ROMANCE DE LA LUNA a Conchita García Lorca La luna vino a la fragua con su polisón de nardos. El niño la mira mira. El niño la está mirando.
Ρομάντσα της σελήνης Στην Κοντσίτα Γκαρθία Λόρκα
Huye luna, luna, luna, que ya siento sus caballos. Niño déjame, no pises, mi blancor almidonado.
Ήρθε η σελήνη στο αργαστήρι με μισοφόρι από νάρδους. Το παιδί την κοιτάει, την κοιτάει. Το παιδί τη βλέπει ολοένα. Στ’ αγέρι το ταραγμένο απλώνει η σελήνη τα μπράτσα, κι αγνή και φιλήδονη, δείχνει τα σκληρά της τα στήθη από τσίγκο. Φύγε, σελήνη, σελήνη. Αν ερχόταν οι Τσιγγάνοι θάφταχναν με την καρδιά σου χαλκάδες κι άσπρα γιορντάνια. Παιδί μου, άφησέ με να χορέψω. Όταν έρθουν οι Τσιγγάνοι τα σ’ εύρουν πάνω στ’ αμόνι με τα ματάκια κλεισμένα. Φύγε, σελήνη, σελήνη, γιατί ακούω τ’ άλογά τους. Άφησέ με, παιδί, μην πατάς την κολλαριστή ασπράδα μου.
El jinete se acercaba tocando el tambor del llano. Dentro de la fragua el niño, tiene los ojos cerrados.
Ζύγωνε πια ο καβαλάρης χτυπώντας το ταμπούρλο του κόσμου. Μες στο αργαστήρι τ’ αγόρι έχει τα μάτια κλεισμένα.
Por el olivar venían, bronce y sueño, los gitanos. Las cabezas levantadas y los ojos entornados.
Έρχονταν απ’ το λιοστάσι, μπρούντζος κι όνειρο, οι Τσιγγάνοι. Με τα κεφάλια υψωμένα και μισοκλεισμένα μάτια.
¡Cómo canta la zumaya, ay como canta en el árbol! Por el cielo va la luna con el niño de la mano.
Πώς τραγουδά η κουκουβάγια, αχ, πάνω στο δέντρο πώς σκούζει! Στα ουράνια πάει η σελήνη μ’ ένα αγόρι από το χέρι.
Dentro de la fragua lloran, dando gritos, los gitanos. El aire la vela, vela. el aire la está velando.
Μες στο αργαστήρι θρηνούνε μ’ άγριες κραυγές οι Τσιγγάνοι. Ο αγέρας φυλάει βάρδια, ο αγέρας φυλάει ολοένα.
Federico García lorca
Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
Romancero Gitano
Τσιγγάνικο τραγουδιστάρι
En el aire conmovido mueve la luna sus brazos y enseña, lúbrica y pura, sus senos de duro estaño. Huye luna, luna, luna. Si vinieran los gitanos, harían con tu corazón collares y anillos blancos. Niño déjame que baile. Cuando vengan los gitanos, te encontrarán sobre el yunque con los ojillos cerrados.
(Μετάφραση: Κ. Πολίτης)
VII La diadema de la luna en la frente de la noche Cuando se reparten las sombras la superficie De la visión Y el dolor medido por ejercitado oído Sin querer se desploma Sobre la idea que se inutiliza por el melancólico Toque de queda
VII Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνεια Της δράσης Κι ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί Ακούσιος καταρρέει Μες στην ιδέα που αχρηστεύεται απ' το μελαγχολικό Σιωπητήριο.
Odysseas Elytis
Οδυσσέας Ελύτης
Siete heptastiquios nocturnos
Επτά νυχτερινά Επτάστιχα
(Traducción Alfonso Silván Rodríguez)
LA GUITARRA Poema de la siguiriya gitana Empieza el llanto de la guitarra. Se rompen las copas de la madrugada. Empieza el llanto de la guitarra. Es inútil callarla. Es imposible callarla. Llora monótona como llora el agua, como llora el viento sobre la nevada. Es imposible callarla. Llora por cosas lejanas. Arena del Sur caliente que pide camelias blancas. Llora flecha sin blanco, la tarde sin mañana, y el primer pájaro muerto sobre la rama. ¡Oh, guitarra! Corazón malherido por cinco espadas. Federico García Lorca Poema del cante jondo.
Η Κιθάρα Το κλάμα αρχίζει της κιθάρας. Σπάζονται τα ποτήρια από το γλυκοχάραμα. Το κλάμα αρχίζει της κιθάρας. Δεν οφελεί να τη σωπάσης. Αδύνατό ’ναι να τη σωπάσης. Μονότονα κλαίει, όπως το νερό κλαίει, όπως ο άνεμος κλαίει πάνω στο χιόνι. Αδύνατό ’ναι να τη σωπάσης. Κλαίει για μακρυνά πράγματα. Άμμος του καυτερού Νοτιά που άσπρες καμέλλιες θέλει. Κλαίει για το βέλος το άσκοπο, το δίχως αύριο βράδι, και για το πρώτο το νεκρό πουλί στο κλαρί πάνω. Ω, κιθάρα! Καρδιά λαβωμένη άσκημα από πέντε σπαθιά.
Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
DEL EGEO
Του Αιγαίου
El amor La mar abierta Y la proa de sus espumas Y las gaviotas de sus sueños En su más alto mástil el marinero aventa Una canción
Ο έρωτας Το αρχιπέλαγος Κι η πρώρα των αφρών του Κι οι γλάροι των ονείρων του Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει Ένα τραγούδι
El amor Su canción Y los horizontes de su viaje Y el eco de su nostalgia En su más empapado risco la novia aguarda Un barco
Ο έρωτας Το τραγούδι του Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του Κι η ηχώ της νοσταλγίας του Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει Ένα καράβι
El amor Su barco Y la indolencia de sus vientos estivos Y el foque de su esperanza En su más ligero ondulación una isla acuna La llegada. Odysseas Elytis Primeros poemas
Ο έρωτας Το καράβι του Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του Κι ο φλόκος της ελπίδας του Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ενα νησί λικνίζει Τον ερχομό. Οδυσσέας Ελύτης Πρώτα ποιήματα
LA TARARA
Η Ταράρα
La Tarara sí, la Tarara, no La Tarara, niña que la he visto yo.
Η Ταράρα εδώ η Ταράρα εκεί η Ταράρα τρέχει σαν τρελό παιδί.
Lleva mi Tarara un vestido verde lleno de volantes y de cascabeles.
Πράσινο η Ταράρα μεσοφόρι βάζει σ’ αγαπώ της λέω κι όμως δεν τη νοιάζει.
La Tarara sí, la Tarara, no La Tarara niña que la he visto yo. Luce mi Tarara su color de seda sobre las retamas y la hierbabuena Ay, Tarara loca. Mueve la cintura para los muchachos de las aceitunas. Federico García Lorca Canción
Η Ταράρα εδώ η Ταράρα εκεί η Ταράρα φεύγει σαν τρελό παιδί. Λάμπει η Ταράρα σαν δροσούλα λάμπει πάνω από το φράχτη κάτω απ’ το φεγγάρι. Η Ταράρα εδώ η Ταράρα εκεί η Ταράρα τρέχει σαν τρελό παιδί. Αϊ, τρελή Ταράρα λύσε πια τη ζωνη τραγουδάν τ’ αγόρια κι ο καημός τα λιώνει. Η Ταράρα εδώ η Ταράρα εκεί η Ταράρα φεύγει Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα Τραγούδι
LAS CIGARRAS
Τα τζιτζίκια
La Virgen, los mares llevan en su delantal a Síkino, Amorgós y sus demás hijas
Η Παναγιά τα πέλαγα
Eh cigarras, mensajeras mías hola, en buena hora el rey Sol vive y todas contestan juntas Vive, Vive, Vive, el rey Sol vive. Desde el extremo del tiempo y después de los inviernos escuchaba que silbaba la sirena y salían las gorgonas.
κρατούσε στην ποδιά της. Την Σίκινο, την Αμοργο και τ’ άλλα τα παιδιά της. Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι γεια σας κι η ώρα η καλή. Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει; Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί. Ζει και ζει και ζει ..... ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.
Eh cigarras, mensajeras mías hola, en buena hora el rey Sol vive y todas contestan juntas
Απο την άκρη του καιρού
Vive, Vive, Vive, el rey Sol vive.
κι έβγαιναν οι Γοργόνες.
και πίσω απ’ τους χειμώνες άκουγα σφύριζε η μπουρού
Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
Y yo entre los erizos de mar en medio de los charquitos y los tamariscos como los antiguos marinos preguntaba a las cigarras:
γεια σας κι η ώρα η καλή.
Eh cigarras, mensajeras mías hola, en buena hora el rey Sol vive y todas contestan juntas
Ζει και ζει και ζει .....
Vive, Vive, Vive, el rey Sol vive.
στις γούβες στ’ αρμυρίκια
Odysseas Elytis Canción (Traducción: Mercedes Oriz Ortiz)
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει; Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί.
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει. Κι εγώ μέσα στους αχινούς
σαν τους παλιούς θαλασσινούς ρωτούσα τα τζιτζίκια: Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι γεια σας κι η ώρα η καλή. Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει; Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί. Ζει και ζει και ζει ..... ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.
Οδυσσέας Ελύτης Τραγούδι
PRECIOSA Y EL AIRE A Dámaso Alonso
Su luna de pergamino Preciosa tocando viene por un anfibio sendero de cristales y laureles. El silencio sin estrellas, huyendo del sonsonete, cae donde el mar bate y canta su noche llena de peces. En los picos de la sierra los carabineros duermen guardando las blancas torres donde viven los ingleses. Y los gitanos del agua levantan por distraerse, glorietas de caracolas y ramas de pino verde. Su luna de pergamino Preciosa tocando viene. Al verla se ha levantado el viento que nunca duerme. San Cristobalón desnudo, lleno de lenguas celestes, mira la niña tocando una dulce gaita ausente. Niña, deja que levante tu vestido para verte. Abre en mis dedos antiguos la rosa azul de tu vientre. Preciosa tira el pandero y corre sin detenerse. El viento-hombrón la persigue con una espada caliente. Frunce su rumor el mar. Los olivos palidecen. Cantan las flautas de umbría y el liso gong de la nieve. ¡Preciosa, corre, Preciosa, que te coge el viento verde! ¡Preciosa, corre, Preciosa!
¡Míralo por dónde viene! Sátiro de estrellas bajas con sus lenguas relucientes. Preciosa, llena de miedo, entra en la casa que tiene, más arriba de los pinos, el cónsul de los ingleses. Asustados por los gritos tres carabineros vienen, sus negras capas ceñidas y los gorros en las sienes. El inglés da a la gitana un vaso de tibia leche, y una copa de ginebra que Preciosa no se bebe. Y mientras cuenta, llorando, su aventura a aquella gente, en las tejas de pizarra el viento, furioso, muerde. Federico García Lorca Romancero Gitano
Του Ανέμου και της Παινεμένης Ντέφι χτυπώντας το φεγγάρι χορεύει κι έρχεται με χάρη, έρχεται μες στις ερημιές από το φως ασημωμένη μικρή τσιγγάνα η Παινεμένη. Ως τη θωρεί πετιέται πάνου ο Άνεμος ο ακοίμιστος, Πουνέντες άντρας πονηρός κοιτάει τη μικρή κοιτάει κι ολόγλυκα της τραγουδάει: Μικρούλα μου άσε να σηκώσω το φουστανάκι σου να ειδώ άσε με λίγο να σ’ αγγίξω και της κοιλίτσας σου ν’ ανοίξω το ρόδο το γαλαζωπό. Πετάει το ντέφι τρομαγμένη και τρέχει τρέχει η Παινεμένη, ξοπίσω της ακολουθεί Άνεμος άντρας που κρατεί μια σπάθα, σπάθα αστραφτερή. Άχου το κύμα πως χλωμιάζει ο κάμπος άκου πως στενάζει παίζει των ίσκιων η φλογέρα μέσα στο σκοτεινό αγέρα Τρέχα Παινεμένη τρέχα κι όπου να ‘ναι θα προφτάσει ο Άνεμος και θα σ’ αρπάξει, να τος χιμάει από ψηλά γλείφεται γλώσσες τις εννιά. Στο πρώτο σπίτι η Παινεμένη χώνεται μέσα αλαφιασμένη την αρωτάνε να τους πει κι εκείνη λέει κι ανιστορεί. Ενώ απ’ τη λύσσα του θερίο, ο Άνεμος γυρνάει στο κρύο
παίρνει το σπίτι και το ζώνει τα κεραμίδια του δαγκώνει. Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα Τσιγγάνικο τραγουδιστάρι (Μετάφραση: Οδυσσεας Ελυτης)
SEGUNDA NATURALEZA
ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΥΣΗ
I
α’
¡Sonrisa! Su princesa quiso ¡Que naciera bajo el señorío de las Rosas! Odysseas Elytis
Χαμόγελο! Η πριγκίπισσά του θέλησε Να γεννηθεί κάτω απ' τη δυναστεία των ρόδων!
Orientaciones
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ
(Traducción: Alfonso Silván Rodríguez)
Οδυσσεας Ελυτης
EL NIÑO MUDO El niño busca su voz. (La tenía el rey de los grillos.) En una gota de agua buscaba su voz el niño. No la quiero para hablar; me haré con ella un anillo que llevará mi silencio en su dedo pequeñito. En una gota de agua buscaba su voz el niño. (La voz cautiva, a lo lejos, se ponía un traje de grillo. Federico García Lorca Canciones
Το μουγκό παιδί Ένα παιδί γυρεύει τη φωνή του. Την έκλεψε ο βασιλιάς των γρύλλων. Σε μια σταγόνα διάφανο νερό ένα παιδί γυρεύει τη φωνή του Σε μια σταγόνα διάφανο νερό ένα παιδί γυρεύει τη φωνή του Μα η φωνή αιχμάλωτη μακριά έχει φορέσει γρύλλου φορεσιά Δε θέλω τη φωνή για να μιλήσω. Να φτιάξω μόνο ένα δαχτυλίδι να το φορέσει η σιωπή στο δάχτυλό της Σε μια σταγόνα διάφανο νερό ένα παιδί γυρεύει τη φωνή του Μα η φωνή αιχμάλωτη μακριά έχει φορέσει γρύλλου φορεσιά Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα Τραγούδι
δ' CÁNTICO CUARTO Una la golondrina * y preciada la primavera Para que regrese el sol * requiere mucho trabajo Requiere que miles de muertos * estén entre las ruedas Requiere también que los vivos * den su sangre.
¡Mi Dios, Primer Maestro, * me construiste en las montañas! ¡Mi Dios, Primer Maestro, * me encerraste en el mar!
Fue tomado por los Magos * el cuerpo de Mayo Lo han sepultado en una * tumba del mar En un pozo muy profundo * lo tienen encerrado Perfumó la oscuridad * y todo el Abismo.
¡Mi Dios, Primer Maestro, entre las lilas también Tú! ¡Mi Dios, Primer Maestro, perfumaste la Resurrección!
Se agitó como la simiente * en una matriz obscura El terrible de la memoria * insecto en la tierra Y como muerde una araña * mordió la luz Refulgieron las costas * y todo el mar.
¡Mi Dios, Primer Maestro, * me ceñiste a las orillas! ¡Mi Dios, Primer Maestro, * en las montañas me cimentaste! Odysseas Elytis Dignum Est (Traducción: Juan Manuel Díaz).
Ένα το χελιδόνι *κι η Άνοιξη ακριβή Για να γυρίσει ο ήλιος *θέλει δουλειά πολλή Θέλει νεκροί χιλιάδες *να 'ναι στους Τροχούς Θέλει κι οι ζωντανοί *να δίνουν το αίμα τους.
Θε μου Πρωτομάστορα *μ' έχτισες μέσα στα βουνά Θε μου Πρωτομάστορα *μ' έκλεισες μες στη θάλασσα! Πάρθηκεν από Μάγους *το σώμα του Μαγιού Το' χουνε θάψει σ' ένα *μνήμα του πελάγου Σ' ένα βαθύ πηγάδι *το 'χουνε κλειστό Μύρισε το σκότα *δι κι όλη η Άβυσσο. Θε μου Πρωτομάστορα *μέσα στις πασχαλιές και Συ Θε μου Πρωτομάστορα *μύρισες την Ανάσταση! Σάλεψε σαν το σπέρμα *σε μήτρα σκοτεινή Το φοβερό της μνήμης *έντομο μες στη γη Κι όπως δαγκώνει αράχνη *δάγκωσε το φως Έλαμψαν οι γιαλοί *κι όλο το πέλαγος. Θε μου Πρωτομάστορα *μ' έζωσες τις ακρογιαλιές Θε μου Πρωτομάστορα *στα βουνά με θεμέλιωσες!
Οδυσσέας Ελύτης ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
VII En el Paraíso he señalado una isla Idéntica a ti y una casa en la mar
Con un gran lecho y una puerta pequeña He arrojado un eco a lo abisal
VII Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Para mirarme cada mañana que me despierto
Para verte mitad que pasas en el agua
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.
Y mitad que te lloro en el Paraíso
Odysseas Elytis Monograma
(Traducción Alfonso Silván Rodríguez)
Οδυσσέας Ελύτης Το Μονογράμμα
EN LA LUNA NEGRA
ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
En la luna negra de los bandoleros, cantan las espuelas.
Στο μαύρο φεγγάρι των ληστών, τραγουδούν τα σπιρούνια.
Caballito negro. ¿Dónde llevas tu jinete muerto? ...Las duras espuelas del bandido inmóvil que perdió las riendas. Caballito frío. ¡Qué perfume de flor de cuchillo! En la luna negra, sangraba el costado de Sierra Morena. Caballito negro. ¿Dónde llevas tu jinete muerto? La noche espolea sus negros ijares clavándose estrellas. Caballito frío. ¡Qué perfume de flor de cuchillo! En la luna negra, ¡un grito! y el cuerno largo de la hoguera. Caballito negro. ¿Dónde llevas tu jinete muerto? Federico García Lorca Canción del Jinete
Αχ, μαύρο αλογάκι, που πας τον πεθαμένο καβαλάρη σου; Τα σκληρά σπιρούνια του ακίνητου ληστή που έχασε τα ηνία. Αχ, κρύο αλογάκι, Τι άρωμα λουλουδένιο του μαχαιριού! Στο μαύρο φεγγάρι αιμορραγούσαν τα πλευρά της Σιέρα Μορένα. Αχ, μαύρο αλογάκι, Που πας τον πεθαμένο καβαλάρη σου; Η νύχτα κεντρίζει τα μαύρα της καπούλια καρφώνοντάς τα μ΄άστρα. Αχ, κρύο αλογάκι, Τι άρωμα λουλουδένιο του μαχαιριού! Στο μαύρο φεγγάρι, μια κραυγή!, και το μακρύ κέρατο της φωτιάς. Αχ, μαύρο αλογάκι, Που πας τον πεθαμένο καβαλάρη σου; Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα Τραγούδι του καβαλάρη (Μετάφραση: Λευτέρη Παπαδόπουλου)
MARINA DE LAS ROCAS Tienes sabor a tormenta en los labios - pero dónde rondabas A lo largo del día la dura ensoñación de la piedra y el mar Un viento aquilífero desnudó las colinas Desnudó tu deseo hasta los huesos Y las niñas de tus ojos cogieron el báculo de Quimera Rayando con espuma la memoria! Dónde está el familiar ascenso del pequeño septiembre En la tierra roja en que jugabas mirando hacia abajo Los habares profundos de las otras muchachas Los rincones donde tus amigas dejaban a brazadas el romero. - Pero dónde rondabas A lo largo de la noche la dura ensoñación de la piedra y el mar Te decía que contaras en el agua desnuda sus luminosos días Que gozaras de espalda el alba de las cosas O bien que rodaras campos amarillos Con un trébol de luz en el pecho, heroína yámbica. Tienes sabor a tormenta en los labios Y un vestido rojo como la sangre Profundamente en el oro del verano Y el aroma del Jacinto - Pero dónde rondabas Descendiendo hacia las playas las caletas con guijarros Había allí una fría y salada hierba marina Y más al fondo un sentimiento humano sangrando Y abrías sorprendida tus manos diciendo su nombre Ascendiendo liviana a la limpidez de lo profundo Donde brillaba tu propia constelación. Óyeme, la palabra es el juicio de los últimos Y el tiempo escultor enloquecido de los hombres Y el sol se mantiene sobre él bestia de esperanza Y tú en su cercanía aprietas un amor Teniendo un amargo sabor a tormenta en los labios. No es para que cuentes celeste hasta los huesos con otro verano Que cambien de curso los ríos Y te devuelvan a su madre, Que vuelvas a besar otros cerezos O vayas cabalgando el mistral Enclavada en los arrecifes sin ayer ni mañana, En los riesgos de las rocas con el peinado del huracán Te despedirás de tu enigma. Odysseas Elytis Orientaciones (Trad. de Pedro Ignacio Vicuña).
Η Μαρίνα των βράχων Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη –Μα πού γύριζες Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση! Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια –Μα πού γύριζες; Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας Σου 'λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού Και τ' άρωμα των γυακίνθων –Μα πού γύριζες Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας*. Άκουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη. Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι, Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους, Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο. Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.
Οδυσσέας Ελύτης Προσανατολισμοί
EPIGRAMA
Επίγραμμα
Antes que mis ojos eras luz Antes del Amor amor Y cuando te prendió el beso Mujer.
Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φως Πριν απ' τον Έρωτα έρωτας Κι όταν σε πήρε το φιλί Γυναίκα.
Odysseas Elytis Orientaciones (Traducción: Alfonso Silván Rodríguez)
Οδυσσέας Ελύτης Προσανατολισμοί
III
III
Todos los cipreses señalan la medianoche Todos los dedos Silencio.
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα Όλα τα δάχτυλα Σιωπή
Por fuera de la ventana abierta del sueño Poco a poco se deslía La confesión Y como mirada ¡deriva hacia las estrellas!
Έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο του ονείρου Σιγά σιγά ξετυλίγεται Η εξομολόγηση Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ' άστρα!
Odysseas Elytis Siete heptastiquios nocturnos (Traducción: Alfonso Silván Rodríguez)
Οδυσσέας Ελύτης Επτά νυχτερινά Επτάστιχα
EL TRÉBOL DE LOS MARES
Το θαλασσινό τριφύλλι
Por una vez en mil años los duendecillos del mar entre las oscuras algas y las verdes piedrecillas lo plantan y luego brota antes que el sol se levante lo encantan y luego brota el trébole de los mares
Μια φορά στα χίλια χρόνια του πελάγου τα τελώνια μες στα σκοτεινά τα φύκια μες τα πράσινα χαλίκια.
Y quien lo encuentre no muere y quien lo encuentre no muere Por una vez en mil años distinto trinan las aves no ríen ni se lamentan sólo dicen sólo dicen --Por una vez en mil años se vuelve el amor eterno que tengas suerte que tengas que suerte te entregue el año desde los lados del cielo para ti traiga el amor El trébole de los mares quién será quien me lo envíe quién será quien me lo envíe el trébole de los mares Odysseas Elytis Canción. (Traducción: Miguel Castillo Didier)
Το φυτεύουνε και βγαίνει πριν ο ήλιος ανατείλει το μαγεύουνε και βγαίνει το θαλασσινό τριφύλλι. Το θαλασσινό τριφύλλι ποιος θα βρει να μου το στείλει. Ποιος θα βρει να μου το στείλει το θαλασσινό τριφύλλι. Μια φορά στα χίλια χρόνια κελαηδούν αλλιώς τ’ αηδόνια. Δε γελάνε μήτε κλαίνε, μόνο λένε μόνο λένε. Μια φορά στα χίλια χρόνια γίνεται η αγάπη αιώνια. Να `χεις τύχη να `χεις τύχη κι η χρονιά να σου πετύχει. Το θαλασσινό τριφύλλι ποιος θα βρει να μου το στείλει. Ποιος θα βρει να μου το στείλει το θαλασσινό τριφύλλι.Οδυσσέας Ελύτης Τραγοὐδι
ROMANCE SONÁMBULO Verde que te quiero verde. Verde viento. Verdes ramas. El barco sobre la mar y el caballo en la montaña. Con la sombra en la cintura ella sueña en su baranda, verde carne, pelo verde, con ojos de fría plata. Verde que te quiero verde. Bajo la luna gitana, las cosas le están mirando y ella no puede mirarlas.
hasta las altas barandas, dejadme subir, dejadme, hasta las verdes barandas. Barandales de la luna por donde retumba el agua. Ya suben los dos compadres hacia las altas barandas. Dejando un rastro de sangre. Dejando un rastro de lágrimas. Temblaban en los tejados farolillos de hojalata. Mil panderos de cristal, herían la madrugada.
Verde que te quiero verde. Grandes estrellas de escarcha, vienen con el pez de sombra que abre el camino del alba. La higuera frota su viento con la lija de sus ramas, y el monte, gato garduño, eriza sus pitas agrias. ¿Pero quién vendrá? ¿Y por dónde...? Ella sigue en su baranda, verde carne, pelo verde, soñando en la mar amarga.
Verde que te quiero verde, verde viento, verdes ramas. Los dos compadres subieron. El largo viento, dejaba en la boca un raro gusto de hiel, de menta y de albahaca. ¡Compadre! ¿Dónde está, dime? ¿Dónde está mi niña amarga? ¡Cuántas veces te esperó! ¡Cuántas veces te esperara, cara fresca, negro pelo, en esta verde baranda!
Compadre, quiero cambiar mi caballo por su casa, mi montura por su espejo, mi cuchillo por su manta. Compadre, vengo sangrando, desde los montes de Cabra. Si yo pudiera, mocito, ese trato se cerraba. Pero yo ya no soy yo, ni mi casa es ya mi casa. Compadre, quiero morir decentemente en mi cama. De acero, si puede ser, con las sábanas de holanda. ¿No ves la herida que tengo desde el pecho a la garganta? Trescientas rosas morenas lleva tu pechera blanca. Tu sangre rezuma y huele alrededor de tu faja. Pero yo ya no soy yo, ni mi casa es ya mi casa. Dejadme subir al menos
Sobre el rostro del aljibe se mecía la gitana. Verde carne, pelo verde, con ojos de fría plata. Un carámbano de luna la sostiene sobre el agua. La noche su puso íntima como una pequeña plaza. Guardias civiles borrachos, en la puerta golpeaban. Verde que te quiero verde. Verde viento. Verdes ramas. El barco sobre la mar. Y el caballo en la montaña. Federico García Lorca Romancero gitano
Ρομάντσα του υπνοβάτη Πράσινο, πράσινο, πώς σ’ αγαπάω! Πράσινο αγέρι. Πράσινα κλώνια. Η βάρκα πάνω στη θάλασσα, το άλογο πέρα στις ράχες. Έχοντας ίσκιο στη ζώνη της εκείνη ονειρεύεται στα κάγκελα πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη, με μάτια από κρύο ασήμι. Πράσινο, πράσινο πώς σ’ αγαπάω! Στο φως της τσιγγάνας σελήνης τα πράματα, να, την κοιτάζουν που αυτή δεν μπορεί να κοιτάξει. Πράσινο, πράσινο, πώς σ’ αγαπάω. Διάπλατα αστέρια από πάχνη έρχονται με του ίσκιου το ψάρι, που ανοίγει το δρόμο στη μέρα. Τρίβει η συκιά τον αγέρα με των κλαδιών της τα λέπια, και στο βουνό, γάτος κλέφτης, τραχιές τις αγαύες του ορθώνει. Μα ποιος θε νάρθει; Και πούθε; Στη βίγλα κάθεται κι ονειρεύεται, πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη, το πικρό κύμα όνειρό της. Κουμπάρε, θέλω ν’ αλλάξω το σπίτι σου με τ’ άλογό μου, τη σέλα μου με τον καθρέφτη σου, την κάπα σου με το σουγιά μου. Κουμπάρε, έρχομαι λαβωμένος από τα στενά της Κάμπρα. Αν μπορούσα, παλικάρι, θάκλεινα τη συμφωνία. Αλλά εγώ δεν είμ’ εγώ και μήτε το σπίτι μου ορίζω. Κουμπάρε, λέω να πεθάνω ήσυχα μες στο κρεβάτι μου. Αν γίνεται, νάναι ατσαλένιο και με σεντόνια απ’ την Ολλανδία. Δε βλέπεις την πληγή που έχω από το λαιμό ως τα στήθια; Τρακόσια βαθύχρωμα ρόδα έχει η άσπρη ποδιά σου. Το αίμα σου αναβράει και μυρίζει απ’ το ζωνάρι σου γύρω. Αλλά εγώ δεν είμ’ εγώ
μήτε και το σπίτι μου ορίζω. Αφήστε με ωστόσο ν’ ανέβω ψηλά, ως εκεί πάνω στις βίγλες αφήστε με ν’ ανέβω, αφήστε με, απάνω στις πράσινες βίγλες! Στα φεγγαρίσια μπαλκόνια που ολούθε νερό αντιβουίζει.Να, οι δυο κουμπάροι ανεβαίνουν ψηλάμ ως εκεί πάνω στις βίγλες. Αφήνουν ένα χνάρι από αίμα. Αφήνουν ένα χνάρι από δάκρυα. Τρεμόσβηναν πάνω στις στέγες φανάρια τενεκεδένια. Χίλια κρυστάλλινα ντέφια, πλήγωναν την αυγή ολοένα. Πράσινο, πράσινο, πώς σ’ αγαπάω, πράσινο αγέρι, πράσινα κλώνια. Οι δυο κουμπάροι ανέβηκαν. Το διάπλατο άφηνε αγέρι μια παράξενη γεύση στο στόμα βασιλικού, χολής, μέντας. Κουμπάρε! Πού είναι, πες μου, πού είν’ η πικρή σου κόρη; Πόσες φορές καρτερούσε, πόσες σε πρόσμενε, πόσες, δροσάτη όψη, μαύρη κόμη, στην πράσινη ετούτη βίγλα! Στο πρόσωπο πάνω της στέρνας λικνίζονταν η γυφτοπούλα. Πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη, με μάτια από κρύο ασήμι. Ένα κρύσταλλο εκεί φεγγαρίσιοι στο νερό την κρατάει. Κι έγινε η νύχτα στενή σαν μικρούλα πλατεία. Μεθυσμένοι χωροφυλάκοι χτυπούσαν την πόρτα ολοένα. Πράσινο, πράσινο, πώς σ’ αγαπάω! Πράσινο αγέρι. Πράσινα κλώνια. Η βάρκα πάνω στη θάλασσα. Το άλογο πάνω στις ράχες. Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα Τσιγγάνικο τραγουδιστάρι (Μετάφραση: Κ. Πολίτης)
Index of poems 1.- Romance de la Luna/Ρομάντσα της σελήνης, Federico García Lorca. Illustrated by Maria Melgosa. 2.- Siete heptastiquios nocturnos VII/Επτά νυχτερινά Επτάστιχα VII, Odysseas Elytis.Illustrated by Ángela Satué. 3.- La Guitarra/ Η Κιθάρα Federico García Lorca. Illustrated by Álvaro Terrón. 4.- Del Egeo/ Του Αιγαίου, Odysseas Elytis. Illustrated by Gabriela Ferrer. 5.- La Tarara /Η Ταράρα , Federico García Lorca. Illustrated by Rida Karam. 6.- Las cigarras/ Τα τζιτζίκια, Odysseas Elytis. Ilustrated by Bassiliki Skatharoudi and Dimitra B. 7.- Preciosa y el aire /Του Ανέμου και της Παινεμένης, Federico García Lorca. Illustrated by Iván Valle. 8.- Segunda Naturaleza, I/ Δ εύτερη φύση I, Odysseas Elytis. Illustrated by Irene Anarte 9.- El niño mudo/ Το μουγκό παιδί, Federico García Lorca. Illustrated by Kostantinos Athanasiadis. 10.-Cántico cuarto(Dignum est)/ δ’(Αξιον ἐστι), Odysseas Elytis. Illustrated by Pascalis Kopedis 11.-Monograma VII, / Το μονογράμμα VII, Odysseas Elytis. 12.- En la luna negra/Σ το μαύρο φεγγάρι, Federico García Lorca. Illustrated by Kostantinos Anasthasiadis. 13.- Marina de las Rocas/Η Μαρίνα των βράχων, Odysseas Elytis. 14.- Epigrama/ Επίγραμμα, Odysseas Elytis. Illustrated by Lucía Carmona and K. Ephi 15.- Siete heptastiquios nocturnos, III/ Επτά νυχτερινά Επτάστιχα III, Odysseas Elytis. Illustrated by Adrián Zeravica. 16.- El trébol de los mares/Το θαλασσινό τριφύλλι , Odysseas Elytis. Illustrated by Angeliki T. 17.- Romance sonámbulo/Ρομάντσα του υπνοβάτη, Federico García Lorca. Illustrated by Marina.
The QR codes that are next to the poems allows you to listen to the poems played by famous Greek and Spanish singers.