Ο Αγώνας του 1821 μέσα από το Δημοτικό τραγούδι

Page 1

ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ

ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ 200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821



Project Ο Αγώνας των Ελλήνων μέσα από το Δημοτικό τραγούδι.

Αλεξανδρόπουλος Θεόδωρος Βέρρας Παναγιώτης Γούδα Αριάνα Ιωάννου Δέσποινα Επιβλέπων: Κυριακουλόπουλος Ευάγ.


Μεθοδολογία ερευνητική ιστορικοκριτική.

και

Αποτέλεσμα ομαδοσυνεργατικό.

Ο χρόνος ολοκλήρωσης εργασίας ήταν τρεις μήνες.

Ο συντονισμός, η παρακολούθηση της εξέλιξης της έρευνας έγιναν με την εξ αποστάσεως διαδικασία.

της


Στόχοι •

Να παρακολουθήσουμε το «Δρώμενο» του 1821 και τους πρωταγωνιστές του μέσα από τους στίχους που συνέθεσε για Αυτό η λαϊκή Μούσα.

Ειδικότερα: • Να ιχνηλατήσουμε τις συνθήκες διαβίωσης του υπόδουλου Γένους. •

Να αναδείξουμε τις αξίες και τις δυνάμεις που το κράτησαν ζωντανό.

Να προβάλλουμε τον «Ελεύθερο Έλληνα» που άφοβα, δηλαδή ελεύθερα, ακροβατεί και στην ζωή αλλά και στο θάνατο.


«Καμιά επανάσταση, ούτε στην τέχνη, ούτε στην ζωή, δεν έχει περισσότερες ελπίδες επιτυχίας, από ΄κείνη που χρησιμοποιεί για ορμητήριό της την παράδοση». Οδυσσέας Ελύτης


Οι υπόδουλοι Έλληνες στα τραγούδια εύρισκαν το εκφραστικότερο μέσο, για να εξωτερικεύσουν:  τις μύχιες σκέψεις τους,  τον πόνο και την αγανάκτηση για τις συμφορές,  το θαυμασμό για ηρωικές πράξεις,  τα όνειρα και τις ελπίδες για τη λύτρωση από τη σκλαβιά, για την εθνική αναγέννηση και ανεξαρτησία.

Στα τραγούδια αντικαθρεπτιζόταν η πνευματική ζωή των σκλαβωμένων, η ψυχική τους έξαρση και η ηθική αντίσταση.


Το δημοτικό τραγούδι κράτησε ζωντανή στη μνήμη. Φώναξε δυνατά τον πόνο του λαού να τον ακούσουν κάμποι και βουνά, για να στείλουν μαζί με το θρήνο και το μήνυμα της εγκαρτέρησης και της ελπίδας.


Πήραν την Πόλη, πήραν την, πήραν τη Σαλονίκη! Πήραν και την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι, πού είχε τριακόσια σήμαντρα και εξήντα δύο καμπάνες κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος. Σιμά να βγουν τα Άγια και ο βασιλιάς του κόσμου, φωνή τους ήρθ’ εξ ουρανού, αγγέλων απ’ το στόμα: «Αφήτ’ αυτήν την ψαλμωδίαν, να χαμηλώσουν τ’ Άγια και στείλτε λόγο στην Φραγκιάν, να ‘ρτουνε τριά καράβια, να πάρουν το χρυσό σταυρό και τ’άγιο ευαγγέλιο και την αγία τράπεζα, να μη την αμολύνουν.» Σαν τ’ άκουσεν η Δέσποινα, δκαρύζουν οι εικόνες. «Σώπα, κυρία Δέσποινα, μην κλαίης, μη δακρύζης πάλε με χρόνους, με καιρούς, πάλε δικά σου είναι»


Το δημοτικό τραγούδι σκαρώθηκε στα κλέφτικα λημέρια. Τραγουδήθηκε και χορεύτηκε. Και ύστερα βγήκαν τα παλληκάρια να πολεμήσουν τραγουδώντας, γιατί ήρθε η άνοιξη. Για να έρθει η δική τους «Άνοιξη»…


Κρυφά το λένε τα πουλιά , κρυφά το λεν τ ' αηδόνια, κρυφά το λέει ο γούμενος από την " Αγια Λαύρα : « Παιδιά , για μεταλάβετε , για ξεμολογηθήτε , δεν είν ' ο περσινός καιρός κι ο φετεινός χειμώνας . Μάς ήρθε η γι - άνοιξη πικρή , το καλοκαίρι μαύρο , γιατί οηκώθη πόλεμος και πολεμάν τους Τούρκους . Να διώξουμ ' όλη την Τουρκιά και να χαθούμε ούλοι.


Στο Δημοτικό τραγούδι διεκτραγωδούνται με αριστοτεχνικό τρόπο τα δεινοπαθήματα του υπόδουλου ελληνισμού.


Τα παλληκάρια του Μοριά κι οι έμορφες της Πάτρας ποτές δεν καταδέχονταν πεζοί να περπατήσουν και τώρα πως κατάντησαν σκλάβοι στους Αρβανίτες! Κλαίγουν οι μαύροι τη σκλαβιά, όπου είναι σκλαβωμένοι, κλαίγουν και τον ξεχωρισμό, το πως θα ξεχωρίσουν, ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει Αφήνει η μάννα το παιδί και το παιδί τη μάννα, χωρίζει κι έν’ αντρόγυνο, μια μέρα ανταμωμένο.


Ο φρικτός θάνατος της Φροσύνης μέσα στη λίμνη των Ιωαννίνων εξάγνισε το αμάρτημά της και ο ελληνικός λαός την έκλαψε μέσα από το τραγούδι του.


Τ ' ακούσαταν τί γίνηκε στα Γιάννενα στη λίμνη , που πνίξανε τσ ' αρχόντισσες και την Κυρά Άλλη καμμιά δεν τόβαλε το λιαχουρί φουστάνι πρώτ ’ η Φροσύνη τόβαλε και βγήκε στο σιργιάνι . Δεν σ ' τάλεγα , Φροσύνη μου , κρύψε το δαχτυλίδι , γιατ ' αν το μάθη ' Αλή πασάς θε να σε φάη το φίδι Αν είστε Τούρκοι , αφήστε με , χίλια φλωριά σάς δίνω , σύρτε με στο Μουχτάρπασα δυό λόγια να το κρίνω . Πασά μου , που είσαι , πρόβαλε , τρέξε να με γλυτώσης , μέρωσε τον Αλή πασά και δώσε ό , τι να δώσης . Εις το βεζίρη τα φλωριά , τα δάκρυα δεν περνάνε , κι εσένα μ ' άλλες δεκαφτά τα ψάρια θα σας φάνε . Χίλια καντάρια ζάχαρη θα ρίξω μέσ ' στη λίμνη , για να γλυκάνη το νερό να πιή η κυρά Φροσύνη .


Το 1807 ξέσπασε η επανάσταση του Ολύμπου, με επί κεφαλής τους Λαζαίους. Η αλήθεια για αυτό το ιστορικό γεγονός διασώθηκε μέσα από τους στίχους του τραγουδιού.


Τρία πουλάκια κάθουνται στον Έλυμπο στην ράχη. Το ΄να τηράει τα Γιάννινα, τ’ άλλο την Κατερίνα, το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει: «Τι ΄ν’ το κακό που πάθαμε, οι μαύροι οι Λαζαίοι! …… «Ποιες είν’ αυτές οπο’ ΄ρχουνται στην Πόρτα, στο σαράι;». «Κυράδες, τι λογιάζετε, κυράδες, τι τηράτε; Εμείς είμαστε κλέφτισσες, γυναίκες των Λαζαίων»! Βελή-πασάς αγνάντευε, στέκει και τις ρωτάει: «Γυναίκες, πού είν’ οι άντροι σας κι οι καπεταναραίοι;» «Είναι ψηλά στον Έλυμπο, ψηλά στα κυπαρίσσια». «Πάρτε τες τρεις, φλακώστε τες, βάλτε τες στο μπουντρούμι, την Κώσταινα την όμορφη, φέρτε την στο χαρέμι!».


Κάποια άγνωστα επαναστατικά κινήματα, έρχεται να τα θυμίσει η δημοτική μούσα και να τα κρατήσει στην ιστορική μνήμη.


Μιχάλμπεης εξέβηκε να πάη να σεργιανίση με τριανταδυό χρυσούς σταυρούς, με δώδεκα βαγγέλια, με δεκοχτώ πλεματικούς, με δέκα καλόγερους. «Γύριζε πίσου, λόγιαζε και στης Βλαχιάς τα μέρη πως κοκκινίζουν φλάμπουρα σαν κάμποι με λουλούδια.» Δεξιά δεξιά τις έκοφτε, ζερβά τις θημωνιάζει. . . Ήταν ένας καλόγερος κι εκείνος αδερφός του: «Φύγε και σύ, καλόγερε, μη λάχη και σε κόψω, εβούρκωσε το βλέμμα μου απ’ τα πολλά τα χνότα.»


Η μνήμη του παπα-Θύμιου Βλαχάβα μένει ακόμα ζωντανή με τον χορό καγκελάρι στα Αθαμανικά όρη της Ηπείρου.


….. Μεσ’ τη δίπλη του χορού – κάθονταν χρυσός αετός Και τσιμπάει τα νύχια του – τα χρυσά φτερούδια του Τα βασιλικούδια του – το θεό παρακαλεί Θεέ μου δώσ’ μου δύναμη – να χυθώ ν’ αδράξω μια Κι αν δεν την εδιάλεγα – να ‘πεφταν τα νύχια μου ……….. Και θα πάω να μολογώ – σ’ όσες χώρες κι αν διαβώ Σ’ οσες χώρες και χωριά – και στον πέρα μαχαλά Πέθανε μια καλογριά – και την παν’ στην εκκλησιά Με λαμπάδες με κεριά – με λαμπρά κονίσματα Με λαμπρά κονίσματα – κι ο Δεσπότης πάει μπροστά Πέντε Διάκοι από κοντά – ψέλοντας διαβάζοντας και μοιρολογίζοντας.


Οι πολεμιστές επικαλούμενοι προσφιλείς τους αγίους παίρνουν όρκο για την ελευθεριά τους…


Μα τον άγιο Ιωάννη – κι ο χορός πάει γαϊτάνι Μα τον άγιο Κωνσταντίνο – το χορό δεν τον αφήνω Μα τον άγιο Αθανάση – κι ο χορός μας ας χαλάσει Μα τον άγιο Αρσένη, φεύγουνε ταχιά οι ξένοι. Μα την άγια Αικατερίνη, κάν’ας ξένος δεν θα φύγει. Μα την άγια Κυριακή, όλ’ οι ξένοι είν’ αδερφοί


Μέσα στα δημοτικά τραγούδια πρωταγωνιστούν οι Κλέφτες και οι αγράμματοι άνθρωποι της φύσης που συμβιώνουν με τα αγρίμια και τα πουλιά. Που συνυπάρχουν συνομιλούν μαζί τους. Που μοιράζονται τον πόνο των «ελεύθερων ραγιάδων»…..


-Άσπρε σταυραϊτέ, πανώρια γερακίνα, τ’ είδες, τι άκουσες εκεί ψηλά που τρέχεις -Θάλασσες πικρές, καράβια βουρκωμένα, σέρνει ο Τάταρης εννιά αδερφούς δεμένους σε μιαν άλυσο, σε μια μακριά αλυσίδα. Να κι η μάννα τους, η μάννα των παιδιώνε : «Αφέντη Τάταρη κι αφέντη των παιδιών μου, χάρισε κι εμέ κανέν’ απ’ τα παιδιά μου, το μικρότερο, το μεγαλύτερό μου, το γραμματικό, τα φύλλα της καρδιάς μου!»


Πάλι και πάλι περνούν μέσα στους δημοτικούς στίχους η φύση και τα στοιχεία της. Συμπάσχουν με τους πονεμένους ραγιάδες, τους αφουγκράζονται, τους συμπονούν, τους προσφέρουν λύτρωση.


Του Κίτσ΄ η μάννα κάθονταν στην άκρη το ποτάμι. Με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε: «Ποτάμι, ολιγόστεψε, ποτάμι στρέφ΄ οπίσω, Για να περάς΄ αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια, Απ΄ έχουν κλέφτες σύνοδο, όπ έχουν τα λημέρια» Τον Κίτσο τον επιάσανε, πάνε να τον κρεμάσουν. Χίλιοι τον παν από μπροστά και δυό χιλιάδες πίσω΄ κι ολοξοπίσω πήγαινε η μαύρη του μαννούλα. Μοιρολογούσε κ΄ έλεγε, μοιρολογά και λέει: Κίτσο, που είναι τα΄ άρματα, τα έρημα τσαπράζια; Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλοσμένη, Δεν κλαις τα μαύρα νιάτα μου και την παλληκαριά μου, Μόν΄ κλαις τα ΄ρημα τ΄ άρματα, τα έρημα τσαπράζια;.


Αλλά και στην πονεμένη μάνα θα μεταφέρουν το πικρό μαντάτο. Θα την παρηγορήσουν μιλώντας της για τον ηρωισμό, τη γενναιότητα, για τη θυσία του γιού της.


Του Φλέσσα η μάνα κάθεται στη Μπόλιανη στη ράχη, τα Κοντοβούνια γνάντευε και τα πουλιά ρωτάει : - Πουλάκια μ ' , αηδονάκια μου , που ' ρχεσθε στον αέρα , μην είδατε το στρατηγό , τον Φλέσ ’ αρχιμανδρίτη Στα Κοντοβούνια πέρασε και στα Σουλεημοχώρια και [ τα παλληκάρια μάζωνε όλους Κοντοβουνήσιους ……… …. « ' Αιντε , παιδιά , να πιάσωμε στο έρημο Μανιάκι . » Κι’ αρχέψανε τον πόλεμο απ ' την αυγή ως το βράδυ . Μπραήμης βάνει τη φωνή , λέγει του Παπαφλέσσα - " Έβγα , Φλέσσα , προσκύνησε με ούλο σου τ ' ασκέρι . Δεν σε φοβούμ ' , Μπραήμ πασιά , στο νου μου δεν σε βάνω , Και τα σπαθιά τραυήξανε και κάμαν το γιουρούσι . Μια μπαταργιά του ρίξανε πικρή , φαρμακωμένη , τον Φλέσσα τον εσκότωσαν μαζί με τον Κεφάλα . " Όσ ' είσθε φίλοι , κλαύσετε , και σείς , εχθροί , χαρήτε .


Η λαϊκή μούσα κράτησε μέτρο δίκαιο στην αποτίμηση της προσφοράς των Ελλήνων στον Αγώνα. Γι΄ αυτό και ύμνησε τις ελληνίδες γυναίκες οι οποίες κράτησαν ισάξια με τους άντρες το τρόπαιο της δόξας


Τρία μπαϊράκια φαίνονται ΄πο κάτ΄ από το Σούλι, …… “ Ο Δήμο Δράκος φώναξε ' πο πάν ’ από το Σούλι « Πού πας , Μουχτάρη Σκοταρά και σκύλε Σελιχτάρη ' Εδώ ν ' το Σούλι το κακό , εδώ ' ν ' το Κακοσούλι , που πολεμούν μικρά παιδιά , γυναίκες δίχως άντρες , που πολεμάει Τσαβέλαινα σαν τ ' άξιο παλληκάρι . » “ Η κυρα Μόσχω φώναξε ' πό πάνω ' πό την Κιάφα : « Πού ' στε , παιδιά Σουλιώτικα και σείς οι Τζαβελαίοι Μαζί μου όλοι τρέξετε και άντρες και γυναίκες , τους Τούρκους κατακόψετε , σπόρο να μην αφήστε , να μείνουν χήρες κι ορφανά γυναίκες και παιδιά τους , να λέν στο Σούλ ’ τους σκότωσαν Σουλιώτισσες γυναίκες ……..


Στους στίχους του δημοτικού τραγουδιού η ελληνίδα γυναίκα δεν ξέρει μόνο να πολεμά, αλλά ξέρει και να πεθαίνει. Ο θάνατος για την ηρωίδα είναι λύτρωση.


Αχός βαρύς ακούεται , πολλά τουφέκια πέφτουν . Μήνα σε γάμο ρίχνονται , μήνα σε χαροκόπι ; Ουδε σε γάμο ρίχνονται , ουδε σε χαροκόπι , η Δέσπω κάμνει πόλεμο με νύφες και μ ' αγγόνια . ' Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο . - Γιώργαινα , ρίξε τ ' άρματα , δεν είν ' εδώ το Σούλι . ' Εδώ είσαι σκλάβα του πασά , σκλάβα των Αρβανίτων . - Το Σούλι κι αν προσκύνησε κι αν τούρκεψεν η Κιάφα , η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε , δεν κάνει ! Δαυλί στο χέρι άρπαξε , κόρες και νύφες κράζει : « Σκλάβες Τουρκών μη ζήσωμε ! Παιδιά , μαζί μ ' ελάτε ! » Και τα φυσέκια άναψε κι όλοι φωτιά γενήκαν !


Η αριθμητική υπεροχή του εχθρού είναι αμελητέος παράγοντας μπροστά στο θάρρος που έχουν να επιδείξουν οι ελεύθερες ψυχές των Ελλήνων. Και αυτό είναι ένα στοιχείο που έχουν πολλούς λόγους για να το προβάλλουν οι λαϊκοί δημιουργοί.


Ερρόδισ’ η ανατολή και ξέφεξεν η δύση, γέμισαν τ βουνά δροσιά κι οι νερατζούλες άνθη. Σημάδια έδειξ’ ουρανός, η αρμάτα κατεβαίνει με ξηνταπέντε κάτεργα, με ξηνταδυό φεργάδες και πάγουν για να πάρουνε Μοθώνην και Κορώνην. -Μοθώνη, δος μας τα κλειδιά, Κορώνη, παραδώσου. -Δεν είμαι Πάτρα να σκιαχθώ, Βοστίτσα να κιοτεύσω, γω είμ’ Κορώνη ξακουστή, Μοθώνη παινεμένη, μ’ έχω και Κορωνόπαιδα, όλα παλληκαράδες, στα δόντια σύρουν το σπαθί, στα χέρια το ντουφέκι, θα να βαστάξω πόλεμο σαρανταπέντε χρόνους!


Η μούσα περηφανεύεται για τα απόρθητα κάστρα των Ελλήνων. Σε κάποια θρηνεί για την απώλειά τους, περισσότερο όμως αγανακτεί με τους προδότες.


Κάστρο και που ‘ν’ οι πύργοι σου , και τα καμπαναριά σου και που ΄ν΄ οι γι-αντρωμένοι μου, τ’ όμορφα παλληκάρια -Μα μένα οι γι-αντρωμένοι μου, τ’ όμορφα παλληκάρια, η μαύρη γης τα χαίρεται, τ’ αραχνιασμένο Νάδη. Δεν έχ’ αμάχη τσή Τουρκιάς, μήδε κακιά του Χάρου, μόν’ έχ΄αμάχη κι όργητα του σκύλου του προδότη, απού μου τα κατάδουδε. . .


Μεσολόγγι: Παγκόσμιο σύμβολο αντίστασης, θυσίας και υπέρβασης του θανάτου.


" Ένα Σαββάτο τώ Βαγιώ , Σαββάτο του Λαζάρου , διάβηκα από τ ' Αντιλικό ' κι από το Μεσολόγγι κι άκουσα αντρίκεια κλάματα , γυναίκεια μοιριoλόγια . Κλαίγαν μαννάδες για παιδιά , γυναίκες για τους άντρες κι οι αδερφές για της αδερφούς , πάλι αδερφούς δενκάνουν . Κλαίγει και μίνια νιόνυφη , τριών μερών νυφούλα , κλαίγει για τον ξεχωρισμό που θέλα ξεχωρίση . Δεν κλαίν οι μαύροι τη σκλαβιά , το πού είναι σκλαβωμένοι , στα χέργια τα ' θωμανικά και στους Σκυλαρβανίτες , μόν ' κλαίνε τον ξεχωρισμό που θέλα ξεχωρίσουν ! Χωρίζει η μάννα το παιδί και το παιδί τη μάννα κι οι αδερφές τους αδερφούς , πάλι αδερφούς δεν κάνουν , χωρίζει κι αυτή η νιόνυφη , των τριών μερών νυφούλα . Κι ο Νάσιο Κότσκας φώναξεν από το καραούλι : « Για πάρτε τα μικρά παιδιά κι όλους τους λαβωμένους και βάλτε τους στον ντουμπχανε και απάνω να καούνε , γιρούσι θενά κάμουμε , στα έξω για να βγούμε . »


Η ερήμωση και η καταστροφή της Κάσου περιγράφεται με τραγικό τρόπο από τη λαϊκή μούσα.


Μαύρο πουλάκι κάθεται στης Κάσος τ ' αγριοβούνι , βγάλλει φωνίτσα θλιβερή και μαύρο μοιρολόι : « Μάννα , κλαμος και βουγγητός εις το νησί της Κάσος ! “ Η μάννα κλαίει το παιδί και το παιδί τη μάννα - Πάς και πανούγλα πλάκωσε , πας και σεισμός εγίνη και --Μήτε πανούγλα πλάκωσε , μήτε σεισμός εγίνη . Χουσέν πασάς επλάκωσε από την Αλεξάντρα , Βγάλλ ' ' Αρβανίτες περισσούς , βγάλλει Στραβαραπάδες , για να πατήσουν το σταυρό , για να πατήσουν τ ' άγια , να μαγαρίσουν εκκλησιές κι ούλα τα μοναστήρια . Σφάζουν τους γέρους και τις γριές κι ούλα τα παλληκάρια , τις κοπελλιές και τα μωρά στη φλόττα τους μπαρκάρουν , σκλάβους να τους πουλήσουσι στης Μπαρμπαριάς τα μέρη . Και μια ' π ' τις σκλάβες ήλεγε με θλιβερή φωνίτσα : « Χίλια κι αν κάμης , Χουσεΐν , χίλια κι αν μας πουλήσης , εμείς του Τούρκου το σπαθί δε θα το φοβηθούμε , για θα μας κόψης ούλους μας , για λευτεριά θα δούμε . »


Η μεγάλες νίκες ήρθαν από τα πεδία των μαχών. Από το δημοτικό τραγούδι όμως δεν λείπει η περιγραφή των ναυτικών συγκρούσεων, ούτε των κατορθωμάτων του ελληνικού στόλου μέσα στη θάλασσα.


Να ήμουν πουλίν, να ήμουν πουλίν, να ήμουν και χελιδόνι, να ήμουν και χρυσοκάναρον στον κόλφον της αγάπης, να καθούμουν κι αλόγιαζα του ρήγα την αρμάδα, πως αρμενίζει κι έρχεται σα νύφη στολισμένη. Γυρεύει κόλφον για να μπη, λιμένα για ν’ αράξη, γυρεύει το Χαλίλ πασάν, για να τον πολεμήση με τετρακόσια κάτεργα, με ξηνταδυό φρεγάδες. Έρθαν και συνταμώσανε απάν’ στην Οφιδώναν. Τότε και το ρηγόπουλον χρυσήν φρεγάδα ρίχνει: «Παιδιά μου Ρωμαιόπουλα, ελαδοβαφτισμένα, Σήμερον γεννηθήκαμε, σήμερον θα χαθούμε, για τη αγάπην του Χριστού να μην παραδοθούμε.»


Η λαϊκή μούσα διαλάλησε τα κατορθώματα των λιγοστών Ελλήνων. Θαύμασε τους λεβέντες πρωταγωνιστές και πρόβαλλε τα πρότυπα της ανδρείας και του ηρωισμού.


Της Ρούμελης οι μπέηδες και του Μοριά οι αγάδες στο Ντερβενάκι κοίτονται κορμιά δίχως κεφάλια . Στρώμα ' χουνε τη μαύρη γης , προσκέφαλο μιά πέτρα και απoυπανωσκέπασμα του φεγγαριού τη λάμψη . Κι ένα πουλάκι πέρασε και το συχνoρωτάνε : Πουλί , πώς πάει ο πόλεμος , το κλέφτικο ντουφέκι ; -Τι να σας πω , μαύρα κορμιά , τί να σας μολογήσω ! Μπροστά πάει ο Νικηταράς , πίσ ' ο Κολοκοτρώνης και πάρα πίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά στα χέρια και πέφτουν λιανοντούφεκα σαν άμμο της θαλάσσης .


Κλεφτουριά, ζωή αδούλωτη. Μόνο οι λαϊκοί τραγουδιστές θα τολμήσουν να εξυμνήσουν την ζωή και τη δράση αρματολών και κλεφτών.


Α’ Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια έτσι λάμπει κι η κλεφτουριά , οι Κολοκοτρωναίοι , πόχoυν τ ' ασήμια τα πολλά , τες ασημένιες πάλλες και στα σελάχια τα χρυσά μπιστόλες καπνισμένες . Καβάλα παν ' στην εκκλησιά , καβάλα προσκυνάνε , καβάλα παίρνουν λειτουργιά απ ’ του παπά το χέρι .


Οι ρίζες των Κλεφτών φτάνουν στους Ακρίτες. Τα κατορθώματά τους διακρίνονται από υπερβολή γιατί υπερβολική είναι και η ανδρεία τους.


Τ΄ ειν΄ ο αχός που γίνεται και ταραχή μεγάλη; Μήνα βουβάλια σφάζονται , μήνα θεριά μαλώνουν και Κι ουδέ βουβάλια σφάζονται κι ουδέ θεριά μαλώνουν; ο Μπουκουβάλας πολεμά με χίλιους πεντακόσιους , και στη μέση στο Κεράσοβο και στην Καινούργια Χώρα . Κόρη ξανθη εχούγιαξεν από το παραθύρι : « Πάψε , Γιαννή , τον πόλεμο , πάψε και τα τουφέκια , να κατακάτσ ' ο κορνιαχτός , να σηκωθή ή αντάρα , να μετρηθή τ ' ασκέρι σου , να ιδούμε πόσοι λείπουν . » Ο Μετριούντή οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν πεντακόσιοι , μετριούνται τα κλεφτόπουλα , τους λείπουν τρείς λεβέντες Επήγ ’ ο ένας στο νερό κι άλλος ψωμί να φέρη , ο τρίτος ο καλύτερος στέκεται στο τουφέκι .


Η λαϊκή μούσα παρουσιάζει τον Κλέφτη ασυμβίβαστο και απροσκύνητο. Επιλέγει το θάνατο αψηφώντας τη ζωή χωρίς Ελευθερία.


Λιάκο, σε κλαίουν τ΄ Άγραφα, οι βρύσες και τα δέντρα, Σε κλαίει ο δόλιος ψυχογιός, σε κλαι τα παλληκάρια. Δεν σ΄ το είπα, Λιάκο, μια φορά, δεν σ΄ το είπα τρεις και πέντε, Προσκύνα Λιάκο τον πασά, προσκύνα το βεζίρη; Όσο ΄ναι Λιάκος ζωντανός, πασά δεν προσκυνάει, Πασά ΄χει Λιάκος το σπαθί, βεζίρη το τουφέκι. Κακό καρτέρι τόκαμαν από το μετερίζι. Διψούσ΄ ο Λιάκος κι έρχεται με το σπαθί στο χέρι. Έσκυψε κάτω για να πιή νερό και να δροσίση, Τρία τουφέκια του ΄δωκαν, τα τρία αράδα – αράδα…. «Που είσθε παλληκάρια μου, που είσαι ψυχογιέ μου; Για πάρετέ μου τα φλωριά, πάρτε μου τα τσαπράζια, Πάρτε και το σπαθάκι μου το πολυξακουσμένο. Κόψετε το κεφάλι μου να μη το κόψουν Τούρκοι Και το πηγαίνουν στου πασά, ψηλά εις το διβάνι, Το ιδούν εχθροί και χαίρουνται, οι φίλοι και λυπούνται, Το ιδή και η μανούλα μου κι απ΄ τον καημό πεθάνη».


Επιπλέον ο ηρωισμός απορρέει και από τον τρόπο με τον οποίο ο Έλληνας αντιμετωπίζει το θάνατο.


Ο ήλιος εβασίλεψε κι ο Δήμος διατάζει: « Σύρτε , παιδιά μου , στο νερό , ψωμί να φάτ ’ απόψε , και σύ , Λαμπράκη μ ' ανεψιέ , κάθου εδώ κοντά μου να τ ' άρματά μου φόρεσε , να είσαι καπετάνιος . Και σείς , παιδιά μου , πάρετε το έρημο σπαθί μου , Πράσινα κόψετε κλαδιά, στρώστε μου να καθίσω Και φέρτε τον πνευματικό να με ξομολογήσεη, Να τον ειπώ τα κρίματα όσα ΄χω καμωμένα. Τριάντα χρόνια αρματολός κι είκοσι έχω κλέφτης Και τώρα μ΄ ήρθε θάνατος και θέλω να πεθάνω. Κάμετε το κιβούρι μου πλατύ, ψηλό να γένη, Να στέκω ορθός να πολεμώ και δίπλα να γεμίζω. Κι από το μέρος το δεξί αφήστε παραθύρι, Τα χελιδόνια να ΄ρχονται, την άνοιξη να φέρνουν Και τα΄αηδόνια τον καλό Μάη να με μαθαίνουν».


Ο στρατηγός Μακρυγιάννης συχνά αυτοσχεδίαζε, φέρνοντας το δημοτικό τραγούδι κοντά στο γεγονός που ήθελε να υμνήσει, καθιστώντας το έτσι εργαλείο της Ιστορίας.


Ο Ήλιος εβασίλεψε (Έλληνα μου) και το φεγγάρι εχάθη κι ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά στην Πούλια τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν. Γυρίζει ο Ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει: «Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα, άκ’σα γυναίκεια κλάμματα κι ανδρών τα μοιργιολόγια, γι’ αυτά τα ηρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα, και μέσ’ στο αίμα το πολύ είν’ όλα βουτημένα. Για την πατρίδα πήγαινε στον Άδη τα καημένα».


Το δημοτικό τραγούδι των Ελλήνων, τόσο λαϊκό και τόσο δραματικό. Τόσο επικό και τόσο λυρικό, που αντίστοιχό του δεν υπάρχει στον κόσμο.


Γιατ’ είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα; Μην άνεμος τα πολεμά; Μήνα βροχή τα δέρνει; Ούδ΄ άνεμος τα πολεμά κι ούδέ βροχή τα δέρνει. Μόν’ εδιαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμένους. Σέρνει τους νιους από μπροστά, τους γέροντας κατόπι, τα τρυφερά παιδόπουλα στη σέλλα αραδιασμένα. Παρακαλούν οι γέροντες, τ’ αγόρια γονατίζουν: «Κόνεψε, Χάρο, σε χωριό, κόνεψε καν σε βρύση, να πιουν οι γέροντες νερό κι οι νιοι να λιθαρίσουν και τα μικρά παιδόπουλα να μάσουνε λουλούδια». «Όχι, χωριά δεν θέλω εγώ, σε βρύσες δεν κονεύω, έρχονται οι μάνες για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά τους, γνωρίζονται τ΄ αντρόγυνα και χωρισμό δεν έχουν»…


Επιλογικά •

Η Δημοτική Ποίηση διέσωσε πολλές από τις ηρωικότερες σελίδες των Ελλήνων.

Τα πρώτα ελληνικά δημοτικά τραγούδια καταγράφηκαν από ξένους περιηγητές στην Ελλάδα.

Στις αρχές του 19ου αι., ο Γάλλος λόγιος Φωριέλ συνέλεξε δημοτικά τραγούδια της χώρας μας και τα εξέδωσε στο Παρίσι το 1824.



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.