. Και ήμουν καστανομάλλης για να ξεχωρίζω ακόμα παραπάνω απ’ τους μαυρόμαλλους συντρόφους μου και κέντριζα την υποψία στα μάτια των άλλων. Ο Ράτε δίπλα μου ήταν κι αυτός μεγαλωμένος στους Τοξότες. Με είχαν ξεχωρίσει σε καλή ομάδα. Το είχε πει και η Έλμπια. Με είχε σπρώξει εκεί αριστερά ο γέρος με τα μαύρα αυτιά του λύκου στο καπέλο, αυτός που με άρπαξε απ’ τη σκηνή, αυτός που με σταμάτησε όταν πήγα να ξεφύγω. Θα περνούσε πολύς καιρός μέχρι να μάθω ότι μ’ έβαλε εκεί ακριβώς επειδή προσπάθησα να ξεφύγω. Με διάλεξε ο λύκος μακριά από τα πρόβατα που πήγαιναν στη σφαγή. Μας βγάλανε από την αλάνα, το Λυκουρλιαχτό, μα όχι όπως μας φέρανε. Έξι καβαλάρηδες, κρατώντας πυρσούς περικύκλωσαν κάθε ομάδα. Τριπόδιζαν αργά τα άλογά τους και ακολουθούσαμε με το γρηγορότερο τρέξιμό μας. Τρέχαμε δυτικά και βόρεια τώρα έξω απ’ την αλάνα, προς το Δάσος των Ρυκάαλ, εκεί όπου ζούσε ο τρόμος και ο κόσμος τέλειωνε. Δεν είχα πατήσει ποτέ εκεί. Απομακρυνόμασταν ακόμα παραπάνω από τις σκηνές μας. Τα πόδια 33


της Έλμπια έτρεχαν λίγο μπροστά μου και με γέμιζαν λάσπη. Ήταν ζεστή και απαλή σαν τη ζωή. Πήγα να πέσω, μα ένα χέρι πετάχτηκε από πίσω και με ξανασήκωσε πριν με ποδοπατήσει το άλογο. Ήταν ο Μάλαν, από τις σκηνές των Ορφανών. Δεν ήμουν μόνος. Ανηφορίσαμε για χρόνο πολύ ένα λασπωμένο ύψωμα. Τα πόδια μου άρχισαν να πονάνε περισσότερο απ’ τα πνευμόνια. Έριχνα γρήγορες ματιές γύρω μου καθώς έτρεχα. Δεξιά μου, έτρεχαν οι άλλες ομάδες της αλάνας και οι καβαλάρηδες με τους πυρσούς χάραζαν χρυσή τη μαύρη γη. Κάθε ομάδα χωριστά έμοιαζε με πύρινο φίδι που είχε καταπιεί ένα κοπάδι παιδιά και πήγαινε να τα χωνέψει. Οι καβαλάρηδες σταμάτησαν και μας επέτρεψαν δυο ανάσες στην κορυφή του υψώματος. Μάλλον το έκαναν για να κοιτάξουμε πίσω, να δούμε πόσο μακριά ήμασταν πια και να κλάψουμε. Ο ουρανός πάνω από το κεφάλι μου ήταν μαύρος, αλλά η γη εκεί κάτω ήταν γεμάτη φωτιές σαν αστέρια. Απ’ άκρη σ’ άκρη ξεχώριζαν οι φωτιές γύρω απ’ τις σκηνές του στρατοπέδου. Στη μέση όλου του Σιρόλ ζούσε ο Αρχηγός, ο Μεγάλος Κχουν, ο Κχουν-Τάα και οι Μάγισσες. Δυτικά τους, πιο μεγάλες, πιο δυνατές, πιο λαμπερές και αμέτρητες οι φωτιές των Τοξοτών, των ικανότερων πολεμιστών. Ανατολικά του Αρχηγού, ήταν οι Λεπίδες, οι μαχαιροβγάλτες, και ακόμα παραπέρα οι ατέλειωτες σκηνές των βοηθητικών: Ψαράδες, Δερματάδες, Κυνηγοί, Σιδεράδες, Τεχνίτες πεταμένοι εκεί. Ανάμεσα στους Λεπίδες και τους Δερματάδες ήταν οι λιγοστές σκηνές των Ορφανών. Η κωλοτρυπίδα του Σιρόλ. Δεν θα έκλαιγα που είχα φύγει από εκεί, κι ας με πήγαιναν και στο στομάχι του Δαρκούλ. Η μέρα χάραζε δειλά, και το αμυδρό φως ζωγράφιζε τα δρύινα κλαδιά αριστερά μας. Κατεβήκαμε ένα μονοπάτι που έμοιαζε χιλιοπατημένο από άλογα. Δεξιά μας 34


ορθώνονταν ξύλινα υπόστεγα, άλλες σκηνές και στοιβαγμένα άχυρα σε δεμάτια και μετά μια βατουλιά ψηλότερη από το μπόι μου. Το μονοπάτι μάς έβγαλε σε μια νέα αλάνα, πολύ μικρότερη από την προηγούμενη. Πρέπει να είχε πενήντα βήματα φάρδος και εκατό μήκος. «Πάτε εκεί στη μέση», είπε ο θολομάτης Οδηγός. Μια χούφτα Οδηγοί και οι δύο κουκούλες, η γκρίζα, η αρσενική, και η κόκκινη, η θηλυκή, κρύφτηκαν κάτω από ξύλινα υπόστεγα που μας τριγύριζαν, κι εμείς τα παιδιά μείναμε όρθια στην αλάνα με μόνη προσταγή να μην κινούμαστε και να μη μιλάμε. Έψαχνα ακόμα στη σκοτεινιά γύρω μου να βρω ένα μεγάλο ξύλο να το πάρω ρόπαλο. Κάποια παιδιά δεν γύριζαν καθόλου το κεφάλι, είχαν αυτή την προβατίσια στάση κοιτώντας τη λάσπη, πιο ακίνητα και απ’ τα γκρίζα κλαδιά των βελανιδιών που ξετυλίγονταν γυμνά και απειλητικά μπροστά μας. Κανένα από αυτά τα ακίνητα παιδιά που κοιτούσαν τη λάσπη, από τον τρόμο παγωμένα, δεν έβγαλε τον Κλήρο. Τουλάχιστον δεν έγινε πολεμιστής. Μόνο όσοι παράκουσαν, έστω και λίγο, τους κανόνες κατάφεραν να γίνουν πολεμιστές. Οι άλλοι, όταν μεγάλωσαν, ψάρευαν οξύρρυγχους και σολομούς στο Μεγάλο Ποτάμι, τη Μαυροφλέβα την ονομαστή, και έφτιαχναν τα όπλα και τις μπότες μας. Διπλόκυρτα τόξα και λεπίδες δεν πήραν στα χέρια τους πάντως. Για άλογο δικό τους, ούτε λόγος. Γκρίζο ήταν και το επόμενο χρώμα που ξεχώρισα όταν δύο τεράστια πολεμόσκυλα διέσχισαν την αλάνα από τη μία άκρη ως την άλλη σταματώντας να μυρίσουν κάποια παιδιά που τα γόνατά τους έτρεμαν. Ήταν μολοσσοί, που είχαν μαζί τους στις επιδρομές οι άντρες, με τα σάλια να αστράφτουν πάνω στα ζαρωμένα προγούλια τους. Σταμάτησαν πάνω μου να με μυρίσουν, κι αυτό δεν μου έκανε εντύπωση. Όλο το προηγούμενο απόγευμα με είχε στείλει η Ξεδο35


ντιάρα γριά να μαζέψω τενεκέδια γεμάτα με φρέσκο σερνικό κάτουρο, πριν πιάσει η βροχή, αυτό που χρειάζονταν οι Δερματάδες για να ξεβρομίσουν τα φρεσκογδαρμένα αλογοδέρματα. Όταν έφερνα το τελευταίο τενεκέδι κι είχε πλαγιάσει άφαντος ο ήλιος, ένα πολεμάλογο πέρασε αλαφιασμένο δίπλα μου και για ένα βήμα δεν μ’ έλιωσε. Το πόδι του αναβάτη αναποδογύρισε όλο το τενεκέδι επάνω μου και, παρά τη βροχή που είχα φάει μετά, μου είχε μείνει ακόμα η βρόμα. Είτε το έκανε επίτηδες είτε κατά λάθος, η μυρωδιά δεν άλλαζε καθόλου και δεν σκεφτόμουν ποτέ τέτοια πράγματα. Αυτή ήταν η πιο συνηθισμένη άσκηση και ασχολία μου στη σκηνή των ορφανών παιδιών έως εκείνη τη μέρα. Να κουβαλάω τα αλογόσκατα και το σερνικοκάτουρο. Σε οποιονδήποτε Κλήρο και να έμπαινα, θα με περίμενε σίγουρα μια καλύτερη μοίρα. Αν έβγαινα ζωντανός. «Όρθιοι στέκεστε! Τίποτ’ άλλο. Όποιος πέσει τελείωσε...» ακούστηκε ο Οδηγός. Ήταν οι σκέψεις που με κρατούσαν όρθιο, γυμνό και ξυπόλυτο μ’ ένα πανί μόνο γύρω απ’ τα αχαμνά μου εκεί στην αλάνα δίπλα στους άλλους. Πέρασε χρόνος πολύς. Το φως πήγε να βγει, μα ο Ουρανός μάς έφτυσε ξανά κι άρχισε βροχή ανελέητη. Ακίνητα, παγωμένα, όρθια σε μια σειρά στέκονταν όλα τα παιδιά εκεί στη μέση της μικρής αλάνας. Είχα αρχίσει να μη νιώθω τις πατούσες μου πια μες στη γλίτσα της κρύας λάσπης, όταν ένα αδύναμο αγόρι, πέντε σώματα μακριά μου –το περνούσα μια ολόκληρη παλάμη σε ύψος– έσκυψε να καθίσει κάτω στα γόνατά του. Ένας Οδηγός αμέσως έβγαλε ένα μαστίγιο και με γρήγορο βήμα άρχισε να το πλησιάζει. Το παιδί πρόλαβε και ξανασηκώθηκε αργά και με κατεβασμένο το κεφάλι στηρίχτηκε με τα χέρια πάνω στα μισολυγισμένα γόνατά του να μείνει όρθιο. 36


Πολύ αργότερα ένα άλλο κορίτσι άρχισε να λαχανιάζει ξαφνικά σαν να τρέχαμε ακόμα. Μετά γύρισε ανάποδα προς την πλευρά απ’ όπου είχαμε έρθει, έβαλε τα κλάματα κι άρχισε να τρέχει φωνάζοντας: «Μαααααρ, Μααααααρ». Ο ένας από τους δύο γκρίζους μολοσσούς πετάχτηκε απ’ το απέναντι υπόστεγο σαν να περίμενε επιτέλους αυτή τη στιγμή κι άρχισε να τρέχει προς το κορίτσι. Λες και ήξεραν από καιρό τι θα επακολουθούσε, κορίτσι πρώτα και ζώο μετά έκαναν στροφή και ξαναγύρισαν εκεί όπου ξεκίνησαν. Περισσότερα γόνατα άρχισαν να λυγίζουν. Παιδιά να βογκούν. Βουβά κλάματα να τυραννάνε τα αυτιά μου. Θα έπεφτε κάποιος. Πρώτος. Όχι εγώ. Ήταν ο Μέρεκ, ένα παιδί που το ήξερα γιατί ήταν απ’ την ίδια σκηνή με μένα. Έπεσε σαν να είχαν λιώσει, κεράκια, τα πόδια του και δεν ξανακουνήθηκε. Τον είχαν φέρει πέρυσι από σκηνή Ράβδων, όταν πέθανε η μάνα του στην τελευταία της γέννα, και ήταν ένα ισχνό, αδύναμο παιδάκι, που δεν κατάφερε ποτέ να δείρει κανέναν για να βρει τροφή μες στη σκηνή των Ορφανών. Αντίθετα, πολλά βράδια έχανε και τη δική του κούπα κεχρόγαλα. «Σήκω πάνω...» ψιθύρισα, όμως αυτός τίποτα. «Κλότσα τον να σηκωθεί!» φώναξα στον διπλανό του. «Σήκω, ρε κουταβάκι». Δεν... Ένας Οδηγός πλησίασε στην αλάνα με αργά βήματα, έκανε έναν μορφασμό αηδίας κοιτώντας γύρω του και πουθενά συγκεκριμένα και μονολόγησε πριν φτύσει μια πηχτή ροχάλα δίπλα απ’ τον Μέρεκ: «Και έτσι ξεκινά ο Κλήρος...». Άγγιξε τον Μέρεκ απαλά στην αδύναμη πλάτη του, νόμιζα ότι του χάιδεψε τα μαλλιά για λίγο, μα όταν κοίταξα 37


καλύτερα, είδα το πρώτο ζεστό χρώμα εκείνης της μέρας, ένα σκούρο κόκκινο να τρέχει απ’ τον λαιμό του παιδιού και να χρωματίζει καστανιά τη λάσπη. Το ελάχιστο πρωινό φως έριξε λάμψη στο λεπίδι του άντρα. Ήταν αρκετή. Αρκετή για να την ξαναδώ στον ύπνο μου. Πολλές φορές. Ο Οδηγός τον τράβηξε λίγο μπροστά απ’ τη γραμμή μας ώστε να μπορούμε να βλέπουμε όλοι χωρίς να στρίβουμε τα κεφάλια μας, και καθώς γύριζε στο υπόστεγό του, σφύριξε. Και τότε οι δύο μολοσσοί όρμησαν, χωρίς ν’ αλλάξουν καθόλου κατεύθυνση, ο γρηγορότερος έπεσε κατευθείαν στον λαιμό και ο μεγαλύτερος στο ψαχνό. Όμως τα σκυλιά δεν τα είχαν στείλει για τον Μέρεκ. Αυτός ήταν ήδη νεκρός και δεν θα έβγαζε άχνα, όσο και να τον ξέσκιζαν. Θα τα άφηνε αν ήξερε, ήταν από τα λίγα παιδιά στους Ορφανούς που δεν βασάνιζε τα κουτάβια. Τα σκυλιά τα είχαν στείλει για να κόψουν τα δικά μας πόδια και τη δική μας τη μιλιά. Το πέτυχαν. Όταν σταμάτησαν να τραβάνε κρέας, παράτησαν το ανοιγμένο μικρόσωμο κουφάρι να γεμίζει κόκκινο νερό δίπλα μας. Σαν στραβοχυμένο καζάνι, ποτήρι για τους Ρυκάαλ, μάζευε το νερό το ουρανόσταλτο. Με το ζόρι μπορούσα να δω οτιδήποτε γύρω μου. Η βροχή έπεφτε πια σαν πέπλο υγρά αγκάθια επάνω μας. Δεν ήθελα να δω. Τίποτ’ άλλο. Κανέναν. Έκλεισα τα μάτια μου να μη συναντούν αυτά των διπλανών μου. Όπως κοιτούσαν, μου έκλεβαν δύναμη απ’ τα γόνατα. Αναγκάστηκα να τα ξανανοίξω γρήγορα, όταν το σκοτάδι, ανακατεμένο με τους ήχους, με μπέρδεψε και έχασα το μυαλό μου για λίγο. Πέρασε πολύς χρόνος μέχρι να πέσει ο επόμενος που ήξερε μόνος του ποιος είναι και παραμιλούσε αρκετά μακριά μου μα δυνατά, «όχι, όχι» πολλές φορές. Μου είχε 38


σπάσει πρώτα τα νεύρα, ύστερα το ηθικό. Πριν από το μεσουράνημα του αχνού ήλιου κατέρρευσε αυτός, εκεί που είχαμε αρχίσει πια να στεγνώνουμε. Υπολόγισα ότι είναι μεσημέρι, αλλά μπορεί να ήταν πολύ νωρίτερα, όχι αργότερα. Το δεύτερο αγόρι έπεσε, μα δεν το χτύπησε κανένα βέλος, δεν ήρθε κανένας Οδηγός να του ανοίξει τον λαιμό ή κάποιος μολοσσός να το ξεσκίσει. Γρήγορα ακολούθησαν κι άλλοι. Τα πόδια μου ήθελαν να κάνουν το ίδιο. Μετρούσα λιγότερους από τρεις φορές τα δάχτυλα του ενός χεριού –ούτε καν οι μισοί από όσοι είχαμε ξεκινήσει– όρθιους, όταν οι δυνάμεις μου άρχισαν να με εγκαταλείπουν και κοιτούσα τη λάσπη χωρίς να μπορώ να κρατήσω όρθιο τον λαιμό μου. Στεκόμουν ηττημένος από τα παγωμένα πόδια μου μα με έσωσε αυτή... Η λάσπη. Το χρώμα της. Η καφετιά υγρή λάσπη. Όσο την κοιτούσα, χρωμάτιζε ολόιδια μ’ έναν πολτό αλογόσκατων και κάτουρου σαν αυτό όπου με είχαν βουτήξει από τότε που έκλεισα επτά χειμώνες. Η Ξεδοντιάρα γριά που με έτρεχε καλοκαίρια, μέσα σε φρικτή ζέστη και χειμώνες, στο πιο άγριο κρύο κάθε χάραμα, καθρεφτιζόταν εκεί, πιο άσχημη μα και πιο χρήσιμη από ποτέ, και με καταριόταν: «Θα πέσεις την πρώτη μέρα στον Κλήρο. Θα σε στείλουν πίσω χαραγμένο να αδειάζεις σκατοκουβάδες για μια ζωή». Αν έπεφτα, θα έπεφτα σε μια ζωή χωρίς επιστροφή στον πολτό αυτό. Η μυρωδιά του όριζε τα πάντα για πάντα, μπροστά της δεν υπήρχε ούτε η ζέστη, ούτε το κρύο, ούτε ο πόνος. Η εικόνα του μεγάλου πολεμιστή στο γκριζόλευκο άλογο που είχε αναποδογυρίσει το τενεκέδι πάνω μου το ίδιο απόγευμα πέρασε από μπροστά μου και τα πόδια μου έσφιξαν σαν σίδερο μεμιάς. Είχα δει καλοκαίρια τώρα πολλά άλογα να βγάζουν σε 39


μια μέρα σκατά όσα και το δικό μου βάρος, στολισμένα με μύγες χρυσοπράσινες. Την είχα φυλάξει τη μυρωδιά στα ρουθούνια μου βαθιά, αυτό έκανα κάθε μέρα ως τότε. Αντί να καβαλάω άλογα και να μαθαίνω να τοξεύω, μάθαινα αυτό. Και κάθε πολεμιστής μας είχε τρία άλογα. Και είχαμε πολεμιστές αμέτρητους. Θα μπορούσα να φτάσω μέχρι τα τελευταία μου γεράματα, κάθε άβροχο καλοκαίρι να κουβαλάω αχνιστούς κουβάδες, γυαλισμένους απ’ τον ιδρώτα μου. Και δεν θα είχα μαζέψει ούτε όσο σκατό έβγαζε όλο το Σιρόλ σε τρεις μέρες. Και εκεί κοιτώντας την πηχτή καφετιά λάσπη να τυλίγει τα πόδια μου, είπα στον εαυτό μου και στην Ξεδοντιάρα γριά ότι δεν θα γυρνούσα στα σκατά, ακόμα κι αν μας κρατούσαν όρθιους ένα φεγγάρι ολόκληρο. Δεν ήταν η μάνα μου η Ξεδοντιάρα. Κάθε βράδυ ήθελα να βγουν τα κεφάλια του Δαρκούλ και να την πάρουν πριν ξημερώσει. Αλλά μου έμαθε περισσότερα από όποια ήταν πράγματι μάνα μου. Άλλοι θα έπεφταν. Εγώ όχι. Υπήρχαν μέχρι και κορίτσια που δεν είχαν πέσει, δεν μπορούσα να καταπιώ κάτι τέτοιο, και ίσως κι αυτό να ήταν το δεύτερο που μ’ έσωσε τελικά. Το γόνατό μου το αριστερό τρέκλισε για μια στιγμή, αλλά κοίταξα την Έλμπια δίπλα μου και πείσμωσα να κρατηθώ περισσότερο απ’ αυτήν. Έσφιξε τη γροθιά της, την άπλωσε και με άγγιξε λέγοντας: «Κράτα. Μην πέσεις. Τελειώνει όπου να ’ναι». Ήταν η δεύτερη φορά απ’ τη στιγμή που ξύπνησα μες στη νύχτα που ξεχώρισα ένα χρώμα άλλο από γκρίζο και μαύρο, κι αυτό ήταν ένα λουλουδένιο ροδαλό στα χείλη της και δύο ασημένιες σταγόνες πάνω στα μάγουλά της. Ήταν σταγόνες της βροχής. «Τι τελειώνει;...» ξεκίνησα να ρωτάω, όταν το ελαφρύ καλαμένιο βέλος έσκασε τρία δάχτυλα μακριά από την πατούσα μου. 40


Τα παιδιά που έπεφταν λιπόθυμα ή νεκρά –δεν ήξερα– τα πετούσαν οι Οδηγοί σ’ ένα κάρο κι όταν γέμιζε με τέσσερα πέντε, τα έπαιρναν μακριά. Μα θα τελείωνε. Η γραμμή αραίωνε όλο και παραπάνω, λες κι ένα τεράστιο κοράκι περνούσε κάθε λίγο, κατάπινε ένα παιδικό σκιάχτρο και έφευγε. Νωρίς το απόγευμα, είχαμε μείνει όρθιοι μόνο οκτώ από εμάς. Όρθιος ήμουν εγώ, η Έλμπια, ο Ράτε, άλλο ένα κορίτσι, ο σιχαμένος ο Ουράκ, από τις σκηνές των Λεπίδων, που τον αναγνώρισα κι αυτόν γιατί μικρότερος είχα χτυπηθεί μαζί του, δύο άλλοι που δεν τους ήξερα, κι ένα ωχροπρόσωπο, δυνατό και με νεύρο αγόρι. Αυτός που με είχε σηκώσει στην αρχή της νύχτας όταν είχα πέσει στο τρέξιμο. Ήταν ο Μάλαν, ο τρίτος και τελευταίος σ’ εκείνο το παιδομάζωμα από τις σκηνές των Ορφανών. Είχε έρθει στη σκηνή έναν χιονισμένο χειμώνα πριν, μετά τις επιδρομές των πολεμιστών μας στον Νότο. Λευκός σαν το χιόνι κι αυτός, όμως μας είπαν ότι ήταν δικός μας, όχι αλλόφυλος. Όταν έπεσε ο όγδοος που δεν είχε όνομα, τότε μόνο ο γκρίζος κουκουλοφόρος Ρέγκεν, που μας είχε διηγηθεί την Αλήθεια του Κλήρου, ξεπρόβαλε απ’ τα υπόστεγα. Από κοντά φάνηκε νέος, μόλις μερικούς χειμώνες μεγαλύτερος από μένα, πλησίασε και άφησε ένα καλάθι μπροστά μας. Ήταν γεμάτο κρέας. «Επτά κομμάτια. Ένα για τον καθέναν. Τέλος για σήμερα!» φώναξε. Ήθελα να βγάλω μια κραυγή χαράς μα δεν έβγαινε τίποτα. Ήθελα να τρέξω, αλλά στο πρώτο βήμα τα γόνατά μου με σούβλισαν κι έμειναν για λίγο στη θέση τους – σκουριασμένα. Ήθελα κρέας. Ο Ουράκ είχε τρέξει γρήγορα και βούτηξε τρία κομμάτια, όμως πέσαμε όλοι πάνω του και με γροθιές τον μελανιάσαμε. Του χρωστούσα από παλιά μερικές. Ο Ράτε 41


πήρε το τελευταίο και μικρότερο κομμάτι κρέας, το βούτηξε στη λάσπη και του το ’χωσε στο στόμα. Το δεύτερο κορίτσι, που το έλεγαν Ντανάκα, έβγαζε κραυγές χαράς με αυτό που έβλεπε. Κι εγώ. Το αίμα που έτρεχε απ’ τη μύτη του και τα βογκητά του Ουράκ, όταν προσπάθησε να ξανασηκωθεί, ήταν η πιο γλυκιά συντροφιά για το κρέας που κρατούσαμε. «Πάτε εκεί μέσα να φάτε», μας είπε ο Οδηγός και μας έδειξε μια μεγάλη σκηνή απομονωμένη στα νοτιοδυτικά της αλάνας. Έκλεψα μια ματιά και είδα παραδίπλα μου στ’ αριστερά άλλους Οδηγούς να σέρνουν μερικά παιδιά με το τελευταίο κάρο της μέρας στις αντίπερα σκηνές. «Θα τους ξαναδούμε αυτούς;» αναρωτήθηκα δυνατά. Η Έλμπια με κοίταξε με μάτια τεράστια, ορθάνοιχτα, απορημένα. «Μα... καλά, δεν σου είπε τίποτα η μάνα σου εσένα;» «Ποια μάνα του; Ορφανός είναι...» είπε ο Ράτε. «Σκατιάρικα ορφανά, το πιστεύετε ότι έμειναν δύο απ’ αυτούς τους κατουράδες όρθιοι μαζί μας σήμερα;» είπε το άλλο παιδί που δεν ήξερα το όνομά του ακόμα. Μπήκαμε σε μια μεγάλη στρογγυλή σκηνή, πάσσαλοι ήταν κυκλικά μπηγμένοι στο χώμα, στο ύψος μας. Δέρματα αλόγων και γελαδιών ήταν δεμένα επάνω τους κι έφτιαχναν το στρογγυλό τοίχωμα της σκηνής και πιο πάνω μια δεύτερη σειρά κλαριά έδεναν μαζί στο κέντρο πολύ ψηλότερα απ’ τα κεφάλια μας κι έφτιαχναν τη σκεπή. Τα δέρματα ήταν χοντρά και καινούρια, όχι σαν αυτά τα ξεσκισμένα που είχα συνηθίσει να μπάζουν νερά και αγέρι. Ήταν μεγάλη σκηνή, περίσσευε για επτά παιδιά. Είδα μια στοίβα τομάρια, μάλλινους χιτώνες κοντούς ως τη μέση, παντελόνια από δέρματα, τσόχινα ποδήματα και μπότες αλογίσιες. Γι’ αυτές παλέψαμε πολύ ώσπου ο καθένας ξεδιάλεξε τις δικές του. Είχε αρκετές για όλους. Ντύ42


θηκα και κάθισα δίπλα στη φωτιά να ξανανιώσω τα χέρια και τα πόδια μου. Έχωσα τα δόντια μου στο αλογίσιο κρέας με ακόμα μεγαλύτερη όρεξη. Ήταν ψημένο σε αληθινή φωτιά κι όχι, όπως συνήθως, ξεραμένο στον ήλιο. Οι Οδηγοί που μας είχαν αρπάξει ήταν μαζί μας και παρακολουθούσαν, είχαν βγάλει τα λυκοτόμαρα από τα κεφάλια τους κι έδειχναν πια άνθρωποι κανονικοί. Πιο τρομεροί από λύκους, δεν είχα δει λύκο να ξεσκίζει παιδί όπως είχαν ανοίξει τον λαιμό του Μέρεκ. Κανένας δεν μιλούσε σε κανέναν μέχρι να φάμε και την τελευταία μπουκιά, φτερά είχαν σηκώσει την καρδιά μου και απολάμβανα το λάφυρο. Στο πρώτο κάλεσμα του θανάτου είχα βγει ζωντανός και νικητής. Και χορτασμένος. Ήταν η πιο όμορφη νύχτα της ζωής μου έως τότε, η νύχτα που ξαναγεννήθηκα. Δεν μου κόπηκε η πείνα ούτε όταν το μυαλό μου ξαναβρήκε τους μολοσσούς. Ο λαιμός μου, βαρύς σαν κούτσουρο, με έσπρωχνε να κλείσω γλυκά τα μάτια μου. Κι όμως άργησε να με πάρει ο ύπνος. Ήθελα να μιλήσω. Και ν’ ακούσω.

43


IV

ΨΗΤΟ ΚΡΕΑΣ

Χειμώνας 13ος. Κλήρος. Νύχτα 2η.

«Αύριο θα παρακαλάτε να είχατε κοιμηθεί», είπε ο γέρος Οδηγός. «Κανένας ποτέ δεν κοιμάται το πρώτο βράδυ. Παράτα τους», συμπλήρωσε ο νεότερος ο θολομάτης και βγήκαν από τη σκηνή αφήνοντάς μας μόνους για πρώτη φορά. Τομάρια περίσσευαν πεταμένα γύρω από τη φωτιά, θα χωρούσαν να κοιμηθούν κι άλλα παιδιά. Τι είχαν γίνει τα άλλα παιδιά, αυτά που δεν είχαν μείνει όρθια μαζί μας; Τα δύο κορίτσια έτρωγαν ακόμα, και μόνο η μυρωδιά του κρέατος έπαιρνε τη σκέψη μου απ’ την ερώτηση αυτή. «Αυτό ήταν ψητό κρέας, σε φωτιά ψημένο», ήταν το πρώτο που είπα όταν τέλειωσα το κομμάτι μου. «Τι τρώγατε εσείς; Ποντίκια;» ρώτησε ο μόνος από τους επτά που δεν ήξερα ακόμα το όνομά του. Δεν κατάλαβα. Ποντίκι είχα φάει μόνο μία φορά στη Μεγάλη Γιορτή στην Πρώτη Ανοιξιάτικη Πανσέληνο. «Ποντίκι; Ψημένο στο αλάτι και στον ιδρώτα του αλόγου, κάτω από τη σέλα. Μία φορά...» απάντησα. Το αγόρι έφτυσε με αηδία στο χώμα ανάμεσά μας. Ο 44


Ουρανός, η Μάγισσα και τώρα αυτό το αγόρι με έφτυναν αλύπητα από το προηγούμενο βράδυ. Παρότι ήμουν νι­κητής. «Είμαι ο Μπάκο, από τις σκηνές των Τοξοτών, και έχω φάει ψητό άλογο πολλές φορές», είπε το αγόρι με τον λαιμό ανασηκωμένο σαν να ανακοίνωνε κάτι βαρυσήμαντο σε όλη τη Φυλή. Έτσι έμαθα το όνομα και του τελευταίου. «Λένε ότι όταν τελειώσει το πρώτο βράδυ, έχει περάσει η μισή δοκιμασία», είπε η Ντανάκα απέναντί μου, αλλάζοντας την κουβέντα. Είχε δυνατά πόδια αλλά παιδική φωνή. Τίποτε άλλο που θα ξαναπρόσεχα. Το βλέμμα μου γύρισε στην Έλμπια πριν αποσώσει τις λέξεις της η Ντανάκα. Μαζί με τα πέντε άλλα παιδιά, εκτός απ’ τον Ουράκ, είχαμε καθίσει γύρω απ’ τη φωτιά και δεν θέλαμε με τίποτα να ξεκολλήσουμε απ’ αυτήν. «Τι του λες; Η εκπαίδευση κρατάει πέντε φορές άνοιξη», είπε ο Ράτε. «Ποια μισή εκπαίδευση; Είμαστε ακόμα στον Κλήρο για να κρίνουν σε ποιο Όπλο θα μας στείλουν. Εκεί θα αρχίσουμε την εκπαίδευση, μετά τον Κλήρο. Εγώ θα γίνω Τοξότης, ενώ αυτός ο Ορφανός, αν δεν πεθάνει εδώ, θα γίνει Δερματάς και θα φτιάχνει τις μπότες μου. Είμαι από τις σκηνές των Τοξοτών και μας τα έχουν πει αυτά. Στις σκηνές όπου μεγαλώνουν οι καλύτεροι», απάντησε ο Μπάκο απέναντί μου. «Δεν είσαι από τις σκηνές των Τοξοτών, γιατί δεν είσαι Τοξότης ακόμα. Είσαι από τις σκηνές όπου μεγαλώνουν τα μωρά των Τοξοτών και δεν ξέρεις τίποτα», είπε η Έλμπια. Όποτε μιλούσε η Έλμπια, η φωτιά μπροστά μου θέριευε, οι ώμοι μου σηκώνονταν να μην καμπουριάζω, ενώ τα μάτια μου άνοιγαν και κολλούσαν επάνω της. Σκούπι45


σα με την ανάστροφη της παλάμης μου τα χείλη μου. Τελευταία σάλια και κρέατα είχαν ανακατευτεί με ξεραμένη λάσπη εκεί. «Πες μου», της είπα. Μιλούσε σαν να ήταν λόγια που τα είχε ακούσει βράδια πολλά. «Πέντε φορές άνοιξη είναι η εκπαίδευση. Αλλά αυτοί που ξέρουν λένε πράγματι ότι η πρώτη μέρα, η σημερινή, είναι η μισή δοκιμασία», μου είπε. «Αν βέβαια επιβιώσουμε από το ένα και μισό ακόμα φεγγάρι νύχτες στον Κλήρο», ξαναείπε ο Μπάκο. «Τότε, πριν από δύο χειμώνες, είχε κρατήσει ένα φεγγάρι μόνο ο Κλήρος, ενώ μια φορά κόντεψε να πάρει δύο», είπε η Έλμπια. «Ναι, τέλειωσαν σ’ ένα φεγγάρι, τότε τον μαύρο χειμώνα που είχε έρθει ο παγοβοριάς νωρίς», είπε ο Ράτε με τα μάτια του καθηλωμένα στη φωτιά. Μπορεί να μην ήξερα τίποτα για τον Κλήρο, ήξερα όμως ότι αν είχε χιονίσει εκείνο το πρωί ή αν έπεφτε πάγος, κανένας δεν θα έμενε ζωντανός. Γυμνός όλη μέρα σε μια αλάνα. Ο Ουράκ είχε πέσει αναίσθητος στον ύπνο μετά το ξύλο που είχε μαζέψει. Όποτε ροχάλιζε βαριά, ο Ράτε σηκωνόταν και του έριχνε μια κλοτσιά στον κώλο για να σταματήσει. Ο Μάλαν ήταν ο μόνος που δεν μιλούσε καθόλου, είχε σταυρώσει τα χέρια πάνω στα γόνατά του και δεν κοίταζε κανέναν. Σε μια άκρη υπήρχαν καζάνια μικρά και μεγάλα και στην άλλη μερικά πεταμένα κοντάρια, ρόπαλα κι ένα μαστίγιο. Δεν υπήρχαν λεπίδες ή τόξα. Ξεφύσηξα πιο ήρεμος. Οι περισσότεροι εκεί μέσα ήταν καλύτεροί μου στα όπλα. Αν την επόμενη μέρα είχαμε δοκιμασίες με τόξα, σίγουρα δεν θα ήμουν ένας απ’ τους νικητές. 46


«Τι ήταν αυτό σήμερα; Όλοι αυτοί;» ρώτησα τον Ράτε. «Τι θες να μάθεις, Ντα-Ρεν; Αυτά θα έπρεπε να τα ξέρεις πια», είπε ο Ράτε. «Πες μου». «Να ξέρεις με ποιους έχεις να κάνεις. Οδηγοί, Ρέγκεν, Ούνα-Μας. Αυτούς πρέπει να τους ξέρεις, αλλιώς...» ένα ρέψιμο έκοψε τα λόγια του, «...δεν θα ζήσεις. Οδηγοί είναι οι γέροι αυτοί με τα μαστίγια, που θα μας τρέχουν παντού». Αυτό το είχα καταλάβει. «Να τους προσέχεις. Είναι γερασμένοι πολεμιστές, που τους πέταξαν εδώ. Έχουν μείνει ζωντανοί τόσα καλοκαίρια και αυτό είναι μεγάλη ντροπή που κουβαλάνε. Κανένας δεν τους σέβεται, γι’ αυτό και τους πετάνε εδώ. Είναι παγωμένη οργή». «Οι Ρέγκεν;» Ήξερα ένα δυο πράγματα αλλά όλα θολά. Αρχηγός της Φυλής είναι ο μεγάλος Κχουν, φύλακές του, οι Ράβδοι. Οι Ρέγκεν και οι Μάγισσες Ούνα-Μας ζούσαν όλοι μαζί στο κέντρο του Σιρόλ κοντά στο ποτάμι. Δεν με έστελναν ποτέ εκεί να μαζέψω κάτουρο και είχα πλάσει δικές μου ιστορίες, ότι όλοι τους ήταν πλάσματα από φωτιά και σίδερο φτιαγμένα, που δεν έχεζαν και δεν κατουρούσαν ποτέ. Δεν είχαν έρθει ποτέ να μιλήσουν στη σκηνή μου και είχα δει από μακριά μερικές φορές τις σκιές τους χωρίς να τολμώ να πλησιάσω. «Τον Ρέγκεν τον είδες σήμερα. Ήταν ο νέος με την γκρίζα κουκούλα και τον κόκκινο κύκλο στη ρόμπα του, που μας πέταξε το κρέας. Κι ο άλλος που είπε την Αλήθεια στο Λυκουρλιαχτό. Δεν είναι πολεμιστές. Είναι οι Γλώσσες και τα Αυτιά της Φυλής. Ό,τι έχουν να μας πουν ο Αρχηγός της Φυλής και οι Ούνα-Μας το λένε οι Ρέγκεν. Όλες τις Ιστορίες, τους Θρύλους και τις Αλήθειες. Αυτές των ΟύναΜας. Ξέρεις τι είναι οι Ούνα-Μας;» 47


Ήξερα ποιες είναι οι Ούνα-Μας, οι τρομερές, οι αγνωστογεννημένες ιερές Μάγισσες της Φυλής, οι μόνες που μιλούσαν με τη Θεά, τον Αρχηγό και με ελάχιστους άλλους. «Υπάρχουν και οι Λυκάνθρωποι, τους ξέχασες...» είπε η Ντανάκα. «Αυτός είναι θρύλος», πετάχτηκε ο Ράτε. «Μα όχι, τους βλέπουν στον Κλήρο κάθε χειμώνα, μου ­είπαν». Χάθηκα. Το κεφάλι μου και το μυαλό μου στριφογύριζαν από το ένα στόμα στο άλλο για να παρακολουθήσω. «Τι Λυκάνθρωποι;» ρώτησα. Ο Μπάκο έκανε σήμα με το χέρι του στα κορίτσια να σταματήσουν. Αυτός ήξερε. «Δεν είναι θρύλος. Οι Ούνα-Μας πάνω στη γεμάτη Σελήνη καβαλάνε τους άντρες και τους μεταμορφώνουν σε Λυκάνθρωπους. Τους στέλνουν έτσι, τερατόμορφους, να ξεβρομίσουν τον Κλήρο. Οι Οδηγοί μεταμορφώνονται σε Λυκάνθρωπους, το είπε και ο Ρέγκεν στην Αλήθεια. Το είπε, θυμάστε;» Η Ντανάκα έγνεψε ναι. «Αυτά είναι θρύλοι. Για παιδιά», είπε ο Ράτε πάλι. «Όχι, θα ’ρθουν. Αυτοί φέρνουν τον θάνατο. Θα το δείτε. Πριν τελειώσει ο Κλήρος». Ο Ράτε άλλαξε τη συζήτηση. «Εμένα ν’ ακούς, Ντα-Ρεν, αυτόν ξέχνα τον. Οι ΟύναΜας δεν ασχολούνται με γέρους Οδηγούς. Οι Ούνα-Μας μιλούν μόνο σε Αρχηγούς, σ’ αυτούς που έχουν άντρες πολλούς να ορίσουν. Και μιλούν στη Θεά, γι’ αυτό και βλέπουν μες στη μοίρα και στο σκοτάδι». «Ακόμα κι όταν οι Ούνα-Μας καβαλάνε τους πολεμιστές, δεν τους μιλάνε ποτέ!» πετάχτηκε ο Μπάκο. «Τι εννοείς τους καβαλάνε;» ρώτησε η Ντανάκα. 48


«Δεν έχεις ματώσει ακόμα, ε; Μην ανησυχείς, δεν θα σε καβαλήσουν εσένα, έτσι κι αλλιώς». Είχα βαλθεί να κοιτάζω την Έλμπια. Ο Μπάκο κοιτούσε εμένα και τον Μάλαν με μαύρα μάτια, αστραφτερά σαν βότσαλα φρεσκοκατουρημένα. «Έι, εσύ ξύπνα!» φώναξε ο Μπάκο στον Μάλαν. Δεν είχε βγάλει λέξη ακόμη αυτός. «Κι εσύ Ορφανός είσαι; Τι θα πει να ματώσει κάποια, ξέρεις;» Ο Μάλαν τον αγνόησε και ο Μπάκο γύρισε σε μένα. «Εσύ;» Το στόμα μου είπε ναι, αλλά ο Μπάκο δεν με πίστεψε. Συνέχισε να μιλάει μόνος του. «Όχι σαν τον βλάκα τον δικό σας, που έπεσε πρώτος στο στόμα των μολοσσών σήμερα. Δεν σας έχουν μάθει τίποτα; Τι κάνετε όλη μέρα στους Ορφανούς;» Γύρισα τα μάτια στην Έλμπια δίπλα μου με ντροπή, αλλά απάντησα. «Όλη μέρα κουβαλάμε... Φρέσκο σερνικοκάτουρο για τα δέρματα, αλογόσκατα να τα ξεράνουμε για τις φωτιές. Πού και πού...» «Χα! Κάτουρο για τα δέρματα, λέει. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί σας έφεραν εδώ. Ο σύντροφός σας έκανε την καλύτερη δουλειά που έφυγε πρώτος». Ο Μπάκο σηκώθηκε όρθιος, προσποιήθηκε πως τα γόνατά του τρέμουν κι έπεσε κάτω όπως είχε πέσει ο Μέρεκ την αυγή. Μετά έκανε την απειλητική κίνηση με την ισιωμένη παλάμη του να παριστάνει τη λεπίδα του Οδηγού που άνοιξε σαν αρνί τον λαιμό του Μέρεκ. Σηκώθηκα όρθιος να του ορμήσω, μα με συγκράτησε ο Ράτε. «Θες να παλέψεις, αλογόσκατε; Έλα, να δω ποιος είσαι. Λεπιδομαχία». Ήταν αργά πια. Είχα πέσει στην παγίδα του. Ο Μπάκο σηκώθηκε και μου πέταξε το ένα από τα δύο ξύλινα 49


κοντάρια που ήταν παραδίπλα, έπιασε το δικό του σαν σπαθί και στήθηκε απέναντί μου. Το κοντάρι του άγγιζε ήδη την οροφή της σκηνής καθώς αυτή χαμήλωνε στο πλάι. Δεν ήταν χώρος για λεπιδομαχίες αυτός. Δεν υπήρχε χώρος να τρέξω, να με σώσουν τα πόδια μου. «Απόκρουσε τη λεπίδα, Ντα-Ρεν. Κράτα ψηλά. Δύο χέρια!» μου φώναξε η Έλμπια κι αυτή όρθια. Έπιασα κι εγώ το κοντάρι με δύο χέρια σαν βαρύ σπαθί και σηκώθηκα να τον αντιμετωπίσω. Μέχρι και ο Ουράκ ξύπνησε, ήταν όλοι όρθιοι, κολλημένοι στα πλαϊνά δέρματα της σκηνής για να μας κάνουν χώρο. Τα πόδια μου έτρεμαν πιο πολύ από το πρωινό στην αλάνα. Στο κουβάλημα του κάτουρου, έπρεπε να περπατάω σχεδόν παντού σε όλο το στρατόπεδο, να το μαζέψω φρέσκο, και ήξερα τι έκαναν όλες οι άλλες σκηνές. Τους είχα δει εκεί στους Τοξότες τους μικρούς εντεκαχείμωνους, καθαρούς και περήφανους, να κάνουν τις ασκήσεις τους με τα κοντάρια συνέχεια. Δεν κουβαλούσαν σκατοκουβάδες. Δεν είχα τύχη. Χτυπήθηκα τρεις και τέσσερις φορές μαζί του, καθώς με δοκίμαζε, αλλά δεν είχα τη συνήθεια, δεν ήξερα την τέχνη. Στο τέταρτο χτύπημα, το κοντάρι του Μπάκο βρήκε δυνατά τον δεξή μου καρπό και ο πόνος με τύφλωσε. Στο πέμπτο, το κοντάρι έπεσε από τα χέρια μου και ξάπλωσε ηττημένο στη φωτιά. Ο Μπάκο μού έδειξε τα τομάρια με το δάχτυλό του. «Γονάτισε και πες είμαι ένας αλογόσκατος Ορφανός». Δεν κουνήθηκα. Ούτε τα μάτια μου δεν γύρισα μήπως πιάσουν το βλέμμα της Έλμπια. Σήκωσε το κοντάρι του να με χτυπήσει, έκλεισα τα μάτια και σήκωσα τα χέρια να καλύψω το κεφάλι. Τα ξανάνοιξα δύο ανάσες μετά. Ο Μάλαν ήταν ανάμεσα σε μένα και στον Μπάκο. Τα δυο του χέρια είχαν πιάσει το κο50


ντάρι του Μπάκο που προσπαθούσε να το απελευθερώσει από το κράτημα του Μάλαν. «Δεν επιτρέπεται, ηλίθιε Ορφανέ... στις ασκήσεις. Δεν μπορείς να πιάσεις λεπίδα με τα χέρια!» φώναξε ο Μπάκο στον Μάλαν προσπαθώντας να απελευθερώσει το κοντάρι, μάταια όμως. «Ποια λεπίδα;» ήταν οι πρώτες λέξεις του Μάλαν εκείνο το βράδυ καθώς είχε ασφαλίσει το ξύλινο κοντάρι μες στις δυο του παλάμες. Μέχρι να σκεφτεί όλους τους κανόνες που ήξερε ο Μπάκο για το τι επιτρέπεται στις ασκήσεις, ο Μάλαν με μια γονατιά στ’ αχαμνά τον είχε σωριάσει στο χώμα. «Δεν κάνω ασκήσεις», είπε ο Μάλαν, καθώς έπεσε πάνω στον ξαπλωμένο ανάσκελα Μπάκο. Κάθισε πάνω του τυλίγοντάς τον με τα γόνατα. Του κατέβασε δύο δυνατές γροθιές και με τα χέρια έσπρωξε το μάγουλο του ζαλισμένου Μπάκο τρία δάχτυλα απ’ τη φωτιά. «Ψητό κρέας, Ντα-Ρεν. Αληθινό ψητό κρέας. Θες; Δεν έχουμε τέτοιο στους Ορφανούς», είπε ο Μάλαν σιγανόφωνα με μάτια που πράγματι με ρωτούσαν, γυρνώντας το κεφάλι του μόνο προς εμένα. Η κοκκινοκάρβουνη κοπριά άγγιζε ήδη το μάγουλο του Μπάκο που ούρλιαζε. Μέσα απ’ τα τομάρια της εισόδου ξεπρόβαλαν οι Οδηγοί που άκουσαν τα ουρλιαχτά του Μπάκο και ο Μάλαν τον άφησε για να γλιτώσει το μαστίγιό τους. Λίγο ακόμα να είχαν αργήσει, και ο Μπάκο θα είχε σημαδευτεί για πάντα. Όλοι πέσαμε κάτω να κουλουριαστούμε μη μας λιανίσουν. Το μαστίγιο βρήκε τη φωτιά και καύτρες πετάχτηκαν παντού. Οι Οδηγοί έμειναν εκεί και δεν βγήκαν παρά μόνο όταν όλοι παριστάναμε ότι κοιμόμαστε. Παρά την εξάντληση που είχα στα πόδια και στον λαιμό, δεν με ζύγωνε ύπνος. Τα στήθια μου έβραζαν οργή. 51


Η σκηνή ησύχασε και μόνο τα σκυλιά ακούγονταν να αλυχτάνε, όχι μακριά. Ο Μάλαν ξάπλωσε κοντά μου και ο Μπάκο σύρθηκε στα γόνατα όσο πιο μακριά μας μπορούσε. Ήταν ο Μπάκο ο τρομερός, από τις σκηνές όπου μεγάλωναν τα μικρά των Τοξοτών, εκεί που μάθαιναν λεπιδομαχία στις ασκήσεις με ψεύτικες λεπίδες. Με καληνύχτισε όταν είχαν ησυχάσει ακόμα και τα σκυλιά, για να τον ακούσω καθαρά. «Θα ματώσετε αύριο, αλογόσκατοι! Γαμώ τις γαμημένες αλλόφυλες σκλάβες που σας μουνοξέβρασαν. Κακό ψόφο βρήκαν. Δεν έχετε αίμα πολεμιστή μέσα σας...» μονολογούσε ο Μπάκο. Δεν τον έπιανε κι αυτόν ύπνος. «Κανένας Ορφανός κατουράς δεν βγάζει τον Κλήρο», άκουσα και την Ντανάκα να λέει. «Σκάσε και κοιμήσου...» της ψιθύρισε η Έλμπια. «Είναι αλήθεια, τους φέρνουν για να έχουν κρέας για τα σκυλιά. Θα δεις κι αύριο που θα πέσουν πρώτοι». Η γλυκιά ζέστη της φωτιάς και οι κοριτσίστικοι ψίθυροι έλιωσαν τελικά την ταραχή μου και τα βλέφαρά μου έκλεισαν. Για λίγο.

52


V

ΜΙΣΗ

Χειμώνας 13ος. Κλήρος. Νύχτα 2η.

Ονειρεύτηκα καζάνια. Χοντρά άντερα και συκωταριές καλόβραζαν και χοροπηδούσαν εκεί μέσα, κι ο Μέρεκ τα ανακάτευε κουνώντας με τα χέρια του ένα κοντάρι. Μες στο καζάνι έσταζε αίμα απ’ τον ανοιγμένο λαιμό του. Έβαλε το δάχτυλο πάνω στα χείλη γνέφοντάς μου να μην κάνω φασαρία. Από φασαρία ξύπνησα· μια αντρική φωνή τέλειωσε απότομα τον ύπνο όλων μας. «Σηκωθείτε!» Το πρόσωπό μου πυρακτωνόταν στη φωτιά από τη μία πλευρά, τα πόδια μου είχαν παγώσει μακριά απ’ αυτήν. Σηκώθηκα αργά κι ένα χέρι Οδηγού με έσπρωξε: «Γρήγορα, μαζί τους». Έπιασα από ένστικτο τα μαλλιά μου σαν να φοβόμουν ότι κάποιος θα με έσερνε πάλι από εκεί όπως το προηγούμενο βράδυ. Κάθισα ανακούρκουδα δίπλα στα άλλα παιδιά. Ήταν νύχτα μαύρη ακόμα εκεί έξω, καμιά ηλιαχτίδα δεν τρύπωνε μες στη σκηνή. Ο Ρέγκεν, ο γκριζοφορεμένος νέος, που μας είχε πετά53


ξει κρέας το απόγευμα, μοίραζε τώρα χυλό, γάλα με κεχρί. Κάναμε χούφτες τα χέρια μας και τρώγαμε από εκεί κατευθείαν το πηχτό του δώρο. Σε λίγο θα ξημέρωνε η νέα μέρα και δεν είχα ιδέα τι θα έφερνε. «Η πρώτη μέρα είναι η μισή δοκιμασία...» θυμήθηκα τα λόγια των κοριτσιών. Ήταν. Ήταν το πρώτο ξύπνημα εκείνη τη στιγμή. Η νέα αυτή σκηνή με τα φρεσκογδαρμένα δέρματα, οι φωνές των Οδηγών που είχαν αντικαταστήσει αυτήν της Ξεδοντιάρας, η φωνή της Έλμπια το προηγούμενο βράδυ, και τα κοκκινισμένα μάγουλά της τώρα, εγώ να γλείφω από τα δάχτυλά μου τον χυλό του Ρέγκεν· όλα αυτά σήμαιναν ότι δεν ήμουν πια Ορφανός. Μπορεί η προσταγή από τ’ αστέρια να όριζε ότι θα γίνω πολεμιστής, μπορεί να κατέληγα κρέας για τα σκυλιά, αλλά ήμουν ήδη κάτι άλλο. Κι ας έτρεχα στη λάσπη και στο χιόνι με άλογα, τόξα και λεπίδες μετά για πέντε φορές άνοιξη, μέχρι τους δεκαοκτώ χειμώνες, που θα ήμουν πια αληθινός πολεμιστής. Αυτή δεν θα ήταν παρά η άλλη μισή δοκιμασία. Ο Ρέγκεν δεν ήταν μόνος του. Μαζί του ήταν η κοκκινοπεπλοφορεμένη Ούνα-Μα και οι δύο ίδιοι Οδηγοί της προηγούμενης νύχτας. Ο Ράτε γύρισε σε μένα σαν να ήμουν το αποπαίδι που χρειαζόμουν βοήθεια μεγαλύτερη και είπε: «Ο Ρέγκεν θα μας πει Ιστορία». «Όχι, θα πει Αλήθεια», είπε η Έλμπια. Ο Ρέγκεν γύρισε την πλάτη σ’ εμάς και γονάτισε στο ένα πόδι σηκώνοντας το βλέμμα του στην Ούνα-Μα. Τα δάχτυλά της βγήκαν από τη μαύρη ρόμπα, ζωγραφισμένα μαύρα σχέδια τα στόλιζαν έως τις φάλαγγες και κόλλησαν στο μέτωπο του Ρέγκεν. Δεν μπορούσα να δω τίποτε απ’ το πρόσωπό της. Ήταν καλυμμένη ολόκληρη κάτω 54


από τη μαύρη ρόμπα της και το κόκκινο πέπλο τυλιγόταν να κρύψει κι όλο το κεφάλι εκτός από μια χαραμάδα στο ύψος των ματιών. Ήταν σκοτεινά μάτια, μαύρα θα πρέπει να ήταν, όπως όλα στη Φυλή. Και οι δύο έμειναν ακίνητοι σαν πέτρες και αντάλλασσαν ακαταλαβίστικους ψιθύρους. Μετά από λίγο η Ούνα-Μα εξαφανίστηκε στο σκοτάδι στην άκρη της σκηνής, ο Ρέγκεν σηκώθηκε, έβγαλε την κουκούλα του, γύρισε προς εμάς και απήγγειλε: Η Αλήθεια της Πρώτης Νύχτας Μας προστάζει ο Ήλιος της Ενάκα, η φωνή της ΟύναΜα και το τόξο του Κχουν-Τάα, πέμπτου Αρχηγού της Φυλής. Κι εμείς ακούμε. Η δοκιμασία του Κλήρου θα κρατήσει κάθε μέρα ωσότου ξεχωρίσουν οι αυριανοί δοξασμένοι πολεμιστές της Ενάκα από τους υπόλοιπους, τους λιγότερους σε δύναμη, τους υπηρέτες κι από τους τρισχειρότερους τους δειλούς που θα τους κρατήσει μαζί του για πάντα ο Κλήρος. Ούτε τόξα, ούτε άλογα, ούτε λεπίδες θα δουν στον Κλήρο οι δωδεκαχείμωνοι. Σε τρία μόνο θα δοκιμαστούν οι νέοι πολεμιστές. Στο κρύο. Στην πείνα. Στο τρίτο, το ανείπωτο, το τρομερό. Τι μοίρα αξίζει στον καθέναν θα το αποφασίσει η Ενάκα και θα το πει μόνο στην Πρώτη, τη Σαχ-Ούνα. Κι αυτή στις Ούνα-Μας και στους Ρέγκεν. Οι Πρώτοι Ρέγκεν, αυτοί που όρισαν τον Πρώτο Κλήρο, πέντε γενιές πριν, αυτοί έβγαλαν την κάθε Αλήθεια. Ακούστε την τώρα: Την πρώτη μέρα, ο πρώτος που θα πέσει θα πρέπει 55


να θανατωθεί δύο φορές με λεπίδα σιδερένια και λεπίδα θηρίου ζωντανή. Αυτή η πρώτη, η πιο αδύναμη ψυχή είναι δηλητήριο του Δαρκούλ και δεν πρέπει να ζήσει μαζί μας. Το αδύναμο σώμα μην το φτύσετε στο πρόσωπο, στείλτε το στις σκηνές των βοηθών να ζήσει, Ψαράς, Σιδεράς και Δερματάς. Μα την αδύναμη ψυχή ξεριζώστε την και στο μεγάλο ποτάμι, στη Μαυροφλέβα, πετάξτε την άκαυτη, πριν το δηλητήριο τούτο ποτίσει όλη τη Φυλή. Αυτά να τα πείτε στη σκηνή των νικητών το δεύτερο βράδυ πριν ξαναβγούν. Στις σκηνές των ηττημένων, σκατά και πίσσα. Ρέγκεν και Ούνα-Μα ποτέ να μην πατήσουν.

Έτσι ορίζουν οι Ούνα-Μας, οι Φωνές του Ουρανού. Ο Ρέγκεν και η Ούνα-Μα μάς γύρισαν την πλάτη κι έφυγαν χωρίς να φτύσουν λέξη. Ο Μέρεκ, το δηλητήριο της Φυλής, ταξίδευε άκαυτος στη Μαυροφλέβα και δεν θα τον ξαναονειρευόμουν. Μας έβγαλαν έξω, δεν ακουγόταν βροχή, καμία σταγόνα δεν γυάλιζε το φως, και αυτό έκανε το σκοτάδι ακόμα πιο πηχτό κι απ’ την πρώτη μέρα. Ο γέρος Οδηγός με έβγαλε από τις σκέψεις μου: «Πετάξτε ρούχα και μπότες στο πρώτο υπόστεγο, μόνο το πανί στα αχαμνά σας αφήστε, και στηθείτε όρθιοι στη σειρά στην αλάνα σαν χθες». «Πάλι τα ίδια;» ρώτησα τα παιδιά γύρω μου. Ο Ράτε σήκωσε τους ώμους του. Σαν να μην ήξερε. «Δεν πάει δηλαδή η Ούνα-Μα στην άλλη σκηνή;» ρώτησε ο Μπάκο τον θολομάτη Οδηγό. Μάζεψε μια ανάποδη καταχεριά, πήρε και την απάντηση. «Σήμερα που θα πέσεις θα μάθεις». 56


Δεν τα ήξερε όλα, ούτε ο Μπάκο. «Σ’ αυτούς που έπεσαν; Όχι, δεν πάνε ο Ρέγκεν και η Ούνα-Μα. Αλλά δεν τους πείραξαν... Να τοι». Η Έλμπια έδειξε με το χέρι της τους πυρσούς δεξιά μου και ένα κοπάδι παιδιά που πλησίαζαν κι αυτά από τα δεξιά μας προς την αλάνα. «Και πώς μαθαίνουν;» ρώτησα. «Θα τους τα πείτε εσείς. Για να μαθαίνουν οι ηττημένοι να σέβονται τους νικητές», είπε ο γέρος Οδηγός. «Ζουν», είπε η Έλμπια. «Αν μας σφάξουν όλους σαν αρνιά, δεν θα έχουν πολεμιστές», είπε ο Ράτε. «Μόνο τον πρώτο χθες». «Δηλαδή αυτός που θα πέσει σήμερα πρώτος δεν θα τον ανοίξουν τα σκυλιά;» ρώτησε η Ντανάκα. «Όχι». «Αυτό κατάλαβες;» «Μάλλον».

57


VI

ΕΝΝΙΑΣΤΕΡΟΣ

Χειμώνας 13ος. Κλήρος. Νύχτα 2η.

Μέσα σε πηχτό σκοτάδι μαζεύονταν ξανά οι ηττημένοι αντίπαλοί μου, σκιές πιο κοντές από μένα. Γδυμένος είχα φτάσει πρώτος στην αλάνα. Απέναντί μου, μέσ’ απ’ τα γυμνά δέντρα δύο χρυσά μάτια άστραψαν και μαύρα φτερά θεόρατα άνοιξαν αριστερά και δεξιά τους. Το ασημένιο φεγγαρόφωτο ζωγράφισε το περίγραμμά του μαύρου τέρατος που πλησίαζε. «Δαίμονας...» είπα πριν ακούσω το θυμωμένο συνεχό­ μενο κρώξιμο του μπούφου. Το τεράστιο πουλί βρήκε θέση σ’ έναν κομμένο κορμό δίπλα μου και καλωσόριζε τα παιδιά. Άκουσα ένα γρύλισμα, μα αυτή τη φορά ήταν πράγματι το τέρας που πλησίαζε απ’ το σκοτάδι, και μεμιάς ο μπούφος πέταξε μακριά. Ένα τετράποδο ερχόταν προς το μέρος μου με ένα ασταμάτητο σταθερό γαργαλητό, σαν ροχάλα παχύρρευστη στο λαρύγγι του. Η φωτιά των πυρσών έδωσε μια στιγμιαία λάμψη στο κεφάλι του. Τα μάτια του ζώου ήταν άψυχα εντελώς, δύο τεράστια κάστανα που μόνο θάνατο καθρέφτιζαν πίσω τους. Δεν ήταν οι 58


τέσσερις σκυλόδοντες που με τρόμαζαν καθώς γυάλισαν κατάλευκοι· ακόμα πιο φοβερά ήταν τα άλλα του δόντια, τα μικρά, που ήταν πολλά στη σειρά. Αυτά μου θύμιζαν το αναπόφευκτο. Ένας κοντινός πυρσός τρεμόσβησε, το φως ξεψύχησε. Όταν ήταν ακριβώς μπροστά μου, με την ανάσα του αργά να βγαίνει ζεστή πάνω στα αχαμνά μου, ο μολοσσός σταμάτησε το γρύλισμά του. Έσκυψε και έγλειψε τα γυμνά μου ποδοδάχτυλα. «Ακόμα μυρίζεις σκατά», μου είπε ο Ράτε με το πρώτο γέλιο που είχα ακούσει δύο μέρες τώρα. Λίγα γέλια άκουσα σε όλο τον Κλήρο. Μετρούσα πυρσούς γύρω γύρω, καθώς τους άναψαν έναν έναν οι Οδηγοί γύρω από την αλάνα, περίπου όσους και τα μάτια του Δαρκούλ. Η λάμψη από τον καθέναν τους χόρευε διαφορετικά κι όλες μαζί το ίδιο. Στάθηκα δίπλα στον Μάλαν και στην Έλμπια πάλι, αλλά ο γέρος Οδηγός έκανε ένα νεύμα και την έστειλε πέντε σώματα παραπέρα. Τα δάχτυλά μας άγγιξαν καθώς απομακρύνονταν και ο Ράτε μού είπε χαμηλόφωνα: «Σταμάτα. Αλλιώς θα σε σύρει ο σκύλος ως το ποτάμι ανοιγμένο». Οι ηττημένοι ήρθαν και μπλέχτηκαν ανάμεσά μας. Στο ξέπνοο φως των πυρσών έδειχναν ακόμα πιο αδύναμοι κι απ’ τη στιγμή που είχαν πέσει. Ήθελα να κάνω ένα σωρό ερωτήσεις, έψαχνα να βρω αν είναι τα ίδια πρόσωπα. Όλα ήταν ίδια όπως και το προηγούμενο βράδυ. Μόνο ο Μέρεκ έλειπε. «Δηλαδή δεν ξέρουν αυτοί; Νομίζουν ότι θα σκοτώσουν πάλι τον πρώτο;» ρώτησε ο Ράτε. «Ή την πρώτη...» είπε ο Μάλαν κι άκουσα ένα αδύνατο κορίτσι δίπλα στην Έλμπια να κλαίει, να βήχει και να φωνάζει, όλα μαζί σαν για να προλάβει: 59


«Δεν θέλω να πέσω πρώτη». Η Έλμπια της έπιασε το χέρι και της είπε κάτι που δεν άκουσα. Μα την καθησύχασε. Ίσως της είπε να μη φοβάται γιατί δεν θα σκότωναν την πρώτη. Ή απλώς «θάρρος». Θα της έλεγε κάτι καλό η Έλμπια. Ήταν γεννημένη Αρχηγός. «Η δεύτερη δοκιμασία αρχίζει. Όσοι μείνουν όρθιοι νικητές σήμερα ως το τέλος θα πάρουν ένα μεγάλο κομμάτι ψητό κρέας», ανακοίνωσε ο Ρέγκεν. Αυτό δεν το ήξεραν τα παιδιά που είχαν πέσει την προηγούμενη μέρα. «Δεν σας έδωσαν κρέας χθες;» ρώτησα έναν ηττημένο χωρίς όνομα δίπλα μου. Με κοίταξε σαν να μην καταλάβαινε λέξη. «Σας έδωσαν κεχρί τώρα;» τον ξαναρώτησα. Έκανε ανάσες πολλές ν’ απαντήσει και κοίταξα μήπως του είχαν κόψει τη γλώσσα. «Ναι...» ψέλλισε. Θα ήταν όλα πιο εύκολα αν δεν τους είχαν δώσει ούτε αυτό. Η δοκιμασία ξεκίνησε ίδια κι απαράλλαχτη. Όρθιοι μες στο σκοτάδι, μετά όρθιοι στην ανάσα της χαραυγής που έβγαινε από τις βελανιδιές απέναντι, και μετά κάτω από το ψιλόβροχο. Αφουγκραζόμουν μήπως φανούν τα σκυλιά, οι παγωμένες οργές, οι μαύρες μάγισσες, ό,τι μπορούσε να μου επιτεθεί. Τίποτα. Ήταν πολύ πιο εύκολο απ’ την πρώτη μέρα. Μια χούφτα παιδιά είχαν πέσει ήδη λίγο μετά το ξημέρωμα. «Πάτε στους δαίμονες. Θα ζήσω και χωρίς κρέας», άκουσα δίπλα μου και με τα λόγια αυτά έπεσε κι ο Ράτε. Αυτό ήταν το πρώτο ξάφνιασμά μου τη δεύτερη μέρα. Τα λόγια του δεν βγήκαν κουρασμένα, μα ο Ράτε σωριάστηκε μες στη λάσπη. Ήταν πολυλογάς ο Ράτε και περίεργος. Μπορεί να ήθε60


λε να πάει στις άλλες σκηνές, αυτές με τους πολλούς, να πει πολλά. Μου πέρασε αυτή η σκέψη απ’ το μυαλό. Ο Μπάκο δεν είχε πέσει, ούτε ο Μάλαν. Το μυαλό μου γύρισε στη λεπιδομαχία, στον Μπάκο που με νίκησε με ευκολία, στη σκηνή που ήμουν ο Ορφανός, αυτός που δεν ήξερε τίποτα. Εκεί μες στη σκηνή ήμουν ένα τίποτα, αλλά εδώ έξω στη λάσπη ήμουν νικητής. Και πώς να μην ήμουν; Αυτό με είχε εκπαιδεύσει η Ξεδοντιάρα να κάνω απ’ όταν έφτασα τα τέσσερα πόδια ύψος. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να περπατάει, το πρωινό μου ήταν ίδιο. Αν μας θυμόνταν οι γριές, περίσσευε λίγο γάλα απ’ τη φοράδα, πάντα περίσσευαν κλοτσιές και πάντα υπήρχαν δύο κουβάδες να πάω να γεμίσω παντού στο στρατόπεδο. Το μόνο που άλλαζε ήταν ο καιρός· κρύο να με γονατίζει, βροχή αδυσώπητη, η ζέστη να λιώνει το δέρμα. Ποτέ δεν ήταν καλός ο καιρός, αλλά ακόμα κι όταν είχε ήλιο, ήταν ακόμα χειρότερα, γιατί τα άλλα παιδιά έβγαιναν απ’ τις σκηνές τους και μάζευα κοροϊδίες και πέτρες. «Μείνε μακριά, ρε βρομιάρη». «Πάρε τις μύγες σου και τσακίσου!» Οι κουβάδες είχαν το βάρος ενός διχείμωνου μωρού ο καθένας και το Σιρόλ ήταν ατέλειωτο να το πας με τα πόδια. Είχα βάλει σημάδια και το είχα μετρήσει από την ανατολική άκρη των παπουτσήδων έως την πιο δυτική άκρη της σκηνής του Αρχηγού των Τοξοτών, αυτής δίπλα στο Απέραντο Δάσος. Μα δεν ήξερα να μετράω πάνω από λίγες φορές τα δάχτυλά μου ακόμα. Μέτρησα τον χρόνο. Στους έντεκα χειμώνες μου, όταν είχα πια δυναμώσει αρκετά, υπολόγισα ότι αν περπατούσα όλη μέρα, χωρίς ούτε μια ανάσα σταματημό, όχι τη νύχτα, ακούραστος, θα διέσχιζα από ανατολικά προς δυτικά μία φορά το Σιρόλ. Βέβαια, δεν είχα κάνει ποτέ κάτι τέ61


τοιο, αλλά περπατούσα τη μισή μέρα κάθε μέρα με κουβάδες στα χέρια. Είχα γίνει σίδερο στο σώμα. Ήθελα να το φωνάξω στους Ρέγκεν, στις Ούνα-Μας, στους Οδηγούς και στα παιδιά: «Δεν θα πέσω ποτέ! Δεν είναι δοκιμασία αυτή για μένα». Όταν έπεσε πάλι το πρώτο παιδί, δεν το πείραξαν ούτε οι Οδηγοί ούτε τα σκυλιά. Τα σκυλιά είχαν κρυφτεί. Δεν πείραξαν ούτε τους επόμενους. Ο εχθρός μας ήταν πια τα άλλα παιδιά, όχι οι Οδηγοί. Η δοκιμασία αφορούσε το κρέας, όχι τη ζωή μας πλέον. Έτσι νόμιζα. Μα και το επόμενο βράδυ θα είχα κρέας. Ναι, δεν θα έπεφτα. Και κάθε βράδυ, όπως πίστευα. Με κάθε ανατο­ λή του ήλιου θα γινόμουν και πιο δυνατός. Άρχισα να ονειρεύομαι όρθιος ότι ως τη νύχτα που θα γέμιζε το φεγγάρι θα ήμουν τόσο δυνατός και γρήγορος, που θα μπορούσα να χιμήξω εγώ πάνω στον μολοσσό και να τον δαγκώσω στον λαιμό. Μέσα μου είχα νικήσει ήδη και ανυπομονούσα να μου δώσουν το αλογίσιο κρέας. Άρχισα να στριφογυρνάω γύρω μου για να διώξω τη βαρεμάρα μου. Όμως είχε ένα ψιλόβροχο και μια θολούρα μες στο καταμεσήμερο, που δεν μ’ άφηνε να δω πολλά. Απέφευγα το βλέμμα των άλλων παιδιών. Με κοιτούσαν σαν να ήθελαν να κλέψουν θάρρος από μένα. Σαν ήρθε το απόγευμα, η βροχή σταμάτησε και κρύο ξαφνικό βγήκε από το Δάσος να αναγγείλει τη νύχτα. Εμένα το κρύο με κούραζε λίγο, όμως κάποιοι άλλοι έτρεμαν σύγκορμοι. Ο γέρος Οδηγός μάς πλησίασε. Το κεφάλι του ήταν πολύ κοντά μου κι έκανα ένα βήμα πίσω. «Γιατί έπεσαν αυτοί εδώ;» ρώτησε. Δεν απάντησα. 62


«Ποιος θα μου πει;» «Από την κούραση», είπε ο Μπάκο. «Την πείνα». «Το κρύο». Μερικοί απ’ αυτούς που είχαν πέσει ήταν δυνατά παιδιά, όχι ψοφίμια. «Κι όχι μόνο...» είπε ο γέρος. «Εσύ, Ορφανέ;» Τώρα ρωτούσε μόνο εμένα. «Τι;» «Θα πέσεις;» «Ποτέ!» Μου γύρισε την πλάτη. Ήμουν ο πιο δυνατός. Δεν ήμουν κρέας για τα σκυλιά. Είχα φάει καλά το προηγούμενο βράδυ. Όταν μείναμε πάλι επτά από εμάς, νωρίς το απόγευμα σήκωσα το χέρι μου να πανηγυρίσω και με ακολούθησαν κι άλλοι εκτός απ’ τον Μάλαν. Αυτός με κοίταξε σαν να είμαι βλάκας. Κανένας Ρέγκεν δεν έκανε κίνηση να μας φέρει κρέας. Κατέβασα τη γροθιά μου και συνεχίσαμε όρθιοι. Έπεσε άλλος ένας γρήγορα. Μείναμε έξι. Καμία κίνηση από τον Ρέγκεν. Μείναμε πέντε. Τίποτα. Ήταν αργά το απόγευμα τώρα, τα πουλιά είχαν εξαφανιστεί κι αν κινούνταν κάτι στα κλαδιά μπροστά μου, ήταν λύκοι ή, ακόμα χειρότερα, Ρυκάαλ. Δεν είχα βρεθεί ποτέ βράδυ τόσο κοντά στο Δάσος όσο αυτές τις δύο πρώτες μέρες. Κι αν μέναμε δύο μόνο; Αν έμενε ένας; Αν έμενα εγώ και ο Μπάκο, αυτός ο βλάκας με το ψημένο μάγουλο; Πόσο ήθελα να μείνω μαζί του σ’ αυτή την αλάνα χωρίς λεπίδες, να παλέψουμε μόνο με τα χέρια. Αν έμενα εγώ και ο Μάλαν κι έπρεπε να μείνει μετά ένας; Τον κατάφερνα; 63


Αν έμενα εγώ και η Έλμπια; Δεν ήθελα να παλέψω με την Έλμπια. Ήταν κορίτσι. Tι δόξα και νίκη να χαρώ;... Ήταν κι ένας άλλος εκεί, όρθιος ακόμα, που μετά έμαθα ότι τον έλεγαν Μάτσα. Αυτός δεν είχε φάει ούτε κρέας χθες, είχε βγει σήμερα από τη σκηνή των ηττημένων και είχε μείνει ακόμα όρθιος. Οι άλλοι τέσσερις δεν είχαμε πέσει την πρώτη μέρα. Ήταν αδύνατος αλλά μυώδης, φτιαγμένος σαν τα ζώα ή τους αλλόφυλους όταν τους έγδερναν κι έμεναν μόνο οι μύες που αυλάκωναν το σώμα τους. Ο Μπάκο έπεσε. Μείναμε τέσσερις. Ο Ρέγκεν πλησίασε με ένα καλάθι. Μας πέταξε τέσσερα μεγάλα κομμάτια κρέας. Άρχισα να φωνάζω και να χοροπηδάω γύρω από τον αναίσθητο Μπάκο πριν τον μαζέψουν. «Θες να παλέψεις, λασπομούρη; Σήκω λοιπόν. Έλα, λεπιδομαχία. Ξύπνα, ρε! Μη φοβάσαι», φώναζα μέχρι που τον φόρτωσαν στο κάρο. Ο γέρος Οδηγός ήρθε από πλάι, χωρίς να τον δω, και μου έριξε μια καταχεριά που μ’ έριξε στα γόνατα. Με δρόσισε, είχα αρχίσει να ξεχνάω το δέρμα μου όλη μέρα. Το κρέας μου μάζεψε λάσπη. Κι ύστερα έκανε το πιο απίθανο πράγμα. Μου μίλησε, με συμβούλεψε φωνάζοντας μες στο αυτί μου, που το χέρι του κόντευε να το ξεριζώσει: «Άκου, βλάκα. Ποτέ μην προκαλείς τη Θεά γιατί θα σε βρει. Σε είδε, σε άκουσε». Με άφησε κι έτρεξα δίπλα στην Έλμπια που είχε μείνει πάλι όρθια, νικητής σαν κι εμένα. Είχα ένα χαμόγελο καρφωμένο στο πρόσωπο. «Με αναγνώρισε», της είπα. «Ποιος;» «Αυτός ο γέρος Οδηγός». «Ο άλλος ο θολομάτης δεν μ’ αρέσει», είπε η Έλμπια. 64


Με είχε αναγνωρίσει ο γέρος. Κι εγώ. Ήταν ο ίδιος που με είχε ξεχωρίσει μαζί με την Έλμπια στην αλάνα του Λυκουρλιαχτού. Πήραμε από τα υπόστεγα ό,τι ρούχα είχαν αφήσει οι Οδηγοί για μας. Είχα μείνει τελευταίος με το χαμόγελό μου. Τα ρούχα που είχαν ξεμείνει ήταν διαφορετικά από την προηγούμενη μέρα. Πιο κοντό το παντελόνι. Το πανωφόρι ήταν πιο στενό και το άφησα ανοιχτό στο στήθος. Δεν είχε τη μυρωδιά μου επάνω, αυτήν της σκηνής των Ορφανών. Μύριζε ήττα. Κακότυχα ρούχα. Με το που τα φόρεσα, η Θεά με είδε, θόλωσε από θυμό γιατί της έβγαζα τη γλώσσα όλη μέρα και κατέβηκε να με τιμωρήσει. Γύριζα προς τη σκηνή των νικητών. Παρατήρησα ότι τα δέρματα ήταν πιο ανοιχτόχρωμα στη σκηνή μας και τα κέρατα ενός ταύρου ήταν κολλημένα σ’ ένα παλούκι δεξιά από την τομαρόπορτα. Τα δέρματα που κάλυπταν τις άλλες σκηνές αριστερά μου, αυτές των ηττημένων, ήταν γκριζωπά, ενώ το κεφάλι ενός γαϊδάρου ήταν φρεσκοπαλουκωμένο έξω από την κοντινότερη. Έσταζε ακόμα. Να διώχνει τους Ρυκάαλ. Ήμασταν μόλις τέσσερα παιδιά νικητές μες στη σκηνή που φάνταζε τεράστια. Το κρέας ήταν ακόμα πιο νόστιμο και πιο πολύ. Η Έλμπια σκούπισε καλά τα χέρια της στο παντελόνι της και με ρώτησε: «Πώς τα καταφέρνεις, Ντα-Ρεν; Χθες όλοι λέγανε ότι θα σε φάνε τα σκυλιά κι εσύ είσαι εδώ δεύτερη νύχτα». Πήγα να πω την αλήθεια: «Σκέφτομαι ότι η λάσπη είναι αλογόσκατα», αλλά άθελά μου ξεστόμισα ψέματα: «Μ’ αρέσει το κρέας και θα είμαι εδώ κάθε βράδυ». Ήθελα να εντυπωσιάσω την Έλμπια. Ήταν ό,τι πιο όμορφο μπορούσε να γεννηθεί στη Φυλή μας. Τα δυνατά της πόδια δεν ήταν χοντρά, τα ολόισια καστανά μαλλιά σαν να 65


τα ’χε κλέψει απ’ την ουρά του αλόγου του Αρχηγού, ενώ τα καμπυλωτά μεγάλα χείλη με τις γραμμές τους σαν διπλόκυρτα τόξα. Και τα μάτια της είχαν αυτές τις λαμπερές πινελιές που μαρτυρούσαν ότι η Φυλή μας θα κατακτήσει τον κόσμο όλο. Όλοι οι άλλοι μες στο Σιρόλ ήταν μια φυλή χαρακωμένων τεράτων – με δέρμα απαλό σαν την πέτρα του τροχίσματος και πρόσωπα φτιαγμένα σαν να σμίλεψε κάποιος ανθρώπινα χαρακτηριστικά πάνω σε σίδερο στα γρήγορα. Δεν είχε έρθει ακόμα η εποχή που θα πρόσεχα τα κορίτσια, όμως όλα τα αγόρια, ακόμα και οι σαπιόδοντες Οδηγοί, κολλούσαν τα μάτια τους πάνω στην Έλμπια. Ακόμα και η Σαχ-Ούνα την πρώτη νύχτα την είχε περιεργαστεί λίγο παραπάνω σαν να έψαχνε κάτι επάνω της. «Εσύ πώς τα καταφέρνεις;» τη ρώτησα. «Είχε έρθει μια Ούνα-Μα στη σκηνή μας όταν γεννήθηκα. Μετά ο Ρέγκεν είπε στη μητέρα μου ότι θα γίνω πολύ σημαντική για τη Φυλή. Με περιμένει μεγάλη δόξα, είπε. Έχω γεννηθεί τυχερή και κουβαλάω αυτή την προφητεία μαζί μου κάθε πρωί». Ήταν η πιο ταιριαστή απάντηση. Ήταν η κόρη της Ενάκα. «Εσύ, Μάτσα;» Δεν είχε ανοίξει το στόμα του παρά μόνο για να χάσκει από τη στιγμή που μπήκε πρώτη φορά στη σκηνή των νικητών. Δεν τον ρώτησα πώς είναι η άλλη σκηνή, των ηττημένων. Ήταν μεγάλη γρουσουζιά να ψάχνω την ήττα. Μα το έβλεπα πώς ήταν οι άλλες σκηνές όταν το στόμα του κοιτούσε ανοιχτό τη δική μου. «Θέλω να γίνω Τοξότης». Αυτός ήξερε τι ήθελε. Εγώ όχι ακόμα. Θα με ρωτούσαν; «Εσύ, Μάλαν;» τον ρώτησε η Έλμπια. Δεν σήκωσε μάτι να την κοιτάξει. Κοίταζε εμένα. 66


«Τίποτα». «Τι εννοείς;» «Δεν σκέφτομαι τίποτα». «Θα ’θελα να ξαναδώ τη μητέρα μου», συμπλήρωσε η Έλμπια κοιτάζοντας κι αυτή εμένα. Δεν είχα κουράγιο για άλλη συζήτηση. Έπεσα σαν κούτσουρο και κοιμήθηκα γλυκά. Στον ύπνο μου ονειρεύτηκα ότι έπλεα ανεβασμένος σε καρυδότσουφλο πάνω στο ποτάμι, τη Μαυροφλέβα. Στη στεριά έξω ένα ακέφαλο γαϊδούρι ποδοπατούσε την κοιλιά και το πρόσωπο του αναίσθητου Μπάκο. Στην πιο μαύρη στιγμή εκείνη την τρίτη νύχτα ξύπνησα από το άγγιγμα του πόνου κι απ’ την ίδια τη φωνή μου. Ήταν μια καύτρα που πετάχτηκε απ’ τη φωτιά πάνω στο στήθος μου. Κατάφερε να τρυπώσει μέσα από το τομάρι και τον μάλλινο χιτώνα που φορούσα από μέσα και πύρωσε εκεί ψηλά στο γυμνό μου στήθος. Ήθελε να με ξυπνήσει αυτή η καύτρα. Την πέταξα από πάνω μου και τα μάτια μου έπεσαν στους δύο Οδηγούς που είχαν μπει μες στη σκηνή μας. Κάθονταν μπρος στη φωτιά, κλέβοντας τη ζέστη με την πλάτη τους γυρισμένη σε μένα. Γύρισαν για μια στιγμή όταν φώναξα, με κοίταξαν και μου ξανάδειξαν την πλάτη τους. Τα άλλα τρία παιδιά είχαν κουλουριαστεί σε ύπνο βαθύ. Κουκουλώθηκα με το τομάρι και ξανάκλεισα τα μάτια, μα το κάψιμο στο στήθος και τα λόγια των Οδηγών με είχαν ξυπνήσει πια. Μιλούσαν σαν να μην υπήρχαμε. «Έπρεπε να την είχαμε ράψει πριν από τον Κλήρο τη σκηνή μας. Έμπαζε νερά κάθε φορά», είπε ο γέρος. «Πάλι καλά που άφησαν τέσσερις μόνο σήμερα και χωράμε εδώ». «Έχει καλύτερη φωτιά εδώ. Κάτσε και τρώγε». 67


«Τρίτος χειμώνας στον Κλήρο, έχω σιχαθεί πια. Πού είναι οι επιδρομές που κάναμε, ρε Ρούμπα;» είπε ο θολομάτης Οδηγός. «Είναι αργά, Κέκο. Δεν θα πάμε σε άλλες εκστρατείες, μόνο ο Κλήρος υπάρχει πια για μας», του απάντησε ο γέρος Ρούμπα, που τα μαλλιά του ήταν πια αραιά και γκρίζα. Είχαν μια φέτα κρέας. Έτρωγε καθένας τους μια μπουκιά και την ξανάδινε στον άλλο. «Το πιστεύεις ότι αυτοί οι δύο είναι από τις σκηνές των Ορφανών; Ποιος θα το φανταζόταν...» Προσπαθούσα να μην κάνω θόρυβο και με καταλάβουν. Οι λέξεις τους ταξίδευαν στην αντίθετη κατεύθυνση από μένα, ο καπνός έπαιρνε μερικές και τις ανέβαζε εκεί ψηλά στην καπνότρυπα μέχρι που τις έχανα. Αλλά, όταν δεν αλυχτούσαν τα σκυλιά απ’ έξω, καταλάβαινα τι έλεγαν. «Είσαι νέος στον Κλήρο, Κέκο. Το έχω δει πολλές φορές. Είναι μεγάλη δύναμη να μην ψάχνεις τη μάνα σου». «Ειδικά αν δεν πρόκειται να την ξαναδείς». «Ναι. Δες αυτόν τον Ντα-Ρεν. Τον έχεις δει πώς στήνεται; Λες και τα πόδια του είναι κούτσουρα και έχουν ριζώσει στη γη. Μπορεί να μην πέσει σε όλο τον Κλήρο αν συνεχίσει έτσι». «Κανένας δεν κατάφερε ποτέ κάτι τέτοιο». «Είναι θηρίο όμως, πρέπει να ’χει περάσει τους δώδεκα χειμώνες και τον ξέχασαν». Χαμήλωσα το τομάρι κάτω απ’ τα αυτιά μου, για να ακούω καλύτερα. «Με τόσους κουβάδες σκατά που έχει κουβαλήσει, ναι, είναι θηρίο. Αλλά αυτές οι καστανές μπούκλες στα μαλλιά... Αλλόφυλη θα ήταν η μάνα του». «Κι ευτυχώς γι’ αυτόν, δεν ζει πια», είπε ο Ρούμπα. Γύρισε να με κοιτάξει, μα πρόλαβα να κλείσω τα μάτια. 68


Μη σταματάτε, είπα από μέσα μου. «Όμως έχεις δει τον άλλον, τον Μάλαν. Όποτε γυρίζω την πλάτη μου, νομίζω ότι θα με καρφώσει από πίσω». «Έχει τα μάτια του Ρυκάαλ. Του Κυάνιου». «Μη φέρνεις τους Ρυκάαλ στις ώρες της νύχτας μες στη σκηνή. Είναι των δαιμόνων οι νύχτες και ακούν». Οι Ρυκάαλ, οι θρυλικοί αλλόκοσμοι δαίμονες του Απέραντου Δάσους, δεν τράβηξαν την προσοχή μου. Για μένα ήθελα ν’ ακούσω. «Λες να μεγαλώνουμε τον επόμενο Αρχηγό εδώ;» ρώτησε ο Κέκο. «Κάποιας Αγέλης; Σίγουρα. Αλλά και όλης της Φυλής; Τον Έναν; Τον επόμενο Κχουν; Είναι άλλες δώδεκα αλάνες με άλλα παιδιά στον Κλήρο σπαρμένες γύρω μας». «Μα εδώ σ’ αυτήν ξεδιαλέξαμε τα πιο δυνατά παιδιά». «Μπορεί. Θα φανεί. Μα κάθε πόσους χειμώνες βγαίνει Αρχηγός; Γέρασα εδώ κι Αρχηγός είναι ακόμα ο ΚχουνΤάα. Είκοσι πέντε χειμώνες τώρα είναι Αρχηγός. Περιμένουν τόσοι και τόσοι μεγαλύτεροι απ’ αυτούς για να γίνουν Κχουν». «Κι αν έχουμε μια αυριανή γυναίκα Αρχηγό εδώ; Αρχηγό σε Αγέλη; Στις Τοξότριες; Αυτή η Έλμπια...» «Ένας απ’ αυτούς τους τρεις έχει την κατάρα της Θεάς, το ξέρεις. Πάντα ο πιο δυνατός την έχει. Δεύτερη μέρα όρθιοι...» «Δεν είναι η Έλμπια. Ο Ντα-Ρεν έχει την κατάρα», είπε ο Κέκο. Κάτι περπατούσε πάνω στο πόδι μου, αλλά δεν κουνή­ θηκα να κοιτάξω. Ο Μάτσα παραμιλούσε και οι Οδηγοί σταμάτησαν για λίγες ανάσες να μιλούν. «Πώς το ξέρεις;» ρώτησε ο Ρούμπα. «Τότε την πρώτη μέρα που τον ζύγωσε πρώτο η Σαχ69


Ούνα στο Λυκουρλιαχτό. Δεν είδες; Το σημάδι το κρύβουν τα μαλλιά, αλλά...» Σκυλιά είχαν τρελαθεί να ουρλιάζουν έξω από τη σκηνή κι ευχήθηκα μέσα μου να πέσει κεραυνός να τα κάψει. Οι Οδηγοί έκαναν να στρίψουν πάλι προς εμένα. Προσπαθούσα ν’ αναπνέω σαν κοιμισμένος για να μη δώσω υποψία και να μη χάσω λέξη. «Τι σημάδι;» ρώτησε ο Ρούμπα. «Είναι εννιάστερος. Δεν ξέρω πώς ζει ακόμα, ούτε τι κάνει εδώ. Μα ο Ντα-Ρεν έχει σίγουρα την κατάρα. Ξημερώνει η τρίτη μέρα σήμερα, μέτρα. Την εικοστή πρώτη μέρα ακριβώς θα τον έχουν τελειώσει οι Ούνα-Μας». «Εννιάστερος και ορφανός;» Έμεινα κούτσουρο παγωμένο, όταν τα δάχτυλα του Ρούμπα πέρασαν μέσα απ’ τα μαλλιά μου. Ήταν ζεστά απ’ τη φωτιά. Τα έβγαλε από εκεί ψιθυρίζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσε: «Μαύρα συκώτια του Δαρκούλ. Αυτό είναι μαρκαρισμένο ολόγιομο, όχι αχνό περίγραμμα». «Τι είναι;» «Δεν είναι τυχαίος εννιάστερος. Έχει το κόκκινο ολόγιομο τρίγωνο το Δ μαρκαρισμένο. Είναι καταραμένος εννιάστερος». Ήθελα να σηκωθώ, να ρωτήσω, να φωνάξω, να τους ταρακουνήσω, μα έμεινα ακίνητος. Τα χέρια του Κέκο πέρασαν κι αυτά μέσα απ’ τα μαλλιά μου να ψάξουν. Ήταν τραχιά, σαν λεπιδόπετρες που τρόχιζαν τα κόκαλα κάτω από το δέρμα μου. Η καρδιά μου άρχισε να χοροπηδάει. Ήμουν «εννιάστερος». Και, ακόμα χειρότερα, δεν είχα ιδέα τι σήμαινε αυτό. Η Ξεδοντιάρα πάντα μου έλεγε «ούτε εννιά νύχτες δεν θα αντέξεις στον Κλήρο, όταν 70


φύγεις από δω, καταραμένο πλάσμα». Ποτέ δεν είχε πει επτά ή δέκα. Πάντα εννιά. «Ολόγιομο κόκκινο μαρκαρισμένο Δ. Σημάδι του σκοταδιού και του τέλους...» είπε ο Κέκο μόλις έβγαλε το χέρι του από τα μαλλιά μου. «Πρόσεχε μην τον ξυπνήσεις». «Κοιμάται σαν κοτρόνα στον πάτο της Μαυροφλέβας, δεν σηκώνεται αυτός. Είναι ψόφιοι όλοι τους». «Αληθινός εννιάστερος. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιον σε Κλήρο. Ούτε στους Τοξότες όλους, όταν ήμουν πολεμιστής». «Δεν είχε μείνει ζωντανός κανένας, ε; Μαύρη ατυχία. Τι δαίμονας καβάλησε το μυαλό της μάνας του και τον γέννησε εννιάστερο; Δεν μπορούσε να βαστήξει άλλη μία νύχτα; Να σπρώξει μία νωρίτερα;» «Τι τιμωρία τής αξίζει γι’ αυτό; Τη σφάζεις αν ξέρεις ποια είναι;» «Να τη σφάξω; Θα την κάρφωνα στα ξύλα. Γι’ αυτό και τον έφτυσε πρώτο η Σαχ-Ούνα». «Για τι άλλο; Η Σαχ-Ούνα ξέρει τη μοίρα του καθενός και κάθε ανάσα που βγαίνει απ’ το στόμα του μέχρι να πεθάνει. Ποιος νομίζεις ότι τον μάρκαρε μωρό; Οι Ούνα-Μας». «Και γιατί τον έφεραν εδώ; Τι του δίνουμε κρέας και τον κρατάμε τότε;» ρώτησε ο Κέκο. «Όλα θα γίνουν με τον καιρό τους. Μήτε που ορίζουμε εμείς τούτα τα πράγματα». Άθελά μου πήρα μισή ανάσα κοφτά, γιατί είχα ξεχάσει να το κάνω πια. «Ξύπνα τους. Έφτασε η στιγμή να βγούνε». Ο Μάλαν, ο Μάτσα και η Έλμπια ξύπνησαν κι αλαφιασμένοι άρχισαν να πίνουν το πρωινό κεχρόγαλα. Δεν μπορούσα να το κατεβάσω με τίποτα, σαν να ’χε πέτρες αλεσμένες μέσα. Ένιωσα πάλι το θανάσιμο και γαργαλιστικό 71


χάδι του σκορπιού να σκαρφαλώνει στον αστράγαλό μου. Ήταν μόνο μια μικρή πρασινολαμπερή βρομούσα που είχε έρθει να ζεσταθεί δίπλα στη φωτιά. Τώρα δεν πεινούσα, αν και παλιότερα πολλές φορές είχα φάει τέτοιες βρομούσες, όταν η πείνα με έκοβε στα δυο. Στη σκηνή των Ορφανών. Εκεί που με είχε παρατήσει η μάνα μου. Όποια κι αν ήταν μάνα μου.

72


VII

ΚΑΜΙΑ ΜΑΝΑ

Νήσος του Αγίου Μοναστηρίου, Καλοκαίρι 33ο κατά τον μοναχό Ευσέβιους.

Παντοτινός ταξιδευτής είμαι, τα σανδάλια μου περνάνε πάνω απ’ όλες τις Αυτοκρατορίες των Βασιλέων και μόνο στην Αυτοκρατορία των Ουρανών ανήκω. Και τώρα που καταγράφω τη ζωή του Ντα-Ρεν, όχι, δεν θα αναφέρω πουθενά τα ονόματα της Φυλής, της Αυτοκρατορίας και των Αυτοκρατόρων της όπως τα έγραψαν οι ιστορικοί. Γιατί δεν είναι αυτό το έπος Μίας μοναδικής Φυλής, ούτε των αχυρόμαλλων, ούτε των καστανόδερμων, των γαλανομάτηδων, των σχιστομάτηδων ή των μαυρομάλληδων. Δεν είναι η ιστορία μιας Φυλής του Βορρά ή της Ανατολής που κάποτε, για λίγο μόνο, βρόντηξε με το πόδι της τη γη πριν την πνίξει το ίδιο της το μίσος. Είναι η ιστορία της δίκαιης δίψας κάθε Φυλής για επιβίωση και της άνομης δίψας για τον αφανισμό των γειτόνων της. Δεν έχει μόνο μια φυλή καταραστεί ή αγκαλιάσει ο Θεός. Όλοι οι άνθρωποι σε όλες τις φυλές μπορούν να σταθούν δεξιά του ή αριστερά του. Και δεν θα αναφέρω τις χρονολογίες της ιστορίας και την εποχή της, γιατί είναι η ιστορία κάθε εποχής από τό73


τε που ο Άντρας έφτιαξε το μαχαίρι, το ακόνισε, το έδεσε στη ζώνη του, και με σύντροφο τον Αδερφό του πολέμησε με αυτό τα αποτρόπαια τέρατα και την απόγνωση. Έως τη στιγμή που η Γυναίκα μπήκε ανάμεσά τους και τα Αδέρφια αλληλοσκοτώθηκαν. Και η Γυναίκα φύτρωσε στη θέση τους τον νέο σπόρο, τον επόμενο, τον καλύτερο, τον θηριωδέστερο. Και δεν θα αναφέρω ούτε τις πόλεις και τις περιοχές με τα ονόματα που τα θυμούνται όλοι ακόμα, επίτηδες θα τα ξεπλύνω. Καμιά δεν αντέχω, ούτε να την ξεχάσω από την ιστορία μου ούτε να γράψω το αληθινό όνομά της. Γιατί είναι όλες οι πόλεις που έπεσαν και θα πέσουν ξανά στα χέρια των βαρβάρων. Θα πέσουν ξανά ακόμα και αυτές που ορθώνονται απάτητες. Αυτές, όλες αυτές οι πόλεις, δικές μας και δικές τους, αξίζουν την ιστορία αυτή να την κλάψουν. Και είναι όλες οι πύρινες έρημοι, οι ανελέητες στέπες και τα αιώνια δάση, τα ξύλινα και τα πέτρινα, αυτές είναι οι μήτρες που ξέβρασαν τους βαρβάρους και ξανά θα τους γεννήσουν. Μα δεν θα αναφέρω και όλα τα παραπάνω, γιατί είμαι άνθρωπος του Θεού, ακόμα, και ο κόσμος μου δεν είναι αυτός εδώ, περαστικός είμαι από εδώ, ο κόσμος μου είναι αιώνιος εκεί επάνω στους ουρανούς, ούτε στον βορρά ούτε στην ανατολή έχω να ρίξω κατάρα, μα ούτε στον νότο ή στη δύση έχω να προσφέρω δοξολογία.

Ήμασταν ήδη στην τεσσαρεσκαιδεκάτη μέρα από την αρχή της καταγραφής της ιστορίας του Ντα-Ρεν. Έτσι με είχαν προστάξει οι γέροντες μοναχοί, να αναλάβω εγώ αυτή την καταγραφή. «Η σοφία του μοναχού είναι στο κελί του, στην απομόνωσή του, και αμαρτία μεγάλη θα ήταν για έναν γέροντα 74


από εμάς σε τέτοια ηλικία ν’ ακούσει τις ακόλαστες μνήμες αυτού του βαρβάρου», μου είπε ο Πρωτόγερος. «Εσύ είσαι νέος και ασκούμενος, θα έχεις όλο τον χρόνο να μετανοήσεις και η επίπονη γραφή θα είναι η ίδια η άσκησή σου και η δοκιμασία σου», με πρόσταξαν. Ευγνωμονώ αιώνια τη φοβία τους και την τεμπελιά τους αυτή. Ο Ντα-Ρεν ήταν στο νησί πάνω από έναν χρόνο πια, όταν πείσθηκε επιτέλους να ξεκινήσει μαζί μου την καταγραφή της ιστορίας του, μα είχε αποφασίσει μόλις πριν από δύο εβδομάδες ν’ αρχίσει την αφήγησή του. Το πρώτο έτος στο Αγιονήσι το είχε περάσει με αλυσίδες, παρακλήσεις, κατάρες, συμφωνίες για ανταλλάγματα και τελικά με περισσή σπουδή και ανάγνωση βιβλίων, ιερών και μη. Όχι, δεν ήταν μοναχός ούτε ασκούμενος ούτε θα γινόταν ποτέ αν δεν καταγράφονταν όλες οι ανομίες του, μετανοούσε, λάμβανε συγχώρεση και υπέφερε γι’ αυτές. Θα κατάφερνε μόνο το τελευταίο. Δεν ακολουθούσε τις θείες λειτουργίες, όμως του προσφέραμε φαγητό, ενδύματα και στέγη. Ως αντάλλαγμα ψάρευε, κουβαλούσε πέτρες για τα τείχη και τον ιερό ναό και προμήθειες από το λιμάνι μέχρι το μοναστήρι μας, προσφέροντας τον ιδρώτα του. Τον οκνηρό και τον ακαμάτη δεν τον ταΐζει και δεν τον ντύνει ούτε το Άγιο Μοναστήρι. Κανόνας απαράβατος. Είχα αναλάβει να του μάθω τη γλώσσα μας όσο καλύτερα μπορούσα. Ήξερε να τη μιλά λίγο, μα να γράφει καθόλου. Μόλις θα τον έκρινα έτοιμο, στη γλώσσα και στην ψυχή, θα έπρεπε να καταγράψω την ιστορία του. Και είχε συμφωνήσει, με αντάλλαγμα την υπόσχεση που του είχαν δώσει οι μοναχοί, ότι μόνο έτσι μπορούν να τον βοηθήσουν να σώσει τη γυναίκα του και την κόρη του. Ήταν μια ιστορία από αυτές που δεν διαβάζαμε ποτέ 75


στο Μοναστήρι. Μετά από χρόνια σπουδής ήξερα ήδη καλά τη γλώσσα των σοφών και των γραπτών της Δύσης και της Ανατολής, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε τις πιο απλές έννοιες της ζωής της Φυλής του. Εκεί βόρεια, ανάμεσα στις στέπες και στο Μεγάλο Ποτάμι, Μαυροφλέβα το έλεγε, υπήρχε ένας άλλος κόσμος, αυτός του ΝταΡεν. Εμένα μου φαινόταν τόπος μαρτυρίου, σκοτεινός και απάνθρωπος, μια κόλαση στα έγκατα της γης. Στην αρχή πίστευα ότι θα τελειώσουμε σε μια εβδομάδα. Νόμιζα ότι θα μου έλεγε μια μικρή ιστορία για τη γυναίκα και την κόρη του που κινδύνευαν θανάσιμα. Όταν τον είχα ρωτήσει, εκεί στο τέλος της δεύτερης εβδομάδας, αν ένιωθε την ανάγκη να μου περιγράφει με εξαντλητικές λεπτομέρειες τα παιδικά του χρόνια, μου απάντησε: «Ο Μπαγκ μού ζήτησε να καταγράψω καθετί που είδα και έζησα, μα και όλες τις ανίερες πράξεις». Δεν ήξερα σε τι ανίερες πράξεις μπορεί να έχει υποπέσει ένα παιδί στα δώδεκά του και τι είδους σχέδιο εκπλήρωνε το να καταστρέφω τόσους παπύρους και να κλέβω χρόνο από τις προσευχές μου για να καταγράψω αυτή την αμαρτωλή ιστορία των βαρβάρων. Ένας άνθρωπος του Θεού δεν θα τη διάβαζε ποτέ, και η ανάγνωσή της δεν θα με πήγαινε κοντύτερα στον Παράδεισο παρά μόνο στα στόματα των ηφαιστείων της Κολάσεως. Ήταν ακόμα πιο μιαρή κι από τις χειρότερες φήμες που ψιθυρίζονταν γι’ αυτές τις φυλές. Και ήμασταν ακόμα στην αρχή. Φοβούμενος ότι χάνω τον χρόνο μου και την υπομονή του, τον ρώτησα ευθέως: «Ντα-Ρεν, ένα έτος ολόκληρο εδώ, μας εκλιπαρείς για τη γυναίκα σου και την κόρη σου που κινδυνεύουν θανάσιμα, μα δεν μου έχεις πει λέξη γι’ αυτές...» «Δεν ερωτεύτηκα τη γυναίκα μου στα δεκατρία μου, Ευσέβιους. Δεν θα μπορούσα ποτέ...» 76


«Μα νόμιζα ότι η Έλμπια...» «Ήταν αδύνατο αυτό. Δεν καταλαβαίνεις». «Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι πως οι αρχηγοί της φυλής σας δέχονταν να περνούν την ίδια δοκιμασία τα δικά τους παιδιά με αυτά των ασήμαντων και με τα ορφανά. Πως μια μάνα ανεχόταν αυτή τη θηριωδία εις βάρος των ευγενέστερων...» «Των ποιων; Ναι, πράγματι δεν έχεις καταλάβει και πολλά». «Ούτε κι εγώ γνώρισα γονείς πριν έρθω στο Καστρομοναστήρι, μα όλες οι γραφές το λένε, η οικογένεια είναι ιερή και οι γονείς ποτέ δεν θ’ άφηναν...» «Κανένα παιδί δεν ήξερε τους γονιούς του, Ευσέβιους. Δεν υπήρχε γάμος στη Φυλή». «Τι εννοείς; Είπες πως η μητέρα της Έλμπια...» «Τα παιδιά και οι γυναίκες μεγάλωναν μαζί μέχρι τους δώδεκα χειμώνες. Μπορεί να ήταν η μάνα της Έλμπια αυτή που τη μεγάλωσε, μπορεί και όχι, αλλά θα μεγάλωνε κι άλλα πολλά παιδιά στην ίδια σκηνή, μαζί με άλλες, δικά της ή όχι, κανένας δεν κρατούσε μέτρημα. Ήταν τυχαίο ποια μάνα μάς μεγάλωνε. Όποια ήταν ξεγκάστρωτη, όρθια στα πόδια της και μπορούσε. Αν τύχαινε να έχει κάποιος για καιρό την ίδια γυναίκα, μάνα, να τον φροντίζει, ήταν μόνο επειδή δεν γκαστρωνόταν. Και τότε, στείρα και άχρηστη, μπορεί να την πετούσαν στη Μαυροφλέβα να αγκαλιαστεί με τα πτώματα των σκλάβων και να φιλήσει τα όρνια». «Αν είναι δυνατόν...» «Ελάχιστοι μπορεί να ήταν σίγουροι για την αληθινή μάνα που τους γέννησε. Και κανένας δεν ήξερε ποιος είναι ο πατέρας του στη Φυλή. Καθένας μας ζούσε μόνο με ιστορίες που είχε πλάσει για τον πατέρα του. Ο πατέρας μας ήταν ένας μύθος, ένας θρύλος, για να σηκώνουμε τη λεπίδα μας, όταν το χέρι δεν άντεχε πια. Όχι μόνο στα 77


ορφανά μα και στις άλλες σκηνές κανένας δεν είχε ιδέα –ούτε μικρός ούτε μεγάλος– ποιος μπορεί να είναι ο πατέρας του. Όλοι τις γαμούσαν όλες. Από πίσω πάντα, για να κάνουν πιο πολλά αγόρια». Άφωνος σταυροκοπήθηκα. Πίσω από το Μοναστήρι μας, στη δυτική πλευρά του νησιού, βρίσκονταν τα λίγα πλινθόσπιτα των χωρικών, αυτών που συμβίωναν ειρηνικά μαζί μας στο νησί. Μας προμήθευαν κριθάρι, λίγα φρούτα και άλλα απαραίτητα, κι εμείς τους προσφέραμε σαν αντίδωρο την ευλογία του Θεού, που μόνο αυτή προστάτευε το νησί από τους πειρατές. Ο Πρωτόγερος με είχε ορίσει να κουβαλάω τροφή από τους χωρικούς κι εκεί είχα δει γυναίκες – άλλες βρομερές και τρισάθλιες σαν κόρες του Σατανά κι άλλες νέες που κέντριζαν το μάτι μου παραπάνω απ’ όσο έπρεπε. Ο Πρωτόγερος με είχε προειδοποιήσει από νωρίς όταν είχα πρωτοβγάλει τρίχες πάνω από το χείλος: «Αντιστάσου στον σαρκικό πόθο, πήγαινε στο κελί, προσευχήσου, και το κελί θα γίνει ο δάσκαλος και ο μόνος οδηγός σου». Μα το κελί ήταν πια ο βωμός της ασεβείας και οι ιστορίες του Ντα-Ρεν γυρνούσαν το μυαλό μου στα αριστερά. «Να σου πω για τους γονιούς μου, Ευσέβιους. Μάνα μου ήταν η φωτιά της σκηνής. Αυτή με έθρεψε. Πατέρας μου ο θρύλος. Θα σου πω τον θρύλο του κάποτε, την ιστορία που έφτιαξα γι’ αυτόν. Το ίδιο ίσχυε για όλους μας, ορφανούς ή όχι». «Θα πρέπει να ήταν πολύ σκληρό και δύσκολο...» «Όχι, ήταν πολύ εύκολο. Αυτή η αρχαία συμφωνία έκανε τη Φυλή μου σκληρότερη απ’ το σίδερο και άτρωτη σαν τον αγέρα». «...να αγωνίζεστε για το τίποτα». «Για τη Φυλή την ίδια. Είχαμε αδέρφια. Χιλιάδες αδέρ78


φια. Όλα ίσα. Το σκληρό και το δύσκολο είναι να έχεις οικογένεια». «Καμία μάνα δεν περίμενε το παιδί της από τον Κλήρο», απάντησα. «Και καμία δεν το αποχαιρέτησε. Ακόμα κι αν ήταν σπλάχνο της, όταν έφευγε για τον Κλήρο, δεν το ξανάβλεπε». Δεν είχα οικογένεια, ούτε πίστευα τότε σαν γραφτό μου να φτιάξω ποτέ. Μα μια τέτοια βαρβαρότητα με έκανε να σηκωθώ από το σκαμνί μου και να σταματήσω να γράφω. «Καταλαβαίνεις τώρα, Ευσέβιους, γιατί... ποτέ...» Ο Ντα-Ρεν κόμπιασε. Θα μπορούσε να δακρύσει ένας απ’ αυτούς; Σηκώθηκε από τις κρύες πέτρες του πατώματος εκεί που είχε για χρόνο πολύ σταθεί ανακούρκουδα, πλησίασε και στηρίχτηκε με το κούτελο και την αριστερή παλάμη πάνω στον σαθρό τοίχο δίπλα στο παραθύρι. Κατέβασε τη δεξιά γροθιά του πάνω στον τοίχο. Το έκανε επτά φορές, το είχε ξανακάνει και κάθε φορά το έκανε επτά φορές. Κομμάτια ασβέστη γέμισαν το πάτωμα, βαθουλώματα έμειναν στον λευκό τοίχο με κόκκινα σημάδια και ο Ντα-Ρεν ξαναβρήκε τις λέξεις του: «...Καταλαβαίνεις τώρα γιατί δεν μπορώ να σου μιλήσω για τη γυναίκα και την κόρη μου πριν μάθεις ότι κανένας στη Φυλή μας δεν επιτρεπόταν να έχει γυναίκα και κόρη; Πρέπει να το καταλάβεις αυτό, αλλιώς σκατά ιστορία θα γράψεις». Έστειλε την ανάστροφη του χεριού του στον αέρα και μ’ έδιωξε χωρίς να ξανασηκώσει τα μάτια. Όλο το βράδυ, κατά τη διάρκεια της προσευχής και στου χαράματος τον όρθρο, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ στις δεήσεις μου. Ανησύχησα μήπως τον είχα κλείσει πάλι στο άλλο του κε79


λί, αυτό της ψυχής που σφάλιζε και δεν μιλούσε για μέρες, μήπως παρατήσει την αφήγησή του. Το επόμενο πρωί μετά τη λειτουργία τον επισκέφθηκα αμέσως πάλι και τον άφησα να συνεχίσει από εκεί που ήθελε. «Πες μου, Ντα-Ρεν. Τι εννοούσαν όταν είπαν ότι είσαι εννιάστερος; Τι κατάρα ήταν αυτή;» «Αυτή είναι μια καλή ερώτηση, μοναχέ».

80


VIII

ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΑΝ Τ’ ΑΣΤΕΡΙΑ

Χειμώνας 13ος. Κλήρος. Μέρα 3η.

Έπεσα λιπόθυμος στη λάσπη της αλάνας σαν σακί με κόκαλα το τρίτο πρωί. Άκουγα τον Ρούμπα και τον Κέκο να μιλάνε μες στο κεφάλι μου ασταμάτητα από τη στιγμή που στήθηκα στην αλάνα μέχρι την ήττα μου. «Εννιάστερο... δεν έχω ξαναδεί στον Κλήρο... μάρκαραν οι Ούνα-Μας... ο Ντα-Ρεν έχει σίγουρα την κατάρα της Ενάκα... είναι η τρίτη νύχτα σήμερα... την εικοστή πρώτη μέρα ακριβώς θα τον έχουν τελειώσει... τον κρατάμε και του δίνουμε κρέας...» Πρώτη φορά εκείνη τη μέρα μπήκα κάτω από το δέρμα κάθε παιδιού που είχε πέσει και εκεί είδα τον εφιάλτη τους, την αδυναμία τους. Κρύωνα, αλλά δεν έπεσα από το κρύο. Πεινούσα, αλλά δεν έπεσα από την πείνα. Είχαν πρηστεί τα γόνατά μου, αλλά δεν με έκαναν αυτά να λυγίσω. Η ήττα σκαρφάλωσε και με βρήκε, είχε έρθει μέσα από το μαύρο πηγάδι του μυαλού μου όπου οι δύο Οδηγοί ανακάτευαν με τις γλώσσες τους τις κατάρες και τα σημάδια. «Γιατί πέφτουν οι αδύναμοι;» ήρθε και ρώτησε πάλι ο Ρούμπα όπως την προηγούμενη μέρα. 81


Δεν απάντησα. «Ποιος θα μου πει;» Από την κούραση, την πείνα ή το κρύο. Αυτά θα του έλεγαν. «Εσύ; Ορφανέ;» Πάλι εμένα ρωτούσε. Δεν έπεφταν απ’ αυτά. Έπεφταν γιατί κάποιοι έπρεπε να πέσουν. Γιατί δεν πίστευαν πια ότι θα πέσουν τελευταίοι. Έπεφταν γιατί η ήττα τούς είχε αγκαλιάσει σαν κατάρα πολύ πριν κουραστούν. Δεν απάντησα. «Θα πέσεις;» Δεν απάντησα. Ήθελα να καθίσω λίγο κάτω, να ξεκουραστώ. Μία ανάσα μόνο. Ξανάκανα τον γνωστό κύκλο, με τα μάτια μου αυτή τη φορά, πολύ προσεκτικά, μόλις φώτισαν οι ηλιαχτίδες. Αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να βρω προς τα πού θα μπορούσα να το σκάσω πριν από την εικοστή πρώτη μέρα. Σε κάθε πλευρά της αλάνας υπήρχε ένα υπόστεγο προχειροφτιαγμένο με ξύλα, καλυμμένο με δέρματα, κι ένας Οδηγός από κάτω. Ένα ή δύο άλογα δίπλα του. Ο Ρέγκεν ερχόταν συχνά μα δεν ήταν πάντα εκεί, και η Ούνα-Μα έλειπε εκείνη τη μέρα. Δεν μας είχε μιλήσει το προηγούμενο βράδυ. Έπειτα έμαθα να μυρίζομαι τον θάνατο, μας γυρόφερνε όποτε έβλεπα Ούνα-Μα. Οι σκηνές, η δική μας, αυτή των νικητών, κι οι άλλες των υπόλοιπων παιδιών, ήταν στη νότια πλευρά της αλάνας, ενώ οι μικρότερες των Οδηγών στη δυτική. Ένα τείχος από γυμνά δέντρα ορθωνόταν στη δυτική και στη βόρεια πλευρά. Στις άλλες δύο πλευρές του στρατοπέδου το τείχος ήταν φτιαγμένο από υπόστεγα που σκέπαζαν τεράστια δεμάτια άχυρα και πίσω τους μια πυκνή βατουλιά, γυμνή από πράσινο, γεμάτη αγκάθια. Ήμασταν παγιδευμένοι σ’ ένα κλουβί, με Οδηγούς και 82


μολοσσούς γύρω μας. Θα με μύριζαν αμέσως. Θα με έβρισκαν πριν προλάβω να βγω απ’ το Σιρόλ. Δεν είχα βγει απ’ το Σιρόλ ποτέ. Έμεινα να παλεύω με το μυαλό μου που είχε βάλει σκοπό να πέσει. «Είναι νωρίς, μόλις χάραξε», του έλεγα. «Κουράστηκα», μου απαντούσε. «Ούτε καν τρεις δεν έπεσαν ακόμα, πρέπει να βαστή­ ξουμε». «Εννιάστερος...» μου ψέλλισε. Μία μπότα είχε πατήσει το μυαλό μου, άλλη μία την καρδιά μου και με έσπρωχναν προς τα κάτω. Έκανα πρώτα δύο βήματα πίσω απ’ τη γραμμή λες και δεν θα με έβλεπαν. Έπεσα στα γόνατα. Βούλιαξαν μες στη σκατένια λάσπη. Πάτησα γερά τη φτέρνα αλλά μάταια, πικρογέλασα αμήχανα όταν δεν μπόρεσα να σηκωθώ την πρώτη φορά. Τη δεύτερη φορά πάτησα τα χέρια μου πάνω στο λυγισμένο γόνατο να σηκωθώ, η φτέρνα υποχώρησε, τα δόντια μου και τα μαλλιά μου ανακατεύτηκαν με την καφετιά λάσπη. Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο από την αλάνα εκείνο το πρωί. Νωρίς ήταν ακόμα, στο χάραμα, σαν έπεσα. Δεν ονειρεύτηκα τίποτα. Μόνο μαυρίλα. Με ξύπνησαν δύο άγνωστα μικρά χέρια που με είχαν αγκαλιάσει σφιχτά και τρία παιδικά λαρύγγια που έβηχαν αδιάκοπα. Ήμουν σε μια μικρή σκηνή μαζί με πολλά παιδιά στοιβαγμένα σαν πρόβατα που βρομούσαν εμετικά όλα μαζί κάτω από τα ίδια δέρματα. Ήμουν σε μια από τις άλλες σκηνές, αυτές των ηττημένων. Διέκρινα τον Ουράκ και τον Μάτσα, αλλά όχι τον Μάλαν και την Έλμπια. Αυτοί οι δύο είχαν παραμείνει όρθιοι για τρίτη μέρα, αντίθετα με μένα. Τρία παιδιά έβηχαν σαν χτικιασμένα και δεν σταματούσαν ούτε για ανάσα. Δεν θα κρατούσαν μέ83


ρες. Από μικρός είχα δει πολλά σαν αυτά να σβήνουν κάθε χειμώνα στη σκηνή των Ορφανών. Βγήκαμε έξω από τη σκηνή, και ένα καζάνι εκεί χοροπηδούσε μονάχο. Πριν προλάβω να τρέξω πάνω του, αμέτρητα παιδικά χέρια ήταν βουτηγμένα μέσα. Έμεινα τελευταίος, στον πάτο του καζανιού είχε μείνει φρέσκια βροχή και λίγος χυλός. Βούτηξα τα χέρια μου μέσα να πάρω όσο μπορώ, να ξεκολλήσω τα κατακάθια από τον πάτο, και έγλειψα τα δάχτυλά μου καθαρά. Κανένας δεν είχε φάει κρέας εδώ. Τα χέρια των προηγούμενων βρομούσαν μες στον χυλό μου. Στην αλάνα ο Μάλαν, που σπάνια μιλούσε, με ρώτησε: «Πώς είναι;». Για τη σκηνή ρωτούσε. «Είναι σαν την πείνα», είπα. «Δεν έχουν;» Για φαγητό ρωτούσε. Δεν έχουν ψητό κρέας. Δεν έχουν Έλμπια. Έχουν βουβό κλάμα μόνο. «Δεν έχουν Ιστορία», του απάντησα. Έψαχνα την Αλήθεια της εικοστής πρώτης μέρας. Όχι την παγωμένη ανάσα της ήττας στον σβέρκο μου. Έτσι με βρήκε η τέταρτη μέρα που ξημέρωσε ηλιόλουστη, με το στομάχι μου μισοάδειο και τα πόδια μου ξανά σιδερένια. Πεινασμένο για Ιστορία. Η Έλμπια, ο Μάλαν, ο Μπάκο και η Ντανάκα είχαν έρθει, πανύψηλοι έδειχναν, από την πλευρά των νικητών. Το προηγούμενο βράδυ είχαν ζεστάνει κομμάτια κρέας και μιλούσαν γύρω από τη φωτιά. Μπορεί να έλεγαν για μένα που είχα πέσει. Πονούσα λες κι είχαν σκίσει και ψήσει κομμάτια απ’ το δικό μου κρέας. Η Έλμπια πέρασε δίπλα μου, οι παλάμες μας αγγί84


χτηκαν κι άφησε κάτι μέσα στη δική μου. Ήταν ένα μικρό κομμάτι. «Κρέας. Κράτησα και για σένα...» ψιθύρισε. Το κατάπια πριν με δει μάτι άλλο. Είχαμε στηθεί πάλι, επτά φορές τα δάχτυλα ενός χεριού μου ήταν όλα τα παιδιά, το ένα δύο βήματα δίπλα στο άλλο σε μια σειρά. Ο καιρός έχει αλλάξει. Το αγέρι μέσα από τα βορινά δέντρα σύρθηκε πάνω στην αλάνα και άρχισε να παγώνει όσο περνούσε η μέρα. Τα σκυλιά έκαναν ακόμα βόλτες γύρω μας, πληγωμένα που δεν τους είχαμε δώσει ούτε μια ευκαιρία να ξαναδαγκώσουν. Το απόγευμα μείναμε επτά ξυλιασμένοι, αλλά ο Ρέγκεν δεν πέταξε κρέας. Ο ήλιος άρχισε να βασιλεύει κόκκινος κι έριχνε τα βέλη του να τους ματώσει όλους. Ο Μάλαν έπεσε, μετά και η Έλμπια, κάποια στιγμή μείναμε δύο, εγώ κι ο Ουράκ. Πεινούσε κι αυτός. Ήθελα την Ιστορία, να δω τον Ρέγκεν και τον Ρούμπα, να τους ικετεύσω να μου πουν τι θα πει εννιάστερος. Ακόμα δεν μας σταματούσαν οι Οδηγοί. Το φεγγάρι πρόβαλλε μισό πάνω από τα κεφάλια μας, κι έκανα ένα νεύμα με το κεφάλι αριστερά δεξιά στον Ουράκ. «Όχι. Όχι σήμερα». Ήθελα να καταλάβει ότι ακόμα κι αν μέναμε εκεί μέχρι να γεμίσει ολόκληρο το φεγγάρι πέντε νύχτες μετά, εγώ θα ήμουν όρθιος – τελευταίος. Πεινούσα για την Αλήθεια σαν κολασμένος, καταραμένος, εννιάστερος, ό,τι κι αν ήταν αυτό. Σαν ψόφιο γαϊδούρι έπεσε ο χοντρόπλατος Ουράκ έπειτα από λίγο, και οι δύο Οδηγοί με πήγαν στη σκηνή του νικητή ολομόναχο σαν να ήμουν Αρχηγός. Ο Κέκο δεν είχε ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω μου. Σαν να αποζητούσε την κατάρα μου. Έβλεπε τη νίκη μου. Παραπάτησε δύο φορές ζαλισμένος μέχρι να φτάσουμε. 85


Είχαν περισσέψει κάποια ρούχα στο υπόστεγο, όμως δεν ήταν δικά μου. Θα ορκιζόμουν ότι τα μαλλιά της Έλμπια μύριζαν πάνω στο τομάρι που πήρα να σκεπαστώ. Έφαγα ένα τεράστιο κομμάτι κρέας, μεγαλύτερο από τις άλλες μέρες, σαν να ήταν για πέντε παιδιά και είχαν ξεχάσει να το κόψουν. Κράτησα λίγο για το επόμενο πρωί. Ήμουν ολομόναχος στη σκηνή των νικητών και ρώτησα τον Ρούμπα: «Θα ’ρθουν απόψε;» «Ποιοι;» «Ο Ρέγκεν, η Ούνα-Μα». «Πάντα έρχονται. Θ’ αργήσουν. Κοιμήσου». Ονειρεύτηκα τον Μάλαν και την Έλμπια. Ο ένας να δαγκώνει το κρέας του άλλου. Και αστέρια να πέφτουν από τον ουρανό. Τίποτε άλλο. Με ξύπνησε στη μέση της νύχτας ο μανιασμένος αέρας που προσπαθούσε να κρυφτεί μες στη σκηνή και το κλάμα μιας ετοιμόγεννης σκύλας έξω. Μετά από λίγο μπήκαν ο Ρέγκεν, η Ούνα-Μα και οι Οδηγοί. Πήγα ν’ ανοίξω το στόμα μου να ρωτήσω, αλλά λέξεις δεν έβγαιναν. Με αγνόησαν κι άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους. Έπιασα λίγες λέξεις, «ο μικρός ορφανός», «εννιάστερος». Δάγκωνα τα χείλη μου, τα είχα ματώσει μέχρι να βγάλω τις λέξεις. Έμεναν λίγες μέρες μέχρι την εικοστή πρώτη. Αν δεν έβρισκα την Αλήθεια, θα με προλάβαινε αυτή. Ο Ρέγκεν δεν ανακάτευε καζάνια, είχε φέρει μόνο μία κούπα γάλα για μένα. Όταν πλησίασε να μου τη δώσει, σήκωσα τα μαλλιά μου και το αυτί μου, να φανεί το μικρό κόκκινο τρίγωνο που ήταν εκεί κρυμμένο. «Τι θα πει εννιάστερος;» ρώτησα, με τη γεύση του δικού μου αίματος στο στόμα από το δάγκωμα. Θα άκουγα την Ιστορία που με ένοιαζε και μόνο αυτήν. 86


Η Ούνα-Μα γύρισε το κεφάλι της απότομα σαν να έμπαινε επιτέλους κι αυτή για πρώτη φορά στη σκηνή. Σαν να είχε εμφανιστεί μόνο το σώμα της έως εκείνη τη νύχτα και τώρα πια είχε έρθει κι η ψυχή της να μας δει. Έβγαλε την κουκούλα της για πρώτη φορά, οι Οδηγοί έκαναν δύο βήματα πίσω με δέος στο πρόσωπο κι εγώ κοιτούσα μόνο τα μάτια της. Ήθελα να καταπιώ τα λόγια μου και τις ερωτήσεις μου. Ήταν τα μεγαλύτερα μαύρα μάτια που είχα δει. Η κόρη και η κατάμαυρη ίριδα ήταν τεράστιες, δεν περίσσευε σχεδόν καθόλου το λευκό στο μάτι. Έλαμπαν οι διεσταλμένες κόρες πάνω στο λευκό δέρμα σαν κατάμαυροι ήλιοι, τα μαλλιά της ήταν κομμένα σαν σκλάβου, κοντά και μαύρα. Μα αυτό που κοιτούσα, και μόνο, ήταν το σχήμα του κεφαλιού της, αυτό που σχεδόν πάντα έκρυβε το κόκκινο πέπλο. Τώρα ήταν γυμνό και μαγικό μπροστά μας. Το κεφάλι της συνέχιζε μακρόστενο, μεγάλωνε προς τα πίσω και πάνω, αλλόκοσμο σαν φαρέτρα βέλη, πανέμορφο σαν ελαφιού. Είχα δει μια φορά νεκρό ελάφι. Ήταν αλήθεια ότι οι Ούνα-Μας ήταν υπερφυσικά πλάσματα. Δεν ήταν κεφάλι ανθρώπου αυτό. Γύρισε την πλάτη της και κάτι ψιθύριζε για λίγο στον Ρέγκεν. Δεν θα μιλούσε μια Ούνα-Μα και το ήξερα, δεν θα μιλούσε ποτέ σε μένα. Έχασα τα λόγια μου κοιτώντας την, ενώ τα λεπτά κατακόκκινα ζωγραφισμένα δάχτυλά της βγήκαν κάτω από τη ρόμπα και αμίλητη σήκωσε τα μαλλιά μου και ψηλάφισε το σημάδι κάτω απ’ το αυτί μου με ξυλιασμένα δάχτυλα. Η Ούνα-Μα έβαλε πάλι την κουκούλα της, με κοίταξε, αν και δεν έβλεπα πια τα μάτια της, εντελώς σκοτεινά κάτω απ’ το ύφασμα, και με τους δύο δείκτες και τους αντίχειρες σχημάτισε ένα Δ μπρος στο πρόσωπό της σαν ασπίδα ανάμεσα στα μάτια της και στο δικό μου πρόσω87


πο. Μετά βγήκε απ’ τη σκηνή μαζί με τον Κέκο και τον Ρέγκεν κι έμειναν έξω στο κρύο για λίγο. Η Ούνα-Μα δεν ξαναγύρισε εκείνο το βράδυ. Έμεινα για λίγο μόνος με τον Ρούμπα μες στη σκηνή του νικητή. «Ακόμα και τριχείμωνο μωρό Ούνα-Μα λένε ότι έχει το ίδιο κεφάλι. Όσοι είδαν μωρό κρυφά», μου είπε. «Δεν έχω ξαναδεί κάποια από τόσο κοντά». «Δεν ζουν πολύ οι Ούνα-Μας, οι πιο μεγάλες είναι όλες τυφλές και δεν βγαίνουν έξω από τις σκηνές τους». Ο Ρέγκεν ξαναμπήκε στη σκηνή. «Θες να μάθεις για τους εννιάστερους, Ντα-Ρεν;» «Ναι, τον θρύλο». «Δεν είναι θρύλος. Άκουσέ με, μα δεν θα κάνεις ερωτήσεις». Ο Ρέγκεν απήγγειλε μόνο για μένα: Η Αλήθεια των Αστεριών Έτσι γεννήθηκε ο Άνθρωπος: Ο Δαίμονας ξερίζωσε τα ίδια του τα κεφάλια, τα μεταμόρφωσε σε φίδια και τα ’στειλε πάνω στον έβδομο και τελευταίο Ήλιο. Μα η Θεά τα κατάπιε για να σώσει τον μονάκριβό της γιο. Μεγάλωσε η κοιλιά της Ενάκα, έσκασε σε μυριάδες κομμάτια κι απ’ αυτά γίνανε τ’ αστέρια. Σκόνη έπεσε από τ’ αστέρια και φύτρωσε τους πρώτους άντρες της Φυλής. Από άλλο αστέρι κι άλλη σκόνη είμαστε ο καθένας, μα όλοι κομμάτια της ίδιας Θεάς. Από σκοτάδι και φως τυφλωτικό είμαστε φτιαγμένοι, και μόνο οι Ούνα-Μας βλέπουν τη σκόνη μες στο 88


αίμα μας, το αστέρι μες στα μάτια μας, και τη μοίρα μας. Βλέπουν εκεί που το Φως της Θεάς τυφλώνει με τη χρυσή του λάμψη, βλέπουν εκεί που το σκοτάδι είναι πιο μαύρο απ’ την κοιλιά του Δαρκούλ. Και έτσι ορίζουν οι Ούνα-Μας: Τα μωρά κορίτσια που γεννήθηκαν νύχτα στην πρώτη πανσέληνο της άνοιξης θα τα πάρετε από τις μάνες τους αμέσως για να τα μεγαλώσουν οι Ούνα-Μας. Τα μωρά, αγόρια και κορίτσια, που γεννήθηκαν επτά μέρες μετά από κάθε πανσέληνο, θα τα μαρκάρετε με τον κύκλο τον κούφιο πίσω απ’ το αυτί, γιατί αυτά είναι καλότυχα και θα φέρουν δόξα και τιμή στη Φυλή. Θα τα πείτε επτάστερα. Τα μωρά αγόρια που γεννήθηκαν εννιά μέρες μετά την πανσέληνο θα τα μαρκάρετε με το Δ το κούφιο πίσω από το αυτί, γιατί αυτά είναι κακότυχα, εννιάστερα. Ακούστε την τελευταία εντολή: Αν έχουν γεννηθεί την ένατη νύχτα, μετά την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης, εννιά μέρες μετά τη γιορτή της Θεάς, θα τα μαρκάρετε με γεμάτο σημάδι, γιατί είναι τρισχειρότερη και αβάσταχτη η μοίρα τους. Αυτά τα αληθινά εννιάστερα θα φέρουν σκοτάδι και αίμα στη Φυλή. Μαύρο Ο για τους καλότυχους επτάστερους και κόκκινο Δ για τους κακότυχους εννιάστερους. Αυτά να τα προσέχετε και να τα ακολουθείτε σε κάθε γενιά, γιατί τα αστέρια είναι τα σπλάχνα της Θεάς και ποτέ δεν μαρτυράνε ψέματα.

Έτσι ορίζουν οι Ούνα-Μας, οι Φωνές του Ουρανού. Όταν τέλειωσε την απαγγελία του, ο Ρέγκεν με κοίταξε με άδειο βλέμμα και σφιγμένα χείλη. Με πρόλαβε πριν 89


αρχίσω να ρωτάω. Για να μου δώσει μια σταγόνα θάρρος; Για να με ξεφορτωθεί; «Τα σημάδια λένε ότι γεννήθηκες με μαύρη μοίρα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είσαι καταδικασμένος, Ντα-Ρεν. Μόνο η Σαχ-Ούνα ξέρει τι θα πει να φέρεις δόξα στη Φυλή. Τι θα πει να φέρεις σκοτάδι. Ή αίμα. Η Σαχ-Ούνα σε έβαλε εδώ. Μερικές φορές οι λέξεις έχουν ανάποδο νόημα. Μερικές φορές χρειάζονται κι αυτά. Το σκοτάδι, το αίμα». «Τι θα πει...» πήγα να ρωτήσω, αλλά ο Ρέγκεν είπε μια τελευταία φράση και βγήκε από τη σκηνή. «Μη χαθείς μες στο δικό σου σκοτάδι. Πολέμα το. Αν ήσουν ήδη νεκρός... θα ήσουν ήδη νεκρός...» Αν είχε πει αλήθεια ή ήθελε απλώς να με ξεφορτωθεί, θα το μάθαινα σύντομα. Ετοιμάστηκα ολομόναχος νικητής, κακότυχος, βγάζοντας τα ρούχα μου για άλλη μια μέρα στην αλάνα. Φορούσα μόνο το πανί γύρω απ’ τη μέση και το σημάδι μου μόνο. Φορούσα περισσότερα απ’ όσα ήθελα. Ο Ρούμπα μού έπιασε τον σβέρκο με τη χερούκλα του. Αυτός είχε μια σταγόνα θάρρος να μου δώσει. «Τα αστέρια μάς μαρκάρουν όλους, Ντα-Ρεν. Με το ένα ή το άλλο σημάδι. Μα η Θεά μάς αφήνει να ζήσουμε. Ό,τι σημάδι και να έχουμε. Μας αφήνει να δείξουμε αν αξίζαμε το σημάδι». Με λυπόταν. «Μας αφήνει να ζήσουμε για να γελάσει μαζί μας», συμπλήρωσε ο Κέκο με βαρύ και βροντερό γέλιο. «Μην τον ακούς, Ντα-Ρεν. Γι’ αυτό γεννηθήκαμε, γι’ αυτό ζούμε. Για να πολεμάμε, ακόμα κι αν τα αστέρια μάς έχουν ξεγράψει. Όταν κάνουμε αυτό που θα θαμπώσει και τα αστέρια, μόνο τότε η Ενάκα μάς παίρνει κοντά της». Με αυτά τα λόγια ο Ρούμπα με παράτησε ξανά στην αλάνα. 90


Αμέτρητες ήταν οι λαμπερές φωτιές ψηλά στον νυχτουρανό. Τα παιδιά που είχαν βρεθεί στις σκηνές των ηττημένων ήταν ήδη στις θέσεις τους, περιμένοντας μόνο εμένα. Πήρα κι εγώ τη δική μου θέση, αυτή τη φορά στήθηκα όρθιος δίπλα στην Έλμπια. Ο Κέκο την έστειλε μακριά μου πριν προλάβω να της δώσω το κρέας που είχα κρύψει μες στην παλάμη μου. Καθώς απομακρυνόταν από κοντά μου, αέρας βορινός ανέμισε τα μαλλιά της και για πρώτη φορά πρόσεξα τον μαύρο κύκλο των καλότυχων επτάστερων μαρκαρισμένο πίσω απ’ το αυτί της. Σαν να μου ψιθύριζε πάλι: «Τύχη, κράτησα και για σένα». Πήρα δύναμη αρκετή να μείνω όρθιος για ολόκληρο τον Κλήρο.

91


IX

ΟΥΤΕ ΠΥΡΑ ΓΙΑ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

Χειμώνας 13ος. Κλήρος. Νύχτα 8η.

Όχι στον Βορρά ξανά. Λευκοφορεμένα στέκουν εκεί τα φαντάσματα με τα χείλη μαβιά. Δεν θα λυπηθούν κανέναν. Μόνο θα μας πάρουν αγκαλιά, θα μας τυλίξουν σαν φίδια μοχθηρά. Πριν ξημερώσει. Θάνατος χωρίς κραυγή.

Ήταν η όγδοη νύχτα. Η τρέλα της ίδιας δοκιμασίας κάθε χάραμα είχε περάσει κάτω από το γυμνό μας δέρμα και είχε φτάσει βαθιά πίσω από το στομάχι μας. Ο Ρέγκεν εκείνη τη νύχτα έλεγε την ιστορία των φαντασμάτων του μακρινού Βορρά, πιο αργά, σαν να ήξερε ότι θα ήταν καλύτερα να μείνουμε, όσο το δυνατόν περισσότερο, δίπλα στη ζέστη. Και εμείς και αυτός. Ήταν ένας διαφορετικός Ρέγκεν εκείνο το βράδυ – ο τρίτος που είχε έρθει μέσα σε οκτώ μέρες, ολόιδιος με τους δύο προηγούμενους μα και διαφορετικός. 92


Βορειοδυτικός παγωμένος άνεμος είχε κατέβει πάνω απ’ τις βουνοκορφές που σηκώνονταν πέρα από το Απέραντο Δάσος. Πέρα από εκεί απλώνονταν τόποι φοβεροί, αυτός της Δύσης, που ήταν το τελευταίο σύνορο της Φυλής μου, κι αυτός του Βορρά, που ήταν μυθικός κόσμος με δράκοντες παγιδευμένους μέσα σε γκρίζους πάγους. Είχα μείνει όρθιος για άλλη μια φορά και θα τρεφόμουν πάλι νικητής με Ιστορία μετά το κρέας. Ο θρύλος που επέλεξε εκείνο το βράδυ ο Ρέγκεν ήταν για την αρχαία πορεία της Φυλής μας στον Βορρά. Θα έπεφτε βαρύς πάνω μας το βράδυ κι ακόμα χειρότερος στο ξημέρωμα. Ο Θρύλος

της

Πορείας

του

Κχουν-Ναν

στον

Βορρά

Η Πέμπτη Εποχή του Κόσμου: I Στη μέση του καλοκαιριού ο Δαρκούλ, ο πανάρχαιος Δαίμονας, έστειλε επάνω μας το μαύρο αστέρι με τη σταχτιά ουρά. Βρόντηξε στη γη κι έσβησε τον Ήλιο. Τότε ξεκίνησε η Τέταρτη Εποχή, αυτή του Αφανισμού στις στέπες της Ανατολής. Μόνο τρεις φορές χίλιοι και ακόμα λιγότεροι επέζησαν από τη Φυλή όλη, κι αυτοί καμπουριασμένοι σκελετοί από την πείνα. Γυρνούσαν στη ζητιανιά, μα έλεος κανένας αλλόφυλος δεν έδειξε στους ανθρώπους μας. Τότε υψώθηκε ο Πρώτος πολεμιστής Αρχηγός της Φυλής, ο Κχουν-Ναν. Και με αυτόν ξεκίνησε η Πέμπτη Εποχή του κόσμου, αυτή των Αρχηγών. Είχε δίπλα του την Πρώτη Ούνα-Μα, αυτήν που πρώτη είχε το όνομα, την τυφλή απομοναχοκόρη του όταν έχασε τα άλλα πέντε παιδιά του στον Αφανισμό. Η Ενάκα χάρισε την όραση της μοίρας στην Τυφλή και αυτή παρακίνησε τον πατέρα της να οδηγήσει τη Φυλή μας στον Βορρά. 93


Με αίμα και σίδερο έπεισε ο Κχουν-Ναν τους ανθρώπους της Φυλής να τον ακολουθήσουν στον Βορρά, στη γη των Δρακοντόφιδων. Πολύ πριν. Πριν η Φυλή περάσει το τελευταίο Ανατολικό Ποτάμι, αυτό που μας έβγαλε από τη στέπα και μας έφερε εδώ στη Μεγάλη Κοιλάδα στο Σιρόλ. Τότε, πιο πριν, ξεκίνησε για τον Βορρά η Φυλή. Μόνο θάνατο προέβλεψαν στους πάγους οι εχθροί της Ούνα-Μα και του πατέρα της, του Πρώτου Αρχηγού. Μα αυτό το χώμα είναι της Θεάς και του Δαίμονα το λιβάδι, δεν είναι των ανθρώπων, είναι η αντανάκλαση του Απέραντου Ουρανού. Εκεί ψηλά ορίζει η Θεά, και στη γη καθρεφτίζεται η θέλησή της ολάκερη. «Θα πρέπει να φτάσουμε στο τέλος του Βορρά, εκεί μας περιμένει η Ενάκα», είπε η Ούνα-Μα. Και κίνησε για εκεί η Φυλή ώσπου σταμάτησε πάνω σε εμπόδιο θεόρατο. Ένας δράκοντας κρυσταλλόματος και πυρινόγλωσσος, με παγολεπίδες ντυμένος, φύλαγε τον μόνο δρόμο, το ποτάμι που δεν κυλούσε ποτέ. Όνομα δεν είχε, γιατί κανένας απ’ όσους τον αντίκρισαν και τον άκουσαν δεν είχε γυρίσει να το πει. Οι τρεις γενναίοι πολεμιστές του Κχουν-Ναν, οι πρώτοι Ρέγκεν, έσφαξαν τον δράκοντα. Πώς το κατάφεραν αυτό, είναι ένας άλλος θρύλος για άλλη νύχτα. Απ’ την κοιλιά του πήραν φωτιά να γιατρέψουν τη Φυλή από το κρύο, από την πράσινη σάρκα του πήραν κρέας να ξεγελάσουν την πείνα τους. Και πήραν και δρακοντόδοντες να τους πάνε λάφυρο θριάμβου στον Κχουν-Ναν. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για τον Βορρά και η ΟύναΜα είπε στον πατέρα της: «Πάρε τους δρακοντόδοντες και πήγαινε στη σπηλιά του λευκού σκοταδιού, στο τέλος του κόσμου». Εκεί πήγε μόνος του ο Κχουν-Ναν και βρήκε τη Θεά Ενάκα να τον περιμένει μεταμορφωμένη σε ελάφι θηλυ94


κό. Της χάρισε τους δρακοντόδοντες κι αυτή του χάρισε το όπλο της νίκης. Η Θεά τον ζέστανε με το χνότο της και του είπε: «Έλα, Πρώτε Αρχηγέ, θα σου μάθω να φτιάχνεις το διπλόκυρτο τόξο. Μ’ αυτό θα νικήσεις. Πάρε τα δυνατότερα πουρναρόδεντρα, ανακάτεψέ τα με κόλλα από τα κόκαλα των ζώων και κομμάτια απ’ τα κέρατα των ελαφιών. Αυτά τα τόξα, τα διπλόκυρτα, οι πολεμιστές σου θα τα τεντώνουν εύκολα, ακόμα κι όταν καλπάζουν, κι όχι μόνο με τα δυο τους πόδια στη γη. Με τη δύναμή τους θα ρίχνετε το βαρύ, σιδερόμυτο βέλος έως και τριακόσια πόδια στην καρδιά του εχθρού, και το ελατόμυτο, το ελαφρύ χίλια». Και γύρισε ο Κχουν-Ναν στους ανθρώπους του και τους είπε: «Τώρα θα επιτεθούμε σε Νότο και Δύση και κανένας δεν θα μας σταματήσει. Φτιάξτε μεγάλες φαρέτρες γιατί από μέσα τους θα χυθεί η εκδίκησή μας. Θα ρίχνουμε βροχή τα βέλη χωρίς να μας προλαβαίνει ο εχθρός. Με αυτά τα τόξα θα μαυρίσουμε τον ουρανό απ’ άκρη σ’ άκρη και θα αφανίσουμε τους αλλόφυλους δαίμονες». Αυτό το τόξο ήταν η εκδίκηση που είχε ορκιστεί ο Κχουν-Ναν για τον χαμό των πέντε παιδιών του. Με το τόξο της νίκης και θέλοντας να προλάβει τον θανατερό χειμώνα, ο Κχουν-Ναν στράφηκε πίσω, νότια. Το τελευταίο φεγγάρι του φθινοπώρου είχε αδειάσει. «Πάμε τώρα πίσω στη στέπα, καβαλάρηδες και πολεμιστές. Ποτέ πια ζητιάνοι δεν θα είστε και κανένας δεν θα μπορέσει να μας σταματήσει». Όμως για κάποιους ήταν ήδη αργά. Ο χειμώνας δεν συγχωρεί τους αδύναμους. Γυναίκες, γέροι, παιδιά πολλά δεν τα κατάφεραν στο ανεμοδαρμένο ταξίδι της επιστροφής, τα παγωμένα κου95


φάρια τους ακόμα μένουν εκεί άκαυτα, αφίλητα φαντάσματα, να μας ξορκίζουν να μην ξαναπάμε στον Βορρά. Ούτε πυρά για τα φαντάσματα δεν πρόλαβε να ανάψει ο Κχουν-Ναν στον Βορρά, και αυτά τον καταράστηκαν. Δεν έχει τίποτα εκεί για μας που δεν το πήραμε ήδη, εκτός από τις κατάρες τους. Γιο δεν του ξανάδωσε η Θεά, κι ας πλάγιασε με όσες σιδεροπόδαρες γυναίκες είχαν ξεμείνει. Αυτή ήταν η τιμωρία του. Οι νέες γυναίκες της Φυλής μας είχαν σχεδόν αφανιστεί όλες πια. Ένα παιδί και δύο γυναίκες είχαν ξεμείνει για κάθε δέκα άντρες. Δηλητηριασμένες απ’ τον μαύρο ουρανό που ξερνούσε φωτιά όταν βρόντηξε το μαύρο αστέρι, σταμάτησαν να γεννάνε. Κάρβουνα και ψόφια κοράκια μόνο μεγάλωναν μες στις κοιλιές τους. Έτσι έφτασαν με τόξα οπλισμένοι δυνατοί, μα ελάχιστοι και άκληροι, οι πολεμιστές του Κχουν-Ναν στις όχθες του πρώτου, του ανατολικότερου ποταμού. Τότε η Ούνα-Μα είπε: «Βλέπεις αυτά τα κοπάδια των λύκων πέρα από το ποτάμι, πατέρα; Δεν υπάρχουν σερνικοί λύκοι εκεί, γιατί σε ξεγελάνε τα μάτια σου, οι λύκαινες αυτές είναι οι κόρες της Ενάκα. Βάλε τους άντρες να πλαγιάσουν με αυτές και νέος σπόρος, δυνατός και ατρόμητος, θα φυτρώσει στη Φυλή μας». Αυτό έκανε ο Κχουν-Ναν περνώντας το πρώτο μεγάλο ποτάμι. Λύκαινες και πρόγονοί μας ζευγάρωσαν στο φως της Σελήνης και αγόρια λυκόψυχα γέμισε η Φυλή μας. Πριν κλείσει τα κατάμαυρα, άψυχα μάτια της η Πρώτη Ούνα-Μα, να πάει στη Μητέρα της, είπε στους ανθρώπους μας: «Κανένας να μην αναρωτηθεί για τις λύκαινες μάνες 96


σας. Ούτε το φεγγαρόφωτο θα λάμπει γύρω απ’ τις κόρες των ματιών σας, ούτε πυκνή γκρίζα τρίχα θα έχει η πλάτη σας. Από τις μάνες λύκαινες πήρατε την ψυχή, όχι τη μορφή. Αυτό να πιστέψετε». Αυτός είναι ο θρύλος της Πρώτης Ούνα-Μα και των Λυκαινών που μας γέννησαν, ο θρύλος του Πρώτου Αρχηγού του Κχουν-Ναν που βρήκε το νικηφόρο τόξο στον Βορρά».

Έτσι θρυλούν οι Ούνα-Μας, οι Φωνές του Ουρανού. Αυτή την ιστορία τέλειωσε ο Ρέγκεν, ενώ έψαχνα τρόπο να κουλουριαστώ κοντύτερα στη φωτιά. Η νύχτα ήταν ήσυχη, γαλήνια. Ο άνεμος της τραγουδούσε με χείλη μαβιά. Τα σκυλιά έξω είχαν ησυχάσει απ’ τον πάγο που είχε πέσει. Από τη σκηνή των Ορφανών ακόμα, είχα ακούσει πολλές φορές, τα τελευταία φεγγάρια, ότι ο χειμώνας που θα μας έβρισκε θα ήταν βαρύς. Οι μέλισσες είχαν φτιάξει ψηλότερα από κάθε φορά τις φωλιές τους στα δέντρα, και οι φλούδες των μήλων ήταν χοντρές σαν γουρουνοδέρματα εκείνο το προηγούμενο φθινόπωρο. Ακόμα και τα πουλιά είχαν φύγει νωρίτερα για τον νότο. Ξημέρωσε η όγδοη μέρα και τα φαντάσματα μας βρήκαν, γλίστρησαν βουβά μες στον βοριά και κάρφωσαν τις παγοβελόνες τους στον σβέρκο μας.

97


X

ΜΕ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΝΑ ΣΤΟΛΙΖΕΙ ΤΟ ΛΕΥΚΟ

Χειμώνας 13ος. Κλήρος. Μέρα 8η.

«Μαύρη κατάρα. Χιόνι» ήταν η πρώτη φράση που βγήκε από κάθε δωδεκαχείμωνο στόμα την όγδοη μέρα. Η τύχη μας είχε στερέψει, το χιόνι ήρθε ύπουλο και με το τρελό στροβίλισμα του θανάτου. Οι νιφάδες πέταγαν προς τα πάνω γύρω απ’ τα κεφάλια μας μες στο παγωμένο αγέρι, δεν έπεφταν βαριές προς τα κάτω. Ο Ρέγκεν ήξερε ποια ιστορία είχε διαλέξει και γιατί, όταν μας είχε μιλήσει λίγο πριν για τα παγωμένα φαντάσματα. Μπορεί να στεκόμασταν συνέχεια όρθιοι στη βροχή τις προηγούμενες μέρες, μα θα αντέχαμε μόνο λίγες στιγμές μέσα στον λευκό αργό θάνατο πριν χάσουμε δάχτυλα και αισθήσεις για πάντα. Πίστεψα ότι αυτή τη φορά θα μας αφήσουν ντυμένους, αλλά οι Οδηγοί μάς υποχρέωσαν πάλι να βγάλουμε ακόμα και τις μπότες μας. «Θέλουν να μας σκοτώσουν όλους», ψιθύρισε ο Ράτε δίπλα μου λίγο πριν πέσει ηττημένος πρώτος πρώτος. Δεν άντεχε καθόλου το κρύο. Δεν άντεχε τον Κλήρο, παρότι ήξερε τα πάντα γι’ αυτόν. Ίσως επειδή ακριβώς ήξερε τα πάντα. Ο Ρέγκεν βροντοφώναξε μετά από λίγο: 98


«Όποιος λαγόψυχος δεν αντέχει το κρύο να γονατίσει τώρα και να πάει στη σκηνή των ηττημένων νηστικός». «Ο Κχουν-Ναν σε βλέπει και ο Ράτε ο κρυουλιάρης σε αποζητά!» άκουσα τον Μπάκο να κοροϊδεύει δίπλα μου. Τα ξυπόλυτα δάχτυλά μου είχαν μελανιάσει μες στο χιόνι. Πολλοί γονάτισαν στα λόγια του Ρέγκεν και όσο περνούσαν οι στιγμές, τους ακολουθούσαν κι άλλοι. Όταν είχαμε μείνει μόνο οκτώ, ο θολομάτης Οδηγός πλησίασε και πέταξε μπρος μας τέσσερα καινούρια ζευγάρια μπότες, με δεμένα τα τσόχινα πάνω τους, απ’ αυτές που φορούσαν οι μεγάλοι πολεμιστές. Οκτώ παιδιά, τέσσερα ζευγάρια μπότες. Κάποιοι, αντί για μπότες, θα μάζευαν αίμα και τα δόντια τους, καθώς το χιόνι κοκκίνιζε μπροστά μας. Είχαμε παίξει το παιχνίδι της μίας λέξης με τα παιδιά την προηγούμενη νύχτα. Ο καθένας έπρεπε να κάνει μια ευχή και η ευχή έπρεπε να είναι μία λέξη μόνο. «Κρέας», είπε κάποιος. «Τοξότης», ο Μάτσα. Ο Μάλαν δεν είπε τίποτα. «Μάνα», είπε η Έλμπια. «Νίκη», ο Μπάκο. Η δική μου ευχή δεν χωρούσε σε μία λέξη. Μόνο η κατάρα που κουβαλούσα χωρούσε. Μα μες στο χιόνι της αλάνας είχα πια την ευχή της μίας λέξης: «Μπότες». Δεν έκανα οτιδήποτε ηρωικό για να βοηθήσω την Έλμπια. Πριν προλάβω, ο Μπάκο την είχε σωριάσει κάτω με μια γροθιά και η Ντανάκα είχε βάλει βαθιά τα δόντια της στο μπράτσο μου. Η Ντανάκα ακόμα πίστευε, όπως και την πρώτη νύχτα, ότι θα ήμουν ο ευκολότερος αντίπαλος, το κρέας για τα σκυλιά. Της χτύπησα επανειλημμένα το κεφάλι στο λευκό στρώμα μέχρι που έχασε κάθε αίσθηση. Θα ζούσε. Θα έχανε ένα δάχτυλο απ’ το πόδι της στο χιόνι, αυτό το έλεγε με μεγάλη περηφάνια όταν μεγάλωσε κι έγινε Τοξότρια. 99


«Έχασα ένα δάχτυλο στον Κλήρο παλεύοντας με τον Μάλαν και τον Ντα-Ρεν», έλεγε. Ήταν η καλύτερη ιστορία της, με αυτή θα πρωτοσυναντούσε τη Θεά στο τέλος της. Μου είπαν πολλές ιστορίες για το πόσα παιδιά λιποθύμησαν όταν ο Οδηγός ξεκόλλησε απότομα το μαυρισμένο μικρό δάχτυλο του ποδιού της Ντανάκα στη σκηνή των ηττημένων. «Δύο παιδιά λιποθύμησαν». «Τρία». «Όλοι εκτός από μένα», όλοι είχαν να πουν μια διαφορετική ιστορία. Μείναμε τέσσερις που μπορούσαν να περπατήσουν, ένας για κάθε ζευγάρι μπότες, όταν έσυραν τους υπόλοιπους έξω γρήγορα για να μην πεθάνουν απ’ το κρύο. Ακίνητοι, αμίλητοι, όρθιοι, με πόδια ζεσταμένα, κοιτούσαμε πού και πού προς το παχύ γκρίζο καζάνι του Απέραντου Ουρανού που ξέβραζε πάνω απ’ το κεφάλι μας λευκά ξερατά απ’ την κοιλιά των δράκων του Βορρά. Εκεί που οι πρόγονοί μας δεν τόλμησαν να ξαναπάνε ποτέ. Δεν μας άφησαν να παγώσουμε ως το απόγευμα. Ήταν νωρίς το πρωί ακόμα, ήμασταν ελάχιστο χρόνο έξω, κι ο Ρέγκεν πλησίασε πάλι και πέταξε τρία μεγάλα κομμάτια κρέας, μεγαλύτερα από ποτέ, μπροστά μας. Η δοκιμασία της ημέρας είχε τελειώσει. Πολύ γρήγορα. Σχεδόν. Παρά ένα κομμάτι. Κοιταχτήκαμε για λίγο. Όλο μου το σώμα έσφιξε, έτοιμο να επιτεθεί και να αμυνθεί βλέποντας τους άλλους τρεις. Ο Ουράκ είχε χτυπήσει άσχημα τον Μπάκο, δεν ήθελα να κυλιστώ μαζί του. Και ο Μάλαν ήταν εξίσου δυνατός με μένα, μπορεί να νόμιζε ότι είναι και δυνατότερος. Ο Μάτσα ήταν σίγουρα πιο αδύναμος αλλά ήταν γρήγορος. Ο ένας μας δεν θα έτρωγε πάντως. Αρχίσαμε να χτυπιόμαστε σαν ζώα, εγώ με τον Μάλαν, ο Ουράκ κυνηγούσε γύρω γύρω τον Μάτσα. Είχαμε χώσει γροθιές και καρφώσει νύχια και δόντια πάνω μας, όταν ο Μάλαν μού ψιθύρισε κάτι, ενώ προσπαθούσα να τον κρατήσω μακριά, να μη με δαγκώσει. 100


«Έλα, να τελειώνουμε. Αν δεν είναι ο Μάτσα, θα είσαι εσύ». Ήταν απλό. «Άδικο» θα έλεγα τώρα πια, που γνωρίζω τη λέξη αυτή, αλλά απλό. Και οι τρεις πέσαμε πάνω στον Μάτσα και μετά από λίγες κλοτσιές, που φροντίσαμε να είναι μακριά από το κεφάλι, σύρθηκε ανήμπορος στα πόδια μας. Οι άλλοι τρεις δαγκώναμε ήδη το έπαθλο της ημέρας. Ήταν η πρώτη φορά που οι προσταγές του Μάλαν θα γίνονταν μια αλήθεια σκληρή και αναπόφευκτη. Έτρεξα στη σκηνή των νικητών και άρχισα να τρίβω ασταμάτητα τα δάχτυλά μου κοντά στη φωτιά. Δάγκωσα το κομμάτι μου. Το ένα μάτι του Μάτσα είχε βουλώσει τελείως, το άλλο κοιτούσε το κρέας. Το χέρι μου έκανε να του δώσει. Του άξιζε. Το χέρι του πήγε να το βουτήξει όλο. Τον κλότσησα. Αν του άξιζε, θα το είχε κερδίσει μόνος του. Η δοκιμασία τέλειωσε νωρίς και η μέρα ήταν μεγάλη, δεν περνούσε εύκολα μες στη σκηνή. Εκεί μας είχαν παρατήσει να βγάλουμε όλη τη μέρα οι τέσσερίς μας. Η μόνη ασχολία μου ήταν ν’ αποφεύγω το ένα μάτι του Μάτσα, αυτό που δεν ήταν κλεισμένο, που με κοιτούσε σαν ξεδοντιασμένο, λιμασμένο λυκόπουλο. Ο Ουράκ κι ο Μάλαν άρχισαν να καβγαδίζουν έπειτα από λίγο χωρίς να ξέρουν το γιατί. Οι Οδηγοί μάς λυπήθηκαν και μας ξανάβγαλαν έξω, κάτω από τον ανοιχτό ουρανό, ζεσταμένους και ντυμένους, να κουβαλήσουμε ξύλα. Τα σημάδια πάνω στο χιόνι, που είχε κοπάσει για λίγο, κόκκινες και καφετιές γραμμές, έδειχναν τον δρόμο που είχαν πάρει οι ηττημένοι όταν τους έσυραν στις σκηνές τους. Παίξαμε και οι τέσσερις, ακόμα κι ο Μάτσα, με την ψυχή μας. Κυλιστήκαμε στο χιόνι και κάναμε λεπιδομαχίες με τα ξύλα. Σε κάποια στιγμή. ενώ μονομαχούσαμε 101


με τον Μάλαν, είδα κάτι να ξεχωρίζει εκεί μες στην ομίχλη, πάνω στα ψηλά δεμάτια με τα άχυρα. Έμεινα κόκαλο. Το ξύλο μου δεν σηκώθηκε να αποκρούσει τον Μάλαν. Εκεί ήταν όρθιοι. Τους είδα για μια ανάσα μόνο και έπειτα το ξύλο του Μάλαν έσκασε στο κεφάλι μου. Με συνέφεραν λίγο μετά. «Τι έπαθες;» με ρώτησε ο Μάλαν. Ο Ουράκ χοροπηδούσε γύρω μας σαν παγιδευμένο αγριογούρουνο. «Πάμε να φύγουμε, νυχτώνει», μονολογούσε. «Τι έπαθες, Ντα-Ρεν;» ξαναρώτησε ο Μάλαν. «Τους είδα, εκεί πάνω στα δεμάτια. Δύο λυκάνθρωποι όρθιοι στα δύο πόδια. Κεφάλια και σώμα λύκου. Και ουρές. Μαύροι. Τους είδα». «Και πού είναι τώρα;» «Τους είδα, Μάλαν, μόνο για μια στιγμή, αλλά είχαν ουρές. Λύκοι όρθιοι. Όχι άνθρωποι». «Λύκοι είτε άνθρωποι, δεν φάνηκε ούτε ακούστηκε κανείς. Σε χτύπησε το ξύλο βαριά». Ο Ουράκ έτρεμε αμίλητος. Τους είχε δει κι αυτός. Μέτρησα τα δάχτυλά μου από την πρώτη μισοφέγγαρη νύχτα που μας είχαν φέρει εδώ. Είχαν περάσει οκτώ νύχτες. Σε λίγο θα ξεπρόβαλε πανσέληνος, αν την άφηνε ο Ουρανός. Σηκώθηκα από το χιόνι αφήνοντας κι εγώ λίγες κόκκινες πιτσιλιές από το χτύπημα του Μάλαν πάνω του. Με το κόκκινο να στολίζει το λευκό, ήρθε η ένατη νύχτα, αυτή της πανσελήνου. Ό,τι είχαμε περάσει εκείνη τη μέρα δεν ήταν παρά ένα αθώο, παιδικό παιχνίδι στο χιόνι μπρος σ’ αυτά που επακολούθησαν. 102


ΧΙ

ΠΟΛΥ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ

Χειμώνας 13ος. Κλήρος. Μέρα 13η.

Το χιόνι πάλεψε τις επόμενες μέρες με το χώμα για το ποιος θα βάψει την αλάνα. Τα πόδια μάς παρακαλούσαν, το χώμα μάς άκουσε και νίκησε. Τρύπες στρογγυλές, χωματένιες άρχισαν να φαίνονται και η γη άρχισε να ξεπροβάλλει πάλι. Το λευκό φάνηκε να λιώνει κι έγινε ένα πλέγμα από αχνές γραμμές, σαν να είχαν χτίσει εκεί γιγάντιες μέλισσες την κηρήθρα τους. Η βροχή που καταριόμουν την πρώτη νύχτα γύρισε σαν δώρο και ξεπάγωσε το χώμα. Οι Οδηγοί πηγαινοέρχονταν με αργά βήματα κάνοντας όσο το δυνατόν λιγότερα. Δεν ξανάγγιξαν κούπα ή καζάνι, ρούχα ή τη φωτιά, όπως τις πρώτες μέρες, όλες τις δουλειές τις κάναμε εμείς πια. Όχι εγώ. Κάθε μέρα τρεις από τους ηττημένους της προηγούμενης δεν έμπαιναν στην αλάνα αλλά αναλάμβαναν να συντηρούν το μικρό μας στρατόπεδο. Τους λέγαμε Κουβάλες. Ξυπνούσαμε πια λίγο αργά πλέον, όχι στη μέση της νύχτας. «Για μας το κάνουμε, για να κοιμόμαστε, όχι για σας», άκουσα τον Κέκο να λέει τα λόγια αυτά ανακατεμένα με βρισιές για τις μάνες μας. Κάτι είχε με τις μάνες ο Κέκο. 103


Μέχρι τη νύχτα που έμαθα ότι είμαι εννιάστερος, εγώ δεν είχα αναζητήσει ποτέ τη δικιά μου. Ο Ρέγκεν, που δεν ήταν πάντα ίδιος, θύμιζε ότι υπήρχε κόσμος έξω από το στρατόπεδο. Έφεραν και τέσσερα νέα παιδιά γύρω στη δέκατη μέρα. Ο ένας που μίλησα μου είπε ότι ταξίδευε με το κάρο δεκαέξι μέρες για να φτάσει εδώ από τότε που τον τράβηξαν από τη σκηνή. Δεν ήταν από το στρατόπεδό μας. αλλά από τα φυλάκια της Φυλής στις νότιες στέπες. Είχαμε χάσει και δύο παιδιά απ’ αυτά που δεν είχα δει ποτέ στη σκηνή των νικητών. Κάποιο πρωί δεν φάνηκαν και είδαμε μόνο ένα φορτωμένο κάρο να φεύγει από τη μια σκηνή των ηττημένων. Μας είπαν ότι πέθαναν. Τους πίστεψα, δεν ήταν παιδιά που θα μπορούσαν να το σκάσουν. Τους πίστεψα, γιατί ήταν και η Ούνα-Μα εκεί όταν μας το είπαν. Το πρωί της δέκατης τρίτης μέρας η καμένη κοπριά στη φωτιά βρομούσε λες και γέρικο άλογο είχε κατουρήσει μες στη μύτη μου, μα ήταν το ωραιότερο δώρο του Απέραντου Ουρανού. Δεν ήταν πολύ γαλάζιος εκείνες τις μέρες. Ήμουν ξανά στη σκηνή των νικητών χωρίς τον Μάλαν που είχε πέσει για δεύτερη φορά. Ήμουν ο ένας, ο μόνος που είχε πέσει μόνο μία φορά. Ο καλύτερος. Η Έλμπια ήταν μαζί μου με τους νικητές. Τα βλέμματα μαζεύονταν επάνω της όπως οι μύγες στο κρέας όλη μέρα και νύχτα. Βλέμματα των άλλων παιδιών μα ακόμα και των Ρέγκεν και των Ούνα-Μας. Εγώ δεν μάζευα τόσα βλέμματα, κι ας ήμουν ο καλύτερος του Κλήρου. Μιλούσα όλο και πιο λίγο μαζί της καθώς ήταν περιζήτητη κι όλο και κάποιος άλλος βρισκόταν δίπλα της συνέχεια. Δεν μ’ άρεσε να περιμένω σε μια ουρά σαν σκλάβος. Προτιμούσα να της μιλάω λιγότερο. «Γιατί δεν την παρατάτε; Δεν βλέπετε ότι δεν θέλει να σας μιλήσει;» ήθελα να φωνάξω. 104


Μα ήθελε να τους μιλήσει. Η Έλμπια ήταν ο ένας πυρσός που έκαιγε νύχτα μέρα στο στρατόπεδο του Κλήρου. Δεν ήταν κανένα μεγάλο στρατόπεδο. Ήταν ένα μικρό κλουβί που χωρούσε όλα τα μαρτύρια για να πεθάνουμε όλοι. Διακόσια βήματα από τον βορρά στον νότο. Διακόσια και κάτι βήματα δύση στην ανατολή. Αυτό ήταν όλο το στρατόπεδο όπου ζούσαμε κάθε μέρα πια, το είχα μετρημένο. Μία μόνο πύλη στη νοτιοανατολική άκρη απ’ όπου έρχονταν άλογα, κάρα, Ούνα-Μας, θάνατος. Η εικοστή πρώτη μέρα πλησίαζε, μα δεν είχε ξανάρθει το φάντασμά της να με προειδοποιήσει. Κάθε μέρα όλα κυλούσαν καλύτερα από την προηγούμενη. Έψαχνα και άλλες ιστορίες κι έπρεπε να είμαι στους νικητές κάθε μέρα για να τις βρίσκω. Ο Ρούμπα, ο γέρος Οδηγός, με ενθάρρυνε με τον τρόπο του. «Το βράδυ έχει Αλήθεια. Θα έρθει και πάλι ο Ρέγκεν», μου έλεγε. «Εκεί θα είμαι», απαντούσα. Δεν είχα ξαναπέσει. Ο Ρέγκεν, αντί για Ιστορία, τη δέκατη τρίτη νύχτα μάς είπε μόνο λίγες λέξεις, όμως ήταν αρκετές: «Δεν σας έχουν εδώ για να σας σκοτώσουν. Σας ταΐ­ ζουν τόσο κρέας. Όχι σαν τις άλλες σκηνές. Ο Κλήρος έχει παραπάνω από δώδεκα στρατόπεδα σαν αυτό εδώ, με άλλα παιδιά αυτόν τον χειμώνα. Αυτό εδώ είναι από τα καλύτερα. Το καλύτερο, λένε». Ήταν τα πιο όμορφα λόγια που είχα ακούσει ως τότε. Ήταν η ασφάλεια ή η περηφάνια που με πλημμύρισε; Δεν θυμάμαι. Αυτά προσπαθώ να θυμηθώ τώρα που έδυσα, μα δεν μπορώ. Όχι τα γεγονότα, γιατί αυτά έχουν χαρακωθεί ανεξίτηλα αυλάκια βαθιά μες στο μυαλό μου. Το μυαλό μου το ίδιο προσπαθώ να θυμηθώ, την πρώ105


τη σκέψη μου όταν τα έζησα. Τι ένιωσα. Ψέματα θα πω ότι θυμάμαι. Έτσι βγήκαμε έξω στην αλάνα για δέκατη τρίτη φορά. Με τη διαβεβαίω­ση του Ρέγκεν ότι δεν κινδυνεύουμε να βρούμε τον θάνατο. Ήμασταν η καλύτερη ομάδα σε όλο τον Κλήρο της Φυλής. Έτσι είπε. Και με αυτά τα λόγια του ξεκίνησε το θανατικό. Το πρώτο κορίτσι, η Ρίντο, έπεσε κάτω σχεδόν αμέσως. Δεν σηκώθηκε ούτε το επόμενο ούτε το μεθεπόμενο πρωί. Είχε σκάσει στον βήχα μέρες τώρα και το περίμενα από στιγμή σε στιγμή. Με γονάτιζε να την ακούω κάθε πρωί. Τα σγουρά μαύρα μαλλάκια της ίσιωναν όποτε έβρεχε ποτάμια, έπεφταν ίσια και της έκρυβαν τη μισή πλάτη. Όταν στέγνωναν, ξαναφούντωναν πάνω και ανεβοκατέβαιναν γλυκά σε κάθε βήξιμο. Μου πλάκωνε την ψυχή να βλέπω αυτό το γλυκό σκούρο αρνάκι να παλεύει με τους λύκους τόσες μέρες. Ήταν η πιο αδύνατη, η πιο κοντή. Ίσως και η πιο γενναία αφού είχε σταθεί δεκατρείς μέρες δίπλα μας. Δεν την ξαναείδαμε στον Κλήρο. Λίγο αργότερα, πολύ λίγο, έπεσε ο Ράτε ακριβώς δίπλα μου. «Πάλι έπεσες; Είσαι άρρωστος;» τον είχα ρωτήσει μέρες πριν. «Ξέρω τι κάνω», μου είπε. Ξεράδια ήξερε... Μου κουνούσε το δάχτυλο από την πρώτη μέρα να μου μαθαίνει πράγματα, μα είχε πέσει για τρίτη συνεχόμενη μέρα απ’ τους πρώτους. Σωριάστηκε μπρούμυτα, το πρόσωπό του δυο πιθαμές απ’ τις πατούσες μου όταν άκουσα και είδα, πρώτα άκουσα, τα γκρίζα σκυλιά, που είχα ξεχάσει για μέρες, να γαβγίζουν τρέχοντας προς το μέρος μου. Ο Ράτε πεσμένος δίπλα μου, οι μολοσσοί να έρχονται κατευθείαν επάνω μου, επάνω του. 106


Τα πόδια μου πάγωσαν, δεν έστριψα καν. Του φώναξα μόνο: «Τρέχα, Ράτε. Τώρα!» Δεν ήταν αναίσθητος· αντίθετα, άνοιξε τα μάτια, τα αυτιά του ήξεραν ήδη, έπιασε με το χέρι του το πόδι μου να σηκωθεί όταν ο ένας σκύλος τού κλείδωσε το χέρι μες στα σαγόνια και ο δεύτερος όρμησε στον λαιμό. Τα δάχτυλά του που είχαν βάλει δύναμη γύρω απ’ τη γάμπα μου γλίστρησαν μακριά της αδύναμα, αφήνοντας τη λάσπη πάνω μου. Η κραυγή του όμως ξέφυγε από το στόμα του και καρφώθηκε μες στο αυτί μου για νύχτες πολλές. Όταν τραβάνε κρέας από τα μπούτια τα σκυλόδοντα του μολοσσού, τότε μόνο αναρωτιέμαι γιατί η Θεά μάς έκανε να δείχνουμε τόσο ίδιοι με τα γουρούνια και τα πρόβατα στον θάνατο. Δεν θα ήταν πιο όμορφο αν απλά ξαναταξίδευε η αστρόσκονή μας εκεί ψηλά δίπλα της και λιώναμε, μια παγωμένη ανάσα, μια χούφτα στάχτη όλη η ύπαρξή μας; Δεν ήμασταν η αγαπημένη της Φυλή; Γιατί μας άνοιγε έτσι σαν κατσαρόλια με κρέας και κόκκινο νερό; Σαν ζώα; Οι μολοσσοί έφεραν το τέλος του φλύαρου Ράτε. Σώπασε γρήγορα και για πάντα. Εμένα με γέμισαν μακρόστενες γραμμές και πιτσιλιές σε σκουροκόκκινο χρώμα και μύριζα σαν σφαχτάρι για δύο βράδια μέχρι να με ξεπλύνει η βροχή. Όλα τα πρόσωπα και οι κώλοι έσφιξαν για το υπόλοιπο εκείνης της μέρας. Ο Ράτε χάθηκε μες στην ομίχλη εκεί που τον σύρανε. Σκυλιά και Οδηγοί. Δεν είχαν σκοτώσει κανέναν άλλο μέχρι τότε, μετά τον Μέρεκ την πρώτη νύχτα. Αν έβγαινα και πάλι νικητής, ίσως μάθαινα τι είχε συμβεί στον Ράτε. Δεν ήταν δύσκολο να νικήσω. Πολλά παιδιά έβηχαν και έπεφταν. Οι Φωνές του Ουρανού ξανάρθαν στη μέση της νύχτας 107


για να στολίσουν με τις λέξεις τους τον διπλό θάνατο της προηγούμενης μέρας. Ο Ρέγκεν μιλούσε στην Ούνα-Μα. Αυτή του ψιθύριζε κι αυτός γύριζε να μας απαγγέλλει και τις δικές της απαντήσεις. Φαινόταν σαν να κάνει διάλογο με τον εαυτό του. «Γιατί τιμώρησε η Ενάκα τον Ράτε;» ρώτησε ο Ρέγκεν. Σαν τον άνεμο να περνά ανάμεσα στα δέρματα ακούστηκαν οι ψίθυροι της Ούνα-Μα στο αυτί του κι αυτός απήγγειλε ό,τι του είπε: «Κατάρα στον πονηρό και δειλό Ράτε έριξε η Ενάκα, που όλα τα βλέπει από ψηλά. Έπεφτε κάθε πρωί πρώτος, η νυφίτσα αυτή, εδώ και μέρες πολλές, όχι από τον κάματο, αλλά για να τεμπελιάζει όλη μέρα. Κανένας δεν κοροϊδεύει και δεν δειλιάζει ποτέ στη Φυλή. Η Ενάκα βλέπει. »Στο Δάσος το πυκνό και στη θάλασσα τη βαθιά μπορούν να κρυφτούν οι Δαίμονες και οι δειλοί. Όμως κάτω από τον Ήλιο, τη Σελήνη και τ’ αστέρια όλα μην τολμήσει κανένας να την κοροϊδέψει». Ο Ρέγκεν δεν σταματούσε. «Πες μας, Ούνα-Μα. Θα πεθάνει έτσι και κανείς άλλος αν δειλιάσει ξανά;» ρώτησε ο Ρέγκεν. Και απάντησε μόνος του με τους ψιθύρους της ΟύναΜα να ξεγεννάνε μέσα από την γκρίζα κουκούλα του. «Όχι έτσι. Πολύ χειρότερα...» Παγωμένα ήταν τα πρόσωπα γύρω μου εκτός από ένα δυνατό, ξεκαρδιστικό γέλιο που πετάχτηκε από κάποιον μετά τη φράση «πολύ χειρότερα». Ήταν ο Μάλαν. «Κι αν είχε το χτικιό;» ρώτησα τον Μάλαν δίπλα μου. «Άκουσες τι είπαν;» «Κι αν...» Άδικα προσπαθούσα. Με είχε βοηθήσει ο Ράτε την πρώτη νύχτα. Μα μόνος του είχε φάει το κεφάλι του. 108


«Πολύ χειρότερα», ξανάπε ο Ρέγκεν για δεύτερη φορά, πιο δυνατά, για να μην το ξεχάσει κανείς. Ήξερα ότι υπήρχαν πολύ χειρότεροι θάνατοι στη Φυλή. Σταυρούς για τους αλλόφυλους σταυρομάγους είχα δει· παλούκωμα με λαρδί για τους λιποτάκτες και τους προδότες· γδάρσιμο γι’ αυτούς που έκλεψαν από Αρχηγό. Τα είχα ακούσει όλα αυτά, αλλά και τα είχα δει ακόμα φρικιαστικότερα γυρίζοντας το Σιρόλ τα καλοκαίρια. Η Ούνα-Μα είχε σταθεί κοντά στον πυρσό άπεπλη το βράδυ εκείνο και κοιτούσαμε μαγεμένοι το μακρόστενο κεφάλι της, τις διογκωμένες μαύρες κόρες. Ζωγραφισμένα δάκρυα μαύρα άστραφταν ακίνητα κάτω από τα τεράστια μάτια της. Μα ένα δάκρυ κρυστάλλινο έτρεξε αληθινό ανάμεσά τους. «Γιατί δακρύζεις, Φωνή του Ουρανού;» τη ρώτησε ο Ρέγκεν. «Για τη Ρίντο», αποκρίθηκε η Ούνα-Μα ανοίγοντας για πρώτη φορά το στόμα της μπροστά μας σε όλο τον Κλήρο. Τράβηξε το κόκκινο πέπλο της να κρυφτεί και μας άφησε στα όνειρά μας. Σπάνια, πολύ σπάνια, οι άνθρωποι είχαν την τύχη ν’ ακούσουν πράγματι τη Φωνή του Ουρανού. Και να λιώσουν σαν να κατάπιαν κάρβουνο καυτό. Τα επόμενα βράδια στα όνειρά μου ένιωθα ένα χέρι παιδικό να αρπάζει τη γάμπα μου και να την ταρακουνάει, κάτι δυνατό να το τραβάει μακριά μου. Τα νύχια του Ράτε να μ’ αφήνουν γρατσουνώντας με λίγο, ψόφια. Κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο. Μέχρι την εικοστή πρώτη νύχτα που τον ξέχασα τελείως. Παιδιά συνέχισαν να πέφτουν και να χάνονται τις επόμενες μέρες – όλα από τον ίδιο βήχα. Είχε πέσει χτικιό στη Φυλή. Οι Οδηγοί κυκλοφορούσαν με τα πρόσωπα καλυμμένα με κουκούλες και απ’ αυτούς μάθαμε ότι οι μαύροι 109


καπνοί που βλέπαμε στα νότια να σηκώνονται κοντά στις σκηνές των πολεμιστών ήταν ο χορός των νεκρών μας στην πυρά. Φοβερό θανατικό είχε πέσει σε όλο το Σιρόλ. «Ο Δαρκούλ ξερνάει κατάρα βρομερή πάνω μας», είπε ο Κέκο, ο Οδηγός, καθώς ζεσταινόταν πάλι μες στη δική μας σκηνή. «Κι αυτός ο Κέκο είναι ο θολομάτης υπηρέτης του», ψιθύρισα στην Έλμπια. Χαμογέλασε κι έκρυψε με την παλάμη της τα μάτια της για να μην τη δει. Κρυβόμασταν κάτω από τα τομάρια μας να μη μας βρει η ανάσα του θανάτου, του Δαρκούλ, του χτικιού, κι αυτή η ακόμα βρομερότερη που ξεφυσούσε ο Κέκο μέσα απ’ τα σάπια δόντια του. Ο φόβος της κακιάς αρρώστιας κυρίευσε τις ψυχές μας, και για λίγες μέρες ξέχασα τι μέρα είχαμε. Μέχρι που έφτασε μια νύχτα ξάστερη, μα η Σελήνη δεν φάνηκε πουθενά. Έτσι ξαναβρήκα το μέτρημα. Εγώ και η Έλμπια νικούσαμε κάθε μέρα, μιλούσαμε κάθε νύχτα. Είχα φορτώσει ζωή, νίκη και δύναμη. Ήταν μια νύχτα από τις επόμενες που γυρίζαμε στη σκηνή των νικητών, όταν είδα τον Ρούμπα, τον Κέκο και τον Ρέγκεν να μιλούν μαζί έξω από τη σκηνή. Και δύο, για πρώτη φόρα δύο, Ούνα-Μας παραδίπλα. Η εικόνα τους, όλοι μαζί να μιλούν, με ξύπνησε. «Πόσο καιρό είμαστε εδώ;» ρώτησα την Έλμπια. «Στον Κλήρο;» απάντησε ρωτώντας και κοίταξε πάνω τον ξάστερο χειμωνιάτικο ουρανό. Η Σελήνη αχνοφαινόταν σαν νύχι μικρό, κομμένο στην άκρη του ορίζοντα. Η Έλμπια την κοιτούσε για να μετρήσει τις νύχτες. Ήξερα. Σε λίγο ξημέρωνε η εικοστή πρώτη μέρα.

110


ΧΙΙ

Η ΕΙΚΟΣΤΗ ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ

Χειμώνας 13ος. Κλήρος. Μέρα 21η.

Η μυρωδιά του θανάτου γύρισε μαζί με τις κοκκινόπεπλες. Τη νύχτα μπήκαν οι δύο Ούνα-Μας στη σκηνή και μετά από λίγο με δαχτυλόδειχναν ψιθυρίζοντας με τον Ρέγκεν, καθώς εγώ καθόμουν με την Έλμπια δίπλα στη φωτιά. «Μπορώ να δω το σημάδι σου;» ρώτησα και αμέσως τα χέρια της ανασήκωσαν τα μαλλιά της να μου αποκαλύψουν τον καλότυχο μαύρο κύκλο πίσω απ’ το αυτί της. Της είπα δυνατά για να με ακούσουν οι Οδηγοί, οι Ούνα-Μας και ο Ρέγκεν: «Θα σου πω ένα μυστικό. Δεν είναι αυτός ο δωδέκατος χειμώνας μου μα ο δέκατος τρίτος. Με είχαν ξεχάσει στους Ορφανούς. Πώς ξέρουν τι μέρα γεννήθηκα, αφού δεν θυμούνται ούτε ποιο χειμώνα; Με σημάδεψαν λαθεμένα». Της μιλούσα δυνατά, μα μιλούσα προς τη μεριά των Ούνα-Μας. Οι φωνές μου έπρεπε να φτάσουν στ’ αυτιά τους, η τύχη μου να αλλάξει. «Θα γίνεις μεγάλος πολεμιστής, ό,τι σημάδι κι αν έχεις. Θα καβαλάς μαζί μου τα πολεμάλογα, Ντα-Ρεν», μου απάντησε η Έλμπια. 111


Κοιμηθήκαμε δίπλα. Ξαπλώσαμε, άνοιξα τα μάτια και είδα τα δικά της διάπλατα να με κοιτούν. Χαμογέλασα. Έπλεξα πρώτη φορά τα δάχτυλά μου στα δικά της και το σώμα μου όλο ρίγησε δίπλα στη ζεστή φωτιά. Δεν τράβηξε το χέρι της. Τα δάχτυλά μας άγγιζαν και σιγοκουνιόνταν για ανάσες αμέτρητες, κοφτές εκεί, τα μάτια μας κλειστά. Ονειρεύτηκα το Δάσος. Ξύπνησα κι έτρεμα σύγκορμος. Ντύθηκα αργά, έφαγα αργά. Ήθελα να σταματήσω τον χρόνο. Να φύγει γρήγορα η εικοστή πρώτη μέρα. Να μην ξημερώσει ποτέ. Έπρεπε να βγω έξω, μου έκανε νόημα ο Ρούμπα όταν έμεινα τελευταίος μες στη σκηνή. «Δεν έχει σημασία πότε θα φύγουμε από δω, Ντα-Ρεν. Σημασία έχει να πεις τις πιο καλές σου ιστορίες όταν συναντήσεις την Ενάκα στον Ουρανό». Έτσι με ξεπροβόδισε από τη σκηνή ο γέρος Ρούμπα εκείνη τη νύχτα, την πιο μεγάλη του χειμώνα, όπως είπε ο Ρέγκεν. Μας είχαν βγάλει έξω πριν ακόμα ξημερώσει. «Δεν φεύγουμε ζωντανοί από δω», είπα στην Έλμπια. «Τι σ’ έπιασε; Σταμάτα να ζητάς το κακό!» μου είπε κοφτά. Δεν το ζητούσα εγώ. Το θανατικό είχε έρθει κι έπαιρνε παιδιά μαζί του, μεγάλες φωτιές άναβαν κάθε βράδυ να κάψουν τα πτώματα των χτικιασμένων σε όλο το Σιρόλ. Η λάμψη τους έφτανε ως εμάς. Αν δεν ήταν οι μολοσσοί, θα ήταν το χτικιό, θα ήταν η κατάρα μου και τα εννιά αστέρια της, τα κεφάλια του Δαρκούλ, εννιά κι αυτά, τα χίλια δόντια του Δράκοντα. Κάτι. Όταν φτάσαμε στην αλάνα, κατάλαβαν πια όλοι, όχι μόνο εγώ, ότι η μέρα θα ήταν διαφορετική. Είδα την Έλ112


μπια να καταπίνει με βία το σάλιο της σαν να ήξερε κι αυτή. Η αλάνα δεν ήταν άδεια. Πολεμιστές, Τοξότες και Λεπίδες, καβάλα στα άλογά τους, ήταν εκεί, ενώ έρχονταν και άλλοι αφήνοντας σύννεφο σκόνης κάτω απ’ τις οπλές, ολόιδιο με την πρωινή ομίχλη που μπλεκόταν μαζί του. Πιο μπροστά από τους πολεμιστές, όρθιοι, ήταν πέντε Ρέγκεν και ένα σωρό Ούνα-Μας. Πάνω από δέκα, σαν μαύρο ελατοδάσος ορθώνονταν οι ρόμπες τους. Έξι θεόρατοι άντρες ήταν πεζοί γύρω από το πιο δυνατό άλογο που είχα δει και οι άντρες κρατούσαν τα μεγάλα κοντάρια της Φρουράς του ενός Αρχηγού, του Κχουν. Φορούσαν σκούρα καφετιά αρκουδοτόμαρα και είχαν κόκκινα πανιά δεμένα στα δύο μπράτσα. Ο Μπάκο δίπλα μου φώναξε προς εμάς: «Ράβδοι». Το στόμα του συνέχισε να χάσκει. Ήταν η Φρουρά του Αρχηγού, αυτοί που το πρόσωπό τους δεν κουνιόνταν ποτέ, κι αυτό σήμαινε ότι στο πιο λευκό άλογο επάνω αυτός ήταν ο Κχουν-Τάα, ο Πέμπτος Αρχηγός της Φυλής. Όλης της Φυλής. «Πάντα έρχεται την τελευταία μέρα ο Αρχηγός. Θα φύγουμε από εδώ. Σήμερα κιόλας», μου είπε η Έλμπια. Μπορούσα να κολυμπήσω στο χαμόγελό της για πάντα. Είχα μάθει να κολυμπάω, εκεί κάτω στη Μαυροφλέβα, το νότιο σύνορο, εκεί που έπλεε ακόμα το κουφάρι του Μέρεκ. Είχε δίκιο η Έλμπια. Περίπου... Εμείς τα παιδιά σταθήκαμε σε μια σειρά αλλά ντυμένοι, όχι όπως κάθε άλλη φορά. Μετά από λίγο χάραξε ο πιο αδύναμος ήλιος που είχα δει ποτέ. Σαν να ’χε χτικιάσει κι αυτός απ’ την αρρώστια και τον σκέπαζε με λευκά γιδοτόμαρα η Θεά να τον γιάνει. Αχνός, μικρός. Αν τον έκανα «φου», θα έσβηνε. Πιο μπροστά απ’ όλους, ακόμα κι από τον Αρχηγό, ξε113


πρόβαλε και πήγε να σταθεί μπροστά σ’ έναν κομμένο κορμό δέντρου η ίδια η Σαχ-Ούνα. Μαχαίρι ιερό, όχι πολεμικό, αυτό με τη μαυροκέρατη λαβή, κρατούσε και περίμενε. «Θυσία», άκουσα τη φωνή του Ράτε δίπλα μου όπως παλιά. Γύρισα απότομα να δω. Δεν ήταν κανείς εκεί. Δεν ζούσε ο Ράτε. Τον είχαν κομματιάσει τα σκυλιά πριν από μέρες. Ποιος δαίμονας είχε κλέψει τη φωνή του; Θυσία. Δίκιο είχε. Το μαυροκέρατο μαχαίρι, η ΣαχΟύνα. Όλοι οι άλλοι. Θυσία. Έναν κύκλο σχημάτιζαν όλοι αυτοί γύρω απ’ την αλάνα και στη μέση στέκονταν τα παιδιά, επτά φορές τα δάχτυλα του ενός χεριού μου, πολλά. Οι Ρέγκεν με τις ρόμπες, και οι πιο μεγάλοι πολεμιστές, αυτοί με τα λευκότερα άλογα, ήταν στη βόρεια πλευρά και μας κοιτούσαν κατάματα, οι άλλοι γύρω γύρω. Σύννεφο η σκόνη από τα πόδια των αλόγων σηκωνόταν στην αλάνα, σαν υδρατμοί από ένα τεράστιο καζάνι. Εγώ ακριβώς στη μέση του σιγόβραζα, με την Έλμπια στο πλευρό μου. Την ήθελα δίπλα μου εκείνη τη μέρα, να πάρω λίγη απ’ την επτάστερη τύχη της. Ο Κέκο δεν μας χώρισε, ευτυχώς, σαν να με λυπήθηκε κι αυτός. Τα δάχτυλά της ξανάγγιξαν τα δικά μου. «Όλοι αυτοί ήρθαν για μένα», της ψιθύρισα. Έσφιξε τα δάχτυλά μου. Στα μάτια της έλαμπε κάτι. Μπορεί να ήταν και περηφάνια για μένα. Πάντα προσπαθούμε να μαντέψουμε. Τι λένε τα μάτια, τα αστέρια, η Θεά. Δεν μαθαίνουμε. Για κάποιον ακατανόητο λόγο το σημάδι μου σήμαινε πολλά για όλη τη Φυλή. Είχα προσπαθήσει να βήξω μέρες και νύχτες τώρα, να δω αν είχα το χτικιό, αλλά δεν είχα βήχα. Ήμουν δυνατότερος ακόμα κι από την εποχή πριν από τον Κλήρο, όταν σπάνια έβλεπα κρέας. Ήταν ένα σκληρό παιχνίδι της μοίρας, αλλά θα πέθαινα δυνατότε114


ρος από ποτέ. Ήταν αργά για να το σκάσω, απλά θα γινόμουν περίγελος αν το ’βαζα στα πόδια και η Θεά έβλεπε. Θα με έριχνε στο στόμα του Δαρκούλ. Ένας Οδηγός πλησίασε τη Σαχ-Ούνα με ένα ζωντανό μαύρο κριάρι ζωσμένο πίσω απ’ τον λαιμό του, τα μπροστινά πόδια του ζώου στον δεξή του ώμο και τα πίσω πόδια στον αριστερό. Το κατέβασε, του έδεσε δύο ακόμα πιο μαύρες κορδέλες στα κέρατά του και το κράτησε στον δεντροκορμό μπρος στην Πρώτη Μάγισσα. Ξεφύσηξα τη ζωή μου όλη. Για μια άλλη ψυχή, μαύρη κι αυτή, ήταν ο δεντροκορμός και το μαχαίρι. Δεν ήμουν εγώ η θυσία. Καβαλάρηδες πέρασαν και έριξαν πάνω στον δεντροκορμό άλλος κριθάρι, άλλος γάλα. Η Σαχ-Ούνα μίλησε: «Θεά, πάρε αυτή την προσφορά από εμάς και μαζί της πάρε την αρρώστια. Μη ζητάς άλλες ζωές από τη Φυλή σου κι εμείς σού προσφέρουμε αυτή τη ζωή, την καλύτερη που έχουμε». Ύστερα πλησίασε τον δεντροκορμό όπου ο Οδηγός κρατούσε το κριάρι ξαπλωμένο επάνω. Ήταν το μόνο που ακουγόταν σαν να ’χε αντίρρηση για τη μοίρα του. Με μια σταθερή, αργή κίνηση η Σαχ-Ούνα άνοιξε τον λαιμό του ζώου. Το αίμα έβαψε το κομμένο ξύλο και τα χέρια της. Άδειασε αίμα από τον λαιμό του κριαριού σε μια κούπα. Έπειτα έσκισε το ζώο και έτεινε την καρδιά του προς τον Ουρανό, ανοιγόκλεισε βουβά τα χείλη της για λίγες ανάσες και μετά άφησε την καρδιά κάτω. Έβγαλε το συκώτι, το σήκωσε, το παρατήρησε για λίγο στο κιτρινοχτικιασμένο φως του άρρωστου ήλιου και μετά γύρισε το κεφάλι της στον Κχουν-Τάα. Έγνεψε αρνητικά. Δύο Ράβδοι έφυγαν από τις πλευρές του Αρχηγού και 115


πλησίασαν τη Σαχ-Ούνα. Αυτή έστριψε, και τα μάτια της έπεσαν επάνω μου. Οι Ράβδοι ήταν ξοπίσω της. Τι ήταν αυτή η σκοτεινιά στα μάτια της; Θλίψη; Ανάγκη; Θυσία; Θεόσταλτη προσταγή; «Έρχεται...» ψιθύρισα στην Έλμπια που είχε κολλήσει δίπλα μου, μα δεν της κράτησα το χέρι. Αυτό που με πονούσε ήταν ότι δεν θα μάθαινα ποτέ το γιατί. Τι σημασία είχε αν είχα γεννηθεί εννιά ή οκτώ μέρες μετά την πανσέληνο. Δεν ήμουν ο καλύτερος του Κλήρου; Με χέρια ματωμένα και βήμα αργό η Σαχ-Ούνα ερχόταν προς τα πάνω μου. Ούτε ένα πουλί δεν έβγαζε λαλιά, κι ας είχε χαράξει για τα καλά. Ούτε ένα χλιμίντρισμα δεν έσπαγε την παγωνιά. Μπορούσα ν’ ακούσω ακόμα και τη λάσπη να γλιστράει κάτω από τα πόδια της σε κάθε βήμα. Η Σαχ-Ούνα έφτασε ένα βήμα δίπλα μου. «Ο δαίμονας σε κοιτάζει πάντα στα μάτια...» Μου είχαν πει τον θρύλο. Η Σαχ-Ούνα σταμάτησε, βούτηξε το αιματοβαμμένο δάχτυλό της στην κούπα, το σήκωσε και ζωγράφισε αργά και ανελέητα έναν κόκκινο κύκλο. Πάνω στον μάλλινο χιτώνα. Ψηλά ανάμεσα στα στήθια. Της Έλμπια. Η Μάγισσα και οι Ράβδοι άνοιξαν προς τα πλάγια και απέναντί μας βρέθηκαν άντρες μόνο, πολεμιστές με κεφάλια κατεβασμένα. Η Έλμπια με κοίταξε με δύο αστραφτερά μάτια που ήθελαν να καταπιούν τη ζωή και τον κόσμο όλο σε μια στιγμή. «Ντα-Ρεν, τι; Εγώ...» Πρόλαβα μια ασημένια σταγόνα πάνω στο μάγουλό της. Δεν έβρεχε. 116


Αυτήν κοιτούσα. Όχι τους άντρες απέναντι. Άκουσα γλυκά σφυρίγματα να ταξιδεύουν στον αγέρα και γύρισα να δω, σαν μαγεμένο ελάφι στο δάσος, από πού έρχεται το όμορφο τραγούδι. Ήταν επτά βέλη, μα δεν τα είδα να σκίζουν τον αέρα. Τα είδα όταν και τα επτά καρφώθηκαν πάνω στο λεπτό λευκό ύφασμα που κάλυπτε τα γυμνά παιδικά στήθια της Έλμπια. Δεν πρόλαβε να πει τίποτα. Ήταν πεσμένη δίπλα μου με μάτια ορθάνοιχτα. Είχαν βρει όλα τον κόκκινο κύκλο. Και είχαν σχηματίσει άλλους επτά μικρότερους κόκκινους κύκλους. Ολόγιομους. Σαν επτά αστέρια. Τα μέτρησα; Όχι. Δεν πρόλαβα. Μα πρέπει να ήταν επτά. Όλες οι πράξεις της Θεάς και των Μαγισσών έχουν ένα νόημα. Δεν μπορεί να ήταν έξι ούτε οκτώ. Νομίζω. Δεν τα μέτρησα. Δεν πρόλαβα. Ήταν τότε που η παγωμένη γλώσσα της Ενάκα γλίστρησε μες στο αυτί μου κι έγλειψε μια αιώνια ανάμνηση στο μυαλό μου. Παιδικές φωνές τσίριξαν δυνατότερες απ’ αυτούς που ήταν κοντά της. Για την Έλμπια; Για τις ακόμα γεμάτες φαρέτρες απέναντί μας; Οι Οδηγοί έτρεξαν καταπάνω μας, κορμιά χτυπιούνταν και κάποια σωριάζονταν και μες στο πανδαιμόνιο κάποιος με πέταξε κάτω. Ένα γόνατο με χτύπησε δυνατά στο κεφάλι. Ξανασηκώθηκα, ξανάπεσα. Έβλεπα μέσα από τα πόδια τους πόδια να τρέχουν. Παιδιών, Οδηγών, Τοξοτών. Μαστίγια να σκίζουν τον αέρα. Έμεινα εκεί. Προσπάθησα μπουσουλώντας να φτάσω στο σώμα της Έλμπια που πριν από λίγο ήταν τόσο κοντά μου, αλλά το είχαν πάρει ήδη στα χέρια οι Οδηγοί. Οι φωνές και οι αλαλαγμοί συνεχίστηκαν, οι πολεμιστές απομακρύνθηκαν, κατέβασαν τα τόξα, τα παιδιά ηρέμησαν. Η Μάγισσα είχε γυρίσει ήδη την πλάτη της, δεν θα θυσίαζε 117


κανέναν άλλο. Μόνο την καλύτερη του Κλήρου. Δεν ήμουν εγώ ο καλύτερος. Το πιο αλλόκοτο πράγμα συνέβη εκείνο το πρωινό. Την ίδια στιγμή που σήμανε ότι δεν θα πέθαινα απ’ το σημάδι μου, εκείνη τη στιγμή σημαδεύτηκα με θάνατο για πάντα. Αυτά τα βέλη με μάρκαραν και πίστεψα ότι πράγματι κουβαλάω μια κατάρα πια. Σκοτάδι και αίμα θα έφερνα στη Φυλή. Χώθηκα στη σκηνή των ηττημένων απρόσκλητος και παρέμεινα εκεί κουλουριασμένος να τρέμω έως το σούρουπο. Καθαρό, ντυμένο και στολισμένο με στολή Τοξότριας έφεραν το σώμα της Έλμπια πάνω στο ξύλινο κρεβάτι της πυράς στο λυκόφως της εικοστής πρώτης μέρας. Έδωσαν σε όλους από ένα ξερό κλαδί να πετάξουμε, να γίνουμε συνένοχοι, αποδέκτες και ευεργετημένοι. Ακόμα και οι πολεμιστές ήρθαν καβάλα στα άλογα, που στους αμέτρητους χειμώνες είχαν γίνει ένα σώμα με τα πλευρά τους και τα πόδια τους, κι έκαναν το ίδιο. Πριν ρίξει εκεί τον πρώτο αναμμένο πευκοπυρσό του τέλους, η Σαχ-Ούνα σήκωσε τα χέρια στον Ουρανό και ανέκραξε τραβώντας έξω απ’ τα στήθια μου όλη τη ζωή μου: «Ενάκα, πάρε το θανατικό των φιδιών από πάνω μας όπως παίρνεις τη γενναιότερη αυτή ψυχή κοντά σου στα αστέρια». Η Έλμπια, η κόρη της Ενάκα. Έτσι την είχα πει από την πρώτη στιγμή. Ήθελε να ξαναδεί τη μητέρα της, μου είχε πει. Ο Ήλιος βασίλευε ζωηρόχρωμος, δυνατότερος και θεριεμένος, όταν τα κλαδιά μας και τα μαλλιά της Έλμπια λαμπάδιασαν. Είχε χορτάσει αίμα πια κι αυτός και πλάγιασε κατακόκκινος στη δύση του. Έπεσα στα γόνατα και τα χέρια μου κάλυψαν το πρόσωπό μου. Ολόστηθοι σπα118


σμοί μού ήρθαν, τους σταμάτησα δύο φορές όσο μπόρεσα, κλείνοντας το στόμα. Και μετά έσπασα. Έκλαιγα όχι μία ή δύο σταγόνες, έκλαιγα με οδυρμό που με τράνταζε ολόκληρο και καυτά δάκρυα που δεν μπορούσα να τα κρύψω. Έκλαιγα γονατιστός εμπρός στον Κχουν-Τάα και στη Σαχ-Ούνα και σε όποιον άλλο. Ένας άλλος Οδηγός που δεν είχα ξαναδεί, ούτε και θα ξανάβλεπα, με έσυρε όπως την πρώτη μέρα από τα μαλλιά, μακριά από την τελετή και τους πολεμιστές, και με βουρδούλιασε σαν σκυλί επτά φορές. Τις θυμάμαι ακόμα τώρα και τις επτά βουρδουλιές. Την πρώτη που νόμισα ότι με έσκισαν χιλιάδες δόντια σκύλων· τη δεύτερη κάηκα σαν να με αγκάλιασαν οι πυρόγλωσσες που άναψε η Σαχ-Ούνα· την τρίτη που θα εκλιπαρούσα από μέσα μου να είναι η τελευταία κι ας πεθάνω· την τέταρτη η σάρκα είχε ανοίξει τόσο, που ένιωσα τα λουριά και τα καρφιά πάνω στα συκώτια μου· την πέμπτη που ήταν γλυκιά γιατί με έφερε κοντύτερα στο τέλος και στην Έλμπια· την έκτη, την ατιμωτική, που με σημάδεψε αριστερά στο κούτελο και στον κρόταφο για μια ζωή· και την έβδομη – λίγο θυμάμαι την έβδομη, μα πρέπει να ήταν επτά. Τα χαραγμένα φίδια της ντροπής σβήστηκαν κάποια στιγμή, πολύ αργότερα, απ’ την πλάτη μου, αλλά τα σημάδια στο πρόσωπο δεν έφυγαν ποτέ. Μερικά σημάδια μάς ορίζουν για πάντα.

119


XIII

ΒΙΒΛΙΟ Ι: ΓΕΝΝΗΣΗ

ΜΠΑΓΚ. ΜΠΑΓΚΟΥΣΑΪ

Νήσος του Αγίου Μοναστηρίου, Καλοκαίρι 32ο κατά τον μοναχό Ευσέβιους.

«Νέε. Σταυρομάγε. Σώσε μας!» με ικέτευσε ο βάρβαρος άντρας προτάσσοντας το πιθάρι που μόλις είχε κουβαλήσει στα χίλια τριάντα οκτώ σκαλιά. Τα λευκοπερίστερα που τσιμπολογούσαν στο προαύλιο του Μοναστηριού χόρεψαν στον άνεμο σαν φοβισμένα αερικά και πέταξαν πάνω ψηλά στις πολεμίστρες. Τα κοτόπουλα ζήλεψαν, αλλά αρκέστηκαν να το βάλουν στα πόδια όσο πιο μακριά μπορούσαν. Το Καστρομοναστήρι είχε απόρθητα τείχη, πετρόχτιστα και ψηλά σαν έξι άντρες, να αψηφά τους εισβολείς. Μα κανένας δεν είχε προλάβει να οχυρώσει την κύρια πύλη εκείνη την ήσυχη μέρα όταν φάνηκε το μικρό εμπορικό πλοίο. Ο εισβολέας ήταν ήδη μέσα μας. Όταν άκουσαν τις φωνές μου, περίπου μια δωδεκάδα μοναχοί, με τα καφετιά ράσα να τους εμποδίζουν στο τρέξιμο, ήρθαν και πήραν τη θέση των περιστεριών στο προαύλιο. Ο Πρωτόγερος μπήκε μπροστά από όλους, ανοίγοντας διάπλατα και τα δυο του χέρια να τους κρατήσει όλους 120


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.