Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
Αφροδίτη Αναγνωστοπούλου - Τσιαλιαμάνη Μαρία Νάση
Επιβλ. Μαρία Μάρκου Τμήμα: Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π. Τομέας: Πολεοδομίας και Χωροταξίας
ΔΙΑΛΕΞΗ
ΠΕΡΙΟΔΟΥ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ
ΑΚ.
ΕΤΟΣ.
2016
Ευχαριστούμε βαθιά τους φίλους, τις οικογένειές μας και την αγαπητή μας καθηγήτρια για την βοήθεια και την υποστήριξή τους.
_περιεχόμενα _ εισαγωγή
14
_ από τον μύθο στην κατασκευή
19
20 27 28 31 33 37 41
_ μια πρωτεύσουσα από τα παλιά _ 50 σε 5 _ ο διαγωνισμός _ το Plano Piloto _ η εφαρμογή _ κατασκευές _ οι πόλεις δορυφόροι
_η μοντέρνα πόλη
45
46 48 54
_ η Λατινική Αμερική του μοντέρνου _ πολεοδομικές χαράξεις _ η υλοποίηση του οράματος
_ η πόλη και το κράτος
67
68 70 79
_ η αρχιτεκτονική ως πολιτικό εργαλείο _ μία ενθική πρωτεύουσα _ αστικές μυθολογίες
_ e uma so?
89 _ η περιπλάνηση στην πόλη _ ο θάνατος του δρόμου _ διαχωρισμοί _ ανάπτυξη για ποιούς?
90 95 98 106
_ συμπεράσματα
111
_ βιβλιογραφία
117
_ παράρτημα
125
_ εισαγωγή «Οι πόλεις θεωρείται πως είναι δουλειά της σκέψης ή της τύχης, μα ούτε το ένα ούτε το άλλο αρκούν για να συγκρατήσουν τα τείχη της.» Italo Calvino – Οι Αόρατες Πόλεις
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
Η Μπραζίλια, η επιτομή του μοντερνισμού, η πόλη - έμβλημα του 20ου αιώνα, παραμένει αντικείμενο συζήτησης όχι μόνο στους αρχιτεκτονικούς / πολεοδομικούς κύκλους, αλλά και στο πεδίο της κοινωνιολογίας και της φιλοσοφίας, παρά το γεγονός ότι έχουν γραφτεί πολλά γι αυτή, ξεκινώντας αμέσως μετά την κατασκευή της. Η εργασία μας θα προσπαθήσει να αναφερθεί σ' αυτή τη συζήτηση και να επωφεληθεί από τη διαθέσιμη τεκμηρίωση για να διατυπώσει με το δικό της τρόπο το ερώτημα: πώς μπορεί να προσεγγίσει κανείς κριτικά μια πόλη, που δημιουργήθηκε για να ορίσει εξ' αρχής το τι μπορεί να είναι η πόλη. Το να εξετάζει κανείς την πόλη της Μπραζίλια, σημαίνει στην πραγματικότητα πως εξετάζει δύο πόλεις: από τη μία την πραγματική - που στεγάζει δραστηριότητες και πληθυσμούς, εκπληρώνοντας το ρόλο της πρωτεύουσας ενός αχανούς κράτους που διεκδικεί το ρόλο του στη σύγχρονη πραγματικότητα- και από την άλλη την φανταστική, την πόλη σύμβολο, μύθο, υπόσχεση. Οι δύο όψεις του κορυφαίου ίσως εγχειρήματος του μοντερνισμού στον περασμένου αιώνα, συνυπάρχουν και συνδιαλέγονται και, πολλές φορές, είναι δύσκολο για το μελετητή να διακρίνει τα όριά τους. Πού τελειώνει ο μύθος και που ξεκινά η πραγματικότητα; Ακόμα περισσότερο, μπορούμε να μιλάμε για ένα μόνο μύθο και μία μόνο πραγματικότητα; Ξεκινήσαμε την έρευνά μας με την πεποίθηση πως η πόλη δεν είναι ποτέ μία γιατί είναι φτιαγμένη από το υλικό της ανθρώπινης εμπειρίας, αντιστοιχεί στις άπειρες παράλληλες και αλληλένδετες εμπειρίες που έχουν οι άνθρωποι για τον κτισμένο χώρο που μοιράζονται. Σίγουρα όμως μπορούμε να ομαδοποιήσουμε αυτές τις εμπειρίες με γνώμονα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ομάδων που κατοικούν και ζουν την πόλη, χαρακτηριστικά που θα μας αποκαλύψουν πώς η πόλη απευθύνεται σ' αυτές τις ομάδες, τι τους παραχωρεί και τι τους στερεί, με ποιο τρόπο τις καλεί να ζήσουν την καθημερινότητα και τον κόσμο. Καταλαβαίνουμε πως, έτσι, και οι διάφορες αφηγήσεις σε σχέση με την πόλη, τις οποίες υιοθετούν οι άνθρωποι που διαμορφώνουν την πόλη όσο και διαμορφώνονται από αυτή, δεν μπορεί παρά να είναι «πληθυντικές» και, ίσως, αλληλοσυγκρουόμενες. Θα αναδειχτεί μ' αυτό τον τρόπο η Μπραζίλια του Kubitschek, του φιλόδοξου Βραζιλιάνου προέδρου που, μέσα από την κατασκευή της, θέλησε να μένει στην ιστορία εκπληρώνοντας μία προφητεία αιώνων, η Μπραζίλια του Lucio Costa και του Oscar Niemeyer, που επιχείρησαν να εφαρμόσουν στην πράξη τις αρχές της μοντέρνας πολεοδομίας σε μία κατασκευή μυθικών διαστάσεων, η Μπραζίλια των pioneiros, των
14
_ εισαγωγή
μηχανικών και των «πρωτοπόρων» βραζιλιάνων που συνεισέφεραν στην κατασκευή του μνημειώδους εθνικού επιτεύγματος, αλλά και η Μπραζίλια των candangos, των φτωχών μεταναστών που ήρθαν να δουλέψουν στο γιγάντιο εργοτάξιο σε αναζήτηση ενός (καλύτερου) μέλλοντος. Η αλλιώς, θα αναδειχτεί η Μπραζίλια ως απόπειρα κατασκευής μιας ενιαίας εθνικής ταυτότητας σε μία χώρα που αναδυόταν από τα το αποικιακό παρελθόν για να οδεύσει προς την ανάπτυξη και την εκβιομηχάνιση, η Μπραζίλια ως εφαρμογή της μοντέρνας πολεοδομίας των αρχών του εικοστού αιώνα σε μια απόπειρα αλλαγής της κοινωνίας και άρσης των κοινωνικών ανισοτήτων, η Μπραζίλια ως τόπος προόδου, κοινωνικής ανέλιξης και έμβλημα πολιτιστικής υπεροχής και, τέλος, θα αναδειχτεί η Μπραζίλια που δε σχεδιάστηκε, αλλά ζει και αναπνέει, περικυκλώνοντας το άσπιλο Plano Piloto, διεκδικώντας την επιβίωση.
εικ. 2 όψη του Κονγκρέσου στην Μπραζίλια
15
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
Μελετώντας την περίπτωση της Μπραζίλια, παρατηρούμε αρχικά ότι οι περισσότεροι ερευνητές συντάσσονται πίσω από την κοινή παραδοχή (με όλες βέβαια τις διαφορετικές της αποχρώσεις), πως η πόλη «απέτυχε». Αυτό όμως που μας ενδιαφέρει εδώ είναι να αποσαφηνισθούν τα κριτήρια με τα οποία γίνεται μια τέτοια παραδοχή. Με ποια έννοια η πόλη απέτυχε; Για ποιους απέτυχε; Προσπαθήσαμε λοιπόν, να διαβάσουμε την πόλη όχι μόνο σαν μια κάτοψη με φόντο το πλανάλτο1 της Βραζιλιάνικης ενδοχώρας, ή σαν ένα σύστημα χώρου και κινήσεων, αποτυχημένου ή όχι κατά την άποψη των σύγχρονων πολεοδόμων, αλλά σαν τη συνισταμένη στρατηγικών για τον χώρο, πολιτικών σκοπιμοτήτων, οικονομικών επιδιώξεων και ιδεολογικών αφηγήσεων. Πώς όλα αυτά εκφράζονται αλλά και κατασκευάζουν την υλική αποτύπωση αυτού που αποκαλούμε Μπραζίλια; Και τι γίνεται όταν έρχεται η ώρα η πόλη-όραμα να συναντήσει την πραγματική ζωή;
1
Υψήπεδο στα Πορτογαλικά.
16
_ από τον μύθο στην κατασκευή «Κανείς δεν ξέρει καλύτερα από σένα, σοφέ Κουμπλάι, πως η πόλη δεν πρέπει ποτέ να συγχέεται με τις λέξεις που την περιγράφουν.» Italo Calvino – Οι Αόρατες Πόλεις
_ μια πρωτεύουσα από τα παλιά Η Μπραζίλια εγκαινιάζεται τον Απρίλη του 1960, από τον Πρόεδρο Juscelino Kubitschek de Oliveira (1902 –1976) του οποίου η προεκλογική καμπάνια βασίστηκε σε μεγάλο μέρος της στην κατασκευή της νέας πρωτεύουσας. Η ιδέα της μεταφοράς της Βραζιλιάνικης πρωτεύουσας από το παραλιακό Ρίο ντε Τζανέιρο στο κέντρο της ακατοίκητης ενδοχώρας όμως, δεν εμφανίζεται πρώτη φορά στο φιλόδοξο σχέδιο του Juscelino Kubitschek. Η Πορτογαλική αποικιακή κυβέρνηση ανακήρυξε, το 1549, πρωτεύουσα της Βραζιλιάνικης επικράτειας την πόλη του Σαλβαδόρ, στις ακτές του Ατλαντικού Ωκεανού1. Από τον 17ο αιώνα και μετά όμως, διανοούμενοι και πολιτικοί της εποχής άρχισαν να επεξεργάζονται την ιδέα της μεταφοράς της πρωτεύουσας πιο βαθιά στο εσωτερικό της χώρας, κυρίως για λόγους πολιτικής σταθερότητας, αλλά και για λόγους ασφάλειας απέναντι στις εξωτερικές εισβολές. Η αφορμή δόθηκε το 1627 από την Ολλανδική εισβολή στο Σαλβαδόρ, που είχε ως αποτέλεσμα να αποκτήσουν οι Ολλανδικές δυνάμεις έλεγχο της περιοχής έως το 1644. Μετά την απώθηση των ξένων δυνάμεων, άρχισε μια περίοδος αστάθειας, με πολεμικές συγκρούσεις να επεκτείνονται σ’ όλο το βόρειο τμήμα της αποικίας, όπου τοποθετείται το Σαλβαδόρ. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την επιβράδυνση της αγροτικής ανάπτυξης στην περιοχή.2 Από το 1690 και μετά, η ανακάλυψη χρυσού στην σημερινή περιοχή του Minas Gerais3 και, στη συνέχεια, η ανακάλυψη κι άλλων πλούσιων σε κοιτάσματα χρυσού και διαμαντιών περιοχών, στο νότιο και κεντρικό κομμάτι της χώρας, φάνηκε να δίνει τη λύση στην πολιτικο-οικονομική αστάθεια. 4 Η ανακάλυψη των κοιτασμάτων αυτών προκάλεσε, στις συγκεκριμένες περιοχές μεγάλη συσσώρευση πλούτου, η οποία ωφέλησε και την παράκτια περιοχή του Rio de Janeiro. Η αυξανόμενη πολιτική και οικονομική ισχύς του νοτίου κομματιού της αποικίας οδήγησε, το 1763, στην μεταφορά της πρωτεύουσας από το Salvador στο Rio de Janeiro όπου, στη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών, είχε σημειωθεί εντυπωσιακή αστική ανάπτυξη.5 1 2 3 4 5
Pires L. (2013) σελ.57 Batista G. N. (2006) Το όνομα της περιοχής σημαίνει «Γενικά Ορυχεία» Galeano E., (2008) Pires L. (2013) σελ.59
20
_από τον μύθο στην κατασκευή
Λίγο μετά την ανεξαρτητοποίηση της Βραζιλίας από τον πρίγκιπα Dom Pedro τον πρώτο το 1822, ο José Bonifácio de Andrade e Silva, ένας από τους ιδρυτές της νέας χώρας και ικανός πολιτικός, επανέφερε το ζήτημα της μεταφοράς της πρωτεύουσας στην Βραζιλιάνικη ενδοχώρα. 6 Ο ίδιος δικαιολόγησε την πρότασή του με το επιχείρημα ότι μία νέα πρωτεύουσα, τοποθετημένη στην καρδιά της χώρας, θα ήταν πιο προφυλαγμένη από εξωτερικές επιθέσεις και επιδρομές (σε σχέση με το παράκτιο Rio de Janeiro), θα πυροδοτούσε περεταίρω οικονομική και εμπορική ανάπτυξη και θα συνεισέφερε στην κατεύθυνση της εθνικής ενοποίησης. Όπως έγραφε το 1824: «Μας φαίνεται επίσης πως είναι προς το συμφέρον μας να δημιουργήσουμε μια κεντρική πόλη στο εσωτερικό της Βραζιλίας … με αυτό τον τρόπο η αυλή ή ο θρόνος θα ήταν ασφαλής από κάθε εξωτερική απειλή ή έκπληξη, και αυτό θα προσέλκυε επίσης τον περίσσιο άνεργο πληθυσμό των παράκτιων και εμπορικών πόλεων στις κεντρικές επαρχίες»7 Η πρόταση του Bonifácio προκάλεσε τη εποχή εκείνη ιδιαίτερο ενδιαφέρον και πυροδότησε συζητήσεις. Η δημιουργία, όμως, της νέας πρωτεύουσας δεν θα γινόταν επίσημη θέση του κράτους μέχρι το 1889, οπότε και η μοναρχία του Dom Pedro του δεύτερου αντικαταστάθηκε από ένα νέο καθεστώς. Εκείνη τη χρονιά, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα ανέτρεψε το μοναρχικό καθεστώς, εγκαινιάζοντας τη Δημοκρατία της Βραζιλίας (Brazilian Republic)8. Σημαντικό ρόλο στην ανατροπή του παλιού καθεστώτος έπαιξε το ιδεολογικό ρεύμα του Ποζιτιβισμού, που είχε εξαπλωθεί ιδιαίτερα στις τάξεις του στρατού, μέσω του στρατιωτικού και βασικού του εκπροσώπου στη Βραζιλία Benjamin Constant Botelho de Magalhaes. Κάτω από την επιρροή του Ποζιτιβισμού, που υποστήριζε την «πρόοδο δια της ενότητας», η νέα βραζιλιάνικη εξουσία άρχισε να επανεξετάζει το ζήτημα της της μεταφοράς της πρωτεύουσας από το Rio de Janeiro στο εσωτερικό της χώρας. Οι υπέρμαχοι αυτής της ιδέας, θεωρούσαν πως μια τέτοια κίνηση θα ευνοούσε τα εθνικά συμφέροντα, θα αύξανε την αμυντική ικανότητα της χώρας και θα βοηθούσε την εθνική επέκταση9. Έτσι, το 1891, η κυβέρνηση αποφάσισε να συμπεριλάβει στο σύνταγμα ένα χωρίο που προβλέπει την κατασκευή της νέας πρωτεύουσας σε μια έκταση της τάξεως των 14.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων στο Central Plateau της Βραζιλίας. 6 7 8 9
Ibid. σελ. 61 Batista, G. N. κ.συν. (2006) σελ.164. Pires L. (2013) σελ.62 Batista, G. N. κ.συν. (2006) σελ.164.
21
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
εικ. 4 χάρτης της με τα αστικά κέντρα της Βραζιλίας και το Distrito Federal (DF), την περιοχή που θα χτιστεί η Μπραζίλια
22
_από τον μύθο στην κατασκευή
Στη συνέχεια, ξεκίνησε μια αποστολή εξερεύνησης της περιοχής του Central Plateau η οποία, στους έξι μήνες της δραστηριότητάς της, έκανε καταγραφή της χλωρίδας και της πανίδας, όπως και χαρτογράφηση της περιοχής, καταλήγοντας να χωροθετήσει το «Retangulo Cruls», να χαράξει δηλαδή την περίμετρο μιας έκτασης με ορθογώνιο σχήμα (Retangulo) στην οποία επρόκειτο να φιλοξενηθεί η νέα πρωτεύουσα του έθνους, έκταση που πήρε το όνομά της από τον μηχανικό και αρχηγό της αποστολής Louis Cruls.10 Ο σκοπός αυτού του εγχειρήματος υπήρξε τόσο πρακτικός όσο και συμβολικός. Η ίδια η πράξη της χωροθέτησης έκανε το σχέδιο της μεταφοράς της πρωτεύουσας πιο απτό, στιβαρό και συγκεκριμένο. Παράλληλα, η αποστολή περιβλήθηκε από ένα σύνολο αφηγήσεων γεμάτων με περιπέτειες και ανακαλύψεις, οι οποίες ανάδειξαν τη σπουδαιότητα και την ανάγκη της εξερεύνησης του εσωτερικού της χώρας. Η στρατιωτική εξουσία, επηρεασμένη πάντα από την Ποζιτιβιστική ιδέα της εθνικής ενοποίησης, αντιλαμβανόταν ως καθήκον της τον «εκπολιτισμό» των αυτοχθόνων λαών και των υπόλοιπων κατοίκων του πολιτικά και χωρικά απομονωμένου κέντρου της χώρας. Αλλά και οι ίδιες οι κεντρικές επαρχίες της χώρας, που συνέβαλλαν στην οικονομική ανάπτυξη με την εξόρυξη χρυσού και διαμαντιών, απαιτούσαν να έχουν μεγαλύτερη πολιτική επιρροή.11 Παρόλα αυτά, το σχέδιο της κατασκευής της νέας πόλης δεν δρομολογείται ακόμη, είτε γιατί άλλες προσπάθειες εθνικής ενοποίησης το έβαλαν σε δεύτερη μοίρα, είτε γιατί οι ελίτ του Rio de Janeiro έδειχναν έντονη απροθυμία να μετακινηθούν. Η μεταφορά της πρωτεύουσας θα έρθει ξανά στο προσκήνιο το 1920, όταν ο Βραζιλιάνος πρόεδρος Epitácio Pessoa εκδίδει σχετικό διάταγμα. Το μόνο που θα μείνει όμως από τις φιλόδοξες διακηρύξεις του, είναι η κατασκευή ενός συμβολικού ιδρυτικού μνημείου εντός του Retangulo Cruls, από τους υποστηρικτές του προέδρου. Το υπέρογκο κόστος ενός έργου όπως η κατασκευή μιας νέας πόλης, αλλά και η αβέβαιη συνεισφορά που θα είχε μια τέτοια κίνηση στην πολιτική του καριέρα, δεδομένου ότι το έργο φαινόταν αδύνατο να ολοκληρωθεί σε μία μόνο προεδρική θητεία, οδήγησαν τελικά τον Pessoa να ξαναβάλει τα σχέδια στο συρτάρι.12 10 11 12
Ibid. Pires L. (2013) σελ.65 Ibid.
23
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
Την ίδια περίοδο, βλέπουμε το γοργά αναπτυσσόμενο Rio de Janeiro, να γίνεται πυρήνας έντονης κοινωνικής αναταραχής και ταξικής πάλης, με εργατικές κινητοποιήσεις, στρατιωτικές πορείες αλλά και μια έντονη αύξηση της εγκληματικότητας. Αναδείχτηκε έτσι από μια άλλη σκοπιά η χρησιμότητα της μετακίνησης της πρωτεύουσας, σε μία τοποθεσία λιγότερο φορτισμένη ταξικά και, κατά συνέπεια, λιγότερο επικίνδυνη για την εθνική εξουσία. Η επιθυμία των πολιτικών φορέων της πρωτεύουσας όμως να διατηρηθεί το υπάρχον status quo και η προνομιακή συγκέντρωση τόσο του εμπορίου όσο και της πολιτικής ζωής στο Rio, δεν άφηνε ακόμη περιθώρια για την υλοποίηση του σχεδίου. Η δεκαετία του ’30 καθορίζεται από ένα στρατιωτικό κίνημα που, αφορμώμενο από τη δυσλειτουργία του ευνοιοκρατικού και σαθρού εκλογικού συστήματος, όπως και από τη διαμάχη των ισχυρότερων τοπικών ολιγαρχιών, έρχεται να ανατρέψει το προηγούμενο καθεστώς, επιτελώντας μια επανάσταση αστικού τύπου. Επρόκειτο για ένα αντιφατικό κίνημα13. Η μία του όψη, είχε να κάνει με τον εκμοντερνισμό και τη θεσμική ανασύσταση της χώρας μετά την κρίση του προηγούμενου ολιγαρχικού καθεστώτος. Την κοινωνική του βάση αποτελούσε ένα κομμάτι των αντικαθεστωτικών ελίτ, η μεσαία τάξη των αστικών κέντρων, αλλά και το κίνημα “tenetista”, ένα κίνημα νέων στρατιωτικών υπό την καθοδήγηση του αξιωματικού Getulio Vargas, που ήταν επηρεασμένο από τη φασιστική ιδεολογία. Τα κομμάτια της μεσαίας και της εργατικής τάξης που συμμετείχαν στο κίνημα, είχαν προοδευτικές προσδοκίες από αυτό : την εκβιομηχάνιση, τη μάχη με την εκλογική διαφθορά και γενικά αλλαγές προς μια δημοκρατική κατεύθυνση. Το τμήμα όμως των στρατιωτικών είχε προσδοκίες εθνικιστικού χαρακτήρα. Οραματιζόταν ένα τύπο κυβέρνησης πιο αυταρχικό και συγκεντρωτικό. Οι επιρροές του ποζιτιβισμού παρέμεναν επίσης ισχυρές στις τάξεις του στρατού. Την ίδια στιγμή, οι αντικυβερνητικές ολιγαρχίες που συμμετείχαν στο κίνημα και που είχαν συμφέροντα στην πλούσια σε ορυκτό πλούτο επικράτεια του Minas Gerais, όπως και στις συμμαχικές της περιφέρειες, προσδοκούσαν κυρίως μια οικονομική επέκταση, καθώς μέχρι τότε η εθνική οικονομία εξαρτιόταν ουσιωδώς από την εξαγωγή καφέ. Επιδίωκαν την παρέμβαση της κυβέρνησης για να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση στην οποία είχαν περιέλθει οι περιοχές τους, αλλά και για να 13 Οι συνοπτική ανάλυση για τη φύση του πραξικοπήματος έγινε από προσωπική συνέντευξη με τον βραζιλιάνο εκπαιδευτικό στον τομέα της Ιστορίας, Luca Palmesi
24
_από τον μύθο στην κατασκευή
μπορέσουν να ανταγωνιστούν τις ολιγαρχίες του Sao Paolo, που είχαν αποκτήσει τεράστια εξουσία. Επρόκειτο λοιπόν, για ένα πραξικόπημα στρατιωτικό αλλά και με λαϊκή βάση. Ο Antonio Carlos, ένας από τους ηγέτες του πραξικοπήματος και μέρος της τοπικής ελίτ του Minas Gerais, σε δημόσιο λόγο του το 1929 προτείνει στον Vargas «Να επιτρέψουμε την επανάσταση δια της ψήφου, πριν ο λαός κάνει τη δική του δια της βίας».14 Η μεταβατική κυβέρνηση του Vargas, που πήρε την εξουσία το Νοέμβριο του 1930, ξεκίνησε μια διοικητική μεταρρύθμιση που, σταδιακά, θα έδινε τέλος στην αυτονομία των περιφερειακών κυβερνήσεων, ιδιαίτερα αντιδραστικές στην πλειοψηφία τους. Ξεκίνησε επίσης μια προσπάθεια πολιτικού ελέγχου του εργατικού κινήματος δημιουργώντας, μεταξύ άλλων, κρατικά συνδικάτα με υποχρεωτική συμμετοχή ενώ, από την άλλη πλευρά, αναγνώρισε δικαιώματα στα αστικά τμήματα της εργατικής τάξης και έδωσε έναρξη σε ένα πρόγραμμα εκβιομηχάνισης εθνικής εμβέλειας. Ταυτόχρονα, υπήρχε πίεση για συνταγματική μεταρρύθμιση και για βαθιές αλλαγές στο μέχρι τότε σαθρό εκλογικό σύστημα, αλλαγές τις οποίες προέκριναν και οι λαϊκές μάζες. Με καθυστέρηση 4 χρόνων, η κυβέρνηση προχώρησε σε αναθεώρηση του συντάγματος το 1934. Στο σύνταγμα αυτό περιλαμβανόταν και το σχέδιο μεταφοράς της πρωτεύουσας στην ενδοχώρα της Βραζιλίας. 15 Η απροθυμία όμως των κυβερνώντων για εκλογική μεταρρύθμιση προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στα λαϊκά στρώματα. Τότε η κυβέρνηση κατέφυγε στην επίκληση του κινδύνου από ένα υποτιθέμενο σχέδιο κομμουνιστικής επανάστασης, χρησιμοποιώντας πλαστά ευρήματα, για να καταλήξει σε ένα ακόμη πιο συγκεντρωτικό σχήμα λειτουργίας. Διαπράττοντας ουσιαστικά ένα δεύτερο πραξικόπημα, ο Vargas ανέστειλε τη λειτουργία του Κογκρέσου και κατάργησε όλα τα πολιτικά κόμματα, εγκαινιάζοντας την εποχή του «Estado Novo», του «Νέου Κράτους».16 Η περίοδος αυτή θα κρατήσει μέχρι το 1945, προωθώντας βαθιές μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση τόσο της βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας, όσο και της δημιουργίας ενός πιο ενοποιημένου κράτους, με περαιτέρω συγκέντρωση των εξουσιών. Παρότι η μεταφορά της πρωτεύουσας στο κέντρο της χώρας θα 14 15 16
Carmo C. (1994) Política Arte de Minas, Carthago & Forte, São Paulo, Pires L. (2013) σελ. 70 Ibid.
25
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό συμβολικό και πρακτικό άξονα της διαδικασίας αυτής, η κυβέρνηση δεν την υλοποίησε ποτέ, προκρίνοντας τις λοιπές σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Η πολιτική παρακαταθήκη της περιόδου του Vargas, με βασικά στοιχεία της την αναθεώρηση των εργατικών νόμων, την αναδιάρθρωση της εθνικής παραγωγής και κυρίως με τη δημιουργία μια νέας, ισχυρότερης και πιο ενοποιημένης εθνικής ταυτότητας, έμελλε όμως να αφήσει πολύ σημαντικά πρακτικά και θεωρητικά εργαλεία ώστε να υλοποιηθεί αργότερα το σχέδιο της νέας πρωτεύουσας. Μέσα στην αναταραχή του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου και με τη συμμετοχή της Βραζιλίας στο πλευρό των συμμάχων να αλλάζει τη διεθνή της θέση, η κυβέρνηση Vargas ανατρέπεται από τα αντιπολιτευόμενα τμήματα του στρατού, υπό την πίεση λαϊκών κινημάτων που απαιτούν την διεξαγωγή εκλογών και την μετάβαση από τη δικτατορία του Vargas σε ένα δημοκρατικό καθεστώς.17 Το Δεκέμβριο του 1945, ο General Eurico Gaspar Dutra κερδίζει τις εκλογές που έχουν προκηρυχθεί και, μέσα στην επόμενη χρονιά, ψηφίζεται νέο σύνταγμα της χώρας. Το σύνταγμα αυτό περιγράφει ενδελεχώς το σχέδιο για τη δημιουργία της νέας πρωτεύουσας, ενώ δημιουργείται ακόμη η «Επιτροπή για τη Μελέτη της Τοποθεσίας της Νέας Πρωτεύουσας της Βραζιλίας», η οποία προτείνει να πραγματοποιηθεί η κατασκευή της πόλης σε μία περιοχή ευρύτερη του τετραγώνου Cruls, που είχε χαράξει η προηγούμενη αποστολή για την εξεύρεση χώρου.18 Ένα μείγμα γενικευμένης απροθυμίας για την υλοποίηση του έργου, πολιτικών ανταγωνισμών και βραδυκίνητης γραφειοκρατίας δεν αφήνουν όμως ακόμα μια φορά το έργο να ξεκινήσει υπό την προεδρία του Durta. To 1950, o Vargas κερδίζει τις επόμενες εθνικές εκλογές και επανέρχεται στην εξουσία με ευρεία λαϊκή αποδοχή. Μια ακόμα επιτροπή, η «Επιτροπή για την Τοποθεσία της Ομοσπονδιακής Πρωτεύουσας» αναλαμβάνει εκ νέου το έργο της χαρτογράφησης και χωροθέτησης της πόλης.19 Ο Vargas επιχειρεί έτσι να δώσει μια ικανοποίηση στους υπέρμαχους της πρότασης, ενώ ταυτόχρονα καθυστερεί εσκεμμένα την έναρξη εργασιών. Τέσσερα χρόνια αργότερα, κάτω από την πίεση αλλεπάλληλων οικονομικών και 17 18 19
Ibid. Ibid. σελ. 74 Ibid. σελ. 76
26
_από τον μύθο στην κατασκευή
πολιτικών κρίσεων και μιας ισχυρής αντιπολίτευσης, ο Vargas αυτοκτονεί. 20 Ο θάνατός του αφήνει την Βραζιλία σε βαθύ πολιτικό διχασμό. Η χώρα εισέρχεται σε μια βραχεία περίοδο χάους και πολιτικής αστάθειας.
_ 50 σε 5 Παρά τις πολιτικές διαφωνίες του Φιλελεύθερου κόμματος, μετά την αυτοκτονία του Vargas, προκηρύσσονται εθνικέ εκλογές, τις οποίες κερδίζει ο Juscelino Kubitschek, μέλος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος PSD, με μικρή σχετικά πλειοψηφία. Ο Kubitschek ακολούθησε ένα πολιτικό μοντέλο, γνωστό σαν «αναπτυξιακό εθνικισμό», ενός τύπου εθνικής εκβιομηχάνισης δηλαδή, με στόχο την γρήγορη οικονομική ανάπτυξη και την αύξηση εισροής ξένου κεφαλαίου.21 Το σχέδιο του έγινε γνωστό ως 50 σε 5, καθώς ο ίδιος είχε υποσχεθεί 50 χρόνια προόδου της χώρας σε μόλις 5 χρόνια.22 Για τον ίδιο, το πεπρωμένο της Βραζιλίας ήταν να αναπτυχθεί και να εκσυγχρονιστεί, αλλά και να υπερβεί τα κοινωνικά και οικονομικά εμπόδια σε αυτή της την πορεία.23 Για τον Kubitschek όλοι θα έπρεπε να παίξουν ένα ρόλο στο χτίσιμο της νέας Βραζιλίας, όπως την είχε οραματιστεί. Η πολιτική του έμεινε πράγματι γνωστή για την έντονη οικονομική ανάπτυξη κατά την περίοδο 1955-1961, που συνοδεύτηκε από μία αύξηση της τάξεως του 80% στον τομέα της βιομηχανίας. Υπό την προεδρεία του οι παραγωγή χάλυβα και οι τομείς των μηχανολογικών και μεταφορικών βιομηχανιών αναπτύχθηκαν με ταχύτατους ρυθμούς. 24 Η κατασκευή της νέας πρωτεύουσας, όπως προβλεπόταν από πολλά από τα εθνικά συντάγματα, συνδέθηκε γρήγορα με την αναπτυξιακή πολιτική του, και έγινε βασικός στόχος της προεδρικής του θητείας, ήδη από την περίοδο της προεκλογικής του καμπάνιας. Υποσχέθηκε να γίνει ο πρωθυπουργός που θα υλοποιούσε την 20 21 22 23 24
Ibid. σελ. 77 Ibid. σελ. 82 Snyder D. E. (1964) σελ. 36 Pires L. (2003) σελ. 82 Ibid.
27
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
παράγραφο του συντάγματος σχετικά με τη νέα πόλη, την οποία οραματίστηκε σαν την επιτομή του βραζιλιάνικου μεγαλείου : μια νέα μοντέρνα πόλη για ένα προοδευτικά εκμοντερνιζόμενο έθνος.25 Η ιδέα της Μπραζίλια, της νέας εθνικής πρωτεύουσας, αποτέλεσε ακόμη έναν πρώτης τάξεως αντιπερισπασμό από τα προβλήματα που είχαν σταθεί σοβαρά εμπόδια για άλλους, κατά τα άλλα επιτυχημένης πορείας, προέδρους, όπως οι δυσκολίες μιας αγροτικής μεταρρύθμισης και η πάλη με τη διαφθορά. 26 Έτσι, όταν εκλέγεται το 1956, ορίζει την ημερομηνία εγκαινίων της πόλης στις 21 Απριλίου του 1960.
_ ο διαγωνισμός Με τα χρονικά όρια για την ολοκλήρωση της πόλης να είναι ιδιαίτερα στενά, αφού ο Kubitschek επιθυμούσε την κατασκευή της εντός των πλαισίων της πενταετούς του θητείας, ο ίδιος προσεγγίζει τον αρχιτέκτονα Oscar Niemeyer (1907-2012) και του αναθέτει τη θέση του υπευθύνου σχεδιασμού της Μπραζίλια. Η κρατική νομοθεσία προέβλεπε την προκήρυξη ανοιχτού διαγωνισμού για την κατασκευή όλων των δημοσίων έργων, οπότε η απευθείας ανάθεση στον γνωστό αρχιτέκτονα επέφερε αντιδράσεις, οι οποίες αγνοήθηκαν από τον Kubitschek. 27 Αμέσως μετά τις εκλογές, ανακοινώνεται η διεξαγωγή εθνικού διαγωνισμού, απευθυνόμενου αποκλειστικά σε ντόπιους αρχιτέκτονες και αρχιτεκτονικές εταιρίες για το σχεδιασμό της νέας πόλης, χωρητικότητας 500.000 κατοίκων. Η κριτική επιτροπή απαρτιζόταν από τρείς ξένους πολεοδόμους και τρείς Βραζιλιάνους αρχιτέκτονες, οι οποίοι περιέγραψαν τις προσδοκίες τους για την νέα πόλη, γράφοντας ότι θα έπρεπε «…να εκφράζει το μεγαλείο μιας πανεθνικής επιθυμίας, - και ότι θα έπρεπε- να διαφέρει από αντίστοιχες πόλεις μισού εκατομμυρίου κατοίκων»28.
25 Ηοlston J. (1989) 26 Pires L. (2003) σελ. 82 27 Wygondy A. (2004) σελ. 54 28 Μετάφραση από την απόφαση των κριτών όπως δημοσιεύτηκε στο Mοdulo 8, Rio de Janeiro (Ιούλιος 1957) σελ.18
28
_από τον μύθο στην κατασκευή
Αντικατοπτρίζοντας το φονξιναλιστικό ιδεώδες –εμπνευσμένο από τον Le Corbusier και κωδικοποιημένο από τα Congrès Internationaux d’Architecture Moderne – και τη σύγχρονη σχεδιαστική λογική, η πλειοψηφία των 27 συμμετεχόντων προτείνει σχέδια που έχουν προκύψει από συστηματικές στατιστικές μελέτες για την πόλη 29. Οι προτάσεις του διαγωνισμού αποτελούνταν από δύο μέρη. Το πρώτο ήταν ένα σχέδιο υπό κλίμακα 1: 25.000 που έδειχνε τη βασική διάταξη της προτεινόμενης πόλης και το δεύτερο ένα συνοδευτικό κείμενο. Ο αρχιτέκτονας –και συνεργάτης του Oscar Niemeyer- Lucio Costa (1902-1998) υπέβαλλε μια πρόταση, που απαρτιζόταν από σκίτσα και ιδεογράμματα, μαζί με ένα εκτενές επεξηγηματικό κείμενο για την τεχνική περιγραφή (Relatório do Planο Piloto), χωρίς τεχνικά σχέδια ή μακέτες, δείχνοντας όμως σαφώς το όραμά του να κάνει την Μπραζίλια μια μοντέρνα πόλη. Χωρίς να αναλύει ενδελεχώς τη λύση του, παρουσίασε ουσιαστικά ένα όραμα, εμπνευσμένο σχεδόν από θεϊκή παρέμβαση, παραιτούμενος από κάθε επαγγελματική η προσωπική ευθύνη για τη λύση αυτή. Οι ποιητικές, εννοιολογικές ποιότητες του σχεδίου του Costa ήταν καθοριστικές για τη βράβευση της λύσης του στο διαγωνισμό. Απορρίπτοντας τα σχέδια στα οποία λάνθανε ένας συμβατικός «χαρακτήρας πρωτεύουσας», οι κριτές αποφάσισαν ότι «…το σχέδιο που ενσωματώνει με τον καλύτερο τρόπο τα μνημειακά στοιχεία της πόλης στην καθημερινή της ζωή ως Ομοσπονδιακή Πρωτεύουσα και που παρουσιάζεται σαν μια ορθολογική, θεμελιωδώς αστική, σύνθεση – στην πραγματικότητα ένα έργο τέχνης- είναι αυτό που κατατέθηκε από τον Lucio Costa.»30 Παράλληλα, ο Lucio Costa είναι ο μόνος από τους συμμετέχοντες που τολμά να καταθέσει μια σχεδιασμένη πρόταση για τη Μπραζίλια που είναι σε αντίθεση με μια λογική «οργανικού» σχεδίου. Η πρότασή του απαιτούσε ένα γιγαντιαίο κατασκευαστικό πρότζεκτ που, κατά την ολοκλήρωσή του, θα παρέδιδε την πρωτεύουσα στην τελική της μορφή. Η ταχύτητα με την οποία ήταν δυνατό να υλοποιηθεί το σχέδιο του Costa, ήταν ιδιαίτερα ελκυστική για τον πρόεδρο Kubitschek, που είχε υποσχεθεί 50 χρόνια προόδου της χώρας σε μόλις 5 χρόνια, με το σχέδιό του «50 in 5»31. Σημαντικό για την επιλογή της πρότασης του Costa ήταν ακόμη το γεγονός ότι λάμβανε υπ’ όψη την απομόνωση της τοποθεσίας που είχε επιλεγεί για τη νέα πρωτεύουσα και είχε 29 Vernon C. (2012) 30 Μετάφραση από την απόφαση των κριτών όπως δημοσιεύτηκε στο Mοdulo 8, Rio de Janeiro (Ιούλιος 1957) σελ.18 31 Snyder D. E. (1964) σελ.36
29
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
προσαρμόσει ανάλογα τα υλικά κατασκευής της. Προβλέποντας κτίρια ομοιόμορφα και συμπαγή στην πλειοψηφία τους, πρόσφερε τη δυνατότητα μαζικής παραγωγής των υλικών κατασκευής. Τα δύο αυτά στοιχεία της πρότασής του καθιστούσαν εφικτή την κατασκευή της πόλης σε λιγότερα από πέντε χρόνια.32 Τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της πόλης θα αναλάβει ο ίδιος ο Oscar Niemeyer, γνωστός για τη μινιμαλιστική του προσέγγιση, η οποία ήταν σχεδόν οργανικά συμβατή με το μοντερνιστικό σχέδιο του Costa33.
εικ. 5 τα επεξηγηματικά σκίτσα του Costa για την πρότασή του στον διαγωνισμό 32 33
Miller S. (2004) σελ. 36 Ibid.
30
_ το Plano Piloto Η πρόταση του Lucio Costa γεννιέται από την αρχική χάραξη δυο γραμμών, μιας ευθείας και μιας καμπύλης, που διασταυρώνονται στο μέσο τους. Η πρώτη με προσανατολισμό Ανατολής- Δύσης, θα αποτελούσε τον Μνημειακό άξονα της Ομοσπονδιακής Πρωτεύουσας, Eixo Monumental στα πορτογαλικά, και η δεύτερη, με κατεύθυνση Βορρά- Νότου, τον Οδικό άξονά της ή αλλιώς Eixo Rodoviário, με τον πρώτο να υπερέχει υψομετρικά προς τον δεύτερο. Με μια πρώτη ματιά, το masterplan του Costa, που καθόλου τυχαία έμεινε γνωστό ως Plano Piloto, έχει τη μορφή ενός αεροπλάνου, σύμβολο της μοντέρνας τεχνολογικής εποχής. Το «αεροπλάνο» θα περιείχε την διοίκηση της χώρας στο πιλοτήριο, και τις άλλες δραστηριότητες παρατεταγμένες αντίστοιχα με τους επιβάτες. Οι κατοικίες θα βρίσκονταν στα φτερά, αποτελούμενες σχεδόν αποκλειστικά από συγκροτήματα διαμερισμάτων και προστατευμένες από τους άξονες της κυκλοφορίας. Οι διοικητικές δραστηριότητες θα οργανώνονταν, με τρόπο που να επιτρέπει την μέγιστη αποδοτικότητα και τον έλεγχο του χώρου, στον κεντρικό άξονα Ανατολής Δύσης. Στην κορυφή του άξονα ήταν τα υπουργεία, ευθυγραμμισμένα σε στρατιωτική παρέλαση κατά μήκος μιας τεράστιας πράσινης λεωφόρου, της esplanada dos ministérios. Στη συνέχεια με υπερηφάνεια θα στεκόταν η τριγωνικού σχήματος πλατεία των Τριών Δυνάμεων, που θα αποτελούταν από το Εθνικό Κογκρέσο -στην κορυφή, το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο και το Εκτελεστικό Μέγαρο34. Στον άξονα Βορρά- Νότου, συγκέντρωσε όπως αναφέρθηκε, την λειτουργιά της κατοικίας, για την συγκρότηση της οποίας, βασίστηκε στην ιδέα των οικοδομικών υπερτετραγώνων, SuperQuadras. Η Μπραζίλια θα ήταν μια αυτοκινητούπολη και ο Lucio Costa το έκανε σαφές μέσω του σχεδιασμού του. Στα συνοδευτικά του κείμενα, στα οποία χαρακτήριζε την Μπραζίλια ως «πρωτεύουσα των οδικών και αεροπορικών μεταφορών της χώρας», πρότεινε ένα γενικό δίκτυο αυτοκινητιστικής κυκλοφορίας και διατύπωνε την ανάγκη να διαχωριστούν οι πεζοί από τα αυτοκίνητα. Εν τούτοις, δεν κάνει καμία αναφορά σε άλλα μέσα μεταφοράς όπως τοπικά τρένα, τραμ ή ποδήλατα, παρά μόνο σε λεωφορεία. Η 34
Madaleno I.M. (1997)σελ. 178
31
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
εικ. 6 το σχέδιο του Costa για το Plano Pilotο
32
_από τον μύθο στην κατασκευή
μαζική μεταφορά θα πραγματοποιούνταν μέσω του δικτύου λεωφορείων, για το οποίο προέβλεπε την κατασκευή ενός τερματικού σταθμού στον δυτικό άκρο του Μνημειακού άξονα και έναν ακόμη κεντρικό σταθμό στο σημείο συνάντησης του με τον Οδικό άξονα.35 Η προτεινόμενη δομή, όριζε τους δύο μεγάλους άξονες, που διαπερνούν ολόκληρη την περιοχή, ως το βασικό σύστημα της κυκλοφορίας, που θα έρρεε γρήγορα και αποτελεσματικά, χωρίς φανάρια και διασταυρώσεις. Μέσω των εν λόγω αξόνων θα γινόταν και η σύνδεση της πόλης, με το δίκτυο εθνικών αυτοκινητοδρόμων, που επεκτάθηκε χάριν της κατασκευής της νέας πρωτεύουσας, για την επικοινωνίας της με την υπόλοιπη ενδοχώρα και τις παράκτιες πόλεις της χώρας και με σκοπό την ανάπτυξη του ακόμα “άγριου” εσωτερικού της Βραζιλίας. Για την τοπική κίνηση, επιπλέον των κεντρικών αυτών υπερλεωφόρων, που διαχωρίζουν αυστηρά τις λειτουργικές ζώνες της πόλης, θα παρείχε και πλευρικούς δρόμους για την σύνδεση τους, οι οποίοι παράλληλα θα οριοθετούσαν τις επιμέρους δραστηριότητες, όπως σχολεία, κατοικίες, εμπορικά καταστήματα, μικρές βιοτεχνίες κ.λπ.36 Στο σημείο τομής των δύο αξόνων, ο Costa δήλωνε στο επεξηγηματικό κείμενο που συνόδευε τα σχέδιά του, την πρόθεσή του να δημιουργήσει ένα κέντρο συσσώρευσης για την ζωή της πόλης, όπου θα έπρεπε να βρίσκονται πολιτιστικοί χώροι, θέατρα, κινηματογράφοι, ξενοδοχεία και τα δυο κεντρικά εμπορικά κέντρα. 37. Νότια των κυβερνητικών κτιρίων απλώνεται η τεχνητή λίμνη Paranoa, που δημιουργήθηκε για την εξισορρόπηση του ξηρού κλίματος της περιοχής όπου θα κατασκευαζόταν η νέα πόλη.
_ η εφαρμογή Στην τοπική καθημερινή γλώσσα, ο πυρήνας της πόλης της Μπραζίλια αναφέρεται συνήθως ως «το Plano Piloto», κάτι που υποδηλώνει ότι η πρόταση που κατατέθηκε στο διαγωνισμό συγχέεται με την πόλη που χτίστηκε εν τέλει. Ωστόσο, οι 35 36 37
Wright C. L.,(1987) Fontes C.& Medeiros V. (2013) Costa L. (1991)
33
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
Ficher και Leitão έδειξαν πως η ανάπτυξη της πραγματικής πόλης δεν ήταν, και δεν θα μπορούσε να είναι, μια απλή εφαρμογή των όσων υπέδειξε με τα σκίτσα και το κείμενο αναφοράς του ο Lucio Costa. Η μεταφορά του πιλοτικού σχεδίου για την Μπραζίλια στη μελέτη εφαρμογής και την κατασκευή, ακόμη και αν δεν προδίδει τα πρωτότυπα σχέδια του Lucio Costa με τη δυναμική τους σύνθεση και έκφραση, είναι παρόλα αυτά αποτέλεσμα της συμβολής και της παρέμβασης πολλών παραγόντων 38. Οι παρεμβάσεις αυτές άρχισαν ήδη κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της κριτικής επιτροπής του διαγωνισμού, η οποία έκανε μερικές υποδείξεις. Κατά το πλείστον όμως πραγματοποιήθηκαν κατά τη λεπτομερή επεξεργασία της πρότασης από το Τμήμα Αστικού Σχεδιασμού της Novacap, της δημόσιας εταιρείας που συστάθηκε για την επίβλεψη της κατασκευής της Μπραζίλια, υπό την διεύθυνση του Oscar Niemeyer και χωρίς τη συμμετοχή του Lucio Costa.39 Η επιτροπή απαρτιζόταν από τον πρόεδρο της NOVACAP, Israel Pinheiro, τον Paulo Antunes Ribeiro από τον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων, τον Luiz Hildebrando Horta Barbosa από το Τεχνικό Επιμελητήριο, τους αρχιτέκτονες André Sivé - σύμβουλο του Υπ. Ανοικοδόμησης στη Γαλλία, Στάμο Παπαδάκη - καθηγητή στο Brooklyn College, τον βρετανό William Holford, και φυσικά, τον Oscar Niemeyer, Διευθυντή Πολεοδομίας της NOVACAP.40 Mερικές από τις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν από την επιτροπή σχετικά με την νικητήρια πρόταση ήταν ότι41: α. δεν είχε προβλεφθεί λειτουργία για τη μεγάλη έκταση γης που βρίσκεται μεταξύ του κυβερνητικού κέντρου και της λίμνης, β. το αεροδρόμιο βρισκόταν πολύ μακριά, γ. το πιο απομακρυσμένο τμήμα της λίμνης και των χερσονήσων δεν προβλεπόταν να χρησιμοποιηθεί για στέγαση, δ. δεν υπήρχε η περιφερειακή προοπτική, που θα έκανε δυνατή και αναγκαία την οικιστική ανάπτυξη. Ο Lucio Costa (1991) θεωρεί ότι η οργάνωση της Μπραζίλια ξεκινά από δύο άξονες που τέμνονται μεταξύ τους. Μετά την επεξεργασία όμως του σχεδίου από τους πολεοδόμους της επιτροπής, αναδεικνύεται η σημασία της προσαρμογής των αξόνων στην τοπογραφία της περιοχής, στους υδάτινους πόρους της και στον ηλιασμό. 38 39 40 41
Ficher & Leitão (2010) p. 99) Palazzo P. and Saboia L. (2012) Μαρτίνος Σ. (παρουσίαση στη σχολή αρχιτεκτόνων) Fontes C., Medeiros V., (2015)
34
_από τον μύθο στην κατασκευή
εικ. 7 το σχέδιο εφαρμογής του Plano Pilotο
35
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
Πέρα από αυτά, η θέση της πόλης μετακινήθηκε πιο κοντά στη λίμνη, προκειμένου να αποφευχθεί και η παράνομη κατάληψη των κενών εδαφών42. Οι βασικοί δύο άξονες, όμως, διατηρούν το θεμελιακό ρόλο τους στην οργάνωση του αστικού συστήματος, διατηρώντας κατ' ουσίαν την ιδέα του Costa. Διατηρείται επίσης η διαίρεση της Μπραζίλια σε ζώνες δραστηριοτήτων αυστηρά διαχωρισμένες μεταξύ τους, όπως όριζε η πρόταση του Costa σε καθαρά μοντερνιστικά πρότυπα. Η ιεραρχία των αστικών λειτουργιών αντικατοπτρίζεται σαφώς στην απόσταση τους από το κέντρο, δηλαδή από τον γραμμικό πυρήνα δημόσιων λειτουργιών που συνεχίζει -όπως το σχεδίασε ο Costa-να παρακολουθεί τον Eixo Monumental, τον κεντρικό άξονα στις δύο πλευρές του οποίου αναπτύσσονται τα δύο συμμετρικά «φτερά». Ο κάθετος άξονας Eixo Rodoviario, αντιπροσωπεύει τον κύριο άξονα μεταφορών για τις δύο οικιστικές ζώνες Asa Sul και Asa Norte -τα φτερά της σύνθεσης-, αλλά πλέον λειτουργεί και ως κύριος άξονας επικοινωνίας της πόλης με την υπόλοιπη περιφέρεια. Εν ολίγοις, οι μετατροπές του σχεδίου πραγματοποιήθηκαν κυρίως από την εταιρία Novacap, με την επιμέλεια του Oscar Niemeyer και εν απουσία του Lucio Costa, διαφοροποιώντας μερικώς την οργάνωση της πόλης όπως την είχε συλλάβει ο δεύτερος. Τα κτίρια που συγκρότησαν την πόλη τα σχεδίασε ο Niemeyer ο οποίος μάλιστα σχεδίασε κάποια από αυτά, όπως για παράδειγμα το Προεδρικό Μέγαρο, πριν ακόμα ο Costa ολοκληρώσει το σχέδιο της πόλης.43 Ακόμη και στα σημεία όπου η πρόταση του Lucio Costa ήταν πολύ συγκεκριμένη, εισήχθηκαν μια σειρά από σημαντικές αλλαγές. Στο σημείο τομής των δύο αξόνων, ο Costa είχε οραματιστεί να «δημιουργήσει μια μεγάλη πλατφόρμα, ελεύθερη από την οδική κυκλοφορία, ως το κέντρο διασκέδασης της πόλης, με θέατρα, εστιατόρια, κ.λπ.»44. Σε αυτό το σημείο-κλειδί για την Μπραζίλια, επιλέχθηκε εντούτοις να κατασκευαστεί ο κεντρικός τερματικός σταθμός των λεωφορείων. Επιπλέον, η Esplanada των υπουργείων διευρύνθηκε κατά 120 μέτρα, φθάνοντας σε συνολικό πλάτος τα 360μ., για να στεγάσει το κτίριο του Κογκρέσο που είχε ήδη σχεδιάσει ο Oscar Niemeyer. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία μιας πολύ μεγαλύτερης πλατφόρμας πάνω από τον σταθμό, με ένα περίπλοκο σύμπλεγμα τριών κινήσεων και, ως εκ τούτου, σε ένα ακόμη ισχυρότερο χάσμα μεταξύ του βόρειου και νότιου μέρους της πόλης. 42 43 44
Fontes C.& Medeiros V. (2013) Andrews St. (1992 ) Costa L. (1991)
36
_από τον μύθο στην κατασκευή
Όπως περιγράφει ο Holston «...παρά το γεγονός ότι αυτές οι πρώιμες αλλαγές ήταν όλες δικαιολογημένες, υπήρχε μια διφορούμενη στάση στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίστηκαν: οι αλλαγές καθαυτές είχαν μελετηθεί καλά, αλλά οι αντίστοιχες συνέπειες τους στην κυκλοφορία όχι. Έτσι, παρά την ανησυχία τους για την πίστη προς τα πρωτότυπα σχέδια αγνόησαν άθελά τους μία από τις πιο σημαντικές πτυχές της πρόθεσης που τα παρήγαγε, την αντικειμενικότητα και την κοινή λογική.» 45
_ κατασκευές Η τελική τοποθεσία της νέας πρωτεύουσας είχε ήδη οριοθετηθεί από το 1954 από μία κυβερνητική επιτροπή και μετά από σύσταση της Αμερικανικής κατασκευαστικής εταιρίας Donald J. Belcher and Associates46. Η θέση της πόλης -όπως σε γενικές γραμμές είχε προσδιοριστεί και στο παρελθόν- βρίσκεται σε ένα οροπέδιο, σε ύψος 1000 m στην πολιτεία Goias που, την εποχή εκείνη, κατοικούταν σποραδικά και για την κοινή γνώμη αποτελούσε μια πολιτισμική -αν όχι και πραγματική- «ζούγκλα»47. Η περιοχή καλυπτόταν από τη βλάστηση της σαβάνας και τα μόνα της φυσικά όρια ήταν τα τμήματα των ποταμών Bananal και Gama, κοντά στις εκβολές τους. O αρχιτέκτονας τοπίου Roberto Burle Marx (1909-1994), που θα συμμετάσχει αργότερα στον τοπιακό σχεδιασμό της Μπραζίλια, είχε πάρει μέρος στην κρατική επιτροπή για την επιλογή της τοποθεσίας και είχε προτείνει την κατασκευή μιας τεχνητής λίμνης ελικοειδούς περιγράμματος σ' εκείνο το σημείο -αποξηραίνοντας τους δύο ποταμούς- ώστε να τοποθετηθεί το κέντρο της πόλης στη χερσόνησο που θα δημιουργούταν έτσι. Η επιτροπή επιλογής της τοποθεσίας ήταν γνωστή ως Comissão de Localização da Nova Capital Federal με διευθυντή τον Συνταγματάρχη José Pessoa Cavalcanti de Albuquerque. 48 Μετά από επίσκεψή της στο σημείο όπου επρόκειτο να κατασκευαστεί η πόλη, η Αμερικανίδα βραβευμένη με Pulitzer ποιήτρια Elizabeth Bishop περιγράφει το μέρος 45 46 47 48
Holston J. (1989) Epstein D. G. (1973) Ibid Philippou S. (2008) σελ. 218
37
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
ως «άδειο» και «γυμνό», ένα τόπο «θλίψης και ερήμωσης». «Σε σύγκριση με σχεδόν οποιοδήποτε άλλο κατοικήσιμο τμήμα αυτής της φανταστικά όμορφης χώρας», όπως λέει, το σημείο «φαίνεται πραγματικά καθόλου ελκυστικό και λίγα υποσχόμενο. Δεν υπάρχουν βουνά, ούτε ακόμα και πραγματικοί λόφοι, …καθόλου δέντρα οποιουδήποτε μεγέθους, κανένα αίσθημα ύψους, μεγαλείου, ασφάλειας, γονιμότητας, ή ακόμα και απλά γραφικότητας, καμιά από τις ποιότητες που θα θεωρούσε κανείς ικανή να δώσει σε μια πόλη γοητεία ή χαρακτήρα»49. Στις αρχές του 1957, η κυβέρνηση του Kubitschek ξεκινά τη στρατολόγηση εργατικού και διοικητικού δυναμικού για την κατασκευή της Μπραζίλια. Μια κρατική επιχείρηση, με το όνομα Novacap (New Capital Urbanization Company), δημιουργείται σαν γενικός διοργανωτής-εργολάβος της κατασκευής.50 Ένα τεράστιο πλήθος εργατών άρχισε να καταφθάνει στην περιοχή σε αναζήτηση εργασίας, σε μεγάλο του μέρος προερχόμενο από το φτωχότερο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας. Οι εργαζόμενοι στεγάζονταν είτε σε προσωρινά καταλύματα εντός του εργοταξίου είτε στον επίσης προσωρινό οικισμό που κατασκευάστηκε από την Novacap, στα περίχωρα του Plano Piloto και σε απόσταση 3 χιλιομέτρων από αυτό. Ο οικισμός ονομάστηκε Núcleo Bandeirante, αλλά θα γίνει γνωστός με το όνομα Cidade Livre (ελεύθερη πόλη) λόγω της απαλλαγής από τη φορολόγηση που δόθηκε ως κίνητρο στους εμπόρους για να εγκατασταθούν στην περιοχή. Ενώ στην αρχή ο οικισμός ήταν σχεδιασμένος με σαφώς διαχωρισμένες ζώνες λειτουργιών, η όλο και αυξανόμενη προσέλευση εργατών και η συσσώρευσή τους στο εσωτερικό ή και στον περίγυρο του Núcleo Bandeirante, αλλοίωσε την κατανομή των χρήσεων γης. Τα περισσότερα κτίσματα ήταν προσωρινές κατασκευές φτιαγμένες από ευτελή υλικά. Ο ίδιος ο χαρακτήρας του οικισμού άλλωστε ήταν προσωρινός, μιας και αμέσως μετά την εγκαινίαση της πόλης προβλεπόταν η διάλυσή του.51 Η αρχική επιδίωξη στο masterplan της πόλης ήταν να αποφευχθούν με κάθε κόστος οι favelas ( παραγκουπόλεις τυπικές στη σύνθεση των άλλων μεγαλουπόλεων της Βραζιλίας). Το διαρκώς αυξανόμενο πλήθος των εργατών που προσελκύονταν 49 50 51
Bishop Ε. (2006) σελ. 82 Savić S., Savičić G., (2012) Campos, dela F. (2014) σελ. 2
38
_από τον μύθο στην κατασκευή
εικ. 8 χάρτης των πόλεων- δορυφόρων με τις αποστάσεις των κέντρων τους από το Plano Piloto.
39
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
από τη σταθερή ζήτηση εργασίας στην περιοχή προβλεπόταν, μετά το τέλος των εργασιών, είτε να εγκατασταθεί σε αγροτικούς συνεταιρισμούς έξω από την πόλη, είτε να ενσωματωθεί στην τοπική εμπορική αγορά, είτε να επιστρέψει στους τόπους προέλευσής του52. Ένα μέρος των εργατών θα στεγαζόταν επίσης στο Plano Piloto. Η αρχική επιδίωξη του Costa άλλωστε, ήταν να στεγαστούν από κοινού οι εργάτες μαζί με τις άλλες κοινωνικές τάξεις μέσα στη νέα πόλη, στα Superquadras που συγκροτούσαν τις ζώνες κατοικίας της. 53 Όπως πίστευε, θα έπρεπε να διατίθεται σε όλους ανεξαιρέτως «αξιοπρεπής» κατοικία.54. Το 1958, με την ημερομηνία των εγκαινίων της πόλης να πλησιάζει αλλά και σαν αποτέλεσμα μιας μεγάλης ξηρασίας στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας που ανάγκασε μεγάλες ομάδες του πληθυσμού να αναζητήσουν εργασία στην ανέγερση της νέας πρωτεύουσας, η ζήτηση για στέγη στην περιοχή εκτινάχθηκε. Σαν απάντηση, θα χτιστεί τότε ο πρώτος παράνομος οικισμός στα όρια της Cidade Livre , με το όνομα Villa Sara (το όνομα της συζύγου του προέδρου) από εργάτες που διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους στην πόλη – δηλαδή μια κατοικία. 55 Τελικά, θα αποφασιστεί η δημιουργία του πρώτου εγκεκριμένου δορυφορικού οικισμού στην πόλη, μετά από διαπραγματεύσεις του ίδιου του Kubitschek με τα θύματα της ξηρασίας, για να στεγάσει τους κατοίκους που θα μετακινούνταν από τη Villa Sara56. Ο νέος αυτός οικισμός θα βρεθεί στα 25 χιλιόμετρα από το Plano Piloto. Τα επόμενα χρόνια και μετά από έντονες πιέσεις από τους εργαζόμενους της Novacap για χώρους οργανωμένης κατοικίας, θα δημιουργηθούν δύο ακόμη δορυφορικοί οικισμοί, το Sobradinho και η Gama, 25 και 38 χιλιόμετρα αντίστοιχα από το κέντρο, σε μια προσπάθεια να απομακρυνθούν τα κομμάτια παραδοσιακού αστικού ιστού από το Plano Piloto, ώστε να μην αλλοιώνεται η φυσιογνωμία του57. Κατά την εγκαινίαση του Plano Piloto στις 21 Απριλίου του 1960, βρίσκουμε έναν αρκετά μικρό πληθυσμό να κατοικεί εκεί. Αρχικά ήταν διαθέσιμοι μόνο δύο τύποι κατοικιών: α) εξαώροφα κτίρια με pilotis και ασανσέρ -τα superquadras- και β) 52 53 54 55 56 57
Savić S. & Savičić G. (2012) Campos, dela F. (2014) Holanda,de F. κ.συν. σελ. 2 Bertaud A. (2001) Savi S. & Savii G. (2012) Holanda de F. κ.συν. σελ. 4
40
_από τον μύθο στην κατασκευή
μονοκατοικίες στις όχθες τις λίμνης (για τα ανώτερα στρώματα)58. Παρά το όραμα του Costa για μια ανάμεικτη οικονομικά και κοινωνικά κατοίκηση, οι εργάτες χαμηλών εισοδημάτων και, κυρίως, ο μεταναστευτικός πληθυσμός που έφτασε στην πόλη για να εργαστεί στην κατασκευή της γρήγορα αντιλήφθηκαν ότι η Μπραζίλια δεν ήταν η «Πρωτεύουσα της Ελπίδας» όπως την είχε αποκαλέσει κάποτε ο Γάλλος ποιητής André Malraux59 και ότι δεν ήταν δυνατόν να κατοικήσουν στην νέα πόλη από οικονομική άποψη. Επιπλέον, με την ολοκλήρωση των εργασιών οριζόταν και προθεσμία για τη διάλυση των εργατικών οικισμών. Οι αυστηροί περιορισμοί που επέβαλε το νέο πολεοδομικό σχέδιο όμως, προκάλεσαν την απροθυμία των εμπόρων της Cidade Livre για μετακίνηση προς το Plano Piloto60. Μαζί με τους κατοίκους που επρόκειτο να απομακρυνθούν από την περιοχή, οι έμποροι οργάνωσαν ένα κίνημα αντίστασης στα σχέδια της κυβέρνησης. Τελικά, το 1961 και μετά από πιέσεις, η κυβέρνηση επέτρεψε στους κατοίκους να παραμείνουν στον οικισμό61. Παρά τα αρχικά σχέδια, οι πρώτοι περιφερειακοί οικισμοί της Μπραζίλια, είχαν ήδη δημιουργηθεί όταν η πόλη εγκαινιάστηκε.
_ οι πόλεις δορυφόροι Σήμερα στο Plano Piloto (το αρχικά προβλεπόμενο αστικό σχέδιο της Μπραζίλια) στεγάζονται 500,000 κάτοικοι ενώ περισσότερο από το 80% του συνολικού πληθυσμού της ομοσπονδιακής περιφέρειας - Federal District κατοικούν στις 29 απομακρυσμένες πόλεις-δορυφόρους, παρότι ο αριθμός των δουλειών είναι περιορισμένος και παρέχονται κυρίως στο κέντρο του Plano Piloto. Οι πόλεις αυτές εμφανίζονται σαν οριζόντιες, επίπεδες φαβέλες. Σε αντίθεση όμως με τις φαβέλες του Ρίο ντε Τζανέιρο ή άλλων μεγαλουπόλεων, είναι ρυμοτομημένες 58 59 60 61
Ibid. σελ. 2 Campos, dela F. (2014) Savi S., Savii G., (2012) Campos, dela F. (2014)
41
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
και εξοπλισμένες με αστικές υποδομές. Η χάραξη του ιστού, όπως και η κατανομή των δραστηριοτήτων μέσα σε αυτές αντανακλά κατά ένα τρόπο τη δομή του Plano Piloto. Άρχισαν να ανοίγουν καταστήματα, εστιατόρια, κινηματογράφοι, ακόμα και ξενοδοχεία. Η πλειοψηφία των κατασκευών ήταν από ξύλο και οι στέγες τους από αλουμίνιο, ψευδάργυρο ή άχυρο. Ακόμα και η περιφέρεια στο σύνολο της, είναι κατά κάποιον τρόπο διαχωρισμένη σε λειτουργικές ζώνες. Το Núcleo Bandeirante ή Ελεύθερη Πόλη, για παράδειγμα αποτελούσε την εμπορική ζώνη, ενώ στη Velhacap, που αργότερα ονομάστηκε Candangolândia, συγκεντρώθηκε αρχικά η διοίκηση. Όπως περιγράφει ο James Holston: …οι πόλεις-δορυφόροι ενσωματώνουν το μοντερνιστικό κυκλοφοριακό σύστημα του Plano Piloto. Παρόμοια, οι βασικές αρχές σχεδιασμού συλλογικών κατοικιών όπως εκφράζονται στο Masterplan, ενσωματώνονται στον σχεδιασμό των τομέων κατοικίας των πόλεων-δορυφόρων, παρότι οι τομείς αυτοί είναι βασικά σχεδιασμένοι για ανεξάρτητες κατοικίες και όχι για superquadras (οικοδομικά υπερ-τετράγωνα). Τα σπίτια έχουν μέτωπο σε μια ζώνη πρασίνου δημόσιας κτήσης την οποία, θεωρητικά, κάθε κάτοικος μοιράζεται με τους γείτονές του και την φροντίζουν από κοινού. Με την πλάτη τους στο δρόμο, τα σπίτια αυτά αναπαράγουν τελικά την χαρακτηριστική αντίθεση μπροστινής/ πίσω όψης που θα βρούμε στο σχεδιασμό του Plano Piloto της Μπραζίλια62. Αυτή η μαζική αστική ανάπτυξη εκτός του πιλοτικού σχεδίου είναι κάτι που ο Lúcio Costa κλήθηκε να διευθετήσει το 1974, όταν παρουσίασε μια σειρά από κατευθυντήριες γραμμές για τη μελλοντική επέκταση της πόλης -προβλέποντας επίσης ότι το υψηλό κόστος του κέντρου θα αποτρέψει τους περισσότερους ανθρώπους από το να ζήσουν εκεί. Ο αρχιτέκτονας συνέχισε να διαιρεί το υπόλοιπο της περιοχής σε διαφορετικές λειτουργικές ζώνες, επισημαίνοντας την θέση των δορυφορικών πόλεων και των προστατευομένων φυσικών ζωνών. Επιπλέον, ο ίδιος θεώρησε ότι οι τεράστιες αποστάσεις μεταξύ των οικιστικών ζωνών θα πρέπει να καλύπτονται μέσω ενός συστήματος δημόσιων μεταφορών, αλλά οι ενδιάμεσες περιοχές θα πρέπει να παραμένουν κενές ως προς τον σχεδιασμό. Στο μοντέλο του Costa, η αστική ανάπτυξη ελέγχεται, περιβάλλοντας κάθε πόλη με μια προστατευόμενη ζώνη πρασίνου.
62
Holston J. (1989) σελ. 273
42
_ η μοντέρνα πόλη
« Αν με έβγαζαν μια φωτογραφία νε στέκομαι στην Μπραζίλια, όταν εμφάνιζαν την φωτογραφία θα εμφανιζόταν μόνο το τοπίο.»
Clarice Lispector , Brasília: cinco dias
_ η Λατινική Αμερική του μοντέρνου Η ανάπτυξη του μοντέρνου κινήματος στη Λατινική Αμερική, φαίνεται κάπως ανορθόδοξη αν σκεφτούμε το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης της οικονομίας και της τεχνολογίας στις λατινοαμερικάνικες χώρες σε σχέση με τις Ευρωπαϊκές που, μόλις λίγα χρόνια πριν, είχαν δει να γεννιέται το μοντέρνο. Η ανάπτυξη του μοντέρνου κινήματος προηγείται στη Βραζιλία σε σχέση με τις άλλες χώρες τις Λατινικής Αμερικής. Η εξέλιξη αυτή δεν φαίνεται να σχετίζεται άμεσα με το οικονομικό επίπεδο της χώρας αφού, για το έτος 1929, το μέσο κατά κεφαλήν ετήσιο εισόδημα ήταν $4.367 για την Αργεντινή αλλά μόλις $1.106 για τη Βραζιλία.1 Δεν φαίνεται να σχετίζεται ούτε και με το τεχνολογικό της επίπεδο, καθώς η παραγωγή γυαλιού, χάλυβα και σκυροδέματος δεν ήταν ανεπτυγμένη στη χώρα πριν τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ενώ οι σιδηροδρομικές και οδικές της υποδομές ήταν σε αρκετά υποδεέστερο επίπεδο σε σύγκριση πάλι, για παράδειγμα, με την Αργεντινή. Ακόμη, αν και οι κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις της περιόδου του ’20 και ’30 δημιούργησαν καθοριστικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του μοντέρνου κινήματος στη βραζιλιάνικη αρχιτεκτονική, δεν βλέπουμε αντίστοιχη άνθιση σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως το Μεξικό και η Αργεντινή, παρότι εκεί βλέπουμε αρκετά εντονότερες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές.2 Στις ευρωπαϊκές χώρες όπου βλέπουμε να αναπτύσσεται πιο γοργά η μοντέρνα αρχιτεκτονική, όπως η Σοβιετική Ένωση, η Γερμανία και σε μικρότερο βαθμό η Ιταλία, βλέπουμε κατά την αντίστοιχη περίοδο έντονη ανάμειξη του κράτους τόσο στην οικονομία όσο και στην τέχνη. Αντιθέτως, σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία, όπου η επεμβατικότητα του κράτους είναι σημαντικά περιορισμένη συγκριτικά, παρατηρούμε μια σαφώς πιο αργή άνθιση του μοντέρνου. Αυτή η διαπίστωση, μπορεί ίσως να μας διαφωτίσει ως προς τους παράγοντες που οδήγησαν στην ανάπτυξη του μοντέρνου κινήματος νωρίτερα στη Βραζιλία απ ότι στις λοιπές λατινοαμερικάνικες χώρες. Σε σχέση ξανά με το Μεξικό και την Αργεντινή, βλέπουμε στη Βραζιλία μια σημαντικά μεγαλύτερη εμπλοκή του κράτους στην εκβιομηχάνιση της χώρας και μεγαλύτερες κρατικές δαπάνες για την κατασκευή δημοσίων έργων.3 1 2 3
Guillén F.M.(2004) σελ. 22 Ibid. Ibid. σελ. 24
46
_ η μοντέρνα πόλη
Σημαντικό ρόλο στη μετάδοση των μοντέρνων αξιών στη Λατινική Αμερική έπαιξαν σίγουρα οι εξόριστοι Ευρωπαίοι αρχιτέκτονες, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ευρώπη την περίοδο του πολιτικού αναβρασμού, κατά τις δεκαετίες του ’30 και του ’40 και εγκαταστάθηκαν στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Οι ντόπιοι αρχιτέκτονες μοιράστηκαν μαζί τους το όραμα του κοινωνικού μετασχηματισμού μέσω της αρχιτεκτονικής, αλλά, πέρα από το να ενστερνιστούν τις αρχές του μοντέρνου, το εμπλούτισαν με τοπικές επιρροές, με λιγότερη ή περισσότερη συνέπεια.4 Στη Βραζιλία, σημείο εκκίνησης για τη μοντέρνα αρχιτεκτονική αποτελεί η άφιξη του Ρώσου αρχιτέκτονα Gregori Warchavchik, που έρχεται στη χώρα στα μέσα της δεκαετίας του ’20 και εργάζεται στο Σάο Πάολο. Το έργο του Casa Modernista (1927) θεωρείται το πρώτο μοντέρνο κτίριο της Λατινικής Αμερικής.5 Την ίδια περίοδο, στους κύκλους των Βραζιλιάνων μηχανικών ξεκινούν να συζητιούνται οι ιδέες του Τέϊλορ για την επιστημονική διοίκηση και την οργάνωση της παραγωγής. Το καθεστώς του Vargas, θα έρθει λίγο αργότερα να ενισχύσει την εφαρμογή τους, τόσο ως εργαλεία οικονομικής ανάπτυξης όσο και ως εργαλεία βελτίωσης του κρατικού μηχανισμού. Τα πειράματα αυτά αποδείχτηκαν επιτυχή και είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία δεσμών μεταξύ των μοντέρνων σχεδιαστών και της βιομηχανίας.6 Στη Λατινική Αμερική, η αρχιτεκτονική εκπαίδευση εκκινεί γενικά από την ακαδημαϊκή παράδοση των beaux-arts, για να εξελιχθεί μετά ξεχωριστά για κάθε χώρα. Στη Βραζιλία βλέπουμε να προχωράει σταδιακά προς το μοντέρνο και σημαδεύεται από την πρώτη επίσκεψη του Le Corbusier στη χώρα το 1929. Λίγο αργότερα, το 1930, ο Lucio Costa χρίζεται διευθυντής της Εθνικής Σχολής Καλών Τεχνών, στο Ρίο ντε Τζανέιρο, η οποία μέχρι τότε ακολουθούσε ένα ακαδημαϊκό πρόγραμμα στους άξονες της εκλεκτικιστικής και αποικιακής αρχιτεκτονικής. Αν και αρχικά η τοποθέτησή του δυσαρεστεί τα πιο συντηρητικά στοιχεία της σχολής, τελικά ο Costa καταφέρνει να κάνει την αρχή για την απομάκρυνση του προγράμματος από τον ακαδημαϊσμό προς μία πιο σύγχρονη προσέγγιση, κάτι που θα επηρεάσει τους σπουδαστές της σχολής κατά τη δεκαετία του ’30, μεταξύ των οποίων και ο Oscar Niemeyer.7 4 5 6 7
Ibid. Ibid σελ. 25 Ibid. σελ. 25 Ibid.
47
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
Το 1935, οι νεαροί ακόμα αρχιτέκτονες Lucio Costa και Oscar Niemeyer και η ομάδα τους λαμβάνουν μέρος στον κρατικό διαγωνισμό για το σχεδιασμό του νέου Υπουργείου Υγείας και Εκπαίδευσης στην τότε πρωτεύουσα της χώρας, το Ρίο ντε Τζανέιρο. Παρουσιάζουν ένα μοντέρνο κτίριο, που ενθουσιάζει τη διεθνή κοινότητα και κερδίζει τον διαγωνισμό. Οι ιστορικοί τέχνης της εποχής το περιγράφουν ως “… την πρώτη υλοποίηση του κατασκευαστικού τύπου που ο Le Corbusier σκέφτεται εδώ και καιρό”8. Ο ίδιος ο Le Corbusier επισκέπτεται τότε για δεύτερη φορά τη Βραζιλία μετά το 1929, μετά από πρόσκληση των αρχιτεκτόνων να τους παράσχει συμβουλές για την κατασκευή. Τόσο ο Costa όσο και ο Niemeyer, συνεχίζουν έκτοτε να σχεδιάζουν, κάποιες φορές σε συνεργασία, σημαντικά δημόσια κτίρια, με τον δεύτερο να αναλαμβάνει αρκετές αναθέσεις από τον Juselino Kubitschek, τότε δήμαρχο του Belo Horizonte (στην περιοχή του Minas Gerais). Αν και η κατασκευή δημόσιων και κοινωνικών κατοικιών δεν αποτελούσε προτεραιότητα της κυβέρνησης στον τομέα των δημόσιων επενδύσεων, αρκετοί αρχιτέκτονες της εποχής αφιερώθηκαν στο σχεδιασμό κατοικίας με έμφαση στο λιτό σχεδιασμό και τη φονξιοναλιστική λογική.
_ πολεοδομικές χαράξεις Η Μπραζίλια, όπως περιγράφει ο Holston, είναι η πόλη του 4ου C.I.A.M (Congress International de l’ Architecture Moderne), του Διεθνούς Συνεδρίου Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το 1933, περίοδο του μεσοπολέμου και της κορύφωσης του Μοντέρνου Κινήματος. Τα πορίσματα του συνεδρίου, που είχε ως θέμα την Οργανική Πόλη εκδίδονται δέκα χρόνια αργότερα, στην περίφημη Χάρτα των Αθηνών, με σχολιασμό του Le Corbusier, συμπυκνώνοντας τις θέσεις και τις αρχές του μοντέρνου πολεοδομικού σχεδιασμού. Το μοντέλο πόλης που προτείνεται ως αποκρυστάλλωση των διεργασιών του Συνεδρίου, στο οποίο συμμετείχαν μια σειρά αρχιτεκτόνων ποικίλων ιδεολογικών αναφορών και από πολλές χώρες, προέκυψε σαν μια σύνθεση προτάσεων και έγινε 8
1960.)
Benevolo, Leonardo. 1977. History of Modern Architecture. Cambridge, MA: MIT Press. (Orig. pub.
48
εικ. 10 το Υπουργείο Υγείας και Εκπαίδευσης στο Ρίο ντε Τζανέιρο
49
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
αντιληπτό ως η πόλη της «λύτρωσης». Προτάθηκε σαν ένα σχέδιο επίλυσης των αστικών και κοινωνικών κρίσεων που απορρέουν από την επιβολή των ιδιωτικών συμφερόντων στην πόλη, από την συσσώρευση πλούτου αλλά και από την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Πολλά από τα διεθνή αρχιτεκτονικά κινήματα που συνέβαλαν στο C.I.A.M., είχαν τις ρίζες τους σε μια έντονα πολιτική αντίληψη της Αρχιτεκτονικής (όπως οι Ρώσοι Κονστρουκτιβιστές, οι Εξπρεσιονιστές της κεντρικής Ευρώπης, οι Γερμανοί του Bauhaus) και ήταν κοντά στις ιδέες της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αν και η σύνθεση του Συνεδρίου περιελάμβανε και συμμετοχές άλλων ιδεολογικών αφετηριών, κατά πλειοψηφία εκκινούσαν από μια κοινή ανάγνωση της επίδρασης του καπιταλισμού και της εκβιομηχάνισης, που ήρθε μέσω της οργάνωσης των μέσων παραγωγής προς όφελος του ιδιωτικού κεφαλαίου να διαρρήξει τον κοινωνικό ιστό των πόλεων. Οι σύγχρονες τότε βιομηχανικές πόλεις, όπως σημείωναν, δεν είχαν σαν οργανωτική βάση μια λογική αποτελεσματικής και ορθολογικής λειτουργίας, αλλά αντίθετα, διαμορφώνονταν με βάση το ιδιωτικό συμφέρον. Στο μοντέλο πόλης που προτάθηκε από το C.I.A.M., αναδεικνύεται ένας άρρηκτος δεσμός μεταξύ των αλλαγών του αστικού χώρου και των αλλαγών της κοινωνίας, μεταξύ του πολεοδομικού μοντέλου, της αρχιτεκτονικής πρότασης και της οικονομικο-κοινωνικής βάσης των δύο. Έτσι, το συνέδριο καταλήγει να προτείνει ένα μοντέλο αστικής ανάπτυξης που θα βασίζεται στη συλλογική δράση και έλεγχο πάνω στην πόλη, στον αντίποδα των ιδιωτικών συμφερόντων, και το οποίο θα επωφελείται από τα τεχνολογικά επιτεύγματα της βιομηχανικής επανάστασης. Δεν προτείνεται η άρση της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στη γη, αλλά μια αυξημένη εξουσία του κράτους πάνω στην χρήση της, όταν πρόκειται για ζητήματα κοινού συμφέροντος. Θεωρείται ότι, αν εκλείψει η παντοδυναμία του κεφαλαίου πάνω στην ανάπτυξη των πόλεων, ανοίγει ο δρόμος για μια πιο δίκαιη οργάνωση του αστικού χώρου, με τον σχεδιαστή / αρχιτέκτονα να έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει στρατηγικές για το χώρο, οι οποίες θα βασίζονται στην ορθολογική κατανομή λειτουργιών με ίση πρόσβαση για όλους, ανεξαρτήτως ταξικών διαφορών. Οι θεωρητικοί του Μοντερνισμού ισχυρίζονταν με ένα τρόπο ότι η ίδια η αρχιτεκτονική και ο πολεοδομικός σχεδιασμός θα μπορούσαν να μετασχηματίσουν την κοινωνία και να δημιουργήσουν νέες μορφές συλλογικής συμμετοχής και προσωπικές συνήθειες. Επιπλέον, η μοντερνιστική θεωρία κάνει την παραδοχή ότι, εάν το σωστό
50
_ η μοντέρνα πόλη
σύνολο ιδεών τεθεί σε εφαρμογή, οι άνθρωποι θα μπορούσαν να απαλλαγούν από τις προκαταλήψεις τους και τα ατομικά συμφέροντα, υπέρ μιας συλλογικής, αταξικής και ισότιμης κοινωνίας. Όπως περιγράφει η Lara Schrijver στο βιβλίο της Radical Games, «ίσως το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της δεκαετίας του 1960, το οποίο εξακολουθεί να καθορίζει την αντίληψή μας για την ώρα, είναι η ιδέα ότι η επανάσταση θα μπορούσε κάλλιστα να πετύχει ... Στην μοντέρνα αρχιτεκτονική, η κριτική των υφιστάμενων τρόπων ζωής ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την ικανότητα της να υποκινήσει μια επανάσταση στη μορφή των κοινωνικών σχέσεων που προκύπτουν από ένα νέα δομημένο περιβάλλον»9. Σύμφωνα με τον Le Corbusier (και όπως θα έρθει αργότερα να συμφωνήσει ο Costa ) το μοντέλο πόλης που πρότεινε ήταν μια πόλη εν δυνάμει αταξική. Η στρατηγική υλοποίησης ενός τέτοιου στόχου κωδικοποιείται από το C.I.A.M. σε δύο άξονες: α. ολόκληρη η πόλη μετατρέπεται σε δημόσια περιουσία χρηματοδοτούμενη από το κράτος και β. τα οφέλη αυτής της συλλογικής οργάνωσης διανέμονται ισάξια σε όλους μέσω ενός κεντρικού σχεδίου ανάπτυξής της. Ο ίδιος ο Le Corbusier, ήταν εξαιρετικά επηρεασμένος από τη μηχανική και την τεχνολογική επανάσταση της γραμμής παραγωγής. Ο Φορντισμός, ο Τεϊλορισμός, η επιστημονική διαχείριση παραγωγής και διοίκησης και η σχέση μεταξύ της τεχνολογίας και της κοινωνικής αλλαγής ήταν βασικά δομικά στοιχεία της άποψής του για τον κοινωνικό μετασχηματισμό και βλέπουμε να εκφράζονται και στα αρχιτεκτονικά και στα πολεοδομικά του έργα10. Επιπλέον, πίστευε ότι η πόλη, για να επιβιώσει, έπρεπε να γίνει η «απόλυτη μηχανή», δηλαδή μια αποτελεσματική, μηχανοποιημένη και τυποποιημένη διάταξη με μια κεντρική αρχή «ικανή συντονίζει όλες τις φάσεις του σχεδιασμού και της παραγωγής»11. Παρότι οι μοντέρνοι πολεοδόμοι αναδείκνυαν την εκβιομηχάνιση ως βασικό παράγοντα παρακμής των σύγχρονων πόλεων, πρότειναν όχι απλώς τον σχεδιασμό των πόλεων σε αρμονία με την ανάπτυξη και χρήση της μηχανής, αλλά και την οργάνωσή τους καθ’ εικόνα της μηχανής. Οραματίζονταν όχι απλά μια πόλη που θα 9 10 11
Lara S. (2009) McLeod, (1983) Fishman (1977) σελ.189
51
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
αναφερόταν μεταφορικά στη μηχανή, αλλά μια πόλη που θα λειτουργεί με την ακρίβεια και αποτελεσματικότητα που χαρακτήριζε τα μηχανικά επιτεύγματα της εποχής. Ανάμεσα στα προβλήματα που επισημάνθηκαν σε σχέση με της σύγχρονες πόλεις, τα σημαντικότερα ήταν η ανάμιξη κατοικίας και βιομηχανίας, η έλλειψη χώρων πρασίνου και αναψυχής, και τα κυκλοφοριακά ζητήματα. Πίσω στο 1929, μετά από τη δεύτερη συνάντηση του C.I.A.M., ο Le Corbusier δηλώνει σχετικά ότι «η φτώχεια και η ακαταλληλότητα των παραδοσιακών τεχνικών έφεραν στο πέρασμά τους μια σύγχυση αρμοδιοτήτων, μια τεχνητή ανάμειξη των λειτουργιών ... πρέπει να βρούμε και να εφαρμόσουμε νέες μεθόδους, δανειζόμενοι φυσικά από την τυποποίηση, την εκβιομηχάνιση... αν επιμένουμε στις παρούσες μεθόδους με τις οποίες οι δύο λειτουργίες (κυκλοφορία και δομή) αναμειγνύονται, θα παραμείνουμε απολιθωμένοι στην ίδια ακινησία» 12. Ο ίδιος πίστευε ότι τα προβλήματα των πόλεων θα μπορούσαν να επιλυθούν μόνο μέσω της απλούστευσης και του λειτουργικού διαχωρισμού, και έτσι υποστήριξε ότι η ιδανική πόλη θα πρέπει να διαιρεθεί σε λειτουργικές ζώνες, σε αντιστοιχία με μια μηχανή στην οποία διακρίνονται τα επί μέρους τμήματα λειτουργίας της. Στο πλαίσιο μελέτης που συγκροτήθηκε, παρουσιάστηκαν οι τέσσερις βασικές λειτουργικές ζώνες που αποτελούν την καρδιά του μοντέρνου πολεοδομικού σχεδιασμού : κατοικία, εργασία, αναψυχή και κυκλοφορία 13. Η τελευταία έρχεται να συνδέσει τις άλλες τρεις – στις οποίες αργότερα θα προστεθεί η ζώνη διοίκησης- που κατά τ’ άλλα δομούνται ως ξεχωριστές λειτουργικές ζώνες, αποκλείοντας την μεταξύ τους ανάμειξη. Σαν σύνθεση των παραπάνω, με τρόπο τέτοιο ώστε να λειτουργούν συνολικά εξίσου ομαλά με τα γρανάζια μιας μηχανής, δομείται η μοντέρνα πόλη. Οι τέσσερις αυτές λειτουργικές ενότητες της πόλης χωροθετούνται μέσα στο φυσικό περιβάλλον αυτόνομα. Το φως, ο αέρας και το πράσινο αναδεικνύονται σε βασικές αξίες του σχεδιασμού. Η γνώριμη ιστορικά εικόνα της πόλης, με τα μικρά οικοδομικά τετράγωνα των κατοικιών και τους χαοτικούς στενούς δρόμους, αντικαθίσταται από ψηλούς οικοδομικούς όγκους ελεύθερα τοποθετημένους μέσα στο πράσινο και το φως. Πέρα όμως από το να ξεχωρίζουν τις διαφορετικές αυτές λειτουργίες της πόλης, οι πολεοδόμοι του μοντέρνου προχωρούν στο να τις επαναπροσδιορίσουν. Έτσι, 12 13
Scott J. C. (1999) σελ. 109 Le Corbusier (1942)
52
_ η μοντέρνα πόλη εικ. 11 Φωτογραφία από την επίσκεψη του Le Corbusier στη Βραζιλία, το 1928.
για κάθε μία από αυτές, προτείνουν ένα νέο τρόπο να τις αντιλαμβανόμαστε και νέες σχέσεις μεταξύ τους. Στην ουσία, προτείνουν μια κοινωνική μεταλλαγή μέσω του επαναπροσδιορισμού των βασικών τομέων της σύγχρονης αστικής ζωής. Έτσι η νέα ζώνη κατοικίας έρχεται να προτείνει και μία νέα ιδέα για την ίδια την κατοίκηση. Αντίστοιχα, η πρόταση για ένα τύπο μηχανοκίνητης βασικά οργάνωσης της κυκλοφορίας, απομακρύνει από το δρόμο την κοινωνική δραστηριότητα η οποία, με την εισαγωγή της έννοιας της πόλης-κήπου, επανατοποθετείται στους χώρους πρασίνου. Ακόμα και η ίδια η μορφή του αρχιτεκτονικού έργου, αποτελεί εργαλείο κοινωνικού μετασχηματισμού. Κορυφαίο παράδειγμα αυτής της θεωρίας αποτελεί η ιδέα του κοινωνικού πυκνωτή, όπως εκφράστηκε από τους Ρώσους Κονστρουκτιβιστές. Οι κοινωνικοί πυκνωτές, επίσης μια τεχνολογική αναφορά, θα έρχονταν ταυτόχρονα να καλύψουν τις παρούσες κοινωνικές ανάγκες αλλά και να επηρεάσουν το χρήστη σε
53
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
μια προοδευτική κατεύθυνση. Για να ολοκληρωθεί η διαδικασία του κοινωνικού ελέγχου μέσω του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, η νεωτεριστική αρχιτεκτονική πρότεινε ενός είδους τεχνικής του σοκ, μιας ολοκληρωτικής και απόλυτης ρήξης με το παρελθόν. Όπως ο Holston σημείωσε, μόνο μερικά από τα σχέδια του Le Corbusier "κάνουν οποιαδήποτε αναφορά στην αστική ιστορία, στις παραδόσεις, ή σε αισθητικές προτιμήσεις της περιοχής στην οποία τοποθετούνται. Οσοδήποτε εντυπωσιακά ... στην ουδετερότητά τους, θα μπορούσαν να βρίσκονται οπουδήποτε" 14. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα πολεοδομικό μοντέλο που προβάλλεται ως οικουμενικό, μπορεί δηλαδή να βρει εφαρμογή σε οποιαδήποτε πόλη του κόσμου ανεξάρτητα από την ιστορία και την τοπικότητα της. Το πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα συμπύκνωσης όλων αυτών των αξόνων της μοντέρνας πολεοδομίας αποτελεί η πρόταση του Le Corbusier, La Ville Radieuse. Στην πρόταση αυτή, ο Le Corbusier οργάνωσε την πόλη κατά μήκος των δύο κύριων αξόνων μεταφοράς ή υπερλεωφόρων που σχεδιάστηκαν ειδικά για το αυτοκίνητο, χωρίζοντας τις λειτουργίες σε τομείς. Οι τομείς κατοικίας περιλάμβαναν ισάριθμα πολυώροφα κτίρια διαμερισμάτων, μέσα σε ευρείς, πράσινους, ανοιχτούς χώρους, όπου οι εργάτες θα φιλοξενούνταν σύμφωνα με τις ανάγκες τους και όχι την κοινωνική τους θέση. Οι αρχές αυτές, πίστευε ο Le Corbusier, θα έκαναν δυνατή μια νέα κοινωνική δομή: θα καταργούσαν το διαχωρισμό ανάμεσα στις μαραζωμένες περιφέρειες και τις ευημερούσες μεγάλες πόλεις, θα ενσωμάτωναν όλες τις κοινωνικές τάξεις σε ένα σύνολο και θα διένειμαν τα αστικά οφέλη ισάξια σε όλους τους κατοίκους.
_ η υλοποίηση του οράματος Η Μπραζίλια σχεδιάζεται και κατασκευάζεται τη δεκαετία του εξήντα, συμπυκνώνοντας όλες τις αρχές της μοντέρνας πολεοδομίας όπως αυτές δομήθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες. Αποτελεί το μεγαλύτερο τέτοιας κλίμακας εγχείρημα του μοντερνισμού και κατά την περίοδο της κατασκευής της έγινε το κέντρο του διεθνούς 14
Story E. (2006) σελ.2
54
_ η μοντέρνα πόλη
ενδιαφέροντος, μιας το μέγεθος του έργου ήταν εντυπωσιακό τόσο για τα Ευρωπαϊκά, όσο και για τα Λατινοαμερικανικά δεδομένα.15 Αρκεί μια ματιά στο γενικό σχέδιο της πόλης για να αντιληφθεί κανείς την αναφορά της Μπραζίλια στη μηχανή: το ίδιο το Plano Piloto, προσομοιάζει στο σχήμα ενός αεροσκάφους, συμβόλου και κορυφαίου επιτεύγματος της τεχνολογικής ανάπτυξης. Ολόκληρο το όραμα των μοντερνιστών, για μια πόλη που δομείται με την λειτουργικότητα και αποτελεσματικότητα της μηχανής, δανειζόμενη από τα επιτεύγματα της βιομηχανικής προόδου, αποτυπώνεται συμβολικά στην ίδια τη μορφή της πόλης, όπως αυτή φανερώνεται από ψηλά. Το αεροσκάφος άλλωστε, αποτελεί ισχυρό συμβολισμό για τις ελίτ της βραζιλιάνικης κοινωνίας, μιας και ελλείψει οδικού / σιδηροδρομικού συστήματος που να συνδέει όλα τα κέντρα της αχανούς χώρας, οι εναέριες μεταφορές αποτελούσαν το βασικό τρόπο μεταφοράς τους. Η πόλη είναι μια εφαρμογή της λογικής του zoning όπως αναπτύχθηκε από τη μοντέρνα θεωρία, χωρίζοντας με σαφήνεια τις διάφορες λειτουργικές ζώνες μεταξύ τους. Έτσι, η κατοικία απομονώνεται χωρικά στα «φτερά» της κάτοψης, οι ζώνες εμπορίου και αναψυχής, μεταφρασμένες σε mall, βρίσκονται στην καρδιά του σχεδίου, στην τομή των δύο αξόνων, και η εργασία με τη διοίκηση ενοποιούνται, αφού στην πραγματικότητα πρόκειται για μια πόλη-διοικητικό κέντρο, και παρατίθενται εκατέρωθεν του βασικού άξονα, με όλη τη μνημειώδη μεγαλοπρέπεια που τους αρμόζει. Η απλοποίηση αυτή της αστικής δομής, με ξεκάθαρα διαχωρισμένες λειτουργικά ζώνες και συνδέσεις μεταξύ αυτών, αποτελεί ένα μοντέλο πρακτικής και αποτελεσματικής διαχείρισής των υποδομών της: η οργάνωση των δικτύων ηλεκτροδότησης, ύδρευσης, αποχέτευσης κτλ. απλοποιείται σημαντικά πάνω και κάτω από το έδαφος. Και προφανώς, η ίδια η κατασκευή των κτιριακών μονάδων διευκολύνεται δεδομένου του ότι αποτελούν μονάδες επαναλαμβανόμενες τα μέρη των οποίων μπορούν εύκολα να προκατασκευαστούν.16 Οι σχεδιαστές, οραματίστηκαν την Μπραζίλια σαν μια πόλη του μέλλοντος και, ως εκ τούτου, φαντάστηκαν ένα δίκτυο μεταφορών βασισμένο στο αυτοκίνητο, το οποίο αντιλαμβάνονταν ως το μέσο μετακίνησης που θα επικρατούσε μελλοντικά. 15 16
Williams R. (2005) σελ. 125 Scott C.J. (1998) σελ. 141
55
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής εικ. 12 Το οδικό δίκτυο της πόλης (Eixo Monumental)
Απέτυχαν προφανώς να προβλέψουν τις περιβαλλοντικές συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης. Το αποτέλεσμα είναι ένα οδικό δίκτυο αφιερωμένο στην αυτοκίνηση, αυτόνομο σε σχέση με την κίνηση των πεζών, οι οποίοι αποκλείονται από τη χρήση του. Ο Costa, αντίστοιχα με τους προκατόχους του, φαντάστηκε τον κάτοικο της μοντέρνας πόλης να μετακινείται με ταχύτητα ανάμεσα στις διαιρεμένες χωρικά λειτουργικές ζώνες μέσα από μεγάλους αυτοκινητοδρόμους. Μία από τις συνήθεις εκφράσεις του κατά το σχεδιασμό της πόλης ήταν «ο άνθρωπος πολλαπλασιασμένος από τη μηχανή», περιγράφοντας την αντίληψή του πως τα άτομα είναι πιο παραγωγικά και αποτελεσματικά όταν χρησιμοποιούν μηχανοκίνητα οχήματα στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους.17. Ολόκληρη η πόλη ουσιαστικά, παίρνει το σχήμα της από τους 17
Holston J. (1989) σελ.101
56
_ η μοντέρνα πόλη
δύο κεντρικούς αυτοκινητοδρόμους. Η κυκλοφοριακή δομή είναι καθοριστική για το Plano Piloto. Τα μέρη της πόλης, σε αντιστοιχία ξανά με την εσωτερική δομή της μηχανής, τοποθετούνται με γνώμονα τη λειτουργική σύνδεση μεταξύ τους μέσω αυτού του ογκώδους οδικού συστήματος, μιας και οι αναμείξεις και αλληλεπικαλύψεις μεταξύ τους είναι εκτός του μοντέρνου πλαισίου σκέψης για την πολεοδομία. Ταυτόχρονα, η επιθυμία του Costa, είναι να εξασφαλίσει την κάλυψη όλων σχεδόν των βασικών αναγκών του κατοίκου της πόλης εντός των χωρικών ορίων της οικιστικής μονάδας όπου διέμενε. Σε μία προσπάθεια για ισότιμη πρόσβαση στα κοινωνικά αγαθά, τα συγκεντρώνει είτε εντός των superquadras -τα οποία περιλαμβάνουν περίπου 360 διαμερίσματα το καθένα, ικανά να στεγάσουν 1,500 με 2,500 κατοίκους- που δομούνται ως πυρήνες μιας καινούριας συλλογικής ζωής.18 Μέχρι το 1960 υπήρχαν 120 superquadras. Επρόκειτο για σχεδιασμένες τετράπλευρες μονάδες γειτονιών, με μήκος 280 μέτρων περίπου. Τα superquadras, σχεδιάζονται από τον Niemeyer, και περιλαμβάνουν μια σειρά από διαφορετικού τύπου και μεγέθους μονάδες κατοικίας, ώστε να μπορούν εντός τους να στεγαστούν άτομα όλων των κοινωνικών τάξεων.19 Τα κτίρια των κατοικιών ήταν εξαώροφα και ακολουθώντας το ύφος του της αρχιτεκτονικής του Le Corbusier, απελευθερώνονταν από το έδαφος με pilotis. Ο συνολικός τους σχεδιασμός είχε εσωστρεφή χαρακτήρα· οι όψεις των κτιρίων ήταν στραμμένες προς τον ενδιάμεσο χώρο, προστατεύοντας τον από την βαριά κίνηση των αυτοκινήτων έξω από αυτόν. Τους χώρους πρασίνου σχεδίασε ο Roberto Burle Marx. Πρόθεσή του ήταν τα δέντρα να φτάνουν το ύψος των κτιρίων, προσφέροντας την απαραίτητη σκίαση. Με γνώμονα την ιδέα των κηπουπόλεων πως η κοινωνική ζωή μεταφέρεται πια τον δρόμο στους σχεδιασμένους ελεύθερους χώρους πρασίνου: κάθε superquadra πλαισιωνόταν από μια πράσινη ζώνη 20 μέτρων, που κάλυπτε το 26% της έκτασής του και σε κάθε διαμέρισμα αντιστοιχούσαν 85 τ.μ. του κοινόχρηστου πρασίνου χώρου. Καθένα από αυτά έχει ένα δικό του νηπιαγωγείο και ένα δημοτικό σχολείο, ενώ κάθε τέσσερα από αυτά έχουν τα δικά τους γυμνάσια, σινεμά, δημοτικές λέσχες, αθλητικά κέντρα και ένα εμπορικό τμήμα.20Ο κάθε κάτοικος θα μπορεί να 18 19 20
Scott C.J. (1998) σελ. 125 Wygondy A. (2004) σελ. 57 Scott C.J. (1998) σελ. 125
57
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής εικ. 13 Ta superquadras
έχει πρόσβαση σε μια σειρά από τέτοιου είδους υπηρεσίες χωρίς να χρειαστεί να απομακρυνθεί από τον πυρήνα κατοικίας του. Η συνθήκη αυτή, σε συνδυασμό με την βασισμένη στην αυτοκίνηση οργάνωση του οδικού δικτύου, που αποκλείει σε μεγάλο βαθμό την διέλευση πεζών, αναιρούν την υπόσταση του δρόμου ως χώρου κίνησης, συνάντησης και συγκέντρωσης, ως χώρου του απρόοπτου και τυχαίου. Σύμφωνα με τον Holston, αυτή η υλοποίηση των μοντέρνων πολεοδομικών αρχών ουσιαστικά «αποτελεί μια ριζική επανερμηνεία της αστικής ζωής»21. Αναφέρεται στην απουσία της «διασταύρωσης», των δημόσιων πλατειών και των άλλων στοιχείων που συνθέτουν στην πλειοψηφία τους τις μεγάλες μητροπόλεις, όπου οι άνθρωποι κυκλοφορούν και συναντιούνται. Σχολιάζει επίσης την πολεοδομική επιλογή να συγκεντρώνεται η στέγαση, η σίτιση και η αναψυχή 21
Holston J. (1989) σελ. 12
58
_ η μοντέρνα πόλη
σε «μπλοκ», τα superquadras δηλαδή, τα οποία επαναλαμβάνονται πανομοιότυπα χωρίς δυνατότητα ενδοεπικοινωνίας μεταξύ τους, σαν το καθένα να έχει τη δική του αυτόνομη και απομονωμένη από να υπόλοιπα ζωή.22 Μπορούμε να κατανοήσουμε αυτού του είδους την χωρική οργάνωση, που βασίζεται στην τυποποίηση, αναλογιζόμενοι την πρόθεση των σχεδιαστών της πόλης για μια κοινωνική αρχιτεκτονική. Τόσο ο Costa όσο και ο Niemeyer, οραματίζονταν μια πόλη που, στα πρότυπα πάντα της μοντέρνας αντίληψης για το σχεδιασμό των αστικών κέντρων, θα λειτουργούσε ως τόπος αλλά και καταλύτης άρσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Αν οι υπάρχουσες τότε πόλεις αναδείκνυαν τις ταξικές διαφορές, η Μπραζίλια θα ήταν αυτή που θα προωθούσε ένα τύπο οργάνωσης στη βάση της ισότητας. Η αρχιτεκτονική της θα ερχόταν να επιτελέσει αυτόν ακριβώς το ρόλο: τα κτίρια θα ήταν όμοια, οι εμπορικοί χώροι επίσης, και τα superquadras θα ακολουθούσαν το ίδιο ιδιαίτερο μοτίβο, επαναλαμβανόμενο στην κάτοψη της πόλης23. Όλοι οι κάτοικοι θα είχαν (σχεδόν) τις ίδιες συνθήκες στέγασης, θα μοιράζονταν χώρους εμπορίου και αναψυχής κοινών προδιαγραφών, και θα απολάμβαναν τους ίδιους χώρους πρασίνου που προσφέρονταν εντός της οικιστικής τους μονάδας. Τα προνόμια των ανώτερων τάξεων σε σχέση με το χώρο και τα αστικά αγαθά θα έπαυαν να έχουν ισχύ. Και η κοινή συνύπαρξη όλων των πολιτών σε αυτούς τους κοινά σχεδιασμένους χώρους θα έθετε σε κίνηση μια διαδικασία άρσης των κοινωνικών διακρίσεων. Από το σχεδιασμό μέχρι την υλοποίησή της, η Μπραζίλια στόχευε να γίνει το παράδειγμα για μία ουτοπική, δημοκρατικά δομημένη κοινωνία, όπου εργάτες, αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι θα έτρωγαν και θα κοιμούνταν μαζί, θα φορούσαν τις ίδιες στολές εργασίας, και θα απευθύνονταν ο ένας στον άλλον με την ίδια προσφώνηση : candango.24Οι κάτοικοι θα μοιράζονταν επίσης κοινές ανέσεις και πρόσβαση στο δημόσιο χώρο ανεξάρτητα από την κοινωνική τους τάξη. Η ίδια η γλώσσα αναφοράς στον αστικό χώρο προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα : πλέον δεν μιλάνε για δρόμους αλλά για άξονες ή vias (αυτοκινητοδρόμους). Η νέα αυτή γλωσσική συνθήκη αποκαλύπτει τις τάσεις των σχεδιαστών για ρήξη με το τυπικό πολεοδομικό μοτίβο του δρόμου (στενού), με εμπορικά καταστήματα, κίνηση και αναρτημένα μπαλκόνια, όπως αυτό συναντάται στις άλλες Βραζιλιάνικες πόλεις. Η εξάλειψη του δρόμου και 22 23 24
Campos, dela F., (2014) σελ. 2 Carvalhal T.F. σελ 5 Philippopoulos-Mihalopoulos Α. (2007) σελ. 8
59
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
της διασταύρωσης αποτελεί μια απόπειρα δημιουργίας μιας πιο δημοκρατικής σχέσης μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου στην πόλη, όπου η ατομική ιδιοκτησία γης δεν θα καθορίζει την δημόσια τάξη25. Ο σχεδιασμός της πόλης φαίνεται να έχει προκύψει από τη συνάντηση της μοντέρνας πολεοδομίας με μία μετεξέλιξη του κινήματος City Beautyful26. Οι ανοιχτοί χώροι διαμορφώνονται σαν ευάερα κενά και τα κτίρια προσγειώνονται στο χώρο σαν μνημειώδη αστικά γλυπτά. Η μορφή της πόλης σαν εποικοδόμημα των μοντέρνων πολεοδομικών αξιών σχολιάζεται πολύ εύστοχα από τον Francisco Perez , στη διατριβή του Brasilia as Implementation of Twentieth Century Urban Planning Theory:
Το γενικό πλάνο της Μπραζίλια, σαν μια μοντέρνα σύλληψη, δεν προορίζεται απλά να ικανοποιήσει τον εγωισμό του σχεδιαστή της, αλλά και να επιτελέσει ένα κοινωνικό έργο: η κάτοψη μιας παραδοσιακής πόλης μπορεί να διαβαστεί σαν ένας χάρτης όπου οι κτισμένοι χώροι αντιπροσωπεύουν κτίρια συνώνυμα της ιδιωτικότητας ενώ τα κενά συνήθως υποδηλώνου την ύπαρξη δρόμων, δημοσίων πάρκων και αγορών, με άλλα λόγια χώρους δημόσιους. Κατ αναλογία, η Μπραζίλια προσφέρει στους κατοίκους της πολύ περισσότερο δημόσιο χώρο από μια παραδοσιακή πόλη.
Το γεγονός αυτό συνάδει με την ανάλυση που θέλει το Plano Piloto του Costa να είναι επηρεασμένο από το Σοβιετικό Μοντερνισμό27, ο οποίος μοιράζεται πολλά κοινά ιδεολογικά στοιχεία με το C.I.A.M. αλλά με τρόπο πιο πολιτικά φορτισμένο. Ο Σοβιετικός Μοντερνισμός είναι γνωστό πως αποτελούσε το πλέον κριτικό αρχιτεκτονικό ρεύμα όσον αφορά έννοιες όπως ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και η ατομική ιδιοκτησία και επιχείρησε να αντιληφθεί την οικιστική μονάδα σαν ένα δημόσιο αγαθό. Αυτή η λογική επηρέασε ιδιαίτερα τον Oscar Niemeyer (επίσης μέλος του Βραζιλιάνικου Κομμουνιστικού Κόμματος) που φαντάστηκε τον ιδανικό αρχιτέκτονα σαν κάποιον του οποίου «η δουλειά στοχεύει στα μεγάλα πρότζεκτ του αστικού σχεδιασμού, που έχουν 25 26 27
Holston J. (1989) σελ.135 Perez F. σελ.4. Holston J. (1989) σελ.38
60
_ η μοντέρνα πόλη
εικ. 14 χάρτης κενού-πλήρους του Plano Piloto
61
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
ως στόχο τους την κοινή ευχαρίστηση και ευημερία»28. Η συνθήκη ιδιοκτησίας της γης στη Μπραζίλια, δηλαδή η σχεδόν πλήρης κατοχή της γης από το κράτος, παρουσιάστηκε στους σχεδιαστές σαν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να επιχειρήσουν να δομήσουν μια πιο δημοκρατική αστική πολιτική για το χώρο. Η αριστερή ιδεολογία του τέλους του 1950 στη Βραζιλία εξίσωνε την κρατική ιδιοκτησία με το κοινό συμφέρον 29. Η περίπτωση της Μπραζίλια, σαν μια πόλη που θα κατασκευαζόταν από το μηδέν χωρίς φυσικούς, οικονομικούς ή άλλου τύπου περιορισμούς, άφηνε στον σχεδιαστή μια τεράστια ελευθερία να οραματιστεί ένα ολοκαίνουριο μοντέλο αστικής οργάνωσης. Η πόλη ήταν, όπως έχει περιγραφεί, κτισμένη σε ένα υψίπεδο που παρομοιαζόταν με έρημο. Οι αρχιτέκτονες επέλεξαν να χειριστούν το φυσικό τοπίο σαν βάθρο του μνημειώδους έργο τους. Η κρατική ιδιοκτησία της γης έβγαζε από το προσκήνιο το ενδεχόμενο ιδιωτικών επεμβάσεων που θα αλλοίωναν πιθανά το πολεοδομικό μοντέλο της πόλης και η κρατική χρηματοδότηση του έργου υποσχόταν την υλοποίηση του χωρίς πολλούς συμβιβασμούς. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η Μπραζίλια αποτελούσε μια ιδανική περίπτωση για την εφαρμογή της μοντέρνας πολεοδομίας. Η αρχιτεκτονική γλώσσα της πόλης, άρρηκτα συνδεδεμένη με τον αστικής κλίμακας σχεδιασμό της, συστρατεύεται στην ίδια κατεύθυνση δημιουργίας περιβαλλόντων που θα πυροδοτούσαν την ανάπτυξη νέων μορφών κοινωνικοποίησης, νέων προσωπικών συνηθειών και εν τέλει μια νέου τύπου καθημερινότητα.30Τα κτίρια του Oscar Niemeyer αντικατοπτρίζουν, πέρα από την προσωπική του αντίληψη για την αρχιτεκτονική, και τις μοντέρνες αρχές της καθαρότητας, της λειτουργικότητας, αλλά και της διαφοροποίησης της φόρμας ανάλογα με τη λειτουργία.31 Η αρχιτεκτονική του μοντέρνου, τόσο για τον Costa όσο και για τον Niemeyer, αποτελούσε ένα πολιτισμικό εργαλείο. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια του Niemeyer χαρακτηρίζονταν από φόρμες λιτές, δίχως διακοσμητικού τύπου αναφορές στην παράδοση (αν και μπορεί κανείς να διαβάσει αφηρημένες ιστορικές αναφορές στα κτίρια του). 32Οι μορφές του, είναι μια πραγματική τομή με το (αποικιακό) παρελθόν της 28 29 30 31 32
Ibid. σελ. 39 Holanda de F. κ.συν. (2001) σελ. 1 Perez F. σελ. 2 Philippopoulos-Mihalopoulos Α. (2007) σελ. 8 Vernon C. (2012) σελ.9
62
_ η μοντέρνα πόλη
Βραζιλίας, και φαίνονται να αποδίδουν τις ποιότητες που οραματίζονται οι σχεδιαστές για την νέα βραζιλιάνικη κοινωνία. O Costa σχεδιάζει την Μπραζίλια σε μια περίοδο που η κυρίαρχη αντίληψη για τις πόλεις ήταν πως δεν μπορούσαν να επεκτείνονται επ’ άπειρον. Μετά από την εμπειρία των βιομηχανικών πόλεων, όπου η βίαιη επέκταση προκάλεσε σύμφωνα με τους μοντέρνους την καταστροφή των κοινωνικών ιστών, θεωρούταν ότι τόσο ο αρχιτέκτονας όσο και το κράτος θα έπρεπε να ασκούν αυστηρό έλεγχο ώστε οι πόλεις να μην επεκτείνονται πέραν των δυνατοτήτων τους. Η λίμνη Paranoa στο νοτιοανατολικό τμήμα της πόλης και το τεράστιο εθνικό πάρκο που τοποθετείται στα βορειοδυτικά της αποτελούν σημαντικά σταθερά εμπόδια για επικείμενες χωρικές εξαπλώσεις, και ενδεχομένως, εσκεμμένα. 33 Ακόμη, το Plano Piloto περιτριγυρίζεται από μια εκτεταμένη ζώνη πρασίνου, που σύμφωνα με την επιθυμία του Costa, κρατά τα τμήματα αστικού ιστού που (αναπόφευκτα) αναπτύχθηκαν πλησίον του κέντρου της πόλης, σε μια ικανή απόσταση, ώστε η ίδια η πόλη που σχεδίασε να παραμένει «καθαρή». Όπως λέει ο ίδιος «Η Μπραζίλια είναι η έκφραση μίας συγκεκριμένης πολεοδομικής ιδέας, δεν είναι μια μπάσταρδη πόλη»34. Ο ίδιος αναγνωρίζει το ιδιαίτερα μεγάλο κόστος σε μεταφορές μεταξύ κατοικίας και χώρου εργασίας που απορρέει από την εξώθηση των αστικών επεκτάσεων μακριά από το κέντρο, αλλά δηλώνει και πάλι ικανοποιημένος με τη «θετική» διατήρηση της «αυθεντικής φυσιογνωμίας της Μπραζίλια».35 Οι διασταυρούμενοι άξονες, η κεντρική ιδέα του σχεδίου της Μπραζίλια, έχουν ερμηνευτεί, πέρα από συμβολισμό του υπέρτατου τεχνολογικού επιτεύγματος, του αεροπλάνου, και ως υπενθύμιση του χριστιανικού σταυρού, ή ως απεικόνιση ενός τόξου των ιθαγενών λαών του Αμαζονίου 36. Ακόμη όμως και αν η χειρονομία του αρχιτέκτονα αποτελούσε πράγματι μια απόπειρα αναφοράς στην παράδοση και την ιστορία της χώρας, παραμένει μια πόλη που θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε. Όπως οι ουτοπίες του Le Corbusier, η Μπραζίλια δεν θυμίζει σε τίποτα την ίδια της την ιστορία, εκτός αν διαβαστεί απλά σαν τον καρπό της μοντέρνας θεωρίας του C.I.A.M.37 33 34 35 36 37
Bertaud A., (2010) Costa L. (1987) σελ. 18 Holanda de F. κ.συν. (2001) σελ. 2 Philippopoulos-Mihalopoulos Α. (2007) σελ. 4 Scott C.J. (1998) σελ. 120
63
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
Οι μοντερνιστικές αρχές που συντάχθηκαν από το C.I.A.M. και εκφράστηκαν στη Χάρτα των Αθηνών, αυτές της τάξης, της λειτουργικότητας, της κοινωνικής ισότητας και του κεντρικού πολεοδομικού ελέγχου, φανερώθηκαν στην περίπτωση της Μπραζίλια σαν τη μέθοδο μέσα από την οποία θα εξασφαλιζόταν μια πολιτική και κοινωνική ουδετερότητα στο χωρικό σχεδιασμό, θα επιτυγχάνονταν η πολυπόθητη κοινωνική ένταξη, και η πόλη θα αποτελούσε πια παράδειγμα μιας χτισμένης μοντέρνας ουτοπίας.
εικ. 15 Όψη του Eixo Monumental με τις δύο σειρές Υπουργείων και το Κοινοβούλιο στο Βάθος.
64
_ η πόλη και το κράτος «Αυτοκράτωρ Καίσαρ… είδα πως δίνετε την προσοχή σας όχι μόνο στην ευημερία της κοινωνίας συνολικά και στην διατήρηση της δημόσιας τάξης, αλλά επίσης και στην παροχή δημοσίων κτιρίων για χρηστικούς σκοπούς, με αποτέλεσμα … το μεγαλείο της δύναμής του [κράτους] να μπορεί να γίνεται αντιληπτό ως ιδιαίτερα κυρίαρχο μέσα από τα δημόσια κτίρια του.»
Vitruvius: The Ten Books on Architecture.
_ η αρχιτεκτονική ως πολιτικό εργαλείο Στην προσπάθειά μας να εξετάσουμε τις διάφορες πλευρές αυτού που ονομάζουμε Μπραζίλια, έγινε φανερό πως η ιδιότητα της πόλης ως πολιτικό εργαλείο είναι ιδιαίτερης σημασίας. Όπως φανερώνουν τα λόγια του Βιτρούβιου, η αρχιτεκτονική και τα δημόσια κτίρια μπορούν να αποτελέσουν μια υλική διατύπωση της κρατικής εξουσίας. Θα λέγαμε μάλιστα ότι ο ρόλος της είναι διττός: από τη μία λειτουργεί ως αρχείο, ως αποτύπωση της συλλογικής μνήμης, και από την άλλη ως οδηγός. Όπως περιγράφει ο Roth : « Η αρχιτεκτονική είναι μία μη λεκτική μορφή επικοινωνίας, ένα βουβό αρχείο του πολιτισμού που την παρήγαγε. [Κανείς οφείλει να αναγνωρίσει] την ολότητα του κτισμένου περιβάλλοντος ως αρχιτεκτονική, και το περιβάλλον σαν μια μορφή διαλόγου με το παρελθόν και το μέλλον.»1 Το ίδιο το κράτος2 έχει ανάγκη από δομές και εργαλεία που να μπορεί να χρησιμοποιήσει για τη διαχείριση της συλλογικής μνήμης. Αυτά τα εργαλεία μπορούν, για παράδειγμα, να αποτελούν υπενθυμίσεις ηρωικών επιτευγμάτων του παρελθόντος. Η αρχιτεκτονική, λόγω του μεγέθους, της ευρείας απεύθυνσης και της διάρκειας ζωής του κτιστού περιβάλλοντος, μπορεί κανείς να πει ότι αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία «μνήμης» του κράτους. Ειδικά εντός των αστικών κέντρων, δεν μπορεί κανείς παρά να έρχεται σε συχνή επαφή με κρατικά έργα. Οι ιδιότητες αυτές της αρχιτεκτονικής, την καθιστούν ιδιαίτερα χρήσιμη ως επικοινωνιακό εργαλείο. Κατά τον 12ο αιώνα, οι περίτεχνα διακοσμημένες γοτθικές εκκλησίες αποτελούσαν τη «βίβλο των αναλφάβητων», ένα μέσο διάδοσης των θρησκευτικών ιδεών στο οποίο είχαν πρόσβαση όλοι.3 Μέσα από την λειτουργία της ως εργαλείο μνήμης, η αρχιτεκτονική του κράτους χρησιμεύει «στο να ορίζει την ταυτότητα του κράτους και, κατά συνέπεια, του έθνους το οποίο αποσκοπεί στο να
Roth L. M. (1993) σελ. 3 Η χρήση του όρου κράτος στην εργασία μας γίνεται διαχωρισμένα από αυτές του έθνους και του λαού. Συγκεκριμένα υιοθετούμε τη διάκριση του Hobsbawm για τις τρεις έννοιες ο οποίος περιγράφει πως η φιλολογική συσχέτιση μεταξύ του όρου «έθνος» και του όρου «κράτος» είναι σχετικά πρόσφατη και πως αρχικά το έθνος θεωρούταν διακριτό από την «κυβέρνηση» ή το «κράτος». Συγκεκριμένα το κράτος κατανοείται ως ο μηχανισμός διακυβέρνησης, διακριτός από το έθνος. (Hobsbawm E. J.(1992) Nations and Nationalism Since 1780: programme, myth, reality, Cambridge: Cambridge University Press.) 3 Roth L. M. (1993) σελ. 294 1 2
68
_ η πόλη και το κράτος
εκπροσωπεί.» 4 Τα κρατικά έργα, είτε πρόκειται για μεγαλεπήβολα κτίρια είτε για απλές αστικές διαμορφώσεις, διαμορφώνουν την καθημερινή μας ζωή αλλά και το ρόλο του Κράτους σε αυτή. Η χρήση της αρχιτεκτονικής –και ιδιαίτερα της μνημειακής- σαν πολιτικό εργαλείο έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα. Οι πυραμίδες της αρχαίας Αιγύπτου, η πύλη της Ιστάρ των Βαβυλωνίων χτίστηκαν για να συμβολίσουν την εξουσία και το κύρος της απόλυτης μοναρχίας. Για τους αρχαίους Έλληνες, η αρχιτεκτονική της πόλης οργανώνεται γύρω από την αγορά, τον πυρήνα της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής της πόλης. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χρησιμοποιεί μια σειρά από δημόσια κτίρια για να προσφέρει εργασία κατά την κατασκευή τους και διασκέδαση κατά τη χρήση τους. Κατά την περίοδο του μπαρόκ, η έντονη στρατιωτικοποίηση των πόλεων εκφράζεται από τα νέα τείχη των πόλεων και την υιοθέτηση νέων υλικών (όπως ο σίδηρος) και νέων προσεγγίσεων στην κατασκευή. Με την είσοδο του εκλεκτικισμού στην αρχιτεκτονική σκέψη, το αρχιτεκτονικό στυλ των δημόσιων κτιρίων δεν είναι πια τόσο στενά συνδεδεμένο με τις σχεδιαστικές και τεχνικές αρχές της εποχής, αλλά αποτελεί μια πιο συνειδητή επιλογή και μια απόπειρα έκφρασης συγκεκριμένων αξιών μέσα από αυτή. Κατ’ αυτό τον τρόπο, επεκτείνονται οι δυνατότητες χρήσης της αρχιτεκτονικής από το κράτος, καθώς υπάρχει η δυνατότητα έκφρασης διαφορετικών ιδεολογικών στοιχείων σε κάθε κτίριο.5 Στη σύγχρονη εποχή, η αρχιτεκτονική της επαναστατημένης Ρωσίας, έγινε ένα εργαλείο ρήξης με το τσαρικό παρελθόν, με τα φεουδαρχικά και καπιταλιστικά καθεστώτα και την αισθητική τους και λειτουργεί ως παράγοντας υποστήριξης της κοινωνικής μετατροπής. Τα γερμανικά και ιταλικά ναζιστικά και φασιστικά καθεστώτα αντίστοιχα, χτίζουν ένα μεγάλο αριθμό δημοσίων κτιρίων τα οποία στοχεύουν στο να μεταδώσουν και να αναδείξουν τις ιδεολογικές τους αναφορές. Για τον Χίτλερ, η επιλογή του αρχιτεκτονικού στυλ που θα εκπροσωπήσει τις αρχές του ναζιστικού κράτους είναι απλή : ο νεοκλασικισμός είναι κατεξοχήν Γερμανικό στυλ για τη ναζιστική αφήγηση, ενώ το διεθνές στυλ αποτελούσε, κατά την ίδια αφήγηση, μαρξιστική επιρροή. 6 4 5 6
Wygondy A. (2004) σελ. 11 Ibid. σελ. 26 Ibid. σελ. 30
69
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
Η μοντέρνα αρχιτεκτονική του 20ου αιώνα αποτέλεσε μια νέα προσέγγιση σε αυτά τα πλαίσια, καθώς αναφέρεται στο μέλλον (σε αντίθεση με ένα ένδοξο παρελθόν). Αυτό γίνεται φανερό στην περίπτωση της Μπραζίλια, η οποία είναι η πόλη του Βραζιλιάνικου μέλλοντος. Για την περίπτωση της Μπραζίλια, είναι επίσης σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η αρχιτεκτονική, χρησιμοποιείται ως διαμεσολαβητικό εργαλείο μεταξύ του κράτους και των πληθυσμών, αλλά και μεταξύ ατόμων και κοινωνικών ομάδων μέσα από την κατασκευή ταυτοτήτων. 7 Μέσα από αυτή τη διαδικασία, γεννιούνται και οι προϋποθέσεις για την κατασκευή του «έθνους» και της «εθνικής ταυτότητας» στη σύγχρονη εποχή. 8
_ μια εθνική πρωτεύουσα Η κατασκευή της Μπραζίλια , η ιδέα της νέας πρωτεύουσας, είδαμε πως έχει τις ρίζες της αρκετά πίσω στην ιστορία του Βραζιλιάνικου έθνους. Αν και σε διαφορετικές περιόδους οι σκοπιμότητες από πλευράς της εξουσίας δεν ήταν πάντα κοινές, μπορούμε να διακρίνουμε στην περίοδο τελικά της υλοποίησης του σχεδίου πολλά από τα στοιχεία που καθιστούσαν χρήσιμη την κατασκευή της πόλης και στο παρελθόν. Και ίσως οι παράγοντες αυτοί μπορούν να φωτίσουν την ίδια τη μορφή της νέας πόλης, τον τρόπο που δομείται και υπάρχει στο χώρο, σε σχέση πάντα και με τις μοντέρνες της αναφορές. Σε αντιπαραβολή λοιπόν με τη μοντέρνα ουτοπία που επιχειρήθηκε να ενσαρκώσει η Μπραζίλια, θα την εξετάσουμε σαν μια κρατική ουτοπία, σαν ένα σχέδιο δηλαδή, μιας συγκεκριμένης κυβέρνησης (που όμως δεν περιορίζεται σε αυτήν) κατασκευής μιας πόλης που θα συμπύκνωνε όλες της αξίες του νέου Βραζιλιάνικου έθνους. Αλλά κυρίως σαν ένα σχεδιασμένο χώρο που θα υπηρετούσε το πλάνο ανάπτυξης, εκβιομηχάνισης, εκσυγχρονισμού της χώρας.
Σημειώνουμε εδώ, πως από το 1820 ξεκινούν να αναπτύσονται πρωτο-εθνικά κινήματα, ως απάντηση στα οποία αναπτύσονται κρατικές δομές. Το κράτος, εν συνεχεία, ξεκινά μία διαδικασία χτισίματος του έθνους, αναδυκείοντας το ίδιο ως προστάτη και φύλακα του έθνους. (Wygondy A. (2004) σελ.15) 8 Wygondy A. (2004) σελ. 15 7
70
_ η πόλη και το κράτος
εικ. 17Όψη του Κοινοβουλίου
71
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
Αρχικά, η σύλληψη της Μπραζίλια γίνεται ως ένα νέο πολιτικό κέντρο της χώρας. Όπως είδαμε, η πόλη του Ρίο ντε Τζανέιρο άρχισε να κρίνεται ως ακατάλληλη για αυτό το σκοπό. Πάντα υπήρχε η βούληση για τη μετακίνηση της πόλης προς το εσωτερικό της χώρας για λόγους ασφαλείας, αλλά μπορούμε να θεωρήσουμε ότι την περίοδο που εκτελείται το έργο ο παράγοντας της ασφάλειας δεν είναι ιδιαίτερης σημασίας. Ένας παράγοντας όμως που θεωρούμε πως παραμένει βασικός, είναι αυτός της τάξης, η οποία φαινόταν πως ήταν δύσκολο να διατηρηθεί στην παλιά πρωτεύουσα, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες. Το κράτος επιδίωκε τη μετακίνηση του κέντρου εξουσίας από το Ρίο σε μία νέα τοποθεσία όπου οι διαδηλώσεις και οι αναταραχές θα μπορούσαν να ελέγχονται και να καταστέλλονται πιο αποτελεσματικά. Από τη δεκαετία του ’20 και μετά, το Ρίο ντε Τζανέιρο, ένα γοργά αναπτυσσόμενο αστικό κέντρο, γίνεται και κέντρο πολιτικών αναταραχών, διαδηλώσεων και απεργιών, και, παρά τις επιτυχείς προσπάθειες της κυβέρνησης Vargas να καταστείλει τέτοιου είδους αντιδράσεις μέσω της καταστολής κοινωνικών δικαιωμάτων, η κατάσταση που διαμορφώνεται επιτάσσει για την εξουσία την μετακίνηση των κεντρικών πολιτικών εγκαταστάσεων.9 Επιπλέον, η Βραζιλία, εισερχόμενη στη σύγχρονη εποχή, και μη όντας πλέον ένα αποικιακό κράτος με βασικό οικονομικό παράγοντα τις θαλάσσιες μεταφορές, αποκτά ανάγκη για ένα νέο πολιτικό κέντρο. Η αύξηση της πολιτικής επιρροής των κεντρικών περιφερειών της χώρας, όπως έχει περιγραφεί προηγουμένως, δημιουργεί πιέσεις για την απομάκρυνση της πρωτεύουσας από το παράκτιο τμήμα της Βραζιλίας προς την ενδοχώρα.10 Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές από τις νέες μοντέρνες πόλης του 20ου αιώνα (Canberra, Saint Petersburg, Islamabad, Chandigarh, Abuja, Dodoma, Ciudad Guayana) χτίζονται ως διοικητικά κέντρα11. Η δόμηση μιας πόλης όπου συγκεντρώνονται οι κρατικές εξουσίες, σε μία νέα τοποθεσία και με τον σαφή και λειτουργικό σχεδιασμό του μοντέρνου, έδιναν στο κράτος μια επιπλέον αίσθηση καθορισμού και ελέγχου της λειτουργίας της. Το γεγονός επίσης ότι οι κάτοικοι μιας τέτοιας πόλης θα ήταν στην πλειοψηφία τους κρατικοί υπάλληλοι και ο παραγωγικός τομέας της πόλης κατά 9 10 11
Pires L. (2013) σελ. 78 Andrews S. (1992) Scott C.J. (1998) σελ. 145
72
_ η πόλη και το κράτος
βάση διοικητικός, απλοποιεί ακόμη περισσότερο το σχεδιασμό της. 12Το κράτος, όντας ικανό να καθορίζει παράγοντες όπως τις χρήσεις γης, την κατοικία, τα εισοδήματα των κατοίκων (διοικητικών υπαλλήλων), τις αστικές διαμορφώσεις κτλ. μπορεί εν τέλει να ελέγξει σε μεγάλο βαθμό τη ζωή της πόλης. Το Ρίο ντε Τζανέιρο όμως, κρίθηκε ακατάλληλο ως πρωτεύουσα του Βραζιλιάνικου κράτους και για έναν ακόμη λόγο : δεν συμβάδιζε με τη νέα, σύγχρονη εποχή στην οποία επρόκειτο να μπει η χώρα σύμφωνα με τον πρόεδρο Juscelino Kubitschek. Ο ίδιος οραματιζόταν μια νέα πρωτεύουσα που θα έφερνε όσο και θα αντιπροσώπευε τη πρόοδο, σε ρήξη με το υπανάπτυκτο παρελθόν της χώρας. Ο Βραζιλιάνος διπλωμάτης και συγγραφέας Jose Osvaldo Meira Penna, περιέγραψε πως το Ρίο ντε Τζανέιρο ήταν απαρχαιωμένο σαν πρωτεύουσα, η καταλληλότητά του ήταν περιορισμένη σε «μια Βραζιλία χωρίς ουσιαστική οδοποιία, σιδηροδρομικό δίκτυο, εναέριες μεταφορές και πλήρως εξαρτώμενη από τις θαλάσσιες μεταφορές οι οποίες (στο εγγύς μέλλον) θα έπαυαν να υπάρχουν» 13.Ο ίδιος θεωρεί επίσης την επιθυμία να παραμείνει η πρωτεύουσα στο Ρίο οργανωτικό σφάλμα, παρομοιάζοντας τους υποστηριχτές μιας τέτοιας αντίληψης -την απερχόμενη αστική τάξη του Ρίο δηλαδήμε «κάβουρες που αγκιστρώνονται στην ακτή [ενάντια στις δυνάμεις της παλίρροιας].» Είναι φανερό ότι, από τη μία, η Μπραζίλια έμελλε να αντιπροσωπεύσει κάτι νέο, για το οποίο το Ρίο ήταν ανίκανο. Έμελλε να συμβολίσει το μέλλον, την πρόοδο, τον εκσυγχρονισμό. Ταυτόχρονα όμως υπήρχε η προσδοκία η νέα πόλη να γίνει και πυροδότης προόδου και ανάπτυξης. Δεν ήταν απλά μια πόλη σύμβολο, ή ακόμη περισσότερο ένα επιστέγασμα της προόδου, η κατασκευή της ήταν αυτή που θα έφερνε την πρόοδο. Πράγματι, η κατασκευή της πόλης, μια κατασκευή δυσθεώρητου μεγέθους, σύντομα προκάλεσε μια σημαντική εισροή εθνικών και ξένων επενδύσεων. Η βιομηχανική παραγωγή και οι εμπορικές ανταλλαγές άρχισαν με τη σειρά τους να αναπτύσσονται, άρχισαν να δημιουργούνται θέσεις εργασίας και παραγωγικοί τομείς όπως αυτός των υποδομών άρχισαν να δέχονται μεγάλα ποσά δημόσιων επενδύσεων.14 Αυτοκινητοβιομηχανίες όπως η Ford, επέκτειναν σημαντικά την παραγωγή τους για να 12 13 14
Bertaud A., (2010) σελ. 145 Scott C.J. (1998) σελ. 119 Pires L. (2013) σελ. 81
73
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
εικ. 18 στιγμιότυπο από τα εγκαίνια της πόλης
74
_ η πόλη και το κράτος
καλύψουν τις προβλεπόμενες ανάγκες εντός και σε σύνδεση με την πρωτεύουσα.15 Αυτού του τύποι οι εξελίξεις έδειχναν να επιβεβαιώνουν τις προβλέψεις του προέδρου Kubitschek ότι η νέα πρωτεύουσα θα πυροδοτούσε την αύξηση της παραγωγής και θα ενίσχυε τη διαδικασία εκβιομηχάνισης της χώρας. Πέρα από την εθνική ανάπτυξη, η κατασκευή της Μπραζίλια στόχευε και στην διεθνή αναγνώριση της χώρας. Η Βραζιλία θα αποκτούσε ένα επίτευγμα εθνικής υπερηφάνειας, και θα μετατρεπόταν σε παράδειγμα άξιο του διεθνούς θαυμασμού χάρη στην σύγχρονη, τεχνολογικά εξελιγμένη νέα της πρωτεύουσα, σύμβολο της προόδου της. Τα πρωτοσέλιδα του διεθνούς τύπου της εποχής, πράγματι, την περιγράφουν κάπως έτσι : «Η Μπραζίλια είναι η καρτ-ποστάλ του σήμερα για τις ξένες χώρες», «Οι Times αφιερώνουν εκτενή μελέτη στη νέα Βραζιλιάνικη πρωτεύουσα» αναμεταδίδουν οι εγχώριες εφημερίδες.16Αυτή η διεθνής αναγνώριση από τη μία προσέφερε στον νέο πρόεδρο, μέσω της εθνικής υπερηφάνειας, πολιτική νομιμοποίηση για το φιλόδοξο σχέδιό του, και από την άλλη προσέλκυαν τις διεθνείς επενδύσεις.17 Ο Βραζιλιάνικος μοντερνισμός που απέκτησε αρχικά τη διεθνή του φήμη με την κατασκευή του Υπουργείου Εκπαίδευσης και Υγείας στο Ρίο, θα ερχόταν να σηματοδοτήσει μια νέα εποχή για τη χώρα, επιδεικνύοντας διεθνώς την ωριμότητα της Βραζιλιάνικης μοντέρνας αρχιτεκτονικής.18 Διαβάζουμε επίσης στην εφημερίδα «Estado de Minas» (εφημερίδα της επικράτειας Minas Gerais, στο κέντρο της Βραζιλίας) το 1957, πως η νέα πρωτεύουσα αποτελούσε μια «πραγματική επανάσταση, δίνει νόημα στον εθνικό πολιτισμό, μοιράζοντας την πρόοδο στην ενδοχώρα και ανακατευθύνοντας την ανάπτυξη, που παραδοσιακά εντοπιζόταν στις παράκτιες περιοχές.»19 Γίνεται εμφανές, ότι ένα από τα βασικά ιδεολογικά εργαλεία τεκμηρίωσης της μεταφοράς της πρωτεύουσας από την ανατολική ακτή στο κέντρο της Βραζιλίας, ήταν αυτό της ανάπτυξης του ανεξερεύνητου και -κατά την επικρατούσα αντίληψη- υποανάπτυκτου και απολίτιστου εσωτερικού της χώρας. Σε μία αναβίωση των αποικιακών πρακτικών εξερεύνησης και κατάκτησης 15 16 17 18 19
Wolfe J., (2010) Correio da Manha, 03/18/1958. Public Archives of GDF Pires L. (2013) σελ. 95 Guillén F.M.(2004) σελ. 16 Pires L. (2013) σελ. 94
75
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
των απόμακρων τμημάτων της αχανούς Βραζιλίας, η τοποθέτηση της Μπραζίλια στο κεντρικό πλανάλτο της χώρας, μεταφράζεται στη δημιουργία ενός νέου επεκτατικού πόλου, που θα εκκινούσε μια διαδικασία εξερεύνησης και εκπολιτισμού της υπανάπτυκτης ενδοχώρας. Ο ίδιος ο Costa αντιλαμβάνεται την κατασκευή της νέας πρωτεύουσας σαν μια « …πράξη κατάκτησης, μια χειρονομία εμπνευσμένη από την πρωτοπόρα αποικιακή παράδοση…» 20 Ένα από τα κυρίαρχα σλόγκαν του Juscelino Kubitschek κατά την εκστρατεία του για την κατασκευή της πρωτεύουσας ήταν το «Ενοποίηση μέσω της Εσωτερίκευσης» (Integration through Interiorization), θέλοντας να περιγράψει μια διαδικασία ενσωμάτωσης -αφού θα είχε αναπτυχθεί- της κεντροδυτικής παραγωγής στην εθνική οικονομία. 21Υπ’ αυτή τη λογική, η Μπραζίλια δεν θα ήταν ένα μεμονωμένο πρότζεκτ αλλά, ιδανικά, θα επαναλαμβανόταν σαν μοντέλο στο μέλλον, δημιουργώντας επιπλέον πόλους ανάπτυξης και σε άλλα τμήματα της χώρας. Η έννοια της αποκέντρωσης είναι ιδιαίτερα σημαντική σε αυτό το πλαίσιο καθώς ουσιαστικά επιτρέπει την διεύρυνση της επικράτειας ελέγχου του κράτους. Η τοποθεσία κατασκευής της νέας πρωτεύουσας κατοικούνταν μόνο από φυλές ιθαγενών (των tupinambas ) και όντας ανεξερεύνητη στο συλλογικό φαντασιακό, στα ποιήματα της εποχής η λιγοστή χλωρίδα του cerrado22, τυπική του κεντρικού οροπεδίου της χώρας, μετατρέπεται σε «ζούγκλα». «Κατευθύνομαι προς τη Μπραζίλια / μακριά από τη θάλασσα / η ζούγκλα είναι εκεί που κατοικώ / τόσο εύκολο να ζεις εκεί» διαβάζουμε στο ποίημα Destino: Brasilia (Προορισμός Μπραζίλια) του Carlos Drummond de Andrade, μεγάλου Βραζιλιάνου ποιητή.23 Σαν νέοι εξερευνητές, οι bandeirantes , πιονιέροι και χτίστες της Μπραζίλια, θα επέκτειναν την εθνική επικράτεια, και τα γεωγραφικά και οικονομικά σύνορα της χώρας. Αυτή η απόπειρα βασιζόταν στην παραδοχή πως η εθνική παραγωγή θα αναπτυσσόταν, μιας και πια θα συμπεριελάμβανε και τα μέχρι τότε μη παραγωγικά τμήματα της χώρας. Ταυτόχρονα, θα αποτελούσε πυρήνα ανάπτυξης σε επίπεδο υποδομών του κομματιού αυτού. Η κατασκευή της Μπραζίλια, δεν γέννησε απλά την Costa L. (1957) Carvalhal T.F. σελ. 2 Η τυπική χλωρίδα της Βραζιλιανικής ενδοχώρας. Μετάφραση του στοίχου από τα πορτογαλικά : «Vou no rumo de Brasilia, para bern longe do mar. A selva a meu domicilio, tao mais facil de habitar.» (Drummond de Andrade Carlos Versiprosa στο : Poesia e Prosa. Rio de Janeiro, Ed. Aguilar, 1983 , σελ. 629-30) 20 21 22 23
76
_ η πόλη και το κράτος
ανάγκη κατασκευής ενός σύγχρονου οδικού δικτύου, αλλά αποτελούσε και ευνοϊκή συνθήκη για τη δημιουργία αυτών των αυτοκινητοδρόμων, που θα ένωναν την υπόλοιπη χώρα με το εσωτερικό της. Οι υποδομές αυτές, αποτελούσαν μέρος του σχεδίου του Lucio Costa, και η κατασκευή τους, όπως προαναφέραμε, το βασικό παράγοντα ανάπτυξης της εγχώριας αυτοκινητοβιομηχανίας.24 Η ίδια η επιμέλεια της φύτευσης στο Plano Piloto, μαρτυρά την αντίληψη της κεντρικής Βραζιλίας ως υπανάπτυκτης και τελικά υποδεέστερης. Η φύτευση του cerrado δίνει τη θέση της, στην πράσινη ζώνη που περικυκλώνει το κέντρο, σε παρτέρια γκαζόν, ενώ τα δέντρα στον Eixo Monumental συνήθως είναι ιδιαίτερα προσεγμένα ώστε να μην θυμίζουν την Βραζιλιάνικη καταγωγή τους. Το κλίμα του υψιπέδου δεν επέτρεπε την φύτευση πιο εκλεπτυσμένων φυτών, και μιας και η χλωρίδα της ζούγκλας συσχετιζόταν με το πρωτόγονο και το υπανάπτυκτο, τα δέντρα της Μπραζίλια, της μοντέρνας πόλης, ήταν σημαντικό να καμουφλαριστούν.25 Η Μπραζίλια, από την σύλληψη μέχρι την κατασκευή της, αντικατοπτρίζει μια απόπειρα κατασκευής μιας μετα-αποικιακής ταυτότητας για τη Βραζιλία. Αλλά και ακόμα πιο πέρα θα λέγαμε ότι αποτελεί μια μοντέρνα απόπειρα κατασκευής ενός έθνους. Αν και ο εθνικισμός (nationalism) είναι μοντέρνο φαινόμενο, το μεγαλύτερο κομμάτι των ευρωπαϊκών κρατών κατείχε τις ιστορικές προϋποθέσεις που θα διευκόλυναν προμοντέρνα πρώτο-εθνικιστικά κινήματα.26Στην περίπτωση της Βραζιλίας, το χτίσιμο αυτό της εθνικής ταυτότητας όμως δεν γίνεται με αναφορά σε ένα (ένδοξο) παρελθόν. Αντίθετα, γίνεται μια απόπειρα να χτιστεί πάνω σε ένα ενδεχόμενο (και πολυπόθητο) μέλλον : ένα μέλλον προόδου, ανάπτυξης, εκσυγχρονισμού. Το στρατηγικό σχέδιο του Kubitschek, το οποίο στην ουσία εκκινεί από την πολιτική ατζέντα του προκατόχου του Vargas, έρχεται, με την απόπειρα κατασκευής μιας νέας, εθνικής ταυτότητας να προκαλέσει ρήξη με τη Βραζιλία του παρελθόντος. Μία Βραζιλία αποικιακής οργάνωσης ανεξάρτητων οικισμών κατά μήκος της ακτογραμμής της αρχικά, και στη συνέχεια μία Βραζιλία που χαρακτηρίζεται από μάχες εξουσίας μεταξύ των ολιγαρχών των διάφορων περιφερειών της. Σε αντίθεση με αυτό το παρελθόν, έρχεται να επιχειρήσει τη δημιουργία ενός μύθου μιας Βραζιλίας ενοποιημένης και ισχυρής, που ελέγχεται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, και δεν 24 25 26
Andrews S. (1992) Vernon C., (2012) σελ. 9 Wygondy A. (2004) σελ. 15
77
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
εικ. 19 στιγμιότυπο από τα εγκαίνια της πόλης
78
_ η πόλη και το κράτος
ταλανίζεται από τα προβλήματα διαχωρισμού και διαφθοράς του παρελθόντος. Η νέα πρωτεύουσα της χώρα, είναι σημαντικό να εκφράζει όλα αυτά τα στοιχεία που επιθυμείται να περιγράφουν το μέλλον της Βραζιλίας. Ο μοντέρνος, φουτουριστικής αίσθησης, σχεδιασμός της είναι το εργαλείο σε αυτή την κατεύθυνση. Η Μπραζίλια δεν αποτελεί απλά μια συμπύκνωση της μοντέρνας αρχιτεκτονικής σκέψης, αλλά την υπερβαίνει, όντας η ίδια σύμβολο μοντερνισμού. Αντιπροσωπεύει σαν πόλη ολόκληρη την απόπειρα κατασκευής της ταυτότητας ενός έθνους, μέσα από την κατασκευή της πρωτεύουσάς του. Το πολεοδομικό της σχέδιο δεν αποτελεί μονάχα σχέδιο για μια πόλη, αλλά για ένα ολόκληρο έθνος. Η μοντέρνα δομή της θα ήταν αυτή που θα άλλαζε την ίδια τη ζωή εντός της και θα διαμόρφωνε τους κατοίκους της στα πρότυπα του νέου Βραζιλιάνου. Πέρα από τα όριά της πόλης όμως, αυτή η αλλαγή θα αποτελούσε παράδειγμα προς μίμηση για την υπόλοιπη χώρα, που θα καλούταν να ανταποκριθεί στα νέα πρότυπα της χώρας, όπως αυτά εκφράζονταν από τη σύγχρονη πρωτεύουσά του. Η Μπραζίλια κατασκευάζεται σαν μια διαχωριστική γραμμή με το παρελθόν. Ένα παρελθόν που συντίθεται από τα αστικά κέντρα της δυτικής ακτής και τον πολιτισμό τους, από τις αποικιακές επιρροές, τον κοινωνικό διαχωρισμό και τις φαβέλες, σε αντίθεση με τη νέα εποχή μιας ενιαίας ισχυρής Βραζιλίας, με τη νέα πρωτεύουσα το περήφανο κέντρο της, την διεθνούς φήμη αρχιτεκτονική της, την ελκυστική οικονομία της και μια νέα δημοκρατική κοινωνία.
_αστικές μυθολογίες Η κατασκευή μιας νέας εθνικής ταυτότητας για τη Βραζιλία, η δόμηση ενός νέα Βραζιλιάνικου έθνους δηλαδή, μια διαδικασία σύμφυτη με τη σύγχρονη εποχή, ήταν μια διαδικασία που, όπως και η νέα πρωτεύουσα του έθνους, περιτριγυρίζεται από μοντέρνες μυθολογίες. Η σχετική απουσία μύθων στη Βραζιλιάνικη ιστορία, επέβαλε την κατασκευή τους. Η Norma Evenson, περιγράφει πως οι νέοι κάτοικοι του βόρειου τμήματος της Αμερικανικής Ηπείρου «…κατέφθαναν σε… οικογενειακές ομάδες … με την πρόθεση μόνιμης εγκατάστασης.»27 Συνεχίζει λέγοντας: 27
Evenson Ν. (1973) σελ. 73
79
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
Στη Βραζιλία, αντίθετα, εγκαταστάθηκαν άνθρωποι χωρίς ιδεολογικές διαφωνίες με τον παλιό κόσμο, χωρίς νέες αρχές και ιδανικά που θα τους διαχώριζαν από τους συμπατριώτες τους στην Πορτογαλία. Η Βραζιλία είχε την τάση να προσελκύει, όχι οικογένειες σε αναζήτηση μόνιμης εγκατάστασης, αλλά ασυνόδευτους άντρες που αναζητούσαν προσωρινή διαμονή πριν επιστρέψουν στην Ευρώπη. Στη Βραζιλία, η μετάβαση προς την πολιτική ανεξαρτησία έγινε χωρίς τις εκτεταμένες και βίαιες κρίσεις που ίσως είχαν επιβάλλει μια συνειδητή εξέταση της εθνικής ταυτότητας και των στοχεύσεων.28 Για το λόγο αυτό, η διαδικασία κατασκευής της ιδέας της Βραζιλίας και του Βραζιλιάνου, σαν κράτος, έθνος και λαό, δεν γίνεται με αναφορά στο παρελθόν της αλλά αναφερόμενη στο τι επρόκειτο να γίνει η Βραζιλία29. Η επιλογή του να χτιστεί αυτή η μοντέρνα μυθολογία για το Βραζιλιάνικο κράτος με κεντρικό πυρήνα της την κατασκευή της Μπραζίλια, σχετίζεται με την ίδια τη φύση της πόλης στη μοντέρνα εποχή. Σύμφωνα με τον Walter Benjamin, όπως περιγράφει o Graeme Gilloch «Η μητρόπολη αποτελεί ένα μνημείο της κατάκτησης και υποδούλωσης της φύσης από την ανθρωπότητα, όπως επίσης και τον βασικό τόπο της ανθρώπινης προόδου και των θαυμάτων της τεχνολογικής προόδου. Μέσα από την ακούραστη επίδειξη τεχνολογικών επιτευγμάτων, μνημείων, εκθέσεων και μουσείων η πόλη παρουσιάζει μια παραπλανητική εικόνα του παρελθόντος και του παρόντος. Οι υποσχέσεις της συνεχούς προόδου και της αέναης βελτίωσης είναι μεταξύ των μυθοποιήσεων του καπιταλισμού. Η πόλη δεν είναι τόπος κριτικής σκέψης, αλλά της ψευδούς συνείδησης που γεννά η αστική ιδεολογία, των μοντέρνων μύθων.»30 Ο αρχιτεκτονικός και πολεοδομικός σχεδιασμός της νέας πόλης λοιπόν, ήταν από τα βασικά μέσα που επιστρατεύτηκαν, ώστε να κατασκευάσουν την εικόνα της νέας πόλης με τρόπο τέτοιο ώστε να αντανακλά αυτό το επικείμενο μέλλον της Βραζιλίας, πάνω στο οποίο χτιζόταν η νέα της ταυτότητα. Το πολεοδομικό σχέδιο του Costa εμπνέει την αίσθηση της προόδου και της ανάπτυξης. Η ίδια του η σύλληψη εκκινεί από τη μορφή του αεροπλάνου, του μεγάλου αυτού τεχνολογικού επιτεύγματος. Η ιδέα της βιομηχανικής ανάπτυξης αποτυπώνεται στα χαρτιά της πρότασης του Costa και, μάλιστα, ο ίδιος παρουσιάζει τη σύλληψη της 28 29 30
Ibid. Wygondy A. (2004) σελ. 51 Gilloch G. (1996) σελ. 27-28
80
_ η πόλη και το κράτος
κεντρικής του ιδέας σαν ένα θεόσταλτο όραμα. Τα σχέδια του Niemeyer για το προεδρικό μέγαρο, το κοινοβούλιο και την κεντρική πλατεία των Τριών Εξουσιών, στέκονται περήφανα και απόμακρα, σε μια κλίμακα μνημειώδη, αποπνέοντας το κυβερνητικό κύρος. Το κοινοβούλιο φαίνεται επίσης απόμακρο, καθώς φανερώνεται πίσω από την γιγάντια πλατεία των Τριών Εξουσιών, η οποία φαίνεται να σχεδιάστηκε έτσι ώστε να μην μπορεί ποτέ να γεμίσει.31 Ο Costa, σχεδιάζει το Κοινοβούλιο, το Προεδρικό Μέγαρο και το κτίριο του Ανώτατου Δικαστηρίου με τρόπο τέτοιο ώστε να σχηματίζουν ένα τρίγωνο, με το κοινοβούλιο στην κορυφή, σε μία απόπειρα να αποδώσει ένα αίσθημα σταθερότητας στα βασικά κυβερνητικά κτίσματα. «Έτσι, η δομή της σύγχρονης δημοκρατίας με τις εξασφαλίσεις και τις υποσχέσεις της, παρουσιάζεται στους κατοίκους της Μπραζίλια με μία απτή και ολοκληρωμένη οπτική μορφή : το τρίγωνο των Τριών Εξουσιών, το πιο σταθερό και ισόρροπο από τα σχήματα. Αυτή η χειρονομία αποτελεί μια νέα ιδέα για το σύμβολο, ένα μνημείο. »32 Οι αφηγήσεις γύρω από την Μπραζίλια, ντύνουν τους δύο σχεδιαστές της με τον μανδύα του ήρωα, και περιγράφουν την κατασκευή της σαν ένα ηρωικό κατόρθωμα. Η νέα ταυτότητα του Βραζιλιάνου στήνεται εν πολλοίς πάνω στη συνεισφορά του σε αυτό το εθνικό επίτευγμα. Είναι όμως διττή : από τη μία αυτή των pioneiros33, δηλαδή τους μηχανικούς και διοικητικούς υπαλλήλους, ή τους πρώτους επιχειρηματίες της Cidade Libre, και από την άλλη αυτή των candangos, των χτιστών και εργατών της νέας πόλης. Οι δύο προσφωνήσεις αντανακλούν ένα σαφή ταξικό διαχωρισμό, με τη δεύτερη να περικλείει μια έννοια υποτίμησης.34 Όπως περιγράφει ο Holston, o candango είναι « ένας άνθρωπος χωρίς δεξιότητες, χωρίς κουλτούρα, ένας περιπλανώμενος χαμηλής κοινωνικής τάξης, ένας ακαλλιέργητος.»35. Ο Kubitschek επιχείρησε να αλλάξει την αρνητική φόρτιση αυτής της ταυτότητας. Σύμφωνα με τον ίδιο, όλοι θα έπαιζαν έναν ρόλο στο χτίσιμο αυτού που ο ίδιος υποσχόταν ως το λαμπρό μέλλον της Βραζιλίας.36 «Οι μελλοντικοί μελετητές του Βραζιλιάνικου πολιτισμού», δηλώνει, «θα πρέπει να εντυπωσιάζονται μπροστά στην ηλιοκαμένη αυστηρότητα αυτού του ανώνυμου 31 32 33 34 35 36
Andrews S. (1992) Staubli W. (1971) σελ.34 όρος που στα χρόνια της αποικιοκρατίας αναφέρεται στους πρώτους έποικους Pires L. (2013) σελ. 201 Holston J. (1989) σελ. 209 Pires L. (2013) σελ. 82
81
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
τιτάνα, του candango, του αόρατου και αξιοθαύμαστου ήρωα της κατασκευής της Μπραζίλια… Όσο οι επικριτές γελούσαν εις βάρος της ουτοπικής νέας πόλης που προετοίμαζα, οι candangos ανέλαβαν όλο το βάρος και την ευθύνη [για την κατασκευή της] .»37 Άλλωστε, η κατασκευή της νέας πόλης, ήταν αυτή που θα άλλαζα ριζικά τη χώρα, ώστε να μετατραπούν οι candangos, στο ηρωικό προλεταριάτο της.38Η πόλη, ως επακόλουθο αυτού του τύπου της ρητορείας από την πλευρά της εξουσίας, άρχισε να παίρνει μορφή στο συλλογικό φαντασιακό πολύ πριν την ολοκλήρωσή της. Ο Kubitschek, ήταν ένα ικανός επικοινωνιακά πολιτικός, της παράδοσης του λαϊκισμού39, και ιδιαίτερα ικανός στη χρήση συμβολισμών στον πολιτικό του λόγο και πρακτική. Έτσι οι επιλογές του για τις βασικές ημερομηνίες αφιερωμένες στην πόλη δεν είναι τυχαίες, Τα εγκαίνια της πόλης πραγματοποιούνται την 21η Απριλίου (του 1960) ημερομηνία μεγάλης εθνικής σημασίας για τη χώρα, καθώς αποτελεί και την ημερομηνία απαγχονισμού του Tiradentes (1792), επαναστάτη που ηγήθηκε του κινήματος για την ανεξαρτησία της Βραζιλίας. Η ίδρυση της Μπραζίλια γιορτάζεται στις 3 Μαΐου του 1957 με μία αναπαράσταση της Πρώτης Λειτουργίας του Pedro Alvares Cabral, που πραγματοποιήθηκε επίσης στις 3 Μαΐου (του 1500), και είναι η πρώτη χριστιανική λειτουργία που γίνεται ποτέ στην Βραζιλία.40Οι ημερομηνίες αυτές, επιχειρούν να περιγράψουν τη Μπραζίλια σαν τον σταθμό της νέας ανακάλυψης της χώρας. Στο ίδιο κλίμα, οι χτίστες και οι μηχανικοί της νέας πόλης, οι candangos και οι pioneiros, αναφέρονται με τον όρο «bandeirantes του 20ου αιώνα». Σαν τους bandeirantes, τους πρώτους άποικους της Βραζιλίας, θα εξερευνούσαν και θα κατακτούσαν το εσωτερικό της ίδιας τους της χώρας, και κατά αναλογία θα καρπώνονταν τα κέρδη της εκστρατείας τους. 41 37 Scott C.J. (1998) σελ. 129 38 Ibid. 39 Σχετικά με τη φύση του λαϊκισμού ειδικά για τη Λατινική Αμερική διαβάζουμε από την Joychelovitch S. (1995 : 31) «Ο λαϊκισμός είναι ο θεσμός που συνοψίζει πολλαπλά στοιχεία που ενώθηκαν για το σαφή σκοπό του κοινωνικού ελέγχου στη Λατινική Αμερική του εικοστού αιώνα. Ο λαϊκισμός συνιστούσε μια πολιτική απάντηση στις αλλαγές που επιβλήθηκαν από την αλλαγή της αγροτικής εξαγωγικής οικονομίας του 19ου αιώνα, στις αστικοποιημένες και κεντροποιημενες κοινωνίες του 20ου αιώνα. Ή ουσία της πολιτικής ήταν ή ενσωμάτωση νέων μαζών στην εθνική πολιτική, χωρίς παρεμβολή στο υπάρχον σύστημα. Ο λαϊκισμός χτίστηκε πάνω στα συναισθήματα και στην “προσωποποίηση” και τα κύρια χαρακτηριστικά του περιλαμβάνουν: (i) την ανάδειξη ενός ηγέτη ο οποίος επικαλείται τα συναισθήματα της πλειοψηφίας των πολιτών (ii) την άρνηση της αντίληψης οποιασδήποτε κοινωνικής σύγκρουσης (iii) την υπεράσπιση του δικαιώματος ενός κράτος επιχειρηματία που θα διοικεί την εθνική οικογένεια ιεραρχικά.» 40 Carvalhal T.F. σελ. 3 41 Ibid.
82
_ η πόλη και το κράτος
Στη φαντασία των Βραζιλιάνων, η Μπραζίλια θα ήταν κάτι ανάλογο του Νέου Κόσμου, προκαλώντας των ίδιο ενθουσιασμό και την ίδια προσμονή με αυτή των Ευρωπαίων κατά την περίοδο των μεγάλων κατακτήσεων. Θα ερχόταν να επαναφέρει το όραμα του “locus amoenus” , μιας ειρηνικής και ήσυχης ζωής, βασισμένη στην ισότητα και την ελευθερία, όπως περιγραφόταν στο Ευρωπαϊκό φαντασιακό κατά την ανακάλυψη της Αμερικής. Η Μπραζίλια συμβόλιζε τη δυνατότητα μιας νέας αρχής, μιας πραγματικότητας μακριά από τις πυκνοκατοικημένες πόλεις της ακτής, τα κοινωνικά προβλήματα, τη βία. Η Μπραζίλια αναμενόταν σαν μια υλοποιημένη ουτοπία. Μια ουτοπία, απαλλαγμένη από τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες του παρελθόντος, που θα στηνόταν πάνω στη λογική της ισότητας. Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε μια αφήγηση βασισμένη στην εθνική ομοψυχία, για να προσελκύσει το εργατικό δυναμικό που απαιτούσε μια τέτοιου μεγέθους κατασκευή. Candangos και pioneiros, θα εργάζονταν μαζί στην έρημο του πλανάλτο, χτίζοντας πλάι πλάι το μέλλον της χώρας, σε ένα κλίμα ενότητας και αλληλεγγύης. Η βασική αφήγηση περί ενότητας, στηνόταν πάνω στη συνθήκη ότι άνθρωποι διαφορετικής καταγωγής, κοινωνικής τάξης και φυλής, θα «εξημέρωναν» την άγρια φύση της ενδοχώρας, κατασκευάζοντας την πόλη του μέλλοντος, παλεύοντας από κοινού απέναντι στις αντιξοότητες του έργου. Αυτή θα ήταν συμβολικά και η αρχή για την πολυπόθητη πολιτισμική ενοποίηση της χώρας. Ο ίδιος ο Kubitschek, παρουσιαζόταν απλός και προσιτός τους εργάτες και βρισκόταν συχνά να τριγυρίζει στα εργοτάξια της Μπραζίλια, εποπτεύοντας τις εργασίες και γνωρίζοντας τους εργάτες. Ένας από αυτούς, ο Jose Jorge Cauhy, σχολιάζει για τον Kubitschek πως : «ζούσε ανάμεσα στους ανθρώπους, ήταν ένας άντρας που ζούσε στους δρόμους, πηγαίνοντας παντού ανάμεσα στα πλήθη … οι άνθρωποι τον λάτρευαν, έτρεχαν σε αυτόν και εκείνος τους έσφιγγε το χέρι. Ήταν ένας φοβερός άνθρωπος.»42 Η εικόνα του προσιτού ηγέτη ενίσχυε το αίσθημα ισοτιμίας και αλληλεγγύης και οι χαμηλής κοινωνικής τάξης εργαζόμενοι ένιωθαν εγγύτητα με τους προϊστάμενούς τους. Οι συμβολισμοί γύρω από την νέα πόλη όμως δεν περιορίστηκαν στη δημιουργία μιας αφήγησης εθνικής ενότητας. Ο Kubitschek, όντας και ο ίδιος ένας άνθρωπος της θρησκείας, επιστράτευσε και αυτή την όψη της Βραζιλιάνικης ζωής για να κερδίσει 42
Pires L. (2003) σελ. 81
83
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
εικ. 20 ο πρόεδρος Kiubitschek και ο Oscar Niemeyer στην Avenida Monumental το 1956.
84
_ η πόλη και το κράτος
τη λαϊκή υποστήριξη. Με αυτό τον τρόπο επιχείρησε να κερδίσει την υποστήριξη της εκκλησίας, των θρησκευόμενων κομματιών της κοινωνίας αλλά και την υποστήριξη των θρησκευόμενων συντηρητικών αστικών οικογενειών. Άλλωστε, αν η ενδοχώρα αποτελούσε τόπο των Ινδιάνων και της άγριας φύσης, η μεταφορά της πρωτεύουσας εκεί και ο εκπολιτισμός που θα ακολουθούσε, θα έπρεπε να συνοδεύονται από την ανάλογη θρησκευτική «κατάκτηση». Η αναπαράσταση της Πρώτης Λειτουργίας την ημέρα εορτασμού της νέας πόλης, ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας. Αλλά το βασικό εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε από τον Kubitschek, όπως και από προηγούμενους ηγέτες που υποστήριζαν τη μεταφορά της πρωτεύουσας, ήταν αυτός του οράματος του Bosco. Ο Giovanni Melchiorre Bosco ήταν ένας ρωμαιοκαθολικός ιερέας του 19ου αιώνα που έγινε γνωστός για τις προφητείες του. Σύμφωνα με τον, πολύ διαδεδομένο στη Βραζιλία, μύθο, στις 30 Αυγούστου του 1883, ο Bosco ονειρεύτηκε ότι ταξίδευε μέσα στη Λατινική Αμερική υπό την καθοδήγηση ενός αγγέλου. Διασχίζοντας τροπικά δάση, ποτάμια και βάλτους, και με τη θεϊκή βοήθεια του οδηγού του, ο Bosco είδε τριγύρω του πλούσια ορυχεία χρυσού και κοιτάσματα άνθρακα, σιδήρου και πετρελαίου. 43Στο ημερολόγιό του περιγράφει: Είδα πληθώρα ορυχεία πολύτιμων μετάλλων … και αποθέματα πετρελαίου σε τέτοια αφθονία που δεν είχα ποτέ ξαναδεί σε άλλο μέρος. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Μεταξύ του 15ο και του 20ο γεωγραφικού πλάτους, υπήρχε ένα μακρύ και πλατύ κομμάτι γης που εμφανιζόταν εκεί που σχηματιζόταν μία λίμνη. Έπειτα, μια φωνή άρχισε να επαναλαμβάνει: όταν οι άνθρωποι έρθουν να σκάψουν τα ορυχεία που κρύβονται ανάμεσα σε αυτά τα βουνά, θα εμφανιστεί σε αυτό το μέρος η Γη της Επαγγελίας, και θα αναβλύζει γάλα και μέλι. Θα είναι [τόπος] ασύλητου πλούτου. 44 Ο μύθος είχε ήδη γίνει ιδιαίτερα διαδεδομένος στη βραζιλιάνικη κοινωνία, όταν το 1965, κατά τη διάρκεια της καμπάνιας για τη μεταφορά της πρωτεύουσας, ο πολιτικός Segismundo Mello προσεγγίζει τον ιερέα Cleto Caliman και του ζητά να δει την μετάφραση του ονείρου του Bosco στα Πορτογαλικά. Αφότου το διαβάζει, του ζητά να προσθέσει ένα χωρίο στο κείμενο, ώστε να προσδίδει μια αίσθηση εγκατάστασης και πολιτισμού, σε αντίθεση με την απλή αναζήτηση οικονομικού κέρδους. Το κομμάτι 43 44
Pires L. (2013) σελ. 54 Holston J. (1989) σελ.16
85
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
αυτό, μεταφράζεται ως εξής : «Ο άγιος John Bosco, που προφήτευσε έναν σπουδαίο πολιτισμό στο εσωτερικό της Βραζιλίας, που θα εντυπωσίαζε τον κόσμο … στην τοποθεσία της νέας πρωτεύουσας.»45 Κάπως έτσι το όνειρο του Bosco εδραιώνεται στο κοινωνικό φαντασιακό, και η πόλη αποκτά τον ιδρυτικό της μύθο. Από τη μία λοιπόν, η απόπειρα «εξημέρωσης» του εσωτερικού της χώρας, παίρνει και μια διάσταση διάδοσης των χριστιανικών αρχών, σαν μια σύγχρονη σταυροφορία στα μέρη των γηγενών πληθυσμών. Από την άλλη όμως, η Μπραζίλια φέρει το συμβολισμό μιας νέας Γης της Επαγγελίας, μας υπόσχεσης θεϊκής, που θα έφερνε αμύθητο πλούτο και θα ήταν η βάση ενός σπουδαίου, λαμπρού πολιτισμού. Ο Kubitschek παρουσιάζει τη θέση του βραζιλιάνικου λαού ως εξής: «Αντικρίζουμε για άλλη μια φορά την έρημο, συλλογιζόμενοι ένα κόσμο που μας ανήκει αλλά που και πάλι πρέπει να κατακτήσουμε.»46 Η Μπραζίλια γίνεται η νέα γη της Κανά.
εικ. 21 μια οικογένεια αντικρύζει - για πρώτη φορά ίσως - τη νέα Ππρωτεύουσα 45 46
Pires L. (2013) σελ. 56 Ibid. σελ. 99
86
_ e uma so? (είναι μόνο μία;) «Η πόλη ήταν χτισμένη χωρίς καμία έξοδο διαφυγής για τους αρουραίους. Ένα ολόκληρο κομμάτι του εαυτού μου, το χειρότερο κομμάτι, το κομμάτι ακριβώς που τρομοκρατείται από τους αρουραίους, δεν έχει χώρο στη Μπραζίλια. Οι ιδρυτές της προσπάθησαν να αγνοήσουν τη σημασία των ανθρώπινων όντων. Οι διαστάσεις των κτιρίων της πόλης ήταν υπολογισμένες για τους ουρανούς. Η κόλαση έχει μεγαλύτερη κατανόηση για μένα. Αλλά οι αρουραίοι, όλοι τους τεράστιοι, εισβάλλουν στην πόλη… Δεν έχυσα ούτε ένα δάκρυ στην Μπραζίλια. – Δεν υπήρχε χώρος για δάκρυα.»
Clarice Lispector’s , Brasília: cinco dias
_ περιπλάνηση στην πόλη Η Μπραζίλια μοιάζει να έχει σχεδιαστεί για να τη θαυμάζει κανείς από ψηλά. Σίγουρα η άφιξη στην πόλη από αέρος είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή, αλλά μάλλον το να την προσεγγίζει κανείς οδικά είναι πιο διαφωτιστικό για την πραγματικότητά της. Πλησιάζοντας στην πόλη, δεν αντικρίζει κανείς τα πρώτα δείγματα αστικού ιστού, αλλά αχανείς, ερημικές εκτάσεις, που το μόνο που ξεχωρίζει σαν ανθρώπινη παρέμβαση, είναι οι μπετονένιες στάσεις λεωφορείου. Όσο φτάνουμε πιο κοντά στο αστικό κέντρο, οι επιβάτες σε αναμονή πληθαίνουν, φτάνοντας τις λίγες δεκάδες. Κάποιοι από αυτούς έχουν ποδήλατα, αλλά οι περισσότεροι φαίνεται να έχουν περπατήσει αρκετά για να φτάσουν στο οδικό δίκτυο. Η άφιξη στην πόλη μέσω του υπεραστικού λεωφορείου γίνεται στον κεντρικό σταθμό. Από εκεί θα πρέπει να πάρει κανείς τη μία από τις δύο συνολικά γραμμές του υπόγειου σιδηροδρόμου, για να φτάσει στο κέντρο της πόλης, στο σημείο τομής των δύο κεντρικών αξόνων. Αντικρίζοντας για πρώτη φορά την Μπραζίλια, δεν ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια πληθώρα πληροφοριών, όπως σε άλλες μεγαλουπόλεις, αλλά με ένα πλεόνασμα κενού χώρου. Σε μια γρήγορη αναζήτηση για ένα χώρο στάσης, για φαγητό και άλλες βασικές υπηρεσίες, θα βρεθεί κανείς με μοναδική του επιλογή τα δύο μεγάλα πολυκαταστήματα που βρίσκονται εκεί. Το βόρειο εμπορικό κέντρο, Conjunto Nacional, είναι ένα μοντέρνο, πλήρως μισθωμένο εμπορικό κέντρο με λαμπερούς εσωτερικούς χώρους και κυλιόμενες σκάλες. Φιλοξενεί γνωστές μάρκες όπως McDonalds, Burger King, Subway και Levi 's. Οι άνθρωποι οδηγούμενοι από το καταναλωτικό τους αίσθημα στρέφονται στο Conjunto Nacional, το οποίο λειτουργεί όχι μόνο ως προορισμός για ψώνια, αλλά και ένα μέρος φαγητού, ποτού, συνάντησης και διασκέδασης. Ίσως αποτελεί το πιο ευχάριστο και προσιτό μέρος για κοινωνικές δραστηριότητες στο κέντρο της πόλης Στην απέναντι πλευρά του Rodoviaria, του κεντρικού σταθμού των λεωφορείων, βρίσκεται το νότιο εμπορικό κέντρο, SDS, με κάπως λιγότερη κίνηση κόσμου, αμφίβολης ποιότητας καταστήματα ένδυσης και πολλούς ξενοίκιαστους χώρους, το οποίο θεωρείται ακόμη και ως επικίνδυνη περιοχή για τους τουρίστες σύμφωνα με αρκετούς οδηγούς. Παρόλο που ο όγκος και η δομή του είναι απολύτως όμοια με
90
_ η πόλη και το κράτος
εικ. 23 το εθνικό μουσείο επί του Eixo Monumental
91
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής εικ. 24 το shopping-mall Conjunto National
του Conjunto Nacional, η ατμόσφαιρα των εσωτερικών τους χώρων είναι ασύγκριτα διαφορετική. Χωρίς σαφή, λοιπόν, λόγο για αυτή την παρακμή, εκτός ίσως από την εγγύτητα του ανταγωνιστικού, το νότιο εμπορικό κέντρο στη Μπραζίλια δεν είναι ένα δημοφιλές στέκι για τους πολίτες, αλλά μοιάζει περισσότερο με ένα μέρος στο οποίο θέλει κανείς να κρυφτεί. Η αντιμετώπιση των εμπορικών κέντρων ως χώρων συνάντησης και διασκέδασης εγείρει ένα σημαντικό αστικό πρόβλημα σχετικά με το ποιος είναι ο δημόσιος χώρος της πόλης. Σε ολόκληρο τον Exio Monumental, δεν υπάρχει ένα παγκάκι για ξεκούραση ή οποιοδήποτε κάλυμμα σκιάς, παρότι η έκθεση στο φως του ήλιου είναι εξαιρετικά έντονη. Όπως διαπιστώθηκε από τον Holston, τον Christian Kroll και τον Eduardo Rojas, αυτό το «κενό» του δημόσιου χώρου δεν είναι συνέπεια της απλής απουσίας ή της έλλειψης του. Ο Rojas επιβεβαιώνει ότι: «Είναι σαφές ότι
92
_ η πόλη και το κράτος
οι υπεύθυνοι για την ανάπτυξη της Μπραζίλια ήταν αποφασισμένοι να παρέχουν αστικούς χώρους με ποιοτικές υπηρεσίες προσβάσιμες σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Τα υπερτετράγωνα παρέχουν στους κατοίκους ανοιχτούς χώρους αναψυχής, ενώ ανά ομάδες τετραγώνου παρέχονται πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια σχολεία, κέντρα υγείας, ενώ καλύπτονται οι βασικές ανάγκες για ψώνια σε κοντινή απόσταση με τα πόδια σε μια δεδομένη περιοχή. »1 Ακόμα, όμως, κι αν η Μπραζίλια φαινομενικά έχει άφθονο προσβάσιμο ανοιχτό χώρο, αυτός βρίσκεται αποκλειστικά στα οικιστικά οικοδομικά τετράγωνα της περιοχής του Plano Piloto, απευθύνεται στους κατοίκους της εγγύς περιοχής και περιβάλλεται από κυκλοφορία υψηλής συχνότητας. Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη την προσβασιμότητα αυτών των χώρων με τα πόδια, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο δημόσιος χώρος στη Μπραζίλια είναι σχεδόν ανύπαρκτος και πως οι κάτοικοι ίσως θα πρέπει να μένουν περιορισμένοι στην συνοικία τους και στις ειδικές ζώνες. Την ίδια στιγμή, τα εμπορικά κέντρα είναι καθαρότερα και ασφαλέστερα. Λειτουργούν ως «ουδέτερες ζώνες», όπου ο καθένας μπορεί να αντικαταστήσει το υποβαθμισμένο καθημερινό του περιβάλλον με το λαμπερό εσωτερικό χώρο του εμπορικού κέντρου. Κάτω από τα δύο εμπορικά κέντρα, βρίσκεται ο πολύβουος κεντρικός σταθμός λεωφορείων της πόλης, ο βασικός κόμβος μετακινήσεων. Τα λεωφορεία αυτά εξυπηρετούν τις πολυάριθμες πόλεις δορυφόρους, που έχουν αναπτυχθεί έξω από το πιλοτικό σχέδιο και φιλοξενούν το εργατικό δυναμικό της Μπραζίλια, υπαλλήλους και προσωπικό. Οι εργαζόμενοι αυτοί, που συχνά κερδίζουν κάτω από το ελάχιστο μισθό, διανύουν μεγάλες αποστάσεις, μερικές φορές τρεις ώρες την ημέρα, συμπεριλαμβανομένων και των αλλαγών των λεωφορείων. Οι τιμές για τις μετακινήσεις με το λεωφορείο είναι πολύ ακριβές, τα λεωφορεία ασφυκτικά γεμάτα και άβολα. Τα λεωφορεία αυτά, τροφοδοτούν μαζί με τα εκατοντάδες ΙΧ, τη λεωφόρο του Eixo Monumental, οι δύο κατευθύνσεις της οποίας χωρίζονται από μια μεγάλη ζώνη γκαζόν. Προσπαθώντας να προσεγγίσει κανείς το Εθνικό Κογκρέσο από τον κεντρικό τερματικό σταθμό των λεωφορείων Rodoviaria με τα πόδια, αισθάνεται αμέσως κοντά στο επιβλητικό κτήριο. Ωστόσο, είναι περισσότερο από μισή ώρα με τα πόδια μέχρι να φτάσεις τελικά στα ημισφαίρια του Niemeyer. Η κεντρική λωρίδα όπου 1
Rojas Ε. ( 2007)
93
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
μπορεί κανείς να περπατήσει μέχρι εκεί, δεν προσφέρεται ιδιαίτερα για βόλτα, καθώς λείπουν παντελώς τόσο τα καθίσματα για ξεκούραση, όσο και τα δέντρα για την προστασία από τον δυνατό ήλιο. Περπατώντας στην άλλη άκρη της λεωφόρου, πλάι στα παρατεταγμένα υπουργεία, βρίσκει κανείς μικρές διαμορφώσεις όπου μπορεί να σταθεί. Παρ’ όλα αυτά, κι εδώ δεν υπάρχουν μικρά καφέ ή εστιατόρια, και κανείς μπορεί να προμηθευτεί νερό ή φαγητό μόνο από τις μικρές καντίνες και τους πλανόδιους πωλητές που συγκεντρώνονται σε δύο ή τρία σημεία. Ο πύργος των τηλεπικοινωνιών βρίσκεται επίσης επί του Eixo Monumental, από την άλλη πλευρά του κεντρικού σταθμού λεωφορείων, και το μέγεθός του εξαπατά και πάλι τον περιηγητή. Η διαδρομή για εκεί είναι ελαφρώς ανηφορική, και αν επιλέξει κανείς να περπατήσει στην πράσινη λωρίδα ανάμεσα στις δύο κατευθύνσεις της λεωφόρου, θα αναγκαστεί να διασχίσει οδούς γρήγορης κυκλοφορίας χωρίς πρόβλεψη για πεζούς. Ο πύργος στέκεται σαν βασική τουριστική ατραξιόν, και πράγματι, η θέα των φωτισμένων λεωφόρων που ξετυλίγονται από ψηλά είναι εντυπωσιακή. Η εικόνα αλλάζει ριζικά όταν κανείς διασχίσει τη λίμνη Paranoa, για να βρεθεί από την ανατολική πλευρά της, όπου θα βρει μικρότερα οικοδομικά τετράγωνα, με ιδιωτικές μονοκατοικίες, που φαίνονται να ανήκουν σε μεσοαστικές ή αστικές οικογένειες. Η πρόσβαση στις ακτές της λίμνης είναι περιορισμένη, καθώς οι αυλές των σπιτιών καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της. Η κίνηση είναι πολύ λίγη στα ήσυχα δρομάκια μεταξύ των οικημάτων, με μοναδική εξαίρεση τις στάσεις λεωφορείου, όπου και πάλι συγκεντρώνεται δυσανάλογο πλήθος κόσμου. Βγαίνοντας από το Plano Piloto έρχεται κανείς να αντιμετωπίσει μια τεράστια νεκρή ζώνη και είναι αναγκασμένος να πάρει κάποιο μηχανοκίνητο μέσο μεταφοράς. Το ίδιο μοντέλο οργάνωσης των χώρων αγοράς και αναψυχής, με αυτό του Plano Piloto, αντανακλάται και στις δορυφορικές πόλεις. Ανάμεσα στα μικρά και σκιερά σπίτια, δεν υπάρχουν καταστήματα ή εστιατόρια, αλλά μόνο τα σπίτια και μεγάλοι δρόμοι που οδηγούν στα τεράστια κεντρικά εμπορικά κέντρα. Σήμερα, το Plano Piloto είναι το κέντρο μιας μητροπολιτικής περιοχής που φτάνει τους 3.845.267 κατοίκους ,συμπεριλαμβανομένης της Ομοσπονδιακής Περιφέρειας - Federal District- και των δώδεκα δήμων της περιφέρειας Goiás. Το 44,46% των κατοίκων αυτών εργάζονται στο κέντρο του Plano Piloto, γεγονός που συνεπάγεται μια
94
_ η πόλη και το κράτος
καθημερινή μετακίνηση που συγκλίνει στην καρδιά της βραζιλιάνικης πρωτεύουσας.
2
_ο θάνατος του δρόμου Ίσως μεγαλύτερη επιμονή του Le Corbusier στο σχεδιασμό του, πέραν του αυστηρού λειτουργικού διαχωρισμού, να ήταν αυτό που ονομάστηκε «ο θάνατος του δρόμου» και αποτελούσε την δεύτερη από τις δεκατέσσερις αρχές που διατυπώνονται σχετικά με την Ville Radieuse. Ο πλήρης, δηλαδή, διαχωρισμός της κυκλοφορίας των πεζών από την κυκλοφορία των οχημάτων και, πέρα από αυτό, ο διαχωρισμός των οχημάτων βραδείας και ταχείας κίνησης. Ο ίδιος απεχθανόταν την ανάμειξη των πεζών και των οχημάτων, η οποία έκανε το περπάτημα δυσάρεστο και εμπόδιζε την ροή της κυκλοφορίας.3 Πολλοί παρατηρητές αργότερα, κατέκριναν την εφαρμογή αυτής της αρχής στον πολεοδομικό σχεδιασμό του Le Corbusier, η οποία είναι παρούσα και στον σχεδιασμό της Μπραζίλια.4 Ο Costa και ο Niemeyer, ήταν τέκνα μιας αυτοκινητιστικής εποχής και δεκαετιών πτώσης των τιμών των καυσίμων, ως εκ τούτου είναι κατανοητό πως σχεδίασαν την Μπραζίλια έχοντας στο μυαλό τους το αυτοκίνητο ως εργαλείο μεταφοράς και αστικής εμπειρίας, ρόλος καθοριστικός για την διαμόρφωση της πόλης. Ο Michel de Certeau ισχυρίστηκε πως οι πολίτες καταλαβαίνουν καλύτερα την πόλη μέσα από την πράξη του περπατήματος 5. Αντίθετα, από τον σχεδιασμό της, φανερώνεται η παραμέληση των αναγκών των πεζών και των ποδηλατιστών έξω από τα οικιστικά συγκροτήματα. Το ανεπαρκώς σχεδιασμένο δίκτυο λεωφορειακών γραμμών, καθιστά δύσκολη την μετακίνηση μεταξύ των τομέων της πόλης, και επιπρόσθετα δεν υπάρχουν ασφαλείς τρόποι για τους πεζούς και τους ποδηλάτες να διασχίσουν τις φαρδιές λεωφορειoλωρίδες και αυτοκινητόδρομους, οι οποίοι διαχωρίζουντους τομείς.
Ο σχεδιασμός της Μπραζίλια σύμφωνα με την αρχή του “θανάτου του
2 3 4 5
Fontes C. & Medeiros V. (2015) σελ. 6
Scott C.J. (1998) Wolfe J. (2010) Certeau M. (2084).
95
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
δρόμου”, οδήγησε τόσο στον περιορισμό του δρόμου, όσο και της πλατείας ως μέρη όπου διαδραματίζεται η δημόσια ζωή της βραζιλιάνικης κοινωνίας από τις μέρες της αποικιοκρατίας. Όπως εξηγεί ο Holston, αυτή η αστική ζωή πήρε δύο μορφές. Κατά την πρώτη, οι εκκλησιαστικές ή οι τοπικές πομπές και τελετουργικά, πραγματοποιούνταν υπό την αιγίδα της εκκλησίας και του κράτους στην κύρια πλατεία της πόλης. Κατά την δεύτερη μορφή, ενσωματώνεται μία ποικιλία δημοφιλών χρήσεων από όλες τις συνοικίες της πόλης στον κοινόχρηστο δημόσιο χώρο. Παιδιά να παίζουν, ενήλικοι να κάνουν βόλτες, να ψωνίζουν, να συναντούν φίλους για φαγητό ή καφέ... να απολαμβάνουν την κοινωνική διασκέδαση του να βλέπουν και να γίνονται ορατοί. Η πλατεία, ως μια συμβολή δρόμων και ένας έντονα κλειστός, πλαισιωμένος χώρος, γίνεται όπως πολύ εύστοχα το αποκαλεί Holston ένα «δημόσιο δωμάτιο επισκεπτών»,6 και ως δημόσιο δωμάτιο η πλατεία διακρίνεται από την προσβασιμότητά της σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και την μεγάλη ποικιλία δραστηριοτήτων που φιλοξενεί. Μια απλή ματιά στο σκηνικό της Μπραζίλια, όπου δεν υπάρχουν δρόμοι ως δημόσιοι χώροι συγκέντρωσης, σε αντιπαράθεση με την Βραζιλία που μόλις περιγράφηκε, δείχνει πόσο ριζικός ήταν ο μετασχηματισμός της δημόσιας ζωής. Η βασική πλατεία της πόλης είναι η αχανής μνημειακή Πλατεία των Τριών Εξουσιών, λιγότερο φιλική κι οικεία, ακόμα και σε σύγκριση με την Κόκκινη Πλατεία ή την Πλατεία Τιανανμεν του Πεκίνου, και όπως πολλές άλλες πλατείες σχεδιασμένες σύμφωνα με το ύφος του Le Corbusier, είναι καλύτερες όταν θεαθούν από ψηλά, από την θέση ένας αεροπλάνου για παράδειγμα. Αν κανείς θελήσει να συναντηθεί με έναν φίλο εκεί, θα είναι μάλλον σαν να κανονίζουν συνάντηση στο μέσον της ερήμου Gobi, καθώς, ακόμα κι αν καταφέρουν να συναντηθούν τελικά, δεν υπάρχει τίποτα γύρω τους για να κάνουν. Η λειτουργική απλούστευση απαιτεί η λογική της πλατείας ως «δημόσιο δωμάτιο επισκεπτών»7 να αποκλειστεί από την Μπραζίλια. Η μνημειακή πλατεία είναι το συμβολικό κέντρο του κράτους και ως εκ τούτου, η μόνη δραστηριότητα που είναι συμβατή της είναι η λειτουργία των υπουργείων. Σε αντίθεση με την παλαιότερη πλατεία, ,που η ζωτικότητα της εξαρτιόταν από το μείγμα της κατοικίας, με το εμπόριο και την τοπική διοίκηση της περιοχής της, σήμερα εκείνοι που εργάζονται στα υπουργεία 6 7
Holston J (1989) σελ 119
Scott C.J. (1998) σελ. 121
96
_ η πόλη και το κράτος
πρέπει να οδηγούν καθημερινά από και προς την κατοικία τους και στη συνέχεια πάλι πίσω, προς τα ξεχωριστά εμπορικά κέντρα της κάθε κατοικημένης περιοχής. Το εκπληκτικό στην αστική οργάνωση της Μπραζίλια, είναι πως ουσιαστικά όλοι οι δημόσιοι χώροι της πόλης είναι οι επίσημα ορισμένοι ως δημόσιοι χώροι, όπως στάδια, θέατρα, συναυλιακές αίθουσες, εστιατόρια. Οι μικρότεροι, μη δομημένοι, άτυποι δημόσιοι χώροι ή ημι-δημόσιοι χώροι δεν υπάρχουν. Στην Μπραζίλια, όπως μας λέει και ο Benjamin για την Μόσχα 8 , δεν υπάρχουν πουθενά καφέ. Αυτό είναι σημαντικό για τους εξής λόγους, όπως περιγράφει ο Peter Schmiedgen αναλύοντας το έργο του: Στην μελέτη του για την περιπλάνηση στην πόλη, τα καφέ γίνονται αντιληπτά ως “παρατηρητήρια”, όπου ο περιπατητής – flâneur, σταματά να ξεκουραστεί και να παρατηρήσει γύρω του. Αποσύρεται προσωρινά από το πλήθος σε ένα λιγότερο διαβρωτικό, ημι-δημόσιο χώρο. Τα καφέ λειτουργούν, χρησιμοποιώντας την έκφραση του Benjamin, ως “στρατηγικά σημεία”. Είναι τοποθεσίες όπου το υποκείμενο μπορεί να σταθεί στιγμιαία σε μια ημι-ιδιωτική θέση αλλά και ανάμεσα στην συνεχή μάχη του αστικού πλήθους, χωρίς να χρειάζεται να αποσυρθεί πλήρως στο, πιο περιοριστικό, αστικό εσωτερικό. Η απουσία τέτοιου είδους χώρων από την Μόσχα, σύμφωνα με την ανάλυση του Benjamin, σημαίνει πως δεν υπάρχει ούτε εσωτερική οικιακή ζώνη, ούτε εξωτερική ημι-ιδιωτική, όπου ο νεαρός Benjamin με τους συντρόφους του να μπορούν να συγκεντρώνονται, σε μία διαδικασία άρθρωσης των δικών τους υποκειμενικοτήτων μακριά από τα γονικά βλέμματα. Σε αμφότερες τις ζώνες αυτές της Μόσχας, η προσπάθεια για την γενική αποσαφήνιση του αστικού χώρου κατά τον μοντερνισμό, και ως εκ τούτου και της αστικής υποκειμενικότητας, σβήνει αποτελεσματικά τη διφορούμενη γραμμή μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού, που χαρακτήριζε για παράδειγμα την πόλη της Νάπολι. Με αυτό τον τρόπο όμως, εξαφανίζεται και η ανάγκη για τον διαρκή αναστοχασμό, τη διαπραγμάτευση και την επαναδιαπραγμάτευση των ορίων και των συνόρων μεταξύ του ατομικού υποκειμένου και της κοινωνικής συλλογικότητας.9 Επιπρόσθετα, οι περίφημοι ανοιχτοί χώροι που επιβάλλεται από την μοντέρνα 8 9
Benjamin A., Rice C., (2009) Ibid. σελ. 147
97
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
αντίληψη του CIAM να περιβάλλουν τους οικοδομικούς όγκους, και χαρακτηρίζουν την Μπραζίλια, τείνουν να είναι «νεκροί» χώροι, όπως και η πλατεία των Τριών Εξουσιών. Η αντιστροφή της σχέσης κτιρίου-εδάφους από τους μοντέρνους σε σύγκριση με του παλιού αστικού τοπίου, δεδομένων των αντιληπτικών μας συνηθειών, εξηγεί ο Holston πως κάνει αυτά τα κενά να μοιάζουν άδειοι, μη φιλόξενοι χώροι. Οι σχεδιαστές της Μπραζίλια είδαν στην ομοιογένεια και την τυποποίηση της αρχιτεκτονικής έναν τρόπο να αποτρέψουν τις κοινωνικές διακρίσεις. Επομένως, ο σχεδιασμός και η οργάνωση της Μπραζίλια προοριζόταν να μετασχηματίσει την κοινωνία της Βραζιλίας - μια ιδέα που επικρατεί στην αρχιτεκτονική θεωρία και πρακτική στη δεκαετία του 1960. Η ουτοπική αυτή ιδέα, δεν λειτούργησε όπως ακριβώς υπολόγισαν. Ο Christian Kroll παρατηρεί , πως «αντί να σφυρηλατούν τις συλλογικές σχέσεις, τα superquadras της Μπραζίλια, απομονώνουν και τυποποιούν τους ένοικους.»10 Οι κάτοικοι βρήκαν την πόλη ψυχρή, χωρίς τις απολαύσεις της υπαίθριας ζωής που προσφέρονται στις άλλες βραζιλιάνικες πόλεις. Αυτό αποτέλεσε έναν από τους λόγους αποτυχίας της τυποποιημένης μοντέρνας αρχιτεκτονικής, να μετασχηματίσει την βραζιλιάνικη κοινωνία.11
_διαχωρισμοί Το Plano Piloto της Brasilia σχεδιάστηκε ως μια κοινωνική ουτοπία, όπου θα δεν θα είχε θέση η «αδικαιολόγητη και ανεπιθύμητη κοινωνική διαστρωμάτωση»12. Ωστόσο, οι εργάτες που έχτισαν την Brasilia και οι χαμηλόμισθοι μετανάστες που στελέχωσαν τον τριτογενή τομέας της τοπικής οικονομίας, δεν βρήκαν ποτέ χώρο στο Plano Piloto, του οποίου τα συγκροτήματα κατοικιών βλέπουμε τελικά να καταλαμβάνονται από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Σύντομα ο Niemeyer και οι υπόλοιποι συντελεστές του έργου θα έπρεπε να διαχειριστούν το γεγονός ότι οι δορυφορικές πόλεις επισκίασαν πληθυσμιακά το Plano Piloto (βλ. Table 1), κάνοντας το μια ακόμη περιοχή του Federal District. 10 11 12
Kroll C. (2008) σελ. 24 Savi S., Savii G. (2012)
Costa L. (1957)
98
_ η πόλη και το κράτος
εικ. 25 πίνακες δημογραφικών στοιχείων για την Μπραζίλια (1980)
99
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
Από μία ήσυχη αγροτική περιοχή των 12.700 κατοίκων το 1957, συμπεριλαμβανομένων και των 2.212 εργαζομένων που διέμεναν στον καταυλισμό του Nucleo Bandeirante κατά την διάρκεια της κατασκευής, η περιφέρεια αποκτά ήδη πληθυσμό μεγαλύτερο του μισού εκατομμυρίου το 1970, φτάνοντας το 1,3 εκατομμύρια μέχρι 198213. Από αυτούς, το Plano Piloto φιλοξενεί μόνο τους 300.000, παρότι αποτελεί την πηγή των θέσεων εργασίας, τυπικών ή άτυπων, και με τις περισσότερες δορυφορικές πόλεις να βρίσκονται από 25 έως 80 χιλιόμετρα μακριά. Γεγονός που αναγκάζει την πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού να ταξιδεύει μεγάλες αποστάσεις καθημερινά από και προς τον τόπο εργασίας του, με το 70-80% αυτών να μετακινούνται με λεωφορείο, και τους υπόλοιπους με ιδιωτικό αυτοκίνητο ή παράνομες υπηρεσίες μεταφοράς.14 Μια ειδική μερίδα πολιτών, υψηλόβαθμων στελεχών, πολιτικών και άλλων, είχαν την ευκαιρία να αγοράσουν γενναιόδωρες μερίδες γης στην ανατολική πλευρά της λίμνης, και έτσι δημιουργήθηκε ένα από τα πλουσιότερα προάστια των βραζιλιάνικων μητροπόλεων, οι συνοικίες βόρειας και νότιας Λίμνης όπως αποκαλούνται.15 Τα superquadras, ακόμα κι αν είναι δομημένα με εσωστρεφή λογική, εντάσσονται οργανικά στο αστικό σύστημα μέσω της σύνδεσής τους με τον Eixo Rodoviário. Αντίθετα, οι παραπάνω συνοικίες δεν συνδέονται με τους κύριους άξονες και, λόγω της διαμόρφωσης της χερσονήσου, παράγουν ένα είδος χωρικής διάκρισης σε όφελος των υψηλών εισοδηματικών στρωμάτων που θα έρθουν να κατοικήσουν εκεί. Όσον αφόρα τους λιγότερο τυχερούς, άρχισαν να εγκαθίστανται όλο ένα και πιο μακριά από την πρωτεύουσα, με τον πιο απομακρυσμένο οικισμό, εντός των συνόρων του Federal District, να απέχει 53χλμ. από την Μπραζίλια. Το τελευταίο σημείο είναι εξαιρετικά σημαντικό, καθώς υπάρχει μια αντίστροφη σχέση μεταξύ της απόστασης από το Plano Piloto και του επιπέδου του εισοδήματος, όπως υποδεικνύεται από τα δεδομένα του δεύτερου πίνακα (βλ. Table2). Το 1980, το οικογενειακό και το κατά κεφαλήν εισόδημα στο Plano Piloto ήταν περίπου 8 φορές πιο υψηλό σε σχέση με την Ceilandia, η οποία μαζί με τις Planaltina, 13 14 15
Wright C. L.,(1987) σελ. 293 Ibid.
Madaleno I.M.(1997)
100
_ η πόλη και το κράτος
εικ. 26 ο κεντρικός σταθμός αστικών λεωφορείων της πόλης
101
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
Brazlandia και Gama είναι οι πόλεις των χαμηλότερων εισοδημάτων και ταυτόχρονα οι πιο απομακρυσμένες.16 Ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι ούτε ο Costa ούτε ο Niemeyer ήταν η πηγή αυτής της όξυνσης των διακρίσεων. Ωστόσο η μνημειώδης τους πόλη ήταν κατάλληλη για την προώθηση των διαχωρισμών, πράγμα που έγινε εμφανές από την ημέρα κιόλας που εγκαινιάστηκε η πόλη.17 Η προσέγγιση του σχεδιασμού της νέας πρωτεύουσας βασίστηκε στην απόφαση ότι το μέγεθός της θα πρέπει να είναι περιορισμένο, με σκοπό να αποφευχθεί έτσι η αυθαίρετη δόμηση φτωχών κατοικιών, καθώς και η ανάμιξη με παραπήγματα (φαβέλες) όπως συμβαίνει σε όλες τις μεγάλες Λατινοαμερικανικές μητροπόλεις. Την εποχή εκείνη, οι περισσότεροι σχεδιαστές θεωρούν ότι οι πόλεις θα πρέπει να επιτύχουν ένα ιδανικό μέγεθος, πέρα από το οποίο θα γινόταν αδύνατο να τις διαχειριστούν. Πολλοί πίστευαν ότι ήταν καθήκον του σχεδιασμού και της κυβέρνησης να αποτρέψουν τις πόλεις από την επέκταση πέρα από αυτό το βέλτιστο όριο. Ο στόχος για τον πληθυσμό της Μπραζίλια, που καθοριζόταν στους 500.000 κατοίκους, επιτεύχθηκε περίπου το 1970. Προφανώς, πιστός στο μύθο για το ιδανικό μέγεθος μιας πόλης, ο Costa σχεδιάζει την Μπραζίλια χωρίς σχέδια για περαιτέρω ανάπτυξη. Η λίμνη που περιβάλλει το κέντρο της πόλης προς τα νοτιοανατολικά και το τεράστιο εθνικό πάρκο που βρίσκεται στα βορειοδυτικά είναι αμετάβλητα εμπόδια που αποτρέπουν οποιαδήποτε επικείμενη χωρική επέκταση. Η χρήση μιας ζώνης πρασίνου, ως πλαίσιο γύρω από το Plano Piloto, προτάθηκε από το δημιουργό, Lucio Costa, για να διατηρηθεί αμετάβλητος ο καθαρός χαρακτήρας της πρωτεύουσας, μαζί με την υπόδειξη οι νέες πόλεις να διασκορπιστούν στο Federal District18. Στην πραγματικότητα, ο περιορισμός της αύξησης του πληθυσμού αποσκοπεί στον περιορισμό της εγκατάστασης μεταναστευτικών πληθυσμών. Η Μπραζίλια χτίζεται με την προοπτική να κατοικηθεί μόνο από μεσαίας τάξης νοικοκυριά, που θα αποτελούνταν κυρίως από τους κρατικούς υπαλλήλους. Οι σχεδιαστές θεώρησαν ότι με τη διατήρηση των υψηλών προδιαγραφών στις υποδομές και στα πρότυπα 16 17 18
Wright C. L. (1987) Holston J. (1989) Costa L. (1991)
102
_ η πόλη και το κράτος
στέγασης του αρχικού σχεδίου θα δώσουν ένα παράδειγμα «καλού πολεοδομικού σχεδιασμού». Η καλύτερη και πιο πρόσφατη αρχιτεκτονική γνώση σχετικά με την υγιεινή, την εκπαίδευση, την υγεία, και την ψυχαγωγία θα γινόταν μέρος του σχεδιασμού της Μπραζίλια. Η μετανάστευση προς την Μπραζίλια θα έπρεπε να περιορίζεται σε νοικοκυριά με επαρκές εισόδημα, και που θα μπορούσαν να ενσωματωθούν εύκολα στο Plano Piloto. Τα χαμηλότερα λαϊκά στρώματα, που θα έφερναν μαζί τους τις δικές τους «οπισθοδρομικές» συνήθειες και πρακτικές, φάνηκε ότι δεν χωρούσαν στην πόλη του μέλλοντος. Ο Costa και ο Niemeyer δεν έδιωχναν μόνο τον δρόμο και την πλατεία από ουτοπική τους πόλη. Πίστευαν ότι έδιωχναν επίσης, τις πυκνοκατοικημένες φτωχογειτονιές, με το σκοτάδι τους, τις ασθένειες, την εγκληματικότητα, τη ρύπανση, την κυκλοφοριακή συμφόρηση και τον θόρυβο τους, την έλλειψη δημόσιων υποδομών. Ο χωρικός διαχωρισμός που υλοποιείται στην περίπτωση της Μπραζίλια ηθελημένα ή όχι από την πλευρά των αρχιτεκτόνων της - , με τη στέγαση στο Plano Piloto να είναι μια πολυτέλεια που μόνο λίγοι μπορούν να αντέξουν οικονομικά, και τους υπόλοιπους κατοίκους να εξωθούνται στις πόλεις δορυφόρους, είναι μια καθαρά πολιτική επιλογή. Η πόλη της Μπραζίλια, όντας αναπτυξιακός πόλος και πυρήνας θέσεων εργασίας ήδη από την περίοδο κατασκευής της, δεν θα μπορούσε παρά να προσελκύσει όλα εκείνα τα φτωχά εργατικά στρώματα -ιδίως από το βορρά- που έψαχναν ένα καλύτερο μέλλον. Το μέλλον που τους υποσχόταν η νέα πόλη, η πόλη της ελπίδας, και το αναπτυξιακό πλάνο του προέδρου Kubitschek. Αν το μοντέλο πυρήνα-δορυφόρων ήταν η μοντερνιστική απάντηση του Costa για την οργάνωση του πληθυσμού με χαμηλό εισόδημα και ταυτόχρονα για να αποφευχθεί η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και η καταπάτηση της φύσης, δεν παύει να σημαίνει πως απέτυχε να ανταποκριθεί στην κοινωνική προβληματική του. Η Μπραζίλια, από την πόλη κοινωνική ουτοπία μετατρέπεται στην πόλη των διαχωρισμών. Όπως είδαμε, από τα πρώτα χρόνια κιόλας της λειτουργίας της νέας πόλης, παρατηρείται ένα τεράστιο χάσμα στην χρήση του χώρου μεταξύ της εργατικής τάξης και των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, με τους δεύτερους να καταλαμβάνουν το Plano Piloto και τους πρώτους να εξωθούνται στην εγκατάσταση σε περιφερειακούς οικισμούς -ή και στη δημιουργία τους-. Αυτού του τύπου τη χωρική οργάνωση, με αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ των χώρων κατοίκησης (και
103
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
εικ. 27 μία από τις πόλεις δορυφόρους της Μπραζίλια
104
_ η πόλη και το κράτος
κατ’ επέκταση της δράσης) των διαφορετικών τάξεων, όπως συνέβηκε εν τέλει στη Μπραζίλια, θα τη βρούμε σε πολλές περιπτώσεις στο σύγχρονο κόσμο και μέσα στην ιστορία (από το τους Μάγια μέχρι τη Φεουδαρχική Γαλλία). Θα λέγαμε ότι παγίως η χωρική οργάνωση αντικατοπτρίζει σε ένα βαθμό την κοινωνική οργάνωση σε κάθε πολιτισμό και ο διαχωρισμός των περιοχών κατοικίας αντικατοπτρίζει πιο αποτελεσματικά απ' οτιδήποτε άλλο το βαθμό περιχαράκωσης ή τον ανταγωνισμό μεταξύ των διαφορετικών κοινωνικών (και στην ουσία εισοδηματικών) ομάδων. Αυτό το κοινωνικο-οικονομικό απαρτχάιντ19 δεν έχει δημιουργήσει ισχυρά κύματα διαμαρτυρίας στην Μπραζίλια, κυρίως επειδή παραχωρήθηκαν στους φτωχούς μετανάστες οικόπεδα στις λεγόμενες πόλεις δορυφόρους. Όπως ο Nick Devas επισήμανε στη μελέτη του για τις πόλεις στις αναπτυσσόμενες χώρες: «Το κρίσιμο εμπόδιο για τους ανθρώπους που προσπαθούν να παρέχουν στον εαυτό τους στέγη, είναι η πρόσβαση στη γη. Επομένως, το ζήτημα δεν είναι η κατασκευή σπιτιού, ούτε ακόμη και η παροχή υποδομών, αλλά η απόκτηση γης .»20 Παρέχοντας ένα σύστημα δομών οι οποίοι επιτρέπουν στα φτωχά στρώματα να αποκτήσουν πρόσβαση σε γη εντός των συνόρων του Federal District, οι διαχειριστές της νέας πρωτεύουσας της Βραζιλίας ελαχιστοποιούν τη σημασία και τις επιπτώσεις των παραγκουπόλεων, είτε με τη μετατροπή τους, μέσω της νομοθεσίας, σε δορυφόρους της Μπραζίλια, είτε με τη μεταφορά των κατοίκων σε μακρινές και πιο «πλεονεκτικές» τοποθεσίες. Η ρυμοτόμηση των φαβέλων την Μπραζίλια, αλλά και οι παροχή κάποιον πολύ βασικών υπηρεσιών, όπως σχολείων και νοσοκομείων – η οποία γίνεται βέβαια πολύ περιορισμένα και σχεδόν πάντα με ψηφοθηρική στόχευση από την πλευρά της εξουσίας- υποδηλώνει ένα κρατικό έλεγχο επί του χώρου. Οι κάτοικοι κατ’ αυτόν τον τρόπο «ενσωματώνονται» από τις κυβερνητικές πολιτικές, πράγμα το οποίο είναι πολύ πιο θεμιτό για τους κυβερνώντες από την οργανωμένη και μαχητική διεκδίκηση του χώρου που τους οφείλεται, όπως παρατηρείται σε άλλες παραγκουπόλεις.
19 20
Madaleno I.M.(1997) Devas Ν. (1993) σελ. 83
105
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
_ανάπτυξη για ποιους; Παρότι η πόλη της Μπραζίλια δεν αποτέλεσε την υλοποίηση του ουτοπικού οράματος των σχεδιαστών της, η μεταφορά της πρωτεύουσας κατόρθωσε πράγματι να ενισχύσει την οικονομική ανάπτυξη στο εσωτερικό της χώρα. Η έκρηξη αγροτικής, μεταλλευτικής και βιομηχανικής δραστηριότητας στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας, ενισχύθηκε βέβαια ιδιαίτερα και από την κατασκευή αυτοκινητοδρόμων στην περιοχή, σαν επέκταση του σχεδίου του Kubitschek. 21Πέρα από το υλικό της αντίκτυπο όμως, η Μπραζίλια αποτέλεσε και την αποκρυστάλλωση ενός οράματος για τη νεωτερικότητα αλλά και ένα σαφές πλάνο για την «κατάκτησή» της. Ο χαρακτήρας της πόλης δίνει τα στοιχεία που θα συνθέσουν τον ορισμό της νεωτερικότητας για την περίπτωση της Βραζιλίας : ένα αστικό κέντρο αυστηρά σχεδιασμένο, λειτουργικό, αποτέλεσμα των τεχνολογικών επιτευγμάτων του αιώνα· μία πράσινη όαση μέσα στην έρημο. Και είναι αυτή η υπόσταση της Μπραζίλια, ο μύθος μιας πόλης-ουτοπίας, που αναδεικνύει το τεράστιο χάσμα μεταξύ της αντίληψης των σχεδιαστών της - που θέλει τη σύγχρονη εποχή να καταφτάνει γοργά και να διαμορφώνει μια νέα κοινωνική κατάσταση, αυτή της άρσης των ταξικών διαχωρισμών- και της πραγματικότητας για την πλειοψηφία των πολιτών της Βραζιλίας. Η πιο προφανής κριτική για την Μπραζίλια, είναι αυτή πάνω στην τεράστια αντίθεση του επιμελώς σχεδιασμένου και καλλωπισμένου κέντρου της και της «κρυμμένης» περιφέρειάς της21· αυτής των φτωχών παραγκουπόλεων που, αν και αγνοούνται, επιβιώνουν και αναπαράγονται. Παρ’ όλα αυτά, μάλλον οι πιο οξείες αντιθέσεις κρύβονται στο εσωτερικό του ίδιου του Plano Piloto. Όπως γράφει η Emily Fay Story, το Plano Piloto, είναι ένα αστικό κέντρο σχεδιασμένο για αυτοκίνηση. Η πλειοψηφία των κατοίκων όμως δεν διαθέτουν δικό τους όχημα, και αναγκάζονται είτε να χρησιμοποιούν το προβληματικό σύστημα αστικών συγκοινωνιών, είτε να μετακινούνται με τα πόδια μέσα στην πόλη του αυτοκινήτου. «Στους δευτερεύοντες οδικούς άξονες» περιγράφει, «δεν είναι ασυνήθιστο να συναντήσει κανείς υποτυπώδεις άμαξες, τις οποίες χρησιμοποιούν οικογένειες που επιβιώνουν από την
21
Story E. (2006) σελ. 146
106
_ η πόλη και το κράτος
εικ. 28 Όψη του Υπουργείο Εξωτερικών
107
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
ανακύκλωση χαρτόκουτων.» 22 Αυτή η όψη της πόλης, δεν θυμίζει καθόλου το όραμα των σχεδιαστών της. Μέσω του ορθολογικού τρόπου σχεδιασμού της, η Μπραζίλια αποτελεί μια απόπειρα «μέτρησης» του εκσυγχρονισμού με κατά βάση υλικούς όρους. Η πρόοδος μετριέται με χιλιόμετρα ασφαλτοστρωμένων δρόμων, κιλοβάτ παραγόμενης ενέργειας, τετραγωνικά ανέγερσης μπετονένιων κατασκευών, και όχι με δείκτες κοινωνικής ευημερίας όπως η πρόσβαση στην υγεία και την εκπαίδευση. Η πόλη έμελε να αποτελέσει ένα επίτευγμα διεθνούς θαυμασμού. Με τον ίδιο τρόπο ο εκσυγχρονισμός της χώρας αποσκοπούσε στο να αυξήσει τη διεθνή της ακτινοβολία και δύναμη. Και ενώ στην θεωρία η Μπραζίλια φαίνεται να ενσωματώνει τη Βραζιλιάνικη δημοκρατία, μία ρήξη με το παλιό και τη διαφθορά, στην πραγματικότητα αποκλείει πολλούς –τους περισσότερους- και ιδιαίτερα τους Αφρό-Βραζιλιάνους. Τόσο η τοποθεσία όσο και η δομή της πόλης, φαίνονται να απομακρύνουν, πρακτικά και συμβολικά την κυβέρνηση από την κοινωνία. Η πόλη της Μπραζίλια θα αποτελέσει ένα από τα κυριότερα σύμβολα για τη στρατιωτική χούντα του ΄64, όχι μόνο επειδή ήταν το κέντρο του καθεστώτος, αλλά και καθώς ο σχεδιασμός της φαινόταν έμφυτα «απολυταρχικός».23 Οι σχεδιαστές της Μπραζίλια επιχείρησαν να επιβάλλουν την πρόοδο τόσο υλικά και όσο και κοινωνικά, αλλά το πρώτο προηγείται του δεύτερου. Γεννιέται έτσι εύλογα το ερώτημα, ποιος θα επωφελούταν από αυτή την πρόοδο; Οι κρατικές αρχές διαβεβαίωναν πως όλοι, αλλά σύντομα αποδείχτηκε πως η πραγματικότητα δεν ήταν αυτή. Η Μπραζίλια φαίνεται να αποτελεί το σύμβολο ενός εξαναγκασμένου εκσυγχρονισμού. Εστιάζοντας μονάχα στο λαμπρό μέλλον της Βραζιλίας, οι δημιουργοί της φάνηκε να αγνοούν τις παρούσες ανάγκες των φτωχών στρωμάτων. Και ενώ η πρόοδος ήρθε, μια μικρή πλειοψηφία απολαμβάνει τους καρπούς της, ενώ οι φτωχοί συνεχίζουν να φτωχαίνουν. Η πόλη-ουτοπία φάνηκε γρήγορα πως θα γινόταν η πόλη των διαχωρισμών. 22 23
Ibid. σελ.153 Ibid. 156
108
_ συμπεράσματα «Αντίθετα, υπάρχουν και άλλες ετεροτοπίες που φαίνονται σαν αγνά και απλά ανοίγματα, αλλά γενικώς κρύβουν παράξενους αποκλεισμούς. Όλοι μπορούν να εισέλθουν σε αυτές τις ετεροτοπικές τοποθεσίες, αλλά για να πούμε την αλήθεια δεν είναι παρά μόνο μια ψευδαίσθηση: πιστεύεις ότι μπαίνεις και από το γεγονός και μόνο ότι μπαίνεις, αποκλείεσαι. Σκέφτομαι για παράδειγμα αυτά τα φημισμένα δωμάτια που υπήρχαν στα μεγάλα αγροκτήματα της Βραζιλίας και γενικότερα της Νότιας Αμερικής. Η πόρτα εισόδου δεν οδηγούσε στον κεντρικό χώρο όπου ζούσε η οικογένεια και κάθε άτομο που περνούσε, κάθε ταξιδιώτης είχε το δικαίωμα να σπρώξει αυτήν την πόρτα, να μπει στο δωμάτιο και έπειτα να κοιμηθεί εκεί για μία νύχτα. Και όμως αυτά τα δωμάτια ήταν τέτοια που το άτομο που περνούσε εκεί τη νύχτα δεν είχε ποτέ πρόσβαση ούτε καν στην αυλή της οικογένειας. Ήταν ένας περαστικός φιλοξενούμενος, δεν ήταν πραγματικά προσκεκλημένος. » Μισέλ Φουκώ, Ομιλίες και Γραπτά 1984, Περί αλλοτινών χώρων
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
Η Μπραζίλια έχει χαρακτηριστεί ως «…το πλέον ολοκληρωμένο παράδειγμα των αρχιτεκτονικών και σχεδιαστικών αρχών που σκιαγραφήθηκαν στα μανιφέστα (του CIAM), που έχει ποτέ κατασκευαστεί»1 . Είναι η μοντέρνα πόλη κατ' εξοχήν. Συμπυκνώνει τη θεωρητική σκέψη και ενσαρκώνει τα οράματα των αρχιτεκτόνων που συγκρότησαν το μοντέρνο κίνημα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Η τομή που κάνει στη μορφή και την οργάνωση της πόλης αντιπροσωπεύει μια ολοκληρωμένη πρόταση για τον τρόπο που η πόλη θα λειτουργεί, θα κατοικείται, θα απευθύνεται σε μια κοινωνία που προορίζεται ν' αλλάξει μαζί με το αρχιτεκτονικό ιδίωμα και, στην πραγματικότητα, δυνάμει αυτού του ιδιώματος. Ο σχεδιασμός της υπηρετεί προγραμματικά την κοινωνική αλλαγή. Έχοντας, πρακτικά, πλήρη ελευθερία ως προς την επιλογή και την εφαρμογή των αρχών οργάνωσής της, οι δημιουργοί της ανέλαβαν την κατασκευή μιας πόλης που θα μπορούσε, όπως πίστευαν, να κινητοποιήσει διαδικασίες άρσης των κοινωνικών αντιθέσεων. Αυτό, περισσότερο από κάθε τι άλλο, κάνει τη Μπραζίλια το πιο ολοκληρωμένο και το πιο μεγαλεπήβολο πείραμα του μοντερνισμού. Ο πειραματισμός επεκτείνεται στην προσπάθεια γίνει αυτή την πόλη εργαλείο κατασκευής εθνικής ταυτότητας. Η Μπραζίλια θα ήταν μια πόλη χωρίς παρελθόν που θα κατευθυνόταν προς το μέλλον, με τη θριαμβευτική ορμή ενός αεροσκάφους που διασχίζει τους ορίζοντες προκαλώντας τη βαρύτητα. Θα ήταν η νέα πρωτεύουσα μιας χώρας που αξίωνε ένα νέο προσανατολισμό. Χώρα αχανής και ελάχιστα συνεκτική, η Βραζιλία είχε πρόσφατα αποτινάξει το αποικιακό της παρελθόν μπαίνοντας βίαια σε μια νέα εποχή. Είχε λοιπόν ανάγκη να κατασκευάσει μια ενιαία εθνική ταυτότητα και, στην πραγματικότητα, μια νέα εθνική αφήγηση με κέντρο τον εκσυγχρονισμό, την ανάπτυξη, την «πρόοδο». Ο ρόλος της νέας πρωτεύουσας θα ήταν να υπηρετήσει (αν όχι να καθορίσει) το νέο προσανατολισμό της χώρας. Θα ερχόταν να σηματοδοτήσει την οριστική ρήξη με το παρελθόν, που θεωρείται απορριπτέο, ταυτόσημο της υπανάπτυξης και της εθνικής ανομοιογένειας και να εκπληρώσει το διττό της ρόλο: από τη μια πλευρά να περιγράψει το μέλλον της χώρας ως ταυτόσημο της προόδου και, από την άλλη πλευρά, να το πυροδοτήσει με την ίδια της την ύπαρξη. Το σχέδιο που κατέθεσε ο Lucio Costa στο διαγωνισμό για την κατασκευή της νέας πρωτεύουσας της Βραζιλίας, παρουσίαζε μια πόλη με οραματική μορφή ως 1
Holston J. (1989) σελ. 31
112
_ συμπεράσματα
εικ. 30 Όψη του Eixo Monumental και των υπουργικών κτιρίων
113
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
υλική μεταφορά της προόδου, με έμφαση στο σύγχρονο σχεδιασμό των μεταφορών οι οποίες επιτρέπουν την άρθρωση των διακεκριμένων λειτουργικών ζωνών με οργανικό τρόπο και εξισωτική λογική, λαμβάνοντας πρόνοια για την κοινωνική μείξη, τη συλλογική αλληλεπίδραση και τη δίκαιη πρόσβαση του πληθυσμού σε αγαθά και υπηρεσίες. Ο στόχος της εύρυθμης λειτουργίας συνδυάζεται στη Μπραζίλια με την προσπάθεια να εξομαλυνθούν ή και να εξαλειφθούν οι κοινωνικές ανισότητες και τριβές, κυρίως όσον αφορά στο, ιδιαίτερα φλέγον ακόμα και σήμερα για τη Βραζιλία, ζήτημα της κατοικίας. Ο Costa σχεδίασε τις ζώνες κατοικίας αυστηρά οριοθετημένες, με αυτονομία ως προς τον τεχνικό και κοινωνικό εξοπλισμό και με πρόβλεψη να στεγάζουν από κοινού πολίτες όλων των τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων. Φαίνεται όμως να αποδεικνύεται υπερβολικά αισιόδοξη η πίστη – κοινή σ’ όλο το μοντέρνο κίνημα – στην ικανότητα του σχεδιασμού να συμβάλλει, ως ο κύριος παράγοντας, στην κοινωνική αλλαγή, προκαταλαμβάνοντας τη δυναμική της πόλης και τις μελλοντικές της τάσεις μετασχηματισμού. Το υψηλό επίπεδο ολοκλήρωσης του σχεδιασμού κατέληξε σε έλλειμμα ευελιξίας και, σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις τους, η πραγματική ζωή ήρθε να αντιστρέψει πλήρως το όραμα των μοντέρνων αρχιτεκτόνων. Αντί για ένα παράδειγμα συλλογικής συμβίωσης και πρότυπο κοινωνικής αναμόρφωσης, η Μπραζίλια γίνεται από πολύ νωρίς πρότυπο κοινωνικού διαχωρισμού, που τελικά δεν έχει χώρο για τους candangos, τα λαϊκά στρώματα που ανέλαβαν το μεγαλύτερο βάρος της κατασκευής της. Ο ορθολογικός αλλά άκαμπτος σχεδιασμός του Costa, αντί να ενισχύει την ανάπτυξη νέων μορφών συλλογικής ζωής, καταλήγει να αποκλείει ρυθμούς, αξίες και εκδοχές της καθημερινότητας που χαρακτηρίζουν και δίνουν συνοχή στη βραζιλιάνικη κοινωνία. Ο δρόμος έχει χάσει κάθε ζωντάνια καθώς προορίζεται αποκλειστικά για την κυκλοφορία οχημάτων και δεν προβλέπει παρόδιες χρήσεις, οι πλατείες είναι αμήχανες και άδειες, ακατάλληλες για συναντήσεις, η εμπορική κίνηση περιορίζεται στους κλειστούς χώρους των mall, το πράσινο είναι ανεπαρκές και χωρίς δομική συσχέτιση με τις υπόλοιπες αστικές λειτουργίες. Η πόλη της Μπραζίλια πέτυχε πράγματι, σε ένα πρώτο επίπεδο, να συμβάλλει στην εκκίνηση της πολυπόθητης παραγωγικής ανάπτυξης του κεντρικού τομέα της Βραζιλίας που, με τον τρόπο αυτό, ενσωματώθηκε στον εθνικό κορμό. Δεν ήταν όμως ο κύριος παράγοντας αυτής της εξέλιξης, παρά τη μεταφυσική κατασκευή που την ήθελε να «φέρνει» και να «προοικονομεί» την ανάπτυξη με μόνη τη διοικητική της λειτουργία. Μπορούμε επί πλέον να πούμε σήμερα με βεβαιότητα, ότι αυτή η
114
_ συμπεράσματα
ανάπτυξη δεν άγγιξε την πλειοψηφία της Βραζιλιάνικης κοινωνίας αλλά, αντίθετα, δημιούργησε νέα ρήγματα και νέους αποκλεισμούς στο εσωτερικό της. Η πόλη της Μπραζίλια πέτυχε πράγματι, σε ένα πρώτο επίπεδο, να συμβάλλει στην εκκίνηση της πολυπόθητης παραγωγικής ανάπτυξης του κεντρικού τομέα της Βραζιλίας που, με τον τρόπο αυτό, ενσωματώθηκε στον εθνικό κορμό. Δεν ήταν όμως ο κύριος παράγοντας αυτής της εξέλιξης, παρά τη μεταφυσική κατασκευή που την ήθελε να «φέρνει» την ανάπτυξη προικονομώντας της. Μπορούμε επί πλέον να πούμε σήμερα με βεβαιότητα, ότι αυτή η ανάπτυξη δεν άγγιξε την πλειοψηφία της Βραζιλιάνικης κοινωνίας αλλά, αντίθετα, δημιούργησε νέα ρήγματα και νέους αποκλεισμούς στο εσωτερικό της. Με τον ίδιο τρόπο φάνηκε, από την αρχή κιόλας της λειτουργίας της πόλης, πόσο ρητορικό ήταν το κάλεσμα για την ισότιμη συνεργασία όλων των κατοίκων της Βραζιλίας στην κατασκευή της νέας πρωτεύουσας και του ίδιου του μέλλοντος της χώρας. Η νέα εθνική ταυτότητα, την κατασκευή της οποίας προοριζόταν να υποστηρίξει το μεγαλειώδες σχέδιο της κατασκευής της πόλης, βρέθηκε να αποκλείει τα μεγαλύτερα κομμάτια της Βραζιλιάνικης κοινωνίας - και η χωρική διαίρεση της πόλης της Μπραζίλια βρέθηκε να καθρεφτίζει και ν’ αναπαράγει αυτούς τους αποκλεισμούς. Η εντυπωσιακή αυτή απόκλιση από τις προθέσεις των σχεδιαστών της, το πόσο σαφής δηλαδή είναι η χωρική έκφραση του κοινωνικού διαχωρισμού σε μια πόλη που υπηρετεί προγραμματικά το εξισωτικό ιδεώδες, έχει να κάνει προφανώς με το ότι οι δημιουργοί της Μπραζίλια την σχεδίασαν για να φιλοξενήσει μια άλλη κοινωνία - μια νέα κοινωνία – δίχως να αντιλαμβάνονται πως το πολεοδομικό και αρχιτεκτονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα βρισκόταν να κατοικεί δεν αρκούσε για να την μετασχηματίσει. Η πόλη της Μπραζίλια πέτυχε πράγματι, σε ένα πρώτο επίπεδο, να συμβάλλει στην εκκίνηση της πολυπόθητης παραγωγικής ανάπτυξης του κεντρικού τομέα της Βραζιλίας που, με τον τρόπο αυτό, ενσωματώθηκε στον εθνικό κορμό. Δεν ήταν όμως ο κύριος παράγοντας αυτής της εξέλιξης, παρά τη μεταφυσική κατασκευή που την ήθελε να «φέρνει» την ανάπτυξη προικονομώντας της. Μπορούμε επί πλέον να πούμε σήμερα με βεβαιότητα, ότι αυτή η ανάπτυξη δεν άγγιξε την πλειοψηφία της Βραζιλιάνικης κοινωνίας αλλά, αντίθετα, δημιούργησε νέα ρήγματα και νέους αποκλεισμούς στο εσωτερικό της. Με τον ίδιο τρόπο φάνηκε, από την αρχή κιόλας της λειτουργίας της πόλης, πόσο ρητορικό ήταν το κάλεσμα για την ισότιμη συνεργασία
115
όλων των κατοίκων της Βραζιλίας στην κατασκευή της νέας πρωτεύουσας και του ίδιου του μέλλοντος της χώρας. Η νέα εθνική ταυτότητα, την κατασκευή της οποίας προοριζόταν να υποστηρίξει το μεγαλειώδες σχέδιο της κατασκευής της πόλης, βρέθηκε να αποκλείει τα μεγαλύτερα κομμάτια της Βραζιλιάνικης κοινωνίας - και η χωρική διαίρεση της πόλης της Μπραζίλια βρέθηκε να καθρεφτίζει και ν’ αναπαράγει αυτούς τους αποκλεισμούς. Η εντυπωσιακή αυτή απόκλιση από τις προθέσεις των σχεδιαστών της, το πόσο σαφής δηλαδή είναι η χωρική έκφραση του κοινωνικού διαχωρισμού σε μια πόλη που υπηρετεί προγραμματικά το εξισωτικό ιδεώδες, έχει να κάνει προφανώς με το ότι οι δημιουργοί της Μπραζίλια την σχεδίασαν για να φιλοξενήσει μια άλλη κοινωνία - μια νέα κοινωνία – δίχως να αντιλαμβάνονται πως το πολεοδομικό και αρχιτεκτονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα βρισκόταν να κατοικεί δεν αρκούσε για να την μετασχηματίσει. Η προσωπική μας εμπειρία ως επισκέπτες στην πόλη της Μπραζίλια, πυροδότησε σίγουρα το ενδιαφέρον μας για την παρούσα μελέτη. Για κάποιον ξένο, η επίσκεψη στην πόλη αποτελεί μία εμπειρία πολύ ιδιαίτερη, μάλλον αντίστοιχη με αυτή που θα βίωνε κανείς σε ένα μουσείο μοντέρνας αρχιτεκτονικής, με τα εκθέματα όμως να παρατίθενται σε πραγματικό μέγεθος. Παρ’ όλα αυτά πρόκειται για μια πόλη ζωντανή, ο πληθυσμός της οποίας τη βιώνει ως τη δική του κανονικότητα. Κατά την επίσκεψή μας στην πόλη, ακούσαμε από πολλούς ντόπιους ότι, σε αντίθεση με άλλες μεγαλουπόλεις, στη Μπραζίλια δεν βιώνει κανείς τόσο έντονα τις φυλετικές διακρίσεις. Είναι σαφές ότι το αυστηρό zoning και η άκαμπτη χωρική οργάνωσή της συγκρούστηκαν με τις τάσεις αστικοποίησης που αναπτύχθηκαν μετά την κατασκευή της, δημιουργώντας εκ των πραγμάτων διαχωρισμούς σε βάρος των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων. Αυτό το είδος οργάνωσης περιορίζει τα περιθώρια πρόσμιξης και συμβίωσης μεταξύ των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, και άρα αίρει τη συνθήκη εκδήλωσής των φυλετικών διακρίσεων. Ίσως, όμως, και η εμπειρία κατασκευής της πόλης, εξ αρχής από κοινού από candangos και pioneiros, σε ένα κλίμα (έστω και κατασκευασμένης) ισότητας, να έχει αφήσει στη ζωή της Μπραζίλια την παρακαταθήκη της.
116
_βιβλιογραφία Aντόρνο Τ., Καρύδας Δ., Σταυρίδης Σ. (2004), Εισαγωγικά κείμενα για το ‘Μονόδρομο’ του Βαλτερ Μπενγιαμιν, Αθήνα: Άγρα. Λυκογιάννη, Ρ.(2006) ,Η καθημερινή ζωή στο έργο του Henri Lefebvre, Εισήγηση στα Σεμινάρια της Ερμούπολης Σύρου(22ος χρόνος) - Ενότητα “Ο Χώρος στην Αριστερή Σκέψη- Ο Ανρί Λεφέβρ και οι απόηχοι του 1968”, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών & Επιστημονικό και Μορφωτικό Ίδρυμα Κυκλάδων (ΕΜΙΚ). Ερμούπολη-Σύρος. Φουκώ Μ. (1967), “Ομιλίες και Γραπτά 1984, Περί αλλοτινών χώρων (διάλεξη στη λέσχη αρχιτεκτονικών μελετών, 14 Μαρτίου 1967)”. Architecture, Mouvement, Continuité 5, σελ. 46-49. Acioly C. (1987), “Infrastructure of the poor: the case of Brasilia”, Urban India VII (1), New Delhi: National Institute of Urban Affairs, σελ. 69-83. Andrews S. (1992), Using manipulative architecture and semiotics to bring two or more ideologies and or cultures together, Thesis, Texas Tech University. Batista, G. N., Ficher S., Leitao F., Franca D. A., (2006), “Brasilia: a capital in the hinterland”, Gordon D. L. (ed.), Planning Twentieth Century Capital Cities, New York: Routledge, σελ. 164-181. Benevolo L. (1977), History of Modern Architecture, Cambridge, MA: MIT Press. Beal S. (2004), Brazil under construction: literature, public works, and progress, Dissertation, Columbia University. Beardsley J., Dümpelmann S. (ed), (2015) Women, Modernity, and Landscape Architecture, New York: Routledge. Benjamin A., Rice C., (2009), Walter Benjamin and the Architecture of Modernity, Melbourne: Re.Press. Bertaud A., (2010), “Brasilia spatial structure: Between the Cult of Design and Markets”, Seminário Internacional Brasília Metropolitana 2050: Preservação e
117
Desenvolvimento 28 e 29 de abril - Brasília, D.F. Brasil Bishop, Elizabeth, (2006) “A New Capital, Aldus Huxley, and Some Indians”, Yale Review 94 (3) (July 2006), σελ. 76-114. Borges L., Tinem N., (1999) “Brazilia y los Mitos”, DC PAPERS 3, Universitat Politecnica e Catalunya. Bridge G., Watson S. (ed), (2000), A Companion to the City, Oxford: Blackwell. Campos, dela F., (2014), “The Satellite City as Future Urban Model: How to Turn a Problem into a Solution”, στο Minha casa – nossa cidade! : innovating mass housing for social change in Brazil / Mas Urban Design [Ed. by Marc Angélil & Rainer Hehl in collab. with Something Fantastic], Berlin : Ruby Press, σελ: 325. Carvalhal T.F., Brasilia as Utopia: Territorializing the Center, Thesis, Universidad Federal do Rio Grande do Sul. Certeau M., (1984) The Practice of Everyday Life, University of California Press. Costa L. (1957), “Relatório do Piano Piloto de Brasilia”, Revista Arquitetura e Engenharia 44, σελ. 9-12 Costa L. (1987), “Brasilia Revisitada”, Diário Oficial do Distrito Federal - Decreto 10.829, Official Diary of the Federal District, Brasilia. Costa L. (1991), Brasilia, cidade que inventei, Codeplan/Depha, Brasilia. Davis M.(2006), Planet of Slums, New York: Verso. Devas, N. (1993), Evolving Approaches, Managing Fast Growing Cities, London: Longman. Epstein D. (1973), Brasilia, Plan and Reality: A Study of Planned and Spontaneous Urban Development, Berkley: University of California Press Farret R., (2001) Land and Urban Development Policies in a Planned City: Achievements and Challenges in Brasilia, Brazil, University of California. Fenster T. (2005), “The Right to the City and Gendered Everyday Life”, Journal of Gender Studies, 14 (3), New York: Routledge. Fontes C., Medeiros V., (2015) “The maps of the modern city: Brasília and the phases
118
of a fragmentary urban configuration”, Proceedings of the 10th International Space Syntax Symposium, 13-17 July 2015 University College London, London, UK. Fraser V. (2001) Building the New World: Modern Architecture in Latin America, Verso. Galeano E., (2008) Oι ανοιχτες φλεβες της Λατινικης Αμερικης, Αθήνα:Κουκκίδα Gallo Η. and Vicente del Riο, (2000), “The legacy of modern urbanism in Brazil: Paradigm turned reality or unfinished project?” Docomomo Journal 23 (2). Gilloch G. (1996), Myth And Metropolis: Walter Benjamin and the City, Cambridge: Polity Press. Hillier B.(2001), “A Theory of the City as Object Or, how spatial laws mediate the social construction of urban space”, Proceedings of the 3rd International Space Syntax Symposium, Atlanta, US. Holanda,de F. (2000), “Class footprints in the landscape”, Urban Design International 5, σελ.189-198. Holanda,de F., (1997) “Τypology of urban layouts: Τhe case of Brasilia”, Proceedings volume i - Comparative Cities, Space Syntax First International Symposium, London. Holanda,de F., Passos Mota A., Cavalcante Leite A., Simoes de Bello Soares L., Melasso Garcia P. (2001), “Eccentric Brasilia”, Proceedings: 3rd International Space Syntax Symposium, Atlanta. Holanda, de F., (2011) Oscar Niemeyer: Of Glass and Concrete, FRBH. Holston J. (1984), On Modernism and Modernization: The modernist City in Development, The Case of Brazilia, Notre Dame, Kellogg Institute. Holston, J. (1989), The Modernist City an Anthropological Critique of Brasilia, The University of Chicago Press. Jaguaribe B. (1999), Modernist Ruins: National Narratives and Architectural Forms, Duke University Press.
119
Joychelovitch S. (1995), Social Representations and Public Life: A Study on the Symbolic Construction of Public Spaces in Brazil, Department of Social Psychology London School of Economics and Political Science ,University of London. Kroll C., (2008), “Brasilia or the Limits of Theory”, Agora- The Urban Planning and Desing Journal of the University of Michigan 2, σελ.23. Layton M., (2011) Urban Design & The New City Brasilia Madaleno I.M.(1997), “Planned segregation: Cape Town and Brasilia”, στο Korcelli P., Ostendorf W., Sinclair R.(ed.), Geographia Polonica 69, Urban Development and Urban Life, Poland, σελ.167. Moura, de C., (2011) “Pioneers and Entrepreneurs-Bio/Ethnographic Notes Towards an Anthropology of Urban Growth”, Vibrant 8 (2), σελ. 501-528. Evenson N. (1973) Two Brazilian Capitals: Architecture and urbanism in Rio de Janeiro and Brasilia, New Haven and London: Yale University Press Palazzo, P. and Saboia, L. (2012), “Capital in a Void: Modernist Myths of Brasilia”, κεφάλαιο Modernism unbound: myths, practices, and policies, στο TDSR 14, σελ. 15 Perez F., Brasilia as Implementation of Twentieth Century Urban Planning Theory, Thesis, New College of Florida. Phaf-Rheinbergeer I.(2007), “Myths of Early Modernity: Historical and Contemporary Narratives of Brazil and Angola”, CR: The New Centennial Review 7 (3), Michigan State University Press. Philippopoulos-Mihalopoulos Α.(ed.) (2007), “Brasilia: Utopia Postponed”, στο Law and the City, London: Routledge. Philippou S. (2008), Oscar Niemeyer: Curves of Irreverence, New Haven and London: Yale University Philippou S. (2013), “The Radical Modernism of Oscar Niemeyer”, Arquitectura y Urbanismo XXXIV (2), ISSN.
120
Pires L. (2013), Gender in the modernist city: shaping power relations and national identity with the construction of Brasilia, Thesis, Iowa State University. Rojas E.(2006), “The Reurbanization of the Brasilia Metropolitan Region”, 42nd ISOCARP Congress, Istanbul, Turkey. Roth L. M., (1993), Understanding Architecture, Boulder, CO: Westview Press. Savić S., Savičić G., (2012) “Suburban Dystopia and Shopping as a Soap Opera” , ‘Theatre Space after 20th Century’, Thematic Proceedings of the 4th International Scientific Conference in the cycle “Spectacle – City - Identity”, σελ. 170. Schrijver L., (2009), Radical Games: Popping the Bubble of 1960s’ Architecture, Rotterdam: NAI Publishers. Seamon D. (2011), ‘A “Jumping, Joyous Urban Jumble”: Jane Jacobs’s Death and Life of Great American Cities as a Phenomenology of Urban Place’, Paper prepared for a symposium, ‘Phenomenologies of Schools, Cities, and Historic Environments’,‖ held at the annual meeting of the Environmental Design Research Association (EDRA), Chicago. Segre R., (1996), Huellas Difusas: La Herencia de Le Corbusier en Brasilia, Revista de Arquitectura 10. Sevcenco N. (2000), “Peregrinations Visions and the City: From Canudos to Brasilia, the Backlands become the City and the City becomes the Backlands”, Throught the Kaleidoscope: The experience of Modernity in Latin America, London: Verso. Silva, Da L. (1998), La construcción de Brasilia como experiencia moderna en la periferia capitalista: La Aventura, Espiral IV (11), Mexico. Scott C.J. (1998), SeeingLike a State: How Certain Schemes to Improve the Human Condition Have Failed, New Heaven and LondonVerde: Yale University Press. Story E. (2006), Constructing Development: Brasília and the Making of Modern Brazil, Vanderbilt University, Nashville. Snyder D. E., (1964), “Alternate Perspectives on Brasilia.” Economic Geography 40(1)
121
Tauxe S. C., (1996), Mystics Modernists, and Constructions Of Brasilia, Ecumene. Vernon C., (2012), Capital Connections: Australia, Brazil And Landscapes Of National Identity, 15th International Planning History Society Conference, 15-18 July 2012, Sao Paolo, Brazil. Williams R. (2005), “Modernist Civic Space and the Case of Brasilia”, Journal of Urban History 32 (1), σελ. 120-137. Wolfe J., (2010) Autos and Progress: The Brazilian Search for Modernity, Oxford University Press. Wright C. L.,(1987), “Transport in Brasilia: the limits of aesthetics”, Transport Reviews 7 (4), σελ. 281-305. Wygondy A. (2004), Architecture and the State: Brasilia as a Political instrument, Thesis, Concordia University. Zein R., (1998), “Brasilia: Drifting Radical Modernity”, Proceedings of the XIX Congress of the International Union of Architects (UIA).
_ιστοσελίδες Φιλίππου Σ., (2009), ‘Από τις Ακτές του Ρίο ντε Τζανέϊρο ως την Ενδοχώρα της Μπραζίλια: Ιδεολογία, Εθνική Ταυτότητα και Δημόσια Κτίρια στη Βραζιλία, 19201960’, Αρχιτεκτονικές Ματιές, http://www.greekarchitects.gr/gr/%CE%B1%CF %81%CF%87%CE%B9%CF%84%CE%B5%CE%BA%CF%84%CE%BF%CE%BD%CE% B9%CE%B..., τελευταία επίσκεψη 01/02/2016 Bertaud A., (2001) The costs of Utopia: Brasilia, Johannesburg, and Moscow, http:// alainbertaud.com, τελευταία επίσκεψη 15/1/2016 Miller S., (2004) Brasilia: Living in the Shadow of Idea https://designkultur.files. wordpress.com/2010/07/brasilia-living-in-the-shadow-of-idea-by-sam-miller.pdf, τελευταία επίσκεψη 01/02/2016
122
Rinehart R., Utopia Now and Then http://www.coyoteyip.com/rinehart/papers_files/ utopia_now_and_then-rinehart.pdf, τελευταία επίσκεψη 01/02/2016 Wright L.C., Transport in Brasilia: the limits of aesthetics, http://dx.doi. org/10.1080/01441648708716663, τελευταία επίσκεψη 2/02/2016 Acioly C., Brasilia, From Plan Tο Metropolis: a critique from the perspective of low income housing policies, draft working paper http://www.claudioacioly.com/ downloads/articles/Acioly%201992_Brasilia%20Plan%20to%20Metropolis.pdf, 01/02/2016
_πηγές φωτογραφιών και εικόνων Αναδιπλώμενος χάρτης εσωφύλλου : urban-networks.blogspot.com Εικ. 1, 2, 3, 9, 12,15, 16, 17, 18, 19, 21, 22, 26, 27, 29, 30 & εικόνα εξωφύλλου: www. magnumphotos.com, Φωτoγράφος: Rene Burri Εικ. 4, 8, 25 : Wright C. L.,(1987), “Transport in Brasilia: the limits of aesthetics”, Transport Reviews 7 (4), σελ. 295 Εικ. 5 : www.vitruvius.com.br Εικ. 6 : www.architizer.com Εικ. 7 : www.geopolicraticus.com Εικ. 10 : Αρχείο του Centro de Arquitetura e Uranismo, Rio de Janeiro 1936- 1945, Φωτογράφος: Jorge Machado Moreira Εικ. 11 : www.cornersoftthe20thcentury.com Εικ. 13 : www.studyblue.com Eικ. 14 : Mayr Μ., Mayr ρ. (2014), Schwarzplan – OpenStreetMap basierte Schwarzpläne, Berlin: Epubli. σελ.35 Εικ. 20 : www.catralivre.com, Φωτογράφος: Mario Fontenelle Εικ. 23, 24, 28 : Προσωπικό αρχείο
123
124
_ παράρτημα
125
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
i. Μετάφραση αποσπάσματος από το βιβλίο του Galeano Ε. “Οι Ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής”.
ΒΡΑΖΙΛΙΑ Το όνειρο της σύγχρονης Βραζιλίας ονομαζόταν Μπραζίλια. Μεγάλο φουτουριστικό πουλί από μπετόν, που το έσιτησαν στα παρθένα και ιερά εδάφη τοθ υψηλού κεντρικού οροπέδιου, η Μπραζίλια απαιτούσε θυσίες. Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες - οι καντάγκος – συνέρευσαν από τις πλέον αποστερημένες περιοχές τις χώρας. Όλοι οι πόροι και οι πηγές του έθνους επιστατεύτηκαν για το τεράστιο τούτο σχέδιο. ΄΄Η Βραζιλία, χώρα του μέλλοντος.΄΄ Κι η νέα πρωτεύοθσα δεν ήταν τάχα το σύμβολο της θέλησης, του δυναμισμού, της ανεξαρτησίας της Βραζιλίας, αληθινή ήπειρος ; Τα εγκαίνια της Μπαζιλία έπρεπε να γιορταστούν. Έπειτα από τόσα χρόνια θυσίας, έπρεπε να δρέψουν τοθς καπρούς χωρις να περιμένουν πια. Οι χωρικοί απαιτούσαν τη γη, οι εργάτες αξιοπρεπείς μισθούς, οι διανούμενοι μιαν αληθινή εθνική κουλτούρα. Το στρατιωτικό πραξικόπημα του Απρίλη 1964 έβαλε τέρμα σ’ αυτό το γνήσιο λαϊκό καρναβάλι, που είχε κιόλας παρεκτραπεί από διεφθαρμένους δημαγωγούς. Οι στρατιωτικοί είχαν μια κοινή πίστη με το Βραζιλιάνικο κομμουνιστικό κόμμα: Την ιδέα ότι μια εθελουσία επέμβαση, προγραματισμένη απ΄την κεντρική εξουσία, αρκούσε για να λύσει όλα τα προβλήματα της χώρας. Θετικισμός και ετσιθελισμός, παλιές εθνικές πληγές εξηγούν της σχέσεις αγάπης -μισους που υπάρχει ανάμεσα δημαγωγούς. Η Επανάσταση του Απρίλη θα είναι πριν απ΄όλα αντι-κομμουνιστική. Η καινούρια, εξουσια δε θ΄αργήσει να συντρίψει βίαια κάθε αντίσταση. Εδώ και δεκαεφτά χρόνια, οι ατρατιωτικοί είναι οι απόλυτοι κύριοι της χώρας. Της έχουν δώσει την ψυχί-τους. Η Βραζιλία, φαραωνικό σχέδιο ΄΄οικονομικού θαύματος΄΄, εκρήγνυται. Η διαφθορά κερδίζει έδαφος σ΄όλες τις σφαίρες της εξουσίας. Τα μυθώδη πλούτη που σωρεύει μια μειοψηφία αποτελούν ύβρη στην αφάνταστη στέρηση της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού. Η εθνική κοθλτούρα κατακουρελιάζεται. Οι τοπικές ανισόητες ξεπερνούν κάθε ανεκτό όριο. Οι μεγάλες μητροπόλεις, το Ρίο, ή το Σάο Πάουλο κολυμπούν κυριολεκτικά σε μια αστική βία που παίρνει την όψη πραγματικού εμφύλιου απαραγμού. Το εξωτερικό χρέος της χώρας ανέρχεται στα 60 δισεκατομμύρια δολάρια και ο πληθωρισμός ξεπερνά το 100%. Η Βραζιλία, όγδοη δύναμη του δυτικού κόσμου με 120 εκατμμύρια καροικους,
126
_ παράρτημα
είναι ένα κοχλακιστό καζάνι έτοιμο να εκραγεί. Ο στρατός και η Εκκλησία είναι οι μόνες αληθινά παρούσες στην εθνική εποκράτεια πολιτικές δυνάμεις. Ο στατός είναι η εξουσία. Η Εκκλησία η αντιπολίτευση. Η επιτυχία των μεγαλεπήβολων ονείρων από μέρους των στρατιωτικών τεχνοκρατών έχει δημιουργήσει ένα κενό. Όλος ο κόσμος ξέρει ότι μια βίαιη ρήξη θα ήταν ανεξέλεγκτη. Επίσκοποι και στρατηγοί συμφωνούν να προωθήσουν ένα ΄΄δημοκρατικό άνοιγμα.΄΄ Καμία δύναμη δεν μπορεί πια να διανοηθεί ότι μπορεί, μόνητης, να διευθύνει τη χώρα από τα μακρινά και κλιματιζόμενα γραφεία της Μπραζίλια. Σήμερα, η Βραζιλία ζει μια μεταβατική κατάσταση. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση είναι μεταβατικές. Βαθιές κινητοποιήσεις ταράζουν τις πιο μυστικές ίνες της εθνικής ψυχής. Η επιστροφή των παλιών ινδιάνικων και αφρικανικών λατρειών προσβάλλει έντονα τη λαϊκίστικη και θετικιστική παράδοση της εξουσίας. Η χώρα δεν είναι πια τίποτ΄άλλο παρά μια γιγάντια φυγή προς τα μπρος. Προς τα πού άραγε ; Δεν το ξέρουμε, μα προς τα κει πηγαίνει αμετάκλητα...
127
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
ii. Στατιστικά στοιχεία για τη Βραζιλία την δεκαετία του ‘70, από το βιβλίο του Galeano Ε. “Οι Ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής”.
Ανεξαρτησία: 7 Σεπτέμβρη 1822
Εμπόριο και υπηρεσίες: 35,8 Ανειδίκευτοι: 4.7 ΑΕΠ κατά κεφ.: 1,654$ Αμερικής (1978) ΑΕΠ κατά κλάδους δραστηριότητας σε % (1977) Γεωργία: 10 Μεταλ. και βιομηχανία: 26 Οικοδομή: 5 Εμπόριο: 13 Υπηρεσίες: 29
Έκταση: 8.511.965 τ.χ. Πληθυσμός: 118.650.000 κάτ. (εκτιμήσεις για το 1979). Λευκοι: 50%, Μιγάδες: 39%, Μαύροι: 10% Κράτη (1977): Σάο Πάουλο: 21.921.900 κάτ. Minas Gerais: 12.985.000 κάτοικοι Ρίο ντε Τζανέιρο: 11.019.200 κάτοικοι Μπαχία: 8.846.500 κάτοικοι
Ξένες επενδύσεις (1978): 13,7 δισεκ. $ Αμερικής ΗΠΑ: 3,8 δις. $ RFA: 2,09 δις. $ Αμερικής Ιαπωνία : 1,4 δις. $ Αμερικής Ελβετία: 1.6 δις. Αμερικής
Πόλεις (1975) : Σάο Πάουλο: 7.198.608 κάτ. Ρίο ντε Τζανέιρο: 4.857.716 κάτοικοι Μπέλο Οριζόντε: 1.557.464 κάτοικοι Ρεσίφη: 1.249.821 κάτοικοι Αστικός πληθυσμός: 62,1% (1978) Πυκνότητα: 13,9 κάτ. ανά τ.χ. Ετήσια αύξηση πληθυσμού: 2,9% Παιδική θνησιμότητα: 100% (1977) Ποσοστό αναλφαβητισμού: 29,6% (1976) Στρατός: 182.000 άντρες Οικονομία Πληθυσμός ενεργός σε %: Γεωργία: 36,3 Μεταλ. Και Βιομηχανία: 16,5 Οικοδομή: 6,6
Κτηνοτροφία: Πρόβατα: 18 εκατ. Κεφ.: (1979) Βοδινά: 90 εκατ. Κεφ.: (1979) Χοιρινά: 36 εκατ. Κεφ.: (1979) Αλιεία: 790.000 τόνοι στα (1978) Χρήση του εδάφους (εκατ. εκτάρια): Αρόσιμες γαίες: 29,5 (3,5%) Μόνιμα καλλ. γαίες: 8,1 (1%) Βοσκότοποι: 508 (60%) Υπόλοιπα: 135,9 (16,1%) Εμπόριο Εισαγωγές (1978): 13.683 εκατ. $ Αμερικής
128
_ παράρτημα
Ορυκτά προϊόντα, πετρέλαιο Και τα παράγωγά-του: 35,4% Μηχ. και ηλεκτρ. εξοπλισμοί: 21,4% Χημικά προϊόντα: 13,2% Βασικά μέταλλα: 9,4% (Τα ποσοστά αντιστοιχούν για το 1977) Εξαγωγές (1978): 12.659 εκατ. $ Αμερικής Καφές: 18,1% (πρώτη παραγωγός χώρα του κόσμου στα 1979) Κακάο σε κόκκους: 3,6% (2η παραγωγός του κόσμου στα 1979) Ζάχαρη: 1,5% Ορυκτά προϊόντα: 9,3% (σίδερο 3η παραγωγός χώρα του κόσμου στα 1979) Έτοιμα προϊόντα: 40,1% Υλικά μεταφοράς: 6,5% Μηχ. και μηχαν. Εφαρμ. : 4,5% Μηχ. και ηλεκτρ. εφαρμ.: 2,5% Βασικοί εμπορικοί εταίροι σε % (1977): Εισαγωγές: ΗΠΑ: 19,8 Σαουδική Αραβία: 10,6 RFA: 8,6 Ιαπωνία: 7 Εξαγωγές: ΗΠΑ: 17,5 RFA: : 8,8 Κάτω Χώρες : 7,7 Ιαπωνία: 5,6 Ιταλία: 5,4
Τουρισμός (1977): 634.595 επισκέπτες Κυβερνητικές δαπάνες στα 1978 (% του συνόλου): Παιδεία: 7,9 Δημόσια υγεία: 2,8 Στέγαση: 0,9 Δαπάνες για την παιδεία: (σε % του ΑΕΠ : 2,3 (1976)) Ποσοστό εγγραφής στην εκπαίδευση: 1η και 2η βαθμ.: 74% (1974) 3η βαθμ.: 12,61% (1976) Εκδόσεις (1977): 222.309.000 αντίτυπα. 20.025 τίτλοι (λογοτεχνία: 22,5%. Κοινωνικές επιστήμες: 25,5%. Καθαρές επιστήμες: 12,4%. Θρησκευτικά: 6,2%) Καθημερινές εφημερίδες (1978): 299 Τιράζ: 4.895.000 φύλλα Ραδιόφωνο (1975): 158 δέκτες για 1000 κάτ. Τηλεόραση (1977): 100 δέκτες για 1000 κάτ.
Εξωτερικό χρέος (1979): 50.000 εκατ. $ Αμερικής (το υψηλότερο του κόσμου) Ποσοστό πληθωρισμού (1979): 60%
129
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
iii. Μετάφραση αποσπάσματος από το βιβλίο του Sevcenco N. , “Peregrinations Visions and
the City: From Canudos to Brasilia, the Backlands become the City and the City becomes the Backlands”
[...] Στις αρχές του εικοστού αιώνα, το Ρίο είχε πληθυσμό λίγο κάτω από 1 εκατομμύριο κατοίκους. Από αυτούς, η πλειοψηφία ήταν πρώην σκλάβοι, απελεύθεροι της πόλης ή πρόσφατα αφιχθείς μετά την κατάργηση της δουλείας το 1888, σε αναζήτηση νέων ευκαιριών εργασίας στις δραστηριότητες του λιμανιού της πρωτεύουσας. Αυτός ο εξαιρετικά φτωχός πληθυσμός ήταν συγκεντρωμένος σε μεγάλα, παλιά σπίτια που χρονολογούνται από τις αρχές του 19ου αιώνα και βρίσκονται γύρω από το λιμάνι στο κέντρο της πόλης. Ολόκληρες οικογένειες ζούσαν σε νοικιασμένα, πυκνώς κατοικιμένα καταλύματα, χωρίς υποδομές και με τις πιο επισφαλείς και εξευτελιστικές συνθήκες. Για τις αρχές αντιπροσώπευαν ένα μόνιμο κίνδυνο για την τάξη και τη δημόσια υγεία. Αυτοί οι μεγάλοι μαύροι και “αναμιγμένοι” πληθυσμοί διατήρησαν, όπως αναμένεται, στοιχεία από την πραγματική θρησκεία και κουλτούρα τους όπως δεσμούς ενός κοινόχρηστου χαρακτήρα, , στρατηγικές επιβίωσης, συνδέσεις με τις συμβολικές τους ρίζες, όπως επίσης και διάφορα άλλα διακριτά χαρακτηριστικά της καταγωγής τους. Παρόλες τις διαφορετικές περιοχές και κοινωνίες από τις οποίες απήχθησαν από την Αφρική, οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις είχαν κοινά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου της μαγείας, δαιμονισμού και της απευθείας επικοινωνίας με τα ιερά. Εξού και οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους ενοποιήθηκαν με στοιχεία του δημοφιλούς Βραζιλιάνικου καθολικισμού , δίνοντας μορφή σε παράγωγα όπως umbanda και candom ble. Ένα από τα πιο διακριτά χαρακτηριστικά αυτής της κοινωνίας παρόλα αυτά, ήταν ο κεντρικός ρόλος που αποδίδεται στα τύμπανα και τα κρουστά όργανα και στους κεφάτους, πολύπλοκους και χορογραφίες ως μέσο πρόσβασης στις “αποκαλυπτικές” εμπειρίες. Προβαλλόμενες ως επιθέσεις στην τάξη και ηθική - στην πραγματικότητα ως μαγεία - τέτοια όργανα, μουσική, χοροί και τελετουργικά ήταν απαγορευμένα, αυτοί που τα ασκούσαν φυλακίζονταν και όλα τα όργανα και τελετουργικά αντικείμενα κατάσχονταν από την αστυνομία. Άλλη μια πρακτική ιδιαίτερη στην μαύρη κοινωνία του Ρίο ήταν η καποέιρα, μια μορφή πολεμικής τέχνης που μεταδόθηκε ανά τις γενιές και διδάχθηκε στους mesticos, στους λευκούς και σε οποιονδήποτε ενδιαφέρθηκε να μάθει. Παρόλο που περιέχει ρυθμικά και χειρονομιακά στοιχεία με καταγωγή από την Αφρική, η πολύπλοκη αμυντική τεχνική της καποέιρα αναπτύχθηκε αποκλειστικά στη Βραζιλία. Όπως οτιδήποτε περιλαμβάνει ρυθμό, για το μαύρο πληθυσμό, οι πηγές της έμπνευσης του ήταν ιερές. Ο ρυθμός είναι μια κεντρική αρχή αυτής της πρακτικής καλλιεργημένη στο επίπεδο αυτής της καλλιτεχνικής εμπειρίας από τους μετρ της. Ως μορφή πάλης είναι παράδοξη: ο σκοπός δεν είναι να
130
_ παράρτημα
επιτεθεί κάποιος στον αντίπαλό του, αλλά το αντίθετο, να μην επιτρέψει κάποιος να χτυπηθεί. Το μυστικό της τέχνης είναι ο ρυθμικός έλεγχος του ginga (στριφογύρισμα), η δυνατότητα να λικνίζεσαι με το σώμα και να πηδάς πάντα με ένα απρόσμενο τρόπο ώστε ο αντίπαλος - σταθερά τοποθετημένος σε μια επιθετική θέση και κοιτώντας για ένα σταθερό στόχο, ένα ευαίσθητο σημείο για να επιτεθεί - πετυχαίνει μόνο να χτυπάει στον αέρα. Ο καποερίστας κατατροπώνει έτσι τον αντίπαλο με την ταπείνωση. Εξού και η δημόσια φύση αυτής της τέχνης όπου ο καποερίστας μετατρέπει την παράσταση σε ένα θέαμα για την ευχαρίστηση του κοινού. Υπήρχαν αναρίθμητες σχολές αυτής της τέχνης στο Ρίο, όλες με διάσημους δάσκαλους και μαθητές. Ήταν ο Marechal Floriano Peixoto ο ίδιος που, επιδιώκοντας να επιβάλλει ένα μονοπώλιο στη χρήση αυτής της δύναμης ας αποκλειστικό προνόμιο της δημόσιας τάξης, που ανακοίνωσε το τέλος αυτών των ιδρυμάτων και την κάθετη απαγόρευση της άσκησης καποέιρα, εγκρίνοντας ακόμα και την απομάκρυνση όποιων τόλμησαν να αντισταθούν σε αυτό το μέτρο. Αλλά ο περιορισμός ή ο αυστηρός έλεγχος των πιστεύω, των τελετών και των πρακτικών της κοινότητας των μαύρων και των συμμάχων τους δεν ήταν αρκετός για τις αρχές. Εξ ίσου σοβαρή κατά τη γνώμη τους ήταν και η απειλή της δημόσιας υγείας από τις αμφίβολες συνθήκες υγιεινής που επικρατούσαν στις πυκνοκατοικημένες γειτονιές αυτών των κοινοτήτων, σε κεντρικές περιοχές της πόλης. Το Rio de Janeiro ήταν το κύριο εμπορικό λιμάνι της χώρας και το τρίτο πιο σημαντικό της αμερικανικής ηπείρου, μετά τη Νέα Υόρκη και το Μπουένος Άιρες. Επιπλέον όμως, ως πρωτεύουσα της ‘Δημοκρατίας’ της Βραζιλίας αποτελούσε και τη βιτρίνα της χώρας. Με τις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες που είχε ως πρωτεύουσα σε τεχνικούς και σε μεταναστευτική εργασία, θα έπρεπε να αποτελεί από τους μεγαλύτερους πόλους έλξης για τους ξένους. Αντ’ αυτού επλήγει από μια σειρά από επιδημίες (κυρίως από ανεμοβλογιά και κίτρινο πυρετό) που αφάνισαν τόσο τον πληθυσμό της αλλά και τους ξένους που δε διέθεταν ανεπτυγμένα αντισώματα σε αντίθεση με τους ντόπιους. Για το λόγο αυτό η πόλη από τον 19ο αιώνα αποκαλούνταν το ‘νεκροταφείο των ξένων’, μια φήμη τελείως ασυμβίβαστη με την επιτακτική της ανάγκη να αποτελέσει πόλο έλξης. Εκτός από αυτό το πρόβλημα, υπήρχε και το ερώτημα του λιμανιού. Οι εγκαταστάσεις του λιμανιού του Ρίο ντε Τζανέιρο ήταν απαρχαιωμένες, καθιστώντας την ανάπτυξη της εμπορικής δραστηριότητας αδύνατη. Οι παλιές αποβάθρες δεν είχαν αρκετό βάθος με αποτέλεσμα τα υπερατλαντικά πλοία να μη μπορούν να τις προσεγγίσουν απευθείας, αλλά έπρεπε να μεταφέρνουν τα εμπορεύματά τους, μέσα από ένα πολύπλοκο και χρονοβόρο σύστημα, σε άλλα μικρότερα. Επιπρόσθετα, ακόμα και όταν τα εμπορεύματα μεταφέρονταν στη στεριά, έπρεπε να διασχίσουν την πόλη για να φτάσουν στους σιδηροδρομικούς σταθμούς από όπου θα μεταφέρονταν σε άλλα σημεία της χώρας. Η διαδικασία αυτή ήταν αρκετά πολύπλοκη σε μια πόλη με αποικιακό σύστημα μεταφορών, δομημένο με στενές, ελικοειδής χαράξεις, όπου τα οχήματα αναγκάζονταν να καταφύγουν σε πολύπλοκους χειρισμούς κάθε φορά που συναντούσαν αμαξωτά με ζώα, καθώς δεν υπήρχε αρκετός
131
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
χώρος και για τα δύο στο μεγαλύτερο μήκος των διαδρομών. Το σχέδιο που συνέλαβαν οι αρχές για να αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα αποτελούταν από τρεις άξονες και περιλάμβανε τον εκσυγχρονισμό του λιμανιού, την ‘εξυγίανση’ της πόλης και την πολεοδομική αναμόρφωση. Μια ομάδα τεχνικών προτάθηκε από τον πρόεδρο Ροντρίγκες Άλβες: ο μηχανικός Λάουρο Μύλλερ για το πρώτο κομμάτι, ο γιατρός ‘υγιεινής’ Οσβάντο Κρούζ για το δεύτερο και ο μηχανικός και πολεοδόμος Περέιρα Πάσος, που είχε εργασθεί για τη μεταρρύθμιση του Παρισιού υπό την επίβλεψη του Μπάρον Χάουσμαν, για την αναδιαμόρφωση της πόλης. Και στους τρεις δόθηκε απεριόριστη εξουσία για να εκτελέσουν το έργο τους, καθιστώντας τους απρόσβλητους από το νόμο, δημιουργώντας έτσι μια κατάσταση ‘τριπλής δικτατορίας’ στην πόλη του Ρίο ντε Τζανέιρο. Όπως ήταν αναμενόμενο όλοι στράφηκαν εναντίων των δαιδαλώδων παλιών σπιτιών του κέντρου, όπου κατοικούσε η πλειοψηφία των φτωχών, επειδή περιόριζαν την πρόσβαση στο λιμάνι, δημιουργούσαν ένα ανθυγιεινό περιβάλλον και εμπόδιζαν την ελεύθερη ροή αγαθών και ανθρώπων, που αποτελούσε απαραίτητο παράγοντα για τη μοντέρνα πόλη. Οι κατεδαφίσεις των κατοικιών στις κεντρικές περιοχές ξεκίνησε για την έγκριση των καθεστωτικών μέσων, που τις ονόμασαν ‘Ανάπλαση’. Όσους έθιξε αυτή η επέμβαση, επλήγησαν ολοκληρωτικά καθώς δεν υπήρχε σχέδιο για αποζημίωση ή μέριμνα για επαναστέγαση. Το μόνο που τους έμενε να κάνουν ήταν να μαζέψουν τις οικογένειές τους και τα λιγοστά τους αντικείμενα και να εξαφανιστούν. Χωρίς άλλη εναλλακτική, οι διωγμένες μάζες συνέλλεξαν το ξύλο από τα πεταμένα κουτιά στο λιμάνι και το χρησιμοποίησαν για την κατασκευή παραπηγμάτων στις απόκρημνες πλαγιές των λόφων γύρω από την πόλη, καλύπτοντάς τα με αλουμινένιες πλάκες από τσακισμένο και κερωμένο αλουμίνιο. Έτσι ξεκίνησε τη δημιουργία των favelas. Εκτός από τις φαβέλες πλήθος αστέγων συσσωρεύτηκαν σε καταλύματα σε φτωχογειτονιές και σε φθηνά ξενοδοχεία. Εκεί οι οικογένειες έστρωναν χαλιά και ψάθες, το ένα πλάι στο άλλο, ζώντας κάτω από απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης. Φυσικά και αυτές οι εναλλακτικές εγκυμονούσαν σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία, με αποτέλεσμα το Υπουργείο Υγείας να στραφεί εναντίον τους. Εξαπολύοντας μία μαζική εκστρατεία για την εξάλειψη της ευλογιάς, ομάδες ιατρικών επισκεπτών, συνοδευόμενοι από αστυνομικές δυνάμεις και με πρόσχημα τον εμβολιασμό, εισέβαλλαν στα σπίτια-καταλύματα. Όταν δε εντόπιζαν «σημάδια» επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία είχαν τη δικαιοδοσία από το κράτος να διατάξουν την εκκένωση τους , ακόμα και την υποχρεωτική τους κατεδάφιση χωρίς κανένα δικαίωμα αποζημίωσης τους. Αυτό ήταν για τα φτωχά, άστεγα και ταπεινωμένα πλήθη η σταγόνα που ξεχείλισε! Αυθόρμητα, οι μάζες των μέχρι πρότινος φοβισμένων πολιτών στράφηκαν αρχικά εναντίον των ιατρικών επισκεπτών και των αστυνομικών δυνάμεων και κατευθύνθηκαν προς το
132
_ παράρτημα
κέντρο της πόλης , όπου γινόταν και το βασικό αστικό μεταρρυθμιστικό έργο. Φτάνοντας εκεί οχυρώθηκαν σε ανοικτές τάφρους και εξοπλίστηκαν με εργαλεία και οικοδομικά υλικά που έβρισκαν, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις ενισχυμένες δυνάμεις της αστυνομίας. Η εξέγερση αυτή έγινε γνωστή ως «Η επανάσταση του Εμβολίου του 1904» και είναι ένα από τα λιγότερο κατανοημένα γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας της Βραζιλίας. Σύμφωνα με τις κρατικές αρχές τα πλήθη εξεγέρθηκαν λόγω της αμάθειας και της άγνοιας , ήταν άνθρωποι φοβισμένοι που αδυνατούσαν να αντιληφθούν τη διαδικασία του εμβολιασμού ενάντια στην ασθένεια. Με βάση λοιπόν αυτή την άποψη, το όλο γεγονός ήταν μία παράλογη εξέγερση απλών ανθρώπων, στενόμυαλων, ανίκανων να αντιληφθούν την πορεία προς την πρόοδο. Ήταν λοιπόν εκ των πραγμάτων αναγκαίο αυτοί οι canudos που εισέβαλλαν στην καρδιά της πόλης να εξαλειφθούν για το καλό της Δημοκρατίας. Καθώς η αστυνομία αδυνατούσε να καταστείλει τους εξεγερμένους, των οποίων οι γραμμές όλο και πύκνωναν από τα υπόλοιπα κομμάτια του πληθυσμού, που τρομοκρατήθηκαν από το δρακόντειο σύστημα της τριπλής μεταρρύθμισης, κάλεσε την εθνική φρουρά. Μάταια όμως, η αντίσταση δυνάμωσε. Τότε καλέστηκε η πυροσβεστική να αναλάβει δράση αλλά η κατάσταση παρέμεινε ανεξέλεγκτη. Ο πρόεδρος προσωπικά ανέλαβε τον έλεγχο της καταστολής καλώντας τα άρματα μάχης στη δράση. Η ανταρσία συνεχίστηκε. Τότε παρατάχθηκε το ναυτικό, αποτυγχάνοντας αντίστοιχα και (έτσι) βοηθητικά στρατεύματα καλέστηκαν από τις γειτονικές πολιτείες της Minas Gerais και του Σάο Πάολο. Μόνο τότε, με όλες τις δυνάμεις συγκεντρωμένες και μετά από δέκα μέρες, νικήθηκε το κίνημα. Τότε ξεκίνησε η καταπίεση. Δόθηκαν διαταγές από την διεύθυνση της αστυνομίας ότι οποιοσδήποτε βρισκόταν στην πόλη αδυνατώντας να δώσει αποδείξεις για διεύθυνση κατοικίας ή δουλειάς θα έπρεπε να συλλαμβάνεται. Όσο οι μεταρρυθμίσεις είχαν δημιουργήσει ένα τεράστιο έλλειμμα κατοικιών και όσο ο πληθυσμός ζούσε από επισφαλή εργασία μέσα σε μια ασταθή αγορά εργασίας, αυτό το διάταγμα επηρέασε σχεδόν όλους τους φτωχούς. Αυτοί που συλλαμβάνονταν οδηγούνταν στο Ilha das Cobras, όπου, μετά από άγριο ξυλοδαρμό, τους κρατούσαν μέσα σε ατμόπλοια που αναχωρούσαν κατευθείαν για τον Αμαζόνιο. Εκεί απελευθερώνονταν στη μέση του δάσους, χωρίς κανένα οδηγό, πόρους ή ιατρική βοήθεια και αφήνονταν να χαθούν μέσα στην ζούγκλα. Η Ανάπλαση ολοκληρώθηκε στο τέλος του 1904. Σημαδεύτηκε από τα εγκαίνια του Avenida Central, τον άξονα του νέου πολεοδομικού σχεδίου, που ως σύλληψη είναι μια συνάρθρωση από προσόψεις που περιβάλλουν την πόλη με αρ-νουβό αρχιτεκτονική διακόσμηση, από ελεφαντόδοντο και κρύσταλλο, συνδυασμένα με κομψές λάμπες μοντέρνου ηλεκτρικού φωτισμού καθώς και το φως από τα παράθυρα των ακριβών μαγαζιών, γεμάτα εισαγόμενα αγαθά. Τα lifestyle περιοδικά καθώς και οι κοινωνικές
133
Brasilia: η κατασκευή του μύθου και ο μύθος της κατασκευής
στήλες του (ποιοτικού) τύπου παρακινούσαν τα εύπορα κομμάτια του πληθυσμού να παρελαύνουν μοδάτα στη μεγάλη πασαρέλα της Avenida, οι νέοι άνδρες με την έξυπνη αυστηρότητα των Αγγλικών κουστουμιών και οι γυναίκες κάνοντας επίδειξη τα τελευταία εκκεντρικά υφάσματα και σχέδια των γαλλικών καπέλων τους. Η κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα που απέπνεε η ανακαινισμένη πόλη ήταν τέτοια ώστε, την περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, άνθρωποι που συναντιόνταν πάνω στην μεγάλη λεωφόρο δεν χαιρετούσαν ο ένας τον άλλο με τον βραζιλιάνικο τρόπο, παρά έλεγαν ‘Ζήτω η Γαλλία’. Αντιστοίχως οι άνθρωποι που δεν είχαν την δυνατότητα να ντυθούν ευπρεπώς- ακόμα καλύτερα, επισήμως- τους απαγορευόταν η είσοδος στην κεντρική περιοχή της πόλης. Επιπροσθέτως, οι παραδοσιακές γιορτές και τα τοπικά έθιμα, που προσέλκυαν κόσμο από τα περίχωρα της πόλης, καταστέλλονταν. Ακόμα και το καρναβάλι δεν γιορτάζονταν πλέον με entrudos, blocos, μάσκες, σάμπα και τα δημοφιλή maxixes αλλά με πομπή, μάχες με λουλούδια και καθώς πρέπει πιερότους και κολομπίνες, χαρακτηριστικά του Βενετσιάνικου καρναβαλιού. Οι ελίτ αδιαφορούσαν για τον παραδοσιακό πολιτισμό της χώρας και οι άνθρωποι της σημαδευτήκαν και κατακρίθηκαν από τους μεγάλους συγγραφείς της περιόδου: ο Euclides da Cunha, όπως είδαμε, στο mestiço της καθόδου των αυτοχθόνων, ο Machado de Assis και η Lima Barreto αμφότεροι mulattos, και ο Cruz de Souza, που ήταν μαύρος. Ο Machado de Assis, ένας από τους καλύτερους Βραζιλιάνους συγγραφείς όλων των εποχών, επιτέθηκε με εξευγενισμένη ειρωνεία στο χάσμα, το οποίο δημιούργησε το ίδρυμα της σκλαβιάς, μεταξύ των πατρώνων και τον τεράστιο πληθυσμό των απόρων, που αποτελούνταν πλειοψηφικά από μαύρους, mestiço και φτωχούς μετανάστες. Η Lima Barreto ήταν μαέστρος στην κοινωνική κριτική και κατήγγελλε τους βάρβαρους και αυθαίρετους τρόπους με τους οποίους οι κυρίαρχες τάξεις, διατήρησαν την ιεραρχία και το σύστημα της διαφοροποίησης, το οποίο περιθωριοποιούσε την πλειοψηφία του βραζιλιάνικου πληθυσμού. Ο Cruz de Souza ένας ποιητής μεγαλειώδους και εμπνευσμένου λυρισμού, καλέστηκε να γράψει στους στίχους του για το βάθος του πόνου, το μαρτύριο και τον εξευτελισμό που αποτελούσε την καθημερινή ζωή των λαϊκών τάξεων. [...]
134