Ταξιδεύοντας στο Αιγαίο…
Ένα μικρό προσφυγόπουλο μπαίνει στις σκέψεις και στα συναισθήματά μας Από το ΣΤ΄2 τμήμα του 8ου δημοτικού σχολείου Κορυδαλλού
Οι μαθητές του ΣΤ΄2 γράφουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, μπαίνοντας στο μυαλό και την ψυχή ενός συνομήλικου μ’ αυτούς παιδιού που ταξιδεύει με μια βάρκα στο Αιγαίο. Τη βάρκα του την έσπρωξε στο πέλαγος ο πόλεμος και η δυστυχία που προκαλεί. Προσφυγιά, χωρισμός από τους αγαπημένους και εγκατάλειψη της λατρεμένης πατρίδας. Γνώριμα για το λαό μας δεινά αλλά και για πολλούς άλλους συγκάτοικούς μας στη γη. Οδηγημένοι από το υπέροχο κείμενο «Αιολική Γη» του Ηλία Βενέζη, από την επαφή μας με το διωγμό ιθαγενών λαών από τα χώματα που πρωτοανάσαναν, από την αναζήτησή μας στα μονοπάτια της ενσυναίσθησης και κυρίως από τα γεγονότα που ταράσσουν όλους μας τους τελευταίους μήνες, οι μαθητές, μέσω της αυτόματης γραφής, μας παραδίδουν τα κείμενά τους. Η δασκάλα του τμήματος
Φοβάμαι πολύ που φεύγω απ’ την πατρίδα μου αλλά για μένα , όσα έχω περάσει θα παραμείνουν στο μυαλό μου για πάντα. Ελπίζω όμως στο μέλλον να είναι καλύτερα και να μην ξαναγίνει πόλεμος. Κουράστηκα με τα πήγαινε – έλα. Το μόνο που θέλω είναι εγώ και η οικογένειά μου να είμαστε ασφαλείς στη νέα μας πατρίδα και, πάνω απ’ όλα ευτυχισμένοι και χαρούμενοι. Φαίη
Νιώθω πολύ λυπημένος που αφήνω τον τόπο μου. Είμαι πάρα πολύ δυστυχισμένος που με ξεριζώσανε από το σπίτι μου. Αφήνω πίσω μου τους φίλους μου, τους παππούδες μου, τις γιαγιάδες μου, το σχολείο μου μα πάνω απ’ όλα, αυτό που με στενοχωρεί περισσότερο, είναι ότι δε θα ξαναπατήσω το πόδι μου στην πατρίδα μου. Είμαι πολύ αγχωμένος, μιας και δεν ξέρω πού θα πάμε και αν θα μας δεχτούν. Ωστόσο, είμαι αισιόδοξος για το μέλλον και ελπίζω πως θα βρούμε κάποιο μέρος να εγκατασταθούμε. Νίκος
Είμαι θλιμμένη. Τα όνειρα και οι σκέψεις μου έχουν χαθεί. Τίποτα δεν είναι το ίδιο σε μια ξένη χώρα που κανείς δε σε ξέρει και δε σε αγαπά. Μέσα στη βαθιά σκέψη μου όλα έχουν χαθεί. Ακόμη, έχουν χαθεί και πολλοί άνθρωποι . Μου έρχεται στο νου τώρα, τι θα γίνεται εκεί πέρα και σπαράζει η καρδούλα μου, κυρίως γι’ αυτά τα μικρά παιδάκια που μάλλον θα χαθούν κάποια στιγμή, όπως όλα όσα έχασα κι εγώ. Νάνσυ
Το να φεύγεις απ΄ τη χώρα σου είναι κάτι πολύ δύσκολο, που κανένας δεν μπορεί να καταλάβει παρά μόνο αυτός που το ζει. Πάει το σχολείο μου, πάνε οι φίλοι μου, πάνε τα όνειρά μου… Το μόνο που έχω είναι ένα μικρό αρκουδάκι από τη συγχωρεμένη τη μάνα μου που δεν τα κατάφερε. Τώρα εκεί που θα πάω, τι θα είμαι; Μια ξένη που θα ζει στο δρόμο χωρίς νερό, χωρίς φαγητό, χωρίς μέλλον. Σέβη
Είμαι ένα μικρό παιδί, 11 χρονών, που φεύγει από την πατρίδα του διότι γίνεται πόλεμος και πλέει στο Αιγαίο μέσα σε μια μικρή βαρκούλα. Είμαι με την οικογένειά μου. Όλοι έχουμε κάτι στην αγκαλιά μας. Κάτι συναισθηματικά σημαντικό για τον καθένα. Εγώ μάλιστα, κρατώ ένα φυλλαράκι που βρήκα κάτω φεύγοντας. Θα το φυτέψω στη χώρα που θα φτάσω, για να μου θυμίζει τα τότε υπέροχα παιδικά μου χρόνια. Είμαστε όλοι θλιμμένοι και σιωπηλοί μέσα στη βάρκα. Σκεφτόμαστε τα όνειρά μας που τα αφήσαμε πίσω. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια μας αλλά ελπίζουμε πως εκεί που θα βρεθούμε θα ξεκινήσουμε μια νέα ζωή. Μαρία Μ.
Είμαι ένα μικρό προσφυγόπουλο 11 χρόνων μέσα σε μια βάρκα που πλέει στο Αιγαίο. Μου έρχεται στο νου ότι άφησα την πατρίδα μου, τόσα πρόσωπα που αγαπούσα, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Στο μέλλον είναι αδύνατο να φανταστώ πώς θα είναι χωρίς τους συγγενείς μου και οι μέρες να περνούν σιγά σιγά σε μια άλλη, ξένη χώρα. Μαρία Κ.
Γι’ αυτό που αφήνω πίσω νιώθω μεγάλη λύπη, διότι αφήνω τη χώρα μου, το σπίτι μου και τους φίλους μου. Είμαι πολύ στενοχωρημένη! Τώρα άραγε, εκεί που θα πάω, σε μια άλλη χώρα, θα με δεχτεί κανείς; Δε θα έχω τίποτα, ούτε το σπίτι μου, ούτε τους συγγενείς μου. Μακάρι να μη γινόταν ποτέ πόλεμος! Θα ήθελα να μην έφευγα από τη χώρα μου… Ραλλία
Πλέω σε μια μικρή βάρκα. Θυμάμαι… θυμάμαι που οι γονείς μου έτρεχαν να μας σώσουν, θυμάμαι που το πρώτο πράγμα που έτρεξα να πάρω δεν ήταν τα υλικά αγαθά. Ήταν… να εκεί πάνω στο ξύλινο κομοδινάκι, τοποθετημένο μέσα στο τσίγκινο κουτάκι – ότι πιο πολύτιμο είχα – οι φωτογραφίες με την οικογένειά μου, τους φίλους μου, τους συγγενείς και, κάτω κάτω ένα ξεθωριασμένο από την πολυκαιρία, χάλκινο σταυρουδάκι. Μετά όλα έσβησαν… το έχωσα κάτω από την μπλούζα μου και έτρεχα με την ψυχή στο στόμα να προλάβω τους γονείς μου που, «δε θα σταματούσαν το χρόνο για μένα». Αυτά θυμάμαι… τώρα γυρίζω τη ματιά μου προς το μέλλον, με την ελπίδα, την ελπίδα για το καλύτερο αύριο. Με τις καλύτερες βάσεις, ξεκινάω απ’ την αρχή και πλέω, θα ήθελα να πλέω πάντα για να θυμάμαι. Δέσποινα
Είμαστε μες στο κρύο, πεινάμε. Άραγε γιατί είμαστε εδώ; Το μόνο που πρόλαβα να πάρω , ήταν λίγο ψωμί. Οι γονείς μου μου είπαν ότι είναι για το καλό μου να φύγω με άλλα πέντε προσφυγόπουλα μαζί με έναν κύριο. Άραγε οι γονείς μου θα με ξαναδούν; Ώρα με την ώρα, η στενοχώρια δυναμώνει όλο και πιο πολύ. Τι θα απογίνω χωρίς τους γονείς μου, μόνη μου; Ο κύριος που οδηγεί τη βάρκα μας είπε ότι φτάνουμε στη στεριά. Φοβάμαι ότι δε θα έχει καλό τέλος αυτή η ιστορία. Αντωνία
Γι’ αυτά που αφήνω, νιώθω μεγάλη θλίψη, γιατί εγκαταλείπω πίσω μου τη ζωή που ήξερα. Για το μέλλον νιώθω φόβο πως θα πεθάνω. Επίσης, νιώθω αισιοδοξία πως θα φτάσουμε στις ελληνικές ακτές αλλά και απαισιοδοξία πως δε θα φτάσουμε στις χώρες με καλή οικονομία, όπως η Σουηδία, που ήταν ο αρχικός μας σκοπός. Αλέξανδρος
Είμαι ένα παιδί 11 χρονών που φεύγω από την πατρίδα μου και είμαι μέσα σε μια βάρκα που πλέει στο Αιγαίο. Αφήνω πίσω μου το σπίτι μου, τους ανθρώπους που ζούσα μαζί τους. Μπορεί να φεύγω, αλλά δε θα τους ξεχάσω. Το κύριο συναίσθημά μου είναι η λύπη. Άννα – Μαρία
Αφήνω πίσω μου έναν τόπο που αν και δεν έχω ζήσει πολλά χρόνια, τον κλαίω. Είναι σκληρή η προσφυγιά. Τ’ αφήνω όλα. Μόνο το μενταγιόν που μου έδωσε η προγιαγιά μου παίρνω μαζί μου. Δεν ξέρω τι θα απογίνω. Φοβάμαι! Φοβάμαι μήπως πεθάνω. Δεν ξέρω αν θα μας δεχτούν. Ελπίζω! Ιωάννα
Είμαι ένα μικρό προσφυγόπουλο, 11 χρονών που έφυγα από την πατρίδα λόγω πολέμου. Άφησα πίσω μου ό,τι είχα και δεν είχα… άφησα το σπίτι μου, το σχολείο και τους φίλους μου. Νιώθω λύπη γιατί φεύγω από τη χώρα που έχω ζήσει και κάποια στιγμή θα μου πουν ξανά να φύγω… Αλεξάνδρα
Έχουν περάσει μέρες εδώ στη θάλασσα και δε γνωρίζω κανέναν. Άφησα πίσω μου τα πάντα. Άφησα πίσω τα παιχνίδια, τις μνήμες και τις γνωριμίες μου. Δε γνωρίζω κανέναν. Άφησα τη γη μου. Άφησα τα πράγματά μου και την ψυχή μου. Όσο και αν προσπαθώ να σκεφτώ το οτιδήποτε, δεν μπορώ. Δεν μπορώ, όσο κι αν ευελπιστώ να μη με διώξουν. Δε μπορώ να πιστέψω ότι τώρα είμαι προσφυγόπουλο και πλέω σ’ άγνωστα νερά, ενώ μπορούσα, λίγες μέρες πριν , να παίζω με τους φίλους μου. Δε νιώθω ωραία, δεν έχω τίποτα. Όλα τα άφησα πίσω. Πίσω, στην πατρίδα. Όσο και αν θέλω να με δεχτούν, ξέρω, ξέρω ότι δε θα το κάνουν γιατί κανένας δε θέλει έναν ξένο. Κωνσταντίνα
Είμαι σε μια βάρκα έχοντας χάσει όλες μου τις ελπίδες. Άφησα πίσω μου τα πάντα, άφησα και τις σκέψεις μου εκεί πέρα. Το μόνο που πήρα μαζί μου ήταν λίγα ρούχα κι ένα βιβλίο, για να θυμάμαι τη μητρική μου γλώσσα, που ποτέ δε θα ξεχάσω. Είμαι ένα παιδί όπως όλα τα’ άλλα και σκέφτομαι: γιατί σε μένα; Τι έκανα; Αυτές είναι οι σκέψεις που κυριαρχούν στο μυαλό μου. Η μόνη ελπίδα που υπάρχει είναι ότι εκεί που θα πάμε θα ‘ναι καλύτερα, όμως αυτή η σκέψη είναι «κόντρα» όλων των άλλων που βάζουν την ελπίδα μου στον ατέλειωτο πυθμένα του μυαλού… Δημήτρης