ΕΥΘΥΜΙΑ Ε. ΔΕΣΠΟΤΑΚΗ ΑΡΠΗ
ΠΝΕΥΜΑΤΑ Μια ιστορία της Πικρής Στροφής
Π Ν ΕΎΜΑΤΑ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΊΑ ΤΗΣ ΠΙΚΡΉΣ ΣΤΡΟΦΉΣ
Επισκεφθείτε το site της σειράς:
www.arpiwriters.gr
Mπείτε στο www.mamaya.gr/newsletter ή σκανάρετε και είστε ένα «κλικ» από: • Τα βιβλία μας • Την επικοινωνία με τους συγγραφείς μας • Τα δώρα μας • Τις εκδηλώσεις μας • Τα νέα για τον χώρο του βιβλίου
ΕΥΘΥΜΊΑ Ε. ΔΕΣΠΟΤΆΚΗ
ΠΝΕΎΜΑΤΑ Μια ιστορία της Πικρής Στροφής Μυθιστόρημα
Ευθυμία Ε. Δεσποτάκη Πνεύματα Μια ιστορία της Πικρής Στροφής ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ:
Ελευθέριος Κεραμίδας, Γιώργος Βορέας Μελάς ΕΙΚΑΣΤΙΚΌ ΕΞΩΦΎΛΛΟΥ: Όθων Νικολαΐδης ΣΎΝΘΕΣΗ ΕΞΩΦΎΛΛΟΥ: Αντώνης Αγγελάκης ΒΙΒΛΙΟΔΙΆΚΟΣΜΟΣ: Κ. Σπανός, Φ. Παπάς ΧΆΡΤΗΣ: Γεώργιος Παούρης ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Έρση Σωτηρίου Copyright © Ευθυμία Δεσποτάκη, 2016 Copyright © Mamaya Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε., 2016 Έτος 1ης έκδοσης: 2016 ISBN: 978-618-5224-03-5
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής αδείας του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, διανομή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση, παρουσίαση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρος του έργου.
Mamaya Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε. Κόδρου 19, 152 32 Χαλάνδρι Τηλ.: +30 210 68 96 875 Fax: +30 210 68 96 875 www.mamaya.gr e-mail: info@mamaya.gr
Facebook: www.facebook/mamayabooks Twitter: www.twitter.com/Mamayabooks Printerest: ww.pinterest.com/mamayabooks/ Instagram: instagram.com/mamaya_books/
Άρπη θα πει δρεπάνι. Για τους παλιούς Έλληνες ήταν όπλο: όταν θέριζε εχθρούς, ήταν όπλο του πολέμου. Όταν θέριζε στάχια, ήταν όπλο ενάντια στην πείνα. Όταν θέριζε παλιούς θεούς, όπως ο Ουρανός, ήταν όπλο για να ’ρθουν οι νέοι, όπως ο Κρόνος ή η Αφροδίτη. Άρπη, για μας, θα πει τομή. Τομή στην στείρα αναπαραγωγή κλασσικών και ξεπερασμένων πρωτοτύπων. Τομή στην πείνα του ελληνικού αναγνωστικού κοινού του φανταστικού για κάτι το πραγματικά δικό του. Τομή στην παλιά, τη χιλιοειπωμένη φανταστική ιστορία, για να έρθει στο φως η νέα, η φρέσκια, η βγαλμένη από την καρδιά και την ψυχή, η γραμμένη από τη δική της κοσμοθεωρία και στη δική της γλώσσα. Η συγγραφική ομάδα Άρπη, υπό την σκέπη των εκδόσεων mamaya, δρέπει τους πιο εύγεστους καρπούς της ελληνικής λογοτεχνίας του φανταστικού. Με μια τομή, με ένα όπλο. Με μια Άρπη. Συγγραφική ομάδα Άρπη
Στον μπέμπη που γεννήθηκε την Τετάρτη, 27 Απριλίου 2016 και που, όταν έρθει ο καιρός, θα ονομαστεί Θεόδωρος Επίσης στη μαμά του, στον παππού του και στη γιαγιά του
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ. .
..........................
Πρόλογος: Ο ναΐσκος των οικιακών θεών . . . . . . . . . . . . . . . . 1. Η Συνοικία των Οδυσσέων .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 2. Η Μεγάλη Αγορά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 3. Η Έπαυλη των Σπουδαίων Προσώπων. . . . . . . . . . . . . . 4. Το ψηφιδωτό με την Ευρώπη. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 5. Η Κρήνη της Νουμπίτ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 6. Η Ρα Κεντέτ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 7. Η Μυστική Καρδιά των Μικρών Ερήμων. . . . . . . . . . . . 8. Το ανείδωτο Φρούριο του Θεού. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 9. Πνεύματα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 10. Ο Ναός της Κοιλίας. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 11. Τα Διοριτικά Πεδία. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 12. Το Λουλούδι του Νότου. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 13. Η Αίθουσα των Χαρτών. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 14. Η υφάλμυρη Λίμνη Ταγγίδα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 15. Το Νερό και ο Ατμός.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
13
17
19
31
41
63
79
109 127 157 177 189 215 237 259
273 291
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α′. .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 303
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β′. .
.......................................
ΕΠΙΜΕΤΡΟ.
317
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 325
ΣΗΜΕΊΩΜΑ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΉ
Τα «Πνεύματα» δεν είναι ένα τυχαίο βιβλίο, ούτε φυσικά η Ευ-
θυμία είναι μια οποιαδήποτε συγγραφέας της σειράς. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την συναρπαστική δομή, τον σχεδιασμό των χαρακτήρων, τον όμορφο ρυθμό που εξασφαλίζει μιαν ευχάριστη ανάγνωση και τις πιασάρικες εικόνες όπου εύκολα θα συναντούσε ο κάθε αναγνώστης στο οποιοδήποτε βιβλίο έχει γραφτεί, ακολουθώντας τις πεπατημένες συνταγές-σχολές συγγραφής... Το βιβλίο αυτό έχει αυθεντικότητα και πάνω απ’ όλα ΨΥΧΗ, χωρίς φυσικά να του λείπει τίποτα από όλα αυτά που προαναφέραμε, αν και η Ευθυμία δεν σπούδασε τον «τυφλοσούρτη» σε κάποιο εργαστήρι δημιουργικής συγγραφής της Ελλάδας ή της Εσπερίας. Την πρώτη φορά που διάβασα το χειρόγραφο, κατά την διάρκεια ενός ταξιδιού μου στην Ιβηρική, το τελείωσα μέσα σε ένα βράδυ, ξεκοκαλίζοντάς το κυριολεκτικά... Έπειτα κύλησε νερό στο αυλάκι και σιγά-σιγά άρχισε να δημιουργείται η συγγραφική ομάδα «Άρπη» έχοντας ανάμεσα στα εξέχοντα μέλη της και την Ευθυμία. Μέσα από ζυμώσεις, διεργασίες, πολύ δουλειά και διαπραγματεύσεις, επιτεύχθηκε και η συνεργασία μας με τον εξαιρετικό εκδοτικό οίκο MAMAYA και κάπως έτσι φτάσαμε εδώ... Κάπως έτσι έφτασα να ξαναδιαβάζω τα «Πνεύματα» και άλλες φορές, ως επιμελητής πια, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσω πως, όσες αναγνώσεις και να ακολούθησαν, δεν γινότανε να βαρεθώ ή να πλήξω επ’ ουδενίκαι αυτό λέει κάτι. Σε μία Πικρή Στροφή των καιρών, ένας κόσμος αλλιώτι-
14
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ
κος, μα και τόσο κοντινός, ξεδιπλώνεται γλαφυρά σε μια επική περιπέτεια, σε μια ξεχασμένη ιστορία όπου δεν έχει ειπωθεί ακόμη. Τα χρώματα και η όψη ενός μωσαϊκού, που θυμίζει ελληνιστική οικουμένη, η ατμόσφαιρα της αντίθεσης ανάμεσα στην αφιλόξενη έρημο και την δροσερή όαση, γίνονται το μαγικό χαλί που επάνω του είναι υφασμένη με μαεστρία η ιστορία ενός θεού θεών και οι πράξεις κάποιων θνητών όπου νομίζουν πως ό,τι κάνουν, επηρεάζει μόνο τους ίδιους... Ένας άνθρωπος δίχως πατρίδα και εαυτό, θα ανακαλύψει πως η πατρίδα μας είναι πάντα η (μυστική;) καρδιά. Ένας ιεροφάντης θα εξαϋλωθεί υπηρετώντας, ένας βασιλιάς δίχως στέμμα θα κυνηγήσει να αποκτήσει αυτό που ποθεί, δίχως να καταλαβαίνει ότι η γεύση του καρπού αυτού, είναι σαν της άμμου... Μια σκλάβα(;) από την άλλη θα μας βάλει να αναρωτηθούμε πότε είναι τελικά κάποιος ελεύθερος και τόσοι άλλοι ακόμα εξαιρετικά αυθεντικοί χαρακτήρες θα μας δώσουνε ένα κομμάτι τους για να συμπληρωθεί η ιστορία... Από το δέλτα όπου Δεσπόζει η Δαμασινή Ιασώ, ως τις άνυδρες ερήμους της Ομφάλης, και από τα απύθμενα βάθη της Αβύσσου ως τα κελιά που σχεδιάστηκαν για να φυλακίζουν θεούς αλλόκοσμους, η Ευθυμία Δεσποτάκη μάς καλωσορίζει στον Κόσμο της... Ένα Αριστούργημα... Γιώργος Βορέας Μελάς Συγγραφέας, Ανθρωπολόγος, Ιστορικός, Μουσειολόγος, frontman των Aherusia
ΠΡΌΛΟΓΟΣ: Ο ΝΑΐΣΚΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΙΑΚΏΝ ΘΕΏΝ Έτος 1833 από Κτίσεως Κόσμου
Πόρτες και παράθυρα ήταν όλα κλειστά στο υποστατικό. Μονάχα η πύλη στην καμάρα ήταν ανοιχτή, ακατέργαστοι κορμοί φοινικιάς, δεμένοι μεταξύ τους με χαλκό, γερμένοι στο πλάι. Η αμμοθύελλα πάλευε να τους τραντάξει, αλλά δεν τα κατάφερνε, το βάρος τους ήταν ασήκωτο, ακόμα και για τις δυνάμεις της φύσης. Ο ουρανός βάραινε κι αυτός πάνω από το υποστατικό, σχεδόν αθέατος από τη σκόνη και την αντάρα. Κάπου, πάνω απ’ όλα αυτά, ίσως και να υπήρχε ένας ήλιος φτενός, σαν πεθαμένος. Κάπου αλλού, πέρα από όλα αυτά, ίσως να υπήρχε και μια πόλη αρχαία, πεισματικά ζωντανή. Στάχτη ήταν μπλεγμένη στη σκόνη που στριφογύριζε. Μύριζε παράξενα, σαν καμμένο μέλι. Έπεφτε καιρό ετούτη η στάχτη από τον ουρανό, μήνες τώρα. Είχε σκιάξει τους ανθρώπους όλου του κόσμου στην αρχή. Πια κανείς δεν της έδινε σημασία. Πια κανείς δεν αναρωτιόταν σαν τι να ’ταν τούτο το σημάδι τ’ ουρανού. Στο αίθριο του υποστατικού, καταμεσής της ξεραμένης, παραμελημένης χλόης, ο ναΐσκος των οικιακών θεών είχε τα πορτάκια του κλειστά κι ο άντρας, που γονάτιζε μπρος του, είχε το κεφάλι χαμηλωμένο και προσευχόταν. Φορούσε
18
ΕΥΘΥΜΊΑ Ε. ΔΕΣΠΟΤΆΚΗ
ένα ρούχο από ακατέργαστο μαλλί και τα ψαρά μαλλιά του ήταν μακριά ως τη μέση, έπεφταν ελεύθερα στην πλάτη του. Από τις άκρες των δαχτύλων του, κρέμονταν σταγόνες νερού. Ο άνεμος λυσσομανούσε, αλλά οι σταγόνες έμεναν εκεί, σταθερές, να κρέμονται από τ’ ακροδάχτυλα χωρίς ποτέ να πέφτουν. «Είσαι η Δροσιά της Γης», είπε κάποια στιγμή ο άντρας. «Είμαι η Δροσιά της Γης». Η δεύτερη φωνή ήταν παράξενη. Ερχόταν από τον άνεμο κι από τις στάλες του νερού στα δάχτυλα του άντρα. Ερχόταν πίσω από τα κλειστά πορτάκια του ναΐσκου και από τον αέρα που σφύριζε περνώντας ανάμεσα από τις κολώνες στο περιστύλιο του αίθριου. Ήταν υγρή φωνή, γουργουριστή, σαν νάμα και σαν πνίξιμο κι έκανε τη σκόνη να υποχωρεί, τη στάχτη να σκιάζεται. «Είσαι η Δροσιά της Γης». «Άπληστοι είναι οι θεοί. Δεν τους φτάνει να με φυλακίζουν. Δεν τους φτάνει να μου κλέβουν τη Βιβλιοθήκη μου. Γυρεύουν να τη διαβάσουν». «Είσαι η Δροσιά της Γης». «Ο σκοπός τους είναι αυτός. Ετοιμάζουν έναν άνθρωπο όπως τους χρειάζεται. Θα προκαλέσουν τη γέννησή του, θα πείσουν τους γονείς του να τον δώσουν σε δάσκαλο κατάλληλο. Θα σκοτώσουν τους γονείς του, θα τρελάνουν το δάσκαλό του. Θα τον αφήσουν να παλεύει με μόνο όπλο το μυαλό του. Θα μπορεί να διαβάζει οτιδήποτε και να ξεχωρίζει τη βούληση εκείνου που το έγραψε. Θα μπορεί να διαβάζει το σκοπό μου και να μην επηρεάζεται από αυτόν». Οι στάλες στα δάχτυλα του άντρα τρέμισαν, αλλά κατάφερε να κρατήσει τη φωνή του σταθερή. «Είσαι η Δροσιά της Γης». «Είμαι η Δροσιά της Γης. Ο σκοπός μου είναι αυτός». Κι ύστερα ο άνεμος ούρλιαξε ξανά και σκέπασε την παράξενη φωνή, τη σα νάμα και σαν πνίξιμο και σα γουργούρισμα νερού.
1. Η ΣΥΝΟΙΚΊΑ ΤΩΝ ΟΔΥΣΣΈΩΝ Αρχές ανοίξεως, έτος 1861 από Κτίσεως Κόσμου
Δεν υπήρχε πιο εύκολος τρόπος να φτιάξει κανείς τη ζωή του στη Δαμασινή την Ιασώ από το να εξασφαλίσει μια πρόσκληση για το τραπέζι της Πελείας της Δαμασινής της εκ Δαμασινής. Ήταν ένα τραπέζι στρωμένο με τα πιο άνετα ανάκλιντρα, τα πιο παχιά ψάρια, τα πιο ώριμα φρούτα και τα πιο εκλεκτά κρασιά. Ήταν γεμάτο ανθρώπους που ήξεραν να μιλάνε ωραία και να σκέφτονται σοφά και να ομορφαίνουν τον τόπο με την παρουσία τους και μόνο. Δεν ήταν τσιγκούνα, ούτε και μονόχνωτη, η όμορφη κυρά Πελεία, δεν ήταν ανάγκη να ήσουν και όμορφος και έξυπνος και καλλιεργημένος για να καθίσεις δίπλα της και να φας από το ίδιο της το χέρι χουρμάδες από τον Πρώτο Καταρράκτη και την καρδούλα ενός κατσικιού, καλοψημένη, με τα μυρωδικά της και τις σάλτσες της. Και μόνο σε ένα πεδίο να ήσουν κάτι εξαιρετικό αρκούσε, να ήσουν κάτι που να της είχε τραβήξει την προσοχή, κάτι που να έκανε εκείνη να φαίνεται πιο όμορφη, πιο πλούσια ή πιο καλλιεργημένη. Κι όταν γινόσουν δεκτός στο τραπέζι της, τότε άνοιγαν για σένα όλες οι πόρτες στη Δαμασινή Ιασώ, τη λαμπρότερη από
20
ΕΥΘΥΜΊΑ Ε. ΔΕΣΠΟΤΆΚΗ
τις πόλεις που έφεραν το όνομα του Μεγάλου Δάμα. Από την ανατολική της πύλη, εκεί όπου αριστοτέχνες του ξύλου επεξεργάζονταν τα πανάκριβα εισαγόμενα κεδρόξυλα των Πυραύνων, έως τη δυτική, που έβλεπε στην έρημο και στους τάφους των παλαιών βασιλέων. Από την ακτή, όπου πλοία με τις κοιλιές γεμάτες εμπόρευμα έρχονταν από τη Μύλητο και την Τουτίνη, έως τα παχιά χώματα που ο θεϊκός ποταμός Κουφίτης – ή Κχούφου, όπως τον έλεγαν οι ντόπιοι – πότιζε με το θολό νερό του. Από το παλάτι του βασιλιά Περιγένη του Τρίτου, του Ξανθού, όπου μια στρατιά από φοροεισπράκτορες σώριαζαν χρυσάφι στα πόδια του θησαυροφύλακα, έως τη δαιδαλώδη Συνοικία των Οδυσσέων, όπου γηγενείς Αίσωποι κι έποικοι από τη Μύλητο μοχθούσαν για τα προς το ζειν. Αν η Πελεία σε δεχόταν στο τραπέζι της μία και μόνη φορά, το επόμενο πρωί όλη η Δαμασινή γνώριζε για σένα, ποιος είσαι, πού γεννήθηκες κι από πού κατάγεσαι· τι το ιδιαίτερο, το εξαιρετικό, έχεις. Αυτή ήταν κι η μεγαλύτερη επιτυχία του Παγκράτη του Απελλάτη εκ Δαμασινής. Είχε καταφέρει να βρίσκεται στο τραπέζι της Πελείας τακτικά, τακτικότερα από κάθε άλλο εφήμερο παιχνιδάκι της. Η καλή κυρά είχε δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για τις ικανότητες του νεαρού – κι όχι μόνο τις ερωτικές του ικανότητες, όπως διέδιδαν οι κακοπροαίρετοι. Πρωτίστως, είχε δείξει ενδιαφέρον για το πόσο εύκολα εκείνος εφεύρισκε νέους τρόπους να προσθέτει περισσότερη χλιδή και πολυτέλεια στη ζωή της. Α, τι καλά θα ήταν, αν σκέφτονταν όλοι σαν την κυρά μας Πελεία! αναστέναξε σιωπηλά ο Παγκράτης, ψηλαφίζοντας για ελαττώματα τον καθρέφτη που κρατούσε. Τι καλά που θα ’ταν. Δε βρήκε ελάττωμα κανένα, ούτε περίμενε να βρει· ο καθρέφτης ανήκε στην ίδια την Πελεία κι η όμορφη κυρά δεν είχε στην κατοχή της ελαττωματικά πράγματα. Ο νεαρός άντρας βούτηξε ένα πανί στο ειδικό μείγμα που του είχε ετοιμάσει ο Θεόδωρος κι έτριψε την επιφάνεια του καθρέφτη αργά και σταθερά, από δεξιά προς τ’ αριστερά, με σίγουρες κινήσεις. Όταν τελικά ο καθρέφτης γυάλισε όσο δεν πήγαινε άλλο, βάλθηκε να καθαρίζει με άλλο πανί κι άλλο μείγμα το σκάλισμα στη λαβή. Ήταν χυτός χαλκός κι η τέχνη του χαλκουργού κατα-
ΠΝΕΎΜΑΤΑ 21
πληκτική, ανώτερη απ’ όλες τις άλλες που είχαν πέσει ως εκείνη τη στιγμή στα χέρια του. Αναπαριστούσε μια γυναίκα, ντυμένη με το σεβάσμιο ένδυμα μιας Μυλήσιας κόρης, εσθήτα, πέπλο, και σανδάλια με άνθη στους αστραγάλους. Είχε τα μαλλιά της μαζεμένα σε περίτεχνη κόμμωση και τα χέρια της ανοιχτά αριστερά και δεξιά, στο ύψος του κεφαλιού της. Το κάτοπτρο ήταν στερεωμένο στο κεφάλι και τις παλάμες της. Το μειδίαμά της, παρθενικό, αινιγματικό και ταυτόχρονα ερωτικό, απόλυτα δαμασινό, τον έκανε προς στιγμήν να χαμογελάσει. Με την άκρη του ματιού του, ο Παγκράτης είδε τον Θεόδωρο στο διπλανό δωμάτιο να πετάει κάτω έναν μισοσκισμένο πάπυρο. Δεν πρόσεχε τα πράγματά του· πολλές φορές, ο νεαρός ίσα κατάφερνε να περισώσει ένα πολύτιμο φύλλο γραφικής ύλης, πριν ο γέροντας, οργισμένος από την ανικανότητά του να λύσει κάποιο πρόβλημα, το πετάξει στη φωτιά. Οι πάπυροι ήταν ακριβοί, ο Θεόδωρος χαλούσε πολλούς και δυστυχώς ούτε η συναναστροφή με την Πελεία δεν εξασφάλιζε απεριόριστους πόρους. Ο ήλιος είχε μεσουρανήσει κι έμπαινε από κάθε χαραμάδα του ξύλινου παραθυρόφυλλου απαιτητικός. Ο νεαρός άντρας άφησε τον καθρέφτη τυλιγμένο σε ένα μαλακό και καθαρό πανί, και σηκώθηκε. Έπλυνε τα χέρια του στον κουβά, και πέρασε τα δάχτυλά του στα μαλλιά του. Είχε μαύρα σγουρά μαλλιά κομμένα κοντά, σαν σε πένθος, αμυγδαλωτά σκούρα μάτια και τετράγωνο πρόσωπο. Το πηγούνι με το λακκάκι έδειχνε την απελλάτικη καταγωγή του. Κούρευε συχνά το γένι του, δεν το άφηνε να φουντώνει, γιατί τότε όλη η γοητεία που του χάριζε αυτό το λακκάκι στο πηγούνι χανόταν. Αλλά δεν ήθελε κιόλας να ξυρίζεται εντελώς, όπως ήταν το συνήθειο των γηγενών Αισώπων. Ήθελε να φαίνεται ότι δεν ήταν Δαμασινός. Αλλά και να μη φαίνεται ότι δεν ήταν Δαμασινός. Ξεροτεντώθηκε να ξεπιαστεί. Δούλευε από το ξημέρωμα κι είχε φτάσει μεσημέρι. Πλήρωνε τις φαεινές του ιδέες, είχε πείσει την Πελεία πως είναι ένδειξη χλιδής να δίνει έξω τους καθρέφτες της για γυάλισμα. Κοντά σ’ αυτή, κι άλλες πλούσιες κυράδες παπαγάλισαν το χούι της. Η μισή νότια συνοικία τού είχε φορτώσει – με το αζημίωτο, φυσικά – τους καθρέφτες της. Αλλά δεν το μετάνιωνε, δουλειά θα πει λεφτά και λεφτά
22
ΕΥΘΥΜΊΑ Ε. ΔΕΣΠΟΤΆΚΗ
θα πει φαΐ. Ώρα για φαΐ. Αλλά και ώρα για καινούργιες ιδέες. Μπήκε αργά και προσεκτικά στο δωμάτιο όπου ο Θεόδωρος εργαζόταν από το προηγούμενο βράδυ. Ο γέροντας ήταν σχεδόν στα όριά του. Το καραφλό του κεφάλι γυάλιζε από τον ιδρώτα. Τα λίγα μαλλιά που το στόλιζαν, σαν γκρίζα ταινία από αυτί σε αυτί, ήταν λιπαρά και λασπωμένα. Το πρόσωπό του, με τη χοντρή μύτη και το σχεδόν αδιόρατο λακκάκι στο πηγούνι, ήταν γεμάτο μουτζούρες από μελάνι διαφόρων χρωμάτων. Φορούσε ακόμη το νυχτερινό του ένδυμα, μια χειμωνιάτικη περισκελίδα που άφηνε τη μεγάλη και πλαδαρή κοιλιά του να κρέμεται ανάμεσα στα πόδια του. Κάπου πάνω στον πάγκο είχε χαθεί ένα λεπτό σκουφί, σχεδόν διαφανές, που το φορούσε τα βράδια· να μην κρυώνει το κεφάλι του, λέει. Πάνω από το σκουφί τεμπέλιαζαν γνώμονες και στοίβες από πάπυρους με σχέδια και πέντε ή έξι νήματα της στάθμης με το σπάγκο τους μπερδεμένο σε αξεδιάλυτους κόμπους και καμπόσα μεταλλικά και ξύλινα αντικείμενα που ο Παγκράτης δεν έκανε τον κόπο να αναγνωρίσει. «Εραστή Θεόδωρε;» έκανε σιγανά. Ο γέροντας δε φάνηκε να τον ακούει. Μουτζούρωσε ακόμη έναν πάπυρο και τον πέταξε πίσω του, τόσο θυμωμένος, που δεν καταδέχτηκε καν να τον τσαλακώσει. Το πολύτιμο υλικό θρόισε ταλαιπωρημένο, διαγράφοντας μια κομψή ελικοειδή τροχιά, πριν ο Παγκράτης το πιάσει στον αέρα. Το τύλιξε προσεκτικά, κάνοντας ταυτόχρονα μια ακόμη προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή του άλλου. «Εραστή Θεόδωρε; Πεινάω». Η λέξη τίναξε το κεφάλι του Θεόδωρου σα χτύπημα μαστιγίου. Πετάχτηκε ορθός και γύρισε απότομα προς το μέρος του Παγκράτη. Το βλέμμα του ήταν ένοχο, όπως κάθε φορά που διαδραματιζόταν παρόμοια σκηνή. «Με συγχωρείς, Ερώμενέ μου. Είχα μια πολύ όμορφη ιδέα τη νύχτα και ξεχάστηκα. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο εκνευρισμένος είμαι. Προσπάθησα να την αναπαράγω, αλλά τίποτε, υπάρχει ένα σημείο του σχεδίου που μου διαφεύγει…» Πόσα πράγματα έχεις δει άραγε στον ύπνο σου και τα ’χεις ξεχάσει; αναρωτήθηκε ο Παγκράτης κάπως μελαγχολι-
ΠΝΕΎΜΑΤΑ 23
κά. Το κεφάλι του γέρου ήταν μονίμως γεμάτο με εφευρέσεις, με ιδέες που είχαν ή δεν είχαν πρακτικές εφαρμογές. Τόσο γεμάτο, που θύμιζε ετοιμόγεννη γυναίκα – αν δεν έβγαζε την ιδέα στον πάπυρο, θα έσκαγε, θα πέθαινε κυριολεκτικά από τους πόνους της δημιουργίας. «Δεν πειράζει, ξέρω», απάντησε καθησυχαστικά. «Θα βγω να φέρω τίποτε από την αγορά. Θες κάτι ιδιαίτερο; Λίγη ψαρόσουπα; Κανένα γογγύλι ψητό;» Ο Θεόδωρος γύρισε και πάλι στα σχέδιά του. Είχαν πάντα προτεραιότητα στις σκέψεις του. Μετά ακολουθούσε η ευημερία του Παγκράτη κι ύστερα, πολύ ύστερα, έρχονταν οι προσωπικές ανάγκες του, όπως η τροφή κι η στέγη. «Ό,τι να ’ναι. Κανέναν δαφνία, τίποτα στραγάλια… Μου φτάνουν. Φάε εσύ». «Λες να ’χεις τελειώσει ως το βράδυ; Η κυρά μας Πελεία έστειλε μήνυμα ότι θα στρώσει το τραπέζι της απόψε τα μεσάνυχτα. Λέει ότι έχει καλέσει και ξένους από την Ομφάλη». Ο Θεόδωρος γκρίνιαξε λιγάκι, γιατί τα κοσμικά δείπνα της Πελείας του ’τρωγαν πολύτιμο χρόνο από τα σχέδιά του. Ωστόσο, σίγουρα η προοπτική να συναντήσει ανθρώπους από την πόλη που καυχιόταν ότι κάποτε διέθετε την πλουσιότερη βιβλιοθήκη του κόσμου, θα τον έκανε λιγότερο γκρινιάρη. «Καλά, καλά. Όταν χτυπήσει η τελευταία βραδινή καμπάνα, θα σηκωθώ. Όχι νωρίτερα, όμως». Όση ώρα μιλούσαν, ο Παγκράτης έριξε μια κλεφτή ματιά στους πεταμένους παπύρους. Ευτυχώς, μόνο ένας είχε σκιστεί, αλλά το μελάνι ήταν ακόμη φρέσκο. Χωρίς θόρυβο, σα γάτος που τρώει κάτι που δεν πρέπει, μάζεψε τα σκουπίδια του Θεόδωρου και βγήκε στην κάψα του μεσημεριού με πολύ καλύτερη διάθεση απ’ ό,τι περίμενε. Έστριψε δύο γωνίες με το κεφάλι χαμηλωμένο, με τα λάφυρά του να θροΐζουν απαλά στην αγκαλιά του. Προσπέρασε, χωρίς να δώσει σημασία, τις χουρμαδιές και τα φρέσκα άνθη της άνοιξης, αδιαφόρησε για τα κανάλια και τους υπόνομους που κατέληγαν σ’ αυτά, δεν ασχολήθηκε με τα φτωχόσπιτα, τις απλωμένες μπουγάδες, τα παπυροκάλαμα που ξεραίνονταν στον ήλιο, τα ζεμπίλια με την πραμμάτεια που ταξίδευαν στην πλάτη των εργατών ως την αγορά της συνοικίας.
24
ΕΥΘΥΜΊΑ Ε. ΔΕΣΠΟΤΆΚΗ
Μόνο όταν απομακρύνθηκε αρκετά από το σπίτι, τόλμησε να σταθεί και να ρίξει μια ματιά στα σχέδια των παπύρων. Ο Θεόδωρος ποτέ δε θα υποψιαζόταν αυτές τις κλοπές ιδέων, αλλά ο Παγκράτης δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να διακινδυνέψει να τον πιάσει ο γέροντας με τους παπύρους στα χέρια. Το σκισμένο ήταν ακατάληπτο, το δίπλωσε και το φύλαξε, να το ξαναδώσει στον Θεόδωρο. Από τα υπόλοιπα, το ένα ήταν ένα παράξενο πράγμα που έμοιαζε με πολιορκητικό κριό, αλλά το μπροστινό του μέρος ήταν κούφιο και το πίσω χωμένο σε ένα άλλο πράγμα, τετράγωνο, μάλλον κουτί. Δεν έμοιαζε με κάτι που ο ίδιος ο Παγκράτης θα μπορούσε να το εκμεταλλευτεί, κανείς στη Δαμασινή δεν αγόραζε σχέδια πολιορκητικών μηχανών. Οπότε, η πώληση του ίδιου του παπύρου ήταν η μόνη λύση. Ο Υβρείας – γνωστός σε όλη τη συνοικία ως ο άνθρωπος που όλα τα αγοράζει και όλα τα πουλάει – θα έδινε λίγα χάλκινα δαμασινά, ίσως λιγότερα από το συνηθισμένο, μιας κι έπρεπε να περιμένει να ξεραθεί το μελάνι κι ύστερα να κάνει και τον κόπο να ξύσει την επιφάνεια του παπύρου για να μπορεί αυτός να ξαναχρησιμοποιηθεί. Όμως το σχέδιο ήταν αόριστα ενδιαφέρον. Ένας κούφιος κορμός δέντρου, φορτωμένος με διάφορες βαλβίδες, ένα κουτί στο κάτω μέρος του, μάλλον μεταλλικό… Αποφάσισε να φυλάξει τον πάπυρο, ως να στεγνώσει εντελώς. Έτσι, θα είχε καιρό να μελετήσει λίγο καλύτερα το σχέδιο και να βγάλει τα συμπεράσματά του. Αν τελικά δεν ήταν τίποτε σπουδαίο, τότε θα έξυνε μόνος του το μελάνι κι ο Υβρείας θα έδινε τη συνηθισμένη τιμή. Ο δεύτερος πάπυρος ήταν, όμως, σκέτο χρυσάφι. Τον μελέτησε για λίγη ώρα, να πιάσει τις βασικές αρχές του σχεδίου. Δεν του ήταν δύσκολο, είχε την τύχη να μπορεί να απομνημονεύει εύκολα εικόνες και σχέδια. Κράτησε στο μυαλό του τη διάταξη των αγγείων και των πήλινων ομοιωμάτων, τα βάρη που έπρεπε να τοποθετηθούν, την ποσότητα του νερού στα δοχεία. Πω-πω. Όσο πήγαινε η ώρα, τόσο περισσότερα λεφτά υπολόγιζε να βγάλει απ’ αυτό. Ξεκίνησε για την αγορά με ακόμα καλύτερη διάθεση. Τα σπίτια με τα λασπότουβλα έσφυζαν από ζωή γύρω του.
ΠΝΕΎΜΑΤΑ 25
Γυναίκες τον χαιρέτησαν επιστρέφοντας από την κρήνη με τις στάμνες τους στο κεφάλι, γεμάτες νερό για τη λάτρα. Δυο ψαράδες, αδέλφια μεταξύ τους, μετέφεραν μια μισοτρύπια παπυρένια βάρκα στο κανάλι. Είχαν τα μαλλιά τους κοντοκουρεμένα και λερωμένα με τέφρα, ένδειξη πένθους. Κάποιος ιπποπόταμος είχε ανατρέψει τη βάρκα τους χτες κι είχε σκοτώσει τον τρίτο τους αδελφό. Πάνω που ο Παγκράτης διέσχιζε τη γέφυρα του καναλιού, μια ομάδα από πιτσιρίκια τον κορόιδεψαν παιχνιδιάρικα. Έκανε ότι τα ψευτοκυνηγάει, μέχρι που τσάκωσε το μικρότερο και του ’δωσε γελώντας μια χαϊδευτική ξυλιά στα πισινά. Πιο πέρα, ένα κορίτσι βγήκε μ’ ένα κιούπι να χύσει βρομόνερα στον υπόνομο και του χαμογέλασε άδολα. Ήταν δεκατριών χρονών κι ετοιμαζόταν για το γάμο της, στην επόμενη πλημμύρα του Κουφίτη ποταμού. Της αντιγύρισε το χαμόγελο κι αγνόησε τη μάνα της που βγήκε έξω φουριόζα, να την προστατέψει από τον επίδοξο διακορευτή. Ο Παγκράτης γελούσε μ’ αυτές τις πεποιθήσεις των μανάδων στη Συνοικία των Οδυσσέων. Και μόνο το ότι ζούσαν σε ένα μέρος με τέτοιο όνομα έπρεπε να έχει αμβλύνει την αυστηρότητά τους. Ίσως έφταιγε το ότι οι περισσότεροι δεν ήξεραν καλά τη μυλήσια γλώσσα. Ήταν γηγενείς, Αίσωποι. Πώς να ξέρουν ότι οδυσσέας στα μυλήσια θα πει «ο κανείς»; Πώς να καταλάβουν ότι ήταν όλοι τους ένα τίποτα, κάτι ανάξιο προσοχής; Πώς να συνειδητοποιήσουν ότι για τους κατακτητές Μυλήσιους και τους λίγους φτωχούς εποίκους που τους ακολούθησαν, οι Αίσωποι ήταν κάτι λιγότερο ενδιαφέρον κι από σκλάβους; Με τις σκέψεις του, δεν πρόσεξε πώς έφτασε στην αγορά. Όχι στη Μεγάλη Αγορά της Δαμασινής, εκεί όπου τα μαγαζιά στήνονταν κάτω από τις δίδυμες πολυποίκιλτες στοές, αριστερά και δεξιά του αγάλματος του Μεγάλου Στρατηλάτη και της Πέτρας της Ίασης. Ετούτη ήταν η συνοικιακή αγορά, με τα φρούτα και τα λαχανικά που καλλιεργούσαν οι κάτοικοι στα χωραφάκια τους δίπλα στο ποτάμι, με τα αδρά υφαντά από τους οικιακούς αργαλειούς, με τα πλεχτά καλάθια και τα κακότεχνα χαλκώματα. Μικρές φορητές εστίες, πάνω στις οποίες σιγόβραζαν όσπρια και ψαρόσουπες, είχαν στηθεί εδώ κι εκεί. Οι μυρωδιές έκαναν το στομάχι του να γουργουρίσει δυνατά. Του
26
ΕΥΘΥΜΊΑ Ε. ΔΕΣΠΟΤΆΚΗ
μύρισε το ίδιο του το χνώτο. Έπρεπε να φάει επειγόντως, κάτι λίγο, να κρατηθεί ως τα μεσάνυχτα. «Πείνα, ε Παγκράτη;» τον πείραξε ο Μήτρας με το χαμόγελό του από το ένα αυτί ως το άλλο. «Πρόσεχε μην παραφάς και σε περάσει καμιά Γελλώ για γκαστρωμένη κι έρθει να σε φάει». «Πφ, εξυπνάδες», του αντιγύρισε ευδιάθετος, αν και όχι εντελώς χορτάτος, ο Παγκράτης. «Εσύ κοίτα ν’ αγοράσεις κανένα φυλαχτό ακόμη, γιατί βλέπω ότι αυτή η πλεξάνα με τα σκόρδα δεν κάνει δουλειά. Όταν ξεραθούν καλά-καλά, δε θα μπορέσουν να σταματήσουν τους Κέκροπες». Ο υπαίθριος μάγειρας έφτυσε στον κόρφο του τρεις φορές και μουτζούρωσε λίγο από το κολ που φορούσε στο δεξί του μάτι. Οι Κέκροπες ήταν πλάσματα της ερήμου που ορέγονταν τα γεννητικά όργανα των αντρών. Σπάνια εμφανίζονταν πια, είχαν σχεδόν εξαφανιστεί απ’ Όταν Έπεσε η Στάχτη, μαζί με τις Γελλούδες και τ’ άλλα αερικά, αλλά η απειλή ήταν σοβαρή. «Να σαπίσεις, φαρμακόγλωσσε!» έκανε με κάθε διάθεση να πάρει πίσω την κατάρα του, αν ο άλλος έδειχνε διαλλακτικό πνεύμα. «Ετούτα είναι ντόπια σκόρδα, βαφτισμένα στη χέκα. Δεν είναι τίποτα μυλήσιες μαγείες, ψευτοκατάδεσμοι και δήθεν ευλογίες. Ντόπιο πράμμα, σου λέω. Δεμένο με νερό του Κχούφου και χώμα του Περ-Άα. Το αγόρασα από τη Μελάνη, που μένει στη νότια συνοικία». Ο Παγκράτης είχε γεννηθεί στη Δαμασινή κι ήξερε πώς δούλευαν τα μυαλά των κατοίκων της, είτε αυτοί ήταν γηγενείς, είτε ήταν έποικοι. Όμως η μανία των Αίσωπων να λένε κάποια πράγματα στη γλώσσα τους, ακόμα κι όταν μιλούσαν στα μυλήσια, τον ενοχλούσε. Γιατί με μπλέκεις με τον Κχούφου σου και το Περ-Άα σου; παραπονέθηκε νοερά. Γιατί δεν μπορείς να πεις Κουφίτης και Αισωπεία, όπως όλος ο κόσμος; «Και τι, η χέκα δεν ξεθυμαίνει; Ένα σου λέω, αν ψάχνεις για φυλαχτά που δεν ξεθυμαίνουν ποτέ, ξέρω πού θα βρεις τα δυνατότερα», είπε ο Παγκράτης. «Κι εγώ ξέρω», έκανε ο άλλος στυφά. «Αλλά αφού θες τόσο πολύ να μου πεις τη γνώμη σου, εγώ δε θα σε εμποδίσω. Ναι». «Α, σίγουρα ξέρεις πού θα βρεις τα δυνατότερα φυλαχτά, σίγουρα. Γι’ αυτό, άλλωστε, είσαι μάγειρας στην άκρη-άκρη
ΠΝΕΎΜΑΤΑ 27
της αγοράς και μέσα στο τσουκάλι σου έχει μόνο κεφάλια από ψάρια. Όντως, τα φυλαχτά που έχεις είναι τα καλύτερα. Τι να μας πει κι η Μεγάρα η Παρδαλή; Σιγά, πόση τύχη και προστασία χρειάζεται η κυρά μας Πελεία…» Ο Μήτρας τσίμπησε, ως ήταν αναμενόμενο. «Ποια Μεγάρα; Η γυναίκα του Υβρεία;» «Ξέρεις εσύ καμιά άλλη Μεγάρα που να μπορεί να κάνει ξόρκια και με τη χέκα και με τη μυλήσια μαγεία;» «Αμέ. Μένει στην Ανατολική Γέφυρα, στο σταθμό των καραβανιών». «Αυτή δεν τη λένε Παρδαλή!» «Ε, λένε ότι η Μεγάρα του Υβρεία κόλλησε και την αδερφή της, πώς τη λένε, Μεγίδα, Μεγίλα, κάτι τέτοιο. Τώρα είναι κι οι δύο Παρδαλές». Ο Παγκράτης ήταν απόλυτα σίγουρος ότι ο Μήτρας ήξερε πολύ καλά πώς λεγόταν η αδερφή της Μεγάρας, αλλά προφανώς έκανε τον χαζό. Αποφάσισε να κάνει κι ο ίδιος τον χαζό, τάχα πως δεν ξέρει. «Αχ, μακάρι να βρεθεί φυλαχτό και για τη χαζομάρα σου, βρε Μήτρα. Η Μεγάρα έχει λεύκη από μωρό παιδί. Τώρα κόλλησε την αδελφή της; Προφανώς ήταν εξαρχής άρρωστη κι η άλλη, αλλά τώρα το είδαμε εμείς. Αυτή η αρρώστια είναι από γεννησιμιού. Βάλε και λίγο το μυαλό σου να δουλέψει». «Το βάζω, το βάζω». «Πολύ αμφιβάλω. Γιατί ούτε Μεγίλα, ούτε Μεγίδα τη λένε την αδερφή της Μεγάρας. Μελάνη τη λένε. Απ’ αυτή αγόρασες τα παλιοφυλαχτά σου». «Τώρα, ποιος λέει χαζομάρες; Η Μελάνη είναι Αίσωπη πάππου προς πάππου. Πώς είναι αδερφή της Μεγάρας;» «Και η Μεγάρα πώς μπορεί και φτιάχνει φυλαχτά με τη χέκα; Έχουν τον ίδιο πατέρα, Αίσωπος ήταν. Έσπειρε τη Μελάνη σε αισώπεια κοιλιά και τη Μεγάρα σε μυλήσια. Γι’ αυτό δε μιλιούνται, γιατί η μία ξεγέλασε την άλλη, όταν χώριζαν την περιουσία του πατέρα τους. Άντε. Κουφιοκέφαλε». Ο μάγειρας βιάστηκε ν’ αλλάξει θέμα συζήτησης, γιατί ετούτο είχε αρχίσει να ξεφεύγει εις βάρος του. «Ώστε η κυρα-Μεγάρα φτιάχνει φυλαχτά για την κυρα-Πίλι με το φορείο
28
ΕΥΘΥΜΊΑ Ε. ΔΕΣΠΟΤΆΚΗ
και τον ελέφαντα; Μπα, μπα, μπα. Μεγαλοπιάστηκε βλέπω κι ο Υβρείας. Να σου πω, αν αντί για φυλαχτό, μπορούσα να αγοράσω από τη Μεγάρα μια θέση στα μαγειρεία της κυράς ειδικά γι’ απόψε, θα ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος σ’ ολόκληρη τη Δαμασινή». Ήταν σειρά του Παγκράτη να τσιμπήσει. Μήπως ο Μήτρας, μ’ όλη την παρακατιανή του θέση στην αγορά, είχε μάθει πράγματα που ο ίδιος, σκυμμένος πάνω από έναν καθρέφτη από το πρωί, δεν είχε προλάβει να πληροφορηθεί; Αλλά έτσι είχαν τα πράγματα. Άλλος έμενε αποκομμένος από τον κόσμο για να γυαλίζει τους καθρέφτες της Πελείας κι άλλος μάθαινε πρώτος τα κουτσομπολιά της. «Άντε, θα πεις; Μ’ έσκασες». Ο μάγειρας πασπάλισε με τηγανητά κρεμμύδια μια μερίδα σούπα, πήρε ένα χάλκινο νόμισμα κι όταν ο άλλος πελάτης απομακρύνθηκε να κορέσει την πείνα του, έσκυψε προς τον νεαρό Απελλάτη εμπιστευτικά. «Λένε ότι έχει έρθει ένας κάποιος από τα εξωτερικά», έκανε με το υπέροχα διεφθαρμένο ύφος των Αισώπων όταν κουτσομπόλευαν. «Είναι, λέει, μικρανεψιός από αδερφό του μεγάλου βασιλιά της Νεσίλι, εκείνου που σκότωσε ο Βασιλέας Δάμας στη Μάχη των Οστών. Χτες έφτασε, αλλά η κυρα-Πίλι το έκανε πάλι το θαύμα της και κατάφερε να τον τραπεζώσει πρώτη απ’ όλες τις άλλες αφέντρες. Λένε ότι ο μυστήριος είναι κάπως μαλθακός, μέχρι παρεξηγήσεως δηλαδή. Αν θες τη γνώμη μου, ψωριάρης μού φαίνεται, μικρανεψιός του βασιλιά κι έχει μόνο δυο δούλους. Κι ο αρσενικός είναι εκατό χρονώ γέρος, σα σετζερχέμπ, μούμια που λέτε κι εσείς οι Μυλήσιοι. Κι από την άλλη, αν δεν είναι πλούσιος, πώς την αγόρασε τη θηλυκιά, που ζέχνει χέκα; Την είδαν κάτι γνωστοί μου στη Ρα Κεντέτ να ψωνίζει κρασί και μέλι, σήμερα το πρωί, πω-πω, πώς φαινότανε η μαγεία πάνω της, λέει. Αλλά η κυρα-Πίλι τον πιστεύει. Κι άμα η κυρα-Πίλι τον πιστεύει μία, εμείς τον πιστεύουμε πέντε, έτσι δεν είναι;» Χέκα. Κάθε τόπος είχε τη δική του μαγική δύναμη, κάτι που ούτε καν οι θεοί δεν μπορούσαν να το ελέγξουν. Στην Αισωπεία, την αρχαία γη του Περ-Άα, τη δύναμη του τόπου την
ΠΝΕΎΜΑΤΑ 29
έλεγαν χέκα και ήταν μαγεία του χώματος και της φθοράς. Ο Παγκράτης είχε κοροϊδέψει τα τάχα ξεθυμασμένα φυλακτά του Μήτρα, αλλά κατά βάθος ήξερε κι ο ίδιος ότι, στη Δαμασινή, τα φυλακτά της χέκα ήταν τα πιο αποτελεσματικά. Τσίμπησε το πηγούνι του με τον αντίχειρα, χωρίς να διορθώσει τον Μήτρα που τον είπε Μυλήσιο αντί γι’ Απελλάτη έτσι αβασάνιστα. Ο μυστηριώδης καλεσμένος της Πελείας δεν ήταν γενικά κι αόριστα «ένας ξένος από την Ομφάλη». Το μυαλό του Παγκράτη είχε πάρει φωτιά· ένα σωρό πράγματα θα είχε κάνει από το πρωί, αν το ήξερε νωρίτερα. Να τρέξει να σιγουρευτεί ότι ο ίδιος κι ο Θεόδωρος θα έχουν καλή θέση στο τραπέζι, να μάθει περισσότερα για τη δούλα μάγισσα, να τη δει από μακριά, να υπολογίσει τι θα μπορούσε εκείνη να χρειαστεί και να το παρουσιάσει έτσι ώστε να φαίνεται πως μόνο εκείνος μπορούσε να της το παρέχει. Όχι ότι ήταν και τόσο αργά πια για να πάρει τα μέτρα του, αλλά να, αν το ήξερε από το πρωί, θα είχε πάει και μια βόλτα από τα λουτρά να μάθει κι από ’κει τα όσα λέγονταν κι ύστερα θα πήγαινε μια γύρα στη Μεγάλη Αγορά, εκεί όπου πηγαίνουν οι πιο πλούσιοι κι εκείνοι που ήξεραν καλύτερα τα όσα γίνονταν στο παλάτι και τα περίχωρά του. Φαντάσου, για να φτάσει στ’ αυτιά του Μήτρα, πόσο σημαντικό ήταν όλο αυτό. Πόσο σημαντικός θα ήταν αυτός ο κάποιος από τα εξωτερικά. «Κι εσύ από πού τα ’μαθες αυτά;» ρώτησε με σοβαρότητα σχεδόν αταίριαστη στο χαρακτήρα του. «Μου τα σφύριξε ο Ακομπάκι στην αποβάθρα. Δεν έχει μείνει ψάρι ούτε για δείγμα στην αγορά, τα σήκωσε όλα η κυρα-Πίλι για το τραπέζι της. Ακόμα και τα μικρά ψαράκια και τα λιμά, που άλλες μέρες τα περιφρονεί, τώρα τα μάζεψε όλα. Θέλει, λέει, να κάνει στον μυστήριο ένα τραπέζι απ’ τα λίγα». Γι’ αυτό η σούπα του Μήτρα είχε μόνο κεφάλια σήμερα. Ο Παγκράτης το σκέφτηκε λίγο ακόμα κι ύστερα το πήρε απόφαση. Έβαλε δέκα χάλκινα νομίσματα στο χέρι του μάγειρα και χαμήλωσε τη φωνή του: «Άμα τελειώσει η σούπα, μη φτιάξεις άλλη. Πάρε το δρόμο και μάθε ό,τι μπορείς γι’ αυτή τη δήθεν μάγισσα. Κάτι μου λέει ότι είναι στ’ αλήθεια μάγισσα – κι άμα είναι, θα φάμε
30
ΕΥΘΥΜΊΑ Ε. ΔΕΣΠΟΤΆΚΗ
με χρυσά κουτάλια, φίλε μου Μήτρα. Πάω στην αποβάθρα να βρω τον Ακομπάκι. Έλα σπίτι μου με τη δεύτερη απογευματινή καμπάνα». Έφυγε, ξεχνώντας την πείνα που τον θέριζε μέχρι πριν λίγο. Η λιγοστή σούπα τον είχε αναζωογονήσει κι επιπλέον ήταν ώρα για δουλειά, όχι για φαΐ. Στην αποβάθρα, δίπλα σε τσούρμο πιτσιρίκια που πλατσούριζαν στα θολά νερά του καναλιού, αναζήτησε τον Ακομπάκι, αλλά ο ψαράς δεν ήταν πουθενά. Κάποιος που μπάλωνε δίχτυα τού είπε ότι μπορεί να τον έβρισκε στον Μήτρα για σούπα τέτοια ώρα της ημέρας, αλλά ο Παγκράτης αμφέβαλε γι’ αυτό. Αν ο Μήτρας ήταν μια φορά πονηρός, ο Ακομπάκι ήταν δέκα, και τελευταία είχε δοσοληψίες με παράξενες, με επικίνδυνες παρέες. Αν είχε στο μυαλό του τίποτε ύποπτο, θα έλεγε ότι πάει στο προφανές μέρος, στον Μήτρα για σούπα, αλλά τελικά θα πήγαινε κάπου που να μπορέσει να πουλήσει τις φήμες του. Και συνήθως τέτοια πράγματα γίνονταν πίσω από το πορνείο του Ερκείδωρου, εκεί όπου ανταλλάσσονταν πληροφορίες με ερωτικές υπηρεσίες. Το πορνείο ήταν αντιδιαμετρικά του καναλιού σε σχέση με τη συνοικιακή αγορά, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. Ο Παγκράτης έβαλε κάτω τα πράγματα κι αποφάσισε ότι θα έβρισκε τον ψαρά αργότερα. Μίλησε για λίγο με τον άντρα που μπάλωνε τα δίχτυα. Κι εκείνος ήξερε για το μικρανεψιό του βασιλιά της Νεσίλης που είχε έρθει στην πόλη, με τους παράξενους δούλους του. Ο νεαρός Απελλάτης αγνόησε τις παρατηρήσεις του άλλου σχετικά με το πόσο όμορφη πρέπει να ήταν η μάγισσα δούλα. «Μπα», αντέδρασε μηχανικά στις ξυπνητές ονειρώξεις του μπαλωματή, «καμιά ψαροκασέλα θα είναι». Αγνόησε και το ειρωνικό μουρμουρητό που πήρε σε απάντηση. Γύρισε στην αγορά και πήρε έναν δαφνία, το ψωμί το αρωματισμένο με δάφνη και ελαιόλαδο, κι ένα μεγάλο κρεμμύδι από μια γριά Μυλήσια, κόρη εποίκων. Της άφησε και παραγγελιά, αν δει τον Ακομπάκι, να του πει να τον βρει στο σπίτι του, τη δεύτερη ώρα του απογεύματος. Πήγε του Θεόδωρου το φαγητό, τον άφησε να στουμπίζει μηχανικά το κρεμμύδι και ξεπόρτισε πάλι, χωρίς να δώσει εξηγήσεις για τη νέα του έξοδο και χωρίς να του ζητηθούν.
32
ΕΥΘΥΜΙΑ Ε. ΔΕΣΠΟΤΑΚΗ
ΕΥΘΥΜΊΑ Ε. ΔΕΣΠΟΤΆΚΗ
ΠΝΕΥΜΑΤΑ Μια ιστορία της Πικρής Στροφής
Ογδόντα χρόνια μετά το θάνατο του Μεγάλου Στρατηλάτη Δάμα, το βασίλειο της Αισωπείας ζει ειρηνικά, αρνούμενο να εμπλακεί σε διενέξεις με τα γειτονικά του κράτη. Στους κοσμοπολίτικους δρόμους της πρωτεύουσας Δαμασινής και σε πείσμα της κακής του τύχης, ο πολυμήχανος νεαρός Παγκράτης προσπαθεί να επιβιώσει, αξιοποιώντας το μεγάλο του ταλέντο στην κατασκευή μηχανών που λειτουργούν με ατμό και τη γοητευτική του προσωπικότητα. Η δύσκολη αλλά στρωμένη του ζωή θα ανατραπεί, όταν φτάσει στην πόλη ο πρίγκιπας Τουνταλίγια και η μάγισσα σκλάβα του, που λέγεται Ζήλεια. Τι θέλουν οι ξένοι από τον Παγκράτη; Τι ρόλο παίζει η Μεγάλη Βιβλιοθήκη της Ομφάλης; Και πώς σε όλο αυτό ανακατεύονται θεοί και δαίμονες; «Σε κάθε βιβλιοθήκη θα βρίσκομαι. Σε κάθε μέρος ανάγνωσης, σε κάθε σκαλισμένη πέτρα πάνω. Σε κάθε πήλινη πινακίδα με ύμνους, θα υπάρχει η ιστορία μου γραμμένη, ο σκοπός μου. Όταν μια βιβλιοθήκη θα καταστρέφεται, θα θρηνώ. Όταν μια σκαλισμένη πέτρα θα γκρεμίζεται, θα μανιάζω. Όταν μια πήλινη πινακίδα θα ξαναζυμώνεται, θα εξοργίζομαι».
www.arpiwriters.gr www.mamaya.gr e-mail: info@mamaya.gr
ISBN 978-618-5224-03-5
ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ: 10022