Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Ερευνητική εργασία Σεπτέμβριος 2015
Η αποδόμηση της πολυκατοικίας
ανάλυση των χωρικών συνθηκών στα πλαίσια της πολυκατοικίας η εναλλαγή της κλίμακας ως εργαλείο μελέτης
φοιτήτριες :
Βασιλοπούλου Δανάη Παλάντζα Αργυρή
επιβλέπουσα καθηγήτρια : Γαβρήλου Έβελυν
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 00. Πρόλογος σελ.7 01. κλίμακα 1
Η μελέτη του μοντέλου και η αναζήτηση των σχεδιαστικών κανόνων Εισαγωγικό σημείωμα σελ.11 Η μήτρα παραγωγής της πολυκατοικίας σελ.14 Από τη γέννηση της έως και τη δεκαετία του ‘70 Η εξέλιξη του μοντέλου και η καθιέρωσή του σελ.23 Συσχετισμός νομοθετικών ρυθμίσεων και μορφολογικών αλλαγών από τη δεκαετία του ‘80 Η ιεροτελεστία της καθημερινότητας σελ.28 Σύμπλεξη αλληλουχίας χώρων και κινητικότητας μέσα στο διαμέρισμα (1970) Η εδραίωση των προτύπων σελ.45 Η οργάνωση της κάτοψης μέσω της δρομολόγησης της κίνησης
02. κλίμακα 2
Η μικροκλίμακα του διαμερίσματος Εισαγωγικό σημείωμα σελ.61 Το σαλόνι- τραπεζαρία σελ.66 Η κουζίνα σελ.72 Το μπάνιο σελ.82 το δωμάτιο σελ.86
κλιμακα 3
Οι χωρικές διεκδικήσεις
03. Εισαγωγικό σημείωμα σελ.91
χρήστης- κατοικος σελ.94 in between- spaces_ενδιάμεσοι χώροι σελ.95 Η πιλοτή σελ.96 Το αστικό κενό σελ.98 Το μπαλκόνι σελ.102 Η παραβατικότητα με όρους πολυκατοικίας σελ.108
04. Συμπέρασμα σελ.115 05. Βιβλιογραφία σελ.144
Πρόλογος σημερινές ελληνικές πόλεις χαρακτηρίζονται από ακαλαίσθητη τσιμεντοποίηση, πυκνοκατοίκηση και το ισοζύγιο ανάμεσα στο δημόσιο, κοινόχρηστο και ιδιωτικό χώρο τίθεται προς αμφισβήτηση. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός εκείνη την εποχή ήταν προνόμιο των ανεπτυγμένων χωρών που χαρακτηρίζονταν απο οικονομική ευρωστία και εσωτερική οργάνωση με ισχυρό κρατικό μηχανισμό. Οι πόλεις δεν είναι “τακτοποιημένες” και αποτελεί απλούστευση να να τις συγκρίνουμε με τις υποδειγματικές πόλεις όπως το Λονδίνο, το Παρίσι, το Μιλάνο. Η Αθήνα, το μοντέλο κατοίκησης της οποίας ακολούθησαν και οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, στη μεταπολεμική περίοδο αναπτύχθηκε ραγδαία και αποσμασματικά. Το φαινομενικό πλήγμα που υπέστη η Ελλάδα οφείλεται στην ‘’εφεύρεση’’ αυτού που λέγεται πολυκατοικία. Το πρόγραμμα της εργατικής κατοικίας το οποίο αποτελούσε κατάλληλο εργαλείο για την στέγαση [μοντέλο εξωτερικού] δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην Ελλάδα και αντικαταστάθηκε από την αντιπαροχή. Η πολυκατοικία αποτελεί το κύτταρο της ελληνικής πόλης και είναι ένα bricolage κουλτούρας, πολιτισμού και συνηθειών. Αυτό που την καθιστά ενδιαφέρον πεδίο έρευνας είναι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας που ξεπερνά τα όρια του κτιρίου και περικλείει μέσα άψυχο και έμψυχο περιεχόμενο. Δεν αποτελεί μόνο τύπο κτιρίου αλλά και αστικό φαινόμενο. Για την κατανόηση της ως υλική, πολιτισμική και ιδεολογική κατασκευή επιχειρείται η μελέτη των χαρακτηριστικών της μέσω των εναλλαγών της κλίμακας που χρησιμοποιείται. Ξεκινώντας από τη μελέτη του κτιριακού τύπου της πολυκατοικίας σα σύνολο (μεγάλη κλίμακα) αναλύονται οι σχεδιαστικές αρχές και η διαφοροποίηση τους με την πάροδο του χρόνου (ξεκινώντας από την περίοδο του μεσοπολέμου και μέχρι τη σύγχρονη εποχή) έχοντας ως εργαλείο κατόψεις πολυκατοικιών της κάθε πε-
7
ριόδου. Η λεπτομερής παρατήρηση του εσωτερικού των διαμερισμάτων εν συνεχεία με βάση βιωματικές προσλαμβάνουσες και συστηματοποιημένης παρακολούθησης των ταινίων που χρονολογούνται στην περίοδο ακμής της επιστρατεύεται στην έρευνα με σκόπο μια δεύτερη ανάγνωση κοινωνικού προσανατολισμού (μικρότερη κλίμακα). Η μεθολογία για την ολοκλήρωσή της μεταφέρει την οπτική έξω από τα όρια της πολυκατοικίας τοποθετώντας το πεδίο μελέτης στο οικοδομικό τετράγωνο, η πολυκατοικία μελετάται “από έξω”. Διερευνώνται οι σχέσεις της πολυκατοικίας με το δημόσιο πεδίο της πόλης, τα όρια ανάμεσα στον ιδιωτικό και το δημόσιο βίο (μεγάλη κλίμακα). Μέσα από την μελέτη, την καταγραφή και την ανάλυση αυτών των παραμέτρων επιχειρείται να κατανοηθεί ο παράδοξος χαρακτήρας της που προκύπτει από θεσμικούς και κοινωνικούς μηχανισμούς. Η βιωματική σχέση με το αντικείμενο της μελέτης γεννά προβληματισμούς για στοιχεία που θεωρούνται γνώριμα αλλά επιδέχονται και άλλης ερμηνείας.
8
9
κλίμακα 1
Η μελέτη του μοντέλου και η αναζήτηση των σχεδιαστικών κανόνων
10
Η μετεμφυλιακή Ελλάδα συνδέεται χρονικά με την συστηματοποίηση της οικοδομικής δραστηριότητας της πολυκατοικίας λόγω του φαινομένου της εσωτερικής μετανάστευσης στα μεγάλα αστικά κέντρα καθιστώντας αυτό το ‘’δοχείο ζωής’’ απαραίτητο εργαλείο για την στέγαση. Η πολυκατοικία έχει ήδη εμφανιστεί από την μεσοπολεμική περίοδο ανατρέποντας την εικόνα της πόλης που χαρακτηριζόταν από μια κορυφογραμμή που θύμιζε καρδιογράφημα ευθεία λόγω των διώροφων νεοκλασσικών κατοικιών1. Η εξέλιξη της πολυκατοικίας επηρεάζεται απο παράγοντες συγκυριακούς, όπως οι μεταπολεμικές συνθήκες αλλά και δομικούς όπως τα χωρικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της ιδιοκτησίας. Το 1929 εισάγεται νόμος περί οριζόντιας ιδιοκτησίας Ν.2427/2005 ο οποίος εισάγει την ιδέα της αντιπαροχής η οποία τίθεται σε εφαρμογή μετά από δέκα χρόνια2. Η αντιπαροχή αποτελεί συναλλαγή με φορολογικά προνόμια και οικονομικά ωφέλη μεταξύ οικοπεδούχου και εργολάβου, το σύστημα της θεσμοθετείται με την ανταλλαγή γης με επιφάνεια διαμερίσματος3. Μέχρι το 1970 ο οικοπεδούχος συνήθως δικαιούταν από 15% μέχρι 20% και από το 1970 μέχρι και τις αρχές του ‘80 δικαούταν περίπου το 30% και από την περιόδο εκείνη μέχρι και σήμερα το ποσοστό αγγίζει το 40%-50%. Η άνοδος του ποσοστού αντιπαροχής που ανήκει στον οικοπεδούχο συντελεί αυτόματα στην αλματώδη άνοδο της αξίας των οικοπέδων και αποτελεί ισχυρή ένδειξη για την αύξηση της αξίας της γης στο αστικό εδάφος. Πλέον η αντιπαροχή έχει καταλήξει να είναι ασύμφορη από το 2011 και μετά, ενώ το πρώτο πλήγμα το δέχτηκε το 2006 με το φόρο προστιθέμενης αξίας. Στην ανοικοδόμηση της Αθήνας συμμετέχουν κυρίως εργολάβοι και όχι αρχιτέκτονες, οι οποίοι συνδιαλέγονται με τους πελάτες στο γιαπί για τις ανάγκες τους, σε ένα βαθμό εξατομίκευσης του διαμερισμάτος ο οποίος υπονομεύει τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Ο ρόλος του αρχιτέκτονα έχει περιοριστεί στον σχεδιασμό της εισόδου και
[1]Η πρώτη πολυκατοικία ανεγέρθηκε το 1917 στην Αθήνα στην οδό Φιλελλήνων στην περιοχή του Συντάγματος. [2]Διάλεξη στη Στέγη Γραμμάτων και τεχνών (Ίδρυμα Ωνάση) για με τίτλο ‘Η πολυκατοικία της αντιπαροχής’ «Re-think Athens: Αστικές προκλήσεις 2014-15» / ομιλία Π. Δραγώνα. link: http://www.sgt.gr/players/lns/20150127/gr/
11
στην υπογραφή για την ανέργεση της πολυκατοικίας4 . Η σχέση του εργολάβου- οικοπεδούχου ως προς την αντιπαροχή λειτουργεί με γνώμονα το μέγιστο κέρδος ελαχιστοποιώντας έξοδα που αφορούν την επένδυση και το σχεδιασμό υπονομεύοντας την ποιότητα της κατασκευής. Αναπτύσσεται μια άτυπη συνθήκη παραβατικότητας ως προς την πολυκατοικία η οποία ενισχύεται από την κατάχρηση του Γ.Ο.Κ. Οι περιορισμοί στα δομήσιμα τετραγωνικά που ορίζονται από αυτόν δεν βρίσκουν πάντοτε εφαρμογή. Η μορφολογία της πολυκατοικίας λόγω του συνόλου των οικοδομικών κανονισμών συνεχώς αλλάζει διαμορφώνοντας τον συνολικό της όγκο και επηρεάζοντας τον κάθε όροφο ξεχωριστά αλλά και τα επιμέρους διαμερίσματα. Η ανάγνωση της πολυκατοικίας γίνεται σε δύο κλίμακες, στην κλίμακα της τυπικής κάτοψης του ορόφου και την μικρότερη κλίμακα της εσωτερικής διαρρύθμισης των διαμερισμάτων.
[3] Γιάννης Αίσωπος - Γιώργος Σημαιοφορίδης, ‘Μετάπολις 2001 η σύχγρονη ελληνική πόλη’, (2001)
12
[4]Ο ρόλος του αρχιτέκτονα εμφανίζεται στις μεσοπολεμικές κατοικίες οι οποίες χρηματοδοτούνται από το οικοπεδούχο, και μετεφανίζεται την περίοδο του 90’. Διάλεξη στο Ε.Μ.Π , Πάνος Δραγώνας
13
Η μήτρα παραγωγής της πολυκατοικίας. Η ανοικοδόμηση της πολυκατοικίας άρχισε την περίοδο του μεσοπολέμου. Οι πρώτες προσπάθειες ανέγερσης που χρηματοδοτούνται από τους οικοπεδούχους και σχεδιάζονται κατά κόρον από αρχιτέκτονες εντοπίζονται στην περιοχή της Αθήνας, το σημερινό κέντρο. Συγκεκριμένα, μεγάλη πυκνότητα μεσοπολεμικών πολυκατοικιών εμφανίζεται στην περιοχή του Κολωνακίου, Εξαρχείων και Λυκαβηττού. Οι κατόψεις των πρώτων πολυκατοικιών την περίοδο του μεσοπολέμου χαρακτηρίζονται από πολυπλοκότητα σε σχέση με αυτές του 1950. Ο εσωτερικός χώρος του διαμερίσματος έχει καταμεριστεί σε πολλά δωμάτια τα οποία πολλές φορές συνδέονται μεταξύ τους μέσω των διαδρόμων ή προθαλάμων με αποτέλεσμα σε ορισμένες περιπτώσεις το σύστημα της κάτοψης να είναι δαιδαλώδες. Το 1950 μεθοδεύεται ο σχεδιασμός της κάτοψης, πολλοί ενδιάμεσοι χώροι απουσιάζουν και οι επιπλέον διάδρομοι ενοποιούνται με τους κύριους χώρους, προσδίδοντας περισσότερα αξιοποιήσιμα τετραγωνικά στο διαμέρισμα χωρίς όμως την κατάργηση οποιοδήποτε χώρου και λειτουργίας. Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις την περίοδο πριν από το 1960 που στη μορφολογία της κάτοψης δεν υπερίσχυε το ορθοκανονικό σχήμα σε όλες τις περιπτώσεις αλλά εντοπίζονται χώροι που οριοθετούνταν με λοξούς τοίχους οι οποίοι είθισται να έχουν οπή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που εμφανίζει αυτή την ιδιαιτερότητα είναι η ‘’Μπλε πολυκατοικία’’ στα Εξάρχεια (19321933) καθώς και ορισμένα μεσοπολεμικά διαμερίσματα στο Κολωνάκι. H κάτοψη του ορόφου ποικίλει ανάλογα το ύψος που ανήκει, στους χαμηλούς ορόφους και στο υπόγειο τοποθετούνται τα μικρά διαμερίσματα και όσο αυξάνεται το ύψος ο κατακερματισμός του ορόφου γίνεται μικρότερος, με αποτελέσμα να δημιουργούνται μεγαλύτερα διαμερίσματα1
14
[1]Η έννοια του υπογείου εισάγεται την περίοδο του ‘50-’60. Την περίοδο του μεσοπολέμου είχε μικρή εφαρμογή, παρα μόνο για αναγκαίες λειτουργίες ή σε οικόπεδα με κλίση όπου κομμάτι του υπογείου θα ήταν τμήμα του ισογείου. Την περίοδο του 1950-1970 η δομή της πολυκατοικίας είναι τέτοια που επιτρέπει την κατοίκηση στο υπόγειο, ημιυπόγειο και ισόγειο αφήνοντας τον ένοικο σε άμεση επαφή με τον δρόμο, το πεζοδρόμιο, τον θόρυβο, τους
τα οποία προορίζονται για την αναδυόμενη προνομιούχα τάξη. Το πρώτο νομικό εργαλείο μορφοποίησης των πολυκατοικίων είναι το διάταγμα του ‘22 το οποίο ορίζει το συνολικό ύψος το οποίο ποικίλλει ανάλογα με το πλάτος του δρόμου και ανώτατο όριο τα 26μ. Το 1929 εκδίδεται ο πρώτος Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός που αναθεωρεί τον κανονισμό των υψών μειώνοντας το συνολικό επιτρεπόμενο ύψος και την συνολική δόμησιμη επιφάνεια. Ο συντελεστής κάλυψης δεν έχει ακόμα εισαχθεί σαν έννοια με αποτέλεσμα ο ακάλυπτος χώρος να μην έχει καθοριστεί με συγκεκριμένες προδιαγραφές ως προς την σχηματοποίηση και την διαστασιολόγηση του συντελώντας στη διαμόρφωση του όγκου της πολυκατοικίας. Ο χτισμένος όγκος προκύπτει με παράμετρο την ελεύθερη θέα και τον αερισμό των χώρων δημιουργώντας το ποσοστό κάλυψης του οικοπέδου κατά μέσο όρο να αγγίζει το επιτρεπόμενο ύψος 80%-90% το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως το υψηλότερο στα χρονικά. Το μεγάλο ποσοστό δόμησης αυτομάτως δίνει το πλεονέκτημα ευρυχωρίας των κοινόχρηστων χώρων. Οι κοινόχρηστοι χώροι καταλαμβάνουν μεγάλο ποσοστό τετραγωνικών μέτρων αναλογικά με το κτίριο και τον ακάλυπτο λόγω της προσήλωσης σε χώρους που λαμβάνουν πρόγραμμα συναντήσεων και συνελεύσεων, αλλά και λόγω της διαφοροποίησης των χώρων ως προς την προσβασιμότητα. Το εντευκτήριο και η είσοδος συμβολοποιούν την κοινωνικοποίηση της πολυκατοικίας όσον αφορά τους ενοίκους και τους επισκέπτες δημιουργώντας κατάλληλες συνθήκες για διάλογο, επικοινωνία και βοήθεια μεταξύ των χρηστών. Ως προς την προσβασιμότητα, πολλές πολυκατοικίες είναι δομημένες σε δύο άξονες κίνησης, την κίνηση των ενοίκων των διαμερισμάτων και την κίνηση του υπηρετικού προσωπικού, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της διαφοροποίησης των διαδρόμων και των
περαστικούς, τα αυτοκίνητα. Η επόμενη ‘’γενιά’’ πολυκατοικιών (1970 και μετά) προνόησε για την υποβαθμισμένη ποιότητα ζωής και χρησιμοποίησε το υπόγειο και το ισόγειο ως ζώνες αποθήκευσης, στάθμευσης, εισόδου κ.α. εφαρμόζοντας την έννοια της pilotis. [ Διάλεξη στη Στέγη Γραμμάτων και τεχνών με τίτλο ‘Η πολυκατοικία της Αντιπαροχής’]
15
κλιμακοστασίων. Η πορεία του προσωπικού εγγράφεται από το πλυσταριό που εντοπίζεται στον ακάλυπτο (σε περιπτώσεις όπου αυτός είναι προσβάσιμος) και στο δώμα μέχρι την κουζίνα ή από την είσοδο του σπιτιού σε κάθε όροφο μέχρι την εξατομικεύμενη είσοδο της πολυκατοικίας στο ισόγειο για το προσωπικό, ενώ αντίστοιχα η πορεία των ενοίκων εγγράφεται από την την επίσημη είσοδο της πολυκατοικίας μέχρι την κεντρική είσοδο του σπιτιού. Πολλές φορές είθισται η είσοδος να διαιρείται σε δύο επίπεδα, το πρώτο τμήμα με τις σκάλες που οδηγεί στο δεύτερο τμήμα το οποίο αποτελεί την κύρια είσοδο όπου μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει είτε τον ανελκυστήρα είτε τις σκάλες. Το 1934 επανακαθορίζεται το προβλεπόμενο ύψος της πολυκατοικίας και προβλέπει δύο ειδών ύψη, το ύψος του κτηρίου μετωπικά στο δρόμο και το συνολικό ύψος του κτηρίου, αυτή η τροποποίηση καθιστά την πρώτη απόπειρα της εισαγωγής του όρου ‘νοητό στερεό’ ο οποίος εμφανίζεται αργότερα. Απόρροια της κατηγοροποίησης των υψών είναι το ρετιρέ το οποίο αποτελεί μορφολογικό στοιχείο του λεξιλογίου της πολυκατοικίας. Η μεσοπολεμική κατοικία έχει εντάξει ως στοιχείο δόμησης την αναλογία των τετραγωνικών μέτρων των διαμερισμάτων ανά μονάδα ανθρώπου, η οποία ορίζεται στα 30 τ.μ. το λιγότερο, επισημαίνοντας την ενδεικτική αντίληψη που επικροτούσε ως προς το ελάχιστο2. Το 1948 εισάγεται το διάταγμα το οποίο επανακαθόριζει το τελικό ύψος της πολυκατοικίας, το όποιο αυξάνεται κατά έναν όροφο αυξάνοντας τα δομήσιμα τετραγωνικά του οικοπέδου. Στη συνέχεια επαναπροσδιορίζεται ο Γ.Ο.Κ. του ‘55 εισάγοντας τον συντελέστη κάλυψης στο 70% του οικοπέδου, ο οποίος μέχρι πρότινως απουσίαζε, σχηματοποιώντας και οριοθετώντας
[2]Αλλαγές στην εξέλιξη της πολυκατοικίας. Διάλεξη στο Ε.Μ.Π. , Πάνος Δραγώνας
16
τον ακάλυπτο χώρο άλλα και ταυτόχρονα μειώνοντας τον οικοδομήσιμο χώρο ανατρέποντας την αναλογία κοινόχρηστου-ιδιωτικού χώρου. Τα κλιμακοστάσια και οι κοινόχρηστοι χώροι με κυριάρχη την είσοδο μικραίνουν με στόχο την αξιοποίηση περισσότερων κατοικήσιμων τετραγωνικών μέτρων. Επίσης οι διαστάσεις του φωταγωγού ελαχιστοποιούνται στο 1.2μ. x 1.2μ. μετατρέποντας τον σε τρύπα και το ρετιρέ υποχωρεί κατά 2.5μ. από τον προκείμενο όροφο αυξάνοντας αυτόματα το εμβαδό του μπαλκονιού. Το 1968 προβλέπεται αύξηση των συντελεστών δόμησης κατά 20%-40% ανάλογα με τον ισχύοντα συντελεστή με στόχο την εξασφάλιση του επαρκούς ηλιασμού, φωτισμού και αερισμού, το όποιο δημιουργεί ένα προφανές δίπολο παραβατικότητας δεδομένου ότι οι υψηλοί συντελεστές διαμορφώνουν μεγάλους όγκους οι οποίοι εμποδίζουν την επίτευξη όλων των περαιτέρω. Η μορφολογία του εξώστη που υπάρχει στα μέρη των Εξαρχείων, του λόφου του Στρέφη, του Λυκαβηττού και του Κολωνακίου όπου εντοπίζονται πολλές πολυκατοικίες του μεσοπολέμου οι οποίες διακρίνονται από το έρκερ που αποτελεί έναν τύπο κλειστού εξώστη με μέγιστη προεξοχή 1.4μ. Το πλάτος της προεξοχής εξαρτάται από το πλάτος του δρόμου3. Ως προς τους ανοικτούς εξώστες το πλάτος τους δεν ξεπερνά το 1.1μ., δημιουργώντας με το έρκερ εσοχή της τάξεως των 40-50cm. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό δεν ισχύει καθώς παρατηρείται ο ανοικτός εξώστης να ευθυγραμμίζεται με το έρκερ. Η πολυκατοικία το 1950 διαφοροποιείται μορφολογικά καθώς ενοποιούνται οι εξώστες δημιουργώντας ένα επιπλέον layer, μία δεύτερη επιδερμίδα η οποία αφορά τον υπαίθριο και δημόσιο βίο.
[3] Στο Γ.Ο.Κ. ‘29 γίνεται ο προσδιορισμός διαστασιολόγησης ανοικτού και κλειστού εξώστη.
17
Αργότερα το 1960, το πλάτος του εξώστη μειώνεται στο λιγότερο του 1μ. μετατρέποντας το μπαλκόνι σε αποθηκευτικό χώρο καθ΄ότι η τόση στενότητα περιορίζει την αξιοποίηση του σε υπαίθριο καθιστικό χώρο εξ’αιτίας της περιορισμένης ελευθερίας κινήσεων αλλά και της μη-δυνατότητας τοποθέτησης επίπλων.
18
είσοδος πολυκατοικίας στο Κολωνάκι, Ηρακλείτου 6, 1937 η ευρυχωρία συναντάται στην είσοδο και το κλιμακοστάσιο.
19
“μπλε πολυκατοικία”, εξάρχεια
αυλή οδός Αλωπεκής με Πατρ. Ιωακείμ, (1928) Δημητριάδης
οδός Μπουμπουλίνας, Αθήνα (1930) Κ.Μπίρης
εσωτερικές αυλές
20
21
Ο κτιριακός τύπος της πολυκατοικίας έχει πλέον εδραιωθεί τη δεκαετία του ΄70 και η απόκτηση ενός διαμερίσματος είναι συνώνυμη με την απόκτηση ενός σπιτιού. Σε μια κοινωνία υλικής ευημερίας είναι αναπόφευκτη η απαίτηση όλο και μεγαλύτερων ανέσεων από τους κατοίκους. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται και στο σχεδιασμό καθώς την περίοδο αυτή παρατηρείται μια τάση για μείωση των μικρών διαμερισμάτων έναντι των μεγαλύτερων. Οι γκαρσονιέρες και τα λεγόμενα δυάρια φαίνεται να εκλείπουν ενώ τα διαμερίσματα που διαθέτουν τρία ή και τέσσερα δωμάτια συναντώνται πιο συχνά1. Και αυτή την περίοδο η πρόσβαση στον εσωτερικό χώρο της πολυκατοικίας πραγματοποιείται σε κοινό τόπο για όλα τα διαμερίσματα με την ύπαρξη μιας κεντρικής εισόδου που οδηγεί στο κοινό κλιμακοστάσιο και τον ανελκυστήρα. Για τη δημιουργία των διαμερισμάτων ακολουθούνται συγκεκριμένοι κανόνες με στόχο την καλύτερη διαβίωση των κατοίκων. Η χωροθέτηση των δωματίων σε κάθε σπίτι γίνεται με βάση την επίτευξη καλύτερου φωτισμού, αερισμού και θέασης για το κάθε δωμάτιο. Συγκεκριμένα, οι χώροι διημέρευσης (καθιστικό) έχουν τον προσανατολισμό τους στο δρόμο, η κουζίνα και οι υγροί χώροι στο ενδιάμεσο ενώ τέλος πίσω τοποθετούνται τα δωμάτια. Σύμφωνα με τις νομοθετικές ρυθμίσεις2 που προβλέπουν την πριμοδότηση των ανοιχτών χώρων, των ημιυπαίθριων και των εξωστών, θα έπρεπε υποθετικά το συνολικό εμβαδόν του κτισμένου χώρου να μειωνόταν. Αντίθετα διαπιστώνεται ότι συνέβη το αντίστροφο από αυτό που αναμενόταν καθώς τα στοιχεία αυτά σχεδιάζονται έντεχνα στην κάτοψη και αργότερα “κλείνονται” για χάρη ενός παραπάνω δωματίου (παρατήρηση φαινομένων παρανομίας).
[1]Τη δεκαετία του ‘90 όπου οικονομικές συνθήκες μετασχηματίζονται ξανά διαπιστώνεται μια επιστροφή στους τύπους των μικρών διαμερισμάτων. Διάλεξη στο Ε.Μ.Π., Πάνος Δραγώνας
22
[2],[3]Αλλαγές στο Γ.Ο.Κ του 1985, ο οποίος παραμένει ο ίδιος μέχρι και σήμερα (αναθεωρημένος).
Η εξέλιξη του μοντέλου και η καθιέρωσή του Το κύριο σώμα του κτιρίου αρθρώνεται χρησιμοποιώντας ως μοτίβο ένα τυπικό όροφο. Η επανάληψη δηλαδή του ίδιου ορόφου (ο ένας πάνω στον άλλο) πέρα από το ότι αποτελεί τη γενεσιουργό συνθήκη που εφαρμόζεται στο κύριο σώμα του κτιρίου, χαρίζει και εξαιρετικές ευκολίες στο σχεδιασμό διευκολύνοντας παράλληλα τη μαζική παραγωγή. Ο σχεδιασμός του τυπικού ορόφου επηρεάζεται την περίοδο αυτή σε μεγάλο βαθμό από τις ανάγκες και τις προτιμήσεις του οικοπεδούχου ο οποίος λάμβανει πλέον το μεγαλύτερο ποσοστό αντιπαροχής3. Μια αντίθεση που διαπιστώνεται είναι η εξής : ενώ η αστική πολυκατοικία αυξάνει σε ύψος και το κτίριο είναι ψηλό μετά τις αλλαγές που προτύνει ο Γ.Ο.Κ. του 1985, η έννοια της οριζόντιας κατοικίας παραμένει ακόμη ισχυρή. Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις όπου η τομή παρουσιάζει κάποια ποικιλλομορφία όσο αφορά τα ύψη (διαμέρισμα καθ΄ύψος)4. Την περίοδο αυτή εισάγεται η έννοια του ιδεατού στερεού5, διαφοροποιώντας έτσι τη διαδικασία του σχεδιασμού καθώς δίνεται μεγαλύτερη ελευθερία επιλογών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι καθορίζει σε μικρότερο βαθμό την εικόνα της πόλης σε σχέση με την πρότερη εποχή των έρκερ6. Παρατηρώντας την όψη μιας τυπικής πολυκατοικίας τοποθετώντας το σημείο οπτικής στο επίπεδο του δρόμου, εντοπίζουμε τον ένα εξώστη πάνω στον άλλο να ακολουθεί την επανάληψη του ορόφου. Το αποτέλεσμα είναι όψεις ενιαίες και ευθυγραμμισμένες, το μήκος των οποίων διατρέχουν συνεχόμενοι εξώστες. Τα ανοίγματα ακολουθούν και αυτά ένα ρυθμό προσθέτωντας ομοιομορφία στη γενικότερη εικόνα τόσο αισθητικά όσο και ογκοπλαστικά.
[4]Πολυκατοικία Αντωνακάκη, στην οδό Εμμ. Μπενάκη, Πολυκατοικία Α. Πατσούρη στην οδό Διδότου[5]Το κτίριο τοποθετείται με μεγαλύτερη ελευθερία στο οικόπεδο. Το περίγραμμα της οικοδομής πρέπει πάντα να είναι στα όρια του νοητού στερεού χωρίς να είναι απαραίτητο να εφάπτεται στην οικοδομική γραμμή του τετραγώνου. Η κλίση προκύπτει από τη γραμμή που ενώνει την απέναντι οικοδομική γραμμή με το πέρας της κατακόρυφης.
23
Τα μπαλκόνια γίνονται την περίοδο αυτή πλατύτερα με αποτέλεσμα να είναι και πιο λειτουργικά. Αποκτούν πλέον χρηστικότητα και κινητικότητα καθώς τραπεζοκαθίσματα προστίθενται και γίνονται μέρος της καθημερινής ζωής των κατοίκων σε αντίθεση με παλαιότερα που το μέγεθός τους αποτελούσε ανατρεπτικό παράγοντα και συχνά χρησίμευαν μόνο ως αποθηκευτικοί χώροι άχρηστων αντικειμένων. Μια αλλαγή που παρατηρείται είναι η ποικιλλία στη μορφή των μπαλκονιών. Το σχήμα τους αλλάζει και χάνουν τον τετραγωνισμένο χαρακτήρα της γεωμετρίας τους ενώ προστίθενται ενίοτε και διάφορα διακοσμητικά στοιχεία. Σε μια προσπάθεια εμπλουτισμού των όψεων και εντυπωσιασμού τη δεκαετία του ‘90 το μέτρο χάνεται και συναντώνται περιπτώσεις που το οπτικό ερέθισμα που λαμβάνεται κοιτώντας μια αστική πολυκατοικία είναι αρκετά ισχυρό και έρχεται σε αντίθεση με το περιβάλλον δόμησης του. Στη σύγχρονη εποχή υπάρχουν και προτάσεις με πρωτότυπες σχεδιαστικά λύσεις. Σκοπός είναι το μοντέλο της πολυκατοικίας να γίνει πιο ελκυστικό οπτικά και να προσφέρει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Οι όψεις παραμένουν κατά κυρίαρχο λόγο ενιαίες αλλά δημιουργούνται παράλληλα ενδιαφέροντα σπασίματα όγκου7. Ένα σημαντικό στοιχείο που επηρεάζει τη μορφολογία της αστικής πολυκατοικίας είναι η εμφάνιση της πιλοτής (pilotis) και η ευρεία διάδοσή της στα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Στην ουσία η πιλοτή συναντάται πολύ νωρίτερα στα πλαίσια της πολυκατοικίας οι ρυθμίσεις όμως που την αφορούν εντάσσονται στο Γ.Ο.Κ του ΄73 για πρώτη φορά. Η δημιουργία της πιλοτής είναι αυτή που ανυψώνει το κτίριο από το επίπεδο του εδάφους. Έτσι, η διαμόρφωση της πολυκατοικίας ξεκινά πλέον όχι από το επίπεδο του +0.00 αλλά από αυτό του πρώτου ορόφου. Οι πιλοτές είναι στην πλειοψηφία τους στενόμακρες όσο αφορά το σχήμα τους ενώ το ύψος τους χαρακτηρίζεται
24
[6]Οι προηγούμενοι Γ.Ο.Κ και κυρίως αυτός του ‘29 με τα ερκέρ και τις γενικότερες ρυθμίσεις που επηρέαζαν τη μορφολογία του κτιρίου, είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο στην εικόνα της πόλης. Ως ένα βαθμό καθόριζε την εξωτερική εμφάνιση των κτιρίων (σε αντίθεση με το Γ.Ο.Κ του ‘85). [7] Πολυκατοικία στο Παγκράτι, Πάνος Δραγώνας και Βαρβάρα Χριστοπούλου, 2000.όγκος του κτηρίου επιμερίζεται σε ενότητες ενός ή δύο ορόφων ώστε το κτήριο
σχετικά χαμηλό με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός χώρου σκοτεινού ή ακόμη και κλειστοφοβικού. Η τυπολογία τους αυτή επηρεάζεται από την τυπολογία των οικοπέδων (μεγάλο βάθος). Η πιλοτή αποτελεί σημείο τομής για τη σχέση της πολυκατοικίας με την πόλη καθώς είναι ένας χώρος που βρίσκεται ανάμεσα στο δρόμο και τον ακάλυπτο χώρο. Ενώνει το “μέσα” με το “έξω”. Ιδανικά θα μπορούσε να έχει το ρόλο της εκτόνωσης της δημόσιας ζωής της πολυκατοικίας όμως τα μειονεκτήματα που παρουσιάζει η μορφολογία της σε συνδυασμό με την άμεση επαφή με τις οχλήσεις του δρόμου την καθιστούν έναν μάλλον άχαρο χώρο. Συχνά, η λειτουργία της υποβαθμίζεται και περιορίζεται στη χρήση πάρκινγκ και την εξυπηρέτηση της μετάβασης από το δρόμο στον ημιδημόσιο χώρο της πολυκατοικίας. Τέλος, η αντίληψη για το δώμα των πολυκατοικιών παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της γενικότερης εικόνας της πολυκατοικίας. Παρά τα πλεονεκτήματα που παρουσιάζουν (φως, αερισμός, κατά περίπτωση καλή θέα) η χρήση τους εξαντλείται στην τοποθέτηση κεραιών, ηλιακών συλλεκτών και μηχανολογικών εγκαταστάσεων. Οι ενέργειες αυτές σε συνδυασμό με τον κατακερματισμό του εμβαδού του δώματος για χάρη της ύπαρξης των ρετιρέ έχουν ανάγει το χώρο αυτό σε μη βιώσιμο κάνοντας παράλληλα και την εικόνα της πολυκατοικίας προς την πόλη λιγότερο ελκυστική.
να αποκτήσει εσωτερική κλίμακα και οι επιμέρους ενότητες του να γίνουν διακριτές και αναγνωρίσιμες. Το χαμηλότερο τμήμα του κτηρίου εξαντλεί το μεγαλύτερο ποσοστό της κάλυψης και ακολουθεί ο κορμός, όπου οι εξώστες των διαμερισμάτων σχηματίζουν -ανά δύο πατώματα- ανεξάρτητες ενότητες, οι οποίες ανοίγονται προς τον νότιο ή τον ανατολικό προσανατολισμό. Δομές_index
25
πολυκατοικία Δ. Αντωνακάκη στην Αθήνα, Εμμ. Μπενάκη 118. διαφορά υψών σε τομή
πολυκατοικία Α.Πατσούρη στην οδό Διδότου, Αθήνα, ποικιλλία υψών σε τομή
26
27
Η ιεροτελεστία της καθημερινότητας. Η κάτοψη αποτελεί το σύστημα οριοθέτησης ως προς τα δωμάτια αλλά και ως προς την σωματικότητα. Εγγράφεται ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο μπορεί κανείς να διαχειρίζεται το σώμα του, που θα κινείται, που θα κάθεται, που θα δραστηριοποείται. Η κάτοψη της κατοικίας αποτελείται από ένα σύνολο δωματίων τα οποία λαμβάνουν διαφορετικό πρόγραμμα το καθένα. Τα ονόματα των χώρων-δωματίων που απαρτίζουν τα διαμερίσματα στην πολυκατοικία από την εμφάνισή της μέχρι και το μεταβατικό στάδιο στα μέσα του 1970 είναι ‘χωλ’, ’κουζίνα’, ‘σαλόνι΄, ‘λουτρό’, ’δωμάτιο υπηρεσίας’, ‘W/C’, ‘κοιτώνας’. Η δραστηριότητα του σπιτιού περιστρέφεται γύρω από την κουζίνα. Αποτελεί τον μοναδικό χώρο στον οποίο η γυναίκα κατέχει τον απόλυτο έλεγχο στα πλαίσια της επιβολής στην οικογένεια παρότι την περίοδο εκείνη το ανδρικό φύλλο υπερισχύει έναντι του γυναικείου ως προς τα κοινωνικά πρότυπα. Όποιος αναλαμβάνει το γεύμα, ρόλος που αποδίδεται συνήθως στη γυναίκα, οριοθετεί τον χώρο στον οποίο θα κινηθεί το κάθε μέλος της οικογένειας και ορισμένες φορές ενδέχεται να αποτρέψει την είσοδο στον άντρα και τα παιδιά για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Τα αυστηρά όρια ως προς την προσβασιμότητα των χρηστών διαπιστώνοται από την κάτοψη η οποία ορίζεται από τους τέσσερις τοίχους του δωματίου. Η κουζίνα αρθώνεται γύρω από τη δράση του φαγητού ως προς τα στάδια παρασκευής του αλλά και ως προς την κατανάλωση και την συντήρησή του. Ο πάγκος της κουζίνας και ο νεροχύτης χρησιμοποιείται για την παρασκευή φαγητού, το τραπέζι για την κατανάλωση και ενίοτε για την παρασκευή γεύματος και το ψυγείο και τα ντουλάπια για την συντήρηση. Το μαγείρεμα
28
με συναφή επακόλουθα το πλύσιμο των υλικών στο νεροχύτη, την χρήση πάγκου, μηχανολογικού εξοπλισμού και οικιακών σκευών και το πλύσιμο τους απαιτεί κινητικότητα. Η κινητικότητα μπορεί να αποτυπώνεται σε μία σειρριακότητα κίνησεων ή να είναι η εναλλαγή κινήσεων, η οποία προϋποθέτει μεγάλη έκταση χώρου αφένος μεν για την αποθήκευση των παραπάνων ειδών αλλά και την σωματικότητα. Η κουζίνα οφείλει να καταλαμβάνει μεγάλο χώρο καθώς το σώμα κινείται με γρήγορους ρυθμούς και πιθανή ένταση εξ’αιτίας του χρονικού πλαίσιου που κάθε φορά ορίζεται για το σερβίρισμα, με αποτέλεσμα οι κινήσεις να μην είναι απόλυτα επιδέξιες και ελεγχόμενες. Απαιτεί αυξημένο βαθμό ελευθεριότητας του σώματος1. Το πρόβλημα δημιουργείται συνήθως όταν εμπλέκονται πάνω από ένα άτομο στην παρασκευή του γεύματος και το σώμα περιορίζεται με τέτοιον τρόπο ώστε να αποφύγει τη επαφή με τον άλλον. Η έννοια της δράσης έχει πολλά ανοικτά ενδεχόμενα καθώς είναι απρόβλεπτη, αναρείται η σειριακότητα κινήσεων επαναρριθμείται η τυχαιότητα και υπερισχύει ο αυτοσχεδιασμός με επακόλουθο το λάθος, τη ζημία. Με όρους κατοίκησης στο διαμέρισμα τα παραπάνω ενδεχόμενα μεταφράζονται σε έντονες μυρωδιές, θόρυβο, απώλεια πραγμάτων, τσακωμοί. Στο σημείο αυτό δημιουργείται το δίπολο με το σαλόνι-τραπεζαρία. Η τραπεζαρία αποτελεί χώρο προδιεγραμμένο για το σερβίρισμα και την κατανάλωση του φαγητού, αλλά δεν χρησιμοποιείται πότε από τους ενοίκους. Η δημόσια έκθεση της κουζίνας στο σαλόνι και την τραπεζαρία είναι επίφοβη καθ’ ότι ενδέχεται η δράση της να αντικροούεται με τις εθιμοτυπίες και τις συνήθειες της εποχής εκείνης, με πρόσχημα ‘’είναι ντροπή να φαίνεται η ακαταστασία της κουζίνας’’. Για τον λόγο αυτό παρατηρείται στις κατόψεις διαφοροποίηση της τραπεζαρίας-σαλονιού
[1]Μυρτώ Κιούρτη, Ο επαναπροσδριορισμός καθημεριών αντιλήψεων και πρακτικών ως μέσο για τον σχεδιασμό της κατοικίας, Διδακτορική διατριβή, Ε.Μ.Π. (2012) [2]Ανάμεσα στην κουζίνα και την τραπεζαρία συνήθως παρεμβάλλεται λενας μεταβατικός χώρος που εξυπηρετεί για την απομόνωση των οσμών, το λεγόμενο ‘’office’’. Άννα Αξαοπούλου Ελισσάβετ Περτικιόζογλου, ΑΠΟΤΥΠΩΣΕΙΣ του αστικού μύθου, Διάλεξη, Ε.Μ.Π. (2012)
29
από την κουζίνα η οποία οριοθετείται οπτικά με την πόρτα της κουζίνας. Πέρα από τα νομιμοποιημένα όρια υπάρχουν και τα νοητά όρια τα οποία αφορούν τις οσμές και τον θόρυβο, για το λόγο αυτό σε αρκετές περιπτώσεις στις κατόψεις παρεμβάλεται επιπλέον πόρτα ή ένας μεταβατικός χώρος το ‘office’ που συμβάλει στην απομόνωση των παράπανω στοιχείων2. Η τραπεζαρία χρησιμοποιείται σπάνια από την οικογένεια καθώς ο ρόλος της είναι προσδιορισμένος για τις κοινωνικές περιστάσεις. Η οικογένεια θα προτιμήσει να φάει στην κουζίνα λόγω της εργονομίας κινήσεων επειδή δεν θα μεταφέρει το φαγητό, τα πιάτα, τα ποτήρια και τα σκεύη στην τραπεζαρία, ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα και τον κίνδυνο για ζημιές. Το γεύμα στην τραπεζαρία αποφεύγεται επειδή παραπέμπει στην εξής φράση ‘’χριστούγεννα έχουμε; ‘’. Η χρήση της συνεπάγεται με την αυτονόητη καθιέρωση ενός πρωτοκόλλου3. Στις γιορτές τις περισσότερες φορές η ευρύτερη οικογένεια συγκεντρώνεται στο μεγάλο επίσημο τραπέζι και όλα τα μέλη των οικογενειών συντονίζονται σε κοινό κώδικα ο οποίος αφορά την χρονικότητα και την σωματικότητα. Η χρονικότητα διαπιστώνεται στην κοινή ώρα προσέλευσης στο χώρο, έναρξης του κάθε γεύματος και επιδορπίου, αλλά και μεταφοράς πιάτων από την τραπεζαρία στην κουζίνα. Όσον αφορά τον σωματικό συντονισμό, τα μέλη θα καθίσουν στις καρέκλες, θα τσουγκρίσουν τα ποτήρια και θα σηκωθούν την ίδια ώρα. Σπάνια κάποιος θα παραμελήσει το γεύμα για να κάτσει στο σαλόνι καθώς η κίνηση αυτή θεωρείται μεμπτή εισάγοντας την έννοια της παρατυπίας και του απολογισμού την εν δυνάμει παράλειψη της ιεροτελεστείας. Το παραπάνω πρωτοκόλλο ενστικτωδώς έχει αποτυπωθεί στην συμπεριφορά της οικογένειας με αποτέλεσμα κάθε φορά που θα θέλει να γευματίσει στην τραπεζαρία σε καθημερινό επίπεδο θα καταλήγει να τηρεί άσκοπα το ‘’ψεύτικο savoire vivre’’ υπό την απουσία των
[3]Μυρτώ Κιούρτη, Ο επαναπροσδριορισμός καθημεριών αντιλήψεων και πρακτικών ως μέσο για τον σχεδιασμό της κατοικίας, Διδακτορική διατριβή, Ε.Μ.Π. (2012)
30
παρευρισκόμενων. Στην κουζίνα ο σωματικός συντονισμός καταρρίπτεται, το χρονοδιάγραμμα είναι ελαστικό και η αλληλουχία των γευμάτων καθορίζεται ατομικά και όχι συλλογικά όπως συμβαίνει αντίστοιχα στην τραπεζαρία. Οι δράσεις διεπόνται από αυτονομία και αυτενέργεια καθώς το κάθε μέλος αυτοεξυπηρετείται, μπορεί μόνο του να φέρει το νερό, το ψωμί και να πάρει κάτι από το ψυγείο, σε αυτό συντελεί και η μικρή ακτίνα κινήσεων. Η χωρική διαφοροποίηση της τραπεζαρίας σε σχέση με την κουζίνα μέσω τοιχοποίας καθιστά την δράση του γεύματος εθιμοτυπική στον χώρο της τραπεζαρίας και κυριολεκτική στον χώρο της κουζίνας. Την εποχή του μεσοπολέμου μέχρι τα 70’s η κοινωνική κατάσταση του ατόμου διαμορφώνονταν από την περιοχή διαμονής, την κατοικία μαζί με τον τεχνολογικό εξοπλισμό της, την κατοχή αυτοκινήτου ή όχι και σε περιπτώση κατοχής τι μοντέλο αυτοκινήτου είναι, και το επάγγελμα. Ως προς το ζήτημα της κατοικίας το σαλόνι αναγνωρίζεται ως το κυρίαρχο σύμβολο κοινωνικής αναγνωρισιμότητας, συμβάλλοντας στην σωστή προβολή τους επισκέπτες. Η λειτουργία του είναι το δωμάτιο που υποδέχεται τους ξένους και συνυπάρχει με τα τελετουργικά συμβάντα και τον θρησκευτικό κύκλο. Τα συνήθη δρώμενα που συντελούνται είναι συνοικέσια, γενέθλια, βαπτίσια, γάμοι, ονομαστικές εορτές, κηδείες και μνημόσυνα. Όταν δεν χρησιμοποιείται πέφτει σε χειμερία νάρκη δεν τελείται καμία απόλυτως δράση και επανεργοποίειται υπό την επιταγή κάποιας επίσκεψης, με αποτέλεσμα η χρήση του σαλονιού να ετεροκαθορίζεται με κύριο γνώμονα τους ξένους και όχι τους ίδιους τους ενοίκους. Το παραπάνω συμπληρώνεται με το παρόδοξο ότι το σαλόνι καταλαμβάνει αναλογικά με το υπόλοιπο σπίτι ποσοστό χώρου που μπορεί να αγγίζει και το ένα τρίτο του συνολικού εμβαδού του διαμερίσματος. Στην αστική κατοίκηση δεν
31
υφίσταται η πολυτέλεια της μη-εκμετάλευσης του σαλονιού, διότι οι χώροι είναι ελαχιστοποιημένοι ήδη από τον σχεδιασμό της κάτοψης, η μετάφραση αυτής της συνθήκης αναιρεί την έννοια της πρακτικότητας. Με την δημιουργία ‘’νεκρού’’, επιζήμιου χώρου το σαλόνι λειτουργεί παρασιτικά ως προς το υπόλοιπο διαμέρισμα καθώς οι δράσεις συγκεντρώνονται στα 10-15 m2 της κουζίνας και στους κοιτώνες τους οποίους μοιράζονται τα νεαρά μέλη της οικογένειας. Το μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας δεν έχει ακόμα απελευθερωθεί, ο διαχωρισμός των ρόλων υφίσταται αυστηρά τηρώντας τις χωρικές διαβαθμίσεις ιδιωτικότητας μέσα στο διαμέρισμα, με αποτελέσμα τα παιδιά να δραστηροποιούνται στριμωγμένα κύριως στον κοιτώνα τους. Η μη αξιοιποίηση του σαλονιού οφείλεται επιπλέον στην περιορισμένη κινητικότητα η οποία προέρχεται κατά ένα μεγάλο βαθμό από την ακριβή επιπλώση και διακόσμηση. Το πιθανό ενδεχόμενο ζημιάς οποιοδήποτε αντικείμενου προκαλεί φόβο και κατ’επεκταση οι κινήσεις προδιαγεγράφονται με ένα κώδικα συντήρησης ως προς την υλικότητα και καλού προφίλ προς τα έξω. Το σαλόνι αποτελεί δωμάτιο μειωμένης ελευθεριότητας κινήσεων καθώς όλες ειναι δρομολογήμενες με άξονα το κοινωνικό προφίλ, απαγορευόνται τα πολλά παιχνίδια εκ μέρους των παιδιών, τα πόδια πάνω στον καναπέ, το κόκκινο κρασί πάνω στο τραπέζι θεωρείται επίφοβο, σε αντιδιαστολή με τον αυθορμητισμό της κουζίνας η οποία έχει απενοχοποίησει πλήρως την ακαταστασία, την ‘’βρωμία’’ και την απροσεξία. Τα περαιτέρω στοιχεία είναι ενσωματωμένα στην τρέλα του να προλάβει κανείς το φαγητό να μην καεί, να δραστηροποιηθεί γρήγορα για να μαγειρέψει επειδή πεινάει. Το ζητούμενο είναι ο καθορισμός κινήσεων και ο αυτοέλεγχος του σώματος σε ένα χώρο που διέπεται από αρχές κατοικήσης και πρακτικότητας να συμβαίνει πηγαία, όπως για παράδειγμα το λουτρό. Στο λουτρό υπάρχει περιορισμένη κινησιολογία εξ’αιτίας του εξοπλισμού
[4]Michelle Perrot « Introduction», Moniue Eleb-Vidal, Anne Debarre-Blanchard, Architectures de la vie privée, maisons et mentalités, XVIIe-XIXe siècles [παραπομπή από Μυρτώ Κιούρτη, Ο επαναπροσδριορισμός καθημεριών αντιλήψεων και πρακτικών ως μέσο για τον σχεδιασμό της κατοικίας, Διδακτορική διατριβή, Ε.Μ.Π. (2012)
32
και των ελάχιστων τετραγωνικών μέτρων, σε αντίθεση με το σαλόνι το οποίο επιβάλλει την συστηματοποίηση των κινήσεων χώρις κάποιο βασικό λόγο επιβεβαιώνοντας την θέση της Μichelle Perrot ότι η κατοικία είναι διαμορφωτήριο σωμάτων4. Η παγίδα των ακριβών επίπλων και η μετατροπή του σαλονιού σε ένα πεδίο ζημιών είναι κοινωνικό κατασκέυασμα του ίδιου του χρήστη. Το να μην απολαμβάνει κανείς τα αγαθά για τα οποία έχει δουλέψει και έχει αποκτήσει με κόπο αποτελεί ειρωνία. Το σαλόνι-φάντασμα αποτελείται από ακριβή επίπλωση και αντικείμενα συναισθηματικής αξίας, πίνακες, βάζα, σεμεδάκια τα οποία είναι καταχωρημένα στο λεξιλόγιο του διαμερίσματος ως κληρονομιά, η μαγική στιγμή αυτής της προσωποποίησης και εξωτερίκευσης του χώρου, του γούστου και των προσλαμβάνουσων δεν είναι εύκολα βιώσιμη σε καθημερινή βάση από τους χρήστες-ενοίκους5. Συγκριτικά με τους υπόλοιπους χώρους το σαλόνι μαζί με τους κοιτώνες ανήκουν στους ‘’παρθένους’’χώρους πρoς αξιοποίηση καθ’ ότι απουσιάζει πλήρως ο οικιακός τεχνολογικός εξοπλισμός, και η έννοια της λειτουργικότητας η οποία υποσκάπτει την εκδήλωση της αμιγούς προσωπικότητας της οικογένειας. Τα δωμάτια όπως λουτρό και κουζίνα είναι εξαρχής προσανατολισμένα στην λειτουργία αυτή καθ’αυτή δίνοντας προτεραιότητα στην πρακτικότητα και στην χρηστικότητα με αποτέλεσμα να καταλήγουν απρόσωπα χωρίς κάποιο ιδιαίτερο στίγμα. Στην κάτοψη το σαλόνι τοποθετείται δίπλα στο χολ, το όποιο αποτελεί τον προθάλαμο για την εισχώρηση σε αυτό. Η μετάβαση του ‘’έξω’’ με το ‘’μέσα’’ επιτυγχάνεται μέσω του αχρησιμοποίητου χώρου που ονομάζεται χολ και συμβολοποιεί την σύνδεση της οικογένειας με την κοινωνία. Συνλειτουργεί
[5] Απόσπασμα από την τελευταία συνέντευξη του Άρη Κωνσταντινίδη, στο οποίο περιγράφει τις μικροαστικές συνήθειες των κατοίκων των εργατικών κατοικίων που είχε σχεδιάσει στη Ν.Φιλαδέλφεια : ‘’ Μετά από ένα χρόνο, πήγα να δω πώς ζούσαν εκεί. Kαι τι να δω... Tο καθημερινό ήταν κλειδωμένο. Ήταν το επονομαζόμενο «καλό». Tους ζήτησα να μου το ανοίξουν και είδα μέσα πολυτελέστατα έπιπλα με λεοντοπόδαρα και πολυελαίους με
33
με το σαλόνι, το W/C των ξένων και σε ορισμένες περιπτώσεις με το δωμάτιο υπηρεσίας. Η κάτοψη του διαμερίσματος με την συγκεκριμένη αλληλουχία χώρων διαμορφώνει αλληλουχία κινήσεων καθορίζοντας μια τελετουργία για τον επισκέπτη αλλά και τον κάτοικο. Με την είσοδο του επισκέπτη στο διαμέρισμα εκτελείται το τρίο των παρακάτω δράσεων, αρχικά εισέρχεται στο χολ, αφήνοντας το παλτό στη γκαρτνταρόμπα, (ο σχεδιασμός της έχει προμελετηθεί απο την κάτοψη) πλένει τα χέρια στο W/C των ξένων και επισκέπτεται το σαλόνι που αποτελεί χωρικά το σημείο της συνάντησης. Ο κάτοικος αντίστοιχα εισέρχεται στο χολ αφήνοντας τα κλειδιά και πιθάνοτατα κάποιον λογαριασμό στο έπιπλο του χολ, το παλτό στη γκαρνταρόμπα και πλένει τα χέρια του στο W/C των ξένων. Σε πολλές κατόψεις της περιόδου το μπάνιο δεν έχει άμεση σύνδεση με το χολ καθώς παρεμβάλλεται πόρτα ενδιάμεσα δημιουργώντας έναν προθάλαμο ο οποίος χρησιμοποείται ως γκαρνταρόμπα6. Πέρα από τον πρακτικό του χαρακτήρα αναλαμβάνει ρόλο κατασταλτικό ως προς τον κοινωνικό σχολιασμό. Πρόκειται για τον προθάλαμο των επισκεπτών ο οποίος λειτουγεί σαν μανδύας της ιδιωτικής σφαίρας με στόχο να μην εμφανίσει το υπόλοιπο του διαμερίσματος καθώς συνήθως δεν έχει άμεση θέα με το σαλόνι, οι οπτικές διασυνδέσεις επί το πλείστον δεν συναντιούνται με άλλους χώρους. Επιπλέον τα ελάχιστα τετραγωνικά σε συνδυασμό με τα λίγα έπιπλα που διαθέτει, δεν επαρκούν ως στοιχεία για την κατηγοριοποίηση του διαμερίσματος σε πολυτελές, απλό, ακατάστατο, ευρύχωρο, παλιομοδίτικο, συντηρητικό, βρώμικο. Το παράδοξο παρατηρείται στην κατόψη του ισογείου και των πρώτων ορόφων όπου συνυπάρχουν πολλά μικρά διαμερίσματα του ενός ή δύο δωματίων στα οποία διατηρούνται οι απαραίτητοι χώροι, κουζίνα , λουτρό, σαλόνι, κοιτώνας και χολ υπό τις ελάχιστες διαστάσεις. Η οργάνωση και η μορφή των μεγαλοαστικών διαμερισμάτων δεν μπορεί να προσαρμοστεί και να
ψευτοασημικά. Ήταν ένας χώρος που ανοιγόταν μόνο στις γιορτές. Kαι ζούσαν στριμωγμένοι στα δύο δωμάτια. Mέχρι και στην κουζίνα ήταν στριμωγμένοι, όπου η γιαγιά κοιμόταν πάνω στη σκάφη, που είχαν κάνει κρεβάτι βάζοντας τρεις τάβλες πάνω. Έτσι ζούσαν όλοι.’’
34
εξυπηρετήσει τις ανάγκες της λιγότερο προνομιούχας ζωής. Η αστική διαβίωση μέσα στο διαμέρισμα συνεχώς μεταβάλλεται, η χρονικότητα καθορίζει νέες συνήθειες, η εξέλιξη της τεχνολογίας δημιουργεί νέες χωρικές συνθήκες οι οποίες σταδιακά καταργούνται. Οι μεσοπολεμικές κατόψεις των διαμερισμάτων διαθέτουν διάδρομο τηλεφώνου ο οποίος αποτελεί μια τέτοια συνθήκη κατά την οποία τηλέφωνο είναι αναρτημένο στο τοίχο και χρησιμοποείται επί το πλείστον από το υπηρετικό προσωπικό. Στην κάτοψη εντοπίζεται στο διάδρομο που συνδέεται με το χολ. ΄Επιπλέον, το δωμάτιο υπηρεσίας που εντοπίζεται από στα μεσοπολεμικά διαμερίσματα μέχρι και τα μέσα του ‘70, έχει πλέον μετατραπεί ανάλογα την διαστασιολόγηση του σε υβρίδιο πολλαπλών χρήσεων, όπως αποθήκη, γκαρνταρόμπα, ή κανονικό υπνοδωμάτιο. Τοποθετείται κοντά στην είσοδο και στην κουζίνα και ορισμένες φορές διαθέτει πρόσθετο λουτρό, έτσι ώστε η βοηθητική γυναίκα να μην παρεισφρύει στην οικογένεια7. Η κατάργηση του οφείλεται στην τεχνολογική εξέλιξη η οποία έχει αυτοματοποιήσει τις δουλειές του διαμερίσματος συμβάλλοντας στην οικιακή οικονομία.
Όρια κίνησης_ κατευθυντήρια ερεθίσματα Η κίνηση των κατοίκων μέσα στο διαμέρισμα γίνεται από τον ένα χώρο στον άλλο εσωτερικά, δεν υπάρχει εναλλαγή υπαίθριου χώρου με κλειστό8. Στις κατοικίες δεν υπάρχουν ανοίγματα τα οποία οδηγούν από τον ένα χώρο στον άλλον κατευθείαν, όπως και αντίστοιχα δεν υπάρχουν εσωτερικά παράθυρα
[6]Κάτοψη ορόφου κτιρίου στην Βασ. Σοφιας 129, Βαλσαμάκης Ν. (1956) [7]Κάτοψη ορόφου κτιρίου στην οδό Σεμιτέλου 5, Βαλσαμάκης Ν. (1953)
35
το οποία επιτρέπουν τις άμεσες οπτικές διασυνδέσεις9. Απομακρύνονται οι εσωτερικοί όγκοι (δωμάτια-χώροι) στο εσωτερικό της κατοικίας ώστε να δημιουργηθεί μεταξύ τους ένας ενδιάμεσος στενός χώρος με διαστασεις 1m ή 1.10m με στόχο την μετακίνηση των κατοίκων. Υλοποιείται η μετάβαση από τον έναν χώρο στον άλλον χωρίς να υπάρχει παρεμβολή σε άλλο δωμάτιο. Ο στενός και επιμηκής χώρος ανάμεσα στα δωμάτια που έχει οριοθετηθεί με τις ελάχιστες διάστασεις ως προς την σωματικότητα ονομάζεται διάδρομος και εισάγεται ως στοιχείο κατόψης. Ο διάδρομος πέρα από την μετάκινηση των κατοίκων από το ένα δωμάτιο στο άλλο εξασφαλίζει ταυτόχρονα την σύνδεση και την απομάκρυνση των επιμέρων εσωτερικών χώρων. Συγκροτείται ένας κώδικας συγκεκριμένης κίνησης στο σπίτι με οπτικά κατευθύντηρια ερεθίσματα τις όπες, αναφερόμενοι σε πόρτες, μπαλκονόποτρες, παράθυρα. Ο διάδρομος, οι τοίχοι και οι οπές ορίζουν το πεδίο δράσης του κατοίκου με αυστηρά καθορισμένους κανόνες.
[8]Παλαιότερα είθισται η κατοικία να αποτελείται από ένα κεντρικό χώρο και τα δωμάτια να τοποθετούνται περιμετρικά, δημιουργώντας έναν υπαίθριο διάδρομο.
36
[9]Το μόντελο αυτής της κάτοψης ήταν ευρέως διαδεδομένο την επόχη της αναγγένησης και του μεσσαίωνα.
37
επίσημο γεύμα στην τραπεζαρία με καλεσμένους τήρηση πρωτοκόλλου
στάδια παρασκεύης φαγητού
38
καταργείται η εθιμοτυπία της τραπεζαρίας επισημο γεύμα στην κουζίνα
39
40
περιορισμός της κινητικότητας στα δωμάτια και στην κουζίνα το σάλονι πάντα τακτοποιημένο, έτοιμο να υποδεχτεί τους ξένους
41
Ν. Βαλσαμάκης, Βασ. Σοφίας 86
Δεκαβάλας, Δεινοκράτους
Δ. Φατούρος, Πατησίων
42
Βουρέκας-Μουρούζη, Ηρώων Αττικού
Δ. Φατούρος, Κυψέλη
κάτοψη ορόφου στη Βασ. Σοφίας 129, βαλσαμάκης
κάτοψη ορόφου στην οδό Σεμιτέλου, βαλσαμάκης
η γκαρνταρόμπα ως προθάλαμος
δωμάτιο προσωπικού που επικοινωνεί με την κουζίνα
43
κάτοψη 48 τ.μ οι απαραίτητοι χώροι (κουζίνα, χολ, κοιτώνας, σαλόνι, λουτρό) υπάρχουν στα μικρά διαμερίσματα
44
Κυρίαρχη τάξη τη δεκαετία του ΄80 αναδεικνύεται η μεσαία τάξη. Αναμενόμενο ήταν λοιπόν η αλλαγή αυτή στην κοινωνική διαστρωμάτωση να επιφέρει αλλαγές στην αρχιτεκτονική των σπιτιών, τόσο στο επίπεδο της επικρατούσας δομής μαζικής κατοίκησης, την πολυκατοικία όσο και στο επίπεδο της μονάδας κατοίκησης που απαντάται μέσα σε αυτή, το διαμέρισμα. Το όνειρο της μεσαίας τάξης πραγματώνεται πλέον στην απόκτηση ενός διαμερίσματος και ο εκσυγχρονισμός του τρόπου ζωής βρίσκει την απάντηση του εκεί ήδη από τις προηγούμενες δεκαετίες. Οι κάτοικοι της πόλης δρούν σε μια κοινωνία ευημερίας, οικονομικής και υλικής, αξίες που επήρεασαν το σχεδιασμό της κατοικίας. Η οικονομική ανάπτυξη της εποχής προωθεί το σχεδιασμό κατοικιών εξοπλισμένων με όλες τις σύγχρονες ανέσεις (κεντρική θέρμανση, υδραυλικές εγκαταστάσεις, σύνδεση με δίκτυο αποχέτευσης).
Η εδραίωση των προτύπων Η κάτοψη ενός διαμερίσματος στις τυπικές πολυκατοικίες του 1980 αποτελεί ένδειξη της οικονομικής ευμάρειας της εποχής. Το μέγεθος της κάθε κατοικίας αυξάνεται ενώ παρατηρείται και αύξηση του αριθμού των δωματίων ανά διαμέρισμα (επιπλέον ξεχωριστό μπάνιο για τους επισκέπτες, το κάθε νέο μέλος της οικογένειας απολαμβάνει το δικό του δωμάτιο, το μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού ενδέχεται να έχει το δικό του μπάνιο, επιπλέον γραφείο). Μια βασική και θεμελιώδης διαφοροποίηση σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους αποτελούν οι αλλαγές στην εσωτερική διαρρύθμιση. Τα δωμάτια στη δεκαετία του ‹70 ήταν κλειστά, απόρροια
45
της ανάγκης για πειθάρχηση της κατοίκησης σύμφωνα με τους κοινωνικούς προσδιορισμούς, με αποτέλεσμα την απουσία άμεσης σύνδεσης μεταξύ αυτών αλλά αντίθετα τη μετάβαση μέσω ενός επιπλέον χώρου, του διαδρόμου. Ο διάδρομος δηλαδή αποτελούσε την αρχή σύμφωνα με την οποία το εσωτερικό του σπιτιού επιμεριζόταν σε δωμάτια, διαιρώντας το χώρο σε επιμέρους τμήματα που αντιπροσώπευαν τις διαφορετικές λειτουργίες που πήγαζαν από τις καθημερινές πρακτικές κατοίκησης. Ήταν η κεντρική αρτηρία κίνησης μέσα στο διαμέρισμα, η χωρική συνθήκη που επέβαλλε περιορισμούς. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει και από την έρευνα του Robin Evans2 ο οποίος αναφέρεται στο διάδρομο ως μέσο ελέγχου της κίνησης, του σώματος, της σωματικής επαφής2. Ο διάδρομος αποτελούσε ένα στενόμακρο κενό χώρο με ελάχιστα σπασίματα που οδηγούσε στα επιμέρους δωμάτια του διαμερίσματος. Η κατάληξη του διαδρόμου ήταν μια πόρτα ή και περισσότερες. Η κάθε πόρτα οδηγούσε σε ένα δωμάτιο με συγκεκριμένη λειτουργία αντίστοιχη του επιμερισμού των εργασιών μέσα στο διαμέρισμα. Η είσοδος στο χώρο λοιπόν προϋπέθετε ότι το άτομο που εισέρχεται σε αυτόν έχει να εκτελέσει κάποια συγκεκριμένη ενέργεια εκεί. Οι δράσεις στο χώρο συνεπώς ταξινομούνται. Μπαίνοντας παλαιότερα από την κεντρική πόρτα στο διαμέρισμα ο κάτοικος ή ο επισκέπτης έρχονταν αντιμέτωπος με το χολ. Η τάση που προωθεί την ενοποίηση των χώρων και αρχίζει να εδραιώνεται από τη δεκαετία του ΄80 φαίνεται να εντείνει την υποβίβαση του χώρου αυτού στην κάτοψη της κατοικίας της εποχής με αποτέλεσμα την σχεδόν ευρέως διαδεδομένη εξαφάνισή του (2000). Από εκεί αρχίζει ουσιαστικά και η αποδόμηση του διαδρόμου. Το χολ δεν αποτελεί πια ανεξάρτητο χώρο άρα δε χρειάζεται να διαχωριστεί από το σαλόνι. Τα όρια ανάμεσα στα διαφορετικά τμήματα της κάτοψης φαίνεται να χαλαρώνουν και ήδη ένας εσωτερικός τοίχος έχει γκρεμιστεί για να αρχίσει η τμηματική
46
[2]Ο Evans αναφέρεται στην περίοδο της αναγέννησης με τις βίλες να χαρακτηρίζονται από την απουσία του διαδρόμου και έτσι την απευθείας μετάβαση από τον ένα χώρο στον άλλο. Χαρακτηριστικά αναφέρει πως η απουσία αυτή ενίσχυε την επαφή μεταξύ των σωμάτων (το σώμα είναι εδώ ελεύθερο), την εγγύτητα μεταξύ τους. Στο δυτικό κόσμο του 16ου αιώνα όμως τα κοινωνικά ήθη της εποχής επέβαλλαν τον περιορισμό της επαφής αυτής και ο διάδρομος
κατάργηση των υπόλοιπων με αποκορύφωμα αυτόν που χωρίζει κουζίνα και καθιστικό. Η έννοια του καθιστικού ήρθε να αντικαταστήσει αυτή του “καλού σαλονιού” ως τόπο συγκέντρωσης της οικογένειας. Το σαλόνι δεν είναι πια ένας κλειστός χώρος ενώ παράλληλα τίθεται στη διάθεση του καθημερινού βίου. Το καθιστικό βρίσκεται πια στο κέντρο της κάτοψης, είναι ο πρώτος χώρος που αντικρίζει κανείς όταν εισέρχεται στο διαμέρισμα θέτοντας την έννοια της προβόλης του οικογενεικού βίου προς τα “έξω”. Η κατοίκηση γίνεται πιο εξωστρεφής. Το πέρασμα από το ένα δωμάτιο στο άλλο μέσω του διαδρόμου γίνεται φαρδύτερο και μία πιο άμεση σχέση παρατηρείται ανάμεσα στο ανοιχτό σαλόνι και το δωμάτιο της κουζίνας. Η μετατόπιση της κουζίνας είναι πλέον εμφανής στην κάτοψη και οι δύο χώροι αρχίζουν να επικοινωνούν. Η άμεση γειτνίαση κουζίνας- σαλονιού έχει ως αποτέλεσμα και τη σύνδεση των λειτουργίων. Ο ένας χώρος παρεμβαίνει στον άλλο. Η τραπεζαρία που πρότερα αποτελούσε ένα ξεχωριστό δωμάτιο προσαρτάται και αυτή στο σαλόνι, δημιουργείται ένας ενιαίος χώρος. Η “καλή ακριβή τραπεζαρία” χάνει την αίγλη της. Ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 η μαγειρική ήταν λειτουργία που συνέβαινε στα πλαίσια του δωματίου της κουζίνας με την οπτική προς αυτό το χώρο να διακόπτεται η νέα συνθήκη διαφοροποιείται. Το ανοιχτό σαλόνι σε συνδυασμό με την ανοιχτή κουζίνα αφήνει τον επισκέπτη να περιεργαστεί με την πρώτη ματιά χώρους που άλλοτε παρέμεναν κρυφοί. Η μαγείρισσα, η νοικοκυρά της οικογένειας δηλαδή , το πεδίο δράσης της οποίας περιοριζόταν παλαιότερα στους τέσσερις τοίχους του δωματίου, έρχεται πλέον στο προσκήνιο. Δεν είναι ότι ο ρόλος της λαμβάνει μεγαλύτερης αναγνώρισης τώρα από ότι πριν όμως είναι η στιγμή που αυτή η έκφανση του οικογενειακού βίου παρουσιάζεται στο δημόσιο πεδίο. Το καθιστικό βλέπει την κουζίνα και η κουζίνα βλέπει το καθιστικό. Αυτή η αμφίδρομη σχέση οπτικής είναι εκφραστής της άμεσης
χρησιμοποιήθηκε ως ένα μέσο ελέγχου του σώματος. Ο ρόλος του δηλαδή ήταν διττός (οργάνωση και περιορισμός της κίνησης). Figures, Doors and Passages (1978), Robin Evans
[3]Μυρτώ Κιούρτη, Ο επαναπροσδιορισμός καθημερινών αντιλήψεων και πρακτικών ως μέσο για τον σχεδιασμό της κατοικίας, Διδακτορική διατριβή, Ε.Μ.Π. (2012)
47
αλληλεπίδρασης μεταξύ των κοινωνικών προτύπων και του σχεδιασμού. Η χαλάρωση των τύπων απλουστεύει τις καθημερινές πρακτικές. Η οικογένεια μπορεί πλέον να γευματίζει στο σαλόνι, να συγκεντρώνεται άναρχα στον καναπέ, τα νεότερα μέλη να μεταφέρουν εκεί το χώρο παιχνιδιού. Τα όρια αποδυναμώνονται (κάτοψη, λειτουργίες, ανθρώπινες σχέσεις).
Η δομή της οικογένειας αλλάζει και οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη χαλαρώνουν, σχέσεις επιβολής και εξάρτησης. Το μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας μετασχηματίζεται, οι ρόλοι των μελών αλλάζουν. Μέσα στα πλαίσια ενός διαμερίσματος το κάθε άτομο ξεχωριστά ψάχνει χώρο. Αναζητά να βρει τόπο προσωπικής έκφρασης, ισότιμο για κάθε μέλος. Τα νεότερα μέλη διεκδικούν πλέον τον ίδιο χώρο με τους γονείς. Το κάθε παιδί απαιτεί το δικό του δωμάτιο, σε αυτό σημαντικό ρόλο παίζει το φύλο και η ηλικία. Από την άλλη, το ζευγάρι της οικογένειας απαρτιζόμενο απο δύο μέλη ισότιμα πλέον που έχουν διαφορετικά ενδιαφέροντα αναζητά επιπλέον χώρους προσωπικής εκτόνωσης μέσα στη μονάδα της κατοικίας. Οι μετασχηματισμοί που υφίσταται ο θεσμός της οικογένειας κάνει τους χρήστες κατοίκους πιο απαιτητικούς με αποτέλεσμα την εμφάνιση περισσότερων δωματίων την περίοδο εκείνη. Σε αντίθεση με την εξωστρέφεια που επηρεάζει δυναμικά την υπόλοιπη δομή του διαμερίσματος τα υπνοδωμάτια εξακολουθούν να αποτελούν για την κατοικία χώρους κορύφωσης της ιδιωτικότητας. Παραμένουν ακόμη και σήμερα τα “απόρθητα κάστρα” του σπιτιού. Η προσβασιμότητα για τον επισκέπτη ελέγχεται εμμονικά. Το γυμνό σώμα και η σεξουαλικότητα εξακολουθούν να αποτελούν θέματα ταμπού ακόμη και στη σύγχρονη εποχή. Η παραδοχή αυτή ενισχύει την παρουσία του διαδρόμου σε αυτό το
48
σημείο του σπιτιού και έτσι το ζεύγος διάδρομος-πόρτα επανεμφανίζεται. Εσωτερικοί τοίχοι χρησιμοποιούνται ως εργαλείο για το διαχωρισμό των επιμέρους υπνοδωματίων και τα όρια της κάτοψης εντείνονται ξανά. Σε αυτό το κομμάτι του σπιτιού κρυμμένα από τα αδιάκριτα βλέμματα συναντώνται και οι χώροι υγιεινής. Η διαχείρηση του σώματος αποτελεί την βασική έγνοια για τη χωροθέτηση του μπάνιου. Η ντροπή για το γυμνό σώμα αποτελεί προσταγή για την εμπόδιση της θέασης και την απόκρυψη αυτού του δωματίου από το δημόσιο βίο της κατοικίας.
Όπως είναι φυσικό οι αλλαγές στη χωροθέτηση των δωματίων, η αποδυνάμωση του διαδρόμου και η γενικότερη τάση για εξωστρέφεια της κατοικίας γίνονται φανερές τόσο στο εσωτερικό όσο και το εξωτερικό της κατοικίας. Τα ανοίγματα αυξάνονται τόσο σε αριθμό όσο και σε μέγεθος. Πλεόν συχνά συναντάμε σε κάθε δωμάτιο όχι ένα άνοιγμα αλλά συχνά έως και δύο με τρία ανοίγματα. Το μέγεθος τους πλέον έχει διευρυνθεί, μεγαλύτερες μπαλκονόπορτες οδηγούν σε μεγαλύτερη θέαση προς τα έξω αλλά και το αντίστροφο. Οι εξωτερικοί τοίχοι δε χαρακτηρίζονται από την απολυτότητα των πρηγούμενων ετών, τοίχοι οι οποίοι ήταν ενιαίοι με στενά μικρά ανοίγματα. Αντίθετα τό όριο τους διακόπτεται. Ο σχεδιασμός της κατοικίας λοιπόν ακολουθεί ένα μηχανισμό που όσο αφορά τις ατομικές επιδιώξεις εστιάζει το ενδιαφέρον του ξεκινώντας από μέσα προς τα έξω,η σύνθεση των τμημάτων (δωμάτια) παράγει το σύνολο (κατοικία). Γίνεται προσπάθεια για την κάλυψη περισσότερων ανέσεων δεσμεύοντας όσο το δυνατόν λιγότερα τετραγωνικά. Πρότερα, ορίζονταν τα όρια της κατοικίας και στη συνέχεια χωρίζονταν το εσωτερικό στα επιμέρους δωμάτια. Έτσι, η κυριαρχία του τετραγώνου στη γεωμετρία της κάτοψης τίθεται υπό
49
αμφισβήτηση εισάγοντας νέες μορφές. Η μεταβολή στο συσχετισμό των δωματίων ενός διαμερίσματος δημιουργεί επιπλέον συνθετότερα σχήματα αλλάζοντας τη μορφολογία της κάτοψης διατηρώντας όμως σταθερό το ορθοκανονικό μοτίβο που φαίνεται να αποκτά πια προεξοχές. Η μορφή του μπαλκονιού, του υπαίθριου χώρου του διαμερίσματος, αλλάζει. Το περιμετρικό μπαλκόνι με την αυστηρή γεωμετρία που ήταν ευρέως διαδεδομένο την περίοδο των 70’s (ενιαίο στην όψη με χωρίσματα για τη διάκριση ανάμεσα στα διαμερίσματα) μετασχηματίζεται αποκτώντας ασυνέχειες. Ο επιμερισμός των δωματίων οδηγεί και στον επιμερισμό του μπαλκονιού, που γίνεται μεγαλύτερο. Όπως ο καθένας δικαιούται το δικό του δωμάτιο έτσι και το κάθε δωμάτιο δικαιούται το δικό του μπαλκόνι.
κινητικότητα μέσα στο διαμέρισμα_το σώμα Η κίνηση μέσα στο διαμέρισμα χωρίζεται σε βασικές ζώνες κυκλοφορίας με αρχή την είσοδο στο διαμέρισμα και τέλος τα δωμάτια. Αρχικά η είσοδος στο διαμέρισμα γίνεται από τη λεγόμενη κεντρική πόρτα που έχει τον προσανατολισμό της στο σαλόνι, καθώς το χολ ως ξεχωριστό δωμάτιο δεν υφίσταται πια. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν έχει αφήσει κατάλοιπα. Εκεί στο σημείο που βρισκόταν το χολ, αμέσως μετά την πόρτα, γίνεται και η πρώτη στάση για αυτόν που εισέρχεται στην κατοικία. Το καλωσόρισμα και ο αποχαιρετσμός λαμβάνουν χώρα στο σημείο αυτό. Οι κάτοικοι έχουν την πρώτη επαφή με τους καλεσμένους-επισκέπτες που έχουν την ευκαιρία να περιεργαστούν το χώρο του σπιτιού (απουσία εσωτερικών τοίχων). Το
50
σώμα είναι ελεύθερο να εισέλθει στο σπίτι. Οι διάδρομοι του σπιτιού έχουν φαρδύνει και δεν έχουν πια αυτό τον απόλυτο στενόμακρο τύπο που έδινε γραμμικότητα στην κίνηση, ενώ ενίοτε απουσιάζουν. Διαπιστώνουμε δηλαδή την τάση για ελευθερία των κινήσεων. Η αντιδιαμετρική σχέση ανάμεσα στην κουζίνα και το σαλόνι δεν υπάρχει πια με αποτέλεσμα την προβόλη του οικογενειακού βίου στους “ξένους”. Η απουσία πόρτας διευρύνει την οπτική και το σώμα τίθεται και σε θέαση αλλά και σε ρολο θεατή. Η κουζίνα παύει να αποτελεί αποκλειστικό πεδίο δράσης της νοικοκυράς αλλά προσκαλεί πλέον και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Ο κάθενας είναι ελεύθερος να χρησιμοποιήσει το χώρο της κουζίνας όποτε και για όση ώρα αυτός επιθυμεί. Η ελαστικότητα αυτή των ωραρίων εντοπίζεται και στο καθιστικό. Η απομάκρυνση από την τήρηση των τύπων θα μπορούσαμε να πούμε ότι καθιστά ίσως το σαλόνι μετουσιωτή όλων των λειτουργιών. Είναι ο χώρος που χρησιμοποιούν τα μέλη της οικογένειας τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και σε συλλογικό. Το βραδινό φαγητό μεταφέρεται εκεί ενίοτε, στον καναπέ και η στάση του σώματος απελευθερώνεται. Προτιμάται η άνεση του καναπέ και έτσι η χαλάρωση των τύπων γίνεται και χαλάρωση του σώματος. Ο χαρακτήρας καθημερινότητας που αποκτά το σαλόνι αποτελεί σημείο πύκνωσης για τις σχέσεις μέσα στη οικογένεια. Λειτουργεί ως τόπος συγκέντρωσης για φαγητό, ψυχαγωγία, συζήτηση, ξεκούραση. Το σώμα έχει πλέον εναλλακτικές κίνησης. Μπορεί να στέκεται όρθιο, να είναι καθισμένο, ξαπλωμένο. Οι λειτουργίες παρεμβαίνουν η μία στην άλλη όπως και οι χώροι (ενοποίηση). Το σαλόνι είναι πλέον στη διάθεση όλων και η διαφορετικότητα των χρηστών προσδίδει στις κινήσεις ασσυμετρία, διάρκεια και το χαρακτήρα της σειριακότητας των ενεργείων. Κάθε μέλος της οικογένειας χρησιμοποιεί τους χώρους του σπιτιού συγκεκριμένες ώρες αλλά και τις ίδιες κάθε μέρα. Η έννοια του χρόνου είναι επιπλέον σημαντική
51
όσο αφορά το συντονισμό των κινήσεων. Η χαλαρή διάταξη των επίπλων και η χαλάρωση των γευμάτων δίνει τη δυνατότητα για άρση των περιορισμών του σώματος και μια ελευθερία στη διάταξη των ατόμων. Ο καθένας κάθεται όπου επιθυμεί, όπου “βολεύεται”.
52
53
54
ύπνος_δωμάτιο
σωματική υγιεινή_λουτρό
χώρος μαγειρέματος_κουζίνα
ανάπαυση_καθιστικό
στα στενά όρια του διαμερίσματος οι χώροι και οι λειτουργίες ενοποιούνται
55
ενοποίηση χώρων και λειτουργιών
ανοιχτή κουζίνα, δωμάτιο με δικό του μπάνιο
56
Σοφία Τσιράκη, Τάσος Μπίρης 2000-2005 ταξίλουκαι γαζίας_ιλίσια,αθήνα, αττική
Γιώργος Αγγελής 2009-2012 δεινοκράτους, αθήνα, αττική
57
Γιάννης Αίσωπος 2003_πάρνηθος 10, μαρούσι
Σοφία Τσιράκη 2003, γκάζι
58
Μιχάλης Σουβατζίδης 1993, αττικό άλσος
Τάσος και Δημήτρης Μπίρης 1980,πολύδροσο
59
κλίμακα 2 Η μικροκλίμακα του διαμερίσματος
Ο Π.Δραγώνας αναφέρει ότι ‘‘η υλική πραγματικότητα της Αθήνας διαμορφώθηκε μέσα σ’ ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα το οποίο συνέπεσε να είναι ίδιο με αυτό της ανάπτυξης του ελληνικού κινηματογράφου και της εμφάνισης της τηλεόρασης’’ 1. Η ελληνική πόλη της ύλης και των βιωμάτων αναπτύχθηκε παράλληλα με την άϋλη ελληνική πόλη, αυτή των οπτικοακουστικών μέσων ψυχαγωγίας. Οι ταινίες της εποχής καταγράφουν την ενθουσιώδη υποδοχή του μοντερνισμού στην Αθήνα περιγράφοντας το καινούργιο lifestyle της αναδυόμενης αστικής τάξης. Η ιστορία εξελίσσεται με την πλούσια κόρη η οποία πρόκειται να λογοδοθεί με τον νεαρό που της έχουν προξενέψει με συνοικέσιο περιγράφοντας με σουρεάλ σκηνικά τα πρότυπα και τις ανέσεις της νέας αστικής ζωής (πολυτελή έπιπλα, γρήγορα αυτοκίνητα cabrio, ακριβά ρούχα). Η αστική τάξη εισέρχεται με θαυμασμό και ενθουσιασμό στο περιβάλλον των πολυκατοικίων, του διαμερίσματος και των πρωτόγνωρων παροχών της. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από αυτό το ‘’κουτί’’ το οποίο αποκαλύπτει την μόδα της εποχής, την γέννηση του καταναλωτισμού, και κατ’επέκταση την σημαντικότητα της ύλης. Ο εμπορικός κινηματογράφος του ‘60 αποτελεί βιωματικά το μεγάλυτερο ερέθισμα για την ακριβή καταγραφή του διαμερίσματος ως προς τα έπιπλα, τον οικιακό εξοπλισμό και την διακόσμηση. Είναι το βασικό εργαλείο για την σύγκριση με τον σύχγρονο βίο στο διαμέρισμα με όρους υλικότητας μικρής και μεγάλης κλίμακας συμβάλλοντας στην γενικότερη διαμόρφωση της εικόνας για την κατοίκηση και δημιουργώντας παράλληλα ερωτήματα αν ο σημερινός αστικός βίος υπερέχει έναντι του παλιού, αν προσφέρει περισσότερες εξατομικεύεσεις και ανέσεις.
[1]Γιάννης Αίσωπος - Γιώργος Σημαιοφορίδης, ‘Μετάπολις 2001 η σύχγρονη ελληνική πόλη’, (2001)/κείμενο Π.Δραγώνα, με τίτλο : ‘’Τηλε-αθήνα’’.
61
62
63
64
65
Το σαλόνι – τραπεζαρία Η αρχή της κατασκευαστικότητας στην πολυκατοικία της αντιπαροχής είναι το μέγιστο δυνάτο κέρδος. Η επένδυση στο σαλόνι ποικίλλει ανάλογα με την τεχνολογία των υλικών, το κόστος κατασκευής και τις επικρατούσες τάσεις. Αναφερόμενοι στην περίοδο του 1930-1970 το δάπεδο του σαλονιούτραπεζαρίας των αστικών σπιτιών ήταν ξύλινο και ενίοτε από μωσαϊκό. Το μωσαϊκο στο σαλόνι αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο στα εξοχικά διαμερίσματα των πολυκατοικιών. Τα διαμερίσματα των μεγάλων αστικών κέντρων επιλέγουν ξύλινη επένδυση η οποία διαφέρει από την σημερινή ως προς τον τρόπο τοποθέτησης αλλά και του ίδιου του τμήματος του ξύλου καθώς τοθετούνται είτε με τον κλασσικό σημερινό τρόπο, είτε με λοξό τρόπο τοποθέτησης (‘‘ψαρωτό’’) και το κομμάτι ξύλου ως αυτοτελή μονάδα είναι αισθητά μικρότερο από το σημερινό. Πλέον μόνο στις οικοδομές που έχουν επενδύσει σε υψηλό κόστος κατασκευής κυριαρχεί η ξύλινη επένδυση στο σαλόνι, οι περισσότερες κατασκευές εστιάζουν στην ελαχιστοποίηση του κόστους χρησιμοποιώντας υλικά χαμηλότερου κόστους όπως το πλακάκι. Ως προς την μικρότερη κλιμακα υλικότητας, το σαλόνι αποτελεί τον κύριο χώρο του σπιτιού λειτουργώντας ως πόλος συνάρθησης της οικογένειας, και συνευρέσεως με τους επισκέπτες. Συγκριτικά με όλα τα μέρη του σπιτιού, είναι εκείνο το οποίο κάθε φορά δηλώνει την μόδα, το στυλ, την προσωπικότητα των κατοίκων του διαμερίσματος. Στο διαμέρισμα ο κάθε χώρος καθορίζεται από μια συγκεκριμένη σειρά επίπλων με ελάχιστες αποκλίσεις οι οποίες εντοπίζονται σε προσθαφαιρέσεις ανάλογα με το χώρο. Τα έπιπλα των παλιών δεκαετιών προσδιορίζονται αυστήρα για συγκεκριμένη και προκαθορισμένη χρήση, αιτιολογώντας κατά ένα βαθμό
66
την διαφορετικότητα των ονόματων, όπως ροτόντα, σκρίνιο2, μπουφέ, σιφινιέρα. Το σαλόνι παλαιότερα είθισται να αποτελείται από έναν τριθέσιο καναπέ και δύο πολυθρόνες με ενδιάμεσα τοποθετημένο το χαμηλό τραπέζι. Το βοηθητικό τραπέζι λαμβάνει χώρα στις εσοχές που δημιουργούν τα προαναφερθέντα έπιπλα και αξιοποιείται για την τοποθέτηση λαμπατέρ διακοσμητικών αντικειμένων και σεμεδακίων. Αυτή η διάταξη έχει πλέον αλλάξει και οι πολυθρόνες έχουν αντικαταστεθεί από τον διθέσιο καναπέ. Η εμφάνιση του γωνιακού καναπέ έχει απλοποίησει την υφιστάμενη τοποθέτηση επίπλων με την κατάργηση του τριθέσιου και διθέσιου καναπέ. Τα έπιπλα στο κλασσικό σαλόνι ως προς την υλικότητα είναι ξύλινα και σκαλιστά με περίτεχνες λεπτομέρειες και τα υφάσματα τα οποία επικρατούν είναι κυρίως δέρμα και βελούδο στις αποχρώσεις του κυπαρισσί, μπορντό και μπέζ. Με το πέρασμα των χρόνων ο σκελετός έγινε μεταλλικός σε ορισμένες περιπτώσεις κρυφός και το βελούδο αντικαθιστάθηκε από υφάσματα λιγότερο φανταχτερά και περισσότερο ανθεκτικά. Σε αντίθεση με τους παλιούς καναπέδες οι οποίοι έχουν προσδιοριστεί για να αξιοποιούνται παραμόνο από τους επισκέπτες, οι σημερινοί χάρις της κατασκευής χρήζουν πολυχρηστικότητας καθ’ ότι πλέον η μορφολογία τους επιτρέπει την χαλάρωση, τον ύπνο και το παιχνίδι για τα παιδιά τα οποία δεν φοβούνται να χτυπήσουν το κεφάλι στο σκαλιστό χέρουλι. Η δράση του επίσημου φαγητού της οικογένειας με τους καλεσμένους – επισκέπτες αρθώνεται γύρω από την τραπεζαρία την οποία διαμορφώνουν ο μπουφές ή σκρίνιο, το τραπέζι φαγητού και οι διατεταγμένες καρέκλες. Το σκρίνιο ή ο μπουφές είναι το έπιπλο το οποίο χρησιμοποιείται ως
[2]Σε αρκετές περιπτώσεις το σκρίνιο διαθέτει ενσωματομένο καθρέφτη στο ύψος του 1.30m και ο μπουφές αντιμετωπίζεται σαν τη σιφινέρα με την μόνη διαφορά ότι ο μπουφές είναι πιο μακρόστενος και χαμηλότερου ύψους έναντι της σιφονιέρας. Τα τρία έπιπλα έχουν κοινό στοιχείο την ιδιότητα αποθηκευσης και προβολής αντικειμένων, για τον λόγο αυτό ο μπουφές –σιφινιέρα μπορεί να αναπληρώσει το σκρίνιο και αντιστρόφως.
67
αποθηκευτικός χώρος για το ‘’καλό σερβίτσιο’’, ‘’το επίσημο σετ τσαγιού’’, τα κρυστάλλινα ποτήρια κρασιού και νερού, και το σετ με τα επαργυρωμένα μαχαιροπίρουνα. Tα αντικείμενα αυτά τίθενται υπό λειτουργία κατά την διάρκεια της κοινωνικής συνεύρεσης, συναθροίζωνται, πλένονται πολλές φορές σε ειδική πλύση λόγω ιδιαιτερότητας υλικών και επανατοποθετούνται με ευλάβεια στις συγκεκριμένες θέσεις για να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος ζημιάς. Η έννοια της προίκας ως αναπόφευκτο κομμάτι της νοτροοπίας μας αποτελεί το κατάλοιπο και σε ορισμένες περιπτώσεις το υπόλειμμα των κοινωνικών στερεοτύπων, η αποδυνάμωση της οφείλεται στην προσήλωση στην πρακτικότητα και επιτελεστικότητα. Στα σύγχρονα διαμερίσματα παρατηρείται πολλές φορές η τραπεζαρία να έχει ενοποιηθεί με την κουζίνα καθιερώνοντας καθημερινή τη χρήση του έπιπλου της τραπεζαρίας, η κατάργηση της ως επισήμο χώρο συνεπάγεται με την απουσία του σκρίνιο και ενίοτε του μπουφέ. Η αλλαγή στα έπιπλα της τραπεζαρίας σε σχέση με την προσβασιμότητα ως προς τους χρήστες και τον σχεδιασμό δεδομένου ότι πλέον δεν είναι τόσο ογκώδη μετριάζει την πληγή του νεκρού χώρου των μη-καθημερινών κοινωνικών επαφών εξοικονομώντας αξιοποιήσιμο χώρο για το διαμέρισμα. Το σαλόνι με όρους κινηματογραφικούς έχει καθιερωθεί ως το δωμάτιο που οι γυναίκες χρησιμοποιούν τη φράση ’’ να κεράσω φοντανάκι ;’’ και οι άντρες αντίστοιχα ‘’να κεράσω ουϊσκάκι; ’’. Η χρυσή δεκαετία του ‘60 βιωματικά έχει συμβάλλει στην οπτικοποίηση του σαλονιού που αυτομάτως συνδυάζεται με τα στοιχεία που εκλείπουν από το σύχρονο διαμέρισμα. Πολύχρωμες ταπετσαρίες, γυάλινες συρώμενες πόρτες με ανάγλυφα γεωμτερικα σχήματα ή με πάπιες και χήνες3, ολόσωμα αγάλματα4, κουρτίνες βαριές με δύο στρώσεις5, την μια βελούδινη και την άλλη αραχνοϋφαντη, αμέτρητα
68
[3]Le mepris, Jean Luc Godard ,(1963) / Κίτρινα γάντια, Αλέκος Σακελλάριος, (1960)[4] Υπάρχει και φιλότιμο, Αλέκος Σακελλάριος, (1965)[5]Λάος και Κολωνάκι, Γιάννης Δαλιανίδης, (1959)[6] Άρθο από περιοδικό ‘’The Guardian’’, (Ιαν. 2013) το οποίο περιγράφει την εξέλιξη της φορμάϊκας πως η επαναπροσδιορίστηκε η αρχική της χρήση από ηλεκτρικό μονωτή σε έπιπλο.[7]Le mepris, Jean Luc Godard ,(1963)/ Σωφερίνα, Γιώργος Ρούσσος, (1964)
μιμπελό, τραπεζάκια ψηλά μόνο για βάζα λουλουδιών6, περίτεχνα χαλιά, σεμεδάκια, ξύλινες καρέκλες,σπαστά μεταλλικά τραπέζια εντοπίζονται στις ελληνικές ταινίες συμβολοποιώντας την σχέση αντικειμένου-οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης. Τα σαλόνια των διαμερισμάτων στις ταινίες εποχής κατηγοροποιούνται σε κλασσικό και μοντέρνο. Το μοντέρνο έχει ως άξονα αναφοράς τα λιτά μονόχρωμα έπιπλα σε αυστηρά γεωμετρικές γραμμές και ως υλικό κατασκευής την φορμάϊκα. Μετά την εποχή του 50’ απομυθοποιείται το ξύλο λόγω της κλασσικότητας και των περιοσμένων κατασκευαστικών του δυνατοτήτων και εισέρχεται το retro glamour της φορμάϊκας το οποίο αντικαθιστά τα βαριά κλασσικά έπιπλα δίνοντας το πλεονέκτημα της αντοχής και της πολυχρωμίας[6]. Τραπέζια σαλονιού με επιστρώση απομίμησης ξύλου, έπιπλα μπουφέ και καρέκλες πολύχρωμες είναι κλασσικά αντικείμενα που μπορεί κανείς να συναντήσει στα παλιά διαμερίσματα7. Η φορμάϊκα εκφράζει σε ενα βαθμό το κλίμα υπερκαταναλωτισμού που έχει εισάγει ο ελληνικός μοντερνισμός, το ευφήμερο, το χρηστικό γεννώντας τον φάυλο κύκλο της ‘’αντικατάστασης’’. Τα τραπεζάκια με τα τυπωμένα patterns αντικαθιστώνται από τα μαύρα έπιπλα των 80’s, τα μαύρα έπιπλα από τα λευκά έπιπλα των 90’s8 με κορύφωση τα D.I.Y. έπιπλα του ΙΚΕΑ9 που δηλώνουν τον παροδικό χαρακτήρα της κατοίκησης αλλά και την πρωτοπόρια ως προς την κατασκευή και την συναρμολόγηση τους.
[8]Οι απαράδεκτοι, σειρά του Mega(1991) [9] D.I.Y. (Do It Yourself) . Όσον αφορά τα έπιπλα του IKEA, η συναρμολόγηση γίνεται από τον ίδιο τον αγοραστή μειώντας το κόστος καθ’οτι η συναρμολόγηση δεν περιλαμβάνεται στην συνολική τιμή. Πέρα από το κατασκευαστικό κομμάτι, το σύστημα αυτό επαναεισάγει την εργαλειακή χειρωνακτική σχέση η οποία μέχρι πρότινως κατά ένα μεγάλο βαθμό ήταν συνδυασμένη με την εργατική τάξη.
69
70
71
Η κουζίνα Ο χώρος της κουζίνας αποτελεί “το κέντρο του σπιτιού”, όχι λόγω της θέσης του στην κάτοψη αλλά επειδή αποτελεί το κέντρο των δραστηριοτήτων μέσα στην κατοικία. Είναι ο κυριότερος χώρος παραγωγής εργασίας μέσα στα πλαίσια του σπιτιού, γεγονός που παρατηρείται όλες τις περίοδους. Επομένως, ένα ιδιαίτερο σημείο για τη λειτουργικότητα της κατοικίας είναι ο σωστός σχεδιασμός του, η εσωτερική διαρρύθμιση μέσα σε αυτό και η τοποθέτηση κατάλληλου εξοπλισμού. Οι αλλαγές στην εξέλιξη της τεχνολογίας αλλά και των μαγειρικών πρακτικών είχαν ως επακόλουθο μεταβόλες στη φυσιογνωμία της κουζίνας. Η έννοια της κουζίνας περικλείει από παλαιότερα μέχρι σήμερα πλήθος λειτουργιών και δράσεων. Αποτελεί τον κατεξοχήν χώρο μαγειρέματος, παρασκευής και προετοιμασίας του φαγητού. Παράλληλα όμως αναπτύσσονται και άλλες δράσεις όπως κατανάλωση του φαγητού, συμμάζεμα, καθαριότητα, συζήτηση μεταξύ των μελών της οικογένειας, διάβασμα, παιχνίδι. Συνεπώς, είναι ένας χώρος που χρειάζεται συνθήκες πρακτικότητας, η αισθητική όμως άρχιζε να επηρεάζει σημαντικά τη διαμόρφωση του. Ένας σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει άμεσα το σχεδιάσμο μιας αποδοτικής κουζίνας είναι ο ακριβής υπολογισμός για την τοποθέτηση των επίπλων και των συσκευών με στόχο τη δημιουργία εκσυγχρονισμένου χώρου μέσω της δυνατότητας σύνδεσης με απαιτούμενες παροχές. Η διαρρύθμιση των συσκευών ήταν βασισμένη στο “εργονομικό τρίγωνο”10. Με βάση αυτή τη θεωρία η οργάνωση του χώρου γινόταν με άξονα τρεις διαμέτρους : τη θέση της εστίας, τη θέση του νεροχύτη και τη ψύξη. Οι λειτουργίες αυτές θα έπρεπε να βρίσκονται σε μικρή απόσταση μεταξύ τους με εύκολη πρόσβαση.
[10] Ο ταϋλορισμός πραγματεύτηκε τη μελέτη του χρόνου σε συνδυασμό με την κίνηση του ανθρώπινου σώματος κατά την εργασία. Στόχευε στη μείωση του κόστους, την τυποποίηση των επίπλων, συσκευών, κατασκευών
72
Έτσι, ο άνθρωπος που μαγειρεύει βρίσκεται σε μια διαρκή κίνηση : από το τα μάτια της κουζίνας στο φούρνο, από το ένα σκεύος στο άλλο, από τον πάγκο στο τραπέζι. Από τη δεκαετία του ‘70 ήδη θεωρούνταν απαραίτητο και δεδομένο για κάθε διαμέρισμα να διαθέτει σύνδεση με ηλεκτρικές παροχές, δίκτυο αποχέτευσης κ.ο.κ. Πρότερα, η κουζίνα αποτελούσε ένα ξεχωριστό δωμάτιο και το μέγεθός της ήταν αισθητά μεγαλύτερο σε σχέση με τη σύγχρονη εποχή που “πάσχει” από τον περιορισμό των τετραγωνικών μέτρων λόγω της κλίμακας των στενών διαμερισμάτων. Περιμετρικά των τοίχων τοποθετούνταν τα ντουλάπια σε ευθεία γραμμή και οι συσκευές ενώ στο κέντρο βρισκόταν το μεγάλο τραπέζι της κουζίνας. Αρχικά, συναντάμε μη εντοιχισμένες κουζίνες. Τα έπιπλα, δηλαδή τα ντουλάπια και οι συσκευές ήταν τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Χαρακτηρίζεται ως η κουζίνα των “ελέυθερων όγκων” καθώς δεν υπήρχε ενιαίος πάγκος εργασίας πέρα από το κεντρικό τραπέζι αλλά κάθε λειτουργία, πλύση- εστία- αποθήκευση, εκφράζονταν με διαφορετικά έπιπλα που ήταν ανεξάρτητα μεταξύ τους (ψυγείο, φούρνος, νεροχύτης, πλυντήριο ρούχων, πλυντήριο πιάτων). Τα ντουλάπια ενίοτε ήταν ανοιχτά (τα πιάτα, τα ποτήρια, τα μαγειρικά σκέυη σε θέαση για όποιον εισέρχεται στο χώρο) ή διέθεταν γυάλινη πόρτα. Καθώς η κουζίνα ήταν τότε ανεξάρτητο δωμάτιο δεν υπήρχαν αδιάκριτα βλέμματα έξω από τα πλαίσια της οικογένειας. Η κουζίνα “της γιαγιάς” όπως χαρακτηριστικά την έχουμε στο μυαλό μας σύντομα θα αντικατασταθεί από τη λογική της εντοιχισμένης κουζίνας11. Οι πάγκοι της κουζίνας τοποθετούνταν μαζί με το μηχανολογικό εξοπλισμό και η επίπλωση της κουζίνας αποτελούσε μια σύνθεση. Αρχικά, ο σχεδιαστής πρότεινε τα κατάλληλα σχέδια μέσα από ένα φάσμα επιλογών. Αργότερα, μέχρι και σήμερα ο καθένας μπορεί να επιλέξει την κουζίνα που ταιριάζει
[11]σελ. 43
73
στις ανάγκες του και να συνδυάσει τα διαφορετικά κομμάτια. Τα ντουλάπια ήταν ξύλινα συνήθως, από μασίφ ξύλο, οι νεροχύτες μαρμάρινοι και τη λογική αυτή ακολουθούσε κατά περίσταση και ο πάγκος. Αργότερα, το μασίφ ξύλο των ντουλαπιών αντικαταστάθηκε από ημιμασίφ ξύλα και καπλαμάδες που συνέχιζαν να δίνουν τη φυσική όψη του ξύλου χωρίς τις αδυναμίες του (π.χ σκέβρωμα) και οι μεγαλόπρεποι νεροχύτες έγιναν μεταλλικοί ανοξείδωτοι στα σύγχρονα σπίτια εξασφαλίζοντας πρακτικότητα και εύκολο καθαρισμό. Μια διαφορά σε σχέση με προηγούμενες περιόδους είναι η εισαγωγή αυτοματισμών και μηχανισμών. Τα ντουλάπια γίνοντα πέρα από ανοιγόμενα, αναδιπλούμενα, συρόμενα, διαθέτουν βαγονέτα, ακόμη και ειδικό μηχανισμό για το ομαλό κλείσιμο (όταν η νοικοκυρά από τη βιασύνη της σπρώχνει με δύναμη το ντουλάπι). Πάνω στο πάγκο γινόταν σε συνδυασμό με τα ντουλάπια και η ταξινόμηση των υλικών με βάση τη συχνότητα χρήσης, το είδος και το μέγεθος τους. Το ύψος και η θέση των ντουλαπιών καθόριζαν και το είδος του υλικού που θα αποθηκευόταν εκεί. Η νοικοκυρά τοποθετούσε περιστασιακά ακόμη και απευθείας στην επιφάνεια του πάγκου όλα τα αντικείμενα εκείνα που χρησιμοποιούσε συχνά, σε καθημερινή βάση. Πιάτα, ποτήρια, μαχαιροπίρουνα, κατσαρόλες και άλλα μαγειρικά σκεύη που μόλις είχαν πλυθεί ήταν ακουμπισμένα ακόμη και εκεί, στον πάγκο πάνω από μια πετσέτα ή αναρτημένα από τις κατάλληλες κρεμάσεις στους τοίχους πάνω από αυτόν. Στη συνέχεια, όταν στέγνωναν τοποθετούνταν πάλι πίσω στη θέση τους. Οι πάγκοι ήταν συνήθως από ανοιχτόχρωμο μάρμαρο που έδωσε τη θέση του αργότερα στο γρανίτη και σε ένα νέο υλικό, το corian καθιστώντας τις επιδιορθώσεις σε περίπτωση φθόρας ευκολότερες και με μικρότερο κόστος. Παρά το γεγονός ότι η βασική επιδίωξη της κουζίνας ήταν η γρήγορη και αποτελεσματική εργασία η τακτοποίηση δεν υποβαθμιζόταν ως τομέας της εργασίας. Οι
74
τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με πλακάκια επιχρωμαστισμένα ακολουθώντας θερμές αποχρώσεις (κίτρινο, κόκκινο, πορτοκαλί) και απεικόνιζαν διάφορα σχέδια όπως φρούτα, λαχανικά, κυρίως αντικείμενα του καθημερινού βίου. Παλαιότερα, η αισθητική στην κουζίνα έμπαινε σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τη λειτουργικότητα. Επικρατούσαν τα τυποποιημένα υλικά και σχήματα “φασόν” κάνοντας κάθε κουζίνα να μοιάζει με την άλλη. Σε μεταγενέστερες περιόδος οι επιλογές σε υλικά, διαστάσεις, σχήματα, χρώματα άρχισαν να πληθαίνουν. Το κεντρικό τραπέζι της κουζίνας αποτελεί το έπιπλο που πάνω του αποτυπώνεται ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του χώρου περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο. Συγκεντρώνει πάνω του όλες τις λειτουργίες των καθημερινών πρακτικών. Χρησιμοποιείται ως ο κύριος χώρος κατανάλωσης του φαγητού, που προηγουμένως είχε προετοιμαστεί στους πάγκους. Κατά τη διάρκεια των πρόχειρων γευμάτων, επί το πλείστον μεσημεριανών ανάμεσα στα μέλη τις οικογένειας, το τραπέζι δεν αδειάζει από τυχόν περιττά διακοσμητικά αντικείμενα που βρίσκονται πάνω σε αυτό ούτε στρώνεται το “καλό” τραπεζομάντηλο. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας και της παρασκευής των φαγητών, η χρήση του τραπεζιού αλλάζει και εκεί που μέχρι τότε λάμβανε χώρα το τελευταίο στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας πραγματοποιούνται τα πρώτα. Το τραπέζι αποτελεί κατά περίσταση πάγκο εργασίας. Τα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν τοποθετούνται εκεί, τα μαγειρικά σκεύη και εργαλεία ομοίως. Συχνά, μπορεί να επιτελούνται και άλλες δράσεις ταυτόχρονα όπως η μελέτη των νεότερων μελών της οικογένειας, η ανάγνωση της εφημερίδας από τον πατέρα, το παιχνίδι των μικρών παιδιών ενώ μετά το γεύμα μετουσίωνε τη λειτουργία του καθιστικού. Οι καρέκλες που βρίσκονται περιμετρικά του τραπεζιού ή είναι
75
τοποθετημένες ακατάστατα στο χώρο, ακουμπισμένες σε ένα τοίχο εκτός από καθίσματα χρησιμεύουν πολλές φορές ως σκάλα για την προσέγγιση αντικειμένων στα ψηλά ντουλάπια και για να στηρίζει η νοικοκυρά μεγάλα αντικείμενα π.χ λεκάνη με ρούχα. Η εικόνα μιας λεκάνης με ρούχα δείχνει την ποκιλία των οικιακών δράσεων που συμβαίνουν εκεί. Πέρα από τη μαγειρική η νοικοκυρά σιδέρωνε, επιδιόρθωνε ρούχα και αντικείμενα. Η ποικιλία αυτή των δράσεων καθώς και οι βασικές σχεδιαστικές αρχές έχουν διατηρηθεί και στη σύγχρονη εποχή και δεν αλλοιώνονται από τη συνένωση του σαλονιού με την κουζίνα σε ένα ενιαίο χώρο. Αλλαγές παρατηρούνται κυρίως ως προς την υλικότητα αλλά και την εισαγωγή αυτοματισμών με την τεχνολογική εξέλιξη των επίπλων και των συσκευών. Η σύνθεση των εντοιχισμένων συσκευών και των επίπλων στην κουζίνα συνεχίζει να δημιουργείται με άξονες τους τοίχους ακολουθώντας μια γραμμική πορεία, με την εξωτερική πλευρά των επίπλων να βρίσκεται απέναντι από τον νεροχύτη συνήθως ή να σχηματίζονται γωνίες δημιουργώντας σχήματα Π ή Γ. Στους στενούς χώρους των μικρών διαμερισμάτων τα έπιπλα της κουζίνας ενδέχεται να τοποθετούνται σε μία ευθεία προσφέροντας τα απολύτως αναγκαία. Το κεντρικό τραπέζι της κουζίνας απουσιάζει συχνά και η απουσία του καλύπτεται από ένα επιμήκη πάγκο, το λεγόμενο “πάσο” με θέαση προς το σαλόνι που αποτελεί και επιπλέον αποθηκευτικό χώρο ενώ λειτουργεί και ως φίλτρο οπτικής ανάμεσα σε κουζίνα σαλόνι. Κρύβει τα ακατάστατα σημεία της κουζίνας, ένα νεροχύτη με λερωμένα πιάτα, έναν ανοργάνωτο πάγκο. Για το λόγο αυτό η εστία και το ψυγείο τοποθετούνται στο βάθος για να μην υπάρχει άμεση οπτική επαφή. Η ενοποίηση των χώρων φαίνεται και με την ενοποίηση των δαπέδων μέσω της υλικότητας. Το δάπεδο της κουζίνας ήταν παλαιότερα από μωσαϊκό σε ανοιχτόχρωμους χρωματισμούς ενώ σήμερα συναντάμε υλικά της επιλογής του ιδιοκτήτη που είναι ενιαία
76
με το υπόλοιπο σπίτι. [11]Η πρώτη εντοιχισμένη κουζίνα, η λεγόμενη κουζίνα της Φρανκφούρτης, σχεδιάστηκε το 1926 για ένα κοινωνικό πρόγραμμα εργασίας και είχε ως σκοπό την αποδοτικότερη εργασία σε συνδιασμό με το χαμηλό κόστος. Για την κατασκευή της μελετήθηκε τόσο η διαδικασία προετοιμασίας του φαγητού όσο και αυτή του σερβιρίσματος με άξονα τη λειτουργικότητα και τις εναλλακτικές κινήσεις. Σημασία έπαιξε το κίνημα του μοντερνισμού ενώ ο σχεδιασμός βασίστηκε στον αντίσοτιχο σχεδιασμό εργαστηρίων (κουζίνες τρένων, πλοίων). Όσο αφορά την τυπολογία και τη μορφολογία της ήταν στενή, διέθετε ξεχωριστή είσοδο και στο μεγάλο άνοιγμα της υπήρχαν τα έπιπλα και ο νερόχυτης. Η στενότητα του χώρου στόχευε στην ελαχιστοποίηση των βημάτων κατά την εργασία με σκοπό την άμεση χρήση του κάθε επίπλουσυσκευής. Έμφαση δόθηκε και στην υλικότητα, τα έπιπλα ήταν ξύλινα και το είδος ξύλου που είχε επιλεγεί είχε ως κριτήριο την ανθεκτικότητα ενώ οι αποθηκευτικοί χώροι (ντουλάπια) ήταν μεταλλικά. Επικρατούσε η εικόνα της καθαρής και οργανωμένης κουζίνας. Τέλος, και εδώ συναντάμε κοινωνικό προσανατολισμό αφού για πολλούς ο σχεδιασμός της αποτελεί σχόλιο για την οικονομική ανεξαρτησία και την ανάπτυξη της γυναίκας.
77
78
ανάπτυγμα παλαιού τύπου κουζίνας
79
80
ανάπτυγμα σύγχρονου τύπου κουζίνας
81
Το μπάνιο Το μπάνιο σε ένα διαμέρισμα αντιστοιχεί στο χώρο με τον οποίο έχει ταυτιστεί η σωματική υγιεινή. Αποτελεί ένα χώρο δημόσιου χαρακτήρα καθώς απευθύνεται σε όλα τα μέλη της οικογένειας αλλά και στους εκάστοτε επισκέπτες σε περίπτωση που τα τετραγωνικά του σπιτιού δεν επιτρέπουν τη διάκριση δύο μπάνιων, του κεντρικού (που βρίσκεται κοντά σε υπνοδωμάτια και ενώνει τους χώρους ύπνου και τους χώρους διημέρευσης) και του w.c για τους ξένους (που βρίσκεται κόντα στο χώρο υποδοχής-είσοδο), στα πλαίσια του όμως οι δράσεις είναι ατομικές. Η είσοδος του μπάνιου οριζόταν από μια πόρτα που συνήθως είθισται να είχε ένα παραθυράκι με ημιδιάφανο γυαλί. Το μπάνιο χρησιμοποιείται από κάθε άτομο ξεχωριστά. Η ντροπή για το γυμνό σώμα ως αντίληψη της εποχής επηρεάζει τη συνθήκη που επικρατεί στο δωμάτιο. Είναι χώρος αυξημένης ιδιωτικότητας γεγονός που δηλώνεται και από την επίπλωση και το βασικό εξοπλισμό του : υπάρχει μία λεκάνη, ένας νιπτήρας, μια μπανιέρα. Η κλίμακα (αναλογίες) δηλαδή και το πλήθος των αντικειμένων αντιστοιχούν σε ένα άτομο. Παλαιότερα, τα βασικά είδη υγιεινής, μπανιέρα, λεκάνη, νιπτήρας, μπιντές, που τοποθετούνταν ήταν χρώματος λευκού σε ακριβή πορσελάνη. Κατά περίσταση, τη μπανιέρα υποκαθιστά μια ντουζιέρα για λόγους οικονομίας χώρου. Η εξέλιξη της τεχνολογίας προς όφελος της καθημερινότητας της κατοίκησης εξόπλισε το χώρο του λουτρού με ένα πλυντήριο ρούχων, ένα στεγνωτήριο, παροχή για ζεστό νερό μέσω του ηλιακού θερμοσίφωνα. Στα όρια των στενών διαμερισμάτων η ντουζιέρα αυτή λάμβανε τις ελάχιστες δυνατές διαστάσεις ενώ εκείνα τα μπάνια που ήταν πιο ευρύχωρα διέθεταν μεγαλύτερες. Η λευκή πορσελάνη αντικαταστάθηκε αργότερα ευρέως από κεραμικά είδη μειώνοντας το κόστος τόσο στην αρχική τοποθέτηση όσο και σε περίπτωση
82
φθοράς. Ο νιπτήρας, από το ίδιο υλικό, ακουμπούσε στον τοίχο, διέθετε κολώνα για τη στήριξή του και ξεχωριστή παροχή ζεστού- κρύου νερού και συνοδευόταν από ένα καθρέφτη, ενώ στην ίδια λογική ήταν και ο λεγόμενος μπιντές, ο οποίος καταργήθηκε (οι χρήσεις του μεταφέρθηκαν στην μπανιέρα, στενοί χώροι οπότε φτάνεις την παροχή νερού). Τα πλακάκια ήταν κεραμικά με εναλλαγές στα χρώματα (επικρατούσαν τα ψυχρά, γαλαζια, πράσινα, τα ροζ πλακάκια με τα έντονα κιτς λουλούδια) ενώ το δάπεδο παλαιότερα ήταν μαρμάρινο ή ακολουθούσε την τεχνική του μωσαϊκού με μίξη από γρανίτη και πλακάκι για να αντικατασταθεί από αντιολισθητικά υλικά. Αργότερα, η επίπλωση του μπάνιου έγινε και αυτή εντοιχισμένη με αποτέλεσμα να δοθεί περαιτέρω έμφαση στους αποθηκευτικούς χώρους στο δωμάτιο αυτό που μέχρι τότε είχαν παραμεληθεί. Πλέον, ο χώρος πέρα από την καθαριότητα εξυπηρετούσε και την περιποίηση του σώματος. Όσο η τεχνολογία στο τομέα αναπτύσσεται τόσο περισσότερο αυτοματοποιημένος και οργανωμένος γίνεται ο χώρος. Τοποθετούνται ράφια, κρεμαστά ντουλάπια συχνά ενοποιημένα με το νιπτήρα ακόμη και συμπληρωματικά ράφια κοντά στη μπανιέρα συνήθως για εύκολη πρόσβαση στα απαραίτητα : πετσέτες, σαμπουάν, καλλυντικά. Η λεκάνη εμφανίζεται ενίοτε αναρτημένη με το καζανάκι εντοιχισμένο βοηθώντας στην άνετη κίνηση στο χώρο προσφέροντας στην ευρυχωρία. Η αλλαγή στη μορφολογία των ειδών υγιεινής βοήθησε επιπλέον τη διαδικασία του καθαρισμού τους καθιστώντας το μπάνιο ένα χώρο πρακτικό, όπως άρμοζε σε ένα χώρο καθημερινής και συχνής χρήσης.
83
μπάνιο παλαιού τύπου
84
μπάνιο σύγχρονου τύπου
85
Το δωμάτιο Οι βαθμοί ιδιωτικότητας στο διαμέρισμα προσδιορίζονται ανάλογα με την δράση που τελείται στον κάθε χώρο, η οποία μπορεί να είναι είτε συλλογική είτε ατομική. Το υπνοδωμάτιο όπου παλαιότερα άκουγε στο όνομα ‘’κάμαρα’’ ή ‘’κοιτώνας’’, σε σχέση με τα υπόλοιπα δωμάτια εμφανίζει το μεγαλύτερο βαθμό ιδωτικότητας, ο οποίος εντοπίζεται ήδη από την είσοδο σε αυτό καθ΄ότι η πόρτα διαθέτει μηχανισμό να κλειδώνει ο οποίος πολλές φορές τίθεται σε εφαρμογή.Η κάμαρα αποτελείται από το κρεβάτι, τα δύο κομοδίνα το ένα αριστερά του κρεβατιού το άλλο δεξία, την τουαλέτα με τον καθρέφτη, την ντουλάπα και ενδεχομένως την σιφονιέρα. Τα έπιπλα αυτά αγοράζονταν ως σετ συγκροτώντας μία ενότητα. Το κύριο υλικό κατασκευής είναι το ξύλο και ενίοτε το μέταλλο που χρησιμοποiείται σε κρεβάτια τύπου ‘’carriola’’. Tα έπιπλα είναι όγκωδη και καταλαμβάνουν μεγάλο κομμάτι του υπνοδωματίου, του οποίου οι διαστάσεις δεν έχουν ακόμα μειωθεί αισθητά. Τα έπιπλα του σύγχρονου υπνοδωματίου του διαμερίσματος είναι το κρεβάτι και το κομοδίνο, η ντουλάπα πλεόν έχει εντοιχιστεί και η τουαλέτα έχει καταργηθεί λόγω μειωμένου χώρου αναπληρώνοντας την δράση της στο μπάνιο στο οποίο καλωπίζεται η γυναίκα. Ο κάτοικος-χρήστης μπορεί να κοιμηθεί στο κρεβάτι, να αποθηκεύσει αντικείμενα στο κομοδίνο και στην ντουλάπα αντίστοιχα, να ντυθεί μπροστά από τον καθρέφτη, να κάνει σεξ και να διαβάσει το βιβλίο του. Μέσα από αυτές τις ιδαίτερα προσωπικές δράσεις αιτιολογείται ο εσωστρεφής και μη-προσβάσιμος χαρακτήρας του υπνοδωματίου στον οποίο καθοριστικό ρόλο έχει συντελέσει και η ντροπή που υπάρχει για το γυμνό προερχόμενη από θρησκευτικές αντιλήψεις και κοινωνικά πρότυπα. Η διαδικασία ντυσίματος και η σεξουαλική ζωή και είναι δράσεις που ενοχοποιούνται λόγω της γύμνιας υποβαλλόντας τον κάτοικο
86
σε μία μόνιμη διαδικασία απόκρυψης. Ο συσχετισμός του υπνοδωματίου με ένα τόσο προσωπικό και ευαίσθητο χώρο έχει καταρριφθεί λόγω της εξατομίκευσης των ηλεκτρονικών συσκευών οι οποίες έχουν το πλεονέκτημα να δραστηριοποιούν το άτομο. Μπορεί να ακούσει μουσική, να δει ταινία στο laptop ή στην τηλεόραση, μπορεί ασχοληθεί με το tablet, να κάνει γυμναστική. Η εξέλιξη της τεχνολογίας, σε συνδυασμό με την μαζικοποίηση και την ελεύθερη διακίνηση των αγαθών συμβάλλει στην μετατροπή του προσωπικού χώρου του δωματίου σε πεδίο πολλαπλών δράσεων.
87
1
2
88
συνάθροιση της οικογένειας γύρω από το πικ απ για χορό
κορίτσι που χορεύει μόνο του στο δωμάτιο
η έννοια της δωματίου
΄΄εξατομίκευσης’’ του
εικ. 1 και 2
89
κλίμακα 3 Οι χωρικές διεκδικήσεις
Η επιθυμία του ανθρώπου να δει την πόλη από ψηλά υπήρχε πολύ πριν αποκτήσει τα μέσα για να την ικανοποιήσει. Οι ζωγράφοι του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης απεικόνησαν την πόλη από ψηλά, όπως θα ήθελε να τη δει το ανθρώπινο μάτι1. Παρατηρώντας την Αθήνα από ψηλά η εικόνα που δίνεται αντιστοιχεί σε οπτικό χάος. Η εντύπωση αυτή που δημιουργείται έχει τις ρίζες της στον τρόπο ανάπτυξης της πόλης όσο αφορά τη ρυμοτομία και τη μορφολογία των κτιρίων της. Πλήθος κτιριακών τύπων συναντώνται καθένας από τους οποίους εκφράζει διαφορετικό αρχιτεκτονικό προσανατολισμό, διαφορετικές λειτουργίες, διαφορετικά μεγέθη και αναλογίες, διαφορετικές κοινωνικές και οικονομικές προελεύσεις. Εντάσσεται δηλαδή στην πόλη με διαφορετικό τρόπο προσθέτωντας στην κάτοψη του αστικού τοπίου ποικιλλομορφία στο επίπεδο της κλίμακας, των σχεδιαστικών αρχών,των κατασκευαστικών λεπτομερειών, στον τρόπο αλληλεπίδρασης με την πόλη. Η πυκνή αστική δόμηση συντελείται από κτίρια δημόσιου και ιδιωτικού χαρακτήρα με αυτά του ιδιωτικού να κυριαρχούν σε βάρος αυτών με δημόσιες χρήσεις. Η συνθήκη των μικροϊδιοκτησιών που παρατηρείται εντείνει σε μεγάλο βαθμό το οπτικό ερέθισμα και την απουσία εστίασης, ίσως με μια εξαίρεση. Το οικοδόμημα αυτό που φαίνεται να μονοπωλεί το ενδιαφέρον οπτικά λόγω της συχνότητας της εμφάνισης του και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του είναι η αθηναϊκή πολυκατοικία. Οι ογκώδεις αυτές οικοδομικές μάζες αποκτούν ποιότητες όσο η οπτική πλησιάζει το επίπεδο του εδάφους. Η σχέση της πολυκατοικίας με το περιβάλλον της, μια πυκνά δομημένη πόλη, δημιουργεί σχέσεις αλληλεπίδρασης τοποθετώντας στο πεδίο μελέτης άψυχα και έμψυχα αντικείμενα.
[1] De Certaux,’Practice of the everyday life’, 1984
91
92
93
Χρήστης - κάτοικος Αρχικά, είναι ουσιώδες να αναλυθεί η θέση του ατόμου στη σχέση συνάρτησης πόλης και πολυκατοικίας. Την προβληματική αυτή αναλύει και ο Herman Hertzberger2 τονίζοντας τη σημασία του ανθρώπινου παράγοντα στην ανάπτυξη της δημόσιας ζωής σε μια πόλη-γειτονιά. Επιχειρεί να διαχωρίσει την έννοια του χρήστη από αυτή του κατοίκου. Ο χρήστης διακρίνεται από ένα εφήμερο χαρακτήρα είτε αναφερόμαστε στην κλίμακα της πόλης είτε στα πλαίσια μιας πολυκατοικίας. Συγκεκριμένα, ο χρήστης εμπλέκεται με το δημόσιο χώρο που του προσφέρεται μέσα από διάφορες δραστηριότητες αφήνοντας τα “σημάδια” των ατομικών του ενεργειών. Τότε ο δημόσιος χώρος γίνεται κοινόχρηστος και ο χρήστης μετατρέπεται σε κάτοικο. Ο βαθμός στον οποίο ο κάτοικος εμπλέκεται με το περιβάλλον γύρω του και ο τρόπος που επιδρά στα πράγματα επηρεάζει και το βαθμό στον οποίο εμπλέκεται συναισθηματικά αλλά και τη σημασία και την προσοχή που δίνει στο δημόσιο χώρο που κατοικεί. Οι δύο έννοιες αυτές έχουν μια συγκεκριμένη ουσιώδη διαφορά. Ο χρήστης απλά χρησιμοποιεί το μέρος για ένα συγκεκριμένο σκοπό, ενώ ο κάτοικος μένει κοντά, φροντίζει το χώρο και έχει κοινωνική συναναστροφή σε αυτόν. Έτσι, το ιδιωτικό μπλέκεται με το δημόσιο και ο ένας τομέας παρεισφρύει στον άλλο.
[2] Herman Hertzberger, (1991), ‘Lesson for students in architecture’ , 010 Publishers
94
Ιn between-spaces_ ενδιαμέσοι χώροι Ο ενδιάμεσος χώρος με όρους δήμοσιας-ιδιωτικής διεκδίκησης μεταφράζεται ως ο κοινόχρηστος χώρος. Ο κοινόχρηστος χώρος μεταφράζεται σαν έννοια ως ο ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στα διαμερίσματα των πολυκατοικίων ο οποίος άρχισε να αξιοποιείται για κοινωνικούς και πρακτικούς λόγους. Στην πολυκατοικία όπου οι χρήστες είναι στην πλειοψηφία οικογένειες πρέπει να δοθεί έμφαση στη χωρική διεκδίκηση η οποία ευνοεί τις κοινωνικές επαφές, η αποφυγή του θορύβου ωφείλει να είναι δευτερεύουσας σημασίας. Οι χώροι κοινής κυκλοφορίας που αξιοποιούνται από τους κατοίκους αποτελούν πλατφόρμες κοινωνικών και πολιτισμικών τεκταινόμενων καθ’ ότι οι χρήστες δραστηριοποίουνται σε διάφορες συλλογικές δράσεις και παρεμβαίνουν τοποθετώντας έπιπλα, γλάστρες και άλλα προσωπικά αντικείμενα. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός αποτελεί το βασικό εργαλείο για την δημιουργία και ενσωμάτωση τέτοιων χώρων-πλατφόρμων που πληρούν τις κατάλληλες προδιαγραφές για επέκταση του ιδιωτικού βίου προς τα έξω. Μικρές εσοχές, βεράντες κοινόχρηστες, δώματα προσβάσιμα, διάδρομοι με μέγαλο άνοιγμα, είσοδοι με δυνατότητα παραμονής μεγάλου πλήθους ατόμων αποτελούν χώρους με στόχο την επικοινωνία μεταξύ των γειτόνων ευρεύως κοινωνικού, οικονομικού και ηλικιακού φάσματος συγκροτώντας τον αρχιτεκτονικό κώδικα του κοινόχρηστου βίου. Η ιμπερεαλιστική τάση του ανθρώπου σε συνδυασμό με την κοινωνικοποίηση επιβεβαιώνει ότι οι κάτοικοι τείνουν να επεκτείνουν την σφαίρα επιρροής τους προς τη δημόσια θέαση3. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι το κύριο μπαλκόνι και οι βασικοί χώροι είναι συνήθως προσανατολισμένοι προς τον δρόμο (προφανώς και λόγο ηλιασμού και εξαερισμού). To σκεπτικό για τον ενδιάμεσο χώρο (in between) είναι το εργαλείο για την εξισορρόπηση της οξύτητας ανάμεσα σε [3] Herman Hertzberger, (1991), ‘Lesson for students in architecture’ , 010 Publishers
95
χώρους που είναι ισότιμοι και προσβάσιμοι από όλους τους κατοίκους της πολυκατοικίας, αλλά και ταυτόχρονα παρατηρείται διαφορετικό ποσοστό διεκδίκησης. Η εξέλιξη αυτού του μοντέλου είναι η εμπλοκή του χρήστη ο οποίος δεν φέρει ιδιότητα κάτοικου αλλά παρ’όλα αυτά συμμετέχει σε κοινές διαδικασίες και έχει πρόσβαση σε κοινόχρηστους χώρους.
Η πιλοτή Η πιλοτή κατατάσσεται στους ημιυπαίθριους χώρους της κατοικίας. Η μεταγενέστερη εμφάνισή της σε σχέση με αυτή της πολυκατοικίας την καθιστά ένα ασαφές στοιχείο όσο αφορά τη χρήση και τη χρησιμότητά της. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα στοιχεία της πολυκατοικίας που βρίσκουν σχεδόν άμεσα νομοθετικό αντίκρισμα4 η πιλοτή ως μια καινούργια έννοια αποτελεί πεδίο αντιφάσεων και διαφωνιών. Το γεγονός ότι ανήκει στους ελάχιστους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας αυξάνει το πλήθος των ατόμων που έχουν δικαιώματα στο χώρο αυτό και εμπλέκονται ως ένα βαθμό στη διαμόρφωση των συνθηκών σε αυτή. Η κοινή χρήση που προβλεπόταν για την εισαγωγή της πιλοτής εκφραζόταν άμεσα και με το γεγονός ότι τα δικαιώματα ιδιοκτησίας της αποδίδονταν στο σύνολο της πολυκατοικίας και στους κατοίκους σα συλλογικότητα και δεν κατακερματίζονταν στον καθένα από αυτούς για προσωπική χρήση5. Ο στεγασμένος αυτός λοιπόν υπαίθριος χώρος που στόχευε στην καλύτερη βιωσιμότητα του κτιρίου, καθώς ο σχεδιασμός του διευκόλυνε τον αερισμό του κτιρίου (αποκόλληση από έδαφος), προσέφερε σκίαση με αποτέλεσμα καλύτερες συνθήκες θερμοκρασίας (με εξαίρεση τον πρώτο όροφο). Όλα αυτά περιγράφουν
[4]Οι βασικές αρχές θεμελιώνονται ήδη από τον πρώτο Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό το 1929. Η πιλοτή εδραιώνεται στο τέλος της δεκαετίας του ‘70 με αποτέλεσμα οι νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και χρήσης σε αυτή να διαμορφώνονται σταδιακά δημιουργώντας ασάφειες και αντικρουόμενες συνθήκες.
96
[5]Σημαντικό είναι ότι τα δικαιώματα χρήσης δε μπορούν να μεταβιβαστούν σε άλλον πέρα
ένα χώρο ζωτικό που θα μπορούσε να αποτελεί σημείο αποσυμφόρησης στην πολυκατοικία και κοινωνικών συναναστροφών. Η συμπεριφορά του ανθρώπινου παράγοντα και η μεταχείρηση του χώρου αυτού ως μη σημαίνοντα αλλά αντίθετα η αντίληψη του ως ένα “παραθυράκι” στο νόμο για την απόκτηση περισσότερου κτισμένου όγκου εκμηδένισε τα όποια πλεονεκτήματα είχε. Χρησίμευε πλέον αποκλειστικά ως χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων ενώ συχνά (εξαιτίας της σύγχυσης περί ιδιοκτησιακού καθεστώτος) αντί να ευνοεί τις αρμονικές σχέσεις μεταξύ των κατοίκων μάλλον το αντίθετο προώθησε τελικά. Η κοινωνικού και ψυχαγωγικού προσανατολισμού συλλογικότητα μέσα στην πολυκατοικία έβρισκε τελικά χώρο στην πιλότη μέσω καβγάδων και διαφωνιών των κατοίκων, “μου πήρες τη θέση”, “δε μπορώ να φύγω έτσι όπως έχεις παρκάρει”6. Συχνά η πιλότη όχι μόνο περιόριζε το ρόλο της σε πάρκινγκ αλλά τμήματα της κλείνονταν για τη δημιουργία επιπλέον δωματίων που λειτουργούσαν σαν αποθηκευτικοί χώροι, αποθήκες στο ισόγειο. Ένα από τα ελάχιστα διάτρητα σημεία της συμπαγούς ελληνικής πολυκατοικίας (και του οικοδομικού τετραγώνου) που αποτελεί σύνδεση του “μέσα” και του “έξω” αδυνατεί να επιτελέσει αυτό το ρόλο. Η κάθετη κίνηση προς το εσωτερικό του οικόπεδου, από το πεζοδρόμιο έως και τον ακάλυπτο, μέσω της πιλοτής είναι αποδυναμωμένη. Στην ουσία διακόπτεται και χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο σκέλος της διαδρομής σταματά στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας ενώ το δεύτερο με αφετηρία το σημείο αυτό και την αποφυγή των παρκαρισμένων οχημάτων, περνώντας ανάμεσά τους, οδηγεί στον ακάλυπτο του οικοπέδου. Το πρώτο κομμάτι της διαδρομής σαφώς και υπερτερεί του επόμενου αφού ο ακάλυπτος αποτελεί ένα υποβαθμισμένο αναξιοποίητο χώρο που δεν “πατάει” κανείς.
των ιδιοκτητών των διαμερισμάτων της πολυκατοικίας με μοναδική εξαίρεση την περίπτωση που κάποιος μισθώνει το διαμέρισμα του και έτσι προσωρινά το δικαίωμα παραχωρείται στον ένοικο (απόφαση του Αρείου Πάγου). [6]Άρθρο της Καθημερινής αναφέρει πως οι καταγγελίες για τέτοιου είδους διαφωνίες έφτασαν να είναι όσες και οι αθηναϊκές πολυκατοικίες, Ιωάννα Μάνδρου
97
Το αστικό κενό Το ‘αστικό κενό’ σαν όρος στην Ελλάδα άρχισε να επανεξετάζεται και να επαναπροδιορίζεται όταν οι μεγαλουπόλεις άρχισαν να ασφυκτιούν και να εγκλωβίζονται μέσα στον υπερσυμπυκνωμένο κλοίο τους7. Ο ακάλυπτος ως μία από τις εκφάνσεις του αστικού κενού παρουσιάστηκε ως το εργαλείο επέκτασης της πολυκατοικίας και της δημόσιας ζωής. Στην προσπάθεια αυτή βασικό εμπόδιο απότελεσε το γεγονός ότι από την γέννηση της ελληνικής πολυκατοκίας ο ακάλυπτος επί τον πλείστον είναι ο κρυφός χώρος των αποβλήτων, των απλύτων και των απωθημένων, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν μία μηχανή αποσυμπίεσης των αστικών ‘’πρέπει’’ και των κοινωνικών προκαταλήψεων. Η οπτικοποίηση του αστικού κενού ανάμεσα στις πολυκατοικίες είναι ξεθωριασμένα φαράσια και σκούπες, μικρά μπαλκόνια που χρησιμοποιούνται ως εξωτερικοί βοηθητικοί χώροι με πλαστικές ντουλάπες για τα απορρυπαντικά του μπάνιου, γλάστρες με μεταλλαγμένους βασιλικούς που έχουν μετατραπεί σε νέο ανθεκτικό είδος και δεκάδες cd για τα περιστέρια τα οποία καταλήγουν να τυφλώνουν μόνο εμάς και όχι αυτά τα λούπμεν πτηνά όπως θα έλεγε και ο κύριος Πάλομαρ! Αποτέλεσε τoν χώρο ο οποίος από την δημιουργία του παρέμεινε χωρικά ανεκμετάλευτος χωρίς να παραλαμβάνει καμία απολύτως πρακτική ή κοινωνική δράση σχετική με τους κατοίκους της πολυκατοικίας αλλά και τους γείτονες της περιοχής8 . Τα κτίρια αντιμετωπίζονται σαν αντικείμενα, δοχεία ζωής, τα οποία είναι ικανά να μετασχηματιστούν, να μεταλλαχθούν μέσα στο χρόνο σύμφωνα τις συγκυριακές ανάγκες υποδεχόμενα ποικίλλες και ενδεχομένως αντικρουόμενες δραστηριότητες8. Η στασιμότητα του ακάλυπτου χώρου πιθανότατα oφείλεται στην έλλειψη συνεργασίας, στο διαφορετικό ποσοστό διεκδίκησης μεταξύ των κατοίκιων των πολυκατοικίων
98
[7] Πάνος Δραγώνας, (2009), άρθρο σε εφημερίδα ‘Καθημερινή’, απόσπασμα : ‘’Η πολυκατοικία, όμως, δεν παύει να είναι ένας κτιριακός τύπος που επινοήθηκε ώστε να καλύψει τις ανάγκες της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης. Η αξιοσημείωτη πρόοδος στη μορφολογία και την αστική υπόσταση της πολυκατοικίας δεν θα έπρεπε να μας κάνει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι οι απαιτήσεις διαβίωσης σήμερα είναι τελείως διαφορετικές από ό,τι πριν από
αλλά και στη διαμόρφωση του υφιστάμενου περιβάλλοντος που προδιαθέτει για παραβατική χρήση. Ο χώρος αυτός ορίζεται ως προσπελάσιμος και προσβάσιμος από όλους τους κατοίκους των διαμερισμάτων της πολυκατοικίας, χωρίς όμως τελικά αυτό να αποτελεί την συνθήκη που λειτουργεί και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα δεδομένου ότι οι περισσότεροι ένοικοι δεν ξέρουν ποια διαδρομή θα εγγράψουν για την άφιξη σε αυτόν. Θυμίζει ξεκάθαρα τον χώρο όπου άμα έχεις απλώσει μπούγαδα και πέσει η κάλτσα κάτω δεν τίθεται καν θέμα αναζήτησης. Οι παραπάνω λόγοι αποτρέπουν τον χρήστη από την εμπλοκή σε οποιαδήποτε διαδικασία βιωματικής προσέγγισης του. Ιδιαίτερα ωφέλιμο για την αξιοποίηση του ακάλυπτου χώρου θα ήταν αρχικά η αποβολή της μίζερης διαμόρφωσης των εσωτερικών μπαλκονιών ως προς τα υλικά κατασκευής και τους οριακά μικρούς χώρους και μετέπειτα ο απεγκλωβισμός από την περαιτέρω νοοτροπία των κατοίκων. Η κοινή συνεισφορά των πολυκατοικίων για παρεμβάσεις σε συνδιασμό με την διαμόρφωση συνδέσεων-διαδρομών ανάμεσα στο αστικό κένο και τον δημόσιο δρόμο καθιστά τον ακάλυπτο πόλο έλξης διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων με ποικίλες προσλαμβάνουσες συνθέντοντας έτσι ένα αστικό μωσαϊκό9. Συγκροτείται η βασική δομή και η χωρική υποδομή για εν δυνάμει δραστηριοποίηση, οικειοποίηση και παρέμβαση από τους ίδιους τους κατοίκους των πολυκατοικίων και ενδεχομένως από χρήστεςεπισκέπτες. Αυτό του είδους μοντέλο συλλογικότητας σπάνια ευδοκιμεί στις ελληνικές πόλεις.
60 χρόνια: Οι ελληνικές πόλεις ασφυκτιούν από την έλλειψη ανοικτών κοινόχρηστων χώρων. Η σύγχρονη κοινωνία εκφράζει ετερογενείς λειτουργικές απαιτήσεις που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από τα συνήθη διαμερίσματα των υφιστάμενων πολυκατοικιών’’. [8], [9], [10], σελ. 62
99
[8]Ορισμένοι ακάλυπτοι λειτουργούν ως προάυλιοι χώροι για τους παδικούς σταθμούς και ως δημοσίοι χώροι σε μέρη με πολύ έντονη κοινωνική ζωή. Βλ. ‘Στο βάθος κήπος’. [9] Γιάννης Αίσωπος - Γιώργος Σημαιοφορίδης, ‘Μετάπολις 2001 η σύχγρονη ελληνική πόλη’, (2001)
100
[10] Ιsma house Berlin (1984-1986). Πρόκειται για ένα συγκρότημα κατοικιών που αποπειράται να διασπεύσει το μοτίβο της τετριμένης αυλής του κλασσικού ακάλυπτου του Βερολίνου. Αντιμετωπίζει τον ακάλυπτο ως ένα δημόσιο χώρο με πεζοδρόμια στο ενδιάμεσο, διαμορφωμένες διαδρομές που ενώνουν τον δρόμο, τον διπλανό ακάλυπτο και τις κοινόχρηστες σκάλες οι οποίες είναι προσβάσιμες από τους κατοίκους-χρήστες και πεζούς. Όλοι οι ιδιοκτήτες συνεισφέρουν στην συντήρηση, δραστηριοποίηση, επίπλωση και στα κοινά μέσω της οργανωτικής και τεχνικής υποστήριξης που έχουν συγκροτήσει.
101
Το μπαλκόνι Κυρίως στα αστικά κέντρα και σε κεντρικούς δρόμους όπου οι όψεις είναι ενιαίες και τα μπαλκόνια στις προσόψεις είναι στένα είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτο το πλήθος των λειτουργιών που μπορούν να φιλοξενήσουν αντικατροπτίζοντας παράλληλα και τις καθημερινές συνήθειες των κατοίκων. Η χαμμένη εξωστρέφεια, αφέλεια και λειτουργικότητα της ‘‘παλιάς αυλής’’ επανέρχεται με όρους αστικότητας, αποκαλυπτικότητας και δημόσιας θέασης. Μετατοπίζεται το δημοσίο πεδίο της κατοικίας καθ’ ύψος. Το μπαλκόνι μετατρεπέται σε ένα μεγάλο κάδρο αστικής θεατρικότητας το οποίο αποκαλύπτει τις συνήθειες και τα τεκταινόμενα εισάγοντας την έννοια του ημι-δημόσιου βίου στην πολυκατοικία. Αποτελεί το τμήμα του διαμερίσματος το οποίο συνδιαλέγεται με την δημόσια ζωή υποβάλλοντας τον κάτοικο σε μία διαδικασία όπου εκθείται και αισθάνεται ‘‘υπόλογος’’ για τις κινήσεις του σε περίπτωση που παρεκκλίνει. Στα μπαλκόνια τοποθετούνται τραπεζάκια, καθίσματα που ευνοούν τη συγκέντρωση των μελών της οικογένειας τόσο για συζήτηση και γεύμα, πρωϊνό καφέ κλπ.. Αποτελεί μία επέκταση του διαμερίσματος η οποία χρησιμοποείται σε δύο ζώνες χρονικότητας, την μόνιμη και την παροδική. Στο μπαλκόνι τοποθετούνται τα μόνιμα στοιχεία τα οποία απαιτούν συντήριση και τα εποχιακά τα οποία συνεχώς αναδιαμορφώνουν το χώρο. Τα φυτά για την εξασφάλιση μεγαλύτερης ιδιωτικότητας αλλά και για διακοσμητικούς και αισθητικούς λόγους, τα στέγαστρα, η τέντα για την προστασία από τον ήλιο ή τη βροχή, τα έπιπλα σε ορισμένες περιπτώσεις, τα ντουλάπια για
102
αποθηκευτικούς χώρους ομαδοποιούνται στα μόνιμα στοιχεία. Η απλώστρα, τα έπιπλα σε περίπτωση που η συστάση τους είναι μη-ανθεκτική στις καιρικές συνθήκες, τα φαναράκια, οι αιώρες, οι πλαστικές πισίνες, οι ομπρέλες, τα μαξιλάρια αποτελούν στοιχεία τα οποία επαναχρησιμοποιούνται υπό συγκεκριμένες συνθήκες καθιστώντας το μπαλκόνι χώρο εναλλαγής χρήσεων και συνηθειών ανάλογα με τις προβλεπόμενες ανάγκες, τις καιρικές συνθήκες και την εκτόνωση από την καθημερινότητα. Η ζωή στο μπαλκόνι είναι η καθετοποίηση του αστικού υπαίθριο βίου, με κύριο στόχο την επαφή με τη φυσικά φαινόμενα. Η κατοίκηση στον ελληνικό χώρο αποτελεί μια σωματική σχέση που εξαρτάται από το κλίμα, (ξηρό, υγρό) την θερμοκρασία, και τον αέρα, το νερό τα αρχέγονα χαρακτηριστικά της ελληνικής υπαίθρου14. Μέσα από το μπαλκόνι ο κάτοικος προσπαθεί να αναβιώσει την υπαίθρια ελληνική ζωή που πλέον έχει οριοθετηθεί με όρους, αστικότητας, πυκνότητας, όχλησης, ελαχιστοποίησης χώρου με μοναδικό όπλο τις αισθήσεις. Οι αισθήσεις έχουν μεγάλη δύναμη καθώς προσομοίαζουν καταστάσεις που λαμβάνουν χώρα στην πόλη και με καταστάσεις που συμβαίνουν στη ύπαιθρο. Συμβολοποιεί την ανάγκη του ανθρώπου να επεκτείνει το βίο του στο εξωτερικό περιβάλλον με τις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες απολαμβάνοντας μυρωδίες, τον ήλιο, το αστικό τοπίο το οποίο παραδόξως αποσυμπίεζεται από τα τοπόσημα τα οποία είναι τοποθετημένα στους λόφους.
[10]Ζήσης Κοτιώνης , ‘Η τρέλα του τόπου’, (2004), Εκκρεμές
103
οι χρήσεις της αυλής μετατοπίζονται καθ’ ύψος
μεταφορά των δραστηριοτήτων στο μπαλκόνι
104
αναβίωση υπαίθριας ζωής με όρους αστικότητας συλλογικό μαγείρεμα στο μπαλκόνι
105
106
107
Η παραβατικότητα με όρους πολυκατοικίας Όσο η πολυκατοικία θα είναι ένα συνοθύλευμα ατόμων και κοινωνικών πρακτικών συμπεριφορές που αποκλίνουν από τις κανονιστικές ρυθμίσεις των νόμων θα αποτελούν υπαρκτό σενάριο. Οι κοινόχρηστοι χώροι της πολυκατοικίας ανήκουν σε όλους τους κατοίκους συλλογικά και ο καθένας έχει ισότιμο δικαίωμα οικειοποίησής τους. Το δικαίωμα αυτό πρέπει να ορίζεται με βάση τις ατομικές ανάγκες με καίριο περιορισμό να αναπτύσσεται χωρίς να παρεμβαίνει στις ανάγκες των υπολοίπων ή να αγνοεί τις νομοθετικές ρυθμίσεις που έχουν θεσπιστεί για το σκοπό αυτό. Ο Bernard Tschumi χαρακτηριστικά αναφέρει πως “η βία είναι μια μεταφορά της έντασης μεταξύ των ατόμων και του περιβάλλοντός τους” ενώ παράλληλα τονίζει ότι “μία από τις εκδηλώσεις της είναι η απόκλιση μεταξύ χρήσης και προγράμματος (της προβλεπόμενης αρχικά χρήσης). Τα όρια μεταξύ καταστροφής και δημιουργίας (ιδίως καλλιτεχνικής) είναι μάλλον ασαφή[...]. Όπως τα βίαια σουρεαλιστικά κολλάζ εμπνέουν τη διαφημιστική ρητορική, έτσι και ο κανόνας που παραβιάζεται ενσωματώνεται στην καθημερινή ζωή11. Εφόσον η πολυκατοικία αποτελεί τον κατεξοχήν χώρουποδοχέα της καθημερινότητας η συνύπαρξη των ενοίκων στο διάδρομο, το ασανσέρ, το κλιμακοστάσιο την είσοδο εγείρει συζητήσεις και διαφωνίες. Οι κάτοικοι ενδέχεται να επικοινωνούν μεταξύ τους άμεσα ή έμμεσα μέσω του διαχειριστή ή του θυρωρού που παλαιότερα επιτελούσε αυτή τη λειτουργία. Ο ρόλος αυτών των υποκειμένων έρχεται προς διευκόλυνση των σχέσεων που αναπτύσσονται στα πλαίσια της πολυκατοικίας με συχνά αντικρουόμενα συμφέροντα ενώ παράλληλα ορίζει τη διευθέτηση των υποθέσεων της πολυκατοικίας (π.χ κοινή θέρμανση- κοινές αποφάσεις- κοινά έξοδα). Η “παραβατικότητα” συναντάται λοιπόν σε ανθρώπινες σχέσεις εκφραζόμενη
[11] Bernard Tschumi, The violence of architecture. Το απόσπασμα αναφέρεται στο βιβλίο του Παύλου Λέφα “Αρχιτεκτονική και Κατοίκηση”
108
ως επιβολή γνώμης του ενός έναντι ενός άλλου, απόκρυψη στοιχείων, εισβολή και παρείσφρυση σε ιδιωτικό χώρο άλλου κατόχου, πρακτικές που επιδρούν και στο ίδιο το κτίριο. Το δώμα της πολυκατοικίας που βρίσκεται στην απόληξη του κλιμακοστασίου, η λεγόμενη ταράτσα ανήκει στους κοινόχρηστους χώρους. Όλοι οι ένοικοι έχουν πρόσβαση εκεί φαίνεται όμως ότι εκτός από τις περιπτώσεις που η οικειοποίηση του δώματος αντιστοιχεί στο άπλωμα των ρούχων και την τοποθέτηση ηλιακών συλλέκτων για ζεστό νερό (θερμοσίφωνες), δορυφορικών κεραίων, ο χώρος δεν αποκτά κάποια χρήση. Χαρακτηρίζεται από έλλειψη σχεδιασμού και μια γενικότερη εγκατάλειψη που το καθιστά ένα υπολειμματικό χώρο. Το κλιμακοστάσιο και ο ανελκυστήρας απλώνονται μέχρι εκεί, όμως κανείς δεν επιλέγει να πατήσει το κουμπί που αναγράφει τον αριθμό του τελευταίου ορόφου. Αποτελεί ένα χώρο με πλήθος πλεονεκτημάτων καθώς στις περισσότερες περιοχές έχει την ευκαιρία της “ανοιχτής” θέας ενώ θα μπορούσε να λειτουργεί ως πνεύμονας για το πυκνοκατοικημένο αστικό τοπίο. Παρόλα αυτά φαίνεται προς το παρόν να αγνοείται αν και παρατηρείται μια τάση έστω και σχεδιαστικά με κατεύθυνση την αλλαγή της φυσιογνωμίας του χώρου αυτού. Βασικό παράγοντα αποτελούν οι αντίστοιχες νομοθετικές ρυθμίσεις καθώς ο Γ.Ο.Κ του 1985 μετά την αναθέωρηση του το 2000 εισάγει την υποχρεωτική δόμηση του φυτεμένου δώματος (1 τ.μ προς 5 τ.μ φυτεμένου δώματος). Επιζητείται η αξιοποίηση της “πέμπτης όψης” της πόλης με άξονα εφαρμογής πέραν της αισθητικής και τη χρηστικότητα. Ο “εξοπλισμός” του αστικού δώματος εμπλουτίζεται : οι κεραίες, τα υπόστεγα χωρίς χρήση, τα αστικά φυτά, τα “κλειστά κουτιά” του μηχανολογικού εξοπλισμού και των αποθηκών, οι καπνοδόχοι, οι διαφημιστικές επιγραφές12 συνυπάρχουν με συνθήκες
109
κατοικίσιμων κατασκευών (στεγασμένοι χώροι ανάπαυσης των κατοίκων, πράσινα σημεία δροσιάς) και ενίοτε παραγκωνίζονται έναντι αυτών. Επίσης, παρατηρώντας μια τυπική πολυκατοικία εντοπίζουμε την έλλειψη των ημιυπαίθριων χώρων. Αυτό το γεγονός είναι αντιφατικό σε μεγάλο βαθμό καθώς ήδη από το 1985 οι νομοθετικές πρακτικές ευνοούν και προμοτάρουν τους χώρους αυτούς. Η ενέργεια αυτή χρησιμοποιείται ως “Δούρρειος ίππος”13 για την παράνομη αύξηση των τετραγωνικών στους κλειστούς χώρους. Στη θέση των ημιυπαίθριων εμφανίζονται συχνά χώροι με ανέσεις δωματίου (παροχή ρεύματος, νερού). Η αυθαιρεσία που λαμβάνει χώρα θυσιάζει τη στεγασμένη ύπαιθρο για λίγα ακόμη τετραγωνικά.
[12]Τα στοιχεία αυτά αποτελούν τα επιτρεπόμενα αντικείμενα (μαζί με τα προστατευτικά κιγλιδώματα) που ορίζει ο Γ.Ο.Κ από το 1955, το 1973 μέχρι και τις αλλαγές του 1985.
110
[13]Ο Δ. Αντωνακάκης σε άρθρο του “Ημιυπαιθρίων ταλαιπωρία”, στην Ελευθεροτυπία το 2007
111
112
113
114
Συμπέρασμα Η επανάληψη της πολυκατοικίας εδραιώνει την ‘’μεσαία κλίμακα’’ ως τον κυριάρχο παράγοντα διαμόρφωσης της πόλης. Η δημιουργία και η εξέλιξη της βασίζεται σε ένα δίπολο νομιμότητας και παραβατικότητας. Η πολυκατοικία θεσμοθετείται το 1929 και με την εμφάνιση του Γ.Ο.Κ. ο οποίος παρουσιάζεται ως το νομοθετικό πλαίσιο (για την απαιραίτητη δόμηση του κτιρίου και των βιωτικών ανέσεων του διαμερίσματος) αρχίζει η συστηματική διαμόρφωση της. Η πρακτική εφαρμογή του νομοθετικού αυτού διακανονισμού, είναι αντικρουόμενη με τα αρχικά συμφέροντα καθ’ ότι η οικοδομική δραστηρίοτητα κινείται με γνώμονα τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Η παράβιαση του νομοθετικού πλαισίου με στόχο την ‘’διεκδικήση’’ παραπάνω τετραγωνικών μέτρων προς αξιοποίηση αποτελεί την άτυπη συνθήκη που επικρατεί στις ελληνικές πόλεις. Η αρχιτεκτονική υπονομεύεται κατά ένα βαθμό δεδομένου του ότι ο σχεδιασμός εξατομικεύεται εκπληρώνοντας τις προσωπικές προσδοκίες του ιδιοκτήτη και του οικοπεδούχου αποτρέποντας την πρωτοπορία, την εξελισιμότητα της πολυκατοικίας, σε αυτό σημαντική ευθύνη φέρει ο υποβιβασμένος ρόλος του αρχιτέκτονα. Η πόλη μετατρέπεται σε μία αστική μήτρα η οποία συνεχώς αναπαράγει και συστηματοποιεί το μοντέλο αυτού του ‘’κουτιού’’ εισάγοντας παράλληλα ένα σύστημα πολλαπλών και χαοτικών παραμέτρων για τη τήρηση της καλαισθησίας και της άνεσης. Συνεχώς μετασχηματίζεται, οι παράμετροι συμβίωσης αλλάζουν χωρίς αυτό να έχει αποτυπωθεί στην πολυκατοικία με όρους μορφολογίας και νομοθεσίας (ο τελευταίος Γ.Ο.Κ. που επαναδιαπραγμετεύεται την πολυκατοικία είναι αυτός του ‘85). Το διαμέρισμα στον αντίποδα ταυτίζεται
115
με μία αναμφισβήτητη εξέλιξη και πρόοδο. Η κατοίκηση διευρύνεται πέρα από την απλή διαμονή στο διαμέρισμα για να συμπεριλάβει την έννοια και την μορφή της οικογένειας, της επιδίωξης ιδιοκτησίας και της κατανάλωσης. Το παραπάνω τρίπτυχο με εκφάνσεις, τον μετασχηματισμό του μοντέλου της οικογένειας1 και την ενοποίηση των ρόλων, την ικανότητα για παρέμβαση και οικειοποίηση του χώρου και την δυνατότητα παροχών μέσω του οικιακού εξοπλισμού ορίζει νέες συνήθειες και ανάγκες οι οποίες ανασυγκροτούν την κάτοψη, αναδιαμορφώνουν και ενοποιούν τους χώρους. Η πολυκατοικία αποτελεί ενα ποικιλόμορφο σύμπλεγμα διαμερίσματων με διαφορετικούς χρήστες οι οποίοι σε ένα βαθμό καθορίζουν τον τρόπο ανάπτυξης της σε σχέση με την ίδια και το δημόσιο περιβάλλον της. Οι διαμένοντες διαφοροποιούνται ως προς την οικογενειακή, κοινωνική και οικονομική κατάσταση συντελώντας ένα αστικό μωσαϊκό το οποίο αναπτύσσει σχέσεις και συνυπάρχει σε αυτό το ομοιογενές κέλυφος ευνοώντας τον κάθετο ταξικό διαχωρισμό2. Παράλληλα καταρρίπτει την οχυρωματική τεχνική των παλαιότερων εσωστερφών κτιρίων (διώροφα νεοκλασσικά) επιτρέποντας την δημόσια θέαση και έκθεση. Η πόλη μετατρέπεται σε ένα αστικό θέατρο με πρωταγωνιστές του κατοίκους των πολυκατοικίων, παράθυρα με περίεργους φωτισμούς στα οποία τελούνται δράσεις από μαύρες ανθρώπινες φιγούρες δημιουργούν μία χορογραφία που αποκαλύπτει, τις εμμονές, τις συνήθειες, την αισθητική, την κουλτούρα. Συγκροτείται ένας πολιτισμένος διάλογος ανάμεσα στο ‘’μέσα’’ και στο ‘’έξω’’ λόγω της ομαλής μετάβασης από το ιδιωτικό στο δημόσιο δεδομένου ότι το ισόγειο κομμάτι της πολυκατοικίας είναι προσβάσιμο από πλήθος ανθρώπων διαφοροποιώντας την έννοια του χρήστη και του κατοίκου. Τα επιτρεπόμενα όρια δεν είναι διακριτά, το στοιχείο της παραβατικότητας
[1] Οι αποφάσεις του οικογενειακού πυρήνα αποτελούν προϋπόθεση για την αστική ανάπτυξη.
116
[2] Διάλεξη στη Στέγη Γραμμάτων και τεχνών (Ίδρυμα Ωνάση) για με τίτλο ‘Η πολυκατοικία της αντιπαροχής’ «Re-think Athens: Αστικές προκλήσεις 2014-15»
ενδεχομένως ευδοκιμεί στην ζωή της πολυκατοικίας έχοντας ενσωματωθεί στην καθημερινή της πρακτική. Το σύστημα οικοδόμησης αναπτύσσεται παράλληλα με το σύστημα παραγωγής του οικιακού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού του διαμερίσματος διαπιστώνοντας την συμβατότητα ανάμεσα στις δύο αυτές διαφορετικές κλίμακες3. Η εξέλιξη της τεχνολογίας των υλικών σε συνδυασμό με την μεγιστοποίηση του κέρδους υπονομεύουν κατά ένα βαθμό το κατασκευαστικό κομμάτι της πολυκατοικίας ως προς την υλικότητα. Οι ανέσεις που προσφέρει η υλικοτεχνική υποδομή (κεντρική θέρμανση, υδραυλικές εγκαταστάσεις,υποδοχή για τηλεόραση κ.α.) και ο εξοπλισμός που αγαπήθηκαν αρχικά απο την αναδυόμενη αστική τάξη αντακλούν τις αλλαγές του τρόπου ζωής, την ελευθεριότητα των κινήσεων, την εργονομία που παρέχουν οι ‘’σύγχρονοι τεχνητικοί δούλοι’’, τον υπερκαταναλωτισμό και το δίπολο μόνιμου-εφήμερου. Η σημερινή κατοικία έχει μετατραπεί σ’ ένα υβρίδιο διαμερίσματος δομημένο στον υπερσύγχρονο υλικοτεχνικό εξοπλισμό επιβεβαιώνοντας την αστάθεια και την κινητικότητα του ενοίκου. Το διαμέρισμα δεν αποτελεί μόνιμο τόπο διαμονής αλλά αντιμετωπίζεται ως μία εύφημερη βάση η οποία θα αντικατασταθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα από την επόμενη4. Το εφήμερο, τεχνοκρατικό και πρακτικό περιβάλλον αντιπαρέρχεται με το παλιό, μόνιμο, το συντηρητικό και τελετουργικό κομμάτι του παλιού διαμερίσματος που εν τέλει η ιδέα του μπορεί και να προκαλεί νοσταλγία. Πλέον το αστικό τοπίο έχει ήδη διαμορφωθεί, και ο κύκλος της πολυκατοικίας έχει ολοκληρωθεί δεδομένου ότι την περίοδο που διανύουμε η αρχιτεκτονική της αντιπαροχής έχει πάψει να υπάρχει, ειδικά τα τελευταία χρόνια λόγω της οικονομικής κατάστασης, δεδομένου ότι η ανοικοδόμηση συσχετίζεται άμεσα με οικονομικούς
link: http://www.sgt.gr/players/lns/20150127/gr/ [3]Άννα Αξαοπούλου Ελισσάβετ Περτικιόζογλου, ΑΠΟΤΥΠΩΣΕΙΣ του αστικού μύθου, Διάλεξη, Ε.Μ.Π. (2012) [4] Γιάννης Αίσωπος, συνέντευξη με τίτλο ‘’Το νέο σπίτι για τον 21ο αιώνα’’ :‘‘Δεν
117
παράγοντες. Τίθεται θέμα αναδιαμόρφωσης αυτού του κατασκευάσματος με άξονες την εργονομία, τον επαναπροσδιορισμό των αρχών κατοίκησης και την επανάχρηση. Το συμβολικό in situ του Π. Δραγώνα- Β. Χριστοπούλου αναθεωρεί την έννοια του έδαφους ως το φυσικό στοιχείο που θα υποδεχτεί την κατοικία5. Η πόλη της αντιπαροχής αντιμετωπίζεται ως ένα νέο έδαφος ως ένα νέο τοπίο το οποίο θα δεχθεί καινούργια στοιχεία κατοίκησης.
αντιμετωπίζουμε πια την κατοικία ως τον χώτο στον οποίο θα περάσουμε όλη την ζωή μας, παρά ως μία, περισσότερο ή λιγότερο, εφήμερη ‘’βάση’’, μέχρι την μεταφορά μας στην επόμενη’’.
118
[5] ‘elevated hut’, Πάνος Δραγώνας και Βαρβάρα Χριστοπούλου. Πρόκειται γία μία καλύβα που έχει τοποθετηθεί δύο μέτρα πάνω από την Αθηναϊκη ταράτσα, η οποία προσεγγίζει την
καλύβα του Heidegger. Βασίζεται στην ετεροπία καθώς η αρχέτυπη αρχιτεκτονική της δομή παραπέμπει σε στοιχείο τόπου που βρίσκεται στην φύση, ενώ στην προκειμένη περίπτωση βρίσκεται σε διαφορετικό περιβάλλον, το αστικό τοπίο. Ο στόχος αυτής της απόπειρας είναι η διαπραγμάτευση του ελάχιστου χώρου κατοίκησης και ο επαναπροσδιορισμός των αρχών.
119
βιβλιογραφία 1.Γιάννης Αίσωπος - Γιώργος Σημαιοφορίδης, ‘Μετάπολις 2001 η σύχγρονη ελληνική πόλη’, (2001)/κείμενο Π.Δραγώνα, με τίτλο : ‘’Τηλε-αθήνα’’. 2.De Certaux,’Practice of the everyday life’, 1984 3.Herman Hertzberger, (1991), ‘Lesson for students in architecture’ , 010 Publishers 4.Ζήσης Κοτιώνης , ‘Η τρέλα του τόπου’, (2004), Εκκρεμές 5.Πάνος Δραγώνας, (2009), άρθρο σε εφημερίδα ‘‘Καθημερινή’’ με τίτλο’’Το επόμενο σπίτι των ονείρων μας’’ 6.Bernard Tschumi, The violence of architecture. Το απόσπασμα αναφέρεται στο βιβλίο του Παύλου Λέφα “Αρχιτεκτονική και Κατοίκηση” 7.Δ. Αντωνακάκης σε άρθρο του “Ημιυπαιθρίων ταλαιπωρία”, στην Ελευθεροτυπία το 2007 8.Διάλεξη στη Στέγη Γραμμάτων και τεχνών (Ίδρυμα Ωνάση) για με τίτλο ‘Η πολυκατοικία της αντιπαροχής’ «Re-think Athens: Αστικές προκλήσεις 2014-15» link: http://www.sgt.gr/ players/lns/20150127/gr/ 9. Άννα Αξαοπούλου Ελισσάβετ Περτικιόζογλου, ΑΠΟΤΥΠΩΣΕΙΣ του αστικού μύθου, Διάλεξη, Ε.Μ.Π. (2012) 10.Γιάννης Αίσωπος, συνέντευξη με τίτλο ‘’Το νέο σπίτι για τον 21ο αιώνα’’ 11.Ιωάννα Μάνδρου άρθρο της ‘‘Καθημερινής’’ 12.ΓΕΝΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (Γ.Ο.Κ.) 13.ΔΟΜΕΣ ΙNDEX, διαδυκτιακό περιοδικό 14.Πάνος Δραγώνας Διάλεξη στο Ε.Μ.Π. (2007) 15.Μυρτώ Κιούρτη, Ο επαναπροσδριορισμός καθημεριών αντιλήψεων και πρακτικών ως μέσο για τον σχεδιασμό της κατοικίας, Διδακτορική διατριβή, Ε.Μ.Π. (2012)
144
16.Michelle Perrot « Introduction», Moniue Eleb-Vidal, Anne Debarre-Blanchard, Architectures de la vie privée, maisons et mentalités, XVIIe-XIXe siècles [παραπομπή από Μυρτώ Κιούρτη, Ο επαναπροσδριορισμός καθημεριών αντιλήψεων και πρακτικών ως μέσο για τον σχεδιασμό της κατοικίας, Διδακτορική διατριβή, Ε.Μ.Π. (2012) ] 17.Απόσπασμα από την τελευταία συνέντευξη του Άρη Κωνσταντινίδη στο Θανάση Λάλα 18.Robin Evans, ‘Figures, Doors and Passages’, (1978) [παραπομπή από Μυρτώ Κιούρτη, Ο επαναπροσδριορισμός καθημεριών αντιλήψεων και πρακτικών ως μέσο για τον σχεδιασμό της κατοικίας, Διδακτορική διατριβή, Ε.Μ.Π. (2012) ]
145
146