Yabasta

Page 1

YA BASTA! Περιοδική έκδοση των σχημάτων της Αριστερής Ενότητας Πολυτεχνείου

Ασυμμε3 Ηλεκτρολόγων // Εγκέλαδος Πολιτικών Μηχανικών // Ελεύθερη έδραση Μηχανολόγων // Οξύ Χημικών Μηχανικών // Ρήγμα Τοπογράφων // Αριστερή Ενότητα Μεταλλειολόγων // Τομή Αριστερών Αρχιτεκτόνων // Αριχτερή Ενότητα Ναυπηγών // Αριστερή Ενότητα ΣΕΜΦΕ 2015


περιεχόμενα σελ. 3 4 6 7 8 9 10 11 12 14 16 18 20 23 24 26 28 30

Editorial Λίγες σκέψεις για την συγκυρία Αντιφασισμός στα γήπεδα Ο φασισμός ως κοινωνικό φαινόμενο : Η στοχοποίηση του ‘’άλλου’’ “So the harder a wife works, the cuter she looks” Κομπάνι σημαίνει αντίσταση Η αξιοποίηση της Ισλαμοφοβίας ως μέσο καταπίεσης Σαλβαδόρ Αλιέντε: Το παράδειγμα του χιλιανού εγχειρήματος, παρακαταθήκη για το μέλλον Μεταναστευτική πολιτική : Από το καθεστός εξαίρεσης, στο δικαίωμα για ζωή Φυλακές τύπου Γ σας αποχαιρετούμε! Το ελληνικό πανεπιστήμιο μετά τον μνημονιακό ορυμαγδό Για το φοιτητικό κίνημα : δεν ξεχνάμε την ιστορία, δεν σταματάμε να ονειρευόμαστε ...και μετά το μάθημα τί? Ο μηχανικός του σήμερα Επιστήμη για τις ανάγκες των πολλών (το ζήτημα της παραγωγής ενέργειας) Παραγωγικός μετασηματισμός : δημιουργώντας το αύριο στις παρυφές του σήμερα Καμία κενή κατοικία, όσο υπάρχουν άνθρωποι χωρίς κατοικία Γκράφιτι

2 ya_basta!


editoria

Η έκδοση του ετήσιου περιοδικού μας συμπίπτει φέτος χρονικά με μια πρωτόγνωρη συγκυρία τόσο για το πανεπιστήμιο όσο και ευρύτερα για την κοινωνία. Παρ’ ότι λοιπόν το ερώτημα για αυτό το editorial, σε σχέση δηλαδή με το τι μπορεί να προσφέρει ένα περιοδικό, σα μέσο επικοινωνίας των νέων ανθρώπων, παραμένει, οι απαντήσεις με ένα τρόπο πληθαίνουν. Για ακόμη μια φορά, μία απάντηση είναι ότι αφενός τα περιοδικό είναι ένα μέσο αντιπληροφόρησης σε μια περίοδο που τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης συκοφαντούν οποιοδήποτε κομμάτι της κοινωνίας αντιδρά αι αγωνίζεται. Αφετέρου, αποτελεί ένα όχημα προβληματισμού , ένα μέσο να εκφράζει κανείς σκέψεις , απόψεις και ανησυχίες για μια σειρά από πράγματα και να τις μοιράζεται με τους υπόλοιπους από εμάς. Ωστόσο φέτος στο περιοδικό μας προσπαθούμε να δώσουμε απαντήσεις σε ερωτήματα που μας απασχολούν χρόνια και να φανταστούμε πως οι προσδοκίες και τα όνειρά μας μπορούν να γίνου πράξη. Έτσι φέτος δεν γράφουμε μόνο για την παρούσα

συγκυρία εντός και εκτός πανεπιστημίου και για την επίθεση που δέχονται οι «από κάτω», αλλά επιχειρούμε να σμιλεύσουμε και τη δική μας αντεπίθεση. Σε αυτό το τεύχος λοιπόν, υπάρχουν κείμενα που περιγράφουν ένα πανεπιστήμιο για τις δικές μας ανάγκες και πως αυτό μπορεί να γίνει πράξη στο σήμερα, από το αντικείμενο σπουδών και το πανεπιστήμιο σαν ένα κοινωνικό χώρο μέχρι το τι μηχανικοί θέλουμε να βγαίνουμε στην κοινωνία. Ακόμα υπάρχουν κείμενα για κινήματα αντίστασης και ανυπακοής, όπως αυτό των Κούρδων ανταρτών στο Κομπάνι, αλλά και για το πως οικοδομούμε στο σήμερα ένα πιο δημοκρατικό και μαζικό φοιτητικό κίνημα. Απ’ την άλλη υπάρχουν κείμενα σε σχέση με το φασιστικό φαινόμενο, το πώς ωρίμασε αυτό τα τελευταία χρόνια και πως αποτυπώνεται σε διαφορετικές εκφάνσεις του όπως τον αθλητισμό. Ακόμα γράφουμε για μια σειρά από πράγματα και γεγονότα που καλλιέργησαν το δόγμα «νόμος και τάξη» όλο το προηγούμενο διάστημα, και ξύπνησαν τα πιο συντηρητικά ένστικτα της κοινής γνώμης, όπως η μεταναστευτική πολιτική ,οι φυλακές τύπου Γ και ο σεξισμός.

Τα κείμενα αυτά θέλουμε να αποτελέσουν αφορμή για να συζητήσουμε μια βεντάλια θεμάτων που μας αγγίζουν στην καθημερινότητά μας αλλά και μας αφορούν ευρύτερα, με αυτό τον τρόπο και ακούγοντας νέους προβληματισμούς και ιδέες θέλουμε να φανταστούμε και να παλέψουμε για ένα μέλλον με αλληλεγγύη και 3


Λίγες σκέψεις για τη συγκυρία...

“Είναι στον ορίζοντα... κάνω δύο βήματα, απομακρύνεται δύο βήματα. Κάνω δέκα βήματα και ο ορίζοντας τρέχει δέκα βήματα μακριά. Όσο και να περπατάω, δεν θα τη φτάσω ποτέ. Τι χρησιμεύει τότε η ουτοπία; Σ’ αυτό χρησιμεύει: στο να περπατάς.’’ Γκαλεάνο

Στις εκλογές της 25 Γενάρη συντελέστηκε αναμφισβήτητα μία τομή στην σύγχρονη πολιτική ιστορία της ελληνικής κοινωνίας. Μία τομή που απο τη μία ενώ σηματοδοτεί την ανάδειξη ενός κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς στη κυβέρνηση πολύ πρισσότερο σηματοδοτεί τον απεγκλωβισμό πλατιών κοινωνικών στρωμάτων από τα καθεστωτικά κόμματα της μεταπολίτευσης ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Ο σχηματισμός αριστερής κυβέρνησης αποτελεί σε μια πρώτη ανάλυση ένα θετικό γεγονός που παγιώνει, σε πολιτικό επίπεδο, ενα νέο συσχετισμό δύναμης δημιουργώντας αναχώματα στο σαρωτικό πέρασμα του νεοφιλευθερισμού. Το νεοφιλελεύθερο status quo που ορίζει τη συνέχιση και την κανονικοποιήση της λιτότητας (τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο) έτσι ώστε το κεφάλαιο να συνεχίζει να αναπαράγει τη δυναμική του υφίσταται ρωγμές και αμφισβητείται καθολικά το υπάρχον μοντέλο. Το γεγονός οτι τα κοινωνικά κινήματα όλης της προηγούμενης περιόδου που αμφισβητούσαν τη λιτότητα και την κυριαρχία των ‘’από πάνώ’’ διεκδικώντας ένα άλλο τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας ανέδειξαν τη ριζοσπαστική αριστερά στη κυβέρνηση απέναντι στην ακροδεξιά του Σαμαρά και του Βορίδη αποτελεί μια σημαντικά θετική εξέλιξη. Μέσα σε αυτή τη σύγκρουση αναδείχθηκε με τον πλέον εμφανή τρόπο ότι τα όρια της δημοκρατίας σταματάνε εκεί που ξεκινάνε τα όρια του κέρδους και του καπιταλισμού. Η δημοκρατία στις σύγχρονες αστικές κοινωνίες αποτελεί ιδεολογικό κατάλοιπο του παρελθόντος και εμπόδιο στις επιθετικές τάσεις των κυρίαρχων για τη δημιουργία ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου προς όφελος των λίγων. Η δημιουργία της συναίνεσης των ‘’απο κάτω’’ στα σχέδια των ‘’από πάνω’’ (παρά τα αντικρουόμενα συμφέροντα των δύο αυτών πλευρών) που αποτελούσε την λυδία λίθο και την κατεξοχή μεθοδολογία δόμησης της ελληνικής

4 ya_basta!

κοινωνίας αντικαθίσταται τα τελευταία χρόνια από την επιβολή και την προσαρμογή στο σχέδιο του νεοφιλελευθερισμού. Η ‘’δαιμονοποίηση’’ της Δημοκρατίας και η επίθεση σε αυτή ξεπερνάει τα εγχώρια σύνορα και δείχνει να αποτελεί ευρωπαική συνταγή μπροστά στο κίνδυνο να οικοδομηθεί ένα ευρωπαικό υπόδειγμα χωρών που αμφισβητούν έντονα τη νεοφιλελεύθερη πορεία των πραγμάτων. Στον ελληνικό σχηματισμό παρατηρούμε και την έντονη ανάδειξη (ακόμα και μετά τις εκλογές) της ακροδεξίας και ρατσιστικής αφήγησης και πρακτικής ως εκείνης που δημιουργεί τον εσωτερικό εχθρό και δίνει διέξοδο στον κοινωνικό αυτοματισμό και καννιβαλισμο. Ωστόσο η ανάδειξη του Σύριζα στη κυβέρνηση σε καμία περίπτωση δεν σηματοδοτεί και μία ιδεολογική αντεπίθεση των ‘’απο κάτω’’ στις κυρίαρχες αφηγήσεις και πρακτικές. Η κυρίαρχη αντίληψη του κοινωνικού αυτοματισμού και της ατομικής προσέγγισης στη καθημερινότητα, ο ανταγωνισμός και ο ρατσισμός περιγράφουν εν πολλοίς και τη κοινωνική μηχανική της νέας περιόδου. Οι πολιτικές ταυτότητες του παρελθόντος (της ‘’δεξιάς,του κέντρου και της κεντροαριστεράς’’) εχουν καταρρεύσει και ομαδοποιούνται πλήρως μέσα στα όρια του νεοφιλελευθερισμού. Αυτή η κατάρευση των πολιτικών ταυτοτήτων του παρελθόντος διεξάγεται σε ευρωπαικό επίπεδο στήνοντας δύο ,χοντρικά, αντιπαραθετικά στρατόπεδα.Από τη μία είναιτο κεφάλαιο και οι πολιτικοί του εκφραστές που εμβαθύνουν στις πιο επιθετικές εκφάνσεις του καπιταλισμού σαρώνοντας δικαιώματα και κατακτήσεις προηγούμενων χρόνων και από την άλλη είναι η κοινωνική κίνηση και τα κινήματα που μάχονται για έναν άλλο κόσμο σύμφωνα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους. Μπορεί ωστοσο να θεωρηθεί η ανατροπή αυτή σε κυβερνητικό επίπεδο εκτός απο αναγκαία και ικανή συνθήκη απο μόνη της να πάραξει βαθειές κοινωνικές τομές με όριζοντα ένα συνολικότερο κοινωνικό μετασχηματισμό; Πιστευούμε πως δε μπορεί από μόνη της. Και πιστευούμε πως δεν μπορεί γιατί εγγένες και κομβικό στοιχείο στο πολιτικό DNA της αριστεράς (σε όλες τις εκφάνσεις τις) ήταν η αντίληψη ότι η συμμετοχη στη διαδικάσια της κοινωνικής χειραφέτησης είναι αυτή που απελευθερώνει τα κοινωνικά υποκείμενα. Δεν μπορεί να υπάρξει Αριστερά χωρίς να δημιουργεί τις συνθήκες ώστε οι απλοί άνθρωποι να μπορούν να λύνουν τα προβλήματα των ζωών τους. Δεν μπορεί


να υπάρξει εγχείρημα αριστερής κυβέρνησης νικηφόρο που να μη στηρίζεται στα κοινωνικά κινήματα και στις αξίες της συμμετοχης,της αλληλεγγύης και της ελευθερίας. Το γεγονός ότι η αριστερά αναδείχθηκε στη κυβερνητική εξουσία δεν πρέπει να παραμερίζει την αναγκή για όξυνση της ταξικής και κοινωνικής σύγκρουσης από τα κινήματα και τις συλλογικότητες. Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να εγγυηθεί τη μετάβαση σε ένα διαφορετικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης αν αυτό δεν αποτελεί πεδίο διεκδίκησης των απο κάτω.

Η Ευρώπη, τα κινήματα και το νέο υπόδειγμα.

Το ρήγμα που δημιουργήθηκε στη συνέχεια του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να μην δημιουργήσει ρήγματα και στο ευρωπαικό πεδίο. Αυτά τα ρήγματα αποτελούν και το μεγαλύτερο φόβο των ευρωπαικών ελίτ να μην γενικευθούν αμφισβητώντας δομικά το υπάρχον μοντέλο. Σε έναν πρώτο χρόνο ,και με μικρότερη ένταση από αυτή που θα έπρεπε, αμφισβητείται η ισχύς και η εξουσία των αγορών και των τραπεζών. Δημιουργείται ένα αντίπαλο δέος που αμφισβητεί τη λιτότητα απο αριστερή σκοπιά απέναντι στην ακροδεξιά που αναδεικνύεται σε αρκετές χώρες της Ευρώπης (Λεπέν στη Γαλλία, Φάρατζ στην Αγγλία, κυβέρνηση των ναζί στην Ουκρανία κλπ) και διεκδικεί να πρωταγωνιστήσει σε πολιτικό επίπεδο. Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις στη Φρανκφούρτη του κινήματος blockupy απέναντι στην Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα και την ευρωπαική ελίτ, τα επιμέρους κινήματα στις ευρωπαικές χώρες που αντιστέκονται στο νεοφιλελευθερισμό μαζί με τα ριζοσπαστικά εγχειρήματα που διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο σε διάφορες χώρες αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή για τα σχέδια και τα επιτελεία των ισχυρών. Αποτελεί την μεγαλύτερη απειλή επειδή ακριβως επιδιώκει να στήσει ενα αντιπραθετικό υπόδειγμα για το πως οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν ανάλογα με τις ανάγκες που έχουν. Απέναντι στο φόβο,τον ανταγωνισμό,το ρατσισμό και την ατομική εξέλιξη στήνεται ένα υπόδειγμα που προτάσει την αλληλεγγύη των λαών, την άμεση δημοκρατία και τη συλλογικότητα. Ο φόβος της γενικευμένης αμφισβήτησης (σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία) αποτελεί το χειρότερο σενάριο για τις ευρωπαικές ελίτ και αυτή την αμφισβήτηση ακριβώς επιχειρούν να συντρίψουν. Όλα τα δόγματα για ‘’το τέλος της ιστορίας’’, το θατσερικό ‘’There is no alternative’’ και μια σειρά νεοφιλελεύθερων ιδεολογημάτων αμφισβητούνται από την ίδια την κοινωνική κίνηση η οποία δείχνει να ξεφεύγει από το κυρίαρχο κοντρολάρισμα.

είναι πάνω από τα κέρδη των λίγων ακόμα και αν χρειάζονται καθολικές ρήξεις σε όλα τα επίπεδα. Τα κινήματα της προηγούμενης περιόδου πρεπει όχι μόνο να μη παραδώσουν την αναγκαία σύγκρουση στη κυβέρνηση για να τη διεξάγει αλλά να οξύνουν τις συνθήκες για βαθύτερες τομές και μετασχηματισμούς σε όλα τα επίπεδα. Τα κινήματα στο σήμερα να εμπνευστούν από τους αγώνες του παρελθόντος και πολύ πρισσότερο από τις προκλήσεις του μέλλοντος και να δημιουργήσουν ένα ριζικά διαφορετικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης. Ο ιστορικός χρόνος δεν είναι κάτι στατικό, αντιθέτως είναι έντονα δυναμικός ανάλογα με την ένταση της ταξικής πάλης και της κοινωνικής σύγκρουσης. Ας μην αφήσουμε την νεά αυτη δυναμική που αναπτύσσεται συμπαρασύροντας και εμάς να αποτελέσει άλλη μια χαμένη ευκαιρία την οποία θα διηγούμαστε στο μέλλον με την ανάμνηση μιας ήττας.Ας μην αφήσουμε τίποτα ίδιο με αυτά που έχουμε συναντήσει έως τώρα. Για να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση συνεχίζοντας να περπατάμε προς την ουτοπία.

Για τα κινήματα της εποχής μας.

Είναι εξαιρετικά σημαντικό όσα εγχειρήματα αμφισβήτησης και ανυπακοής έχουν δημιουργήθει το προηγούμενο διάστημα και εμπουτίζονται στο σήμερα να μην συντριβούν από τις απειλές του αντιπάλου. Αυτό σημαίνει ότι οι ανάγκες του κόσμου της εργασίας και των νέων ανθρώπων

Γιώργος Μπενεκος Ιάσονας Σταυροπουλος (Ελεύθερη Έδραση Μηχανολόγων) 5


ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΜΟΣ

ΣΤΑ ΓΗΠΕΔΑ Νίκος Ζέρβας (Εγκέλαδος) Ίσως ένας από τους σημαντικότερους χώρους όπου ο αντιφασιστικός αγώνας πρέπει να είναι έντονος είναι τα γήπεδα. Και αυτό γιατί εκεί βρίσκεται μεγάλο μέρος της νεολαίας,όπου λόγω του πάθους που δικαιολογημένα σου δημιουργεί ο αθλητισμός-είτε σαν αθλητής είτε σαν οπαδόςείναι εύκολο να μαζοποιηθεί και να γίνει υποχείριο του κάθε καπιταλιστή προέδρου με πρόσχημα «το καλό της ομάδας..» Αυτό το πάθος έσπευσαν να εκμεταλλευτούν και πολλές δικτατορικές κυβερνήσεις και να προσηλυτίσουν τον κόσμο του γηπέδου στις φασιστικές τους ιδέεες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της Χούντας στην Ελλάδα όπου θέλησε να εκμεταλλευτεί την πορεία του Παναθηναϊκού ως τον τελικό του Webley με σκοπό να «ανέβει» στα μάτια των πολιτών που παρακολουθούσαν σύσσωμοι την επιτυχία αυτή. Εκτός από τις δικτατορικές κυβερνήσεις τον ίδιο ρόλο διαδραματίζουν και οι εθνικιστές-φασίστες που εισχωρούν μέσα στις κερκίδες,καθώς βρίσκουν ένα πρόσφορο έδαφος να περάσουν τις ιδέες τους επηρεάζοντας κυρίως τη νεολαία.Εκεί θα πρέπει να βρεθεί ο καθένας μας,να οργανωθεί και να τσακίσει το φασισμό,όπου αν εξαπλωθεί ειδικά μέσα σε έναν τέτοιο χώρο θα αποτελέσει μεγάλος κίνδυνος για την κοινωνία. Γενικότερα τα γήπεδα αποτελούν μία μικρογραφία της κοινωνίας όπου εκεί πέρα δεν θα πρέπει να είσαι ένα άβουλο ων που απλώς παρακολουθείς ένα θέαμα,αλλά να κοινωνικοποιήσαι και να προβληματίζεσαι και για θέματα πέρα από τα αθλητικά. Αμέτρητα είναι τα παραδείγματα οπαδών που δεν διάλεξαν το δρόμο της υποταγής και σήκωσαν το ανάστημα τους ενάντια στο φασισμό και κατ’επέκταση τον καπιταλισμό. Αρκετά χρόνια πριν,στη «ποδοσφαιρομάνα» Αργεντινή, πολύ πριν από τα πέτρινα χρόνια του ΔΝΤ την δεκαετία του ‘90, στο γήπεδο της Ινδεπενδιέντε, στην Αβεγιανέδα, (ομάδα με αριστερή και ταξική καταγωγή που ιδρύθηκε σε εργοστάσιο στις το 1905) στο πρώτο ματς με την Τσακαρίτα ,διεξήχθη μετά τη δολοφονία του Che στις 9/10 του 1967, κατά τη διάρκεια της χούντας του Ονγκανία, όταν η ομάδα μπήκε στο γήπεδο ολόκληρο το γήπεδο φώναζε ρυθμικά το όνομα του Che, ενώ μετά τραγουδήθηκε η Διεθνή. Ακόμα και οι φίλαθλοι της

6 ya_basta!

άλλης ομάδας μπήκαν στο χορό των πολιτικών συνθημάτων. Η αστυνομία αμήχανη να χειριστεί το γεγονός αυτό, έβαλε την πυροσβεστική να καταβρέξει τις κερκίδες με νερό. Ένα ακόμη τρανταχτό παράδειγμα είναι αυτό των οπαδών της Celtic,όπου το 1981 τραγουδούσαν συνεχώς συνθήματα του IRA και τότε ήταν που το όνομα του «συμβόλου αντίστασης» Bobby Sands έγινε τραγούδι στα χείλια των οπαδών.Άξιο αναφοράς και το πρόσφατο παράδειγμα των Radical Fans United(RFU)που πιιστεύουν στη δημιουργία μιας κερκίδας με συνείδηση. Στην Ελλάδα τώρα ,η Ακροδεξιά δυστυχώς έχει κάνει την εμφάνιση της στις ελληνικές κερκίδες,κυρίως σε αυτές της Εθνικής Ελλάδος,αλλά ποτέ δεν μπόρεσε να συνολικοποιηθεί και τα περισσότερα παραδείγματα μπορούν να θεωρηθούν μεμονωμένα,κάτι το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να μας εφησυχάζει. Αντιθέτως αρκετά είναι τα παραδείγματα οπαδών με αντιφασιστική ρητορία.Από τα αντιπολεμικά μηνύματα στη Λεωφόρο σε αγώνα Ch.League κατά του πολέμου στο Ιράκ μέχρι τα πανό που αναρτήθηκαν σχεδόν σε κάθε γήπεδο για τη μνήμη του Παύλου Φύσσα.Βέβαια δεν λείπουν και οι κερκίδες που υπάρχει πάντα αντιφασιστικό πανό όπως αυτή του Ατρόμητου(ANTINAZI),του Ηρακλή(ANTIFA),του Παναιτωλικού(AΝΤΙNAZI) και άλλων ομάδων.

Υ.Γ.1 ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΟΠΑΔΟΙ Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ … Αντί να γίνουμε τα πιονάκια τους όπως μας θέλουν, σπάζοντας τα κεφάλια μας μεταξύ μας, ας κάνουμε επιτέλους ένα ρουά ματ στα στημένα τους παιχνίδια… «… Σκέψου να αλλάζαμε τούτους τους κανόνες. Το χορτάτο βασιλιά βάλτε στους στρατώνες. Πύργοι κι αξιωματικοί κι η βασίλισσα μας να ‘ναι πρώτοι στη γραμμή για την αφεντιά μας.Κι όταν οι αφέντες μας πρώτοι φαγωθούνε, τη στολή θα βγάλουμε και θα ενωθούμε. Τα μεγάλα τζάκια τους σβήνουν στην ορμή μας, οι καρποί του μόχθου μας να ‘ναι όλοι δικοί μας.» Υ.Γ.2 ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΤΟΥΣ ΟΠΑΔΟΥΣ .


Ο φασισμός ως κοινωνικό φαινόμενο :

Η στοχοποίηση του ‘’άλλου’’ Αντωνης Θεμελαρος // Γιαννης Κατσαρελης (Ελεύθερη Έδραση Μηχανολόγων)

Επίκαιρο όσο ποτέ στην κοινωνική αλλά και πολιτική συγκυρία είναι το φαινόμενο του φασισμού. Ο όρος “φασισμός” πρωτοεμφανίζεται στην Ιταλία του Μουσολίνι από την ιταλική λέξη “fascismo” (προερχόμενη από την λατινική “fascis” που ονομαζόταν συγκεκριμένο αρχαίο ρωμαϊκό έμβλημα εξουσίας, που απεικόνιζε «ράβδους δεμένες γύρω από έναν πέλεκυ») περιγράφοντας εθνικιστική και φυλετική πολιτική ιδεολογία. Ο όρος υιοθετήθηκε και αναπτύχθηκε από τους Γερμανούς Ναζί, καθώς πρόσθεσαν και την έννοια του απολυταρχικού αρχηγού. Προσπαθώντας να προσεγγίσουμε και να αντιμετωπίσουμε το πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο του φασισμού οφείλουμε να το προσεγγίσουμε σφαιρικά και να καταλάβουμε τις διαφορετικές μορφές με τις οποίες κάνει την εμφάνισή του. Σε αυτό λοιπόν το σημείο οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τρεις διαφορετικές όψεις αυτού του φαινομένου. Ο φασισμός λοιπόν, είναι μορφή καπιταλιστικού κράτους έκτακτης ανάγκης όταν αναλαμβάνει την εξουσία, και ταυτόχρονα, είναι κίνημα και κόμμα, τόσο πριν όσο και μετά την επικράτησή του. Άρα είναι λάθος να αναφερόμαστε στο φασισμό απλά ως ένα από τα δυο άκρα του πολιτικού συστήματος αποκρύπτοντας τις στρατηγικές συμμαχίες που έχει κάνει ανά περιόδους με την πολιτική ελίτ ενάντια στα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Υπό το πρίσμα της εθνικής πολιτικής και της εθνικής ενότητας έρχεται να επιβάλει, με τον πλέον βίαιο τρόπο, τα πολιτικά συμφέροντα των πλουσίων έναντι των φτωχών όπου οι πιο ήπιοι εκπρόσωποι του πολιτικού συστήματος αδυνατούν να το κάνουν. Ταυτόχρονα επιχειρεί να παραβλέψει τις ταξικές αντιθέσεις μιας κοινωνίας εντοπίζοντας και στοχοποιώντας ως υπευθύνους για την κοινωνική εξαθλίωση όχι τις οικονομικές ελίτ και τις σχέσεις εκμετάλλευσης, αλλά κοινωνικές ομάδες οι οποίες λόγω της διαφορετικότητάς τους επιχειρείται να περιθωριοποιηθούν από την κοινωνία. Τα φασιστικά κόμματα λοιπόν πάντα επεδίωκαν να εντοπίσουν και να στοχεύσουν ως υπαίτιο για όλα τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα έναν “άλλο” , δηλαδή μια αδύναμη και ευάλωτη από το σύστημα κοινωνική ομάδα. Στην Ελλάδα της κρίσης όπου το φασιστικό φαινόμενο έχει διογκωθεί τα τελευταία χρόνια αν μελετήσουμε τη ρητορική και τις επιθέσεις της χρυσής αυγής μπορούμε πολύ εύκολα να εντοπίσουμε ποιους στοχεύει και πως συνδέονται αυτές οι στοχεύσεις με τις πολιτικές επιλογές της πολιτικής ελίτ. Ξεκινάμε με τους μετανάστες και τις μετανάστριες παρατηρώντας πως οι επιθέσεις στοχεύουν κυρίως μετανάστες και μετανάστριες που ανήκουν στην εργατική τάξη, και συνεχίζουμε με μια σειρά επιθέσεων απέναντι σε άτομα τις lgbtqi κοινότητας, απέναντι σε καλλιτέχνες και καλλιτέχνιδες που κριτικάρουν τα χρηστά ήθη που στηρίζεται ο φασισμός αλλά και η συνοχή της ελληνικής αστικής τάξης βλ. παράσταση Corpus christi στο Χυτήριο και δολοφονία του Παύλου Φύσσα, απέναντι σε μια σειρά αριστερών ανθρώπων και εργατών βλ. επιθέσεις στο πέραμα και σε μια σειρά από εργατικά σωματεία, επιθέσεις και δηλώσεις κατά των ανθρώπων με αναπηρία βλ. δηλώσεις περί αναγκαστικής στείρωσης χρόνια ανάπηρων και μια σειρά από επιθέσεις σε ανάπηρους χειραφετημένους ανθρώπους και φυσικά επιθέσεις σε όποιους έχουν αντιφασιστική δράση. Τα παραπάνω παραδείγματα μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δυο βασικές κατηγορίες. Καταρχήν, δείχνουν με σαφή τρόπο ποιος παίζει το ρόλο αυτού του “άλλου” για την χρυσή αυγή στην ελληνική κοινωνία, οπότε στοχοποιήται ως υπεύθυνος να για όλα τα προβλήματα της κοινωνίας. Δεύτερον, η στοχοποίηση προσανατολίζεται απέναντι σε οποιονδήποτε τολμάει να αμφισβητήσει τις κοινωνικές φόρμες που ορίζει ο φασισμός και αναδεικνύει μια κοινωνία που βασίζεται στην αλληλεγγύη και την αμφισβήτηση. Η πολιτική ατζέντα όμως των φασιστικών κομμάτων ορίζεται σε μεγάλο βαθμό και από τις πολιτικές στοχεύσεις των αστικών κομμάτων, όταν για παράδειγμα η Νέα Δημοκρατία επιτίθεται στους μετανάστες ή τους συνδικαλιστές όταν ο Λοβέρδος επιτίθεται στις οροθετικές γυναίκες ή όταν τα αστικά κόμματα περιθωριοποιούν με μια σειρά πολιτικών την πρόσβαση στις κοινωνικές δομές των χειραφετημένων αμεα δείχνουν στη Χρυσή Αυγή ποιος είναι αυτός “άλλος” που πρέπει να εστιάσει τη δράση της. Αν και η Χ.Α. ιδρύθηκε το 1980 σαν κόμμα μεγένθυνε τη κοινωνική της επιρροή από τις πλατείες και μετά. Μετά από αυτό οι ‘’δράσεις’’ της στο δρόμο αυξήθηκαν με γεωμετρική πρόοδο. Τα συσσίτια μόνο για Έλληνες , οι συχνές επιθέσεις σε μετανάστες, οι εθνικιστικές πορείες , τα συχνά “ντου” σε πωλητές στη λαϊκή και άλλα πολλά έδωσαν τροφή στα ΜΜΕ ,κυρίως στην τηλεόραση, που με τη σειρά της διαφήμιζε τη Χρυσή Αυγή. Τέλος, με αφορμή την ιστορική δίκη που ξεκινάει στις 20 Απριλίου για 69 στελέχη και βουλευτές της χρυσής αυγής γεννιούνται μια σειρά υποχρεώσεις και ερωτήματα για το πώς πρέπει να δράσει τα αντιφασιστικό κίνημα. Η δίκη αυτή αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία ώστε ο αντιφασισμός να πετύχει μια μεγάλη νίκη. Προκειμένου όμως να έχει ουσιαστικά αποτελέσματα αυτή η μάχη υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Είναι χρέος του κινήματος να αναδείξει της αντιφάσεις και την ανοχή που έχουν δείξει όλα αυτά τα χρόνια τα αστικά κόμματα απέναντι στην αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής . Επίσης, το κίνημα πρέπει να κάνει όσο πιο έντονη γίνεται την παρουσία του μέσα από διαδηλώσεις , συγκεντρώσεις και συνεχή ενημέρωση τόσο έξω από το χώρο διεξαγωγής της δίκης όσο και σε κάθε γειτονιά της Αθήνας προκειμένου να κοινωνικοποιήσει τη μάχη ενάντια στο φασισμό , γιατί ο φασισμός πρέπει να πολεμιέται και να αντιμετωπίζεται σε κάθε επίπεδο και πρέπει να γίνει σαφές πως δεν μπορεί να νικηθεί μόνο μέσα στα αστικά δικαστήρια αλλά είναι υπόθεση όλης της κοινωνίας να τον εξαφανίσει.

7


«So the harder a wife works, the cuter she looks» Ανδρούτσου Θέλμα // Καραγιώργος Κωνσταντίνος // Πλυτά Πετρίνα (Ασυμμε3) (Μτφρ: Άρα όσο πιο σκληρά δουλεύει μία σύζυγος, τόσο πιο χαριτωμένη φαίνεται).

Αυτή είναι η διαπίστωση που κάνει ένας άντρας για τη σύζυγό του σε μία διαφήμιση παλιάς δεκαετίας. Αιτία αυτής της διαπίστωσης είναι σύμφωνα με τους διαφημιστές η μεγάλη απόδοση της γυναίκας στις δουλειές του σπιτιού, που προκύπτει, όπως λέει η ίδια, από την κατανάλωση συγκεκριμένων βιταμινών, δηλαδή του προϊόντος που προωθείται. Περασμένες εποχές, όπου ο σεξισμός κυριαρχούσε στη διαφήμιση, λόγω του υποβιβασμένου ρόλου της γυναίκας στην κοινωνία. Ή μήπως όχι και τόσο περασμένες; Αρκετά πιο πρόσφατα σε διαφήμιση των καταστημάτων “Γερμανός” παρακολουθούμε ένα ζευγάρι, με την σύζυγο αρχικά να ανακοινώνει χαμογελαστή στο σύζυγο πως του έχει μαγειρέψει μπάμιες. Ο σύζυγος που όπως γίνεται ολοφάνερο σιχαίνεται τις μπάμιες φαντασιώνεται πως διατάζει την γυναίκα του να σηκωθεί και την “επιστρέφει” στη μάνα της, αφού πρώτα κάνει έναν απολογισμό για το τι του έχει κοστίσει (δείπνα, εισιτήρια κινηματογράφου κοκ). Όλα αυτά θέλουν να διαφημίσουν τη δυνατότητα που σου δίνουν τα καταστήματα αυτά να επιστρέψεις το κινητό σου, αν τελικά δεν είναι αυτό που ήθελες, και να πάρεις τα χρήματά σου πίσω. Είναι μόνο ένα από τα πολλά παραδείγματα που δείχνουν ότι τόσα χρόνια μετά από την είσοδο της γυναίκας στην αγορά εργασίας και την κατοχύρωση θεμελιωδών δικαιωμάτων της, διαφήμιση και σεξισμός συνεχίζουν να βαδίζουν χέρι χέρι. Η γυναίκα και το σώμα της έχουν αποτελέσει αντικείμενο εκμετάλλευσης από την πρώτη στιγμή της εισόδου των μαζικών μέσων ενημέρωσης στη ζωή μας και της καθιέρωσης της διαφήμισης ως μέσο προώθησης προϊόντων. Ρίχνοντας μια ματιά σε περιοδικά, τηλεόραση, κινηματογράφο εύκολα εντοπίζει κανείς πως τα μέσα αυτά χρησιμοποιούν τη γυναίκα ως «δόλωμα» για να αυξήσουν τα κέρδη τους. Μέσα από τα διάφορα τηλεοπτικά σίριαλ, τα talk shows και τις εκπομπές τύπου reality η γυναίκα εμφανίζεται ως άβουλη, αφελής, υποδεέστερη του άνδρα, με πρωταρχικό μέλημά της την εμφάνισή της. Ιδιαίτερα ανησυχητικός είναι ο τρόπος που χρησιμοποιείται το γυναικείο σώμα, όταν γίνεται το αντικείμενο του ανδρικού βλέμματος και φαντασιώσεων του αρσενικού

8 ya_basta!

θεατή, kαταφέρνοντας έτσι να διαχωρίσουν το σώμα της από την ίδια, στερώντας της την ανθρώπινη υπόστασή της. Ο άντρας, μέσα από το βλέμμα του διαφημιστή, έχει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά και ρόλους, εξίσου όμως προσεκτικά διαμορφωμένους. Παρουσιάζεται ελκυστικός, οικονομικά εύρωστος, ανεπηρέαστος από κοινωνικές και δημοσιονομικές μεταβολές του περιβάλλοντος, ενώ διαθέτει κύρος και δύναμη (ενδεικτική είναι η συχνή χρήση γνωστών ηθοποιών, μοντέλων και αθλητών). Άλλοτε ως οικογενειάρχης, άλλοτε ως νέος με φανερά έντονη σεξουαλική ζωή, ο «ιδεατός» τύπος άντρα εκπέμπει αυτοπεποίθηση, η οποία μπορεί να εξασφαλισθεί με την αγορά των αντίστοιχων προϊόντων. Το ατελείωτο κυνήγι της υλικής ευζωίας παραμερίζει τα κοινωνικά και πολιτικά ενδιαφέροντα, καθώς οι ανάγκες του καταναλωτή διαστρεβλώνονται και αντικαθίστανται με νέες στα πλαίσια του καπιταλισμού, ανάγκες όχι μόνο υλικές αλλά και σχετικές με την επιθυμία επιβεβαίωσης, κοινωνικής αποδοχής, συμπόρευσης με το κυρίαρχο ρεύμα και άκριτης ταύτισης με τα προβαλλόμενα πρότυπα. Πρακτικά, ο διαφημιστής επιλέγει να στοχεύσει στο φύλο του υποψήφιου αγοραστή, καθώς ένα σημαντικό μέρος του ψυχολογικού κενού του ατόμου οφείλεται στην ανάγκη εξωτερίκευσης του ανδρισμού είτε της θηλυκότητας, ένα κενό που καλείται να καλύψει με την αγορά και την κατανάλωση υλικών αγαθών. Με αυτό τον τρόπο οι διαφημίσεις, που αποτελούν ζωτικό κομμάτι ενός από τους κυρίαρχους ιδεολογικούς μηχανισμούς, τα ΜΜΕ, προβάλλουν και αναπαραγάγουν κυρίαρχα πρότυπα και αντιλήψεις, συμβάλλοντας παράλληλα στη διαμόρφωσή τους. Η διαφήμιση είναι πολύ δυνατό εργαλείο επιβολής της εξουσίας στους ανθρώπους (επιδρώντας με τρόπο διαφορετικό στο κάθε φύλο) γιατί έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει το υποσυνείδητο εκατομμυρίων ανθρώπων με μια μόνο εικόνα! Βρίσκεται παντού. Στην τηλεόραση, στα έντυπα, στο δρόμο, στα μαζικά μέσα μεταφοράς. Κι ενώ πιστεύουμε ότι αγνοώντας τα μηνύματα που εκπέμπει μένουμε ανεπηρέαστοι, στην πραγματικότητα αυτά τα μηνύματα μέσα από την εικόνα επιδρούν αποφασιστικά στις αξίες, στις επιλογές και στις συμπεριφορές μας.


Κομπάνι σημαίνει αντίσταση

Κυτέας Αποστόλης // Νικολάου Βασιλική (Ασυμμε3)

Στις 27 Ιανουαρίου 2015 οι Κούρδοι μαχητές απελευθερώνουν το Κομπάνι και τρέπουν σε φυγή τις δυνάμεις του ISIS. Είναι η πρώτη φορά που οι δυνάμεις των Τζιχαντιστών αποτυγχάνουν στην προσπάθεια κατάληψης μιας περιοχής. Είναι μία ακόμα φορά που ο Κουρδικός λαός επιτυγχάνει να αντιταχθεί στη βαρβαρότητα που εδώ και αιώνες θέλει τον αφανισμό του. Η νίκη της Αντάντ με τη λήξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, οδήγησε στη διάσπαση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και στο σχηματισμό των κρατών για τους Αζέρους, τους Γεωργιανούς και τους Αρμένιους, οι οποίοι ήταν και θύματα της γενοκτονίας του 1915 από το κίνημα των Νεότουρκων. Αυτό αναπτέρωσε τις ελπίδες των Κούρδων για τη σύσταση του Κουρδικού κράτους στα νότια της Καυκασίας, όμως τα γεωπολιτικά συμφέροντα της περιοχής είχαν αρχίσει να γίνονται εμφανή. Το Κεμαλικό καθεστώς με αποτελεσματικότατη χρήση μηχανισμών διπλωματίας και βίας, κατάφερε να αναβάλλει στο διηνεκές το Κουρδικό ζήτημα, περιορίζοντας παράλληλα ραγδαία τα δικαιώματα των Κούρδων κατοίκων της Τουρκίας και καταπνίγοντας κάθε επανάσταση που ξεσπούσε. Το 1984, ως αντίδραση στην καταπίεση των τουρκικών αρχών σε βάρος των κουρδικών πληθυσμών ξεκίνησε ο ένοπλος ταξικός αγώνας του PKK ο οποίος κράτησε μέχρι το 2002 και την άνοδο στην εξουσία του AKP υπό τον Ερντογάν. Παρά τις μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν, οι Κούρδοι συνεχίζουν πρακτικά να στερούνται ελευθερία λόγου, πολιτικά δικαιώματα και πλήρη πρόσβαση στην εκπαίδευση. Η δημιουργία της Περιφερειακής Διοίκησης του Κουρδιστάν στο Ιράκ(2005) και η κινητοποίηση των πληθυσμών της Συρίας(2012) προς τη συγκρότηση αυτοδιοικούμενων περιοχών Κούρδων, Αράβων, Τουρμένων, Αρμενίων και Τσετσένων είχαν δώσει νέες προοπτικές στο Κουρδικό ζήτημα. Όμως η επέμβαση των ΗΠΑ στην περιοχή, οι οποίες αφορίζουν την πιθανότητα δημιουργίας ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, τουλάχιστον ενιαίου, και η εμφάνιση του ISIS που στρέφεται ξεκάθαρα εναντίων των Κούρδων απειλούν ακόμα και τα λίγα που έχουν κερδηθεί. Τον Αύγουστο του 2014 μετά την επιδρομή του ISIS στην πόλη Κομπάνι, οι Κούρδοι της Συρίας ξεκίνησαν τη σθεναρή αντίστασή τους απέναντι στο καπιταλιστικό και εκμεταλλευτικό σύστημα του τζιχαντικού χαλιφάτου. To Ισλαμικό κράτος, γέννημα της Al- Qaeda, που την περίοδο 2006-2007 έφτασε στο απόγειο της δύναμης της στο Ιράκ, ξεκίνησε να αποκτά ισχύ στη Συρία με την έναρξη του εμφυλίου πολέμου το 2011. Ο αποξενωμένος σουνίτικος συριακός πληθυσμός, ο οποίος μαστιζόταν από φτώχεια και ανεργία, βρήκε την ευκαιρία να αντιταχθεί στο καθεστώς Άσαντ εντασσόμενος σε εξτρεμιστικές ισλαμικές οργανώσεις. Είναι αυτονόητο πως η εμφάνιση τέτοιων οργανώσεων εξυπηρετούσε στρατηγικά τη Δύση, καθώς αυτές αποσταθεροποιούσαν όλο και περισσότερο το συριακό καθεστώς. Η επικράτηση του ISIS ως κυρίαρχη οργάνωση Τζιχαντιστών στη Συρία και ευρύτερα στη Μέση Ανατολή, χωρίς όμως την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, έχει δημιουργήσει στις ΗΠΑ και τους συμμάχους της νοητικό αδιέξοδο. Οι δυτικοί καλούνται να απαντήσουν και μάλιστα άμεσα στην επέλαση του Ισλαμικού Κράτους, κάτι όμως που θα σήμαινε την ενίσχυση της συριακής κυβέρνησης η οποία πλέον βλέπει στο πρόσωπο του ISIS τον κυρίαρχο ανταγωνιστή της. Την απάντηση για την ανθρωπότητα δίνουν αυτή τη στιγμή στο Κομπάνι οι Κούρδοι αγωνιστές. Μένοντας έξω από πολιτικά παιχνίδια και με ελάχιστη υλική και οικονομική στήριξη φτιάχνουν ανάχωμα στη βαρβαρότητα. Αντιστέκονται στον θρησκευτικό φανατισμό ο οποίος συντηρεί εδώ και αιώνες τις γεωπολιτικές συγκρούσεις των ιμπεριαλιστών στη Μέση Ανατολή έχοντας πάντα ως όραμα ένα Κουρδικό κράτος πέρα από εθνότητες και θρησκείες που θα λειτουργήσει καταλυτικά για την ειρήνη στην περιοχή. Έναν κόσμο που αντιτίθεται στον ολοκληρωτισμό, που βασίζεται στην ειρηνική συνύπαρξη των λαών με δίκαια συστήματα αυτοκυβέρνησης. Έναν κόσμο ανθρωπιάς και ελευθερίας. Το όραμα όμως αυτό για να πραγματωθεί πρέπει να πάρει σάρκα και οστά στις ζωές των ίδιων των ανθρώπων που το χτίζουν. Αυτή είναι η πραγματική νίκη των Κούρδων στο Κομπάνι. Αποδεικνύουν πως η αυτοοργάνωση είναι εφικτή στο παρόν. Καταργούν την αστυνομία δημιουργώντας άλλες μορφές προστασίας των νόμων, νόμων που θεσπίζουν οι ίδιοι αμεσοδημοκρατικά μέσα από τις επιτροπές και τις οργανώσεις κάθε περιοχής. Καταργούν την ανισότητα των φύλων έμπρακτα, διδάσκοντας μαθήματα γυναικείας ιστορίας, δίνοντας διοικητικές θέσεις εξ ίσου σε άντρες και γυναίκες και καταδικάζοντας κάθε εμφάνιση σεξισμού. Έχουν ξεκινήσει μια επανάσταση δημοκρατικής αυτοοργάνωσης που ξεπερνά τους δυτικούς μηχανισμούς εξουσίας με σκοπό να επιβιώσει την επίθεση τους. Αποδεικνύουν πως η “ουτοπία” μας είναι το όπλο τους απέναντι στην πραγματικότητά μας. Ένα δίδαγμα από εκείνους που δεν υπέκυψαν σε θρησκευτικά δόγματα κρατώντας το μίσος ως όπλο για να διεκδικήσουν τη μπουκιά κάποιου άλλου. Που διεκδικούν ένα κομμάτι γης για να χαράξουν τη γλώσσα, το παρελθόν και το μέλλον τους.

9


Η αξιοποίηση της Ισλαμοφοβίας ως μέσο καταπίεσης

ανισότητες που δημιουργούν τα κύματα μετανάστευσης εξαιτίας της επεκτατικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή. Έτσι οδηγούμαστε στην όξυνση των σχέσεων μεταξύ των διαφόρων πληθυσμών αλλά και στην τροφοδότηση της μισαλλοδοξίας, με μοναδικό στόχο την εδραίωση των κοινωνικών αυτών σχέσεων που αναπαράγουν την αδικία.

Νώντας Φλώρος (Αρ.Εν. ΜΜΜ)

Η θέση των μουσουλμάνων στο διεθνή καταμερισμό εργασίας: Μια ιμπεριαλιστική

Επεξεργαζόμενοι την ιδέα της ισλαμοφοβίας, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τρεις βασικές παραμέτρους, όπως αυτές διαμορφώνουν και διαμορφώνονται, σήμερα, από τη μάχη για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία. Με αυτό τον τρόπο, επιδιώκουμε το παρόν κείμενο να αποτελέσει έναν οδικό χάρτη για τα πεδία παρέμβασης που ανοίγονται για το λαϊκό κίνημα στην εξάλειψη τέτοιων φαινομένων.

Η γεωπολιτική εκμετάλλευση του φαινομένου:

Στις 22 Φλεβάρη οι ΗΠΑ εξήγγειλαν σειρά στρατιωτικών επιχειρήσεων στη ζώνη του Βορείου Ιράκ, με στρατηγικό στόχο την ανακατάληψη της Μοσούλης. Η αναγέννηση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των ΗΠΑ στην περιοχή και η αναβίωση της επιχείρησης Inherent Resolve, αποτελεί και την τελευταία απόδειξη για όσους είχαν ελπίσει πως η τακτική αποκλιμάκωσης της Αμερικής θα συνεχίζονταν στο διηνεκές. Βέβαια, για την προετοιμασία της αμερικανικής γνώμης χρειάστηκε λίγος περισσότερος χρόνος και μέσα, απ’ ό,τι στα στρατιωτικά και πολιτικά επιτελεία των Ηνωμένων Πολιτειών. Στη διαμόρφωση της συναίνεσης καθοριστικό ρόλο έπαιξε η αξιοποίηση του ισλαμοφοβικού ενστίκτου που καλλιεργήθηκε τεχνηέντως τα προηγούμενα χρόνια και κορυφώνεται τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές. Δημιουργείται, δηλαδή, το τέλειο μίγμα εκ νέου αποσταθεροποίησης της περιοχής, πάντα σε βάρος του γηγενούς πληθυσμού.

Η στράτευση των ΜΜΕ στην εκπλήρωση των ιμπεριαλιστικών στόχων, η δαιμονοποίηση του Ισλάμ: Μιλώντας κανείς για συναίνεση, μένει έκθαμβος μπροστά στα ανθρωπιστικά εγκλήματα σε βάρος ολόκληρων πληθυσμών και πολιτισμών, αλλά και στον αδίστακτο τρόπο που οι μεγάλοι ειδησεογραφικοί όμιλοι αξιοποιούν φυλετικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά για να βαθύνουν τη διαίρεση μεταξύ των λαών. Ιδιαίτερα στις ΗΠΑ παρατηρείται μια πρωτοφανής ένταση επινόησης μιας νέας μαζικής κουλτούρας, με επίκεντρο τη διαπόμπευση του Ισλάμ και την περιθωριοποίηση των μωαμεθανών υπηκόων. Μάλιστα σε αυτή την προσπάθεια έχει επιστρατευτεί όλος ο μηχανισμός του αμερικάνικουχολιγουντιανού lifestyle, συνδυαζόμενος με ένα συνολικό επαναπροσανατολισμό του αμερικάνικου κινηματογράφου, αλλά και των διαρκώς δημοφιλέστερων τηλεοπτικών σειρών σε αυτή την κατεύθυνση. Έτσι για πρώτη φορά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο συναντάμε μια συντεταγμένη προσπάθεια της αμερικανικής βιομηχανίας θεάματος να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική ζωή, υπηρετώντας πάντα τις βλέψεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ, αλλά και των πιο ακραίων συντηρητικών κύκλων. Δεν είναι όμως μοναχά η επικράτηση μιας αντι-ισλαμικής μαζικής κουλτούρας και δε θα μπορούσε να διαδοθεί χωρίς ταυτόχρονη πολιτική εκμετάλλευσή της από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το μίγμα στρατηγικής που ακολουθούν οι κυρίαρχοι στην Ευρώπη μεταβάλλεται ελαφρώς σε σχέση με αυτό των αμερικάνων ομόλογών τους. Αυτή συνίσταται στη συνεχή προσπάθεια συσχέτισης της δράσης του Ισλαμικού Κράτους με τις κοινωνικές

10 ya_basta!

πολιτική παράγει οφέλη και στο επίπεδο της έντασης της εργασίας, ακόμα και για εθνικούς σχηματισμούς που δεν εμπλέκονται άμεσα με αυτή. Από τα προάστια του Παρισιού μέχρι και τις γειτονιές της Δανίας, το τίμημα που πληρώνουν οι περιθωριοποιημένοι μουσουλμάνοι πρόσφυγες και μετανάστες είναι πολύ βαρύ. Αυτό γιατί αποτελούν τον εφεδρικό στρατό ανέργων, πάντα χρήσιμοι για τη συμπίεση των μισθών της εργατικής τάξης, πάντα πίσω από τις ανάγκες της κοινωνικής σύγκρουσης. Δε θα μπορούσε να είναι και διαφορετικά, άλλωστε, όταν δίνεις τη μάχη της επιβίωσης, μικρή σημασία έχει για σένα η οργανωμένη πάλη και το εργατικό κίνημα. Όχι άδικα βέβαια, αφού σπανίζουν οι περιπτώσεις που συνδικάτα ή ακόμα και σωματεία μεριμνούν στην συνδικαλιστική ένταξη των ανασφάλιστων συναδέλφων τους (που είναι και η πλειοψηφία των μουσουλμάνων μεταναστών).

Η δική μας θέση, δεν μπορεί να είναι άλλη από την υπεράσπιση της ειρήνης μεταξύ των λαών και η ανάπτυξη ενός μαζικού κινήματος με στόχο την εξάλειψη των διακρίσεων μέσα σε κάθε κοινωνικό χώρο, ξεκινώντας από το μετερίζι μας, το Πανεπιστήμιο.


Σαλβαδόρ

Αλλιέντε

Το παράδειγ μα του χ ι λιανού εγ χειρήματος παρακαταθήκ η γ ια το μέλ λον Παναγιώτης Παναγ ής Κωνσταντίνος Τσέλ λος (Τομή Αριστερών Αρχιτεκτόνων)

Ο Σαλβαδόρ Αλλιέντε γεννιέται το 1908 από μια αστική οικογένεια, σπουδάζει ιατρική για να βοηθάει τους ανήμπορους και μυείται στον μαρξισμό ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια. Η ενασχόλησή του με την πολιτική και η προσπάθεια για την δημιουργία ενός μεγάλου πολυσυλλεκτικού αριστερού μετώπου (Unidad Popular- Λαϊκή Ενότητα) έχει ως στόχο την χειραφέτηση των υποτελών και την απεμπλοκή της Χιλής από το καθεστώς του προτεκτοράτου των Η.Π.Α.. Ο Αλλιέντε, αντίθετος με την ένοπλη κατάληψη της εξουσίας, πετυχαίνει την θεσμική μετάβαση στο σοσιαλισμό, με πρώτο βήμα τη νίκη των εκλογών το φθινόπωρο του 1970 ως επικεφαλής της Λαϊκής Ενότητας (μέτωπο 6 αριστερών κομμάτων, κοινωνικών κινημάτων και ανένταχτων αγωνιστών). Κάποιες από τις πρώτες ριζοσπαστικές καίριες και ζωογόνες κινήσεις της κυβέρνησης Αλλιέντε είναι : η αγροτική μεταρρύθμιση με αναδιανομή τεράστιων εκτάσεων γης σε ακτήμονες αγρότες και φτωχές οικογένειες, η εθνικοποίηση πολλών ζωτικών για την τοπική κοινωνία επιχειρήσεων (ορυχεία, χαλκός, μεταλλεία), η νέα φιλεργατική νομοθεσία (ισχυροποίηση του συνδικαλισμού, συμμετοχή εργατών στη διοίκηση και λήψη των αποφάσεων), η διαμόρφωση ενός ποιοτικού συστήματος δημόσιας εκπαίδευσης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, η στήριξη των αδυνάτων (δωρεάν διανομή γάλατος στα παιδιά, ειδική μέριμνα για τους ιθαγενείς). Παράλληλα, όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική της Χιλής επιδιώκεται η απαγκίστρωση από την κηδεμονία των Η.Π.Α και η σύναψη σχέσεων με την Σοβιετική Ένωση, την Κίνα και την Κούβα. Μέσα στα 2 πρώτα χρόνια διακυβέρνησης της Χιλής, και παρά τις εγχώριες και ξένες προσπάθειες ανατροπής της κυβέρνησης, επιτυγχάνεται η μείωση του αναλφαβητισμού, της ανεργίας (από το 8,8 στο 3%) αλλά και της παιδικής θνησιμότητας κατά 20%, η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής του δημόσιου τομέα ενώ παράλληλα ο πολιτισμός της χώρας γνωρίζει μία νέα περίοδο ακμής. Ο χιλιανός σοσιαλισμός , όπως ορίζεται από τον ίδιο τον Αλλιέντε είναι ελευθεριακός, δημοκρατικός, πολυκομματικός και καταφέρνει τον ριζοσπαστικό εκδημοκρατισμό και μετασχηματισμό όλων των εκφάνσεων της κοινωνικής ζωής στη Χιλή, η οποία τα προηγούμενα χρόνια είχε πληγεί από την τοπική λογική της φεουδαρχίας αλλά και τις νεοφιλελεύθερες στοχεύσεις και τακτικές των ΗΠΑ (σχολή του Σικάγο). Την 11η Σεπτεμβρίου του 1973, ο αντιδραστικός συνασπισμός δυνάμεων μεταξύ αμερικανικής κυβέρνησης, χιλιανής αντιπολίτευσης, CIA, παρακρατικών και παραστρατιωτικών παραγόντων, και ιδιωτικών (ντόπιων και πολυεθνικών) συμφερόντων που πολέμησε εξαρχής τα προτάγματα του χιλιανού σοσιαλισμού ανατρέπει με πραξικόπημα την κυβέρνηση του Αλλιέντε ενώ ο ίδιος βρίσκεται νεκρός στο προεδρικό μέγαρο. Ο επικεφαλής του πραξικοπήματος στρατηγός Πινοσέτ βυθίζει την Χιλή σε μία βίαιη δικτατορία για τα επόμενα 17 χρόνια. Είναι βέβαιο πως το χιλιανό εγχείρημα αποτέλεσε και αποτελεί παρακαταθήκη έμπνευσης, ελπίδας αλλά και προβληματισμού. Η συστηματική και λυσσαλέα ανάμειξη εγχώριων παρακρατικών και ένοπλων δυνάμεων σε συνεργασία με ξένες κυβερνήσεις κατάφερε τελικά να επιβληθεί σε ολόκληρο τον χιλιανό λαό. Τα οικονομικά συμφέροντα που εθίγησαν καθώς και οι μεγάλες δυνάμεις που έπαψαν να έχουν υπό την σφαίρα επιρροής τους και υπό την απόλυτη κηδεμονία τους τη Χιλή χρησιμοποίησαν όλα τα αντιδημοκρατικά και βίαια μέσα και κατάφεραν να ξανακερδίσουν την εξουσία και τον πλήρη έλεγχο της χώρας. Συνεπώς, τόσο τα σημαντικά βήματα της κυβέρνησης Αλλιέντε όσο και η τελική απώλεια της δημοκρατικής εξουσίας φωτίζουν μεν ως φάροι το μέλλον, αλλά και καταδεικνύουν την δύσκολη πορεία εξοπλίζοντας με περισσότερη πείρα τα μελλοντικά λαϊκά κινήματα. «Η χιλιανή κυβέρνηση Αλλιέντε έχει πολλά να μας δώσει. Από ουτοπικές ιδέες μέχρι έτοιμες λύσεις. Κι επειδή κάτι... κάτι κινείται σε τούτον ‘δω τον τόπο αυτόν τον καιρό, ας ακούμε με προσοχή, αγωνία και ελπίδα τις λατινοαμερικάνικες ιστορίες όσο μακρινές κι αν μοιάζουν.»

11


Μεταναστευτική πολιτική:

από το καθεστώς εξαίρεσης στο δικαίωμα για ζωή Μαρία Δημουλά Φίλιππος Φιλιππίδης Αχιλλέας Φιλιππίδης (Εγκέλαδος) Χρήστος Σκάντζας (Εγκέλαδος) Θεοδωροπούλου Δέσποινα (Εγκέλαδος)

Σαγιέντ Μεχντί Αχμπαρί, Μοχάμεντ Ασφάκ, Μοχάμεντ Καμαρά, Νεζάμ Χακιμί. Μερικά μονό απ΄ τα ονόματα της μακράς λίστας των θυμάτων της ελληνικής και ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής. Θύματα «αόρατα», θύματα χωρίς πρόσωπο, μόνο αριθμοί. Στην πόρτα της «πολιτισμένης» Ευρώπης, τα υπόγεια των αστυνομικών τμημάτων και τα κέντρα κράτησης μεταναστών μετατρέπονται στα σύγχρονα κολαστήρια ανθρώπων. Πολλοί απ’ αυτούς δεν άντεξαν να ζουν έγκλειστοι 10, 18, 32 μήνες, σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης, στερούμενοι την ελευθερία τους (τις περισσότερες των φορών παράνομα) δίνοντας έτσι τέλος στη ζωή τους. Άλλοι υπέκυψαν στις ασθένειες τους λόγω της εγκληματικής αμέλειας και αδιαφορίας του ελληνικού κράτους, λόγω της ανύπαρκτης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε αυτά τα κολαστήρια. Οι περισσότεροι όμως δεν κατάφεραν καν να περάσουν τα σύνορα της Ευρώπης «Φρούριο» κι έγιναν θύματα είτε των δολοφονικών επαναπροωθήσεων του στρατού και του λιμενικού σώματος, είτε των φραχτών της Frontex. Η πολιτική που ασκήθηκε όλο το περασμένο διάστημα στο ζήτημα του μεταναστευτικού συμπυκνώνεται στο παρακάτω τρίπτυχο: Αυστηρός έλεγχος των συνόρων και επιχειρήσεις επαναπροωθήσεων – Αστυνομικές διώξεις και επιχειρήσεις σκούπα – Η διοικητική κράτηση ως κανόνας. Κι εδώ τίθεται ένα ερώτημα, το κατά πόσο εν τέλει, μία πολιτική με κύριο γνώμονα την αποτροπή ροών πληθυσμών και την απάνθρωπη «διαχείριση» τους, μπορούσε να είναι αποτελεσματική. Ο φράχτης στον Έβρο, τον οποίο να σημειώσουμε πως ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση δέχτηκε να χρηματοδοτήσει, κόστισε 3.610.000 ευρώ στο ελληνικό δημόσιο. Τα αποτελέσματα ερευνών έδειξαν, ότι η ανέγερση του φράχτη στον Έβρο, δεν μείωσε το σύνολο των αφίξεων, καθώς οι ροές μεταναστών το διάστημα 20132014 αυξήθηκαν κατά 79% ,ενώ ουσιαστικά τις μετατόπισε στα Ελληνοτουρκικά θαλάσσια σύνορα, κάνοντας έτσι την πρόσβαση των μεταναστών στη χώρα, απλά πιο επικίνδυνη. Εγκληματικές επιχειρήσεις, όπως αυτή στο Φαρμακονήσι, την ελληνική Λαμπεντούζα, που κόστισε την

12 ya_basta!

ζωή 12 ατόμων, κυρίως παιδιών και γυναικών, εφαρμόστηκαν κατά κόρον, παρά τον παράνομο σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο χαρακτήρα τους. Οι μαρτυρίες των μεταναστών, που δηλώνουν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, ότι το σκάφος του λιμενικού ,κατά τη ρυμούλκηση, ήταν εκείνο που ανέτρεψε τη βάρκα και ότι στην προσπάθειά τους να ανέβουν στο σκάφος οι άντρες του λιμενικού τους χτυπούσαν τα χέρια, καταδεικνύουν το ξεκάθαρα δολοφονικό χαρακτήρα της επιχείρησης και τις τεράστιες ευθύνες του ελληνικού κράτους. Τα ανθρώπινα δικαιώματα αντιμετωπίστηκαν για άλλη μια φορά ως ανθρώπινα προνόμια και η ζωή των μεταναστών έγινε παιχνιδάκι των λιμενικών αρχών στα θαλάσσια σύνορα Ελλάδας-Τουρκίας. Την ίδια στιγμή, στα κέντρα των πόλεων, οι καταχρηστικοί έλεγχοι και έρευνες της αστυνομίας αποτέλεσαν καθημερινό φαινόμενο. Στα πλαίσια της επιχείρησης «Ξένιος Δίας» άτομα με εμφάνιση αλλοδαπού, πέρα από ελέγχους ρουτίνας για εξακρίβωση στοιχείων, υποβλήθηκαν σε αδικαιολόγητη έρευνα των προσωπικών τους αντικειμένων, σε προσβολές, ακόμα και σε σωματική κακοποίηση. Στόχος πάντα ο εντοπισμός παράτυπων μεταναστών. Όμως παρά τις συνεχείς επιχειρήσεις και τις αρχικές εκτιμήσεις που ήθελαν 1 στους 4 μετανάστες να βρίσκονται παράτυπα στη χώρα, οι αριθμοί έδειξαν ότι μόνο το 6% των πολιτών τρίτων χωρών που ελέγχθηκαν βρέθηκαν χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα. Τέλος, η διοικητική κράτησης μέσα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν μία πολιτική με ξεκάθαρα ακροδεξιό ιδεολογικό πρόσημο που διαμόρφωνε ένα ειδικό καθεστώς εξαίρεσης για τους μετανάστες. Παρά το γεγονός ότι ο νόμος προβλέπει την εφαρμογή της κατ’ εξαίρεση, είναι σημαντικό εδώ να τονιστεί ότι εφαρμόστηκε ως κανόνας, κρατώντας, τις περισσότερες των φορών παράνομα, ευάλωτες ομάδες, αιτούντες άσυλο, αλλά και μετανάστες των οποίων η επιστροφή στη χώρα τους δεν ήταν ποτέ ρεαλιστική, λόγω των πολέμων και των πολιτικών καθεστώτων στις χώρες τους. Ένα μέτρο λοιπόν που καταπάτησε θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, λειτούργησε εργαλειακά και με όρους εκφοβισμού για τους μετανάστες εντός και εκτός των συνόρων, καθώς οι 3000 μετανάστες οι οποίοι φυλακίζονταν ουσιαστικά στα κέντρα κράτησης αποτελούν ένα μηδαμινό ποσοστό επί του συνόλου όσων κατοικούν στην Ελλάδα. Ένα μέτρο, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου, ήταν οι άθλιες συνθήκες κράτησης (μετανάστες στοιβάζονταν κυριολεκτικά μέσα σε κοντέινερ), συνθήκες που έφερναν καθημερινά


αυτούς τους ανθρώπους αντιμέτωπους με την εξαθλίωση και τις ασθένειες, λόγω της ελλιπούς σίτισης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, οδηγώντας τους πολλές φορές ακόμη και στην αυτοχειρία. Ένα μέτρο σε ρόλο εξολοθρευτή στα χέρια του κράτους. Από τα παραπάνω, γίνεται σαφές, το πώς μία τέτοιου είδους μεταναστευτική πολιτική, κρίνεται ως η πλέον αποτυχημένη και απάνθρωπη, ενώ προκύπτει ότι εν τέλει εξυπηρέτησε άλλους σκοπούς από αυτούς που αρχικά προβλήθηκαν. Μία πολιτική που εξέφρασε με τον πιο κυνικό τρόπο, ρατσιστικές, μισαλλόδοξες και ξενοφοβικές αντιλήψεις. Μία πολιτική που ουσιαστικά νομιμοποιούσε και ενδυνάμωνε τον ναζιστικό λόγο της Χρυσής Αυγής. Μία πολιτική που έκανε ανάγνωση και χρήση του νόμου επιλεκτικά, που έχτιζε φυλακές και καταπατούσε κάθε θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Μια πολιτική που δυστυχώς όμως νομιμοποιούταν και αντλούσε συναίνεση από ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Φράσεις όπως «Δεν χωράνε άλλοι μετανάστες», «Μας παίρνουν τις δουλειές», «Απειλείται η χώρα, η δημόσια υγεία, η ζωή μας, η περιουσία μας» εκφράζουν αντιλήψεις βαθιά ριζωμένες στην ελληνική κοινωνία, αντιλήψεις επικίνδυνες, αντιλήψεις που οφείλουμε να πολεμήσουμε. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι το ζήτημα των μεταναστευτικών ροών είναι πολύ περισσότερο παγκόσμιο παρά ελληνικό, ένα «πρόβλημα» του οποίου τα αίτια θα πρέπει να αναζητήσουμε στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και στην αφαίμαξη του Τρίτου Κόσμου από τις ελίτ των «ανεπτυγμένων» χωρών. Το καπιταλιστικό σύστημα έχει φροντίσει ώστε να ανοίξουν τα σύνορα των αναπτυσσόμενων χωρών για το διεθνές κεφάλαιο μεριμνώντας όμως ταυτόχρονα να εγκλωβίσει μέσα σε «απόρθητα τείχη» τους κατοίκους τους. Αυτά τα «τείχη» δεν αποτελούνται μονάχα από συνοριοφύλακες κέρβερους και ψηλούς συρμάτινους ηλεκτροφόρους φράχτες αλλά και από την κατάσταση που καλούνται να αντιμετωπίσουν τα άτομα εφόσον περάσουν τις νοητές γραμμές που χωρίζουν τους λαούς. Δημιουργούνται αναπόφευκτα αβάσταχτοι κοινωνικοί και οικονομικοί συσχετισμοί για τους ανθρώπους αυτούς που, πέραν της δουλικής εργασίας τους, φαίνεται να περισσεύουν από την χώρα μας και κάθε άλλη ανθρωπιστικά υπανάπτυκτη χώρα. Το ζήτημα είναι πώς εμείς αντιδρούμε σε αυτά τα δεδομένα. Μένουμε άπραγοι αποδεχόμενοι στωικά τον τίτλο του ανάλγητου, τεχνοκράτη νεοέλληνα, ή κινητοποιούμαστε αποφασιστικά και συντεταγμένα προβάλλοντας συγκεκριμένα αιτήματα για την χάραξη μιας ανθρώπινης μεταναστευτικής πολιτικής;

εισόδου. Καθίσταται αναγκαία λοιπόν η κατάργηση κέντρων κράτησης και αντικατάσταση τους από λιγότερο δαπανηρά, ανοιχτά κέντρα φιλοξενίας με την αξιοποίηση άδειων δημόσιων και δημοτικών κτιρίων. Εξίσου αναγκαία είναι όμως και η κατασκευή χώρων λατρείας για την κάλυψη των αναγκών θρησκευτικών μειονοτήτων, καθώς η στέρηση του δικαιώματος στην πίστη δεν ταιριάζει σε καμία αυτοαποκαλούμενη πολιτισμένη κοινωνία. Οι μετανάστες (παράτυποι ή μη) πρέπει να έχουν ελεύθερη και απρόσκοπτη πρόσβαση σε υπηρεσίες επείγουσας υγειονομικής περίθαλψης. Ιδιαίτερη ευαισθησία απαιτείται σε περιπτώσεις ιατροφαρμακευτικής κάλυψης και εμβολιασμού παιδιών ενώ οι έγκυες γυναίκες θα πρέπει να λαμβάνουν δωρεάν και άμεση περίθαλψη. Παράλληλα πρέπει να διασφαλίζεται με κάθε τρόπο η απρόσκοπτη πρόσβαση των παιδιών των προσφύγων και των μεταναστών σε όλες τις βαθμίδες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, με ορίζοντα την ομαλή ενσωμάτωση τους στο κοινωνικό σύνολο, ενώ αναγκαία κρίνεται και η χορήγηση ελληνικής ιθαγένειας σε όλα εκείνα τα παιδιά που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν στη χώρα μας. Πέραν της ατομικής συνειδητοποίησης και δράσης στο συγκεκριμένο ζήτημα ιδιαίτερη κρίνεται και η σημασία της κινητοποίησης μέσα από πιο συλλογικά μονοπάτια που θα οδηγήσουν σε πιέσεις προς την πολιτική ηγεσία τόσο σε ελληνικό όσο σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο για την «ευαισθητοποίηση» των νόμων στα μεταναστευτικά θέματα. Οι ίδιες χώρες που μέσα από διεθνείς οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ που δημιουργεί-συντηρεί πολέμους στις ήδη εξαθλιωμένες από τους διεθνείς μονοπωλιακούς ομίλους αναπτυσσόμενες χώρες, είναι απαράδεκτο να ενίστανται πως τα μεταναστευτικά κύματα δεν έχουν θέση σ’ αυτές. Οι Έλληνες και Ευρωπαίοι πολίτες, και κατ’ επέκταση οι ίδιες οι χώρες θα πρέπει να προχωρήσουν στις αναγκαίες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις με στόχο τον πιο ανθρώπινο χαρακτήρα των μεταναστευτικών πολιτικών. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως για την υλοποίηση ενός τόσο τολμηρού οράματος αποτελεί και ένας από τους διαχρονικούς στόχους του αριστερού χώρου για την ενοποιημένη και κοινή δράση των ευρωπαϊκών και παγκόσμιων λαών. Ήρθε η ώρα να μιλήσουν οι λαοί της Ευρώπης και να συμπληρώσουν τους νόμους, όπου αυτοί στερούνται ανθρωπιστικού προσανατολισμού. Ήρθε η ώρα να μιλήσουν οι άνθρωποι κοιτώντας τους μετανάστες(νόμιμους ή μη) στα μάτια.

Βασικός άξονας της νέας αυτής πολιτικής προσέγγισης των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες οφείλει να είναι η διασφάλιση των δικαιωμάτων τους σύμφωνα με τις διεθνείς διατάξεις περί αθρωπίνων δικαιωμάτων. Διατάξεων που δεν αφήνουν περιθώρια για παράνομη κράτηση μεταναστών, όσο λαθραίους και αν τους καθιστά το νομικό πλαίσιο της χώρας

13


Φυλακές τύπου Γ σας αποχαιρετούμε! Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα βιώσαμε αυτό που αποκαλείται “κράτος έκτακτης ανάγκης”. Με την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση να βαστά ακόμη γερά, η χώρα μετατράπηκε σε ένα πειραματόζωο με μόνο σκοπό την εύρεση λύσεων για την ανακατονομή του καπιταλιστικού κεφαλαίου και την έξοδο από την κρίση. Ένα κράτος που δε διστάζει να θυσιάσει ανθρώπινες ζωές και στερεί βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, ένα κράτος που λειτουργεί στα όρια του συνταγματικού και είναι έτοιμο να δώσει τα πάντα στον βωμό των τραπεζών και των επειχηριματικών ομίλων σε ένα πολίτευμα που μοιάζει σε αρκετά σημεία με δικτατορία προσαρμοσμένη στον κοινοβουλευτισμό. Σε ένα τέτοιο κράτος όπου επιχειρείται η βίαιη ανακατανομή του πλούτου και η πλήρη υποταγή στις ανάγκες του κεφαλαίου, η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου έκανε ότι χρειαζόταν για να τσακίσει όλες τις φώνες που αντιδρούσαν στα μνημονιακά

Γρηγορία Ζητουνη Πετρόγιαννη Δανάη Λιοδάκη Δημήτρης Λουπέτης (Τομή Αριστερών Αρχιτεκτόνων) Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα βιώσαμε αυτό που αποκαλείται “κράτος έκτακτης ανάγκης”. Με την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση να βαστά ακόμη γερά, η χώρα μετατράπηκε σε ένα πειραματόζωο με μόνο σκοπό την εύρεση λύσεων για την ανακατονομή του καπιταλιστικού κεφαλαίου και την έξοδο από την κρίση. Ένα κράτος που δε διστάζει να θυσιάσει ανθρώπινες ζωές και στερεί βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, ένα κράτος που λειτουργεί στα όρια του συνταγματικού και είναι έτοιμο να δώσει τα πάντα στον βωμό των τραπεζών και των επειχηριματικών ομίλων σε ένα πολίτευμα που μοιάζει σε αρκετά σημεία με δικτατορία προσαρμοσμένη στον κοινοβουλευτισμό. Σε ένα τέτοιο κράτος όπου επιχειρείται η βίαιη ανακατανομή του πλούτου και η πλήρη υποταγή στις ανάγκες του κεφαλαίου, η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου έκανε ότι χρειαζόταν για να τσακίσει όλες τις φώνες που αντιδρούσαν στα μνημονιακά μέτρα που έπρεπε να περάσουν. Όσοι πλέον δεν συντάσσονται με την κυρίαρχη ιδεολογία

14 ya_basta!

πρέπει να εξαλειφθούν και το παράδειγμα τους να αποτρέψει οποιαδήποτε άλλη μορφή αντίδρασης και πάλης. Σε ένα κράτος που απαρνείται κάθε κοινωνική συμφωνία, οι μετανάστες, οι οροθετικές, τα lgbtqi άτομα, αλλά και όσοι αγωνίζονται και διεκδικούν με την επαναστατική προοπτική, δεν έχουν θέση. Σε αυτή ακριβώς την κατάσταση, το αστικό μπλοκ βρήκε γρήγορα τη λύση: την κατασκευή του «εσωτερικού εχθρού». Ο εχθρός αυτός προσωποποιείται σε ένα πρότυπο πολίτη που αυτόματα πρέπει να κατασταλεί γιατί, πολύ απλά, δεν συμμορφώνεται στις επιταγές της άρχουσας τάξης. Στο πλαίσιο της καταπολέμισης αυτού του πλέον καθαρά ορισμένου εχθρού, βλέπουμε την έναρξη μιας νέας σταυροφορίας, με στόχους τόσο καταστατλικούς όσο και συμβολικούς. Με τη χρήση όλων των παραπάνω η πλέον απελθούσα κυβέρνηση επιχείρησε να απομονώσει όλα τα «ταραχοποιά στοιχεία», να τα


φιμώσει και ταυτόχρονα να εδραιώσει στην κοινωνική συνείδηση ότι όλα αυτά γίνονται «για το καλό της χώρας και των πολιτών» και «τη διατήρηση της δημοκρατίας». Έχουμε έτσι λοιπόν ένα κράτος στο οποίο αυτοί οι «τρομοκράτες» κρατούνται αιχμάλωτοι των ιδεών τους, εκτοπίζονται από το κοινωνικό σύνολο τόσο μεραφορικά, όσο και κυριολεκτικά, εγκλειστοι και αποκλεισμένοι για να μην φέρουν την καταστροφή που οι από πάνω φοβούνται τόσο πολύ. Ένα κράτος, λοιπόν, που αναγνωρίζει ως τον μεγαλύτερο εχθρό του την τρομοκρατίας αποφασίζει ότι πρέπει να ιδρυθούν ειδικές φυλακές για όσους εμπλέκονται με τρομοκρατικές οργανώσεις, κάτι που θα το κρίνει και θα το απογασίζει το ίδιο και όχι το δικαστήριο. Το νόμικό σύστημα της Ελλάδας, όπως διαμορφώθηκε σύμφωνα με τη δυτική νομική παράδοση, αντιμετωπίζει με ίσο τρόπο τους κατηγορούμενους ενώ δεν διαχωρίζει τους πολιτικούς από τους ποινικούς κρατούμενους. Είναι φανερό ότι αναιρείται για ακόμη μία φορά η έννοια της ποινής, δεδομένου ότι το δικαστήριο καθορίζει την ποινή βάσει του εγκλήματος αυτό καθ’ εαυτό, ενώ οι λόγοι για το οποίο διεπράχθηκε το έγκλημα απλά είναι επικουρικοί. Συνεπώς, σε ό,τι αφορά αυτούς που διέπραξαν ένα αδίκημα για πολιτικό καυ’ αυτούς λόγο θα πρέπει να λάβουν την ίδια ποινή και με τα ίδια μέσα αυτή να εκτελεστεί με άτομα που διέπραξαν το ίδιο αδίκημα άνευ πολιτικού λόγου, βάσει πάντα του νομικού μας συστήματος που δεν κάνει ουδεμία διάκριση πολιτικού και ποινικού κρατουμένου.

από τους υπόλοιπους κρατουμένους; Σκοπός του σωφρονιστικού συστήματος είναι να διαπαιδαγωγεί τον κρατούμενο μέσω της τιμωρίας, με προοπτική ωστόσο την επανένταξη του, αλλά και την ίδια την κοινωνία. Τι από όλα αυτά επιτυγχάνουν οι φυλακές τύπου Γ; Δεν προβλέπουν στο ελάχιστο την επανένταξη του ατόμου στην κοινωνία, αντίθετα το απομακρύνουν ακόμη περισσότερο από αυτή με τον πιο αντικοινωνικό τρόπο, αφαιρώντας του στοιχειώδη δικαιώματα, όπως επικοινωνία με συγγενείς και συνηγόρους, οι άδειες και αντιμετωπίζοντας το ανισότιμα από τους άλλους κρατουμένους. Η κοινωνία αντί να παιδεύεται, εξαγρειώνεται και αξαπανθρωπίζεται. Μαθαίνει να θεωρεί σωστό να αφαιρούνται τα διακαιώματα συμπολιτών μας, να απαξιώνεται με τέτοιο τρόπο η ανθρώπινη ζωή, μαθαίνει ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα επανένταξης και σωφρονισμού των ανθρώπων και της λογικό οι φυλακές να γίνονται αποθήκες καταδικασμένων ψυχών. Το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε από την πρόσφατα συσταθείσα βουλή προβλέπει- ευτυχώς- την κατάργηση των φυλακών τύπου Γ. Η διαδικασία του ψηφίσματος του νομοσχεδίου αυτού, ανεδειξε την αναλγησία ενός μέρους του κοινοβουλίου που συνεχίζει να αδιαφορεί για τα ανθρώπινα δικαιώματα, μην έχοντας διδαχθεί τίποτα από την εκλογική συντριβή των δυνάμεων που τα τελευταία χρόνια ασκούσαν πολιτική πειθάρχισης, τιμωρίας και καταστολής. Αυτή η απόφαση είναι μόνο ένα βήμα προς τον εξανθρωπισμό του σωφρονιστικου συστήματος και μένουν πολλά ακόμα να γίνουν σε αυτήν την κατεύθυνση, για την προστασία των δικαιωμάτων των κρατουμένων και τη μετατροπή της ποινής σε πραγματικά “σωφρονιστική” από ττιμωριτική και εκδικιτική.

Με ποια κριτήρια αποφασίζεται ότι ένας κρατούμενος πρέπει να μεταφερθεί σε τέτοιες φυλακές; Πώς στηρίζεται ότι είναι αναγκαία η διάκριση μεταξύ των κρατουμένων, κρίνοντας δε οω πιο επικίνδυνους τους πολιτικούς κρατούμενους από δολοφόνους, βιαστές, από εμπόρους ναρκωτικών, από νονούς της νύχτας; Και πώς κρίνουμε ότι όσοι είναι επικίνδυνοι για την κοινωνία θα πρέπει να απομονονώνται εντελώς από αυτή, με τρόπο ακόμη πιο σκληρό

15


Το ελληνικό πανεπιστήμιο μετά τον μνημονιακό ορυμαγδό Γαβράς Αποστόλης (Αριστερή Ενότητα Μεταλλειολόγων)

Σε μια επιστολή του, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο ιδρυτής ενός εκπαιδευτικού θεσμού από τον οποίο αποφοιτά, ακόμα και σήμερα, η μεγάλη πλειοψηφία της γαλλικής πολιτικής ελίτ, ο φιλελεύθερος Εμίλ Μπουτμύ (Emile Boutmy) γράφει : «Τα προνόμια πέθαναν και κανείς δεν μπορεί να σταματήσει τη δημοκρατία. Οι ανώτερες τάξεις, όπως αυτοαποκαλούνται, είναι υποχρεωμένες να αναγνωρίσουν τα δικαιώματα της πλειοψηφίας. Θα κατορθώσουν, όμως, να διατηρήσουν την πολιτική τους κυριαρχία, αν επικαλεσθούν το δικαίωμα του πιο ικανού. Πίσω από τις ετοιμόρροπες επάλξεις των προνομίων και της παράδοσης, ο χείμαρρος της Δημοκρατίας πρέπει να συναντήσει μια δεύτερη γραμμή άμυνας, χτισμένη από πασίδηλες και χρήσιμες ικανότητες, από ανώτερες ιδιότητες που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το κύρος τους.» Τέτοια ήθελε τη σχολή του, ο Εμίλ Μπουτμύ, μια σχολή αριστείας. Τέτοια θέλουν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, οι φιλελεύθεροι όλων των εποχών. Και μηχανεύονται όλους τους τρόπους για να τα προστατεύσουν από την άλωση των πολλών. Μέχρι και πρόσφατα, οι κυβερνήσεις των μνημονίων της λιτότητας, με την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση που επέβαλαν στο ελληνικό πανεπιστήμιο, με την εφαρμογή του νόμου 4009/2011 προσπαθούσαν να διαλύσουν την τριτοβάθμια εκπαίδευση εμμένοντας στις αντιεπιστημονικές αρχές της Μπολόνια. Με την εισαγωγή πιστωτικών μονάδων, με τα «σπασίματα» των πτυχίων σε κύκλους σπουδών, τις σχεδιαζόμενες διαγραφές των «αιωνίων» φοιτητών, την περικοπή των συγγραμμάτων, τα σχέδια περί εισαγωγής διδάκτρων στο προπτυχιακό επίπεδο, τα Συμβούλια Ιδρύματος που απαγορεύουν στους «ετερόδοξους» να θέσουν υποψηφιότητα για Πρυτάνεις από το φόβο τους μήπως αυτοί εκφράσουν τους πολλούς και φυσικά με την αδιαφορία για παροχή στέγασης και σίτισης στα πλαίσια της φοιτητικής μέριμνας, δίνουν μία καλή εικόνα για το πώς είναι το πανεπιστήμιο που ονειρεύονται. Ένα πανεπιστήμιο ταξικών φραγμών, μαζικής παραγωγής αναλώσιμων, ευέλικτων εργαζομένων, καταδικασμένων είτε στη μετανάστευση είτε σε έναν αέναο κύκλο επισφαλούς εργασίας - ανεργίας - επανακατάρτισης (με έξοδα φυσικά των φοιτητών). Γιατί οι φιλελεύθεροι και ιδιαίτερα οι νεοφιλελεύθεροι, δεν πιστεύουν επ’ ουδενί στην ισότητα. Ποτέ, εξάλλου, δεν πίστεψαν. Αυτή τη στιγμή στο πανεπιστήμιο συγκρούονται δύο κόσμοι. Ο ένας είναι αυτός της τάξης και της ασφάλειας που επιδιώκει την επιβολή του μέσα από αντιδημοκρατικές πρακτικές με κάθε κόστος, ο κόσμος στο οποίο κυριαρχεί η μικροαστική αντίληψη του «κοιτάζω την δουλίτσα μου», η αντίληψη ότι το πανεπιστήμιο είναι χώρος κατάρτισης και μόνο και άρα αποκλεισμένος από την κοινωνική κίνηση και τις κοινωνικές αντιστάσεις. Αντίληψη που εκφράζεται από τις αντιδραστικές καθεστωτικές

16 ya_basta!


παρατάξεις , αλλά και αντιδραστικούς, συντηρητικούς, εξαρτημένους από τα συμφέροντα μεγαλοκαθηγητές, συνυπαίτιους αν όχι πρωταίτιους της έως τώρα διαμορφωθείσης κατάστασης. Ο άλλος κόσμος, ο δικός μας κόσμος, θέλει το πανεπιστήμιο χώρο ανοιχτό σε όλους, ανοιχτό στην κοινωνία και στους αγώνες που αυτή δίνει για αξιοπρέπεια και δημοκρατία. Μετά τις εκλογές-ορόσημο της 25ης του Γενάρη είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι οδηγηθήκαμε σε μια καινούργια πίστα. Μια πίστα εντελώς διαφορετική από αυτήν που είχαμε συνηθίσει μέχρι στιγμής, ανεξαρτήτως αποτελέσματος και τελικής έκβασης της μάχης που έχουμε να δώσουμε για το Πανεπιστήμιο αλλά και για την κοινωνία ολόκληρη. Νέα κατάσταση, νέα καθήκοντα λοιπόν. Νέα κατάσταση, λοιπόν, που επιβάλλει να κινηθούμε επιθετικά βάζοντας συγκεκριμένα αιτήματα και παλεύοντας μέχρι την υλοποίησή τους. Όσον αφορά την διοίκηση του πανεπιστημίου στόχος του φοιτητικού κινήματος πρέπει να είναι η περιβόητη και πολυπόθητη συνδιοίκηση, δηλαδή η διοίκησή του από κοινού με όλα τα κομμάτια της Ακαδημαϊκής κοινότητας μέσω των δημοκρατικών διαδικασιών και όχι από τους managers. Παρέμβαση δηλαδή των φοιτητών και των εργαζομένων με όρους συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων και στις ψηφοφορίες. Επίσης οι φοιτητικές παροχές(δωρεάν σίτιση, στέγαση, μεταφορά, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, δωρεάν συγγράμματα -με την χρήση των τυπογραφείων των ιδρυμάτων π.χ.) πρέπει γίνονται αντιληπτές ως δικαιώματα καθολικά και όχι ως παροχές σε λίγους (ή κάποιους). Οπότε και το διοικητικό προσωπικό που θα εργάζεται στις δομές αυτές δεν μπορεί παρά να υπόκειται στο πανεπιστήμιο, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η μη εμπλοκή ιδιωτικών πρωτοβουλιών και συμφερόντων (εργολαβίες). Ζωτικής σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία των πανεπιστημίων είναι βέβαια και η νομική επαναφορά του ασύλου. Ένα άσυλο αγώνων ενάντια στην εκμετάλλευση, την κρατική αυθαιρεσία, την καταστολή, τα αφεντικά, το φασισμό. Το πανεπιστήμιο πρέπει να αποτελεί ένα χώρο που θα περιλαμβάνει φωνές διαμαρτυρίας, κοινωνικές διεργασίες που αμφισβητούν την κοινωνική αδικία και προωθούν το όραμα της κοινωνικής χειραφέτησης. Θα ξεφύγει έτσι το πανεπιστήμιο από έναν ρόλο στείρας ακαδημαϊκής και εργασιακής επιμόρφωσης αλλά θα πάρει τα χαρακτηριστικά ενός δημιουργικού και ελεύθερου κοινωνικού χώρου. Τέλος, στον τομέα της έρευνας πρωταρχικός στόχος και κατεύθυνσή της πρέπει να είναι ο απεγκλωβισμός της από τα ιδιωτικά συμφέροντα και η στροφή της στις ανάγκες της κοινωνίας. Η ερευνητική διαδικασία δεν μπορεί να εξαρτάται από τις εταιρίες και τους ισολογισμούς τους. Το πανεπιστήμιο με την στήριξη του κράτους οφείλει να κατευθύνει την παραγόμενη γνώση στην βελτίωση της ζωής όλης της κοινωνίας, αδιαμεσολάβητα από ιδιωτικά συμφέροντα. Αυτό προϋποθέτει και ένα μετασχηματισμό της οικονομικής παραγωγής που το πανεπιστήμιο πρέπει να ακολουθήσει - και να τροφοδοτήσει - προς την κατεύθυνση του να τεθούν σε πρώτη προτεραιότητα οι ανάγκες των ανθρώπων. Αν όσα προηγήθηκαν οδηγούν σε κάποιο συμπέρασμα, αυτό είναι ότι η ποιοτική αναβάθμιση της εκπαίδευσης και η ζωτική αναδιάρθρωση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη μείωση των μορφωτικών ανισοτήτων πρέπει να στηριχτεί σε εντελώς διαφορετικές πολιτικές από αυτές που συστηματικά προωθούνταν τελευταία, πολιτικές που αγκαλιάζουν το σύνολο του εκπαιδευτικού συστήματος και της ακαδημαϊκής κοινότητας. Απαραίτητο όμως και κρίσιμο είναι οι φοιτητικοί σύλλογοι ξεχωριστά και το φοιτητικό κίνημα συνολικά να καταλήξουν στις δικές τους επεξεργασίες, στο δικό τους σχέδιο και όραμα για το ελληνικό πανεπιστήμιο, και πάνω σε αυτό να «δουλέψουν» μεθοδικά, αγόγγυστα και αδιάκοπα, μέχρι την τελική νίκη.

17


ΓΙΑ ΤΟ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ: ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΔΕΝ ΣΤΑΜΑΤΑΜΕ ΝΑ ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΣΤΕ…

Κωνσταντίνος Κουμπλομάτης // Τάσος Νικολάου // Βασίλης Νικολάου (Εγκελαδος) Η συζήτηση σε σχέση με την ύπαρξη, τη δράση και την αποτελεσματικότητα του φοιτητικού κινήματος, καθώς και η σχέση του με την αριστερά αποτελεί πάντοτε ένα διαχρονικό και ανοιχτό ερώτημα. Προφανώς βασικές παράμετροι της συζήτησης αποτελούν η εκάστοτε συγκυρία και ο τρόπος που επιλέγει να την ερμηνεύει κανείς, καθώς και τα διδάγματα του παρελθόντος. Απ’ τη μία λοιπόν πρέπει να αποφύγουμε το καθησυχασμό και την επανάπαυση, καθώς όμως και τα εύκολα και βιαστικά συμπεράσματα, αντιλαμβανόμενοι έτσι τη συγκυρία σαν κάτι δυναμικό αλλά με συγκεκριμένες αφετηρίες και δεδομένα, και απ’ την άλλη να εννοήσουμε την ιστορία σαν κάτι διδακτικό που παράλληλα μπορεί να μας δίνει ώθηση για τις μάχες του μέλλοντος, όχι όμως σαν κάτι που επαναλαμβάνεται σε μια συνέχεια ίσως της φράσης του Μαρξ ότι «..η ιστορία επαναλαμβάνεται σα φάρσα…». Ωστόσο αν περιοριστούμε μόνο σε μία τέτοια ανάλυση μάλλον θα ξεχάσουμε την πιο βασική πτυχή του φοιτητικού κινήματος, και στην ουσία το ρόλο ύπαρξής του, πως δηλαδή στο σήμερα θα μπορεί να πετυχαίνει νίκες. Κοιτώντας πίσω στην ιστορία, στα πλαίσια όχι μόνο της οργανωμένης αριστεράς, αλλά και του συνόλου του προοδευτικού κόσμου που αγωνιζόταν και διεκδικούσε κάτι καλύτερο για τη ζωή του, η νεολαία αποτελούσε το δυναμικότερο κομμάτι που μπορούσε να πρωτοστατεί και να υπερασπίζεται τέτοιους αγώνες με ξεχωριστό σθένος. Η αρχή έγινε το Μάη του ’68 με την οργάνωση και την κινητοποίηση των φοιτητών του πανεπιστημίου της Σορβόννης εναντίον της κρατικής καταστολής οδηγώντας εν τέλει σε μια κοινωνική εξέγερση με νίκες εργατικών αιτημάτων για αυξήσεις μισθών αλλά και στην κατάρρευση της κυβέρνησης του Ντε Γκολ. Λίγα χρόνια αργότερα στην Ελλάδα, οι φοιτητές έγιναν ο κινητήριος μοχλός για την αλλαγή του ολοκληρωτικού καθεστώτος το 1973 με καταλήψεις που άρχισαν από την Νομική Αθηνών και αποκορύφωμα την εξέγερση του πολυτεχνείου την 17η Νοέμβρη, γεγονός που στιγμάτισε τις μετέπειτα κινητοποιήσεις. Την παρακαταθήκη αυτή αξιοποίησε τα τελευταία χρόνια το φοιτητικό κίνημα, για να αποτελέσει το βασικό εμπόδιο απέναντι στην νεοφιλελεύθερη επίθεση που δέχεται η τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά και όλες οι βαθμίδες της εκπαίδευσης . Ωστόσο αναλογιζόμενοι το σύντομο παρελθόν, θα δυσκολευτούμε μάλλον να εντοπίσουμε μαζικά και δυναμικά φοιτητικά κινήματα

18 ya_basta!

που μπορούν να δίνουν ανένδοτους αγώνες, να αποκτούν συνολικά χαρακτηριστικά και να γίνονται ευρέως αποδεκτά. Το κίνημα του ’06-’07 αποτελεί το τελευταίο παράδειγμα μαζικής και δυναμικής απαίτησης των φοιτητών ενάντια σε ένα νέο αντιδραστικό μοντέλο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης , το νόμο Διαμαντοπούλου. Και ενώ η νεοφιλελεύθερη επίθεση στο πανεπιστήμιο συνεχίζεται, η ζυγαριά γέρνει ανησυχητικά κατά του φοιτητικού κινήματος. Η μαζικότητα και η μονιμότητα που είχε παλιότερα φαίνεται να έχουν χαθεί, ενώ όσοι αγώνες και διεκδικήσεις επιχειρούνται σήμερα, είναι τουλάχιστον απονομιμοποιημένες στα μάτια της πλειοψηφίας της εκπαιδευτικής κοινότητας. Οι μειωμένες σε συμμετοχή γενικές συνελεύσεις και η υποβάθμιση του πολιτικού διαλόγου μέσα στους συλλόγους αποτελούν αποδείξεις και παράλληλα αιτίες της κατάστασης αυτής. Σε μια πιο βαθιά ανάλυση ωστόσο, ο μαρασμός του φοιτητικού κινήματος οφείλεται κατά κύριο λόγο στην κυρίαρχη λογική του ατομικού δρόμου, που οδήγησε τους φοιτητές στην αμφισβήτηση των συλλογικών λύσεων, αλλά και στην κρίση εκπροσώπησης που δαιμωνοποίησε συνολικά την πολιτική. Στην παρούσα λοιπόν συγκυρία καλούμαστε να επαναπροσδιορίσουμε τόσο το ρόλο όσο και τους λόγους ύπαρξης του ίδιου του φοιτητικού κινήματος. Αναμφίβολα η πολιτική αλλαγή που συντελείται στην Ελλάδα στις εκλογές της 25ης Γενάρη δεν αφήνει ανεπηρέαστο το χώρο του πανεπιστημίου. Αποτελεί πλέον ορατό ενδεχόμενο το μπλοκάρισμα πληθώρας αντιδραστικών νόμων που θα διαμόρφωναν ένα πανεπιστήμιο πλήρως εναρμονισμένο με την νεοφιλελεύθερη εξέλιξη του καπιταλισμού. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποτελεί σε καμία περίπτωση ούτε πανάκεια για το φοιτητικό κίνημα, αλλά ούτε και λόγω πανηγυρισμών. Και αυτό, δεν βασίζεται σε μια ρηχή ανάλυση ότι το κίνημα δεν μπορεί να εμπιστεύεται ή να συμφωνεί με τους από πάνω, αλλά βασίζεται στα ίδια του τα αιτήματα. Το φοιτητικό κίνημα δεν αποτελούσε ποτέ και ούτε πρέπει να αποτελέσει ένα απλό καταθέτη και διεκδικητή αιτημάτων, αντίθετα οφείλει να αποτελεί κομμάτι της λύσης. Αιτήματα που δεν θα υλοποιούνται λοιπόν από μία κυβέρνηση έτοιμη σαν το μεσσία να προστατέψει την ανυπεράσπιστη εκπαιδευτική κοινότητα , αλλά που θα μπορούν να βάζουν την εκπαιδευτική κοινότητα σαν πρωταρχικό παράγοντα στο παιχνίδι της υλοποίησης τους.


Έτσι λοιπόν το πρόταγμα ,παρ’ ότι δεν αποτελεί μόνο στο σήμερα επίδικο, στην παρούσα συγκυρία φαντάζει επιτακτικό. Ένα φοιτητικό κίνημα που έμαθε μόνο να παλεύει από θέση άμυνας, οφείλει πλέον να διεκδικήσει όχι απλώς τα προηγούμενα αλλά και τα επόμενα. Και μάλλον εδώ θα πέσουμε σε ένα αδιέξοδο, αγνοώντας το τι μπορεί να ακολουθεί. Στο ενδεχόμενο λοιπόν του αγνώστου ή πολύ περισσότερο της ήττας οφείλουμε να μην κάνουμε βήμα πίσω. Προτάσσοντας τα ίδια εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός νεολαιίστικου κινήματος καλούμαστε να δημιουργήσουμε το πανεπιστήμιο όπως θα το φανταστούμε εμείς. Η δημιουργικότητα, η φαντασία , ο αυθορμητισμός είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά που πρέπει να συνθέτουν την πυξίδα που θα μας δείχνει το δρόμο για το πανεπιστήμιο όπως μας χρειάζεται και όπως το επιθυμούμε. Όσο λοιπόν αφαιρετικό και αν ακούγεται το παραπάνω, το φοιτητικό κίνημα μπορεί να βάλλει τις δικές του κατευθύνσεις σε σχέση με το πως φαντάζεται την δομή τη λειτουργία και την ουσιαστική ύπαρξη του πανεπιστημίου. Χωρίς ίχνος ετεροκαθορισμού μας από τον αντίπαλο, οφείλουμε να εξακολουθήσουμε να δίνουμε τη μάχη για διάλυση κάθε πτυχής του πανεπιστημίου που ενσωματώνεται στα σχέδια για την νεοφιλελευθεροποίηση του, αλλά παράλληλα να δίνουμε απαντήσεις σε όλα εκείνα τα ερωτήματα που ανοίγονται από την αμφισβήτηση του υπάρχοντος υποδείγματος. Ας φανταστούμε για παράδειγμα ότι οι φοιτητικοί σύλλογοι δεν αρνούνται απλά το παρών καθεστώς διοίκησης, ζητώντας στην χειρότερη επιστροφή στο παλιό καθεστώς ή στην καλύτερη τίποτα, αλλά δομούν το δικό τους υπόδειγμα για τη συνδιοίκηση, μέσω από συλλογικές διαδικασίες που θα εμπεριέχουν όλα τα κομμάτια της κοινότητας των ιδρυμάτων , όπως για παράδειγμα στο πολυτεχνείο οι Παμπολυτεχνιακές συνελεύσεις, οι οποίες θα εκφράζουν το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας και θα χουν θεσμικό ρόλο. Ακόμα ας σκεφτούμε πως απέναντι στην προσπάθεια για την όλο και περισσότερη εντατικοποίηση των σπουδών και την ευθυγράμμιση τους με τους κανόνες της αγοράς μέσα από μια σειρά από μεταρρυθμίσεις εμείς δεν θα οχυρωνόμαστε μόνο γύρω από την απόκρουσή τους αλλά θα μπορούμε να ζητάμε ένα πρόγραμμα σπουδών ανθρώπινο. Τα μαθήματα δεν θα υπάρχουν για να καλύπτονται οι πελατειακές σχέσεις μεταξύ ιδρυμάτων και επιχειρήσεων, αλλά θα είναι πραγματικά χρήσιμα και ουσιαστικά για την βαθιά και σφαιρική προσέγγιση στη γνώση, που δεν θα μας καθιστά έρμαιο των εργοδοτών μας, αλλά εν δυνάμει μηχανικούς με ουσιαστικά επαγγελματικά δικαιώματα. Τέλος ας αρχίσουμε να μιλάμε για μια έρευνα που το αντικείμενο της δεν θα το ορίζουν κάποιοι «εξωτερικοί παράγοντες», αλλά θα το ορίζουμε εμείς με βάση τις δικές μας εικόνες και ανάγκες και οι ίδιοι οι φοιτητές θα επιλέγουν ποιά θα είναι τα έργα που θα μελετά και θα συμμετέχει η εκάστοτε σχολή και η αξιολόγηση τους θα γίνεται τόσο από διδάσκοντες όσο και από διδασκόμενους. Τα παραπάνω αποτελούν ένα μικρό δείγμα της δυναμικής που μπορεί να έχει ένα φοιτητικό κίνημα που προτάσσει ένα δικό του υπόδειγμα για το σήμερα. Ωστόσο

η τόσο υλοποίηση του, όσο και το ίδιο το υπόδειγμα δεν μπορεί παρά να περνά μέσα από συλλογικές και δημοκρατικές διαδικασίες διαβούλευσης, συζήτησης και απόφασης. Με λίγα λόγια τόσο το φαινόμενο της απομαζικοποίηση και η κυρίαρχη λογική της ανάθεσης, όσο και η δυσκολία στον τρόπο λήψης μιας συλλογικής απόφασης απαντώνται με δημοκρατία. Διαδικασίες στον πυρήνα τους δημοκρατικές σημαίνει αφενός ότι ο καθένας εμπνέεται να συμμετέχει και να συζητήσει μέσα σε αυτές και εν τέλει να αποτελέσει συνδιαμορφωτή και υλοποιητή της τελικής απόφασης. Ωστόσο, οι σκέψεις αυτές θα παραμείνουν ένα θεωρητικό σχήμα, αν δεν εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους η δημοκρατική οικοδόμηση του φοιτητικού κινήματος θα αποκτήσει σάρκα και οστά. Για εμάς, η προσπάθεια αυτή πρέπει να ξεκινήσει από την αλλαγή του μοντέλου διεξαγωγής γενικών συνελεύσεων με τρόπο ώστε να ενθαρρύνεται η συμμετοχή όλων των κομματιών των φοιτητών και να μην καταλήγουν σε ντιμπέιτ μεταξύ πολιτικών δυνάμεων. Σε αυτό θα βοηθούσε ο περιορισμός του χρόνου τοποθέτησης που δίνεται στις πολιτικές δυνάμεις και η εισαγωγή ενός ορίου στις ερωτήσεις που μπορούν να δεχθούν προκειμένου να δοθεί ένας ζωτικός χώρος στον «ανένταχτο» κόσμο όχι μόνο να ρωτήσει αλλά και να τοποθετηθεί. Την τήρηση της διαδικασίας θα εγγυάται η σύσταση προεδρείου που θα προκύπτει από κλήρωση στην οποία δεν θα συμμετέχουν μόνο άτομα από συλλογικότητες, έτσι ώστε η δημοκρατική διεξαγωγή της συνέλευσης να είναι υπόθεση όλων. Επιπλέον, η τελική απόφαση της συνέλευσης δεν θα προκύπτει από πλαίσια-πλατφόρμες συλλογικοτήτων αλλά από κείμενα βάσης-συμβολής που θα κατατίθονται προς διαβούλευση από πολιτικές δυνάμεις ή οποιοδήποτε μέλος του συλλόγου και στη συνέχεια θα εμπλουτίζονται από άλλες προτάσεις που θα ψηφίζονται μέσα στη διαδικασία. Με τον τρόπο δίνεται η δυνατότητα σε όλα τα μέλη του συλλόγου να συμβάλλουν ουσιαστικά στο αποτέλεσμα της συνέλευσης χωρίς να είναι παρακολουθητές της διαδικασίας. Ωστόσο, το βάθεμα της δημοκρατίας εντός του φοιτητικού κινήματος δεν μπορεί να μείνει στα πλαίσια του κάθε συλλόγου. Είναι αναγκαίο, λοιπόν, να διαμορφωθεί μια δομή που θα αποτυπώνει με δημοκρατικό τρόπο τις αποφάσεις και τους πολιτικούς συσχετισμούς του κάθε συλλόγου σε μία κοινή γραμμή για το κίνημα. Ανεξαρτήτως συγκυρίας και ιστορικού προηγούμενου, η νεολαία αποτελούσε πάντα μια κοινωνική ομάδα που μπορούσε να επιφέρει τις πιο βαθιές και ρηξικέλευθες τομές στα πεδία που επέλεγε να δρα και να διεκδικεί. Υπό αυτό το πρίσμα, κάθε στόχος που θέτει και καλείται να υλοποιήσει δεν μπορεί παρά να φαντάζει ρεαλιστικός στο σήμερα. Το φοιτητικό κίνημα αντιλαμβανόμενο το διττό του ρόλου από τη μία δηλαδή την ανάγκη για υλικά αποτελέσματα και από την άλλη την ιδεολογική μάχη για την προάσπιση και την γείωση των αιτημάτων του καθώς και την ενεργοποίηση και τη συμμετοχή όλο και περισσότερων φοιτητών γύρω από αυτό, μπορεί στο σήμερα να οικοδομήσει το νέο.

19


...και μετά το μάθημα τί? 20 ya_basta!

Δράτσας Παντελής Κοασίδης Κωνσταντίνος Τρουπής Αγάπιος (Ασυμμε3)

Πόσο απέχει το όνειρο από την πραγματικότητα; Πόσο απέχει το πανεπιστήμιο των ονείρων μας από το πανεπιστήμιο που μας επέβαλλαν τα τελευταία χρόνια; Είναι ο νόμος Διαμαντοπούλου εκείνος που θα βοηθήσει το φοιτητή να αγαπήσει τον κοινωνικό χώρο του πανεπιστημίου ώστε να μπορεί να παραμείνει στα αμφιθέατρα ακόμα και μετά το τέλος των μαθημάτων της ημέρας; Το ερώτημα φαντάζει αστείο αν αναλογιστεί κανείς ότι οι μεταρρυθμίσεις στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης όχι μόνο δεν εξυπηρετούν κάποιο από τους παραπάνω σκοπούς, αλλά έχουν ως στόχο την ίδια τη διάλυση της. Και όχι «διάλυση» μόνο όπως έχουμε συνηθίσει να τη χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα, αλλά κυριολεκτική

εξαφάνιση της έννοιας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ένα φαινόμενο που γίνεται αντιληπτό παρατηρώντας την ρουτίνα ενός μέσου φοιτητή: Πρωινό ξύπνημα - λεωφορείο που μας οδηγεί στην μάχη της κατάληψης μιας θέσης στο αμφιθέατρο - δυο τρία συνεχόμενα εργαστήρια - λεωφορείο επιστροφής. Ένα κουδούνι και θα μπορούσαμε να πούμε ότι το πανεπιστήμιο ανήκει και επίσημα στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αποτελώντας μια απλή συνέχεια του λυκείου. Το σημαντικό ερώτημα εν τέλει δεν είναι πόσο απέχει το όνειρο από την πραγματικότητα, το σημαντικό ερώτημα είναι ποιο είναι εκείνο το όνειρο που αξίζει τόσο ώστε να τα βάλεις με την πραγματικότητα, σε ένα κυνήγι μηδενισμού της απόστασης των δύο εννοιών. Για να καταφέρουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό πρέπει μάλλον πρώτα να συνειδητοποιήσουμε την αξία της ίδιας της έννοιας του πανεπιστημίου ως κοινωνικού χώρου. Κάτι τέτοιο το αποδεικνύει καλύτερα απ’ όλα ο ίδιος ο αντίπαλος. Σε μια καθαρά τεχνοκρατική προσέγγιση ανιχνεύεται μάλλον δύσκολα ποιο το όφελος ή το «κέρδος», απ’ τη μια της ποινικοποίησης κάθε ελεύθερης μορφής έκφρασης (από τους ίδιους τους φοιτητικούς συλλόγους και τις γενικές τους συνελεύσεις μέχρι τις καταλήψεις ανεκμετάλλευτων χώρων και τα αυτοδιαχειριζόμενα εγχειρήματα) και απ’ την άλλη μιας προσπάθειας τυποποίησης της ίδιας μας της καθημερινότητας εντός του πανεπιστημίου. Μια πρώτη αιτία είναι σίγουρα η προσπάθεια του αντιπάλου για ξερίζωμα οποιασδήποτε δομής είναι ικανής να του προβάλλει αντίσταση. Ωστόσο αυτό από μόνο δεν μπορεί να αποτελεί μια συνολική απάντηση, αν αναλογιστούμε μόνο το γεγονός ότι η ευθεία αντιπαράθεση και σύγκρουση μεταξύ της σπουδάζουσας νεολαίας και του κυρίαρχου δεν είναι συνεχής και σε καμία περίπτωση


δεν εκφράζεται από το σύνολο των φοιτητών. Σε μια καλύτερη ανάγνωσή όμως, όταν αυτή η έκφραση μπορεί και διέπεται από έννοιες όπως η αλληλεγγύη, η αυτοοργάνωση, η αυτοδιαχείρηση τότε τόσο η αμφισβήτηση του κυρίαρχου όσο και η αντιπαράθεσή του με ένα άλλο πρότυπο καθημερινότητας, διασκέδασης και συλλογικής ζωής καθίσταται καθημερινή και συνεχής αντίσταση. Το γεγονός ωστόσο ότι η επίθεση δεν στοχεύει μόνο στο αντιπαράδειγμα του κυρίαρχου προτύπου αλλά στην ακόμα πιο έντονη διάλυση οποιασδήποτε κοινωνικής πτυχής του πανεπιστημίου φανερώνει ότι σε τελική ανάλυση ο στόχος είναι τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά του νέου ανθρώπου. Το νεοφιλελεύθερο πανεπιστήμιο δεν θέλει τη φαντασία ,τη δημιουργικότητα ,το δυναμισμό, τον αυθορμητισμό και τη ελεύθερη σκέψη των φοιτητών του, αντίθετα επιτάσσει μια τυποποιημένη και «ομαλή» φοιτητική ζωή, αυστηρά περιορισμένη στα «εκπαιδευτικά» όρια του πανεπιστημίου. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, πως αναπόφευκτά μια προσπάθεια για επανακατάληψη του κοινωνικού χώρου του πανεπιστημίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με μια προσπάθεια για την αλλαγή της ίδιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Πέραν του εκπαιδευτικού αντικειμένου και του προγράμματος σπουδών πρέπει να επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε και μια νέα μεθοδολογία μετάδοσης της γνώσης και συνεπώς την ανάπτυξης μια διαφορετικής σχέσης μεταξύ διδασκόμενων αλλά και διδάσκοντα-διδασκόμενο. Δεν πρέπει απλά να καλύψουμε την απόσταση μεταξύ φοιτητή και καθηγητή, αλλά να την καταργήσουμε, σε μια κατεύθυνση που η γνώση θα προσεγγίζεται συλλογικά από τους φοιτητές και ο καθηγητής δεν θα αποτελεί διασφαλιστή ή βοηθό σε αυτή τη διαδικασία, αλλά συμμέτοχο. Ας φανταστούμε για παράδειγμα ότι για την εκπόνηση μιας εργασίας η φοιτητές χωρίζονται σε ομάδες , οι οποίες συνεργάζονται μεταξύ τους ανταλλάσσοντας ιδέες και εμπειρίες, ενώ παράλληλα ο καθηγητής δεν αναμένει απλώς να εγκρίνει το αποτέλεσμα, αλλά εμπλέκεται και ο ίδιος στη διαδικασία μάθησης. Και ενώ φαινομενικά το αποτέλεσμα δεν αλλάζει, οι προσεγγίσεις αυξάνονται, οι ίδιοι οι φοιτητές μαθαίνουν πως η διαδρομή προς τη γνώση δεν είναι μοναδική, ενώ και ο ίδιος ο καθηγητής τροφοδοτείται με σκέψεις και καινούργιες ιδέες που τον κάνουν πιο πλούσιο. Έτσι σπάει κάθε λογική ανταγωνισμού μεταξύ των φοιτητών, ενώ παράλληλα οι φοιτητές αναπτύσσουν την κριτική σκέψη τους. Οι κοινωνικές ομάδες που αποτελούν την εκπαιδευτική κοινότητα ωστόσο ,δεν περιορίζονται μόνο στους καθηγητές και τους φοιτητές. Ακόμα διοικητικοί υπάλληλοι, φύλακες, καθαρίστριες και λοιποί εργαζόμενοι εντός των ιδρυμάτων συναπαρτίζουν μαζί με τους παραπάνω το σύνολο της κοινότητας των ιδρυμάτων και προφανώς τόσο οι διαπροσωπικές τους σχέσεις όσο και οι όροι συνύπαρξης τους δομούν την ίδια την

σύσταση του πανεπιστημίου ως κοινωνικού χώρου. Απέναντι σε μια διαρκή προσπάθεια αποξένωσης και απομόνωσης αυτών των κοινωνικών ομάδων, καλούμαστε από πλευράς μας να οραματιστούμε αλλά και να χτίσουμε στο τώρα, τις δομές εκείνες που θα καθιστούν την «συμβίωση» εντός του πανεπιστημίου όχι απλώς ανθρώπινη, αλλά και συνολικά διαφορετική από την υπάρχουσα. Μια τέτοια συνθήκη καθιστά ικανή την προάσπιση των ίδιων μας των αναγκών, ανοίγοντας παράλληλα το δρόμο στη δημιουργία μιας νέας ταυτότητας για το ίδιο το πανεπιστήμιο. Δομές αυτοδιαχείρισης με την ενεργό συμμετοχή κομματιών που ζουν και εργάζονται εντός των ιδρυμάτων αποτελούν αντιπαραδείγματα αυτοοργάνωσης και συλλογικής ζωής, τα οποία σπάνε το κυρίαρχο πρότυπο του ατομικού δρόμου και την αντίληψη του πανεπιστημίου ως νέο πεδίο κερδοφορίας, με την αλληλεγγύη να καλλιεργείται στην πράξη. Μια αυτοδιαχειριζόμενη-συνεταιριστική λέσχη σε σύνδεση με το κίνημα «χωρίς μεσάζοντες» για την αναβάθμιση της ποιότητας και τη στήριξη τοπικών παραγωγών, ένα δίκτυο ανταλλαγής σημειώσεων, ένα αυτοδιαχειριζόμενο κυλικείο ή ένα στέκι ως χώρος δημοκρατίας, πολιτικής ζύμωσης και πολιτιστικής δημιουργίας είναι λίγα μόνο από τα παραδείγματα που επιτρέπουν στους ανθρώπους που ζουν, εργάζονται και φοιτούν μες στο χώρο του πανεπιστημίου να καθορίσουν οι ίδιοι όχι μόνο τη χωροταξία του, αλλά και τις λειτουργίες, τις ανάγκες και τις επιθυμίες που θέλουν οι ίδιοι να ικανοποιεί. Η φύση μιας διαδικασίας επανοικειοποίησης του χώρου του πανεπιστημίου επιτάσσει τη πιο δραστήρια συμμετοχή των φοιτητών. Ως ένα από τα πιο δυναμικά κομμάτια της νεολαίας, οι φοιτητές οφείλουν να καταδείξουν μέσω των ίδιων τους των φοιτητικών συλλόγων το πανεπιστήμιο ως ένα χώρο αμφισβήτησης αλλά και δημιουργίας, ανοιχτό σε πολιτικές εκδηλώσεις, πολιτιστικές και αθλητικές δραστηριότητες ως μορφές αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου. Η επανάκτηση της πολιτικής από τους «από κάτω» αποτυπώνει και τη πολιτιστική αναγέννηση που με μαζικούς όρους πρέπει να αναπτυχθεί. Σε τελική ανάλυση κάθε τέτοιο εγχείρημα, καθώς και η εμπλοκή των φοιτητών σε αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη συλλογικών διαδικασιών (γενικές συνελεύσεις, θεματικές ομάδες) δημοκρατικών, συμμετοχικών και μαζικών που κάθε φοιτητής θα μπορεί να συζητά, να διαβουλεύεται και εν τέλει να αποτελεί ουσιαστικό κομμάτι της απόφασης. Κάπως έτσι δημιουργείται μια σχέση αλληλεπίδρασης στην οποία από την μία όλοι οι φοιτητές συμβάλλουν στην πραγματοποίηση και την λειτουργία των παραπάνω δομών, και από την άλλη οι ίδιες οι δομές βοηθούν στην αντιμετώπιση της αποχής και της απαξίωσης των φοιτητικών συλλόγων. Όλα τα παραπάνω συνδέονται με μια λεπτή κόκκινη γραμμή. Αυτή της επαναφοράς του πανεπιστημιακού ασύλου, ένας θεσμός ο οποίος

21


22 ya_basta!

ο του μηχανικός σήμερα

στο παρελθόν δέχτηκε ουκ ολίγες επιθέσεις. Το πανεπιστημιακό άσυλο λειτουργούσε πάντα ως αποδιοπομπαίος τράγος των εκάστοτε κυβερνήσεων, και η κατάργηση του αποτελούσε μέρος κάθε μεταρρυθμιστικής αλλαγής στο χώρο της παιδείας. Σε μια συγκυρία που έρχεται να αναδείξει εκ νέου το ζήτημα του ασύλου, δεν μας φαίνεται πρωτοφανές το γεγονός ότι ο θεσμός αυτός αντιπροσωπεύει για κάποιους όλα τα δεινά του δημόσιου πανεπιστημίου. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί πολύ απλά το άσυλο αποτελεί τον χώρο εντός του οποίου είναι εφικτό να πραγματοποιηθούν όλες οι προαναφερθείσες τομές, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε ένα κοινωνικά και κινηματικά ενεργό πανεπιστήμιο. Και αυτό διότι το άσυλο δεν αποτελεί απλά έναν χώρο ελεύθερης διακίνησης ιδεών και έκφρασης μειοψηφικών ή πιθανώς αιρετικών απόψεων, αλλά κυρίως αποτελεί τον χώρο στον οποίο αυτές οι ιδέες μετουσιώνονται σε πράξη. Ένα άσυλο στο οποίο δεσπόζουν ριζοσπαστικές πρακτικές, και οι διεκδικήσεις μπορούν να αρθρώνονται, να πιέζουν και να νικούν χωρίς να έρχονται αντιμέτωπες με την άμεση, φυσική καταστολή. Από την μία πλευρά λοιπόν το άσυλο υπάρχει τόσο για την ιδεολογική όσο και για την σωματική προστασία των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας. Η ίδια σχέση όμως ισχύει και αντίστροφα. Όπως το άσυλο προστατεύει τους φοιτητές έτσι και οι ίδιοι οι φοιτητές έχουν καθήκον να το προστατεύσουν από όσους συνειδητά ή ασυνείδητα ενισχύουν την ρητορική κατάργησης του. Μια τέτοια προστασία πρέπει να πηγάζει από μαζικές διαδικασίες φοιτητικών συλλόγων χωρίς καμία παρέμβαση των ΜΑΤ ή άλλων δυνάμεων καταστολής ακόμα και αν αυτή προβάλλεται ως περιστασιακή. Φυσικά η περιφρούρηση αυτή περιλαμβάνει την στήριξη δίκαιων αιτημάτων της συγκυρίας μέσα όμως από συμμετοχικές και δημοκρατικές διαδικασίες και όχι αυθαίρετων κινήσεων εντυπωσιασμού που μάλιστα συνήθως οδηγούν στο αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Με αυτό τον τρόπο όχι μόνο προστατεύεται το άσυλο, αλλά επιτυγχάνεται και η ιδεολογική οχύρωσή του. Το να αλλάξουμε το πανεπιστήμιο σαν κοινωνικό χώρο, δεν περιορίζεται σε καμία περίπτωση σε δύο προτάσεις ή σε μια σελίδα χαρτί, ακόμα όμως μια τέτοια αλλαγή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω ενός απλού αιτήματος ή μιας απαίτησης του φοιτητικού κινήματος. Η μετατροπή του πανεπιστημίου σε έναν κοινωνικό χώρο πλασμένο από εμάς για εμάς, αποτελεί μια βαθιά και σκληρή ιδεολογική μάχη, η οποία δίνεται καθημερινά και απ’ όλους. Κάπως έτσι αυτό που θέλουμε και οραματιζόμαστε για το πανεπιστήμιο δεν ακούγεται σα μια φανταστική ή ουτοπική ιστορία, αλλά σαν την απόφαση να ζεις, να φοιτάς, να εργάζεσαι όπως επιθυμείς και ονειρεύεσαι.


Πρόκειται για το νέο, που ενώ έχει πτυχίο μηχανικού δεν έχει γραφτεί ακόμα στο ΤΕΕ γιατί τα εισοδήματά του - αν υπάρχουν κιόλας - δεν επαρκούν για να πληρώσει τις εισφορές. Πρόκει-ται για τον αυτοαπασχολούμενο-άνεργο, θύμα της διάλυσης του παραγωγικού ιστού. Μιλά-με φυσικά για τον ιδιοκτήτη μικρού ή μεσαίου γραφείου που το δημόσιο έχει σταματήσει να πληρώνει τις οφειλές του προς αυτόν, ενώ η υποβαθμισμένη ελεύθερη αγορά δεν μπορεί να του δώσει κάποια διέξοδο. Μιλάμε ακόμα για τον δημόσιο υπάλληλο που βλέπει σταθερά τον μισθό του να κάνει βουτιά και ταυτόχρονα παρακολουθεί το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας. Πρόκειται λοιπόν για τους μηχανικούς του σήμερα, που ήδη μας δώσαν μια μι-κρή ιδέα για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στην παρούσα συγκυρία ο κλάδος. Ας ξεκινήσουμε με τη διάλυση του παραγωγικού ιστού και την εκμηδένιση των δημοσίων επενδύσεων. Για την πρώτη τα αίτια βρίσκονται στα μονοπώλια των μεγάλων κατασκευαστικών εταιριών που οδήγησαν σε αδιέξοδο τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Όσο για τις δημόσιες επενδύσεις, η εκπόνηση τους απαιτεί χρηματοδότηση είτε από κρατικά ταμεία είτε από την Ε.Ε, που δεν υφίστανται. Σ’ αυτή την προβληματική κατάσταση ,έρχονται να προστεθούν οι συλλογικές συμβάσεις και το ασφαλιστικό ζήτημα. Ο ‘’μηχανικός του σήμερα’’ έρχεται αντιμέτωπος με το μπλο-κάκι απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις. Ένα εργασιακό καθεστώς ανασφάλειας, το οποίο μπορεί να μην εξασφαλίζει ούτε τα προς ο ζην. Επιπλέον βρίσκει μπροστά του ένα υποβαθμισμένο ασφαλιστικό ταμείο. Το ΤΣΜΕΔΕ (το ταμείο των μηχανικών) από το PSI έχασε το 50% των αποθεματικών του δηλαδή 2 δις. Με την ενοποίηση που προβλέπεται το ταμείο οδηγήται σε περαιτέρω αφαίμαξη όχι μόνο των αποθεματικών αλλά και του ίδιου του προσωπικού του, το οποίο εξυπηρετούσε τους ασφαλισμένους μηχανικούς.

Δήμητρα Χρήστου Γιώργος Πουλιάσης (Εγκέλαδος)

Και ενώ από την μία μεριά όλα τα παραπάνω οδηγούν στην απαξίωση του ρόλου του μηχανικού, από την άλλη δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι μηχανικοί αποτελούν δυναμικό απαραίτητο για την ανάκαμψη της πολιτείας. Η ανάκαμψη αυτή πρέπει να έχει κοινωνικό πρόσημο. Προϋποθέτει και προέρχεται από δημόσια έργα και γενικότερα δημόσια αγαθά επιλεγμένα έτσι ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες της κοινωνίας κι όχι του κεφαλαίου και του κατεστημένου του κατασκευαστικού κλάδου. Στηρίζεται σε επενδύσεις χαμηλού κόστους στις οποίες θα αξιοποιούνται οι τεχνολογίες αιχμής που έχουμε δημιουργήσει. Χρειάζεται επιπλέον, την αξιοποίηση ανεκμετάλλευτων ως τώρα τομέων, όπως ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός, η ναυπηγική βιομηχανία και τα λιμενικά έργα . Με αυτό τον τρόπο πέρα απ’ το κοινωνικό όφελος, θα δοθεί εργασία σε μεγάλο αριθμό ανέργων μηχανικών. Εν κατακλείδι , ας θυμηθούμε πως και σε άλλες, επίσης δύσκολες για την κοινωνία μας επο-χές, οι μηχανικοί ως εργαζόμενοι, ως ενεργοί, σκεπτόμενοι πολίτες, αλλά και ως μέτοχοι συλλογικών οραμάτων, διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο για να αναδειχτούν μέσα από το σκοτάδι φωτεινές, εναλλακτικές και ελπιδοφόρες προοπτικές για ολόκληρη την κοινωνία. Έχοντας λοιπόν στο νου μας τόσο το γεγονός αυτό όσο και την κατάρρευση, στις 25 Ιανουα-ρίου 2015 , του πολιτικού καθεστώτος που παγίωνε αυτή τη δυσμενή για τους μηχανικούς συνθήκη αντιλαμβανόμαστε ότι δημιουργείται ένα πεδίο ευνοϊκό για νέες κοινωνικοπολιτι-κές και παραγωγικές συνθήκες . Γι’ αυτό οφείλουμε - ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί οι μηχανικοί – να αδράξουμε την ευκαιρία και να δουλέψουμε προς όφελος του κοινωνικού συμφέροντος . Με αυτό

23


Επιστήμη για τις ανάγκες των πολλών (το

ζήτημα

της

παραγωγής

ενέργειας)

Η γνώση πανεπιστημιακού επιπέδου αποτελούσε πάντα στις σύγχρονες κοινωνίες φορέα κύρους για τον κάτοχό της είτε αφορούσε κοινωνικές, είτε θετικές επιστήμες. Από το «μάθε παιδί μου γράμματα» των γονιών μας φτάσαμε στους τεχνοκράτες και τους «ειδικούς» που τείνουμε να θαυμάζουμε σαν θεούς, αναθέτοντάς τους τη λύση στα προβλήματά μας. Η γνώση φαντάζει το ελάχιστο εφόδιο για την κοινωνική ανέλιξη και τελικά την πρόοδο της κοινωνίας συνολικά. Όσο περισσότερη διαθέτεις τόσο καταλληλότερος είσαι για να παράγεις την αποδοτικότερη λύση. Ειδικά, αν μιλάμε για τις θετικές επιστήμες και δη για τους μηχανικούς, θεωρούμε σχεδόν αυτονόητη και αδιαμφισβήτητη την αξία μας. Έχουν προφτάσει να μας ενημερώσουν από νωρίς ότι είμαστε «στο καλύτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Ελλάδας»! Ε και; Το ΕΜΠ παράγει «σωτήρες» μαζικά και καθημερινά. Γιατί δεν σώθηκε ακόμα η χώρα, η φύση και τελικά ο κόσμος; Τι λείπει από αυτή την φαινομενικά τέλεια εξίσωση; Δύο μικρές αλλά κομβικές συνιστώσες θα πούμε εμείς: κοινωνία και κοινωνικές ανάγκες. Για να μπούμε σιγά σιγά στο θέμα, το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, της περιβαλλοντικής καταστροφής καθώς και των εναλλακτικών τρόπων παραγωγής ενέργειας απασχολεί σήμερα τεράστιο κομμάτι της διεθνούς κοινής γνώμης. Όλο και περισσότερες χώρες και μεγάλες εταιρίες στρέφονται σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας(Α.Π.Ε.) στα πλαίσια μιας γενικότερης πράσινης ανάπτυξης που θα οδηγήσει σε μια βιομηχανία «φιλικότερη» προς το περιβάλλον. Πώς γίνεται όμως, το μεγάλο κεφάλαιο, ο μεγαλύτερος ρυπαντής της ατμόσφαιρας, να είναι και αυτός που θα την καθαρίσει; Η πραγματικότητα μας αποδεικνύει ότι μάλλον δεν γίνεται. Για να μιλήσουμε για τα του οίκου μας, στην Ελλάδα η πράσινη ανάπτυξη παρουσιάστηκε στην κοινωνία ως η νέα Μεγάλη Ιδέα του εγχώριου καπιταλισμού. Η δυνατότητα ένταξης (με επιδοτήσεις και ευρωπαϊκά προγράμματα) στο πράσινο σχέδιο ευρύτατων στρωμάτων μικρομεσαίας προέλευσης (αγρότες, μηχανικοί, τεχνίτες, προμηθευτές μικροεξοπλισμού) επέτρεψε την ισχυροποίηση των δεσμών με αυτά τα στρώματα, την κατασκευή δηλαδή κοινωνικής συναίνεσης στο μεγαλόπνοο σχέδιο (νεοφιλελεύθερου) εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας το οποίο θα μετέτρεπε μάλιστα τη χώρα και σε εξαγωγέα ενέργειας. Φυσικά, το σχέδιο αποδείχθηκε μια κερδοσκοπική φούσκα με τους μικροπαραγωγούς να απορροφούνται από το μεγάλο κεφάλαιο, λόγω δυσαναλογίας προσφοράς και ζήτησης και ενώ ήδη οι διεθνείς εξελίξεις σε ενεργειακούς πόρους παίρνουν άλλο δρόμο(π.χ. φυσικό αέριο). Για την κοινωνία όμως, δεν μπορεί η κατεύθυνση για όλο και φιλικότερους προς το περιβάλλον τρόπους παραγωγής να εξαρτάται από τις εκάστοτε ορέξεις του κεφαλαίου. Όπως επίσης και ένα σχέδιο «σποράς» φωτοβολταϊκών και ανεμογεννητριών σε όλη τη

24 ya_basta!


χώρα δεν θα έφερνε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Οπότε τι κάνουμε; Προφανώς κανείς δεν μπορεί να απαντήσει απόλυτα. Μπορούμε όμως να θέσουμε τις κατευθύνσεις. Για την Αριστερά, σκοπός είναι η κάλυψη των ενεργειακών αναγκών των πολιτών με ταυτόχρονη διασφάλιση της ποιότητας ζωής τους με την προστασία του περιβάλλοντος. Χρειαζόμαστε έτσι, ένα συνολικό ενεργειακό σχεδιασμό που με λελογισμένη εκμετάλλευση των ΑΠΕ για αποκεντρωμένη παραγωγή σε συνδυασμό με τεχνολογίες Ορθολογικής Χρήσης Ενέργειας(Ο.Χ.Ε.) θα αποδεσμεύεται από την κερδοσκοπία. Το μοντέλο αυτό βρίσκεται κοντά σε ένα εναλλακτικό τρόπο ανάπτυξης όπου δεν κατασπαταλούνται οι φυσικοί πόροι, την ίδια στιγμή που η αποκεντρωμένη ιδιοκτησία δίνει στις τοπικές κοινότητες τη δυνατότητα αυτόνομης λειτουργίας και απεξάρτησης από «μεγάλους παρόχους». Με αυτόν τον τρόπο, η χρήση των ενεργειακών αγαθών και η ανάπτυξη των ΑΠΕ συσχετίζεται με ένα συνολικότερο

Ηλιάκης μανώλης // Αποστόλης Κουλουμπίνης (Ασυμμε3)

σχέδιο για δημοκρατική κατανομή και έλεγχο των φυσικών πόρων, αλλά και συνολικά την αποκέντρωση ανθρώπων και δραστηριοτήτων. Και ασφαλώς, η διαμόρφωση ενός τέτοιου σχεδιασμού δεν μπορεί παρά να εμπλέκει με σοβαρούς όρους τους άμεσα ενδιαφερόμενους, τους καταναλωτές, τις τοπικές κοινωνίες και γενικότερα τους «από κάτω», με τελικό στόχο την εξυπηρέτηση των κοινών τους συμφερόντων. Ας μην ξεχνάμε βέβαια, πως η αξιοποίηση των ΑΠΕ αποτελεί ακόμα, έναν αναπτυσσόμενο κλάδο και το όραμα για καθαρή παραγωγή ενέργειας σε εθνικό έστω επίπεδο, προϋποθέτει τη συνεχή έρευνα για ανάπτυξη νέων τεχνολογιών. Ενδεικτικά, μπορούμε να δούμε πως η διαδικασία κατασκευής ανεμογεννητριών, η ανακύκλωση των φωτοβολταϊκών πάνελ, αλλά και γενικότερα η μετατροπή της ηλιακής ενέργειας είναι πεδία με σημαντικά περιθώρια προόδου τα επόμενα χρόνια. Έτσι, φαίνεται πως η πραγματική πράσινη ανάπτυξη συνδέεται και με τη συνολικότερη παραγωγική ανασυγκρότηση στον τομέα της έρευνας κι ανάπτυξης νέων τεχνολογιών. Ζούμε στην εποχή που ο άνθρωπος μέσω των τεχνολογικών επιτευγμάτων έχει πετύχει σχεδόν τα πάντα. Κι όμως, η πείνα, η ανέχεια και η καταστροφή της φύσης σε μεγάλη κλίμακα είναι πιο εμφανείς από ποτέ. Ο ρόλος ενός επιστήμονα, ως μέλος του κοινωνικού συνόλου, σ’ αυτές τις συνθήκες δεν είναι η τυφλή ενασχόλησή του με το αντικείμενό του, αλλά το πως με κριτική σκέψη θα εξετάζει ισάξια όλες τις πτυχές των πολυδιάστατων πραγματικών προβλημάτων και τελικά θα αξιοποιεί την επιστήμη του για τις ανάγκες της κοινωνίας, μακρία από λογικές κέρδους και με στόχο τη διασφάλιση μιας αξιοπρεπούς ζωής για όλους. Τα μαθηματικά λένε πως είναι εφικτή.

Εμείς;

25


“Ο καπιταλισμός δεν είναι νεκρός, αλλά πεθαίνει. Καθώς η συνεχής ανάπτυξη δεν είναι συμβατή με τον περιορισμένο φυσικό κόσμο, θα πρέπει να πεθάνει. Παρότι θα μπορούσε θεωρητικά να αντικατασταθεί με κάτι χειρότερο και παρ’ όλο που είναι απίθανο τα σενάρια του σοσιαλισμού του 19ου αιώνα να καρποφορήσουν, η μεταβατική φάση προς την προσανατολισμένη στα Κοινά ομότιμη παραγωγή είναι μια ισχυρή ιστορική ευκαιρία και δεν θα πρέπει να στεκόμαστε άπραγοι μπροστά της.” Michel Bauwens, θεμελιωτής της ομότιμης θεωρίας και ιδρυτής του P2P Foundation Βρισκόμαστε σε μία εποχή όπου το υπάρχον σύστημα παραγωγής και κοινωνικής οργάνωσης αδυνατεί να εγγυηθεί ένα μέλλον οικολογικής βιωσιμότητας αφενός και κοινωνικής δικαιοσύνης αφετέρου. Οικολογικής βιωσιμότητας διότι τα ορυκτά καύσιμα στα οποία κυρίως βασίζεται η ενεργειακή παραγωγή είναι πεπερασμένα, ενώ οι επιπτώσεις του στο φυσικό περιβάλλον είναι ήδη φανερές ενώ ενδέχεται να πάρουν τρομακτικές διαστάσεις στο μέλλον. Κοινωνικής δικαιοσύνης διότι στηρίζεται στην εκμετάλλευση και οδηγεί σε τεράστιες κοινωνικές ανισότητες. Όπως γλαφυρά έχει γράψει ο ποιητής William Blake στο Auguries of Innocence: Every night and every morn, some to misery are born. Every morn and every night, some are born to sweet delight. Ιδιαίτερα στην περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης, μεγάλα τμήματα της κοινωνίας βυθίζονται στην εξαθλίωση, οι μηχανισμοί συναίνεσης καταρρέουν και οι «βεβαιότητες» και ισορροπίες του παρελθόντος αίρονται. Όμως η ανατροπή του «υπάρχοντος» συνεπάγεται αναπόδραστα τη σκιαγράφηση του μέλλοντος, την πραγματική κίνηση στο παρόν που μορφοποιεί το αύριο. Αντιμετωπίζουμε, λοιπόν, ευθέως την πρόκληση και το καθήκον διαμόρφωσης των χαρακτηριστικών και των κριτηρίων της «διεξόδου». Άρα, οφείλουμε να συμβάλλουμε από την σκοπιά μας στο διάλογο για τις αρχές, τους στόχους, τα μέσα και τα κοινωνικά υποκείμενα μιας διαδικασίας παραγωγικού - οικονομικού μετασχηματισμού που θα θέτει ως προτεραιότητα την ικανοποίηση των συλλογικών αναγκών. O μετασχηματισμός της παραγωγής (κοινωνικός και οικολογικός) πραγματώνεται μέσα από τη συνεχή αλληλεπίδραση πολιτών, κινηµάτων, θεσµών και πολιτικών φορέων και έχει ως στόχο την ανατροπή του κυρίαρχου υποδείγματος στην παραγωγική διαδικασία. Μια

26 ya_basta!

Παρα γωγικός

μετασχη ματισμός:

δημιουργώντας

το αύριο στις

παρυφές του σήμερα Αλέξανδρος Ροντογιάννης // Δημήτρης Γκιόλας // Χάρης Κόττας (Ελέυθερη Έδραση Μηχανολόγων) θεμελιώδης οριοθέτηση είναι ότι μιλάμε για μετασχηματισμό και όχι γενικά για «ανάπτυξη», επισημαίνοντας δηλαδή την ανάγκη ενός νέου πρότυπου. Η κατεύθυνση και οι επιλογές για την ανασυγκρότηση της οικονομίας δεν είναι δυνατό να διαμορφώνονται «επιτελικά», σε συνθήκες (κομματικού ή κυβερνητικού) εργαστηρίου, αλλά από την ίδια την κοινωνία και με βάση τις εκφρασμένες ανάγκες της. Το ερώτημα «από ποιους και προς όφελος ποιών» προσεγγίζεται μόνο μέσα από τη διεύρυνση της δημοκρατίας, την άμεση συμμετοχή, νέες μορφές κοινωνικού και εργατικού ελέγχου, συνελεύσεις, συλλογικούς (αντι)θεσμούς σε αποκεντρωμένο, περιφερειακό, αλλά και διεθνές επίπεδο. Ο μετασχηματισμός του παραγωγικού μοντέλου περνάει μέσα από προτάσεις για επεµβάσεις σε επιµέρους τοµείς της οικονοµίας, τις μεταφορές, την ενέργεια, τα δίκτυα παραγωγής και ανταλλαγής τροφίµων, τον πρωτογενή και δευτερογενή τοµέα, τους τοµείς υγείας και περίθαλψης, δοµές στέγασης µε αξιοποίηση άδειων ακινήτων κ.ο.κ. Το σχέδιο στηρίζεται και προϋποθέτει επιπλέον µια ριζική τοµή στις συνθήκες παραγωγής της γνώσης, τους µηχανισµούς


διάχυσης της στην κοινωνία, στο σύνολο της, ως µια δεξαµενή γνώσης Κοινών, την καινοτοµία, τις επιστηµονικές και τεχνολογικές διεργασίες που στοχεύουν στην απεξάρτηση της οικονοµίας από πεπερασµένες πηγές πλούτου που αναπτύχθηκαν µε βάση το νεοφιλελεύθερο πρότυπο ανάπτυξης.

να αρθεί η αυτονόμηση της οικονομικής σφαίρας (‘’η οικονομία είναι ένα σύνολο μαθηματικών κανόνων που ρυθμίζονται από μόνοι τους’’) και να ενσωματωθεί η οικονομία στη κοινωνία καθώς και να επανασυνδεθεί η σχέση του ανθρώπου με την πολιτική.

Η αμοιβαία συνεργασία και ανταλλαγή γνώσης, η δηµιουργικότητα των κοινοτήτων και η μέριμνα για οικολογική βιωσιμότητα αποτελούν τους λίθους πάνω στους οποίους οικοδοµείται η οικονομία των αναγκών, η οικονοµία που αναπτύσσεται ανάµεσα στο ιδιωτικό και το δηµόσιο καλώντας µας να αναζητήσουµε νέους δρόμους συλλογικής παραγωγής και αναπαραγωγής.

Η δημιουργία τέτοιων εγχειρημάτων έρχεται να απαντήσει σε μία σκληρή πραγματικότητα: Το επίπεδο ανεργίας δεν πρόκειται να απορροφηθεί στο προσεχές μέλλον από την καπιταλιστική ανάπτυξη, τα 2/3 των νέων είναι άνεργοι και πάνω από το 70% του ενεργού πληθυσμού είναι είτε άνεργοι είτε επισφαλώς εργαζόμενοι δίχως να μπορούν να αμυνθούν στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παραγωγής. Έρχεται, λοιπόν, αυτός ο νέος τρόπος οικονομικής οργάνωσης επιθετικά να δώσει λύσεις άμεσα και στα πλαίσια της αυτοδιαχείρισης σε υλικές ανάγκες των υποτελών φροντίζοντας παράλληλα να επερωτά και να μετασχηματίζει αυτές τις ίδιες ανάγκες.

Όλα τα παραπάνω χαρακτηρίζουν ακριβώς την “βασισμένη-στα-κοινά ομότιμη παραγωγή (commons-based peer production)” Το ελεύθερο λογισμικό Linux και η εγκυκλοπαίδεια Wikipedia αποτελούν δύο από τα γνωστότερα εγχειρήματα ομότιμης παραγωγής η οποία επεκτείνεται όμως και στην υλική παραγωγή (από μικροϋπολογιστές και μοντέλα τριδιάστατων εκτυπωτών μέχρι σπίτια και αυτοκίνητα ανοικτού κώδικα). Φορείς ακριβώς αυτής της διαφορετικής κουλτούρας και οργάνωσης της ζωής είναι όλες οι δομές αλληλέγγυας και κοινωνικής οικονομίας που έχουν ανθίσει στην Ελλάδα της κρίσης.

Δομές αλληλέγγυας και κοινωνικής οικονομίας Αυτές οι δομές δύνανται να λειτουργήσουν αντιπαραθετικά στο κυρίαρχο υπόδειγμα (συλλογική κτήση, αντι-ιεραρχική λειτουργία, σπάσιμο των κυρίαρχων σχέσεων εξουσίας, αυτοδιαχείριση, παραγωγή με βάση τις κοινωνικές ανάγκες, συμμετοχή, συλλογικότητα) και να επιδράσουν προωθητικά σε μια διαδικασία κοινωνικής χειραφέτησης των από κάτω. Συνεταιρισμοί, κολεκτίβες επιστημόνων, δίκτυα ελεύθερης διακίνησης γνώσης, κοινωνικά ιατρεία τράπεζες χρόνου είναι μερικά παραδείγματα. Λειτουργούν ως εμπειρίες εκπαίδευσης εμάς των ίδιων σε τρόπους συνύπαρξης και κοινωνικότητας ουσιαστικά αποκλεισμένους μέσα σε μιαν αστική, εμπορευματική κοινωνία. Πρόκειται δηλαδή, για ένα εργοστάσιο κοινωνικών πειραματισμών με κινηματική και πολιτική διάσταση καθώς προβάλει μία εικόνα μελλοντικής οργάνωσης της καθημερινότητας στο σήμερα. Η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία συνιστά μια ιδεολογική αλλά κυρίως πρακτική προσπάθεια να συλληφθεί διαφορετικά η σχέση του ανθρώπου με την οικονομία, πέρα από την εμπορευματική διάσταση και τον καπιταλισμό, με τελικό στόχο

Ταυτόχρονα όμως, τα εγχειρήματα αυτά υλοποιούν το κοινό αίτημα όλων των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων για άμεση δημοκρατία αμφισβητώντας ιεραρχημένες και αυταρχικές δομές παραγωγής. Η λογική της αλληλοβοήθειας και της ισότητας ως προς τον τρόπο λήψης των αποφάσεων απαντάνε στην αντιμετώπιση κοινών προβλημάτων διαχέοντας την εξουσία προς τα κάτω. Όλος αυτός ο γαλαξίας συμμετοχικών οικονομικών δομών που έχει ξεπηδήσει τα τελευταία χρόνια δείχνουν ότι η πολιτική, η οικονομία και η δημοκρατία είναι έννοιες αλληλένδετες και συμπληρωματικές η μία στην άλλη. Στην Ελλάδα του 1,5 εκατομμυρίου ανέργων και της ανθρωπιστικής κρίσης η δημιουργία τέτοιων δομών με όχημα την άμεση δημοκρατία, την ισότητα και τη συμμετοχή και με γνώμονα τις κοινωνικές ανάγκες μπορεί να δημιουργήσει μια νέα συνθήκη. Μία συνθήκη βάσει της οποίας η πολιτική θα απαντάει στα καθημερινά προβλήματα μέσα από το συλλογικό προβληματισμό. Μια συνθήκη όπου δεν θα αναδεικνύει την οικονομία και τις αγορές ως μία ανώτερη φυσική αρχή με αόρατους κανόνες που ρυθμίζουν τις ζωές των ανθρώπων άλλα ως ένα πεδίο (εκείνο της οικονομίας) που υπόκειται στο κοινωνικό έλεγχο και σχεδιασμό. Δεν έχουμε μόνο μια αλληλέγγυα διαχείριση των συνεπειών της κρίσης, αλλά μια οραματική αναζήτηση μιας καλύτερης, συνεργατικής οικονομίας των αναγκών, που μπορεί να αποτελέσει και τη βάση μίας κοινωνίας απελευθερωμένης. Στο περίφημο TINA(“there is no alternative”) που εκφώνησε πριν από 3 δεκαετίες η Margaret Thatcher τα κινήματα απάντησαν με το “another world is possible”. Σήμερα μπαίνουν τα θεμέλια αυτού του κόσμου.

27


Καμία κενή κατοικία όσο υπάρχουν άνθρωποι χωρίς κατοικία Ιωάννα Δημάκη // Εύα Καραγεωργου (Τομή Αριστερών Αρχιτεκτόνων) Εξετάζοντας το ζήτημα της στέγης , τον τρόπο πρόσβασης σε αυτήν αλλά και το είδος κατοίκησης που επικράτησε στην Ελλάδα παρατηρούμε ότι βασίστηκε κυρίως στην ιδιόκτητη κατοικία. Το φαινόμενο της ιδιοκατοίκησης παρατηρείται τόσο στις αγροτικές κοινωνίες και την περιφέρεια αλλά και στα μεγάλα αστικά κέντρα, στα οποία απέκτησε ποικίλη έκφανση λόγω της ταραχώδους πολιτικής ιστορίας κατά τον 20ο αιώνα. Στην αρχή ο οικιστικός ιστός αναπτύχθηκε γύρω από την Ακρόπολη με κατοικίες κυρίως ευπόρων Αθηναίων με επέκταση, κατά τις πρώτες δεκαετίες, προς τις περιοχές του Κολωνακίου, της Κυψέλης και της πλατείας Αμερικής. Σε αυτό το σημείο να σημειώσουμε πως η έννοια του ευπόρου στις Ευρωπαϊκές χώρες δεν ταυτίζεται με την ιδιοκατοίκηση, ταύτιση η οποία εν Ελλάδι ήταν βασική και η οποία επεκτάθηκε και στα άλλα κοινωνικά στρώματα. Εν συνεχεία, η ιδιοκτησία παρατηρείται και στους πρόσφυγες είτε με τη μορφή των ευπόρων προσφυγικών περιοχών, όπως Νέα Σμύρνη και Καλλιθέα, είτε εκείνη των προλεταριακών συνοικιών της Νέας Φιλαδέλφειας και Νέας Ιωνίας. Ταυτόχρονα, η ιδιοκατοίκηση επεκτάθηκε και σε εκείνη της εξοχικής κατοικίας κυρίως σε ευρεία κοινωνική βάση κατά τη δεκαετία του 1980, λόγω των ιστορικών κυρίως συνθηκών (αύξηση αποδοχών και θέσπιση της καλοκαιρινής άδειας) που επηρεάστηκαν από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ. Σε όλα αυτά να προστεθεί πως τις τελευταίες δεκαετίες το ελληνικό σύστημα πρόσβασης στην κατοικία βασίστηκε κατά κύριο λόγο στον ιδιωτικό τομέα ,εκμεταλλευόμενος τη φτηνή γη και τους υψηλούς συντελεστές δόμησης (80% ιδιοκατοίκηση, ποσοστό από τα υψηλότερα στην Ευρώπη). Ωστόσο η ταξικότητα διαπερνά και την κατοικία, με πιο τρανταχτό παράδειγμα την πολυκατοικία και το ποιοι διαμένουν που. Σε αυτή , λοιπόν, τη βάση διαπιστώνεται μια ταξική διαστρωμάτωση από το υπόγειο ως το ρετιρέ και από τη την όψη προς τον ακάλυπτο, από το κουδούνι και τη σκάλα υπηρεσίας μέχρι τη βεράντα. Κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990 έρχεται να προστεθεί το γεγονός ότι οι τράπεζες άρχισαν να χορηγούν με ευκολία μεγάλα ποσά για στεγαστικά δάνεια ,περιορίζοντας το πεδίο δράσης για το ίδιο το κράτος για άσκηση στεγαστικής πολιτικής. Η εκτεταμένη κερδοσκοπία στην αγορά γης και ακινήτων και η εμπλοκή του τραπεζικού κεφαλαίου αύξησε την τιμή κατοικίας.. Η οικονομική κρίση ήρθε να εντείνει αυτήν την κατάσταση σε πολλαπλά επίπεδα. Η απόκτηση ιδιωτικής κατοικίας αλλά και η ενοικίασή της φαίνεται να μην είναι προσβάσιμη στο σύνολο των κοινωνικών στρωμάτων. Η μείωση των εισοδημάτων είχε ως αποτέλεσμα τη δυσκολία στην καταβολή ενοικίων ή ακόμα χειρότερα στην αποπληρωμή των στεγαστικών δανείων. Γι’ αυτούς τους λόγους καθώς και για λόγους που αφορούν την κοινωνικοπολιτική ζωή και τους αγώνες της αριστεράς κυρίως για τη διεκδίκηση και την παγίωση δημοκρατικών ελευθεριών, κίνημα για το δικαίωμα στη στέγη ως κοινωνικό αγαθό στην Ελλάδα δεν αναπτύχθηκε . Με το σύνθημα «καμία κενή κατοικία, όσου υπάρχουν άνθρωποι χωρίς κατοικία», κινήματα σε πολλές πόλεις του κόσμου διεκδικούν την ιεράρχηση του δικαιώματος στη στέγη πάνω από την κατοχύρωση της ατομικής ιδιοκτησία και τη συσσώρευση κέρδους. Η κατάληψη στέγης και η αξιοποίηση του αδιάθετου κτηριακού αποθέματος αποτέλεσε παράδειγμα κινηματικής πρακτικής. Στην Ελλάδα υπήρξαν καταλήψεις

28 ya_basta!


που κατάφεραν να σφραγίσουν πολλές πόλεις, κυρίως φοιτητουπόλεις, με τη δράση τους και την κοινωνική τους απεύθυνση. Στα τέλη του ’60 και στις αρχές του ’70 παρατηρούνται κάποια λίγα κοινόβια εν είδη κατάληψης υπό την αισθητική και το περιεχόμενο της χίπικης κουλτούρας. Ουσιαστικά το βασικό κύμα καταλήψεων εγκαταλελειμμένων κτηρίων από άτομα κυρίως του αυτόνομου χώρου για κατάληψη στέγης καθώς και για δημιουργία αυτοδιαχειριζόμενων στεκιών το έχουμε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 καθώς και στα 00s• τέτοιες καταλήψεις ήταν στη Θεσσαλονίκη η κατάληψη Δέλτα, η Υφανέτ, η Terra Incognita κ.α., στα Ιωάννινα η Αντιβίωση, στην Πάτρα το Παράρτημα και το Μαραγκοπούλειο, στο Ηράκλειο ο Ευαγγελισμός και στην Αθήνα τις καταλήψεις Λέλας Καραγιάννη, Βίλα Αμαλίας, Σκαραμαγκά, Βίλα Ζωγράφου κ.α . Ωστόσο, το γεγονός ότι τέτοια εγχειρήματα δεν κατάφεραν να γειωθούν στην κοινωνία αλλά και στα πλαίσια του κράτους εκτάκτου ανάγκης που βιώσαμε κατά τα τελευταία χρόνια των Μνημονιακών κυβερνήσεων οι περισσότερες από αυτές έκλεισαν ύστερα από την επέμβαση των δυνάμεων καταστολής και την ποινικοποίηση των κοινωνικών αγώνων, και άρα και του κινήματος καταλήψεων. Στην Ευρώπη το κίνημα καταλήψεων ήταν πολύ πιο ευρύ και απαντούσε πολύ περισσότερο στις υλικές ανάγκες ευρύτερων στρωμάτων της κοινωνίας. Χώρες παραδείγματα είναι η Γερμανία και κυρίως το Βερολίνο, η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Γαλλία, η Δανία, η Ολλανδία. Στην Ολλανδία στη δεκαετία του 60 με το κίνημα των καταλήψεων , μέσω νομοθετικών ρυθμίσεων αναγνωρίστηκε ότι το δικαίωμα στην στέγη είναι πάνω από την προστασία της ιδιοκτησίας με μέτρα ενάντια στις εξισώσεις αλλά και με νομιμοποίηση των καταλήψεων για άτομα που έχουν ανάγκη

για στέγη. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στην Ιταλία με τον νόμο της αυτό-ανάκτησης κενών κτηρίων του 1996 που άνηκαν στο δημόσιο και δεν χρησιμοποιούνταν και δίνονταν σε συνεταιρισμούς των καταληψιών οι οποίοι τα ανασκεύαζαν. Στη δε Πορτογαλία, στη φοιτητούπολη Κοΐμπρα, οι καταλήψεις που ονομάζονται Ρεπούμπλικες έγιναν για στέγαση φοιτητών και φοιτητριών και λειτουργούν βάση συνελεύσεων των ενοίκων και βρίσκονται πλέον και υπό τη δημοτική προστασία. Το ελληνικό κράτος έως τώρα δεν ανέπτυξε ποτέ μια συγκροτημένη πολιτική κοινωνικής κατοικίας. Στον αντίποδα εφάρμοζαν μια πολιτική που στόχευε στη νεοφιλελεύθερη κερδοσκοπία της γης και γενικότερα στην εμπορευματοποίηση του χώρου της πόλης. Οι προτάσεις περιορίζονταν σε σημειακές αναπλάσεις σε συνδυασμό με την οργανωμένη απομάκρυνση όσων «χαλούσαν» την εικόνα της πόλης. Σήμερα, με δεδομένο ότι υπάρχει η δυνατότητα οι αγώνες να έχουν υλικό αποτύπωμα στο σήμερα, ανοίγονται δυνατότητες για τη δημιουργία ενός ισχυρού διεκδικητικού κινήματος για καταλήψεις στέγης υπό το πρίσμα και της επανοικιοποίησης του δημοσίου χώρου ,αναδεικνύοντας το καθολικό και αδιαπραγμάτευτο δικαιώματα για επαρκή στέγη σε κεντρικό κοινωνικό αίτημα. Συνάμα, θα πρέπει να ασκήσουμε εκείνες τις πιέσεις προς μια κρατική στεγαστική πολιτική που θα έχει ως κεντρικό άξονα τις ανάγκες των κατοίκων (μόνιμων ή προσωρινών) διαμορφώνοντας συνθήκες ισότιμης και δίκαιης συμβίωσης στην πόλη.

29


Γ Κ Ρ Α Φ Ι Τ Ι

30 ya_basta!

Το περιβόητο γκράφιτι του Πολυτεχνείου το οποίο περίπου ένα μήνα πριν απασχόλησε σε μεγάλο βαθμό τα μέσα και το κοινό, φαίνεται να είναι από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα. Άλλοι μιλούν για μουτζούρες, ένα κτίριο που μοιάζει καμμένο και απουσία πολιτικής υπόστασης, για αλητεία και βεβήλωση, ενώ άλλοι για ένα εντυπωσιακό και αναμφισβήτητα γρήγορα σχεδιασμένο έργο. Είναι ένα γεγονός το οποίο πρέπει να μελετηθεί γύρω από άξονες τους οποίους η σύγχρονη κοινωνία δείχνει να έχει ξεχάσει. Ας ξεκινήσουμε με μία σύντομη αναδρομή στην ιστορία του γκράφιτι σε σύγκριση με την σημερινή του κατάσταση. Τα πρώτα γκράφιτι εμφανίστηκαν στην Αμερική και μπορεί να μην ξεκίνησαν αμέσως ως μέσο πολιτικής έκφρασης αλλά σε πολύ λίγο χρόνο απέκτησαν αυτόν ακριβώς τον χαρακτήρα. Μέσα από αυτά τα παράνομα σχέδια ασκήθηκε πολιτική και κοινωνική κριτική καθώς και προσπάθεια «αποκρατικοποίησης» του δημόσιου χώρου. Με το γκράφιτι όμως, όπως και με άλλες πρακτικές αντίδρασης των αποκάτω, χρησιμοποιήθηκε από το σύστημα μια λογική ενσωμάτωσης στην κυρίαρχη κουλτούρα έτσι σήμερα πολλές φορές τα γκράφιτι απολαμβάνουν την αποδοχή του κόσμου (ή τουλάχιστον της μεγάλης πλειοψηφίας του) και τα συναντάμε ζωγραφισμένα σε καμβά ακόμα και σε εκθέσεις και προφανώς έννομες γκαλερί. Η σημερινή κατάσταση του γκράφιτι αποδίδεται στην αναγνώρισή του ως τέχνη. Είναι όμως σημαντικό να αναλογιστούμε σε αυτό το σημείο, ποιος είναι ο ρόλος της τέχνης σε μία κοινωνία. Η τέχνη συχνά καλείται να συγκινήσει με την ομορφιά, την αρμονία και την αισθητική. Ωστόσο, η τέχνη ήδη από τον περασμένο αιώνα έχει αποκτήσει και μία ακόμη διάσταση. Αυτήν που την καθιστά μήνυμα για την κοινωνία. Το ερώτημα όμως για εμάς αυτή τη στιγμή δεν είναι το αν το εν λόγω γκράφιτι αποτελεί μια μορφή τέχνης. Το να μπει κανείς στη διαδικασία να αναρωτηθεί τι είναι τέχνη και πως διαμορφώνονται τα αισθητικά μας κριτήρια είναι σίγουρα πολύ σημαντικό και έχει απαντηθεί με διάφορους τρόπους κατά καιρούς. Παρ΄όλ΄αυτα πρέπει να αναγνωρίσει κανείς ότι το ερώτημα που μπαίνει από το συγκεκριμένο έργο αφορά κυρίαρχα το ζήτημα του δημόσιου χώρου και συγκεκριμένα του χώρου του πολυτεχνείου όπως αυτός έχει διαμορφωθεί συμβολικά και φυσικά στο ρου της νεοελληνικής ιστορίας. Από το εγχείρημα αυτό λοιπόν αρχικά, καλό θα ήταν να μας απασχολήσει το ζήτημα της νοηματοδότησης του δημόσιου χώρου. Ποια είναι σήμερα η χρήση του δημόσιου χώρου και ποια η σχέση του με το κράτος; Ποιος αποφασίζει για τη χρήση του δημόσιου χώρου και με ποιες διαδικασίες; Ο δημόσιος χώρος δεν είναι σίγουρα ιδιωτικός αλλά δεν είναι και κρατικός. Βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ ατομικού και συλλογικού, είναι κοινός. Είναι ένας ετερογενής χώρος, ένας τόπος δυνητικής σύγκρουσης- συνάντησης του “κανονικού” με το “έτερο”. Σε μια κοινωνία με βασικό άξονα το κεφάλαιο ο δημόσιος χώρος υπονομεύεται και αρχίζει όλο και περισσότερο να υπάγεται σε ένα ιδιοκτησιακό καθεστώς. Και ουσιαστικά το κομβικό που κάνει αυτή η παρέμβαση με καμβά το Πολυτεχνείο είναι ότι ουσιαστικά προσπαθεί με έναν πολύ καταφανή τρόπο να αφαιρέσει από το κράτος και το κεφάλαιο το μονοπώλιο της παρέμβασης στο δημόσιο χώρο. Δεν θα μπορούσαμε σε καμία περίπτωση να πούμε ότι το πετυχαίνει αλλά σίγουρα εγείρει ένα γόνιμο διάλογο. Το πολυτεχνείο ωστόσο δεν αποτελεί μόνο έναν δημόσιο χώρο. Είναι και ένα μνημείο. Έτσι οι διαστάσεις που πήρε το θέμα αυτό πρέπει ίσως να μας προβληματίσουν να αναθεωρήσουμε την έννοια μνημείο. Μεταξύ άλλων έγινε λόγος για βεβήλωση του απόλυτου συμβόλου δημοκρατίας της χώρας. Πως όμως βεβηλώνεται πραγματικά ένα μνημείο σαν αυτό; Με αυτό το γκράφιτι; Μήπως η πραγματική βεβήλωση έγκειται στην εγκατάληψη αυτού του κτιρίου από τους πολίτες και το κράτος; Μήπως στην αδράνεια των πολιτών απέναντι στην καταστροφική πολιτική που ακουλοθείτε τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας; Πότε πραγματικά αυτό το μνημείο-σύμβολο δημοκρατίας χάνει την υπόσταση του στην πόλη; Όταν μία μειονότητα χωρίς την άδεια κανενός ασκούν την κριτική τους (η οποία δεν εκφράζει μόνο αυτούς) ή όταν τα μνημόνια εμποδίζουν το έργο του κτιρίου σαν εκπαιδευτικό ίδρυμα και θίγεται μόνο η αισθητική μας από ένα γκράφιτι; Ο χώρος του πολυτεχνείου δεν είναι μόνο ένας χώρος σύμβολο. Είναι και ένας χώρος διακύβευμα στο σήμερα. Ειδικά αν αναλογιστούμε τα πιο πρόσφατα γεγονότα με τα κατεστραμμένα αμφιθέατρα, που καμία σύνδεση και σχέση δεν έχουν ούτε με το κίνημα ούτε με την αντίδραση και διεκδίκηση των φοιτητικών συλλόγων αλλά σε αντίθεση με αυτά, ανοίγουν το δρόμο για την συντηρητικοποίηση του πανεπιστημίου και τους σεκιούριτι μέσα στις σχολές. Αυτό μας δίνει ένα ξεκάθαρό δείγμα του τι πραγματικά θα ήταν ένας βανδαλισμός του συμβόλου της δημοκρατίας και της ελεύθερης διακίνησης ιδεών. Επομένως άμα θέλουμε να μιλήσουμε για το βανδαλισμό


του πολυτεχνείου μάλλον θα πρέπει να μιλήσουμε για αυταρχικοποίηση σε αντίθεση με την πάλη για ελευθερία και πραγματική δημοκρατία, για ατομισμό σε αντίθεση με την συλλογική διεκδίκηση, για μνημόνια και για φασισμό γιατί αυτά ακριβώς είναι που βανδαλίζουν κάθε αγώνα που έγινε μέσα από το Πολυτεχνείο. Επιπλέον το γεγονός ότι μπαίνει κάποιος στη διαδικασία να μετασχηματίσει ένα μνημείο μας δίνει μια αίσθηση ότι τα μνημεία είναι ζωντανοί οργανισμοί που αλληλεπιδρούν με την κοινωνία και μπορούν να μετασχηματίζονται σίγουρα συμβολικά εν προκειμένω και πρακτικά από αυτήν ή κομμάτια αυτής. Είναι γεγονός πως τα πραγματικά κίνητρα των «δραστών» δεν γνωστοποιήθηκαν και έτσι κανείς δεν μπορεί να μιλήσει κανείς με σιγουριά για αυτά. Όπως όμως αναφέρθηκε αποτέλεσαν σίγουρα αφορμή για έναν γόνιμο διάλογο, ενώ οδήγησε και σε έναν αψυχολόγητο παραλογισμό ο οποίος θα έπρεπε να μας προβληματίσει. Οι φοιτητές ανέκαθεν αλλά και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια της κρίσης, απευθυνόμενοι στην κοινωνία μιλούν για μία σταδιακή υποβάθμιση του ιδρύματος. Ωστόσο οι διεκδικήσεις των φοιτητών δεν φαίνεται να έχουν συγκινήσει ιδιαίτερα τον κόσμο. Μέσα όμως σε ένα βράδυ η είδηση ενός γκράφιτι στην πρόσοψη του Πολυτεχνείου κάνει τον γύρο της Ελλάδας. Ξαφνικά όλοι μιλούν για μια καταστροφή από αναρχικά και κακοποιά στοιχεία και η πολιτεία σπεύδει για άμεση αποκατάσταση του πολύτιμου αυτού κτιρίου. Και ήρεμοι λοιπόν οι ανήσυχοι πολίτες που σοκαρίστηκαν από την ασυνειδησία κάποιων, επιστρέφουν στην καθημερινότητά τους. Κάπου εκεί λοιπόν φαίνεται να έχουμε χάσει λίγο σαν κοινωνία την επαφή με την πραγματικότητα. Μας ικανοποιεί η αρτιμέλεια του Πολυτεχνείου σαν κτίριο περισσότερο από την αρτιμέλειά του σαν ίδρυμα και αυτή η λογική είναι σίγουρα προβληματική.

Δήμητρα Ρουμελιώτη // Μανώλης Μαστρογιωργάκης (Τομή Αριστερών Αρχιτεκτόνων)

31



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.