Travels in time minoan crete (greek)

Page 1

1

s


2

Μαίρη Μαυρογιαννάκη

Ταξίδια στο χρόνο Ταξίδι στη Μινωική Κρήτη

Εικονογράφηση: Ρουσσέτος Παναγιωτάκης


3

Copyright: Μαίρη Μαυρογιαννάκη Copyright εικονογράφησης: Ρουσσέτος Παναγιωτάκης

Επιμέλεια-Εικονογράφηση: Ρουσσέτος Παναγιωτάκης Φιλολογική Επιμέλεια: Μαίρη Μαυρογιαννάκη

Big Book

ISBN 978-960-9433-36-5


4

Αφιερωμένο στην Ειριάννα και τον Αλέξανδρο με όλη μου την αγάπη και την ευχή να ζήσουν αυτά που ονειρεύονται!


5

Στη µέση του αστραφτερού γιαλού ένα νησί είναι, η Κρήτη, όµορφη και πολύκαρπη και θαλασσοζωσµένη. Κατοίκους έχει αρίθµητους και πόλεις ενενήντα. Πόλη µεγάλη είναι η Κνωσός και βασιλιάς της ο Μίνωας, που κάθε εννιά χρόνια συνοµιλούσε µε το ∆ία. Όµηρος, Οδύσσεια τ 171-178.


6

Κεφάλαιο Πρώτο

0

Αλέξανδρος ξύπνησε απότοµα, χασµουρήθηκε, κι άλλαξε πλευρό. Σκέπασε το πρόσωπό του µε το λευκό σεντόνι, προσπαθώντας να ξανακοιµηθεί. O Τρίχας, ο άσπρος του αλητόγατος, που κοιµόταν στα πόδια του άρχισε να του γλύφει τα δάχτυλα. Ο Αλέξανδρος προσπάθησε να τον χαϊδέψει αλλά εκείνος γουργούρισε και του δάγκωσε το χέρι. -Τρίχα, ώρα να σηκωθούµε. Το αγόρι πετάχτηκε από το κρεβάτι και τρίβοντας τα µάτια του πήγε στο παράθυρο. Το άνοιξε και πήρε µια βαθιά ανάσα. Η θάλασσα ήταν ήρεµη και είχε ένα βαθύ γαλάζιο χρώµα. Παρότι ήταν καλοκαίρι, το απέναντι βουνό ήταν ακόµα καταπράσινο. Ένοιωθε τυχερός που από το παράθυρό του µπορούσε ν’ αγναντεύει το κρητικό πέλαγος. Ήταν η πρώτη µέρα των διακοπών του κι ένοιωθε πολύ χαρούµενος. Σκόπευε αυτό το καλοκαίρι να το περάσει παρέα µε τους αγαπηµένους του φίλους. Σιγοτραγουδώντας το «καλοκαιρινές διακοπές» κατέβηκε στην τραπεζαρία αγκαλιά µε τον Τρίχα. Η µητέρα του ήταν ήδη εκεί. Την πλησίασε και τη φίλησε τρυφερά στο µάγουλο. -Καληµέρα µαµά! -Καληµέρα, παιδί µου! Κοιµήθηκες καλά; -Μια χαρά! Ο Τρίχας πεινάει. Κόντεψε να µου φάει το δάχτυλο. Η µητέρα του είπε γελώντας: -Έλα άσπρο τερατάκι! Εδώ είναι το φαγητό σου. Ο γάτος νιαουρίζοντας πλησίασε το πιάτο του κι άρχισε να τρώει λαίµαργα. -Τι θα κάνεις σήµερα; τον ρώτησε η µητέρα του µε νόηµα. -Θα πάρω τηλέφωνο τα παιδιά να πάµε καµιά βόλτα.


7 -Μου υποσχέθηκες ότι θα καθαρίσεις τη σοφίτα. -Ωχ! Το ξέχασα εντελώς. Η µητέρα του τον κοίταξε τρυφερά και του είπε: -Το υποσχέθηκες! Κι όταν δίνουµε µια υπόσχεση πρέπει να την κρατάµε. -Εντάξει µαµά θα το κάνω, της αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος απρόθυµα. -Σ’ ευχαριστώ! του είπε εκείνη. Φεύγω. Θα επιστρέψω αργά το βράδυ, γιατί έχω πολλή δουλειά. Πρέπει να τελειώσουµε οπωσδήποτε την αναπαλαίωση του θόλου στην Αγία Αικατερίνη των Σιναϊτών. Η αδερφή του Κωσταντή σήµερα το απόγευµα δεν δουλεύει και µου είπε ότι µπορεί να σας συνοδεύσει στην παραλία. -Ευχαριστώ µαµά! Είναι ο καλύτερος τρόπος για να ξεχάσω τι µε περιµένει πάνω! -Πρόσεχε αγόρι µου! Γεια σου! -Γεια σου µαµά! Μόλις έφυγε η µητέρα του, ο Αλέξανδρος κάθισε να φάει. Αλλιώς σχεδίαζε το πρωινό του, όµως δεν µπορούσε ν’ αθετήσει το λόγο του. Αγαπούσε πολύ τη µητέρα του και δεν της χαλούσε ποτέ χατίρι. Ο πατέρας του είχε πεθάνει όταν ήταν πολύ µικρός κι εκείνη τον µεγάλωνε µόνη της. Όταν τελείωσε το πρωινό του, σηκώθηκε και µε βαριεστηµένα βήµατα ανέβηκε τη σκάλα που οδηγούσε στη σοφίτα. Είχε πολλή ζέστη εκεί µέσα γι αυτό άνοιξε το µεγάλο φεγγίτη να µπει η πρωινή δροσιά. Έξω φυσούσε και το µελτεµάκι δρόσισε αµέσως την αποπνιχτική ατµόσφαιρα της σοφίτας. Υπήρχαν δεκάδες παλιά αντικείµενα αφηµένα πάνω στο ξεθωριασµένο ξύλινο πάτωµα. Άρχισε να βηµατίζει πάνω κάτω προσπαθώντας να αποφασίσει από που να ξεκινήσει. Τελικά, προτίµησε να µαζέψει πρώτα τα πράγµατα που ήταν σκορπισµένα εδώ κι εκεί και µετά ν’ ανοίξει τα µπαούλα, παρότι αυτά του είχαν κινήσει την περιέργεια. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα κι ο ήχος του κουδουνιού της εξώπορτας τον ξάφνιασε καθώς ήταν απορροφηµένος στο ξεκαθάρισµα διαφόρων αντικειµένων, όπως παλιά παπούτσια, παιχνίδια, τετράδια και άλλα. Κατέβηκε τρέχοντας την παλιά ξύλινη σκάλα. Άκουσε οµιλίες και γέλια πίσω από την πόρτα. Ανοίγοντας είδε όλη την παρέα µπροστά του. Τον Κωσταντή, τον Νικόλα, την Ειρήνη. -Τι γυρεύετε εσείς εδώ, τόσο πρωί; ρώτησε τους φίλους του. -Ήρθαµε να σε βοηθήσουµε να καθαρίσεις τη σοφίτα, τού απάντησε γελώντας ο Κωσταντής, ένα γεροδεµένο και πολύ ψηλό για την ηλικία του αγόρι . -Πώς το µάθατε; -Η µητέρα σου µου τηλεφώνησε και µε παρακάλεσε να µαζέψω όλη την παρέα να σου δώσουµε ένα χεράκι, του αποκρίθηκε η Ειρήνη, ένα ξανθό,


8 όµορφο κορίτσι µε πανέξυπνα γαλάζια µάτια και δυο χαριτωµένα κοτσιδάκια. -Εµπρός να εκτελέσουµε τη µεγάλη αποστολή! αναφώνησε ο Νικόλας, ο σκληρός της παρέας, λιγοµίλητος ,ευκίνητος, µικροκαµωµένος. -Παιδιά ο Νικόλας µίλησε! είπε ο Κωσταντής γελώντας. -Εγώ µιλώ λίγο και σκέφτοµαι πολύ. Εσύ δε σκέφτεσαι καθόλου γιατί δεν σ’ αφήνει η φλυαρία σου. Ο Κωσταντής έδωσε µια σπρωξιά στο Νικόλα, που σκόνταψε πάνω στο πιάτο του Τρίχα. -Σταµατήστε πια να τσακώνεστε! τους έβαλε τις φωνές η Ειρήνη. Αφού ηρέµησαν τα πνεύµατα, ανέβηκαν στη σοφίτα. Ο Τρίχας ακολουθούσε το Νικόλα και του έγλυφε το παντελόνι. -Μα τι έπαθε αυτός; Δεν τον έχετε ταΐσει; ρώτησε το αγόρι τον Αλέξανδρο. -Φυσικά! Αλλά θέλει να φάει την υπόλοιπη γατοτροφή που έχει κολλήσει στο παντελόνι σου, του αποκρίθηκε γελώντας ο Αλέξανδρος. -Πω πω!!! φώναξε ο Κωσταντής. Τι χάλι είναι αυτό; -Για µένα µιλάς; τον ρώτησε θυµωµένα ο Νικόλας, έτοιµος να ξαναρχίσει τον καυγά. -Όχι, για τη σοφίτα! του απάντησε ο Κωσταντής κοροϊδευτικά. - Θα κάνουµε κανονική εξερεύνηση! Είχε δίκιο η µητέρα σου, που µε διαβεβαίωσε ότι θα διασκεδάσουµε, αναφώνησε η Ειρήνη. -Ας ξεκινήσουµε λοιπόν! τους προέτρεψε ο Νικόλας. Οι τέσσερις φίλοι άρχισαν τη δουλειά µε όρεξη. Εργάστηκαν ακούραστα, ψαχουλεύοντας το κάθε τι µε µεγάλη περιέργεια. Διασκέδαζαν πειράζοντας το φίλο τους κάθε φορά που εύρισκαν κάτι από την παιδική του ηλικία. Ο Αλέξανδρος θύµωνε κι εκείνα γελούσαν µε την ψυχή τους. Καθώς η ώρα περνούσε, η κούραση και η πείνα άρχισαν να τα καταβάλουν. -Πρέπει να σταµατήσουµε για να φάµε και να ξεκουραστούµε. Έχουµε ακόµα πολλή δουλειά οπότε αποκλείεται να τελειώσουµε σήµερα. Ας αφήσουµε τα υπόλοιπα για αύριο, πρότεινε ο Αλέξανδρος. Τότε, άκουσαν το Νικόλα, ο οποίος βρισκόταν στην απέναντι γωνία, σκυµµένος πάνω από ένα µεγάλο µπαούλο να λέει: -Μόλις άνοιξα αυτό το µπαούλο. Ας το αδειάσουµε πρώτα και µετά να πάµε για φαγητό. -Καλύτερα να σταµατήσουµε τώρα, επέµεινε ο Αλέξανδρος. Θα µείνετε να φάτε µαζί µου; -Και τι θα φάµε; ρώτησε ο Κωσταντής. -Τυρόπιτα και ντολµαδάκια. Σας αρέσουν; -Πως πως! του απάντησε ο Νικόλας µε την απογοήτευση ζωγραφισµένη στο πρόσωπό του. -Ας µη στα στερήσουµε! του είπε ο Κωσταντής. -Καλύτερα να πηγαίνουµε, πρόσθεσε η Ειρήνη.


9 -Κατάλαβα! Πίτσα θα φάτε πάλι σήµερα! τους µάλωσε ο Αλέξανδρος γελώντας. -Θα τα πούµε το απόγευµα στην παραλία, είπε ο Νικόλας. Τα παιδιά αφού χαιρέτησαν το φίλο τους, έφυγαν. Ο Αλέξανδρος ψαχούλεψε για λίγο ακόµη στη σοφίτα. Έπειτα έκανε ένα µπάνιο κι έφαγε τα καταπληκτικά ντολµαδάκια και την τυρόπιτα, που του είχε ετοιµάσει η µητέρα του. Έπειτα ξάπλωσε, αλλά δεν κατάφερε να κοιµηθεί. Αυτό που ανακάλυψε τον είχε αναστατώσει πολύ. Κατά τις 5 η ώρα σηκώθηκε και πήγε να συναντήσει τους φίλους του στην κοντινή παραλία. Τους βρήκε ξαπλωµένους στην αµµουδιά να συζητούν. Μόλις τον είδαν, του έγνεψαν να πάει κοντά τους. -Κάθισε δίπλα µου, του είπε η Ειρήνη. -Θα κάνω µια βουτιά πρώτα, της απάντησε το αγόρι. -Μην αποµακρυνθείς γιατί θα σου βάλει τις φωνές η αδερφή του Κωσταντή. -Εντάξει, της αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος και µπήκε στο νερό. Η θάλασσα ήταν ήρεµη. Πότε- πότε ένα µικρό κύµα έσκαγε πάνω στα βράχια αδύναµα. Το αγόρι κολύµπησε, απολαµβάνοντας τη καταγάλανη θάλασσα. Το µυαλό του όµως συνεχώς γύριζε σ’ εκείνο το µπαούλο. Με µεγάλες απλωτές βγήκε στην παραλία και κάθισε δίπλα στην Ειρήνη. Σκεφτικός κι αµίλητος κοίταζε το πέλαγος, παρατηρώντας ένα µεγάλο γλάρο, που έκανε βουτιά για να εξασφαλίσει το βραδινό του γεύµα. Δίσταζε να µιλήσει στους φίλους του για την ανακάλυψή του. -Τι σου συµβαίνει; τον ρώτησε η Ειρήνη, που κατάλαβε ότι κάτι τον απασχολούσε. Είχαν µεγαλώσει µαζί και τον ήξερε καλά. Ήταν κι οι δυο ορφανοί από πατέρα κι αυτό τους είχε δέσει πολύ. Ο Αλέξανδρος έριξε µια µατιά πίσω του κι αφού σιγουρεύτηκε ότι η αδερφή του Κωσταντή, που τους συνόδευε, µιλούσε αµέριµνα µε τη φίλη της ψιθύρισε: -Θέλω να σας πω κάτι… Ο Νικόλας, ο Κωνσταντής κι η Ειρήνη µαζεύτηκαν αµέσως γύρω του και περίµεναν, γεµάτοι περιέργεια ,να τους µιλήσει. -Αφ’ ότου φύγατε έµεινα για λίγο ακόµα στη σοφίτα. Είδα το ανοιχτό µπαούλο, που αφήσαµε για να το τακτοποιήσουµε αύριο κι από περιέργεια, άρχισα να το ψάχνω. -Και τι βρήκες; Κανένα θησαυρό; τον ρώτησε αστειευόµενος ο Κωσταντής. -Όχι! -Κάποιο αρχαίο κειµήλιο;


10 -Σταµάτα πια τη φλυαρία κι άφησέ τον να µιλήσει, φώναξε θυµωµένα ο Νικόλας στον Κωσταντή. -Βρήκα αυτό, είπε δείχνοντάς τους ένα πολύ παλιό ηµερολόγιο, ταλαιπωρηµένο από το χρόνο και την υγρασία. -Τι είναι αυτό; ρώτησε γεµάτος περιέργεια ο Νικόλας. -Το ηµερολόγιο του παππού µου ή για να ακριβολογώ µερικές σελίδες, που διασώθηκαν απ’ αυτό. -Για να τις φέρεις, κάτι σηµαντικό πρέπει να περιέχουν, παρατήρησε η Ειρήνη. -Δεν ξέρω ακόµα. Ακούστε τι γράφει: Ο Αλέξανδρος άνοιξε το ηµερολόγιο και άρχισε να διαβάζει: ....Άρχισα να ψάχνω μετά μανίας το παράξενο μηχάνημα που μου υποδείκνυε ο παλαιός χάρτης. Έως και σήμερον, οι προσπάθειές μου προέβησαν άκαρπες αν και έχω σπαταλήσει πολύ χρόνο και κόπο για την ανεύρεσή του και αντιμετωπίζω πολλές δυσκολίες στο μακρινό και παράξενο κόσμο όπου ευρίσκομαι… Ο Αλέξανδρος σταµάτησε την ανάγνωση. Παρέλειψε µερικές σελίδες, που αναφέρονταν στην οικογένειά του και συνέχισε. Τα τρία παιδιά τον άκουγαν αµίλητα, γεµάτα περιέργεια για το καινούργιο, το άγνωστο, την περιπέτεια. …Είναι εκ των ευτυχέστερων ημερών της επιστημονικής μου καριέρας. Επιτέλους, το βρήκα! Δεν μπορώ ακόμη να καταλάβω τι είναι. Το εξετάζω αργά και προσεκτικά για να μην του προξενήσω κάποια ζημία! Έχω μια υποψία για την χρήσιν του αλλά δεν δύναμαι ακόμη να το πιστέψω. Μοιάζει με μπαταρία αυτοκινήτου κι έχει πολλά κουμπιά των οποίων τη χρησιμότητα αδυνατώ προ το παρόν να κατανοήσω… Έχω την αίσθηση ότι πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικό… Δεν κλείνω μάτι κάθε βράδυ… Ο Αλέξανδρος σταµάτησε, παρέλειψε ξανά µερικές σελίδες και συνέχισε. Τα παιδιά κρέµονταν από τα χείλη του. Σχεδόν δεν ανέπνεαν. Ακόµα κι ο αεικίνητος Κωσταντής καθόταν εντελώς ακίνητος στ’ αριστερά του. Μόνον ο παφλασµός των κυµάτων ακουγόταν. …Το ήξερα, το είχα διαισθανθεί ότι ήταν κάτι σημαντικό… Τελικώς είναι πέρα από κάθε φαντασία… Οι κόποι τόσων χρόνων επιτέλους καρποφόρησαν… …Δεν ξέρω αν το έζησα ή το φαντάστηκα… …Θα μεταφέρω το μηχάνημα σε ασφαλές μέρος… … Σχεδίασα ένα χάρτη ο οποίος δείχνει την τοποθεσία όπου το έκρυψα... …Ελπίζω όποιος το βρει να το χρησιμοποιήσει σωστά… Σ’ αυτό το ημερολόγιο θα διηγηθώ την περιπέτειά μου, η οποία μοιάζει με παιδικό παραμύθι!


11 Κάποιος από τους απογόνους μου, διαβάζοντας τα γραφόμενά μου ίσως με πιστέψει .Ξέρω ότι η διήγησή μου θα φανεί ως το παραλήρημα ενός ξεμωραμένου γέροντος! Όμως όλα αυτά τα οποία θα σας διηγηθώ τα έζησα. …Εκείνο το απόγευμα της 16ης του μηνός Απριλίου του σωτηρίου έτους… Ο Αλέξανδρος έκλεισε το ηµερολόγιο. Σήκωσε το ξανθό του κεφάλι και κοίταξε τους φίλους του για να διαπιστώσει τι εντύπωση τους έκαναν αυτά που διάβασε. Τα παιδιά ανακάθισαν. -Γιατί δεν συνεχίζεις; Στο καλύτερο σταµάτησες, είπε ανυπόµονα ο Κωσταντής. -Εδώ τελειώνει. -Α!!! Δεν είναι δυνατόν! Δεν µπορεί ο παππούς σου να µας το κάνει αυτό. -Μίλα πιο σιγά! µάλωσε η Ειρήνη τον φίλο της. Έχω την εντύπωση ότι η φίλη της αδερφή σου έχει στήσει αυτί ν’ ακούσει τι λέµε. Τα τρία αγόρια έστρεψαν το κεφάλι τους και κοίταξαν την άγνωστη κοπέλα µε τα περίεργα γυαλιά, που µιλούσε µε την αδερφή του Κωνσταντή. -Τη γνωρίζεις; ρώτησε τον Κωσταντή ο Αλέξανδρος. -Όχι. Πρώτη φορά τη βλέπω. Θα είναι καµιά από τις παράξενες φίλες που κάνει παρέα κατά καιρούς η αδερφή µου, απάντησε το αγόρι. -Ίσως! αποκρίθηκε η Ειρήνη κοιτάζοντας καχύποπτα την κοπέλα. -Και τώρα τι κάνουµε; ρώτησε ο Νικόλας. -Το µόνο που µας µένει είναι να ψάξουµε ξανά απ’ άκρη σ’ άκρη τη σοφίτα µήπως βρούµε και το υπόλοιπο ηµερολόγιο, πρότεινε στα παιδιά ο Αλέξανδρος. -Είµαι σίγουρος ότι πίσω απ’ όλα αυτά κρύβεται κάτι πολύ ενδιαφέρον! είπε ο Κωσταντής µε ανυποµονησία. -Ή είναι απλώς ένα παραµύθι ή ένα αστείο του παππού σου! πρόσθεσε ο Νικόλας απευθυνόµενος στον Αλέξανδρο. -Πιθανόν να έχεις δίκιο, αποκρίθηκε το αγόρι στο φίλο του, λιγάκι ενοχληµένο, αλλά νοµίζω ότι αξίζει τον κόπο να το ερευνήσουµε. Ο παππούς µου ήταν σπουδαίος επιστήµονας και ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος, πράγµα που σηµαίνει ότι δεν έγραφε ανοησίες. -Ο Αλέξανδρος έχει δίκιο, είπε η Ειρήνη. Ήταν πολύ διάσηµος στην εποχή του. Εξάλλου αυτή η µισοτελειωµένη διήγηση, µου έχει κινήσει την περιέργεια. -Αύριο ξεκινάµε το ψάξιµο! αναφώνησε µε ενθουσιασµό ο Κωσταντής. -Τι δουλειά έκανε ο παππούς σου; ρώτησε ο Νικόλας τον Αλέξανδρο -Αρχαιολόγος.


12 Ήταν χαράµατα όταν η Ειρήνη, ο Κωσταντής κι ο Νικόλας χτύπησαν την εξώπορτα του Αλέξανδρου. Το αγόρι είχε ανέβει ήδη στη σοφίτα κι έψαχνε για το υπόλοιπο ηµερολόγιο. -Βρήκες κάτι; τον ρώτησε η Ειρήνη. -Δυστυχώς, ακόµα τίποτα, της απάντησε απογοητευµένος. Τα τέσσερα παιδιά, χωρίς άλλες κουβέντες, ακολούθησαν το φίλο τους. Η µητέρα του Αλέξανδρου, που εκείνη τη στιγµή ετοιµαζόταν να φύγει, άκουσε τα παιδιά, που έψαχναν µανιωδώς κι ένα χαµόγελο ικανοποίησης σχηµατίστηκε στο πρόσωπό της. Ο γιος της το προηγούµενο βράδυ της είχε µιλήσει για την ανακάλυψή του. Όταν ήταν κι εκείνη παιδί έψαχνε για πολύ καιρό το ηµερολόγιο. Πίστευε ότι αν το εύρισκε ίσως κατόρθωνε να βρει και τον πατέρα της, που χάθηκε ξαφνικά χωρίς ν’ αφήσει κανένα ίχνος. Όµως δεν τα κατάφερε ποτέ. Έκλεισε αθόρυβα την πόρτα πίσω της κι έφυγε.

Το παλιό ηµερολόγιο είχε εξάψει την φαντασία των παιδιών. Ήθελαν οπωσδήποτε να βρουν και τις υπόλοιπες σελίδες, για να ανακαλύψουν το µυστικό, που έκρυβε. Έψαχναν για ώρες αφήνοντας κατά µέρος τα πειράγµατα και τους µικροτσακωµούς τους. Παρότι η κούραση και η ζέστη ήταν αφόρητες, δεν το έβαζαν κάτω. Ξαφνικά ο Νικόλας άρχισε να φωνάζει: -Ελάτε γρήγορα! Κάτι βρήκα! Οι φίλοι του, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον, πήγαν κοντά του. Στεκόταν πάνω από το µπαούλο στο οποίο ο Αλέξανδρος είχε βρει τα αποσπάσµατα από το ηµερολόγιο. Κρατούσε στα χέρια του ένα διπλωµένο χαρτί. Το άνοιξε προσεκτικά και µπροστά στα µάτια των παιδιών ξετυλίχτηκε ένας παλιός χάρτης. -Τι είναι αυτό; ρώτησε ο Κωσταντής, -Ένας χάρτης! Δεν τον βλέπεις; του είπε ο Νικόλας κοροϊδευτικά. -Μα πού τον βρήκες; τον ρώτησε ο Αλέξανδρος έκπληκτος . Αυτό το µπαούλο το είχαµε αδειάσει και το είχαµε ψάξει. -Κοιτάξτε! έχει διπλό πάτο, αναφώνησε ο Νικόλας. -Μπράβο Νικόλα! Είσαι απίθανος! είπε η Ειρήνη µε ενθουσιασµό. -Έξυπνος ο παππούς σου Αλέξανδρε! πρόσθεσε ο Κωσταντής.


13 -Δεν ξέρουµε αν είναι ο χάρτης για τον οποίο µιλά το ηµερολόγιο του, παρατήρησε ο Αλέξανδρος. Τα παιδιά άρχισαν να µελετούν το χάρτη, ο οποίος ήταν ζωγραφισµένος σε φύλλο από πάπυρο κι απεικόνιζε ένα παλιό κάστρο. - Είµαι σίγουρη ότι δείχνει την τοποθεσία που έκρυψε το µηχάνηµα ο παππούς σου, είπε η Ειρήνη. -Μάλλον έχεις δίκιο, της αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος. Πού να βρίσκεται άραγε αυτό το κάστρο; Ο παππούς µου, λόγω της δουλειάς του, είχε ταξιδέψει σε πολλές χώρες. Απ’ ότι έχω µάθει από τη µητέρα µου, εξαφανιζόταν για µεγάλα χρονικά διαστήµατα κι όταν επέστρεφε, έλεγε παράξενες ιστορίες για τόπους µακρινούς. Η µητέρα µου, παιδάκι τότε, τις άκουγε, πιστεύοντας ότι ήταν όµορφα παραµύθια. Μου είχε πει ότι διηγιόταν τις πιο όµορφες ιστορίες του κόσµου. -Τι απέγινε ο παππούς σου; τον ρώτησε ο Κωσταντής. - Εξαφανίστηκε ξαφνικά κι από τότε δεν τον ξαναείδε κανείς. -Δυστυχώς, ο χάρτης δεν έχει καµία ένδειξη για το πού µπορεί να βρίσκεται αυτό το κάστρο, παρατήρησε ο Νικόλας. -Κι όµως έχει! πετάχτηκε η Ειρήνη. -Κι εµείς γιατί δεν τη βλέπουµε; τη ρώτησε ενοχληµένος ο φίλος της, -Κοιτάξτε το πιο προσεχτικά! επέµεινε το κορίτσι. Τα τρία αγόρια άρχισαν να παρατηρούν το κάστρο, που ήταν ζωγραφισµένο πάνω στον πάπυρο. -Δεν µου θυµίζει τίποτα! αποκρίθηκε ο Νικόλας. -Εκτός από το να ασχολείσαι µε τον υπολογιστή σου, πρέπει να αρχίσεις να διαβάζεις και κανένα βιβλίο, τον µάλωσε ο Κωσταντής, ο οποίος ήταν σωστός βιβλιοφάγος. -Εσύ δηλαδή, τι βλέπεις, που εµείς οι αγράµµατοι δεν µπορούµε να διακρίνουµε; τον ρώτησε ενοχληµένος ο Νικόλας. -Είναι ενετικό κάστρο και µάλιστα, πάω στοίχηµα, ότι είναι ο Κούλες αποκρίθηκε µε έµφαση ο Κωσταντής. Κοιτάξτε! Αυτό, στην πρόσοψη είναι το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, το έµβληµα της Βενετίας. -Μπράβο! αναφώνησε η Ειρήνη. Είναι όντως ένα ενετικό κάστρο. Απλώς δεν ξέρουµε αν είναι ο Κούλες ή κάποιο άλλο.


14


15 -Επιµένω ότι είναι ο Κούλες! Αν ήµουνα ο παππούς του Αλέξανδρου και είχα κάνει κάποια σπουδαία ανακάλυψη, θα την έκρυβα σ’ ένα σίγουρο µέρος κοντά στον σπίτι µου ώστε κάποιος από τους απογόνους µου να την εύρισκε εύκολα, τόνισε ο Κωσταντής. -Ίσως έχει δίκιο ο Κωσταντής, είπε µουτρωµένος ο Νικόλας, που είχε αρχίσει να ενοχλείται από τις εύστοχες παρατηρήσεις του χοντρούλη φίλου του. Νόµιζε ότι ήταν ο έξυπνος της παρέας επειδή ήταν ιδιοφυία στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και είχε πάρει πολλά βραβεία. Όµως αυτό τελικά δεν ήταν αρκετό! -Κάνουµε µόνο υποθέσεις. Στην πραγµατικότητα δεν έχουµε κανένα στοιχείο ότι ο χάρτης, που βρήκαµε και το παράξενο µηχάνηµα, που περιγράφει ο παππούς µου στο ηµερολόγιό του, έχουν κάποια σχέση, επεσήµανε ο Αλέξανδρος. -Ας το µάθουµε λοιπόν! Ξεκινάµε αµέσως για τον Κούλε, πρότεινε ο Κωσταντής. Απ’ όσο ξέρω, κλείνει στις δύο και µισή. Είναι µία η ώρα, οπότε προλαβαίνουµε να κάνουµε µια πρώτη εξερεύνηση. -Πάµε λοιπόν! φώναξε ανυπόµονα η Ειρήνη. -Περιµένετε να πάρω το λάπτοπ µου, είπε στα παιδιά ο Νικόλας, ο οποίος δεν πήγαινε πουθενά χωρίς αυτό.

Τα τέσσερα παιδιά, µετά από είκοσι λεπτά διαδροµής, έφθασαν στο ενετικό κάστρο. Χαιρέτησαν την κοπέλα µε τα περίεργα γυαλιά και το αφηρηµένο ύφος, που καθόταν στο ταµείο της εισόδου. Ο Κωσταντής την πλησίασε και κάτι της ψιθύρισε στ’ αυτί. Μετά γύρισε στους φίλους του και είπε: -Παιδιά, πάµε! Η είσοδος για µας είναι ελεύθερη! -Μα τι της έλεγες τόση ώρα; τον ρώτησε η Ειρήνη. -Ότι είµαστε µαθητές και κάνουµε µια εργασία για τον Κούλε. -Και γιατί της είπες ψέµατα; τον ρώτησε ο Νικόλας. -Διότι έξυπνε, αν ερχόµαστε εδώ συχνά, πρέπει να έχουµε µια καλή δικαιολογία για να µην υποψιαστεί κάτι. -Κωσταντή είσαι σπουδαίος! αναφώνησε ενθουσιασµένη η Ειρήνη και του έδωσε ένα φιλί στο µάγουλο.


16 Ο Κωσταντής έγινε κατακόκκινος. Για να µη δουν τα παιδιά πόσο είχε κοκκινίσει, έµεινε λίγο πίσω και έσκυψε, προσποιούµενος ότι δένει το κορδόνι του παπουτσιού του. Από κείνη τη µέρα και µετά τα τέσσερα παιδιά άρχισαν να εξερευνούν συστηµατικά το ενετικό κάστρο. Κάθε µέρα επί τρεις εβδοµάδες έρχονταν και έψαχναν µανιωδώς, µήπως ανακαλύψουν κάποια κρυψώνα στην οποία ο παππούς του Αλέξανδρου µπορεί να είχε κρύψει το µυστηριώδες µηχάνηµα. Μελέτησαν διεξοδικά την ιστορία της κατασκευής του ενετικού κάστρου, το οποίο βρίσκεται στο µυχό του λιµανιού του Ηρακλείου. Έµαθαν ότι: Μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας το 1204 η Κρήτη παραχωρήθηκε στο Βονιφάτιο το Μομφερατικό, ο οποίος την πούλησε στους Βενετούς, αντί του ποσού των 5000 χρυσών δουκάτων. Οι Βενετοί έχοντας άλλα προβλήματα, παραμέλησαν την Κρήτη και έτσι βρήκε την ευκαιρία ο Γενουάτης πειρατής και κόμης της Μάλτας Ερρίκος Πεσκατόρε, να την καταλάβει το 1206. Άρχισε να οχυρώνει τα φρούρια του Χάνδακα, του Ρεθύμνου και της Σητείας. Όμως το 1211 οι Βενετοί, αφού νίκησαν τον τρομερό πειρατή της Γένουας, την πήραν πίσω. Έτσι το φτερωτό λιοντάρι των Βενετών βρυχάται πάνω από το νησί ως το 1669.Οι Βενετοί ξεκίνησαν να χτίζουν τον Κούλε το 1523 και τον ολοκλήρωσαν το 1540. Είναι το πιο καλοδιατηρημένο ενετικό κάστρο που υπάρχει στη Μεσόγειο. Πήρε την ονομασία του από την τούρκικη λέξη Κουλές, που σημαίνει πύργος. Όµως, αν εξαιρέσει κανείς ότι τα τέσσερα παιδιά είχαν διευρύνει τις γνώσεις τους για την ιστορία του Κούλε, δεν είχαν καταφέρει να ανακαλύψουν απολύτως τίποτε κρυµµένο σ’ αυτό. Είχαν ψάξει σπιθαµή προς σπιθαµή κάθε πέτρα, κάθε δυνατή κρυψώνα, κάθε γωνιά του βενετσιάνικου κάστρου. Εκείνη η µέρα του Ιουλίου λοιπόν ήταν η τελευταία, που απρόθυµα πια, αποφάσισαν να επισκεφθούν τον Κούλε και να τον ερευνήσουν. Η κοπέλα που καθόταν στο ταµείο, τα καληµέρισε εύθυµα. -Πώς πάει η εργασία σας; ρώτησε. -Σήµερα τελειώνουµε, της απάντησε ο Κωσταντής ανόρεχτα. -Θα ήθελα να της έριχνα µια µατιά αν δεν σας πειράζει. Με ενδιαφέρει πολύ η ιστορία της Κρήτης! τους είπε µε µια υποψία ειρωνείας στη φωνή της. Η κοπέλα τους είχε φερθεί πολύ καλά, όλο αυτό το διάστηµα και τα παιδιά αισθάνονταν πολύ άσχηµα που τόσο καιρό της έλεγαν ψέµατα αλλά δυστυχώς δεν µπορούσαν να κάνουν αλλιώς.


17 Ανέβηκαν τα σκαλοπάτια µε βαριά καρδιά και άρχισαν να ψάχνουν κάτω από τις αχτίδες του καυτού καλοκαιρινού ήλιου. Γύρω στο µεσηµέρι, καταϊδρωµένα, κουρασµένα και απογοητευµένα, αποφάσισαν να φύγουν. Η κοπέλα, που όπως κάθε µέρα, ήταν χωµένη σε δεκάδες σελίδες µε σηµειώσεις, µόλις αντιλήφτηκε τα παιδιά, σήκωσε το κεφάλι της και ρώτησε χαµογελώντας. -Τελειώσατε; -Ναι, της απάντησε η Ειρήνη, άκεφα. Παρότι τους είχε διευκολύνει πολύ στην εξερεύνησή τους, η Ειρήνη δεν τη συµπαθούσε. Είχε την αίσθηση ότι τα παρακολουθούσε. Αρκετές φορές την είχε δει να τα γυροφέρνει, προσπαθώντας ν’ ακούσει τι λένε. Αυτές τις σκέψεις όµως, αποφάσισε να τις κρατήσει για τον εαυτό της. Ούτως η άλλως, αφού δεν κατάφεραν να ανακαλύψουν τίποτε, δεν είχε νόηµα να µοιραστεί τις υποψίες της µε τους φίλους της. Η κοπέλα είχε πιάσει την κουβέντα µε τον Κωσταντή και το Νικόλα και τους ρωτούσε για τον Κούλε και την υποτιθέµενη εργασία τους. Η Ειρήνη υποψιαζόταν ότι στόχος της ήταν να µάθει κάτι άλλο. Αλλά και πάλι, πώς ήταν δυνατόν να γνωρίζει; Ήταν σίγουρη ότι κάπου την είχε ξαναδεί αλλά δεν µπορούσε να θυµηθεί πού! Όση ώρα τα δύο αγόρια συνοµιλούσαν µαζί της, ο Αλέξανδρος ξεµάκρυνε κι άρχισε να παρατηρεί τριγύρω. Απέναντι από το ταµείο αριστερά στο βάθος, υπήρχαν µερικά σκαλοπάτια, που οδηγούσαν σε µια σφαλισµένη πόρτα. Η πινακίδα έλεγε: « Απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος». Ήταν το µόνο µέρος που δεν είχαν ψάξει. Μια µικρή ελπίδα έλαµψε στα µάτια του Αλέξανδρου. Προτού εγκαταλείψουν τις προσπάθειές τους για την ανακάλυψη του παράξενου µηχανήµατος, έπρεπε να είναι σίγουροι ότι είχαν ψάξει και τη τελευταία γωνιά του ενετικού κάστρου. Το αγόρι πλησίασε την κοπέλα και την παρακάλεσε να τον αφήσει να ρίξει µια µατιά. Εκείνη αρνήθηκε κατηγορηµατικά. Προσπάθησε πολύ να την πείσει όµως ήταν ανένδοτη. Τα παιδιά, αφού, κατάλαβαν ότι δεν υπάρχει ελπίδα να την µεταπείσουν τη χαιρέτησαν απρόθυµα και κίνησαν να φύγουν. -Μόνο για δέκα λεπτά! τους φώναξε την ώρα που έφθαναν στην έξοδο. Αµέσως έτρεξαν πίσω και ευχαριστώντας την βιαστικά, κατέβηκαν τα σκαλοπάτια, άνοιξαν την παλιά ξύλινη πόρτα και µπήκαν σ’ ένα σκοτεινό δωµάτιο. Ο Αλέξανδρος άναψε το φακό που κρατούσε και τα παιδιά άρχισαν να παρατηρούν προσεχτικά το χώρο. Το δωµάτιο ήταν πολύ µικρό. -Δεν υπάρχει καµιά κρυψώνα εδώ, είπε µε απογοήτευση η Ειρήνη. -Παιδιά, ελάτε! Βοηθήστε µε να ξεκολλήσω αυτή την πέτρα, είπε ο Κωσταντής συνωµοτικά στους φίλους του.


18 -Μα δεν είναι σωστό να καταστρέφουµε τα µνηµεία, τον µάλωσε η Ειρήνη. -Αυτή η πέτρα δεν ανήκει στην ενετική περίοδο αλλά είναι πρόσφατη! της αντιγύρισε το αγόρι. Δείτε! Είναι κολληµένη µε τσιµέντο. Ο Κωσταντής, χρησιµοποιώντας ένα χαρτοκόπτη, που είχε στο σακίδιο του, προσπάθησε να ξεκουνήσει τη πέτρα µε µεγάλη προσοχή για να µην κάνει θόρυβο. Μετά από µερικά λεπτά τα κατάφερε. Κάτω από την πέτρα υπήρχε µια µεγάλη τρύπα! Ο Αλέξανδρος έστρεψε το φακό του µέσα στην τρύπα, όπου υπήρχε ένα µεταλλικό κουτί! Τα µάτια των παιδιών άστραψαν από χαρά. Το έβγαλαν έξω προσεχτικά και µε το χαρτοκόπτη ο Κωσταντής έσπασε πολύ εύκολα την κλειδαριά , που είχε φθαρεί από το χρόνο. Η φωνή της κοπέλας τα προειδοποιούσε ότι έπρεπε να φύγουν. Ο Κωσταντής άνοιξε βιαστικά το κουτί. Μέσα υπήρχε ένα τετράγωνο µαύρο µηχάνηµα. Στο πάνω µέρος είχε τρεις µεγάλους διακόπτες, ένα κίτρινο ένα µπλε κι ένα κόκκινο και σε κάθε πλάι πέντε µικρά χρωµατιστά κουµπιά. Τα τέσσερα παιδιά το κοίταζαν έκπληκτα. Δεν µπορούσαν να πιστέψουν ότι κρατούσαν στα χέρια τους το µυστηριώδες µηχάνηµα του παππού του Αλέξανδρου. -Τι λέτε να είναι; ρώτησε η Ειρήνη. -Δεν έχω ιδέα! της απάντησε ο Αλέξανδρος. -.Μοιάζει µε τη µπαταρία στο σαράβαλο του πατέρα µου, είπε ο Νικόλας. -Τι είναι αυτά τα κουµπιά; ρώτησε ο Κωσταντής και άπλωσε το χέρι του να τ’ ακουµπήσει. -Μη το αγγίξετε!!! ακούστηκε µια φωνή πίσω τους. Αλλά ήταν πλέον αργά! Ο Κωσταντής, που τρόµαξε από τις φωνές της κοπέλας, πάτησε κατά λάθος τα κουµπιά. Μια εκτυφλωτική λάµψη βγήκε από το µηχάνηµα και τύλιξε τα τέσσερα παιδιά σαν πυκνό σύννεφο. Ασυναίσθητα έφεραν τα χέρια τους στα µάτια τους. Αισθάνθηκαν µια δυνατή ζάλη κι ένοιωσαν ότι το σώµα τους µίκρυνε κι έγινε µια µπάλα, που κάποιος την πέταξε µέσα σε µια δίνη. Μετά από λίγο έχασαν τις αισθήσεις τους.


19


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.