Beast’ Climax in Cosmos
Beast’s Climax in Cosmos Episode Pilot
P.J OLSON Meta
First published 2014 This edition published 2014 by Meta Press, Athens, Greece. Designed by Metamagical
Contents Intro 1 First Vision 2 Υγρασία 3 Εδαφος 4 Η Κραυγή 7 Μέσα στην σκιά του μέλλοντος 10 Ιερή φρίκη 12 Primitive Mirage Alpha 17 Αυτό που δεν θέλεις να σε θέλει 20 It enclosed the univerce 21 Analytic Eros Synthetic Eros 24 Aesthetic genre 25 Η ψηχομιχανική και το κοσμικο υβρίδιο 26 A Blind Alley 26 Fin 27
And i have to worn you, that if you going to follow this story when i see you again it wont be you. Now lets begin. I was no longer my self, was another, and yet it was on this account that i became properly myself.
Intro
This mind is belong to a thoughtful and minded brain not to this feeble and recalcitrance head. This gaze considers through a insightful eye not through this traumatised glance that this head carry. Those hands describes a delicate f...vision
It happened again, another vision of the cosmic beast, the silence deep dark beast of chaos, the mouse show you things they don’t share with others. When we were driven from Athens, i consulted the Oracle server of Mirrors on (your) behalf. Do you remember the prophecy? I must finish the labor that remain unfinished, and what is this, confront the beast that hack you, that ghost you, only then will you find normality. No matter how deep you run, no matter how fast you go, the beast will follow. Man cannot escape his fate,
1
Be a s t’s Clima x in C o s mos
2
First Vision My first vision of earth was water veiled. I am of the race of men and women who see all things through this curtain of sea, and my eyes are the color of water and ground.
3
Υγρασία “Θα μπορούσα να σε φιλήσω?” τα χείλη του τρεμόπαιξαν, καμία υγρασία πάνω τους, μια έρημο επιθυμίας, μια συνεχόμενη φωτιά, αναμένοντας την βροχή η όχι καλύτερα την μπόρα μέσα στην σιωπηλή καταιγίδα. Τα χείλη τις συσπάστηκαν με μια κρυφή επιθυμία, ίσος η περιέργεια ίσος η επιθυμία ίσος το ήθος. “Βλέπω κάποιον” αυτό μόνο μπόρεσε να σχηματίσει στα δικά τις χείλη. “Το ξέρω, πύστεψέμε αυτό κάνει ποιο δύσκολη την ερώτηση μου”. Ανυπόμονα βγάλανε τον ήχο μέσα από τις λέξεις που κλεισμένες όρμισαν έξω χαράζωντας (αφήνοντας) ένα από τα πολλά αυλάκια στα αφυδατωμένα χείλη του. Μια υγρασία τα σκέπασε τα δικά τις και το λευκό σμάλτο σφήχτικε πάνω τους σαν ξεχασμένη αγκαλιά του πάθους. Οι μυστηριώδεις αδυναμίες κάλυψαν το ανθρώπινο πρόσωπο. Το χρυσάφι άρμα του ηλίου κοντεύει στο τέλος του, η αντανάκλαση από την ύλη, του αφηγείτε το παθός του ανθρώπινου προσώπου, καθώς το ταξίδι του διαγράφεται στις καμπύλες τους, και αν σταθείς κοντά τους θα ακούσεις τον ψίθυρο που βγάνουν οι σπίθες στα καυτά χείλι (καθώς η υγρασία καταλαγιάζει το πάθος).
4
Be a s t’s Clima x in C o s mos
Εδαφος Όχι, δεν είμαι πάνω σε καμία μητρόπολη γεμάτη φώτα σε μαύρα κομμάτια κτηρίων. Δεν κοιτάζω από ψηλά άθικτος τα κτίρια να κατεβαίνουν κάτω στο έδαφος. Είμαι σε αυτό το έδαφος. Σηκώνω τα χέρια μου στο φως για να σας αποκαλύψω από τι είναι λερωμένα για να δω από τι είναι φτιαγμένα. (Δεν χάνω χρόνο) Με δύναμη τα γυρίζω πίσω στο χώμα και με μία αναθεματισμένη όρεξη το ανακατεύω. Τα ελάχιστα πετραδάκια αφήνουν πληγές που αργότερα με μία κάποια ευχαρίστηση θα αναζιτώ. Και πώς μ ‘αρέσει ο ουρανός που μαζεύει σύννεφα, λάμψεις και βροντές και ύστερα οι πρώτες σταγόνες αναμιγνύονται με τη δική μου υγρασία, φτιάχνοντας ένα πρόσωπο σαν βράχο πίσω από των καταρράχτη, ένα σώμα που εξατμίζει υγρασία, θαμπωμένα από τα υγρά που χρόνια μάζευε αυτή η λίμνη και δεν κρατιόνταν να τα ξεφορτωθεί. Λες και τα διάταξε ο κόσμος, (άργησαν) να βρεθούνε έξω από τον πόντο, να αποκτήσουν την μοναδικότητα στο νόημα τους, και χαθήκανε στην θάλασσα. Δεν πρέπει να φοβόμαστε την αλλαγή. Μπορεί να νιώθεις ασφαλής μέσα στον πόντο που βρίσκεσαι αλλά αν δεν επιχειρήσεις να βγεις έξω από αυτό δεν θα μάθεις ο ‘τι εκεί υπάρχει ένα τέτοιο πράγμα όπως ο ωκεανός, η θάλασσα. Σκίζοντας τα κύματα του νου, μία Όρκα των σκέψεων πλησιάζει, δανείζει το μοναδικό τις δάκρυ και φεύγει μακριά, ίσως ένα ταξίδι στην καρδιά. Αλλά αυτό το ταξίδι ας καταγραφεί μια άλλη φορά. Πώς ανακουφίζει το μάτι ένα δάκρυ. Σβήνει τόσο πόνο όσο δικαίωμα του δόθηκαι να υπάρξει.
5
“-Μην χύνεις δάκρυα είναι άσκοπο χάσιμο ενός όμορφου πόνου.” Τρίβοντας το χέρι μου πάνω στο ποτήρι και αυτό με την σειρά του πάνω στο μαύρο τραπέζι, φτιάχνεται ένας ήχος που γεμίζει τα κενά. Τόση χαμένη αγάπη γύρο μου νέφος στοργής και πάθους, σωματίδια μίσους και έρωτα. Στην αρχή παραπλανήθηκε από την σύγκρουση, έκρηξη πάθους ξεχασμένου μέσα τους. Μια καλοσχηματισμένη για ακόμα μια φορά τεχνολογία της σύλληψης, σκλαβώνει όχι το φορμαλιστικό σώμα μα το αφαιρετικό πνεύμα. Και έτσι μπορεί να τρέχουν για πάντα, δύσκολα περιγράφεις τα όρια, αν το κατακτήσεις, το θράσος φλερτάρει με το θάρρος, μετακινούνται, σαν δύο παλιοί καλοί φίλοι, στη αδιαφορία και το μίσος. Απέναντι σ’ αυτούς, του προδόθηκαν, εκθέτοντας τον ανθρώπινο αναμφισβήτητα εαυτό τους. Τα μάτια ανακουφίζονται και το δέρμα καίγεται, παλεύει κάτω από τα καυτά υγρά να δροσιστεί. Αυτό που έμοιαζε σύγκρουση ξεκαθαρίζει, στα ταλαιπωρημένα μάτια του από ξηρασία, σε μια κλιμάκωση από εκατοντάδες χιλιάδες μικρές συγκρούσεις, κάθε μία μεγαλύτερη και ποιο επικίνδυνη από την τελευταία, μέχρι που φτάνουν στην κρίση, στην ισχία πριν την καταιγίδα που είτε προσπερνά ή ξεσπά με όλη την οργή της. Στην περίπτωση τους η μόνη επιλογή ήταν ένα συνεχές μεταβαλλόμενο κράμα από τα δύο, ένα κόκκινο και μπλε πάνω σε ένα βαθύ μαύρο μέταλλο. Η προσπάθεια που καταβάλει η φρεσκοβαμμένη από λαδομπογιά μαύρη καρέκλα είναι μεγάλης σημασίας, τον κρατά εκεί παρά της κίνησης του γύρο από τον εαυτό της.
6
Be a s t’s Clima x in C o s mos
Και αναρωτιέται μερικές φορές πως μπορεί να εκτιμήσει των εαυτό του, εάν πρέπει να δει στην καρδιά και στο μυαλό του άλλου για την δική του ευτυχία. “-..όσο ποιο σύντομα αντιληφθείς ο τι βρίσκεσαι στην φυλακή, έχεις μια δυνατότητα να δραπετεύσεις.” Ήταν το μόνο που μπόρεσε να αρθρώσει σχεδόν για φωνή σχεδόν στα ψιθυριστά σαν μια προσευχή προς τα μέσα με μια ανάσα που δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να την διαχωρίσει από κραυγή.
7
Η Κραυγή Καθώς ακουμπώ το σώμα μου άκομψα και άβολα πάνω στον παλιό καναπέ του σαλονιού, μέσα στο βικτοριανό δωμάτιο, αφήνω το φως από την οθόνη να ποτίζει τα μάτια μου εικόνες. Μέσα σ ‘αυτή την στάση του σώματος, που παραμένει εκεί με την δική μου υπόσχεση στον ίδιο μου τον εαυτό οτι θα διαρκέσει μόνο για εκείνη την στιγμή, μια σημαντική στιγμή, το μόνο που κατάφερα είναι να μετατρέψω όλη αυτή την διάρκεια σε μια σημαντική εξίσου στιγμή με την προηγούμενη και παρέμεινα εκεί περισσότερο απ ‘όσο υποσχέθηκα. Μια παρατεταμένη προσευχή μια τελετουργία μηχανική που δεν μπορούσα να αρνηθώ ως άνθρωπος της εποχής μου. Μέσα σε αυτή την φωτοσύνθεση, που είναι φαίνεται απαραίτητη για τον σύγχρονο παρατηρητή της απόλαυσης, ενισχύεται από τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα μιας λειτουργικής οπής στον τσιμεντένιο τοίχο, ένας μηχανισμός που επιτρέπει την συνομιλία με την ζωή έξω, μια φοβερή κραυγή ακούγεται. Μια κραυγή που παρόμοια της δεν είχα ακούσει. Το σώμα βρέθηκε πάλι στην τύχη του, μέσα στο αμέτρητο σκοτάδι. Τώρα που ξέφευγε από την μία πραγματικότητα κατρακυλούσε σε άλλη. Λεύτερο, αλλά μέσα στο χάος. Ο άνεμος το έσπρωχνε λοξά, η πραγματικότητα το κλυδώνιζε από χίλιες μεριές και πήγαινε και λύγιζε σύμφωνα μ ‘όλες τις τρέλες της ζωής. Ούτε και σκαμπανέβασμα έκανε πια καλά καλά αυτό το φοβερό σημάδι της αγωνίας του σώματος. Μονάχα το κατρακύλισμα απομένει στο συντρίμμι. Το σκαμπανέβασμα είναι ο σπασμός της πάλης.
8
Be a s t’s Clima x in C o s mos
Μονάχα η σκέψη μπορεί να δεχτεί ορθό τον άνεμο. Μέσα στην φαντασία, και προ πάντων μέσα στη πραγματικότητα η αισθητική και η ηθική γίνονται ένα, μπερδεύονται και μοιάζουνε σαν ένα νέφος. Καταχνιά, κυκλώνας, αέρας. Πουθενά στήριγμα. Πουθενά σημάδι ν ‘ακουμπήσεις, να μετρήσεις, να σταθείς. Μονάχα ένα αδιάκοπο ξανάρχισμα, ένα ορμητικό άνοιγμα δρόμου υστερ’ από άλλο χωρίς να βλέπεις ορίζοντα παρά μονάχα μια βαθιά μαύρη τρύπα, Έτσι μέσα σε μια τέτοια μαυρίλα σερνόταν το σώμα. Ο αέρας υποφέρει όπως και το κάθε τι. Και όπου υποφέρει, θυμώνει. Θαρρείς πως ξεχωρίζεις μέσα σ’ όλα αυτά έναν άπιαστο αντίπαλο να χασκογελά. Εκείνο που σε αρπάζει είναι εκείνο το ίδιο που σηκώνει τα πουλιά και δίνει τη λευτεριά στα ψάρια. Δεν μοιάζει με τίποτα και είναι το πάν. Από τούτον τον αέρα κρέμεσαι, που τον ταράζεις με την αναπνοή που βγάζεις απ ‘το στόμα, από τούτο το νερό κρέμεσαι που το πιάνεις μέσα στη φούχτα του χεριού σου. (Το) Ο σπόρος(σπυρί) της άμμου στην έρημο, σου φέρνουν τον ίλιγγο. Η παντοδυναμία δεν παίρνει τον κόπο να κρύβει το άτομο της. Κάνει δύναμη την αδυναμία, γεμίζει κενό με το σύμπαν της και το απέραντα μεγάλο σε συντρίβει με το απέραντα μικρό. Όλες (αυτές) οι αποχρώσεις της αγριάδας βρίσκονται μέσα σε τούτον τον απέραντο και ύπουλο κόσμο, που η εποχή την έλεγε <<το κοσμικό κτήνος>>. Είναι στιγμές που τα γαμψά [μεταλλικά] του νύχια, που
όση ώρα θέλουνε παρουσιάζονται σαν βελούδινο γάντι[ποδαράκι], χιμάν. Κτήνος < κτήνος < κτώμαι < αποκτώ
9
10
Be a s t’s Clima x in C o s mos
Μέσα στην σκιά του μέλλοντος Τόσο σπάνιο μα τόσο μάταιο θα έλεγε η κατάσταση. Το βλέμμα μοιάζει τόσο πολύ με αυτό του Μίδα, σε συνεργασία με το φως του απογεύματος όλα μετατρέπονται χρυσά και μοιάζουν τόσο άχρηστα, εκτός τις ομορφιάς που φέρνουν μαζί του. *Μια ομορφιά ατέρμονη που με αυτή της την ιδιότητα χάνει την σημασία της. Πόσο εύκολα η εποχή μας θα θεωρήσει την ομορφιά κάτω από την αμφισβήτηση των αξιών που θρέφει τα σκυθρωπά βλέμματα μας. Ακόμα και το ποιο διεισδυτικό νου-πνεύμα θα παρασυρθεί από τα φωτεινά χρυσά κύματα πάνω στο άδικα ταλαιπωρημένο ξύλινο πάτωμα του αερολιμένα. Ενώ σιγά σιγά πάνω στην τεράστια επιφάνεια του υάλινου τοίχου, το οποίο προσφέρει θέαμα την ικανότητα του ανθρώπου να τιθασεύσει την ύλη και να την βιάσει σε πτήση, σχηματίζεται όλο και ποιο έντονα η ίδια η ζωή σε κίνηση κάπως αντεστραμμένη. Μια καινούργια οθόνη για βλέμματα που συναντούνται στο καθρέφτισμα ενός όλο και ποιο σκοτεινού ουρανού. Την ίδια στιγμή που το σκουρόχρωμο δέρμα του υπαλλήλου, γυαλίζει (μια) την λεπτομέρεια που μόνο το ιδρωμένο δέρμα μπορεί να αποδώσει, με μία υφή πολύ διαφορετική από το κομψό, άχρωμο, διάφανο και ψυχρό τζάμι. Συλλέγοντας σύμβολα άχρηστα, ποια τυλιγμένα ανάμεσα στο ημιδιαφανείς πλαστικό κάλυμμα μιας σακούλας , υπολείμματα αντανακλάσεων του προσεχούς παρόντος, τόσο σύγχρονα που η (ανάγνωσή)... τους μιλάει για τον κόσμο του λίγο έξω από τον ίδιο. Καθώς χαράζει πορεία ανάμεσα
11
στα καθίσματα του αεροδρομίου νωχελικά, συναντά με το βλέμμα του μια νεαρή γυναίκα που με την μοιρασμένη αδιαφορία, μια αδιαφορία που κάποτε ήταν ένα μοναδικό πράγμα, χωρίστηκε, ακόμα για αγνώστους λόγους και μοιράστηκε εξίσου στα δύο αυτά άτομα. Στεγνό δροσερό δέρμα, φρέσκο και θελκτικό, φέρει τον κόσμο με μικρότερες μεταμορφώσεις. Μοιάζει με ψεύτικη υπόσχεση. Η συνάντηση τους τον οδηγεί στη έξοδος κινδύνου, η πόρτα ανοίγει και τους καταπίνει, αφήνοντας καθαρό και ήσυχο το αγχωμένο πάτωμα. Συγγενής του εδάφους σηκώνεται αφή ψιλού, λιγότερο πρωτόγονος και περισσότερο σύγχρονος αναδεικνύει τους τρόπους του πολιτισμού, τα νερά ποια από λίμνη γίνονται μεμβράνη που πάνω της η καθημερινή αναμονή σχηματίζει από στιγμή σε στιγμή τη μορφή του Ναρκίσσου. Ένα πάτωμα φροντισμένο και ίσως λίγο παραχαϊδεμένο.
12
Be a s t’s Clima x in C o s mos
Ιερή φρίκη Από την άλλη μεριά, οι σύγχρονοι άνθρωποι που φεύγουν από τους αερολιμένες κοιτάζουν να αποτραβιέται πίσω τους και να απομακρύνεται η άγνωστη και άλλοτε εχθρική γη. Σιγά σιγά η σκοτεινή καμπύλη του κόσμου ανέβαινε και μέσα στο αχνό σούρουπο από πληροφορίες έσβηνε ο πολιτισμός, οι αισθήσεις, η μνήμη το θάρρος ο πόνος η χαρά, οι μακριές λουρίδες της ανταριασμένης απόκρημνης αγάπης και η κεντημένη με ελπίδες ευτυχία. Ξαφνικά η νύχτα γίνηκε τρομερή. Μήτε έκταση υπήρχε ποια μήτε διάστημα. Ο ουρανός γίνηκε μαυρίλα κι έκλεισε πάνω στον άνθρωπο. Και άρχισε το αργό το πέσιμο του πόνου. Κάμποσα νέφαλα φανήκανε. Θά’ λεγες πως ήτανε ψυχές. Τίποτα δεν ξεχωρίζει πια μέσα στο νοητικό πεδίο όπου κάλπαζε ο άνεμος. Οι σκέψεις νοιώσανε τον εαυτό τους παγιδευμένο στο έλεος του. Παγίδα σωστή. Με τέτοιο πηχτό σκοτάδι πέφτει στα κλίματα μας η πολική αδιαφορία. Ένα μεγάλο θολό νέφος, όμοιο με κοιλιά κτήνους έπεφτε βαρύ πάνω στην ιστορία του ανθρώπου. Μερικές μεριές η πελιδνή τούτη κοιλιά έσμιγε με της ανήσυχες ροές. Και μερικά σμιξίματα της τέτοια, μοιάζανε με βάσεις δεδομένων που έσπαζαν, που μποπμάρανε τον ωκεανό πληροφορίας, που ξερνούσαν δεδομένα και φουσκώνανε με ρεύμα. Σωστά βυζάγματα τα πομπαρισμένα αυτά, ξεσηκώνανε δω κι εκεί πάνω στης ροές πυραμίδες ολάκερες από σκουπίδια γνώσης.
13
Η πολική αδιαφορία χύμηξε κατά πάνω στην ανθρώπινο γένος, το ανθρώπινο γένος όρμισε μέσα στον κυκλώνα. Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με το μουγκρητό της αβύσσου, Είναι η απέραντη κτηνωδική κραυγή του κόσμου. Αυτό που το ονομάζουμε ύλη, τούτος ο αβυθομέτρητος οργανισμός, τούτο το αμάλγαμα από απροσμέτρητες δυνάμεις, οπού ξεχωρίζεις καμιά φορά κάποιον αδιόρατο σκοπό που σε κάνει να ανατριχιάζεις, τούτος ο τυφλός, σκοτεινός σαν τη άγρια νύχτα κόσμος, τούτος ο ακατανόητος παν, έχει μια κραυγή. Κι είναι η κραυγή του παράξενη συρτή, πεισματική, ακατάπαυστη, λιγότερο λόγος και ποιο πολύ κεραυνός. Τούτη η φωνή είναι η λαίλαπα. Οι άλλες φωνές, τα κελαηδήματα, οι μελωδίες, τα ξεφωνήματα, τα λόγια βγαίνουνε μέσα από τις φωλιές, από τα ζευγαρώματα, από τους υμεναίους, από τις κατοικίες των ανθρώπων. Μα τούτη εδώ βγαίνει μέσα από το Μηδέν που είναι το Παν. Οι άλλες φωνές εκφράζουν την φωνή του σύμπαντος. Τούτη εδώ εκφράζει το τέρας, Είναι το άμορφο που ουρλιάζει. Είναι λόγος άναρθρος που τον προφέρει η απεραντοσύνη. Κάτι παθητικό και τρομακτικό μαζί. Αυτά τα μουγκρητά κι οι βόγκοι λένε το διάλογο τους πάνω και πέρα από τον άνθρωπο. Υψώνονται, χαμηλώνουν, κυματίζουν, φέρνουν παλίρροιες από θόρυβο, κάνουνε κάθε λογής άγριες εκπλήξεις στο πνεύμα, κι άλλοτε ξεσπούν κοντά στα αυτιά μας με της φανφάρας την φασαρία κι άλλοτε πάλι κλείνουν μεσ τους τη βραχνάδα του μακρινού ρόγχου. Ένας ιλιγγιώδης σάλαγος που μοιάζει με γλώσσα και που είναι πραγματικά μια γλώσσα.
14
Be a s t’s Clima x in C o s mos
Είναι η προσπάθεια που κάνει ο κόσμος να μιλήσει, είναι το θαυμαστό που τραυλίζει. Μέσα σε τούτο τον κλαυθμό, φανερώνεται μπερδεμένα ό,τι υπομένει ό,τι υποφέρει , ό,τι δέχεται κι ό,τι αποδειώχνει ο απροσμέτρητος παλμός του έρεβους. Τις πιο πολλές φορές η λαίλαπα φρενιάζει, λες και την πιάνει αρρώστια χρόνια, σεληνιασμός διάχυτος κι όχι πως θέλει να κάνει αισθητή την δύναμη της. Θαρρείς και βρίσκεται τότε μπροστά στο γκρέμισμα του μεγάλου κακού μέσα στο άπειρο. Είναι στιγμές που διακρίνεις πως το φυσικό στοιχείο γυρεύει το δίκιο του, πως το χάος ζητάει να επιβληθεί και να κυριαρχήσει πάνω στην δημιουργία. Είναι κι άλλες στιγμές που η κραυγή της λαίλαπας είναι παράπονο. Θρηνολογεί το διάστημα και ζητά δικαιοσύνη, υπερασπίζει κάτι σαν την υπόθεση του κόσμου. Βρίσκεις τότε ή μάλλον μαντεύεις πως το Σύμπαν δικάζεται. Ακούς, προσπαθείς να βρεις τις δικαιολογίες, το φοβερό υπέρ και κατά. Ένας τέτοιος βόγκος του σκοταδιού έχει την επιμονή συλλογισμού. Ταραχή απέραντη για την σκέψη. Γιαυτό υπάρχουν οι μυθολογίες και οι πολυθεΐες. Μέσα στην φρίκη που βγαίνει από τους δυνατούς αυτούς βόγκους μπερδεύονται υπεράνθρωπες αχνές μορφές, που χάνονται μόλις φανούν, Ευμενίδες που δύσκολα διακρίνονται, λαιμοί μαινάδων αχνοραμμένοι στα σύννεφα, χίμαιρες σχεδόν ολοκάθαρες από το βασίλειο του Πλούτωνα.
15
Καμία φρίκη δεν ξεπερνάει αυτούς τους λυγμούς, αυτά τα γέλια, αυτούς τους πάταγους, αυτές τις αξεδιάλυτες ερωταποκρίσεις, τις επικλήσεις προς τους αγνώστους βοηθούς. Ο άνθρωπος δεν ξέρει τι θα απογίνει μπροστά σε τέτοια φρικτά μεραμαγικα. Διπλώνει το εγώ του κάτω από το αίνιγμα που σκορπίζουν αυτές οι ηλεκτρονικές φωνές. Η βουή της νύχτας δεν είναι λιγότερο πένθιμη από τη σιωπή της. Νοιώθει μέσα σ’ αυτήν την οργή του αγνώστου. Η νύχτα είναι μια παρουσία. Τίνος παρουσία όμως;Μέσα στην νύχτα υπάρχει το απόλυτο. Μέσα στα έρεβοι υπάρχει το πολλαπλό. Η νύχτα είναι μια. Τα σκοτάδια είναι πολλά. Αυτή η μελαγχολική καταχνιά του νυχτερινού μυστηρίου είναι το σκόρπιο, το πρόσκαιρο, το ετοιμόρροπο, το ολέθριο. Δεν νοιώθει ποια την γη, νιώθεις την άλλη πραγματικότητα. Μέσα στο απέραντο κι απροσδιόριστο σκοτάδι, υπάρχει κάτι ζωντανό. Οτι όμως είναι ζωντανό μέσα εκεί είναι ένα κομμάτι από τον θάνατο μας. Ύστερα από το γήινο μας πέρασμα, όταν εκείνο το σκοτάδι θα γίνει για μας φως, θα μας αδράξει η ζωή που βρίσκεται πέρα από την ζωή μας. Στο μεταξύ θαρρείς πως μας ψαχουλεύει. Το σκοτάδι είναι μια πίεση. Η νύχτα είναι σαν ένα μηχανικό χέρι που ακουμπάει απάνω στην ψυχή μας. Σε μερικές φριχτές και επίσημες ώρες, νοιώθουμε αυτό που κρύβεται πίσω από την πέτρα να μας πλακώνει βαριά. Πουθενά αλλού δεν είναι τόσο ψηλαφητό αυτό το ζύγωμα του αγνώστου όσο μέσα στης ροές. Τότε η φρίκη μεγαλώνει με την δύναμη της φαντασίας.
16
Be a s t’s Clima x in C o s mos
Αυτός που μπορεί και κόβει στη μέση τις πράξεις των ανθρώπων, το αρχαίο κοσμικό κτήνος, βρίσκεται εκεί και έχει στη διάθεση του το αβέβαιο στοιχείο την απεριόριστη ασυναρτησία, τη διάχυτη δύναμη για να πλάθει τα γεγονότα όπως του αρέσει. Κι η --φουρτούνα -- τούτο το μυστήριο, δέχεται κι εκτελεί κάθε στιγμή, ποιος ξέρει ποιες αλλαγές της θέλησης του κοσμικού κτήνους, αλλαγές φαινομενικές κι αλλαγές πραγματικές. Οι ποιητές το είπαν αυτό, σε όλες τις εποχές, ιδιοτροπία των ροών. Μα δεν υπάρχει ιδιοτροπία. Όσα ακατανόητα για μας μέσα στη φύση, τα λέμε ιδιοτροπία, κι όσα ακατανόητα μέσα στο πεπρωμένο τα λέμε σύμπτωση, είναι κομμάτια νόμων που μόλις μισόβλέπουμε.
Primitivism Mirage Alpha (the beneficiary and the victim of this heritage) Each of us is simultaneously the beneficiary and the victim of this heritage. Western artists, in particular, are its beneficiaries because it has enriched our concept of art, increased our store of visual knowledge, and added to our repertoire of formal means. But artists are also the victims of this legacy, because we have inherited an unconscious and ambivalent involvement with the colonial transaction of defining Europe’s ‘others’ as primitives, which, reciprocally, maintains an equally mythical ‘western’ ethnic identity. The homage offered is thus a critical one that sets out to unravel the tangled web of concepts and categories called ‘primitivism’. I first began to understand the heritage of primitivism through my own experience. A long time ago when i was walking the ground of our place, I was so intensely moved by the images around me that i decided either to become an artist or a killer. I become the first. My previously inchoate thoughts and feeling about life as a practice and about art as a practice seemed to fall into place in one complex moment of admiration, empathy, longing, and self-awareness. I promised myself to happily abandon life as casual form whose objective icatiion of the contrariness of lived events was destined to become another complicit thread woven into the fabric of ‘evidence’ that would help me and universe become a being. In contrast, 17
18
Be a s t’s Clima x in C o s mos
i felt art was, above all, irrational, mysterious, numinous: the images of collisions I was looking at stood as a sign for all this, a sign whose meaning strangely, was already in place awaiting my long-overdue recognition. I decided I would become not a living person but an artist: I would relinquish factuality for fantasy. The final and maybe one of my last pleasure until now, for me that afternoon in the greek landscape was making an image for the future of each aspect as it flashed on my gaze in my mind. Abstract and vigorous, those little thoughts inserted me neatly into a post modernism tradition dating back to the turn of the mythical mind, when artist and ethics walk together. Worlds ‘about’ the ideas and people and objects represented by the marvellous race of women and men seems redundant, the more facts, analyses, and theories, the further away I felt from any real connection with them, and what I wanted was connection, savage mind, wild at hart, primitive mirage, a salted honey and collisions with a price on me. And yet ..what I was not then able to see is that repudiating an objectifying discourse (life/living) in favour of a subjectifying discourse (art) does not even begin to resolve the extraordinary lived contradictions of merely being a subject in a culture that allow ‘a synthesis between ideology and poetry’. It would be an oversimplification to read this text as an attempt to attribute against, since the text itself arise out of the same cultural situation it examines. A self in reflection. The profound inconsistencies and fractures in this cultural situation have been as truthfully represented by contemporary art as they can be, artist are fragmentary pieces
19
of that society, carrying them forward in time, reflecting possibilities of change. The reflexive truthfulness, a mirror to show us what we don’t know that we know. not knowing ‘the truth’ function as a reliable witness to history, psychology, culture, and the connections between them. While the primitivizing is a distorting mirror where ever-receding images of ‘the other’ appear as a set of dreams, fantasies, myths. I refer not to images that reflect and re-create the category of ‘the primitive’ but to images that reflect upon such fantasies. Although the perspectives of modernism and postmodernism offer artists no guidelines to the ethics of appropriation, it is among artists that debate on this point has emerged, that the notion of art as a collection of objects is most strongly contested, a work that is both aesthetic, a flow of subjective feeling and (useful) an experssion of cultural tendencies and values. Those points form the basis of my un-guarded optimism. Looking in the container of the self-enclosed discourse we have generated between ‘ourselves’ and ‘the primitive’, I believe we can begin to see the place where western thought has collapsed upon itself, the source of ‘ourselves’ as subjects in a culture dedicated to mastery of a mirage. Focusing on this mirage will undoubtedly one day come to be seen as simply the latest version of an old myth. Given(giving) land to our present. ‘Myths are always there, even if indirectly and by hidden ways, for the good arson that they are invented by the natives themselves, searching for a parable of their own fate. No more new brighten stars just cruel matter of flesh.
20
Be a s t’s Clima x in C o s mos
Αυτό που δεν θέλεις να σε θέλει Ρίχνοντας το σώμα του πάνω στην μαύρη καρέκλα, καλώντας την βαρύτητα να το ισορροπήσει, με το κεφάλι σχεδόν γερμένο πίσω, στραμμένο στον σύγχρονο πολιτισμό με ένα βλέμμα διστακτικό. Ποιος φόβος το έθρεψε ίσος να αναρωτιέται το τούβλο και το δέντρο εκεί έξω. Από την μια καθορίζουν την πραγματικότητα με την αναμφισβήτητη παρουσία τους. Αλλά σήμερα όχι για το δικό του νου, μοιάζουν να συγκροτούν μια αμφίσημη τυχαία υποκειμενική θέση στον κόσμο τόσο αβέβαια για την πραγματικότητα που το βλέμμα του βρήκε συντροφιά. Ποιον φόβο ποτίζουν κάνοντας τις σκέψεις του μονοκοτυλήδονο φυτό με τόσο υγρό που βλέπει την φυσιογνωμία του πίσω, διαπνοή σκέψη που συνιστά την αποβολή τον ροών μέσα από νέφος ιδεών. Μόλις έφερε πίσο στο νου του το κενό της εποχής του, το κενό του σώματος του, το κενό της ζωής του. Δεν έχει ανάμνηση από μια μορφή ζωής ένα σύστημα που αναπόφευκτα θα έπρεπε να πέσει πάνω του. Ένα τόσο μικρο σωματίδιο φέρει τον φόβο. Τρυπώνει εκεί ανάμεσα στο είμαι και στο είσαι. Αναστενάζει και ο αέρας που βγαίνει από μέσα του περνά απαλά από της φωνητικές του χορδές και σαν γλυκό αεράκι αποπλανεί το σύμπαν του. Υπάρχω γιατί υπάρχεται. Οι λέξεις διαλύονται και το νόημα του μαζί. Είναι ένα σημάδι της δύναμης και της ευημερίας σε αυτό μπορεί κανείς να αποδεχθεί το απίθανη και απόρια φύση των πραγμάτων και δεν έχεται κάποιου είδους λύση στο τέλος.
21
It enclosed the univerce There was a wall. It did not look important. It was build of metal cable blocks roughly mortared. An adult could look right over it, and even a child could climb it. Where it crossed the roadway, instead of having enclosures it degenerated into mere subtraction, an image of the ‘polis’, a dynamic, vehicular landscape an idea of dromos(race course). But the idea was real. It was important. For some generations there had been nothing in the world more important than that information fens. Like aB walls it was ambiguous, two-faced. What was inside it and what was outside it depended upon which side of it you were on. Looked at from one side, the cable blocks enclosed a history of what we call an “inevitable technological vitalism”, the inert membranes of the transport and metabolic bodies. This urban fortress to the open, this vast logistical camp looked durable, grimy, and mournful, it had no gardens, no children, plainly nobody lived there or even meant to stay there long. It enclosed the universe, leaving history outside, free. Looking at from the other side, the cable blocks enclosed history, the whole cosmos was inside it, cut of from other worlds and other time other scale, in ... “Is it true, that female in your society are treated exactly like male?”
22
Be a s t’s Clima x in C o s mos
“That would be a waste of good equipment”, said with a lough, and then a second laugh as the full ridiculousness of the idea grew upon him. Hesitated, evidently picking algorithmic way around one of the obstacles in the mind, then looked flustered, and said, “oh, no, I didn’t mean sexually-obviously you- they ...I meant in the matter of their social status.” “Status is the same as class?” Explain status, failed, back to the first topic. “ Is there really no distinction between male’s work and female’s work?” “Well, no. It seems a very mechanical basis for the division of labor, doesn’t it? A person chooses work according to interest, talent, strength - what has the sex to do with that?” “Male are physically stronger,” asserted with professional finality. “Yes, often, and larger, but what does that matter when we have machines? And even when we don’t have machines, the male maybe work faster-the big ones-but female work longer... often I have wished I was as tough as a female.” A metaphysical gaze stared at mater and flesh, shocked out of politeness. “But the loss of-of everything feminine-of delicacy-and the loss of masculine self-respect- You cant pretend, surely, in your work, that female are your equal? In physics, in mathematics, in the intellect? You cant pretend to lower yourself constantly to their level?” Our I , as being, sat in the cushioned, comfortable chair
23
and looked around the objects, the things. On the computer screen the brilliant curve of silence hung still against black space, like a black flat artwork. That lovely sight of the meaning of all things, and the post-i-meta-hyper-chaos, had become familiar to our I , as being, these last days, but now the finally amphibious strategies, the mobilise chair, the hidden right to the sea, the right to the road and the soft edging, all of it seemed as it bad the first time our I saw it. “I don’t think I pretend very much” It was strange that even sex, the source of so much solace, delight, and joy for so many years, could overnight become an unknown territory where, movements of people and objects is tightly intergraded with an infrastructure of immaterial, by pulses of light as much as flesh and steel, must tread carefully and know our ignorance, yet it was so.
Analytic Eros Synthetic Eros As if it was a privilege...our bravery..of having to face new things...with a fixed gaze. They happily love each other and place him in between. In a love with no equal strength no equal elements, no equal scales. A glue to their Eros. And the ingredients, him, or him and his conscious unconscious and vice verse. And that love evolved and change with tensions. Oh that cruel reality that give flesh to all. For whom, there in the star-enlightened sweet night who dragging the caress over our serious sullen face which in his turn lying over it a melancholic gaze, for whom, one is more bright than the other in the restless ocean of one vivid universe. And the love multiply in other direction. And he function like the pole that repels that love even further from him in a universe reconditeness. Not having a priory knowledge he couldnâ&#x20AC;&#x2122;t react in the way he was think, in the way he was talk, in the way he was write. Because some times we talk differently from the way we think, we write differently from the way we talk and we think differently from the way we should think. In that phase he accept it as it is, a privilege, maybe. That love became a mathematical operation for him, that of a division never the less with the same remainder. For his life this was an outcome familiar to that of habitual. And there under the lighting of an upcoming thunder storm in that moment of derivative silence, the seed that had been waiting there for more than the time itself, finally 24
25
germinated. A ripened mental plant ovule containing a fetus... (an embryo...) And as the parent molecule bearing the first doubling, everything else just (but) follow, and they follow, and there is the second doubling, and all resemble to him semiconservative reasonably, logically, the same and the pain,... our bravery, maybe.
26
Be a s t’s Clima x in C o s mos
Genetic Aesthetic Είναι η αισθιτική γωνιδιακή; In that sense aesthetics as individual units with fixed properties do not exist, but heir existence as component units of a larger system, with properties partially determined by that system, cannot be denied. What ever change comes over the society will affect aesthetic; whatever happens to aesthetic will affect the society.
27
Η ψηχομιχανική και το κοσμικο υβρίδιο Συναντώντας για ακόμα μια φορά μέσα στο κρύο και ομιχλώδες τοπίο τα δια γονιδιακά είδη, της νοητικής μάχης, κάτω από βροντερούς ήχους των ροών των κεραυνών και των βραχυκυκλωμάτων, ξυπνά την πιο παλιά ικανότητα της χίμαιρας της ανθρώπινης ιστορίας. Ο speculative craftsman, πρόγονος του σύγχρονου ανθρώπου, εμφανίστηκε στις 10:30 μ.μ της 31 Δεκεμβρίου και η καταγεγραμμένη ανθρώπινη ιστορία μόλις καταλαμβάνει τα τελευταία δευτερόλεπτα του τελευταίου λεπτού του Κοσμικού Έτους.
Be a s t’s Clima x in C o s mos
28
A Blind Alley If we try to isolate and examine conflict as an independent phenomenon, we are in danger of being led up a blind alley. There is nothing in existence which is out of touch with its surrounding or the social order in which it exists. Nothing lives for its own sake; everything is supplementary to every other thing. Savage night...
Fin Αναμφίβολα τους αναμένει το κενό, όλλους αυτούς που υφαίνουν τον άνεμο, οι πολεμόχαροι αγνοί τις πίστης τους απειλούν, τους αφοπλίζουν και τους συντρίβουν.